.
.
LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
-Το προπατορικό αμάρτημα
Γέννησης,3,Παλαιά Διαθήκη
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Adam and Eve
χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Το προπατορικό αμάρτημα
Γέννησης,3,Παλαιά Διαθήκη
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
2,25
καὶ ἦσαν οἱ δύο γυμνοί, ὅ τε Ἀδὰμ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ, καὶ οὐκ ᾐσχύνοντο
και ήσαν οι δυο γυμνοί,και ο Αδάμ και η γυναίκα του,και δεν ντρέπονταν
3.1
Ὁ δὲ ὄφις ἦν φρονιμώτατος πάντων τῶν θηρίων τῶν ἐπὶ τῆς γῆς, ὧν
ἐποίησε Κύριος ὁ Θεός. καὶ εἶπεν ὁ ὄφις τῇ γυναικί· τί ὅτι εἶπεν ὁ Θεός,
οὐ μὴ φάγητε ἀπὸ παντὸς ξύλου τοῦ παραδείσου;
ο οφις ήταν το πιο πανούργο απ'ολα τα θηρία πάνω στη γη,που ο Κύριος
ο Θεός εδημιουργησε,και είπε ο οφις στη γυναικα,γιατί είπε ο Θεός,
να μην φάτε καρπό από κανένα δέντρου του παραδεισου;
3,2
καὶ εἶπεν ἡ γυνὴ τῷ ὄφει· ἀπὸ καρποῦ τοῦ ξύλου τοῦ παραδείσου φαγούμεθα,
3,3
ἀπὸ δὲ τοῦ καρποῦ τοῦ ξύλου, ὅ ἐστιν ἐν μέσῳ τοῦ παραδείσου, εἶπεν
ὁ Θεός, οὐ φάγεσθε ἀπ᾿ αὐτοῦ, οὐ δὲ μὴ ἅψησθε αὐτοῦ, ἵνα μὴ ἀποθάνητε.
και είπε η γυναίκα στον όφι,απ'τον καρπό δέντρου του παραδεισου
μπορουμε να φαμε,
όμως απ' τον καρπό του δέντρου,που είναι στη μέση του παραδείσου,είπε
ο Θεός,δεν θα φάτε απ'αυτο,ούτε θα το αγγιξετε,για να μην πεθανετε
3,4
καὶ εἶπεν ὁ ὄφις τῇ γυναικί· οὐ θανάτῳ ἀποθανεῖσθε·
3,5
ᾔδει γὰρ ὁ Θεός, ὅτι ᾗ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, διανοιχθήσονται ὑμῶν
οἱ ὀφθαλμοὶ καὶ ἔσεσθε ὡς θεοί, γινώσκοντες καλὸν καὶ πονηρόν.
και είπε ο οφις στη γυναικα,όχι με θάνατο δεν θα πεθανεται
γιατί ο Θεός γνώριζε,ότι αν μια μέρα φάτε απ'αυτο, θ'ανοιχτουν τα μάτια
σας και θα είστε ως θεοί,που θα γνωρίζεται το καλό και πονηρο
3.6
καὶ εἶδεν ἡ γυνή, ὅτι καλὸν τὸ ξύλον εἰς βρῶσιν καὶ ὅτι ἀρεστὸν τοῖς
ὀφθαλμοῖς ἰδεῖν καὶ ὡραῖόν ἐστι τοῦ κατανοῆσαι, καὶ λαβοῦσα ἀπὸ τοῦ
καρποῦ αὐτοῦ ἔφαγε· καὶ ἔδωκε καὶ τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς μετ᾿ αὐτῆς, καὶ
ἔφαγον.
και είδε η γυναίκα,ότι το καλό το δέντρο για να φαγωθεί και ευχαριστο
στα ματια να βλέπεις και ωραίο είναι σκέφτηκε,κι αφού πήρε απ'τον καρπό
του έφαγε,και έδωσε και στον αντρα της μαζί και εφαγαν
3,7
καὶ διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοὶ τῶν δύο, καὶ ἔγνωσαν ὅτι γυμνοὶ ἦσαν, καὶ ἔῤῥαψαν
φύλλα συκῆς καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς περιζώματα.
κι άνοιξαν τα μάτια και των δύο,και κατάλαβαν ότι γυμνοί ήταν,κι ερραψαν
φύλλα συκής και έκαναν καλύμματα να ζωθουν μπροστά
3,8
Καὶ ἤκουσαν τῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ περιπατοῦντος ἐν τῷ παραδείσῳ τὸ δειλινόν,
καὶ ἐκρύβησαν ὅ τε Ἀδὰμ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ ἀπὸ προσώπου Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἐν μέσῳ
τοῦ ξύλου τοῦ παραδείσου.
κι άκουσαν τη φωνή του Θεού καθώς περπατούσαν μέσα στον παράδεισο
το δειλινο,και κρύφτηκαν και ο Αδάμ και η γυναίκα απ'τον πρόσωπο
του Θεού μέσα στα δέντρα του παραδεισου
3,9
καὶ ἐκάλεσε Κύριος ὁ Θεὸς τὸν Ἀδὰμ καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ἀδάμ, ποῦ εἶ;
3,10
καὶ εἶπεν αὐτῷ· τῆς φωνῆς σου ἤκουσα περιπατοῦντος ἐν τῷ παραδείσῳ καὶ ἐφοβήθην,
ὅτι γυμνός εἰμι, καὶ ἐκρύβην
και κάλεσε ο Κύριος ο Θεός τον Αδάμ και είπε σ' αυτόν,Αδάμ που είσαι;
και είπε σ' αυτόν,τη φωνή σου άκουσα ενώ περπατούσα στο παράδεισο
και φοβήθηκα,γιατί γυμνός είμαι,και κρυφτηκα
3,11
καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ Θεός· τίς ἀνήγγειλέ σοι ὅτι γυμνὸς εἶ, εἰ μὴ ἀπὸ τοῦ ξύλου,
οὗ ἐνετειλάμην σοι τούτου μόνου μὴ φαγεῖν, ἀπ᾿ αὐτοῦ ἔφαγες;
και είπε σ' αυτόν ο Θεός,ποιος σου είπε ότι γυμνός είσαι,εκτός αν απ'το
δέντρο,που σου παρηγγειλα απ'αυτο μονο να μην φας,απ'αυτο έφαγες;
3,12
καὶ εἶπεν ὁ Ἀδάμ· ἡ γυνή, ἣν ἔδωκας μετ᾿ ἐμοῦ, αὕτη μοι ἔδωκεν ἀπὸ τοῦ
ξύλου, καὶ ἔφαγον.
3,13
καὶ εἶπε Κύριος ὁ Θεὸς τῇ γυναικί· τί τοῦτο ἐποίησας; καὶ εἶπεν ἡ γυνή·
ὁ ὄφις ἠπάτησέ με, καὶ ἔφαγον
και είπε ο Αδάμ,η γυναίκα,αυτή που μου'δωκες να'ναι μαζί μου,αυτή
μου'δωκε απ'το δέντρο,κι εφαγα
και είπε ο Κύριος ο Θεός στη γυναίκα,γιατί εκανες αυτό; και είπε
η γυναίκα,ο οφις με ξεγέλασε,κι εφαγα,
3,14
καὶ εἶπε Κύριος ὁ Θεὸς τῷ ὄφει· ὅτι ἐποίησας τοῦτο, ἐπικατάρατος σὺ ἀπὸ πάντων
τῶν κτηνῶν καὶ ἀπὸ πάντων τῶν θηρίων τῶν ἐπὶ τῆς γῆς· ἐπὶ τῷ στήθει σου καὶ
τῇ κοιλίᾳ πορεύσῃ καὶ γῆν φαγῇ πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου.
και είπε ο Κύριος ο Θεός στον όφι,αφού αυτό έκανες,καταραμένος θα'σαι
απ'ολα τα κτήνη κι απ'ολα τα θηρία που είναι πάνω στη γη,με το στήθος
και με τη κοιλιά θα σέρνεται και χώμα θα τρως όλες τις μέρες της
ζωής σου
3,15
καὶ ἔχθραν θήσω ἀνὰ μέσον σοῦ καὶ ἀνὰ μέσον τῆς γυναικὸς καὶ ἀνὰ μέσον
τοῦ σπέρματός σου καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματος αὐτῆς· αὐτός σου τηρήσει κεφαλήν,
καὶ σὺ τηρήσεις αὐτοῦ πτέρναν.
και εχτρα θα βάλω ανάμεσα σε σένα και ανάμεσα στη γυναίκα και ανάμεσα
στο σπέρμα σου και ανάμεσα στο σπέρμα αυτής,αυτός θα σου τρυπήσει
το κεφάλι,και συ θα του τρυπήσεις τη φτερνα
3,16
καὶ τῇ γυναικὶ εἶπε· πληθύνων πληθυνῶ τὰς λύπας σου καὶ τὸν στεναγμόν
σου· ἐν λύπαις τέξῃ τέκνα, καὶ πρὸς τὸν ἄνδρα σου ἡ ἀποστροφή σου, καὶ
αὐτός σου κυριεύσει.
και στη γυναίκα είπε,θα πολλαπλαπλασιασω πολλαπλασιάζοντας τις
λύπες σου και τον στεναγμό,με πόνους θα γεννας παιδια,και στον αντρα
σου το καταφύγιο σου,και αυτός κύριος σου
3,17
τῷ δὲ Ἀδὰμ εἶπεν· ὅτι ἤκουσας τῆς φωνῆς τῆς γυναικός σου καὶ ἔφαγες ἀπὸ
τοῦ ξύλου, οὗ ἐνετειλάμην σοι τούτου μόνου μὴ φαγεῖν, ἀπ᾿ αὐτοῦ ἔφαγες, ἐπικατάρατος
ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις σου· ἐν λύπαις φαγῇ αὐτὴν πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου·
στον δε Αδάμ είπε,επειδή άκουσες τι σου είπε η γυναίκα σου κι εφαγες
απ'το δέντρο,που σου παρηγγειλα απ'αυτο μονο να μην φας,απ'αυτο έφαγες,
καταραμένη η γη που θα εργάζεσαι,με στεναχώριες θα τρως απ'αυτή όλες
τις μέρες της ζωής σου,
3,18
ἀκάνθας καὶ τριβόλους ἀνατελεῖ σοι, καὶ φαγῇ τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ.
3,19
ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγῇ τὸν ἄρτον σου, ἕως τοῦ ἀποστρέψαι σε εἰς τὴν
γῆν, ἐξ ἧς ἐλήφθης, ὅτι γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ·
αγκάθια και ζιζάνια θα σου φυτρώνει ,και θα τρως το χορτάρι τ'αγρου
με τον ιδρώτα του προσώπου σου θα τρως το ψωμί σου,έως ότου επιστρεψεις στη γη,
απ' την οποία πλαστηκες,γιατί γη είσαι και στη γη θα ξαναγυρισεις
.
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου