.
.
GREEK POETRY
POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης
.
.
Παλατινη Ανθολογια-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
.
.
ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ [αποσπασματα]-μεταφραση χ.ν.κουβελης
.
V.115.ΦΙΛΟΔΗΜΟΥ
Ἠράσθην Δημοῦς Παφίης γένος· οὐ μέγα θαῦμα·
καὶ Σαμίης Δημοῦς δεύτερον· οὐχὶ μέγα·
καὶ πάλιν Ὑσιακῆς Δημοῦς τρίτον· οὐκέτι ταῦτα
παίγνια· καὶ Δημοῦς τέτρατον Ἀργολίδος.
αὐταί που Μοῖραί με κατωνόμασαν Φιλόδημον͵
ὡς αἰεὶ Δημοῦς θερμὸς ἔχοι με πόθος
.
ερωτευθηκα τη Δημω απο γεννια της Παφου
καθολου παραξενο
και τη Δημω απ'τη Σαμο δευτερη
ουτε κι αυτο ειναι παραξενο
και τριτη φορα παλι Δημω απ' την Υσια
δεν ειναι καθολου αστειο
και τη Δημω τεταρτη απ'την Αργολιδα
γι'αυτες μ'ονομασαν Φιλοδημο οι Μουσες
για παντα θερμος ποθος για τις Δημω
να με κατεχει
.
.
V.33 ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΟΣ
Ὁ Ζεύς τήν Δανάην χρυσοῦ, κἀγώ δέ σέ χρυσοῦ·
πλείονα γάρ δοῦναι τοῦ Διός οὐ δύναμαι
.
Ο Διας τη Δαναη με χρυσο την εριξε.κι εγω εσενα με χρυσο.
ομως περισσοτερα απ'το Δια δεν μπορω να δωσω
.
.
V.34 ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΟΣ
Καί πενίη καί ἔρως δύο μοι κακά· καί τό μέν οἴσω κούφως,
πῦρ δέ φέρειν Κύπριδος οὐ δύναμαι
.
Κι η φτωχεια κι ο ερωτας για μενα τα δυο κακα.
κι αν τη φτωχεια την υποφερω ευκολα
τη φωτια ομως που φερνει ο ερωτας δεν μπορω
.
.
V 55. ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ
Δωρίδα τὴν ῥοδόπυγον ὑπὲρ λεχέων διατείνας
ἄνθεσιν ἐν χλοεροῖς ἀθάνατος γέγονα.
Ἡ γὰρ ὑπερφυέεσσι μέσον διαβᾶσά μὲ ποσσὶν
ἤνυεν ἀκλινέως τὸν Κύπριδος δόλιχον,
ὄμμασι νωθρὰ βλέπουσα· τὰ δ’ , ἠύτε πνεύματι φύλλα,
ἀμφισαλευομένης ἔτρεμε πορφύρεα,
μέχρις ἀπεσπείσθη λευκὸν μένος ἀμφοτέροισιν,
καὶ Δωρὶς παρέτοις ἐξεχύθη μέλεσι
.
Τη ροδοκαπουλη Δωριδα πανω στη χλοη τη ξαπλωσα
μεσα στα δροσερα ανθη πιο δυνατος εγινα
με τα πανυψηλα ποδια της μου'σφιξε τη μεση
του ερωτα το μακρυ αγωνισμα διανυοντας
τα ματια της θολωσαν. οπως τα φυλλα που αερακι φυσσαει
σπαραζε κι ετρεμε απ'τη φωτια πορφυρη
μεχρι που ξεσπασε η λευκο ορμη και στους δυο μας
και η Δωριδα αναστατωμενη εχυσε τη γλυκα της
.
.
V 60. ΡΟΥΦΙΝΟΥ
Παρθένος ἀργυρόπεζος ἐλούετο, χρύσεα μαζῶν
χρωτὶ γαλακτοπαγεῖ μῆλα διαινομένη·
πυγαὶ δ’ ἀλλήλαις περιηγέες εἱλίσσοντο,
ὕδατος ὑγροτέρῳ χρωτὶ σαλευόμεναι·
τὸν δ’ ὑπεροιδαίνοντα κατέσκεπε πεπταμένη χεὶρ
οὐχ ὅλον Εὐρώταν, ἀλλ’ ὅσον ἠδύνατο.
.
παρθενα με λαμπερα ποδια λουζονταν,σπαραζαν
στ'ασπρο σα γαλα σωμα της τα χρυσα μηλα των βυζιων της
τα καπουλια της το ενα μ'αλλο τριβωνταν χορευοντας
πιο υγροτερα απ'το νερο σπαραζανε
την φουσκωμενη ηβη της ολη δεν τη σκεπαζε τ'απλωμενο
χερι μπροστα της,μονο οσο μπορουσε
.
.
V 70. ΡΟΥΦΙΝΟΥ
Κάλλος ἔχεις Κύπριδος, Πειθοῦς στόμα, σώματος ἀκμὴν
εἰαρινὼν Ὡρῶν, φθέγμα δὲ Καλλιόπης,
νοῦν καὶ σωφροσύνην Θέμιδος καὶ χεῖρας Ἀθήνης·
σὺν σοὶ δ’ αἱ Χάριτες τέσσαρες εἰσι, Φίλη
.
την ομορφια εχεις της Αφροδιτης,το στομα να πειθεις της Πειθως
το θαλλερο σωμα της Ανοιξης τη γλυκεια φωνη της Καλλιοπης
το νου και τη σωφροσυνη της Θεμις και τα επιδεξια χερια της Αθηνας
μαζι με σενα τεσσερες οι Χαριτες ειναι,Αγαπημενη
.
.
V 73. ΡΟΥΦΙΝΟΥ
Δαίμονες, οὐκ ᾔδειν, ὅτι λούεται ἡ Κυθέρεια,
χερσὶ καταυχενίους λυσαμένη πλοκάμους.
Ἱλήκοις, δέσποινα, καὶ ὄμμασιν ἡμετέροισι
μήποτε μηνίσῃς θεῖον ἰδοῦσι τύπον.
Νῦν ἔγνων· Ῥοδόκλεια, καὶ οὐ Κύπρις. Εἶτα τὸ κάλλος
τοῦτο πόθεν; σύ, δοκῶ, τὴν θεὸν ἐκδέδυκας.
.
θε μου ,δεν ηξερα,πως λουζεται η Αφροδιτη
που με τα χερια ελυσε τα μαλλια και χυθηκαν στις πλατες
λυπησουμε,κυρα,και μην οργισθεις με τα ματια μου
και τα τυφλωσεις που'δαν το θεικο κορμι σου.
Τωρα καταλαβα.Η Ροδοκλεια ειναι κι οχι η Αφροδιτη.
επομενως απο που'ναι αυτη η ομορφια;εσυ,νομιζω,
πως τη θεα εχεις ξεγυμνωσει.
.
.
V 74. ΡΟΥΦΙΝΟΥ
Πέμπω σοι, Ῥοδόκλεια, τόδε στέφος, ἄνθεσι καλοῖς
αὐτὸς ἐφ’ ἡμετέραις πλεξάμενος παλάμαις.
Ἔστι κρίνον, ῥοδέη τε κάλυξ νοτερὴ τ’ ἀνεμώνη
καὶ νάρκισσος ὑγρὸς καὶ κυαναυγὲς ἴον.
Ταῦτα στεψαμένη, λῆξον μεγάλαυχος ἐοῦσα·
ἀνθεῖς καὶ λήγεις καὶ σὺ καὶ ὁ στέφανος.
.
σου στελνω,Ροδοκλεια,αυτο το στεφανι που μ'ομορφα
λουλουδια το πλεξανε τα δικα μου χερια
ειναι κρινο ροδο κι ανεμωνη με καλυκα δροσερο
και ναρκισσος υγρος και λαμπερο γαλαζωπο ιον
οταν αυτα στεφανωθεις παψε να περηφανευεσαι
ανθιζεις και μαραινεσαι κι εσυ και το στεφανι
.
.
V 81. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΦΙΣΤΟΥ
Ἡ τὰ ῥόδα, ῥοδόεσσαν ἔχεις χάριν. Ἀλλὰ τὶ πωλεῖς;
Σαυτὴν ἢ τὰ ῥόδα ἠὲ συναμφότερα;
.
ροδα εχεις,του ροδιου εχεις τη χαρη.Αλλα τι πουλας;
Τον εαυτο σου η ' τα ροδα η' και τα δυο μαζι;
.
.
V 83. ΑΝΩΝΥΜΟΥ
Εἲθ’ ἄνεμος γενόμην, σύ δ’ ἐπιστείχουσα παρ’ αὐγάς
στήθεα γυμνώσαις, καὶ με πνέοντα λάβοις.
.
να'ταν αερας να γινομουν εσενα να πλησιασω το ξημερωμα
τα στηθια σου να ξεγυμνωσω και μενα να παρεις ν'αναπνευεις
.
.
V 128. ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ
Στέρνα περὶ στέρνοις, μαστῷ δ’ ἔπι μαστὸν ἐρείσας
χείλεά τε γλυκεροῖς χείλεσι συμπιέσας
Ἀντιγόνης καὶ χρῶτα λαβὼν πρὸς χρῶτα, τὰ λοιπὰ
σιγῶ, μάρτυς ἐφ’ οἷς λύχνος ἐπεγράφετο.
.
το στερνο μου στο στερνο της,το στηθος μου πανω
στο στηθος της ακουμπωντας
τα χειλια μου πανω στα γλυκα χειλια της πιεζοντας
της Αντιγονης και το κορμι μου ποτισμενο απ'το κορμι της
τα υπολοιπα δεν τα αποκαλυπτω,αυτα το λυχναρι μαρτυρας
τα σημειωνει
.
.
V 168. ΑΝΩΝΥΜΟΥ
Καὶ πυρὶ καὶ νιφετῷ με καί, εἰ βούλοιο, κεραυνῷ
βάλλε, καὶ εἰς κρημνοὺς ἕλκε καὶ εἰς πελάγη.
Τὸν γὰρ ἀπαυδήσαντα πόθοις καὶ Ἔρωτι δαμέντα
οὐδὲ Διὸς τρύχει πῦρ ἐπιβαλλόμενον.
.
ριξε μου φωτια και χιονι κι αν θελεις κεραυνο
πετα και σε γκρεμους συρε με και σε πελαγη
τον απελπισμενο απ'το ποθο κι απ'τον ερωτα ερμαιο
δεν τον κανει σταχτη ουτε η φωτια που ριχνει ο Διας
.
.
V 210. ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ
Τῷ θαλλῷ Διδύμη μὲ συνήρπασεν· ὤμοι, ἐγὼ δὲ
τήκομαι, ὡς κηρὸς πὰρ πυρί, κάλλος ὁρῶν.
Εἰ δὲ μέλαινα, τὶ τοῦτο; καὶ ἄνθρακες· ἀλλ’ ὅτε
κείνους θάλψωμεν,λάμπουσ’ ὡς ῥόδεαι κάλυκες
.
μ'εν'ανθος η Διδυμη μ'αναστατωσε,αλιμονο,
λιωνω,σαν το κερι στη φωτια,την ομορφια βλεποντας
κι αν ειναι μαυρη μελαχροινη,τι μ'αυτο;και τα καρβουνα
αν τα πυρωσουμε σαν τα ροδα λαμπουν
.
.
V 252. ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ
Ῥίψωμεν, χαρίεσσα,τὰ φάρεα, γυμνὰ δὲ γυμνοῖς
ἀμπελάσῃ γυίοις γυῖα περιπλοκάδην·
μηδὲν ἔοι τὸ μεταξύ· Σεμιράμιδος γὰρ ἐκεῖνο
τεῖχος ἐμοὶ δοκέει λεπτὸν ὕφασμα σέθεν·
στήθεα δ’ ἐζεύχθω,τά τε χείλεα· τἄλλα δὲ σιγῇ
κρυπτέον· ἐχθαίρω τὴν ἀθυροστομίην.
.
ας πεταξουμε,χαριτωμενη μου,τα ρουχα
γυμνο το δικο μου σωμα το δικο σου ν'αγκαλιασει
τιποτα να μην ειναι μεταξυ μας.
σαν της Σεμιραμις το τειχος μου φαινεται το λεπτο σου
ρουχο,
τα στηθη να ζευγαρωθουν και τα χειλη να ενωθουν
τ'αλλα ας τα κρυψει η σιωπη,απεχθανομαι τ'ασεμνα λογια
.
.
V 258. ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ
Πρόκριτός ἐστι,Φίλιννα, τεὴ ῥυτὶς ἤ ὀπὸς ἥβης
πάσης· ἱμείρω δ’ ἀμφὶς ἔχειν παλάμαις
μᾶλλον ἐγὼ σέο μῆλα καρηβαρέοντα κορύμβοις
ἢ μαζὸν νεαρὴς ὄρθιον ἡλικίης.
Σὸν γὰρ ἔτι φθινόπωρον ὑπέρτερον εἴαρος ἄλλης,
χεῖμα σὸν ἀλλοτρίου θερμότερον θέρεος.
.
προτιμω,Φιλιννα,τις ρυτιδες σου παρα τους χυμους
των κοριτσιων.ερωτικα ποθω να'χω στα χερια μου
πιο πολυ τα μηλα σου με τις πεσμενες ρογες
παρα το στητο βυζι νεαρης.
Το φθινοπωρο σου ακομη ειναι πιο καλλιτερο
απ'την ανοιξη αλλης,
κι ο χειμωνας σου πιο θερμοτερος απ'το θερος
καποιας αλλης
.
.
.
.
GREEK POETRY
POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης
.
.
Παλατινη Ανθολογια-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
.
.
ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ [αποσπασματα]-μεταφραση χ.ν.κουβελης
.
V.115.ΦΙΛΟΔΗΜΟΥ
Ἠράσθην Δημοῦς Παφίης γένος· οὐ μέγα θαῦμα·
καὶ Σαμίης Δημοῦς δεύτερον· οὐχὶ μέγα·
καὶ πάλιν Ὑσιακῆς Δημοῦς τρίτον· οὐκέτι ταῦτα
παίγνια· καὶ Δημοῦς τέτρατον Ἀργολίδος.
αὐταί που Μοῖραί με κατωνόμασαν Φιλόδημον͵
ὡς αἰεὶ Δημοῦς θερμὸς ἔχοι με πόθος
.
ερωτευθηκα τη Δημω απο γεννια της Παφου
καθολου παραξενο
και τη Δημω απ'τη Σαμο δευτερη
ουτε κι αυτο ειναι παραξενο
και τριτη φορα παλι Δημω απ' την Υσια
δεν ειναι καθολου αστειο
και τη Δημω τεταρτη απ'την Αργολιδα
γι'αυτες μ'ονομασαν Φιλοδημο οι Μουσες
για παντα θερμος ποθος για τις Δημω
να με κατεχει
.
.
V.33 ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΟΣ
Ὁ Ζεύς τήν Δανάην χρυσοῦ, κἀγώ δέ σέ χρυσοῦ·
πλείονα γάρ δοῦναι τοῦ Διός οὐ δύναμαι
.
Ο Διας τη Δαναη με χρυσο την εριξε.κι εγω εσενα με χρυσο.
ομως περισσοτερα απ'το Δια δεν μπορω να δωσω
.
.
V.34 ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΟΣ
Καί πενίη καί ἔρως δύο μοι κακά· καί τό μέν οἴσω κούφως,
πῦρ δέ φέρειν Κύπριδος οὐ δύναμαι
.
Κι η φτωχεια κι ο ερωτας για μενα τα δυο κακα.
κι αν τη φτωχεια την υποφερω ευκολα
τη φωτια ομως που φερνει ο ερωτας δεν μπορω
.
.
V 55. ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ
Δωρίδα τὴν ῥοδόπυγον ὑπὲρ λεχέων διατείνας
ἄνθεσιν ἐν χλοεροῖς ἀθάνατος γέγονα.
Ἡ γὰρ ὑπερφυέεσσι μέσον διαβᾶσά μὲ ποσσὶν
ἤνυεν ἀκλινέως τὸν Κύπριδος δόλιχον,
ὄμμασι νωθρὰ βλέπουσα· τὰ δ’ , ἠύτε πνεύματι φύλλα,
ἀμφισαλευομένης ἔτρεμε πορφύρεα,
μέχρις ἀπεσπείσθη λευκὸν μένος ἀμφοτέροισιν,
καὶ Δωρὶς παρέτοις ἐξεχύθη μέλεσι
.
Τη ροδοκαπουλη Δωριδα πανω στη χλοη τη ξαπλωσα
μεσα στα δροσερα ανθη πιο δυνατος εγινα
με τα πανυψηλα ποδια της μου'σφιξε τη μεση
του ερωτα το μακρυ αγωνισμα διανυοντας
τα ματια της θολωσαν. οπως τα φυλλα που αερακι φυσσαει
σπαραζε κι ετρεμε απ'τη φωτια πορφυρη
μεχρι που ξεσπασε η λευκο ορμη και στους δυο μας
και η Δωριδα αναστατωμενη εχυσε τη γλυκα της
.
.
V 60. ΡΟΥΦΙΝΟΥ
Παρθένος ἀργυρόπεζος ἐλούετο, χρύσεα μαζῶν
χρωτὶ γαλακτοπαγεῖ μῆλα διαινομένη·
πυγαὶ δ’ ἀλλήλαις περιηγέες εἱλίσσοντο,
ὕδατος ὑγροτέρῳ χρωτὶ σαλευόμεναι·
τὸν δ’ ὑπεροιδαίνοντα κατέσκεπε πεπταμένη χεὶρ
οὐχ ὅλον Εὐρώταν, ἀλλ’ ὅσον ἠδύνατο.
.
παρθενα με λαμπερα ποδια λουζονταν,σπαραζαν
στ'ασπρο σα γαλα σωμα της τα χρυσα μηλα των βυζιων της
τα καπουλια της το ενα μ'αλλο τριβωνταν χορευοντας
πιο υγροτερα απ'το νερο σπαραζανε
την φουσκωμενη ηβη της ολη δεν τη σκεπαζε τ'απλωμενο
χερι μπροστα της,μονο οσο μπορουσε
.
.
V 70. ΡΟΥΦΙΝΟΥ
Κάλλος ἔχεις Κύπριδος, Πειθοῦς στόμα, σώματος ἀκμὴν
εἰαρινὼν Ὡρῶν, φθέγμα δὲ Καλλιόπης,
νοῦν καὶ σωφροσύνην Θέμιδος καὶ χεῖρας Ἀθήνης·
σὺν σοὶ δ’ αἱ Χάριτες τέσσαρες εἰσι, Φίλη
.
την ομορφια εχεις της Αφροδιτης,το στομα να πειθεις της Πειθως
το θαλλερο σωμα της Ανοιξης τη γλυκεια φωνη της Καλλιοπης
το νου και τη σωφροσυνη της Θεμις και τα επιδεξια χερια της Αθηνας
μαζι με σενα τεσσερες οι Χαριτες ειναι,Αγαπημενη
.
.
V 73. ΡΟΥΦΙΝΟΥ
Δαίμονες, οὐκ ᾔδειν, ὅτι λούεται ἡ Κυθέρεια,
χερσὶ καταυχενίους λυσαμένη πλοκάμους.
Ἱλήκοις, δέσποινα, καὶ ὄμμασιν ἡμετέροισι
μήποτε μηνίσῃς θεῖον ἰδοῦσι τύπον.
Νῦν ἔγνων· Ῥοδόκλεια, καὶ οὐ Κύπρις. Εἶτα τὸ κάλλος
τοῦτο πόθεν; σύ, δοκῶ, τὴν θεὸν ἐκδέδυκας.
.
θε μου ,δεν ηξερα,πως λουζεται η Αφροδιτη
που με τα χερια ελυσε τα μαλλια και χυθηκαν στις πλατες
λυπησουμε,κυρα,και μην οργισθεις με τα ματια μου
και τα τυφλωσεις που'δαν το θεικο κορμι σου.
Τωρα καταλαβα.Η Ροδοκλεια ειναι κι οχι η Αφροδιτη.
επομενως απο που'ναι αυτη η ομορφια;εσυ,νομιζω,
πως τη θεα εχεις ξεγυμνωσει.
.
.
V 74. ΡΟΥΦΙΝΟΥ
Πέμπω σοι, Ῥοδόκλεια, τόδε στέφος, ἄνθεσι καλοῖς
αὐτὸς ἐφ’ ἡμετέραις πλεξάμενος παλάμαις.
Ἔστι κρίνον, ῥοδέη τε κάλυξ νοτερὴ τ’ ἀνεμώνη
καὶ νάρκισσος ὑγρὸς καὶ κυαναυγὲς ἴον.
Ταῦτα στεψαμένη, λῆξον μεγάλαυχος ἐοῦσα·
ἀνθεῖς καὶ λήγεις καὶ σὺ καὶ ὁ στέφανος.
.
σου στελνω,Ροδοκλεια,αυτο το στεφανι που μ'ομορφα
λουλουδια το πλεξανε τα δικα μου χερια
ειναι κρινο ροδο κι ανεμωνη με καλυκα δροσερο
και ναρκισσος υγρος και λαμπερο γαλαζωπο ιον
οταν αυτα στεφανωθεις παψε να περηφανευεσαι
ανθιζεις και μαραινεσαι κι εσυ και το στεφανι
.
.
V 81. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΦΙΣΤΟΥ
Ἡ τὰ ῥόδα, ῥοδόεσσαν ἔχεις χάριν. Ἀλλὰ τὶ πωλεῖς;
Σαυτὴν ἢ τὰ ῥόδα ἠὲ συναμφότερα;
.
ροδα εχεις,του ροδιου εχεις τη χαρη.Αλλα τι πουλας;
Τον εαυτο σου η ' τα ροδα η' και τα δυο μαζι;
.
.
V 83. ΑΝΩΝΥΜΟΥ
Εἲθ’ ἄνεμος γενόμην, σύ δ’ ἐπιστείχουσα παρ’ αὐγάς
στήθεα γυμνώσαις, καὶ με πνέοντα λάβοις.
.
να'ταν αερας να γινομουν εσενα να πλησιασω το ξημερωμα
τα στηθια σου να ξεγυμνωσω και μενα να παρεις ν'αναπνευεις
.
.
V 128. ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ
Στέρνα περὶ στέρνοις, μαστῷ δ’ ἔπι μαστὸν ἐρείσας
χείλεά τε γλυκεροῖς χείλεσι συμπιέσας
Ἀντιγόνης καὶ χρῶτα λαβὼν πρὸς χρῶτα, τὰ λοιπὰ
σιγῶ, μάρτυς ἐφ’ οἷς λύχνος ἐπεγράφετο.
.
το στερνο μου στο στερνο της,το στηθος μου πανω
στο στηθος της ακουμπωντας
τα χειλια μου πανω στα γλυκα χειλια της πιεζοντας
της Αντιγονης και το κορμι μου ποτισμενο απ'το κορμι της
τα υπολοιπα δεν τα αποκαλυπτω,αυτα το λυχναρι μαρτυρας
τα σημειωνει
.
.
V 168. ΑΝΩΝΥΜΟΥ
Καὶ πυρὶ καὶ νιφετῷ με καί, εἰ βούλοιο, κεραυνῷ
βάλλε, καὶ εἰς κρημνοὺς ἕλκε καὶ εἰς πελάγη.
Τὸν γὰρ ἀπαυδήσαντα πόθοις καὶ Ἔρωτι δαμέντα
οὐδὲ Διὸς τρύχει πῦρ ἐπιβαλλόμενον.
.
ριξε μου φωτια και χιονι κι αν θελεις κεραυνο
πετα και σε γκρεμους συρε με και σε πελαγη
τον απελπισμενο απ'το ποθο κι απ'τον ερωτα ερμαιο
δεν τον κανει σταχτη ουτε η φωτια που ριχνει ο Διας
.
.
V 210. ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ
Τῷ θαλλῷ Διδύμη μὲ συνήρπασεν· ὤμοι, ἐγὼ δὲ
τήκομαι, ὡς κηρὸς πὰρ πυρί, κάλλος ὁρῶν.
Εἰ δὲ μέλαινα, τὶ τοῦτο; καὶ ἄνθρακες· ἀλλ’ ὅτε
κείνους θάλψωμεν,λάμπουσ’ ὡς ῥόδεαι κάλυκες
.
μ'εν'ανθος η Διδυμη μ'αναστατωσε,αλιμονο,
λιωνω,σαν το κερι στη φωτια,την ομορφια βλεποντας
κι αν ειναι μαυρη μελαχροινη,τι μ'αυτο;και τα καρβουνα
αν τα πυρωσουμε σαν τα ροδα λαμπουν
.
.
V 252. ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ
Ῥίψωμεν, χαρίεσσα,τὰ φάρεα, γυμνὰ δὲ γυμνοῖς
ἀμπελάσῃ γυίοις γυῖα περιπλοκάδην·
μηδὲν ἔοι τὸ μεταξύ· Σεμιράμιδος γὰρ ἐκεῖνο
τεῖχος ἐμοὶ δοκέει λεπτὸν ὕφασμα σέθεν·
στήθεα δ’ ἐζεύχθω,τά τε χείλεα· τἄλλα δὲ σιγῇ
κρυπτέον· ἐχθαίρω τὴν ἀθυροστομίην.
.
ας πεταξουμε,χαριτωμενη μου,τα ρουχα
γυμνο το δικο μου σωμα το δικο σου ν'αγκαλιασει
τιποτα να μην ειναι μεταξυ μας.
σαν της Σεμιραμις το τειχος μου φαινεται το λεπτο σου
ρουχο,
τα στηθη να ζευγαρωθουν και τα χειλη να ενωθουν
τ'αλλα ας τα κρυψει η σιωπη,απεχθανομαι τ'ασεμνα λογια
.
.
V 258. ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ
Πρόκριτός ἐστι,Φίλιννα, τεὴ ῥυτὶς ἤ ὀπὸς ἥβης
πάσης· ἱμείρω δ’ ἀμφὶς ἔχειν παλάμαις
μᾶλλον ἐγὼ σέο μῆλα καρηβαρέοντα κορύμβοις
ἢ μαζὸν νεαρὴς ὄρθιον ἡλικίης.
Σὸν γὰρ ἔτι φθινόπωρον ὑπέρτερον εἴαρος ἄλλης,
χεῖμα σὸν ἀλλοτρίου θερμότερον θέρεος.
.
προτιμω,Φιλιννα,τις ρυτιδες σου παρα τους χυμους
των κοριτσιων.ερωτικα ποθω να'χω στα χερια μου
πιο πολυ τα μηλα σου με τις πεσμενες ρογες
παρα το στητο βυζι νεαρης.
Το φθινοπωρο σου ακομη ειναι πιο καλλιτερο
απ'την ανοιξη αλλης,
κι ο χειμωνας σου πιο θερμοτερος απ'το θερος
καποιας αλλης
.
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου