.
.
Οχτωηχη Ραψωδια
.
Οραματισθηκε το ελληνικο ερωτηματικο .;. Στις
λιθοσωριες εντειχισε τη θηλυκοτητα της,πανω
στο ιερο σωμα του τραγικου ανθοβολισε στα βα-
θεια ακρογυαλια της κι ευωδιασε μεντα αγρια
στους κορφους.Μπλοκαριστικε ο καιρος σε τρισ-
διαστατους κυβους.Εγω,θεατης των εικονων.
Περασε το φεγγαρι με κυκλικους δισκους σκιας,
ακροβοληστηκε στα δαχτυλα η επιθυμια.Μεσα
απο την οπη ανοιγεται το μεγαλο πελαγο,ευ-
ρυχωρο.Ενα-δυο πευκα σμπαραλιαζουν τα κυ-
ματα του.Αν ξυσει την πληγη του θα τρεξει νερο,
τα μελη του νευρωμενα στα τοξα της οργης.
Πλησιαζει ο κωπηλατης τη βαρκα στα νερα
του,γερνοντας αριστερα τη κεφαλη παρεδωσε
το πνευμα στους γλαρους.Ερχεται η φωνη απ'
το ραδιοφωνο γεματη παρασιτα φορτωμενη.
Τ'ονομα του δεν ακουστηκε πεντε μηνες,μα-
ζεψαν τα σεντονια τα τιναξαν στον πρωινο
αερα,τα περιττα των υπαρξεων ξημερωθηκαν.
Αποκτησε το βλεμμα του τη διαφανη γοητεια
του ανυπαρκτου.Το παιδι λαχανιασμενο ετρε-
ξε να προφτασει το μαντατο:ανακαλυψε πα-
λουκωμενα τα κεφαλια τριων αντρων,στο
συθαμπο δυσκολα τ'αναγνωρισαν.
.
Το περιστερι λευκο μ'ανοιγμενες τις φτερου-
γες εγκλωβιστηκε στα συννεφα,εκεινα οπλι-
σμενα την αθωοτητα εισχωρησαν στα παρα-
θυρα,μετεωρισθηκαν στα δρυινα πατωματα
χυνοντας στολες πανοπλιας στον μπρουντζο.
Κατα το μεσημερι με βροντερους ηχους κα-
τεφθασε η μουσικη,τιποτα δεν την εμποδισε
ν'ανοιξει τις πορτες της ακοης μας.Απο τη
στρογγυλη τρυπα την παρακολουθησε να
γδυνεται,επειτα να περναει τα ποδια της
στο μαγιο,αντεξε το θεαμα μεχρι να τυφλω-
θει.επιτιδες.Απογυμνωμενος απ'τις αληθει-
ες ντυθηκε εκτυφλωτικα την ψευδοτητα.Στα
ονειρα εχυσε νερο να ναυαγησουν,με μαυρο
χρωμα ξεπλυνε το ασπρο της κοιλιας της.
Ενα-ενα τα κομματια της αιωνιοτητας που
ειμαστε τα χανουμε στην ευτυχια.Αργοπο-
ρει το χερι του στο χαρτι.τα λιγοστα λογια
σκαρφαλωσαν στους γυρω λοφους,μ'αυτα
τα διχτυα απλωσε παντοδυναμος.Ονειρευ-
τηκε να του αντιλεγουν τα κοινοτυπα.η θα-
λασσα δεν ειναι γαλαζια,ουτε το παραμυθι
ανθρωπινη κατασκευη.Στη μοιρα του δεν
του διαφευγει η γυμνοτητα της γυναικας
στη διαφανεια των ρουχων,πρωτα το ποδι
τσαλαβουταει στα χρωματα ,μ'απροσμενες
κινησεις το μπρατσο.
.
Εξοχα σχηματα κοχυλιων ισορροπησαν τ'αγ-
ριεμενα αλογα.Κανεις δεν συναντησε τη σκια
της σφαιρας.αστοχαστα ανασηκωθηκαν τα
πελματα στο ρυθμο.Η σκληροτητα αποκεφα-
λισμενη κρεμεται σαπισμενη στη κρεμαστρα,
παραδιπλα η οδοντοκρεμα.Ποιοι ειναι αυτοι,
που δεν γνωριζεις;Ειναι σιγουρο πως δεν πε-
θαινει η αιωνιοτητα,ομως ειναι αθανατη η
μικροπρεπεια;Μ'ενα αχρειο τροπο ξεπληρωσε
τη καλοσυνη.Πανομοιοτυπα εργαστηκε με
παθος στα εργαστηρια των λουλουδιων,τα
ματια φτανουν τ'απογευματα ψαροβαρκες
στο λιμανι,το χαραμα φουνταρουν τις αγκυ-
ρες στ'ανοιχτα.Οι αλλοι παρατηρουσαν
μαυρα μαλλια λυμενα στη βυθισμενη προε-
κταση των φυκιων.Αποφασιστηκε να συναν-
τηθουν στη μεγαλη αιθουσα χωρις μεμψιμοι-
ριες,και την υποκρισια που σιχενεται οσο
τιποτα αλλο.Φορουσαν ασπρα πουκαμισα,
στις γυναικες δυο κουμπια ξεκουμπωτα,το
χερι ξεδιαντροπο τρυπωσε στην ελευθερω-
μενη σαρκα.Οι μελισσες με το κερι τους κε-
ρωσαν τα επανερχομενα περασματα των
ζωων.πιο κατω στη σπηλια κρεμασαν τα χα-
μογελα τους.Θυμαται το φοβο της ελαφινας.
Αραγε,υπαρχουν ακομα τα καταπληκτικα
τοπια ,που κατασκευασαν τα γοργα του
ποδια ακουραστα;
.
Ο ποιητης εφυγε αφου φυτεψε στο περιβολι
με επιμελεια τα παραμυθια του.Πολλα λογια
εκεινη τη χρονια ωριμασαν στα κλαδια και
πεσανε κατω στο χωμα.Απ'ολα τα γυρω μερη
τα μυρμυγγια τραπεζωθηκανε το καρπο,τα
βηματα του εφερε ως εκει,παρατηρωντας τα
καθεκαστα,Αργοτερα,στην επιστροφη,βρηκε
συγυρισμενο το σπιτι.ακουσε το νερο στο
μπανιο να τρεχει στο κορμι.Το βλεμμα αφη-
σε καρφιτσωμενο στα ρουχα,δεν θελησε να
το αποσυρει πριν γευτει την επιζητουμενη
τελειοτητα.Εξω,η μαζα του κοσμου στοι-
βαζονταν στο παραθυρο του αυτοκινητου,
πιο παρακατω σε μια αποτομη στροφη του
δρομου συναντησε τη συκια,εκει τον προ-
σμενε υπομονετικα.Περπατωντας ως τη
θαλασσα,δεξια τους βοσκουσαν αλογα,πε-
ρα μακρυα στο ανεπαισθητο σμιξιμο των
γαλαζιων επλεε ο κολυμβητης του νησιου.
Με φωτα λαμπρυνθηκε η ατμοσφαιρα,
απλοχερα πεταξε βοτσαλα χρωματισμενα
στα τεσσερα σημεια.Τα ιδιολεκτα των επι-
θυμιων δεν τα ντραπηκε να σωρευουν τη
λαγνεια τους,χωρις το αμαρτημα της επι-
πολαιοτητας στοχαστηκε τα περισσευου-
μενα ,που του ανηκαν με φυσικο τροπο.
Πως το σωμα φυτευτηκε στις ριζες του
σεμνο;
.
Ελαφροτατη κορη οφθαλμου πηρε τολμηρα,
παρα τις προκαταληψεις των αμαθητων, την
αντιφατικη θεση του γυμνωμενου ως τη μεση
κορμου.Την καταιγιδα λογοκρισιας αντιμετω-
πισε ελευθερωνοντας τη φωνη τ'αηδονιου.
Πανω στο καταστρωμα,καθως ανοιγονταν
καθαροι στο πελαγο,περιμεναν να βουτηξουν
τ'αστερια στο σκοταδι.Ειχε στη συκια γινωμε-
νους καρπους,το ιδιο κι οι αμυγδαλιες αγκαλι-
αζαν την πλαγια καταστηθα στη κοιλαδα,οι
μηλιες κρυμμενες στην ηρεμια,πριν τον συνοι-
κισμο.Στον κατω δρομο εντειχισε τους βηματι-
σμους του στη θαλασσα,στον πανω δρομο κο-
λυμπησε στ'απονερα του φεγγαριου.Το πρωι
η καρεκλα κραταει αδεια την εβδομαδα των
εφτα ημερων,η βαρκα απεναντι χαμογελαει
στα ματια της.Ο ενας λογος εφυγε ακολουθον-
τας τον αλλο λογο,τα δαχτυλα τρυπωσανε στ'
αλλα δαχτυλα,κατοπιν η' ταυτοχρονα τα ονει-
ρα αραδιασανε τα διχτυα τους στην προκυ-
μαια.Με τ'αστεια και τη σοβαροτητα θελησε
να πορευτει εκεινος ο ανθρωπος,ο φανατι-
σμενος συζητητης των ανθρωπων.Η παληα
πολιτεια στηλωθηκε στα γραφικα σπιτια ,
πολιορκημενη απο τις τωρινες απασχολησεις.
Εκει,σαν σαιτα περασε το σταυρωμα των
ποδιων,λευκων οπως του αρεσε,Πλησιαζον-
τας τη βαρκα στον ορμο κοιμηθηκε εκει,τον
ξυπνησαν οι βαθειοι αναστεναγμοι της γλωσ-
σας αργοτερα.Ειναι στιγμες που φανταζεται
πως τα πευκα σταθηκαν τυχερα συναντον-
τας το πεπρωμενο τους ευτυχισμενα.
.
Αναμεσα στους θαμνους ,πυκνα φυτρωμενους
σε μεγαλη εκταση,βρηκαν παρατημενα τα
αλετρια,τα απομειναρια των πραξεων τους.
Ερχεται ο καιρος του θερισμου απροσμενος.
Παρακατω αναμεσα στα σχινα η πλατυτερα
των ουρανων,κατα τα ανατολικα επλενε τα
ποδια της στα νερα,αρμυρισμενος ο τοπος
ασπρογυαλιζε.Περα απο τη μερια των κεν-
τρων διασκεδασης τους εφταναν καταφορ=
τωμενα τα τραινα,κυλουσαν στον καθρεφτη
της τουαλετας χωρις να σπασουν τα γυαλια
του.Τιποτα δεν ξεστομισθηκε εκεινη τη
νυχτα ερμηνευσιμο.στα αορατα της ελιας
κυκλοφορει το ιερο του βιου τους.Αυτη η
θαλασσα ειναι κατα πως γουσταρεις να
ξεφυλλισεις το κομιξ.Στο μερος που λιθο-
βολησαν τη ψυχη ξεθαφτηκαν στα μελλον-
τα των αιωνων πανεμορφα ειδωλια γονιμο-
τητας.Γι'αυτο μην αποστρεφεις,με κινδυνο
να θεωρηθεις δειλος,το προσωπο σου απο
τα εκλυτα οραματα του ωραιου.στην ωρα
σου θα ανταμοιφθεις εν μεσω των εκλεκτων.
Στις αναμνησεις του συγκαταλεγεται η
σφαιρικη μπαλα του μπιλιαρδου καθως
γεωμετρει την πορεια της στον λαβυρινθο
της νομοτελειας.
.
Ενα πουλι πεταξε τα πικραμυγδαλα στα
ποδια του,τ'ανθισμενα κλαδια τ'αφησανε
στους καναπεδες.Εκεινη τη νυχτα της γιορτης
η φωνη του τραγουδισε τα μαγκικα.Μεσα στην
αυλη ριχνανε το νερο με το λαστιχο πανω
στα κορμια το ουρανιο τοξο.Τα κιτρινα λου-
λουδια μαζευονταν δωρα στα χερια.Ανοιξαν
οι φωλιες των περιστεριων στο στηθος κοκ-
κινες παπαρουνες.Κοντα στην ακτη που κο-
λυμπησαν παρεδωσαν τα βοτσαλα τα σχη-
ματα τους στη φαντασια του δικαιου.Τα ματια,
εργαλεια των παντων:σπαρμενα στη δικη τους
θαλασσα ψαρια αεικινητα.Ζωγραφιζε την
αναπαυμενη στο κρεβατι κιθαρα,παιζοντας
τις χορδες μελωποιουσε.Φευγοντας τα συννε-
φα ρηγματωσαν με τις σκιες τους βαθεια την
επιφανεια των ορατων.Εκλεισε την ακοη του
στη σιωπη.Με τι ποσοτητες ασχημιας θα σε
περιμενουν τα χρονια;Εσενα,που οπως βλεπω
σου περισσευει η ομορφια.Ο ναυαγος ,αντρει-
ωμενο σωμα και τιμια ψυχη,προσορμοστηκε
σ'απανεμο φυσικο λιμανι,απο εκει ανεβαινανε
οι ελιες στο γαλαζιο.Δυναμωσε την ψυχη του
στη θεα της ηρεμιας,για πρωτη φορα περπα-
τησε το μονοπατι στο τοπιο.Ολη τη μερα πλημ-
μυριζε στα νερα του ηλιου και τη νυχτα επλεε
στο λαδι της σεληνης.Τους ειδε ωραιοι οπως
επρεπε να φευγουν μεσα στη βροχη.
.
Στην εικονα η λεμονια ειχε λεμονια και τα
σταφυλια γλυκαιναν το στομα.Αδυνατο να
μην θυμηθεις τα ονειρα στις σκαλες.Με τι
χανεται το τελευταιο βλεμμα στον φραχτη;
Κοιμαται η χελωνα ωσπου να ξυπνησει
αναστημενη.Γλυστραει το κορμι βασανι-
σμενο στη χωρα των ονειρων.Ποιες απ'τις
ευτυχισμενες στιγμες κρεμαστηκαν στα
δεντρα αποφασιστηκε απο τους αλλους.
Παλι τα ιδια χαμογελα στη χλοη βοσκαει
η μερα.Τα χρωματα παιζουν στα χερια τα
μαλλια,με ασβεστη βαφτηκε το στηθος,η
καρυδια ελουσε το κορμι.Στα μπαλκονια αν-
θησαν τα φωνηεντα, το α, το ε, το ι, το η,
το υ, το ο και το ωμεγα.Κανεις δεν αντιλη-
φτηκε τη γυναικα πλαι στον λαγο,τα ζεστα
μεσημερια τα σπιτια κλειδωναν τον υπνο
τους,αργοτερα τ'απογευματα τα κυματα σα-
ρωναν τους βηματισμους των διποδων οντων.
Οι καρεκλες στις παραλιες αδειαζουν συνε-
χως τους ανθρωπους,οπως στα ρολογια α-
δειαζει ο χρονος την ανυπαρξια του.Τα λιγο-
στα παραδοξα δεν ειπωθηκαν ως τωρα,ποιος
αντρειωτερος να τολμησει πεταγμα με τα
φτερα της πεταλουδας και ποιος αποκοτος
ν'απλωσει την παλαμη εκουσια στα καρφια;
Τα δεκα πεντε εκατοστα θαλασσας ,που τους
χωριζουν ειναι πανω στον χαρτη.Ποια σωματα
αφησαμε πισω μας ,και ποιοι τα νοσταλγουν;
Κοιμηθηκες κουρασμενος πανω στα χαλικια,
ας ηταν να ξυπνησεις πανω στα χαλικια παλι.
Μ'αυξοντες αριθμους παρατηρησε τα δαχτυλα
των ποδιων να επιμηκυνονται στη λαγνεια
επ'απειρον
.
.
.
Οχτωηχη Ραψωδια
.
Οραματισθηκε το ελληνικο ερωτηματικο .;. Στις
λιθοσωριες εντειχισε τη θηλυκοτητα της,πανω
στο ιερο σωμα του τραγικου ανθοβολισε στα βα-
θεια ακρογυαλια της κι ευωδιασε μεντα αγρια
στους κορφους.Μπλοκαριστικε ο καιρος σε τρισ-
διαστατους κυβους.Εγω,θεατης των εικονων.
Περασε το φεγγαρι με κυκλικους δισκους σκιας,
ακροβοληστηκε στα δαχτυλα η επιθυμια.Μεσα
απο την οπη ανοιγεται το μεγαλο πελαγο,ευ-
ρυχωρο.Ενα-δυο πευκα σμπαραλιαζουν τα κυ-
ματα του.Αν ξυσει την πληγη του θα τρεξει νερο,
τα μελη του νευρωμενα στα τοξα της οργης.
Πλησιαζει ο κωπηλατης τη βαρκα στα νερα
του,γερνοντας αριστερα τη κεφαλη παρεδωσε
το πνευμα στους γλαρους.Ερχεται η φωνη απ'
το ραδιοφωνο γεματη παρασιτα φορτωμενη.
Τ'ονομα του δεν ακουστηκε πεντε μηνες,μα-
ζεψαν τα σεντονια τα τιναξαν στον πρωινο
αερα,τα περιττα των υπαρξεων ξημερωθηκαν.
Αποκτησε το βλεμμα του τη διαφανη γοητεια
του ανυπαρκτου.Το παιδι λαχανιασμενο ετρε-
ξε να προφτασει το μαντατο:ανακαλυψε πα-
λουκωμενα τα κεφαλια τριων αντρων,στο
συθαμπο δυσκολα τ'αναγνωρισαν.
.
Το περιστερι λευκο μ'ανοιγμενες τις φτερου-
γες εγκλωβιστηκε στα συννεφα,εκεινα οπλι-
σμενα την αθωοτητα εισχωρησαν στα παρα-
θυρα,μετεωρισθηκαν στα δρυινα πατωματα
χυνοντας στολες πανοπλιας στον μπρουντζο.
Κατα το μεσημερι με βροντερους ηχους κα-
τεφθασε η μουσικη,τιποτα δεν την εμποδισε
ν'ανοιξει τις πορτες της ακοης μας.Απο τη
στρογγυλη τρυπα την παρακολουθησε να
γδυνεται,επειτα να περναει τα ποδια της
στο μαγιο,αντεξε το θεαμα μεχρι να τυφλω-
θει.επιτιδες.Απογυμνωμενος απ'τις αληθει-
ες ντυθηκε εκτυφλωτικα την ψευδοτητα.Στα
ονειρα εχυσε νερο να ναυαγησουν,με μαυρο
χρωμα ξεπλυνε το ασπρο της κοιλιας της.
Ενα-ενα τα κομματια της αιωνιοτητας που
ειμαστε τα χανουμε στην ευτυχια.Αργοπο-
ρει το χερι του στο χαρτι.τα λιγοστα λογια
σκαρφαλωσαν στους γυρω λοφους,μ'αυτα
τα διχτυα απλωσε παντοδυναμος.Ονειρευ-
τηκε να του αντιλεγουν τα κοινοτυπα.η θα-
λασσα δεν ειναι γαλαζια,ουτε το παραμυθι
ανθρωπινη κατασκευη.Στη μοιρα του δεν
του διαφευγει η γυμνοτητα της γυναικας
στη διαφανεια των ρουχων,πρωτα το ποδι
τσαλαβουταει στα χρωματα ,μ'απροσμενες
κινησεις το μπρατσο.
.
Εξοχα σχηματα κοχυλιων ισορροπησαν τ'αγ-
ριεμενα αλογα.Κανεις δεν συναντησε τη σκια
της σφαιρας.αστοχαστα ανασηκωθηκαν τα
πελματα στο ρυθμο.Η σκληροτητα αποκεφα-
λισμενη κρεμεται σαπισμενη στη κρεμαστρα,
παραδιπλα η οδοντοκρεμα.Ποιοι ειναι αυτοι,
που δεν γνωριζεις;Ειναι σιγουρο πως δεν πε-
θαινει η αιωνιοτητα,ομως ειναι αθανατη η
μικροπρεπεια;Μ'ενα αχρειο τροπο ξεπληρωσε
τη καλοσυνη.Πανομοιοτυπα εργαστηκε με
παθος στα εργαστηρια των λουλουδιων,τα
ματια φτανουν τ'απογευματα ψαροβαρκες
στο λιμανι,το χαραμα φουνταρουν τις αγκυ-
ρες στ'ανοιχτα.Οι αλλοι παρατηρουσαν
μαυρα μαλλια λυμενα στη βυθισμενη προε-
κταση των φυκιων.Αποφασιστηκε να συναν-
τηθουν στη μεγαλη αιθουσα χωρις μεμψιμοι-
ριες,και την υποκρισια που σιχενεται οσο
τιποτα αλλο.Φορουσαν ασπρα πουκαμισα,
στις γυναικες δυο κουμπια ξεκουμπωτα,το
χερι ξεδιαντροπο τρυπωσε στην ελευθερω-
μενη σαρκα.Οι μελισσες με το κερι τους κε-
ρωσαν τα επανερχομενα περασματα των
ζωων.πιο κατω στη σπηλια κρεμασαν τα χα-
μογελα τους.Θυμαται το φοβο της ελαφινας.
Αραγε,υπαρχουν ακομα τα καταπληκτικα
τοπια ,που κατασκευασαν τα γοργα του
ποδια ακουραστα;
.
Ο ποιητης εφυγε αφου φυτεψε στο περιβολι
με επιμελεια τα παραμυθια του.Πολλα λογια
εκεινη τη χρονια ωριμασαν στα κλαδια και
πεσανε κατω στο χωμα.Απ'ολα τα γυρω μερη
τα μυρμυγγια τραπεζωθηκανε το καρπο,τα
βηματα του εφερε ως εκει,παρατηρωντας τα
καθεκαστα,Αργοτερα,στην επιστροφη,βρηκε
συγυρισμενο το σπιτι.ακουσε το νερο στο
μπανιο να τρεχει στο κορμι.Το βλεμμα αφη-
σε καρφιτσωμενο στα ρουχα,δεν θελησε να
το αποσυρει πριν γευτει την επιζητουμενη
τελειοτητα.Εξω,η μαζα του κοσμου στοι-
βαζονταν στο παραθυρο του αυτοκινητου,
πιο παρακατω σε μια αποτομη στροφη του
δρομου συναντησε τη συκια,εκει τον προ-
σμενε υπομονετικα.Περπατωντας ως τη
θαλασσα,δεξια τους βοσκουσαν αλογα,πε-
ρα μακρυα στο ανεπαισθητο σμιξιμο των
γαλαζιων επλεε ο κολυμβητης του νησιου.
Με φωτα λαμπρυνθηκε η ατμοσφαιρα,
απλοχερα πεταξε βοτσαλα χρωματισμενα
στα τεσσερα σημεια.Τα ιδιολεκτα των επι-
θυμιων δεν τα ντραπηκε να σωρευουν τη
λαγνεια τους,χωρις το αμαρτημα της επι-
πολαιοτητας στοχαστηκε τα περισσευου-
μενα ,που του ανηκαν με φυσικο τροπο.
Πως το σωμα φυτευτηκε στις ριζες του
σεμνο;
.
Ελαφροτατη κορη οφθαλμου πηρε τολμηρα,
παρα τις προκαταληψεις των αμαθητων, την
αντιφατικη θεση του γυμνωμενου ως τη μεση
κορμου.Την καταιγιδα λογοκρισιας αντιμετω-
πισε ελευθερωνοντας τη φωνη τ'αηδονιου.
Πανω στο καταστρωμα,καθως ανοιγονταν
καθαροι στο πελαγο,περιμεναν να βουτηξουν
τ'αστερια στο σκοταδι.Ειχε στη συκια γινωμε-
νους καρπους,το ιδιο κι οι αμυγδαλιες αγκαλι-
αζαν την πλαγια καταστηθα στη κοιλαδα,οι
μηλιες κρυμμενες στην ηρεμια,πριν τον συνοι-
κισμο.Στον κατω δρομο εντειχισε τους βηματι-
σμους του στη θαλασσα,στον πανω δρομο κο-
λυμπησε στ'απονερα του φεγγαριου.Το πρωι
η καρεκλα κραταει αδεια την εβδομαδα των
εφτα ημερων,η βαρκα απεναντι χαμογελαει
στα ματια της.Ο ενας λογος εφυγε ακολουθον-
τας τον αλλο λογο,τα δαχτυλα τρυπωσανε στ'
αλλα δαχτυλα,κατοπιν η' ταυτοχρονα τα ονει-
ρα αραδιασανε τα διχτυα τους στην προκυ-
μαια.Με τ'αστεια και τη σοβαροτητα θελησε
να πορευτει εκεινος ο ανθρωπος,ο φανατι-
σμενος συζητητης των ανθρωπων.Η παληα
πολιτεια στηλωθηκε στα γραφικα σπιτια ,
πολιορκημενη απο τις τωρινες απασχολησεις.
Εκει,σαν σαιτα περασε το σταυρωμα των
ποδιων,λευκων οπως του αρεσε,Πλησιαζον-
τας τη βαρκα στον ορμο κοιμηθηκε εκει,τον
ξυπνησαν οι βαθειοι αναστεναγμοι της γλωσ-
σας αργοτερα.Ειναι στιγμες που φανταζεται
πως τα πευκα σταθηκαν τυχερα συναντον-
τας το πεπρωμενο τους ευτυχισμενα.
.
Αναμεσα στους θαμνους ,πυκνα φυτρωμενους
σε μεγαλη εκταση,βρηκαν παρατημενα τα
αλετρια,τα απομειναρια των πραξεων τους.
Ερχεται ο καιρος του θερισμου απροσμενος.
Παρακατω αναμεσα στα σχινα η πλατυτερα
των ουρανων,κατα τα ανατολικα επλενε τα
ποδια της στα νερα,αρμυρισμενος ο τοπος
ασπρογυαλιζε.Περα απο τη μερια των κεν-
τρων διασκεδασης τους εφταναν καταφορ=
τωμενα τα τραινα,κυλουσαν στον καθρεφτη
της τουαλετας χωρις να σπασουν τα γυαλια
του.Τιποτα δεν ξεστομισθηκε εκεινη τη
νυχτα ερμηνευσιμο.στα αορατα της ελιας
κυκλοφορει το ιερο του βιου τους.Αυτη η
θαλασσα ειναι κατα πως γουσταρεις να
ξεφυλλισεις το κομιξ.Στο μερος που λιθο-
βολησαν τη ψυχη ξεθαφτηκαν στα μελλον-
τα των αιωνων πανεμορφα ειδωλια γονιμο-
τητας.Γι'αυτο μην αποστρεφεις,με κινδυνο
να θεωρηθεις δειλος,το προσωπο σου απο
τα εκλυτα οραματα του ωραιου.στην ωρα
σου θα ανταμοιφθεις εν μεσω των εκλεκτων.
Στις αναμνησεις του συγκαταλεγεται η
σφαιρικη μπαλα του μπιλιαρδου καθως
γεωμετρει την πορεια της στον λαβυρινθο
της νομοτελειας.
.
Ενα πουλι πεταξε τα πικραμυγδαλα στα
ποδια του,τ'ανθισμενα κλαδια τ'αφησανε
στους καναπεδες.Εκεινη τη νυχτα της γιορτης
η φωνη του τραγουδισε τα μαγκικα.Μεσα στην
αυλη ριχνανε το νερο με το λαστιχο πανω
στα κορμια το ουρανιο τοξο.Τα κιτρινα λου-
λουδια μαζευονταν δωρα στα χερια.Ανοιξαν
οι φωλιες των περιστεριων στο στηθος κοκ-
κινες παπαρουνες.Κοντα στην ακτη που κο-
λυμπησαν παρεδωσαν τα βοτσαλα τα σχη-
ματα τους στη φαντασια του δικαιου.Τα ματια,
εργαλεια των παντων:σπαρμενα στη δικη τους
θαλασσα ψαρια αεικινητα.Ζωγραφιζε την
αναπαυμενη στο κρεβατι κιθαρα,παιζοντας
τις χορδες μελωποιουσε.Φευγοντας τα συννε-
φα ρηγματωσαν με τις σκιες τους βαθεια την
επιφανεια των ορατων.Εκλεισε την ακοη του
στη σιωπη.Με τι ποσοτητες ασχημιας θα σε
περιμενουν τα χρονια;Εσενα,που οπως βλεπω
σου περισσευει η ομορφια.Ο ναυαγος ,αντρει-
ωμενο σωμα και τιμια ψυχη,προσορμοστηκε
σ'απανεμο φυσικο λιμανι,απο εκει ανεβαινανε
οι ελιες στο γαλαζιο.Δυναμωσε την ψυχη του
στη θεα της ηρεμιας,για πρωτη φορα περπα-
τησε το μονοπατι στο τοπιο.Ολη τη μερα πλημ-
μυριζε στα νερα του ηλιου και τη νυχτα επλεε
στο λαδι της σεληνης.Τους ειδε ωραιοι οπως
επρεπε να φευγουν μεσα στη βροχη.
.
Στην εικονα η λεμονια ειχε λεμονια και τα
σταφυλια γλυκαιναν το στομα.Αδυνατο να
μην θυμηθεις τα ονειρα στις σκαλες.Με τι
χανεται το τελευταιο βλεμμα στον φραχτη;
Κοιμαται η χελωνα ωσπου να ξυπνησει
αναστημενη.Γλυστραει το κορμι βασανι-
σμενο στη χωρα των ονειρων.Ποιες απ'τις
ευτυχισμενες στιγμες κρεμαστηκαν στα
δεντρα αποφασιστηκε απο τους αλλους.
Παλι τα ιδια χαμογελα στη χλοη βοσκαει
η μερα.Τα χρωματα παιζουν στα χερια τα
μαλλια,με ασβεστη βαφτηκε το στηθος,η
καρυδια ελουσε το κορμι.Στα μπαλκονια αν-
θησαν τα φωνηεντα, το α, το ε, το ι, το η,
το υ, το ο και το ωμεγα.Κανεις δεν αντιλη-
φτηκε τη γυναικα πλαι στον λαγο,τα ζεστα
μεσημερια τα σπιτια κλειδωναν τον υπνο
τους,αργοτερα τ'απογευματα τα κυματα σα-
ρωναν τους βηματισμους των διποδων οντων.
Οι καρεκλες στις παραλιες αδειαζουν συνε-
χως τους ανθρωπους,οπως στα ρολογια α-
δειαζει ο χρονος την ανυπαρξια του.Τα λιγο-
στα παραδοξα δεν ειπωθηκαν ως τωρα,ποιος
αντρειωτερος να τολμησει πεταγμα με τα
φτερα της πεταλουδας και ποιος αποκοτος
ν'απλωσει την παλαμη εκουσια στα καρφια;
Τα δεκα πεντε εκατοστα θαλασσας ,που τους
χωριζουν ειναι πανω στον χαρτη.Ποια σωματα
αφησαμε πισω μας ,και ποιοι τα νοσταλγουν;
Κοιμηθηκες κουρασμενος πανω στα χαλικια,
ας ηταν να ξυπνησεις πανω στα χαλικια παλι.
Μ'αυξοντες αριθμους παρατηρησε τα δαχτυλα
των ποδιων να επιμηκυνονται στη λαγνεια
επ'απειρον
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου