.
.
I
Πηραν τη βαρκα και πηγαν στο απεναντι νησι
μαζι με τεσσερις αλλους,δυο αντρες και δυο γυ-
ναικες.Περιπλανηθηκαν στο νησι.Τα σπιτια
ερειπωμενα ,σαν βασανισμενα κορμια ανθρω-
πων.Αναζητησαν τις κραυγες τους,τους πλη-
γιασμενους ανθρωπους,ταπεινομενες και κα-
ταφρονεμενες ψυχες.Η ανοιξη με τα λουλου-
δια της ειχε κυριεψει το νησι.Ειδανε δυο πα
παρουνες ,το αιμα τους η' ισως την ψυχη τους.
''Να μην ζωγραφιστει τιποτα.Να μην ζωγρα-
φιστει τιποτα''επανελαβε.''Η απανθρωπια
δεν εχει εικονα''.Πηρανε τη βαρκα για την
επιστροφη,μαζυ και οι αλλοι,δυο αντρες και
δυο γυναικες.Γυρισε με βαρια τη ψυχη κι
ειδε στο βαθος το νησι να κουβαλα τις ψυχες
τους ,βαρκα,στον ποταμο Αχεροντα.
.
[απο την επισκεψη στο νησι Σπιναλογγα,
νησι λεπρων ] Μαιος 1997,Κρητη
.
ΙΙ
Τεταρτη βραδυ 10:15 στο πανω δωματιο.
Στο τραπεζακι διπλα το τηλεφωνο.Μεταφραζει
απο τα ''Σημειοματαρια'' του Λεοναρντο
Ντα Βιντσι:''Απο τη ζωγραφικη,που υπηρετει
το ματι[την ευγενικοτερη αισθηση]προερχεται
η αρμονια των αναλογιων:ακριβως καθως πολ-
λες διαφορετικες φωνες ενωμενες μαζι και
τραγουδωντας ταυτοχρονα παραγουν μια αρμο-
νικη αναλογια,που δινει τετοια ικανοποιηση
στην αισθηση της ακοης,που οι ακροατες πα-
ραμενουν γοητευμενοι...''
''Ετσι κανει ο δικος μας Μποτιτσελι,που ειπε
οτι τετοιες σπουδες ειναι ματαιες:αφου μ'ενα
απλο πεταγμα ενος σφουγγαριου διαποτι-
σμενου με διαφορα χρωματα σ'ενα τοιχο ενας
λεκες σχηματιζεται μεσα απο τον οποιο ενα
ομορφο τοπιο μπορει να ξεχωρισει''.Θελει να
ζωγραφισει μια σειρα εργα εφαρμοζοντας
τη Θεωρια του Ντα Βιντσι για την Ζωγραφικη.
Μακρυα ακουγοντουσαν γαυγισματα σκυλων.
Μεταφραζει απο τον Βιτγκεσταιν:''στη φιλο-
σοφια ειναι παντοτε καλυτερα να θετεις μια
ερωτηση αντι μια απαντηση σε μια ερωτηση'',
''μια αποδειξη ειναι ενα οργανο-λεω''ενα
οργανο γλωσσας'';''.Απο μια προταση σε αλλη
προταση περναει ο χρονος.Η ωρα πηγε 11.
Ξυλο στη θαλασσα του κοσμου η προταση
του Βιτγκεσταιν.Εξω ,μεσα στη νυχτα,συμ-
φωνουν οι γρυλλοι.
.
[απο το μακρυνο 1997,Μαιος]
.
ΙΙΙ
''Να βλεπεις δεν ειναι το ιδιο με το να αναπαρι-
στας''εγραψε.''Να βρισκεις τις εικονες σου στα
χρωματα και οχι στην οραση''συνεχισε να γρα-
φει''να ζωγραφισω εναν πινακα τετοιο:''φαν-
ταζομαι το κοκκινο'' ''.
Σημειωσε ... ,επειτα συμπληρωσε: ...=5.Με τον
νου σχεδιασε μια βαρκα ,στην κοιλια της εναν
αχινο και τον ουρανο πανω σαν ενα τεραστιο
κιτρινο λουλουδι
.
ΙV
Ειχε γεννηθει στη πολη,τη φυση δεν την γνω-
ριζε.Τα Σαββατοκυριακα οι αλλοι εφευγαν για
την εξοχη.Γυριζαν την Κυριακη αργα το βραδυ.
Δεν τους ρωτουσε ποτε για την φυση.Αυτο συ-
νεβαινε σχεδον στη μιση του ζωη,μια μερα ευ-
χηθηκε να μην ξαναγυρισουν.Και δεν ξαναγυ-
ρισαν.Τα σπιτια ερειπωσαν,ουτε στιγμη δεν
σκεφτηκε να τους επαναφερει,τωρα δεν κιν-
δυνευε απο τη φυση.Οταν πια γερασε και
τα ματια του θαμπωσαν βγηκε στην εξοχη
κι εμεινε για παντα εκει.Τοτε οι αλλοι επε-
στρεψαν στη πολη.
.
V
Επρεπε να καταστρωσει ενα τελειο σχεδιο
για την ολοσχερη εξοντωση του.Μετα απο
ενα μηνα σχεδιασμων ηταν ετοιμος να το
εκτελεσει.Ολα εγιναν καθως τα'χε προσχε-
διασει.Οταν βρηκε στο σχεδιο του ενα τρωτο
σημειο , αρχισε να φοβαται στην αρχη,
υστερα του εγινε εμμονη ιδεα,πως θ'απο-
καλυφθει.Οι αλλοι ομως ειχαν τυφλωθει
απο την ,φαινομενικη, ακριβεια και τελει-
οτητα του σχεδιου,που δεν καταλαβαν το
παραμικρο.Αποφασισε να τα αποκαλυψει
ολα.Το εκανε,γελασαν μαζι του,κανεις δεν
τον πιστευε,πως ολα αυτα τα σχεδιασε ,να
τους εντυπωσιασει με τη δυναμη του ορθο-
λογισμου του.Περασαν πολλα χρονια για να
καταλαβει πως μ'αυτη τους τη σταση τον ει-
χαν στην κυριολεξια τιμωρησει:να μην μπο-
ρει να αποδειξει την ενοχη του.Φυλακισμενος
στην Αθωοτητα .Ετσι κι αλλιως αυτο ειχε επι-
διωξει απο την αρχη.
.
Vi
Μετα απο καποια ηλικια ειχε διαμορφωσει τη ζωη του
ετσι οπου κυριως τον απασχολουσε να ρωταει παρα
να απανταει.Αυτο στην αρχη τον εφερε μπροστα σε
ανυπερβλητες δυσκολιες,ομως με τον καιρο και με
πολυ σκληρη εργασια τα καταφερε καπως.Τον ενδιε-
εφερε να μην φαινεται αυτο,οι ερωτησεις να ειναι .
ανεπαισθητες.Επειδη δεν συνεβηκε καμια σημαντι-
κη αλλαγη στη ζωη του,περασε απο τις πλαδαρες κι
εκτετεμενες ερωτησεις σε περισσοτερο γενικες και
συντομες.Γρηγορα καταλαβε πως ολοι οι ανθρωποι
δεν ειναι καταλληλοι για ερωτησεις[η' για ορισμενου
ειδους ερωτησεις ]ετσι περιοριστικε μεχρι να κατα-
ληξει στα παιδια.Το προβλημα ηταν πως κι αυτα
ρωτουν.Οταν ρωτουσε π.χ '' τι ειναι χρωμα;''
επαιρνε την απαντηση-ερωτηση: '' τι εννοεις
με το ειναι;''.Σκεφτηκε οτι οι απαντησεις ειναι
αποσιωπημενες ερωτησεις,αρκει μια αλλαγη
στον τροπο της εκφρασης,απο καταφαση σε ερωτηση
Ξαναγυρισε απο εκει που ειχε αρχισει,ενιωσε μια
ανακουφιση που ξεμπερδεψε μια και καλη απο τις
απαντησεις.
VII
Ατενιζε τη δυση του ηλιου,τα χρωματα στα συννε-
φα κοκκινα.Γυρισε σπιτι.Ανοιξε το ραδιοφωνο.Ε-
τοιμασε κι εστρωσε για φαγητο.Κανενας δεν γνω-
ριζε για τη ζωη του κι ουτε κανενας μπορουσε να
μαθει.Οταν σηκωθηκε το πρωι ο ηλιος ειχε ανεβει
ψηλα στον οριζοντα.Τον επισκεφθηκε.Τον γνωρι-
σε αμεσως,δεν χρειαστηκε να του θυμησει τιποτα,
τα παραδεχτηκε ολα,του ειπε πως ηταν πολυ ε-
ξυπνο απο μερους του να εξαφανισθει τοσα χρο-
νια.Το μονο που του ζητησε ηταν να ζωγραφισει
μια κοκκινη κατακοκκινη δυση,το υποσχεθηκε.
Οταν αφηνε το σπιτι ο δρομος ηταν ερημικος,
περπατησε ως την προκυμαια,μπηκε σ'ενα μπαρ,
ηπιε ενα ποτο,σε καποιον που τον ρωτησε:''που
σε ξερω εσενα;''απαντησε:''θα μοιαζω με καποιον
γνωστο σου''.ηπιε αλλο ενα ποτο μονορουφι και
βγηκε εξω στην υγρασια και στην ομιχλη
.
VIII
Οση ωρα παρεδιδε πανω στη Φιλοσοφια του Αρι-
στοτελη και ειδικα στην ''Ποιητικη '' του,σ'ενα
ασφυχτικα γεματο αμφιθεατρο,αναποφευκτα
τον διαπερνουσαν διαφορες σκεψεις:
''Εσυ θελεις να πεις οτι καθε νεα αποδειξη αλ-
λαζει την αντιληψη της αποδειξης κατα καποιο
τροπο''
''Η αντιρρηση οτι''το ορισμενο δεν μπορει να
πιασει[αρπαξει] το αοριστο''ειναι πραγματικα
εναντια στην ιδεα της ψυχολογικης πραξης
του να καταλαβεις''
'' ''Καταλαβαινω'' ειναι μια ασαφης εννοια''
''Αυτη η προταση λεει οτι αυτος ο αριθμος δεν
μπορει να προκυψει απο αυτους τους αριθμους
μ'αυτο τον τροπο''
''Ο Godel λεει οτι ενας πρεπει να εμπιστευεται
μια αποδειξη οταν θελει να την πρακτικοποιηση''
Οι φοιτητες σηκωθηκαν απο τα εδρανα να
αναχωρησουν οταν τελειωσε την παραδοση για
τον Αριστοτελη.Μονο ενας φοιτητης που καθον-
ταν στη μεση σχεδον του αμφιθεατρου παρε-
μεινε στη θεση του.Τον ρωτησε:''Δεν θα φυγετε;''
,''Θελω να συνεχισετε'',''Μα τελειωσα'',''Οχι,μα
γι'αυτα που λεγατε για τον Godel και τα μαθη-
ματικα'',''Που ξερετε εσεις τι ελεγα;'',''Λεγατε:
'' ''Καταλαβαινω'' ειναι μια ασαφης εννοια'' ''.
Μαζεψε τα χαρτια του ,τα ταχτοποιησε στη
τσαντα του και βγηκε με γρηγορα βηματα απο
την αιθουσα
.
IX
''Η ομορφια εχει τα ορια της'' σταματησε να
γραφει,τα αυτοκινητα περνουσαν στο δρομο,
η πολη ειναι μακρυα.Αυτη την ωρα το φως
ειναι γλυκο,ενα συννεφο κατα τον βορια σαν
αιωρουμενο ορος.Ολη η φυση ξυπνα μεσα
στο ονειρο.Το νερο αναπηδαει στη φουγκα
του ανεμου.Παει καιρος που περασε το ελα-
φι,η πατημασια του απολιθωμενη.Το κυμα
ξεβραζει τα κοχυλια στην αμμουδια,περιτεχνα
σχηματα διπλα σε κοκκαλα ψαριων,η βαρκα
παρατημενη και τα σανιδια σαπιζουν.Εκει
πηγε να βρει αραγμα,ξαπλωσε στα χαλικια,
σταυρωσε τα χερια οπως οι αγαθοι ανθρω-
ποι,και περιμενε τα μυρμηγκια να τον απο-
σαρκωσουν,ενω τις νυχτες με γεματο φεγγα-
ρι το κυμα στην κορυφη του κουβαλαει το
ασημι του στην ακτη.Συνεχισε να γραφει:
''Η διηγηση δεν εχει τα ορια μου ''
.
X
Καθησε να διηγηθει στο παιδι ενα παραμυθι.
Αρχισε καπως τυχαια:''Μια φορα μια πεταλου-
δα πεταξε προς την αυγη.Αυτη της πηρε τα
χρωματα.Τοτε λυπηθηκε τοσο πολυ που ζητη-
σε τη βοηθεια της χελωνας,εφτιαξε απ'το κα-
βουκι της ενα αργαλειο κι εβαλε την αραχνη
να της υφανει τα πιο ομορφα φτερα.Αφου τα
φορεσε χαρουμενη και ξετρελαμενη ετρεξε
να συναντησει τον ηλιο που εκεινη την ωρα
εδυε.Κι η δυση της πηρε τα χρωματα.Τωρα
ομως δεν λυπηθηκε,στον αργαλειο της χελω-
νας εφτιαχνε τα πιο ομορφα φορεματα κι
τα μοιραζε σ'ανατολη και δυση απλοχερα''.
Οταν τελειωσε το παιδι τον κοιταξε και
του ειπε:''Αυτο δεν ειναι παραμυθι,αυτο
ειναι η αληθεια''.
.
XΙ
Πηγε στο μερος,που του ειπανε,κοντα στη
θαλασσα.Εβγαλε τα ρουχα του.τα διπλωσε
προσεκτικα και μπηκε στο νερο.Κολυμπησε
στην αρχη παραλληλα κατα μηκος της ακτης.
Επειτα ξεμακρυνε.Το τοπιο ηταν λιτο.Πανω
υψωνονταν το γρανιτενιο βουνο,στ'αριστερα
μονο ενα πευκο.Βραχια διασπαρτα παντου.
Ο ηλιος ηταν στο ζενιθ.Κολυμπησε για αρκετη
ωρα.Περασε πανω απο μια φυκαδα,κι εφτασε
στο μερος της αμμουδαριας,πατησε στην αμμο
που βουλιαζε ελαφρα,επαιξε για λιγο με τα
παιχνιδια της διαθλασης.Βγηκε απ'τη θαλασσα
και ξαπλωσε στον ηλιο που εκαιγε.Φαινεται
θ'αποκοιμηθηκε ωρα πολυ γιατι δεν κατα-
λαβε ποτε ηρθαν.Εκεινη ηταν μια γυναικα
γυρω στα τριαντα κι ο αντρας ειχε την ιδια
περιπου ηλικια .Σηκωθηκε,τους πλησιασε.
Συστηθηκαν.Τα ονοματα τους δεν του ελε-
γαν τιποτα.Ο αντρας πεταξε δυο τρια βο-
τσαλα στο νερο ,κι εφυγε.Η γυναικα ηταν
αδυνατη,τα μαλλια της βαμενα,στον καρπο
του αριστερου της χεριου φορουσε χρυση
αλυσιδα.Εβγαλε απ'την τσαντα της ενα
γυναικειο περιοδικο και το ξεφυλλιζε.Ειπε,
σαν ν'απευθυνονταν στον εαυτο της:''Κα-
νει ζεστη''κι εβγαλε τη μπλουζα της.Σηκω-
θηκε κι ανασηκωνοντας τη φουστα της
ως τα γονατα περπατησε στο νερο παραλ-
λα κατα μηκος της ακτης ,οπως χτυπουσε
το κυμα.Περασε αρκετη ωρα,επειτα καθισε
διπλα του.Αυτος ανασηκωθηκε,τον τυφλωνε
ο ηλιος.Μεσα στο εκτυφλωτικο φως ειδε
το προσωπο της και την ακουσε να του
λεει:''Τωρα,ειμαι ετοιμη''
.
XII
12.00.01.Κατασκευασα την οσφρηση στο
λουλουδι
12.οο.02.Κατασκευασα τα ματι στο φως
.
12,01.00.μ 'ολη την ελευθεριοτητα
.
12.ο2.02.για να φτασει σ'αυτο το σημειο
.
12.ο2.05.Η κουραση,που αισθανονταν να
μην εχει κοιμηθει την προηγουμενη μερα
12.02.15.Αυτος ο ηχος του εφερε στο μυαλο
τα κυματα
12.02.32.Πηρε μια καρεκλα και καθησε
πλαι μου
12.03.27.Το διπλανο σπιτι ειχε κηπο με δια-
φορα δεντρα:μηλιες,ροδιες,αμυγδαλιες
12.03.28.Αυτη η διηγηση εχει τελειωσει
.
XIII
Ηταν νεα και δεν ξεπερνουσε τα εικοσι χρο-
νια.Πολυ γρηγορα εκανε δυο παιδια.Ο συ-
ζυγος ελειπε συχνα σε ταξιδια,αυτη τον πε-
ριμενε υπομονετικα,σπανια εβγαινε εξω.
Τωρα εδω και δυο χρονια δεν εχει μηνυμα
του.τα παιδια τον περιμενουν.Καποτε γυρι-
σε,δεν ειπε τιποτα,μονο τον φιλησε,του
ζεστανε νερο να πλυθει και του στρωσε να
κοιμηθει σε καθαρα σεντονια.Την αλλη
μερα οταν ξυπνησε,οσο κι αν την αναζητησε
δεν την βρηκε .Ουτε και τα παιδια.Ετσι τη
μερα ,που ξαναφυγε δεν υπηρχε να τον
αποχαιρετησει
.
XIV
''ο γλαρος κυνηγηθηκε αγρια απ'το ψαρι,
κατεφυγε λαχανιασμενος στη στερια,στα-
θηκε να ξεκουραστει σ'ενα δεντρο ,εκεινη
την ωρα ανετειλε ο ηλιος και τυφλωθηκε.
Μετα απο μεγαλη περιπλανηση κουρνιασε
σ'ενα καταρτι καραβιου χωρις να το γνωριζει.
Ενιωθε τοση ερημια ,που το νερο της θαλασ-
σας αποσυρθηκε και παρουσιαστηκε μια
απεραντη ερημος.Μετα απο πολλες μερες
και νυχτες που ξημερωθηκε και νυχτωθηκε
,αποκαμωμενος ξαποστασε στα κλαδια μιας
φοινικιας,κι αρχισε να ξαναβλεπει οταν το
παιδι τελειωσε το παραμυθι του''
.
XV
Στον υπογειο σταθμο του Μετρο ορμησε το
πληθος να καταλαβει τον κενο χωρο του
βαγονιου.Αυτος στριμωχτηκε ,για λιγο την
εχασε απ'τη θεα.Με κοπο μπορουσε να δει.
Αυτη η κατασταση συνεχιστηκε τρεις στα-
σεις ακομη.Τωρα ηταν πιο ελευθερα,ομως
οσο κι αν την αναζητησε με το βλεμμα του,
δεν την βρηκε.Πηγε και καθησε σε μια αδει-
ανη θεση.Οι διπλανοι του,ενα ηλικιωμενο
ζευγαρι,κατεβηκαν στον επομενο σταθμο.
Το τρενο ειχε ηδη φτασει στα προαστεια,
εδω υπηρχε πρασινο και μονοκατοικιες.
Αφηρημενος οπως ηταν απ'τις σκεψεις
του ,γυρω απο την κοινωνιολογια του
τοπιου,δεν προσεξε αμεσως την κυρια που
καθισε διπλα του.Το αρωμα της οπως και
η ανασα της ηταν βαρια,κατι ψιθυρισε,
στα χερια σε καθε δαχτυλο φορουσε δια-
φορα δαχτυλιδια,ανοιξε τη τσαντα της κι
εβγαλε ενα σημειωματαριο,σημειωσε κατι,
το μουτζουρωσε,ξαναγραψε κατι,το εσκισε.
Το τρενο σταματησε,ξαφνικα η γυναικα
πεταχτηκε και κατεβηκε απ'το τρενο.Αυτος
δεν μπορεσε ν'αντιδρασει,οι πορτες εκλεισαν
και το τρενο ξεκινησε.Ηταν σιγουρος,αυτη
ηταν, την ειχε αναγνωρισει η' ,καλυτερα, την
ειχε ξαναθυμηθει
.
XVI
Ζουσε μακρυα απο συγγενεις και δυσκολα
εκανε γνωριμιες.Ισως αυτο να το ειχε επι-
λεξει.Το φαγητο του ηταν παντα απλο και
λιτο.Επαιζε χαρτια.Στα χαρτια ζουσε μια
εγκεφαλικη και ταυτοχρονα μια σωματικη
περιπετεια.Ασκουσε ολες τις ικανοτητες του,
αντιπαθουσε τους μετριους και ηλιθιους παιχ-
τες.Τον γοητευε τρομερα η πιθανοτητα να
χασει η' να κερδισει.Αν και τα χρηματα δεν
τον ενδιεφεραν ,ζουσε απο τα χαρτια.Αλλαζε
συνεχως πολη και στην ιδια πολη συχνα
συνοικια.Γυρνουσε σπιτι κατα το ξημερωμα,
,εκανε ενα κρυο ντους,επινε ενα ποτηρι γαλα
και ξυπνουσε παντα αργα.Εβγαινε εξω στη
πολη και προτιμουσε να περπαταει στο
δρομο με τις λευκες ,εκεινη την ωρα ειχε
πολλα παιδια και τα χαζευε να παιζουν.Οταν
επεφτε το σκοταδι συνηθως δειπνουσε σ'ενα
ακριβο εστιατοριο.Αφηνε φιλοδωρημα στο
γκαρσονι κι εφευγε.Εκεινη τη βραδια δεν
πηγε στη χαρτοπαιχτικη λεσχη,εβγαλε ει-
σητηριο σ'ενα κεντρικο σινεμα και κατεβηκε
στην υπογεια αιθουσα προβολης,στα σκοτεινα
βρηκε μια κενη θεση και καθισε.Το εργο
ειχε ηδη αρχισει:ενα μεσο αμερικανικο πλα-
νο εδειχνε εναν ανθρωπο να παιζει χαρτια.
Στην εξελιξη της ταινιας εμαθε πως δεν
ειχε συγγενεις,ουτε εκανε γνωριμιες,συνε-
χως ταξιδευε και πως συχαινονταν τους
ηληθιους παιχτες.Σε καποιο σημειο της χα-
μογελασε βλεποντας ενα παιδι να ψαχνει
να βρει τη μπαλα που κυλησε και χαθηκε
πισω απ'τους θαμνους σ'εναν δρομο με λευ-
κες.Παρακατω σ'ενα εστιατοριο παραγγειλε
ακριβο κρασι,ειχε αρχισει να γραφει μια
μελετη με θεμα:''Θεωρια των Παιγνιων
και Φαντασιακη Σωματικοτητα'',τα πρωι-
να στο σπιτι εκανε παντα κρυο ντους κι
επινε ενα ποτηρι ζεστο γαλα
.
XVII
''Ειμαι μονη,η ωρα ειναι 5 και 10 [το απογευ-
μα ...[ Ομως ] παρακολουθω τ'αυτο[κινη]τ[α].
Αυτ[α] με πα[ρα]κο[λουθ]ουν; Παντως δεν ε-
χει σημασια.Σκυβω,οταν σκ[υβω] σκοτεινιαζει
γυρω [μο]υ σαν καπ[ο]ιος [να] μπαινει μπρο-
στα μου [ ].Πινακες [ ] εχουμε τα ματι[α ] μας
και συντροφια.Κοντευω να [δω] ονει[ρα]
[τω]ρα.Π.χ οτι βρισκομα[ι] στο κρεβατι κλει-
νω τα μ[ατια] μ[ου] και ολες οι πορτες κλει-
νουν.Τοποθετω το βαρυ κεφαλι στο μαξιλαρι,
ενω τα ποδια μου κανενα κρεβατι δεν τα
βαζει.Θελω [εσενα ].[ ]ομως πες [μου].
Τα ρουχα εξω της [ Στελλας ] απλωμενα τα
παιρνει ο αερας.[ ] .Αραγε τι να κανει;[ ].
[ ] . Ενα γλυκο γεια .[ ] Μπορω να ζωγρα-
φισω με τη σκεψη.Μπορω [να] κανω ονειρ[α]
[ ].Αυτο στ'αφιερωνω.[ ].''
.
[απο το Ημερολογιο της Κ. Ιανουαριος 1998,
Κρητη ]
.
ΧIIX
Εζησε τοσα χρονια απλα και ηρεμα,τις αγριες
και κρυες μερες του χειμωνα και τις ζεστες
και δροσερες νυχτες του καλοκαιριου.Ποτε
δεν θελησε ν'απομακρυνθει απ'τον τοπο του,
εβλεπε τα δεντρα ν'ανθιζουν και να καρπιζουν,
τα ζωα να γεννοβολουν .Ουτε καν ονειρευον-
ταν ,ισως επειδη η ζωη του ηταν ενα ονειρο.
Τον τελευταιο καιρο, οταν ειχε φεγγαρι
εβγαινε και περπατουσε σε μονοπατια
μ'ελιες στο πλαι ,μεσα στο σεληνοφωτο, κι
οταν ροδιζε η ωρα επερνε το δρομο της
επιστροφης.Το ειχε παρατηρησει πως μονο
τοτε εβλεπε ενα ονειρο,το ιδιο,ομως
καθε' φορα με παραλλαγες:Οδηγουσε
σε μια λεωφορο μιας μεγαλης πολης,βια-
ζονταν , καποιον πηγαινε να συναντησει,
αλλοτε τον συναντουσε κι αλλοτε σαν να
περιμενε αυτος να τον συναντησουν
.
ΧIX
Εκεινη τη μερα κατεβηκε στη θαλασσα,ελυ-
σε τη βαρκα,πηδησε μεσα της και κωπηλα-
τοντας απομακρυνθηκε απ'την ακτη.Στο
δρομο συναντησε τις αλλες βαρκες,ανταλ-
λαξαν χαιρετισμους.Οταν τους εχασε εψαξε
να βρει λιμανι.Στη παραλια ειχε υπολειματα
απο αστεριες κι αχινους.Εμεινε τη νυχτα εκει.
Η θαλασσα ξαφνικα τρικυμισε κι επεφτε με
μανια στα βραχια.Τα τεραστια κυματα θα
τον κομματιαζαν κι αυτον αν δεν ειχε τη
δυναμη να ξεφυγει και να κρυφτει στο δασος.
Εκει περιφερονταν σαν αγριο θεριο.Οταν
καποτε τελειωσε το δασος κι αρχισε η ερημος
δεν λιγοψυχισε κι ας ζεστενονταν κι ας διψουσε
πολυ.Σ'εκεινο το μερος ουτε ανετειλε ουτε
εδυε ο ηλιος,στεκονταν ακινητος ψηλα στο
ιδιο σημειο.Οταν περασε την ατελειωτη
σειρα απο αμμολοφους ολα αρχισαν ν'αλ-
λαζουν μπροστα στα ματια του:ασταματητες
βροχες κι ο ισχυρος ανεμος ξεριζωνε τα
παντα.Ο τοπος γυρω του πλημμυρισε ,και
θα πνιγονταν αν δεν προλαβαινε ν'αρπαχ-
τει απο εναν τεραστιο κορμο δεντρου που
επεπλεε στα τρικυμισμενα νερα.Μονο
στις αστραπες σχιζονταν το σκοταδι και
ξεχωριζε γυρω του.Δεινοπαθησε τοσο πο-
λυ που η ψυχη του στο τελος δειλιασε και
θα'βρησκε κακο τελος αν ολ'αυτα δεν
τελειωναν ξαφνικα.Απο εκεινη τη μερα
που ξημερωσε ορκιστηκε να μην ξανα-
κατεβει αλλη φορα στη θαλασσα.
.
.
.
I
Πηραν τη βαρκα και πηγαν στο απεναντι νησι
μαζι με τεσσερις αλλους,δυο αντρες και δυο γυ-
ναικες.Περιπλανηθηκαν στο νησι.Τα σπιτια
ερειπωμενα ,σαν βασανισμενα κορμια ανθρω-
πων.Αναζητησαν τις κραυγες τους,τους πλη-
γιασμενους ανθρωπους,ταπεινομενες και κα-
ταφρονεμενες ψυχες.Η ανοιξη με τα λουλου-
δια της ειχε κυριεψει το νησι.Ειδανε δυο πα
παρουνες ,το αιμα τους η' ισως την ψυχη τους.
''Να μην ζωγραφιστει τιποτα.Να μην ζωγρα-
φιστει τιποτα''επανελαβε.''Η απανθρωπια
δεν εχει εικονα''.Πηρανε τη βαρκα για την
επιστροφη,μαζυ και οι αλλοι,δυο αντρες και
δυο γυναικες.Γυρισε με βαρια τη ψυχη κι
ειδε στο βαθος το νησι να κουβαλα τις ψυχες
τους ,βαρκα,στον ποταμο Αχεροντα.
.
[απο την επισκεψη στο νησι Σπιναλογγα,
νησι λεπρων ] Μαιος 1997,Κρητη
.
ΙΙ
Τεταρτη βραδυ 10:15 στο πανω δωματιο.
Στο τραπεζακι διπλα το τηλεφωνο.Μεταφραζει
απο τα ''Σημειοματαρια'' του Λεοναρντο
Ντα Βιντσι:''Απο τη ζωγραφικη,που υπηρετει
το ματι[την ευγενικοτερη αισθηση]προερχεται
η αρμονια των αναλογιων:ακριβως καθως πολ-
λες διαφορετικες φωνες ενωμενες μαζι και
τραγουδωντας ταυτοχρονα παραγουν μια αρμο-
νικη αναλογια,που δινει τετοια ικανοποιηση
στην αισθηση της ακοης,που οι ακροατες πα-
ραμενουν γοητευμενοι...''
''Ετσι κανει ο δικος μας Μποτιτσελι,που ειπε
οτι τετοιες σπουδες ειναι ματαιες:αφου μ'ενα
απλο πεταγμα ενος σφουγγαριου διαποτι-
σμενου με διαφορα χρωματα σ'ενα τοιχο ενας
λεκες σχηματιζεται μεσα απο τον οποιο ενα
ομορφο τοπιο μπορει να ξεχωρισει''.Θελει να
ζωγραφισει μια σειρα εργα εφαρμοζοντας
τη Θεωρια του Ντα Βιντσι για την Ζωγραφικη.
Μακρυα ακουγοντουσαν γαυγισματα σκυλων.
Μεταφραζει απο τον Βιτγκεσταιν:''στη φιλο-
σοφια ειναι παντοτε καλυτερα να θετεις μια
ερωτηση αντι μια απαντηση σε μια ερωτηση'',
''μια αποδειξη ειναι ενα οργανο-λεω''ενα
οργανο γλωσσας'';''.Απο μια προταση σε αλλη
προταση περναει ο χρονος.Η ωρα πηγε 11.
Ξυλο στη θαλασσα του κοσμου η προταση
του Βιτγκεσταιν.Εξω ,μεσα στη νυχτα,συμ-
φωνουν οι γρυλλοι.
.
[απο το μακρυνο 1997,Μαιος]
.
ΙΙΙ
''Να βλεπεις δεν ειναι το ιδιο με το να αναπαρι-
στας''εγραψε.''Να βρισκεις τις εικονες σου στα
χρωματα και οχι στην οραση''συνεχισε να γρα-
φει''να ζωγραφισω εναν πινακα τετοιο:''φαν-
ταζομαι το κοκκινο'' ''.
Σημειωσε ... ,επειτα συμπληρωσε: ...=5.Με τον
νου σχεδιασε μια βαρκα ,στην κοιλια της εναν
αχινο και τον ουρανο πανω σαν ενα τεραστιο
κιτρινο λουλουδι
.
ΙV
Ειχε γεννηθει στη πολη,τη φυση δεν την γνω-
ριζε.Τα Σαββατοκυριακα οι αλλοι εφευγαν για
την εξοχη.Γυριζαν την Κυριακη αργα το βραδυ.
Δεν τους ρωτουσε ποτε για την φυση.Αυτο συ-
νεβαινε σχεδον στη μιση του ζωη,μια μερα ευ-
χηθηκε να μην ξαναγυρισουν.Και δεν ξαναγυ-
ρισαν.Τα σπιτια ερειπωσαν,ουτε στιγμη δεν
σκεφτηκε να τους επαναφερει,τωρα δεν κιν-
δυνευε απο τη φυση.Οταν πια γερασε και
τα ματια του θαμπωσαν βγηκε στην εξοχη
κι εμεινε για παντα εκει.Τοτε οι αλλοι επε-
στρεψαν στη πολη.
.
V
Επρεπε να καταστρωσει ενα τελειο σχεδιο
για την ολοσχερη εξοντωση του.Μετα απο
ενα μηνα σχεδιασμων ηταν ετοιμος να το
εκτελεσει.Ολα εγιναν καθως τα'χε προσχε-
διασει.Οταν βρηκε στο σχεδιο του ενα τρωτο
σημειο , αρχισε να φοβαται στην αρχη,
υστερα του εγινε εμμονη ιδεα,πως θ'απο-
καλυφθει.Οι αλλοι ομως ειχαν τυφλωθει
απο την ,φαινομενικη, ακριβεια και τελει-
οτητα του σχεδιου,που δεν καταλαβαν το
παραμικρο.Αποφασισε να τα αποκαλυψει
ολα.Το εκανε,γελασαν μαζι του,κανεις δεν
τον πιστευε,πως ολα αυτα τα σχεδιασε ,να
τους εντυπωσιασει με τη δυναμη του ορθο-
λογισμου του.Περασαν πολλα χρονια για να
καταλαβει πως μ'αυτη τους τη σταση τον ει-
χαν στην κυριολεξια τιμωρησει:να μην μπο-
ρει να αποδειξει την ενοχη του.Φυλακισμενος
στην Αθωοτητα .Ετσι κι αλλιως αυτο ειχε επι-
διωξει απο την αρχη.
.
Vi
Μετα απο καποια ηλικια ειχε διαμορφωσει τη ζωη του
ετσι οπου κυριως τον απασχολουσε να ρωταει παρα
να απανταει.Αυτο στην αρχη τον εφερε μπροστα σε
ανυπερβλητες δυσκολιες,ομως με τον καιρο και με
πολυ σκληρη εργασια τα καταφερε καπως.Τον ενδιε-
εφερε να μην φαινεται αυτο,οι ερωτησεις να ειναι .
ανεπαισθητες.Επειδη δεν συνεβηκε καμια σημαντι-
κη αλλαγη στη ζωη του,περασε απο τις πλαδαρες κι
εκτετεμενες ερωτησεις σε περισσοτερο γενικες και
συντομες.Γρηγορα καταλαβε πως ολοι οι ανθρωποι
δεν ειναι καταλληλοι για ερωτησεις[η' για ορισμενου
ειδους ερωτησεις ]ετσι περιοριστικε μεχρι να κατα-
ληξει στα παιδια.Το προβλημα ηταν πως κι αυτα
ρωτουν.Οταν ρωτουσε π.χ '' τι ειναι χρωμα;''
επαιρνε την απαντηση-ερωτηση: '' τι εννοεις
με το ειναι;''.Σκεφτηκε οτι οι απαντησεις ειναι
αποσιωπημενες ερωτησεις,αρκει μια αλλαγη
στον τροπο της εκφρασης,απο καταφαση σε ερωτηση
Ξαναγυρισε απο εκει που ειχε αρχισει,ενιωσε μια
ανακουφιση που ξεμπερδεψε μια και καλη απο τις
απαντησεις.
VII
Ατενιζε τη δυση του ηλιου,τα χρωματα στα συννε-
φα κοκκινα.Γυρισε σπιτι.Ανοιξε το ραδιοφωνο.Ε-
τοιμασε κι εστρωσε για φαγητο.Κανενας δεν γνω-
ριζε για τη ζωη του κι ουτε κανενας μπορουσε να
μαθει.Οταν σηκωθηκε το πρωι ο ηλιος ειχε ανεβει
ψηλα στον οριζοντα.Τον επισκεφθηκε.Τον γνωρι-
σε αμεσως,δεν χρειαστηκε να του θυμησει τιποτα,
τα παραδεχτηκε ολα,του ειπε πως ηταν πολυ ε-
ξυπνο απο μερους του να εξαφανισθει τοσα χρο-
νια.Το μονο που του ζητησε ηταν να ζωγραφισει
μια κοκκινη κατακοκκινη δυση,το υποσχεθηκε.
Οταν αφηνε το σπιτι ο δρομος ηταν ερημικος,
περπατησε ως την προκυμαια,μπηκε σ'ενα μπαρ,
ηπιε ενα ποτο,σε καποιον που τον ρωτησε:''που
σε ξερω εσενα;''απαντησε:''θα μοιαζω με καποιον
γνωστο σου''.ηπιε αλλο ενα ποτο μονορουφι και
βγηκε εξω στην υγρασια και στην ομιχλη
.
VIII
Οση ωρα παρεδιδε πανω στη Φιλοσοφια του Αρι-
στοτελη και ειδικα στην ''Ποιητικη '' του,σ'ενα
ασφυχτικα γεματο αμφιθεατρο,αναποφευκτα
τον διαπερνουσαν διαφορες σκεψεις:
''Εσυ θελεις να πεις οτι καθε νεα αποδειξη αλ-
λαζει την αντιληψη της αποδειξης κατα καποιο
τροπο''
''Η αντιρρηση οτι''το ορισμενο δεν μπορει να
πιασει[αρπαξει] το αοριστο''ειναι πραγματικα
εναντια στην ιδεα της ψυχολογικης πραξης
του να καταλαβεις''
'' ''Καταλαβαινω'' ειναι μια ασαφης εννοια''
''Αυτη η προταση λεει οτι αυτος ο αριθμος δεν
μπορει να προκυψει απο αυτους τους αριθμους
μ'αυτο τον τροπο''
''Ο Godel λεει οτι ενας πρεπει να εμπιστευεται
μια αποδειξη οταν θελει να την πρακτικοποιηση''
Οι φοιτητες σηκωθηκαν απο τα εδρανα να
αναχωρησουν οταν τελειωσε την παραδοση για
τον Αριστοτελη.Μονο ενας φοιτητης που καθον-
ταν στη μεση σχεδον του αμφιθεατρου παρε-
μεινε στη θεση του.Τον ρωτησε:''Δεν θα φυγετε;''
,''Θελω να συνεχισετε'',''Μα τελειωσα'',''Οχι,μα
γι'αυτα που λεγατε για τον Godel και τα μαθη-
ματικα'',''Που ξερετε εσεις τι ελεγα;'',''Λεγατε:
'' ''Καταλαβαινω'' ειναι μια ασαφης εννοια'' ''.
Μαζεψε τα χαρτια του ,τα ταχτοποιησε στη
τσαντα του και βγηκε με γρηγορα βηματα απο
την αιθουσα
.
IX
''Η ομορφια εχει τα ορια της'' σταματησε να
γραφει,τα αυτοκινητα περνουσαν στο δρομο,
η πολη ειναι μακρυα.Αυτη την ωρα το φως
ειναι γλυκο,ενα συννεφο κατα τον βορια σαν
αιωρουμενο ορος.Ολη η φυση ξυπνα μεσα
στο ονειρο.Το νερο αναπηδαει στη φουγκα
του ανεμου.Παει καιρος που περασε το ελα-
φι,η πατημασια του απολιθωμενη.Το κυμα
ξεβραζει τα κοχυλια στην αμμουδια,περιτεχνα
σχηματα διπλα σε κοκκαλα ψαριων,η βαρκα
παρατημενη και τα σανιδια σαπιζουν.Εκει
πηγε να βρει αραγμα,ξαπλωσε στα χαλικια,
σταυρωσε τα χερια οπως οι αγαθοι ανθρω-
ποι,και περιμενε τα μυρμηγκια να τον απο-
σαρκωσουν,ενω τις νυχτες με γεματο φεγγα-
ρι το κυμα στην κορυφη του κουβαλαει το
ασημι του στην ακτη.Συνεχισε να γραφει:
''Η διηγηση δεν εχει τα ορια μου ''
.
X
Καθησε να διηγηθει στο παιδι ενα παραμυθι.
Αρχισε καπως τυχαια:''Μια φορα μια πεταλου-
δα πεταξε προς την αυγη.Αυτη της πηρε τα
χρωματα.Τοτε λυπηθηκε τοσο πολυ που ζητη-
σε τη βοηθεια της χελωνας,εφτιαξε απ'το κα-
βουκι της ενα αργαλειο κι εβαλε την αραχνη
να της υφανει τα πιο ομορφα φτερα.Αφου τα
φορεσε χαρουμενη και ξετρελαμενη ετρεξε
να συναντησει τον ηλιο που εκεινη την ωρα
εδυε.Κι η δυση της πηρε τα χρωματα.Τωρα
ομως δεν λυπηθηκε,στον αργαλειο της χελω-
νας εφτιαχνε τα πιο ομορφα φορεματα κι
τα μοιραζε σ'ανατολη και δυση απλοχερα''.
Οταν τελειωσε το παιδι τον κοιταξε και
του ειπε:''Αυτο δεν ειναι παραμυθι,αυτο
ειναι η αληθεια''.
.
XΙ
Πηγε στο μερος,που του ειπανε,κοντα στη
θαλασσα.Εβγαλε τα ρουχα του.τα διπλωσε
προσεκτικα και μπηκε στο νερο.Κολυμπησε
στην αρχη παραλληλα κατα μηκος της ακτης.
Επειτα ξεμακρυνε.Το τοπιο ηταν λιτο.Πανω
υψωνονταν το γρανιτενιο βουνο,στ'αριστερα
μονο ενα πευκο.Βραχια διασπαρτα παντου.
Ο ηλιος ηταν στο ζενιθ.Κολυμπησε για αρκετη
ωρα.Περασε πανω απο μια φυκαδα,κι εφτασε
στο μερος της αμμουδαριας,πατησε στην αμμο
που βουλιαζε ελαφρα,επαιξε για λιγο με τα
παιχνιδια της διαθλασης.Βγηκε απ'τη θαλασσα
και ξαπλωσε στον ηλιο που εκαιγε.Φαινεται
θ'αποκοιμηθηκε ωρα πολυ γιατι δεν κατα-
λαβε ποτε ηρθαν.Εκεινη ηταν μια γυναικα
γυρω στα τριαντα κι ο αντρας ειχε την ιδια
περιπου ηλικια .Σηκωθηκε,τους πλησιασε.
Συστηθηκαν.Τα ονοματα τους δεν του ελε-
γαν τιποτα.Ο αντρας πεταξε δυο τρια βο-
τσαλα στο νερο ,κι εφυγε.Η γυναικα ηταν
αδυνατη,τα μαλλια της βαμενα,στον καρπο
του αριστερου της χεριου φορουσε χρυση
αλυσιδα.Εβγαλε απ'την τσαντα της ενα
γυναικειο περιοδικο και το ξεφυλλιζε.Ειπε,
σαν ν'απευθυνονταν στον εαυτο της:''Κα-
νει ζεστη''κι εβγαλε τη μπλουζα της.Σηκω-
θηκε κι ανασηκωνοντας τη φουστα της
ως τα γονατα περπατησε στο νερο παραλ-
λα κατα μηκος της ακτης ,οπως χτυπουσε
το κυμα.Περασε αρκετη ωρα,επειτα καθισε
διπλα του.Αυτος ανασηκωθηκε,τον τυφλωνε
ο ηλιος.Μεσα στο εκτυφλωτικο φως ειδε
το προσωπο της και την ακουσε να του
λεει:''Τωρα,ειμαι ετοιμη''
.
XII
12.00.01.Κατασκευασα την οσφρηση στο
λουλουδι
12.οο.02.Κατασκευασα τα ματι στο φως
.
12,01.00.μ 'ολη την ελευθεριοτητα
.
12.ο2.02.για να φτασει σ'αυτο το σημειο
.
12.ο2.05.Η κουραση,που αισθανονταν να
μην εχει κοιμηθει την προηγουμενη μερα
12.02.15.Αυτος ο ηχος του εφερε στο μυαλο
τα κυματα
12.02.32.Πηρε μια καρεκλα και καθησε
πλαι μου
12.03.27.Το διπλανο σπιτι ειχε κηπο με δια-
φορα δεντρα:μηλιες,ροδιες,αμυγδαλιες
12.03.28.Αυτη η διηγηση εχει τελειωσει
.
XIII
Ηταν νεα και δεν ξεπερνουσε τα εικοσι χρο-
νια.Πολυ γρηγορα εκανε δυο παιδια.Ο συ-
ζυγος ελειπε συχνα σε ταξιδια,αυτη τον πε-
ριμενε υπομονετικα,σπανια εβγαινε εξω.
Τωρα εδω και δυο χρονια δεν εχει μηνυμα
του.τα παιδια τον περιμενουν.Καποτε γυρι-
σε,δεν ειπε τιποτα,μονο τον φιλησε,του
ζεστανε νερο να πλυθει και του στρωσε να
κοιμηθει σε καθαρα σεντονια.Την αλλη
μερα οταν ξυπνησε,οσο κι αν την αναζητησε
δεν την βρηκε .Ουτε και τα παιδια.Ετσι τη
μερα ,που ξαναφυγε δεν υπηρχε να τον
αποχαιρετησει
.
XIV
''ο γλαρος κυνηγηθηκε αγρια απ'το ψαρι,
κατεφυγε λαχανιασμενος στη στερια,στα-
θηκε να ξεκουραστει σ'ενα δεντρο ,εκεινη
την ωρα ανετειλε ο ηλιος και τυφλωθηκε.
Μετα απο μεγαλη περιπλανηση κουρνιασε
σ'ενα καταρτι καραβιου χωρις να το γνωριζει.
Ενιωθε τοση ερημια ,που το νερο της θαλασ-
σας αποσυρθηκε και παρουσιαστηκε μια
απεραντη ερημος.Μετα απο πολλες μερες
και νυχτες που ξημερωθηκε και νυχτωθηκε
,αποκαμωμενος ξαποστασε στα κλαδια μιας
φοινικιας,κι αρχισε να ξαναβλεπει οταν το
παιδι τελειωσε το παραμυθι του''
.
XV
Στον υπογειο σταθμο του Μετρο ορμησε το
πληθος να καταλαβει τον κενο χωρο του
βαγονιου.Αυτος στριμωχτηκε ,για λιγο την
εχασε απ'τη θεα.Με κοπο μπορουσε να δει.
Αυτη η κατασταση συνεχιστηκε τρεις στα-
σεις ακομη.Τωρα ηταν πιο ελευθερα,ομως
οσο κι αν την αναζητησε με το βλεμμα του,
δεν την βρηκε.Πηγε και καθησε σε μια αδει-
ανη θεση.Οι διπλανοι του,ενα ηλικιωμενο
ζευγαρι,κατεβηκαν στον επομενο σταθμο.
Το τρενο ειχε ηδη φτασει στα προαστεια,
εδω υπηρχε πρασινο και μονοκατοικιες.
Αφηρημενος οπως ηταν απ'τις σκεψεις
του ,γυρω απο την κοινωνιολογια του
τοπιου,δεν προσεξε αμεσως την κυρια που
καθισε διπλα του.Το αρωμα της οπως και
η ανασα της ηταν βαρια,κατι ψιθυρισε,
στα χερια σε καθε δαχτυλο φορουσε δια-
φορα δαχτυλιδια,ανοιξε τη τσαντα της κι
εβγαλε ενα σημειωματαριο,σημειωσε κατι,
το μουτζουρωσε,ξαναγραψε κατι,το εσκισε.
Το τρενο σταματησε,ξαφνικα η γυναικα
πεταχτηκε και κατεβηκε απ'το τρενο.Αυτος
δεν μπορεσε ν'αντιδρασει,οι πορτες εκλεισαν
και το τρενο ξεκινησε.Ηταν σιγουρος,αυτη
ηταν, την ειχε αναγνωρισει η' ,καλυτερα, την
ειχε ξαναθυμηθει
.
XVI
Ζουσε μακρυα απο συγγενεις και δυσκολα
εκανε γνωριμιες.Ισως αυτο να το ειχε επι-
λεξει.Το φαγητο του ηταν παντα απλο και
λιτο.Επαιζε χαρτια.Στα χαρτια ζουσε μια
εγκεφαλικη και ταυτοχρονα μια σωματικη
περιπετεια.Ασκουσε ολες τις ικανοτητες του,
αντιπαθουσε τους μετριους και ηλιθιους παιχ-
τες.Τον γοητευε τρομερα η πιθανοτητα να
χασει η' να κερδισει.Αν και τα χρηματα δεν
τον ενδιεφεραν ,ζουσε απο τα χαρτια.Αλλαζε
συνεχως πολη και στην ιδια πολη συχνα
συνοικια.Γυρνουσε σπιτι κατα το ξημερωμα,
,εκανε ενα κρυο ντους,επινε ενα ποτηρι γαλα
και ξυπνουσε παντα αργα.Εβγαινε εξω στη
πολη και προτιμουσε να περπαταει στο
δρομο με τις λευκες ,εκεινη την ωρα ειχε
πολλα παιδια και τα χαζευε να παιζουν.Οταν
επεφτε το σκοταδι συνηθως δειπνουσε σ'ενα
ακριβο εστιατοριο.Αφηνε φιλοδωρημα στο
γκαρσονι κι εφευγε.Εκεινη τη βραδια δεν
πηγε στη χαρτοπαιχτικη λεσχη,εβγαλε ει-
σητηριο σ'ενα κεντρικο σινεμα και κατεβηκε
στην υπογεια αιθουσα προβολης,στα σκοτεινα
βρηκε μια κενη θεση και καθισε.Το εργο
ειχε ηδη αρχισει:ενα μεσο αμερικανικο πλα-
νο εδειχνε εναν ανθρωπο να παιζει χαρτια.
Στην εξελιξη της ταινιας εμαθε πως δεν
ειχε συγγενεις,ουτε εκανε γνωριμιες,συνε-
χως ταξιδευε και πως συχαινονταν τους
ηληθιους παιχτες.Σε καποιο σημειο της χα-
μογελασε βλεποντας ενα παιδι να ψαχνει
να βρει τη μπαλα που κυλησε και χαθηκε
πισω απ'τους θαμνους σ'εναν δρομο με λευ-
κες.Παρακατω σ'ενα εστιατοριο παραγγειλε
ακριβο κρασι,ειχε αρχισει να γραφει μια
μελετη με θεμα:''Θεωρια των Παιγνιων
και Φαντασιακη Σωματικοτητα'',τα πρωι-
να στο σπιτι εκανε παντα κρυο ντους κι
επινε ενα ποτηρι ζεστο γαλα
.
XVII
''Ειμαι μονη,η ωρα ειναι 5 και 10 [το απογευ-
μα ...[ Ομως ] παρακολουθω τ'αυτο[κινη]τ[α].
Αυτ[α] με πα[ρα]κο[λουθ]ουν; Παντως δεν ε-
χει σημασια.Σκυβω,οταν σκ[υβω] σκοτεινιαζει
γυρω [μο]υ σαν καπ[ο]ιος [να] μπαινει μπρο-
στα μου [ ].Πινακες [ ] εχουμε τα ματι[α ] μας
και συντροφια.Κοντευω να [δω] ονει[ρα]
[τω]ρα.Π.χ οτι βρισκομα[ι] στο κρεβατι κλει-
νω τα μ[ατια] μ[ου] και ολες οι πορτες κλει-
νουν.Τοποθετω το βαρυ κεφαλι στο μαξιλαρι,
ενω τα ποδια μου κανενα κρεβατι δεν τα
βαζει.Θελω [εσενα ].[ ]ομως πες [μου].
Τα ρουχα εξω της [ Στελλας ] απλωμενα τα
παιρνει ο αερας.[ ] .Αραγε τι να κανει;[ ].
[ ] . Ενα γλυκο γεια .[ ] Μπορω να ζωγρα-
φισω με τη σκεψη.Μπορω [να] κανω ονειρ[α]
[ ].Αυτο στ'αφιερωνω.[ ].''
.
[απο το Ημερολογιο της Κ. Ιανουαριος 1998,
Κρητη ]
.
ΧIIX
Εζησε τοσα χρονια απλα και ηρεμα,τις αγριες
και κρυες μερες του χειμωνα και τις ζεστες
και δροσερες νυχτες του καλοκαιριου.Ποτε
δεν θελησε ν'απομακρυνθει απ'τον τοπο του,
εβλεπε τα δεντρα ν'ανθιζουν και να καρπιζουν,
τα ζωα να γεννοβολουν .Ουτε καν ονειρευον-
ταν ,ισως επειδη η ζωη του ηταν ενα ονειρο.
Τον τελευταιο καιρο, οταν ειχε φεγγαρι
εβγαινε και περπατουσε σε μονοπατια
μ'ελιες στο πλαι ,μεσα στο σεληνοφωτο, κι
οταν ροδιζε η ωρα επερνε το δρομο της
επιστροφης.Το ειχε παρατηρησει πως μονο
τοτε εβλεπε ενα ονειρο,το ιδιο,ομως
καθε' φορα με παραλλαγες:Οδηγουσε
σε μια λεωφορο μιας μεγαλης πολης,βια-
ζονταν , καποιον πηγαινε να συναντησει,
αλλοτε τον συναντουσε κι αλλοτε σαν να
περιμενε αυτος να τον συναντησουν
.
ΧIX
Εκεινη τη μερα κατεβηκε στη θαλασσα,ελυ-
σε τη βαρκα,πηδησε μεσα της και κωπηλα-
τοντας απομακρυνθηκε απ'την ακτη.Στο
δρομο συναντησε τις αλλες βαρκες,ανταλ-
λαξαν χαιρετισμους.Οταν τους εχασε εψαξε
να βρει λιμανι.Στη παραλια ειχε υπολειματα
απο αστεριες κι αχινους.Εμεινε τη νυχτα εκει.
Η θαλασσα ξαφνικα τρικυμισε κι επεφτε με
μανια στα βραχια.Τα τεραστια κυματα θα
τον κομματιαζαν κι αυτον αν δεν ειχε τη
δυναμη να ξεφυγει και να κρυφτει στο δασος.
Εκει περιφερονταν σαν αγριο θεριο.Οταν
καποτε τελειωσε το δασος κι αρχισε η ερημος
δεν λιγοψυχισε κι ας ζεστενονταν κι ας διψουσε
πολυ.Σ'εκεινο το μερος ουτε ανετειλε ουτε
εδυε ο ηλιος,στεκονταν ακινητος ψηλα στο
ιδιο σημειο.Οταν περασε την ατελειωτη
σειρα απο αμμολοφους ολα αρχισαν ν'αλ-
λαζουν μπροστα στα ματια του:ασταματητες
βροχες κι ο ισχυρος ανεμος ξεριζωνε τα
παντα.Ο τοπος γυρω του πλημμυρισε ,και
θα πνιγονταν αν δεν προλαβαινε ν'αρπαχ-
τει απο εναν τεραστιο κορμο δεντρου που
επεπλεε στα τρικυμισμενα νερα.Μονο
στις αστραπες σχιζονταν το σκοταδι και
ξεχωριζε γυρω του.Δεινοπαθησε τοσο πο-
λυ που η ψυχη του στο τελος δειλιασε και
θα'βρησκε κακο τελος αν ολ'αυτα δεν
τελειωναν ξαφνικα.Απο εκεινη τη μερα
που ξημερωσε ορκιστηκε να μην ξανα-
κατεβει αλλη φορα στη θαλασσα.
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου