.
.ΚΑΚΟΥΡΓΑ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ ΞΕΝΙΤΕΙΑ
.
'' Για σενα Αγρινιωτισσα τα σωθικα μου ποτισα
με ουζο και με σερτικα ''
Στρατος Διονυσιου
.
Ητανε ο κοσμος,κι ειχε λογης φορτια πανω του,
,κουβαλαγε δεντρα,ποταμια,βουνα ισα με κει
πανω, ζωα,ανθρωπους, πλουσιους και φτωχους
,αλλα κι αλλα ματζουνια :πολεμους,κατοχες,
πεινες ξεγυρισμενες,αλλα πως να το κανουμε
για'ναι το παλατζο σωστο ειχε και κοττερα,
ειχε και τα εξοχικα, ειχε τ'ακριβα τα καρα,
ειχε και τι δεν ειχε.
Και να το κανουμε πιο λιανο το νομισμα,
ειχε και το Αγρινιο,και το Αγρινιο ,ειχε το
Γιωργο,κι ο Γιωργος ειχε τη μανα του και
τη μπαλλα,την κλωτσαγε καλα ,κι αν κυλ-
λουσε καλα το σχεδιο θα'παιζε στον Παναι-
τωλικο ,να ξελασπωνε τη πλαση του απο
τη φτωχεια και το ασημαντο .
Ειπαμε , μονο τη μανα ειχε ,πατερα δεν
γνωρισε,ηταν στη κατοχη ,ζορικα τα πρα-
ματα.Ο πατερας εφτυσε μια φορα αιμα,
εφτυσε δυο,την τριτη εφτυσε τον ψευτικο
ντουνια και περασε τον Αχεροντα.
Να γυρισουμε στον Γιωργο .Ο Γιωργος α-
νοιξε τα ματια του κι ειδε σκυλια να πεινα-
νε, κι ειδε τα πρασινα δεντρα ,κι ειδε τα
πουλια να σουλατσαρουν λιμπερα στο
γαλαζιο ,κι ειδε και τη Σουλα να σουλατσα-
ρει τις Κυριακες τ'απογευματα πανω-κατω
τη Παπαστρατου,απ'τη πλατεια Μπελλου
μεχρι τη πορτα του παρκου.Ντοστιμο κορι-
τσι,ομορφο,σενικο,στο ντροπαλο το φερε-
σθαι,πολυ σικ να πουμε,πολυ τ'αρεσε του
Γιωργου η Σουλα ,τα ματια της μεγαλα σαν
καστανα μαρονια αδερφακι μου του πηρανε
το μυαλο και το πεταξανε αραουτ.
Αυτο το βιολι επαιξε κανα τριμηνο.Κουβεντα
δεν ανταλλαξανε.Κλειστος ο κοσμος ,κλειστοι
κι οι ανθρωποι ,κλειστα τα στοματα.Μοναχα
τα ματια ειχανε πασαπορτι να κυκλοφορουνε
ελευτερα.
Ειπαμε φινο παιδι ο Γιωργος,κι ομορφοπαιδο,
δουλευε με τη μανα του και τις αδερφαδες του,
μεγαλυτερες απ'αυτον , στα καπνα ,μεσιακα,
στο Δοκιμι,στο Ζαπαντι .Και το φτηνοπωρο
στις Καπναποθηκες του Παναγοπουλου ,πα-
ρεα,να πουμε , με τη σκονη, και κολλατζιζε
τη νικοτινη .Κι η μανα με τις αδερφες ξενοδου-
λευαν στα πλουσια σπιτια του Αγρινιου , βλε-
πεις οι κυραδες ειχανε βαμενα τα νυχια ,που
να τα σπανε στις μπουγαδες,γινεται;δεν γινε-
ται.Ατιμε κι αδικε ντουνια ,ειπαμε.
Το λοιπον η Σουλα ηταν στην απεξω αυτον
τον καιρο.Καπου εκει στα προσφυγικα στον
Αγιο Κωνσταντινο εμεινε.Κλειστος ο κοσμος,
κλειστοι οι ανθρωποι,κλειστοι κι οι δρομοι.
Την ανοιξη σαν τα αποδημητικα πουλια εκα-
νε εμφανιση στη Παπαστρατου τις Κυριακες
τ'απογευματα , στη βολτα.
Κι ετσι την εβγαζε βολτα ο καιρος στο γυριστο:
καπνα,καπναποθηκες,βολτα,σπιτι,μπαλα
Σχολειο δεν πατησε ο Γιωργος, πηγε ειδε κι
απηλθε, κλαματα φωνες στο σπιτι ,τιποτα,
πηρε τ'απολυτηριο προκαταβολικα.Ποιος
καθεται τοσες ωρες στο καθιστικο ακινητος
και νηστικος να κανει ορνιθοσκαλισματα,δεν
καθεται καλυτερα με τις κοτες, να τα μαθει
εκ του φυσικου και θα'χει και το βραβειο του σε
αβγο.Τι κοτα ητανε,στο κοτετσι ; Απτερον και
διπουν ,κατα το αρχαιον ρητον .Ειναι;δεν ειναι
Ασε που επρεπε να τραυλιζει:κο κο η κοτα ,μου
μου η αγελαδα,να του βγει κουσουρι,που τα
μιλαε τα ελληνικα φαρσι,κι απο πανω να τρως
και ξυλο απ'το δασκαλο,ενω εκεινοι οι μπαγα-
σιδες ,οι 12 θεοι του Ολυμπου, να το'χουν ρι-
ξει στο νεκταρ και στην αμβροσια,με τις Ηρες,
τις Αφροδιτες ,και τις Αθηνες .Δεν εισαι καλα.
Μακρυα.Ασε ας λειπει το μορφωμενο,ειδαμε τις
μηχανες, που στηνει στα φτωχαδακια.
Να'χουνε αυτοι τα παντα και συ να μην εχεις
τη Σουλα ουτε στο κοιταχτο,που'ναι και τζαμπα.
Αδικο
Και περναγε ο καιρος απ'εξω.Στο αδιαφορο
Και μια μερα αλλαξε το φυλλο και μερασε
και για τον Γιωργο
Εκει που ντανιαζε δεματα καπνα στου Πανα-
γοπουλου,σαν να καθαρισε το ντουμανι,τρακα-
ρε στο παραπερα το Σουλακι.Πλησιασε στο
δηθεν και τυχαιο να κοψει κινηση.Απο τα
τα παραπεταμενα λογια επιασε το νοημα:πως
η Σουλα επιασε δουλεια ,στο ξεσκαρτισμα των
φυλλων του καπνου.Για στενο μαρκαρισμα
μεσα στις αποθηκες ουτε να γινεται λογος.Ει-
παμε κλειστος ο κοσμος ,κλειστοι οι ανθρωποι,
κλειστα τα στοματα ,αλλα και εποπτες ,και
τειχοι που'χουνε αυτια.
Στα διαλειματα για φαγητο δουλευε στο φουλ
η αποσταση,στο σχολασμα ; χωριστοι οι δρο-
μοι,ενα στενο δυο στενα ,τερμα ,εξαφανιση.
Πως να ντριμπλαρεις τη ζωη ,να κανεις το
παιχνιδι σου,με τετοιο κατενατσιο και διαρκες
πρεσινγ;
Ετσι στριφογυριζε τη μπαλα το μυαλο του ο
Γιωργος , το ποδοσφαιρο ειχε για ονειρο,για
αλλου,μ'αυτο εκφραζονταν.Ηθελε να τον αγκα-
ζαρει ο Παναιτωλικος, να ζητησει το Σουλακι
και να το παρει στο επισιμο,βαζοντας το καλυ-
τερο γκολ της ζωης του
Ετσι ειναι ο ανθρωπος ,μ'ονειρα τρεφεται κι
υστερα γεμιζει τη κοιλια του ψωμι.
Κι επειδης ως γνωστον ο τροχος γυριζει,γυρισε
κι εφερε στο μουντο μια μερα με βροχη,δουλευ-
αν στην καπναποθηκη ,κι ηρθε η ωρα να σχο-
λασουν ,η βροχη κραταγε γερα,η Σουλα βρηκε
καταφυγιο σ'ενα υποστεγο,την εστησε διπλα-
ρωτα ο Γιωργος,τα τζιγκια πανω πεζανε ντραμς
,κι ετσι μεσα στο θορυβο και το μουντο της αμο-
λυσε δυο φωνηντα,το κοριτσι κοκκινισε,σαν
παπαρουνα του αγρου, η βροχη ρουφιανα δυνα-
μωσε κι ακουσε η Σουλα και κατι παραπανω:
να,σ'αγαπαω καιρο,και στα ονειρα μου εχεις
στησει τσαρδακι,τα γνωστα εν ταις τοιαυταις
περιστασεις.
Απο τοτε και στο εξης το Σουλακι εβαλε το
Γιωργακι μεσα στα φυλλα της καρδιας της
και τα εκλεισε.
Ομως ειπαμε :κλειστος ο κοσμος,κλειστοι οι
ανθρωποι,κλειστοι οι δρομοι,τα στοματα κλει-
στα ομως τα ματια ανοιχτα ,πουλια να πετουν
λευτερα.
Τοτε το κεντρο στο παρκο ητανε ανοιχτο,τις
Κυριακες καθονταν κοσμος, για πορτοκαλαδα,
για γκαζοζα,για λεμοναδα ,για παστα
Εκει ητανε η Σουλα με τις φιλεναδες της
Κι εκει στην απεναντι μερια,ητανε κι ο Γιωργος.
Κι οι ματιες σαιτες περα δωθε ταχυδρομοι της
καρδιας .
Κι οπως τα παραμυθια τελειωνουν ,τελειωσε κι
αυτο
Το Σουλακι δεν ξαναρθε στη καπναποθηκη,για
το Γιωργο η σκονη φουντωσε κι η νικοτινη
ανυποφορη, ο κοσμος αδειαζε , η δρομοι α-
δειοι,το Αγρινιο βαρυ.Ουτε τις Κυριακες τ'απο-
γευματα στη βολτα στη Παπαστρατου το Σουλα-
κι.Ουτε αυτη ουτε την αλλη ουτε την παραλλη
Κυριακη.Κι ο Γιωργος σηκωνε πανω του μεγαλη
ανησυχια .Που του'τρωγε τα σωθικα
Κι τοτε κατεβηκε ο απο μηχανης θεος,με τη
μορφη μιας ξαδερφης της Σουλας,εκει στο παρ-
κο.Περασε απο διπλα ,ξεροβηξε να δωσει σημα,
εκανε πως σκονταψε,κι αφησε σημειωμα,το
πηρε ο Γιωργος το γραμμα στο προσεκτικο και
στα σκοτεινα διαβασε με τα λιγα γραμματα,
που ηξερε:πως την πηραν ματι τ'αδερφια της,
την ειχαν φοβερισει,να διαγραψει τις συναλ-
λαγματικιες μ'αυτον τον μορτη,της ειχαν κο-
ψει τα σουρτα -φερτα στη Παπαστρατου και
στο Παρκο.Και το χειροτερο,γιατι σ'αυτον τον
απονο ντουνια παντα υπαρχει το χειροτερο,
ανυπερθετως,εστειλαν μια φωτογραφια της
στην Αυστραλια και την προξενευουν,και
του μηνουσε η Σουλα να την ξεχασει,μην
ψαξει να τη βρει,μην συμβει κανα κακο
Και τι να κανεις σ'εν' απεραντο κοσμο ,
μονος,με μια μπαλα για ονειρο;
Και το Σουλακι πεταξε,πουλακι στα ξενα
μοναχο.Αφησε το Αγρινιο,περασε το Ριο-
Αντιριο,στον Πειραια εφτασε και μπαρκαρε
για την Αυστραλια τη ξενιτεια, ειχε 40
μερες να πνιξει στα μαυρα κυματα τα
ονειρα της και σαν περασαν οι 40 μερες
ειδε τα καγκουρω.
Απο τοτε ο Γιωργος δεν εμαθε τιποτα για
τη Σουλα,αν γυρισε ποτε,τιποτα.
Ειπαμε κλειστος ο κοσμος ,κλειστοι οι αν-
θρωποι,κλειστες οι καρδιες ,στον πονο
του αλλου
Ο Γιωργος εν τω μεταξει αλλαξε, το γυρισε
αναποδα.Κομμενη με τον Παναγοπουλο,
κομμενη με τη μπαλα ,κομμενη με το νομο,
κι ανοιξε παρτιδες με το παρανομο.Η ζωη
του ολη πηρε τη κατηφορα ,επειτα στη ζωη
δεν ειχε κανεναν,η μανα εφυγε πικραμενη
να βρει την ησυχια της
Κι ο Γιωργος,που δεν χρωσταγε της ζωης τι-
ποτα,χρωσταγε του νομου,κι εγινε τακτικος
τροφιμος των Σωφρονιστικων Ιδρυματων,
φυλακες κατα το κοινον λεγομενον,εμπαινε-
κι εβγενε .Οχι τιποτα σοβαρα ,να,χαρτια ,
παρανομα στοιχηματα,οχι νταβαντζιλικια
τετοιες ξεφτυλες , μαγκας αυτος.
Καποτε βαρεθηκε το στραβο ,περασαν και
τα χρονια κι αραξε στο Αγρινιο,στην απεξω
Καθαρος
Την γυριζε στα ουζερι ,και στο ηλεκτροφω-
νο διαλεγε να γυρισει τις στροφες η ιδια
πλακα μια και δυο φορες:
''Για σενα Αγρινιωτισσα τα σωθικα μου ποτισα
με ουζο και με σερτικα'' με τον Στρατο
Διονυσιου
Κι ετσι γυρισε ο ντουνιας ,ετσι γυριζε κι ο
Γιωργος
Ειπαμε κλειστος ο κοσμος ,κλειστοι οι αν-
θρωποι, βωβος ο πονος
Και θα μου'πειτε και με το δικιο σας πως γρα-
φω αυτη την ιστορια , πως την ξερω ,αφου
τιποτα δεν μαθευτηκε
Ε,ποιος ξερει μπορει να μου την εκμυστη -
ρευτηκε ο Γιωργος, η' εγω να ειμαι ο ιδιος
ο Γιωργος ,που τη γραφει
Αυτος ,που εζησε και σχολασε στη φυλακη
της κοινωνιας ,και τωρα απομονωμενος
στη γωνια, ησυχος, βγαζει καμια φορα
απ'τη μεσα τσεπη του σακακιου του
μια εικονα ,που δειχνει ενα καγκουρω,
την αφηνει για λιγο στο τραπεζι,σκυβει
την κοιταζει κι επειτα τη κρυβει παλι στη
μεσα τσεπη του σακακιου του,στ'αριστερα
Ειπαμε κλειστος ο κοσμος,κλειστες οι καρ-
διες, κι ο ανθρωπος εζησε και δεν εζησε
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου