.
Εφτασε μια μερα ,που η γλαροι απο ψηλα παιζοντας
κυνηγουσαν τις σκιες τους στα κυματα ,λευκες σκιες.
Εδεσε το και'κι του στο πορτο , πηδηξε στη προκυ--
μαι και κατευθυνθηκε προς τα μαγαζια . Μπηκε
σ'ενα απ'τα μεσαια στη σειρα , καθησε σ'ενα τραπεζι
κοντα στη τζαμαρια , απο κει εβλεπε τις αραγμενες
βαρκες στο λιμανι.Ηρθε το γκαρσονι , παραγγειλε
καφε,νες μετριο με λιγο γαλα .Σε λιγο σερβεριστηκε
τον καφε,πληρωσε , πηρε τα ρεστα .Εκεινη την ωρα
λιγοστοι πελατες , σιγα -σιγα γεμισε.Κυριως παρεες
νεων,μιλουσαν για αυτοκινητα , για αθλητικα .
Σ'ενα-δυο τραπεζια καθονταν νεαρες κοπελλες ,
ηταν σε αποσταση και δεν μπορουσε ν'ακουσει
καθαρα τι λεγανε , ηταν κι η μουσικη
δυνατα , καθε τοσο ξεσπουσαν σε γελια.
Εκει μεσα κανεις δεν τον γνωριζε ,ουτε
κι αυτος γνωριζε κανεναν .Γρηγορα βαρεθηκε ,
βγηκε εξω , περπατησε κατα μηκος της παραλιας
προς το νοτο .Ο ηλιος πλησιαζε το βουνο , οι
ισκιοι μακρεναν .Λοξοδρομησε , αφησε τη θαλασ-
σα και βρεθηκε στη συνοικια πανω στην ακρη
της κωμοπολης .Περπατησε μεσα στα δρομακια
της.Τα σπιτια ασπρισμενα , αυλες με λουλουδια,
εκεινη την εποχη ανθισμενα , και δεντρα ,αμυγ-
δαλιες , πορτοκαλιες , λεμονιες και ελιες .Μυρι-
σε τηγανισμενη μαριδα , απο ενα ανοικτο
παραθυρο ακουγε φωνες ανθρωπων,που
συζητουσαν , ξαφνικα σταματησαν , ακουσε
το κτυπο ενος τηλεφωνου , και μια φωνη
''Εμπρος '' , δεν σταθηκε , προχωρησε.Ανηφο-
ριζοντας ειδε πανω ψηλα απ'το δρομο να
κατρακυλαει μια μπαλα , κι απο πισω της
τρεχοντας ενα παιδι ,οταν εφτασε η μπαλα
κοντα του εσκυψε και την επιασε .Σε λιγο
εφτασε και το παιδι λαχανιασμενο ,θα'ταν
περιπου δεκα χρονων .Απλωσε τα χερια το
παιδι ,του'δωσε τη μπαλλα , εκεινο τον
ευχαριστησε κι εστριψε να φυγει ,οταν ειχε
ξεμακρυνει καμια δεκαρια μετρα του φωνα-
ξε:''Πως σε λενε;'', κι εκεινο χωρις να στα-
ματησει απαντησε :'' Νικο'' , κι επειτα αμεσως
τον ρωτησε :'' Εσενα;'' , του απαντησε:''Εμενα
με λενε Κανενα '' .Μολις ακουσε αυτο το παι-
δι σταματησε , γυρισε και τον κοιταξε , στην
αποσταση ,που βρισκονταν φαινονταν μικρο-
τερο .''Με κοροι'δευεις,δεν ξερω κανενα τετοιο
ονομα '', και γελασε .''Κανενας , δεν υπαρχει
τετοιο ονομα'' , του φωναξε και ξαναρχισε να
τρεχει.Ξαφνικα σαν κατι να ξεχασε σταματη-
σε , γυρισε .'' Μονο σ'ενα βιβλιο στο σχολειο,
δεν θυμαμαι ποιο , ο δασκαλος μας ειπε για
ενα τετοιο ονομα , καποιον τον ελεγαν Κανε-
να και κατι εκανε '' ,τις τελευταιες λεξεις τις
ειπε τρεχοντας μεχρι ,που χαθηκε στη στρο-
φη του δρομου .Εκεινος σταματησε ν'ανεβαι-
νει , γυρισε , και περνωντας το δρομο πισω
, τωρα ειχε νυχτωσει , εφτασε στο λιμανι ,
τα φωτα της παραλιας ειχαν αναψει ,κι ειχε
αρχισει να πεφτει ενα ψιλοβρεχο . Εκανε μια
βολτα κατα μηκος της προκυμαιας προς τα
βορεια , η βροχη ειχε δυναμωσει , βιαστηκε
να γυρισει στο και'κι .Εφαγε κατι προχειρο
κι επεσε να κοιμηθει .Ολη τη νυχτα εβρεχε.
Το πρωι σταματησε.
Ξυπνησε , κι ετοιμαστηκε να φυγει, η θαλασ-
σα μετα τη βροχη λαδι . Εβγαλε το και'κι απ'
το λιμανι κι ανοιχτηκε στα νερα του κολπου ,
σε λιγο περασε τα νησια .
Θα'φτανε στο νησι κατα το μεσημερι , ετσι κι
αλλιως τωρα ηταν κοντα , μεσα απο την
εκτυφλωτικη διαχυση ,που'χε το φως το διε-
κρινε αχνα.
Οι γλαροι πετωντας τον ακολουθουσαν
ακουραστοι,και ποτε τον εφταναν και ποτε
ξεμακραιναν πισω του
.
[ Απο τα Πορτα της '' Οδυσσειας '' ]
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου