.
.
GREEK POETRY
-ΜΙΑ ΡΗΤΟΡΙΚΗ ΣΤΙΣ ΧΟΗΦΟΡΕΣ ΤΟΥ ΑΙΣΧΥΛΟΥ-c.n.couvelis χ.ν.κουβελης
-Χοηφοροι Αισχυλου,Αποσπαματα
[μεταφραση translation c.n.couvelis χ.ν.κουβελης]
POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης
.
.
αρχαιο σκηνικο-c.n.couvelis χ.ν.κουβελης
ΜΙΑ ΡΗΤΟΡΙΚΗ ΣΤΙΣ ΧΟΗΦΟΡΕΣ ΤΟΥ ΑΙΣΧΥΛΟΥ-c.n.couvelis χ.ν.κουβελης
Χοηφοροι Αισχυλου,Αποσπαματα
[μεταφραση translation c.n.couvelis χ.ν.κουβελης]
μοιρασε τους ρολους
'εσυ ο Ορεστης εσυ η Κλυταιμνηστρα εσυ ο Αιγισθος'
εβαλε τη προσωπιδα 'Εγω η Ηλεκτρα'
το φεγγαρι αγγιζε το σπαθι του κυπαρισσιου
'αγρυπναω και δεν κοιμαμαι τις νυχτες
βρισκομαι σε πυκνο δασος και με κυνηγανε αγρια σκυλια'
ακουσε ψιθυρους,κοιταξε μεσα στον καθρεφτη,
'οι φονιαδες μοιχοι,ξεδιαντροπα γελανε,ως ποτε;'
πόροι τε πάντες ἐκ μιᾶς ὁδοῦ 72
<προ>βαίνοντες τὸν χερομυσῆ
φόνον καθαίροντες ἴθυσαν μάταν
και να ξεσπασουν ποταμια νερα
να καθαρισουν δεν θα μπορεσουν
τα λερωμενα του φονια χερια
ενιωσε το ψυχρο φως της μερας,ο καμπος ακινητος,
πορτοκαλιες λεμονιες αποσαρκωμενα δεντρα
εστριψε τον αντιχειρα να τον σπασει,
δεν πονουσε,
τοῖς αἰτίοις νῦν τοῦ φόνου μεμνημένη 117
τους φονιαδες τωρα μην ξεχνας
το θεατρο κατω απ'την ισχυρη πιεση του ηλιου
πνιγονταν,δεν ανεπνεε,'σβηστε το φως'ουρλιαξε,
ησυχια,μια πρασινη σαυρα κρυφτηκε στις πετρες,
ξαπλωσε στην ορχηστρα και κοιμηθηκε
αὐτῇ τέ μοι δὸς σωφρονεστέραν πολὺ 140
μητρὸς γενέσθαι χεῖρά τ᾽ εὐσεβεστέραν.
απ'τη μανα μου κανε με φρονιμοτερη
και τα χερια μου καθαροτερα
'Ιφιγενεια'ειπε'προσεξε αναμεσα στους πελατες σου
μπορει να'ναι κι ο Ορεστης,μην ξαπλωσεις μαζι του'
'εδω στη Μασσαλια,αδελφη μου Ηλεκτρα,φθανουν ναυτικοι
ξενοι πολλοι,πως να τους ξεχωρισεις;'
και τοτε της εδωσε πλεξουδα απ'τα μαλλια του,'να η πλεξουδα του'
τοὺς φιλτάτους γὰρ οἶδα νῷν ὄντας πικρούς.234
οι πιο δικοι μας,το ξερω,εχτροι μας ειναι
σε χαρτι εγραψε τα ονοματα τους,Κλυταιμνηστρα Αιγισθος,
και του'βαλε φωτια
τα γραμματα τα ειδε να λιωνουν,Κ λ υ τ α ι μ ν η σ τ ρ α Α ι γ ι σ θ ο ς
και σταχτη να πεφτουν
οὓς ἴδοιμ᾽ ἐγώ ποτε 267
θανόντας ἐν κηκῖδι πισσήρει φλογός.
αμποτε να τους δω
στη πισσα να λιωνουν και στη φωτια
καθησε σ'ενα καφε στο Αργος,'Πολυχρυσαι Μυκηναι',
οδος Θυεστου αριθμος 11,'εσπρεσο'ειπε στο γκαρσονι,
τουριστες στο απεναντι σουβενιρ μαγαζι 'Η Κλυταιμνηστρα'
'Πολυδακρυαι,μαλλον, Μυκηναι'ειρωνευτηκε,
στο τραπεζι διπλα ενας νεαρος λοχιας μιλαγε στο κινητο,
ξεχασθηκε,
σαρκῶν ἐπαμβατῆρας ἀγρίαις γνάθοις 280
λειχῆνας ἐξέσθοντας ἀρχαίαν φύσιν·
λευκὰς δὲ κόρσας τῇδ᾽ ἐπαντέλλειν νόσῳ·
σαρκες απ'αγρια δοντια ξεσκισμενες
το κορμι λεπρα να κατατρωει
κι ασπρες πανω στη πληγη τριχες να φυτρωνουν
'Ορεστη' ξυπνησε,
ηταν τ'ονομα του λοχια,καποιος φιλος τον φωναξε
απ'το βαθος των γεγονοτων
τοὔργον ἔστ᾽ ἐργαστέον. 298
πολλοὶ γὰρ εἰς ἓν συμπίτνουσιν ἵμεροι
ο φονος θα γινει
ολη σ'αυτο η θεληση μου
ο δικηγορος της μιλησε με την τυπικη γλωσσα της επιστημης του,
για το α ο νομος β λεει αυτο,για το γ ο νομος δ προβλεπει αυτο,
'η αυτοδικια,κυρια μου,απαγορευεται απ'τον νομο και τιμωρειται'
νομοτεχνικη φλυαρια,πληρωσε την επισκεψη κι εφυγε
ἀντὶ μὲν ἐχθρᾶς γλώσσης ἐχθρὰ
γλῶσσα τελείσθω· τοὐφειλόμενον 310
πράσσουσα Δίκη μέγ᾽ ἀυτεῖ·
ἀντὶ δὲ πληγῆς φονίας φονίαν
πληγὴν τινέτω. δράσαντι παθεῖν,
τριγέρων μῦθος τάδε φωνεῖ.
μ'εχτρα πληρωνεται η εχτρα
το χρεος να ξοφθληθει η Δικη φωναζει
με φονο ο φονος τιμωριεται
κι αυτος που'κανε κακο κακο ιδιο θα παθει
ο αρχαιος νομος αυτο προσταζει
το φεγγαρι κυλουσε στον σκοτεινο ουρανο
ευθυ σκληρο το σπαθι του κυπαρισσιου
'αγρυπναω και δεν κοιμαμαι'
κατεβηκε στην αυλη,σε καποιο παραθυρο ειδε φως,
μετα απο λιγο εσβησε,κρυβονται και παραφυλανε,
η νυχτα την εσφιγγε στο λαιμο
τί τῶνδ᾽ εὖ, τί δ᾽ ἄτερ κακῶν;338
οὐκ ἀτρίακτος ἄτα;
τι χειροτερα κακα θα γινουν;
πως η καταστροφη θα παψει;
'προβα'φωναξε
μαζευτηκαν γυρω οι ηθοποιοι
'το συναισθημα θελω,αυτουσιο' ειπε,'καταλαβατε;'ρωτησε
οι αλλοι εσκυψαν τα κεφαλια,'αυτο,ακριβως,θελω'φωναξε
ἐφυμνῆσαι γένοιτό μοι πυκά- [στρ. ε’ 385
εντ᾽ ὀλολυγμὸν ἀνδρὸς
θεινομένου, γυναικός τ᾽
ὀλλυμένας·
να χαρω που πανω σε σφαγμενο αντρα
σφαγμενη γυναικα φρικτα σφαδαζει
η γλωσσα συρραξεις εμπολεμων λεξεων και ιδεων
Αυτο ειναι το γεγονος
το νερο στο μπανιο ηταν ζεστο,σαν αγκαλια μανας,
ενας κτυπος στη πορτα,
το νερο στροβιλλισε με σφυριχτο θορυβο στο σιφωνι
δίκαν δ᾽ ἐξ ἀδίκων ἀπαιτῶ.398
τιμωρια για τ'αδικα ζητω
lux in tenebris,το μαθημα των λατινικων,πρωι,Παρασκευη,
αργοτερα το μαθημα του πιανου,Frederic Chopin prelude no. 5
ο δωρικος χρωματισμος της γλωσσας,το μαθημα των Ελληνικων
ἴδεσθ᾽ Ἀτρειδᾶν τὰ λοίπα' 407
εμεις,δεστε,απ'τους Ατρειδες μειναμε
ο λοχιας Ορεστης απολυθηκε απ'το στρατο
'καλως πολιτης' υποκριτικα του ευχονταν,
οταν βρεθηκαν μονοι του ειπε 'δεν βλεπεις πως σε κοροιδευουν,
να γινεις δικος τους θελουν,να παρεις το μερος τους'
'προδοτης εγω δεν γινομαι'της απαντησε
ἔπειτ᾽ ἐγὼ νοσφίσας ὀλοίμαν.438
θα τη σφαξω κι ας χαθω
διαβασαν στις εφημεριδες της Τιρυνθας,πρωτοσελιδο
'ΜΑΝΙΑ ΚΑΤΕΛΑΒΕ ΤΗΝ ΛΥΣΙΠΠΗ ΤΗΝ ΙΦΙΑΝΑΣΣΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΦΙΝΟΗ
ειχαν και τις φωτογραφιες τους
'προσεξες,Ορεστη,η Ιφιανασσα,ποσο μοιαζει στην Ιφιγενεια μας'
την αλλη μερα στην εφημεριδα ΤΑ ΝΕΑ του Αργους εγραφαν στη πρωτη σελιδα
'ο γνωστος ψυχαναλυτης Μελαμποδας,μαθητης του Freud στη Βιεννη,
ανελαβε τη θεραπεια των Προιτιδων'
μουγκριζουν σαν αγελαδες διαδοθηκαν φημες
'και τοτε,Ορεστη,θυμασαι το πρωτοσελιδο; 'ΕΜΑΣΧΑΛΙΣΘΗ Ο ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ'
ἐμασχαλίσθη δέ γ᾽,439
τον κομματιασε,και τα κομματια κατ'απ'τη μασχαλη εβαλε
ν'αποτρεψει,η ατιμη,την εκδικηση
'Η τανιφυλλος ψυχη μου'
'υλακτεει η φωνη μου'
'αζυγος εγω'
τοιαῦτ᾽ ἀκούων ἐν φρεσὶν γράφου <υ ->. 450
μην ξεχνας τιποτα απ'αυτα π'ακους
Θεατρο,Αργιτισσες χορους ισταν γυναικων
τωρα με σμερδαλεαν φωναν
Ὀρέστης
μέμνησο λουτρῶν οἷς ἐνοσφίσθης, πάτερ.491
θυμησου το λουτρο που σ'εσφαξαν ,πατερα
Ἠλέκτρα
μέμνησο δ᾽ ἀμφίβληστρον ὡς ἐκαίνισαν.492
θυμησου το διχτυ που σ'αδειασαν και τυλιξαν μεσα
Ὀρέστης
πέδαις δ᾽ ἀχαλκεύτοις ἐθηρεύθης, πάτερ.493
στο δοκανο πιαστηκες σαν θηριο,πατερα
κνυο και αλφο το προσωπο τους
'καλυψτε το με λασπες'
το φεγγαρι καθησε στα τελευταια καθισματα του θεατρου
η μεταμορφωση
εβγαλε τη μασκα
Ὀρέστης
ἔσται 514
τὰ πάντα γάρ τις ἐκχέας ἀνθ᾽ αἵματος 520
ἑνός, μάτην ὁ μόχθος·
να γινει
οτι να κανεις το αιμα του φονου δεν ξεπλενεται
'ο μυθος λεκτικοποιει απωθημενους ασυνειδητους φοβους'
σχολιασε ο ψυχαναλυτης
'κι εδω συγκεκριμενα το φοβο της κυησης'
Ὀρέστης
ἦ καὶ πέπυσθε τοὔναρ; 526
ξερεις τ'ονειρο να πεις;
Χορός
τεκεῖν δράκοντ᾽ ἔδοξεν, ὡς αὐτὴ λέγει 527
οπως λεει,της φανηκε πως φιδι γεννησε
ἐν [ι] παιδὸς ὁρμίσαι δίκην. 529
σαν να'ταν μωρο το φροντισε
αὐτὴ προσέσχε μαζὸν ἐν τὠνείρατι. 531
η ιδια στο στηθος το βυζαξε
ὥστ᾽ ἐν γάλακτι θρόμβον αἵματος σπάσαι. 533
κι αυτο γαλα κοκκινο αιμα ρουφηξε
ἡ δ᾽ ἐξ ὕπνου κέκλαγγεν ἐπτοημένη. 535
τοτ'αυτη ξυπνησε ουρλιαζοντας τρομαγμενη
'και με την εμφανιση του στο φως διαλυεται ο φοβος'
ἐκδρακοντωθεὶς δ᾽ ἐγὼ
κτείνω νιν, 550
δρακο με γεννησε να τη σκοτωσω
'γυρω απ'το σπιτι της Ιφιγενειας'διηγηθηκε' ηταν χερσα χωραφια,
κατι κοτες εκει τσιμπολογουσαν,μια δυο λευκες ξεφλουδισμενες,
στη πορτα μια ζωγραφισμενη καρδια τρυπημενη μ'ενα βελος,οταν
ανοιξε η πορτα ετριζε'
'σε γνωρισε;'τον ρωτησε με αγωνια
διστασε
'οχι'της απαντησε
πρὶν αὐτὸν εἰπεῖν “ποδαπὸς ὁ ξένος;” νεκρὸν 575
θήσω,
πριν προφτασει να πει 'απο πουθε ειναι ο ξενος;'
θα τον σφαξω
ο αλλος κοιταξε με απορια,αυτος ενα κενο,
αδιαπεραστος,μια γατα πηδηξε τρομαγμενη απ'το κρεβατι,
καταλαβε,σκεφτηκε το σφιξιμο της θηλιας,
αυτος το τραβηγμα της σκανδαλης
αυτο,κυριοι,εγινε
κι ακουστηκε
Αἴγισθος
ἒ ἔ, ὀτοτοτοῖ. 869
ωχ!
κι ειπαμε
μάχης γὰρ δὴ κεκύρωται τέλος. 874
τελειωσε,τον σκοτωσε
και διαδοθηκε
Αἴγισθος οὐκέτ᾽ ἔστιν 877
παει ο Αιγισθος
οι τοιχοι του σπιτιου καταρρεουν,η βρυση στο μπανιο χαλασε,
πλημμυρισε νερα το δωματιο,
΄θα πνιγω'ουρλιαξε και βγηκε στην αυλη
'ποιος ειν'αυτος εδω μπροστα μου;τι θελει;
γιατι μου κλεινει το δρομο;'
σηκωνει τα ματια,βλεπει,'ελεος,παιδι μου
ἐπίσχες, ὦ παῖ, τόνδε δ᾽ αἴδεσαι, τέκνον, 896
μαστόν, πρὸς ᾧ σὺ πολλὰ δὴ βρίζων ἅμα
οὔλοισιν ἐξήμελξας εὐτραφὲς γάλα
μη,παιδι μου,αυτο σεβασου το μαστο,
νυσταζαν τα ματακια σου κι ομως
με τα χειλακια σου ρουφαγες το παχυ γαλα
φυλλα κιτρινα,σπασμενα ροδια,το τρυπανι του ηλιου ανοιγει τρυπες
στη κοιλια της,η κινηση της καρδιας και του χεριου
οὐδὲν σεβίζῃ γενεθλίους ἀράς, τέκνον
δεν φοβασαι τις καταρες της μανας,παιδι μου; 912
'μην ξεχνας πως ειμαστε ανθρωπινα πλασματα'
Κλυταιμνήστρα
ἄλγος γυναιξὶν ἀνδρὸς εἴργεσθαι, τέκνον. 920
τη θλιψη στη γυναικα ο αντρας διωχνει,παιδι μου
'καποτε,μωρο ησουνα,επαιζες μ'ενα γυαλινο μπαλακι,
το πηρες για καραμελα και το'βαλες στο στομα σου,
το καταπιες,κι εβηχες,εγω τρομαξα,θα πνιγοσουν,
σε κτυπησα στη πλατη με τη παλαμη μου,μια δυο τρεις
φορες,τρανταχτηκες και ξερασες το μπαλακι,σωθηκες'
σιωπη,σαν να'σβησε ο χρονος,
'τωρα ομως
Κλυταιμνήστρα
κτενεῖν ἔοικας, ὦ τέκνον, τὴν μητέρα.922
θα σκοτωσεις,παιδι μου,τη μανα
Ὀρέστης
σύ τοι σεαυτήν, οὐκ ἐγώ, κατακτενεῖς 923
εσυ η ιδια,οχι εγω,τον εαυτο σου σκοτωνεις
κραυγη
ὅρα, φύλαξαι μητρὸς ἐγκότους κύνας.924
ομως,φυλαξου απ'τ'αγρια της μανας σκυλια
οἲ ᾽γὼ τεκοῦσα τόνδ᾽ ὄφιν ἐθρεψάμην 928
αλι μου,τετοιο φιδι που γεννησα κι εθρεψα
αυτα,κυριοι,ειναι μαγνητοφωνημενα σε κασετα
υπαρχει,βεβαια,μια ακουσια αλλοιωση της φωνης
ἴδεσθε χώρας τὴν διπλῆν τυραννίδα 976
πατροκτόνους τε δωμάτων πορθήτορας
δεστε της χωρας τους δυο τυραννους
τους πατροκτονους και του σπιτιου ληστες
παρατηρουμε,επισης,υφολογικη ταλαντωση απο δικαστικο σε ποιητικο λεξιλογιο
ο Αιγισθος πληρωσε κατα τον νομο το αισχος της μοιχειας
αυτη ομως,μύραινά γ᾽ εἴτ᾽ ἔχιδν᾽ ἔφυ 994
σήπειν θιγοῦσ᾽
σμερνα η' φιδι που αν σε δαγκωσει σαπιζεις
πως να την πεις;
δίκτυον μὲν οὖν,
ἄρκυν τ᾽ ἂν εἴποις καὶ ποδιστῆρας πέπλους.
διχτυ,αραχνη,θηλια
και η εμμονη,κυριοι,ακουστε,σε μια ρητορικη
ἕως δ᾽ ἔτ᾽ ἔμφρων εἰμί 1026
οσο ακομα δεν τρελαθηκα
κτανεῖν τέ φημι μητέρ᾽ οὐκ ἄνευ δίκης, 1027
πατροκτόνον μίασμα
σκοτωσα τη μανα,οχι αδικα,
τη φονισσα του πατερα,μιασμα
και τωρα οι εσωτερικες φωνες
ἐγὼ δ᾽ ἀλήτης τῆσδε γῆς ἀπόξενος, 1042
ζῶν καὶ τεθνηκὼς τάσδε κληδόνας λιπών.
περιπλανωμενος απ'αυτη τη γη διωγμενος
ζωντανος και πεθαμενος αυτο τ'ονομα αφηνωντας
γυναικες με φιδισια μαλλια ορμουν καταπανω μου
οὐκέτ᾽ ἂν μείναιμ᾽ ἐγώ. 1050
να φυγω,να μεινω δεν μπορω
ποταίνιον γὰρ αἷμά σοι χεροῖν ἔτι· 1055
φρεσκο το αιμα στα χερια σου ακομα
αἵδε πληθύουσι δή, 1057
κἀξ ὀμμάτων στάζουσιν αἷμα δυσφιλές.
πως πληθαινουν
κι απ'τα ματια τους σταζει αιμα μισος
ὑμεῖς μὲν οὐχ ὁρᾶτε τάσδ᾽, ἐγὼ δ᾽ ὁρῶ·1061
ἐλαύνομαι
δεν τις βλεπετε,ομως εγω τις βλεπω,
να φυγω να φυγω
το διφορουμενο φεγγαρι αγγιζει το κυπαρισσι
βγαζει τη προσωπιδα,η Ηλεκτρα τον ξεβαφει,'ονειρο
δεν ηταν'του λεει,'οι Ελληνες ενθαρρυνουν του διαλογους'
δειχνει το θεατρο,'ειμαστε simulacrum,
Ecce Amlet'
Χορός
ὅδε τοι μελάθροις τοῖς βασιλείοις 1065
τρίτος αὖ χειμὼν
πνεύσας γονίας ἐτελέσθη.
παιδοβόροι μὲν πρῶτον ὑπῆρξαν
μόχθοι τάλανές [τε Θυέστου]·
δεύτερον ἀνδρὸς βασίλεια πάθη· 1070
λουτροδάικτος δ᾽ ὤλετ᾽ Ἀχαιῶν
πολέμαρχος ἀνήρ·
νῦν δ᾽ αὖ τρίτος ἦλθέ ποθεν σωτήρ,
ἢ μόρον εἴπω;
ποῖ δῆτα κρανεῖ, ποῖ καταλήξει 1075
μετακοιμισθὲν μένος ἄτης;
το τριτο ξεσπασε κακο στο σπιτι
το πρωτο το Θυεστιο γευμα των παιδιων
η σφαγη στο λουτρο τ'Αχαιου Αγαμεμνωνα το δευτερο
τωρα το τριτο,σωτηρια η' ολεθρο,ειμαρμενη,πως να το πεις,
που θα τελειωσει,που θα καταληξει το μενος της ατης
.
.
.
GREEK POETRY
-ΜΙΑ ΡΗΤΟΡΙΚΗ ΣΤΙΣ ΧΟΗΦΟΡΕΣ ΤΟΥ ΑΙΣΧΥΛΟΥ-c.n.couvelis χ.ν.κουβελης
-Χοηφοροι Αισχυλου,Αποσπαματα
[μεταφραση translation c.n.couvelis χ.ν.κουβελης]
POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης
.
.
αρχαιο σκηνικο-c.n.couvelis χ.ν.κουβελης
ΜΙΑ ΡΗΤΟΡΙΚΗ ΣΤΙΣ ΧΟΗΦΟΡΕΣ ΤΟΥ ΑΙΣΧΥΛΟΥ-c.n.couvelis χ.ν.κουβελης
Χοηφοροι Αισχυλου,Αποσπαματα
[μεταφραση translation c.n.couvelis χ.ν.κουβελης]
μοιρασε τους ρολους
'εσυ ο Ορεστης εσυ η Κλυταιμνηστρα εσυ ο Αιγισθος'
εβαλε τη προσωπιδα 'Εγω η Ηλεκτρα'
το φεγγαρι αγγιζε το σπαθι του κυπαρισσιου
'αγρυπναω και δεν κοιμαμαι τις νυχτες
βρισκομαι σε πυκνο δασος και με κυνηγανε αγρια σκυλια'
ακουσε ψιθυρους,κοιταξε μεσα στον καθρεφτη,
'οι φονιαδες μοιχοι,ξεδιαντροπα γελανε,ως ποτε;'
πόροι τε πάντες ἐκ μιᾶς ὁδοῦ 72
<προ>βαίνοντες τὸν χερομυσῆ
φόνον καθαίροντες ἴθυσαν μάταν
και να ξεσπασουν ποταμια νερα
να καθαρισουν δεν θα μπορεσουν
τα λερωμενα του φονια χερια
ενιωσε το ψυχρο φως της μερας,ο καμπος ακινητος,
πορτοκαλιες λεμονιες αποσαρκωμενα δεντρα
εστριψε τον αντιχειρα να τον σπασει,
δεν πονουσε,
τοῖς αἰτίοις νῦν τοῦ φόνου μεμνημένη 117
τους φονιαδες τωρα μην ξεχνας
το θεατρο κατω απ'την ισχυρη πιεση του ηλιου
πνιγονταν,δεν ανεπνεε,'σβηστε το φως'ουρλιαξε,
ησυχια,μια πρασινη σαυρα κρυφτηκε στις πετρες,
ξαπλωσε στην ορχηστρα και κοιμηθηκε
αὐτῇ τέ μοι δὸς σωφρονεστέραν πολὺ 140
μητρὸς γενέσθαι χεῖρά τ᾽ εὐσεβεστέραν.
απ'τη μανα μου κανε με φρονιμοτερη
και τα χερια μου καθαροτερα
'Ιφιγενεια'ειπε'προσεξε αναμεσα στους πελατες σου
μπορει να'ναι κι ο Ορεστης,μην ξαπλωσεις μαζι του'
'εδω στη Μασσαλια,αδελφη μου Ηλεκτρα,φθανουν ναυτικοι
ξενοι πολλοι,πως να τους ξεχωρισεις;'
και τοτε της εδωσε πλεξουδα απ'τα μαλλια του,'να η πλεξουδα του'
τοὺς φιλτάτους γὰρ οἶδα νῷν ὄντας πικρούς.234
οι πιο δικοι μας,το ξερω,εχτροι μας ειναι
σε χαρτι εγραψε τα ονοματα τους,Κλυταιμνηστρα Αιγισθος,
και του'βαλε φωτια
τα γραμματα τα ειδε να λιωνουν,Κ λ υ τ α ι μ ν η σ τ ρ α Α ι γ ι σ θ ο ς
και σταχτη να πεφτουν
οὓς ἴδοιμ᾽ ἐγώ ποτε 267
θανόντας ἐν κηκῖδι πισσήρει φλογός.
αμποτε να τους δω
στη πισσα να λιωνουν και στη φωτια
καθησε σ'ενα καφε στο Αργος,'Πολυχρυσαι Μυκηναι',
οδος Θυεστου αριθμος 11,'εσπρεσο'ειπε στο γκαρσονι,
τουριστες στο απεναντι σουβενιρ μαγαζι 'Η Κλυταιμνηστρα'
'Πολυδακρυαι,μαλλον, Μυκηναι'ειρωνευτηκε,
στο τραπεζι διπλα ενας νεαρος λοχιας μιλαγε στο κινητο,
ξεχασθηκε,
σαρκῶν ἐπαμβατῆρας ἀγρίαις γνάθοις 280
λειχῆνας ἐξέσθοντας ἀρχαίαν φύσιν·
λευκὰς δὲ κόρσας τῇδ᾽ ἐπαντέλλειν νόσῳ·
σαρκες απ'αγρια δοντια ξεσκισμενες
το κορμι λεπρα να κατατρωει
κι ασπρες πανω στη πληγη τριχες να φυτρωνουν
'Ορεστη' ξυπνησε,
ηταν τ'ονομα του λοχια,καποιος φιλος τον φωναξε
απ'το βαθος των γεγονοτων
τοὔργον ἔστ᾽ ἐργαστέον. 298
πολλοὶ γὰρ εἰς ἓν συμπίτνουσιν ἵμεροι
ο φονος θα γινει
ολη σ'αυτο η θεληση μου
ο δικηγορος της μιλησε με την τυπικη γλωσσα της επιστημης του,
για το α ο νομος β λεει αυτο,για το γ ο νομος δ προβλεπει αυτο,
'η αυτοδικια,κυρια μου,απαγορευεται απ'τον νομο και τιμωρειται'
νομοτεχνικη φλυαρια,πληρωσε την επισκεψη κι εφυγε
ἀντὶ μὲν ἐχθρᾶς γλώσσης ἐχθρὰ
γλῶσσα τελείσθω· τοὐφειλόμενον 310
πράσσουσα Δίκη μέγ᾽ ἀυτεῖ·
ἀντὶ δὲ πληγῆς φονίας φονίαν
πληγὴν τινέτω. δράσαντι παθεῖν,
τριγέρων μῦθος τάδε φωνεῖ.
μ'εχτρα πληρωνεται η εχτρα
το χρεος να ξοφθληθει η Δικη φωναζει
με φονο ο φονος τιμωριεται
κι αυτος που'κανε κακο κακο ιδιο θα παθει
ο αρχαιος νομος αυτο προσταζει
το φεγγαρι κυλουσε στον σκοτεινο ουρανο
ευθυ σκληρο το σπαθι του κυπαρισσιου
'αγρυπναω και δεν κοιμαμαι'
κατεβηκε στην αυλη,σε καποιο παραθυρο ειδε φως,
μετα απο λιγο εσβησε,κρυβονται και παραφυλανε,
η νυχτα την εσφιγγε στο λαιμο
τί τῶνδ᾽ εὖ, τί δ᾽ ἄτερ κακῶν;338
οὐκ ἀτρίακτος ἄτα;
τι χειροτερα κακα θα γινουν;
πως η καταστροφη θα παψει;
'προβα'φωναξε
μαζευτηκαν γυρω οι ηθοποιοι
'το συναισθημα θελω,αυτουσιο' ειπε,'καταλαβατε;'ρωτησε
οι αλλοι εσκυψαν τα κεφαλια,'αυτο,ακριβως,θελω'φωναξε
ἐφυμνῆσαι γένοιτό μοι πυκά- [στρ. ε’ 385
εντ᾽ ὀλολυγμὸν ἀνδρὸς
θεινομένου, γυναικός τ᾽
ὀλλυμένας·
να χαρω που πανω σε σφαγμενο αντρα
σφαγμενη γυναικα φρικτα σφαδαζει
η γλωσσα συρραξεις εμπολεμων λεξεων και ιδεων
Αυτο ειναι το γεγονος
το νερο στο μπανιο ηταν ζεστο,σαν αγκαλια μανας,
ενας κτυπος στη πορτα,
το νερο στροβιλλισε με σφυριχτο θορυβο στο σιφωνι
δίκαν δ᾽ ἐξ ἀδίκων ἀπαιτῶ.398
τιμωρια για τ'αδικα ζητω
lux in tenebris,το μαθημα των λατινικων,πρωι,Παρασκευη,
αργοτερα το μαθημα του πιανου,Frederic Chopin prelude no. 5
ο δωρικος χρωματισμος της γλωσσας,το μαθημα των Ελληνικων
ἴδεσθ᾽ Ἀτρειδᾶν τὰ λοίπα' 407
εμεις,δεστε,απ'τους Ατρειδες μειναμε
ο λοχιας Ορεστης απολυθηκε απ'το στρατο
'καλως πολιτης' υποκριτικα του ευχονταν,
οταν βρεθηκαν μονοι του ειπε 'δεν βλεπεις πως σε κοροιδευουν,
να γινεις δικος τους θελουν,να παρεις το μερος τους'
'προδοτης εγω δεν γινομαι'της απαντησε
ἔπειτ᾽ ἐγὼ νοσφίσας ὀλοίμαν.438
θα τη σφαξω κι ας χαθω
διαβασαν στις εφημεριδες της Τιρυνθας,πρωτοσελιδο
'ΜΑΝΙΑ ΚΑΤΕΛΑΒΕ ΤΗΝ ΛΥΣΙΠΠΗ ΤΗΝ ΙΦΙΑΝΑΣΣΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΦΙΝΟΗ
ειχαν και τις φωτογραφιες τους
'προσεξες,Ορεστη,η Ιφιανασσα,ποσο μοιαζει στην Ιφιγενεια μας'
την αλλη μερα στην εφημεριδα ΤΑ ΝΕΑ του Αργους εγραφαν στη πρωτη σελιδα
'ο γνωστος ψυχαναλυτης Μελαμποδας,μαθητης του Freud στη Βιεννη,
ανελαβε τη θεραπεια των Προιτιδων'
μουγκριζουν σαν αγελαδες διαδοθηκαν φημες
'και τοτε,Ορεστη,θυμασαι το πρωτοσελιδο; 'ΕΜΑΣΧΑΛΙΣΘΗ Ο ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ'
ἐμασχαλίσθη δέ γ᾽,439
τον κομματιασε,και τα κομματια κατ'απ'τη μασχαλη εβαλε
ν'αποτρεψει,η ατιμη,την εκδικηση
'Η τανιφυλλος ψυχη μου'
'υλακτεει η φωνη μου'
'αζυγος εγω'
τοιαῦτ᾽ ἀκούων ἐν φρεσὶν γράφου <υ ->. 450
μην ξεχνας τιποτα απ'αυτα π'ακους
Θεατρο,Αργιτισσες χορους ισταν γυναικων
τωρα με σμερδαλεαν φωναν
Ὀρέστης
μέμνησο λουτρῶν οἷς ἐνοσφίσθης, πάτερ.491
θυμησου το λουτρο που σ'εσφαξαν ,πατερα
Ἠλέκτρα
μέμνησο δ᾽ ἀμφίβληστρον ὡς ἐκαίνισαν.492
θυμησου το διχτυ που σ'αδειασαν και τυλιξαν μεσα
Ὀρέστης
πέδαις δ᾽ ἀχαλκεύτοις ἐθηρεύθης, πάτερ.493
στο δοκανο πιαστηκες σαν θηριο,πατερα
κνυο και αλφο το προσωπο τους
'καλυψτε το με λασπες'
το φεγγαρι καθησε στα τελευταια καθισματα του θεατρου
η μεταμορφωση
εβγαλε τη μασκα
Ὀρέστης
ἔσται 514
τὰ πάντα γάρ τις ἐκχέας ἀνθ᾽ αἵματος 520
ἑνός, μάτην ὁ μόχθος·
να γινει
οτι να κανεις το αιμα του φονου δεν ξεπλενεται
'ο μυθος λεκτικοποιει απωθημενους ασυνειδητους φοβους'
σχολιασε ο ψυχαναλυτης
'κι εδω συγκεκριμενα το φοβο της κυησης'
Ὀρέστης
ἦ καὶ πέπυσθε τοὔναρ; 526
ξερεις τ'ονειρο να πεις;
Χορός
τεκεῖν δράκοντ᾽ ἔδοξεν, ὡς αὐτὴ λέγει 527
οπως λεει,της φανηκε πως φιδι γεννησε
ἐν [ι] παιδὸς ὁρμίσαι δίκην. 529
σαν να'ταν μωρο το φροντισε
αὐτὴ προσέσχε μαζὸν ἐν τὠνείρατι. 531
η ιδια στο στηθος το βυζαξε
ὥστ᾽ ἐν γάλακτι θρόμβον αἵματος σπάσαι. 533
κι αυτο γαλα κοκκινο αιμα ρουφηξε
ἡ δ᾽ ἐξ ὕπνου κέκλαγγεν ἐπτοημένη. 535
τοτ'αυτη ξυπνησε ουρλιαζοντας τρομαγμενη
'και με την εμφανιση του στο φως διαλυεται ο φοβος'
ἐκδρακοντωθεὶς δ᾽ ἐγὼ
κτείνω νιν, 550
δρακο με γεννησε να τη σκοτωσω
'γυρω απ'το σπιτι της Ιφιγενειας'διηγηθηκε' ηταν χερσα χωραφια,
κατι κοτες εκει τσιμπολογουσαν,μια δυο λευκες ξεφλουδισμενες,
στη πορτα μια ζωγραφισμενη καρδια τρυπημενη μ'ενα βελος,οταν
ανοιξε η πορτα ετριζε'
'σε γνωρισε;'τον ρωτησε με αγωνια
διστασε
'οχι'της απαντησε
πρὶν αὐτὸν εἰπεῖν “ποδαπὸς ὁ ξένος;” νεκρὸν 575
θήσω,
πριν προφτασει να πει 'απο πουθε ειναι ο ξενος;'
θα τον σφαξω
ο αλλος κοιταξε με απορια,αυτος ενα κενο,
αδιαπεραστος,μια γατα πηδηξε τρομαγμενη απ'το κρεβατι,
καταλαβε,σκεφτηκε το σφιξιμο της θηλιας,
αυτος το τραβηγμα της σκανδαλης
αυτο,κυριοι,εγινε
κι ακουστηκε
Αἴγισθος
ἒ ἔ, ὀτοτοτοῖ. 869
ωχ!
κι ειπαμε
μάχης γὰρ δὴ κεκύρωται τέλος. 874
τελειωσε,τον σκοτωσε
και διαδοθηκε
Αἴγισθος οὐκέτ᾽ ἔστιν 877
παει ο Αιγισθος
οι τοιχοι του σπιτιου καταρρεουν,η βρυση στο μπανιο χαλασε,
πλημμυρισε νερα το δωματιο,
΄θα πνιγω'ουρλιαξε και βγηκε στην αυλη
'ποιος ειν'αυτος εδω μπροστα μου;τι θελει;
γιατι μου κλεινει το δρομο;'
σηκωνει τα ματια,βλεπει,'ελεος,παιδι μου
ἐπίσχες, ὦ παῖ, τόνδε δ᾽ αἴδεσαι, τέκνον, 896
μαστόν, πρὸς ᾧ σὺ πολλὰ δὴ βρίζων ἅμα
οὔλοισιν ἐξήμελξας εὐτραφὲς γάλα
μη,παιδι μου,αυτο σεβασου το μαστο,
νυσταζαν τα ματακια σου κι ομως
με τα χειλακια σου ρουφαγες το παχυ γαλα
φυλλα κιτρινα,σπασμενα ροδια,το τρυπανι του ηλιου ανοιγει τρυπες
στη κοιλια της,η κινηση της καρδιας και του χεριου
οὐδὲν σεβίζῃ γενεθλίους ἀράς, τέκνον
δεν φοβασαι τις καταρες της μανας,παιδι μου; 912
'μην ξεχνας πως ειμαστε ανθρωπινα πλασματα'
Κλυταιμνήστρα
ἄλγος γυναιξὶν ἀνδρὸς εἴργεσθαι, τέκνον. 920
τη θλιψη στη γυναικα ο αντρας διωχνει,παιδι μου
'καποτε,μωρο ησουνα,επαιζες μ'ενα γυαλινο μπαλακι,
το πηρες για καραμελα και το'βαλες στο στομα σου,
το καταπιες,κι εβηχες,εγω τρομαξα,θα πνιγοσουν,
σε κτυπησα στη πλατη με τη παλαμη μου,μια δυο τρεις
φορες,τρανταχτηκες και ξερασες το μπαλακι,σωθηκες'
σιωπη,σαν να'σβησε ο χρονος,
'τωρα ομως
Κλυταιμνήστρα
κτενεῖν ἔοικας, ὦ τέκνον, τὴν μητέρα.922
θα σκοτωσεις,παιδι μου,τη μανα
Ὀρέστης
σύ τοι σεαυτήν, οὐκ ἐγώ, κατακτενεῖς 923
εσυ η ιδια,οχι εγω,τον εαυτο σου σκοτωνεις
κραυγη
ὅρα, φύλαξαι μητρὸς ἐγκότους κύνας.924
ομως,φυλαξου απ'τ'αγρια της μανας σκυλια
οἲ ᾽γὼ τεκοῦσα τόνδ᾽ ὄφιν ἐθρεψάμην 928
αλι μου,τετοιο φιδι που γεννησα κι εθρεψα
αυτα,κυριοι,ειναι μαγνητοφωνημενα σε κασετα
υπαρχει,βεβαια,μια ακουσια αλλοιωση της φωνης
ἴδεσθε χώρας τὴν διπλῆν τυραννίδα 976
πατροκτόνους τε δωμάτων πορθήτορας
δεστε της χωρας τους δυο τυραννους
τους πατροκτονους και του σπιτιου ληστες
παρατηρουμε,επισης,υφολογικη ταλαντωση απο δικαστικο σε ποιητικο λεξιλογιο
ο Αιγισθος πληρωσε κατα τον νομο το αισχος της μοιχειας
αυτη ομως,μύραινά γ᾽ εἴτ᾽ ἔχιδν᾽ ἔφυ 994
σήπειν θιγοῦσ᾽
σμερνα η' φιδι που αν σε δαγκωσει σαπιζεις
πως να την πεις;
δίκτυον μὲν οὖν,
ἄρκυν τ᾽ ἂν εἴποις καὶ ποδιστῆρας πέπλους.
διχτυ,αραχνη,θηλια
και η εμμονη,κυριοι,ακουστε,σε μια ρητορικη
ἕως δ᾽ ἔτ᾽ ἔμφρων εἰμί 1026
οσο ακομα δεν τρελαθηκα
κτανεῖν τέ φημι μητέρ᾽ οὐκ ἄνευ δίκης, 1027
πατροκτόνον μίασμα
σκοτωσα τη μανα,οχι αδικα,
τη φονισσα του πατερα,μιασμα
και τωρα οι εσωτερικες φωνες
ἐγὼ δ᾽ ἀλήτης τῆσδε γῆς ἀπόξενος, 1042
ζῶν καὶ τεθνηκὼς τάσδε κληδόνας λιπών.
περιπλανωμενος απ'αυτη τη γη διωγμενος
ζωντανος και πεθαμενος αυτο τ'ονομα αφηνωντας
γυναικες με φιδισια μαλλια ορμουν καταπανω μου
οὐκέτ᾽ ἂν μείναιμ᾽ ἐγώ. 1050
να φυγω,να μεινω δεν μπορω
ποταίνιον γὰρ αἷμά σοι χεροῖν ἔτι· 1055
φρεσκο το αιμα στα χερια σου ακομα
αἵδε πληθύουσι δή, 1057
κἀξ ὀμμάτων στάζουσιν αἷμα δυσφιλές.
πως πληθαινουν
κι απ'τα ματια τους σταζει αιμα μισος
ὑμεῖς μὲν οὐχ ὁρᾶτε τάσδ᾽, ἐγὼ δ᾽ ὁρῶ·1061
ἐλαύνομαι
δεν τις βλεπετε,ομως εγω τις βλεπω,
να φυγω να φυγω
το διφορουμενο φεγγαρι αγγιζει το κυπαρισσι
βγαζει τη προσωπιδα,η Ηλεκτρα τον ξεβαφει,'ονειρο
δεν ηταν'του λεει,'οι Ελληνες ενθαρρυνουν του διαλογους'
δειχνει το θεατρο,'ειμαστε simulacrum,
Ecce Amlet'
Χορός
ὅδε τοι μελάθροις τοῖς βασιλείοις 1065
τρίτος αὖ χειμὼν
πνεύσας γονίας ἐτελέσθη.
παιδοβόροι μὲν πρῶτον ὑπῆρξαν
μόχθοι τάλανές [τε Θυέστου]·
δεύτερον ἀνδρὸς βασίλεια πάθη· 1070
λουτροδάικτος δ᾽ ὤλετ᾽ Ἀχαιῶν
πολέμαρχος ἀνήρ·
νῦν δ᾽ αὖ τρίτος ἦλθέ ποθεν σωτήρ,
ἢ μόρον εἴπω;
ποῖ δῆτα κρανεῖ, ποῖ καταλήξει 1075
μετακοιμισθὲν μένος ἄτης;
το τριτο ξεσπασε κακο στο σπιτι
το πρωτο το Θυεστιο γευμα των παιδιων
η σφαγη στο λουτρο τ'Αχαιου Αγαμεμνωνα το δευτερο
τωρα το τριτο,σωτηρια η' ολεθρο,ειμαρμενη,πως να το πεις,
που θα τελειωσει,που θα καταληξει το μενος της ατης
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου