.
.
LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
-Καλυδωνιες γυναίκες το 31 π.Χ-
ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis}
.
.
Καλυδωνιες γυναίκες το 31 π.Χ-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
άλλοι νύχτα έφτασαν στο Κρυονερι, με τις γυναίκες και τα παιδιά μισοκοιμισμενα, πήραν ότι μπόρεσαν, με βάρκες πέρασαν στην απέναντι ακτη, πολλοί κινδυνεψαν να πνίγουν και πολλοί πνίγηκαν, εκεί όσοι σώθηκαν σκορπιστηκαν στα χωριά της Αχαΐας, εμείς οι γυναίκες υπηρετριες στα πλούσια σπίτια της Πάτρας, οι άντρες εργάτες στο λιμάνι, άλλοι δουλεύουν στα χωράφια, κάποιοι είχαμε συγγενείς από τα χρονια του Αχαΐκου Κοινού,δύσκολα να παρηγορηθουμε, στη μνήμη ζωντανή η χαμένη πατρίδα μας, αβάσταχτος οδυνηρος καημός,στρεφαμε τα μάτια σαν βράδυαζε βόρεια πέρα απ'τη θάλασσα και κοιτούσαμε τη Βαρασοβα, πόσο μας πλακωνε τη ψυχή η σκοτεινή σκιά της, και δάκρυα τρέχανε απ'τα μάτια μας,
το παιδί γύρισε μια μέρα από το σχολείο και με ματιά γελαστα ανοίγοντας το βιβλίο του μου έδειξε, "μάνα, κοίτα τι μάθαμε σημερα" κι άρχισε να μου διαβάζει με δυνατή φωνη:
Αἰτωλῶν δ' ἡγεῖτο Θόας Ἀνδραίμονος υἱός,
οἳ Πλευρῶν' ἐνέμοντο καὶ Ὤλενον ἠδὲ Πυλήνην
Χαλκίδα τ' ἀγχίαλον Καλυδῶνά τε πετρήεσσαν· 640
οὐ γὰρ ἔτ' Οἰνῆος μεγαλήτορος υἱέες ἦσαν,
οὐδ' ἄρ' ἔτ' αὐτὸς ἔην, θάνε δὲ ξανθὸς Μελέαγρος·
τῷ δ' ἐπὶ πάντ' ἐτέταλτο ἀνασσέμεν Αἰτωλοῖσι·
τῷ δ' ἅμα τεσσαράκοντα μέλαιναι νῆες ἕποντο.
η πετρήεσσαν Καλυδών μου στη ραψωδια β' της Ιλιάδας του Ομήρου στους στίχους 638-644,
τη νύχτα, πριν κοιμηθεί, ξαπλώσα στο κρεβάτι μαζί του και το νανουρισα με τις αρχαίες ιστορίες, εκείνη του άγριοχοιρου με τον Μελέαγρο και την όμορφη Άταλαντη μου ζήτησε να του την ξαναπώ, πολύ του άρεσε, δεν του χαλασά το χατιρι,
μια μέρα με ρώτησε γιατί με λένε Δηιανειρα και τον πατέρα Ύλλα,, "άλλη φορά θα σου πω, όταν μεγαλώσεις και καταλαβεις", δεν επέμενε, μόνο μ'αγκαλιασε και με φίλησε, "δεν πειράζει μάνα, θέλω να'σαι καλα",
σκέφτομαι τι θα ωφελουσαν ένα νέο άνθρωπο ν'ακουσει αυτα που συνέβησαν ανάμεσα σε μένα και τον πατέρα του,
ερωτεύτηκαμε όταν ήρθε στη πόλη, ξένος ήταν,
στο πέρασμα του Εύηνου εκείνος ο βαρκαρης ο Νεσσος μ'αρπαξε να με βιασει, τον σκότωσε, αργότερα όταν στη Τραχινα που εγκατάσταθηκαμε τα'φτιάξε με την Ιολη τρελάθηκα από τη ζήλια μου, θυμήθηκα τα λόγια του κένταυρου και τον φαρμακωσα με το αίμα του,
προτιμώ να πω για κείνο το κόκκινο φουστανι που τόσο ξετρέλανε τον Ύλλα στα Λάφρια στη γιορτή της Ελαφιας της Ελαφριας Αρτέμιδας, είχε ο πατέρας ένα ωραίο σπίτι, χτισμένο ψηλά στο λόφο με τις ελιές, κλεισμενο στο κήπο με πολλά δέντρα, από εκεί έβλεπες τη θάλασσα κάτω ως τη Ζάκυνθο έφτανε το μάτι,το σπίτι είχε και μια μεγάλη αίθουσα χορού, με ψηφίδωτα στο δάπεδο,ήταν
ο μπαμπάς ήταν πλούσιος έμπορος, τη μαμά μου την έλεγαν Αλθαια, από αρχοντικό σπίτι, είχα και δύο αδέρφια, τον Τύδεα, παντρεμένο στο Άργος, και τον Μελέαγρο, αυτός χάθηκε όταν ο Φίλιππος ο Ε' έκαψε τη πόλη μας, ήταν σπουδαίος άνθρωπος, βουλευτής στην Αιτωλικη Συμπολιτεια, τον θαύμαζα όταν αγόρευε στο Βουλευτηριο, δεινος ρητορας,
το Βουλευτηριο αργότερα έγινε θέατρο, εκεί έπαιξα, νεαρή ηθοποιός, στη παράσταση της Αντιγόνης του Σοφοκλή στο χορό, πως φωτίζε εκείνη τη. νύχτα το φεγγάρι τον λαιμό μου, "σαν τον άσπρο λαιμό κυκνου"μου είχε ψιθύρισει γλυκά στ''αυτί ο Ύλλας μου,
τις δύο αδερφές μου τη Μελεαγρις και τη Φίλομηλα τις πήραν στη Νικοπολι τότε με τον μεγάλο ξεσηκωμο, μας ξεχώρισαν, δεν εχω νέα τους, πόσο μου λείπουν,
στο σχολείο ο Μελέαγρος έμαθε για τις φραγκοκότες και θέλει να του πάρω, "είναι ωραία πουλιά, μαμά, μεγαλύτερες απ'τις κότες, έχουν κι ωραία χρώματα, με δυνατά φτερά και πετάνε πολύ γρήγορα, κάνουν νοστιμότατα αβγά κι είναι οι καλύτεροι φυλακές στο κοτετσι, το προστατεύουν με τις κραυγές τους και δεν πλησιάζει τίποτα, ούτε αλεπού ούτε κουναβι ούτε κανένας άλλος εχθρος",
μου έδειξε και φωτογραφίες, ήταν πολύ εντυπωσιασμενος
το πρωί συνάντησα στη λαϊκή τη Πρόκνη παιδική μου φίλη από τη Καλυδωνα, κάναμε πολύ παρέα μεγαλώσαμε μαζί, είχα καιρό να τη δω,κάθισαμε για καφέ είπαμε τα δικά μας, η Πρόκνη σπούδασε φιλολογια, τώρα είναι ανεργη πολύ καιρό, μου είπε πως στο μουσείο είδε το άγαλμα της Λάφριας που είχαμε στο σπίτι, κι αν θέλω κάποια μέρα να παμε μαζί να το δούμε,
και φυσικά ήθελα, ο πατέρας το είχε ανάθεσει στον Μεναιχμο και τον Σοιδα γλυπτες απ'τη Ναυπάκτο, αριστούργημα, η Άρτεμις είχε το δεξί χέρι πάνω απ'τον ώμο για να τραβήξει βέλος απ'τη φαρετρα, και στο δεξί κρατάει τόξο που καταλήγει σε κεφαλή κύκνου, φοράει κοντό χιτωνα με ιματιο δεμένο με ζώνη και στα πόδια δερματινες μπότες,τα μαλλιά τα έχει χωρισμένα στη μέση και πιασμενα πίσω,
"ευπλοκαμος" είπε η Πρόκνη, "εσενα είχαν για μοντέλο,,ήσουν 17 χρονων πολύ ομορφη και ντρεποσουνα", "και τώρα ντρέπομαι, Πρόκνη, και σε παρακαλώ πολύ μην πεις σε κανένα πως εγώ ήμουν το μοντελο", γέλασε, κανονίσαμε να επισκεφθούμε το μουσείο την ερχόμενη Κυριακή
.
.
.
LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
-Καλυδωνιες γυναίκες το 31 π.Χ-
ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis}
.
.
Καλυδωνιες γυναίκες το 31 π.Χ-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
άλλοι νύχτα έφτασαν στο Κρυονερι, με τις γυναίκες και τα παιδιά μισοκοιμισμενα, πήραν ότι μπόρεσαν, με βάρκες πέρασαν στην απέναντι ακτη, πολλοί κινδυνεψαν να πνίγουν και πολλοί πνίγηκαν, εκεί όσοι σώθηκαν σκορπιστηκαν στα χωριά της Αχαΐας, εμείς οι γυναίκες υπηρετριες στα πλούσια σπίτια της Πάτρας, οι άντρες εργάτες στο λιμάνι, άλλοι δουλεύουν στα χωράφια, κάποιοι είχαμε συγγενείς από τα χρονια του Αχαΐκου Κοινού,δύσκολα να παρηγορηθουμε, στη μνήμη ζωντανή η χαμένη πατρίδα μας, αβάσταχτος οδυνηρος καημός,στρεφαμε τα μάτια σαν βράδυαζε βόρεια πέρα απ'τη θάλασσα και κοιτούσαμε τη Βαρασοβα, πόσο μας πλακωνε τη ψυχή η σκοτεινή σκιά της, και δάκρυα τρέχανε απ'τα μάτια μας,
το παιδί γύρισε μια μέρα από το σχολείο και με ματιά γελαστα ανοίγοντας το βιβλίο του μου έδειξε, "μάνα, κοίτα τι μάθαμε σημερα" κι άρχισε να μου διαβάζει με δυνατή φωνη:
Αἰτωλῶν δ' ἡγεῖτο Θόας Ἀνδραίμονος υἱός,
οἳ Πλευρῶν' ἐνέμοντο καὶ Ὤλενον ἠδὲ Πυλήνην
Χαλκίδα τ' ἀγχίαλον Καλυδῶνά τε πετρήεσσαν· 640
οὐ γὰρ ἔτ' Οἰνῆος μεγαλήτορος υἱέες ἦσαν,
οὐδ' ἄρ' ἔτ' αὐτὸς ἔην, θάνε δὲ ξανθὸς Μελέαγρος·
τῷ δ' ἐπὶ πάντ' ἐτέταλτο ἀνασσέμεν Αἰτωλοῖσι·
τῷ δ' ἅμα τεσσαράκοντα μέλαιναι νῆες ἕποντο.
η πετρήεσσαν Καλυδών μου στη ραψωδια β' της Ιλιάδας του Ομήρου στους στίχους 638-644,
τη νύχτα, πριν κοιμηθεί, ξαπλώσα στο κρεβάτι μαζί του και το νανουρισα με τις αρχαίες ιστορίες, εκείνη του άγριοχοιρου με τον Μελέαγρο και την όμορφη Άταλαντη μου ζήτησε να του την ξαναπώ, πολύ του άρεσε, δεν του χαλασά το χατιρι,
μια μέρα με ρώτησε γιατί με λένε Δηιανειρα και τον πατέρα Ύλλα,, "άλλη φορά θα σου πω, όταν μεγαλώσεις και καταλαβεις", δεν επέμενε, μόνο μ'αγκαλιασε και με φίλησε, "δεν πειράζει μάνα, θέλω να'σαι καλα",
σκέφτομαι τι θα ωφελουσαν ένα νέο άνθρωπο ν'ακουσει αυτα που συνέβησαν ανάμεσα σε μένα και τον πατέρα του,
ερωτεύτηκαμε όταν ήρθε στη πόλη, ξένος ήταν,
στο πέρασμα του Εύηνου εκείνος ο βαρκαρης ο Νεσσος μ'αρπαξε να με βιασει, τον σκότωσε, αργότερα όταν στη Τραχινα που εγκατάσταθηκαμε τα'φτιάξε με την Ιολη τρελάθηκα από τη ζήλια μου, θυμήθηκα τα λόγια του κένταυρου και τον φαρμακωσα με το αίμα του,
προτιμώ να πω για κείνο το κόκκινο φουστανι που τόσο ξετρέλανε τον Ύλλα στα Λάφρια στη γιορτή της Ελαφιας της Ελαφριας Αρτέμιδας, είχε ο πατέρας ένα ωραίο σπίτι, χτισμένο ψηλά στο λόφο με τις ελιές, κλεισμενο στο κήπο με πολλά δέντρα, από εκεί έβλεπες τη θάλασσα κάτω ως τη Ζάκυνθο έφτανε το μάτι,το σπίτι είχε και μια μεγάλη αίθουσα χορού, με ψηφίδωτα στο δάπεδο,ήταν
ο μπαμπάς ήταν πλούσιος έμπορος, τη μαμά μου την έλεγαν Αλθαια, από αρχοντικό σπίτι, είχα και δύο αδέρφια, τον Τύδεα, παντρεμένο στο Άργος, και τον Μελέαγρο, αυτός χάθηκε όταν ο Φίλιππος ο Ε' έκαψε τη πόλη μας, ήταν σπουδαίος άνθρωπος, βουλευτής στην Αιτωλικη Συμπολιτεια, τον θαύμαζα όταν αγόρευε στο Βουλευτηριο, δεινος ρητορας,
το Βουλευτηριο αργότερα έγινε θέατρο, εκεί έπαιξα, νεαρή ηθοποιός, στη παράσταση της Αντιγόνης του Σοφοκλή στο χορό, πως φωτίζε εκείνη τη. νύχτα το φεγγάρι τον λαιμό μου, "σαν τον άσπρο λαιμό κυκνου"μου είχε ψιθύρισει γλυκά στ''αυτί ο Ύλλας μου,
τις δύο αδερφές μου τη Μελεαγρις και τη Φίλομηλα τις πήραν στη Νικοπολι τότε με τον μεγάλο ξεσηκωμο, μας ξεχώρισαν, δεν εχω νέα τους, πόσο μου λείπουν,
στο σχολείο ο Μελέαγρος έμαθε για τις φραγκοκότες και θέλει να του πάρω, "είναι ωραία πουλιά, μαμά, μεγαλύτερες απ'τις κότες, έχουν κι ωραία χρώματα, με δυνατά φτερά και πετάνε πολύ γρήγορα, κάνουν νοστιμότατα αβγά κι είναι οι καλύτεροι φυλακές στο κοτετσι, το προστατεύουν με τις κραυγές τους και δεν πλησιάζει τίποτα, ούτε αλεπού ούτε κουναβι ούτε κανένας άλλος εχθρος",
μου έδειξε και φωτογραφίες, ήταν πολύ εντυπωσιασμενος
το πρωί συνάντησα στη λαϊκή τη Πρόκνη παιδική μου φίλη από τη Καλυδωνα, κάναμε πολύ παρέα μεγαλώσαμε μαζί, είχα καιρό να τη δω,κάθισαμε για καφέ είπαμε τα δικά μας, η Πρόκνη σπούδασε φιλολογια, τώρα είναι ανεργη πολύ καιρό, μου είπε πως στο μουσείο είδε το άγαλμα της Λάφριας που είχαμε στο σπίτι, κι αν θέλω κάποια μέρα να παμε μαζί να το δούμε,
και φυσικά ήθελα, ο πατέρας το είχε ανάθεσει στον Μεναιχμο και τον Σοιδα γλυπτες απ'τη Ναυπάκτο, αριστούργημα, η Άρτεμις είχε το δεξί χέρι πάνω απ'τον ώμο για να τραβήξει βέλος απ'τη φαρετρα, και στο δεξί κρατάει τόξο που καταλήγει σε κεφαλή κύκνου, φοράει κοντό χιτωνα με ιματιο δεμένο με ζώνη και στα πόδια δερματινες μπότες,τα μαλλιά τα έχει χωρισμένα στη μέση και πιασμενα πίσω,
"ευπλοκαμος" είπε η Πρόκνη, "εσενα είχαν για μοντέλο,,ήσουν 17 χρονων πολύ ομορφη και ντρεποσουνα", "και τώρα ντρέπομαι, Πρόκνη, και σε παρακαλώ πολύ μην πεις σε κανένα πως εγώ ήμουν το μοντελο", γέλασε, κανονίσαμε να επισκεφθούμε το μουσείο την ερχόμενη Κυριακή
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου