.
.
LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis}
.
.
Μεγαλεξανδρος Great Alexander-χ.ν.κουβελης
.
.
Απο τις Διηγησεις Μεγαλεξανδρου-χ.ν.κουβελης
...ητανε τοτε οπου μετα απο πορεια δεκα ημερων ηλθομεν εις μερος
μεγα ερημον ουδενα δενδρον ηταν ουδε θαμνος μικρος και υποφεραμεν
ολοι απο το μη υποφερτον καυμα και οι νυχτες ηταν πολυ σκοτεινες και ψυ-
χροτατες πολλα δε παιδια τοτε χαθηκαν απο υψηλην θερμη και ριγη
εις το κορμι-ο Αλεξανδρος εκ τουτων των συμβαντων εστεναχωρεθη πολυ
και αγρυπνος εμενεν τις νυχτες στη σκηνη του να ευρει λυσιν της δυστυ-
χιας εσυλογιζετο-τα πραγματα εις το στρατοπεδον ησαν λιαν κρισιμα και
ηκουετο πως ωρα με την ωρα θα ξεσπασει επανασταση μεταξυ των στρα-
τιωτων-ολοι ητο εξαντλημενοι και γυρνουσαν περιξ με τα προσωπα τους
αγριεμενα να τους φοβασαι τοσο καταβεβλημενοι ησαν και τα κακομοιρα
ζωα υποφεραν πολλα εχασαν τη ζωη τους απο τη κακουχια κι αλλα εξαν-
τλημενα καθονταν στο χωμα ημιλυποθημα και περιμεναν το τελος τους
αβοηθητα κι αλλα ως να τρελλαθηκαν και να εχασαν τας φρενας των βγα-
ζοντας φοβερους αφρους απο το στομα τους ορμουσαν ασυγκρατητα με
δυναμη και με πολυ ταχυτητα εχανοντο εις το βαθος του αχανους οριζοντα
και ποτε δεν επεστρεψαν ουτε τα ξαναειδαμε κι ητανε να σου πισνεται η
ψυχη απο την απελπισια και πολυ μεγαλη δυσκολια οπου ειχαμε οπου
εσωνοντο οι προμηθειες ελιγοστευαν τα θροφιμα και λιγο το νερο αρχισαμε
κι ολας να πειναμε και να διψαμε και εφοβομασταν την ελλειψη κι ητανε
πολυ κριμα και πονος να ακους τις αγριες φωνες των συνθροφων και τις βλα-
σφημιες τους φοβος σαν ουρλιαχτα λαβωμενων αγριων ζωων ητανε και τρο-
μος και πονος στη καρδια να τους ακους και σε αυτη τη κατασταση οπου ελπιδα
δεν ειχε μας εσυγκεντρωσεν ο Αλεξανδρος και μας ειπεν πως την νυχτα ειδε σε
ονειρο την αγαπημενη μητερα του μετα απο πολυ καιρο οπου ειχε να την δει
την ειδε κι εκεινη πολυ τον.πονεσε για εκεινα οπου ετραβουσε και του ειπεν
πως ησαν μεσα σε μεγαν λαβυρινθον και οσοι εκει μεσα εμβηκαν δεν μπορεσαν
να εβγουν επειδη ειναι απεραντος ο τοπος κι ολοενα αυξανει εις μεγεθος καθε
ημερα δεκακις γινεται μεγαλυτερος και πως συνεχως προστιθεται νεα αμμος
απροσμετρητος και πως σε καθε μερος της ομοια ειναι και δεν δυναται να ξεχω-
ρισεις εις ποιον μερος της εισαι αν εις το μεσον η εις το ακρον της εισαι ειναι σαν
πουθενα να εισαι και παντου να εισδαι και πως δεν εχει χρονο να διαβει μητε
ωρας μητε μηνους μητε εποχας μητε χειμωνας η' καλοκαιρι η' ανοιξις η' φθινο-
πωρος μητε ετη ο χρονος ειναι στασιμος ανυπαρχτος ειπεν και του ειπεν η μητε-
ρα πως να παυσουμε να αγρυπνουμε και πως στον υπνο μας το κακο ονειρο οπου
ζουμε θα διαλυθει κι τοτε θα ξεφυγουμε και θα ευρωμεν τη σωτηρια απο τον κακο
τοπο ειδαλλως μενει να χαθουμε εδω-πολλοι που ακουσαν αυτα γελασαν και φω-
ναξαν του Αλεξανδρου πως τουτα ηταν μεγαλες ανοησιες δια μωρα παιδια να ξεγε-
λασεις και πολλοι συμφωνησαν μαζι τους και εγινετο μεγαλη βοη και ταραχη στο
στρατευμα κι εκεινοι τοτε εξαγριωμενοι ορμησαν στα αλογα αρπαξαν και προμη-
θειες οσες πολλες ημπορουσαν να φορτωσουν φορτωσαν και πηδηξαν στα εξα-
θλιωμενα αλογα και εξαφανισθηκαν μεσα στην μεγαλη αμπουρα και αμμον οπου
εσηκωθει κι ητο μεγαλος θορυβος και ταραχη οσαν κολασις εφανη τοση μεγαλη
μαχη εγινε κι εμειναμε εμεις οι αλλοι βαρυθυμοι και πολυ στεναχωρεμενοι και
πολλοι ηταν μεσα εις το στρατον οπου επιστεψαν στα λογια του Αλεξανδρου και
επεριμεναν υπομονετικως να παυσει η μεγαλη αγρυπνια τους και η κουραση και
η μεγαλη εξαντληση να λυσει τα μελη τους και να κλεισουν τα ματια στον υπνο
και δεν περασεν πολυ καιρος και εκοιμηθηκαμε οσοι απο εμας σταθηκαμε τυχεροι
και δεν χαθηκαμε και οταν εξυπνησαμε ευρεθηκαμε εις καλοημερον και ευτυχε-
στατον τοπον οπου ειχεν πλειστα πλειστα καρποφορα μηλιες αχλαδιες και αλλα
πληθωρα ολων των λογιων και αμπελια ειχε με ωριμασμενα τσαμπια σταφυλια.
ροζακια ειχεν και πουλια καλλικελαδα εις τα κλαδια οπου εκελαηδουσαν πολυ
ευχαριστα και νερα σε λιμνουλες και σε ποταμια κυλουσαν κρυσταλινα και δια-
φανα καθαροτατα κελαρουσαν και μελισσουλες βομβιζαν στα ανθισμενα λου-
λουδια τριανταφυλλα κοκκινα και γαρυφαλλα βιολετες και ορταντσιες ολα τα
ανθη της υπαιθρος να χαιρεσε κι ακομη ηταν το μερος κατωκοιμενον απο ανθ-
ρωπους πολιτισμενους με ωραιοτατα σπιτια με πανεμορφους κηπους και οι κο-
πελες ηταν πολυ ωραιοτατες και τουτοι οι ευτυχισμενοι ανθρωποι μας εφιλοξε-
νησαν εις τα σπιτια τους και επανδρευτηκαμε απο εκει γυναικες και καναμε πολ-
λα παιδια...
.
.
.
.
LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis}
.
.
Μεγαλεξανδρος Great Alexander-χ.ν.κουβελης
.
.
Απο τις Διηγησεις Μεγαλεξανδρου-χ.ν.κουβελης
...ητανε τοτε οπου μετα απο πορεια δεκα ημερων ηλθομεν εις μερος
μεγα ερημον ουδενα δενδρον ηταν ουδε θαμνος μικρος και υποφεραμεν
ολοι απο το μη υποφερτον καυμα και οι νυχτες ηταν πολυ σκοτεινες και ψυ-
χροτατες πολλα δε παιδια τοτε χαθηκαν απο υψηλην θερμη και ριγη
εις το κορμι-ο Αλεξανδρος εκ τουτων των συμβαντων εστεναχωρεθη πολυ
και αγρυπνος εμενεν τις νυχτες στη σκηνη του να ευρει λυσιν της δυστυ-
χιας εσυλογιζετο-τα πραγματα εις το στρατοπεδον ησαν λιαν κρισιμα και
ηκουετο πως ωρα με την ωρα θα ξεσπασει επανασταση μεταξυ των στρα-
τιωτων-ολοι ητο εξαντλημενοι και γυρνουσαν περιξ με τα προσωπα τους
αγριεμενα να τους φοβασαι τοσο καταβεβλημενοι ησαν και τα κακομοιρα
ζωα υποφεραν πολλα εχασαν τη ζωη τους απο τη κακουχια κι αλλα εξαν-
τλημενα καθονταν στο χωμα ημιλυποθημα και περιμεναν το τελος τους
αβοηθητα κι αλλα ως να τρελλαθηκαν και να εχασαν τας φρενας των βγα-
ζοντας φοβερους αφρους απο το στομα τους ορμουσαν ασυγκρατητα με
δυναμη και με πολυ ταχυτητα εχανοντο εις το βαθος του αχανους οριζοντα
και ποτε δεν επεστρεψαν ουτε τα ξαναειδαμε κι ητανε να σου πισνεται η
ψυχη απο την απελπισια και πολυ μεγαλη δυσκολια οπου ειχαμε οπου
εσωνοντο οι προμηθειες ελιγοστευαν τα θροφιμα και λιγο το νερο αρχισαμε
κι ολας να πειναμε και να διψαμε και εφοβομασταν την ελλειψη κι ητανε
πολυ κριμα και πονος να ακους τις αγριες φωνες των συνθροφων και τις βλα-
σφημιες τους φοβος σαν ουρλιαχτα λαβωμενων αγριων ζωων ητανε και τρο-
μος και πονος στη καρδια να τους ακους και σε αυτη τη κατασταση οπου ελπιδα
δεν ειχε μας εσυγκεντρωσεν ο Αλεξανδρος και μας ειπεν πως την νυχτα ειδε σε
ονειρο την αγαπημενη μητερα του μετα απο πολυ καιρο οπου ειχε να την δει
την ειδε κι εκεινη πολυ τον.πονεσε για εκεινα οπου ετραβουσε και του ειπεν
πως ησαν μεσα σε μεγαν λαβυρινθον και οσοι εκει μεσα εμβηκαν δεν μπορεσαν
να εβγουν επειδη ειναι απεραντος ο τοπος κι ολοενα αυξανει εις μεγεθος καθε
ημερα δεκακις γινεται μεγαλυτερος και πως συνεχως προστιθεται νεα αμμος
απροσμετρητος και πως σε καθε μερος της ομοια ειναι και δεν δυναται να ξεχω-
ρισεις εις ποιον μερος της εισαι αν εις το μεσον η εις το ακρον της εισαι ειναι σαν
πουθενα να εισαι και παντου να εισδαι και πως δεν εχει χρονο να διαβει μητε
ωρας μητε μηνους μητε εποχας μητε χειμωνας η' καλοκαιρι η' ανοιξις η' φθινο-
πωρος μητε ετη ο χρονος ειναι στασιμος ανυπαρχτος ειπεν και του ειπεν η μητε-
ρα πως να παυσουμε να αγρυπνουμε και πως στον υπνο μας το κακο ονειρο οπου
ζουμε θα διαλυθει κι τοτε θα ξεφυγουμε και θα ευρωμεν τη σωτηρια απο τον κακο
τοπο ειδαλλως μενει να χαθουμε εδω-πολλοι που ακουσαν αυτα γελασαν και φω-
ναξαν του Αλεξανδρου πως τουτα ηταν μεγαλες ανοησιες δια μωρα παιδια να ξεγε-
λασεις και πολλοι συμφωνησαν μαζι τους και εγινετο μεγαλη βοη και ταραχη στο
στρατευμα κι εκεινοι τοτε εξαγριωμενοι ορμησαν στα αλογα αρπαξαν και προμη-
θειες οσες πολλες ημπορουσαν να φορτωσουν φορτωσαν και πηδηξαν στα εξα-
θλιωμενα αλογα και εξαφανισθηκαν μεσα στην μεγαλη αμπουρα και αμμον οπου
εσηκωθει κι ητο μεγαλος θορυβος και ταραχη οσαν κολασις εφανη τοση μεγαλη
μαχη εγινε κι εμειναμε εμεις οι αλλοι βαρυθυμοι και πολυ στεναχωρεμενοι και
πολλοι ηταν μεσα εις το στρατον οπου επιστεψαν στα λογια του Αλεξανδρου και
επεριμεναν υπομονετικως να παυσει η μεγαλη αγρυπνια τους και η κουραση και
η μεγαλη εξαντληση να λυσει τα μελη τους και να κλεισουν τα ματια στον υπνο
και δεν περασεν πολυ καιρος και εκοιμηθηκαμε οσοι απο εμας σταθηκαμε τυχεροι
και δεν χαθηκαμε και οταν εξυπνησαμε ευρεθηκαμε εις καλοημερον και ευτυχε-
στατον τοπον οπου ειχεν πλειστα πλειστα καρποφορα μηλιες αχλαδιες και αλλα
πληθωρα ολων των λογιων και αμπελια ειχε με ωριμασμενα τσαμπια σταφυλια.
ροζακια ειχεν και πουλια καλλικελαδα εις τα κλαδια οπου εκελαηδουσαν πολυ
ευχαριστα και νερα σε λιμνουλες και σε ποταμια κυλουσαν κρυσταλινα και δια-
φανα καθαροτατα κελαρουσαν και μελισσουλες βομβιζαν στα ανθισμενα λου-
λουδια τριανταφυλλα κοκκινα και γαρυφαλλα βιολετες και ορταντσιες ολα τα
ανθη της υπαιθρος να χαιρεσε κι ακομη ηταν το μερος κατωκοιμενον απο ανθ-
ρωπους πολιτισμενους με ωραιοτατα σπιτια με πανεμορφους κηπους και οι κο-
πελες ηταν πολυ ωραιοτατες και τουτοι οι ευτυχισμενοι ανθρωποι μας εφιλοξε-
νησαν εις τα σπιτια τους και επανδρευτηκαμε απο εκει γυναικες και καναμε πολ-
λα παιδια...
.
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου