.
.
.
.
LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ-FAIRY TALES
GREEK FAIRY TALES - MARCHEN
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ-C.N.COUVELIS[Χ.Ν.ΚΟΥΒΕΛΗΣ]
.
ΤΟ ΧΡΥΣΟ ΠΟΥΛΙ
.
.
.
.
.
ΤΟ ΧΡΥΣΟ ΠΟΥΛΙ
[Παραμυθι]
.
.
''Ανδρα μοι εννεπε...''
Ομηρος
.
''Ειναι πολλων ανθρωπων
τα λογια μας''
.
.
Μια φορα κι ενα καιρο ηταν ενας βασιλιας κι ειχε
τρεις γιους.
Στον κηπο του φυτρωνε χρυσομηλια,το μεσημερι
ανθιζε,νωρις το βραδυ καρπιζε κι αργα τη νυχτα
ωριμαζε τα μηλα.
Τη νυχτα κατι ερχονταν κι ετρωγε τα μηλα.
Κι ο βασιλιας απορουσε πολυ και στεναχωριονταν.
Ο μεγαλυτερος γιος πηγε και του'πε:
''Πατερα,αποψε τη νυχτα θα παραφυλαξω στη μη-
λια να πιασω τον κλεφτη''
''Πηγαινε,γιε μου,και καλη τυχη''του'πε ο βασι-
λιας.
Πηγε,κι εκανε στον κηπο ενα παρατηρητηριο ξυ-
λινο κι ανεβηκε πανω να παραφυλαξει με το τοξο
του,ομως νυσταξε ,εκλεισαν τα ματια του και κοι-
μηθηκε μεχρι το πρωι,και στη μηλια τα μηλα ελει-
παν.
Πηγε στον βασιλια που τον ρωτησε:
''Γιε μου,ειδες κι επιασες τι μας τρωει τα μηλα;''
''Νυσταξα βαρια,εκλεισαν τα ματια μου και κοι-
μηθηκα μεχρι το πρωι και τιποτα δεν ειδα''απαν-
τησε.
Λιγο πριν δυσει ο ηλιος πηγε στον βασιλια ο με-
σαιος γιος να του ζητησει να τον αφησει να παει
στον κηπο να παραφυλαξει στη μηλια.
Ο βασιλιας του'πε:''Πηγαινε,γιε μου,και καλη τυ-
χη'' κι αυτος πηγε.
Τη νυχτα εκει μεσα στον κηπο νυσταξε βαρια,εκλει
σαν τα ματια του και κοιμηθηκε μεχρι το πρωι και
στη μηλια τα μηλα ελειπαν.
Τ'αλλο βραδυ πηγε ο μικροτερος γιος στον βασιλια
να του ζητησει να τον αφησει να παραφυλαξει στη
μηλια.
Ο βασιλιας του'πε:
''Τι λες,γιε μου,τα μεγαλυτερα αδερφια σου αποτυ-
χαν και θα τα καταφερεις εσυ;''
''Ασε με,πατερα,να παω''επεμενε εκεινο.
''Αν τοσο το θελεις,πηγαινε,γιε μου,και καλη τυχη''
δεχτηκε ο βασιλιας.
Κι αυτο πηρε το τοξο του και πηγε στον κηπο,ανε-
βηκε στο παρατηρητηριο κι εκοψε το μικρο του δα-
χτυλο με το μαχαιρακι και πανω στη πληγη εριξε
αλατι να τον ποναει για να μην νυσταξει και κλει-
σουν τα ματια του και κοιμηθει.
Τα μεσανυχτα ηρθε στη μηλια κατι,το ειδε,θαμπω-
σαν τα ματια του,σαν τον ηλιο ελαμπε,κι ετρωγε τα
μηλα στη μηλια.
Ηταν ενα χρυσο πουλι.
Το βασιλοπουλο αρπαξε γρηγορα το τοξο του το
τεντωσε,εριξε το βελος του,και του τιναξε ενα φτε-
ρο.
Πηρε το φτερο και το'φερε στον βασιλια.
Αστραψε ολοκληρο το ανακτορο.Ο βασιλιας σαν
ειδε το χρυσο φτερο του αποκριθηκε:
''Αν ειναι τοσο ομορφο το φτερο,το πουλι θα'ναι
εκατο φορες ομορφοτερο.''
Τοτε καλεσε τα τρια βασιλοπουλα και τους ειπε:
''Πηγαινετε να βρητε το χρυσο πουλι.Οποιο απο
σας το βρει πρωτο και το φερει εδω μπροστα μου
θα παρει για πληρωμη το μισο βασιλειο κι οταν
πεθανω θα παρει και τ'αλλο μισο.Αν ομως δεν το
βρητε μην τολμησετε να γυρισετε πισω.Για τιμω-
ρια θα σας θανατωσω.''
Εκεινα υπακουσαν,φιλησαν τον πατερα τους,χαι-
ρετησαν τους συγγενεις κι εφυγαν να ψαξουν το
χρυσο πουλι.
Σε ποιο μερος του οριζοντα να πανε δεν ηξεραν,
και τα'βαλαν τα δυο μεγαλυτερα αδερφια με τον
μικροτερο αδερφο.Το κατηγορησαν πως εκεινος
ηταν ο αιτιος να τους στειλει ο πατερας να βρουν
το χρυσο πουλι.Θυμωσαν και τον εδιωξαν,να μην
πηγαινει μαζι τους.
Εκεινοι πηγαιναν μπροστα,κι εκεινος απο πισω τους
απο πολυ μακρυα τους ακολουθουσε.Οταν σταμα-
τουσαν,στεκονταν ,οταν ξεκινουσαν,ξεκινουσε.
Στο δρομο τους συναντησαν,πρωτα,οι δυο μεγαλυ-
τεροι ενα γερο.
''Κατα που πηγαινετε,παιδια μου;''τους ρωτησε ο γε-
ρος.
''Τι σε νοιαζει εσενα,παλιογερε,που παμε και ρωτας
να μαθεις;''
του απαντησαν θυμωμενα.Κι εφυγαν.
Κατοπιν συναντησε το γερο ο μικροτερος.
''Κατα που πηγαινεις,παιδι μου;''τον ρωτησε ο γερος.
''Ελα,παππουλάκη ,καθησε στον ισκιο να ξεκουρα-
στεις,και μετα σου λεω κατα που πηγαινω'' του απαν-
τησε ευγενικα το παιδι.
Καθησαν στο ισκιο,του'δωσε ψωμι να φαει,του'δωσε
νερο να ξεδιψασει και του διηγηθηκε την ιστορια
απ' την αρχη.
Για την μηλια στο κηπο,για τα μηλα που τα'τρωγε
τη νυχτα κατι,και τα δυο μεγαλυτερα αδερφια του
νυσταζαν και σε υπνο βαρυ επεφταν και δεν ειδαν,
και τοτε πηγε εκεινος κι ειδε ενα χρυσο πουλι να
τρωει τα μηλα,να το πιασει δεν μπορεσε,μονο ενα
χρυσο φτερο εφερε στον πατερα κι εκεινος τους εστει-
λε και τους τρεις να του φερουντο χρυσο πουλι,κι ο-
ποιος το φερνει πρωτος περνει το βασιλειο,αλλιως αν
δεν το φερουν για τιμωρια θα τους θανατωσει.Κι ειπε
ακομη πως τα αδερφια του τον κατηγορησαν πως εκει-
νο φταιει και τον εδιωξαν να μην πηγαινει μαζι τους.
Ο γερος τον ακουσε με προσοχη κι οταν τελειωσε
του'πε:
''Παρατησε τ'αδερφια σου,ειναι κακοι ανθρωποι.
Ο δρομος,θα δεις,χωριζεται,αν παρουν τον ανηφο-
ρικο δρομο,εσυ παρε τον κατηφορικο,κι αν παρουν
τον κατηφορικο,τοτε εσυ παρε τον ανηφορικο κι εγω
θα σ'οδηγησω στο χρυσο πουλι.''
Ο γερος ετσι ειπε κι εξαφανισθηκε απο μπροστα
του.
Οταν ειδε πως τ'αδερφια του πηραν τον κατηφορικο
δρομο αυτος πηρε τον ανηφορικο οπως τον συμβουλε-
ψε ο γερος κι ετσι ξεχωρισθηκε απ'τ'αδερφια του.
Ξαναβρηκε τον γερο κι εκεινος του'πε να καθησει
στον ισκιο γιατι ηταν κουρασμενος.Το παιδι καθη-
σε και κοιμηθηκε.Τοτε ο γερος το σηκωσε στα χε-
ρια του και πηγαν χιλια μιλια μακρυα και το ξυπνη-
σε:
''Ξυπνα,παιδι μου,αρκετα κοιμηθηκες''
Αυτο σηκωθηκε κι ουτε καταλαβε πως ξυπνησε σ'αλλο
τοπο.
Δρομο περνουν δρομο αφηνουν ωσπου νυχτωσε.Σαν
το βασιλοπουλο κοιμηθηκε βαρια ,παλι το σηκωσε
στα χερια του και πηγαν χιλια κι αλλα χιλια μιλια
μακρυα.Εκει το ξυπνησε και πηραν το δρομο τους.
Ετσι ταξιδευαν πολλες μερες.
Καποτε εφτασαν κοντα στη πολιτεια που βρισκονταν
το χρυσο πουλι.Ανεβηκαν ενα λοφο κι απ'την κορυφη
του ειδαν την πολιτεια.
Του εδειξε ο γερος και του'πε:
''Βλεπεις εκει περα εκεινο το ψηλο κτιριο.Ειναι το ανα-
κτορο του βασιλια.Εκει βρισκεται το χρυσο πουλι.Πρω-
τα θα περασεις δυο πυλες,εκει ειναι δυο φυλακες,περνα
χωρις να σε δουν,κι επειτα θα περασεις εβδομηντα εφτα
πορτουλες.Σε καθε μια ειναι κι ενας φρουρος,περνα χω-
ρις να σε δουν.Οταν περασεις ολες τις πορτες θα φτασεις
στο χρυσο πουλι.Ειναι κλεισμενο σε χρυσο κλουβι,δυο
φορες ομορφοτερο απ'το πουλι.Παρε μονο το πουλι,αν
παρεις και το κλουβι θα σε συλλαβουν οι φυλακες.Πη-
γαινε και να κανεις οπως σου ειπα.''
Το βασιλοπουλο εφτασε στο ανακτορο,περασε τις δυο
πυλες χωρις να το δουν οι δυο φυλακες.περασε και τις
εβδομηντα εφτα πορτουλες χωρις να τον δουν οι εβδομην-
τα εφτα φυλακες κι εφτασε στο χρυσο πουλι που ηταν
κλεισμενο σε χρυσο κλουβι,δυο φορες ομορφοτερο απ'το
πουλι.Πηρε μονο το χρυσο πουλι κι εφυγε γρηγορα.
Στο δρομο σκεφτηκε και σταματησε:
''Το χρυσο κλουβι ειναι δυο φορες ομορφοτερο απ'το
χρυσο πουλι,θα γυρισω να το παρω,κι ας γινει οτι γινει.''
Γυρισε πισω,αρπαξε το κλουβι και στην πορτα τον συνε-
λαβαν οι φυλακες.Τον πηραν και τον πηγαν στον βασιλια,
που θυμωσε πολυ.
''Ποιος εισαι εσυ που ηρθες εδω να κλεψεις το χρυσο
πουλι;''
Του ειπε,πως ηταν βασιλοπουλο και γιατι ηρθε να κλεψει
το πουλι.
Κι ο βασιλιας αφου το ακουσε του αποκριθηκε:
''Αν καταφερεις να μου φερεις το φτερωτο αλογο θα σε
συγχωρεσω,θα σου δωσω και την μονακριβη κορη μου
για γυναικα.Αν δεν το φερεις,για τιμωρια,θα σε θανατω-
σω.''
Συμφωνησε με τον βασιλια κι εκεινος τον αφησε να φυ-
γει να βρει το φτερωτο αλογο.
Κι εκεινο πηρε το δρομο να βρει τον γερο.
Οταν τον συναντησε εκεινος τον ρωτησε:
''Που ειναι το χρυσο πουλι;''
Κι εκεινο του τα'πε ολα:πως εφτασε στο ανακτορο,
πως περασε τις πορτες χωρις να τον δουν οι φυλακες,
πως πηρε πρωτα το χρυσο πουλιπως επειτα γυρισε κι
αρπαξε το χρυσο κλουβι,δυο φορες ομορφοτερο απ'το
πουλι,πως στην πρωτη πορτα τον συνελαβαν οι φυλα-
κες,πως τον πηγαν στον βασιλια,πως αυτος θα τον συγ-
χωρεσει αν του φερει το φτερωτο αλογο και θα του δω-
σει την μονακριβη κορη του να τον κανει γαμπρο του,
και πως αν δεν φερει το φτερωτο αλογο για τιμωρια θα
τον θανατωσει.
Τ'ακουσε ολα ο γερος με προσοχη και τον καθησυχασε.
Αυτος θα τον οδηγουσε στο φτερωτο αλογο.
Δρομο περνουν δρομο αφηνουν ωσπου νυχτωσε.Οταν
το βασιλοπουλο κοιμηθηκε βαρια,το σηκωσε στα χερια
του και πηγαν χιλια κι αλλα χιλια μιλια μακρυα.Εκει το
ξυπνησε και πηραν το δρομο τους.
Ετσι ταξιδευαν πολλες μερες κι εφτασαν σε τοπους
ζεστους με μεγαλη ζεστη.
''Ας σταματησουμε να ξεκουραστουμε λιγο'' ειπε ο γερος,
σταματησαν και καθησαν στη σκια.Το βασιλοπουλο κοι-
μηθηκε αμεσως βαρια .Τοτε παλι το σηκωσε
στα χερια του και πηγαν χιλια κι αλλα χιλια μιλια
μακρυα.Εκει το ξυπνησε και πηραν το δρομο τους.
Ετσι ταξιδευαν πολλες μερες.
Καποτε εφτασαν κοντα στη πολιτεια που βρισκονταν
το φτερωτο αλογο.Ανεβηκαν ενα λοφο κι απ'την κορυ-
φη του ειδαν την πολιτεια.
Του εδειξε ο γερος και του'πε:
''Βλεπεις εκει περα εκεινο το ψηλο κτιριο.Ειναι το ανα-
κτορο του βασιλια.Εκει βρισκεται το φτερωτο αλογο.
Πρωτα θα περασεις μια μεγαλη πυλη,εκει ειναι εξι φυλα-
κες,περνα χωρις να σε δουν,κι επειτα θα περασεις ενενην-
τα εννια πορτουλες.Σε καθε μια ειναι δυο φρουροι,περνα
χωρις να σε δουν..Οταν περασεις ολες τις πορτες θα φτα-
σεις στο φτερωτο αλογο.Ειναι κλεισμενο στον σταυλο,
απ'το χρυσο χαλιναρι του το κραταει ενα κοιμισμενο θη-
ριο και η σελα του χρυση εκατο φορες ομορφοτερη.Ξε-
σελωσε το γρηγορα,βγαλε το χαλιναρι γρηγορα μην ξυ-
πνησει το θηριο ,καβαλικεψε το γρηγορα και φυγε.Μονο
προσεξε καλα.Μην γυρισεις ν'αρπαξεις τη χρυση σελα,
τοτε θα σε συλλαβουν οι φυλακες.Πηγαινε και να κανεις
οπως σου ειπα.''
Το βασιλοπουλο εφτασε στο ανακτορο,περασε την πυλη
χωρις να το δουν οι εξη φυλακες.περασε και τις ενενηντα
εννια πορτουλες ,που σε καθε μια ηταν δυο φρουροι,χωρις
να τον δουν κι εφτασε στο φτερωτο αλογο,που ηταν κλει-
σμενο στον σταυλο με χρυσο χαλιναρι που το κρατουσε ενα
κοιμισμενο θηριο΄κι ειχε χρυση σελα εκατο φορες ομορφο-
τερη,το ξεσελωσε γρηγορα,αν και λυπηθηκε για τη χρυση
σελα,εβγαλε το χαλιναρι γρηγορα να μην ξυπνησει το θη-
ριο,καβαλικεψε γρηγορα το φτερωτο αλογο κι εφυγε.
Γυρισε στον γερο.
Οταν πλησιασαν την πολιτεια που ηταν το χρυσο πουλι,ειπε
το βασιλοπουλο:
''Το φτερωτο αλογο μου αρεσει πολυ.Ας γινονταν να μην το
παραδωσω στον βασιλια.''
''Αν τοσο πολυ σ'αρεσει''του ειπε ο γερος,''κρατησε το δικο
σου,κι αλλο θα δωσεις στον βασιλια.''
Και τοτε σφυριξε στον αερα,κι αμεσως παρουσιασθηκε
μπροστα τους ενα ομοιο αλογο.
''Παρε αυτο το αλογο και δωστο στον βασιλια.Τ'αλλο αφη-
σε το εδω,ειναι δικο σου.''
Καβαλικεψε το ομοιο αλογο και μπηκε στην πολιτεια.Το
αλογο εσκαβε βαθια τους δρομους με τις οπλες του και το
χλιμιντρισμα του γρεμιζε πορτες και παραθυρα,τοση μεγα-
λη ηταν η δυναμη του.
Ο βασιλιας ειδε το φτερωτο αλογο και χαρηκε πολυ,συγχω-
ρεσε το βασιλοπουλο,του'δωσε το χρυσο πουλι μαζι με το
χρυσο κλουβι και για γυναικα τη μονακριβη κορη του,ομορ-
φη σαν τριανταφυλλια ανθισμενη.
Και του'δωσε ακομα πολλα προικια,μεταξωτα ρουχα,του'δω-
σε και χρυσο δαχτυλιδι σαν τον ηλιο αστραφτερο και σ'ενα
καρυδοτσουφλο κλεισμενα του'δωσε τα αραχνουφαντα φο-
ρεματα της νυφης.Αυτα τα κρατησε το βασιλοπουλο,τ'αλλα
προικια τα φορτωσε σε μια χρυση αμαξα.
Τ'αρραβωνιασμενα ανεβηκαν σε μια δευτερη χρυση αμαξα
και πηγαν να βρουν τον γερο.
Οταν τον ηβραν τον πηραν κι αυτον μαζι τους.
Ταξιδευαν και ταξιδευαν μερες και καποτε εφτασαν
σ'εναν αγνωστο τοπο.Εκει ο γερος κατεβηκε απο
την αμαξα,τους εδειξε ποιο δρομο ν'ακολουθησουν
για τον γυρισμο,εκεινοι τον ευχαριστησαν και τον
αποχαιρετησαν κι εκεινος εξαφανισθηκε.
Ταξιδευαν και ταξιδευαν μερες.
Καποτε εφτασαν σ'ενα πανδοχειο.Εκει το βασιλοπου-
λο σταματησε να παρει εφοδεια τροφιμα προμηθειες
για το δρομο.
Οταν μπηκε μεσα στο πανδοχειο,ειδε τους ιδιοκτητες
του και αμεσως σ ' αυτους αναγνωρισε τ ' αδερφια
του.
Οταν εκεινα ειχαν παρει τον κατηφορικο δρομο μετα
απο λιγο ειπαν:
''Που να παμε τωρα να ψαχνουμε το πουλι,ουτε το
ακουσαμε κι ουτε το'χουμε δει.Ας μεινουμε εδω,να
κανουμε ενα πανδοχειο,κι οταν πεθανει ο πατερας
γυρναμε πισω να γινουμε βασιλιαδες.''
Ετσι ειπαν,κι ετσι εκαναν.
Αυτα ηταν τα βασιλοπουλα ,τα μεγαλυτερα αδερ-
φια του κι απο το πανδοχειο ειχαν κερδισει πολλα
χρηματα.
Οταν ο μικροτερος αδερφος μπηκε μεσα στο πανδο-
χειο δεν τον αναγνωρισαν.Αυτος αρχισε να τους ρω-
ταει,δηθεν πως δεν γνωριζε,απο που ηταν,αν ειχαν
πατερα,μανα,αλλα αδερφια κι αδερφες,και ποσο και-
ρο ζουσαν κι εμπορευονταν σ'εκεινα τα μερη.Εκει-
νοι του απαντουσαν με ψεματα.Αυτος επεμενε κι εκει-
νοι δεν αντεξαν και του τα'παν ολα:
Πως ηταν αδερφια βασιλοπουλα,πως μια μηλια ειχαν
στην αυλη,πως τη νυχτα κατι ετρωγε τα μηλα,κι αυτοι
κοιμηθηκαν και δεν το ειδαν,κι ο μικροτερος αδερφος
το ειδε,ηταν ενα χρυσο πουλι,και δεν το επιασε,τοτε
ο πατερας θυμωσε πολυ και τους εστειλε να του φε-
ρουν το χρυσο πουλι,αλλιως για τιμωρια θα τους θανα-
τωσει,και τι να κανουν εφυγαν να βρουν το χρυσο
πουλι,αυτοι πηγαιναν μπροστα κι απο πισω τους ακο-
λουθουσε απο μακρυα ο μικροτερος αδερφος,κι σ'ενα
διστρατο αυτοι πηραν το κατηφορικο δρομο,ξεχωρι-
σαν και τον εχασαν,κι απο τοτε δεν εμαθαν γι'αυτον
και δεν ξερουν που να βρισκεται.Αυτοι επειδη δεν
ηξεραν που να πανε να βρουν το χρυσο πουλι,σ'αυτο
εδω το μερος σταθηκαν κι εκαναν το πανδοχειο ετου-
το και πλουτισαν,κι οταν πεθανει ο πατερας θα γυρι-
σουν πισω να γινουν βασιλιαδες.
Τους ακουσε προσεκτικα το βασιλοπουλο κι οταν τε-
λειωσαν τους ρωτησε:
''Αν παρουσιαζονταν μπροστα σας ο μικροτερος αδερ-
φος θα τον αναγνωριζατε;''
''Και βεβαια θα τον αναγνωριζαμε''απαντησαν και οι
δυο με μια φωνη.
Εκεινος τους ειπε:''Εχει καποιο σημαδι στο κορμι;''
Κι εκεινοι απαντησαν:Εχει ελια στο στηθος κι αλλη
μια στο χερι το δεξι''.
Και τοτε ο μικροτερος αμεσως ξεγυμνωσε το στηθος
και τους εδειξε την ελια στο στηθος και στο δεξι
χερι.
''Αυτα ειναι τα σημαδια;'' ρωτησε
Κι εκεινα απαντησαν:''Αυτα ειναι'' και κοιταξαν το
ενα τ'αλλο.
Κι αυτο τους ειπε;
''Εγω ειμαι ο μικροτερος σας αδερφος.Εδω μπροστα
σας.Βρηκα το χρυσο πουλι,και το'χω μαζι μου.Κλει-
στε το πανδοχειο κι ελατε μαζι μου στον πατερα.''
Κι ετσι εγινε,εκλεισαν το πανδοχειο κι ανεβηκαν
πανω στη χρυση αμαξα με τα προικια της νυφης,εκει-
νοι μπροστα και πισω πηγαινε η χρυση αμαξα με το
βασιλοπουλο και την αρραβωνιαστικια του τη βα-
σιλοπουλα τον δρομο του γυρισμου.
Ταξιδευαν μεσα απο χωρες και χωρια.
Οι δυο μεγαλυτεροι αδερφοι ελεγαν ο ενας στον
αλλον:
''Οταν επιστρεψουμε σπιτι,αυτος θα πει πως μονος του
βρηκε το χρυσο πουλι,και πως εμεις τον παρατησαμε,
τον αφησαμε μονο του,και παρακουσαμε τον πατερα
και δεν ψαξαμε για το χρυσο πουλι, και καναμε πανδο-
χειο να πλουτισουμε και τοτε ο πατερας για τιμωρια
θα μας σκοτωσει.Ας τον χτυπησουμε,να του παρουμε
το χρυσο πουλι,και μεις να το παρουσιασουμε στον
πατερα.Κι αν μας ρωτησει γι'αυτον τον μικροτερο να
πουμε πως απο μας ξεχωρισθηκε και δεν ξερουμε τι
απογινε''
Ετσι ειπαν κι ετσι εκαναν.
Σταματησαν την αμαξα του ξευγαριου,πηδηξαν πανω,
αρπαξαν τον αδερφο τον κατεβασαν κατω ,η κοπελα
ουρλιαζε,κανεις δεν την ακουγε,και με τη βια τον εσυ-
ραν σε δασος πυκνο.Εκει σ'ενα κορμο δεντρου τον εδε-
σαν σφιχτα κι ο μεγαλυτερος αδερφοςειπε να τον σκοτω-
σουν,αλλα ο μεσαιος αδερφος του ειπε:
''Να μην τον σκοτωσουμε,μα να τον αφησουμε δεμενο
σφιχτα στο δεντρο να πεθανει απ'την πεινα και τη διψα
και να τον φανε τ'αγρια θηρια.''
Ο μεγαλυτερος αδερφος τ'ακουσε και συμφωνησε μαζι
του.
Κι ετσι εγινε οπως συμφωνησαν.Τον αφησαν τον μικρο-
τερο αδερφο σφιχτα δεμενο στο δεντρο μεσα σε πυκνο
δασος να πεθανει απο την πεινα και την διψα και να τον
φανε τ'αγρια θηρια.
Επειτα γυρισαν πισω,εκει βρηκαν τη βασιλοπουλα να
κλαιει για τον αρραβωνιαστικο της,την επιασαν την φο-
βερισαν να μην μιλησει,τι ειδε και τι ακουσε,γιατι θα
παθει μεγαλο κακο.
Συνεχισαν το δρομο τους κι εφτασαν στον βασιλια.
Παρουσιασθηκαν στον βασιλια,του εδειξαν το χρυσο
πουλι κι εκεινος χαρηκε πολυ.Επειτα τους ρωτησε για
τον μικροτερο γιο,που ηταν κι ο αγαπημενος του.Κι
εκεινοι με μια φωνη του αποκριθηκαν, πως εκεινος
γρηγορα αποχωρισθηκε απ'αυτους κι απο τοτε τον εχα-
σανκαι δεν ξερουν που ειναι.
Στο ανακτορο του βασιλια ετοιμαζονταν για τον γαμο,
ο μεγαλυτερος αδερφος θα παντρευονταν την βασιλο-
πουλα.
Και μεσα στο πυκνο δασος ο μικροτερος αδερφος εμεινε
σφιχτα δεμενος στο δεντρο,περασαν δυο μερες και δυο
νυχτες και κανεις δεν περασε να τον ελευθερωσει και πο-
λυ τον ταλαιπωρουσε η πεινα και η διψα και την τρι-
τη μερα περασε ενας γιδοβοσκος.Τον ειδε το βασιλο-
πουλο και τον φωναξε να'ρθει κοντα του να τον λυσει.
Ο γιδοβοσκος τον ειδε δεμενο στο δεντρο και φοβηθηκε
πως ληστες τον εδεσαν και να μην μπλεξει μαζι τους.Και
πηγε να φυγει,κι εκεινος ο δυστυχος τον ξαναφωναξε με
δυνατη φωνη να τον λυσει,πως τα μεγαλυτερα αδερφια
του τον ειχαν δεσει.
Τον πλησιασε τοτε ο γιδοβοσκος και τον ελυσε,κι εκεινος
σωριαστηκε λιποθυμος στο χωμα απο την μεγαλη ταλαι-
πωρια.Του'δωσε νερο ο καλος ανθρωπος κι ηρθε στις αι-
σθησεις του.Του'δωσε και ψωμι να φαει,κι οταν συνηλ-
θε και δυναμωσε,αλλαξε το βασιλοπουλο τα ρουχα του με
τα ρουχα του γιδοβοσκου,φορεσε τα κουρελια κι εκεινος
φορεσε τα δικα του τα μεταξωτα,κρατησε πανω του μονο
το χρυσο δαχτυλιδι και το καρυδοτσουφλο με τα αραχνο-
υφαντα φορεματα της βασιλοπουλας.
Αφου εγιναν ολ'αυτα τον ευχαριστησε τον γιδοβοσκο,
τον αποχαιρετησε κι εφυγε.
Στον δρομο που πηγαινε ζητιανευε να τρωει.
Καποτε εφτασε στη πολιτεια που βασιλευε ο πατερας
του,και πηγε στο μαγειριο που ετοιμαζαν τα φαγητα
του γαμου.Ζητησε δουλεια,να σκιζει ξυλα για τη φωτια
στους φουρνους,να κερδιζει το ψωμι του.
Τον πηραν για δουλεια.Κανενας δεν τον αναγνωρισε.
Ο γαμος του μεγαλυτερου αδερφου με τη βασιλοπου-
λα την δικη του αρραβωνιαστικια θα γινονταν σε δυο
μερες.
Το μαγειριο ηταν απεναντι απ'το ανακτορο και το παρα-
θυρο της βασιλοπουλας.Πηρε το χρυσο δαχτυλιδι και
το πεταξε απ'το παραθυρο στο δωματιο της.Τοτε ολο το
δωματιο αστραψε.Εκεινη στην αρχη σαν ειδε το ξαφνι-
κο φως τρομαξε κι υστερα σαν ειδε το χρυσο δαχτυλιδι
χαρηκε πολυ.Ηταν το χρυσο δαχτυλιδι που δωρησε ο
πατερας στο βασιλοπουλο τον αρραβωνιαστικο της.
Κι ειπε χαρουμενη πολυ:
''Ζει κι ειναι καπου εδω κοντα''και σε κανεναν δεν ειπε
τιποτα.
Οταν εφτασε η ορισμενη ωρα του γαμου πηγαν οι δυο
αδερφοι στη νυφη και της ειπαν να ετοιμασθει και να
μην αργοπορει.Κι αυτοι τους ειπε:
''Οταν μου ραψουν φορεματα να χωρανε σ'ενα καρυδο-
τσουφλο τοτε θα παντρευτω.''
Οταν τ'ακουσε ο βασιλιας εστειλε διαλαληταδες στη
χωρα να διαλαλησουν:
''Οποιος ραφτης μεσα σ'ολη τη χωρα μπορει να ραψει
φορεματα της βασιλοπουλας να χωρανε σ'ενα καρυδο-
τσουφλο,να τα φερει στον βασιλια και θα παρει πολλα
δωρα.''
Σαν τ'ακουσαν οι ραφταδες απορουσαν πολυ:ποιος ρα-
φτης μεσα σ'ολο τον κοσμο ειναι τοσο επιδεξιος τεχνιτης
που μπορει να ραψει φορεμα να χωρανε σ'ενα καρυδοτσου-
φλο;
Το βασιλοπουλο ντυμενο με τα κουρελια του σαν ζητια-
νος παρουσιασθηκε σ'εναν ραφτη και του'πε:
''Εγω μπορω να ραψω τα φορεματα''
Ο ραφτης τον πηρε για τρελλο κι πως τους κοροιδευε και
τον φωναξε θυμωμενα:
''Φυγε απο'δω,παλιοζητιανε.Τοσοι τεχνιτες ειμαστε και
δεν ξερουμε και ξερεις εσυ;''
''Κι ομως εγω θα τα ραψω''επεμενε εκεινος,''αρχιζω αυτο
το βραδυ και το πρωι ειναι ετοιμα.Να'ρθεις να τα παρεις.''
''Και τι ζητας για τη δουλεια σου;''τον ρωτησε ειρωνικα
ο ραφτης.
Κι εκεινος του ειπε:
''Θελω ενα καλαθακι καρυδια,μια χηνα ψητη κι ενα καρ-
βελι ψωμι.''
''Εγινε,οτι θελεις θα'χεις'' του΄πε παλι ειρωνικα ο ραφτης
και σκεφτηκε υπολογιζοντας:τα καρυδια ,η ψητη χηνα
και το καρβελι το ψωμι κοστιζουν-δεν κοστιζουν τριαν-
τα με σαραντα δραχμες.Σιγα τη ζημια,ασημαντη.Αν ο-
μως καταφερει και ραψει τα φορεματα της βασιλοπου-
λας που χωρανε σ'ενα καρυδοτσουφλο μεσα τοτε το
κερδος ειναι πολυ μεγαλο,απ΄τον βασιλια θα παρει πολ-
λα δωρα.Αν δεν καταφερει να τα ραψει τοτε θα'χει ενας
φτωχος ζητιανος χορτασει,με τα καρυδια ,την ψητη χη-
να και με το καρβελι το ψωμι.Ας ειναι.
Και δεχτηκε.
Και του'δωσε το καλαθι με τα καρυδια,την ψητη χηνα
και το καρβελι το ψωμι.Το βασιλοπουλο κλεισμενο στο
ραφταδικο,ολο το βραδυ και τη νυχτα μεχρι το πρωι εφα-
γε την ψητη χηνα και το καρβελι το ψωμι κι εσπαγε κι
ετρωγε τα καρυδια.
Σαν ηρθε η μερα και ξημερωσε ,ηρθε κι ο ραφτης.
''Τα'ραψες τα φορεματα της βασιλοπουλας που χωρα-
νε σ'ενα καραδυτσουφλο;'' τον ρωτησε.
Εκεινος αμεσως του'δειξε το καρυδοτσουφλο,επειτα
τ'ανοιξε κι εβγαζε απο μεσα ενα-ενα ολα τα φορεματα
της βασιλοπουλας.
Και του'πε;
''Να τα.Αυτα ειναι τα φορεματα.Δες τα.''
Αφου τα εδειξε στον ραφτη,τα διπλωσε,τα'κλεισε καλα
μεσα στο καρυδοτσουφλο και του το'δωσε να το παει
στον βασιλια.
Σαν ειδε τα φορεματα ο βασιλιας χαρηκε πολυ και διε-
ταξε να δωσουν στον ραφτη δωρα πολλα.Και του'δω-
σαν πολλα δωρα.
Τα φορεματα τα πηγαν στη βασιλοπουλα που οταν τα
ειδε τα αναγνωρισε αμεσως και χαρηκε πολυ.
''Ζει κι ειναι καπου εδω κοντα'' ειπε απο μεσα της,κανε-
νας να μην την ακουσει.
Οταν την αλλη μερα ηρθαν να της πουν να ετοιμαζεται
για τον γαμο,εκεινη ειπε:
''Θελω,πρωτα,πριν τον γαμο μου να περασουν απο μπρο-
στα μουολοι οι ανθρωποι που ζουν στη χωρα που θα βα-
σιλεψω,ολοι,πλουσιοι και φτωχοι,χωρις εξαιρεση,και κα-
θε ενας να μου πει μια λεξη.Τοτε μονο,σαν γινει αυτο,
θα'βγω να παντρευτω.''
Οταν τ'ακουσε ο βασιλιας εστειλε διαλαληταδες στη χω-
ρα να διαλαλησουν:
''Αυριο πρωι ολοι οι ανθρωποι που ζουν στη χωρα,ολοι,
πλουσιοι και φτωχοι,χωρις εξαιρεση,να'ρθουν στο ανα-
κτορο του βασιλια,Εκει θα περασουν μπροστα απο τη
νυφη βασιλοπουλα που θα γινει βασιλισα τους και να
της πουν μια λεξη.Οποιος δεν ερθει θα τιμωρηθει.
Κι ετσι εγινε,κι ηρθαν τ'αλλο πρωι στο ανακτορο του βα-
σιλια ολοι οι ανθρωποι που ζουσαν στη χωρα,ολοι,πλου-
σιοι και φτωχοι,και περνουσαν μπροστα απ'την βασιλο-
πουλα κι ολοι της ελεγαν μια λεξη.
Και περνουσαν μπροστα της χιλιαδες και χιλιαδες,
Περασαν ολοι,κι εκεινος,που περιμενε να περασει,δεν πε-
ρασε.
Τοτε ρωτησε η βασιλοπουλα:
''Υπαρχει καποιος που ζει στη χωρα και δεν ηρθε εδω να πε-
ρασει απο μπροστα μου να μου πει μια λεξη;''
Και της απαντησαν:
''Ειναι ενας ζητιανος εδω,τοσο πολυ κουρελιασμενος και
βρωμικος,που δεν τον αφησαμε να ερθει.''
Τους ειπε να πανε να τον φερουν μπροστα της.
Κι ετσι εγινε,πηγαν και τον βρηκαν και τον εφεραν.
Οταν τον ειδε η βασιλοπουλα αμεσως τον αναγνωρισε απο
μακρυα,ετρεξε κοντα του τον αγκαλιασε κι εκλαιγε απο χα-
ρα μεγαλη.
Οταν το ειδαν αυτο ο βασιλιας και ολοι οι συγκεντρωμενοι
εκει πολυ απορησαν ,
Τοτε η βασιλοπουλα πηρε τον ζητιανο και πηγαν μπροστα
στον βασιλια και του ειπε:
''Βασιλια μου αυτος εδω ο ζητιανος ειναι ο μικροτερος γιος
σου ο αγαπημενος κι αυτος ειναι ο αρραβωνιαστικος μου.
Αυτος βρηκε το χρυσο πουλι κι ο πατερας μου ο βασιλιας
μ'εδωσε σ'αυτον για γυναικα του,οταν του'φερε το φτερωτο
αλογο.Στο δρομο του γυρισμου βρηκαμε τους δυο μεγαλυ-
τερους γιους σου σ'ενα πανδοχειο που ειχαν κανει για να
πλουτισουν.Τους πηραμε στη χρυση αμαξα να γυρισουμε
μαζι,κι εκεινοι σ'ενα ερημικο τοπο χτυπησαν τον μικρο-
τερο γιο σου τον αντρα μου και τον πηγαν σε πυκνο δασος,
εκει τον εδεσαν σφιχτα σε δεντρο και τον παρατησαν να
πεθανει απο την πεινα και τη διψα και να τον φανε τ'α-
γρια θηρια.
Αυτος ειναι ο αρραβωνιαστικος μου κι αυτον θελω να παν-
τρευτω.''
Σαν τ'ακουσε ολα αυτα με προσοχη ο βασιλιας θυμωσε πο-
λυ με τους δυο μεγαλυτερους γιους.
Ζητησε να τους πιασουν ,να τους κλεισουν στη φυλακη και
για τιμωρια να τους θανατωσουν.
Κι ετσι εγινε.
Επειτα ο βασιλιας ειπε να γινουν οι γαμοι και τους ευχηθη-
κε.Και παντρευτηκε ο μικροτερος γιος με την βασιλοπουλα,
που ηταν ομορφη σαν ανθισμενη τριανταφυλλια,και τους
εδωσε το μισο βασιλειο κι οταν ερθει η ωρα του και τελει-
ωσουν οι μερες του στη γη θα παρουν και τ'άλλο μισο βα-
σιλειο.
Κυβερνησαν και βασιλεψαν καλα και δικαια χρονια πολλα,
και μεχρι σημερα οι ανθρωποι μιλουν γι'αυτους τους δυο και
τους μνημονευουν.
Κι εγω,που τα διηγηθηκα ολ'αυτα,τους τιμω και τους μνημο-
νευω σ'ολους τους καιρους, που ηρθαν, που ειναι και που
θα'ρθουν.
.
.
.
.
.
.
LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ-FAIRY TALES
GREEK FAIRY TALES - MARCHEN
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ-C.N.COUVELIS[Χ.Ν.ΚΟΥΒΕΛΗΣ]
.
ΤΟ ΧΡΥΣΟ ΠΟΥΛΙ
.
.
.
.
.
ΤΟ ΧΡΥΣΟ ΠΟΥΛΙ
[Παραμυθι]
.
.
''Ανδρα μοι εννεπε...''
Ομηρος
.
''Ειναι πολλων ανθρωπων
τα λογια μας''
.
.
Μια φορα κι ενα καιρο ηταν ενας βασιλιας κι ειχε
τρεις γιους.
Στον κηπο του φυτρωνε χρυσομηλια,το μεσημερι
ανθιζε,νωρις το βραδυ καρπιζε κι αργα τη νυχτα
ωριμαζε τα μηλα.
Τη νυχτα κατι ερχονταν κι ετρωγε τα μηλα.
Κι ο βασιλιας απορουσε πολυ και στεναχωριονταν.
Ο μεγαλυτερος γιος πηγε και του'πε:
''Πατερα,αποψε τη νυχτα θα παραφυλαξω στη μη-
λια να πιασω τον κλεφτη''
''Πηγαινε,γιε μου,και καλη τυχη''του'πε ο βασι-
λιας.
Πηγε,κι εκανε στον κηπο ενα παρατηρητηριο ξυ-
λινο κι ανεβηκε πανω να παραφυλαξει με το τοξο
του,ομως νυσταξε ,εκλεισαν τα ματια του και κοι-
μηθηκε μεχρι το πρωι,και στη μηλια τα μηλα ελει-
παν.
Πηγε στον βασιλια που τον ρωτησε:
''Γιε μου,ειδες κι επιασες τι μας τρωει τα μηλα;''
''Νυσταξα βαρια,εκλεισαν τα ματια μου και κοι-
μηθηκα μεχρι το πρωι και τιποτα δεν ειδα''απαν-
τησε.
Λιγο πριν δυσει ο ηλιος πηγε στον βασιλια ο με-
σαιος γιος να του ζητησει να τον αφησει να παει
στον κηπο να παραφυλαξει στη μηλια.
Ο βασιλιας του'πε:''Πηγαινε,γιε μου,και καλη τυ-
χη'' κι αυτος πηγε.
Τη νυχτα εκει μεσα στον κηπο νυσταξε βαρια,εκλει
σαν τα ματια του και κοιμηθηκε μεχρι το πρωι και
στη μηλια τα μηλα ελειπαν.
Τ'αλλο βραδυ πηγε ο μικροτερος γιος στον βασιλια
να του ζητησει να τον αφησει να παραφυλαξει στη
μηλια.
Ο βασιλιας του'πε:
''Τι λες,γιε μου,τα μεγαλυτερα αδερφια σου αποτυ-
χαν και θα τα καταφερεις εσυ;''
''Ασε με,πατερα,να παω''επεμενε εκεινο.
''Αν τοσο το θελεις,πηγαινε,γιε μου,και καλη τυχη''
δεχτηκε ο βασιλιας.
Κι αυτο πηρε το τοξο του και πηγε στον κηπο,ανε-
βηκε στο παρατηρητηριο κι εκοψε το μικρο του δα-
χτυλο με το μαχαιρακι και πανω στη πληγη εριξε
αλατι να τον ποναει για να μην νυσταξει και κλει-
σουν τα ματια του και κοιμηθει.
Τα μεσανυχτα ηρθε στη μηλια κατι,το ειδε,θαμπω-
σαν τα ματια του,σαν τον ηλιο ελαμπε,κι ετρωγε τα
μηλα στη μηλια.
Ηταν ενα χρυσο πουλι.
Το βασιλοπουλο αρπαξε γρηγορα το τοξο του το
τεντωσε,εριξε το βελος του,και του τιναξε ενα φτε-
ρο.
Πηρε το φτερο και το'φερε στον βασιλια.
Αστραψε ολοκληρο το ανακτορο.Ο βασιλιας σαν
ειδε το χρυσο φτερο του αποκριθηκε:
''Αν ειναι τοσο ομορφο το φτερο,το πουλι θα'ναι
εκατο φορες ομορφοτερο.''
Τοτε καλεσε τα τρια βασιλοπουλα και τους ειπε:
''Πηγαινετε να βρητε το χρυσο πουλι.Οποιο απο
σας το βρει πρωτο και το φερει εδω μπροστα μου
θα παρει για πληρωμη το μισο βασιλειο κι οταν
πεθανω θα παρει και τ'αλλο μισο.Αν ομως δεν το
βρητε μην τολμησετε να γυρισετε πισω.Για τιμω-
ρια θα σας θανατωσω.''
Εκεινα υπακουσαν,φιλησαν τον πατερα τους,χαι-
ρετησαν τους συγγενεις κι εφυγαν να ψαξουν το
χρυσο πουλι.
Σε ποιο μερος του οριζοντα να πανε δεν ηξεραν,
και τα'βαλαν τα δυο μεγαλυτερα αδερφια με τον
μικροτερο αδερφο.Το κατηγορησαν πως εκεινος
ηταν ο αιτιος να τους στειλει ο πατερας να βρουν
το χρυσο πουλι.Θυμωσαν και τον εδιωξαν,να μην
πηγαινει μαζι τους.
Εκεινοι πηγαιναν μπροστα,κι εκεινος απο πισω τους
απο πολυ μακρυα τους ακολουθουσε.Οταν σταμα-
τουσαν,στεκονταν ,οταν ξεκινουσαν,ξεκινουσε.
Στο δρομο τους συναντησαν,πρωτα,οι δυο μεγαλυ-
τεροι ενα γερο.
''Κατα που πηγαινετε,παιδια μου;''τους ρωτησε ο γε-
ρος.
''Τι σε νοιαζει εσενα,παλιογερε,που παμε και ρωτας
να μαθεις;''
του απαντησαν θυμωμενα.Κι εφυγαν.
Κατοπιν συναντησε το γερο ο μικροτερος.
''Κατα που πηγαινεις,παιδι μου;''τον ρωτησε ο γερος.
''Ελα,παππουλάκη ,καθησε στον ισκιο να ξεκουρα-
στεις,και μετα σου λεω κατα που πηγαινω'' του απαν-
τησε ευγενικα το παιδι.
Καθησαν στο ισκιο,του'δωσε ψωμι να φαει,του'δωσε
νερο να ξεδιψασει και του διηγηθηκε την ιστορια
απ' την αρχη.
Για την μηλια στο κηπο,για τα μηλα που τα'τρωγε
τη νυχτα κατι,και τα δυο μεγαλυτερα αδερφια του
νυσταζαν και σε υπνο βαρυ επεφταν και δεν ειδαν,
και τοτε πηγε εκεινος κι ειδε ενα χρυσο πουλι να
τρωει τα μηλα,να το πιασει δεν μπορεσε,μονο ενα
χρυσο φτερο εφερε στον πατερα κι εκεινος τους εστει-
λε και τους τρεις να του φερουντο χρυσο πουλι,κι ο-
ποιος το φερνει πρωτος περνει το βασιλειο,αλλιως αν
δεν το φερουν για τιμωρια θα τους θανατωσει.Κι ειπε
ακομη πως τα αδερφια του τον κατηγορησαν πως εκει-
νο φταιει και τον εδιωξαν να μην πηγαινει μαζι τους.
Ο γερος τον ακουσε με προσοχη κι οταν τελειωσε
του'πε:
''Παρατησε τ'αδερφια σου,ειναι κακοι ανθρωποι.
Ο δρομος,θα δεις,χωριζεται,αν παρουν τον ανηφο-
ρικο δρομο,εσυ παρε τον κατηφορικο,κι αν παρουν
τον κατηφορικο,τοτε εσυ παρε τον ανηφορικο κι εγω
θα σ'οδηγησω στο χρυσο πουλι.''
Ο γερος ετσι ειπε κι εξαφανισθηκε απο μπροστα
του.
Οταν ειδε πως τ'αδερφια του πηραν τον κατηφορικο
δρομο αυτος πηρε τον ανηφορικο οπως τον συμβουλε-
ψε ο γερος κι ετσι ξεχωρισθηκε απ'τ'αδερφια του.
Ξαναβρηκε τον γερο κι εκεινος του'πε να καθησει
στον ισκιο γιατι ηταν κουρασμενος.Το παιδι καθη-
σε και κοιμηθηκε.Τοτε ο γερος το σηκωσε στα χε-
ρια του και πηγαν χιλια μιλια μακρυα και το ξυπνη-
σε:
''Ξυπνα,παιδι μου,αρκετα κοιμηθηκες''
Αυτο σηκωθηκε κι ουτε καταλαβε πως ξυπνησε σ'αλλο
τοπο.
Δρομο περνουν δρομο αφηνουν ωσπου νυχτωσε.Σαν
το βασιλοπουλο κοιμηθηκε βαρια ,παλι το σηκωσε
στα χερια του και πηγαν χιλια κι αλλα χιλια μιλια
μακρυα.Εκει το ξυπνησε και πηραν το δρομο τους.
Ετσι ταξιδευαν πολλες μερες.
Καποτε εφτασαν κοντα στη πολιτεια που βρισκονταν
το χρυσο πουλι.Ανεβηκαν ενα λοφο κι απ'την κορυφη
του ειδαν την πολιτεια.
Του εδειξε ο γερος και του'πε:
''Βλεπεις εκει περα εκεινο το ψηλο κτιριο.Ειναι το ανα-
κτορο του βασιλια.Εκει βρισκεται το χρυσο πουλι.Πρω-
τα θα περασεις δυο πυλες,εκει ειναι δυο φυλακες,περνα
χωρις να σε δουν,κι επειτα θα περασεις εβδομηντα εφτα
πορτουλες.Σε καθε μια ειναι κι ενας φρουρος,περνα χω-
ρις να σε δουν.Οταν περασεις ολες τις πορτες θα φτασεις
στο χρυσο πουλι.Ειναι κλεισμενο σε χρυσο κλουβι,δυο
φορες ομορφοτερο απ'το πουλι.Παρε μονο το πουλι,αν
παρεις και το κλουβι θα σε συλλαβουν οι φυλακες.Πη-
γαινε και να κανεις οπως σου ειπα.''
Το βασιλοπουλο εφτασε στο ανακτορο,περασε τις δυο
πυλες χωρις να το δουν οι δυο φυλακες.περασε και τις
εβδομηντα εφτα πορτουλες χωρις να τον δουν οι εβδομην-
τα εφτα φυλακες κι εφτασε στο χρυσο πουλι που ηταν
κλεισμενο σε χρυσο κλουβι,δυο φορες ομορφοτερο απ'το
πουλι.Πηρε μονο το χρυσο πουλι κι εφυγε γρηγορα.
Στο δρομο σκεφτηκε και σταματησε:
''Το χρυσο κλουβι ειναι δυο φορες ομορφοτερο απ'το
χρυσο πουλι,θα γυρισω να το παρω,κι ας γινει οτι γινει.''
Γυρισε πισω,αρπαξε το κλουβι και στην πορτα τον συνε-
λαβαν οι φυλακες.Τον πηραν και τον πηγαν στον βασιλια,
που θυμωσε πολυ.
''Ποιος εισαι εσυ που ηρθες εδω να κλεψεις το χρυσο
πουλι;''
Του ειπε,πως ηταν βασιλοπουλο και γιατι ηρθε να κλεψει
το πουλι.
Κι ο βασιλιας αφου το ακουσε του αποκριθηκε:
''Αν καταφερεις να μου φερεις το φτερωτο αλογο θα σε
συγχωρεσω,θα σου δωσω και την μονακριβη κορη μου
για γυναικα.Αν δεν το φερεις,για τιμωρια,θα σε θανατω-
σω.''
Συμφωνησε με τον βασιλια κι εκεινος τον αφησε να φυ-
γει να βρει το φτερωτο αλογο.
Κι εκεινο πηρε το δρομο να βρει τον γερο.
Οταν τον συναντησε εκεινος τον ρωτησε:
''Που ειναι το χρυσο πουλι;''
Κι εκεινο του τα'πε ολα:πως εφτασε στο ανακτορο,
πως περασε τις πορτες χωρις να τον δουν οι φυλακες,
πως πηρε πρωτα το χρυσο πουλιπως επειτα γυρισε κι
αρπαξε το χρυσο κλουβι,δυο φορες ομορφοτερο απ'το
πουλι,πως στην πρωτη πορτα τον συνελαβαν οι φυλα-
κες,πως τον πηγαν στον βασιλια,πως αυτος θα τον συγ-
χωρεσει αν του φερει το φτερωτο αλογο και θα του δω-
σει την μονακριβη κορη του να τον κανει γαμπρο του,
και πως αν δεν φερει το φτερωτο αλογο για τιμωρια θα
τον θανατωσει.
Τ'ακουσε ολα ο γερος με προσοχη και τον καθησυχασε.
Αυτος θα τον οδηγουσε στο φτερωτο αλογο.
Δρομο περνουν δρομο αφηνουν ωσπου νυχτωσε.Οταν
το βασιλοπουλο κοιμηθηκε βαρια,το σηκωσε στα χερια
του και πηγαν χιλια κι αλλα χιλια μιλια μακρυα.Εκει το
ξυπνησε και πηραν το δρομο τους.
Ετσι ταξιδευαν πολλες μερες κι εφτασαν σε τοπους
ζεστους με μεγαλη ζεστη.
''Ας σταματησουμε να ξεκουραστουμε λιγο'' ειπε ο γερος,
σταματησαν και καθησαν στη σκια.Το βασιλοπουλο κοι-
μηθηκε αμεσως βαρια .Τοτε παλι το σηκωσε
στα χερια του και πηγαν χιλια κι αλλα χιλια μιλια
μακρυα.Εκει το ξυπνησε και πηραν το δρομο τους.
Ετσι ταξιδευαν πολλες μερες.
Καποτε εφτασαν κοντα στη πολιτεια που βρισκονταν
το φτερωτο αλογο.Ανεβηκαν ενα λοφο κι απ'την κορυ-
φη του ειδαν την πολιτεια.
Του εδειξε ο γερος και του'πε:
''Βλεπεις εκει περα εκεινο το ψηλο κτιριο.Ειναι το ανα-
κτορο του βασιλια.Εκει βρισκεται το φτερωτο αλογο.
Πρωτα θα περασεις μια μεγαλη πυλη,εκει ειναι εξι φυλα-
κες,περνα χωρις να σε δουν,κι επειτα θα περασεις ενενην-
τα εννια πορτουλες.Σε καθε μια ειναι δυο φρουροι,περνα
χωρις να σε δουν..Οταν περασεις ολες τις πορτες θα φτα-
σεις στο φτερωτο αλογο.Ειναι κλεισμενο στον σταυλο,
απ'το χρυσο χαλιναρι του το κραταει ενα κοιμισμενο θη-
ριο και η σελα του χρυση εκατο φορες ομορφοτερη.Ξε-
σελωσε το γρηγορα,βγαλε το χαλιναρι γρηγορα μην ξυ-
πνησει το θηριο ,καβαλικεψε το γρηγορα και φυγε.Μονο
προσεξε καλα.Μην γυρισεις ν'αρπαξεις τη χρυση σελα,
τοτε θα σε συλλαβουν οι φυλακες.Πηγαινε και να κανεις
οπως σου ειπα.''
Το βασιλοπουλο εφτασε στο ανακτορο,περασε την πυλη
χωρις να το δουν οι εξη φυλακες.περασε και τις ενενηντα
εννια πορτουλες ,που σε καθε μια ηταν δυο φρουροι,χωρις
να τον δουν κι εφτασε στο φτερωτο αλογο,που ηταν κλει-
σμενο στον σταυλο με χρυσο χαλιναρι που το κρατουσε ενα
κοιμισμενο θηριο΄κι ειχε χρυση σελα εκατο φορες ομορφο-
τερη,το ξεσελωσε γρηγορα,αν και λυπηθηκε για τη χρυση
σελα,εβγαλε το χαλιναρι γρηγορα να μην ξυπνησει το θη-
ριο,καβαλικεψε γρηγορα το φτερωτο αλογο κι εφυγε.
Γυρισε στον γερο.
Οταν πλησιασαν την πολιτεια που ηταν το χρυσο πουλι,ειπε
το βασιλοπουλο:
''Το φτερωτο αλογο μου αρεσει πολυ.Ας γινονταν να μην το
παραδωσω στον βασιλια.''
''Αν τοσο πολυ σ'αρεσει''του ειπε ο γερος,''κρατησε το δικο
σου,κι αλλο θα δωσεις στον βασιλια.''
Και τοτε σφυριξε στον αερα,κι αμεσως παρουσιασθηκε
μπροστα τους ενα ομοιο αλογο.
''Παρε αυτο το αλογο και δωστο στον βασιλια.Τ'αλλο αφη-
σε το εδω,ειναι δικο σου.''
Καβαλικεψε το ομοιο αλογο και μπηκε στην πολιτεια.Το
αλογο εσκαβε βαθια τους δρομους με τις οπλες του και το
χλιμιντρισμα του γρεμιζε πορτες και παραθυρα,τοση μεγα-
λη ηταν η δυναμη του.
Ο βασιλιας ειδε το φτερωτο αλογο και χαρηκε πολυ,συγχω-
ρεσε το βασιλοπουλο,του'δωσε το χρυσο πουλι μαζι με το
χρυσο κλουβι και για γυναικα τη μονακριβη κορη του,ομορ-
φη σαν τριανταφυλλια ανθισμενη.
Και του'δωσε ακομα πολλα προικια,μεταξωτα ρουχα,του'δω-
σε και χρυσο δαχτυλιδι σαν τον ηλιο αστραφτερο και σ'ενα
καρυδοτσουφλο κλεισμενα του'δωσε τα αραχνουφαντα φο-
ρεματα της νυφης.Αυτα τα κρατησε το βασιλοπουλο,τ'αλλα
προικια τα φορτωσε σε μια χρυση αμαξα.
Τ'αρραβωνιασμενα ανεβηκαν σε μια δευτερη χρυση αμαξα
και πηγαν να βρουν τον γερο.
Οταν τον ηβραν τον πηραν κι αυτον μαζι τους.
Ταξιδευαν και ταξιδευαν μερες και καποτε εφτασαν
σ'εναν αγνωστο τοπο.Εκει ο γερος κατεβηκε απο
την αμαξα,τους εδειξε ποιο δρομο ν'ακολουθησουν
για τον γυρισμο,εκεινοι τον ευχαριστησαν και τον
αποχαιρετησαν κι εκεινος εξαφανισθηκε.
Ταξιδευαν και ταξιδευαν μερες.
Καποτε εφτασαν σ'ενα πανδοχειο.Εκει το βασιλοπου-
λο σταματησε να παρει εφοδεια τροφιμα προμηθειες
για το δρομο.
Οταν μπηκε μεσα στο πανδοχειο,ειδε τους ιδιοκτητες
του και αμεσως σ ' αυτους αναγνωρισε τ ' αδερφια
του.
Οταν εκεινα ειχαν παρει τον κατηφορικο δρομο μετα
απο λιγο ειπαν:
''Που να παμε τωρα να ψαχνουμε το πουλι,ουτε το
ακουσαμε κι ουτε το'χουμε δει.Ας μεινουμε εδω,να
κανουμε ενα πανδοχειο,κι οταν πεθανει ο πατερας
γυρναμε πισω να γινουμε βασιλιαδες.''
Ετσι ειπαν,κι ετσι εκαναν.
Αυτα ηταν τα βασιλοπουλα ,τα μεγαλυτερα αδερ-
φια του κι απο το πανδοχειο ειχαν κερδισει πολλα
χρηματα.
Οταν ο μικροτερος αδερφος μπηκε μεσα στο πανδο-
χειο δεν τον αναγνωρισαν.Αυτος αρχισε να τους ρω-
ταει,δηθεν πως δεν γνωριζε,απο που ηταν,αν ειχαν
πατερα,μανα,αλλα αδερφια κι αδερφες,και ποσο και-
ρο ζουσαν κι εμπορευονταν σ'εκεινα τα μερη.Εκει-
νοι του απαντουσαν με ψεματα.Αυτος επεμενε κι εκει-
νοι δεν αντεξαν και του τα'παν ολα:
Πως ηταν αδερφια βασιλοπουλα,πως μια μηλια ειχαν
στην αυλη,πως τη νυχτα κατι ετρωγε τα μηλα,κι αυτοι
κοιμηθηκαν και δεν το ειδαν,κι ο μικροτερος αδερφος
το ειδε,ηταν ενα χρυσο πουλι,και δεν το επιασε,τοτε
ο πατερας θυμωσε πολυ και τους εστειλε να του φε-
ρουν το χρυσο πουλι,αλλιως για τιμωρια θα τους θανα-
τωσει,και τι να κανουν εφυγαν να βρουν το χρυσο
πουλι,αυτοι πηγαιναν μπροστα κι απο πισω τους ακο-
λουθουσε απο μακρυα ο μικροτερος αδερφος,κι σ'ενα
διστρατο αυτοι πηραν το κατηφορικο δρομο,ξεχωρι-
σαν και τον εχασαν,κι απο τοτε δεν εμαθαν γι'αυτον
και δεν ξερουν που να βρισκεται.Αυτοι επειδη δεν
ηξεραν που να πανε να βρουν το χρυσο πουλι,σ'αυτο
εδω το μερος σταθηκαν κι εκαναν το πανδοχειο ετου-
το και πλουτισαν,κι οταν πεθανει ο πατερας θα γυρι-
σουν πισω να γινουν βασιλιαδες.
Τους ακουσε προσεκτικα το βασιλοπουλο κι οταν τε-
λειωσαν τους ρωτησε:
''Αν παρουσιαζονταν μπροστα σας ο μικροτερος αδερ-
φος θα τον αναγνωριζατε;''
''Και βεβαια θα τον αναγνωριζαμε''απαντησαν και οι
δυο με μια φωνη.
Εκεινος τους ειπε:''Εχει καποιο σημαδι στο κορμι;''
Κι εκεινοι απαντησαν:Εχει ελια στο στηθος κι αλλη
μια στο χερι το δεξι''.
Και τοτε ο μικροτερος αμεσως ξεγυμνωσε το στηθος
και τους εδειξε την ελια στο στηθος και στο δεξι
χερι.
''Αυτα ειναι τα σημαδια;'' ρωτησε
Κι εκεινα απαντησαν:''Αυτα ειναι'' και κοιταξαν το
ενα τ'αλλο.
Κι αυτο τους ειπε;
''Εγω ειμαι ο μικροτερος σας αδερφος.Εδω μπροστα
σας.Βρηκα το χρυσο πουλι,και το'χω μαζι μου.Κλει-
στε το πανδοχειο κι ελατε μαζι μου στον πατερα.''
Κι ετσι εγινε,εκλεισαν το πανδοχειο κι ανεβηκαν
πανω στη χρυση αμαξα με τα προικια της νυφης,εκει-
νοι μπροστα και πισω πηγαινε η χρυση αμαξα με το
βασιλοπουλο και την αρραβωνιαστικια του τη βα-
σιλοπουλα τον δρομο του γυρισμου.
Ταξιδευαν μεσα απο χωρες και χωρια.
Οι δυο μεγαλυτεροι αδερφοι ελεγαν ο ενας στον
αλλον:
''Οταν επιστρεψουμε σπιτι,αυτος θα πει πως μονος του
βρηκε το χρυσο πουλι,και πως εμεις τον παρατησαμε,
τον αφησαμε μονο του,και παρακουσαμε τον πατερα
και δεν ψαξαμε για το χρυσο πουλι, και καναμε πανδο-
χειο να πλουτισουμε και τοτε ο πατερας για τιμωρια
θα μας σκοτωσει.Ας τον χτυπησουμε,να του παρουμε
το χρυσο πουλι,και μεις να το παρουσιασουμε στον
πατερα.Κι αν μας ρωτησει γι'αυτον τον μικροτερο να
πουμε πως απο μας ξεχωρισθηκε και δεν ξερουμε τι
απογινε''
Ετσι ειπαν κι ετσι εκαναν.
Σταματησαν την αμαξα του ξευγαριου,πηδηξαν πανω,
αρπαξαν τον αδερφο τον κατεβασαν κατω ,η κοπελα
ουρλιαζε,κανεις δεν την ακουγε,και με τη βια τον εσυ-
ραν σε δασος πυκνο.Εκει σ'ενα κορμο δεντρου τον εδε-
σαν σφιχτα κι ο μεγαλυτερος αδερφοςειπε να τον σκοτω-
σουν,αλλα ο μεσαιος αδερφος του ειπε:
''Να μην τον σκοτωσουμε,μα να τον αφησουμε δεμενο
σφιχτα στο δεντρο να πεθανει απ'την πεινα και τη διψα
και να τον φανε τ'αγρια θηρια.''
Ο μεγαλυτερος αδερφος τ'ακουσε και συμφωνησε μαζι
του.
Κι ετσι εγινε οπως συμφωνησαν.Τον αφησαν τον μικρο-
τερο αδερφο σφιχτα δεμενο στο δεντρο μεσα σε πυκνο
δασος να πεθανει απο την πεινα και την διψα και να τον
φανε τ'αγρια θηρια.
Επειτα γυρισαν πισω,εκει βρηκαν τη βασιλοπουλα να
κλαιει για τον αρραβωνιαστικο της,την επιασαν την φο-
βερισαν να μην μιλησει,τι ειδε και τι ακουσε,γιατι θα
παθει μεγαλο κακο.
Συνεχισαν το δρομο τους κι εφτασαν στον βασιλια.
Παρουσιασθηκαν στον βασιλια,του εδειξαν το χρυσο
πουλι κι εκεινος χαρηκε πολυ.Επειτα τους ρωτησε για
τον μικροτερο γιο,που ηταν κι ο αγαπημενος του.Κι
εκεινοι με μια φωνη του αποκριθηκαν, πως εκεινος
γρηγορα αποχωρισθηκε απ'αυτους κι απο τοτε τον εχα-
σανκαι δεν ξερουν που ειναι.
Στο ανακτορο του βασιλια ετοιμαζονταν για τον γαμο,
ο μεγαλυτερος αδερφος θα παντρευονταν την βασιλο-
πουλα.
Και μεσα στο πυκνο δασος ο μικροτερος αδερφος εμεινε
σφιχτα δεμενος στο δεντρο,περασαν δυο μερες και δυο
νυχτες και κανεις δεν περασε να τον ελευθερωσει και πο-
λυ τον ταλαιπωρουσε η πεινα και η διψα και την τρι-
τη μερα περασε ενας γιδοβοσκος.Τον ειδε το βασιλο-
πουλο και τον φωναξε να'ρθει κοντα του να τον λυσει.
Ο γιδοβοσκος τον ειδε δεμενο στο δεντρο και φοβηθηκε
πως ληστες τον εδεσαν και να μην μπλεξει μαζι τους.Και
πηγε να φυγει,κι εκεινος ο δυστυχος τον ξαναφωναξε με
δυνατη φωνη να τον λυσει,πως τα μεγαλυτερα αδερφια
του τον ειχαν δεσει.
Τον πλησιασε τοτε ο γιδοβοσκος και τον ελυσε,κι εκεινος
σωριαστηκε λιποθυμος στο χωμα απο την μεγαλη ταλαι-
πωρια.Του'δωσε νερο ο καλος ανθρωπος κι ηρθε στις αι-
σθησεις του.Του'δωσε και ψωμι να φαει,κι οταν συνηλ-
θε και δυναμωσε,αλλαξε το βασιλοπουλο τα ρουχα του με
τα ρουχα του γιδοβοσκου,φορεσε τα κουρελια κι εκεινος
φορεσε τα δικα του τα μεταξωτα,κρατησε πανω του μονο
το χρυσο δαχτυλιδι και το καρυδοτσουφλο με τα αραχνο-
υφαντα φορεματα της βασιλοπουλας.
Αφου εγιναν ολ'αυτα τον ευχαριστησε τον γιδοβοσκο,
τον αποχαιρετησε κι εφυγε.
Στον δρομο που πηγαινε ζητιανευε να τρωει.
Καποτε εφτασε στη πολιτεια που βασιλευε ο πατερας
του,και πηγε στο μαγειριο που ετοιμαζαν τα φαγητα
του γαμου.Ζητησε δουλεια,να σκιζει ξυλα για τη φωτια
στους φουρνους,να κερδιζει το ψωμι του.
Τον πηραν για δουλεια.Κανενας δεν τον αναγνωρισε.
Ο γαμος του μεγαλυτερου αδερφου με τη βασιλοπου-
λα την δικη του αρραβωνιαστικια θα γινονταν σε δυο
μερες.
Το μαγειριο ηταν απεναντι απ'το ανακτορο και το παρα-
θυρο της βασιλοπουλας.Πηρε το χρυσο δαχτυλιδι και
το πεταξε απ'το παραθυρο στο δωματιο της.Τοτε ολο το
δωματιο αστραψε.Εκεινη στην αρχη σαν ειδε το ξαφνι-
κο φως τρομαξε κι υστερα σαν ειδε το χρυσο δαχτυλιδι
χαρηκε πολυ.Ηταν το χρυσο δαχτυλιδι που δωρησε ο
πατερας στο βασιλοπουλο τον αρραβωνιαστικο της.
Κι ειπε χαρουμενη πολυ:
''Ζει κι ειναι καπου εδω κοντα''και σε κανεναν δεν ειπε
τιποτα.
Οταν εφτασε η ορισμενη ωρα του γαμου πηγαν οι δυο
αδερφοι στη νυφη και της ειπαν να ετοιμασθει και να
μην αργοπορει.Κι αυτοι τους ειπε:
''Οταν μου ραψουν φορεματα να χωρανε σ'ενα καρυδο-
τσουφλο τοτε θα παντρευτω.''
Οταν τ'ακουσε ο βασιλιας εστειλε διαλαληταδες στη
χωρα να διαλαλησουν:
''Οποιος ραφτης μεσα σ'ολη τη χωρα μπορει να ραψει
φορεματα της βασιλοπουλας να χωρανε σ'ενα καρυδο-
τσουφλο,να τα φερει στον βασιλια και θα παρει πολλα
δωρα.''
Σαν τ'ακουσαν οι ραφταδες απορουσαν πολυ:ποιος ρα-
φτης μεσα σ'ολο τον κοσμο ειναι τοσο επιδεξιος τεχνιτης
που μπορει να ραψει φορεμα να χωρανε σ'ενα καρυδοτσου-
φλο;
Το βασιλοπουλο ντυμενο με τα κουρελια του σαν ζητια-
νος παρουσιασθηκε σ'εναν ραφτη και του'πε:
''Εγω μπορω να ραψω τα φορεματα''
Ο ραφτης τον πηρε για τρελλο κι πως τους κοροιδευε και
τον φωναξε θυμωμενα:
''Φυγε απο'δω,παλιοζητιανε.Τοσοι τεχνιτες ειμαστε και
δεν ξερουμε και ξερεις εσυ;''
''Κι ομως εγω θα τα ραψω''επεμενε εκεινος,''αρχιζω αυτο
το βραδυ και το πρωι ειναι ετοιμα.Να'ρθεις να τα παρεις.''
''Και τι ζητας για τη δουλεια σου;''τον ρωτησε ειρωνικα
ο ραφτης.
Κι εκεινος του ειπε:
''Θελω ενα καλαθακι καρυδια,μια χηνα ψητη κι ενα καρ-
βελι ψωμι.''
''Εγινε,οτι θελεις θα'χεις'' του΄πε παλι ειρωνικα ο ραφτης
και σκεφτηκε υπολογιζοντας:τα καρυδια ,η ψητη χηνα
και το καρβελι το ψωμι κοστιζουν-δεν κοστιζουν τριαν-
τα με σαραντα δραχμες.Σιγα τη ζημια,ασημαντη.Αν ο-
μως καταφερει και ραψει τα φορεματα της βασιλοπου-
λας που χωρανε σ'ενα καρυδοτσουφλο μεσα τοτε το
κερδος ειναι πολυ μεγαλο,απ΄τον βασιλια θα παρει πολ-
λα δωρα.Αν δεν καταφερει να τα ραψει τοτε θα'χει ενας
φτωχος ζητιανος χορτασει,με τα καρυδια ,την ψητη χη-
να και με το καρβελι το ψωμι.Ας ειναι.
Και δεχτηκε.
Και του'δωσε το καλαθι με τα καρυδια,την ψητη χηνα
και το καρβελι το ψωμι.Το βασιλοπουλο κλεισμενο στο
ραφταδικο,ολο το βραδυ και τη νυχτα μεχρι το πρωι εφα-
γε την ψητη χηνα και το καρβελι το ψωμι κι εσπαγε κι
ετρωγε τα καρυδια.
Σαν ηρθε η μερα και ξημερωσε ,ηρθε κι ο ραφτης.
''Τα'ραψες τα φορεματα της βασιλοπουλας που χωρα-
νε σ'ενα καραδυτσουφλο;'' τον ρωτησε.
Εκεινος αμεσως του'δειξε το καρυδοτσουφλο,επειτα
τ'ανοιξε κι εβγαζε απο μεσα ενα-ενα ολα τα φορεματα
της βασιλοπουλας.
Και του'πε;
''Να τα.Αυτα ειναι τα φορεματα.Δες τα.''
Αφου τα εδειξε στον ραφτη,τα διπλωσε,τα'κλεισε καλα
μεσα στο καρυδοτσουφλο και του το'δωσε να το παει
στον βασιλια.
Σαν ειδε τα φορεματα ο βασιλιας χαρηκε πολυ και διε-
ταξε να δωσουν στον ραφτη δωρα πολλα.Και του'δω-
σαν πολλα δωρα.
Τα φορεματα τα πηγαν στη βασιλοπουλα που οταν τα
ειδε τα αναγνωρισε αμεσως και χαρηκε πολυ.
''Ζει κι ειναι καπου εδω κοντα'' ειπε απο μεσα της,κανε-
νας να μην την ακουσει.
Οταν την αλλη μερα ηρθαν να της πουν να ετοιμαζεται
για τον γαμο,εκεινη ειπε:
''Θελω,πρωτα,πριν τον γαμο μου να περασουν απο μπρο-
στα μουολοι οι ανθρωποι που ζουν στη χωρα που θα βα-
σιλεψω,ολοι,πλουσιοι και φτωχοι,χωρις εξαιρεση,και κα-
θε ενας να μου πει μια λεξη.Τοτε μονο,σαν γινει αυτο,
θα'βγω να παντρευτω.''
Οταν τ'ακουσε ο βασιλιας εστειλε διαλαληταδες στη χω-
ρα να διαλαλησουν:
''Αυριο πρωι ολοι οι ανθρωποι που ζουν στη χωρα,ολοι,
πλουσιοι και φτωχοι,χωρις εξαιρεση,να'ρθουν στο ανα-
κτορο του βασιλια,Εκει θα περασουν μπροστα απο τη
νυφη βασιλοπουλα που θα γινει βασιλισα τους και να
της πουν μια λεξη.Οποιος δεν ερθει θα τιμωρηθει.
Κι ετσι εγινε,κι ηρθαν τ'αλλο πρωι στο ανακτορο του βα-
σιλια ολοι οι ανθρωποι που ζουσαν στη χωρα,ολοι,πλου-
σιοι και φτωχοι,και περνουσαν μπροστα απ'την βασιλο-
πουλα κι ολοι της ελεγαν μια λεξη.
Και περνουσαν μπροστα της χιλιαδες και χιλιαδες,
Περασαν ολοι,κι εκεινος,που περιμενε να περασει,δεν πε-
ρασε.
Τοτε ρωτησε η βασιλοπουλα:
''Υπαρχει καποιος που ζει στη χωρα και δεν ηρθε εδω να πε-
ρασει απο μπροστα μου να μου πει μια λεξη;''
Και της απαντησαν:
''Ειναι ενας ζητιανος εδω,τοσο πολυ κουρελιασμενος και
βρωμικος,που δεν τον αφησαμε να ερθει.''
Τους ειπε να πανε να τον φερουν μπροστα της.
Κι ετσι εγινε,πηγαν και τον βρηκαν και τον εφεραν.
Οταν τον ειδε η βασιλοπουλα αμεσως τον αναγνωρισε απο
μακρυα,ετρεξε κοντα του τον αγκαλιασε κι εκλαιγε απο χα-
ρα μεγαλη.
Οταν το ειδαν αυτο ο βασιλιας και ολοι οι συγκεντρωμενοι
εκει πολυ απορησαν ,
Τοτε η βασιλοπουλα πηρε τον ζητιανο και πηγαν μπροστα
στον βασιλια και του ειπε:
''Βασιλια μου αυτος εδω ο ζητιανος ειναι ο μικροτερος γιος
σου ο αγαπημενος κι αυτος ειναι ο αρραβωνιαστικος μου.
Αυτος βρηκε το χρυσο πουλι κι ο πατερας μου ο βασιλιας
μ'εδωσε σ'αυτον για γυναικα του,οταν του'φερε το φτερωτο
αλογο.Στο δρομο του γυρισμου βρηκαμε τους δυο μεγαλυ-
τερους γιους σου σ'ενα πανδοχειο που ειχαν κανει για να
πλουτισουν.Τους πηραμε στη χρυση αμαξα να γυρισουμε
μαζι,κι εκεινοι σ'ενα ερημικο τοπο χτυπησαν τον μικρο-
τερο γιο σου τον αντρα μου και τον πηγαν σε πυκνο δασος,
εκει τον εδεσαν σφιχτα σε δεντρο και τον παρατησαν να
πεθανει απο την πεινα και τη διψα και να τον φανε τ'α-
γρια θηρια.
Αυτος ειναι ο αρραβωνιαστικος μου κι αυτον θελω να παν-
τρευτω.''
Σαν τ'ακουσε ολα αυτα με προσοχη ο βασιλιας θυμωσε πο-
λυ με τους δυο μεγαλυτερους γιους.
Ζητησε να τους πιασουν ,να τους κλεισουν στη φυλακη και
για τιμωρια να τους θανατωσουν.
Κι ετσι εγινε.
Επειτα ο βασιλιας ειπε να γινουν οι γαμοι και τους ευχηθη-
κε.Και παντρευτηκε ο μικροτερος γιος με την βασιλοπουλα,
που ηταν ομορφη σαν ανθισμενη τριανταφυλλια,και τους
εδωσε το μισο βασιλειο κι οταν ερθει η ωρα του και τελει-
ωσουν οι μερες του στη γη θα παρουν και τ'άλλο μισο βα-
σιλειο.
Κυβερνησαν και βασιλεψαν καλα και δικαια χρονια πολλα,
και μεχρι σημερα οι ανθρωποι μιλουν γι'αυτους τους δυο και
τους μνημονευουν.
Κι εγω,που τα διηγηθηκα ολ'αυτα,τους τιμω και τους μνημο-
νευω σ'ολους τους καιρους, που ηρθαν, που ειναι και που
θα'ρθουν.
.
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου