.
.
20 ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟΥ
.
.
.
Απο τα ''20 ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟΥ ''
.
ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ
.
Το απογευμα γυριζοντας απο τη δουλεια τον πλη-
ροφορισε η μητερα του πως λιγο πριν τις εντεκα
ηρθαν στο σπιτι και τον ζητουσαν δυο κυριοι,ο
ενας ψηλος με μαυρο κουστουμι κι ο αλλος κον-
τος με σκουρο κουστουμι.Τους ειπε πως ο γυιος
της ελειπε και να πανε να τον βρουν στη δουλεια.
Της απαντησαν πως ηθελαν η συναντηση τους να
μην δημοσιοποιηθει.Καθισαν περιπου μια ωρα
στον καναπε αμιλητοι και σχεδον ακινητοι.Καποι-
α στιγμη ,σαν να ξυπνησε απο τον υπνο του σηκω-
θηκε ο ψηλος πηγε στη βιβλιοθηκη και περιεργα-
στηκε τα βιβλια,μαλιστα τραβηξε ενα ,το ανοιξε
και το εβαλε παλι στη θεση του.Συνεχισε και με
αλλες λεπτομερειες.Επαψε να την ακουει,η δου-
λεια του ηταν σχεδιαστης κομιξ, φανταστηκε τους
δυο τυπους σαν ηρωες σε κομιξ,ασημαντα γρανα-
ζια σε καποια μηχανη φαρσοκωμωδιας.
Ακουσε την φωνη της μητερας του.Του ελεγε,πως
την ωρα ,που ηταν ετοιμοι να φυγουν τους ρωτη-
σε να της πουν τα ονοματα τους,ποιο επαγγελμα
εκαναν,κι αν θα αφηναν καποιο σημειωμα για την
επισκεψη τους στον γυιο της.Της απαντησαν πως
εκεινος γνωριζει πολυ καλα.Οταν τελειωσε,αγνοη-
σε το συμβαν,καθισε στο τραπεζι να φαει,κι επει-
τα πηγε να ξεκουρασθει στο δωματιο του.
Τον ξυπνησε το τηλεφωνο.Σηκωσε το ακουστικο.
Μια ανδρικη φωνη με παραξενη αρθρωση,του ει-
πε πως το πρωι ηρθαν στο σπιτι,και δεν τον βρη-
καν,οπως επρεπε,την επομενη φορα να μην επανα-
ληφθει το ιδιο.Δεν προφθασε να μιλησει και το
τηλεφωνο εκλεισε.
Τις επομενες μερες δεν συνεβηκε κατι παραξενο
ουτε στο σπιτι ουτε στο γραφειο,ουτε και τον
ξαναπηραν τηλεφωνο.
Περασε σχεδον ενας μηνας,οταν μια μερα κατεβαι-
νοντας στο κεντρο απο τον ηλεκτρικο και ανεβαι-
νοντας τη σκαλα απο τον υπογειο σταθμο προσεξε
μερικα σκαλια πιο πανω ν'ανεβαινουν δυο τυποι,
ομοιοι με τους αντρες ,που του ειχε περιγραψει η
μητερα του.Τους ακολουθησε,πηραν τον εμπορικο
δρομο,πληθος κοσμου εκεινη την ωρα,στο τερμα
εστριψαν και εφτασαν στη πλατεια της Μητροπο-
λης,ανεβηκαν τα σκαλια και μπηκαν στον ναο.Μπη-
κε κι αυτος στην εκκλησια,χαμηλος φωτισμος,προ-
χωρησε στο εσωτερικο της,κοιταξε αλλα δεν ειδε που-
θενα τους ανθρωπους του.Εκεινη την μεσημεριανη
ωρα ελαχιστοι ανθρωποι βρισκονταν εκει μεσα.Οι
δυο αντρες αφαντοι.Καθυστερησε την εξοδο του
κοιτωντας τις τοιχογραφιες και τα χρωματιστα βιτρω
στα παραθυρα ψηλα.
Το βραδυ τον πηραν στο τηλεφωνο,η ιδια φωνη με
την παραξενη αρθρωση του ειπε αυστηρα πως δεν
επρεπε να τους παρακολουθησει.Εκλεισαν παλι
αποτομα.
Ο υπνος του ηταν ανησυχος.Σ'εναν απο τους εφιαλ-
τες του,οι δυο εκεινοι αντρες ενας απο τα αριστερα
και ο αλλος απο τα δεξια τον ειχαν πιασμενο και περ-
νωντας τον απο τους αδειους δρομους εκεινη την νυ-
χτερινη ωρα βγηκαν εξω στα περιχωρα στα χερσα χω-
ραφια κι εφτασαν στη θαλασσα.Η παραλια,ειδε,μεσα
στη ζαλη του, μια πλατια ταινια αμμου,φωτιζονταν
απο το φεγγαρι καθαρα,φωσφοριζουσα.Ο ενας απο
τους δυο αντρες του φωναξε,μαλλον τον διεταξε,να
γονατισει πανω στην αμμο,επειτα τον εσπρωξαν,να
ακουμπησει το κεφαλι του στην αμμο.Ποσο εμεινε
σ'αυτη την θεση δεν μπορουσε να υπολογισει.Με
την ακρη του ματιου εβλεπε,μετρουσε,τις λαμψεις
του φεγγαριου στα κυματα.Του ακουμπησαν το μα-
χαιρι στο λαιμο και τον μαχαιρωσαν,πριν χασει τις
αισθησεις του ακουσε ενα σαρκαστικο γελιο,που
ολο απομακρυνονταν,επειτα τιποτα.
Ακριβως τρεις μερες μετα απο εκεινο το ονειρο
τον πηραν στο τηλεφωνο,στο γραφειο αυτη τη φο-
ρα,και η ιδια φωνη του ορισε ,ημερα και ωρα,την
συναντηση,και να μην διανοηθει να ξεφυγει.
Στην μητερα του δεν ανεφερε τιποτα,για να μην
την ανησυχησει.
Ηταν Κυριακη μεσημερι εφαγαν μαζυ ,της ειπε θα
βγει για λιγο εξω,καποια δουλεια ,στο γραφειο,κι
αυτη να παει να ξαπλωσει να ξεκουρασθει,δεν θ'αρ-
γησει θα επιστρεψει γρηγορα.
Βγηκε εξω.Συνειδητοποιησε πως η πολη ηταν τερα-
στια .Του ειχαν ορισει την μερα και την ωρα,αλλα
οχι τον τοπο.Για να τους ειρωνευτει φανταστηκε την
τεραστια πολη τοσο απεραντη,που σ'οποιο σημειο
της να βρισκοσουν ηταν σαν να βρισκοσουν στο κεν-
ντρο της,η' σαν εναν τεραστιο κυκλο,καθε σημειο του
ειναι αρχη και τελος του η' σαν την ταινια του Μποε-
μιους ,με συνεχη τροπο περνας απο το εξωτερικο
στο εσωτερικο της ταινιας και παλι στο εξωτερικο
της. Περιφερονταν στην πολη.Παιζοντας.Βαδιζε
προς τον βορρα,επειτα γυριζε προς τα δυτικα και
ακολουθωντας τη διαγωνιο προς το βορρα,αλλαζε
κατεβαινε προς τον νοτο,με πολλες παραλλαγες αυ-
του του παιχνιδιου τους κοροιδευε.Βρεθηκε σε
αγνωστα μερη της πολης.Συναντησε μια παρεα
παιδιων,αγορια και κοριτσια,τον περικυκλωσαν χο-
ροπηδωντας φωναζοντας και γελωντας.Ενα κοριτσι
λιγο μεγαλυτερο στην ηλικια, ο αργηγος τους, ζη-
τησε χρηματα,εκεινος για να απαλλαγει εβγαλε
και της εδωσε,εκεινη τα αρπαξε,του χαμογελασε
και εξαφανιστηκε με τα τα παιδια στο ανοιγμα μιας
πορτας ενος σπιτιου.Δεν ειχε χρονο να περιπλανηθει
αλλο,ακολουθησετα παιδια και μπηκε μεσα στο σπι-
τι.Περπατησε στον διαδρομο,βρεθηκε στην εσωτερικη
αυλη του σπιτιου,γυρω -γυρω τα διαμερισματα,φωνες
ανθρωπων,απλωμενα ρουχα,μικρα παιδια που εκλαιγαν,
οι φωνες των μαναδων τους.Απο ψηλα πανω ακουγε
μια αρια απο τη φαλτσα σοπρανο φωνη καποιας γυναι-
κας.Διεσχισε την αυλη ,μπηκε σε μια πορτα,προχωρη-
σε στον διαδρομο,βρηκε μια σκαλα,την ανεβηκε,ακο-
λουθωντας τη φωνη της σοπρανο.Η σκαλα εφτανε
σ'ενα πλατυσκαλο,αριστερα και δεξια του πορτα,και
συνεχιζε προς τα πανω.Η φωνη της σοπρανο σταματη-
σε αποτομα.Ανεβαινε,δεν συναντησε ανθρωπο.Ακουσε
τη φωνη της σοπρανο χαμηλωτερα,πολυ κατω στο σπι-
τι.Στους τοιχους δεν υπηρχε ουτε ενα ανοιγμα,ο χωρος
φωτιζονταν αμυδρα απο αδυνατες ηλεκτρικες λαμπες
και επικρατουσε μεγαλη θερμοκρασια.
Σε ενα απο τα πλατυσκαλα,οπως ειχε στριψει να ανεβει
την αλλη σκαλα,ανοιξε μια πορτα ,η αριστερη,ταραχτηκε,
ειδε μια ωριμη γυναικα στο ανοιγμα της,τον καλεσε με χα-
μηλη φωνη ψιθυριστη,την πλησιασε,του ειπε αν θελει να
μπει μεσα,μπηκε,εκεινη εκλεισε προσεκτικα την πορτα
χωρις θορυβο,καθισε στον καναπε,παλι με χαμηλη φωνη
του ειπε πως η κορη της ειναι αρρωστη,παραλυτη απο
παιδι ,ηταν και επιληπτικη.Του εφερε γλυκο,μυριζε
μουχλα,της ειπε πως δεν τρωει γλυκα,το πηρε πισω.
Επειτα εκεινη πηγε και καθισε απεναντι του στον
αλλο καναπε,σταυρωσε τα χερια και ειχε χαμηλω-
μενο το κεφαλι,μετα αρχισε να του μιλα ,πως καπο-
τε παληα, οταν ηταν νεα,ηταν ομορφη ,την ηθελε ενας
πλουσιος ,αυτη δεν τον ηθελε,τοτε ο φιλος της ενα
τομαρι την απειλισε την χτυπησε και την εξαναγκασε
να τον παρει,να τον ξεκανουν και να του παρουν τα
λεφτα.Ετσι εγινε,τον δηλητηριασε,εκεινος το σχεδιασε,
την επιασαν και την καταδικασαν ,δεκατεσσερα χρονια
στη φυλακη.Εκεινο το ρεμαλι δεν της συμπαρασταθη-
κε,την παρατησε,αυτη και το αρρωστο παιδι,δικο του
παιδι,γυρνουσε μ'αλλες γυναικες,και σπαταλουσε τα
λεφτα,που για χαρη του εκανε τον φονο.Το κρατουσε
μεσα της βαρεια,οταν βγηκε απο την φυλακη του
εστησε παγιδα,τον βρηκε,εκανε πως τιποτα δεν κρα-
τουσε,τον πηγε σ'ενα φτηνο ξενοδοχειο,κοιμηθηκαν
μαζι,και πανω στον υπνο τον μαχαιρωσε,τετοιο κα-
θαρμα ηταν,που κανενας δεν ενδιαφερθηκε για την
τυχη του,ουτε και η αστυνομια ασχοληθηκε μαζι
του.Τελειωσε την ιστορια της,μετα απο λιγο αρχισε
να λεει για τα προβληματα,που ειχε τωρα,για την αρ-
ρωστεια της μικρης,γνωστους ,συγγενεις δεν ειχε κανε-
ναν.Σταματησε να μιλαει.Σηκωσε το κεφαλι,του χαμο-
γελασε,φανηκαν τα ασπρα δοντια της,επειτα σηκωσε
λιγο ψηλωτερα τη φουστα της,του εδειχνε τα ποδια
της προκλητικα.Ξαφνικα ενας δυνατος βηχας την
τρανταξε,εβγαλε ενα ασπρο μαντηλι,το εφερε στο
στομα της ,σκουπιστηκε,και γρηγορα το εκρυψε
στην τσεπη της,κατεβασε τη φουστα,χαμηλωσε το
το κεφαλι ,σταυρωσε τα χερια της.Καταλαβε πως
ενιωθε ντροπη.Επειτα σηκωσε το κεφαλι,τον κοιτα-
ξε στα ματια και του ειπε να την συγχωρησει,πως
φερθηκε απρεπα,ειχε πολυ καιρο να την αγγιξει
αντρας.Την ακουσε και δεν της ειπε τιποτα,σηκω-
θηκε να φυγει,της αφησε χρηματα στο τραπεζι,
γι'αυτη και το παιδι της ειπε,ανοιξε την πορτα και
την εκλεισε πισω του.
Στο πλατυσκαλο εξω ακουσε δυνατα τη φωνη της
σοπρανου.Ανεβηκε τη σκαλα.Η φωνη της τραγου-
διστριας σιγα σιγα εξασθενιζε μεχρι ,που δεν την
ακουγε.Η θερμοκρασια ειχε ανεβει,στην ατμοσφαι-
ρα ειχε ελαττωθει το οξυγονο,δυσκολευονταν να
αναπνευσει,ζαλιζονταν,το κεφαλι του πονουσε.
Ακουσε φωνες παιδιων ,προερχονταν απο κατω,
τον πλησιαζαν.Σαν σιφουνας τον προσπερασαν,
ηταν εκεινη η παρεα των παιδιων ,που ειχε συναν-
τησει στο δρομο εξω απο το σπιτι.Η κοπελλα,που
ηταν ο αργηγος τους,σταματησε μερικα σκαλια
πιο πανω απ'αυτον,γυρισε προς το μερος του,τον
κοιταξε και του εβγαλε τη γλωσσα,τ'αλλα παιδια
ψηλωτερα φωναζαν ρυθμικα ολα μαζυ το ονομα
της,εκεινη του εκανε μια υποκλιση κι ετρεξε να
προφτασει τ'αλλα παιδια.Η σοπρανο τωρα ακου-
γονταν καθαρα απο πανω.Μετα απο λιγο επεσε
πανω του η καταιγιδα των παιδιων κατεβαινοντας,
τα ακουσε να λενε πως με τα χρηματα,που πηραν
θα αγοραζαν καραμελες και γλυκα ,κι εξαφανισθη-
καν κατω στη σκαλα.Προσεξε πως η μικρη δεν η-
ταν αναμεσα τους .
Αργοτερα την συναντησε ,ηταν χλωμη,δεν του μι-
λησε,απεφευγε να τον κοιταξει,σαν να ντρεπονταν
για κατι,που ειχε κανει,ειδε τα χειλια της βαμενα
κοκκινα,τον προσπερασε,ηταν τοσο κουρασμενος,
που δεν σταθηκε και δεν γυρισε να την δει να χα-
νεται στο βαθος του σπιτιου.
Ανεβαινοντας συνεχως αυτη την ελικα απο σκαλες
αισθανονταν την μεγαλη ερημια και την μεγαλη
απεραντοσυνη του κτιριου. Σκεφτηκε την μητερα
του στο σπιτι να τον περιμενει και να ανησυχει,ε-
πρεπε να βιαστει.
Η τελευταια σκαλα τελειωνε σ'ενα πλατυσκαλο ,ε-
κει ηταν μονο μια πορτα,κατω απο την χαραμαδα
της εβλεπε αμυδρο φως.Χτυπησε ελαφρα την πορτα,
δεν πηρε απαντηση,επανελαβε το χτυπημα δυνατω-
τερα,τοτε ακουσε μια αδυνατη βραχνη φωνη να α-
πανταει.Εσπρωξε την πορτα και την ανοιξε,στον χα-
μηλο φωτισμο διεκρινε εναν γεροντα,πολυ μεγαλο
σε ηλικια,καθονταν πισω απο ενα τραπεζι,πανω στο
τραπεζι βρισκονταν πολλα χαρτια και βιβλια,με αδυ-
νατη φωνη του ειπε ,χωρις να φανερωνει χαρα η' λυπη,
πως η ακοη του ειχε ελαττωθει παρα πολυ και τα μα-
τια του ειχαν θαμπωσει.Ευτυχως,του ειπε, που εφτα-
σε εγκαιρα ,η δουλεια ,που τον περιμενει ειναι τερα-
στια,κι αυτος αφιερωσε ολη του τη ζωη σ'εκεινη.Τω-
ρα ομως θα πεθανει ησυχος πως εκτελεσε το καθηκον
του.
Ρωτησε τον γεροντα,και το επανελαβε πολλες φορες,
γιατι εκεινος δεν ακουγε,ποια ειναι αυτη η εργασια
και τι σημαινουν ολα αυτα τα χαρτια και τα βιβλια.
Ο γεροντας κουνησε να χειλη του να μιλησει,η φω-
νη του αδυνατη,συχνα την διεκοπτε ενας ισχυρος
βηχας,η ενταση της μεταβαλονταν,ποτε ακουγε κα-
θαρα και ποτε σβηνονταν ο ηχος των λεξεων,κι επρε-
πε να πλησιασει και να βαλει το αυτι του πανω στα
χειλη του για να ακουσει τι ελεγε.
Περασε ολοκληρη τη ζωη του να τον περιμενει,αυτα
τα χαρτια κι αυτα τα βιβλια ,στη βιβλιοθηκη ,εδω
στους τεσσερους τοιχους της σοφιτας,προοριζονται
γι'αυτον,ολοι οι προκατοχοι του,κι ειναι αμετρητοι,
ειχαν αφιερωθει στο Γραμμα του Νομου.Τωρα γνωρι-
ζει ,το νιωθει πως δεν αξιζε να ζησει τη ζωη του διαφο-
ρετικα.Του ειπε και αλλα πολλα,πως τωρα,που εκεινος
ειναι στο Τελος αυτος ειναι στην Αρχη.
Φωναξε στο αυτι του γεροντα πως ηρθε να συναντη-
σει τους δυο κυριους.Τοτε ο γερος του απαντησε πως
πρεπει να βιαστει γιατι θα ερθουν να τον παρουν να
τον οδηγησουν αποψε,που εχει πανσεληνο στην πα-
ραλια.
Εκεινη ακριβως την στιγμη ακουστηκαν δυνατα χτυ-
πηματα στην πορτα.Ο γεροντας σηκωθηκε με δυσκο-
λια,προχωρησε προς την πορτα ,την ανοιξε περασε
στο σκοτεινο ανοιγμα της και χαθηκε να τον κατα-
βροχθισει ο ελικας της σκαλας.Η πορτα εκλεισε,κι
εμεινε ο αλλος καθισμενος πισω απο το τραπεζι με
τα βιβλια και τα χαρτια πανω του.
.
.
.
20 ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟΥ
.
.
.
Απο τα ''20 ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟΥ ''
.
ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ
.
Το απογευμα γυριζοντας απο τη δουλεια τον πλη-
ροφορισε η μητερα του πως λιγο πριν τις εντεκα
ηρθαν στο σπιτι και τον ζητουσαν δυο κυριοι,ο
ενας ψηλος με μαυρο κουστουμι κι ο αλλος κον-
τος με σκουρο κουστουμι.Τους ειπε πως ο γυιος
της ελειπε και να πανε να τον βρουν στη δουλεια.
Της απαντησαν πως ηθελαν η συναντηση τους να
μην δημοσιοποιηθει.Καθισαν περιπου μια ωρα
στον καναπε αμιλητοι και σχεδον ακινητοι.Καποι-
α στιγμη ,σαν να ξυπνησε απο τον υπνο του σηκω-
θηκε ο ψηλος πηγε στη βιβλιοθηκη και περιεργα-
στηκε τα βιβλια,μαλιστα τραβηξε ενα ,το ανοιξε
και το εβαλε παλι στη θεση του.Συνεχισε και με
αλλες λεπτομερειες.Επαψε να την ακουει,η δου-
λεια του ηταν σχεδιαστης κομιξ, φανταστηκε τους
δυο τυπους σαν ηρωες σε κομιξ,ασημαντα γρανα-
ζια σε καποια μηχανη φαρσοκωμωδιας.
Ακουσε την φωνη της μητερας του.Του ελεγε,πως
την ωρα ,που ηταν ετοιμοι να φυγουν τους ρωτη-
σε να της πουν τα ονοματα τους,ποιο επαγγελμα
εκαναν,κι αν θα αφηναν καποιο σημειωμα για την
επισκεψη τους στον γυιο της.Της απαντησαν πως
εκεινος γνωριζει πολυ καλα.Οταν τελειωσε,αγνοη-
σε το συμβαν,καθισε στο τραπεζι να φαει,κι επει-
τα πηγε να ξεκουρασθει στο δωματιο του.
Τον ξυπνησε το τηλεφωνο.Σηκωσε το ακουστικο.
Μια ανδρικη φωνη με παραξενη αρθρωση,του ει-
πε πως το πρωι ηρθαν στο σπιτι,και δεν τον βρη-
καν,οπως επρεπε,την επομενη φορα να μην επανα-
ληφθει το ιδιο.Δεν προφθασε να μιλησει και το
τηλεφωνο εκλεισε.
Τις επομενες μερες δεν συνεβηκε κατι παραξενο
ουτε στο σπιτι ουτε στο γραφειο,ουτε και τον
ξαναπηραν τηλεφωνο.
Περασε σχεδον ενας μηνας,οταν μια μερα κατεβαι-
νοντας στο κεντρο απο τον ηλεκτρικο και ανεβαι-
νοντας τη σκαλα απο τον υπογειο σταθμο προσεξε
μερικα σκαλια πιο πανω ν'ανεβαινουν δυο τυποι,
ομοιοι με τους αντρες ,που του ειχε περιγραψει η
μητερα του.Τους ακολουθησε,πηραν τον εμπορικο
δρομο,πληθος κοσμου εκεινη την ωρα,στο τερμα
εστριψαν και εφτασαν στη πλατεια της Μητροπο-
λης,ανεβηκαν τα σκαλια και μπηκαν στον ναο.Μπη-
κε κι αυτος στην εκκλησια,χαμηλος φωτισμος,προ-
χωρησε στο εσωτερικο της,κοιταξε αλλα δεν ειδε που-
θενα τους ανθρωπους του.Εκεινη την μεσημεριανη
ωρα ελαχιστοι ανθρωποι βρισκονταν εκει μεσα.Οι
δυο αντρες αφαντοι.Καθυστερησε την εξοδο του
κοιτωντας τις τοιχογραφιες και τα χρωματιστα βιτρω
στα παραθυρα ψηλα.
Το βραδυ τον πηραν στο τηλεφωνο,η ιδια φωνη με
την παραξενη αρθρωση του ειπε αυστηρα πως δεν
επρεπε να τους παρακολουθησει.Εκλεισαν παλι
αποτομα.
Ο υπνος του ηταν ανησυχος.Σ'εναν απο τους εφιαλ-
τες του,οι δυο εκεινοι αντρες ενας απο τα αριστερα
και ο αλλος απο τα δεξια τον ειχαν πιασμενο και περ-
νωντας τον απο τους αδειους δρομους εκεινη την νυ-
χτερινη ωρα βγηκαν εξω στα περιχωρα στα χερσα χω-
ραφια κι εφτασαν στη θαλασσα.Η παραλια,ειδε,μεσα
στη ζαλη του, μια πλατια ταινια αμμου,φωτιζονταν
απο το φεγγαρι καθαρα,φωσφοριζουσα.Ο ενας απο
τους δυο αντρες του φωναξε,μαλλον τον διεταξε,να
γονατισει πανω στην αμμο,επειτα τον εσπρωξαν,να
ακουμπησει το κεφαλι του στην αμμο.Ποσο εμεινε
σ'αυτη την θεση δεν μπορουσε να υπολογισει.Με
την ακρη του ματιου εβλεπε,μετρουσε,τις λαμψεις
του φεγγαριου στα κυματα.Του ακουμπησαν το μα-
χαιρι στο λαιμο και τον μαχαιρωσαν,πριν χασει τις
αισθησεις του ακουσε ενα σαρκαστικο γελιο,που
ολο απομακρυνονταν,επειτα τιποτα.
Ακριβως τρεις μερες μετα απο εκεινο το ονειρο
τον πηραν στο τηλεφωνο,στο γραφειο αυτη τη φο-
ρα,και η ιδια φωνη του ορισε ,ημερα και ωρα,την
συναντηση,και να μην διανοηθει να ξεφυγει.
Στην μητερα του δεν ανεφερε τιποτα,για να μην
την ανησυχησει.
Ηταν Κυριακη μεσημερι εφαγαν μαζυ ,της ειπε θα
βγει για λιγο εξω,καποια δουλεια ,στο γραφειο,κι
αυτη να παει να ξαπλωσει να ξεκουρασθει,δεν θ'αρ-
γησει θα επιστρεψει γρηγορα.
Βγηκε εξω.Συνειδητοποιησε πως η πολη ηταν τερα-
στια .Του ειχαν ορισει την μερα και την ωρα,αλλα
οχι τον τοπο.Για να τους ειρωνευτει φανταστηκε την
τεραστια πολη τοσο απεραντη,που σ'οποιο σημειο
της να βρισκοσουν ηταν σαν να βρισκοσουν στο κεν-
ντρο της,η' σαν εναν τεραστιο κυκλο,καθε σημειο του
ειναι αρχη και τελος του η' σαν την ταινια του Μποε-
μιους ,με συνεχη τροπο περνας απο το εξωτερικο
στο εσωτερικο της ταινιας και παλι στο εξωτερικο
της. Περιφερονταν στην πολη.Παιζοντας.Βαδιζε
προς τον βορρα,επειτα γυριζε προς τα δυτικα και
ακολουθωντας τη διαγωνιο προς το βορρα,αλλαζε
κατεβαινε προς τον νοτο,με πολλες παραλλαγες αυ-
του του παιχνιδιου τους κοροιδευε.Βρεθηκε σε
αγνωστα μερη της πολης.Συναντησε μια παρεα
παιδιων,αγορια και κοριτσια,τον περικυκλωσαν χο-
ροπηδωντας φωναζοντας και γελωντας.Ενα κοριτσι
λιγο μεγαλυτερο στην ηλικια, ο αργηγος τους, ζη-
τησε χρηματα,εκεινος για να απαλλαγει εβγαλε
και της εδωσε,εκεινη τα αρπαξε,του χαμογελασε
και εξαφανιστηκε με τα τα παιδια στο ανοιγμα μιας
πορτας ενος σπιτιου.Δεν ειχε χρονο να περιπλανηθει
αλλο,ακολουθησετα παιδια και μπηκε μεσα στο σπι-
τι.Περπατησε στον διαδρομο,βρεθηκε στην εσωτερικη
αυλη του σπιτιου,γυρω -γυρω τα διαμερισματα,φωνες
ανθρωπων,απλωμενα ρουχα,μικρα παιδια που εκλαιγαν,
οι φωνες των μαναδων τους.Απο ψηλα πανω ακουγε
μια αρια απο τη φαλτσα σοπρανο φωνη καποιας γυναι-
κας.Διεσχισε την αυλη ,μπηκε σε μια πορτα,προχωρη-
σε στον διαδρομο,βρηκε μια σκαλα,την ανεβηκε,ακο-
λουθωντας τη φωνη της σοπρανο.Η σκαλα εφτανε
σ'ενα πλατυσκαλο,αριστερα και δεξια του πορτα,και
συνεχιζε προς τα πανω.Η φωνη της σοπρανο σταματη-
σε αποτομα.Ανεβαινε,δεν συναντησε ανθρωπο.Ακουσε
τη φωνη της σοπρανο χαμηλωτερα,πολυ κατω στο σπι-
τι.Στους τοιχους δεν υπηρχε ουτε ενα ανοιγμα,ο χωρος
φωτιζονταν αμυδρα απο αδυνατες ηλεκτρικες λαμπες
και επικρατουσε μεγαλη θερμοκρασια.
Σε ενα απο τα πλατυσκαλα,οπως ειχε στριψει να ανεβει
την αλλη σκαλα,ανοιξε μια πορτα ,η αριστερη,ταραχτηκε,
ειδε μια ωριμη γυναικα στο ανοιγμα της,τον καλεσε με χα-
μηλη φωνη ψιθυριστη,την πλησιασε,του ειπε αν θελει να
μπει μεσα,μπηκε,εκεινη εκλεισε προσεκτικα την πορτα
χωρις θορυβο,καθισε στον καναπε,παλι με χαμηλη φωνη
του ειπε πως η κορη της ειναι αρρωστη,παραλυτη απο
παιδι ,ηταν και επιληπτικη.Του εφερε γλυκο,μυριζε
μουχλα,της ειπε πως δεν τρωει γλυκα,το πηρε πισω.
Επειτα εκεινη πηγε και καθισε απεναντι του στον
αλλο καναπε,σταυρωσε τα χερια και ειχε χαμηλω-
μενο το κεφαλι,μετα αρχισε να του μιλα ,πως καπο-
τε παληα, οταν ηταν νεα,ηταν ομορφη ,την ηθελε ενας
πλουσιος ,αυτη δεν τον ηθελε,τοτε ο φιλος της ενα
τομαρι την απειλισε την χτυπησε και την εξαναγκασε
να τον παρει,να τον ξεκανουν και να του παρουν τα
λεφτα.Ετσι εγινε,τον δηλητηριασε,εκεινος το σχεδιασε,
την επιασαν και την καταδικασαν ,δεκατεσσερα χρονια
στη φυλακη.Εκεινο το ρεμαλι δεν της συμπαρασταθη-
κε,την παρατησε,αυτη και το αρρωστο παιδι,δικο του
παιδι,γυρνουσε μ'αλλες γυναικες,και σπαταλουσε τα
λεφτα,που για χαρη του εκανε τον φονο.Το κρατουσε
μεσα της βαρεια,οταν βγηκε απο την φυλακη του
εστησε παγιδα,τον βρηκε,εκανε πως τιποτα δεν κρα-
τουσε,τον πηγε σ'ενα φτηνο ξενοδοχειο,κοιμηθηκαν
μαζι,και πανω στον υπνο τον μαχαιρωσε,τετοιο κα-
θαρμα ηταν,που κανενας δεν ενδιαφερθηκε για την
τυχη του,ουτε και η αστυνομια ασχοληθηκε μαζι
του.Τελειωσε την ιστορια της,μετα απο λιγο αρχισε
να λεει για τα προβληματα,που ειχε τωρα,για την αρ-
ρωστεια της μικρης,γνωστους ,συγγενεις δεν ειχε κανε-
ναν.Σταματησε να μιλαει.Σηκωσε το κεφαλι,του χαμο-
γελασε,φανηκαν τα ασπρα δοντια της,επειτα σηκωσε
λιγο ψηλωτερα τη φουστα της,του εδειχνε τα ποδια
της προκλητικα.Ξαφνικα ενας δυνατος βηχας την
τρανταξε,εβγαλε ενα ασπρο μαντηλι,το εφερε στο
στομα της ,σκουπιστηκε,και γρηγορα το εκρυψε
στην τσεπη της,κατεβασε τη φουστα,χαμηλωσε το
το κεφαλι ,σταυρωσε τα χερια της.Καταλαβε πως
ενιωθε ντροπη.Επειτα σηκωσε το κεφαλι,τον κοιτα-
ξε στα ματια και του ειπε να την συγχωρησει,πως
φερθηκε απρεπα,ειχε πολυ καιρο να την αγγιξει
αντρας.Την ακουσε και δεν της ειπε τιποτα,σηκω-
θηκε να φυγει,της αφησε χρηματα στο τραπεζι,
γι'αυτη και το παιδι της ειπε,ανοιξε την πορτα και
την εκλεισε πισω του.
Στο πλατυσκαλο εξω ακουσε δυνατα τη φωνη της
σοπρανου.Ανεβηκε τη σκαλα.Η φωνη της τραγου-
διστριας σιγα σιγα εξασθενιζε μεχρι ,που δεν την
ακουγε.Η θερμοκρασια ειχε ανεβει,στην ατμοσφαι-
ρα ειχε ελαττωθει το οξυγονο,δυσκολευονταν να
αναπνευσει,ζαλιζονταν,το κεφαλι του πονουσε.
Ακουσε φωνες παιδιων ,προερχονταν απο κατω,
τον πλησιαζαν.Σαν σιφουνας τον προσπερασαν,
ηταν εκεινη η παρεα των παιδιων ,που ειχε συναν-
τησει στο δρομο εξω απο το σπιτι.Η κοπελλα,που
ηταν ο αργηγος τους,σταματησε μερικα σκαλια
πιο πανω απ'αυτον,γυρισε προς το μερος του,τον
κοιταξε και του εβγαλε τη γλωσσα,τ'αλλα παιδια
ψηλωτερα φωναζαν ρυθμικα ολα μαζυ το ονομα
της,εκεινη του εκανε μια υποκλιση κι ετρεξε να
προφτασει τ'αλλα παιδια.Η σοπρανο τωρα ακου-
γονταν καθαρα απο πανω.Μετα απο λιγο επεσε
πανω του η καταιγιδα των παιδιων κατεβαινοντας,
τα ακουσε να λενε πως με τα χρηματα,που πηραν
θα αγοραζαν καραμελες και γλυκα ,κι εξαφανισθη-
καν κατω στη σκαλα.Προσεξε πως η μικρη δεν η-
ταν αναμεσα τους .
Αργοτερα την συναντησε ,ηταν χλωμη,δεν του μι-
λησε,απεφευγε να τον κοιταξει,σαν να ντρεπονταν
για κατι,που ειχε κανει,ειδε τα χειλια της βαμενα
κοκκινα,τον προσπερασε,ηταν τοσο κουρασμενος,
που δεν σταθηκε και δεν γυρισε να την δει να χα-
νεται στο βαθος του σπιτιου.
Ανεβαινοντας συνεχως αυτη την ελικα απο σκαλες
αισθανονταν την μεγαλη ερημια και την μεγαλη
απεραντοσυνη του κτιριου. Σκεφτηκε την μητερα
του στο σπιτι να τον περιμενει και να ανησυχει,ε-
πρεπε να βιαστει.
Η τελευταια σκαλα τελειωνε σ'ενα πλατυσκαλο ,ε-
κει ηταν μονο μια πορτα,κατω απο την χαραμαδα
της εβλεπε αμυδρο φως.Χτυπησε ελαφρα την πορτα,
δεν πηρε απαντηση,επανελαβε το χτυπημα δυνατω-
τερα,τοτε ακουσε μια αδυνατη βραχνη φωνη να α-
πανταει.Εσπρωξε την πορτα και την ανοιξε,στον χα-
μηλο φωτισμο διεκρινε εναν γεροντα,πολυ μεγαλο
σε ηλικια,καθονταν πισω απο ενα τραπεζι,πανω στο
τραπεζι βρισκονταν πολλα χαρτια και βιβλια,με αδυ-
νατη φωνη του ειπε ,χωρις να φανερωνει χαρα η' λυπη,
πως η ακοη του ειχε ελαττωθει παρα πολυ και τα μα-
τια του ειχαν θαμπωσει.Ευτυχως,του ειπε, που εφτα-
σε εγκαιρα ,η δουλεια ,που τον περιμενει ειναι τερα-
στια,κι αυτος αφιερωσε ολη του τη ζωη σ'εκεινη.Τω-
ρα ομως θα πεθανει ησυχος πως εκτελεσε το καθηκον
του.
Ρωτησε τον γεροντα,και το επανελαβε πολλες φορες,
γιατι εκεινος δεν ακουγε,ποια ειναι αυτη η εργασια
και τι σημαινουν ολα αυτα τα χαρτια και τα βιβλια.
Ο γεροντας κουνησε να χειλη του να μιλησει,η φω-
νη του αδυνατη,συχνα την διεκοπτε ενας ισχυρος
βηχας,η ενταση της μεταβαλονταν,ποτε ακουγε κα-
θαρα και ποτε σβηνονταν ο ηχος των λεξεων,κι επρε-
πε να πλησιασει και να βαλει το αυτι του πανω στα
χειλη του για να ακουσει τι ελεγε.
Περασε ολοκληρη τη ζωη του να τον περιμενει,αυτα
τα χαρτια κι αυτα τα βιβλια ,στη βιβλιοθηκη ,εδω
στους τεσσερους τοιχους της σοφιτας,προοριζονται
γι'αυτον,ολοι οι προκατοχοι του,κι ειναι αμετρητοι,
ειχαν αφιερωθει στο Γραμμα του Νομου.Τωρα γνωρι-
ζει ,το νιωθει πως δεν αξιζε να ζησει τη ζωη του διαφο-
ρετικα.Του ειπε και αλλα πολλα,πως τωρα,που εκεινος
ειναι στο Τελος αυτος ειναι στην Αρχη.
Φωναξε στο αυτι του γεροντα πως ηρθε να συναντη-
σει τους δυο κυριους.Τοτε ο γερος του απαντησε πως
πρεπει να βιαστει γιατι θα ερθουν να τον παρουν να
τον οδηγησουν αποψε,που εχει πανσεληνο στην πα-
ραλια.
Εκεινη ακριβως την στιγμη ακουστηκαν δυνατα χτυ-
πηματα στην πορτα.Ο γεροντας σηκωθηκε με δυσκο-
λια,προχωρησε προς την πορτα ,την ανοιξε περασε
στο σκοτεινο ανοιγμα της και χαθηκε να τον κατα-
βροχθισει ο ελικας της σκαλας.Η πορτα εκλεισε,κι
εμεινε ο αλλος καθισμενος πισω απο το τραπεζι με
τα βιβλια και τα χαρτια πανω του.
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου