I Am a Greek European Worldwidel Man-Now!- www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

I Am a Greek European Worldwide Man-Now!-

www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

Σάββατο 12 Ιουλίου 2025

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ - χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis μεταφράζοντας Von dem Fischer und seiner Frau Ein Märchen der Brüder Grimm (Ο ψαράς και η γυναίκα του, ένα παραμύθι τών Αδελφών Γκρμ) και συνεχίζοντας το παραμύθι - χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

.

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

- χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis 

μεταφράζοντας


Von dem Fischer und seiner Frau

Ein Märchen der Brüder Grimm

(Ο ψαράς και η γυναίκα του,

ένα παραμύθι τών Αδελφών Γκρμ)


και συνεχίζοντας το παραμύθι

- χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis




 χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis 

μεταφράζοντας


Von dem Fischer und seiner Frau

Ein Märchen der Brüder Grimm

(Ο ψαράς και η γυναίκα του,

ένα παραμύθι τών Αδελφών Γκρμ)


και συνεχίζοντας το παραμύθι

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


μιά φορά ήταν ένας ψαράς και η γυναίκα του,που έμεναν σε μια μικρή ψαροκαλυβα,

κοντά στη θάλασσα,κι ο ψαράς κάθε μέρα πήγαινε και ψάρευε,και ψάρευε και ψάρευε,

έτσι λοιπόν μια φορά κάθονταν και ψάρευε και κοιτουσε μέσα στα καθαρά νερά,

κάθονταν και κοιτουσε,

η πετονιά κατέβηκε στον βυθο,πολύ βαθιά κάτω,και σαν την τράβηξε και την

 σήκωσε,έβγαλε έξω ένα μεγάλο ψάρι,

και το ψάρι τού είπε:

σε παρακαλώ,ψαρα μου,άσε με να ζήσω,δεν είμαι κανονικό ψάρι,είμαι ένας μαγεμένος

 πρίγκιπας,τι θα σε ωφελήσει να με σκοτώσεις;έπειτα δεν είμαι νοστιμο,ρίξε με πάλι 

μέσα στα νερά κι ασε με

να κολυμπάω,

δεν χρειάζεται,είπε ο ψαράς,τοσα πολλά λόγια να πεις,ένα ψάρι που μπορεί να μιλά 

είναι πιο καλά να τ'αφησω να κολυμπαει,

κι αμέσως το'ριξε πάλι μέσα στα καθαρά νερά,

το ψάρι βούτηξε στο πάτο  κι άφησε πίσω του μια γραμμή από αίμα,

τότε σηκώθηκε ο ψαράς και πήγε στη γυναίκα του στη μικρη καλύβα,

άντρα μου, τού είπε η γυναίκα,δεν έχεις τίποτα πιάσει σήμερα;

όχι,είπε ο άντρας,έπιασα ένα ψάρι,που είπε πως ήταν ένας μαγεμένος πρίγκιπας,και

 τ'αφησα πάλι να κολυμπάει,

και δεν τού ζήτησες τίποτα; είπε η γυναίκα,

όχι,είπε ο άντρας,τι έπρεπε να τού ζητήσω;

τι ανοησια,είπε η γυναίκα,

για πάντα εδώ σε μια καλύβα να μένουμε,που βρομαει κι είναι τόσο απαίσια,θα

 μπορούσες να τού'χες ζητήσει ένα μικρό σπιτάκι,τραβά λοιπόν πάλι και φώναξε του,

πες του,πως θέλουμε ένα μικρό σπιτάκι να'χουμε,σίγουρα θα στο κάνει,

γιατί,είπε ο άντρας,πάλι εκεί να ξαναπαω;

γιατί,είπε η γυναίκα,το'πιασες και τ'αφησες πάλι να κολυμπάει,σίγουρα θα στο

 κάνει,τραβα αμέσως,

ο άντρας δεν ήθελε,όμως δεν ήθελε να φέρει στη γυναίκα του αντίρρηση και πήγε 

στη θάλασσα,

όταν εκεί έφτασε,η θάλασσα ήταν όλη πράσινη και κίτρινη και δεν ήταν πια τόσο καθαρή,

κάθησε και φώναξε:


πρίγκιπα πριγκιπα μου

ψαράκι ψαράκι μου

αυτό που η γυναίκα μου θέλει

εγώ αυτό δεν το θελω


Es war einmal ein Fischer und seine Frau, die wohnten zusammen in einer kleinen Fischerhütte, dicht an der See, und der Fischer ging alle Tage hin und angelte: und angelte und angelte.

So saß er auch einmal mit seiner Angel und sah immer in das klare Wasser hinein: und so saß er nun und saß.

Da ging die Angel auf den Grund, tief hinunter, und als er sie heraufhohe, da holte er einen großen Butt heraus. Da sagte der Butt zu ihm: "Hör mal, Fischer, ich bitte dich, laß mich leben, ich bin kein richtiger Butt, ich bin ein verwunschener Prinz. Was hilft's dir denn, wenn du mich tötest? Ich würde dir doch nicht recht schmecken: Setz mich wieder ins Wasser und laß mich schwimmen." - "Nun," sagte der Mann, "du brauchst nicht so viele Worte zu machen: einen Butt, der sprechen kann, werde ich doch wohl schwimmen lassen." Damit setzte er ihn wieder in das klare Wasser. Da ging der Butt auf Grund und ließ einen langen Streifen Blut hinter sich. Da stand der Fischer auf und ging zu seiner Frau in die kleine Hütte.

"Mann," sagte die Frau, "hast du heute nichts gefangen?" - "Nein," sagte der Mann. "Ich fing einen Butt, der sagte, er wäre ein verwunschener Prinz, da hab ich ihn wieder schwimmen lassen." - "Hast du dir denn nichts gewünscht?" sagte die Frau. "Nein," sagte der Mann, "was sollte ich mir wünschen?" - "Ach," sagte die Frau, "das ist doch übel, immer hier in der Hütte zu wohnen: die stinkt und ist so eklig; du hättest uns doch ein kleines Häuschen wünschen können. Geh noch einmal hin und ruf ihn. Sag ihm, wir wollen ein kleines Häuschen haben, er tut das gewiß." - "Ach," sagte der Mann, "was soll ich da nochmal hingehen?" - "I," sagte die Frau, "du hattest ihn doch gefangen und hast ihn wieder schwimmen lassen - er tut das gewiß. Geh gleich hin!" Der Mann wollte noch nicht recht, wollte aber auch seiner Frau nicht zuwiderhandeln und ging hin an die See.

Als er dorthin kam, war die See ganz grün und gelb und gar nicht mehr so klar. So stellte er sich hin und sagte:


"Männlein, Männlein, Timpe Te,

Buttje, Buttje in der See,

Meine Frau, die Ilsebill,

Will nicht so, wie ich wohl will."


(και συνεχίζοντας το παραμυθι)

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


βγήκε το ψαράκι και τού ζήτησε το σπιτάκι,και κείνο τού είπε πως έγινε,

γυρίζοντας ο ψαράς πίσω,βρήκε στη θέση τής καλύβας ένα ωραίο μικρό σπιτάκι,αυλή 

με λουλουδια,ένα κήπο με φρούτα στα δεντρα,κότες για τ'αυγα,μια κατσίκα για το γαλα

 και μια στέρνα για δροσερό νερό,

τώρα είσαι ευχαριστημένη,είπε στη γυναίκα του,

μετά από λίγες μέρες τού είπε η γυναίκα του,

καλό είναι δεν λέω το σπιτάκι,όμως να'χαμε ένα πύργο,πήγαινε στο ψαράκι και ζητα 

του πύργο,

τι να κάνει πήγε,

η θάλασσα τώρα ήταν μαύρη και σκοτεινή,

φώναξε το ψαράκι,


πρίγκιπα πριγκιπα μου

ψαράκι ψαράκι μου

αυτό που η γυναίκα μου θέλει

εγώ αυτό δεν το θελω


και το ψαράκι βγήκε και τού ειπε,τι θέλεις;

ένα πύργο θέλει η γυναίκα μου,

πήγαινε πισω κι έγινε,

γύρισε και είδε τον πύργο,

και γύρω κήπο με δέντρα και μηλιές,άλογα και ιππότες,βαρώνους και κομητες,

φυλακες σιδεροφραχτους,

τώρα ευχαριστήθηκες γυναίκα,

σε δυο μέρες η γυναίκα τού ειπε,

θέλω να γίνω βασίλισσα,

πήγαινε στο ψάρι να το ζητήσεις,

μ'αυτο δεν γίνεται, τής είπε,

πήγανε,αμέσως, τού είπε,

κι εκείνος στεναχωρημενος πήγε στη θάλασσα,κι η θάλασσα ήταν πολύ φουρτουνιασμένη,

και φώναξε το ψαράκι 


πρίγκιπα πριγκιπα μου

ψαράκι ψαράκι μου

αυτό που η γυναίκα μου θέλει

εγώ αυτό δεν το θελω


και το ψαράκι βγήκε,

τι θέλεις;τού είπε,

η γυναίκα μου θέλει να γίνει βασίλισσα,

γύρνα πίσω,κι έγινε βασιλισσα,

γύρισε,είδε το παλάτι,στρατιώτες,και μέσα σε θρόνο να κάθεται βασίλισσα  

η γυναίκα του με γύρω της τις γυναικες τής αυλής,όλα αστραφταν,μάρμαρα χρυσά 

και κρύσταλλα,

ξημερώνοντας τού λέει η γυναίκα,

πρέπει αυτοκρατορισσα να γίνω,

πηγαινε στο ψάρι να το ζητήσεις,

μα αυτο είναι αδύνατο, τής είπε,

αμέσως τραβά,σε διατάζω,είμαι η βασίλισσα,τού είπε,

και κείνος πολύ λυπημένος πήγε στη θάλασσα,που ήταν πολύ φουρτουνιασμένη,

μαύρη,και δυνατός αέρας φυσούσε και την ταραζε,

τότε φώναξε το ψαράκι


πρίγκιπα πριγκιπα μου

ψαράκι ψαράκι μου

αυτό που η γυναίκα μου θέλει

εγώ αυτό δεν το θελω


το ψαράκι βγήκε και τού είπε,

τι θέλεις πάλι;

η γυναίκα μου θέλει αυτοκρατορισσα να γίνει,

γύρνα πίσω κι έγινε,

γυρνώντας πίσω την βρήκε μέσα σε μεγάλη αίθουσα μαρμάρινη με γυαλιστερους

 πολυελαίους πάνω σε ψηλότερο χρυσό θρόνο να κάθεται βαστώντας χρυσό σκήπτρο

 ολοστολισμένο με πετράδια και ζαφείρια και να φορά στο κεφάλι χρυσό στέμμα με

 διαμάντια και γύρω της δύο σειρές σωματοφύλακες,από τον πιο ψηλό γίγαντα μέχρι 

τον πιο μικροσκοπικό νάνο,και να διατάζει την αχανή αυτοκρατορία,πέρα ως πέρα,

τη νύχτα τον ξύπνησε,

πριν ξημερώσει,τού είπε,πήγαινε στο ψάρι,

θέλω παπισσα  να γίνω,

εκείνος τρόμαξε,

τι λες;,αυτό είναι που δεν γίνεται,

σε διατάζω,θα πας,

και πριν ξημερώσει,με πολύ βαρειά καρδιά,πήγε,

η θάλασσα τώρα ήταν πολυ αγριεμενη,βουνά τα κύματα τεραστια,μαύρα καταμαυρα 

τα σύννεφα,

και το ψαράκι φώναξε δυνατά ν'ακουσει


πρίγκιπα πριγκιπα μου

ψαράκι ψαράκι μου

αυτό που η γυναίκα μου θέλει

εγώ αυτό δεν το θελω


και το ψαράκι βγήκε και τού ειπε,

τι'ναι πάλι;τι θέλεις;

να,η γυναίκα μου,εγώ δεν θέλω,θέλει να γίνει παπισσα,

πήγαινε κι έγινε παπισσα,

και γυρνώντας πίσω,είδε μια τεράστια εκκλησία,και μέσα σε πιο ψηλό τώρα,από πριν,

θρόνο χρυσό κάθονταν η γυναίκα του,στο χέρι κρατούσε χρυσό σκηπτρο και στο κεφάλι

 φορούσε χρυσή μίτρα 

να σε τυφλώνουν τα διαμάντια και τα πετράδια,και γύρω της παντού,επίσκοποι κι

 αρχιεπίσκοποι με χρυσες στολές 

την νύχτα η γυναίκα,που ήταν παπισσα,ύπνο δεν είχε,κι όταν εδυσε το φεγγάρι κι

ανέτειλε ο ήλιος,τον ξύπνησε,

ξύπνα,

τι θέλεις πάλι;

θέλω,τού είπε η γυναίκα,εγώ να'μαι που να διατάζω πότε θ'ανατελει και πότε θα δυει 

ο ήλιος και το φεγγάρι,

θέλω να γίνω θεός,

εκείνος φοβήθηκε και τρομαξε,

τι λες; αυτό ούτε να το σκεφτεί ο άνθρωπος,τής είπε,

εγώ το θέλω τώρα,και σε διατάζω,πήγαινε στο ψάρι και ζητα το,

και κείνος  πήγε,τρομαγμένος,η καρδιά του χτυπούσε δυνατά να σπάσει,πνίγονταν 

η αναπνοή του,

και αφού με πολυ δυσκολία έφτασε στη θάλασσα,

την είδε ανταριασμενη,τεράστια βουνά τα κύματα,καράβια κατάρτια έσπαζε χίλια

κομμάτια,ναύτες πετούσε στα μαύρα νερά να πνίξει,δυνατός ανεμοστρόβιλος τη

σάρωνε,αστραφτε και βροντούσε,καταιγίδα την εδερνε,σειονταν η γη,τρομερός

σεισμός,και βράχια τεράστια ταράζονταν ξεκολλούσαν και κατρακυλούσαν στα

βαραθρα,δέντρα σκάκιζαν κι έσπαζαν

και τα πάντα στη γη συντρίβονταν και ξεθεμελιώνονταν,

και κείνος πολύ απελπισμένος φώναξε με πολυ δυνατή φωνή κι ήταν τόσο μεγάλος 

ο θόρυβος και η βουή που δεν άκουσε τη φωνή του


πρίγκιπα πριγκιπα μου

ψαράκι ψαράκι μου

αυτό που η γυναίκα μου θέλει

εγώ αυτό δεν το θελω


και το ψάρι βγήκε και τού είπε,

τι'ναι αυτό που θέλεις πάλι;

η γυναίκα μου τώρα θέλει θεός να γίνει,

γύρνα πίσω,και τη παλια μικρη ψαροκαλυβα σου θα βρεις

κι έτσι έγινε

κι από τότε ο ψαράς κι η γυναίκα του εκεί ζουν και μένουν κι εκεί θα ζουν 

και θα μένουν για πάντα

.

.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου