I Am a Greek European Worldwidel Man-Now!- www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

I Am a Greek European Worldwide Man-Now!-

www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

Τετάρτη 9 Ιουλίου 2025

Κ -Literature Λογοτεχνία -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

 .

.

Κ

Literature Λογοτεχνία

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis




Θέατρο Σκιών ο Καραγκιόζης

-ο Καραγκιόζης και ο ΟΠΕΚΕΠΕ

-χ.ν.κουβελης c n.couvelis


ο ΟΠΕΚΕΠΕτζης χτυπάει τη πόρτα τής παράγκας τού Καραγκιόζη


βγαίνει ο Καραγκιόζης


Καραγκιόζης.

ποιος ο κύριος;

(τρίβει τα μάτια του)

με ξύπνησες γρουσουζη


ΟΠΕΚΕΠΕτζης.

Καλημέρα σας,είμαι από τον ΟΠΕΚΕΠΕ


Καραγκιόζης.

τι οΚουπεπε τσαμπουνας;


ΟΠΕΚΕΠΕτζης.

τον οργανισμό επιδοτησεων


Καραγκιόζης.

δεν χρωστάω,κλεβω


ΟΠΕΚΕΠΕτζης.

δεν με καταλάβατε,θα σας δώσουμε λεφτά,


Καραγκιόζης.

καν'τα λιανα,και ριχ'τα χοντρα


ΟΠΕΚΕΠΕτζης.

να,θα δηλώσετε κτηνοτρόφος


Καραγκιόζης.

μοιάζω για μπάρμπα Γιώργος;


ΟΠΕΚΕΠΕτζης.

όχι βέβαια,θα δηλώσετε προβατα


Καραγκιόζης.

που δε εχω


ΟΠΕΚΕΠΕτζης.

θα δηλώσετε γιδια


Καραγκιόζης.

που δεν εχω


ΟΠΕΚΕΠΕτζης.

θα δηλώσετε μοσχαρια


Καραγκιόζης.

που δεν εχω


ΟΠΕΚΕΠΕτζης.

που θα βρίσκονται σε διάφορα βοσκοτοπια

καθ'ολην...


Καραγκιόζης.

(τον διακόπτει)

την παραγκα


ΟΠΕΚΕΠΕτζης.

και γιατι όχι;

στην παράγκα,

φτάνουν τα στρεμματα


Καραγκιόζης.

παραφτανουν και περισσευουν,

τι στρέμματα μωρέ;,που είμαστε  τίγκα η οικογένεια Καραγκιόζη,πέντε νοματαιοι,

εγώ η Αγλαια η γυναίκα μου,τα τρία παιδιά,Κολητηρης Μυριγκοκος Κοπριτης,

και δεν χωράμε,περισσεύουν τρεις,οι δύο μέσα οι τρεις έξω,υπαιθρια κατασκηνωση


ΟΠΕΚΕΠΕτζης.

κανένα πρόβλημα,

τώρα θα είναι και τα προβατα τα γιδια και τα μοσχάρια,λεφτά θα πεφτουν,ευρε-ως,

από ευρωπη


Καραγκιόζης.

άμα πέφτουν λεφτά ευρω-πεος,τότε χωράμε,τσιγκουνιες θα κανουνε


ΟΠΕΚΕΠΕτζης.

συμφωνουμε;


Καραγκιόζης.

βεβαιως παρασυμφωνούμε οΚουπεμπε μου,χάνονται τέτοιες ευκαιρίες,και μάλιστα ευρωπαϊκές,


ΟΠΕΚΕΠΕτζης.

τότε να ορίσουμε τον αριθμό τών τριών κοπαδιών


Καραγκιόζης.

εμπρός να μην χανουμε ευρώ,καιρό,ήθελα να πω


ΟΠΕΚΕΠΕτζης.

2000 πρόβατα,καλά είναι;


Καραγκιόζης.

βάλε κάτι παραπάνω,τσιγκουνιες θα κάνουμε;


ΟΠΕΚΕΠΕτζης.

3000,κλείνουμε τα προβατα


Καραγκιόζης.

το πρόβατον,τα πρόβατα,τών προβατων


ΟΠΕΚΕΠΕτζης.

και γίδια 2000


Καραγκιόζης.

ανέβασε οΚουπεμπε μου,3000 στρογγυλά,τσιγκουνιες θα κανουμε


ΟΠΕΚΕΠΕτζης.

εντάξει,3000 τα γιδια,τα κλείνουμε τωρα


Καραγκιόζης.

το γίδι,τα γίδια,τών γιδιων


ΟΠΕΚΕΠΕτζης.

και 2000 μοσχάρια


Καραγκιόζης.

βάλε κι άλλα Οπεκεαυτε μου,χωράνε στη παράγκα τα μοσχάρια,καν'τα 3000,

δεν θέλω τσιγκουνιες


ΟΠΕΚΕΠΕτζης.

οκ,τα κλείνουμε 3000 μοσχαρια


Καραγκιόζης.

το μοσχάρι,τα μοσχάρια, τών μοσχαριων


ΟΠΕΚΕΠΕτζης.

έγινε,

λοιπόν,

Καραγκιόζης Καραγκιοζοπουλος

Έλλην κτηνοτρόφος

έχων εις την ιδιοκτησίαν και κατοχήν του

3000 πρόβατα

3000 γίδια

3000 μοσχάρια

εις τον  βοσκοτοπον 'Παραγκα τού Καραγκιοζη',

το ποσόν τής επιδότησης 

είναι:

κάθε πρόβατο 50 ευρώ

κάθε γιδι 50 ευρώ

κάθε μοσχάρι 50 ευρω,

έχουμε τα επιμερους ποσα:

πρόβατα:

3000χ 50=150.000 ευρώ 

γίδια:

3000χ 50=150.000 ευρω

μοσχάρια:

3000χ 50=150.000 ευρω

τότε το όλον:

3χ150.000=450.000 ευρω

αυτά θα πάρεις στο χερι


Καραγκιόζης.

και που θα τα βάλω;


ΟΠΕΚΕΠΕτζης.

ξέρω γω;,στη τράπεζα


Καραγκιόζης.

ωρε τι μάς λες,να μου τα κλέψουν,

στη παράγκα θα τα βάλω,

εδώ χωράνε τόσες χιλιάδες πρόβατα γίδια μοσχάρια,και μάλιστα βοσκανε,

και δεν θα χωρέσουν 450.000 ευρώ;,

όλοι οι καλοί χωρανε


ΟΠΕΚΕΠΕτζης.

τώρα υπέγραψε


Καραγκιόζης.

υπογράφω,

φαρδιά πλατιά ,

Καραγκιόζης Καραγκιοζοπουλος

Έλλην Κτηνοτρόφος

επιδοτούμενος από τον

ΟΠΕΚΕΠΕ


ΟΠΕΚΕΠΕτζης.

α,και να σου πω κάτι,μην σου βγει,όμως,κουβέντα πουθενα


Καραγκιόζης.

τώρα παιδιά ειμαστε,τσιμουδια


ΟΠΕΚΕΠΕτζης.

επειδή σε συμπάθησα

στο λέω,δεν χρειάζεται να έχεις κοπάδια,πρόβατα γίδια μοσχάρια,τίποτα,

ένα αριθμό στα χαρτιά μόνο


Καραγκιόζης.

ρίχνουμε τούς άλλους που έχουν


ΟΠΕΚΕΠΕτζης.

οι δικοί μας,οι έξυπνοι δεν έχουν,


Καραγκιόζης.

αν ειναι έτσι,βάλε με και μένα στον αριθμο


ΟΠΕΚΕΠΕτζης.

θέλεις να δηλώσεις κοπάδια και βοσκοτόπια κι αλλού;


Καραγκιόζης.

που αλλού;


ΟΠΕΚΕΠΕτζης.

όσα θέλεις αριθμό κοπαδιών κι οπου θέλεις 

στην Ελλάδα


Καραγκιόζης.

μωρέ τσιγκουνιες θα κάνουμε,γέμισε την Ελλάδα με κοπάδια και βοσκοτόπια 

τού Καραγκιόζη,σε  βουνά θάλασσες νησιά,

πρόβατα γίδια μοσχάρια όλη η Ελλαδα τού Καραγκιόζη,

έγινε οΚουπεμπε μου

.

.

.


 χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis 

μεταφράζοντας


Von dem Fischer und seiner Frau

Ein Märchen der Brüder Grimm

(Ο ψαράς και η γυναίκα του,

ένα παραμύθι τών Αδελφών Γκρμ)


και συνεχίζοντας το παραμύθι

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


μιά φορά ήταν ένας ψαράς και η γυναίκα του,που έμεναν σε μια μικρή ψαροκαλυβα,

κοντά στη θάλασσα,κι ο ψαράς κάθε μέρα πήγαινε και ψάρευε,και ψάρευε και ψάρευε,

έτσι λοιπόν μια φορά κάθονταν και ψάρευε και κοιτουσε μέσα στα καθαρά νερά,

κάθονταν και κοιτουσε,

η πετονιά κατέβηκε στον βυθο,πολύ βαθιά κάτω,και σαν την τράβηξε και την

 σήκωσε,έβγαλε έξω ένα μεγάλο ψάρι,

και το ψάρι τού είπε:

σε παρακαλώ,ψαρα μου,άσε με να ζήσω,δεν είμαι κανονικό ψάρι,είμαι ένας μαγεμένος

 πρίγκιπας,τι θα σε ωφελήσει να με σκοτώσεις;έπειτα δεν είμαι νοστιμο,ρίξε με πάλι 

μέσα στα νερά κι ασε με

να κολυμπάω,

δεν χρειάζεται,είπε ο ψαράς,τοσα πολλά λόγια να πεις,ένα ψάρι που μπορεί να μιλά 

είναι πιο καλά να τ'αφησω να κολυμπαει,

κι αμέσως το'ριξε πάλι μέσα στα καθαρά νερά,

το ψάρι βούτηξε στο πάτο  κι άφησε πίσω του μια γραμμή από αίμα,

τότε σηκώθηκε ο ψαράς και πήγε στη γυναίκα του στη μικρη καλύβα,

άντρα μου, τού είπε η γυναίκα,δεν έχεις τίποτα πιάσει σήμερα;

όχι,είπε ο άντρας,έπιασα ένα ψάρι,που είπε πως ήταν ένας μαγεμένος πρίγκιπας,και

 τ'αφησα πάλι να κολυμπάει,

και δεν τού ζήτησες τίποτα; είπε η γυναίκα,

όχι,είπε ο άντρας,τι έπρεπε να τού ζητήσω;

τι ανοησια,είπε η γυναίκα,

για πάντα εδώ σε μια καλύβα να μένουμε,που βρομαει κι είναι τόσο απαίσια,θα

 μπορούσες να τού'χες ζητήσει ένα μικρό σπιτάκι,τραβά λοιπόν πάλι και φώναξε του,

πες του,πως θέλουμε ένα μικρό σπιτάκι να'χουμε,σίγουρα θα στο κάνει,

γιατί,είπε ο άντρας,πάλι εκεί να ξαναπαω;

γιατί,είπε η γυναίκα,το'πιασες και τ'αφησες πάλι να κολυμπάει,σίγουρα θα στο

 κάνει,τραβα αμέσως,

ο άντρας δεν ήθελε,όμως δεν ήθελε να φέρει στη γυναίκα του αντίρρηση και πήγε 

στη θάλασσα,

όταν εκεί έφτασε,η θάλασσα ήταν όλη πράσινη και κίτρινη και δεν ήταν πια τόσο καθαρή,

κάθησε και φώναξε:


πρίγκιπα πριγκιπα μου

ψαράκι ψαράκι μου

αυτό που η γυναίκα μου θέλει

εγώ αυτό δεν το θελω


Es war einmal ein Fischer und seine Frau, die wohnten zusammen in einer kleinen Fischerhütte, dicht an der See, und der Fischer ging alle Tage hin und angelte: und angelte und angelte.

So saß er auch einmal mit seiner Angel und sah immer in das klare Wasser hinein: und so saß er nun und saß.

Da ging die Angel auf den Grund, tief hinunter, und als er sie heraufhohe, da holte er einen großen Butt heraus. Da sagte der Butt zu ihm: "Hör mal, Fischer, ich bitte dich, laß mich leben, ich bin kein richtiger Butt, ich bin ein verwunschener Prinz. Was hilft's dir denn, wenn du mich tötest? Ich würde dir doch nicht recht schmecken: Setz mich wieder ins Wasser und laß mich schwimmen." - "Nun," sagte der Mann, "du brauchst nicht so viele Worte zu machen: einen Butt, der sprechen kann, werde ich doch wohl schwimmen lassen." Damit setzte er ihn wieder in das klare Wasser. Da ging der Butt auf Grund und ließ einen langen Streifen Blut hinter sich. Da stand der Fischer auf und ging zu seiner Frau in die kleine Hütte.

"Mann," sagte die Frau, "hast du heute nichts gefangen?" - "Nein," sagte der Mann. "Ich fing einen Butt, der sagte, er wäre ein verwunschener Prinz, da hab ich ihn wieder schwimmen lassen." - "Hast du dir denn nichts gewünscht?" sagte die Frau. "Nein," sagte der Mann, "was sollte ich mir wünschen?" - "Ach," sagte die Frau, "das ist doch übel, immer hier in der Hütte zu wohnen: die stinkt und ist so eklig; du hättest uns doch ein kleines Häuschen wünschen können. Geh noch einmal hin und ruf ihn. Sag ihm, wir wollen ein kleines Häuschen haben, er tut das gewiß." - "Ach," sagte der Mann, "was soll ich da nochmal hingehen?" - "I," sagte die Frau, "du hattest ihn doch gefangen und hast ihn wieder schwimmen lassen - er tut das gewiß. Geh gleich hin!" Der Mann wollte noch nicht recht, wollte aber auch seiner Frau nicht zuwiderhandeln und ging hin an die See.

Als er dorthin kam, war die See ganz grün und gelb und gar nicht mehr so klar. So stellte er sich hin und sagte:


"Männlein, Männlein, Timpe Te,

Buttje, Buttje in der See,

Meine Frau, die Ilsebill,

Will nicht so, wie ich wohl will."


(και συνεχίζοντας το παραμυθι)

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


βγήκε το ψαράκι και τού ζήτησε το σπιτάκι,και κείνο τού είπε πως έγινε,

γυρίζοντας ο ψαράς πίσω,βρήκε στη θέση τής καλύβας ένα ωραίο μικρό σπιτάκι,αυλή 

με λουλουδια,ένα κήπο με φρούτα στα δεντρα,κότες για τ'αυγα,μια κατσίκα για το γαλα

 και μια στέρνα για δροσερό νερό,

τώρα είσαι ευχαριστημένη,είπε στη γυναίκα του,

μετά από λίγες μέρες τού είπε η γυναίκα του,

καλό είναι δεν λέω το σπιτάκι,όμως να'χαμε ένα πύργο,πήγαινε στο ψαράκι και ζητα 

του πύργο,

τι να κάνει πήγε,

η θάλασσα τώρα ήταν μαύρη και σκοτεινή,

φώναξε το ψαράκι,


πρίγκιπα πριγκιπα μου

ψαράκι ψαράκι μου

αυτό που η γυναίκα μου θέλει

εγώ αυτό δεν το θελω


και το ψαράκι βγήκε και τού ειπε,τι θέλεις;

ένα πύργο θέλει η γυναίκα μου,

πήγαινε πισω κι έγινε,

γύρισε και είδε τον πύργο,

και γύρω κήπο με δέντρα και μηλιές,άλογα και ιππότες,βαρώνους και κομητες,

φυλακες σιδεροφραχτους,

τώρα ευχαριστήθηκες γυναίκα,

σε δυο μέρες η γυναίκα τού ειπε,

θέλω να γίνω βασίλισσα,

πήγαινε στο ψάρι να το ζητήσεις,

μ'αυτο δεν γίνεται, τής είπε,

πήγανε,αμέσως, τού είπε,

κι εκείνος στεναχωρημενος πήγε στη θάλασσα,κι η θάλασσα ήταν πολύ φουρτουνιασμένη,

και φώναξε το ψαράκι 


πρίγκιπα πριγκιπα μου

ψαράκι ψαράκι μου

αυτό που η γυναίκα μου θέλει

εγώ αυτό δεν το θελω


και το ψαράκι βγήκε,

τι θέλεις;τού είπε,

η γυναίκα μου θέλει να γίνει βασίλισσα,

γύρνα πίσω,κι έγινε βασιλισσα,

γύρισε,είδε το παλάτι,στρατιώτες,και μέσα σε θρόνο να κάθεται βασίλισσα  

η γυναίκα του με γύρω της τις γυναικες τής αυλής,όλα αστραφταν,μάρμαρα χρυσά 

και κρύσταλλα,

ξημερώνοντας τού λέει η γυναίκα,

πρέπει αυτοκρατορισσα να γίνω,

πηγαινε στο ψάρι να το ζητήσεις,

μα αυτο είναι αδύνατο, τής είπε,

αμέσως τραβά,σε διατάζω,είμαι η βασίλισσα,τού είπε,

και κείνος πολύ λυπημένος πήγε στη θάλασσα,που ήταν πολύ φουρτουνιασμένη,

μαύρη,και δυνατός αέρας φυσούσε και την ταραζε,

τότε φώναξε το ψαράκι


πρίγκιπα πριγκιπα μου

ψαράκι ψαράκι μου

αυτό που η γυναίκα μου θέλει

εγώ αυτό δεν το θελω


το ψαράκι βγήκε και τού είπε,

τι θέλεις πάλι;

η γυναίκα μου θέλει αυτοκρατορισσα να γίνει,

γύρνα πίσω κι έγινε,

γυρνώντας πίσω την βρήκε μέσα σε μεγάλη αίθουσα μαρμάρινη με γυαλιστερους

 πολυελαίους πάνω σε ψηλότερο χρυσό θρόνο να κάθεται βαστώντας χρυσό σκήπτρο

 ολοστολισμένο με πετράδια και ζαφείρια και να φορά στο κεφάλι χρυσό στέμμα με

 διαμάντια και γύρω της δύο σειρές σωματοφύλακες,από τον πιο ψηλό γίγαντα μέχρι 

τον πιο μικροσκοπικό νάνο,και να διατάζει την αχανή αυτοκρατορία,πέρα ως πέρα,

τη νύχτα τον ξύπνησε,

πριν ξημερώσει,τού είπε,πήγαινε στο ψάρι,

θέλω παπισσα  να γίνω,

εκείνος τρόμαξε,

τι λες;,αυτό είναι που δεν γίνεται,

σε διατάζω,θα πας,

και πριν ξημερώσει,με πολύ βαρειά καρδιά,πήγε,

η θάλασσα τώρα ήταν πολυ αγριεμενη,βουνά τα κύματα τεραστια,μαύρα καταμαυρα 

τα σύννεφα,

και το ψαράκι φώναξε δυνατά ν'ακουσει


πρίγκιπα πριγκιπα μου

ψαράκι ψαράκι μου

αυτό που η γυναίκα μου θέλει

εγώ αυτό δεν το θελω


και το ψαράκι βγήκε και τού ειπε,

τι'ναι πάλι;τι θέλεις;

να,η γυναίκα μου,εγώ δεν θέλω,θέλει να γίνει παπισσα,

πήγαινε κι έγινε παπισσα,

και γυρνώντας πίσω,είδε μια τεράστια εκκλησία,και μέσα σε πιο ψηλό τώρα,από πριν,

θρόνο χρυσό κάθονταν η γυναίκα του,στο χέρι κρατούσε χρυσό σκηπτρο και στο κεφάλι

 φορούσε χρυσή μίτρα 

να σε τυφλώνουν τα διαμάντια και τα πετράδια,και γύρω της παντού,επίσκοποι κι

 αρχιεπίσκοποι με χρυσες στολές 

την νύχτα η γυναίκα,που ήταν παπισσα,ύπνο δεν είχε,κι όταν εδυσε το φεγγάρι κι

ανέτειλε ο ήλιος,τον ξύπνησε,

ξύπνα,

τι θέλεις πάλι;

θέλω,τού είπε η γυναίκα,εγώ να'μαι που να διατάζω πότε θ'ανατελει και πότε θα δυει 

ο ήλιος και το φεγγάρι,

θέλω να γίνω θεός,

εκείνος φοβήθηκε και τρομαξε,

τι λες; αυτό ούτε να το σκεφτεί ο άνθρωπος,τής είπε,

εγώ το θέλω τώρα,και σε διατάζω,πήγαινε στο ψάρι και ζητα το,

και κείνος  πήγε,τρομαγμένος,η καρδιά του χτυπούσε δυνατά να σπάσει,πνίγονταν 

η αναπνοή του,

και αφού με πολυ δυσκολία έφτασε στη θάλασσα,

την είδε ανταριασμενη,τεράστια βουνά τα κύματα,καράβια κατάρτια έσπαζε χίλια

κομμάτια,ναύτες πετούσε στα μαύρα νερά να πνίξει,δυνατός ανεμοστρόβιλος τη

σάρωνε,αστραφτε και βροντούσε,καταιγίδα την εδερνε,σειονταν η γη,τρομερός

σεισμός,και βράχια τεράστια ταράζονταν ξεκολλούσαν και κατρακυλούσαν στα

βαραθρα,δέντρα σκάκιζαν κι έσπαζαν

και τα πάντα στη γη συντρίβονταν και ξεθεμελιώνονταν,

και κείνος πολύ απελπισμένος φώναξε με πολυ δυνατή φωνή κι ήταν τόσο μεγάλος 

ο θόρυβος και η βουή που δεν άκουσε τη φωνή του


πρίγκιπα πριγκιπα μου

ψαράκι ψαράκι μου

αυτό που η γυναίκα μου θέλει

εγώ αυτό δεν το θελω


και το ψάρι βγήκε και τού είπε,

τι'ναι αυτό που θέλεις πάλι;

η γυναίκα μου τώρα θέλει θεός να γίνει,

γύρνα πίσω,και τη παλια μικρη ψαροκαλυβα σου θα βρεις

κι έτσι έγινε

κι από τότε ο ψαράς κι η γυναίκα του εκεί ζουν και μένουν κι εκεί θα ζουν 

και θα μένουν για πάντα

.

.

.



Αρης Κωνσταντινιδης-αρχιτεκτονας

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis 

Εκ χρέους στους Ιδανικούς Ευγενεις μας


Άρης Κωνσταντινίδης

η κίνηση προς το μπαλκόνι,

κάτω,

όλα μού τα γκρεμίζουν,

η' εγκαταλείπονται,

η ποίηση τού Σολωμού στην Αρχιτεκτονική μου στα αζητητα,

η κοινωνία προχωράει με φανφαρονισμους,

οι άνθρωποι πλέον, αυτό έχουν επιλέξει,σαν τα πρωτοζωα συνεχώς αναπαράγονται,

ένας ακυρωμενος Έλληνας είμαι,

σήμερα 16 Σεπτεμβρίου 1993 συνειδητά επιλέγω την ολοσχερή κατάρρευση μου

.

..

.



Νίκος Πουλαντζάς

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis 

Εκ χρέους στους Ιδανικούς Ευγενεις μας


Νίκος Πουλαντζας

ένας Έλληνας εργάτης 

Παρίσι,3 Οκτωβρίου 1979,

η πολυκατοικία,ο όροφος,ο δρόμος κάτω,

ήττα τής επανάστασης,

η πτώση τής επανάστασης,

η κριτική μετά,οι απογοητευμένοι σύντροφοι,

πριν η πολιτική:

το αστικό κράτος,σε κάθε περίπτωση,εξυπηρετεί τα συμφέροντα τού καπιταλισμού,

εγώ αδυνατω να αλλάξω τον κόσμο,

κι αυτό,δυστυχώς,προφητεύω,

ας με συγχωρεσει η μικρή μου Αριάδνη,

παρόλαυτα αγαπώ τον Μίκυ Μαους και τον Ντόναλντ Ντακ

.

.

.

 



Ο Αχιλλέας και ο Αίας παίζουν πεντάγραμμα, πεσσούς,
παιχνίδι που επινόησε ο Παλαμηδης,
Αμφορέας,530 π.Χ,Βατικανο

χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis 

Τρωικά Time Story

-Παλαμηδης-


όταν ο Παλαμήδης τού Ναυπλίου εστειλε τον Οδυσσέα τού Λαέρτη

στη Θράκη στούς Κινονες να φέρει στάρι να τραφούν οι Αχαιοί στρατιώτες

αυτός γύρισε μετά από μέρες με άδεια τ'αμπάρια τών καραβιών,

και είπε:

ότι δεν είχαν σταρι και δεν φορτωσε ,


δεν ξεγελάστηκε ο Παλαμηδης,

και βεβαια φόρτωσε,

και στο δρόμο το πούλησε

προς ίδιον ώφελος,


και για απόδειξη,πήγε μετά αυτός ο ίδιος στη Θράκη

και φόρτωσε τα καραβια


γι'αυτό,και για την  άλλη σκευωρια,δηθεν τής δωροδοκίας του από τον Πριαμο,

λιθοβολήθηκε  από την κλίκα τών Ελλήνων και αφανίστηκε ο Παλαμήδης


κι έτσι,στην αρχή τής Ιλιάδας,εξηγείται,η μήνις τού Αχιλλέα,κι όχι για μια απλή 

κοπελίτσα την Βρυσηιδα ο θυμός του,

οργίστηκε με την κλίκα τού Αγαμεμνωνα,Οδυσσέα,Διομήδη κ.α για τον χαμό 

τού φίλου του και συμμαθητή στη σχολή τού Χείρωνα στο Πήλιο Παλαμήδη,

αλλωστε στην Ιλιάδα ο Όμηρος,αφού ήταν Τηλεμαχου Οδυσσειτης, μεροληπτωντας,

δεν κάνει λογο για τον ιδιοφυή Έλληνα Παλαμήδη,πλήρης αποσιώπηση τού ήρωα

στους  15.693 δακτυλικους εξαμετρους στίχους τού επικού έργου, 

.

.

.




My own Empire of Heteronyma Paintings 

-Helen in Egypt-

η Ελένη στην Αίγυπτο

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis  


με ξύπνησε το τηλέφωνο,είδα την ώρα,μεσάνυχτα,

-ακυρωνεται η φωτογράφιση,η φωνή τής Ελένης,φεύγω ξημερώνοντας

-για που;ειπα

-δεν ξέρω,η απάντηση της,

έκλεισε,

τρελάθηκα,

μέχρι το ξημέρωμα ξάγρυπνος,δεν .μπορούσα να αντιδράσω,ούτε να αλλάξω κάτι,

έρημες κύλησαν οι μέρες μου,

κάποτε,καιρός πέρασε, έλαβα ένα φάκελο,

καρτποσταλ από τον Νείλο,η Ελενη ποζάρει με φόντο τις Πυραμιδες,

ευτυχισμένη,

-σε χαιρετώ,να είσαι καλά,έγραφε,φιλιά

τότε κατάλαβα,αποδεχτηκα το τέλος,

.

.

.

χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis

ο άνθρωπος στη πορτα 

(Ιστορίες τού κ.Κ)


ήταν μπροστά στη πόρτα,χτύπησε,

δεν πήρε απάντηση,ξαναχτύπησε,

καμια απάντηση,

περίμενε,πέρασε ώρα,ξαναχτύπησε,πάλι δεν απάντησαν,έπρεπε να απαντήσουν,

κοίταξε το ρολόι του,είχε σταματησει,ένιωσε άγχος,

δεν μπορεί θα απαντήσουν,ξαναχτύπησε,τίποτα,όση ώρα ήταν εκεί δεν είδε καποιον

 άνθρωπο στο διάδρομο να ρωτήσει,τι συμβαίνει,αν κάποιος μένει μεσα

ησυχία,κανένας ήχος,ένιωθε κούραση,απελπίστηκε,για ποιο λόγο να προσπαθεί; 

κανένα αποτέλεσμα δεν θα είχε,

χτύπησε τελευταία φορά,περιμενε,καμιά απάντηση,έφυγε,

τότε άνοιξε η πόρτα και βγήκε ο άνθρωπος που ήταν μέσα,

την έκλεισε,περπάτησε στο διάδρομο αριστερά,και στο βάθος του έστριψε,

.

.

.


 

My Own Empire of Heteronyma Paintings

-Helen of Sparta-

χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis 


η Ελένη με κοίταξε,

-διπολικη διαταραχή,η γνωμάτευση τών γιατρών,είπε,

δυό χρόνια,δυσκολη η ζωή μου,

τής έδειξα τις φωτογραφίες,

-η κοκεταρια τών γυναικών, τής ωραίας γυναίκας,ειπε,

μια λύπη στη φωνή της,

στα μάτια,

ολα λάθος,ο άντρας,ο γάμος,ο δεύτερος άντρας,

την άλλη μέρα ανεβήκαμε τον Ταϋγέτο,οδηγούσε εκείνη,

γελούσε,τραγούδησε,

All of Me,-Billie Holiday,είπε,στα 17 μου έκανα μαθήματα φωνητικής,τζαζ,

όσο ανεβαίναμε το βουνό τόσο τα τζιτζίκια αραίωναν,

-ολα έχουν τη θέση τους,είπε,κι εγώ είμαι η Ελένη τής Σπάρτης,

ο μυθος τής Τροίας,ο μυθος τής Αιγύπτου,μια κούφια ματαιοδοξία,

κατεβήκαμε,

με αγκαλιασε,

-η Ελένη,είπα,

γέλασε,

-ποια Ελένη;,ειπε

.

.

.


χνκουβελης cncouvelis 

μεταφράζοντας


Παλαιά Διαθήκη

Ρουθ 1.1-1.17


και έγινε τότε που οι Κριτές κυβερνούσαν και έγινε λιμός στη χώρα,

και αναχωρησε ένας άντρας από τη Βηθλεέμ τού Ιούδα να κατοικησει

στον αγρό Μωάβ αυτός και η γυναίκα του και οι δυο γιοι του,

και το ονομα στον άντρα Ελιμελεχ,και το όνομα στη γυναίκα του Νωεμιν,

και το όνομα στους δυο γιους του Μααλων  και Χελαιων,Εφραθαιοι από

τη Βηθλεέμ της Ιουδαίας,και ήρθαν στον αγρό Μωάβ και ήταν εκει,

και πέθανε ο Ελιμελεχ ο άντρας τής Νωεμιν και έμεινε μόνη αυτή

και οι δυο γιοι της,

και πήραν γυναίκες τους Μωαβιτιδες,το όνομα στη μία Ορφα,και

το όνομα στη δεύτερη Ρουθ,και κατοίκησαν εκεί δέκα χρονια,

και πέθαναν και οι δυο,ο Μααλων και ο Χελαιων,και εμεινε μόνη η γυναίκα 

από τον άντρα της και από τους δυο γιους της,

και σηκώθηκε αυτή και οι δυο νύφες της και έφυγαν από τον Μωάβ γιατί

άκουσε στον αγρό Μωάβ ότι συμπονεσε ο Κύριος τον λαό του δίνοντας σ'αυτους άρτους,

και έφυγε από τον τόπο,που ήταν εκεί,και οι δυό νυφες της μαζί της,και περπατούσαν στο δρόμο να επιστρέψουν στη γη τού Ιουδα,

και είπε η Νωεμιν στις δυο νύφες της, πηγαίνετε τώρα,γυρίστε πίσω κάθε μια στο σπίτι τής μητέρας της,θα δείξει ο Κύριος σε σας καλωσυνη,οπως δείξατε εσεις στους πεθαμένους και σε μενα,

ας σας δώσει ο Κύριος και να βρείτε ανάπαυση κάθε μια στο σπίτι τού άντρα της,και τις φιλισε θερμά και αυτές φώναξαν και εκλαψαν,

και είπαν σ'αυτη,μαζί με σενα θα επιστρέψουμε στον λαό σου,

και είπε η Νωεμιν,όχι να επιστρεψτε,θυγατέρες μου,και γιατί να πηγαινετε μαζί μου;,μην ακόμα είναι γιοι στη κοιλιά μου και θα σας γίνουν άντρες;

όχι να επιστρεψτε,θυγατέρες μου,γιατί έχω γεράσει να μην είμαι με άντρα,γι'αυτό είπα,δεν είμαι να συμβρεθώ με άντρα και να γεννήσω παιδια,

μήπως αυτούς θα περιμενετε μέχρι να ανδρωθούν; η' θα συγκρατηθητε να μην πάτε με άντρα; όχι λοιπόν,θυγατέρες μου,γιατί πικραθηκα για σας,γιατι πάνω μου έπεσε το χέρι τού Κυριου,

κι αυτές φώναξαν και εκλαψαν επίσης,και φιλισε θερμά η Ορφα τη πεθερά της και επέστρεψε στο λαό της,

η Ρουθ όμως την ακολουθησε,

και είπε η Νωεμιν στη Ρουθ,να γύρισε πίσω η συνυφαδα σου στο λαό της και στους θεούς της,

επέστρεψε τωρα και συ πίσω από τη συνυφαδα σου,

είπε όμως η Ρουθ,μην μου λες να σε εγκαταλείψω και να σου γυρίσω τη πλατη,γιατί όπου εσύ θα πας,θα πάω,κι όπου εσύ θα μείνεις,θα μείνω,ο λαός σου λαός μου,και ο Θεός σου Θεός μου,

και όπου θα πεθάνεις,θα πεθάνω,και κει θα ταφω,

αυτά εδώ να κάνει σε μένα ο Κύριος και αυτά εδώ να προσφέρει,γιατί ο θάνατος θα χωρίσει μπαίνοντας ανάμεσα εμένα και σένα,


Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ κρίνειν τοὺς κριτὰς καὶ ἐγένετο λιμὸς ἐν τῇ γῇ, καὶ ἐπορεύθη ἀνὴρ ἀπὸ Βηθλεὲμ τῆς Ἰούδα τοῦ παροικῆσαι ἐν ἀγρῷ Μωάβ, αὐτὸς καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ καὶ οἱ δύο υἱοὶ αὐτοῦ.

καὶ ὄνομα τῷ ἀνδρὶ Ἐλιμέλεχ, καὶ ὄνομα τῇ γυναικὶ αὐτοῦ Νεωμίν, καὶ ὄνομα τοῖς δυσὶν υἱοῖς αὐτοῦ Μααλὼν καὶ Χελαιών, Ἐφραθαῖοι ἐκ Βηθλεὲμ τῆς Ἰούδα· καὶ ἤλθοσαν εἰς ἀγρὸν Μωὰβ καὶ ἦσαν ἐκεῖ.

και ἀπέθανεν Ἐλιμέλεχ ὁ ἀνὴρ τῆς Νεωμίν, καὶ κατελείφθη αὕτη καὶ οἱ δύο υἱοὶ αὐτῆς.

καὶ ἐλάβοσαν ἑαυτοῖς γυναῖκας Μωαβίτιδας, ὄνομα τῇ μιᾷ Ὀρφά, καὶ ὄνομα τῇ δευτέρᾳ Ῥούθ· καὶ κατῴκησαν ἐκεῖ ὡς δέκα ἔτη.

καὶ ἀπέθανον καί γε ἀμφότεροι, Μααλὼν καὶ Χελαιών, καὶ κατελείφθη ἡ γυνὴ ἀπὸ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς καὶ ἀπὸ τῶν δύο υἱῶν αὐτῆς.

καὶ ἀνέστη αὕτη καὶ αἱ δύο νύμφαι αὐτῆς καὶ ἀπέστρεψαν ἐξ ἀγροῦ Μωάβ, ὅτι ἤκουσεν ἐν ἀγρῷ Μωὰβ ὅτι ἐπέσκεπται Κύριος τὸν λαὸν αὐτοῦ δοῦναι αὐτοῖς ἄρτους,

καὶ ἐξῆλθεν ἐκ τοῦ τόπου, οὗ ἦν ἐκεῖ, καὶ αἱ δύο νύμφαι αὐτῆς μετ᾿ αὐτῆς· καὶ ἐπορεύοντο ἐν τῇ ὁδῷ τοῦ ἐπιστρέψαι εἰς τὴν γῆν Ἰούδα.

καὶ εἶπε Νωεμὶν ταῖς δυσὶ νύμφαις αὐτῆς· πορεύεσθαι δή, ἀποστράφητε ἑκάστη εἰς οἶκον μητρὸς αὐτῆς· ποιήσαι Κύριος μετ᾿ ὑμῶν ἔλεος, καθὼς ἐποιήσατε μετὰ τῶν τεθνηκόταν καὶ μετ᾿ ἐμοῦ·

δῴη Κύριος ὑμῖν καὶ εὕροιτε ἀνάπαυσιν ἑκάστη ἐν οἴκῳ ἀνδρὸς αὐτῆς· καὶ κατεφίλησεν αὐτάς, καὶ ἐπῇραν τὴν φωνὴν αὐτῶν καὶ ἔκλαυσαν.

καὶ εἶπαν αὐτῇ· μετὰ σοῦ ἐπιστρέφομεν εἰς τὸν λαόν σου.

και είπαν σ'αυτη,μαζί με σενα θα επιστρέψουμε στον λαό σου

καὶ εἶπε Νωεμίν· ἐπιστράφητε δή, θυγατέρες μου· καὶ ἱνατί πορεύεσθε μετ᾿ ἐμοῦ; μὴ ἔτι μοι υἱοὶ ἐν τῇ κοιλίᾳ μου καὶ ἔσονται ὑμῖν εἰς ἄνδρας;

ἐπιστράφητε δή, θυγατέρες μου, διότι γεγήρακα τοῦ μὴ εἶναι ἀνδρί· ὅτι εἶπα, ὅτι ἔστι μοι ὑπόστασις τοῦ γενηθῆναί με ἀνδρὶ καὶ τέξομαι υἱούς,

μὴ αὐτοὺς προσδέξεσθαι ἕως οὗ ἁδρυνθῶσιν; ἢ αὐτοῖς κατασχεθήσεσθε τοῦ μὴ γενέσθαι ἀνδρί; μὴ δή, θυγατέρες μου, ὅτι ἐπικράνθη μοι ὑπὲρ ὑμᾶς, ὅτι ἐξῆλθεν ἐν ἐμοὶ χεὶρ Κυρίου.

καὶ ἐπῇραν τὴν φωνὴν αὐτῶν καὶ ἔκλαυσαν ἔτι· καὶ κατεφίλησεν Ὀρφὰ τὴν πενθερὰν αὐτῆς καὶ ἐπέστρεψεν εἰς τὸν λαὸν αὐτῆς, Ῥοὺθ δὲ ἠκολούθησεν αὐτῇ.

καὶ εἶπε Νωεμὶν πρὸς Ῥούθ· ἰδοὺ ἀνέστρεψεν ἡ σύννυμφός σου πρὸς λαὸν αὐτῆς καὶ πρὸς τοὺς θεοὺς αὐτῆς· ἐπιστράφηθι δὴ καὶ σὺ ὀπίσω τῆς συννύμφου σου.

εἶπε δὲ Ῥούθ· μὴ ἀπάντησαί μοι τοῦ καταλιπεῖν σε ἢ ἀποστρέψαι ὄπισθέν σου· ὅτι σὺ ὅπου ἐὰν πορευθῇς, πορεύσομαι, καὶ οὗ ἐὰν αὐλισθῇς, αὐλισθήσομαι· ὁ λαός σου λαός μου, καὶ ὁ Θεός σου Θεός μου·

καὶ οὗ ἐὰν ἀποθάνῃς, ἀποθανοῦμαι, κἀκεῖ ταφήσομαι· τάδε ποιήσαι μοι Κύριος καὶ τάδε προσθείῃ, ὅτι θάνατος διαστελεῖ ἀναμέσον ἐμοῦ καὶ σοῦ.

.

.

.

χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis 

ο άνθρωπος τού τρένου


έβγαλε εισιτήριο,μπήκε στο τρένο,άδειο το βαγόνι,αν και τού έκανε εντύπωση δεν τον

 ένοιαζε,δεν ήθελε πολυκοσμια,το ταξίδι θα διαρκουσε 8 ώρες,πρώτη φορά πήγαινε σε

 αυτή τη πόλη,εκεί στον σταθμό θα τον περίμενε εκείνη,μιλούσαν στο τηλέφωνο,ένα

 χρόνο σχεδόν,είχαν ανταλλάξει φωτογραφιες τους,σε όλους τούς σταθμούς που

 σταμάτησε το τρένο κανένας επιβάτης δεν κατέβηκε ούτε ανέβηκε,το τρένο συνέχιζε

 άδειο,προς το τέλος τής πορείας κοιμήθηκε,όταν ξύπνησε το τρένο ήταν σταματημένο

 στο τερμα,

καμία ειδοποίηση για τον τερματισμό δεν άκουσε,

ούτε μπορούσε να ξέρει πόση ώρα ήταν το τρένο σταματημένο εκει,αφού

 κοιμόνταν,κατέβηκε,κανένας άνθρωπος στην αποβάθρα,ούτε η γυναίκα που θα τον

 περίμενε,βγήκε από το κτίριο τού σταθμού,καμιά κυκλοφορία στη λεωφόρο,περπάτησε

 σε μια τυχαία διεύθυνση,μπήκε μέσα στους δρόμους τής πόλης,είχε αρχίσει να νυχτώνει,

η πόλη ήταν τελειως έρημη,ακατοίκητη,εισχώρησε στο εσωτερικό της, καμιά

 κίνηση,ζωή,μετά από πολύ ώρα,που δεν μπορούσε να την υπολογίσει,χτύπησε το

 τηλέφωνο του,ήταν εκείνη,

-δεν ήρθες; τού είπε,πήγα στον σταθμό,σε περίμενα,ήρθε το τρένο,κατέβηκαν οι

 επιβάτες,εκαντοντάδες,το τρένο ήταν γεμάτο, κοίταξα,εσύ δεν ήσουνα

 πουθενά,έφυγα,γύρισα σπίτι,

δεν τής είπε ότι το τρένο ήταν άδειο,

-εχω έρθει,τής είπε,είμαι στη πόλη,

-που είσαι; τού είπε εκείνη,να έρθω να σε πάρω

τής είπε,

-κοντα είμαι, τού είπαι,σε πέντε λεπτά είμαι εκεί περίμενε,

.

.

.

Εκ Χρέους στους Μεγάλους Έλληνες Κωμικούς

τού Ελληνικού Κινηματογράφου 

-Νικος Ηλιόπουλος 

-Λαμπρος Κωνσταντάρας

-Βασιλης Λογοθετίδης

-Θανασης Βεγγος

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis



Ντίνος Ηλιοπουλος Εκ Χρέους 


-να στα πω και να μην πολυλογω,αυτά

-τι αυτά;

-αυτα,δεν είναι αλλα

-μα δεν είπες τίποτα

-ουτε που το καταλαβα

.

 


Λάμπρος Κωνσταντάρας,Εκ Χρέους


-τι κάνετε εσείς εδώ;τεμπελιαζετε;

-εμεις,όχι

-απολυεσθε

-ολοι;

-κλωτσηδον έξω όλοι παμψηφει

-και μένα;

-(φαπ)και σένα μουργο,

εκπτώσεις θα κάνω;

.



Βασίλης Λογοθετίδης,Εκ Χρέους


-θελεις σαλατα;

-αμα δεν την κάνεις σαλάτα θέλω

-τι να βάλω;

-ξερω γω;τι βάζουν;

-ξυδι θέλεις;λεμόνι;

-ακουαφορτε μην βαλεις

.


 


Θανάσης Βέγγος,Εκ Χρέους


-ξερεις από βέσπα;

ο άλλος δεν απαντάει

-ξερεις από βέσπα;

-ε,τι θέλεις;

-ετσι ρωτάω από περιέργεια,

να,δεν βρίσκω τα φρένα,

-στο μυαλό σου;

.

.

.






Η Ορθοπεδική Λαϊκή Ιατρική Πρακτική

τής θειά Λαμπρως Τσιντζου(1932-2021)

από τη Μαχαιρά Ξηρομερου

-χ.ν.κουβελης  c.n.couvelis


η Λαμπρινη(Λαμπρω)Τσιντζου (η θειά Λαμπρω οπως είναι γνωστή σε όλους μας)γεννήθηκε στη Μαχαιρά το 1932,κόρη τού Παναγιώτη και τής Γιαννούλας Πλιάτσικα,

το 1956 παντρεύτηκε στη Μαχαιρά τον Στάθη Τσιντζο,

παντρεμένη,αρχές τής δεκαετίας τού 1960,άρχισε να ασκεί την Λαϊκή Πρακτική Ιατρική Ορθοπεδική,

η Πρακτική Ορθοπεδική Ιατρική(όπως γενικα ή Πρακτική Ιατρική)είναι πανάρχαια μέθοδος ίασης και θεραπειας σε όλους τους λαούς τού κόσμου,

στα αρχαία χρόνια,(μέχρι τα τελευταία χρόνια)ασκούνταν από εξεχοντα πρόσωπα τής φυλής,τους μάγους,τους θεραπευτές,και είχε σχέση με μαγικές πρακτικές και δοξασίες,

τα άτομα αυτά είχαν βαθειά ενσυναίσθηση της κοινωνίας,της ομάδας,στην οποία ανήκαν, τών αναγκών της για την ευδαιμονία τών πολιτών της,

και ήθελαν να την υπηρετήσουν για το κοινό καλό,

αυτό συνέβαινε πριν την επιστημονική  εξέλιξη ανάπτυξη και πρόοδο τής Ιατρικής,

έτσι,στη Μαχαιρά,μια από τις Πρακτικές θεραπευτριες ηταν και η θειά Λαμπρω,

από μαρτυρία της:παντρεμένη ήμουνα όχι κοπέλα,όταν είδα τη θειά 

Νιω(Ουράνια Κουβέλη τού Στέλιου Μπλιστουρα)

να φκιάχνει το χέρι τού Γιακωβου(Ιακωβου Νικήτα),και μου εντυπώθηκε ο τρόπος που το έκανε,και ισιασε το χέρι,

(η θειά Νιω ήταν επίσης πρακτική γιατρός,έκοβε και τη λιοκρα στον ουρανισκο,τη χρυσή),

σύμφωνα με τη μαρτυρία τής θειά Λαμπρως η πρώτη φορά ήταν όταν έφκιαξε 

το βγαλμένο χέρι τού Αριστείδη (Νικήτα,γιου τού Γιακωβου),μικρό παιδί τότε,

και μετά άρχισαν τα ορθοπεδικα χερια πόδια ώμοι,

χρόνια και χρόνια έφκιαχνε,ισιαζε νευροκαβαλικευματα,στραμπουληγματα,

τραβήγματα,ραγισματα μέχρι και σπασίματα,σε χέρια ώμους πόδια,με μεγάλη επιτυχία,100 τοις 100,

στις αρχές τού 1980 στο Αγροτικό Ιατρείο τής Μαχαιρας έκανε το αγροτικό του ο γιατρός Γιάννης Πεγκος με ειδικότητα ορθοπεδικού,στην αρχή αμφισβητούσε την ορθοπεδική λαϊκή πρακτική τής θειά Λαμπρως,ένεκα τής Ιατρικής Επιστήμης,όμως τα επιτυχη αποτελέσματα της τον έκαναν να αλλάξει γνώμη 

και να την παραδεχτεί,

τώρα αυτα είναι τα στάδια που δουλευε:

1.εβραζε νερό σε μια κατσαρολα μέχρι να αφρισει κοχλασει

2.εχυνε το καυτό νερό μεσα σε μια τσιγκινη λεκάνη.και έβαζε το χέρι,το πόδι 

που είχε το πρόβλημα πάνω της,και το σκέπαζε με μια πετσέτα,ώστε ο θερμός,καυτός ατμός,να το ιδρωσει και να μαλακώσουν τα νευρα

3.επειτα έκανε μαλαξεις με το χέρι της με σαπούνι για να γλιστρά,

τα ευαίσθητα χέρια της είχαν  αντιληψη ακριβή τού προβλήματος και με τις κατάλληλες κινήσεις το επανορθωνε,βέβαια και με τον συνεπαγωμενο δυνατό, αφόρητο πόνο μέχρι δακρύων στα μάτια,σφίξιμο δοντιών, ουρλιαχτων,

σκουζματων,και λιποθυμιας

4.μετα σε ένα πιάτο έρριχνε το ασπράδι ενός αυγού,έχυνε ούζο και εξηνε πράσινο σαπούνι,αυτά τα  ανακατωνε,τα αναδευε,για να γίνουν μια ομοιογενής αλειφή,το ανακολι έτσι το έλεγε

5.στο επόμενο στάδιο με το ψαλίδι έκοβε μια άσπρη αντρική φανέλα σε λωρίδα,

αυτή τη λωρίδα την τύλιγε στο μέρος που έπασχε κάθε φορά αλείφοντας την,

ποτίζοντας την,με το ανακολι,στο τέλος την στερεωνε με μια παραμάνα,

αυτό το ανακολι όταν ξερενονταν κοκκαλωνε και κρατούσε το μέλος με το πρόβλημα σταθερό,ακίνητο,

6.μετα από μιά βδομάδα περίπου εκοβε με ψαλίδι το ανακολι και εξέταζε πάλι 

το χέρι,το πόδι ,σε τι κατάσταση ήταν,αν επιασε,κι ανάλογα μπορεί να'βαζε ξανά ανακολι,

ολα αυτά τα πρακτικά ορθοπεδικα,αυτό το λειτούργημα,η θεια Λαμπρω 

το έκανε αγογγυστα ,με ανιδιοτελεια,χωρις κανένα χρηματικό ώφελος

(η' δώρο) και μάλιστα όταν κάποιοι άφηναν χρήματα τούς κυνηγαγε και τούς τα'δινε πίσω,

και ποτέ δεν παράτησε κανέναν πονεμένο άρρωστο,οποιαδήποτε μέρα ώρα 

και να'ταν πρωί μεσημέρι βράδυ νύχτα γιορτή καθημερινή,πάντα ήταν πρόθυμη και πρόσχαρη να εξυπηρετήσει,

γιάτρεψε όλη τη Μαχαιρά,το χωριό της,και όλα τα γύρω χωριά,

Μπαμπινη,Σκουρτου,Χρυσοβίτσα,Πρόδρομο,Αγραμπελο,Βασιλόπουλο,

Αστακό,Βλυζανα,Αετό,Μαχαλά,μέχρι και από Αγρίνιο ήρθαν,

κάποτε ήταν Λαμπρή,Πάσχα,είχαν ψήσει το αρνί και ετοιμάζονταν να φάνε,και ήρθε κάποιος,δεν σκέφτηκε καθόλου και τον δέχτηκε,και ο άντρας της 

ο μπάρμπα Στάθης ειπε στα παιδια που λαχταρούσαν να φάνε το ψητό κρέας,

-δεν πειράζει,τρωμε αργότερα,ο άνθρωπος πονάει,

όλη η οικογένεια της έμαθε κοντά της και συνδραμε και συμπονουσε τους συνανθρώπους,

οι πονεμένοι άνθρωποι πονούσαν ανυπόφορα,βογκούσαν,ούρλιαζαν,εσκουζαν,

λιποθυμούσαν,δακρυζαν τα μάτια τους,και η θειά Λαμπρω πάντα με το καλό γλυκό της λόγο τούς έλεγε και τούς παρηγορούσε:

-ελα,κουράγιο,ησύχασε,δεν είναι τίποτα,θα σε πονέσει λίγο ακομα και θα σού περασει,

έτσι τούς έδινε κουράγιο δύναμη και  θάρρος να αντέξουν τον δυνατό πόνο,

κάποτε αρχές τού 1980 ο θρυλικός παλαιστής και μασίστας Τζιμ Αρμαου σε μια ηρωική μυθική επίδειξη δύναμης στη Μαχαιρά με κάτι βαρέλια που σήκωνε  εβγαλε τον  ώμο του  και πηγε στην θειά Λαμπρω να τού τον ξαναβαλει κι από τον δυνατό οξύ πόνο αυτός ο γίγαντας δεν άντεξε και δακρυσε,

μπήκε εσιαξε ο ώμος του,και συνέχισε τούς άθλους του,

κι όταν ξανάρθε στο χωριό πήγε και την επισκέφτηκε,τής ήταν ευγνώμων για την θεραπεια της,

οι άνθρωποι που έρχονταν με τα βγαλμένα χέρια πόδια και ώμους πάνω στον πόνο και στην αναστάτωση τους δεν είχαν τον νου,και δεν ήξεραν,να φερουν αυγά,ούζο,και σαπούνι για το ανακολι,αυτά τα εβανε η θεια Λαμπρω, και όλες

οι  άσπρες φανέλες ήταν τών τεσσάρων  αρσενικων της οικογένειας,

τού μπάρμπα Στάθη,και τών τριων παιδιων τους, τού Σταύρου, τού Νώντα 

και τού Γρηγόρη,με συνέπεια να υπήρχε μόνιμη έλλειψη από φανελες,

όλες πήγαιναν λωρίδες στα ανακολια,

Αυτή την Αξια Γυναίκα τής κοινωνίας μας, τού χωριού μας,τη θειά Λαμπρω Τσιντζου,την Τιμούμε σαν Αγία,και την Ευγνωμονούμε μέσα από τα βάθη 

τής καρδιάς μας για το Μεγάλο Καλό που έκανε σε όλο τον Κόσμο που πονούσε,

Αιώνια σου η Μνήμη Θειά Λαμπρω

.

.

Θειά Λαμπρω Τσιντζου τα Πρακτικά Ορθοπεδικα της-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

https://youtu.be/HDLxQ9tRO64?si=8brwlnSqwbrM8d5V

.

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

(Ιστορίες τού κ.Κ)

2 Μονοπρακτα.


1.


(Φως χαμηλό. Σκηνή σχεδόν άδεια. Ένα τραπέζι. Πάνω στο τραπέζι, δύο αντικείμενα. Στο κέντρο, καθισμένη μια γυναίκα με μακρύ μαύρο φόρεμα. Το κεφάλι μισοκατεβασμένο. Μιλά χωρίς να βλέπει

προς το  κοινό ψιθυριστά, σαν να το λέει για πρώτη φορά

 ή να το έχει ξαναπει πολλές φορές)


«Αυτά βρήκα απ' τον Αίαντα..

είπε

και τα 'βγαλε απ' την τσέπη.


(παύση)


Τα μάτια του.

Δυο βολβοί.

Σφαιρικοί.

Τ' άφησε πάνω στο τραπέζι.


(σηκώνει το κεφάλι. Ακούγεται παιδική φωνή, μακριά.)


Το απόγευμα... ήρθαν τα παιδιά.

Τα πήραν για βόλους.

Και βγήκαν στον δρόμο.

Να παίξουν.


(παύση)


Τότε ένας — όχι ο πιο μικρός —

φώναξε:

«Δεν είναι ο Τεύκτρος... είναι ο Οιδίποδας.»


(σιωπή. Φως λίγο πιο δυνατό)


Καθαρά όλα. Σαν μέρα.

Δεν ήταν ο Τεύκτρος.

Ήταν

ένας ηθοποιός.

Μετά την παράσταση.

Ήρθε να μας δείξει

πόσο δεν ξέρουμε.


(ελαφρύ χαμόγελο)


Που δεν πηγαίνουμε στο θέατρο.

Να χειροκροτήσουμε.

Μάταιους.


σηκώνεται,πάει στο τραπέζι,πιάνει ένα αντικείμενο μαύρο)


Το παιδί είπε:

«Εγώ κέρδισα».

Και μας το έδειξε.

Τους βολούς.

Το κοιτάξαμε στα μάτια.

δεν είχε.


(παύση)


Μαύρες τρύπες.

Σαν ριπές.

Οπλοπολυβόλου.


(παυση)


Λίθινη κεφαλή αλόγου.

Τρέφεται.

Στη χλόη τής μνήμης.

Με κρίνα.

Άγρια μέντα.


(μικρό γέλιο,)


Η κυρία Μόνα Λίζα.

Αιχμαλώτισε άσπρα πουλιά.

Στείλαμε τα παιδιά.

Να τα μοιράσει.

Τα άφησε ελεύθερα.


(σηκώνει και απλώνει τα χέρια της, σαν πουλιά)


Γύρισαν με φτερά στους ώμους.

Ένα ήθελε τα δέντρα.

Άλλο τις στέγες.

Το πιο φιλόδοξο...

Ουρανός.


(μιλα δυνατα)


«Τι ανάγκη έχουμε εμείς για ουρανό;»

του φώναξαν.

Δεν τους άκουσε.


(παύση)


Ανέβηκε.

Έβγαλε το μαχαίρι του.

Έκοβε τον ουρανό...

Κομμάτια.

Και τα πετούσε κάτω.


(σηκώνει το δεύτερο αντικείμενο, λευκό)


Τα φυτεύαμε.

Στις γλάστρες.

Τα τρώγαμε.

Σαν ψωμί.


(παύση)


Η κυρία Μέριλιν Μονρόε.

Καλλιεργούσε λωτούς.

Τα παιδιά

Ξέχασαν.

«Ποιοι είμαστε;» ρώτησαν.


(παύση)


Και η λίθινη κεφαλή αλόγου...

Μασάει τη μνήμη.

Χωρίς δόντια.

Χωρίς χρόνος.


(Φως πιο ψυχρό)


Με τροχαλίες

Σηκώναμε νερό απ’ το φως.

Πετράνθρωποι.

Κούροι. Κόρες.

Δάχτυλα.

Σκαραβαίοι.

Μέλισσες.

Χρυσές.


(παύση)


Και ο Αρδιαιος.

Ο άθλιος τύραννος.

Συρμένος σε ασπαλάθους.

Έγδαραν.

Ξέσκισαν.


(το φως αρχίζει να σβήνει αργά)


> Ο Πλάτωνας συνέχισε.

Κανονικά.


(η φωνή ψιθυριστή πια)


Κι ο Κώστας…

Στη λαχαναγορά.

Μαχαιρωμένος.

Βρήκαν τα ονόματά τους.

Τα ξέσκισαν.

Τα πέταξαν.


(παύση)


(κοιτάζει προς το κοινό)


Η ποίηση είναι ανάπτυξη ανισοτήτων.

Κύριε...

Δεν δήλωσα την ανυπακοή μου.

Κύριε...

Δεν πλήρωσα την απειθαρχία μου.

Κύριε...

Μολών Λαβέ.


(παύση)


Το φως...

Στα κλαδιά των λέξεών μου.

Ο άνθρωπος έχει το σχήμα κοχυλιού.

Αντηχεί.

Την Ιστορία του.

Σκάει κύμα.

Και απο-λύεται το φως.


[Σκοτάδι]

[Σιωπή]

[Τέλος]

.

.


2


(Το σώμα τής γυναίκας που μιλάει ακίνητο,στη μέση του χώρου,

τα χέρια της σαν να κρατούν κατι


 ηχοι εσωτερικοί: ανάσες, σκρατς από ρούχα, θρόισμα αέρα.


Χώρος: Ένα δωμάτιο, λιτό, σχεδόν άδειο.

Φως: Ψυχρό, σαν από φεγγάρι)


(Μικρή παύση. Σαν να συλλογίζεται. Μετά, απότομα, λέει:)


Αυτά βρήκα απ’ τον Αίαντα.

(παύση)

το ’πε.

κι έβγαλε απ’ την τσέπη…

τα μάτια του.

(τονίζει το "μάτια")

μάτια, όχι δάκρυα,

όχι λέξεις.

δύο βολβοί. σχεδόν σφαιρικοί.

τα ’φησε πάνω στο τραπέζι και έφυγε.


(παύση)


αργότερα, απόγευμα,

ήρθαν τα παιδιά.

τα πήραν για βόλους.

βγήκαν στο δρόμο…

να παίξουν.


(μετατοπίζεται λίγο)


«Δεν είναι ο Τεύκτρος!»

«Είναι ο Οιδίποδας!»


(παύση)


Και τότε

όλα έγιναν καθαρά.

σαν μέρα.

ήταν ηθοποιός.

έκανε πλάκα.

γύρισε μετά το θέατρο…

να μας προσβάλει.

την άγνοια μας.

που δεν συχνάζουμε…

στα θέατρα.


(παύση. αναστεναγμός)


Χειροκροτήματα για ματαιόδοξους.


(παύση)


μετά μπήκαν τα παιδιά.

ένα είπε: «εγώ κέρδισα!»

(φωνάζει:)

μας έδειξε τους βολβούς,

στο χέρι του.

τον κοιτάξαμε…

στα μάτια.

εκεί…

έλειπαν.

δύο μαύρες τρύπες.

σαν ριπές…

πολυβόλου.


λιθίνη κεφαλή αλόγου.

μέσα στη χλόη της μνήμης μας…

τρέφεται.

με κρίνα.

με αγρία μέντα.

και τότε ήταν η κυρία Μόνα Λίζα…

αιχμαλώτισε άσπρα πουλιά.

της στείλαμε τα παιδιά.


(παύση, σαν να ακούει κάτι)


εκείνη, τα άφησε ελεύθερα.

γύρισαν με φτερά στους ώμους.


άλλο ήθελε να ανέβει στα δέντρα

άλλο στις στέγες

το πιο φιλόδοξο…

(χαμηλόφωνα)

ήθελε τον ουρανό.


(έντονα)


«Ουρανό;»

το φώναξαν.

«Τι ανάγκη έχουμε εμείς για ουρανό;»

(παύση)


δεν τους άκουσε.

ανέβηκε.

ανέβηκε…

έβγαλε το μαχαίρι.

έκοβε τον ουρανό.

κομμάτια.


(χειρονομεί σαν να πετάει κάτι κάτω)


και τα πετούσε.

κάτω.

σε μας.


(χαμηλόφωνα)


τα βρίσκαμε.

ένα-ένα.

άλλοι τα φύτευαν σε γλάστρες

άλλοι τα έτρωγαν… σαν ψωμί.


(χαμόγελο, θλίψη)


και τότ ήταν η κυρία Μέριλιν Μονρόε.


(σηκωνεται,πλάγια θέση δεξιά)


με τροχαλίες σηκώναμε τα νερά απ’ το φως.

(παύση)


κάποτε, πετρώναμε κουρους.

ευρύστερνους.

τα πουλιά τσιμπολογούσαν τις μύτες τους.


(παύση)


τις κορες.

στα δάχτυλα

χρυσές μέλισσες.

σκαραβαίοι.


(ψιθυριστά)


και ο Αρδιαιος…

ο άθλιος τύραννος.

συρθηκε πάνω σε ασπάλαθους…

τού έσκισαν τις σάρκες.

πριν τον γδάρουν.


(παύση)


στους Έλληνες…

δεν περνάνε αυτά.


(παύση)


ο κύριος Πλάτωνας,

συνέχισε την ιστορία του.


(χαμηλόφωνα)


εδώ, κανονικά…

το ποίημα πρέπει να σταματήσει.

να διαγραφεί.

να διαλυθεί.


όπως το νερό…

λιώνει την υδατογραφία.


(παύση)


ο Κώστας…

στη λαχαναγορά…

μαχαιρώθηκε.


(μακρά παύση)


βρήκαν τα ονόματά τους.

τα ξέσχισαν.

τα πέταξαν.


(σηκώνει το βλέμμα ψηλά, σα να βλέπει πουλια)


κύκλος.

περιστέρια στον ουρανό.

το φεγγάρι

λιθοβολεί τις κραυγές.

εκείνου του Αρδιαιου.

με τα έντομα…

τελειώνει.


(τελική στροφεται προς το κοινό, σχεδόν ψιθυριζει)


η ποίηση…

είναι ανάπτυξη ανισοτήτων.


(ακούγεται η αναπνοή της,ψιθυριζει ικετευτικα, σαν προσευχή)


Κύριε…

δεν δήλωσα την ανυπακοή μου.

δεν πλήρωσα την απειθαρχία μου.

Κύριε…

Μολών λαβέ.


(παύση)


δεν το λέγω από παράπονο.


(με σιγουριά)


το θάμβος τού ήλιου…

στα κλαδιά τών λέξεων μου.


ο άνθρωπος…

έχει το σχήμα κοχυλιού.

αντηχεί την Ιστορία του

στους βόστρυχους των ήχων του.

κα

σκάει ως κύμα

η γεωγραφική ακρίβεια…

τού Παπαδιαμάντη.


(παύση – βλέπει κάτι που δεν βλέπουν οι άλλοι)


και απο-λύεται…

το φως της.


[ΣΚΟΤΑΔΙ]

.

.

.


χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

5 αφηγησεις κατα τού Κυρος Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη τον Τρόπον


1

Ἡ Ἀνάμνησις τοῦ φωτὸς


Ἐν τῇ ἀκρίᾳ τοῦ φθινοπώρου, ὅτε αἱ πνοαὶ τῶν ἀνέμων ἐσαλεύοντο ἐπὶ τοῦ ἁλμυροῦ πεδίου, τὸ γηραιὸν ἁλιευτάκι ὁ κυρ-Γιαννακος ἐκάθητο ἔμπροσθεν 

τοῦ καλυβίου του, παρατηρῶν μέ ὀφθαλμοὺς ὑγρούς καὶ θολερούς τὴν ἄμπωτιν.

Οὐκ εἶχεν ἐγγόνια, οὐδὲ παῖδας. Μόνος ἔμεινεν ἀπὸ τῆς ἀναχωρήσεως τῆς γυναικὸς του καὶ τῆς θανατικῆς τοῦ γυιοῦ, ὃς εἶχεν πέσει κατὰ τὴν ἐπάρατον δεκαετίαν, ἐν τῷ ὄρει τῆς Πίνδου. Πολλοὶ ἔλεγον ὅτι ὁ παῖς ἐσφάγη ὑπὸ συμμοριτῶν· ἄλλοι ὅτι ἐχάθη εἰς τοὺς παγετῶνας καὶ ὁ πατὴρ τοῦ οὐκ ἔλαβεν πώποτε μνήμα. Ἀλλ' ὁ κυρ-Γιαννακος ἔλεγεν ὅτι "ζεῖ ὁ μικρός· ἐκεῖνος τὸν 

ὁδηγεῖ νύκτωρ μὲ τὸ φῶς".

Καὶ ὅταν ἠρώτων αὐτὸν τί εἶναι τοῦτο τὸ φῶς, ἀπεκρίνετο:

"Ἐν ὀνάρ, φανεροῖς ὀμμάτων, τὸ ἔσχατον φῶς ἔρχεται πάντοτε ἀπὸ τὴν θάλασσαν· ὅπου βλέπετε ἀστράπην νὰ ἀνίσταται ἐκ τῆς ἀλὸς, ἐκεῖνος εἶναι· 

τὸ παιδί μου, τὸ φῶς μου".

Καὶ εἶς τὴν μεσημβρίαν ἐκείνην, ὅτε τὰ παιδία τοῦ χωρίου, ἀμέριμνα, ἔτρεχον 

ἐπὶ τῆς ἀμμός, ἕν ἐξ αὐτῶν ἀνεκάλυψεν ἕνα μικρὸν γυαλιστερὸν σφαῖρον, ὥσπερ μάτι ἀνθρωπίνου. Ἀλαλάξαντες, ἔδραμον πρὸς τὸ καλύβιον τοῦ κυρ-Νάκου, φωνάζοντες:

"Γέροντα, γέροντα! Ὀφθαλμὸς ἐν τῇ ἀμμῷ! Ποῦ τὸν ἔχασες;"

Ὁ γέρων οὐκ ἐταράχθη· μόνον ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὸ μικρὸν σφαῖρον, ἔτεινεν τὴν χεῖρα του, καὶ ἔθεσεν αὐτὸν πλησίον τῆς καρδίας του.

"Οὐκ ἐγὼ ἔχασα τὸν ὀφθαλμόν· ἐκεῖνος μοι τὸν ἔπεμψεν... νὰ ἴδω ὅτι ἐπέστρεψεν".

Καὶ τὴν νύκτα ἐκείνην, ὡς ἐκ τοῦ μηδενὸς, καταιγὶς ἐπῆλθε ἐκ τῆς θαλάσσης, 

καὶ πάλιν ἠσάλευσε τὰ ἀστέρια, ὡς φῶς ἀπὸ λάδι.

Καὶ οὐδεὶς εἶδεν ἔκτοτε τὸν κυρ-Γιαννακον· μόνον εἷς νεανίας, ἀπὸ τὰ τῆς πολιτείας, περιήρχετο ἐν τῷ λιμενὶ τῆς Σκάθου, καὶ ἔλεγεν:

 "Ζεῖ· ἐν φάρει μικρῷ, νύκτωρ ἀναλάμπει· καὶ ψάλλει τροπάρια τοῦ φωτός".

.

.

2


Τὸ Θάμβος τοῦ Σκιάθου


Ἐν τῇ εὐλογημένῃ νήσῳ Σκιάθῳ, καθ᾿ ἣν ἔτι τότε ὁ χρόνος ἐκυκλοφόρει, ὡς παλαιός καντηλανάφτης, ἀργά, σεμνῶς καί ὑπόγεια, ἦν πάλαι ποτε γέρων τις, κυρ-Γεράσιμος τὸ ὄνομα, ἀνθρώπινον ἀπομεινάριον, ὃς ἐπέρα τοὺς χειμῶνας 

εἰς ἐρημονήσια, καὶ τοὺς θέρους ἐπ’ ἀγορᾶς, ὡς ἀναγκαῖος μάρτυς καὶ καφενειοκρίτης, καὶ πάλιν τοῦτο πάντα σιωπῶν.

Ἐφορεῖ πάντοτε σκούφον κυανόν, φθαρμένον ὡς ἡ δόξα τῶν παλαιῶν πολεμιστῶν, ἔφερεν στὴν πλάτην βυσσινί σακκίδιον, ὃ ἐξείχε πότε κλωνίων δάφνης, πότε πέτρας θαλασσινῆς ἤ καὶ μικρῶν, ὑγρῶν βολβῶν. Τούτους τοὺς τελευταίους ἐπεδείκνυεν κατ’ ἰδίαν, ὡς μέγιστον θησαυρὸν ἢ ἀρχαιολογικὸν εὑρημά, ψιθυρίζων:

— Ταῦτα ἔλαβον ἀπὸ τὸν Αἴαντα...

Καὶ ἐνθυμοῦμαι σαφῶς, ὅτι ἡμεῖς, τὰ παιδία τῆς συνοικίας, οὐχ ἡννοοῦμεν 

τότε ποῖος ἦτο ὁ Ἀίας. Νενόμιζέ τις ὅτι ἐννοεῖ τὸν κυρ-Αἰάννην, τὸν ψαράν. Ἄλλος ἔλεγεν ὅτι ὁ γέρων παρεφρόνησεν. Ἀλλ’ ἐκεῖνος ἔθετε τοὺς βολβοειδεῖς τούτους ὀφθαλμοὺς ἐπὶ τοῦ τραπεζίου τοῦ παλαιοῦ καφενείου, καὶ ἀνεχωρεῖ 

ἐν ἀνατολικῇ ἀχλύν. Τὸ μεσημέρι, τὰ παιδία ἤλθον, καὶ ὥσπερ πάντοτε, 

ἐποίησαν τὸ ἄτοπον.

— Ναί, βόλοι! εἶπεν ὁ μικρὸς Ἀργύρης, καὶ ἔπαιζον ἐνθουσιωδῶς.

Ἕως ὅτου ἐμφανίζεται, ἐκ τοῦ πουθενά, ὁ μελαμψὸς νεανίας, ὁν εἴχεν ἀποκαλέσει ὁ γερο-Νικόλας "ὁ Τεύκτρος ἢ καλλίτερα ὁ Οἰδίπους", καθότι 

ὁ ἀνὴρ ἐκείνος ἐνδύετο ὑποκριτικῶς, καὶ πολλοὺς ρόλους ἐκράτει μὲς τὴν ψυχήν του, ὡς σεμνὰ ἀγάλματα ἀποθησαυρισμένα.

— Ἐστὶν ὁ Ἀντώνης ὁ ἠθοποιός! εἶπεν ὁ παπα-Θεόφιλος, 

ἐπέστρεψεν ἐκ τοῦ θεάτρου νὰ λοιδορήσῃ τὴν ἀμάθειάν μας.

Τότε ὁ μικρὸς Ἀργύρης εἰσῆλθεν καί, πανηγυρίζων, ἀνεφώνησε:

— Ἐγὼ ἐνίκησα!

Καὶ ἔδειξεν τοὺς βολβοὺς ἐν τῇ παλάμῃ. Ἐγὼ ἦλθον πλησιέστερον, ἐπεσκέφθην τὰ παιδικὰ του πρόσωπα — τὰ ὀμμάτια ἐκείνου ἔλειπον· δύο βαθεῖς ὀρύγματα ἤσαν ἐκεῖ, ὅθεν ἡ ψυχὴ εἶτα ἐπρόκειτο νὰ βλέπῃ τὸν κόσμον.

Καὶ ἐσιώπησα.

Ἡ ποίησις, ἔλεγε κατόπιν ὁ ποιητὴς τῆς τραπέζης, οὐκ ἔστιν εἰς ὕψος μόνον ἀναβάσεως, ἀλλὰ εἰς πᾶν βάθος καὶ χασμὸν καθόδου.

Ἀλλ’ οὐκ ἔχει ὁ πτωχὸς λαός καιρόν δι’ ἀνάβασιν ἢ κατάβασιν.

Οὔτε τὴν Μόνα Λίζα ἔγνων ποτέ μου, οὔτε τὴν Μέρυλιν, ἀλλὰ ἔτι ἐνθυμοῦμαι 

τὴν γραιὰν κυρ-Βαγγελιὼ, ποὺ ἔδιδεν στα παιδία ψωμὶ μὲ ζάχαρην, καὶ ἔλεγε:

— Πάρτε φῶς, καὶ φάτε!

Τότε ἡ μνήμη δὲν ἐσβήνετο εἰς λωτούς, ἀλλὰ ἐχάραζεν ὥσπερ στίγματα ἐν τῇ καρδίᾳ.

Καὶ ἐτελείωσα τὴν διήγησιν ταύτην, μὴ εἰδὼς ἀν ἦτο ἀληθὴς ἢ ψευδής — ἀλλ’ οὐχ ὡς εἰς ἀγωνίαν· διότι ἡ σκιά τῆς μνήμης εἶναι ἡ μόνη ἀκρίβεια.

Ὁ ἄνθρωπος, ὡς ὄντως εἶπεν ὁ ποιητὴς, ἔχει τὸ σχῆμα τοῦ κοχυλίου· καὶ ἐντός του ἠχεῖ ἡ μικρὰ, ταπεινὴ του Ἱστορία.


3

Ἐν τῇ σκια τῶν βολβῶν


Ἐν χωρίῳ τις ἀκρωτηρίῳ, ὃ οἱ ναυτικοὶ ἐκάλουν «Τοῦ Σκοτεινοῦ τὸ Ἄκρον», διότι ἐπικρατεῖ πάντοτε νέφος ὀμίχλης καὶ πνεύματος ψυχροῦ, συνέβη ποτὲ πράγμα ἀπορίας ἄξιον.

Ὅτε ἔδυ ὁ ἥλιος τῆς ἑορτῆς τῆς Ἀναλήψεως, ἐφάνη τις ἀνὴρ σιωπηλός, ἀλλόκοτος καὶ λίαν εὔσχημος, ὡς ἂν ἔκ τινος ἑταιρίας θεάτρου ἀφικομένος. Φέρων ἐν τῷ κόλπῳ τῆς φθαρμένης ἀμπέχωνός του δύω ὀφθαλμοὺς ἀληθινούς —ναι, ὀφθαλμούς— ὥσπερ βολβούς ὑγράς στρογγυλούς, τοὺς ὁποίους ἔθετο 

ἐπὶ τοῦ τραπεζίου τοῦ καφενείου, ἔμπροσθεν τοῦ κυρ-Δημητράκη τοῦ καφετζῆ, λέγων μονωδὸν:

> «Αὐτὰ ἐκ τοῦ Αἴαντος ἔλαβον».

Καὶ ἐξήλθεν, ὡς ἐκ τοῦ θεάτρου φεύγει ὁ μῖμος, ἀφίνων ἡμᾶς κατηφεῖς τε καὶ ἄναυδους.

Τὴν ἐσπέραν ἐκείνην, τὰ παιδία τῆς γειτονιᾶς —οὐχ οἱ νεωτέρῳ μόνον, ἀλλὰ καὶ οἱ τυχόντες πανουργίᾳ παιδικῇ— εἰσελθόντα εἰς τὸ καφενεῖον ἔλαβον τοὺς βολβούς καὶ ἐξῆλθον εὐφραινόμενα, σφενδονοῦντα τοὺς ὀφθαλμοὺς ὥσπερ βόλους, ἐν παιδιᾷ ἄφρονι.

Καὶ εἷς ἐξ αὐτῶν —οὐχ ὁ μικρότερος, ἀλλ’ ὁ σοφώτερος τῶν ἀνοήτων— ἀνεφώνησε μεγαλόφωνα:

 «Οὐκ ἔστι Τεῦκρος· Οἰδίπους ἐστίν!»

Καὶ πᾶσα ἡ συνοδία ἐσίγησε, ὥσπερ ὁ ναὸς ἐν μνημοσύνῃ.

Τότε, εἷς ἡμῶν, ἄνθρωπος παλαιὸς καὶ πολυπράγμων, εἶπεν ὡς ψιθυριστῶς:

 «Θεατρῖνος ἐστίν· ἦλθε νὰ σατιρίσῃ τὴν ἀμαθίαν ἡμῶν· ὅτι οὐχὶ τὸν Σοφοκλέα ἀναγινώσκομεν, οὐδὲ τὸ θέατρον εἰς τιμὴν λογίζομεν, ἀλλ’ οὐδὲ τὴν ψυχὴν εἰς κάθαρσιν προσάγομεν».

Καὶ ἐν τούτῳ, εἰσῆλθον τὰ παιδία. Καὶ εἷς ἐξ αὐτῶν, νικητὴς ὡς φαίνεται, ἐκράτει ἐν ταῖς χερσὶν τοὺς δύο βολβούς καὶ ἀνέκραγεν χαρμόσυνως:

 «Ἐγὼ ἐνίκησα!»

Ἐστράφημεν πρὸς αὐτόν. Καὶ ὁρῶμεν —ὦ φρίκης!— ὅτι οὐκ εἶχε πλέον ὀφθαλμοὺς· ἐν ταῖς ὀφρύσιν ἐφαίνοντο μόνον δύο κενὰ, σκιερὰ ἄντρα, ὥσπερ ἀπὸ ῥιπὴν πολυβόλου.

Καὶ εἶπεν ὁ γερο-Μανώλης, ὁ πάλαι ποτε ψάλτης:

>«Ἀληθῶς, ἐκείνου τὸ τέλος ἦτο θεατρικὸν —ἀλλὰ ὁ Θεὸς γράφει τραγῳδίας σοβαρώτερας· καὶ ἐπ᾿ αὐταῖς δακρύει».

Καὶ ἐγὼ, ὁ γράφων ταῦτα, νυνὶ γέρων, ἀναμιμνῄσκομαι καὶ λέγω ὅτι ἐνίοτε τὸ παιγνίδιον γίνεται κρίμα· ὁ βόλος ὀφθαλμὸς· ἡ σάτιρα τύφλωσις· καὶ τὸ θέατρον, δίκη.

.

.

.

4

Ἐν τῷ βαθέι τοῦ πόντου


Ἐκεῖνος ὁ γέρων ἁλιεὺς, ὁ καλούμενος κυρ-Νικόλας, εἶχεν ἕξεις τινὰς παραδόξους, ὥσπερ ἂν ὁμολογήσῃ τις, ἐὰν τὸν συναναστραφῇ καὶ συνδιαλέγηται κατὰ τὸ δειλινὸν ἐν τῇ ἐξέδρᾳ τῆς παλαιᾶς καφενεδᾶς, πλησίον τοῦ μόλου. Ἦτο ἄνθρωπος ἀνεπιτήδευτος, χαμηλόφωνος, μὲ τὰ ὀστρακόχρωμα βλέφαρά του ἠνεῴγμενα πρὸς τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου, καὶ ἔλεγεν ἱστορίας παλαιὰς, ὡς ἂν εἶχεν ζήσει ἑκατὸν χρόνους πρὸ τοῦ καιροῦ τοῦ παρόντος.

Καὶ τὸ μᾶλλον ἀληθές ἐστιν, ὅτι οὐκ ἐπινοοῦσε· ἀλλ’ ἔβλεπε ὁράματα.

Ἦτο τὴν ἑσπέραν ἐκείνην, ὅτε ὁ νοτιάς ἐστέγνωνεν ἐλαφρῶς τοὺς ἰδρώτας τῆς ἀκτής, καὶ ἡ σελήνη, ὡς σπλάγχνον ἀγλαὸν τοῦ πελάγους, ἀνέτειλεν ἡσύχως, ὅτε ἐφανερώθη τὸ ὅραμα.

Ὁ κυρ-Νικόλας, καταπιεσμένος ἀπὸ σκέψεις πικρὰς περὶ πατρίδος, ἀπάτριδος πλέον ὡς ἔλεγεν, ἤρξατο σιγῇ νὰ λέγει:

— Τὸ 'πε κ᾽ ἐκεῖνος… Ὁ πολυμήχανος. Εἰμ’ Ὀδυσσεὺς Λαερτιάδης, ναιετάω δ’ Ἰθάκην… Καὶ ὁ λόγος του ἔσεισεν τὸν ἀέρα, ὥσπερ νὰ ἐπάτησεν πάλιν εἰς ἐκείνην τὴν Νηρίτιν τὴν εἰνοσιφύλλον, τὴν ἀριπρεπῆ.

Καὶ οὐχὶ διηγεῖτο ταῦτα ὡς ὁ ποιητὴς, ὁ ὁμηρικὸς, ἀλλ’ ὡς μὴ ἔχων χρείαν ἀοιδῆς. Διότι ἐβίωνεν αὐτά, εἶχεν αὐτὰ ἐν τῇ καρδίᾳ του.

— Καὶ τῆς γλώσσας, ἔλεγε, ἡ δόνησις, ὡς ἄνεμος παλαιὸς ἀπὸ πέλαγος, ἀκοῦεται ἔτι καθαρώς. Εὐδειελον σημαίνει καθαρόν, νῆσον ἀπλὴν, ἀλλ’ ἄγιον τόπον. Εἰνοσιφυλλον, ἦν ὁ ἄνεμος ὁ σείων τὰ φύλλα, ὅταν ὁ θεὸς μιλᾷ μὲ βοή, καὶ χθαμαλή, ταπεινή, ἀλλ’ οὐκ ἀσήμαντος.

Καὶ πρὶν ἀνατείλῃ ὁ ἥλιος ἐκ τῆς ἀνατολῆς, ἤδη εἶχον μαζευθῇ τινὲς νεώτεροι πλησίον του. Οἱ πλεῖστοι μὲ κινητὰς συσκευὰς, ἄλλοι δὲ ἀνυπόμονοι, ἀλλὰ παρεκλήθησαν ὑπὸ τοῦ ἀγνώστου δέους τῆς ἱστορίας.

Ἐκείνος, ἀκάματος, ὡς ἀπὸ μνήμης αἰωνίας ἀναδύων, ἐπρόφερε φωνὴν ὁλίγον σπασμένην:

— Πολλάκις με ἐρώτησαν: τί εἶναι πατρίς; Καὶ ἀπεκρίθην: ἔν’ αἴνιγμα φωνῆς. Ἡ λέξις ποὺ δὲν ἀπαιτεῖ μετάφρασιν, διότι ἐντὸς σου ἀντηχεῖ. Ἔχει γεύσιν ἁλὸς, ὀσμὴν πεύκης, καὶ ἤχον νεροῦ ποὺ περπατεῖ.

Καὶ εἶπεν ἕτερος, ξένος ἐκ τοῦ πλήθους, μὲ ἄγγλισσαν γλῶσσαν:

— What do you people think of, among the ruins and dreams?

Καὶ τὸτε ὁ γέρων, χαμογελών, ἀπεκρίθη:

— Ὅτι εἴμεθα ἄνθρωποι. Καὶ ἐκείνη ἡ ἁμαρτία μας καὶ ἡ δόξα μας. Τὸ ἄνθρωποι.

Καὶ ἐκείνην τὴν ὥραν, ὥσπερ φθέγμα ὀρνέου, φωνὴ τινὰ ἀνηκούσθη ἐκ τῆς ἀκτῆς — ἦν ἡ θάλασσα, ἢ ἦν ἡ μνήμη.

Ἡ δὲ σελήνη ἀνέβαινεν, ἤδη ὁλόφωτος.

Καὶ ὁ κυρ-Νικόλας ἐσιώπησεν, ὥσπερ ὁ Ὀδυσσεὺς, ὅταν ἔπαυσεν ἐν μέσῃ τῇ ῥαψῳδίᾳ, βλέπων τοὺς ἀρχόντους οὐκ ὡς βασιλεῖς, ἀλλ’ ὡς ἀνθρώπους.

Καὶ τὸ βλέμμα του, ἐκείνην τὴν ὥραν, ἔγινε φῶς.

.

.

.

5


Ἐν τῇ Ἀνατολῇ τοῦ Ἡλίου


Ἐν Ἰθακῇ, εἰς χωρίον ὀρεινὸν καὶ πτωχικὸν, πλησίον τοῦ παλαιοῦ ἁγιομονάστου τοῦ Σωτῆρος, εἶχεν κατοικίαν πτωχὴν ὁ γέρων Λαέρτης, πατήρ τοῦ Ὀδυσσέως τοῦ Λαερτιάδου. Ἀλλ’ οὐχ ὁ παλαιὸς Ὀδυσσεὺς, ὁ ἀπὸ Τροίας ἐπιστρέψας διὰ κύματα καὶ Κύκλωπας καὶ Σειρῆνας, ἀλλὰ ἄλλος τις, σύγχρονος, νεώτερος, ὃς ἐγεννήθη εἰς τὰς ἀνατολὰς τοῦ ἡλίου, πλησίον τῆς θάλασσης, κἀκεῖνος ἀπῆλθεν ἑκόντως, διὰ ναύσεως ἐλαφρᾶς, σμικρᾶς, φορτωθείσης οὐχὶ σταφυλαῖς οὐδὲ πυροῖς, ἀλλ’ ἐλπίσι καὶ γλώσσαις ἀρχαίαις.

Ὁ πατὴρ αὐτοῦ, ὅτε ἐξήκουσεν ὅτι ὁ παῖς του ἀπῆλθεν πρὸς δυσμὰς, ἐκάθητο ἐπὶ τοῦ λίθου ἔμπροσθεν τῆς καλύβης, καὶ ἔλεγε πρὸς ἑαυτόν ὡς εἴωθε:

—Ἔφυγεν... οἷα πνεῦμα ἀνέμου... καὶ νῦν, τίς οἶδεν; εἴτε ζῇ, εἴτε ἐν ταῖς μεγάλαις αἰθούσαις τῆς Δύσεως περιφέρεται, ἐν μέσῳ ξένων, φορῶν ἐσθῆτας ἐλαμπρυνμένας, λαλῶν γλῶσσαν διττήν...

Καὶ ὁ παλαιὸς Λαέρτης, ἀγράμματος ὢν, ἀλλ’ εὐλαβὴς καὶ φιλόθεος, ἔκλαιε τὸν παῖδα, ὃν εἶχεν θρέψει μὲ κόπους. Καὶ ὁ νοῦς του ἀνεστρέφετο ὡς τοῦ Κρόνου τὸν τροχόν. Θυμᾶτο, ὅτε παιδίον ὁ Ὀδυσσεὺς ἔμαθεν τοὺς πρώτους στίχους τοῦ Ὁμήρου:

«Νήπιος ὤν, καὶ ἤδη ἀνέμελπεν· Ἄνδρα μοι ἔννεπε, Μοῦσα...»

Καὶ νῦν, πρὸς τί ὅλα ταῦτα; Σοφίαι ἀνθρώπων, ἔπη κενὰ;

Ἐν τούτῳ, ὁ Ὀδυσσεὺς ὁ νεώτερος, ἦν πράγματι ἐν μιᾷ πόλει ἀπροσδιόριστα λαμπρᾷ, ὅπου οἱ ἄνθρωποι ἐλάλουν ἀσχέτως, τὴν μίαν ἡμέραν φιλοσοφοῦντες, τὴν ἑτέραν ἀγορεύοντες περὶ κερδῶν, καὶ ἅπαντας τοὺς λόγους περιεχέοντο ἐν κυκλώματι καθρεπτών.

Καὶ ἔλεγεν ἐν ἑαυτῷ ὁ ξένος:

—Ἐξήλθον ἐκ τῆς πατρίδος διὰ νὰ εὑρίσκω τὴν ἀλήθειαν· ἀλλ’ ὅπου καὶ νὰ ὑπάγω, τοὺς ἀνθρώπους ὁρῶ, ὡς ἐν θεάτρῳ, ὑποκρινομένους...

Καὶ τὴν νύκτα, ὅταν ἐκάθητο μόνος ἐπὶ τοῦ σιδηροῦ πτυσσόμενου κλίνου, ἐν ἀνωγείῳ, ἔγραφε πρὸς Μαρίαν:

"Dear Maria,

Ἐπ’ ἀκτῆς ἤκουσα τὸ ὕδωρ περπατεῖν ἐπὶ τοῦ ψαμμίτου, ὡς πόδες γυμνοὶ. Καὶ ἐνόμισα, ὅτι ἤκουσα τὴν φωνήν σου. Οὐκ οἶδα πλέον εἴ τι ἐλπίζω, ἢ εἴ τι νοῶ. Ἀλλὰ ἡ γλῶσσά μου μένει ἡ αὐτή, καὶ ἡ πατρίς μου εἶναι πάντα ἐκείνη ἡ χαμηλὴ γῆ, ἡ ὑπόβρεχος εἰς ἁλμύραν."

Καὶ ἐτελείωνε:

"Ἀν ποτε ἐπιστρέψω, θὰ κτυπήσω μὲ τὸ ῥόπτρον τῆς μνήμης,

καὶ σὺ νὰ ἀνοίξης,

μὲ τὸ βλέμμα τὸ ἀρχαῖον,

καὶ τὴ λέξιν: Καλῶς ἦλθες, ὦ ἀνεμόπληκτε."

Καὶ ὁ ἥλιος ἤρχετο ἐκ τῆς ἀνατολῆς, ὡς πάντοτε,

ἀλλ’ οἱ ἄνθρωποι ἐφοβοῦντο τὸ φῶς,

καὶ ἐνδυόμενοι μαύρα γυαλιά,

ἐδυσφόρουν ἄχρι νὰ ἔλθῃ νὺξ.

Καὶ ὁ Ὀδυσσεὺς ἐνθυμεῖτο:

 «ἀλλ’ ἀγαθή κουροτρόφος εἶναι ἡ γῆ μου· οὐ γλυκερώτερον ἄλλο ὄμμα εἶδον ἐν ταῖς χώραις τῆς Δύσεως. Εἰς τὴν πατρίδα μου, τὰ δένδρα λαλῶσιν ἀνέμῳ, καὶ ὁ λίθος εἶναι φίλος.»

Καὶ ἐντεῦθεν ἀνέστη,

ἐπέστρεψεν·

καὶ ἐν μιᾷ πρωΐᾳ σεπτεμβριανῇ,

ὁ παλαιὸς πατήρ εἶδεν ἐκ τοῦ παραθύρου ὁπτασίαν:

ἕνα πλοιάριον λευκὸν,

εἰσερχόμενον τὸν κόλπον

ἐκείνης τῆς μικρᾶς νήσου

Ἰθακῆς.

.

.

.

2  ταινίες από τον κ.Κ εμπνευσμένες από το ποίημα:

CITY'S LABYRINTHS-χ.ν.κουβελης


χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

(Ιστορίες τού κ.Κ)

 για μια ταινία από τον κ.Κ εμπνευσμένη από το ποίημα:


CITY'S LABYRINTHS-χ.ν.κουβελης


in right

.........η ανθρωπινη φωνη

Ομονοια προς Χαυτεια

πυροβολεια ιδεολογιων

.........priceless.

.........ισονομια

μεταφορα Ιστοριας-τρολει

in extention Democracy

τα φυλλα του δεντρου

.......................βαπορεν

παγεναν κι ερχονταν

και χωμα απ'τη πατριδα μ' δεν εφερναν

1922 Σμυρνη

Τραπεζουντα Νεα Σμυρνη Νεα Ιωνια

2013 Αθηνα

Ελλαδα καμια περιττη συλλαβη

man woman mankind

....Οδυσσεο,τι;

...Νικος Πουλαντζας σκοτωμενος

...Νικος Μπελογιαννης σκοτωμενος

...Γιωργος σκοτωμενος

Ερμου Ιεροδουλη Εμπορων

Αθηνας κατοικητηριο ζητιανων

Ομονοια κυκλος φαυλος

ς ω χ φ μ κ ζ εδ γα

names namen ονοματα

.................................nomos law

...............Αιδως Αργειοι!fanfaroni!

TV FALSE/TRUE INVENTORS UNIVERSALIS

Ηρακλειτος φιλει κρυπτεται

στη Μενανδρου η Υπατια πουλαει Παραλληλους Βιους

και εκδιδεται

''αυτη ειναι η Ελλαδα,εγω ειμαι ανεργος''ειπε,

ακουσα,δεν τον ηξερα

ICH BIN ARBEITLOSS workLESS NIE TRAVAIL

....B-Bread

....L-Life

... E-End

να παρε θεωρημα Θαλη του Μιλησιου αντι πινακιου φακης

και τα τεσσερα ριζωματα του Εμπεδοκλη εικονογραφημενα

κλικ Ζηνωνος κλικ Σωκρατους

κλικ Αθηνας κλικ Αιολου κλικ Σταδιου

κλικ Συνταγμα

OK Boys!All Right!

...h thalassa se afissa

...h leoforos cart postal

...h Eleni photo mobile

...............................αγορασε εφημεριδα,στην Ομονοια,

...............................απο το περιπτερο αριστερα της Αθηνας

...............................νυχτα,την διπλωσε και την πεταξε

...............................στα Χαυτεια μια γυναικα τον ρωτησε

...............................τι ωρα ειναι,της απαντησε,πολυ νυχτα

Ergo Cogito Sum

ERGO COGITO SUM?

....ειδα τον Αρη Κωνσταντινιδη ν'ανεβαινει τη Σολωνος,μεσημερι

προς τον ουρανο

ωραιοτατη πατρις μου Ζακυνθος

πηγαινεν κι εδειχνεν τις ανοιχτες πληγες του

κι ουτε ελεημοσυνην του εδωκαν ουτε συμπονεσην του εδειξαν

παρα ελυσαν τα σκυλια που τους φυλαγαν και τον κυνηγησαν

ως να ητον λεπριασμενος και το τελευταιο σκουληκι της γης

κι εφτασεν ως εδω αθλιωμενος και μας εξιστορουσε τα παθηματα

κι εμεις ειπαμεν καθεις του αλλου ''διατι πατριδα επολεμησαμεν

να ελευθερωσωμεν και κακοπαθαμεν;''

τρυπες Νομπελ η ποιηση

NOBEL'S HOLES THE POETRY-

-Ελπηνορα,φιλε μου,πως βρεθηκες σε τουτο τ'ακρογυαλι;

-οχι,ηρωικη πραξη δεν μ'εφτασε ως εδω

σαν στριφτα κερατα κριαριου ακουστηκαν τα λογια του

τον ειδαμε ν'ανεβαινει η' να κατεβαινει την Πανεπιστημιου

τον φωναξαμε μ'αλλο ονομα

MEIN FREUND -ELRENOR

Mio Amico come vay?

απαντησε η' δεν απαντησε δεν ακουσαμε


Είδος: Πειραματικό – Πολιτικό – Ποιητικό Σινεμά

Μορφή: Μοντάζ ετερόκλητων εικόνων, φωνών, ρημάτων. Μια ταινία κολάζ, .


ΣΚΗΝΗ 1 – ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ, ΟΜΟΝΟΙΑ, ΝΥΧΤΑ


(Μονόπλανο. Κάμερα περιστρέφεται κυκλικά στην πλατεία. Η φωνή τής Ελένης ακούγεται εκτός πεδίου – γυναικεία, ελαφρώς μηχανική.)


ΕΛΕΝΗ

Σε τούτο το σταυροδρόμι τών ανθρώπινων φωνών,

η Ιστορία σπρώχνεται σε τρόλεϊ που δεν φτάνουν ποτέ.


(Η κάμερα δειχνει έναν άστεγο να σκεπάζει με χαρτί μια πληγή στο πόδι του.)


ΦΩΝΗ ΑΝΤΡΑ 

Ομονοια προς Χαυτεια:

πυροβολεία ιδεολογιών. Priceless. Democracy in extension.


(Cut – κοντινό: Χάρτης τής Αθήνας, γραμμένος στο χέρι με μαρκαδόρο. Σημειωμένα: Ομόνοια, Μενάνδρου, Ερμού, Σταδίου, Ζήνωνος.)


ΣΚΗΝΗ 2 – ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ, ΠΑΛΙΟ ΤΡΟΛΕΪ, ΚΙΝΗΣΗ


(Η Ελενη κάθεται μόνη σε τρόλεϊ. Από τα ηχεία ακούγεται αποσπασματική φωνή άντρα.)


ΦΩΝΗ ΑΝΤΡΑ:

Νέα Σμύρνη. Νέα Ιωνία.

1922 - 2013.

Καμία περιττή συλλαβή.

Man. Woman. Mankind.


(Η Ελένη διαβάζει ένα παλιό φύλλο εφημερίδας. Η φωτογραφία τού Μπελογιάννη. Σκίζει μια σελίδα. Την κάνει καραβάκι.)


ΣΚΗΝΗ 3 – ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ, ΕΡΜΟΥ, ΞΗΜΕΡΩΜΑ


(Μοντάζ πλάνων με εμπορικά κλειστά, φωτεινές ταμπέλες, μια ιερόδουλη με ρόμπα κάθεται έξω από κατάστημα. Κάποιος τη ρωτάει:)


ΑΝΤΡΑΣ:

Τι ώρα είναι;


ΓΥΝΑΙΚΑ:

Πολύ νύχτα.


(Η κάμερα κοιτάζει ψηλά – οι πινακίδες: “Αθηνάς”, “Σωκράτους”, “Αιόλου”. Flash – ο Άρης Κωνσταντινίδης ανεβαίνει τη Σόλωνος. Είναι φάντασμα.)


ΣΚΗΝΗ 4 – ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ, ΣΤΟΑ ΜΕΝΑΝΔΡΟΥ, ΜΕΡΑ


(Σκοτεινό. Η Υπατία πουλά βιβλία – εκδόσεις Ζαχαρόπουλου – “Παράλληλοι Βίοι”. Πλάτωνας και Εμπεδοκλής στο ίδιο τραπέζι. Μια περαστική κρατά χαρτόνι: “ΕΙΜΑΙ ΑΝΕΡΓΟΣ”. Ο ήχος τού τραμ)


ΦΩΝΗ ΕΛΕΝΗΣ:

Ich bin arbeitlos.

WorkLESS.

Να πάρεις Θεώρημα Θαλή αντί πινακίου φακής.


(Πλάνο στο πάτωμα – εικόνα τού Θαλή ριγμένη κάτω.Ενα ποδι την πατά.)


ΣΚΗΝΗ 5 – ΣΥΝΤΑΓΜΑ, ΜΕΡΑ, ΔΙΑΔΗΛΩΣΗ


(Οι διαδηλωτές φωνάζουν. Κρατούν καθρέφτες μπροστά στα πρόσωπα. Από τα μεγάφωνα ακούγεται μόνο η φράση:)


ΦΩΝΗ

Ergo Cogito Sum.


(Ένας φοιτητής ρωτά:)

ERGO COGITO SUM?

(Σιωπή)


End

.

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

(Ιστορίες τού κ.Κ)

 για μια ταινία από τον κ.Κ εμπνευσμένη από το ποίημα:


CITY'S LABYRINTHS-χ.ν.κουβελης


in right

.........η ανθρωπινη φωνη

Ομονοια προς Χαυτεια

πυροβολεια ιδεολογιων

.........priceless.

.........ισονομια

μεταφορα Ιστοριας-τρολει

in extention Democracy

τα φυλλα του δεντρου

.......................βαπορεν

παγεναν κι ερχονταν

και χωμα απ'τη πατριδα μ' δεν εφερναν

1922 Σμυρνη

Τραπεζουντα Νεα Σμυρνη Νεα Ιωνια

2013 Αθηνα

Ελλαδα καμια περιττη συλλαβη

man woman mankind

....Οδυσσεο,τι;

...Νικος Πουλαντζας σκοτωμενος

...Νικος Μπελογιαννης σκοτωμενος

...Γιωργος σκοτωμενος

Ερμου Ιεροδουλη Εμπορων

Αθηνας κατοικητηριο ζητιανων

Ομονοια κυκλος φαυλος

ς ω χ φ μ κ ζ εδ γα

names namen ονοματα

.................................nomos law

...............Αιδως Αργειοι!fanfaroni!

TV FALSE/TRUE INVENTORS UNIVERSALIS

Ηρακλειτος φιλει κρυπτεται

στη Μενανδρου η Υπατια πουλαει Παραλληλους Βιους

και εκδιδεται

''αυτη ειναι η Ελλαδα,εγω ειμαι ανεργος''ειπε,

ακουσα,δεν τον ηξερα

ICH BIN ARBEITLOSS workLESS NIE TRAVAIL

....B-Bread

....L-Life

... E-End

να παρε θεωρημα Θαλη του Μιλησιου αντι πινακιου φακης

και τα τεσσερα ριζωματα του Εμπεδοκλη εικονογραφημενα

κλικ Ζηνωνος κλικ Σωκρατους

κλικ Αθηνας κλικ Αιολου κλικ Σταδιου

κλικ Συνταγμα

OK Boys!All Right!

...h thalassa se afissa

...h leoforos cart postal

...h Eleni photo mobile

...............................αγορασε εφημεριδα,στην Ομονοια,

...............................απο το περιπτερο αριστερα της Αθηνας

...............................νυχτα,την διπλωσε και την πεταξε

...............................στα Χαυτεια μια γυναικα τον ρωτησε

...............................τι ωρα ειναι,της απαντησε,πολυ νυχτα

Ergo Cogito Sum

ERGO COGITO SUM?

....ειδα τον Αρη Κωνσταντινιδη ν'ανεβαινει τη Σολωνος,μεσημερι

προς τον ουρανο

ωραιοτατη πατρις μου Ζακυνθος

πηγαινεν κι εδειχνεν τις ανοιχτες πληγες του

κι ουτε ελεημοσυνην του εδωκαν ουτε συμπονεσην του εδειξαν

παρα ελυσαν τα σκυλια που τους φυλαγαν και τον κυνηγησαν

ως να ητον λεπριασμενος και το τελευταιο σκουληκι της γης

κι εφτασεν ως εδω αθλιωμενος και μας εξιστορουσε τα παθηματα

κι εμεις ειπαμεν καθεις του αλλου ''διατι πατριδα επολεμησαμεν

να ελευθερωσωμεν και κακοπαθαμεν;''

τρυπες Νομπελ η ποιηση

NOBEL'S HOLES THE POETRY-

-Ελπηνορα,φιλε μου,πως βρεθηκες σε τουτο τ'ακρογυαλι;

-οχι,ηρωικη πραξη δεν μ'εφτασε ως εδω

σαν στριφτα κερατα κριαριου ακουστηκαν τα λογια του

τον ειδαμε ν'ανεβαινει η' να κατεβαινει την Πανεπιστημιου

τον φωναξαμε μ'αλλο ονομα

MEIN FREUND -ELRENOR

Mio Amico come vay?

απαντησε η' δεν απαντησε δεν ακουσαμε


ΤΙΤΛΟΣ: ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ


ΣΕΝΑΡΙΟ - ΠΟΙΗΤΙΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ


Μορφή: Ασπρόμαυρη κινηματογράφηση με διαφοροποιησεις σε χρώμα. Χρήση αρχείου, στατικού κάδρου, υπερκείμενης αφήγησης και ηχητικών επιπέδων. Δεν υπάρχει γραμμική αφήγηση.


ΕΙΣΑΓΩΓΗ


(ΜΑΥΡΗ ΟΘΟΝΗ. ΜΟΥΣΙΚΗ: ΑΡΓΗ, ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΧΟΡΩΔΙΑ)


ΑΝΔΡΙΚΗ ΦΩΝΗ (αφήγηση):


Στον λαβύρινθο της πόλης... δεν υπάρχουν εξόδοι. Μόνο καθρέφτες.


(ΜΑΤΙΑ παιδιού σε κοντινό πλάνο. Το βλέμμα ακίνητο. Αντικρίζει τον θεατή.)


ΣΚΗΝΗ 1 - ΟΜΟΝΟΙΑ


ΑΣΠΡΟΜΑΥΡΟ. ΑΠΟ ΨΗΛΑ.


Η Ομόνοια, βραδυ έρημη. Μόνο ήχοι: βήματα, κουδούνια τρόλεϊ, σειρήνα από μακριά.


ΥΠΕΡΚΕΙΜΕΝΟ:


in right .........η ανθρωπινη φωνη

Ομονοια προς Χαυτεια πυροβολεια ιδεολογιων

.........priceless.

.........ισονομια μεταφορα Ιστοριας-τρολει

in extention Democracy

τα φυλλα του δεντρου


(Ένα φύλλο πέφτει αργά από τον ουρανό — μετά ανεβαίνει προς τα πάνω.)


ΣΚΗΝΗ 2 - ΜΝΗΜΕΣ ΕΚΤΟΠΙΣΜΟΥ


ΧΡΩΜΑ. ΜΟΝΤΑΖ ΑΡΧΕΙΟΥ.


Πλοία φεύγουν από Σμύρνη. Γυναίκες με μαντήλια. Πρόσωπα σιωπηλά.


ΥΠΕΡΚΕΙΜΕΝΟ (φωνή γυναικεία):


 βαπορεν παγεναν κι ερχονταν

και χωμα απ'τη πατριδα μ' δεν εφερναν

1922 Σμυρνη Τραπεζουντα Νεα Σμυρνη Νεα Ιωνια

2013 Αθηνα Ελλαδα

καμια περιττη συλλαβη

man woman mankind


ΣΚΗΝΗ 3 - ΟΝΟΜΑΤΑ


ΑΛΛΑΓΗ ΠΛΑΝΩΝ: ΧΑΡΤΕΣ, ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΕΣ, ΠΡΟΣΩΠΑ.


Φωνή παιδιού:


...Οδυσσεο,τι;


(Ακολουθούν εικόνες τών Πουλαντζά, Μπελογιάννη, ενός άγνωστου νεκρού.)


ΥΠΕΡΚΕΙΜΕΝΟ:


...Νικος Πουλαντζας σκοτωμενος

...Νικος Μπελογιαννης σκοτωμενος

...Γιωργος σκοτωμενος


ΣΚΗΝΗ 4 - ΙΕΡΟΔΟΥΛΗ ΕΡΜΟΥ


ΠΛΑΝΟ ΜΑΚΡΥ - ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΕΡΠΑΤΑΕΙ ΣΤΗΝ ΕΡΜΟΥ.


ΑΝΔΡΙΚΗ ΦΩΝΗ:


Ερμου Ιεροδουλη Εμπορων Αθηνας

κατοικητηριο ζητιανων

Ομονοια κυκλος φαυλος


Η γυναίκα κοιτάει την κάμερα. Κρατάει καθρέφτη. Το πρόσωπό της παραμορφώνεται.


ΣΚΗΝΗ 5 - ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ


επιγραφη:


TV FALSE/TRUE

INVENTORS UNIVERSALIS


φωνή:


Ηρακλειτος φιλει κρυπτεται στη Μενανδρου

η Υπατια πουλαει Παραλληλους Βιους και εκδιδεται

''αυτη ειναι η Ελλαδα,εγω ειμαι ανεργος''

ειπε, ακουσα, δεν τον ηξερα


ΣΚΗΝΗ 6 - ICH BIN ARBEITLOSS


ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΙ ΥΠΟΤΙΤΛΟΙ.


Νεαρός με πινακίδα: "ICH BIN ARBEITLOSS" περπατά στη Σταδίου.


Φωνή:


workLESS NIE TRAVAIL

....B-Bread ....L-Life ... E-End


ΣΚΗΝΗ 7 - ΑΓΟΡΑ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ


ΠΛΑΝΟ ΡΕΑΛΙΣΤΙΚΟ. ΒΡΑΔΥ.


ένας αντρας αγοράζει εφημερίδα από το περίπτερο στην Ομόνοια. 

Τη διπλώνει. Την πετά.


Μια γυναίκα τον ρωτάει: "Τι ώρα είναι;"

Αυτός απαντά: "Πολύ νύχτα."


ΣΚΗΝΗ 8 - Ο ΑΡΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ (φωτογραφία)


ΑΡΓΟ ΠΛΑΝΟ.ΕΝΑ ΑΝΤΡΑΣ  ΠΕΡΠΑΤΑ ΜΟΝΟΣ ΣΤΗ ΣΟΛΩΝΟΣ.


ΥΠΕΡΚΕΙΜΕΝΟ:


Φωνή:


ειδα τον Αρη Κωνσταντινιδη ν'ανεβαινει τη Σολωνος

μεσημερι προς τον ουρανο

ωραιοτατη πατρις μου Ζακυνθος

πηγαινεν κι εδειχνεν τις ανοιχτες πληγες του

κι ουτε ελεημοσυνην του εδωκαν

...ουτε συμπονεσην του εδειξαν


-


ΣΚΗΝΗ 9 - ΕΛΠΗΝΩΡ


Η ΘΑΛΑΣΣΑ.


Ο Ελπήνωρ στέκεται στην άκρη ενός βράχου.


ΔΙΑΛΟΓΟΣ:


– Ελπηνορα, φιλε μου, πως βρεθηκες σε τουτο τ'ακρογυαλι;

– Οχι, ηρωικη πραξη δεν μ'εφτασε ως εδω...


(Η φωνή χάνεται. Ο ήχος τής θάλασσας υπερκαλύπτει.)


ΣΚΗΝΗ 10 - ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ


ΚΙΝΗΣΗ ΚΑΜΕΡΑΣ ΑΠΟ ΠΑΝΩ.


Ενας άντρας ανεβαίνει την Πανεπιστημίου. Το πρόσωπό του θολό. 

Κάποιος τον φωνάζει:


MEIN FREUND

-ELRENOR

Mio Amico

come vay?


Δεν ακούμε την απάντηση. Μόνο ο θόρυβος τής πόλης.


ΕΠΙΛΟΓΟΣ


ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΣΠΑΕΙ ΣΕ ΑΡΓΗ ΚΙΝΗΣΗ.


ΑΝΔΡΙΚΗ ΦΩΝΗ (τελευταία φράση):


Ergo Cogito Sum.

ERGO COGITO SUM?


ΜΑΥΡΗ ΟΘΟΝΗ. ΤΙΤΛΟΣ ΤΕΛΟΥΣ.


ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ (off-screen):


Η Αθήνα δεν είναι πια πόλη· είναι καθρέφτης μνήμης, 

ονείρου και αποτυχίας. 

Ό,τι ειπώθηκε, χάθηκε πριν ακουστεί.

.

.

.

 χ.ν.κουβελης  c.n.couvelis

(Ιστορίες τού κ.Κ)

Η  USB Δημοκρατία 

(Κωμωδία)


ΠΡΟΣΩΠΑ:


ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ – γέρος σοφός, ρακένδυτος, με κουβά στο κεφάλι


ΝΕΟΛΑΙΑ – νέος με ακουστικά, πατάει συνέχεια το κινητό


ΛΑΪΚΟΠΩΛΗΣ – έμπορος τής Ομόνοιας, πουλάει ιδεολογίες σε τιμή προσφοράς


ΜΝΗΜΟΝΙΑΣ – φασματικό τέρας με τρεις κεφαλές: ΤΡΟΪΚΑ, EUROGROUP και ΕΣΠΑ


ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΑΘΗΝΑΙΩΝ – γκρινιάρηδες, κυνικοί, με φραπέ στο χέρι


ΤΗΛΕΟΡΑΣΙΣ – ντίβα τών ΜΜΕ, ντυμένη με pixels και fake news


ΑΡΧΑΙΟ  ΦΑΝΤΑΣΜΑ – φάντασμα τού Περικλή, έρχεται για να τους 

δείξει τι εστί "πολιτεία"


Η ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΟΥΛΑΝΤΖΑ – εμφανίζεται και εξαφανίζεται, μιλά με θεωρίες


ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ


(Σκηνή: Ομόνοια, γεμάτη σκουπίδια, μνημεία καλυμμένα με διαφημίσεις και delivery boxes. Στο κέντρο, ένας κουβάς που στάζει και ένα τρόλεϊ παγωμένο 

στο φανάρι.)


ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

(Μονολογεί, κοιτώντας το κοινό)

Ω Ελλάς, τής κρίσης το σουβλάκι!

Σε φάγανε με δόσεις και με δάνεια,

και τώρα τρέχεις σαν τον Οδυσσέα

χωρίς καν Πηνελόπη και Ιθάκη.


(Μπαίνει ΝΕΟΛΑΙΑ, παίζοντας στο κινητό)


ΝΕΟΛΑΙΑ

Έλα ρε, το WiFi είναι κάτω;

Θα πεθάνω από disconnect!

Ο πολιτισμός; Ρε φίλε, έχει app;

Γιατί αλλιώς, skip.


ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

App έχει ο θάνατος, παιδί μου,

download το μόνο που δεν σβήνει.


(Μπαίνει ο ΛΑΪΚΟΠΩΛΗΣ με καρότσι: πουλάει Ιδεολογίες σε πλαστικές σακούλες)


ΛΑΪΚΟΠΩΛΗΣ

Έλα πάρε Μαρξ με γεύση Bubble Gum!

Hegel -50%!

Νεοφιλελευθερισμό σε πακέτο οικογενειακό!

Μόνο σήμερα: Ισονομία δύο σε ένα!


(Μπαίνει ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΑΘΗΝΑΙΩΝ με φραπέδες, φωνάζοντας τραγουδιστά)


ΧΟΡΟΣ

Αααχ, πατρίδα, που 'γινες καρικατούρα,

με μνημόνια κι Instagram story!

Ψηφίζω με emoji, αποφασίζω με meme,

κι άμα πέσει κυβέρνηση, θα 'ναι trend!


ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ


(Ο ΜΝΗΜΟΝΙΑΣ εισβάλλει, τρέχει με ουρλιαχτά, μιλάει με τη φωνή τριών πολιτικών ταυτόχρονα)


ΜΝΗΜΟΝΙΑΣ

Μπαίνω στις ζωές σας με PowerPoint,

φέρω ανάπτυξη σε zip αρχείο,

μεταρρυθμίσεις με γεύση φόβου

και "Ευρώπη ή Χάος" για επιδόρπιο!


ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Α πα πα! Αυτός είναι ο Κύκλωπας τής εποχής μας!

Με σώμα από Excel και μάτια από ΕΝΦΙΑ!


(Εμφανίζεται η ΤΗΛΕΟΡΑΣΙΣ, κουνάει ψεύτικες βλεφαρίδες, δείχνει τον ΜΝΗΜΟΝΙΑΣ με δράμα)


ΤΗΛΕΟΡΑΣΙΣ

Έκτακτο! Σοκ! Τραγωδία!

Η Ελλάδα πάει μπροστά – αλλά κάνει moonwalk!


ΠΡΑΞΗ ΤΡΙΤΗ


(Σκοτεινιάζει. ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ τού Περικλή κατεβαίνει από drone)


ΑΡΧΑΙΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ

Παιδιά μου! Τι κάνατε με την Πόλη μου;

Η Βουλή έγινε TikTok studio!

Η Αγορά... e-shop!


ΝΕΟΛΑΙΑ

Ρε μπάρμπα, είσαι verified στο Insta;


ΑΡΧΑΙΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ

Είμαι verified στην αιωνιότητα, μικρέ!

Και ήρθα να σας δείξω την τέχνη .τής Πόλεως,

όχι των likes!


ΠΡΑΞΗ ΤΕΤΑΡΤΗ (και φαρμακερή)


(Όλοι μαζεύονται στην Πλατεία Ομόνοιας. Παίζεται ένα μεγάλο reality show 

για την "Αναγέννηση τής Δημοκρατίας")


ΧΟΡΟΣ (τραγουδώντας):

Δώσ' μας δημοψήφισμα με popcorn,

βάλε κι ένα debate με influencers,

να δούμε ποιος θα σώσει την πατρίδα

με περισσότερα followers!


ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Τελειώσατε παιδιά μου! Η πατρίδα σας δεν θέλει ήρωες…

θέλει πολίτες με κρίση – και δίχως κρίση πανικού!


(Φινάλε: οι μάσκες πέφτουν. Όλοι στέκονται γυμνοί και έκθετοι στην Πλατεία. 

Η οθόνη πάνω τους δείχνει μία λέξη: "ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ")


ΧΟΡΙΚΟ ΤΕΛΟΥΣ


ΧΟΡΟΣ

Ω φραπέ τής παρακμής,

και Netflix τής ιστορίας,

αν δεν αλλάξουμε εμείς

θα ’ρθουν με drones οι Περσείς!

.

.

.


 χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

(Ιστορίες τού κ.Κ)

ο κ.Κ γράφει 5 συνεχομενα θεατρικά έργα:

'Κι αυτος ο ουρητηρας η πιο έντιμη καλλιτεχνική πράξη εδώ'

για την Fountain τού Duchamp με μια γυναίκα και τον Marquis de Sade 

.

.

1


Σκηνή:

Μια γυναίκα ντυμένη με μεταξωτή ρόμπα, καθισμένη μπροστά σε webcam. 

Πίσω της, σε ένα λευκό βάθρο, η «Fountain» τού Duchamp , ο περιφημος πορσελάνινος ουρητηρας, σύμβολο τού Dada και τής αποδόμησης τής έννοιας «τέχνη».

Στο χέρι της, ένα βιβλίο: η Justine τού Μαρκήσιου ντε Σαντ.

Καθώς διαβάζει, κοιτάζει πότε την κάμερα, πότε τον.ουροτηρα.


 Γυναίκα:(με  ειρωνικό ύφος):


 «Η αρετή τής Justine οδηγεί μόνο στη δυστυχία. Η καλοσύνη της γίνεται μοχλός για να την εξευτελίζουν. Πόσο ρεαλιστικό.Ή απλώς πατριαρχική φαντασίωση ντυμένη με φιλοσοφική πρόζα;»


(Κλείνει το βιβλίο.)


 «Ξέρεις κάτι, μαρκήσιε; Εγώ πουλάω τη δική μου ηδονή στα 5.99e το μήνα. 

Η Justine δεν είχε το luxury να βάλει paywall στη δυστυχία της.»


(Σηκώνεται και περπατά αργά γύρω από τη "Fountain")


 «Κι εσύ, Duchamp,με ενα ουρητηρα ξεφτίλισες ολόκληρη την ακαδημαϊκή τέχνη.Υπογραφοντας μάλιστα R.MUTT 1917. Ξέρεις τι; Αν το μόνο που χρειάζεται για να είναι κάτι τέχνη είναι να το πεις εσύ, τότε κι εγώ είμαι performance art κάθε φορά που γδύνομαι για likes.»


(Ανατρέπει την Fountain τού Duchamp και καθεται πάνω της )


"τώρα η fountain τού Duchamp είναι ένας κανονικός ουρητηρας,

ο οποιοσδήποτε μπορεί να κατουρησει σ' αυτόν"


(Σηκωνεται,Επαναφέρει τον ουρητηρα στη θέση τής fountain)


"τώρα ο ουρητηρας έγινε η fountain τού Duchamp.


Η κοινωνία με φοβάται γιατί δεν ντρέπομαι για το σώμα μου. 

Ο Σαντ θα με ήθελε να είμαι η Eugénie,στο La philosophie dans le boudoir.

 Ο Duchamp θα με έκλεβε για την επόμενη έκθεση. Κι εγώ; Εγώ είμαι 

η Justine που έμαθε να χρεώνει.»


(Κλείνει την κάμερα)

.

.

2


Σκηνή: Ένα λευκό  δωμάτιο.Στο κέντρο, η "Fountain" τού Duchamp. 

Δίπλα της, καθισμένος σε μια μπαρόκ πολυθρόνα, ο Marquis de Sade διαβάζει αποσπάσματα από τη Justine.

 Απέναντί του, μια γυναίκα ερωτικά ντυμενη.Κρατά κινητό, κάνει livestream.


Marquis de Sade (διαβάζει):

“…η αρετή τής Justine την καταδικάζει σε έναν κόσμο απάνθρωπο, όπου κάθε καλό γίνεται αιτία για τιμωρία…”


Γυναίκα: (κοιτάζει την κάμερα):

ο Μαρκήσιος ντε Σαντ σε live ανάγνωση. Πείτε μου στα σχόλια ,είναι αυτό 

ποίηση ή απλά μια ρομαντικοποιημένη μορφή βασανισμού;


(Στρέφεται προς τον Duchamp)

Κι εσύ; Μπορείς να πεις μου τι σκεφτόσουν όταν πήρες ένα ουρητηρα και 

τον κήρυξες τέχνη; Μήπως απλά μας τρολλάρεις, όπως όλοι οι άντρες εδώ μέσα;


Marquis De Sade (αντιδρά με θεατρική δυσφορία):

Μαντάμ, η αλήθεια είναι συχνά ανυπόφορη. Και η ομορφια υπάρχει στο ακραίο.


Γυναικα:

Ομορφιά ή εξουσία; Γιατί εγώ βλέπω έναν άντρα που γράφει βασανιστήρια 

για να νιώσει ζωντανός.

(Παύση. Κοιτάζει ξανά την "Fountain")

Κι αυτος ο ουρητηρας η πιο έντιμη καλλιτεχνική πράξη εδώ. Τουλάχιστον δεν προσποιείται ότι είναι κάτι άλλο.

.

.

3


Σκηνη: Λευκός  χώρος.Στο κέντρο, η “Fountain” τού Duchamp. 

Μπροστά της, μια γυναίκα , με ψηλά τακούνια και διάφανο κορσέ. 

Στα χέρια της, η "Justine" του Μαρκήσιου ντε Σαντ. 

Ο ίδιος ο Μαρκήσιος κάθεται απέναντι, .


Γυναικα:

(κοιτάζει την. Fountain με ειρωνία)

Ορίστε, Μαρκήσιε η ψυχή τής νεωτερικότητας. Ένας ουρητηρας, βαπτισμένος “τέχνη”. Τόσο προκλητικό, που καταντάει αθώο.


Marquis de Sade (με ελαφρύ χαμόγελο):

Μα τί είναι η αθωότητα, δεσποινίς; Ένα προσωπείο πιο πρόστυχο από κάθε ηδονή. Το ίδιο και η τέχνη ,ένα άλλοθι για την πιο εκλεπτυσμένη διαστροφή.


Γυναικα (διαβάζει από τη "Justine", με θεατρική έμφαση):

«Η αρετή, μονάχα ατυχία γεννά· η κακία όμως ανταμείβεται...»

(παύση)

Το ακούς αυτό, Duchamp; Ούτε καν το σιντριβάνι σου δε θα άντεχε τόση 

αρετή. Θα ξεχείλιζε.


Marquis de Sade :

Και τι θα έλεγες, αν έλεγα πως η πιο "ηθική" σου πρόκληση είναι το σώμα σου στο φακό; Μια “fontaine” που εκρέει λαχτάρα.


Γυναικα(γελάει):

Κι εσύ, Μαρκήσιε, είσαι απλά ένας Duchamp με πιο πολλους ουροητηρες στις σελίδες σου. Μόνο που εγώ, τουλάχιστον, πληρώνομαι.


(Τα φώτα χαμηλώνουν. Η γυναίκα κάθεται στον ουρητηρα)

.

.

4


 Σκηνή:η γυναικα μιλά στον Μαρκήσιο ντε Σαντ, διαβάζοντας τη Justine, 

μπροστά από τη fountain το συντριβάνι τού Duchamp, σχολιάζοντας 

τον Μεγάλο Ανατολικό τού Ανδρέα Εμπειρίκου:


«Αλήθεια μαρκήσιε, ξέρεις τι είναι η ελευθερία του κορμιού;»

Δε μιλάω για τις βασανισμένες παρθένες σου, μα για μια ατμομηχανή στο 

Αιγαίο που εκπέμπει ατμούς απ’ το υπογάστριο τής ψυχής.

Σου διαβάζω τη Justine κι ο ήχος τών λέξεων στάζει πάνω στη "Fontaine". Ένα ουρητήριο — τέχνη. Όπως το σώμα μου, όταν το βλέπεις ως εικόνα και ιδέα.

Μα αν μου επιτρέπεις, ο Εμπειρίκος τό ’πε καλύτερα:

«Πάνω στη στύση χτίζεται ο κόσμος».

Εσύ, θέλησες να καταστρέψεις με τη λαγνεία·

εκείνος, να γεννήσει.

Εσύ είδες πόνο,

εκείνος είδε πανσεξουαλικό φως.

Και εγώ — εγώ είμαι κάπου ανάμεσά σας.

Φοράω δαντέλα και έχω δονητες.

Διαβάζω Εμπειρίκο σε συνδρομητές που δεν ξέρουν ποιος ήταν ο Breton.

Μα ίσως ,ίσως,αυτό είναι πιο ντανταϊστικό απ’ τη Fountain σου, Duchamp.

Πάντως, όταν τελειώσει η σκηνή,θα πλύνω τα πόδια μου στο σιντριβάνι.

Και ίσως τα ανεβάσω σε story.

Με λεζάντα:

«Ο Οργασμός είναι Επανάσταση.»

.

.

5


Σκηνή: σαλόνι 

Στο κέντρο, μια γυναίκα  ντυμένη μοντερνα, κρατάει κινητό και φωτογραφίζει τον εαυτό της. 

Στο πλάι, ο Μαρκήσιος ντε Σαντ κάθεται σε μια πολυθρόνα και διαβάζει 

το «Ο Μεγάλος Ανατολικός» τού Εμπειρικού.

Πίσω, η γυναίκα τού Duchamp κατεβαίνει αργά μια σκάλα, φορώντας ένα αυστηρό αλλά κομψό φόρεμα, αυτη η κίνηση είναι επαναλαμβανόμενη.


Γυναικα(χαμογελώντας στο κινητό):

Πες μου, Μαρκήσιε, έχεις ξαναδεί τέτοια αποκαλυπτικότητα στην εποχή σου; 

Ο κόσμος τώρα γιορτάζει το σώμα και την ελευθερία του με έναν άλλο τρόπο.


Μαρκήσιος ντε Σαντ (σηκώνοντας το βλέμμα από το βιβλίο):

Η αποκαλυπτικότητα δεν είναι παρά η κορυφή τού παγόβουνου, κυρια. 

Η αληθινή ελευθερία είναι να αψηφάς τα όρια της ηθικής και της κοινωνίας. 

Το σώμα, το μυαλό, η ψυχή, όλα είναι πεδία μάχης.


Γυναικα(γελώντας):

Και όμως, κοιτάζοντας αυτό (δείχνει το κινητό της) είναι ένα είδος πολέμου 

που κερδίζουμε σήμερα. Ελευθερία με κάμερα και κοινό, όχι φυλακές και βασανιστήρια.


Μαρκήσιος ντε Σαντ (κοιτάζοντας το βιβλίο):

Ίσως να διαφωνούσα, μα βλέπω εδώ, στον Μεγάλο Ανατολικό, πώς η καινοτομία και το ασυνήθιστο προχωρούν παράλληλα με το σκοτάδι τής ανθρώπινης φύσης. Η «Fountain» τού Duchamp, ένα ουρητήριο ως έργο τέχνης ,πρόκληση σε κάθε νόρμα.


Γυναικα:

Ακριβώς! Και κοίτα την εκείνη (δείχνει προς τη γυναίκα που κατεβαίνει τη σκάλα) Η γυναίκα τού Duchamp ,η σιωπηλή γυναικα πίσω από την πρόκληση, 

σαν σκιά που προσθέτει νόημα σε κάθε βήμα.


Η  γυναίκα τού Duchamp (κατεβαίνοντας τη σκάλα, με αργό βήμα, χωρίς να μιλάει, κοιτώντας τους δυο τους)


Μαρκήσιος ντε Σαντ (κλείνοντας το βιβλίο):

Μπορεί να ζούμε αιώνες και κόσμους μακριά, μα το πάθος για την αμφισβήτηση, για την ελευθερία, για την τέχνη που προκαλεί, παραμένει ίδιο. Κι εσύ, σύγχρονη γυναίκα, μάχεσαι με το φως της οθόνης.


Γυναικα (κλείνοντας το κινητό και σηκώνοντας το κεφάλι):

Και εσύ, Μαρκήσιε, με τις λέξεις σου, μάχεσαι με το σκοτάδι τού παρελθόντος. Ίσως τελικά να είμαστε πιο κοντά απ’ ό,τι νομίζουμε.


(Το φως σβήνει σταδιακά καθώς η γυναίκα του Duchamp εξαφανίζεται πίσω 

από τη σκηνή.)

.

.

.

η Επέλαση τών Βαλκυριων και η συλληψη  του

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


ήταν ακόμα νύχτα,δεν είχε ξημερώσει,φορούσε τα ρούχα του, τούς περίμενε καθισμένος στο σαλόνι,ήταν δύο,του είπαν να ετοιμασθεί, τούς είπε έτοιμος είμαι,και τούς ζήτησε να ακούσει το Walkürenritt,την Επέλαση τών 

Βαλκυριων,από. το Δαχτυλίδι τών Νιμπελουνγκεν,Heavy Metal συγκροτημα είναι;ρώτησε ο ένας,όχι,,Όπερα τού Ρίχαρντ Βάγκνερ τούς απάντησε,

ναι,αλλά να συντομεύσεις,απάντησε ο άλλος,έβαλε στο πικ-απ το δίσκο,

Οι Βαλκυριες μεταφέρουν τις ψυχές των πεσόντων πολεμιστών στην Βαλχάλλα

Το κομμάτι ξεκινάει με μια μικρή μουσική φράση και εξελίσσεται σε ένα ισχυρό, ολοένα αυξανόμενο crescendo ,έκρηξη ήχου:

Τα θέματα επαναλαμβάνονται και αναπτύσσονται, δημιουργώντας ένα αίσθημα αδιάκοπης κίνησης και δύναμης.

Ο Βάγκνερ χρησιμοποιεί την ορχήστρα για να δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα μάχης και οργής, αποτυπώνοντας την «επελαση» τών Βαλκυριών που πετούν στον ουρανό.

Όταν τελείωσε ο δίσκος να παίζει,τότε και οι  δύο κατάλαβαν ποιον συνέλαβαν.

.

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Sherlock Holmes:2 ομοια διηγηματα

.

.

1

-Η Αυστηρότητα τού Λόγου-

Ένα αστυνομικό διήγημα με τον Σέρλοκ Χολμς 


Λονδίνο, 1951. Ένα βράδυ πνιγμένο στην ομίχλη

Το διαμέρισμα τού Marquis de Sand, στην οδό Montague, ήταν τόπος γνωστός 

για τα σκοτεινά του σαλόνια, τα σπάνια βιβλία και τις ακόμη σπανιότερες ηδονές. 

 Όταν  με κάλεσαν  και βρέθηκα στο τόπο τού εγκλήματος ήξερα πως δεν επρόκειτο για συνηθισμένο φονο.

Το σώμα τού Marquis βρέθηκε ,κι έτσι το είδα,στο γραφείο του, το κεφάλι του γερμένο πάνω σ’ ένα ανοιχτό αντίτυπο τής Κριτικής τού Καθαρού Λόγου του Καντ, μια λεπτή ματωμένη σχισμή,σαν γραμμή, στον λαιμό του, ακριβώς κάτω από το πηγούνι. Κανένα σημάδι πάλης. Καμία είσοδος διαρρηγμένη. Η ατμόσφαιρα ανατριχιαστικά γαλήνια.

Κάποιος είχε σκοτώσει τον Marquis όχι εν θερμώ, αλλά,κάτι μού έλεγε, με φιλοσοφική μεθοδικότητα.


Το πρόσωπο τής υπόθεσης: Justine Delmare


Η Justine ήταν φοιτήτρια στο University College London. Είχε μόλις υποβάλει τη διδακτορική της εργασία με τίτλο: «Η Κατηγορική Επιταγή και η Ανάγκη για Ηθική Επανάσταση». Ήταν γνωστή στον κοινωνικό κύκλο τού Marquis,όχι μόνο ως διανοούμενη, αλλά και ως ερωμένη του.


Όταν την κάλεσα για ανάκριση.μπήκε στο δωμάτιο ντυμένη στα μαύρα. Ήσυχη. Ψυχρή. Δεν έδειχνε ενοχή, ούτε φόβο. Μόνο ψυχροτητα.

Ήμουνα ενορατικά βέβαιος για την ενοχή της.Εκεινη το κατάλαβε.


– «Ήταν αναγκαίο», είπε.

– «Να σκοτώσετε;» ρώτησα.

– «Να αποδώσω δικαιοσύνη βάσει τού Καθαρού Λόγου.»


Τα Κίνητρα:


Ο Marquis είχε για χρόνια παραβιάσει τη καντιανή ηθική αρχή: χρησιμοποιούσε τους ανθρώπους,κυρίως νεαρές γυναίκες,ως μέσα για την ηδονή του. Τα ημερολόγια του ήταν γεμάτα με καταγραφές ερωτικών σχέσεων, κάθε μία κρυμμένη κάτω από φιλοσοφικές σημειώσεις, σαν να ζητούσε συγχώρεση από τη Λογική. Η Justine ήταν το πιο πρόσφατο «θύμα» του.


Όμως δεν εκδικήθηκε ως γυναίκα-αναγκαστικο όργανο ηδονής.Εκδικήθηκε ως φιλόσοφος.


«Η κατηγορική επιταγή», εξήγησε η Justine, «ορίζει ότι πρέπει να ενεργώ μόνο σύμφωνα με εκείνη τη μέγιστη αρχή τής οποίας μπορώ ταυτόχρονα να θέλω να γίνει καθολικός νόμος. Αν επιτρέπουμε σε έναν άνθρωπο να αντιμετωπίζει τους άλλους ως εργαλεία για την ηδονή του, τότε επιτρέπουμε να γίνει νόμος η ανηθικότητα. Δεν μπορούσα να το επιτρέψω αυτό, κύριε Χολμς.»


Ο Σχεδιασμός του Φόνου:


Ο φόνος δεν ήταν παρορμητικός. Ήταν σχεδιασμένος βάσει ενός καντιανού syllogism:


1. Όλες οι πράξεις πρέπει να βασίζονται σε αρχές που μπορούν να γίνουν καθολικοί νόμοι.


2. Η ταπείνωση και εργαλειοποίηση τών ανθρώπων δεν μπορεί να γίνει καθολικός νόμος.


3. Ο Marquis ακολουθούσε τέτοια ανήθικη πρακτική.


4. Άρα, η παύση τής ύπαρξής του,ως φορέα μιας αντικαντιανής ηθικής,είναι υποχρέωση τού καθαρού λόγου.


Η Justine έριξε υπνωτικό στο κρασί του, γνώριζε τα φάρμακα ,είχε σπουδάσει και χημεία στα πρώτα της έτη. Όταν τον είδε να χάνει τις αισθήσεις του, τού έκοψε τον λαιμό με ένα ξυράφι χειρουργικής ακρίβειας. Έπειτα τοποθέτησε δίπλα του την Κριτική, στη σελίδα που εξηγεί τον "πρακτικό Λόγο" και την ανάγκη για μια ηθική που να απορρέει από τη Λογική, όχι από το συναίσθημα.


Η Απόφαση του Χολμς:


Δεν είχα καμία αμφιβολία για το ποιος το έκανε,Watson.

Το ερώτημα ήταν αν έπρεπε να θεωρηθεί έγκλημα.


Περπάτησα ως την οδό Baker εκείνο το βράδυ με το μυαλό βουτηγμένο στην αμφιβολία. Η Justine δεν ήταν δολοφόνος με τα ανθρώπινα κίνητρα που συνήθιζα να κυνηγώ. Ήταν κάτι άλλο: δικαστής ενός φιλοσοφικού δικαστηρίου που αποφάσισε πως η Λογική απαιτούσε τιμωρια.


«Είναι το καθήκον χωρίς συναίσθημα ακόμα καθήκον;» αναρωτήθηκα.


Κατέθεσα πλήρως την υπόθεση. Η Δικαιοσύνη αποφάσισε.

Η Justine καταδικάστηκε σε ισόβια.

Αλλά στον ακαδημαϊκό κόσμο, το όνομά της,η υπόθεση της, έγινε διαλέξεις

κύριο θεμα'


«Μπορεί ο Καντ να γίνει φονικό εργαλείο;»


Επίλογος:


Δεν ξέχασα ποτέ τα μάτια της. Δεν ήταν θλιμμένα. Δεν ήταν θυμωμένα. Ήταν ήρεμα, σαν να είχε λύσει μια μαθηματική εξίσωση που την καταδίκαζε στην πράξη της.


Ο κόσμος δεν είναι πια φτιαγμένος μόνο από καλούς και κακούς. 

Είναι φτιαγμένος από λογική,από αξιώματα. 

Και τότε είναι που τα πιο τρομακτικά εγκλήματα δεν έρχονται από το μίσος,

αλλά από το καθήκον,κατά γράμμα,σε μια ψυχρή θεωρία.

.

.


-Η Κριτική τού Φόνου-

Ένα αστυνομικό διήγημα με τον Σέρλοκ Χολμς


I. Ο Θάνατος τού Μαρκήσιου


Ο Μαρκήσιος de Sade, πολυεκατομμυριούχος και διαβόητος για τις εκκεντρικότητές του, βρέθηκε νεκρός στο διαμέρισμά του στο Παρίσι. Το σαλόνι, διακοσμημένο με βελούδα, καθρέπτες και αμφιλεγόμενα έργα τέχνης, δεν έδειχνε ίχνη παραβίασης. Το πτώμα ήταν καθισμένο στην πολυθρόνα του, με ένα ανεπαίσθητο μειδίαμα στα χείλη και μια σταγόνα αίμα στον κρόταφο, σχεδόν απόδειξη ενός ακριβούς, ψυχρού φόνου.

Η αστυνομία αδυνατούσε να βρει το παραμικρό στοιχείο. Κανένα ίχνος εισβολής, κανένας ήχος πάλης, τίποτε. Ο φόνος φαινόταν τέλειος.

Έτσι, κλήθηκε ο Σέρλοκ Χολμς από το Λονδίνο,την 221B Baker Street.


II. Η Μούσα τού Μαρκήσιου


Η βασική ύποπτη ήταν η νεαρή του ερωμένη, η Justine ,μια γυναίκα πιανίστρια που την γοητευοε ο Σοπέν, και ηθοποιός με πάθος για την ανθρώπινη ψευδαίσθηση. Παράλληλα, σπουδάστρια φιλοσοφίας, με διδακτορική εργασία πάνω στην Κριτική τού Καθαρού Λόγου του Καντ.


«Ένας φιλόσοφος δε σκοτώνει», δήλωσε ψυχρά η ίδια όταν ανακρίθηκε, «μόνο σκέφτεται τον φόνο ως κατηγορική επιταγή ή ως υπέρβαση τών ορίων τής καθαρής νόησης».


Ο Χολμς, χωρίς να εντυπωσιαστεί από τα λόγια της, παρατήρησε τα χέρια της. Λεπτά, αλλά σταθερά. Σαν τα χέρια ενός εκτελεστή πιάνου ή ενός εκτελεστή φόνου..


III. Η Μέθοδος τής Επαγωγικής Λογικής


Ο Χολμς πέρασε ώρες μελετώντας το διαμέρισμα. Κάθε μικρή λεπτομέρεια: 

το μισοτελειωμένο κονιάκ, το άδειο πιάνο, ένα βιβλίο, η Κριτική τού Καθαρού Λόγου, ανοιγμένο σε μια υπογραμμισμένη φράση:


«Η κατηγορική επιταγή επιβάλλεται όχι από εμπειρικά δεδομένα, αλλά από την αναγκαιότητα τού νου».


«Τυχαίο;» ρώτησε ο Γουάτσον.


«Τίποτε δεν είναι τυχαίο, αγαπητέ μου. Ούτε καν η ελευθερία».


Ανακάλυψε πως ο μαρκήσιος είχε ηχογραφήσει τις συνομιλίες του για λόγους “καλλιτεχνικής τεκμηρίωσης” τών ηδονών του. Σε μια από τις ηχογραφήσεις, η Justine τον ρωτούσε:


«Ποια είναι τα όρια τού Λόγου σου, Μαρκήσιε; Πόσο μακριά μπορεί να φτάσει ένας νους που πιστεύει πως ο κόσμος τού ανήκει;»


Και ο Μαρκήσιος απαντούσε γελώντας: «Μέχρι τον θάνατο, αγαπητή μου. Τον δικό σου ή τον δικό μου».


IV. Η Επίλυση τού Εγκλήματος


Ο Χολμς κάλεσε όλους στο διαμέρισμα και μίλησε:


«Η δολοφόνος είναι η Justine. Το κίνητρο της δεν ήταν πάθος, αλλά καθαρή λογική. Ο φόνος ήταν το επιστέγασμα ενός φιλοσοφικού πειράματος. Ένα εγκληματικό συμπέρασμα από καθαρές προκείμενες.

Ο Μαρκήσιος ήταν για εκείνη η προσωποποίηση τής υποκειμενικότητας τής εμπειρίας. Ένας άντρας που νόμιζε πως οι πράξεις του δεν υπόκεινται σε καθολικούς ηθικούς νόμους.

Η Justine, μελετώντας τον Καντ, αποφάσισε να εφαρμόσει την Κατηγορική Επιταγή στην πράξη. Ο Μαρκήσιος, όπως πίστευε, έπρεπε να τιμωρηθεί. 

Όχι από συναίσθημα. Αλλά επειδή η πράξη του ,η κατάχρηση εξουσίας, ο ηδονισμός, η ηθική παρακμή, δεν μπορούσε να θεσμοθετηθεί ως καθολικός νόμος».

Ο Χολμς σταμάτησε για λίγο,και έπειτα συνέχισε:

«Ο φόνος έγινε με δηλητήριο, αναμειγμένο στο κονιάκ. Άοσμο, άγευστο. Σπάνιο και ακριβό, που μπορεί να βρεθεί μόνο στα εργαστήρια τού Πανεπιστημίου τού Βερολίνου,όπου η Justine έκανε ένα ερευνητικό πέρασμα προ διετίας,στη φαρμακολογία. Η φράση που υπογράμμισε στο βιβλίο ήταν η δήλωση πρόθεσης. Ένα φιλοσοφικό μήνυμα για όποιον μπορούσε να καταλάβει».


V. Η Δικαιοσύνη τού Λόγου


Η Justine δεν αρνήθηκε τίποτε. Χαμογέλασε και είπε:


«Ο Μιστερ Χολμς κατανόησε. Δεν είμαι ένοχη, είμαι συνεπής. Δεν σκότωσα 

από θυμό. Σκότωσα γιατί η ύπαρξή του ήταν σε αντιφαση με τη Λογική μου».


Ο Γουάτσον αναφώνησε: «Είναι τρελή!»


Μα ο Χολμς απλώς σήκωσε τους ώμους.


«Η τρέλα δεν είναι παρά η συνεπής εφαρμογή μιας λανθασμένης αρχής», είπε. «Και στην περίπτωση τής Justine, η αρχή ήταν ορθολογική. Το συμπέρασμα απλώς ...ανεπιθύμητο».


Και όταν ρωτήθηκε αν θα παραστεί στη δίκη της, απάντησε:


«Όχι. Το έργο μου ολοκληρώθηκε. Η λογική αλυσίδα έκλεισε. Τον φόνο τον έλυσα. Η τιμωρία; Δεν ανήκει στον Λόγο. Ανήκει στους θεσμούς. Κι εγώ, κύριοι, δεν είμαι θεσμός,ούτε δήμιος».


Τέλος

.

.

.

Moments Id vs Gesang der Jungling

-χ.ν.κουβελης


είχε συνθέσει το μουσικό έργο,μια πλήρη ομοιότητα,σε όλα,μουσικό ύφος γλωσσα,στα πάντα, με το μουσικό έργο Gesang der Jungling τού Karlheinz Stockhausen,

αυτός το θεωρούσε η πιο μεγαλη μουσική δημιουργία τής ζωής του,

για πολλά χρόνια δεν τόλμησε να το ηχογραφήσει και να παιχτεί σε συναυλια,φοβόνταν την αντίδραση,θα το θεωρούσαν πνευματική κλοπή,θα τον περιφρονούσαν,

όταν τελικά το έκανε,παραξενεύτηκε που κανένας δεν κατάλαβε την ομοιότητα,όλοι παινεσαν την πρωτοτυπία του,την πρωτοπορεία του,τον avante gard χαρακτήρα του,υποψιάστηκε στην αρχή,πως όλοι είχαν συνομοτισει με τη εσκεμμένη παρασιωπιση τους να τον εξευτελισουν,

όμως τίποτα δεν προδιδε κάτι τέτοιο, ένας μαλιστα έγκριτος  μουσικός κριτικός έγραψε:  Aριστουργημα,

και η ερμηνευτική του μελετη για το μουσικό του εργο δεν είχε καμία,την παραμικρή,σχέση με το Gesang der Jungling ,σε κανένα σημείο της,δεν το αναφέρει πουθενά,σαν να μην υπήρχε,ναην.ειχε συντεθεί ποτέ,

τελικά,κι αυτός κατάλαβε,πως το έργο του Moments Id ήταν τελείως διαφορετικό έργο,ένα ξενο,στο ύφος και στη μουσική γλώσσα του από το όμοιο ,πανομοιο του, Gesang der Jungling

.

.

.






GLOBAL HI-TECH PANOPTICON VOYEYRISM ALL TIME

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


απογευμα,στο βιβλιοπωλείο Kauffman,ζήτησε το βιβλίο:

Surveiller et Punir.Naissance de la Prison

(Επίβλεψη και Τιμωρία.Η γεννηση της Φυλακής)

του Γάλλου φιλόσοφου Michel Foucault  που εκδόθηκε το 1975,

υπήρχε,το αγόρασε,

σε ένα κεντρικό καφέ,το ξεφύλλισε,

διάβασε μεταφράζοντας από το γαλλικό κείμενο

C H A P I T R E III

Κεφάλαιο III -Panoptism

(Pan+opticon,ελληνικά Παν + οπτικόν)Τα Πανθ'ορα

(Συνεχής Επίβλεψη Πάντων)

να,σύμφωνα με έναν κανονισμό του τέλους του 17ου αιώνα,τα μετρα

που πρέπει να παρθούν όταν η πανούκλα εκδηλωθεί σε μια πολη:

Καταρχήν αυστηρός χωρικός τετραγωνισμός:εγκλεισμός,αυτονόητα,

της πολης και της περιοχης, απαγόρευση της εξόδου με ποινή θανάτου,

θανάτωση όλων των αδέσποτων σκυλιών.

τεμαχισμός της πόλης σε τετράγωνα διακριτά όπου ασκείται η εξουσία 

ενός εποπτη.Καθε δρόμος είναι υπό την δικαιοδοσία ενός επιθεωρητού,

που την επιβλέπει,αν την παρατήσει,θα τιμωρηθεί με θάνατο.

Την ορισμένη μέρα,διαταζετε κάθε ένας να κλειστεί μέσα στο σπιτι του,

παραβαση της εξόδου  τιμωρειτε με θανατο.Ο επιθεωρητής πηγαινει

ο ίδιος να κλείσει,από εξωτερικα,τη πόρτα κάθε σπιτιού.Παιρνει το

κλειδί που το παραδίνει στον εποπτη του τετραγώνου.αυτος το κρατα

μέχρι το τέλος της καραντίνας.

Κάθε οικογένεια θα έχει τις προμήθειες της,αλλά για το κρασί και το 

ψωμί,θα κατασκευασθούν μεταξύ δρόμου και σπιτιου,μικρές ξύλινες ράμπες,

επιτρέποντας να μοιρασθεί σε καθε έναν το ανάλογο χωρίς 

να υπάρξει επικοινωνία μεταξύ των προμηθευτών και των ενοίκων,

για το κρέας,τα ψάρια,τα λαχανικά,χρησιμοποιούνται τροχαλίες 

και καλαθια.

Αν πρέπει για κάποιο λόγο να βγουν από τα σπίτια,αυτό θα γίνει με τη

σειρά,και αποφεύγοντας κάθε συνάντηση.

Δεν κυκλοφορούν παρά οι εποπτες,οι επιθεωρητες,οι περίπολοι στρατιωτών

και επίσης ανάμεσα στα μολυσμένα κτίρια,από ένα πτώμα στο άλλο,

τα 'κορακια'  που αδιαφορούν για το θάνατο,αυτά είναι 'μικρη ομάδα

ανθρώπων που μεταφέρουν τους άρρωστους,θάβουν τους νεκρούς,

τους καθαρίζουν και εκτελουν αρκετές υπηρεσίες βρώμικες και 

αηδιαστικες''

Και αν κάποιος κινηθεί,κινδυνεύει η ζωη του,με μόλυνση η' τιμωρία.

C H A P I T R E III

Le panoptisme

Voici, selon un règlement de la fin du XVIIe siècle, les mesures qu'il fallait 

prendre quand la peste se déclarait dans une ville.

D'abord, un strict quadrillage spatial : fermeture, bien entendu, de la ville 

et du « terroir », interdiction d'en sortir sous peine de la vie, mise à mort 

de tous les animaux errants; 

découpage de la ville en quartiers distincts où on établit le pouvoir d'un 

intendant. Chaque rue est placée sous l'autorité d'un syndic; il la surveille; 

s'il la quittait, il serait puni de mort. 

Le jour désigné, on ordonne à chacun de se renfermer dans sa maison : 

défense d'en sortir sous peine de la vie. Le syndic vient lui-même fermer, 

de l'extérieur, la porte de chaque maison; il emporte la clef qu'il remet 

à l'intendant de quartier; celui-ci la conserve jusqu'à la fin de la quarantaine. 

Chaque famille aura fait ses provisions; mais pour le vin et le pain, 

on aura aménagé entre la rue et l'intérieur des maisons, des petits canaux 

de bois, permettant de déverser à chacun sa ration sans qu'il y ait 

communication entre les fournisseurs et les habitants; pour la viande, 

le poisson et les herbes, on utilise des poulies et des paniers. S'il faut 

absolument sortir des maisons, on le fera à tour de rôle, et en évitant toute 

rencontre. 

Ne circulent que les intendants, les syndics, les soldats de la garde et aussi 

entre les maisons infectées, d'un cadavre à l'autre, les « corbeaux » qu'il est 

indifférent d'abandonner à la mort : ce sont « des gens de peu qui portent les 

malades, enterrent les morts, nettoient et font beaucoup d'offices vile et abject ».

Espace découpé, immobile, figé. Chacun est arrimé à sa place. 

Et s'il bouge, il y va de sa vie, contagion ou punition

 de part en part. 

είχε νυχτώσει,λίγοι άνθρωποι στο δρομο,

περιπλανήθηκε στις παρόδους,ερημιά,

γύρισε με το μέτρο σπίτι,

αργά,

κοιμήθηκε

σε εφιάλτη είδε πως είχε καταδικασθεί για κάποιο φόνο που δεν θυμάται,

στο κελί ήρθαν νύχτα και τον πήραν,τον γυμνωσαν και τον έσυραν 

σε μια τεράστια πλατεία που τη φώτιζε η πανσέληνος,τον ξάπλωσαν

στα χαλίκια,με μια τσιμπίδα του άνοιγαν τη σάρκα στα στήθη,στα

χέρια,στα πόδια,έβλεπε τα πρόσωπα τους,έδειχναν να το απολαμβάνουν 

αυτό που έκαναν,γυαλιζαν τα μάτια τους,έπειτα του ερριχναν κερί λιωμένο 

στις πληγές,και γελούσαν δυνατά ,ο πόνος ήταν φοβερος αλλά δεν 

του έβγαινε σε κραυγή,κάποια στιγμή κρύφτηκε το φεγγάρι σε σύννεφα 

και χάθηκαν σαν φαντάσματα

πέρασαν αρκετά χρόνια,η κοινωνία άλλαξε σε όλα τα επίπεδα,πολιτική,

οικονομια,τεχνολογία,μια hi tech society,

έγκλειστος στο σπίτι,νύχτα στο μπαλκόνι,σβησμένα τα φώτα,κρυμμένος

στο πιο σκοτεινό σημείο,για να περάσει η ώρα,με τα κιάλια παρακολουθεί

τους γειτονους στα γύρω παράθυρα,ως φανατικός σινεφίλ,όπως ο James Stewart στη ταινία του Alfred Hitchcock Rear Window του 1954,

είχε εντοπίσει μια γοητευτική γυναίκα στον δεύτερο όροφο της απεναντι

ακριβώς πολυκατοικιας,

το διαμέρισμα ειχε τρία μεγάλα παράθυρα,με τραβηγμένες τις κουρτίνες,

την έβλεπε ποτέ στο ένα και πότε στο άλλο,σαν καρέ κινηματογράφου,

εκείνη τη νυχτα είχε φορέσει ένα κοντό άσπρο φόρεμα και έκανε χορευτικές 

κινήσεις,χορεύτρια σκέφτηκε,

τον διεκοψε το τηλέφωνο,σαν αλλη η Grace Kelly,η φιλενάδα του,

ένιωθε μοναξιά,κλεισμένη μέρες μέσα,και ήθελε να μιλήσει,

της είπε πως είχε πονοκέφαλο και είχε ξαπλώσει,

εκείνη έκλεισε το τηλέφωνο θυμωμένη,

η γυναίκα απέναντι εξαφανίσθηκε για αρκετά λεφτά,

περίμενε,

είδε ένα άντρα στο τρίτο παράθυρο ,έπειτα τη γυναίκα στο πρώτο,ο άντρας

πήγε στο δεύτερο,η γυναίκα ακίνητη στο πρώτο,ο άντρας στο πρώτο,

την έσπρωξε,η γυναίκα έπεσε,ο άντρας έσκυψε,τον έχασε,ύστερα τον είδε 

να σηκώνεται,έσβησε το φως,

ξάπλωσε,τον ξύπνησε το τηλέφωνο,

ήταν η φίλη του,η φωνή της έτρεμε,ήταν τρομαγμένη,

κάποιος με παρακολουθείαπό απέναντι,φοβάμαι,

τι φοβάσαι; της είπε

μπορεί να με πυροβολήσει,

έλα ανοησίες,ησύχασε,κάποιος ηδονοβλεψίας,σβήσε το φως κλείσε τα 

παραθυρα,

μετά από αυτό δεν είχε ύπνο,

βγήκε στο μπαλκόνι,τα φώτα σβηστά στο απέναντι διαμέρισμα,κρύωνε

είχε πέσει ψυχρα,

μπήκε μέσα,στη βιβλιοθήκη διάλεξε το βιβλίο Surveiller et Punir.Naissance 

de la Prison του Γάλλου φιλόσοφου Michel Foucault,

είχε χρόνια να το ξανακοιταξει:

πήγε στο κεφάλαιο III,le Panoptism

διαβασε

Le Panopticon de Bentham est la figure architecturale de cette composition. 

On en connaît le principe : à la périphérie un bâtiment en anneau; au centre, 

une tour; celle -ci est percée de larges fenêtres qui ouvrent sur la face 

intérieure de l'anneau ; le bâtiment périphérique est divisé en cellules, dont 

chacune traverse toute l'épaisseur du bâtiment ; elles ont deux fenêtres, 

l'une vers l'intérieur, correspondant aux fenêtres de la tour; l'autre, donnant 

sur l'extérieur, permet à la lumière de traverser la cellule de part en part. 

Il suffit alors de placer un surveillant dans la tour centrale, et dans chaque 

cellule d'en- fermer un fou, un malade, un condamné, un ouvrier ou un écolier. 

Par l'effet du contre-jour, on peut saisir de la tour, se découpant exactement 

sur la lumière, les petites silhouettes captives dans les cellules de la périphérie. 

Autant de cages, autant de petits théâtres, où chaque acteur est seul, 

parfaitement individualisé et constamment visible.

....

Quoi d'étonnant si la prison ressemble aux usines, aux écoles, aux casernes, 

aux hôpitaux, qui tous ressemblent aux prisons

Το Πανοπτικον(Panopticon) του Bentham είναι η αρχιτεκτονική μορφή 

αυτής σύνθεσης.

Γνωστή η αρχή:στη περιφέρεια ένα κτίσμα σε δακτύλιο,στο κέντρο ένας

πύργος,που είναι τρυπημενος με μεγάλα παράθυρα τα οποία ανοίγουν

πάνω στην εσωτερική όψη του δακτυλίου.

Το περιφερειακό κτίσμα είναι χωρισμένο σε κελιά,όπου το καθένα πιάνει

όλο το πλάτος του κτίσματος,αυτά έχουν δύο παράθυρα,το ένα προς το

εσωτερικό,που αντιστοιχεί στα παράθυρα του πύργου,το άλλο,κοιτάζει 

προς το εξωτερικό,επιτρέποντας το φως να διασχίσει το κελί από την 

μια άκρη στην αλλη.

Επαρκεί τότε να τοποθετηθεί ένας επόπτης μέσα στον κεντρικό πύργο,

και μέσα σε κάθε κελί να εγκλειστεί ένας τρελός,ένας άρρωστος,

ένας καταδικασμένος,ένας εργάτης η' ένας μαθητής.

Με το εφέ του πίσω φωτισμού,κάποιος μπορεί να παρατηρεί από τον

πύργο,ξεχωρίζοντας επακριβώς στο φως,τις μικρές εγκλωβισμένες

σιλουέτες μέσα στα κελιά της περιφέρειας.

όσα τα κλουβιά,τόσα μικρά θέατρα,όπου ο κάθε ηθοποιός είναι μόνος,

απόλυτα ατομικοποιημενος και σταθερά θεωμενος.

......

ο έγκλειστος είναι θεωμενος,αλλα αυτός δεν βλέπει,είναι το αντικείμενοψ

πληροφορίας,ποτέ ένα υποκείμενο επικοινωνιας

.....

τι φοβερό αν η φυλακή  μοιάζει σε εργοστάσια,σε σχολεία,σε στρατό,στα νοσοκομεία,

και ολα μοιάζουν σε φυλακες

Η Ιστορία ξανασυμβαινει ως φάρσα,έγραψε σε ένα χαρτί,όπως είπε ο Μαρξ

χτύπησε το τηλέφωνο,άγνωστος αριθμός,το άφησε,

επέμενε,

το σήκωσε,μια άγνωστη γυναικεία φωνή,ψιθυριστη,'σε είδα,σταματά 

κινδυνευεις'

το τηλεφωνο εκλεισε,

τρόμαξε,ήταν θεωμενος και νόμιζε πως έβλεπε χωρίς να τον βλέπουν,

έπρεπε να συμμορφωθεί αλλιώς αυστηρή τιμωρία,

δεν έμενε παρά  να εγκλειστεί στον κόσμο του,χωρίς επικοινωνία,όλες

οι κινήσεις επιβλέπονται από αόρατους επόπτες,

ένα Τεράστιο Hi-Tech Panopticon,

όπου σύμφωνα με τα λόγια του Άγγλου φιλοσόφου και νομικού Jeremy 

Bentham o όποιος το 1791 σχεδίασε το Panopticon

Lawyers are the only persons in whom ignorance of the law is not punished.

και παρεφρασε:

Οι άνθρωποι της εξουσίας είναι τα μόνα πρόσωπα στα οποία η παραβίαση

των νόμων δεν τιμωρειται,

δεν κρατήθηκε και με πολύ προφύλαξη βγήκε στο μπαλκόνι,

σκοτάδι,

δεν βλέπω,αλλά με βλέπουν,

μπήκε μέσα,

ξάπλωσε,

αληθεια,σκέφθηκε,πως τον 18 αιώνα να τιμωρούνταν ένας ηδονοβλεψίας,

που βλέπει τη ζωή ενός άλλου,παίρνοντας ηδονή,ενώ ο άλλος δεν τον βλέπει;

άνοιξε το βιβλίο στο πρώτο κεφάλαιο,

διάβασε:

CHAPITRE PREMIER

Le corps des condamnés

Damiens avait été condamné, le 2 mars 1757, à « faire amende honorable 

devant la principale porte de l'Église de Paris », où il devait être « mené 

et conduit dans un tombereau, nu, en chemise, tenant une torche de cire 

ardente du poids de deux livres »; puis, « dans le dit tombereau, à la place 

de Grève, et sur un échafaud qui y sera dressé, tenaillé aux mamelles, 

bras, cuisses et gras des jambes, sa main droite tenant en icelle le couteau 

dont il a commis le dit parricide, brûlée de feu de soufre, et sur les endroits 

où il sera tenaillé, jeté du plomb fondu, de l'huile bouillante, de la poix résine 

brûlante, de la cire et soufre fondus ensemble et ensuite son corps tiré et 

démembré à quatre chevaux et ses membres et corps consumés au feu, 

réduits en cendres et ses cendres jetées au vent

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Τα σώματα των καταδικασμένων

Ο Damien είχε καταδικασθεί,στις 2 Μαρτίου 1757,να "κάνει δημοσιως 

μετάνοια μπροστά στην κύρια είσοδο της Εκκλησιας του Παρισιου"

όπου πρόκειται να ειναι "οδηγημενος και συνοδευόμενος μέσα σε ένα

καρο,γυμνός,σε πουκαμισα,κρατώντας ένα κερί αναμμένο με βάρος

δύο λίβρες",

έπειτα, " μέσα στο εν λογω καρο,στη πλατεία de Breve,και πάνω σε ένα 

ικριωμα που εκεί θα είναι στημένο,τσιμπιμενος στα βυζιά,,στα μπράτσα,

στα μπουτια,στο λίπος των γαμπων,το δεξί του χέρι κρατώντας ένα παλιό 

μαχαίρι με το οποίο εκτέλεσε την εν λόγω πατροκτονια,καιγομενο με φωτιά 

απο θειαφι,και πάνω στα σημεία που θα είναι τσιμπιμενος,χυμενο λιωμένο

μολύβι,βραστο λάδι, φλογισμένα ρετσινια,κερί και θειάφι λιωμένα μαζί

και ακολούθως το σώμα του τραβηγμένο και διαμελισμένο σε τέσσερα

άλογα και τα μέλη του και το σώμα καμένα στη φωτιά,γίνονται στάχτες,

και αυτές οι στάχτες πεταμενες στον αερα

Ίσως αυτή η τιμωρία των ηδονοβλεψιων,αν το όνομα του Damiens το 

αντικαθιστούσε με το δικό του,το dit parricide με το voyeurisme,

να ήταν αυτή

κοιμήθηκε

έγκλειστος σε  

GLOBAL HI-TECH PANOPTICON VOYEYRISM ALL TIME

.

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Ο Κήπος τών Διακλαδιζομενων Φόνων 

(Ελληνικά, English)


Ο καθηγητής Μ.ήταν γνωστός στο Πανεπιστήμιο όχι μόνο για την απόλυτη αφοσίωσή του στον Ιμμάνουελ Καντ, αλλά και για τη μυστηριώδη αύρα που τον περιέβαλλε, σαν να ήταν κι ο ίδιος ένα επιχείρημα που δεν είχε ακόμα ολοκληρωθεί. 

Δεν είχε οικογένεια, δεν είχε φίλους· ζούσε μέσα στα βιβλία του, πίνοντας σκετο καφέ και γράφοντας με πένα, σαν να είχε εγκλωβιστεί σε έναν χρόνο που δεν συνέπιπτε 

με την σύγχρονη εποχή.

Η τελευταία του εργασία, με τίτλο «Ο Υπερβατικός Δολοφόνος: Ο Καντιανός Χρόνος και 

η Ανάγκη της Ενοχής», είχε προγραμματιστεί να παρουσιαστεί το απόγευμα της 21ης Σεπτεμβρίου στο αμφιθέατρο  τής  Φιλοσοφικης Σχολης. 

Η ακαδημαϊκή κοινότητα την περίμενε με ανυπομονησία ,οι φήμες έλεγαν ότι επρόκειτο για μια εργασία που θα ανέτρεπε όχι μόνο την παραδοσιακή ανάγνωση του Καντ, αλλά και την έννοια τής αιτιότητας στην ίδια τη σκέψη.

Δεν πρόλαβε.

Τον βρήκαν νεκρό στο γραφείο του, πεσμενο πάνω στο χειρόγραφο, με το δάχτυλό του 

να ακουμπά την τελευταία πρόταση:

 «Αν ο χρόνος δεν είναι αντικειμενικός, τότε ο φόνος μπορεί να προηγηθεί τού φονιά.»

Η αστυνομία, αμήχανη και σε πλήρες αδιέξοδο, κάλεσε τον ντετέκτιβ Κ. Ήταν παλιός γνώριμος τέτοιων υποθέσεων, παρατηρητικός,

λάτρης τής επαγωγικής μεθοδου

Ο Κ. ερεύνησε το γραφείο. Κοίταξε τα χειρόγραφα της μελέτης, παρατήρησε τα δάχτυλα του νεκρού, σαν να έψαχνε κάτι στο σχήμα τους. Τέλος, στο κάτω συρτάρι του γραφείου, βρήκε ένα μικρό βιβλίο,:

El jardín de senderos que se bifurcan, του Jorge Luis Borges.

Το άνοιξε.Στα περιθώρια τών σελίδων, υπήρχαν σημειώσεις με κόκκινο μελάνι.

Διάβασε:

“χρονική διακλάδωση” “ενοχική πιθανότητα” “αέναη εκδοχή τού εαυτού”

“Το παρόν ως ψευδαίσθηση επιλογής”

Ο Κ. δεν έκανε ερωτήσεις. Πήρε το βιβλίο και έφυγε.

Τρεις μέρες μετά, ο ντετέκτιβ Κ. είχε εξαφανιστεί. Κανένα ίχνος του. Το διαμέρισμά του,που  ανοίχτηκε από την αστυνομία,ήταν άδειο. 

Ουτε κανένας τον είδε.Ουτε με κανεναν.τηλεφωνηθηκε. 

Την τεταρτη μέρη έφτασε ένας φάκελος στην αστυνομία,μέσα ήταν μια χειρόγραφη σημείωση,

αναγνωρίσθηκε ο 

γραφικός χαρακτηρας τού ντετέκτιβ Κ.,που έγραφε:

«Αναζήτησα τον δολοφονο τού καθηγητή, και βρεθηκα σε εναν παράξενο κήπο.Ηταν κατασκευασμένος απο διακλαδωμενες αφηγήσεις. 

Ο καθηγητης δεν δολοφονήθηκε.Σε έναν άλλο κλάδο, αυτός σκότωσε.Σε άλλον, δεν γεννήθηκε ποτέ.Σε άλλον, γράφει ακόμα την εργασια του.Σε κάποιον, είμαι εγώ ο δολοφονος.

Δεν μπορώ να λύσω τον φόνο γιατί δεν υπάρχει ένας φόνος, μόνο εκδοχές.

Επέλεξα να ακολουθήσω το μονοπάτι όπου δεν υπήρξα ποτέ ντετέκτιβ. Μην με ψάξετε.Και  διαβάστε τον Καντ.»

Στη βιβλιοθήκη τού καθηγητη Μ.,ακριβώς στο κέντρο της,ήταν:Η Κριτική του Καθαρού Λόγου,τού Καντ.

Στη πρώτη σελίδα μια  σημείωση:

"Ο χρόνος είναι μορφή της εσωτερικής αίσθησης. Σκοτώθηκα μέσα της."

.

.


c.n.couvelis χ.ν.κουβελης

The Garden of Branching Murders


Professor M. was known at the University not only for his absolute devotion to Immanuel Kant but also for the mysterious aura that surrounded him, as if he himself were an argument that had not yet been completed.

He had no family, no friends; he lived within his books, drinking black coffee and writing with a fountain pen, as if trapped in a time that did not coincide with the modern age.

His latest paper, titled "The Transcendental Murderer: Kantian Time and the Necessity 

of Guilt", was scheduled to be presented on the afternoon of September 21st, at the amphitheater of the School of Philosophy.

The academic community awaited it eagerly. Rumors claimed it would overturn not 

only the traditional reading of Kant but also the very concept of causality in thought itself.

He didn’t make it.

He was found dead in his office, collapsed over his manuscript, his finger touching the final sentence:

“If time is not objective, then the murder may precede the murderer.”

The police, baffled and at a dead end, called in Detective K. He was an old hand with 

such cases, observant, a lover of the inductive method.

K. investigated the office. He examined the manuscript pages, observed the fingers 

of the deceased, as though searching for something in their shape. Finally, in the bottom drawer of the desk, he found a small book:

El jardín de senderos que se bifurcan, by Jorge Luis Borges.

He opened it. In the margins of the pages, there were notes written in red ink.

He read:

“temporal branching”

“guilty probability”

“endless version of the self”

“The present as an illusion of choice”

K. asked no questions. He took the book and left.

Three days later, Detective K. had disappeared. No trace of him. His apartment, opened by the police, was empty.

No one had seen him. He had contacted no one.

On the fourth day, an envelope arrived at the police station. Inside was a handwritten note, the handwriting confirmed to be that of Detective K., which read:

 “I searched for the murderer of the professor, and I found myself in a strange garden.

It was constructed of branching narratives.

The professor was not murdered. In another branch, he committed the murder. In another, he was never born. In yet another, he is still writing his paper. In one, I am 

the murderer.

I cannot solve the murder because there is no single murder—only versions.

I chose to follow the path where I was never a detective.

Do not look for me.

And read Kant.”

In the center of Professor M.’s library was The Critique of Pure Reason by Kant.

On the first page, a note:

“Time is the form of inner sense. I was killed inside it.”

.

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Ο Λαβύρινθος τών Ενοχών

(Ελληνικά, Spanish)


Ο ντετέκτιβ Κ. είχε μάθει να μην εκπλήσσεται πια. Είχε συνηθίσει,όπως έλεγε, τη βουβή αθωότητα τών ενόχων και την κραυγαλέα ενοχή τών αθώων. Όμως αυτη η υπόθεση δεν ήταν απλώς ένας φόνος.

Όλα τα στοιχεία έδειχναν ότι ο δολοφόνος είχε στήσει τέλεια το σχέδιο του. Όμως  η ψυχρή του ακρίβεια τού φαίνονταν  πως αυτό είναι και το μειονεκτημα του.

Ο Κ. είχε την εντολή να ξανανοίξει την υπόθεση. 

Η έρευνα τον οδήγησε σε ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο στα προάστια τής πόλης. Εκεί,βρέθηκε σε μια τεραστα,έτσι υπέθεσε,αίθουσα με καθρέφτες.Σε λίγο κατάλαβε πως ήταν μέσα σε έναν λαβύρινθο καθρεφτών που δεν είχε τέλος.

Κατάλαβε το ρόλο της κατασκευής.

Να παγιδευτεί.

'Ο μόνος αληθινός ένοχος,σκέφτηκε, είναι αυτός που πιστεύει ότι μπορεί να ξεφύγει.'

Ο ντετεκτιβ Κ. κοίταξε έναν από τους καθρέφτες. Στον καθρέφτη, το είδωλό του.

Βγήκε απ’ τον λαβύρινθο χωρίς να θυμάται πώς. Ίσως να μην βγήκε ποτέ. Ίσως  να είναι ακόμα μέσα σε έναν από αυτούς τούς καθρέφτες.

Στο γραφείο του,εγραψε στη γραφομηχανή: 'Επιθυμία για αλήθεια

Διαρκής αμφιβολία'

Ο Κ. γέλασε.

και συνέχισε να γράφει:

'Ο φονος δεν υπάρχει.

Είναι θέατρο. Και κάθε 

δολοφονος φέρει το βάρος τού ρόλου του.'

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

El Laberinto de las Culpas


El detective K. había aprendido a no sorprenderse más. Estaba acostumbrado, como decía, a la inocencia silenciosa de los culpables y a la culpa estridente de los inocentes. Pero este caso no era simplemente un asesinato.

Todas las pruebas indicaban que el asesino había planeado su acción perfectamente. Sin embargo, su precisión fría le parecía a K. que era también su punto débil.

K. había recibido la orden de reabrir el caso.

La investigación lo condujo a una fábrica abandonada en las afueras de la ciudad. Allí, 

se encontró en una sala —o eso supuso— enorme, llena de espejos. Pronto comprendió que estaba dentro de un laberinto de espejos sin fin.

Comprendió el propósito de aquella construcción:

Ser atrapado.

"El único culpable verdadero", pensó, "es aquel que cree que puede escapar".

El detective K. miró uno de los espejos. En el espejo, su reflejo.

Salió del laberinto sin recordar cómo. Tal vez nunca salió. Tal vez aún esté dentro de 

uno de esos espejos.

En su oficina, escribió a máquina:

"Deseo de verdad

Duda constante"

K. rió.

Y siguió escribiendo:

"El asesinato no existe.

Es teatro. Y todo

asesino carga con el peso de su papel."

.

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Ο Λαβύρινθος τών Καθρεφτων

(Ελληνικα,Francais)


Ο ντετεκτιβ Κ. ξύπνησε πριν ξημερώσει.Στο παράθυρο ακόμα σκοτάδι.Σαν το βάρος 

ενός εγκλήματος που δεν είχε ακόμα συμβεί,σκεφτηκε. 

Χτύπησε το τηλέφωνο του.

Τον καλούσαν από την αστυνομία επειγόντως.

Πήγε.

Μια κοπέλα,εργάτρια σε εργοστάσιο,δολοφονήθηκε

Επισκέφτηκε το εργοστάσιο.Ενα παλιό κτίριο με παράξενη αρχιτεκτονική.

 Ο επιστάτης τού έδωσε ένα κλειδί και τού έδειξε έναν διάδρομο,που τού φάνηκε πως 

δεν τελείωνε ποτέ.

Αριστερά και δεξιά ήταν πόρτες.Δοκιμαζε το κλειδί.

Μετά από πολλές δοκιμές μια πόρτα άνοιξε.Μπηκε σε μια αίθουσα ,λαβύρινθο με καθρεφτες.

Κάθε καθρέφτης έδειχνε μια διαφορετική εκδοχή του: σε έναν, φορουσε στολή δικαστή· 

σε άλλον,ενα άγνωστο προσωπο,σε έναν τρίτο, δεν υπήρχε καθόλου. Καθώς προχωρούσε, άκουσε  τα βήματά του να αντηχουν,

γρήγορα συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν μόνος του,και κάποιος άλλος εκεί μέσα περπατουσε.

Ξαφνικά πίσω από ένα καθρέφτη,η' μέσα στον καθρέφτη,είδε μια γυναίκα.

'Η αλήθεια δεν έχει σημασία εδώ', τού είπε.

Τού φάνηκε πως τα χείλη της δεν κουνήθηκαν.

'Ποια ήταν η κοπέλα που δολοφονηθηκε;' τη ρώτησε.

'Δολοφονια ', τού απάντησε, 'τυλιγμένη σε αθωότητα.Εσύ είσαι εδώ για να το αποδείξεις αυτό'

'Εσύ είσαι η ενοχη' τής είπε.

Εκείνη γέλασε.Το γέλιο της πολλαπλασιάστηκε στους καθρέφτες.

'Τελικα όλοι εσείς,οι ντετέκτιβς,οι δικαστές,οι 

κατηγορούμενοι,ειστε το ίδιο πρόσωπο. 

Εσύ διερευνάς τον εαυτό σου'

Η γυναίκα σηκώθηκε και κρύφτηκε πίσω από έναν καθρέφτη.

.

.

.

Le Labyrinthe des Miroirs

par χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Le détective K. se réveilla avant l’aube.

Il faisait encore nuit à la fenêtre.

Comme le poids d’un crime qui n’avait pas encore eu lieu, pensa-t-il.

Son téléphone sonna.

On l’appelait d’urgence de la part de la police.

Il s’y rendit.

Une jeune femme, ouvrière dans une usine, avait été assassinée.

Il visita l’usine.

Un vieux bâtiment à l’architecture étrange.

Le contremaître lui donna une clé et lui montra un couloir qui lui sembla 

interminable.

À gauche et à droite, il y avait des portes.

Il essayait la clé.

Après de nombreuses tentatives, une porte s’ouvrit.

Il entra dans une salle — un labyrinthe de miroirs.

Chaque miroir montrait une version différente de lui :

dans l’un, il portait une robe de juge ;

dans un autre, c’était un visage inconnu ;

dans un troisième, il n’existait pas du tout.

En avançant, il entendit ses pas résonner.

Il comprit rapidement qu’il n’était pas seul :

quelqu’un d’autre marchait là-dedans.

Soudain, derrière un miroir -ou à l’intérieur du miroir - il vit une femme.

« La vérité n’a pas d’importance ici », lui dit-elle.

Il lui sembla que ses lèvres ne bougeaient pas.

« Qui était la jeune femme assassinée ? » lui demanda-t-il.

« Un meurtre », répondit-elle, « enveloppé d’innocence.

Tu es ici pour le prouver. »

« C’est toi la coupable », lui dit-il.

Elle rit. Son rire se multiplia dans les miroirs.

« Finalement, vous êtes tous les mêmes :

les détectives, les juges, les accusés…

Tu mènes l’enquête sur toi-même. »

La femme se leva et se cacha derrière un miroir.

.

.

.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου