.
.
Μ
Poetry Ποιηση
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Μετρησεις
-χ.ν.κουβελης c n.couvelis
διπλώνει τις λέξεις
τις απελευθερωνει
να βουίζουν σαν μελισσες
σ'ανθισμενο κήπο συμφώνων και φωνηεντων
συλλεγοντας συμμετριες κοχυλιων
διατύπωσε τη γεωμετρία τών νερων
τής θαλασσας
τωρα
τα δάχτυλα τών δέντρων
αγγίζουν το διάφανο. σεντόνι τού αερα
κι αναδύουν πράσινο χλοερο φως
να
θρυματιζει το χρονο
άπειρο η' ελάχιστο, αδιαφορο
ποτέ η διάρκεια δεν ήταν τόσο υπαρκτη
στη φωτογραφία που βγαλαμε
ο λευκός μηρος
τού βραχου
εξατμίζεται στ'αλάτι
τής ηρεμιας
.
.
.
.
Η Γέννηση τής Αφροδίτης
Εξαλειπτρο,δοχείο αρωματικής αλοιφης,570-560 π.Χ, Μουσείο Λουβρου,Παρισι
χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis
μεταφράζοντας
Αρχαιοελληνικούς Ύμνους
(Ανωνύμου)
Απόλλω και Αρτεμιτι
εν Δηλω ποτ'ετεκε τέκνα Λατώ
Φοίβον χρυσοκομαν ανακτ'Απολλω
ελαφηβολον τ'αγροτεραν
Άρτεμις,α γυναικών μεγ'εχει κράτος
στη Δήλο κάποτε γέννησε παιδιά
η Λητώ
τον Φοίβο τον ξανθομαλλο
βασιλια Απόλλωνα
και την κυνηγο ελαφιών Αρτέμιδα,
που στις γυναίκα πολύ μεγάλη
έχει δύναμη
(Ανωνύμου)
Αθήνη
Παλλάς Τρκτογενει' ανασσ' Αθανα
ορθου τηνδε πόλιν τε και πολίτας
ατερ αλγεων και στάσεων
καί θανάτων αωρων σύ τε καί πατήρ
Παλλάδα
γεννημένη απ'το κεφάλι
βασιλισσα Αθηνά
στήριξε αυτή δω τη πόλη
και τούς πολίτες
χωρίς συμφορές και αναστατώσεις
και πρόωρους θανάτους
εσύ και ο πατερας σου
(σημείωση:
για το επίθετο Τριτογενεια:
-η Αθήνα γεννήθηκε στη λίμνη Τριτωνίδα τής Λιβύης,που ήταν ο υδάτινος θεός Τρίτων
-γεννήθηκε την τρίτη μέρα τού μήνα
-γεννήθηκε τρίτη μετά τον Απόλλωνα και την Άρτεμη
-στην αιολική γλώσσα η λέξη 'τριτων' σημαίνει κεφάλι,
επομένως:Τριτογενεια, αυτή που γεννήθηκε από το κεφάλι,
κατά τη μυθολογία από το κεφάλι τού Δια,
στη μετάφραση επιλέχθηκε αυτή η εκδοχή)
(Ορφικός Ύμνος )
Αρει
Άρρηκτ' ομβριμοθυμε μεγασθενες αλκιμε δαίμον
οπλοχαρης αδάμαστε βροτοκτονε τειχεσιπλητα
Αρες αναξ οπλοδουπε φόνοις πεπαλαγμενος αιει
αιματι ανδροφόνωι χαιρων πολεμοκλονε φρικτε
ός ποθεεις ξιφεσιν τε και εγχεσι δηριν αμουσον
στήσον εριν λυσσώσαν άνες πόνον αλγεσιθυμον
εις δε ποθον νευσον Κυπριδος κωμους τε Λυσίου
αλλαξας αλκην όπλων είς εργα τα Δηους
ειρήνη ποθεων κουροτροφον ολβιοδωτιν
Ακλονητε σκληροτραχειλε ατρόμητε δυνατέ θεέ
που τα όπλα χαιρεσε ακατανικητε φονιά ανθρώπων
τειχών γκρεμιστη
Άρη βασιλιά μ'οπλα που βροντάς πάντα στο φονικό αίμα
τών σκοτωμένων βουτηγμένος
που χαιρεσε στού πολέμου
το θόρυβο στην όψη φοβερέ
που τη σφοδρή συμπλοκή με ξίφη και μαχαίρια ποθεις
παράτα τη λυσσασμένη εχτρα άσε τον πόνο
που τη καρδιά θλιβει
και δέξου τον ποθο τής Κύπριδας
και τούς χορους και τα γλέντια
τού Λούσιου Διόνυσου
αλλάζοντας τών όπλων τη δύναμη
με τής Δήμητρας τα έργα
την ειρήνη ποθώντας που τα νέα θρεφει παιδιά
και τ'αγαθα δινει
(σημείωση:
ψευδο-Ορφικος Ύμνος,
πιθανός τόπος προέλευσης η Πέργαμος, Δυτική Μικρά Ασία,
και χρόνος γραφής ύστερη ελληνιστική περίοδος με πρώιμη αυτοκρατορικη)
.
.
.
φωτογράφιση
-in red-
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Fragmenta
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
μεσάνυχτα,
έγραψε:
η ευτυχία είναι εμμονικη ιδέα
τώρα νιώθω απόλυτη μοναξιά
.
σε
μια κιτρινη καρεκλα καθισε
στα χερια της
γαλαζια πουλια
κοιμονταν
για μια ελαχιστη στιγμη στο απειρο
κι ακουσε
απ'τον ουρανο
να την φωναζουν
''ε εσυ τών αορατων μυστικη''
στ'αρχαιο ακρογιάλι
κοιμομαστε
κι η θάλασσα
μάς ξυπναει
ρυθμικα με δωριο τροπο
μεσα στον χρωματιστο βομβο τών μελισσων
η γυναίκα σου,Οδυσσέα,
παρά θῖν’ ἁλός
εσυ
χεῖρας νιψάμενος πολιῆς ἁλός
πρωι και
γυαλιζε η μερα
τιποτα ματαιο
στην ωραιότητα σου
φως
γαλαζιο φως
ακου
την προελληνικη λεξη
τού σαργου
η σεληνη αποψε γλυστρισε ευελικτη
πανω
στα διαφανα νερα
τών ποδιών σου
το όνομα τής σιωπής
απειριτος μεγακητης μελαψ οινοψ ποντος
λιτή
κι απέριττη ζωή
ευχομαστε
ο ανεμος επιμενει
να βυζαινει θαλασσινο νερο
πολλη αιωνιοτητα το μελλον μας
αντέχει
μια διαφανη λεξη γαληνης
πληρης συμμετριων
η ύπαρξη μας
στο σχημα κοχυλιου
.
χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis
ήμουνα πουλί
και πέταγα
σ' όλα τα κυπαρίσσια
και μενα οι εμορφες
μ'αγαπαγαν
και πέταξα σε δέντρο
τής αυλίτσας σου
σε μηλίτσα φουντωμενη
και συ σκληρή δεν με καταδεχτηκες
και πετριές μού πέταξες
να φύγω φωναξες
να κάνω πέρα
μον' έννοια σου
θα'ρθει ένας καιρός
και θα γυρισ' ο χρόνος
να θέλεις με να με ζητάς
και πουθενά να μην με βρισκεις
για μενα να πονας
.
φωτογράφιση
-λιμνοθαλασσα Αιτωλικου-αλυκες-
η αυτοκρατορία τού αλατιού
-χνκουβελης cncouvelis
τα βηματα
χαραχτηκαν στο αλατι
και το φως
ξεφυγε
απ'τα πεντε δαχτυλα
τ'αριστερου χεριου
τεντωνοντας
τις λεξεις
βρηκαμε τις φωνες
τών πουλιων
αυτος
που βλεπει απ'τη μερια τών χρωματων
ειναι διπλα σου
δεν ειναι αργα
με ρυθμικο τροπο
να ζησουμε τη χαρα
κι η μερα αργοσυρτα προχωρουσε
τη φωνη της
μια απεραντη γαληνη
να κρατησουν
τα ματια τους
και τα λογια τους ψιθυριστα
ως κρυσταλλοι αλατιου στις πετρες
εγραψε:
να ο αλαφροισκιωτος
που αναδυοντας
γαλαζια βιολια
απ'τα νερα
τα καρφιτσωνει
στους ουρανους
και στη λευκοτητα τ'αλατιου
στραφηκε η ψυχη τους
.
σε
συναντώ
στις
σταλαγματιες
τών
ανθών σου
.
.
.
ο Ιωάννης Β' Κομνηνός και η σύζυγός του αυτοκράτειρα
Ειρήνη τής Ουγγαρίας
(μωσαϊκό,Αγία Σοφία, Κωνσταντινούπολη)
(Κατά Κάποιον Τρόπον η Ιστορία)
Ιωάννης Β' Κομνηνός ο Καλός
την άνοιξη τού 1119 μΧ
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
απέτυχε η συνομωσία
τής Άννας Κομνηνης
και τής μητέρας της Ειρήνης Δουκαινας,
στο παλάτι τού Φιλοπατιου το κυνηγετικό περιπτερο
είχε ορισθει να γινονταν
η δολοφονία τού νέου αυτοκράτορα
Ιωάννη Β' Κομνηνού τού Καλού,
όμως την τελευταία στιγμη
ο σύζυγος της Νικηφόρος Βρυέννιος
αλλαξε τη γνωμη
ουδόλως τον ενδιέφερεν
ο αυτοκρατορικός θρόνος
τού αρκουσαν οι συγγραφικές του ενασχολήσεις,
η ησυχία του,
και επέλεξε πολιτικά τον Ιωάννη
από τις δύο συνομωτισες,
την αδελφή και μανα ο Ιωαννης
δεν τιμώρησε,
άλλωστε ήταν γενικά επιεικής και ελεήμων
και τοιουτοτρόπως ασκησε την εξουσία
στο Βυζάντιο
μια δυσκολη εποχή με τούς μουσουλμάνους
κίνδυνο στα συνορα,
η Άννα μαζί με την μάνα της Ειρηνη
αποσύρθηκαν στη Μονή τής Κεχαριτωμένης
όπου σε ύφος αυστηρου αττικισμου
συνέγραψε την Αλεξιάδα της
την ιστορία τού πατρος της
Αλεξίου Α' Κομνηνου
...ἐγὼ Ἄννα, θυγάτηρ μὲν τῶν βασιλέων Ἀλεξίου καὶ Εἰρήνης,
πορφύρας τιθήνημά τε
καὶ γέννημα, οὐ γραμμάτων οὐκ ἄμοιρος, ἀλλὰ καὶ τὸ Ἑλληνίζειν
ἐς ἄκρον ἐσπουδακυῖα ...
Ἐγὼ δ’ ἐνταῦθα γενομένη σκοτοδίνης ἐμπίπλαμαι τὴν ψυχὴν
καὶ ῥείθροις δακρύων περιτέγγω τοὺς ὀφθαλμούς...
η δε Ειρήνη
ασχολήθηκε πλεον με τα φιλανθρωπικά εργα
αυτά τα συνομωτικα
τής άνοιξης τού 1119 μΧ γεγονότα
ήταν αιτία
ο Ιωάννης Β' να μην διοριζει πλέον συνεργάτες του
από τα οκογενειακα μελη
ώστε να αποφεύγει τις τυχόν συνομωσίες τους
τις οχιές σκευωριας
.
.
.
Fragmenta
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
εμένα
κάποιος απ'τούς μνηστήρες σου
Ελένη
που δεν διάλεξες
μ'εσυρε με τον στρατό του
στη Τροία
και τώρα το αίμα μου
κόκκινο μαύρο
χύνεται
στο ρέμα τού Σκαμανδρου
.
προσμένοντας
τις λέξεις τής ποίησης σου
σε στάση αρχαϊκού κουρού
να ερμηνευτουν
.
.
χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis
Νεοπτόλεμος τισις
και βέβαια η ανοσιος πράξη
να σφάξει τον βασιλιά Πριαμο
στον βωμό τού Ερκειου Διος
παραβιάζοντας
την ιερη προστασία τού οικείου χώρου
τού έρκους
δεν θα έμενε άτιμωρητος
με τον ίδιο τρόπο
στους Δελφους σφάχτηκε
στον βωμό τού Απόλλωνα
ο Νεοπτόλεμος.απο τον Ατρειδη Ορέστη
μαχαιραν έδωσες
μαχαιραν θα λαβεις
στο κύκλο
τής Νεοπτολέμου τισεως
.
.
.
χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis
μεταφράζοντας
Ave Maria
Χαίρε Μαρία,
με χαρες όλη γεμάτη,
σε σένα ο Κύριος
ειναι,
απ'τις γυναίκες ευλογημένη είσαι,
κι ευλογημένος
ο καρπός στη κοιλιά σου,
ο Ιησούς,
Αγία Μαρία,Μητέρα τού Θεού,
προσευχήσου
για μάς τούς αμαρτωλούς,
τώρα
και στη ώρα
τού θανάτου μας,
Αμην
Ave Maria, gratia plena,
Dominus tecum
Benedicta tu in mulieribus,
et benedictus fructus ventris tui, Iesus.
Sancta Maria, Mater Dei, Ἁγία Μαρία,
ora pro nobis peccatoribus
nunc et in hora mortis nostrae.
Amen.
.
.
.
Fragmenta
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
με πόση
σιωπή λέξεων
στη ποιηση σου
η ωραιότητα σου αναπνέει
όταν
ένα αόρατο σώμα μου
σ' αγγίζει
ιερή θεά
είμαι τόνος
στην προπαραλήγουσα
λεξης σου
gnossiennes
gymnopedies
στην όχθη τού φεγγαριού
ένα έφιππο θρόισμα
παράδοξο
το λευκό τού χρόνου
πάντα θα λείπεις
με δισυλλαβα
πάθη
ψιθύρους
προορισμένη αιώνια
γαλάζια σκιά
ολομόναχη
.
στο εσωτερικό
τού βλέμματος σου
πώς γίνεται
να ταιριάζεις
ετσι
ελληνικά διάφανα
εψιλον (ε)
και
(λ) λαμδα
.
το ιχνος
τού οστρακου
στις λεξεις σου
η ρυθμικη εκρηξη
τού λιτου
κι ειναι θαυμα
που ξαναρχιζεις παντα σε μια γαλάζια
ευρυχωρια
ένας συνεχής παφλασμος
κυματων
νοητο
και αορατο
στην αρχαια μνήμη
πνοή ανέμων
και νερών
ρυθμός
ρίξε φως στο σκοτάδι
να μην σκοντάφτεις
ο μηχανισμός
τής τελειότητας
που είσαι
άνοιξε
τα δάχτυλα τού χεριού σου
και κρατα το πουλί
μέσα στο νερό
τών χρόνων του
σε πλάγιο δεύτερο
ήχος κιτρινος
τής πεταλούδας
ο Οδυσσεας θα γυρισει
τα λογια μας ως
λευκά κρινα αγρων και
πράσινη χλοη
με λιτότητα
το μέλλον μας
.
.
.
χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis
αναφέρω την ιστορια
ανέβαιναν στρατεύματα
στοιβάζονταν
μέσα βαθιά στη παγωμένη Μακεδονία
πλήθος Ουνων
στη Θεσσαλονικη
τι ζητούσαν;
αιχμαλωτοι βαρβαρων
στο τρενο φορτωθηκαμε απροσωπα σωματα
αοματα
μαζί με στιφη λιθοβολιστων
εγώ
στους Βιτσιγοτθους τι ζητουσα;
γιατί σε πρόδωσα;
.
.
.
Fragmenta
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
ένα
αόρατο χάδι
μοναξιάς
σε
ψηλαφιζει
ελλειπες
ον
που πλέον
εισαι
.
ενδοχωρες
λαβυρινθων
χωρίζουν τα σώματα μας
ένα άγγιγμα
στιγμιαίο
μια ματαιοτητα
.
καμιά
άσκηση αφής
δεν
διαλύει
την απόσταση σου
ακέραια
αμέτοχη
αδιάφορη
.
ούτε πριν
ούτε μετά
απούσα
συνενοχή ενδιαμεσου
.
.
.
ελληνικά τοπία στη θάλασσα
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
αμειωτα ελληνικά επιστρεφει αιωνιοτητα
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
η ωραιοτητα
ειναι Ιδεα
η μεταφυσικη ελληνικου τοπιου
φωνη πουλιου σε κλαδι δεντρου
η ρυθμικη ανασα τού σπορου
το φωτεινο κυματισμα τού πρασινου
και το υφασμα τής θαλασσας
η αιωρηση τού αερα
στα πεντε κανονικα στερεα τού Πλατωνα
τα ελληνικα τοπια μου
ευκινητη κι ελαφρια η τετραεδρη θερμοκρασια του
λιτη εξαεδρη η γη του
ο οκταεδρος ελευθερος αερας του
και πανω του δωδεκαεδρος ουρανος
και σε εικοσαεδρους κρυσταλλους το νερο
τής θαλασσας
θαυμα
μεταφυσικο πραγματικου
η θαλασσα ερχεται
με ελευθερο χταποδιων
και υπτιο κοχυλιων
απειρη νοητη ιδεα
το φως ανασαινει στα δεντρα
κυκλοι πρασινοι ισορροπουν τον αερα
ενα φυλλο επιστρεφει ανεπαφο απ'την αιωνιοτητα
τι αναδευει τις πετρες κι ακουγονται οι λεξεις τους
καθαρες ;
μια πνοη αποσταση ολος ο κοσμος
πατωντας στη πλατη αναδυομενου δελφινιου
Φευγουσα ισορροπουσα
Φωτεινο γαλαζιο εφαλτηριο γλαρων η θαλασσα μου
Αναστραμενη χρωμογραφια Χρονου παραλια
Ασυλληπτα Συλαμβανομενα
Ακροδαχτυλα κοχυλια
Εναλιος ομφαλοφορος αχινος
Περισπωμενες ψαριων
Η Ομορφια ενα βημα πριν το Αορατο
Ενδοξο στηθος λευκοτατου αλατιου
Παλιρροια σωματων νερου
Το Φως σαλευει ως οχταπους
Συνορο ουρανου και θαλασσας το φεγγαρι
Εναρμονιοι Αντιχτυποι Ηχων Κυματα
Ακροπρωρος Μνημης Εφαπτομενης Παφλαζουσας
αντλια φωτος οι ελληνικες λεξεις μας
ν'ανθιζεται ο αερας
Ιδεα πλατωνικη
ελληνικό τοπίο σε προσωκρατικο υφος
τα πετρωματα περιειχαν στο εσωτερικο τους το απολιθωμενο σωμα
τού αρχαιου περιηγητη σε σταση κοιμισμενου οντος
απο αυτη τη θεση ανακαλυπτω τη πετρα στον ισκιο τής αγριελιας
τα βοτανια και τα παιχνιδια τής κομσοτητας των δεντρων
μεσα σ'ενα προσωκρατικο περιβαλλον τα πρωτα αναγκαια
ταυτοχρονα το κυπαρισσι με τις ελιες ανεβαινουν στο στηθος τού στρειδιου
καθαροτητα και το ιδιο τις αλλες μερες ξημερωνε
στη φαντασια του εικονες ισοδυναμες τής απλοτητας
τυλιγμενος στ'αορατα τών λεξεων προχωρουσε ο Ελληνας Ηρακλειτος
το γαλαζιο φτερουγισε επιστρεφοντας στην αιωνιοτητα
η μνημη πνεει σαν ανεμος εδω που ο Εμπεδοκλης αγορευει 'Περι το Μη-Αδικειν'
Το Ανοητον Νοητον εγεννηθει
Το Ακαταληπτον Καταληπτον εγεννετο
ενα φυλλο γαλαζιο ο ουρανος
εδω μπορω να δω τ'αλατι π'αφηνει ο ηλιος στα δεντρα
εκτυφλωτικος
την ηληκια τών θαυματων
εδω μπορω να βλεπω την ωραιοτητα
το Υπερβατον Ελληνικο Τοπιο
τα βραχια,η θαλασσα
οι ελιες,τα τύμπανα τών τζιτζικιων
και η βαρκα
στα διχτια το φως
τα νερα,τα ψαρια
Η πατριδα μου
Φως
Τα δεντρα με τα σχηματα των πουλιων
Η ανωση τού αερα
Το βλεμμα τών λεξεων
Το απεριττο
Μια απειρη κινηση προς τον Χρονο
Το Ελληνικο Τοπιο
Η Θαλασσα Ειναι τού Ανθρωπου
Η Συμμετρια
με τοσο φως που ανασαινουμε
τιποτα δεν κρυβεται πολυ καιρο
εμενα η Χωρα μου στις Ιδεες ταξιδευει
περιβαλλουσα μεταφυσικης
σ'ενα τοπιο στη θαλασσα
ας υψωσουμε μια βαρκα
ασπρη με κοκκινη ριγα
και να τεντωσουμε πανω της
ενα χταποδι να λιαζεται
εδω το φως εχει πολλους τροπους
να μάς ξετρυπωνει στα σκοταδια μας
καί τα βουνα οι οροσειρες κατεβαινοντας
φθανουν στη θαλασσα
εκει βουτωντας αναδυονται στα νησια
ο ανεμος και το κυμα τα σπαει
σε βραχια
σε βοτσαλα αμμο αιγιαλους
εδω το φως εχει πολλους τροπους να δρασει
αναμεσα στα κοχυλια και στους αστεριες
οι φωνες μας αγγιζουν τον χρονο
και τού δινουν το σχημα μας
στο γλυστριμα τής περκας στα νερα
βασιζεται η μεταφυσικη τών γλαρων
γεμισε δελφινια το πελαγος
τα δυο σιγμα τής θαλασσας κυλωντας
φτανουν στα δυο γυμνα ποδια μας
κυματιζει ελαφρα 'ερχεται η θαλασσα'
ακουω ερχεται
ολοενα ερχεται
ακουμε
ενα σπιτι στην ακρη τής θαλασσας
η ιστορια ο χρονος τής αμμου στα χερια
η φωνη τών γλαρων
η ησυχια τών ψαριων
Ιδεων υποστυλωματα
ένα ακορντεον χρονου το τοπίο μου
η θαλασσα ερχεται
αλς αλος
αλς αλος
ακου στη θαλασσα
το
πανσέληνο ακορντεον φεγγαρι
σχημα
καραβιου μετεωρο
νοητο
και αορατο
στην αρχαία μνημη του
γραφει
το νερο
ιδεες ελευθεριας
θάλασσα και ουρανος
αποσπασματα ανθους τού Ηρακλειτου
ωραιοτητα
ειναι τα πουλιά καμπυλα στο φως
λεξεων
να σωσεις ακεραια
την ορμη
τού σωματος
στιγμη τού χρονου
σαν ψαρι
πνοη τών ανεμων
και νερων
ρυθμος
να ιστορει
πραξεις
ακουσα στο τοπίο μου
εδω η μοιρα
μάς εκανε θαλασσινους ακομα
και στη ξηρα ταξιδευουμε απ'τον ενα τοπο στον
αλλον χτυπωντας κουπια , ανοιγουμε αναμεσα
στις πετρες και στη χλοη ρυακι
αναμεσα στα δεντρα ,στους λοφους ,στα σπιτια
και προπαντως αναμεσα στους ανθρωπους
Η Ελλαδα ενας συνεχης παφλασμος κυματων
οι ελικες τού αερα
η φωνη μας ακουστηκε
'εδω ειμαστε'
τι ειναι
οι λεξεις
το φως
η' μια λεξη του Ηρακλειτου
-κινεειν ο λογος αιαν-
που απλωνει το χταποδι
τα νερα ευρυγωνιοι καθρεφτες
το ραγισμα τού ψαριου στα νερα
η αηχη πανσεληνος το ανθος τού στρειδιου
η φωνη τής θαλασσας
ασπρο εσκασε το κυμα στην αμμο
εξ Ισορροπου Φωτος Πλασμενη
σε γαλαζια νερα κρεμασμενες λεξεις
στα ερωτηματα στη γλωσσα μας
μιμηθηκε η περκα το κυμα και πληθυνθηκε
το διαφανο υφασμα της
και ο ευρυχωρος χρονος τής ορμης του
η αμμος
δυο βραχοι στ'ανοιχτα τής αρμονιας
υφαινουν τα ορυκτο τών κρυσταλλων τής
το φως στα σμαραγδια τής ιδεας
μετρησε τις Ιδεες
στον υπνο τού ψαριου γαληνη
το φως κρυμενο στις λεξεις μας
ευρυθμη θαλασσα
και το κυμα ακουμπα τη πνοη τής νυχτας
κοματτι αμμου Ιωνιας ξεπλενεται στη θαλασσα
ο ηχος τών βραχων
επειτα η σιωπη
και ξανα αναταραχη τού αερα
η λαμψη στις κορφες τών πευκων
και τα ακρωτηρια που δεσαμε τις βαρκες
πριν το ταξιδι η' και μετα το ταξιδι
το νερο
περιβαλλεται καραβια
κι ανθρωποι σε σχηματα βραχων σκαλισμενοι
εχτισαν τα σπιτια τους
αρχιζοντας απ'το γυαλο μεχρι ψηλα το λοφο
ελιες κι ενδιαμεσα εποπτευοντα κυπαρισσια
τη χερσονησο
και το ιδιο επαναληφθηκε
ελαχιστο
στη
περιθλαση ψαριων
το νερο
η θαλασσα
ηχος
ρυθμος χρωματος
κοχυλια
αναπνεει ο αερας
το φως του
γλυπτο γλαρων
λευκαινει
τ'ακρωτηρι
ισομεριδια τού αλφα
η θαλασσα
τρια
τα στρειδια
ανοιγωντας τα επιφωνηματα
τών λεξεων μου
στη συμμετρια
στα νευρα τής πετρας
αμειωτος ταλαντωνεται
ο διαφανος χρονος
κοιμομαστε κι η θαλασσα μας ξυπναει
ρυθμικα με δωριο τροπο
αφησαμε στη παραλια νερο ψωμι
και κρασι για τον Οδυσσεα
να φαει και να πιει
παρά θῖν’ ἁλός
χεῖρας νιψάμενος πολιῆς ἁλός
πρωι και γυαλιζε η μερα
τιποτα ματαιο στη πατριδα μας
φως
γαλαζιο φως
η προελληνικη λεξη τού σαργου στον ασαμινθο τής θαλασσας
στη γλωσσα μας τα πρωτα συνθετικα οι βαρκες
και τα δευτερα τα ψαρια
σαλασσα θαλασσα
κοιταζουμε
τα δοχεια κιτρινου φωτος
τού ήλιου
και
πως κατεβηκαν τα σπιτια μας
στη θαλασσα
μαζι και μεις;
εγραψα:
ΟΔΥΣΣΕΙ
ενα ψαρι
στη παρενθεση τών νερων
αναπνεει το χρονο του
εντος τών λεξεων
σ'ενα κοχυλι εμαθε αριθμητικη ο αερας
και η ηρεμη αναπνοη μιας μελισσας
αντανακλαται σε κατοπτρα μεσημεριου
κι αχνιζει η ωρα οταν
με ψιθυρους μεγαλωνει ο κρινος της μερας
οταν
μια βαρκα βουλιαζει στο γαλαζιο
να δεις
ενα βελος ειναι η αληθεια
πεφτοντας οι λεξεις
ενα πουλι ελαμψε για λιγο
στη ακρη τής θαλασσας
κι εμαθα πως η θαλασσα ειναι οι γαλαζιοι κηποι
μια σειρα κυματα αποθετουν
τα 24 ελληνικα γραμματα
το κυματισμα τών πουλιων το ασπρο βελος τού χρονου
ο ηλιος ψηλα γυρναει και μάς θερμαινει
ο ανεμος επιμενει να βυζαινει θαλασσινο νερο
φωνη με φωνη ακουστηκαν
πολλη αιωνιοτητα το μελλον
διαφανη λεξη η γαληνη
πληρης συμμετριων ο ανθρωπος
στο σχημα κοχυλιου
ετσι εξηγειτε ο κοσμος
οπου
η σεληνη αποψε γλυστρισε ευελικτη
πανω στα διαφανα νερα των νησιων
με το ταχυ βημα τού καλοκαιριου
το βλεμμα τού ηλιου στο σωμα τής περκας
η αντιστροφη φωνη που εχει το φως,
πληρωνω με γαλαζια νομισματα τον χρονο
τον εξατμιζω ν'αφησει το αλατι κοκκο κοκκο
στην ελαχιστη βουτια τού καλοκαιριου
ο αστεριας πενταποδος σε πετρωματα χρησμων
κοιλω τα νερα στο εσωτερικο κοχυλιων
μια ιδεα και φτανει ο κοσμος να υπαρξει
το κυκλικο νερο πεφτοντας
στο φως
μεσα στις ανοιχτες παλαμες τής υπαρξης μας
εκει,που η θαλασσα γυρισε στον υπνο της
ενα αγριοπεριστερο
η φωνη της πεταξε,
τετοια εικονα,Δοξα σοι!
ενα κιτρινο σπιτι απλωνει τις ριζες του
στη θαλασσα και τις στεριωνει
εκεί που η γλωσσα
διαχεεται διακλαδίζεται
πολυκλαδιζεται
και επιστρέφει
συνεχως επιστρεφει
αμειωτη ελληνικα
αιωνιότητα
.
.
.
χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis
Fragmenta
μια αναμνηση
ενός
αορατου άνθρωπου
που ποτέ
δεν συναντησες
εκλεκτική
η διαφάνεια
τών
λεξεων σου
.
πήλινα σώματα
με αρτηρίες
πράσινων κλαδιών
δέντρου
συστροφή φωνής
η Ηλέκτρα
στο αρχαίο θέατρο
περίλυπη
κάτω από τα εκτυφλωτικά
φλας
τών τουριστών θεατών
Στις Μυκήνες,ψιθυρίζει,
σερνεται
η σαύρα ενός Κυλωνειου
Αγους
.
αυτός με τον σατανά
έκανε pacto
συμφωνία
το βιολί του η απόδειξη
για το αληθές
τής μαρτυρίας,
καμιά γη
το νεκρό του να μην δεχτεί σώμα
κανένα ξερό σκοτεινό
χώμα
καμιά Campanella
για
τον Nicolo Paganini
.
αντιλογικες ταλαντωσεις
σε σι δίεση
το υπέροχο. γαλάζιο
τών ματιών
το λαμπρόν λευκό
τού λαιμού
το συμμετρικον
τών χειλιων
ευλύγιστο πορτραίτο γυναίκας
στους μυχούς τών νεκρών
στα θαυμασια αναπνέοντα κοχυλια
οι ψιθυρισμοι
τών κρίνων
στο
απαλό στήθος σου
.
οι ανορθογραφες καταλήξεις μας
η απουσια
στη σιωπή που βουλιάζει
στα σώματα μας
στην
έρημο τών λέξεων
συνένοχοι συνυπαρχουμε
έκλεισε το παραθυρο
το
κενο
αυτά
ασήμαντοι
.
.
.
.
φωτογράφιση
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
οι άνθρωποι και οι ιστορίες τους
τι σημαίνει:με βλέπει ο άλλος
οι άλλοι δημιουργούν την ιστορία μας
είμαστε,κυριολεκτικά,οι αλλοι
.
φωτογράφιση
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
οι άνθρωποι και οι ιστορίες του
μια στιγμή πριν παίξει το
Nocturne in B major, Op. 62 No. 1
τού Chopin
ένα από τα τελευταία του έργα
μια απουσία,για πάντα,τής Γεωργίας Σανδη
.
φωτογράφιση
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
οι άνθρωποι και οι ιστορίες τους
κατά την φωτογράφιση:
We don't see things as they are, we see them as we are
(δεν βλέπουμε τα πράγματα όπως είναι,αλλά όπως εμείς είμαστε)
είχε πει η Anaïs Nin
αργοτερα,στο δείπνο, τού είπε:
How wrong is it for a woman to expect the man to build the world she wants,
rather than to create it herself?
(πόσο λάθος είναι για μια γυναίκα να περιμενει από τον άντρα να τής
φτιάξει το κόσμο που αυτή θελει,
και όχι να τον δημιουργήσει η ίδια)
Anaïs Nin
.
φωτογράφιση
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
οι άνθρωποι και οι ιστορίες τους
το Σύστημα τού Καλλωπισμού:
στην Αρχαία Ελλάδα πούδρες και έλαια,με χρωστικές ουσίες:
κόκκινο άσπρο και μαύρο,
ψιμυθιο,λευκού χρώματος για την λεύκανση τού προσώπου,
τονισμός φρυδιών με καπνα,σκίαση βλεφάρων με κάρβουνο,
χείλη και μάγουλα με ωχρά,
στις Σκιές Πύλες,οι Πρίαμος και οι άλλοι σεβαστοι Τρωες είδαν
την Ελένη και αναφώνησαν με θαυμασμό:
Ου Νέμεσις Τρώας και ευκνήμιδας Αχαιούς
τοιήδ' αμφί γυναικί πολύν χρόνον άλγεα πάσχειν.
Αινώς αθανάτησι θεής εις ώπα έοικεν.
(Ομήρου Ιλιαδα ,ραψωδία Γ’ 156-158)
δεν είναι κρίμα κι άδικο Τρωες κι Αχαιοι
για μια τέτοια με παθος να μάχονται γυναικα
τη βλέπεις κι είναι αληθεια πως σα θεά μοιάζει
.
.
.
χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis
μεταφράζοντας
Ηρακλης
Απολλόδωρου
Βιβλιοθήκη 2.6.1
Ευριπίδης
Ηρακλής Μαινόμενος
στίχοι 1146-1152
.
.
Απολλόδωρου
Βιβλιοθήκη 2.6.1
μετά τούς άθλους ο Ηρακλής αφού εφτασε στη Θήβα τη Μεγάρα έδωσε στον Ιόλαος,
κι αυτός να παντρευτεί θέλωντας έμαθε πως ο Εύρυτος τής Οιχαλίας ο κύριος είχε
προτείνει έπαθλο με τής Ιόλης το γάμο σε αυτόν που θα νικήσει στη τοξοβολία
κι αυτόν και τα παιδιά του,
έτσι λοιπόν αφού εφτασε στην Οιχαλία και στη τοξοβολία ήταν καλυτερος απ'αυτους
δεν παντρεύτηκε,
ενώ ο Ίφιτος ο μεγαλύτερος απ'τα παιδιά ειπε στον Ηρακλή να δώσουν την Ιόλη,
ο Εύρυτος και οι υπόλοιποι δεν συμφώνησαν
και είπαν πως φοβόντουσαν μήπως αν τεκνοποιουσε τα παιδιά που θα γεννηθούν
πάλι τα σκοτωνε
μετὰ δὲ τοὺς ἄθλους Ἡρακλῆς ἀφικόμενος εἰς Θήβας Μεγάραν μὲν ἔδωκεν Ἰολάῳ, αὐτὸς δὲ γῆμαι θέλων ἐπυνθάνετο Εὔρυτον Οἰχαλίας δυνάστην ἆθλον προτεθεικέναι τὸν Ἰόλης τῆς θυγατρὸς γάμον τῷ νικήσαντι τοξικῇ αὐτόν τε καὶ τοὺς παῖδας αὐτῷ ὑπάρχοντας. ἀφικόμενος οὖν εἰς Οἰχαλίαν καὶ τῇ τοξικῇ κρείττων αὐτῶν γενόμενος οὐκ ἔτυχε τοῦ γάμου, Ἰφίτου μὲν τοῦ πρεσβυτέρου τῶν παίδων λέγοντος διδόναι τῷ Ἡρακλεῖ τὴν Ἰόλην, Εὐρύτου δὲ καὶ τῶν λοιπῶν ἀπαγορευόντων καὶ δεδοικέναι λεγόντων μὴ τεκνοποιησάμενος τὰ γεννηθησόμενα πάλιν ἀποκτείνῃ.
.
.
χνκουβέλης cncouvelis
μεταφράζοντας
Ευριπίδης
Ηρακλής Μαινόμενος
στίχοι 1146-1152
Ηρακλής
αλίμονο,γιατί λυπάμαι τη ζωή μου
αφού τα αγαπημένα μου παιδιά
σκότωσα;
και σε γκρεμό δεν πεφτω
η' με μαχαίρι να τρυπισω τη κοιλιά μου,
τών παιδιών μου το αίμα
να τιμωρησω
η' το κορμί μου
στη φωτιά να καψω
απ'τη ντροπή
που τη ζωή μου
θα βαραινει να ξεφυγω
1146οἴμοι· τί δῆτα φείδομαι ψυχῆς ἐμῆς
τῶν φιλτάτων μοι γενόμενος παίδων φονεύς;
οὐκ εἶμι πέτρας λισσάδος πρὸς ἅλματα
ἢ φάσγανον πρὸς ἧπαρ ἐξακοντίσας
1150τέκνοις δικαστὴς αἵματος γενήσομαι,
ἢ σάρκα †τὴν ἐμὴν† ἐμπρήσας πυρὶ
δύσκλειαν ἣ μένει μ᾽ ἀπώσομαι βίου 1152
.
.
.
Fragmenta
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
σκάζοντας
το καρπούζι
αναδύθηκες
υπεροχη
εξ όλων
τών
πλασματων
.
κοίταξε τις εικόνες της
-μαζι σου,κοντά σου, τού είπε,αποφεύγω
τη γελοιοτητα τής ύπαρξης
τη νύχτα είχε πανσέληνο
ένας γρυλος τονίζει το φως της
.
στα νερά στα περιβόλια
την αντάμωσα.την είδα
με δυο τρία αγριολούλουδα
την αρραβωνιασα την πηρα
.
αν δεν μου'δινες
την ποίηση της,Κύριε,
δεν θα'χα στη ζωή
τίποτα να ελπιζω
.
έζησα στη μοναξιά
ένα είδος αναπνοής
κάτι βαθυτερο
στη τελευταία λέξη του
.
ΥΠΟΛΟΓΑ ΑΝΥΠΟΛΟΓΙΣΤΑ
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
καμιά γυναίκα
δεν είναι
υπεράνω τής ωραιότητας
πού ζητω
απαλη κοιλια και στη ριζα της βαθεια σπηλια
σε
ένα στάσιμο τού Αισχύλου
στην Ορέστεια
συνθηκολογησαμε
το κρατος τής Ελλαδος
τοξα πουλιων τρυπουν το διχτυ τ'ουρανου
με
φωνήεντα Ανδρέα Εμπειρίκου
και
σύμφωνα Νίκου Εγγονοπουλου
γράψαμε:
προσω ολοταχως
ταχυπλοο υπερωκεανειο σε βαθυ κολπο παρθενας
στην
πρόσθεση
Πλάτων + Κάντ
τι πρόσημο
να βάλουμε;
στην
αρχη τού χρονου χρονος
και
στο τελος του χρονου χρονος
de facto συμμετρια
ο
Πάολο και η Φραντζεσκα
τού Δάντη
αντιστοιχούν
στον Βελάσκεθ
και στη Χρυσαντζα
στον κυκλο
που κινουμαστε
ποιος ειναι πριν
ποιος ειναι μετα;
εγώ,πάντως,
είμαι μετά σου
.
Οαδιστη Μακεδνα
Οαδιστη
Πελλαία χαῖρε
χρηστὴ γυνή
Εγώ ο Μακεδνος Αντίγονος από τις Αιγες
αρραβωνιάζομαι
την Οαδιστη από την Πελλα
θυγατερα τού Δημητρίου
μεταξύ τού 4ου και 3ου αι.
πΧ
απόδειξη ότι υπήρξαμε
η σωζόμενη αρχαία επιγραφή
η Οαδιστη μου
είναι Fηδύς, Fήδιστος,
γλυκειά
.
το πρόσωπον είχεν άσπρο
τα μάτια γλυκά και μαύρα
γαρουφαλο εμυριζεν η στράτα
που επερπατα
ωσάν αηδονα είχε τη φωνή
στο παραθύρι εθώρεια την
και χτύπα η καρδιά μου
τραγούδι τοτες αρχινω και λεω τής καλής μου
βεργολυγερη και πετροπέρδικα μου
σαράντα κάστρα πολεμώ
για σένανε πύργους ξεθεμελειω σαρανταπεντε
εγω καστροπολεμιστης
κι ακριτης
.
στα άκρα πέρατα
τού γαλάζιου
υπήρξες
στιλπνή προσωκρατικη
ιδέα
με κουπιά λευκών
γλάρων
προσω ολοταχως
.
αέρας φυσάει
και τού δέντρου
τα κλαριά ταράζει
όμοια και μενανε
η εδικη σου ομορφιά
συνταράζει
ήτανε με τ'αστρι
που ο Κωνσταντακης κινησε
και το φεγγάρι ρωταγε
και το φεγγάρι ερωτουσε
που θα την εβρω
την καλή την εμορφη
τη κορη;
να βιαστείς γρήγορα
να διαβεις
τι τη φυλάνε αδέρφια
σταυραετοι
πατέρας απελατης
στο περιβόλι μέσα
στα γιουλια στ'ανθη
.
χνκουβελης cncouvelis
σγουρε βασιλικέ μου
τρικλωνε
σε βάλανε στα λόγια
και μένα μ'απαρνηθηκες
θα'ρθουν χρονια
θ'αλλαξουν οι καιροί
εμέναμε να θες
κι εγώ να μην σε θελω
.
ρωτάω
τη σιωπή σου
Εδώ ειμαι
.
ευτυχώς με τη σιωπή
η απουσία μας κλείνεται σε λαβύρινθο
Είμαστε εκει
.
ένα έμβρυο αιωνιοτητας
εσύ και εγώ
Αύριο,η γέννηση
.
Fragmenta-χνκουβελης cncouvelis
η ζωή
είναι η βίωση τού θανατου
.
συλλέγω νομίσματα χρόνου
για να μην αγοράσω αιωνιοτητα
Στη Σκιά
Η πόλη δεν κοιμάται.Αδεια.
Το φως τών διαφημισεων στο δωμάτιο.
Μια άβυσσος καταπίνει τούς ανθρώπους
.
.
Φωτογραφία:
Η Μεγάλη Ελληνιδα Τραγωδος Ασπασία Παπαθανασίου (1918-2020)
στο ρόλο τής Εκάβης στις Τρωάδες τού Ευριπίδη
χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
μεταφράζοντας
Τρωάδες τού Ευριπίδη
-Εκαβη-
στίχοι 98-152
Εκάβη
το κεφάλι δυστυχη απ' το χώμα σήκωσε
το λαιμό στυλωσε η Τροία πια δεν είναι δω
και βασιλιάδες δεν είμαστε τής Τροιας
τη μοίρα που άλλαξε να δεχτείς
ακολουθα το ρεύμα,τη μοιρα ακολουθα,
μήτε αντίθετα τη πρώρα της ζωης
στο κύμα της τύχης να βαλεις.
ω συμφορά.πως να μην θρηνω
τη πατρίδα που πάρθηκε τα παιδιά μου
τον άντρα μου;μεγαλεία τών προγονων
πια δεν είστε,για ποια να μη μιλήσω;
για ποια να μιλήσω;για ποια να θρηνήσω;
πόσο εμένα τη δυστυχη πονούν τα γόνατα
που κάτω στη γη ριγμένη είμαι
με τη πλάτη στα σκληρά χαλικια
πονοι στο κεφαλι πόνοι στα μηνιγγια
στα πλευρά θελωντας να γυρνω
το κορμί μου κι απ' τις δυο μεριές
για τους ακατάπαυστους θρήνους
τέτοιοι που ταιριάζουν στους δυστυχους
γοργές πλωρες καραβιών
στο Ιερό Ιλιο με τα κουπιά
από θάλασσα και λιμάνια Ελληνικά
περνώντας παιανιζοντας φοβερά
με συριγγες και φωνες
και πανιά γερά πλεγμένα αιγυπτιακα,
ω συμφορά,στο κόλπο τής Τροια ήρθατε,
τού Μενέλαου να πάρτε την άπιστη γυναίκα ,
ντροπή τού Κάστορα και τού Ευρώτα η άτιμη,
γι'αυτη που σφαχτηκε ο πατέρας
πενήντα παιδιών ο Πριαμος και μένα
τη μαύρη Εκάβη σε τέτοια έδειξε θλιψη
που εξω απ' τη σκηνή τ'Αγαμεμνωνα κάθομαι
σκλάβα να σέρνομαι γριά απ' το σπίτι μου μακρυά
με τα μαλλιά κομμενα για το πένθος όλα φριχτά
ξεριζωμένα,και σεις τών Τρώων τών χαλκοκονταριστων
μαύρες γυναίκες και κοπέλες κακονυφαδες,
για το Ιλιο που στάχτη γίνεται,ας θρηνήσουμε,
σαν το πουλί τη μάνα που τα μικρά της κραζει πτηνά
να μοιρολόγι ας αρχίσω,όμως δε θα'ναι τραγούδι
που καποτε βαστώντας σκήπτρο τού Πριαμου
βασιλικό πρώτη χόρευα πάνω στα φρυγικα πατήματα
στων θεών τα γλέντια και τις γιορτες
Εκαβη
ἄνα, δύσδαιμον, πεδόθεν κεφαλήν,
ἐπάειρε δέρην· οὐκέτι Τροία
100τάδε καὶ βασιλῆς ἐσμεν Τροίας.
μεταβαλλομένου δαίμονος ἀνέχου.
πλεῖ κατὰ πορθμόν, πλεῖ κατὰ δαίμονα,
μηδὲ προσίστω πρῷραν βιότου
πρὸς κῦμα πλέουσα τύχαισιν.
105αἰαῖ αἰαῖ.
τί γὰρ οὐ πάρα μοι μελέᾳ στενάχειν,
ᾗ πατρὶς ἔρρει καὶ τέκνα καὶ πόσις;
ὦ πολὺς ὄγκος συστελλόμενος
προγόνων, ὡς οὐδὲν ἄρ᾽ ἦσθα.
110τί με χρὴ σιγᾶν; τί δὲ μὴ σιγᾶν;
τί δὲ θρηνῆσαι;
δύστηνος ἐγὼ τῆς βαρυδαίμονος
ἄρθρων κλίσεως, ὡς διάκειμαι,
νῶτ᾽ ἐν στερροῖς λέκτροισι ταθεῖσ᾽·
115οἴμοι κεφαλῆς, οἴμοι κροτάφων
πλευρῶν θ᾽, ὥς μοι πόθος εἱλίξαι
καὶ διαδοῦναι νῶτον ἄκανθάν τ᾽
εἰς ἀμφοτέρους τοίχους μελέων,
ἐπὶ τοὺς αἰεὶ δακρύων ἐλέγους.
120μοῦσα δὲ χαὔτη τοῖς δυστήνοις
ἄτας κελαδεῖν ἀχορεύτους.
πρῷραι ναῶν ὠκεῖαι,
Ἴλιον ἱερὰν αἳ κώπαισιν
δι᾽ ἅλα πορφυροειδέα καὶ
125λιμένας Ἑλλάδος εὐόρμους
αὐλῶν παιᾶνι στυγνῷ
συρίγγων τ᾽ εὐφθόγγων φωνᾷ
βαίνουσαι πλεκτὰν Αἰγύπτου
παιδείαν ἐξηρτήσασθ᾽,
130αἰαῖ, Τροίας ἐν κόλποισιν
τὰν Μενελάου μετανισσόμεναι
στυγνὰν ἄλοχον, Κάστορι λώβαν
τῷ τ᾽ Εὐρώτᾳ δυσκλείαν,
ἃ σφάζει μὲν
135τὸν πεντήκοντ᾽ ἀροτῆρα τέκνων
Πρίαμον, ἐμέ τε ‹τὰν› μελέαν Ἑκάβαν
ἐς τάνδ᾽ ἐξώκειλ᾽ ἄταν.
ὤμοι θάκους οὓς θάσσω
σκηναῖς ἐφέδρους Ἀγαμεμνονίαις.
140δούλα δ᾽ ἄγομαι
γραῦς ἐξ οἴκων, [κουρᾷ ξυρήκει] πενθήρη
κρᾶτ᾽ ἐκπορθηθεῖσ᾽ οἰκτρῶς.
ἀλλ᾽, ὦ τῶν χαλκεγχέων Τρώων
ἄλοχοι μέλεαι
καὶ κοῦραι δύσνυμφοι,
145τύφεται Ἴλιον, αἰάζωμεν.
μάτηρ δ᾽ ὡσεὶ πτανοῖς κλαγγὰν
ὄρνισιν ὅπως ἐξάρξω ᾽γὼ
μολπάν, οὐ τὰν αὐτὰν
οἵαν ποτὲ δὴ
150σκήπτρῳ Πριάμου διερειδομένα
ποδὸς ἀρχεχόρου πληγαῖς Φρυγίαις
εὐκόμποις ἐξῆρχον θεούς.
.
.
.
χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
μεταφράζοντας
Τρωάδες τού Ευριπίδη
-Η Εκάβη πηγαινοντας στη σκλαβιά-
στίχοι 276-291
Εκάβη.
κι εγώ σε ποιον υπηρέτρα που ανάγκη έχω
τρίτο πόδι στο χέρι το μπαστούνι για το γέρικο κορμί;
Ταλθυβιος.
ο βασιλιας τής Ιθάκης Οδυσσεας ελαχε δούλα να σ'εχει
Εκάβη.
αχ αχ δυνατά το κουρεμένο χτυπησε κεφάλι
με τα νύχια τα δυο μάγουλα σκίσε
αλίμονο σε μένα
σε δόλιο κάθαρμα να'χω λάχει να δουλεύω,
τού δίκιου πολέμιο, τού νόμου παραβάτη,
αυτός που όλα τα από κεί εδώ τα παει
κι αυτα απ' το άλλο μερος παλι εκεί
με τη διπλή του γλωσσα
κι όλα όσα πρώτα φιλικά ήταν εχθρικά τα κανει
Τρωαδιτισσες θρηνηστε με
στο χαμό η δυσμοιρη πηγαινω,
η δυστυχη ,στον πιο κακότυχο
να πέσω κληρο
Εκαβη.
ἐγὼ δὲ τῷ πρόσπολος ἁ τριτοβάμονος χερὶ
δευομένα βάκτρου γεραιῷ κάρᾳ;
Ταλθυβιος.
Ἰθάκης Ὀδυσσεὺς ἔλαχ᾽ ἄναξ δούλην σ᾽ ἔχειν.
Εκαβη.
ἒ ἔ.ἄρασσε κρᾶτα κούριμον,
ἕλκ᾽ ὀνύχεσσι δίπτυχον παρειάν. 280
ἰώ μοί μοι.
μυσαρῷ δολίῳ λέλογχα φωτὶ δουλεύειν,
πολεμίῳ δίκας, παρανόμῳ δάκει,
ὃς πάντα †τἀκεῖσ᾽ ἐνθάδ᾽ 285
ἀντίπαλ᾽ αὖθις ἐκεῖσε† διπτύχῳ γλώσσᾳ
ἄφιλα τὰ πρότερα φίλα τιθέμενος πάντων.
γοᾶσθ᾽, ὦ Τρῳάδες, με.
βέβακα δύσποτμος τη, οἴχομαι 290
ἁ τάλαιν᾽, ἃ δυστυχεστάτῳ
προσέπεσον κλήρῳ
.
.
.
φωτογραφία:
Η Μεγάλη Ελληνιδα Τραγωδος Ασπασία Παπαθανασίου (1918-2020)
στο ρόλο τής Εκάβης στις Τρωάδες τού Ευριπίδη
.
.
.
φωτογράφιση -χνκουβελης cncouvelis
χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
μεταφράζοντας
Τρωάδες τού Ευριπίδη
-Εκάβη-
στίχοι 502-510
Εκάβη.
και συ,δυστυχη,που εισαι Πολυξένη;
καθώς ουτε αρσενικών ούτε θηλυκων
η σπορά τόσων πολλών που έγινε,τη δυσμοιρη,
μ'ωφελει,
γιατί να με σηκώστε πρεπει;
για ποιες ελπίδες;
το ευγενικό λεπτο στη Τροία κάποτε
πόδι να συρω,
τώρα μιας δούλας,
σε στρώμα χαμηλά στο χώμα κατω
και σε σκεπασμα πέτρινο να πέσω ν'αφανιστω
μέσα στα δάκρυα να καταξεσχισθω.
(να λιώσω)
απ' τους ευτυχισμένους κανέναν να μην νομιζεται
να ευτυχεί πριν να πεθανει.
Εκάβη.
σύ τ᾽, ὦ τάλαινα, ποῦ ποτ᾽ εἶ, Πολυξένη; 502
ὡς οὔτε μ᾽ ἄρσην οὔτε θήλεια σπορὰ
πολλῶν γενομένων τὴν τάλαιναν ὠφελεῖ.
505τί δῆτά μ᾽ ὀρθοῦτ᾽; ἐλπίδων ποίων ὕπο;
ἄγετε τὸν ἁβρὸν δήποτ᾽ ἐν Τροίᾳ πόδα,
νῦν δ᾽ ὄντα δοῦλον, στιβάδα πρὸς χαμαιπετῆ
πέτρινά τε κρήδεμν᾽, ὡς πεσοῦσ᾽ ἀποφθαρῶ
δακρύοις καταξανθεῖσα.
τῶν δ᾽ εὐδαιμόνων
510μηδένα νομίζετ᾽ εὐτυχεῖν πρὶν ἂν θάνῃ
.
.
.
My own empire of heteronyma
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
μεταφράζοντας
Τρωάδες τού Ευριπίδη
-Ο θρήνος τής Εκάβης για τον Αστυανακτα-
στίχοι 1156-1206
Εκάβη
κάτω στη γη τού Έκτορα την κυκλική ακουμπήστε
ασπίδα λυπηρό θέαμα κι όχι σε μενα χαρά να τη βλεπω.
ω πιο πολύ έχεται πλήθος δόρατα παρά μυαλά
και τέτοιον,Αχαιοί,το παιδί φοβηθεντες φόνο
πρωτόγνωρο προκαλέσατε;
μην κάποτε τη Τροια που έπεσε την ξαναορθωσει;
γιατί τίποτα τελικά δεν είσασταν, όταν ο Έκτορας τα κατάφερνε
με το δόρυ να σας αφανίζει με μύρια αλλα χέρια,
όμως αφού η πόλη αλώθηκε κι οι Φρύγες σφάχτηκαν
ένα βρέφος τόσο-δα φοβήθηκατε,δεν παινεύω το φόβο
οποιου φοβάται παραλογα.
πολυαγαπημένο,πόσο σε σένα ο θάνατος κακοτυχος
ηρθε,γιατί αν πεθανες για τη πολη,αφού τα νιάτα
χαιροσουν και το γάμο και την ισοθεη βασιλεία
καλοτυχος θα'σουνα,αν κάτι στ'αυτα δώ καλοτυχο ειναι.
τώρα λοιπόν σε βλέπω και σ'αναγνωριζω,με τη δική σου ψυχή ,
όμως,παιδί μου,δεν με γνωρίζεις,και τίποτα απ'όσα στο σπίτι
μέσα είναι δεν τα'χεις αναγκη,δυστυχο,πως το κεφάλι
σού συντριψαν απ' τα πατρικους,τού Λοξια τούς πύργους,
εσένα που η μάνα που γέννησε,τα σγουρά σου μαλλιά
πολύ τα χαϊδεψε και χτένισε και φιλιά έδωσε,τώρα
εκεί απ' τα οστά που ραγιστηκαν αναβλυζει ο φόνος,
ωμά για να μην πω λόγια ,
ω χεράκια,που στην ευγένεια μοιαζεται τού πατερα,
με τις αρθρώσεις διαλυμένα μπροστά μου ειστε.
ω στόμα αγαπημένο τόσα πολλά εγκώμια προφερες,
πάει χαθηκες,με ξεγελασες,,αφου όταν στο κρεβάτι
ξαπλωνες,μανα,έλεγες,πολλά για σένα απ' τα σγουρά μου
τα μαλλιά θα κόψω,στο ταφο σου συνομηλικων.χορούς
θα φέρω,μ'αγαπης λόγια θα σε προσφωνησω.
συ εμενα δεν θα θαψεις,αλλά εγώ εσένα τον νεώτερο,
εγώ μια γριά χωρίς πολη χωρίς παιδιά ένα άτυχο νεκρό
παιδί θαβω,αλλιμονο,τα πολλά φιλιά κι οι φροντίδες μου
κι εκεινες οι αγρυπνιες πανε χάθηκαν για μένα,και τι κάποτε
μπορεί να γράψει για σένα ένας ποιητης στο ταφο
το παιδί αυτό εδω το σκοτωσαν οι Αργείοι κάποτε
επειδή το φοβήθηκαν.ενα επίγραμμα ντροπή για την Ελλάδα,
αλλά αν κι απ'των πατέρων τη γη δεν θα παρεις μεριδιο
όπου ομως ταφείς θα'χεις μια χάλκινη ανάγλυφη ιτιά.
ω ασπίδα που τού Έκτορα τ'ομορφο και γερο μπράτσο
προστάτευες,τον άριστο που σε κρατούσε πια έχασες,
πόσο γλυκο πάνω στη λαβη σου το αποτύπωμα του ειναι
κι απ' το στεφάνι τού τροχού στα κυκλικά αυλακια
ο ιδρώτας πολλές φορές απ' το μέτωπο καταπονημένος
καθώς ήταν έσταζε τού Έκτορα όταν πανω στη γενειάδα
ακουμπουσε.
ελατε,φέρτε στο άτυχο νεκρό παιδί το στολισμο
απ' αυτά που'χουμε μπροστά μας,γιατί για ομορφιά
τύχη ο θεός δεν δίνει,όμως απ' αυτά που έχω,
αυτά θα πάρει.
κι απ' τους θνητούς μωρός είναι αυτός που νομίζοντας
ότι ευτυχει χωρίς να αμφιβάλλει χαίρεται,γιατί η τύχη
εξαρτάται από τις συμπεριφορές,ασταθής όπως
ο άνθρωπος,άλλοτε εδώ άλλοτε αλλου πηδάει,και κανείς
ποτέ δεν ευτυχει το ίδιο
Εκαβη
θέσθ᾽ ἀμφίτορνον ἀσπίδ᾽ Ἕκτορος πέδῳ, 1156
λυπρὸν θέαμα κοὐ φίλον λεύσσειν ἐμοί.
ὦ μείζον᾽ ὄγκον δορὸς ἔχοντες ἢ φρενῶν,
τί τόνδ᾽, Ἀχαιοί, παῖδα δείσαντες φόνον
καινὸν διειργάσασθε; μὴ Τροίαν ποτὲ 1160
πεσοῦσαν ὀρθώσειεν; οὐδὲν ἦτ᾽ ἄρα,
ὅθ᾽ Ἕκτορος μὲν εὐτυχοῦντος ἐς δόρυ
διωλλύμεσθα μυρίας τ᾽ ἄλλης χερός,
πόλεως δ᾽ ἁλούσης καὶ Φρυγῶν ἐφθαρμένων
βρέφος τοσόνδ᾽ ἐδείσατ᾽· οὐκ αἰνῶ φόβον 1165
ὅστις φοβεῖται μὴ διεξελθὼν λόγῳ.
ὦ φίλταθ᾽, ὥς σοι θάνατος ἦλθε δυστυχής.
εἰ μὲν γὰρ ἔθανες πρὸ πόλεως, ἥβης τυχὼν
γάμων τε καὶ τῆς ἰσοθέου τυραννίδος,
μακάριος ἦσθ᾽ ἄν, εἴ τι τῶνδε μακάριον.1170
νῦν αὔτ᾽ ἰδὼν μὲν γνούς τε, σῇ ψυχῇ, τέκνον,
οὐκ οἶσθ᾽, ἐχρήσω δ᾽ οὐδὲν ἐν δόμοις ἔχων.
δύστηνε, κρατὸς ὥς σ᾽ ἔκειρεν ἀθλίως
τείχη πατρῷα, Λοξίου πυργώματα
ὃν πόλλ᾽ ἐκήπευσ᾽ ἡ τεκοῦσα βόστρυχον 1175
φιλήμασίν τ᾽ ἔδωκεν, ἔνθεν ἐκγελᾷ
ὀστέων ῥαγέντων φόνος, ἵν᾽ αἰσχρὰ μὴ λέγω.
ὦ χεῖρες, ὡς εἰκοὺς μὲν ἡδείας πατρὸς
κέκτησθ᾽, ἐν ἄρθροις δ᾽ ἔκλυτοι πρόκεισθέ μοι.
ὦ πολλὰ κόμπους ἐκβαλὸν φίλον στόμα, 1180
ὄλωλας, ἐψεύσω μ᾽, ὅτ᾽ ἐσπίπτων λέχος,
«Ὦ μῆτερ, ηὔδας, ἦ πολύν σοι βοστρύχων
πλόκαμον κεροῦμαι, πρὸς τάφον θ᾽ ὁμηλίκων
κώμους ἀπάξω, φίλα διδοὺς προσφθέγματα».
σὺ δ᾽ οὐκ ἔμ᾽, ἀλλ᾽ ἐγὼ σὲ τὸν νεώτερον, 1185
γραῦς ἄπολις ἄτεκνος, ἄθλιον θάπτω νεκρόν.
οἴμοι, τὰ πόλλ᾽ ἀσπάσμαθ᾽ αἵ τ᾽ ἐμαὶ τροφαὶ
ὕπνοι τ᾽ ἐκεῖνοι φροῦδά μοι. τί καί ποτε
γράψειεν ἄν σοι μουσοποιὸς ἐν τάφῳ;
Τὸν παῖδα τόνδ᾽ ἔκτειναν Ἀργεῖοί ποτε 1190
δείσαντες; αἰσχρὸν τοὐπίγραμμά γ᾽ Ἑλλάδι.
ἀλλ᾽ οὖν πατρῴων οὐ λαχὼν ἕξεις ὅμως
ἐν ᾗ ταφήσῃ χαλκόνωτον ἰτέαν.
ὦ καλλίπηχυν Ἕκτορος βραχίονα
σῴζουσ᾽, ἄριστον φύλακ᾽ ἀπώλεσας σέθεν.1195
ὡς ἡδὺς ἐν πόρπακι σὸς κεῖται τύπος
ἴτυός τ᾽ ἐν εὐτόρνοισι περιδρόμοις ἱδρώς,
ὃν ἐκ μετώπου πολλάκις πόνους ἔχων
ἔσταζεν Ἕκτωρ προστιθεὶς γενειάδι.
φέρετε, κομίζετ᾽ ἀθλίῳ κόσμον νεκρῷ 1200
ἐκ τῶν παρόντων· οὐ γὰρ ἐς κάλλος τύχας
δαίμων δίδωσιν· ὧν δ᾽ ἔχω, λήψῃ τάδε.
θνητῶν δὲ μῶρος ὅστις εὖ πράσσειν δοκῶν
βέβαια χαίρει· τοῖς τρόποις γὰρ αἱ τύχαι,
ἔμπληκτος ὡς ἄνθρωπος, ἄλλοτ᾽ ἄλλοσε 1205
πηδῶσι, κοὐδεὶς αὑτὸς εὐτυχεῖ ποτε.
.
.
.
χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
μεταφράζοντας
Ομήρου Ιλιάδα,ραψωδία Ω',στίχοι 1-22
Ὣς ὁ μὲν Ἕκτορα δῖον ἀείκιζεν μενεαίνων
τερμάτισε(έληξε) ο αγώνας,κι οι στρατοί στα γρήγορα καράβια
ο καθένας σκορπίζοντας επήγαν,για το δείπνο να μεριμνησουν
και τον γλυκό ύπνο να χορτάσουν,αλλά ο Αχιλλέας εκλαιγε
το φίλο σύντροφο θυμουμενος,κι ο ύπνος δεν τον έπαιρνε
π'ολα τα δαμάζει αλλά από δω κι από κει στριφογυρνουσε,
τού Πατρόκλου νοσταλγώντας την ορμή κι αντρεια,όσα μαζί
μ'αυτον αγωνίστηκε κι έπαθε βάσανα και αντρών πολέμους
και πικρα περνώντας κυματα,αυτά λοιπόν θυμούνταν κι άφθονα
έχυνε δάκρυα,στη μία πλευρά άλλοτε ξαπλωμένος, άλλοτε
πάλι ανασκελα κι αλλοτε μπρούμυτα,και ξαφνικά όρθιος
σηκωνονταν,και στ'ακρογυαλι αναστατωμένος στριφογύριζε,
κι ούτε όταν η αυγή ξημερωνε πανω στη θάλασσα και στις ακτες
αυτός ξεχνουσε,μα τότε στ'αρμα τα γοργά έζευε άλογα,
και τον Έκτορα έσερνε πίσω απο το αρμα,κι αφού τρεις φορές
τον έφερνε γύρω απ' το μνήμα τού νεκρου γιου τού Μενοιτια
μετα γυρνούσε στη σκηνή του κι ηρεμουσε κι αυτόν στη σκόνη
μέσα ξαπλωμένο μπρούμυτα παρατούσε,όμως ο Απόλλωνας
συμπονωντας τον απο καθε ατίμωση το κορμί τού άντρα κρατουσε
ανέπαφο και πεθαμένος που ηταν,και παντού με τη χρυσή
τον σκέπαζε ασπίδα,από το άρμα καθώς σερνονταν να μην ξεσχιστεί,
έτσι λοιπόν αυτός με μανία τον αντρειο Έκτορα ατιμαζε
Λῦτο δ’ ἀγών, λαοὶ δὲ θοὰς ἐπὶ νῆας ἕκαστοι
ἐσκίδναντ’ ἰέναι. τοὶ μὲν δόρποιο μέδοντο
ὕπνου τε γλυκεροῦ ταρπήμεναι· αὐτὰρ Ἀχιλλεὺς
κλαῖε φίλου ἑτάρου μεμνημένος, οὐδέ μιν ὕπνος
ᾕρει πανδαμάτωρ, ἀλλ’ ἐστρέφετ’ ἔνθα καὶ ἔνθα,5
Πατρόκλου ποθέων ἀνδροτῆτά τε καὶ μένος ἠΰ,
ἠδ’ ὁπόσα τολύπευσε σὺν αὐτῷ καὶ πάθεν ἄλγεα,
ἀνδρῶν τε πτολέμους ἀλεγεινά τε κύματα πείρων·
τῶν μιμνησκόμενος θαλερὸν κατὰ δάκρυον εἶβεν,
ἄλλοτ’ ἐπὶ πλευρὰς κατακείμενος, ἄλλοτε δ’ αὖτε10
ὕπτιος, ἄλλοτε δὲ πρηνής· τοτὲ δ’ ὀρθὸς ἀναστὰς
δινεύεσκ’ ἀλύων παρὰ θῖν’ ἁλός· οὐδέ μιν ἠὼς
φαινομένη λήθεσκεν ὑπεὶρ ἅλα τ’ ἠϊόνας τε.
ἀλλ’ ὅ γ’ ἐπεὶ ζεύξειεν ὑφ’ ἅρμασιν ὠκέας ἵππους,
Ἕκτορα δ’ ἕλκεσθαι δησάσκετο δίφρου ὄπισθεν,15
τρὶς δ’ ἐρύσας περὶ σῆμα Μενοιτιάδαο θανόντος
αὖτις ἐνὶ κλισίῃ παυέσκετο, τὸν δέ τ’ ἔασκεν
ἐν κόνι ἐκτανύσας προπρηνέα· τοῖο δ’ Ἀπόλλων
πᾶσαν ἀεικείην ἄπεχε χροῒ φῶτ’ ἐλεαίρων
καὶ τεθνηότα περ· περὶ δ’ αἰγίδι πάντα κάλυπτε20
χρυσείῃ, ἵνα μή μιν ἀποδρύφοι ἑλκυστάζων.
Ὣς ὁ μὲν Ἕκτορα δῖον ἀείκιζεν μενεαίνων
χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
μεταφράζοντας
Τρωάδες τού Ευριπίδη
-η έξοδος τής Εκάβης-
το τελευταίο στάσιμο,στίχοι 1317–1332.
Εκάβη:
ω! σαν τών θεών ανάκτορα κι αγαπημένη πολη
Χορός:
άι! άι
Εκάβη:
στη φλογα παραδινεστε τη φονικη και στού δόρατος τη λογχη
Χορός:
και γρήγορα κάτω στην αγαπημενη θα πεσεται γη αδοξα
Εκάβη:.
κι η στάχτη ιδια με τον καπνό τον φτερωτό
πρός τον ουρανό το σπίτι μου θα εξαφανισει
Χορός.
και τής πατρίδας τ'ονομα θα σβησει,
και το ένα μετά τ'αλλο ερειπωμένο,και πια δεν θα'ναι
η δυστυχη Τροία.
Εκάβη.
τι μάθατε; τι ακούτε;
Χορός:
τών πύργων τη πτώση
Εκάβη.
η ταραχη όλη η ταραχη
Χορός.
θα κατακλυσει τη πόλη
Εκάβη.
ω! τρεμετε μέλη τρεμετε,να φέρτε το βήμα(χνάρι) μου,
στη δυστυχη τής σκλαβιάς να πάτε μερα τής ζωής μου.
Χορος.
ω! δυστυχη πολη,όμως τωρα το.ποδι σου
προχωρα το για το στρατόπεδο τών Αχαιων
Εκαβη.
ἰὼ θεῶν μέλαθρα καὶ πόλις φίλα, [αντ. β]
Χορος.
ἒ ἔ.
Εκαβη.
τὰν φόνιον ἔχετε φλόγα δορός τε λόγχαν.
Χορός.
τάχ᾽ ἐς φίλαν γᾶν πεσεῖσθ᾽ ἀνώνυμοι.
Εκαβη.
κόνις δ᾽ ἴσα καπνῷ πτέρυγι πρὸς αἰθέρα1320
ἄιστον οἴκων ἐμῶν με θήσει.
Χορος.
ὄνομα δὲ γᾶς ἀφανὲς εἶσιν· ἄλλᾳ δ᾽
ἄλλο φροῦδον, οὐδ᾽ ἔτ᾽ ἔστιν
ἁ τάλαινα Τροία.
Εκαβη.
ἐμάθετ᾽, ἐκλύετε;
Χορός.
περγάμων ‹γε› κτύπον.1325
Εκαβη.
ἔνοσις ἅπασαν ἔνοσις
Χορος.
ἐπικλύσει πόλιν.
Εκαβη.
ἰώ.τρομερὰ τρομερὰ μέλεα, φέρετ᾽ ἐμὸν
ἴχνος· ἴτ᾽ ἐπὶ [τάλαιναν]
δούλειον ἁμέραν βίου.1330
Χορος. ἰὼ τάλαινα πόλις· ὅμως δὲ
πρόφερε πόδα σὸν ἐπὶ πλάτας Ἀχαιῶν.
.
.
.





















.jpeg)


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου