.
.
GREEK POETRY
POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης
.
.
ΖΗΤΙΑΝΙΑΔΑ
[προαγγελμα της Νεας Κωμωδιας και της Commedia dell'Arte]
[Ομηρου Οδυσσεια-ραψωδια σ' στιχοι 1-31]-μεταφραση χ.ν.κουβελης
ἦλθε δ᾽ ἐπὶ πτωχὸς πανδήμιος, ὃς κατὰ ἄστυ
πτωχεύεσκ᾽ Ἰθάκης, μετὰ δ᾽ ἔπρεπε γαστέρι μάργῃ
ἀζηχὲς φαγέμεν καὶ πιέμεν· οὐδέ οἱ ἦν ἲς
οὐδὲ βίη, εἶδος δὲ μάλα μέγας ἦν ὁράασθαι.
Ἀρναῖος δ᾽ ὄνομ᾽ ἔσκε· τὸ γὰρ θέτο πότνια μήτηρ
ἐκ γενετῆς· Ἶρον δὲ νέοι κίκλησκον ἅπαντες,
οὕνεκ᾽ ἀπαγγέλλεσκε κιών, ὅτε πού τις ἀνώγοι·
ὅς ῥ᾽ ἐλθὼν Ὀδυσῆα διώκετο οἷο δόμοιο,
καί μιν νεικείων ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
"εἶκε, γέρον, προθύρου, μὴ δὴ τάχα καὶ ποδὸς ἕλκῃ.
οὐκ ἀΐεις ὅτι δή μοι ἐπιλλίζουσιν ἅπαντες,
ἑλκέμεναι δὲ κέλονται; ἐγὼ δ᾽ αἰσχύνομαι ἔμπης.
ἀλλ᾽ ἄνα, μὴ τάχα νῶϊν ἔρις καὶ χερσὶ γένηται."
τὸν δ᾽ ἄρ᾽ ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
"δαιμόνι᾽, οὔτε τί σε ῥέζω κακὸν οὔτ᾽ ἀγορεύω,
οὔτε τινὰ φθονέω δόμεναι καὶ πόλλ᾽ ἀνελόντα.
οὐδὸς δ᾽ ἀμφοτέρους ὅδε χείσεται, οὐδέ τί σε χρὴ
ἀλλοτρίων φθονέειν· δοκέεις δέ μοι εἶναι ἀλήτης
ὥς περ ἐγών, ὄλβον δὲ θεοὶ μέλλουσιν ὀπάζειν.
χερσὶ δὲ μή τι λίην προκαλίζεο, μή με χολώσῃς,
μή σε γέρων περ ἐὼν στῆθος καὶ χείλεα φύρσω
αἵματος· ἡσυχίη δ᾽ ἂν ἐμοὶ καὶ μᾶλλον ἔτ᾽ εἴη
αὔριον· οὐ μὲν γάρ τί σ᾽ ὑποστρέψεσθαι ὀΐω
δεύτερον ἐς μέγαρον Λαερτιάδεω Ὀδυσῆος."
τὸν δὲ χολωσάμενος προσεφώνεεν Ἶρος ἀλήτης·
"ὢ πόποι, ὡς ὁ μολοβρὸς ἐπιτροχάδην ἀγορεύει,
γρηῒ καμινοῖ ἶσος· ὃν ἂν κακὰ μητισαίμην
κόπτων ἀμφοτέρῃσι, χαμαὶ δέ κε πάντας ὀδόντας
γναθμῶν ἐξελάσαιμι συὸς ὣς ληϊβοτείρης.
ζῶσαι νῦν, ἵνα πάντες ἐπιγνώωσι καὶ οἵδε
μαρναμένους· πῶς δ᾽ ἂν σὺ νεωτέρῳ ἀνδρὶ μάχοιο;"
εκει ηρθε ενας πασιγνωστος σ'ολοκληρο τον δημο διακονιαρης
που διακονευε μεσα στη πολη της Ιθακης,αχορταγη η κοιλια του
ετρωγε κι επινε ακαταπαυστα, ομως ουτε δυναμη ειχε
ουτε παλλικαρια,αν και πολυ μεγαλοσωμος φαινονταν να'ναι
Αρναιος ηταν τ'ονομα του,αυτο του το'δωσε η κυρα μανα του
σαν γεννηθηκε.Ιρον τον φωναζαν οι νεαροι απαντες
γιατι ετρεχε και πηγαινε μηνυματα οπου καποιος τον εστελνε,
αυτος οταν ηρθε εδιωχνε τον Οδυσσεα απ'το δικο του σπιτι
και μ' εριστικα λογια πεταχτα για καβγα τ'απευθυνθηκε
''φευγα,γερο,απ'τη πορτα,γρηγορα κι απ'τα ποδια θα σε συρω
δεν βλεπεις π'ολοι μου κανουν νοημα,να σε συρω με παρακινουν
εγω ομως ντρεπομαι να το κανω
Ελα σηκω,τραβα γρηγορα,μην πιαστουμε στα χερια απ'τα λογια''
Αυτον τον στραβοκοιταξε ο πανεξυπνος Οδυσσεας απαντωντας
''παλιανθρωπε,ουτε μ'εργα σ'εβλαψα ουτε λογια σου'πα
ουτε αυτα που σου δινουν φτοναω οσα πολλα κι αν ειναι
το κατωφλι και τους δυο μας χωραει,ουτε σε κατι σ'ωφελει
για τα ξενα να φθονεις,μου φαινεται να'σαι περιπλανωμενος
οπως κι εγω,την ευτυχια στο μελλον οι θεοι θα στειλουν,
στα χερια να πιαστουμε μη με παραπροκαλεις,μη με θυμωσεις
αν και γερος στα στηθια και στα χειλια θα σε γεμισω
μ'αιματα.και την ησυχια μου μαλιστα θα βρω απ'αυριο
γιατι δεν νομιζω να τολμησεις να ξαναγυρισεις για δευτερη φορα
στο σπιτι του γιου του Λαερτη Οδυσσεα''
Σ'αυτον θυμωμενος απαντησε ο περιπλανωμενος ζητιανος Ιρος
''Α φοβηθηκα,πως το ψωρογουρουνι χωρις να σκεφτει μιλαει,
ομοια με μπαμπογρια στο τζακι,στ'αληθεια να τον τσακισω
μετα δυο μου τα χερια,κατω στο χωμα ολα τα δοντια
απ'τα σαγονια να ξεριζωσω οπως γουρουνας που ρημαζει σιταροχωραφα
Ετοιμασου λοιπον τωρα,ωστε ολοι να μας δουν και να διασκεδασουν
ν'αρπαζομαστε,πως εσυ μ'εναν νεωτερο ανδρα τσακωνεσαι''
.
και η ΖΗΤΙΑΝΙΑΔΑ σε Αγοραιον Λογον
τοτε μπουκαρισ'εδω ενα νουμερο ρεντικολο σ'ολη τη πολη διακονιαρης
που στο Θιακη μεσα ψωμοζητουσε αχορταγη η μπακα του
ετρωγε κι επινε του σκασμου ομως δεν ειχε καρδια ουτε
παλλικαρια κι ας φαινονταν μεγας μαμουχαλος κρεμανταλας.
Αρναιος ητανε το'νομα του,ετσι τον νοματισε η κακομοιρα η μανα του
σαν γεννηθηκε,Ιρο τον εκραζε απασα η μαριδα
γιατ'ετρεχε για θεληματα παντου οποιος τον εστελνε
αυτος λοιπον οταν εφτασε εδω κοιταε πως να διωξει τον Δυσσεα απ'το σπιτικο του
και με μπολικες εριστικες κουβεντες για καβγα του επιτεθηκε
''Ξεκουμπα,γερο,απ'τη πορτα αντε μπρος απο δω μη σε συρω απ'τα ποδαρια
δεν βλεπεις π'ολοι νοημα μου κανουν να σε τραβηξω μου λενε
εγω ομως πολυ εντρεπομαι να το πραξω ετουτο
Ελα σηκω,αντε τραβα,μην αρπαχτουμε για καλα στα χερια απ'τα λογια''
Τοτε τον στραβοκοιταξε ο μαχαλομαγκας Δυσσεας και του'ριξε τα λογια
''παλιοδιαολε,μ'εργα δεν σ'εβλαψα ουτε με λογια
ουτε αυτηνα που σου πετανε ζηλευω οσα πολλα κι αν κονομας
το κατωφλι εδω ειναι και για τους δυο ,ουτε κι ωφελεισαι
τιποτα για τα ξενα να ζηλευεις,βλεπω πως εισαι ταλαιπωρος
αλητης σαν κι εμενα,κι οι θεοι θ'αργησουν εντελει να μας καζαντισουν
μην με προκαλεις το λοιπον ν'αρπαχτουμε στα χερια,μη με τσαντισεις
γιατι αν και γερος τα στηθια και τα χειλια σου με γροθιες
θα τα μπλατσαρωσω μ'αιματα,κι ετσι απο αυριο θα'χω ησυχια
γιατι δεν νομιζω να τολμησεις να ξαναμολαρεις δευτερη φορα
για το σπιτι του Δυσσεα του Λαερτη υιου λεω''
Και τοτε αγριεμενο σκυλι του την επεσε αυτος ο αλητηριος Ιρος
''Α ποσο σκιαχτικα,ψωρογουρουνι χωρις νιονιο παρλαρεις
σαν να'σαι καμια μπαμπογρια στις σταχτες, θα σου ορμιξω
και θα σε τσακισω με τα δυο μου χερια κι ολα τα δοντια απ'τα σαγονια σου
θα τα ξεριζωσω να φανε χωμα οπως γουρουνας που ρημαζει αγροτεμαχια
Ελα λοιπον τωρα τοιμασου,ολοι να μας παρουν ματι και να κανουν χαζι
που θ'αρπαχτουμε,εσυ ενας γερος ν'αυτοχειρεις μ'ενα τζοβενο σου να πιαστεις''
.
GREEK POETRY
POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης
.
.
ΖΗΤΙΑΝΙΑΔΑ
[προαγγελμα της Νεας Κωμωδιας και της Commedia dell'Arte]
[Ομηρου Οδυσσεια-ραψωδια σ' στιχοι 1-31]-μεταφραση χ.ν.κουβελης
ἦλθε δ᾽ ἐπὶ πτωχὸς πανδήμιος, ὃς κατὰ ἄστυ
πτωχεύεσκ᾽ Ἰθάκης, μετὰ δ᾽ ἔπρεπε γαστέρι μάργῃ
ἀζηχὲς φαγέμεν καὶ πιέμεν· οὐδέ οἱ ἦν ἲς
οὐδὲ βίη, εἶδος δὲ μάλα μέγας ἦν ὁράασθαι.
Ἀρναῖος δ᾽ ὄνομ᾽ ἔσκε· τὸ γὰρ θέτο πότνια μήτηρ
ἐκ γενετῆς· Ἶρον δὲ νέοι κίκλησκον ἅπαντες,
οὕνεκ᾽ ἀπαγγέλλεσκε κιών, ὅτε πού τις ἀνώγοι·
ὅς ῥ᾽ ἐλθὼν Ὀδυσῆα διώκετο οἷο δόμοιο,
καί μιν νεικείων ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
"εἶκε, γέρον, προθύρου, μὴ δὴ τάχα καὶ ποδὸς ἕλκῃ.
οὐκ ἀΐεις ὅτι δή μοι ἐπιλλίζουσιν ἅπαντες,
ἑλκέμεναι δὲ κέλονται; ἐγὼ δ᾽ αἰσχύνομαι ἔμπης.
ἀλλ᾽ ἄνα, μὴ τάχα νῶϊν ἔρις καὶ χερσὶ γένηται."
τὸν δ᾽ ἄρ᾽ ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
"δαιμόνι᾽, οὔτε τί σε ῥέζω κακὸν οὔτ᾽ ἀγορεύω,
οὔτε τινὰ φθονέω δόμεναι καὶ πόλλ᾽ ἀνελόντα.
οὐδὸς δ᾽ ἀμφοτέρους ὅδε χείσεται, οὐδέ τί σε χρὴ
ἀλλοτρίων φθονέειν· δοκέεις δέ μοι εἶναι ἀλήτης
ὥς περ ἐγών, ὄλβον δὲ θεοὶ μέλλουσιν ὀπάζειν.
χερσὶ δὲ μή τι λίην προκαλίζεο, μή με χολώσῃς,
μή σε γέρων περ ἐὼν στῆθος καὶ χείλεα φύρσω
αἵματος· ἡσυχίη δ᾽ ἂν ἐμοὶ καὶ μᾶλλον ἔτ᾽ εἴη
αὔριον· οὐ μὲν γάρ τί σ᾽ ὑποστρέψεσθαι ὀΐω
δεύτερον ἐς μέγαρον Λαερτιάδεω Ὀδυσῆος."
τὸν δὲ χολωσάμενος προσεφώνεεν Ἶρος ἀλήτης·
"ὢ πόποι, ὡς ὁ μολοβρὸς ἐπιτροχάδην ἀγορεύει,
γρηῒ καμινοῖ ἶσος· ὃν ἂν κακὰ μητισαίμην
κόπτων ἀμφοτέρῃσι, χαμαὶ δέ κε πάντας ὀδόντας
γναθμῶν ἐξελάσαιμι συὸς ὣς ληϊβοτείρης.
ζῶσαι νῦν, ἵνα πάντες ἐπιγνώωσι καὶ οἵδε
μαρναμένους· πῶς δ᾽ ἂν σὺ νεωτέρῳ ἀνδρὶ μάχοιο;"
εκει ηρθε ενας πασιγνωστος σ'ολοκληρο τον δημο διακονιαρης
που διακονευε μεσα στη πολη της Ιθακης,αχορταγη η κοιλια του
ετρωγε κι επινε ακαταπαυστα, ομως ουτε δυναμη ειχε
ουτε παλλικαρια,αν και πολυ μεγαλοσωμος φαινονταν να'ναι
Αρναιος ηταν τ'ονομα του,αυτο του το'δωσε η κυρα μανα του
σαν γεννηθηκε.Ιρον τον φωναζαν οι νεαροι απαντες
γιατι ετρεχε και πηγαινε μηνυματα οπου καποιος τον εστελνε,
αυτος οταν ηρθε εδιωχνε τον Οδυσσεα απ'το δικο του σπιτι
και μ' εριστικα λογια πεταχτα για καβγα τ'απευθυνθηκε
''φευγα,γερο,απ'τη πορτα,γρηγορα κι απ'τα ποδια θα σε συρω
δεν βλεπεις π'ολοι μου κανουν νοημα,να σε συρω με παρακινουν
εγω ομως ντρεπομαι να το κανω
Ελα σηκω,τραβα γρηγορα,μην πιαστουμε στα χερια απ'τα λογια''
Αυτον τον στραβοκοιταξε ο πανεξυπνος Οδυσσεας απαντωντας
''παλιανθρωπε,ουτε μ'εργα σ'εβλαψα ουτε λογια σου'πα
ουτε αυτα που σου δινουν φτοναω οσα πολλα κι αν ειναι
το κατωφλι και τους δυο μας χωραει,ουτε σε κατι σ'ωφελει
για τα ξενα να φθονεις,μου φαινεται να'σαι περιπλανωμενος
οπως κι εγω,την ευτυχια στο μελλον οι θεοι θα στειλουν,
στα χερια να πιαστουμε μη με παραπροκαλεις,μη με θυμωσεις
αν και γερος στα στηθια και στα χειλια θα σε γεμισω
μ'αιματα.και την ησυχια μου μαλιστα θα βρω απ'αυριο
γιατι δεν νομιζω να τολμησεις να ξαναγυρισεις για δευτερη φορα
στο σπιτι του γιου του Λαερτη Οδυσσεα''
Σ'αυτον θυμωμενος απαντησε ο περιπλανωμενος ζητιανος Ιρος
''Α φοβηθηκα,πως το ψωρογουρουνι χωρις να σκεφτει μιλαει,
ομοια με μπαμπογρια στο τζακι,στ'αληθεια να τον τσακισω
μετα δυο μου τα χερια,κατω στο χωμα ολα τα δοντια
απ'τα σαγονια να ξεριζωσω οπως γουρουνας που ρημαζει σιταροχωραφα
Ετοιμασου λοιπον τωρα,ωστε ολοι να μας δουν και να διασκεδασουν
ν'αρπαζομαστε,πως εσυ μ'εναν νεωτερο ανδρα τσακωνεσαι''
.
και η ΖΗΤΙΑΝΙΑΔΑ σε Αγοραιον Λογον
τοτε μπουκαρισ'εδω ενα νουμερο ρεντικολο σ'ολη τη πολη διακονιαρης
που στο Θιακη μεσα ψωμοζητουσε αχορταγη η μπακα του
ετρωγε κι επινε του σκασμου ομως δεν ειχε καρδια ουτε
παλλικαρια κι ας φαινονταν μεγας μαμουχαλος κρεμανταλας.
Αρναιος ητανε το'νομα του,ετσι τον νοματισε η κακομοιρα η μανα του
σαν γεννηθηκε,Ιρο τον εκραζε απασα η μαριδα
γιατ'ετρεχε για θεληματα παντου οποιος τον εστελνε
αυτος λοιπον οταν εφτασε εδω κοιταε πως να διωξει τον Δυσσεα απ'το σπιτικο του
και με μπολικες εριστικες κουβεντες για καβγα του επιτεθηκε
''Ξεκουμπα,γερο,απ'τη πορτα αντε μπρος απο δω μη σε συρω απ'τα ποδαρια
δεν βλεπεις π'ολοι νοημα μου κανουν να σε τραβηξω μου λενε
εγω ομως πολυ εντρεπομαι να το πραξω ετουτο
Ελα σηκω,αντε τραβα,μην αρπαχτουμε για καλα στα χερια απ'τα λογια''
Τοτε τον στραβοκοιταξε ο μαχαλομαγκας Δυσσεας και του'ριξε τα λογια
''παλιοδιαολε,μ'εργα δεν σ'εβλαψα ουτε με λογια
ουτε αυτηνα που σου πετανε ζηλευω οσα πολλα κι αν κονομας
το κατωφλι εδω ειναι και για τους δυο ,ουτε κι ωφελεισαι
τιποτα για τα ξενα να ζηλευεις,βλεπω πως εισαι ταλαιπωρος
αλητης σαν κι εμενα,κι οι θεοι θ'αργησουν εντελει να μας καζαντισουν
μην με προκαλεις το λοιπον ν'αρπαχτουμε στα χερια,μη με τσαντισεις
γιατι αν και γερος τα στηθια και τα χειλια σου με γροθιες
θα τα μπλατσαρωσω μ'αιματα,κι ετσι απο αυριο θα'χω ησυχια
γιατι δεν νομιζω να τολμησεις να ξαναμολαρεις δευτερη φορα
για το σπιτι του Δυσσεα του Λαερτη υιου λεω''
Και τοτε αγριεμενο σκυλι του την επεσε αυτος ο αλητηριος Ιρος
''Α ποσο σκιαχτικα,ψωρογουρουνι χωρις νιονιο παρλαρεις
σαν να'σαι καμια μπαμπογρια στις σταχτες, θα σου ορμιξω
και θα σε τσακισω με τα δυο μου χερια κι ολα τα δοντια απ'τα σαγονια σου
θα τα ξεριζωσω να φανε χωμα οπως γουρουνας που ρημαζει αγροτεμαχια
Ελα λοιπον τωρα τοιμασου,ολοι να μας παρουν ματι και να κανουν χαζι
που θ'αρπαχτουμε,εσυ ενας γερος ν'αυτοχειρεις μ'ενα τζοβενο σου να πιαστεις''
.
.
.
Μία στην αλλη πλεον αντιμετωπες,βαρα η Κωνσταντινα πρωτη στο δεξιο ωμο.μα η Νικη τη χτυπα στ σβερκο,στο αυτι απο κατω,σπαζοντας τα απομεσα κοκκαλα κι μπουκωσε το στομα της αιμα.
ΑπάντησηΔιαγραφή