.
.
GREEK POETRY
POETRY -c.n.couvelis
ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης
.
ΟΔΥΣΣΕΙ
.
.
.
.
.
GREEK POETRY
POETRY -c.n.couvelis
ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης
.
ΟΔΥΣΣΕΙ
.
.
.
.
.
.
ΟΔΥΣΣΕΙ
.
[Ομηρου Οδυσσεια-ραψωδια ι'-στιχοι 19-28
εἴμ᾿ Ὀδυσεὺς Λαερτιάδης, ὃς πᾶσι δόλοισιν
ἀνθρώποισι μέλω, καί μευ κλέος οὐρανὸν ἵκει.
ναιετάω δ᾿ Ἰθάκην ἐυδείελον: ἐν δ᾿ ὄρος αὐτῇ
Νήριτον εἰνοσίφυλλον, ἀριπρεπές: ἀμφὶ δὲ νῆσοι
πολλαὶ ναιετάουσι μάλα σχεδὸν ἀλλήλῃσι,
Δουλίχιόν τε Σάμη τε καὶ ὑλήεσσα Ζάκυνθος
αὐτὴ δὲ χθαμαλὴ πανυπερτάτη εἰν ἁλὶ κεῖται
πρὸς ζόφον, αἱ δέ τ᾿ ἄνευθε πρὸς ἠῶ τ᾿ ἠέλιόν τε,
τρηχεῖ᾿, ἀλλ᾿ ἀγαθὴ κουροτρόφος: οὔ τοι ἐγώ γε
ἧς γαίης δύναμαι γλυκερώτερον ἄλλο ἰδέσθαι.
[ετσι ειπε,και του δωσαμε γλυκο ψωμι απ'τα χωραφια μας,
και κοκκινο κρασι απ'τ'αμπελια μας,και του μιλησαμε και
μεις για την πατριδα,τι αλλη πατριδα δεν ειχαμε τοσο
ν'αγαπαμε,κι υστερα του στρωσαμε να κοιμηθει,και
κοιμηθηκε ως τ'αλλο πρωι,που ξημερωσε ,τι ειχε πολυ
καιρο να χορτασει υπνο,και του ελειψε η ησυχη ζωη,
εγω,μικρο παιδι,τον ακολουθουσα παντου,στα καφενεια,
στην εξοχη,στην αλμυρη θαλασσα σαν κατεβαινε,
κι εκεινος δεν μ'αποπερνε μ'επερνε παντα μαζι του,
τι παιδια δικα του δεν ειχε,ελεγε στη μανα μου να με ξυ-
πνησει και να μ'ετοιμασει,μια μερα,θυμαμαι ηταν μεση-
μερι,ο ηλιος ηταν ψηλα,στη μεση τ'ουρανου,Ιουλης μηνας,
σταθηκε:''ακου τα τζιτζικια''τον ακουσα να λεει,με χαμηλη
φωνη,ψιθυριστη,επειτα σηκωσε το δεξι χερι και με τον δει-
χτη διεγραψε τη τροχια ενος γλαρου,εκεινος ηρθε απ'τ'ανα-
τολικα,χαμηλωσε στη θαλασσα,συρθηκε συριζα στην επι-
φανεια της,ακινητοποιηθηκε για λιγο,κι υστερα τιναζοντας
τα γαλαζια νερα σηκωθηκε λευκος και συνεχισε τη πορεια
του προς τα δυτικα,συνεχεια ψηλωνοντας,μεχρι που χαθηκε
στη μεγαλη διαφανεια της ατμοσφαιρας,''σαν τον ανθρωπο'',
ειπε παλι ψιθυριστα,κι ακολουθησε ενα μεγαλο πληθος απο
γλαρους,με δυνατες φωνες,''ενας κανεις'',ισα που τον ακου-
σα,περασαν οι γλαροι κι εγινε ησυχια,η θαλασσα απεραντος
γυαλιστερος καθρεφτης,''κοιταξε τη θαλασσα'',γυρισε και
μου ειπε,''αλλη πατριδα καλυτερη δεν εχουμε'',οταν επισ-
τρεψαμε σπιτι ειχε αρχισει να βραδυαζει,η μανα ειχε τηγα-
νισει μαριδα να φαμε,οι δυο μικρες αδερφες μου,μολις μας
ειδαν,ετρεξαν να τους δωσουμε τα κοχυλια και τα βοτσαλα ,
που μαζεψαμε,εκεινος γελουσε,καθισαμε στο τραπεζι εξω
στην αυλη να φαμε,στον ουρανο ηταν φεγγαρι εφτα ημε-
ρων,τοτε ηταν που του ειπα:''μεινε εδω μαζι μας,να παρεις
και τη μανα'',εκεινη οταν ακουσε τα λογια μου ντραπηκε,
κοκκινισε,και χαμηλωσε το κεφαλι,εκεινον τον ακουσα να
λεει σοβαρος,''η θαλασσα ειναι αρμυρη,δεν σηκωνει αστεια'',
κι εγω αμεσως του απαντησα,''θα παλεψουμε'',επειτα κοι-
ταξα τη μανα,''ετσι δεν ειναι μανα;'',τη ρωτησα,εκεινη κου-
νησε σιγανα το κεφαλι,''ναι,θα παλαιψουμε'' την ακουσαμε
να λεει,''κι επειτα οπως ολοι οι ανθρωποι'',ειπα εγω θαρ-
ρευοντας,ετσι εγινε οπως το θελησαμε,εμεινε μαζι μας και
παλεψαμε]
.
.
.
.
ΟΔΥΣΣΕΙ
.
[Ομηρου Οδυσσεια-ραψωδια ι'-στιχοι 19-28
εἴμ᾿ Ὀδυσεὺς Λαερτιάδης, ὃς πᾶσι δόλοισιν
ἀνθρώποισι μέλω, καί μευ κλέος οὐρανὸν ἵκει.
ναιετάω δ᾿ Ἰθάκην ἐυδείελον: ἐν δ᾿ ὄρος αὐτῇ
Νήριτον εἰνοσίφυλλον, ἀριπρεπές: ἀμφὶ δὲ νῆσοι
πολλαὶ ναιετάουσι μάλα σχεδὸν ἀλλήλῃσι,
Δουλίχιόν τε Σάμη τε καὶ ὑλήεσσα Ζάκυνθος
αὐτὴ δὲ χθαμαλὴ πανυπερτάτη εἰν ἁλὶ κεῖται
πρὸς ζόφον, αἱ δέ τ᾿ ἄνευθε πρὸς ἠῶ τ᾿ ἠέλιόν τε,
τρηχεῖ᾿, ἀλλ᾿ ἀγαθὴ κουροτρόφος: οὔ τοι ἐγώ γε
ἧς γαίης δύναμαι γλυκερώτερον ἄλλο ἰδέσθαι.
[ετσι ειπε,και του δωσαμε γλυκο ψωμι απ'τα χωραφια μας,
και κοκκινο κρασι απ'τ'αμπελια μας,και του μιλησαμε και
μεις για την πατριδα,τι αλλη πατριδα δεν ειχαμε τοσο
ν'αγαπαμε,κι υστερα του στρωσαμε να κοιμηθει,και
κοιμηθηκε ως τ'αλλο πρωι,που ξημερωσε ,τι ειχε πολυ
καιρο να χορτασει υπνο,και του ελειψε η ησυχη ζωη,
εγω,μικρο παιδι,τον ακολουθουσα παντου,στα καφενεια,
στην εξοχη,στην αλμυρη θαλασσα σαν κατεβαινε,
κι εκεινος δεν μ'αποπερνε μ'επερνε παντα μαζι του,
τι παιδια δικα του δεν ειχε,ελεγε στη μανα μου να με ξυ-
πνησει και να μ'ετοιμασει,μια μερα,θυμαμαι ηταν μεση-
μερι,ο ηλιος ηταν ψηλα,στη μεση τ'ουρανου,Ιουλης μηνας,
σταθηκε:''ακου τα τζιτζικια''τον ακουσα να λεει,με χαμηλη
φωνη,ψιθυριστη,επειτα σηκωσε το δεξι χερι και με τον δει-
χτη διεγραψε τη τροχια ενος γλαρου,εκεινος ηρθε απ'τ'ανα-
τολικα,χαμηλωσε στη θαλασσα,συρθηκε συριζα στην επι-
φανεια της,ακινητοποιηθηκε για λιγο,κι υστερα τιναζοντας
τα γαλαζια νερα σηκωθηκε λευκος και συνεχισε τη πορεια
του προς τα δυτικα,συνεχεια ψηλωνοντας,μεχρι που χαθηκε
στη μεγαλη διαφανεια της ατμοσφαιρας,''σαν τον ανθρωπο'',
ειπε παλι ψιθυριστα,κι ακολουθησε ενα μεγαλο πληθος απο
γλαρους,με δυνατες φωνες,''ενας κανεις'',ισα που τον ακου-
σα,περασαν οι γλαροι κι εγινε ησυχια,η θαλασσα απεραντος
γυαλιστερος καθρεφτης,''κοιταξε τη θαλασσα'',γυρισε και
μου ειπε,''αλλη πατριδα καλυτερη δεν εχουμε'',οταν επισ-
τρεψαμε σπιτι ειχε αρχισει να βραδυαζει,η μανα ειχε τηγα-
νισει μαριδα να φαμε,οι δυο μικρες αδερφες μου,μολις μας
ειδαν,ετρεξαν να τους δωσουμε τα κοχυλια και τα βοτσαλα ,
που μαζεψαμε,εκεινος γελουσε,καθισαμε στο τραπεζι εξω
στην αυλη να φαμε,στον ουρανο ηταν φεγγαρι εφτα ημε-
ρων,τοτε ηταν που του ειπα:''μεινε εδω μαζι μας,να παρεις
και τη μανα'',εκεινη οταν ακουσε τα λογια μου ντραπηκε,
κοκκινισε,και χαμηλωσε το κεφαλι,εκεινον τον ακουσα να
λεει σοβαρος,''η θαλασσα ειναι αρμυρη,δεν σηκωνει αστεια'',
κι εγω αμεσως του απαντησα,''θα παλεψουμε'',επειτα κοι-
ταξα τη μανα,''ετσι δεν ειναι μανα;'',τη ρωτησα,εκεινη κου-
νησε σιγανα το κεφαλι,''ναι,θα παλαιψουμε'' την ακουσαμε
να λεει,''κι επειτα οπως ολοι οι ανθρωποι'',ειπα εγω θαρ-
ρευοντας,ετσι εγινε οπως το θελησαμε,εμεινε μαζι μας και
παλεψαμε]
.
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου