.
.
BLUE INFINITY
σαν το καραβι στο μακρυνο του ταξιδι στη θα-
λασσα.Ο ναυτης στο πιο ψηλο καταρτι ανεβαζ-
μενος τους φωναζε και χειρονομουσε να φυγουν,
να σκορπιστουν.Εκεινοι δεν υπακουσαν.Τις επο-
μενες μερες εμειναν μονο εφτα να τους ακολου-
θουν και ξημερωνοντας η ογδοοη μερα τους
παρατησαν και πεταξαν σ'αγνωστη κατευθυνση.
Τ'απογευμα της ιδιας μερας αραξαν σε μια απο-
μερη παραλια.Τα πευκα βουτουσαν τις ριζες τους
,μεσα στο θαλασσινο νερο.Εκει γυρω ψαρεψαν,
κι εφαγαν τους αχινους.Οταν εφτασε η ωρα του
υπνου,αλλος εστρωσε στο καταστρωμα του κα-
ραβιου κι αλλος επεσε να κοιμηθει κατω απ'τα
πευκα,ως τ'αλλο ξημερωμα.
Οταν σηκωθηκαν φυσουσε απ'το μερος του βορ-
ρα.Σε λιγο ο καιρος αγριεψε,η θαλασσα σηκωσε
βουνα τα κυματα,στο βαθος του οριζοντα οι ασ-
τραπες ξεσκιζαν τα βαρια καταμαυρα συννεφα.
Αποφασισαν να μην ταξιδεψουν μ'αυτη την κα-
κοκαιρια,μεχρι να καλυτερεψει.Πολυ γρηγορα
αλλαξε ο καιρος,ο βορριας σταματησε,ο ηλιος
λαμπερος κι η θαλασσα γαληνεψε.Αλαφρυνε η
βαρια καρδια των ναυτικων.Για να σιγουρευ-
τουν για το καιρο συμφωνησαν ν'αναβαλουν
την αναχωρηση τους για την επομενη μερα.
Μολις βραδυασε ο μικροτερος ναυτης αρρωστη-
σε ξαφνικα,ολη τη νυχτα τον εψηνε ο πυρετος,
παραμιλουσε,ελεγε για τη μανα του και την
αρραβωνιστικια του στην πατριδα ,η αναπνοη
του εγινε δυσκολη,χλωμιασε το προσωπο του,
και το πρωι ξημερωνοντας ξεψυχισε.Τον επλυ-
ναν με θαλασσα,τον καθαρισαν ,τον περιποιη-
θηκαν και με βαρια τη ψυχη τον εθαψαν στην
αμμο εκει που κτυπα το κυμα,και πανω στο
μνημα του εστηκαν το κουπι του,οπως τους
παραγγειλε στα τελευταια λογια του.
Αφου οι συντροφοι ολ'αυτα τα τελειωσαν
βαριοκαρδισμενοι ανεβηκαν στο καραβι ,τεν-
τωσαν τα πανια,σηκωσαν την αγκυρα κι απο-
μακρυνθηκαν στη θαλασσα,που τοσο αγαπου-
σε εκεινος.
Πισω τους επαναεμφανισθηκαν οι γλαροι,η ' ι-
σως αλλοι γλαροι, πεντε τον αριθμο.Μετα απο
λιγο απ'τα τεσσερα σημεια του οριζοντα συγκε-
ντρωθηκαν κι αλλοι.Εκεινοι χτυπωντας πιο δυ-
νατα τα κουπια τους στα νερα ,και με τον ανε-
μο στα πανια τους προσπαθησαν να τους ξε-
φυγουν,να μη βλεπουν την ασπραδα τους.Θυ-
μηθηκαν το ναυτη και τη κακια μοιρα του,να
τιμωρηθει που τα φωναζε να φυγουν ,φοβηθη-
καν και τ'αφησαν ησυχα.
Επεσαν σε μεγαλη θαλασσοταραχη κι αυτος
μονο σωθηκε απ'τους αλλους και γυρισε πισω.
Τους αλλους ειτε τους σκεπασε το κυμα και
τους εφαγαν τα ψαρια,ειτε αφου μερονυχτα πα-
λεψαν με τα κυματα δεν αντεξε η καρδια τους
απ'τη μεγαλη κουραση και στις ακτες που τους
εβγαλε το κυμα τ'αψυχα σωματα,φουσκωμενα,
εκει τους αποσαρκωσαν οι γλαροι.Κι αλλοι
γραπωσαν ξυλα του καραβιου .που επεπλεαν
στα νερα κι εφτασαν σ'αφιλοξενα νησια,στη
μεση της θαλασσας,βραχοι χωρις δεντρα και
νερο κι εκει τους ξεκανε η πεινα κι η διψα,τα
φιδια και τα ορνια..
Εκει στη πατριδα βρηκε τη γυναικα του αρρω-
στη απ'τη στεναχωρια να τον περιμενει.Οταν
τον αντικρυσε με μακρια γενια και μαλλια τρο-
μαξε να τον γνωρισει.Τελικα οταν συνηλθε χα-
ρηκε , τον πηρε και τον ξεντυσε,τον επλυνε με
καθαρο νερο,τον εντυσε καθαρα ρουχα,τον
χτενισε ,του εστρωσε να φαει και μετα τον κα-
θισε διπλα της να της διηγηθει τα γεγονοτα και
στο τελος με γλυκα λογια τον εβαλε να της ορκι-
στει: στη θαλασσα να μην ξαναβγει.
Ξαναρθε η ομορφια στο προσωπο της γυναικας,
και τον εθρεφε με μελι και με γαλα ,του'κανε γε-
ρα κι ομορφα παιδια και με γλυκο κρασι τον με-
θουσε τα βραδυα.
Ομως εκεινος με το περασμα του καιρου της ειπε
πως τον βασανιζε ο καημος της θαλασσας ,του'
τρωγε τα σωθικα και να πανε μακρυα μεσα στη
στερια να μεινουν ,εκει οι ανθρωποι δεν γνωρι-
ζουν τα εργα της θαλασσας κι ισως γλυτωσει απ'
την ιδεα της.
Εκει στα ξενα καλλιεργουσε τα χωραφια,σιταρια ,
κριθαρια,καλαμποκια ,αμπελια ,σταφιδες,δεντρα
συκιες μηλιες και στα πρασινα λιβαδια βοσκουσε
μοσχαρια και προβατα.
Και ερχονταν στιγμες,ολο και πιο συχνα,το κορμι
του να τρεμει στη ξαφνικη θυμηση της θαλασσας.
Τοτε επαιρνε τα λοφακια για τα κυματα,και τ'ασ-
πρα συννεφα στον ουρανο για γλαρους,τα σπιτια
τοτε του φαινονταν για καραβια π'αρμενιζουν ,και
το δροσερο αερακι της ζεστες νυχτες του καλοκαι-
ριου για τη θαλασσια αυρα , και σηκωνε τα βραδυα
ψηλα τα ματια να δει τον πολικο αστερα και τη
μεγαλη αρκουδα στον ουρανο,αλανθαστα εργαλεια
του ναυτικου στα ταξιδια του.
Και μια μερα δεν αντεξε,τ'αποφασισε ,της ανακοι-
νωσε πως θα φυγει.Εκεινη στην αρχη τον παρακα-
λεσε ν'αλλαξει γνωμη,υστερα εκλαψε χτυπηθηκε
ουρλιαξε,και στο τελος σαν ειδε πως ηταν αμεταπει-
στος σιωπηλα τον ετοιμασε να φυγει.Εκεινος εφυ-
γε πριν ακομα ξημερωσει.
Οταν διαλυθηκε το σκοταδι και φωτισθηκε ο κοσμος
αρχισε να σκεφτεται,να σχεδιασει,πως θα φτασει στα
μερη της θαλασσας.
Εψαχνε να βρει ποταμι στη πορεια του,αυτο απο'τα χιο-
νια στα βουνα κατεβαζει τα νερα μεσα απο φαραγγια,
ορμητικο ,με καταρραχτες,μουγκριζοντας σαν ταυρος,
επειτα διασχιζοντας πυκνα δαση σαν φιδι,φτανει ηρεμο
και πλατυ στη πεδιαδα κι αφου αφησει βαλτους και
λιμνουλες,ανακατευει μεσα σε καλαμια τα γλυκα νερα
του με το αλατι της θαλασσας.
Ομως εκει που βαδιζε δεν βρηκε ποταμια,μονο λιμνες,
που μαζευαν στις λεκανες τους τα νερα της βροχης ,
και τα νερα των χειμμαρων απ'τα βουνα γυρω τους.
Καποτε νυχτωθηκε σε μερη ανθρωπων μ'αλλη γλωσσα
απ'τη δικη του,κι αλλα εθιμα,μ'αγνοια της θαλασσας.
Αλλοτε ταξιδευε καβαλαρης στις ραχες αλογων,γρηγο-
ρων σαν τον ανεμο,αλλοτε αργα με γαιδουρακια .Αλλο-
τε μισθωνε αμαξες και κυλουσε σε δρομους,αλλοτε πε-
ζος διαβαινε στους καμπους και ξεσηκωνε τρομαγμενα
απ'τη βοσκη τ'αγριοπεριστερα.Αλλοτε επαιρνε οδηγους
να τον περασουν μεσα απο επικινδυνους βαλτοτοπους,
απο πυκνα δαση κι αποκρημνα βουνα .
Και παντου στ'πλατια ανοιγματα της γης και στα
ψηλωματα τα ματια του ταξιδευαν σαν καραβια ,ν'ανοι-
ξουν δρομους στα τεσσερα σημεια του οριζοντα,ν'απε-
λευθερωθουν.
Ταξιδευε καιρο πολυ,χωρις να δει καραβια ν'αρμενι-
ζουν στο απεραντο γαλαζιο της θαλασσας.
Καποτε βρεθηκε στον σιδηροδρομικο σταθμο μιας με-
γαλης πολιτειας.Μεσημερι.Σκληρες και αιχμηρες οι
σκιες των κτιριων εκεινη την ωρα σαν ξιφη.
Ειχε χρονο στη διαθεση του ,ετσι καθισε να
περιεργαστει το χωρο γυρω του.
Η πρωτη εντυπωση ηταν πως προκειται για μια περι-
εργη αρχιτεχτονικη.Το κεντρικο κτιριο του σταθμου
,ενα τεραστιο ορθογωνιο παραλληλεπιπεδο.Μια
μεγαλη σειρα πετροχτιστα τοξα στην προσοψη της
εισοδου.Πανω ,ακριβως,απ'το κεντρικο τοξο,μεγαλο-
πρεπες στην απλοτητα του, υψωνονταν ενας τετραγω-
νισμενος στην κατοψη πυργος μ'ενα στρογγυλο ρολοι
με λατινικους αριθμους για τις ωρες.Διαβασε την ωρα
του χρονου,που'ναι ακινητος για τον ανθρωπο.Σκεφ-
τηκε πως ετσι πρεπει να'ναι.Γιατι στην αντιθετη πε-
ριπτωση αν υπηρχε η κινηση του ο ανθρωπος θ'αποκα-
λυπτε το πριν και το μετα του,που τοσο απεγνωσμενα,
κι ισως οπως φαινεται ως τα τωρα [αλλα ποιος ξερει
αν δεν ειναι ζητημα χρονου]χωρις την παραμικρη ελ-
πιδα,ψαχνει με τη φιλοσοφια.Ο Χρονος γυριζει σ'ενα
Φαυλο Κυκλο.
Τα κτιρια ,στο δεξιο και στο αριστερο ακρο του
μεγαλου κεντρικου κτιριου,ηταν τελειοι κυβοι.
Ψηλα στην προσοψη τους,υπηρχε μια σειρα απο
μικρα παραθυρα,σε ορθογωνια σχηματα, και
με την οριζοντια γραμμη της στεγης σχηματιζαν
μια παραλληλη ζωνη.
Εκεινη την ωρα,ακριβως μεσημερι, ενα τρενο ηταν
σταματημενο στο σταθμο.Η προοπτικη του χωρου
ειχε τετοια γεωμετρια που δημιουργουσε στον θεα-
τη την εντυπωση πως ο αριθμος των βαγονιων ,που
εσερνε η μεγαλη ατμομηχανη ,ηταν απειρος.
Η πλατεια μπροστα απο τα κτιρια ειχε σχημα τετρα-
γωνου.Ηταν στρωμενη με λευκες κι ασπρες τετραγω-
νες πλακες.Μια τεραστια σκακιερα.
Στο κεντρο της υψωνονταν ενα μνημειακο μπρουτζι-
νο αγαλμα.Η μορφη μιας ξαπλωμενης γυναικας ελα-
φρα ανασηκωμενης.
Πανω στην επιφανεια της πλατειας διεκρινε στο
φως εκεινης της ωρας διαφορες ψηλολιγνες ανθρω-
πινες μορφες, διασπαρτες σε διαφορα σημεια της.
Φιγουρες μοναχικες , απολυτα ακινητοποιημενες ,
με σκληρες αιχμηρες σκιες,σαν τ σκοτεινα αποτυ-
πωματα στην αιωνιοτητα αυτης της παραδοξης
γεωμετριας.Σ'οποιο εσωτερικο της σημειο και να
βρισκοσουν ενιωθες πως ο χωρος που σε περι-
βαλλει ηταν απεραντος και πως καμπυλωνε βαθ-
μιαια ως το απειρο.
Ψηλα στον καθαρο γαλαζιο ουρανο αιωρουνταν
επιμηκη ,με συστρεφωμενα σχηματα, συννεφα απο-
μειναρια μιας αχρονης νεροποντης που συνεβηκε [η'
θα συμβει] η ' απο τον καπνο που δραπετευσε απο
τα φουγαρα των τρενων.
Το τελικο αισθημα ,που του προκαλουσε εκεινο το
λιτο γεωμετρικο σκηνικο ηταν δεος ,που το αι-
σθανονταν κυριως στο πνευμα κι οχι στη καρδια.
Εδινε σ'αυτο διαφορες ερμηνειες.Παντα ομως του
ξεφευγε η απολυτη αληθεια των πραγματων.Εψαχνε
μεσα στη Μεγαλη Αβεβαιοτητα
Ο δρομος τον εφερνε σε τοπους μ'ελιες,φυτεμενες
στις πλαγιες .Εκει η φυση τον ξεγελουσε ,νομιζε πως
η θαλασσα ηταν κοντα,επειδη η καλλιεργεια της ελιας
συνειθιζεται στη περιοχη της.
Σ'αλλα μερη ανακαλυψε σκαβοντας σε αμμωδη ε-
δαφη απολιθωμενα κοραλλιογενη φυτα και ασβεστο-
λιθικα υπολειματα κοχυλιων.Τοτε του φανηκε πως
εκεινα τα ευρηματα εκαναν τη θαλασσα,που αναζη-
τουσε περισοτερο απουσα .
Οι αναγκες του ειχαν περιοριστει στο ελαχιστο.Το ι-
διο και οι διασκεδασεις του.Το φαγητο λιγοστο,τα
ρουχα τα απαραιτητα,κι οι μονες γυναικες με τις
οποιες ηρθε σ'επαφη μαζι τους ηταν οι κοινες.Μια
φορα μπερδευτηκε σε μια βρωμικη δουλεια ,που
κατεληξε σε φονο και ξεμπλεξε δυσκολα.Μια
νυχτα βρεθηκε σ'ενα δωματιο με μια γυναικα.
Ο εραστης της τους ανακαλυψε,μπηκε στο δω-
ματιο ,τους αιφνιδιασε την ωρα που κοιμονταν,
εσφαξε τη κοπελλα κι εξαφανιστηκε .Θεωρηθηκε
υποπτος για τη δολοφονια και τον συνελαβαν.
Περασε πολλα μεχρι ν'αποδειξει οτι δεν ηταν
αυτος ο δολοφονος.Τον αφησαν ελευθερο αλλα
για πολυ καιρο ο υπνος του ηταν εφιαλτικος και
ξυπνουσε τρομαγμενος.Φοβονταν πως ζουσε
μεσα σ'ενα πνιγηρο αχαρο κοσμο στον οποιο η
θαλασσα δεν υπηρχε,στερημενο απ'το φως και
τα χρωματα της.
Σε μια πολιτεια, που εμεινε πολυ καιρο,για να επι-
ζησει,να τρεφεται και να βρισκει μερος να κοιμα-
ται ζωγραφιζε αυτα που ποθουσε πολυ:καικια,
βαρκες στο λιμανι,μεγαλα καραβια στη θαλασσα
μεσα σε τρικυμια και καταιγιδα,βραχια στην α-
κρη της θαλασσας να τα χτυπαει το κυμα,και
ψαρια γυαλιστερα στα διχτυα.Οι ανθρωποι μη
γνωριζοντας τη θαλασσα θεωρησαν αυτα τα ερ-
γα φανταστικα.Οι κριτικοι τα σχολιασαν σαν τα
δημιουργηματα ενος ιδιοφυους ανθρωπου.Τα
εργα εκεινα ειχαν μεγαλη ζητηση κι εβγαλε πολ-
λα χρηματα.Τα χρονια ειχαν περασει,ειχε κουρα-
στει,και σκεφτηκε να εγκαταλειψει εκεινη την
αναζητηση.Καποια στιγμη,ταυτοχρονα με τη
ζωγραφικη,ασχοληθηκε με τη γλωσσα τους,
Μια λεξη αλλοτε ηταν μονο ενα πραγμα,κι αλ-
λοτε ενα κειμενο,συχνα πολλες λεξεις αντιστοι-
χουσαν στο ονομα ενος πραγματος.Τα σχηματα
του λογου,η μεταφορα,η παρομοιωση,η μετωνυ-
μια,η συνεκδοχη ,ηταν ανυπαρκτα σ'αυτη τη
γλωσσα.Ειχαν διαφορετικα συστηματα γλωσσι-
κης εκφρασης.Σε καποια κειμενα επικρατουσε
αυστηρη λιτοτητα στα εκφραστικα μεσα .Σε
πολλα εργα τους οι λεξεις συνοδευονταν απο
ηχους,σχετικους η' και ασχετους με τη συνει-
θισμενην οημασια τους.Π.χ η λεξη ''αηδονι''
με το κελαιδισμα του αηδονιου η' με τους
χτυπους της καρδιας ενος μικρου παιδιου,πολ-
λες φορες οριζονταν και η ακριβης ηληκια του.
Ενα αφηγημα δμιουργειται,δειγμα δεξιοτεχνιας,
απο τη παραθεση φυσικων αντικειμενων.Ενα
παραδειγμα:δειχνουν ενα συννεφο,εχει σημασια
σε ποιο ακριβως σημειο τ'ουρανου,επειτα δει-
χνουν το κορμο μιας αμυγδαλιας,ειτε ολοκληρο
ειτε ενα συγκεκριμενο μερος του,στη συννε-
χεια δειχνουν ενα βραχο σ'ενα χερσο χωρα-
φι.Πολυ μεγαλη σημασια, σπουδαιοτητα, ε-
χει η σειρα με την οποια δειχνουν κατι,ο χρο-
νος μεσα στον οποιο το δειχνουν,η σχετικη
αποσταση που χωριζει τα αντικειμενα μετα-
ξυ τους,ο αριθμος των αφηγητων,αλλα και ο
αριθμος καθε φορα των θεατων η'των αναγνω-
στων,η αμεσοτητα η' οχι ,στη παρατηρηση,του
αναγνωστη-θεατη,εχουμε αφηγησεις των αφηγη-
σεων , ...
Εμαθε τοσο καλα τη γλωσσα τους,που καταφερε
να γραψει πολλες ιστοριες σ'αυτη,κι ακομη αυ-
το ,που πιο πολυ τον ενδιεφερε, να γραψει για
τη μητρικη του γλωσσα.Απεκτησε τετοιο κυρος
που τον καλεσαν πολλες φορες να δωσει διαλε-
ξεις στο μοναδικο Πανεπιστημιο της πολης με
κεντρικο θεμα ''τη θαλασσα''.Κατορθωσε να
πλουτισει το λεξιλογιο τους με καινουργιες λε-
ξεις,που προερχονταν απο τη δικη του γλωσσα.
Οπως:θαλασσα,γαλαζιο,ποντος,ιχθυς,πολυφλοι,
σβοιο,γλαρος,Ομηρος,Οδυσσεας,δελφινι,διχτυ,
παρα κοιλησιν νηυσι,Ελπηνορας,παραγαδι,υφα-
λος,πορτολανος,τρικυμια,γοργονα,Ιθακη,χτα-
ποδι,...
Συνεπεια αυτων των επιστημονικων εργασιων
του ηταν να διορισθει καθηγητης Γλωσσολογιας,
με αντικειμενο τη Γλωσσα του.και δημιουργηθη-
κε τεραστιο ενδιαφερον για κεινες τις σπουδες .
Απεκτησε τη συνηθεια,μετα τις ασχολιες της με-
ρας, να περπατα εξω,στην εξοχη, στο φως του
φεγγαριου, οταν ειχε φεγγαρι .Καθε φορα ,που
εκανε αυτη την εξοδο εχανε τη διαθεση ολο και
περισσοτερο να επιστρεψει.
Εκεινο το βραδυ δεν επεστρεψε.Ξυπνησε σε μια
παραλια,τα πευκα βουτουσαν τις ριζες τους στα
νερα της θαλασσας,που εκτεινονταν απεραντη.
Σιγα-σιγα μεσα σ'αυτο το τοπιο συνηλθε κι ειδε
τ'ασπρο συννεφο στο βαθος,λιγο πανω απ'τον
οριζοντα,να διαλυεται σ'ενα πληθος ασπρων
γλαρων,που πεταξαν μακρυα.Τοτε εψαξε στη
παραλια και βρηκε τα υπολειματα της φωτιας
που'χαν αναψει εκεινο το βραδυ .Η ψυχη του
αλαφρυνε.Πλαι στο στημενο κουπι στην αμμο
εκει, που χτυπαει το κυμα και φερνει το φως,
εκει θ'αναπαυονταν το σωμα του,οπως το επι-
θυμησε
.
.
.
BLUE INFINITY
.
.
ODYSSEIA
[ΟΔΥΣΣΕΙΑ]
FUGA
.
Οι γλαροι σηκωθηκαν στον αερα κι ακολουθη-σαν το καραβι στο μακρυνο του ταξιδι στη θα-
λασσα.Ο ναυτης στο πιο ψηλο καταρτι ανεβαζ-
μενος τους φωναζε και χειρονομουσε να φυγουν,
να σκορπιστουν.Εκεινοι δεν υπακουσαν.Τις επο-
μενες μερες εμειναν μονο εφτα να τους ακολου-
θουν και ξημερωνοντας η ογδοοη μερα τους
παρατησαν και πεταξαν σ'αγνωστη κατευθυνση.
Τ'απογευμα της ιδιας μερας αραξαν σε μια απο-
μερη παραλια.Τα πευκα βουτουσαν τις ριζες τους
,μεσα στο θαλασσινο νερο.Εκει γυρω ψαρεψαν,
κι εφαγαν τους αχινους.Οταν εφτασε η ωρα του
υπνου,αλλος εστρωσε στο καταστρωμα του κα-
ραβιου κι αλλος επεσε να κοιμηθει κατω απ'τα
πευκα,ως τ'αλλο ξημερωμα.
Οταν σηκωθηκαν φυσουσε απ'το μερος του βορ-
ρα.Σε λιγο ο καιρος αγριεψε,η θαλασσα σηκωσε
βουνα τα κυματα,στο βαθος του οριζοντα οι ασ-
τραπες ξεσκιζαν τα βαρια καταμαυρα συννεφα.
Αποφασισαν να μην ταξιδεψουν μ'αυτη την κα-
κοκαιρια,μεχρι να καλυτερεψει.Πολυ γρηγορα
αλλαξε ο καιρος,ο βορριας σταματησε,ο ηλιος
λαμπερος κι η θαλασσα γαληνεψε.Αλαφρυνε η
βαρια καρδια των ναυτικων.Για να σιγουρευ-
τουν για το καιρο συμφωνησαν ν'αναβαλουν
την αναχωρηση τους για την επομενη μερα.
Μολις βραδυασε ο μικροτερος ναυτης αρρωστη-
σε ξαφνικα,ολη τη νυχτα τον εψηνε ο πυρετος,
παραμιλουσε,ελεγε για τη μανα του και την
αρραβωνιστικια του στην πατριδα ,η αναπνοη
του εγινε δυσκολη,χλωμιασε το προσωπο του,
και το πρωι ξημερωνοντας ξεψυχισε.Τον επλυ-
ναν με θαλασσα,τον καθαρισαν ,τον περιποιη-
θηκαν και με βαρια τη ψυχη τον εθαψαν στην
αμμο εκει που κτυπα το κυμα,και πανω στο
μνημα του εστηκαν το κουπι του,οπως τους
παραγγειλε στα τελευταια λογια του.
Αφου οι συντροφοι ολ'αυτα τα τελειωσαν
βαριοκαρδισμενοι ανεβηκαν στο καραβι ,τεν-
τωσαν τα πανια,σηκωσαν την αγκυρα κι απο-
μακρυνθηκαν στη θαλασσα,που τοσο αγαπου-
σε εκεινος.
Πισω τους επαναεμφανισθηκαν οι γλαροι,η ' ι-
σως αλλοι γλαροι, πεντε τον αριθμο.Μετα απο
λιγο απ'τα τεσσερα σημεια του οριζοντα συγκε-
ντρωθηκαν κι αλλοι.Εκεινοι χτυπωντας πιο δυ-
νατα τα κουπια τους στα νερα ,και με τον ανε-
μο στα πανια τους προσπαθησαν να τους ξε-
φυγουν,να μη βλεπουν την ασπραδα τους.Θυ-
μηθηκαν το ναυτη και τη κακια μοιρα του,να
τιμωρηθει που τα φωναζε να φυγουν ,φοβηθη-
καν και τ'αφησαν ησυχα.
Επεσαν σε μεγαλη θαλασσοταραχη κι αυτος
μονο σωθηκε απ'τους αλλους και γυρισε πισω.
Τους αλλους ειτε τους σκεπασε το κυμα και
τους εφαγαν τα ψαρια,ειτε αφου μερονυχτα πα-
λεψαν με τα κυματα δεν αντεξε η καρδια τους
απ'τη μεγαλη κουραση και στις ακτες που τους
εβγαλε το κυμα τ'αψυχα σωματα,φουσκωμενα,
εκει τους αποσαρκωσαν οι γλαροι.Κι αλλοι
γραπωσαν ξυλα του καραβιου .που επεπλεαν
στα νερα κι εφτασαν σ'αφιλοξενα νησια,στη
μεση της θαλασσας,βραχοι χωρις δεντρα και
νερο κι εκει τους ξεκανε η πεινα κι η διψα,τα
φιδια και τα ορνια..
Εκει στη πατριδα βρηκε τη γυναικα του αρρω-
στη απ'τη στεναχωρια να τον περιμενει.Οταν
τον αντικρυσε με μακρια γενια και μαλλια τρο-
μαξε να τον γνωρισει.Τελικα οταν συνηλθε χα-
ρηκε , τον πηρε και τον ξεντυσε,τον επλυνε με
καθαρο νερο,τον εντυσε καθαρα ρουχα,τον
χτενισε ,του εστρωσε να φαει και μετα τον κα-
θισε διπλα της να της διηγηθει τα γεγονοτα και
στο τελος με γλυκα λογια τον εβαλε να της ορκι-
στει: στη θαλασσα να μην ξαναβγει.
Ξαναρθε η ομορφια στο προσωπο της γυναικας,
και τον εθρεφε με μελι και με γαλα ,του'κανε γε-
ρα κι ομορφα παιδια και με γλυκο κρασι τον με-
θουσε τα βραδυα.
Ομως εκεινος με το περασμα του καιρου της ειπε
πως τον βασανιζε ο καημος της θαλασσας ,του'
τρωγε τα σωθικα και να πανε μακρυα μεσα στη
στερια να μεινουν ,εκει οι ανθρωποι δεν γνωρι-
ζουν τα εργα της θαλασσας κι ισως γλυτωσει απ'
την ιδεα της.
Εκει στα ξενα καλλιεργουσε τα χωραφια,σιταρια ,
κριθαρια,καλαμποκια ,αμπελια ,σταφιδες,δεντρα
συκιες μηλιες και στα πρασινα λιβαδια βοσκουσε
μοσχαρια και προβατα.
Και ερχονταν στιγμες,ολο και πιο συχνα,το κορμι
του να τρεμει στη ξαφνικη θυμηση της θαλασσας.
Τοτε επαιρνε τα λοφακια για τα κυματα,και τ'ασ-
πρα συννεφα στον ουρανο για γλαρους,τα σπιτια
τοτε του φαινονταν για καραβια π'αρμενιζουν ,και
το δροσερο αερακι της ζεστες νυχτες του καλοκαι-
ριου για τη θαλασσια αυρα , και σηκωνε τα βραδυα
ψηλα τα ματια να δει τον πολικο αστερα και τη
μεγαλη αρκουδα στον ουρανο,αλανθαστα εργαλεια
του ναυτικου στα ταξιδια του.
Και μια μερα δεν αντεξε,τ'αποφασισε ,της ανακοι-
νωσε πως θα φυγει.Εκεινη στην αρχη τον παρακα-
λεσε ν'αλλαξει γνωμη,υστερα εκλαψε χτυπηθηκε
ουρλιαξε,και στο τελος σαν ειδε πως ηταν αμεταπει-
στος σιωπηλα τον ετοιμασε να φυγει.Εκεινος εφυ-
γε πριν ακομα ξημερωσει.
Οταν διαλυθηκε το σκοταδι και φωτισθηκε ο κοσμος
αρχισε να σκεφτεται,να σχεδιασει,πως θα φτασει στα
μερη της θαλασσας.
Εψαχνε να βρει ποταμι στη πορεια του,αυτο απο'τα χιο-
νια στα βουνα κατεβαζει τα νερα μεσα απο φαραγγια,
ορμητικο ,με καταρραχτες,μουγκριζοντας σαν ταυρος,
επειτα διασχιζοντας πυκνα δαση σαν φιδι,φτανει ηρεμο
και πλατυ στη πεδιαδα κι αφου αφησει βαλτους και
λιμνουλες,ανακατευει μεσα σε καλαμια τα γλυκα νερα
του με το αλατι της θαλασσας.
Ομως εκει που βαδιζε δεν βρηκε ποταμια,μονο λιμνες,
που μαζευαν στις λεκανες τους τα νερα της βροχης ,
και τα νερα των χειμμαρων απ'τα βουνα γυρω τους.
Καποτε νυχτωθηκε σε μερη ανθρωπων μ'αλλη γλωσσα
απ'τη δικη του,κι αλλα εθιμα,μ'αγνοια της θαλασσας.
Αλλοτε ταξιδευε καβαλαρης στις ραχες αλογων,γρηγο-
ρων σαν τον ανεμο,αλλοτε αργα με γαιδουρακια .Αλλο-
τε μισθωνε αμαξες και κυλουσε σε δρομους,αλλοτε πε-
ζος διαβαινε στους καμπους και ξεσηκωνε τρομαγμενα
απ'τη βοσκη τ'αγριοπεριστερα.Αλλοτε επαιρνε οδηγους
να τον περασουν μεσα απο επικινδυνους βαλτοτοπους,
απο πυκνα δαση κι αποκρημνα βουνα .
Και παντου στ'πλατια ανοιγματα της γης και στα
ψηλωματα τα ματια του ταξιδευαν σαν καραβια ,ν'ανοι-
ξουν δρομους στα τεσσερα σημεια του οριζοντα,ν'απε-
λευθερωθουν.
Ταξιδευε καιρο πολυ,χωρις να δει καραβια ν'αρμενι-
ζουν στο απεραντο γαλαζιο της θαλασσας.
Καποτε βρεθηκε στον σιδηροδρομικο σταθμο μιας με-
γαλης πολιτειας.Μεσημερι.Σκληρες και αιχμηρες οι
σκιες των κτιριων εκεινη την ωρα σαν ξιφη.
Ειχε χρονο στη διαθεση του ,ετσι καθισε να
περιεργαστει το χωρο γυρω του.
Η πρωτη εντυπωση ηταν πως προκειται για μια περι-
εργη αρχιτεχτονικη.Το κεντρικο κτιριο του σταθμου
,ενα τεραστιο ορθογωνιο παραλληλεπιπεδο.Μια
μεγαλη σειρα πετροχτιστα τοξα στην προσοψη της
εισοδου.Πανω ,ακριβως,απ'το κεντρικο τοξο,μεγαλο-
πρεπες στην απλοτητα του, υψωνονταν ενας τετραγω-
νισμενος στην κατοψη πυργος μ'ενα στρογγυλο ρολοι
με λατινικους αριθμους για τις ωρες.Διαβασε την ωρα
του χρονου,που'ναι ακινητος για τον ανθρωπο.Σκεφ-
τηκε πως ετσι πρεπει να'ναι.Γιατι στην αντιθετη πε-
ριπτωση αν υπηρχε η κινηση του ο ανθρωπος θ'αποκα-
λυπτε το πριν και το μετα του,που τοσο απεγνωσμενα,
κι ισως οπως φαινεται ως τα τωρα [αλλα ποιος ξερει
αν δεν ειναι ζητημα χρονου]χωρις την παραμικρη ελ-
πιδα,ψαχνει με τη φιλοσοφια.Ο Χρονος γυριζει σ'ενα
Φαυλο Κυκλο.
Τα κτιρια ,στο δεξιο και στο αριστερο ακρο του
μεγαλου κεντρικου κτιριου,ηταν τελειοι κυβοι.
Ψηλα στην προσοψη τους,υπηρχε μια σειρα απο
μικρα παραθυρα,σε ορθογωνια σχηματα, και
με την οριζοντια γραμμη της στεγης σχηματιζαν
μια παραλληλη ζωνη.
Εκεινη την ωρα,ακριβως μεσημερι, ενα τρενο ηταν
σταματημενο στο σταθμο.Η προοπτικη του χωρου
ειχε τετοια γεωμετρια που δημιουργουσε στον θεα-
τη την εντυπωση πως ο αριθμος των βαγονιων ,που
εσερνε η μεγαλη ατμομηχανη ,ηταν απειρος.
Η πλατεια μπροστα απο τα κτιρια ειχε σχημα τετρα-
γωνου.Ηταν στρωμενη με λευκες κι ασπρες τετραγω-
νες πλακες.Μια τεραστια σκακιερα.
Στο κεντρο της υψωνονταν ενα μνημειακο μπρουτζι-
νο αγαλμα.Η μορφη μιας ξαπλωμενης γυναικας ελα-
φρα ανασηκωμενης.
Πανω στην επιφανεια της πλατειας διεκρινε στο
φως εκεινης της ωρας διαφορες ψηλολιγνες ανθρω-
πινες μορφες, διασπαρτες σε διαφορα σημεια της.
Φιγουρες μοναχικες , απολυτα ακινητοποιημενες ,
με σκληρες αιχμηρες σκιες,σαν τ σκοτεινα αποτυ-
πωματα στην αιωνιοτητα αυτης της παραδοξης
γεωμετριας.Σ'οποιο εσωτερικο της σημειο και να
βρισκοσουν ενιωθες πως ο χωρος που σε περι-
βαλλει ηταν απεραντος και πως καμπυλωνε βαθ-
μιαια ως το απειρο.
Ψηλα στον καθαρο γαλαζιο ουρανο αιωρουνταν
επιμηκη ,με συστρεφωμενα σχηματα, συννεφα απο-
μειναρια μιας αχρονης νεροποντης που συνεβηκε [η'
θα συμβει] η ' απο τον καπνο που δραπετευσε απο
τα φουγαρα των τρενων.
Το τελικο αισθημα ,που του προκαλουσε εκεινο το
λιτο γεωμετρικο σκηνικο ηταν δεος ,που το αι-
σθανονταν κυριως στο πνευμα κι οχι στη καρδια.
Εδινε σ'αυτο διαφορες ερμηνειες.Παντα ομως του
ξεφευγε η απολυτη αληθεια των πραγματων.Εψαχνε
μεσα στη Μεγαλη Αβεβαιοτητα
Ο δρομος τον εφερνε σε τοπους μ'ελιες,φυτεμενες
στις πλαγιες .Εκει η φυση τον ξεγελουσε ,νομιζε πως
η θαλασσα ηταν κοντα,επειδη η καλλιεργεια της ελιας
συνειθιζεται στη περιοχη της.
Σ'αλλα μερη ανακαλυψε σκαβοντας σε αμμωδη ε-
δαφη απολιθωμενα κοραλλιογενη φυτα και ασβεστο-
λιθικα υπολειματα κοχυλιων.Τοτε του φανηκε πως
εκεινα τα ευρηματα εκαναν τη θαλασσα,που αναζη-
τουσε περισοτερο απουσα .
Οι αναγκες του ειχαν περιοριστει στο ελαχιστο.Το ι-
διο και οι διασκεδασεις του.Το φαγητο λιγοστο,τα
ρουχα τα απαραιτητα,κι οι μονες γυναικες με τις
οποιες ηρθε σ'επαφη μαζι τους ηταν οι κοινες.Μια
φορα μπερδευτηκε σε μια βρωμικη δουλεια ,που
κατεληξε σε φονο και ξεμπλεξε δυσκολα.Μια
νυχτα βρεθηκε σ'ενα δωματιο με μια γυναικα.
Ο εραστης της τους ανακαλυψε,μπηκε στο δω-
ματιο ,τους αιφνιδιασε την ωρα που κοιμονταν,
εσφαξε τη κοπελλα κι εξαφανιστηκε .Θεωρηθηκε
υποπτος για τη δολοφονια και τον συνελαβαν.
Περασε πολλα μεχρι ν'αποδειξει οτι δεν ηταν
αυτος ο δολοφονος.Τον αφησαν ελευθερο αλλα
για πολυ καιρο ο υπνος του ηταν εφιαλτικος και
ξυπνουσε τρομαγμενος.Φοβονταν πως ζουσε
μεσα σ'ενα πνιγηρο αχαρο κοσμο στον οποιο η
θαλασσα δεν υπηρχε,στερημενο απ'το φως και
τα χρωματα της.
Σε μια πολιτεια, που εμεινε πολυ καιρο,για να επι-
ζησει,να τρεφεται και να βρισκει μερος να κοιμα-
ται ζωγραφιζε αυτα που ποθουσε πολυ:καικια,
βαρκες στο λιμανι,μεγαλα καραβια στη θαλασσα
μεσα σε τρικυμια και καταιγιδα,βραχια στην α-
κρη της θαλασσας να τα χτυπαει το κυμα,και
ψαρια γυαλιστερα στα διχτυα.Οι ανθρωποι μη
γνωριζοντας τη θαλασσα θεωρησαν αυτα τα ερ-
γα φανταστικα.Οι κριτικοι τα σχολιασαν σαν τα
δημιουργηματα ενος ιδιοφυους ανθρωπου.Τα
εργα εκεινα ειχαν μεγαλη ζητηση κι εβγαλε πολ-
λα χρηματα.Τα χρονια ειχαν περασει,ειχε κουρα-
στει,και σκεφτηκε να εγκαταλειψει εκεινη την
αναζητηση.Καποια στιγμη,ταυτοχρονα με τη
ζωγραφικη,ασχοληθηκε με τη γλωσσα τους,
Μια λεξη αλλοτε ηταν μονο ενα πραγμα,κι αλ-
λοτε ενα κειμενο,συχνα πολλες λεξεις αντιστοι-
χουσαν στο ονομα ενος πραγματος.Τα σχηματα
του λογου,η μεταφορα,η παρομοιωση,η μετωνυ-
μια,η συνεκδοχη ,ηταν ανυπαρκτα σ'αυτη τη
γλωσσα.Ειχαν διαφορετικα συστηματα γλωσσι-
κης εκφρασης.Σε καποια κειμενα επικρατουσε
αυστηρη λιτοτητα στα εκφραστικα μεσα .Σε
πολλα εργα τους οι λεξεις συνοδευονταν απο
ηχους,σχετικους η' και ασχετους με τη συνει-
θισμενην οημασια τους.Π.χ η λεξη ''αηδονι''
με το κελαιδισμα του αηδονιου η' με τους
χτυπους της καρδιας ενος μικρου παιδιου,πολ-
λες φορες οριζονταν και η ακριβης ηληκια του.
Ενα αφηγημα δμιουργειται,δειγμα δεξιοτεχνιας,
απο τη παραθεση φυσικων αντικειμενων.Ενα
παραδειγμα:δειχνουν ενα συννεφο,εχει σημασια
σε ποιο ακριβως σημειο τ'ουρανου,επειτα δει-
χνουν το κορμο μιας αμυγδαλιας,ειτε ολοκληρο
ειτε ενα συγκεκριμενο μερος του,στη συννε-
χεια δειχνουν ενα βραχο σ'ενα χερσο χωρα-
φι.Πολυ μεγαλη σημασια, σπουδαιοτητα, ε-
χει η σειρα με την οποια δειχνουν κατι,ο χρο-
νος μεσα στον οποιο το δειχνουν,η σχετικη
αποσταση που χωριζει τα αντικειμενα μετα-
ξυ τους,ο αριθμος των αφηγητων,αλλα και ο
αριθμος καθε φορα των θεατων η'των αναγνω-
στων,η αμεσοτητα η' οχι ,στη παρατηρηση,του
αναγνωστη-θεατη,εχουμε αφηγησεις των αφηγη-
σεων , ...
Εμαθε τοσο καλα τη γλωσσα τους,που καταφερε
να γραψει πολλες ιστοριες σ'αυτη,κι ακομη αυ-
το ,που πιο πολυ τον ενδιεφερε, να γραψει για
τη μητρικη του γλωσσα.Απεκτησε τετοιο κυρος
που τον καλεσαν πολλες φορες να δωσει διαλε-
ξεις στο μοναδικο Πανεπιστημιο της πολης με
κεντρικο θεμα ''τη θαλασσα''.Κατορθωσε να
πλουτισει το λεξιλογιο τους με καινουργιες λε-
ξεις,που προερχονταν απο τη δικη του γλωσσα.
Οπως:θαλασσα,γαλαζιο,ποντος,ιχθυς,πολυφλοι,
σβοιο,γλαρος,Ομηρος,Οδυσσεας,δελφινι,διχτυ,
παρα κοιλησιν νηυσι,Ελπηνορας,παραγαδι,υφα-
λος,πορτολανος,τρικυμια,γοργονα,Ιθακη,χτα-
ποδι,...
Συνεπεια αυτων των επιστημονικων εργασιων
του ηταν να διορισθει καθηγητης Γλωσσολογιας,
με αντικειμενο τη Γλωσσα του.και δημιουργηθη-
κε τεραστιο ενδιαφερον για κεινες τις σπουδες .
Απεκτησε τη συνηθεια,μετα τις ασχολιες της με-
ρας, να περπατα εξω,στην εξοχη, στο φως του
φεγγαριου, οταν ειχε φεγγαρι .Καθε φορα ,που
εκανε αυτη την εξοδο εχανε τη διαθεση ολο και
περισσοτερο να επιστρεψει.
Εκεινο το βραδυ δεν επεστρεψε.Ξυπνησε σε μια
παραλια,τα πευκα βουτουσαν τις ριζες τους στα
νερα της θαλασσας,που εκτεινονταν απεραντη.
Σιγα-σιγα μεσα σ'αυτο το τοπιο συνηλθε κι ειδε
τ'ασπρο συννεφο στο βαθος,λιγο πανω απ'τον
οριζοντα,να διαλυεται σ'ενα πληθος ασπρων
γλαρων,που πεταξαν μακρυα.Τοτε εψαξε στη
παραλια και βρηκε τα υπολειματα της φωτιας
που'χαν αναψει εκεινο το βραδυ .Η ψυχη του
αλαφρυνε.Πλαι στο στημενο κουπι στην αμμο
εκει, που χτυπαει το κυμα και φερνει το φως,
εκει θ'αναπαυονταν το σωμα του,οπως το επι-
θυμησε
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου