.
16 ΜΙΚΡΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ[β']
.
θ'
Τα αστρα εχουν ακομα ωρα να βολταρουν στον
ουρανο κι αργει πολυ ν'ανατειλει το λαμπερο ασ-
τρο της αυγης.Μου'λεγε η μανα μου το παραμυθι,
που της παραδοθηκε απ'τη δικια της μανα.
Μια φορα κι ενα καιρο μια βοσκοπουλα βοσκου-
σε τις χηνες κι ενα μικρο χηνοπουλο της μιλησε
μ'ανθρωπινη φωνιτσα: ''Σκαψε ,λυγερη, εκει
μπροστα στα ποδια σου που βρισκεσαι''.Κι αυτη
το ακουσε κι ετσι εγινε,εσκαψε ,και να μην πολ-
λυλογουμε βρηκε κασελα αργυρη ,γεμισμενη με
διαμαντικα και χρυσα.Μ'αυτα στολιστηκε,γιορ-
τανια και χρυσες καρφιτσες, την Κυριακη να
βγει για το σεργιανι.Μ'αυτα βγηκε κι ελαμπε
σαν τον ηλιο τη μερα σαν το φεγγαρι τη νυχτα.
Οι ανθρωποι ομως ειναι κακοι και φθονεροι και
την ζηλεψαν :την παραειδανε για κλεφτρα,στη
φυλακη την κλεισανε.Εκεινη η βαριομοιρη
ολη μερα κι ολη νυχτα εκλαιγε και φωναζε πως
ειναι αθωα πως τιποτα δεν εκλεψε, πως ,να, ενα
χηνοπουλο εκει που βοσκουσε τις χηνες της
εδειξε τον κρυμενο θησαυρο εκει μπροστα στα
ποδια της.Κι οι φυλακες που την κρατουσαν
κλεισμενη στη φυλακη ηταν σκληροι στη
καρδια και την περιγελουσαν:'' Α κι εγω, ομορ-
φουλα , αμα κλεψω θα φωναζω πως γι'αυτο
φταιει ενα χηνοπουλο ασπρο και ζουμερο της
μανας του καμαρι ''
Και λεγοντας αυτα οι παρανομοι κι ανομοι
αδιαντροπα την μοιρασαν την ασπρη στα
ζαρια .Ποιος παιρνει τα διαμαντικα και τα
χρυσαφια .Και ποιος παιρνει την ομορφουλα
με τη σειρα του .
.
.
ι'
''...Τα Παραμυθια μετα[γραφουν] και κατα[γρα-
φουν] το α[συνειδητο].Η Πλοκη του Παραμυθιου
βασιζεται στα Πρωτα Στοιχεια [Κανονες ] της
Λογοτεχνιας :Μεταφορα , Συμπυκνωση,Μετωνυ-
μια,Το Μερος Για Το Ολον.
Το Περιεχομενο τους δομειται πανω στις Υπερ[βα-
σεις] της Γλωσσας.
Οι ανθρωποι ποτε δεν εγκατελειψαν την παρα-μυθια
αφηγηση, απλα μετα[αλλαχτηκε] ο αφηγηματι-
κος τροπος ...
Τελειωνω την Διαλεξη μου '' Η Μορφολογια του
Παραμυθιου'' μ'ενα ... Παραμυθι'' :
''Μια φορα κι ενα καιρο δυο κοπελες ειχαν στην
ακρη αδερφο μικροτερο.Κωνσταντακη τ'ονομα.
Η μια κοπελα ηταν ασπρη σαν τη μερα κι αλλη
μαυρη σαν τη νυχτα και τον αγαπουσαν σαν τα
ματια τους τα δυο τον Κωνσταντακη.Ειχαν απο
μικρες ορφανεψει και τον μεγαλωσαν με το με-
λι με το γαλα.Τον περναν παιδι στον ποταμο μα-
ζυ τους να πλυνουν τ'ασπρορουχα.Και στον αρ-
γαλειο που 'φαιναν τα κιλιμια και τις μαντανιες.
Και συχνα πυκνα τον επαιρναν στα γλυκοφιλη-
ματα για φιλια στο μαγουλο για στα χειλη για
στο μετωπο.Περασε ο καιρος κι ηρθε καιρος
που μεστωσε το κορμι τους , ειχαν απλωσει
κλαδια κι ανθους ανθισει.Η ομορφια των θυγα-
τερων οπως τ'αρωμα στα τριανταφυλλα του
κηπου την ανοιξη εποχη του χρονου.
Εν τω μεταξυ απο κοντα κι ο Κωνσταντης τις
παραβγαινε στην ωραιοτητα και το κορμι ειχ'αν-
δρωθει . Τα πονηρα λογια του κοσμου φουσκω-
σαν ,κυλλησαν και πηραν δρομο: ''Για δεστε
αδερφαδες της παντρειας σαν τα κρινα τ'αγρου
και δεν ντρεπονται ν'αγαπαν αντρικα τον αδερφο
τους''
Εκεινα τα κακομοιρα πολυ καιρο δεν χαρηκαν.
Επεσε αρρωστεια κακια αγιατρευτη στον
Κωνσταντακη και το γερο κορμι του σαπισε.
Κι οσα γιατρικα φαρμακια στον ντουνια ολο-
κληρο δεν τον φελουσαν και παει χασανε οι
αδερφες τον αδερφο .
Αποβραδυς τον κλαιγανε τον δυστυχο το βρα-
δυ τον μοιρολογανε:πως γινεται να φαει τετοιο
κορμι ομορφο η μαυρη γη .Και την αυγιτσα
σκαβουνε βαθεια πλατια τη γη για τρεις νομα-
τους χωρο .Στ'αριστερα η μια του αδερφη η
ασπρη σαν τη μερα , στα δεξια η αλλη του
αδερφη η μαυρη σαν τη νυχτα και κει στη με-
ση ο πικρο-Κωνσταντακης να τον σφιχταγκα-
λιαζουν.
Κι εριξε ο Θεος νερα τρεις μερες και τρεις
νυχτες ακαταπαυστα να τους αποκαθαρισει
απ'τ'αμαρτηματα των ανθρωπων .Κι ως εφεξε
την τεταρτη μερα το χωμα μυροβολισε σ'εκει-
νο τον τοπο.
Κι ετσι αναπαυφτηκαν τα πολυαγαπημενα ''
.
ια'
Παραμυθι -μυθι το κουκι και το ρεβυθι
επαντρεψαν το γατι και το ποντικι
Μια φορα στον καιρο εκεινο για να ταξιδεψουν
οι ανθρωποι στον αερα ψηλα κολλουσαν φτε-
ρουγες στον ωμο τους με κερι.Επειτα απο πολυ-
ημερα ταξιδια στον κοσμο γυρνουσαν πισω κι
διηγουνταν τα τοσα που ακουσαν και ειδαν.
Ενας απ'αυτους τους ταξιδευτες, ο πιο αλαφρο-
ισκιωτος , ολους τους ξεπερνουσε στα ψεματα κι
ουτε τον ενοιαζε που καταλαβαιναν τα ψεματα και
τον περιγελουσαν.Εκεινον αλλο δεν τον μαγευε πα=
ρα μονοχα η μαστορια που'χτιζε τις ιστοριες του,
σαν τους μαστορους ,τους αρχιτεκτονες ,που χτιζουν
τα μεγαλα σπιτια.
Μια φορα ,τους ειπε, πως τοσο μακρια ταξιδεψε,που
εφτασε στο φεγγαρι ,''να αυτο που βλεπετε στον ου-
ρανο'', και τον φιλοξενησαν οι φεγγαρισιοι ,που κα-
θολου δεν μοιαζουν ''με μας '' τους ανθρωπους.
Εκει ,αυτοι οι φεγγαρισιοι , τον ζευγαρωσαν με τη
βια με γυναικα ,μ'οτι τελοσπαντων αυτοι εννοουν
γυναικα.Αυτος ομως το'σκασε και να 'τος εδω μαζι
τους και τωρα ζηταει τη συμπαρασταση και τη βο-
ηθεια τους.Εκεινοι τον ειρωνευτηκαν , τον κατη-
γορισαν πως ηθελε να τους γελοιοποιησει με τα
ανοητα παραμυθια του .Κι ολοι χωρις καμια εξαι-
ρεση του γυρισαν την πλατη και τον απομονω-
σαν.
Την νυχτα που ηρθε δεν νυχτωσε ουτε και τις
αλλες νυχτες που ηρθαν δεν νυχτωσε.Αυτο πολυ
τον φοβισε ,το κορμι του ετρεμε σαν απο κρυο και
πυρετο και δεν ειχε πανω στη γη πουθενα καταφυ-
γιο να τον κρυψει.
Οταν ηρθε ο καιρος κι οι μερες του φεγγαριου,που
στον ουρανο περιοδευει τις νυχτες, ολοι αναρωτηθη-
καν γιατι αργοπορει το ταξιδι του στον ουρανο τοσο
πολυ.Και τοτε καποιος κοροιδευτικα ειπε:'' Το φεγ-
γαρι φαινεται σαν κατι να ψαχνει να βρει ''
Εκεινο μεγαλωσε στο σχημα κι αυξηθηκε στο φως
ωσπου σαν εγινε πανσεληνος φωτισθηκαν με απλετο
φως οι κρυφες σκιες της γης και ξεθαψε τα κρυμενα,
εκεινα που πηγαν να κρυφτουν.
Οταν η αλλη μερα ξημερωσε στον ηλιο μαθευτηκε
[και βεβαιωθηκε] η εξαφανιση ενος ανθρωπου.Που
ελεγε μεγαλα ψεματα.
Και τις νυχτες, που ακολουθησαν εκεινο το συμβαν
το φεγγαρι στον ουρανο ταξιδευε κανονικα οπως
πριν , μικρενε και μεγαλωνε οπως το 'χει ορισει η
φυση
Εκεινα ,που τελικα βρηκαν ηταν μονο τα φτερα του,
αποκολλημενα απ'τους ωμους του
.
.
ιβ'
Τα Παραμυθια,μου'λεγε ο παππους μου, ειναι για τη
ζωη των παλαιοτερων ανθρωπων και φτανουν ως ε-
μας την ιστορια τους.Εγω ομως ειχα καταλαβει πως
πολλα απ'αυτα που μου διηγουνταν τα'χε ο ιδιος ι-
στορησει .Κι αυτο το ιδιο ,να ιστορω ,το κληρονο-
μησα κι εγω.
Μια φορα κι ενα καιρο μια κορη ομορφη σαν τα
κρυα τα νερα υφαινε στον αργαλειο καμαρι της
μανας τον ουρανο με τάστρα .Κι ειχε στο νου σαν
τελειωσει με τους αστερισμους ν'αρχισει να ιστορει
τη θαλασσα,που'ναι γαλαζιος καθρεφτης τ'ουρανου.
Και πανω στο πανι να βαλει ολα τα υπαρχοντα της :
τα στειδια,το χταποδι ,τη περκα και τ'αλλα ψαρια.
Η μανα της την παινευτηκε την ομορφη κι αξια θυ-
γατερα κι ειχε στην καρδια γι'αυτην μεγαλο λογο.
Μονο σαν τον ξεστομισε οι αλλοι ανθρωποι που'χαν
κοριτσια στην ωρα της παντρειας πολυ την ζηλεψαν
κι ηρθε στο λογο τους η κακια ωρα ν'αρρωστησει τη
θυγατερα.Τα χερακια της παραλυνε και τα λαμπερα
ματια τυφλωσε, η λιγεραδα στο κορμι μαραθηκε σαν
το βλασταρακι στον παγο τη χειμωνια κι η γλυκεια
φωνιτσα χαθηκε σαν πουλακι που γλυκοκελαηδουσε μια φορα.
Κι ελεγε η μαυρομανα:
''Τι μου'γινες ετσι , καλιτσα μου, τι μου'παθες ,καλη
μου ,και μου μαραθηκες κι εριξες κλωνους και καρ-
πους;''
Κι η κορη πριν ξεψυχισει την παρηγορουσε κι ελεγε:
''Μανα μανιτσα καλη μου μανα δεν σου'τανε γραφτο
νυφουλα να με καμαρωνεις, σαν ανθισμενη αμυγ-
δαλια .Και τα προικια εμειναν ,μανα ,στον αργαλειο
η θαλασσα κι ο ουρανος ο ηλιος το φεγγαρι.Σαν
,μανα,θα σ'αφησω ,σαν ερθει ο μαυρος καβαλλαρης
ο αγγελος ,μην φοβηθεις μην λυπηθεις μονο ,μανου-
λα.να τον κερασεις το γλυκο να του ποτισεις τ'αλογο
να μου σηκωσει τη ψυχουλα απαλα κι ελαφρια για
στους ουρανους που τ'αστρα φωτανε λαμπερα πη-
γαινω,για στη θαλασσα συντροφια με στρειδια και
χταποδια''
Αυτα τα λογια ειπε η διαλεχτη και πεταξε η ψυχουλα
της σαν πουλι στον ουρανο η ' σαν περκα βυθιστηκε
στα πελαγα στη θαλασσα.
.
ιγ'
Μια φορα κι ενα καιρο στη γη γεννηθηκε και με-
γαλωσε μια κορη ,κορη του Ηλιου.Ηταν ομορφη
πολυ λαμπερη στη οψη.Το κορμι ηταν φτιαγμενο
απο διαφανο κρυσταλλο,κι ολοι την προσεχαν στα
παιχνιδια της μην πεσει μην σκονταψει:αν σκοντα-
φτε κι αν επεφτε θα γινονταν κομματια,κι αυτο τον
Ηλιο πολυ θα τον πικρανε.Τοτε ,αλιμονο τι θα γινο-
ταν,ποτε πια δεν θα ξαναδειχνε το λαμπερο του προ-
σωπο στη γη απανω και στους ανθρωπους.
Φαινεται πως μεχρι τωρα ,αυτην την ωρα, που εμεις
μιλαμε το'χουν καλα καταφερει μητε να πεσει μητε
να σκονταψει η κορη του Ηλιου
.
ιδ'
Μια φορα στα πολυ παλια χρονια ενας γιγαντας δια-
φεντευε οχι μονο τα μερη της γης αλλα και τα πληθη
των αστεριων στον ουρανο ψηλα.Αναλογα με τις δια-
θεσεις του,αρπαζε με τα τεραστια χερια ολοκληρα
βουνα και τα βυθιζε στη θαλασσα ,και με τις χουφτες
του αλλοτε βουτουσε αστρα πολλα αμετρητα και
τα'σπερνε σαν φοβερος σπορεας στα απεραντα μηκη
και πλατη τ'ουρανου.Ευτυχως που τοτε ,τα χρονια
εκεινα,δεν υπηρχαν ακομα ανθρωποι πανω στη γη.
Φαντασθητε πως θα ενιωθαν να μην βλεπουν απ'τ'α-
νοιχτα παραθυρα τους τα βουνα ,που εβλεπαν την
προηγουμενη μερα η' να μην γνωριζαν απ' τους
αστερισμους στον βραδυνο ουρανο ποια η ωρα κι
ο καιρος να σπειρουν να ψαρεψουν ποτε να φυτε-
ψουν δεντρα ποτε να καρπισουν τη γυναικα τους.
Η' αν ηταν ανηξεροι απο θαλασσα βαρκες και
κουπια να πρεπει να φτιαξουν λιμανια και να συμ-
βουλευονται ναυτικους χαρτες και πυξιδες.Και που
να βρεις τον...Πολικο Αστερα για ασφαλη ταξιδια;
Τωρα ,θα μου πειτε,πως γινεται και τα γνωριζω
ολ'αυτα και μαλιστα τα διηγουμαι ,αφου τοτε
δεν ημουν;
Πολλοι λενε πως αυτα ειναι κατασκευασματα της
φαντασιας μου η' πως οφειλονται στα μεγαλα ψε-
ματα ,που εχω την αδυναμια εδω και καιρο να επι-
νοω.
Αληθεια, ποιος ξερει;
.
.
ιε'
Μια φορα στους περασμενους καιρους ο ουρανος
ειχε γεμισει απ'ακρη σ'ακρη μ'αετους μεγαλοπτερυ-
γους.Πολλοι απορουσαν σφοδρα μ'αυτο το θεαμα
και δεν μπορουσαν να το ερμηνευσουν.
Οι παλαιοτεροι μαρτυρουσαν πως παρομοιο συμ-
βαν στο παρελθον δεν ειχε ξαναγινει.Ορισμενοι
νεωτεροι ,στη προσπαθεια να καταλαβουν,μιλουσαν
για καποιο θαυμα η' το χαραχτηριζαν αοριστα σαν
οραμα, οφθαλμαπατη.Με το περασμα του καιρου
ομως το συνειθισαν και δεν τους προκαλουσε πια
καμια εντυπωση .
Μια μερα ,την ωρα του μεσημεριου,ενα μικρο παι-
δι,απροσωπο οπως ολα τα παιδια του κοσμου ειναι,
σηκωσε τον δειχτη του δεξιου χεριου του στον ουρα-
νο και τους εδειξε:
''Ε ,κοιταξτε'' τους φωναξε ''δεν υπαρχει ουτε ενας
αετος στον ουρανο ψηλα''
Αυτοι ανασηκωσαν τα κεφαλια τους στον ουρανο
και με εκπληξη τον αντικρυσαν αδειασμενο.Πραγ-
ματικα ουτε ενας αετος δεν πετουσε εκει ψηλα.
Απο εκεινη την ωρα προετοιμασθηκαν για τα
μεγαλα κακα,που θα ερχονταν.Το παιδι πρωτο
απ'ολα το εσυραν σ'ενα παρατημενο ερημικο λατο-
μειο ,εκει το λιθοβολισαν μεχρι θανατου.
.
ιστ'
Μια φορα κι ενα καιρο ενας πατερας ειχε τρεις
γιους και τους καλοπαντρεψε.
Ο πρωτος ο μεγαλυτερος πηρε γυναικα υφαντρα
παινεμενη ,ο δευτερος παντρευτηκε γυναικα περι-
βολαρισα κι ο τριτος ο μικροτερος βρηκε να'χει
αμπελια και σταφιδες γυναικα.
Οσο καιρο ακομα ειχε στο φως τα ματια ανοιχτα
ο γερος τα πραγματα πηγαιναν δεξια, μα σαν τα'
κλεισε τα ματια ο γερος στο σκοταδι ολα ξαφνικα
στραβωσαν.Τ'αδερφια ,πρωτα αγαπημενα και
μονιασμενα,φιλονικησαν για τα χωραφια και
τα χτηματα και δεν μιλιοντουσαν τωρα.
Εκεινες οι εχθρητες τραβηξαν πολυ καιρο και
δεν ειχαν διορθωμο.
Στα τελευταια ,βαρυνθηκαν κι οι γυνακες στη
καρδια, πηραν τα ματια τους ,τους παρατησαν κι
εφυγαν.
Κι ο αργαλειος ,που'φαινε η λιγερη ,ξεστυλωθηκε
απ' τα ξυλα του.Το δε περιβολι ,που καλλιεργουσε
η ομορφη γεμισε αγριοχορτα κι αγριαγκαθια .Και
τ'αμπελι που φροντιζε η γαιτανοφρυδουσα ξεραθη-
κε κι εριξε τα φυλλα.
.
16 ΜΙΚΡΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ[β']
.
θ'
Τα αστρα εχουν ακομα ωρα να βολταρουν στον
ουρανο κι αργει πολυ ν'ανατειλει το λαμπερο ασ-
τρο της αυγης.Μου'λεγε η μανα μου το παραμυθι,
που της παραδοθηκε απ'τη δικια της μανα.
Μια φορα κι ενα καιρο μια βοσκοπουλα βοσκου-
σε τις χηνες κι ενα μικρο χηνοπουλο της μιλησε
μ'ανθρωπινη φωνιτσα: ''Σκαψε ,λυγερη, εκει
μπροστα στα ποδια σου που βρισκεσαι''.Κι αυτη
το ακουσε κι ετσι εγινε,εσκαψε ,και να μην πολ-
λυλογουμε βρηκε κασελα αργυρη ,γεμισμενη με
διαμαντικα και χρυσα.Μ'αυτα στολιστηκε,γιορ-
τανια και χρυσες καρφιτσες, την Κυριακη να
βγει για το σεργιανι.Μ'αυτα βγηκε κι ελαμπε
σαν τον ηλιο τη μερα σαν το φεγγαρι τη νυχτα.
Οι ανθρωποι ομως ειναι κακοι και φθονεροι και
την ζηλεψαν :την παραειδανε για κλεφτρα,στη
φυλακη την κλεισανε.Εκεινη η βαριομοιρη
ολη μερα κι ολη νυχτα εκλαιγε και φωναζε πως
ειναι αθωα πως τιποτα δεν εκλεψε, πως ,να, ενα
χηνοπουλο εκει που βοσκουσε τις χηνες της
εδειξε τον κρυμενο θησαυρο εκει μπροστα στα
ποδια της.Κι οι φυλακες που την κρατουσαν
κλεισμενη στη φυλακη ηταν σκληροι στη
καρδια και την περιγελουσαν:'' Α κι εγω, ομορ-
φουλα , αμα κλεψω θα φωναζω πως γι'αυτο
φταιει ενα χηνοπουλο ασπρο και ζουμερο της
μανας του καμαρι ''
Και λεγοντας αυτα οι παρανομοι κι ανομοι
αδιαντροπα την μοιρασαν την ασπρη στα
ζαρια .Ποιος παιρνει τα διαμαντικα και τα
χρυσαφια .Και ποιος παιρνει την ομορφουλα
με τη σειρα του .
.
.
ι'
''...Τα Παραμυθια μετα[γραφουν] και κατα[γρα-
φουν] το α[συνειδητο].Η Πλοκη του Παραμυθιου
βασιζεται στα Πρωτα Στοιχεια [Κανονες ] της
Λογοτεχνιας :Μεταφορα , Συμπυκνωση,Μετωνυ-
μια,Το Μερος Για Το Ολον.
Το Περιεχομενο τους δομειται πανω στις Υπερ[βα-
σεις] της Γλωσσας.
Οι ανθρωποι ποτε δεν εγκατελειψαν την παρα-μυθια
αφηγηση, απλα μετα[αλλαχτηκε] ο αφηγηματι-
κος τροπος ...
Τελειωνω την Διαλεξη μου '' Η Μορφολογια του
Παραμυθιου'' μ'ενα ... Παραμυθι'' :
''Μια φορα κι ενα καιρο δυο κοπελες ειχαν στην
ακρη αδερφο μικροτερο.Κωνσταντακη τ'ονομα.
Η μια κοπελα ηταν ασπρη σαν τη μερα κι αλλη
μαυρη σαν τη νυχτα και τον αγαπουσαν σαν τα
ματια τους τα δυο τον Κωνσταντακη.Ειχαν απο
μικρες ορφανεψει και τον μεγαλωσαν με το με-
λι με το γαλα.Τον περναν παιδι στον ποταμο μα-
ζυ τους να πλυνουν τ'ασπρορουχα.Και στον αρ-
γαλειο που 'φαιναν τα κιλιμια και τις μαντανιες.
Και συχνα πυκνα τον επαιρναν στα γλυκοφιλη-
ματα για φιλια στο μαγουλο για στα χειλη για
στο μετωπο.Περασε ο καιρος κι ηρθε καιρος
που μεστωσε το κορμι τους , ειχαν απλωσει
κλαδια κι ανθους ανθισει.Η ομορφια των θυγα-
τερων οπως τ'αρωμα στα τριανταφυλλα του
κηπου την ανοιξη εποχη του χρονου.
Εν τω μεταξυ απο κοντα κι ο Κωνσταντης τις
παραβγαινε στην ωραιοτητα και το κορμι ειχ'αν-
δρωθει . Τα πονηρα λογια του κοσμου φουσκω-
σαν ,κυλλησαν και πηραν δρομο: ''Για δεστε
αδερφαδες της παντρειας σαν τα κρινα τ'αγρου
και δεν ντρεπονται ν'αγαπαν αντρικα τον αδερφο
τους''
Εκεινα τα κακομοιρα πολυ καιρο δεν χαρηκαν.
Επεσε αρρωστεια κακια αγιατρευτη στον
Κωνσταντακη και το γερο κορμι του σαπισε.
Κι οσα γιατρικα φαρμακια στον ντουνια ολο-
κληρο δεν τον φελουσαν και παει χασανε οι
αδερφες τον αδερφο .
Αποβραδυς τον κλαιγανε τον δυστυχο το βρα-
δυ τον μοιρολογανε:πως γινεται να φαει τετοιο
κορμι ομορφο η μαυρη γη .Και την αυγιτσα
σκαβουνε βαθεια πλατια τη γη για τρεις νομα-
τους χωρο .Στ'αριστερα η μια του αδερφη η
ασπρη σαν τη μερα , στα δεξια η αλλη του
αδερφη η μαυρη σαν τη νυχτα και κει στη με-
ση ο πικρο-Κωνσταντακης να τον σφιχταγκα-
λιαζουν.
Κι εριξε ο Θεος νερα τρεις μερες και τρεις
νυχτες ακαταπαυστα να τους αποκαθαρισει
απ'τ'αμαρτηματα των ανθρωπων .Κι ως εφεξε
την τεταρτη μερα το χωμα μυροβολισε σ'εκει-
νο τον τοπο.
Κι ετσι αναπαυφτηκαν τα πολυαγαπημενα ''
.
ια'
Παραμυθι -μυθι το κουκι και το ρεβυθι
επαντρεψαν το γατι και το ποντικι
Μια φορα στον καιρο εκεινο για να ταξιδεψουν
οι ανθρωποι στον αερα ψηλα κολλουσαν φτε-
ρουγες στον ωμο τους με κερι.Επειτα απο πολυ-
ημερα ταξιδια στον κοσμο γυρνουσαν πισω κι
διηγουνταν τα τοσα που ακουσαν και ειδαν.
Ενας απ'αυτους τους ταξιδευτες, ο πιο αλαφρο-
ισκιωτος , ολους τους ξεπερνουσε στα ψεματα κι
ουτε τον ενοιαζε που καταλαβαιναν τα ψεματα και
τον περιγελουσαν.Εκεινον αλλο δεν τον μαγευε πα=
ρα μονοχα η μαστορια που'χτιζε τις ιστοριες του,
σαν τους μαστορους ,τους αρχιτεκτονες ,που χτιζουν
τα μεγαλα σπιτια.
Μια φορα ,τους ειπε, πως τοσο μακρια ταξιδεψε,που
εφτασε στο φεγγαρι ,''να αυτο που βλεπετε στον ου-
ρανο'', και τον φιλοξενησαν οι φεγγαρισιοι ,που κα-
θολου δεν μοιαζουν ''με μας '' τους ανθρωπους.
Εκει ,αυτοι οι φεγγαρισιοι , τον ζευγαρωσαν με τη
βια με γυναικα ,μ'οτι τελοσπαντων αυτοι εννοουν
γυναικα.Αυτος ομως το'σκασε και να 'τος εδω μαζι
τους και τωρα ζηταει τη συμπαρασταση και τη βο-
ηθεια τους.Εκεινοι τον ειρωνευτηκαν , τον κατη-
γορισαν πως ηθελε να τους γελοιοποιησει με τα
ανοητα παραμυθια του .Κι ολοι χωρις καμια εξαι-
ρεση του γυρισαν την πλατη και τον απομονω-
σαν.
Την νυχτα που ηρθε δεν νυχτωσε ουτε και τις
αλλες νυχτες που ηρθαν δεν νυχτωσε.Αυτο πολυ
τον φοβισε ,το κορμι του ετρεμε σαν απο κρυο και
πυρετο και δεν ειχε πανω στη γη πουθενα καταφυ-
γιο να τον κρυψει.
Οταν ηρθε ο καιρος κι οι μερες του φεγγαριου,που
στον ουρανο περιοδευει τις νυχτες, ολοι αναρωτηθη-
καν γιατι αργοπορει το ταξιδι του στον ουρανο τοσο
πολυ.Και τοτε καποιος κοροιδευτικα ειπε:'' Το φεγ-
γαρι φαινεται σαν κατι να ψαχνει να βρει ''
Εκεινο μεγαλωσε στο σχημα κι αυξηθηκε στο φως
ωσπου σαν εγινε πανσεληνος φωτισθηκαν με απλετο
φως οι κρυφες σκιες της γης και ξεθαψε τα κρυμενα,
εκεινα που πηγαν να κρυφτουν.
Οταν η αλλη μερα ξημερωσε στον ηλιο μαθευτηκε
[και βεβαιωθηκε] η εξαφανιση ενος ανθρωπου.Που
ελεγε μεγαλα ψεματα.
Και τις νυχτες, που ακολουθησαν εκεινο το συμβαν
το φεγγαρι στον ουρανο ταξιδευε κανονικα οπως
πριν , μικρενε και μεγαλωνε οπως το 'χει ορισει η
φυση
Εκεινα ,που τελικα βρηκαν ηταν μονο τα φτερα του,
αποκολλημενα απ'τους ωμους του
.
.
ιβ'
Τα Παραμυθια,μου'λεγε ο παππους μου, ειναι για τη
ζωη των παλαιοτερων ανθρωπων και φτανουν ως ε-
μας την ιστορια τους.Εγω ομως ειχα καταλαβει πως
πολλα απ'αυτα που μου διηγουνταν τα'χε ο ιδιος ι-
στορησει .Κι αυτο το ιδιο ,να ιστορω ,το κληρονο-
μησα κι εγω.
Μια φορα κι ενα καιρο μια κορη ομορφη σαν τα
κρυα τα νερα υφαινε στον αργαλειο καμαρι της
μανας τον ουρανο με τάστρα .Κι ειχε στο νου σαν
τελειωσει με τους αστερισμους ν'αρχισει να ιστορει
τη θαλασσα,που'ναι γαλαζιος καθρεφτης τ'ουρανου.
Και πανω στο πανι να βαλει ολα τα υπαρχοντα της :
τα στειδια,το χταποδι ,τη περκα και τ'αλλα ψαρια.
Η μανα της την παινευτηκε την ομορφη κι αξια θυ-
γατερα κι ειχε στην καρδια γι'αυτην μεγαλο λογο.
Μονο σαν τον ξεστομισε οι αλλοι ανθρωποι που'χαν
κοριτσια στην ωρα της παντρειας πολυ την ζηλεψαν
κι ηρθε στο λογο τους η κακια ωρα ν'αρρωστησει τη
θυγατερα.Τα χερακια της παραλυνε και τα λαμπερα
ματια τυφλωσε, η λιγεραδα στο κορμι μαραθηκε σαν
το βλασταρακι στον παγο τη χειμωνια κι η γλυκεια
φωνιτσα χαθηκε σαν πουλακι που γλυκοκελαηδουσε μια φορα.
Κι ελεγε η μαυρομανα:
''Τι μου'γινες ετσι , καλιτσα μου, τι μου'παθες ,καλη
μου ,και μου μαραθηκες κι εριξες κλωνους και καρ-
πους;''
Κι η κορη πριν ξεψυχισει την παρηγορουσε κι ελεγε:
''Μανα μανιτσα καλη μου μανα δεν σου'τανε γραφτο
νυφουλα να με καμαρωνεις, σαν ανθισμενη αμυγ-
δαλια .Και τα προικια εμειναν ,μανα ,στον αργαλειο
η θαλασσα κι ο ουρανος ο ηλιος το φεγγαρι.Σαν
,μανα,θα σ'αφησω ,σαν ερθει ο μαυρος καβαλλαρης
ο αγγελος ,μην φοβηθεις μην λυπηθεις μονο ,μανου-
λα.να τον κερασεις το γλυκο να του ποτισεις τ'αλογο
να μου σηκωσει τη ψυχουλα απαλα κι ελαφρια για
στους ουρανους που τ'αστρα φωτανε λαμπερα πη-
γαινω,για στη θαλασσα συντροφια με στρειδια και
χταποδια''
Αυτα τα λογια ειπε η διαλεχτη και πεταξε η ψυχουλα
της σαν πουλι στον ουρανο η ' σαν περκα βυθιστηκε
στα πελαγα στη θαλασσα.
.
ιγ'
Μια φορα κι ενα καιρο στη γη γεννηθηκε και με-
γαλωσε μια κορη ,κορη του Ηλιου.Ηταν ομορφη
πολυ λαμπερη στη οψη.Το κορμι ηταν φτιαγμενο
απο διαφανο κρυσταλλο,κι ολοι την προσεχαν στα
παιχνιδια της μην πεσει μην σκονταψει:αν σκοντα-
φτε κι αν επεφτε θα γινονταν κομματια,κι αυτο τον
Ηλιο πολυ θα τον πικρανε.Τοτε ,αλιμονο τι θα γινο-
ταν,ποτε πια δεν θα ξαναδειχνε το λαμπερο του προ-
σωπο στη γη απανω και στους ανθρωπους.
Φαινεται πως μεχρι τωρα ,αυτην την ωρα, που εμεις
μιλαμε το'χουν καλα καταφερει μητε να πεσει μητε
να σκονταψει η κορη του Ηλιου
.
ιδ'
Μια φορα στα πολυ παλια χρονια ενας γιγαντας δια-
φεντευε οχι μονο τα μερη της γης αλλα και τα πληθη
των αστεριων στον ουρανο ψηλα.Αναλογα με τις δια-
θεσεις του,αρπαζε με τα τεραστια χερια ολοκληρα
βουνα και τα βυθιζε στη θαλασσα ,και με τις χουφτες
του αλλοτε βουτουσε αστρα πολλα αμετρητα και
τα'σπερνε σαν φοβερος σπορεας στα απεραντα μηκη
και πλατη τ'ουρανου.Ευτυχως που τοτε ,τα χρονια
εκεινα,δεν υπηρχαν ακομα ανθρωποι πανω στη γη.
Φαντασθητε πως θα ενιωθαν να μην βλεπουν απ'τ'α-
νοιχτα παραθυρα τους τα βουνα ,που εβλεπαν την
προηγουμενη μερα η' να μην γνωριζαν απ' τους
αστερισμους στον βραδυνο ουρανο ποια η ωρα κι
ο καιρος να σπειρουν να ψαρεψουν ποτε να φυτε-
ψουν δεντρα ποτε να καρπισουν τη γυναικα τους.
Η' αν ηταν ανηξεροι απο θαλασσα βαρκες και
κουπια να πρεπει να φτιαξουν λιμανια και να συμ-
βουλευονται ναυτικους χαρτες και πυξιδες.Και που
να βρεις τον...Πολικο Αστερα για ασφαλη ταξιδια;
Τωρα ,θα μου πειτε,πως γινεται και τα γνωριζω
ολ'αυτα και μαλιστα τα διηγουμαι ,αφου τοτε
δεν ημουν;
Πολλοι λενε πως αυτα ειναι κατασκευασματα της
φαντασιας μου η' πως οφειλονται στα μεγαλα ψε-
ματα ,που εχω την αδυναμια εδω και καιρο να επι-
νοω.
Αληθεια, ποιος ξερει;
.
.
ιε'
Μια φορα στους περασμενους καιρους ο ουρανος
ειχε γεμισει απ'ακρη σ'ακρη μ'αετους μεγαλοπτερυ-
γους.Πολλοι απορουσαν σφοδρα μ'αυτο το θεαμα
και δεν μπορουσαν να το ερμηνευσουν.
Οι παλαιοτεροι μαρτυρουσαν πως παρομοιο συμ-
βαν στο παρελθον δεν ειχε ξαναγινει.Ορισμενοι
νεωτεροι ,στη προσπαθεια να καταλαβουν,μιλουσαν
για καποιο θαυμα η' το χαραχτηριζαν αοριστα σαν
οραμα, οφθαλμαπατη.Με το περασμα του καιρου
ομως το συνειθισαν και δεν τους προκαλουσε πια
καμια εντυπωση .
Μια μερα ,την ωρα του μεσημεριου,ενα μικρο παι-
δι,απροσωπο οπως ολα τα παιδια του κοσμου ειναι,
σηκωσε τον δειχτη του δεξιου χεριου του στον ουρα-
νο και τους εδειξε:
''Ε ,κοιταξτε'' τους φωναξε ''δεν υπαρχει ουτε ενας
αετος στον ουρανο ψηλα''
Αυτοι ανασηκωσαν τα κεφαλια τους στον ουρανο
και με εκπληξη τον αντικρυσαν αδειασμενο.Πραγ-
ματικα ουτε ενας αετος δεν πετουσε εκει ψηλα.
Απο εκεινη την ωρα προετοιμασθηκαν για τα
μεγαλα κακα,που θα ερχονταν.Το παιδι πρωτο
απ'ολα το εσυραν σ'ενα παρατημενο ερημικο λατο-
μειο ,εκει το λιθοβολισαν μεχρι θανατου.
.
ιστ'
Μια φορα κι ενα καιρο ενας πατερας ειχε τρεις
γιους και τους καλοπαντρεψε.
Ο πρωτος ο μεγαλυτερος πηρε γυναικα υφαντρα
παινεμενη ,ο δευτερος παντρευτηκε γυναικα περι-
βολαρισα κι ο τριτος ο μικροτερος βρηκε να'χει
αμπελια και σταφιδες γυναικα.
Οσο καιρο ακομα ειχε στο φως τα ματια ανοιχτα
ο γερος τα πραγματα πηγαιναν δεξια, μα σαν τα'
κλεισε τα ματια ο γερος στο σκοταδι ολα ξαφνικα
στραβωσαν.Τ'αδερφια ,πρωτα αγαπημενα και
μονιασμενα,φιλονικησαν για τα χωραφια και
τα χτηματα και δεν μιλιοντουσαν τωρα.
Εκεινες οι εχθρητες τραβηξαν πολυ καιρο και
δεν ειχαν διορθωμο.
Στα τελευταια ,βαρυνθηκαν κι οι γυνακες στη
καρδια, πηραν τα ματια τους ,τους παρατησαν κι
εφυγαν.
Κι ο αργαλειος ,που'φαινε η λιγερη ,ξεστυλωθηκε
απ' τα ξυλα του.Το δε περιβολι ,που καλλιεργουσε
η ομορφη γεμισε αγριοχορτα κι αγριαγκαθια .Και
τ'αμπελι που φροντιζε η γαιτανοφρυδουσα ξεραθη-
κε κι εριξε τα φυλλα.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου