.
16 ΜΙΚΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
[και 5 Ζωγραφιες ]
.
α'
Μια φορα κι ενα καιρο εκανε χρονια να βρεξει
κι ο ηλιος ειχε σιμωσει τη γη και την κατακαψε.
Σ'ολοκληρη την επιφανεια της γης ηταν σκορπι-
σμενα τα πτωματα των ανθρωπων αταφα και τα
κορακια κατετρωγαν τις σαρκες τους. Μεσα στην
απελπισια οι καταρες μαζυ με τις βλαστημιες και
τις ικεσιες για ελεος υψωνονταν στους ουρανους,
σαν τους καπνους οταν καινε στις αθημωνιες τα
ξερα χορτα.Ανθρωποι σκελετωμενοι με μακριες
γενειαδες τους καλουσαν να μετανοησουν γιατι
εφτασε η συντελεια του κοσμου, και τοτε πολλοι
εχασαν τα λογικα τους και τρελλαθηκαν κι αλλοι
πανω στην απελπισια τους σκοτωσαν τους ιδιους
τους εαυτους των.Αυτος δεν εδειξε ελεος κι ολοι
χαθηκαν για παντα
.
β'
Η νυχτα ειναι μεγαλη και δεν διαβαινει διχως λο-
για, πρωτος λοιπον αρχιζω στη σειρα να λεω το
παραμυθι.Θα ηταν τα πολυ παλια χρονια ,που ο-
ταν γεννιοταν ενας ανθρωπος την ιδια στιγμη
μ'αυτον γεννιοταν κι ενα αλογο,που τον συντρο-
φευε σ'ολη του τη ζωη.Αν το ζωο παθαινε κακο,
κακο παθαινε κι ο ανθρωπος και το αντιθετο :αν
παθαινε καλο ο ανθρωπος,καλο παθαινε και τ'α-
λογο..Βρεθηκαν τοτε τσαρλατανοι να παινευον-
ται πως μπορουν να ξεγραψουν τα γραμμενα, κι
ηταν πολλοι οι αφελεις ,που τους πιστεψαν κι ε-
τρεξαν σ'αυτους για τις μαγιες τους,που ομως δεν
τους ωφελησαν.Κι αυτη η γεννια των ανθρωπων
εζησε πανω στη γη τρεις χιλιαδες χιλιαδων χρο-
νια. Απομειναρια τους και λειψανα υπαρχουν α-
κομα κι εχουν συναντηθει πολλα ως τα σημερα,
μερικα απ'αυτα παραμενουν στις συνηθειες και
στη γλωσσα μας.
.
.
γ'
Ημουν μικρος σαν ακουσα αυτη την ιστορια ,και
το μυαλο μου δεν ηταν ωριμασμενο,μητε κατεχα
τη γλωσσα.Στα παλια χρονια μια φορα ενας γερον-
τας ζουσε ,ακληρος,με τη γυναικα του, κι ηρεμοι
προσμεναν να ησυχασουν για παντα.Μια μερα,που
η γρια πηγε να μαζεψει χορτα ακουσε μιλια ανθρω-
πινη που πολυ την ταραξε, γιατι προερχονταν απο'
ναν τοσο δα μικρουλικο ψυλλο:''παρε με κυρα ,να
μ'εχεις γυιο''.Το σκεφτηκε η γρια ,το ξανασκεφτηκε,
δεν της φανηκε παραλογο κι αποφασισε να τον πα-
ρει στο σπιτι.Ο γερος ευχαριστηθηκε πολυ κι εκα-
νε χαρες, κι ολη η μεριμνα κι η φροντιδα του ηταν
αυτος ο μικρος γυιος του.Εκεινος για να τους δια-
σκεδασει και να τους κανει να γελασουν εκανε
διαφορα πηδηματα απο δω κι απο κει.Ετσι περνου-
σε ο καιρος και τα χρονια ,ο ψυλλος φαινεται με-
γαλωσε γιατι τους ζητησε να τον παντρεψουν και
μαλιστα με τη βασιλοπουλα τη μονακριβη κορη
του βασιλια, που ηταν ασπρη σαν το γαλα και ρο-
δαλη σαν το τριανταφυλλο.Τι να κανουν ,δεν η-
θελαν να του χαλασουν χατηρι ,μια και δυο πανε
στο βασιλια.Το και το ,αυτος στη αρχη τους πηρε
στα γελια, μα υστερα θυμωσε πολυ κι ηταν να
φοβασαι.Σαν εφτασαν οι γεροι στο σπιτι απραχτοι
με την αρνηση του βασιλια επεσε ο κακομοιρος
ο ψυλλος του θανατα κι εκεινοι ηταν πολυ απελ-
πισμενοι.Τα πραγματα πηγαιναν απ'το κακο στο
χειροτερο και χειροτερεψαν παντελως σαν μαθευ-
τηκε πως αρραβωνιαστηκε η βασιλοπουλα αλλον
και μαλιστα την Κυριακη ,που μας ερχεται θα
τον παντρευονταν.Τοτε απ'το κρεβατι ,που κειτον-
ταν αρρωστος σηκωθηκε ο ψυλλος .Καλεσε και
μαζεψε μεγαλο στρατο απο ψυλλους πολεμιστες
και τους εστειλε γενναιους κι αρματωμενους
παση θυσια να ματαιωσουν τους γαμους της
βασιλοπουλας.Κι ετσι εγινε.Η μαχη ηταν σκληρη
κι ο πολεμος ανελεητος:οποιον τσιμπουσαν οι ψυλ-
λοι πεθανε αμεσως η' αρρωστενε βαρεια κι αγια-
τρευτα.Ειδε κι αποειδε ο βασιλιας ,τι να κανε ;πα-
ραδοθηκε στο στρατο των ψυλλων κι αυτος κι
ολοκληρη η οικογενεια του μαζυ με το βασιλειο.
Και ταχια την αλλη Κυριακη οριστηκαν οι γαμοι.
Ο ψυλλος κι η βασιλοπουλα παντρευτηκαν ,και
ζησανε αυτοι καλα κι εμεις καλυτερα.
.
δ'
Εκεινα τα χρονια ,που δεν ζουσε ο παππους ,ουτε
ο προπαππους μου ο αφεντης ,που αφεντευε τον
τοπο ηταν κακος κι αχρειος δυναστης.Αλυσσοδενε
τους ανθρωπους τη νυχτα και τη μερα απ'τ'αγρια
χαραματα ως το βαθυ βραδιασμα τον εδουλευαν
σκληρα κι ασταματητα.Τοτε ειδαν τη μεγαλη αδι-
κια ,που γινονταν στους ανθρωπους τ'αγρια ζωα
και μαζωχτηκαν σε συναξη μεγαλη μυστικη να
κρινουν.Κι η κριση να εκτελεσουν ηταν αμετα-
κλητα καταδικαστικη για τον δυναστη τυραννο.
Αφου τον συνελαβαν ,τον δεσανε σφιχτα με χον-
τρο σχοινι απ'τον λαιμο ως τα ποδια ,πισθαγγωνα.
Κι ετσι τον εστησαν μπροστα σ'ενα βραχο , ψηλο
ξεροβραχο και ριχνοντας του απανωτα βελη αιχ-
μηρα ως να δυσει ο ηλιος τον κακοθανατωσαν .
Οπως του'πρεπε πληρωθηκε.Οσοι μετα απ'αυτον
κυβερνησαν ησαν φρονιμοι και βαδιζαν στη δι-
καιοσυνη για τον μεγαλο φοβο μηπως κι αυτοι
παθουν τα ιδια και χειροτερα απο εκεινον.
.
ε'
Μια φορα κι ενα καιρο ηταν ενα παλλικαρι,γυιος
μιας χηρας ο μονογεννης .Η αντρειωσυνη του
ηταν ξεχωριστη μεσα στ'αλλα παλλικαρια και
σαν ακουσαν τ'αυτια του πως δρακοντας κακος
κρατα το νερο της πηγης να μην κυλησει και
να μην ποτισει τους κηπους και τα στοματα των
ανθρωπων να μην ξεδιψασει ,αλλα και ολων
των αλλων ζωων ,εδραμε ευθυς καβαλλα στ'ασ-
προ του αλογο φοβερος στην οψη .Κι ως ζηγωσε
στα μερη που κατοικουσε εκεινο το θεριο δεν
λιγοψυχισε η καρδια του , μονο βιτσια δινει
στ'αλογο και την ξαναδευτερωνει.Οπως το θεριο
ξαντικρυσε πεταει να κονταρισει και ξαστοχησε,
ευθυς βγαζει σπαθι σπαθακι να το σπαθισει στη
καρδια ,τσακησε το σπαθακι και ξεσπαθισε ο
διγενης.Κι οταν ο δρακοντας τον ειχε πια απο-
δυναμωμενο στα δυνατα του χερια εκεινη ακρι-
βως την ωρα αναθυμηθηκε τη μανα του στο
σπιτι και πως την αφηνε στον πανω κοσμο μονη
και παντερμη
.
στ'
''Κοκκινη κλωστη δεμενη στην ανεμη γυρισμενη
δωστου κλωτσο να γυρισει παραμυθι ν'αρχινισει''
Παλια οι ανθρωποι ειχαν ανοιξει τρυπες βαθεια
μεσα στη γη.Εκει στα σπλαχνα της καλλιεργουσαν,
οσο κι αν φαινεται παραξενο ,σιταρια και βγαζανε
κρασι μυρωδατο απ'τ'αμπελια τους.Τοτε τους ζηλο-
φθονησαν τα μερμυγκια,που εκεινα τα χρονια ηταν
τεραστια στο σωμα, εκστρατευσανε εναντιον τους
αρματωμενα και μαχεψανε μαζυ τους.Σ'εκεινο τον
πολεμο κατανικησαν τους α;νθρωπους κι αφου τους
κυνηγησαν τους καταδικασαν να ζουν πλεον εξορι-
σμενοι πανω στην επιφανεια της γης.Τα μερμυγκια
κατασπαταλησαν τις σοδειες κι επεσαν σε μεγαλη
χρεια τροφης,ετσι αναγκαστηκαν απο την ανυποφο-
ρη ασιτεια ,που θα τα ξεκανε μεσα σε λιγο καιρο,
να εκδραμουν ξανα πανοπλα εναντιον των ανθρω-
πων,που εν τω μεταξυ ειχαν προοδευσει.Μοναχα,
που αυτη τη φορα ο Θεος βοηθησε τους ανθρωπους
κι εκεινα τα τιμωρησε να μεινουν μικρα κι αδυνατα
για την απληστια ,που δειξανε .
.
ζ'
Τωρα θ'αρχισω εγω με τη σειρα μου να ιστορω το
παραμυθι:Μια φορα μεσα στο δασος στο πιο απρο-
σιτο μερος του ηταν χτισμενη μια μεγαλη πολιτεια,
που εκτεινονταν και στα τεσσερα σημεια του ορι-
ζοντα.Ηταν τοσο απομακρυσμενη απ'τους ανθρω-
πους που ανθρωπινο ον ποτε δεν πατησε σ'εκεινα
τα μερη.Οι γεφυρες ηταν σαν τεραστια τοξα πανω
απο τις ξεραμενες κοιτες των ποταμων,που καποτε
την διεσχιζαν σ'ολο της το μηκος και τα καμπαναρια
στις εκκλησιες της ,που ηταν αμετρητες, εμοιαζαν
με υψωμενα δαχτυλα.Περνουσαν τα χρονια ερημα
κι ετσι θα ησαν και τα μελλουμενα αν τα πουλια,
που τα χρονια εκεινα ειχαν φωνη και μιλουσαν,δεν
προδιδαν το κρυμενο μυστικο στους ανθρωπους.
Εκεινοι απ' την αλλη μερα κιολας βαλανε χιλιαδες
μυριαδες ξυλοκοπους να ξυλοκοπησουν τα δεντρα
του δασους ,μα οσο και να ψαξανε δεν μπορεσαν
ποτε να βρουν την κρυμενη πολιτεια.
.
η'
Ριξτε ακομα ενα κουτσουρο στη φωτια στο τζακι
ωσοτου ν'αποκαει ν'αποσωσω το παραμυθι.
Μια φορα στα χρονια ,που περασαν και διαβηκαν
μια μανα ειχε ενα μονακριβο γυιο.Κι οταν τη
νυχτα ,που γεννηθηκε ,ηρθαν οι μοιρες τον μοιρα-
ναν και του 'ταξαν κακα βασανισμενα.Η δολια η
μανα,που παραφυλαξε τ'ακουσε ολα και ταραχτηκε
στη καρδια συνθεμελα.Κι απο τοτε πολλα μηχανευ-
τηκε ν'αποφυγει το παιδι της τα γραμμενα: με γυναι-
κεια ρουχα τον εντυσε και τον εστειλε στον γυναι-
κωνιτη μεσα στις κοπελλες κρυμενο να μαθει τον
αργαλειο και το κεντημα στο χερι.Μα η ομορφαδα
του στα μαυρα ματια και η γυαλαδα του στα μαγου-
λα ξελογιασαν μια ασπρη λυγερη και κεινη η ανο-
μη γκαστρωθηκε.Μεσα στους εφτα τους μηνες ξε-
γεννησε σαν τις κατσικες στο μαντρι του γιδοβο-
σκου κρυφα.Το παιδι ητανε σημαδεμενο οπως ο
κυρης του και σαν αντρωθηκε επραξε ανομα πολ-
λα: παντρευτηκε ο αδιαντροπος τη μανα του και
την κοιμηθηκε τα βραδυα στην αγνοια της ,τον δε
πατερα σαν τον βρηκε βαρια ανημπορο στο στρω-
μα αρρωστο αφου πρωτα με το αιχμηρο μαχαιρι
του ξερριζωσε και τους δυο οφθαλμους απ'τις
κογχες τον πεταξε τον αμοιρο μαζυ μ'αυτους στα
πεινασμενα γουρουνια να τον κατασπαραξουν
αγρια .Κι αλλα πολλα ιδια και χειροτερα εγκλη-
ματα θα συνεβαιναν αν τα ιδια του τα παιδια δεν
αποφασιζαν με σκληρο κι ακαμπτωτο ξυλο να
του τρυπησουν τη καρδια στο στηθος ,αφου
αποβραδυς τον ποτισαν με δυνατο κρασι να ζα-
λιστει ν'αποκοιμηθει ,τι μοναχα στον βαθυ υ-
πνο μπορουσαν να τον κανουν καλα.
.
16 ΜΙΚΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
[και 5 Ζωγραφιες ]
.
α'
Μια φορα κι ενα καιρο εκανε χρονια να βρεξει
κι ο ηλιος ειχε σιμωσει τη γη και την κατακαψε.
Σ'ολοκληρη την επιφανεια της γης ηταν σκορπι-
σμενα τα πτωματα των ανθρωπων αταφα και τα
κορακια κατετρωγαν τις σαρκες τους. Μεσα στην
απελπισια οι καταρες μαζυ με τις βλαστημιες και
τις ικεσιες για ελεος υψωνονταν στους ουρανους,
σαν τους καπνους οταν καινε στις αθημωνιες τα
ξερα χορτα.Ανθρωποι σκελετωμενοι με μακριες
γενειαδες τους καλουσαν να μετανοησουν γιατι
εφτασε η συντελεια του κοσμου, και τοτε πολλοι
εχασαν τα λογικα τους και τρελλαθηκαν κι αλλοι
πανω στην απελπισια τους σκοτωσαν τους ιδιους
τους εαυτους των.Αυτος δεν εδειξε ελεος κι ολοι
χαθηκαν για παντα
.
β'
Η νυχτα ειναι μεγαλη και δεν διαβαινει διχως λο-
για, πρωτος λοιπον αρχιζω στη σειρα να λεω το
παραμυθι.Θα ηταν τα πολυ παλια χρονια ,που ο-
ταν γεννιοταν ενας ανθρωπος την ιδια στιγμη
μ'αυτον γεννιοταν κι ενα αλογο,που τον συντρο-
φευε σ'ολη του τη ζωη.Αν το ζωο παθαινε κακο,
κακο παθαινε κι ο ανθρωπος και το αντιθετο :αν
παθαινε καλο ο ανθρωπος,καλο παθαινε και τ'α-
λογο..Βρεθηκαν τοτε τσαρλατανοι να παινευον-
ται πως μπορουν να ξεγραψουν τα γραμμενα, κι
ηταν πολλοι οι αφελεις ,που τους πιστεψαν κι ε-
τρεξαν σ'αυτους για τις μαγιες τους,που ομως δεν
τους ωφελησαν.Κι αυτη η γεννια των ανθρωπων
εζησε πανω στη γη τρεις χιλιαδες χιλιαδων χρο-
νια. Απομειναρια τους και λειψανα υπαρχουν α-
κομα κι εχουν συναντηθει πολλα ως τα σημερα,
μερικα απ'αυτα παραμενουν στις συνηθειες και
στη γλωσσα μας.
.
.
γ'
Ημουν μικρος σαν ακουσα αυτη την ιστορια ,και
το μυαλο μου δεν ηταν ωριμασμενο,μητε κατεχα
τη γλωσσα.Στα παλια χρονια μια φορα ενας γερον-
τας ζουσε ,ακληρος,με τη γυναικα του, κι ηρεμοι
προσμεναν να ησυχασουν για παντα.Μια μερα,που
η γρια πηγε να μαζεψει χορτα ακουσε μιλια ανθρω-
πινη που πολυ την ταραξε, γιατι προερχονταν απο'
ναν τοσο δα μικρουλικο ψυλλο:''παρε με κυρα ,να
μ'εχεις γυιο''.Το σκεφτηκε η γρια ,το ξανασκεφτηκε,
δεν της φανηκε παραλογο κι αποφασισε να τον πα-
ρει στο σπιτι.Ο γερος ευχαριστηθηκε πολυ κι εκα-
νε χαρες, κι ολη η μεριμνα κι η φροντιδα του ηταν
αυτος ο μικρος γυιος του.Εκεινος για να τους δια-
σκεδασει και να τους κανει να γελασουν εκανε
διαφορα πηδηματα απο δω κι απο κει.Ετσι περνου-
σε ο καιρος και τα χρονια ,ο ψυλλος φαινεται με-
γαλωσε γιατι τους ζητησε να τον παντρεψουν και
μαλιστα με τη βασιλοπουλα τη μονακριβη κορη
του βασιλια, που ηταν ασπρη σαν το γαλα και ρο-
δαλη σαν το τριανταφυλλο.Τι να κανουν ,δεν η-
θελαν να του χαλασουν χατηρι ,μια και δυο πανε
στο βασιλια.Το και το ,αυτος στη αρχη τους πηρε
στα γελια, μα υστερα θυμωσε πολυ κι ηταν να
φοβασαι.Σαν εφτασαν οι γεροι στο σπιτι απραχτοι
με την αρνηση του βασιλια επεσε ο κακομοιρος
ο ψυλλος του θανατα κι εκεινοι ηταν πολυ απελ-
πισμενοι.Τα πραγματα πηγαιναν απ'το κακο στο
χειροτερο και χειροτερεψαν παντελως σαν μαθευ-
τηκε πως αρραβωνιαστηκε η βασιλοπουλα αλλον
και μαλιστα την Κυριακη ,που μας ερχεται θα
τον παντρευονταν.Τοτε απ'το κρεβατι ,που κειτον-
ταν αρρωστος σηκωθηκε ο ψυλλος .Καλεσε και
μαζεψε μεγαλο στρατο απο ψυλλους πολεμιστες
και τους εστειλε γενναιους κι αρματωμενους
παση θυσια να ματαιωσουν τους γαμους της
βασιλοπουλας.Κι ετσι εγινε.Η μαχη ηταν σκληρη
κι ο πολεμος ανελεητος:οποιον τσιμπουσαν οι ψυλ-
λοι πεθανε αμεσως η' αρρωστενε βαρεια κι αγια-
τρευτα.Ειδε κι αποειδε ο βασιλιας ,τι να κανε ;πα-
ραδοθηκε στο στρατο των ψυλλων κι αυτος κι
ολοκληρη η οικογενεια του μαζυ με το βασιλειο.
Και ταχια την αλλη Κυριακη οριστηκαν οι γαμοι.
Ο ψυλλος κι η βασιλοπουλα παντρευτηκαν ,και
ζησανε αυτοι καλα κι εμεις καλυτερα.
.
δ'
Εκεινα τα χρονια ,που δεν ζουσε ο παππους ,ουτε
ο προπαππους μου ο αφεντης ,που αφεντευε τον
τοπο ηταν κακος κι αχρειος δυναστης.Αλυσσοδενε
τους ανθρωπους τη νυχτα και τη μερα απ'τ'αγρια
χαραματα ως το βαθυ βραδιασμα τον εδουλευαν
σκληρα κι ασταματητα.Τοτε ειδαν τη μεγαλη αδι-
κια ,που γινονταν στους ανθρωπους τ'αγρια ζωα
και μαζωχτηκαν σε συναξη μεγαλη μυστικη να
κρινουν.Κι η κριση να εκτελεσουν ηταν αμετα-
κλητα καταδικαστικη για τον δυναστη τυραννο.
Αφου τον συνελαβαν ,τον δεσανε σφιχτα με χον-
τρο σχοινι απ'τον λαιμο ως τα ποδια ,πισθαγγωνα.
Κι ετσι τον εστησαν μπροστα σ'ενα βραχο , ψηλο
ξεροβραχο και ριχνοντας του απανωτα βελη αιχ-
μηρα ως να δυσει ο ηλιος τον κακοθανατωσαν .
Οπως του'πρεπε πληρωθηκε.Οσοι μετα απ'αυτον
κυβερνησαν ησαν φρονιμοι και βαδιζαν στη δι-
καιοσυνη για τον μεγαλο φοβο μηπως κι αυτοι
παθουν τα ιδια και χειροτερα απο εκεινον.
.
ε'
Μια φορα κι ενα καιρο ηταν ενα παλλικαρι,γυιος
μιας χηρας ο μονογεννης .Η αντρειωσυνη του
ηταν ξεχωριστη μεσα στ'αλλα παλλικαρια και
σαν ακουσαν τ'αυτια του πως δρακοντας κακος
κρατα το νερο της πηγης να μην κυλησει και
να μην ποτισει τους κηπους και τα στοματα των
ανθρωπων να μην ξεδιψασει ,αλλα και ολων
των αλλων ζωων ,εδραμε ευθυς καβαλλα στ'ασ-
προ του αλογο φοβερος στην οψη .Κι ως ζηγωσε
στα μερη που κατοικουσε εκεινο το θεριο δεν
λιγοψυχισε η καρδια του , μονο βιτσια δινει
στ'αλογο και την ξαναδευτερωνει.Οπως το θεριο
ξαντικρυσε πεταει να κονταρισει και ξαστοχησε,
ευθυς βγαζει σπαθι σπαθακι να το σπαθισει στη
καρδια ,τσακησε το σπαθακι και ξεσπαθισε ο
διγενης.Κι οταν ο δρακοντας τον ειχε πια απο-
δυναμωμενο στα δυνατα του χερια εκεινη ακρι-
βως την ωρα αναθυμηθηκε τη μανα του στο
σπιτι και πως την αφηνε στον πανω κοσμο μονη
και παντερμη
.
στ'
''Κοκκινη κλωστη δεμενη στην ανεμη γυρισμενη
δωστου κλωτσο να γυρισει παραμυθι ν'αρχινισει''
Παλια οι ανθρωποι ειχαν ανοιξει τρυπες βαθεια
μεσα στη γη.Εκει στα σπλαχνα της καλλιεργουσαν,
οσο κι αν φαινεται παραξενο ,σιταρια και βγαζανε
κρασι μυρωδατο απ'τ'αμπελια τους.Τοτε τους ζηλο-
φθονησαν τα μερμυγκια,που εκεινα τα χρονια ηταν
τεραστια στο σωμα, εκστρατευσανε εναντιον τους
αρματωμενα και μαχεψανε μαζυ τους.Σ'εκεινο τον
πολεμο κατανικησαν τους α;νθρωπους κι αφου τους
κυνηγησαν τους καταδικασαν να ζουν πλεον εξορι-
σμενοι πανω στην επιφανεια της γης.Τα μερμυγκια
κατασπαταλησαν τις σοδειες κι επεσαν σε μεγαλη
χρεια τροφης,ετσι αναγκαστηκαν απο την ανυποφο-
ρη ασιτεια ,που θα τα ξεκανε μεσα σε λιγο καιρο,
να εκδραμουν ξανα πανοπλα εναντιον των ανθρω-
πων,που εν τω μεταξυ ειχαν προοδευσει.Μοναχα,
που αυτη τη φορα ο Θεος βοηθησε τους ανθρωπους
κι εκεινα τα τιμωρησε να μεινουν μικρα κι αδυνατα
για την απληστια ,που δειξανε .
.
ζ'
Τωρα θ'αρχισω εγω με τη σειρα μου να ιστορω το
παραμυθι:Μια φορα μεσα στο δασος στο πιο απρο-
σιτο μερος του ηταν χτισμενη μια μεγαλη πολιτεια,
που εκτεινονταν και στα τεσσερα σημεια του ορι-
ζοντα.Ηταν τοσο απομακρυσμενη απ'τους ανθρω-
πους που ανθρωπινο ον ποτε δεν πατησε σ'εκεινα
τα μερη.Οι γεφυρες ηταν σαν τεραστια τοξα πανω
απο τις ξεραμενες κοιτες των ποταμων,που καποτε
την διεσχιζαν σ'ολο της το μηκος και τα καμπαναρια
στις εκκλησιες της ,που ηταν αμετρητες, εμοιαζαν
με υψωμενα δαχτυλα.Περνουσαν τα χρονια ερημα
κι ετσι θα ησαν και τα μελλουμενα αν τα πουλια,
που τα χρονια εκεινα ειχαν φωνη και μιλουσαν,δεν
προδιδαν το κρυμενο μυστικο στους ανθρωπους.
Εκεινοι απ' την αλλη μερα κιολας βαλανε χιλιαδες
μυριαδες ξυλοκοπους να ξυλοκοπησουν τα δεντρα
του δασους ,μα οσο και να ψαξανε δεν μπορεσαν
ποτε να βρουν την κρυμενη πολιτεια.
.
η'
Ριξτε ακομα ενα κουτσουρο στη φωτια στο τζακι
ωσοτου ν'αποκαει ν'αποσωσω το παραμυθι.
Μια φορα στα χρονια ,που περασαν και διαβηκαν
μια μανα ειχε ενα μονακριβο γυιο.Κι οταν τη
νυχτα ,που γεννηθηκε ,ηρθαν οι μοιρες τον μοιρα-
ναν και του 'ταξαν κακα βασανισμενα.Η δολια η
μανα,που παραφυλαξε τ'ακουσε ολα και ταραχτηκε
στη καρδια συνθεμελα.Κι απο τοτε πολλα μηχανευ-
τηκε ν'αποφυγει το παιδι της τα γραμμενα: με γυναι-
κεια ρουχα τον εντυσε και τον εστειλε στον γυναι-
κωνιτη μεσα στις κοπελλες κρυμενο να μαθει τον
αργαλειο και το κεντημα στο χερι.Μα η ομορφαδα
του στα μαυρα ματια και η γυαλαδα του στα μαγου-
λα ξελογιασαν μια ασπρη λυγερη και κεινη η ανο-
μη γκαστρωθηκε.Μεσα στους εφτα τους μηνες ξε-
γεννησε σαν τις κατσικες στο μαντρι του γιδοβο-
σκου κρυφα.Το παιδι ητανε σημαδεμενο οπως ο
κυρης του και σαν αντρωθηκε επραξε ανομα πολ-
λα: παντρευτηκε ο αδιαντροπος τη μανα του και
την κοιμηθηκε τα βραδυα στην αγνοια της ,τον δε
πατερα σαν τον βρηκε βαρια ανημπορο στο στρω-
μα αρρωστο αφου πρωτα με το αιχμηρο μαχαιρι
του ξερριζωσε και τους δυο οφθαλμους απ'τις
κογχες τον πεταξε τον αμοιρο μαζυ μ'αυτους στα
πεινασμενα γουρουνια να τον κατασπαραξουν
αγρια .Κι αλλα πολλα ιδια και χειροτερα εγκλη-
ματα θα συνεβαιναν αν τα ιδια του τα παιδια δεν
αποφασιζαν με σκληρο κι ακαμπτωτο ξυλο να
του τρυπησουν τη καρδια στο στηθος ,αφου
αποβραδυς τον ποτισαν με δυνατο κρασι να ζα-
λιστει ν'αποκοιμηθει ,τι μοναχα στον βαθυ υ-
πνο μπορουσαν να τον κανουν καλα.
.
Μπράβο , αν και μέχρι να τα διαβάσω κουράστηκα, τα περισσότερα μου άρεσαν.
ΑπάντησηΔιαγραφή