.
.
LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
-μεταφράζοντας
-Ύμνους τής Μεγάλης
Πεμπτης
-Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου
-Το
Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, Κεφάλαιο ΚΖ'(27) 33-54
-Η Σταυρωση
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis
χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis
μεταφράζοντας
Ύμνους τής Μεγάλης
Πεμπτης
-Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου
Σήμερα κρεμιέται πάνω σε ξύλο αυτός που με ύδατα τη γη κρέμασε,
Με στεφάνι από αγκάθια στεφανώνεται ο Βασιλέας τών αγγέλων,
Ψεύτικη πορφύρα περιβάλλεται ο περιβάλλων τον ουρανό με Νεφέλες,
Ράπισμα δέχεται αυτός που στον Ιορδάνη ελευθέρωσε τον άνθρωπο,
Με καρφιά καρφώθηκε ο Νυμφίος τής Εκκλησίας,
Με λόγχη κεντηθηκε ο γιος τής Παρθένου
Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου ὁ ἐν ὕδασι τὴν γῆν κρεμάσας. Στέφανον ἐξ ἀκανθῶν περιτίθεται ὁ τῶν ἀγγέλων Βασιλεύς. Ψευδῆ πορφύραν περιβάλλεται ὁ περιβάλλων τὸν οὐρανὸν ἐν Νεφέλαις. Ῥάπισμα κατεδέξατο ὁ ἐν Ἰορδάνῃ ἐλευθερώσας τὸν Ἀδάμ. Ἥλοις προσηλώθη ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας. Λόγχῃ ἐκεντήθη ὁ Υἱὸς τῆς Παρθένου.
.
.
.
χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis
μεταφράζοντας
Το
Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, Κεφάλαιο ΚΖ'(27) 33-54
-Η Σταυρωση-
και αφού ήρθαν στο τόπο τον λεγομενο Γολγοθά,που
σημαινει κρανίου τόπος,
έδωκαν σ'αυτον να πιει ξύδι με χολή ανακατεμενο,και όταν το γεύτηκε δεν θέλησε να το πιει,και αφού τον σταύρωσαν μοίρασαν τα ρούχα του βάζοντας κλήρο,και κάθισαν να τον φυλάνε εκεί,και έβαλαν πάνω στο κεφάλι του την αιτία τής σταύρωσης γραμμένη,αυτός είναι ο Ιησούς ο βασιλιάς τών Ιουδαίων,
τότε σταυρωνονται μαζί μ'αυτον δύο ληστές,ο ένας στα δεξιά κι ο αλλος στα αριστερά,
κι αυτοί που περιφέρονταν γύρω του τον βλαστημουσαν κουνοντας τα κεφάλια τους και λέγοντας,
εσύ που γκρεμίζεις το ναό και μέσα σε τρεις μέρες τον οικοδομεις,σώσε τον εαυτό σου,
κι αν γιος είσαι τού Θεου,κατέβα απ'το σταυρο.
όμοια και οι αρχιερείς εμπαιζοντας τον μαζί με τούς γραμματείς και τούς πρεσβυτέρους και τούς Φαρισαίους έλεγαν,
άλλους έσωσε,τον εαυτό του δεν μπορεί να σώσει,
αν βασιλιάς τού Ισραήλ είναι,ας κατέβει τώρα από το σταυρό και θα πιστέψουμε σ'αυτον,
ας παρακαλέσει το Θεό,
να τον σώσει τώρα,αν τον αγαπάει,γιατί είπε ότι τού Θεού είμαι γιος,
το ίδιο κι οι ληστές που σταυρώθηκαν μ'αυτον τον κορόιδευαν,
κι από την έκτη ώρα σκοτεινιασε σ'ολη τη γη
μέχρι την ένατη ωρα,
εκει κατά την ένατη ωρα φώναξε ο Ιησούς με δυνατή φωνή λεγοντας
ἠλὶ ἠλί, λιμᾶ σαβαχθανί;
αυτό σημαίνει, Θεέ μου Θεέ μου, γιατί με εγκατελειψες;
τότε κάποιοι που εκεί βρίσκονταν ακούγοντας το έλεγαν ότι τον Ηλία φωνάζει αυτος,
κι αμέσως τρεχοντας ένας απ'αυτους και παιρνωντας σφουγγάρι και αφού το γεμισε ξίδι και το έδεσε σε καλαμι τού έδινε να πιει,
κι οι υπόλοιποι έλεγαν,άφησε τον,να δούμε αν έρχεται ο Ηλίας να τον σωσει,
και τότε ο Ιησούς αφου παλι έβγαλε κραυγη με φωνή δυνατή άφησε το πνεύμα,
και ιδού το καταπευασμα τού ναού σχίστηκε στα δύο από πάνω μέχρι κάτω,κι η γη σειστηκε και οι πέτρες σχίστηκαν,και τα μνήματα ανοίχτηκαν και πολλά σώματα τών πεθαμένων αγίων σηκώθηκαν,και βγαίνοντας έξω απ'τα μνήματα,μετά την έγερση αυτου μπήκαν μέσα στην αγία πόλη και εμφανίστηκαν σε πολλους,
τότε ο εκατόνταρχος κι αυτοί που μαζί μ'αυτον φύλαγαν τον Ιησού,βλέποντας τον σεισμό κι αυτά που έγιναν φοβήθηκαν πάρα πολύ λέγοντας,αλήθεια Θεού γιος είναι αυτός.
Καὶ ἐλθόντες εἰς τόπον λεγόμενον Γολγοθᾶ, ὅ ἐστι λεγόμενος κρανίου τόπος,
ἔδωκαν αὐτῷ πιεῖν ὄξος μετὰ χολῆς μεμιγμένον· καὶ γευσάμενος οὐκ ἤθελε πιεῖν.
σταυρώσαντες δὲ αὐτὸν διεμερίσαντο τὰ ἱμάτια αὐτοῦ βαλόντες κλῆρον,
καὶ καθήμενοι ἐτήρουν αὐτὸν ἐκεῖ.
καὶ ἐπέθηκαν ἐπάνω τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ τὴν αἰτίαν αὐτοῦ γεγραμμένην· οὗτός ἐστιν ᾿Ιησοῦς ὁ βασιλεὺς τῶν ᾿Ιουδαίων.
Τότε σταυροῦνται σὺν αὐτῷ δύο λῃσταί, εἷς ἐκ δεξιῶν καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων.
Οἱ δὲ παραπορευόμενοι ἐβλασφήμουν αὐτὸν κινοῦντες τὰς κεφαλὰς αὐτῶν
καὶ λέγοντες·
εσύ που γκρεμίζεις το ναό και σε τρεις μέρες τον οικοδομές,σώσε τον εαυτό σου,
κι αν γιος είσαι τού Θεου,κατέβα απ'το σταυρο.
ὁ καταλύων τὸν ναὸν καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις οἰκοδομῶν! σῶσον σεαυτόν· εἰ υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ, κατάβηθι ἀπὸ τοῦ σταυροῦ.
ὁμοίως δὲ καὶ οἱ ἀρχιερεῖς ἐμπαίζοντες μετὰ τῶν γραμματέων καὶ πρεσβυτέρων καὶ Φαρισαίων ἔλεγον·
ἄλλους ἔσωσεν, ἑαυτὸν οὐ δύναται σῶσαι· εἰ βασιλεὺς ᾿Ισραήλ ἐστι, καταβάτω νῦν ἀπὸ τοῦ σταυροῦ καὶ πιστεύσομεν ἐπ᾿ αὐτῷ·
πέποιθεν ἐπὶ τὸν Θεόν, ρυσάσθω νῦν αὐτόν, εἰ θέλει αὐτόν· εἶπε γὰρ ὅτι Θεοῦ εἰμι υἱός.
τὸ δ᾿ αὐτὸ καὶ οἱ λῃσταὶ οἱ συσταυρωθέντες αὐτῷ ὠνείδιζον αὐτόν.
᾿Απὸ δὲ ἕκτης ὥρας σκότος ἐγένετο ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης.
περὶ δὲ τὴν ἐνάτην ὥραν ἀνεβόησεν ὁ ᾿Ιησοῦς φωνῇ μεγάλῃ λέγων· ἠλὶ ἠλί, λιμᾶ σαβαχθανί; τοῦτ᾿ ἔστι, Θεέ μου Θεέ μου, ἱνατί με ἐγκατέλιπες;
τινὲς δὲ τῶν ἐκεῖ ἑστώτων ἀκούσαντες ἔλεγον ὅτι ᾿Ηλίαν φωνεῖ οὗτος.
καὶ εὐθέως δραμὼν εἷς ἐξ αὐτῶν καὶ λαβὼν σπόγγον πλήσας τε ὄξους καὶ περιθεὶς καλάμῳ ἐπότιζεν αὐτόν.
οἱ δὲ λοιποὶ ἔλεγον· ἄφες ἴδωμεν εἰ ἔρχεται ᾿Ηλίας σώσων αὐτόν.
ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς πάλιν κράξας φωνῇ μεγάλῃ ἀφῆκε τὸ πνεῦμα.
Καὶ ἰδοὺ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ ἐσχίσθη εἰς δύο ἀπὸ ἄνωθεν ἕως κάτω, καὶ ἡ γῆ ἐσείσθη καὶ αἱ πέτραι ἐσχίσθησαν,
καὶ τὰ μνημεῖα ἀνεῴχθησαν καὶ πολλὰ σώματα τῶν κεκοιμημένων ἁγίων ἠγέρθη,
καὶ ἐξελθόντες ἐκ τῶν μνημείων, μετὰ τὴν ἔγερσιν αὐτοῦ εἰσῆλθον εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν καὶ ἐνεφανίσθησαν πολλοῖς.
῾Ο δὲ ἑκατόνταρχος καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ τηροῦντες τὸν ᾿Ιησοῦν, ἰδόντες τὸν σεισμὸν καὶ τὰ γενόμενα ἐφοβήθησαν σφόδρα λέγοντες· ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς ἦν οὗτος.
.
.
.