I Am a Greek European Worldwidel Man-Now!- www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

I Am a Greek European Worldwide Man-Now!-

www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου 2021

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -Der liebste Roland Ein Märchen der Brüder Grimm (Ο αγαπητικός Ρολάν Ένα παραμύθι των αδελφών Γκριμ) -μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-Der liebste Roland

Ein Märchen der Brüder Grimm

(Ο αγαπητικός Ρολάν

Ένα παραμύθι των αδελφών Γκριμ)

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.


Der liebste Roland

Ein Märchen der Brüder Grimm

(Ο αγαπητικός Ρολάν

Ένα παραμύθι των αδελφών Γκριμ)

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Ήταν μια φορά μια γυναίκα,που ήταν πραγματική μάγισσα,κι είχε δύο κορες,

μια άσχημη και κακη,και την αγαπούσε γιατί η πραγματική της κορη ήταν,και 

μια όμορφη και καλή,που τη μισούσε,γιατί ήταν θετη της κόρη.

Κάποτε η θετή κόρη είχε μια όμορφη ποδια,που άρεσε στην αλλη,τόσο που ζήλευε και στη μάνα της ειπε,πως ήθελε οπωσδηποτε να'χει την ποδια.

'Μην ανησυχείς,παιδί μου' της είπε η γρια'θα την έχεις.Η θετή σου αδερφή πρέπει να πεθάνει,σημερα τη νύχτα,όταν κοιμάται,θα'ρθω και θα της κόψω 

το κεφάλι.Προσεξε όμως,στο πίσω μέρος του κρεβατιού να'σαι,και σπρωξ'την αυτή ακριβώς μπροστά'

Αυτό θα γινονταν αν η  φτωχη κοπελα, δεν ήταν σε μια γωνια κι όλα να τα ειχε ακουσει.

Όλη τη μέρα δεν της επιτραπηκε έξω απ'τη πόρτα να βγει,και σαν ήρθε η ώρα του ύπνου,έπρεπε στο κρεβάτι να ανέβει,και να είναι πίσω.

Όταν αυτή ήταν κοιμισμενη,την έσπρωξε μπροστά,και πήρε τη θέση πίσω στο τοίχο,

Τη νύχτα μπήκε η γριά,στο δεξί χέρι κρατούσε ένα τσεκούρι,με το δεξί έψαξε,αν αυτή μπροστά ήταν,και κατόπιν έσφιξε το τσεκούρι με τα δύο χέρια,το σήκωσε και κατεβάζοντας το έκοψε το κεφάλι του παιδιού της.

Όταν αυτή εφυγε,σηκώθηκε η κοπέλα και πήγε στον αγαπητικό της ,που Ρολάν ονομάζονταν,και του χτύπησε τη πόρτα.

Όταν αυτός βγήκε εξω,του είπε.

'Ακου,αγαπημένε μου Ρολάν,πρέπει γρήγορα να φύγουμε,η μητριά μου θέλησε να με σκοτώσει,αλλά τη κόρη της έσφαξε.Μολις ξημερώσει,και δει,τι έχει κάνει,είμαστε χαμενοι'

'Ομως σε συμβουλευω'ειπε ο Ρολάν 'πως πρώτα πρέπει να της αρπάξεις το μαγικό ραβδί,αλλιώς δεν θα μπορέσουμε να γλυτώσουμε,αν μας ακολουθήσει και μας κυνηγήσει'.

Η κοπέλα άρπαξε το μαγικό ραβδί και μετά πήρε το πεθαμένο κεφάλι κι έσταξε τρεις σταγόνες πάνω στο χωμα,μια μπροστά στο κρεβάτι,μια στη κουζίνα και μια στη σκάλα.Κατοπιν με τον αγαπημένο της έφυγε βιαστικα για μακριά.

Όταν λοιπόν το πρωί η γριά μάγισσα σηκώθηκε, φωναξε την κόρη της,κι ήθελε να της δώσει την ποδιά,αλλά αυτή δεν ήρθε.Τοτε φωναξε.'Που είσαι;'

'εδω στη σκάλα,σκουπιζω'  απάντησε η μια σταγόνα από αίμα.

Η γριά βγήκε έξω,αλλά δεν είδε κανέναν στη σκάλα και ξαναφωναξε.'Που είσαι;'

'εδω στη κουζίνα,ζεστενομαι' φώναξε η δεύτερη σταγόνα από αίμα.

Αυτή πήγε στη κουζίνα,αλλά δεν βρήκε κανέναν.Τοτε φώναξε ακόμα μια φορά.'Που είσαι;'

'Εδω στο κρεβάτι,κοιμαμαι' φώναξε η τρίτη σταγόνα από αίμα.

Αυτή πήγε στο δωμάτιο στο κρεβάτι.Και τι είδε εκεί;Το παιδί της,μέσα στο αίμα του να κολυμπά,και στο οποίο αυτή η ίδια του είχε κόψει το κεφάλι.

Η μάγισσα θύμωσε,πετάχτηκε στο παράθυρο,κι όπως μπορούσε στον κόσμο να δει μακρυά,είδε την θετή της κόρη,με τον αγαπητικο της Ρολάν να φεύγουν πέρα.

'Αυτο σε τίποτα δεν θα σας βοηθησει' φώναξε,'οσο μακρυά και να πάτε,δεν θα μου ξεφυγετε'

Αυτή φόρεσε τις μπότες-μίλια μέτρα,με τις οποίες αυτή με κάθε βήμα μια 

ώρα κάνει εκανε,και δεν πέρασε πολύ και τους δυο είχε φτασει.

Όμως η κοπέλα,όπως είδε τη γριά να πλησιάζει,μεταμόρφωσε με το μαγικό ραβδί τον αγαπητικό της Ρολάν σε μια λίμνη,και τον εαυτό της σε μια πάπια,

που στη μέση της λίμνης κολυμπάει.

Η μάγισσα σταματησε στην όχτη,έρριξε κομμάτια ψωμί μέσα,κι έκανε κάθε προσπαθεια,την πάπια να πλανεψει,αλλά η πάπια δεν πλανευτηκε,κι η γριά επρεπε απραχτη να επιστρέψει.

Τότε πήρε η κοπέλα με τον αγαπητικο της Ρολάν πάλι τη φυσική μορφή,και προχώρησαν παραπέρα όλη τη νύχτα μέχρι το ξημέρωμα.

Κατόπιν μεταμορφώθηκε η κοπέλα σε ένα ομορφο λουλουδι,που στη μέση ενός τόπου γεμάτου αγκάθια ήταν,και τον αγαπητικο της Ρολάν σ'εναν βιολιστη.

Σε λίγο,έφτασε εκεί η μάγισσα,και είπε στον μουσικό:

'Καλε μου μουσικέ,μπορώ το ομορφο λουλούδι να το κόψω;'

'Ναι'απαντησε αυτός,'και θέλω να σου παίξω',

Όταν αυτή βιαστικά στ'αγκαθια χώθηκε,επειδή πολύ καλά ήξερε,ποιο ήταν το λουλούδι,και,ηθελε δεν ήθελε,έπρεπε να χορέψει,γιατί ένας μαγικός χορός 

ήταν.Όσο γρηγοτερα αυτός έπαιζε,τόσο μεγαλύτερα πηδήματα έπρεπε αυτή 

να κάνει,και τ'αγκαθια της εσχισαν τα ρούχα από το σώμα,την τρυπούσαν την ματωναν και την πλήγωναν,κι αφού αυτός δεν σταματούσε,έπρεπε συνέχεια 

να χορεύει,μέχρι που έπεσε νεκρή.

Όταν αυτοί ηταν σωζμενοι,είπε ο Ρολάν,

'Θελω τώρα να πάω στον πατέρα μου και τον γαμο να ετοιμασω'

'Τοτε εγώ εν τω μεταξυ εδώ θα μείνω' είπε η κοπέλα,'κι εσένα θα περιμένω,

και για να μην με αναγνωρίσει κανένας,θα μεταμορφωθω σε μια κόκκινη πετρα'

Έπειτα έφυγε ο Ρολάν,κι η κοπέλα έμεινε σαν μια κόκκινη πέτρα στο χωράφι 

και περίμενε τον αγαπητικο της.

Αλλά όταν Ρολάν γύρισε σπίτι,πιάστηκε στη παγίδα μιας άλλης,που τον κατάφερε,ώστε τη κοπέλα να ξεχάσει.Η φτωχή κοπέλα στάθηκε καιρό ,αλλά όταν αυτός τελικά δεν επέστρεψε,στεναχωρηκε και μεταμορφώθηκε σ'ενα 

λουλούδι και σκέφτηκε:'Καποιος θα'ρθει εδώ και  θα με ποδοπατησει'

Συνέβει τότε,ένας βοσκός στο τόπο το κοπάδι του να βοσκαει και το λουλούδι είδε,κι επειδή τόσο όμορφο ήταν,το έκοψε,το πήρε μαζί του και το έβαλε στο ντουλάπι του.

Aπο εκείνη τη στιγμή όλα πήγαιναν θαυμάσια στο σπίτι του βοσκού.Οταν σηκώνονταν το πρωι,όλες οι δουλειές ηταν καμωμένες,το δωμάτιο ήταν σκουπισμενο,το τραπέζι κι ο πάγκος σκουπισμενα,η φωτιά στο τζάκι αναμμένη και το νερό φερμένο,και το μεσημέρι,όταν γύριζε στο σπίτι,ήταν το τραπέζι στρωμένο και ένα καλό φαγητό σερβιρισμενο.

Δεν μπορούσε να καταλάβει,τι συνέβαινε,γιατί ποτέ δεν είδε έναν άνθρωπο 

στο σπίτι του,και δεν ήταν δυνατόν κανένας μέσα στο μικρη καλυβα να'ναι κρυμμένος.

Φυσικά του άρεσε η φροντιδα.αλλά στο τέλος ένιωσε φόβο,γι'αυτό πήγε σε 

μια σοφή γυναίκα και συμβουλή ζήτησε.

Η σοφη γυναικα είπε.'πισω απ'αυτο υπάρχει μαγεία,παραφύλαξε κάποιο πρωινο πολύ νωρίς,αν κάτι μέσα στο δωμάτιο κινείται,κι όταν κάτι δεις,αυτό θα'ναι,αυτό που θέλεις,τότε πέταξε γρήγορα ένα άσπρο σεντόνι πάνω του,και τότε η μαγεία θα σταματησει'

Ο βοσκός έκανε,όπως εκείνη του'πε,και τ'αλλο πρωί,όταν ξημέρωνε,είδε πως 

το ντουλάπι άνοιξε και το λουλούδι έξω βγήκε.

Γρήγορα πήδηξε αυτός και της πέταξε ένα άσπρο σεντόνι.Αμεσως η

μεταμόρφωση έπαυσε  και μια όμορφη κοπέλα στέκονταν μπροστά του,που 

του ομολόγησε ότι αυτή ήταν το λουλουδι και το νοικοκυριό του φρόντιζε.

Του διηγήθηκε τη τύχη του,κι επειδή σ'αυτον άρεσε,ρώτησε,αν ήθελε να τον 

παντρευτεί,αλλά αυτή απάντησε.'οχι',επειδη ήθελε στον αγαπητικό της Ρολάν,

αν και την είχε παρατήσει,ακόμα πίστη να μείνει,αλλά υποσχέθηκε,ότι δεν

θα φύγει,αλλά ήθελε να εξακολουθησει το νοικοκυριό του να κραταει

Τώρα ήρθε ο καιρός,ο Ρολάν να κάνει το γάμο,κι ανακοινώθηκε σύμφωνα με

το παλιό έθιμο στη χώρα,ότι όλες οι κοπέλες πρέπει να παραβρεθούν και 

τραγουδησουν προς τιμή της νύφης και του γαμπρού.

Η πιστη κοπέλα ,όταν τ'ακουσε,ένιωσε τόσο στεναχώρια,ώστε νόμιζε,πως

η καρδιά στο στήθος της θα σπάσει,και δεν ήθελε να πάει,αλλά ήρθαν οι

άλλες και την πήραν.Αλλα οταν η σειρά ήρθε,να τραγουδήσει,τραβήχτηκε 

πίσω,κι έμεινε μόνη,όμως αυτό δεν την βοήθησε.

Αλλά όπως το τραγούδι της άρχισε,και έφτασε στ'αυτια του Ρολάν,αυτός

πεταχτηκε πανω και φώναξε.'Γνωριζω τη φωνή,αυτή είναι η πραγματική νύφη,

άλλη δεν θελω'

Όλα,όσα είχε ξεχάσει κι απ'τό μυαλό του ηταν ,σβησμενα,ξαφνικά στην

καρδιά του ξαναγύρισαν.Τοτε έκανε η πίστη κοπέλα το γάμο με τον αγαπητικό

της Ρολάν,και τελείωσε η στεναχώρια κι άρχισε η ευτυχία της.

.

.

Es war einmal eine Frau, die war eine rechte Hexe, und hatte zwei Töchter, eine hässlich und böse, und die liebte sie, weil sie ihre rechte Tochter war, und eine schön und gut, die hasste sie, weil sie ihre Stieftochter war.


Zu einer Zeit hatte die Stieftochter eine schöne Schürze, die der andern gefiel, so dass sie neidisch war und ihrer Mutter sagte, sie wollte und müsste die Schürze haben. "Sei still, mein Kind," sprach die Alte, "du sollst sie auch haben. Deine Stiefschwester hat längst den Tod verdient, heute nacht, wenn sie schläft, so komm und ich haue ihr den Kopf ab. Sorge nur, dass du hinten ins Bett zu liegen kommst, und schieb sie recht vornen hin."


Um das arme Mädchen war es geschehen, wenn es nicht gerade in einer Ecke gestanden und alles mit angehört hätte. Es durfte den ganzen Tag nicht zur Türe hinaus, und als Schlafenszeit gekommen war, musste es zuerst ins Bett steigen, damit sie sich hinten hinlegen konnte; als sie aber eingeschlafen war, da schob es sie sachte vornen hin und nahm den Platz hinten an der Wand. In der Nacht kam die Alte geschlichen, in der rechten Hand hielt sie eine Axt, mit der linken fühlte sie erst, ob auch jemand vornen lag, und dann fasste sie die Axt mit beiden Händen, hieb und hieb ihrem eigenen Kind den Kopf ab. Als sie fortgegangen war, stand das Mädchen auf und ging zu seinem Liebsten, der Roland hiess, und klopfte an seine Türe. Als er herauskam, sprach sie zu ihm: "Höre, liebster Roland, wir müssen eilig flüchten, die Stiefmutter hat mich totschlagen wollen, hat aber ihr eigenes Kind getroffen. Kommt der Tag, und sie sieht, was sie getan hat, so sind wir verloren."


"Aber ich rate dir," sagte Roland, "dass du erst ihren Zauberstab wegnimmst, sonst können wir uns nicht retten, wenn sie uns nachsetzt und verfolgt." Das Mädchen holte den Zauberstab, und dann nahm es den toten Kopf und tröpfelte drei Blutstropfen auf die Erde, einen vors Bett, einen in die Küche und einen auf die Treppe. Darauf eilte es mit seinem Liebsten fort.


Als nun am Morgen die alte Hexe aufgestanden war, rief sie ihre Tochter, und wollte ihr die Schürze geben, aber sie kam nicht. Da rief sie: "Wo bist du?"


"Ei, hier auf der Treppe, da kehr ich," antwortete der eine Blutstropfen. Die Alte ging hinaus, sah aber niemand auf der Treppe und rief abermals: "Wo bist du?"


"Ei, hier in der Küche, da wärm ich mich," rief der zweite Blutstropfen. Sie ging in die Küche, aber sie fand niemand. Da rief sie noch einmal "wo bist du?"


"Ach, hier im Bette, da schlaf ich," rief der dritte Blutstropfen. Sie ging in die Kammer ans Bett. Was sah sie da? Ihr eigenes Kind, das in seinem Blute schwamm, und dem sie selbst den Kopf abgehauen hatte.


Die Hexe geriet in Wut, sprang ans Fenster, und da sie weit in die Welt schauen konnte, erblickte sie ihre Stieftochter, die mit ihrem Liebsten Roland forteilte. "Das soll euch nichts helfen," rief sie, "wenn ihr auch schon weit weg seid, ihr entflieht mir doch nicht."


Sie zog ihre Meilenstiefel an, in welchen sie mit jedem Schritt eine Stunde machte, und es dauerte nicht lange, so hatte sie beide eingeholt. Das Mädchen aber, wie es die Alte daherschreiten sah, verwandelte mit dem Zauberstab seinen Liebsten Roland in einen See, sich selbst aber in eine Ente, die mitten auf dem See schwamm. Die Hexe stellte sich ans Ufer, warf Brotbrocken hinein und gab sich alle Mühe, die Ente herbeizulocken; aber die Ente liess sich nicht locken, und die Alte musste abends unverrichteter Sache wieder umkehren.


Darauf nahm das Mädchen mit seinem Liebsten Roland wieder die natürliche Gestalt an, und sie gingen die ganze Nacht weiter bis zu Tagesanbruch. Da verwandelte sich das Mädchen in eine schöne Blume, die mitten in einer Dornhecke stand, seinen Liebsten Roland aber in einen Geigenspieler. Nicht lange, so kam die Hexe herangeschritten und sprach zu dem Spielmann: "Lieber Spielmann, darf ich mir wohl die schöne Blume abbrechen?" - "0 ja," antwortete er, "ich will dazu aufspielen." Als sie nun mit Hast in die Hecke kroch und die Blume brechen wollte, denn sie wusste wohl, wer die Blume war, so fing er an aufzuspielen, und, sie mochte wollen oder nicht, sie musste tanzen, denn es war ein Zaubertanz. Je schneller er spielte, desto gewaltigere Sprünge musste sie machen, und die Dornen rissen ihr die Kleider vom Leibe, stachen sie blutig und wund, und da er nicht aufhörte, musste sie so lange tanzen, bis sie tot liegen blieb.


Als sie nun erlöst waren, sprach Roland: "Nun will ich zu meinem Vater gehen und die Hochzeit bestellen." - "So will ich derweil hier bleiben," sagte das Mädchen, "und auf dich warten, und damit mich niemand erkennt, will ich mich in einen roten Feldstein verwandeln." Da ging Roland fort, und das Mädchen stand als ein roter Stein auf dem Felde und wartete auf seinen Liebsten.


Als aber Roland heim kam, geriet er in die Fallstricke einer andern, die es dahin brachte, dass er das Mädchen vergass. Das arme Mädchen stand lange Zeit, als er aber endlich gar nicht wiederkam, so ward es traurig und verwandelte sich in eine Blume und dachte: "Es wird ja wohl einer dahergehen und mich umtreten."


Es trug sich aber zu, dass ein Schäfer auf dem Felde seine Schafe hütete und die Blume sah, und weil sie so schön war, so brach er sie ab, nahm sie mit sich, und legte sie in seinen Kasten. Von der Zeit ging es wunderlich in des Schäfers Hause zu. Wenn er morgens aufstand, so war schon alle Arbeit getan: die Stube war gekehrt, Tische und Bänke abgeputzt, Feuer auf den Herd gemacht und Wasser getragen; und mittags, wenn er heim kam, war der Tisch gedeckt und ein gutes Essen aufgetragen. Er konnte nicht begreifen, wie das zuging, denn er sah niemals einen Menschen in seinem Haus, und es konnte sich auch niemand in der kleinen Hütte versteckt haben. Die gute Aufwartung gefiel ihm freilich, aber zuletzt ward ihm doch angst, so dass er zu einer weisen Frau ging und sie um Rat fragte. Die weise Frau sprach: "Es"es steckt Zauberei dahinter; gib einmal morgens in aller Frühe acht, ob sich etwas in der Stube regt, und wenn du etwas siehst, es mag sein, was es will, so wirf schnell ein weisses Tuch darüber, dann wird der Zauber gehemmt." Der Schäfer tat, wie sie gesagt hatte, und am andern Morgen, eben als der Tag anbrach, sah er, wie sich der Kasten auftat und die Blume herauskam.


Schnell sprang er hinzu und warf ein weisses Tuch darüber. Alsbald war die Verwandlung vorbei, und ein schönes Mädchen stand vor ihm, das bekannte ihm, dass es die Blume gewesen wäre und seinen Haushalt bisher besorgt hätte. Es erzählte ihm sein Schicksal, und weil es ihm gefiel, fragte er, ob es ihn heiraten wollte, aber es antwortete "nein," denn es wollte seinem Liebsten Roland, obgleich er es verlassen hatte, doch treu bleiben: aber es versprach, dass es nicht weggehen, sondern ihm fernerhin haushalten wollte.


Nun kam die Zeit heran, dass Roland Hochzeit halten sollte: da ward nach altem Brauch im Lande bekanntgemacht, dass alle Mädchen sich einfinden und zu Ehren des Brautpaars singen sollten. Das treue Mädchen, als es davon hörte, ward so traurig, dass es meinte, das Herz im Leibe würde ihm zerspringen, und wollte nicht hingehen, aber die andern kamen und holten es herbei. Wenn aber die Reihe kam, dass es singen sollte, so trat es zurück, bis es allein noch übrig war, da konnte es nicht anders.


Aber wie es seinen Gesang anfing, und er zu Rolands Ohren kam, so sprang er auf und rief: "Die Stimme kenne ich, das ist die rechte Braut, eine andere begehr ich nicht." Alles, was er vergessen hatte und ihm aus dem Sinn verschwunden war, das war plötzlich in sein Herz wieder heimgekommen. Da hielt das treue Mädchen Hochzeit mit seinem Liebsten Roland, und war sein Leid zu Ende und fing seine Freude an.

.

.

.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου