.
.
LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
-Κυπρος 1974 Αγνοουμενοι-
-Ο ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΣ-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis}
.
.
Κυπρος 1974 Αγνοουμενοι
Ο ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΣ-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
τους είπαν αυτό που θα κατακτήσουν θα τους δοθεί περιουσία τους,έπεσε μ'αλεξιπτωτο,
μαζί μ'αλλους,κρατούσαν τα πυροβόλα,προχώρησαν,κλώτσησε κι έσπασε μια πόρτα,'ψηλα
τα χέρια'φωναξε,στη γλώσσα του,απ'το ύφος θα καταλάβαιναν,δεν πήρε απάντηση,φοβήθηκε,
κάπου είναι κρυμμένοι και τον σημαδεύουν,'ολοι ψηλά τα χερια'ξαναφωναξε στη γλώσσα του,δεν κινήθηκε ψυχή,άδειο το σπίτι,μόνος κλεισμένος στο ξένο σπίτι,'εισαι ηρωας'του είπαν,'τωρα είναι δικό σου',κοίταξε γύρω του,παράτησαν τα πράγματα τους κι έφυγαν,μπήκε στα δωμάτια,στο κρεβάτι πριν λίγη ώρα κάποιος κοιμόνταν,ανέβηκε από την εσωτερική σκάλα στον πάνω όροφο,βγήκε στο μπαλκόνι,'απο τώρα 'σκεφτηκε,'αυτη η θέα είναι δική μου',ακόμα έριχναν,φοβήθηκε μήπως τον πάρει καμία αδέσποτη,σε λίγο θα νύχτωνε,νύχτωσε,δεν άναψε φως,έκανε ζέστη,τόσες ώρες σε ένταση δεν άντεξε κλείσανε τα μάτια του,τρανταχτηκε στον ύπνο του,του φάνηκε πως είδε σκιά μπροστά του,'ποιος είσαι;'φωναξε,δεν ήταν κανένας,η σκια του ήταν στον απέναντι τοίχο,όπως φώτιζε το φεγγάρι την κολλούσε στο τοίχο,δεν ξανακοιμηθηκε,ακούγονταν σκυλιά που γαυγιζαν,έπεσε ένας πυροβολισμός,έπειτα αμέσως ένας δεύτερος,ακολούθησε ησυχία,σε λίγο ξημέρωσε,κοίταξε το χωρο,αυτό ήταν το σαλόνι τους,πάνω στο τραπέζι κορνίζες με φωτογραφίες,η οικογένεια,ο πατέρας
η μάνα και τρία παιδιά,δύο αγόρια μικρά κι ένα κορίτσι,το κορίτσι ,σε μεγαλύτερη ηλικία,17 χρόνων,μοναχο σε φωτογραφία, μελαχρινο,μαύρα μαλλιά μέχρι τους ωμους,χωρισμένα στη μέση,πρέπει να ήταν,τότε,ευτυχισμένη κοπέλα,κατέβηκε και βγήκε έξω,είδε την αυλή,τον κήπο,
τα δέντρα,πορτοκαλιές,λεμονιές,ελιές,στο βάθος η θάλασσα,γαλανη,ήρεμη,αυτή θα'ναι η περιουσία του,πήγε και τη δήλωσε,σε λίγες μέρες τον ειδοποίησαν επίσημα πως του εκχωρήθηκε ο τόπος,σε
μια διαδήλωση που τον είχαν επιστρατεύσει γυναίκες των άλλων βουβές περνούσαν μπροστα απ'τα συρματοπλέγματα κρατώντας φωτογραφίες αγνοουμένων,τότε την είδε,η ίδια φωτογραφία του σπιτιού,τη κρατούσε στο στήθος της,στο μέρος της καρδιάς,μια γυναίκα στα μαυρα,γύρω στα 40,ταράχτηκε,φοβήθηκε μήπως τον καταλάβουν,στο στρατοδικείο θα τον εκτελούσαν για λιποψυχία,συγκρατήθηκε,όταν γύρισε σπίτι την άλλη μέρα έβγαλε όλα τα πράγματα τους έξω,,τα σωριασε στο χωράφι,,έπιπλα,καρέκλες τραπέζια κρεβάτια ρούχα βιβλία ένα πιάνο φωτογραφίες,και τη φωτογραφία της κοπέλας,ραντισε τον μεγαλο σωρο γύρω και πάνω με πετρέλαιο,άναψε ένα σπίρτο και το πέταξε,η φωτιά τ'αρπαξε όλα και τα'καιγε,η φωτογραφία της κοπελας κατά παράξενο τρόπο μοναχα δεν καίγονταν,όταν όλα έγιναν στάχτη τότε πήρε φωτιά κι αυτή, τελευταία κάηκαν τα μάτια της,εκείνη τη νύχτα κοιμήθηκε στο άδειο σπίτι,στη μέση της νύχτας ξύπνησε,ακούγονταν ο ηχος ενος πιάνου από τον πάνω οροφο,ανέβηκε ζαλισμενος τη σκάλα,ένας έρημος χωρος τον περίμενε,βγήκε στο μπαλκόνι,το φεγγάρι δυτικά έδυε,ένα τριζονι συνόδευε τη πτώση του,στο ενδιάμεσο διάστημα παντρεύτηκε μια γυναίκα της φυλής του,απέκτησε μια κοπέλα,την αγαπούσε αφάνταστα,φοβόνταν μην πάθει κάτι κακο,όταν τελικά μπόρεσε να δει τα μάτια της,τα ίδια μάτια μ'εκεινη,τότε το σώμα του πεφτωντας έφτασε τελικα και χτύπησε στις πλάκες της αυλής
.
.
.
LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
-Κυπρος 1974 Αγνοουμενοι-
-Ο ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΣ-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis}
.
.
Κυπρος 1974 Αγνοουμενοι
Ο ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΣ-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
τους είπαν αυτό που θα κατακτήσουν θα τους δοθεί περιουσία τους,έπεσε μ'αλεξιπτωτο,
μαζί μ'αλλους,κρατούσαν τα πυροβόλα,προχώρησαν,κλώτσησε κι έσπασε μια πόρτα,'ψηλα
τα χέρια'φωναξε,στη γλώσσα του,απ'το ύφος θα καταλάβαιναν,δεν πήρε απάντηση,φοβήθηκε,
κάπου είναι κρυμμένοι και τον σημαδεύουν,'ολοι ψηλά τα χερια'ξαναφωναξε στη γλώσσα του,δεν κινήθηκε ψυχή,άδειο το σπίτι,μόνος κλεισμένος στο ξένο σπίτι,'εισαι ηρωας'του είπαν,'τωρα είναι δικό σου',κοίταξε γύρω του,παράτησαν τα πράγματα τους κι έφυγαν,μπήκε στα δωμάτια,στο κρεβάτι πριν λίγη ώρα κάποιος κοιμόνταν,ανέβηκε από την εσωτερική σκάλα στον πάνω όροφο,βγήκε στο μπαλκόνι,'απο τώρα 'σκεφτηκε,'αυτη η θέα είναι δική μου',ακόμα έριχναν,φοβήθηκε μήπως τον πάρει καμία αδέσποτη,σε λίγο θα νύχτωνε,νύχτωσε,δεν άναψε φως,έκανε ζέστη,τόσες ώρες σε ένταση δεν άντεξε κλείσανε τα μάτια του,τρανταχτηκε στον ύπνο του,του φάνηκε πως είδε σκιά μπροστά του,'ποιος είσαι;'φωναξε,δεν ήταν κανένας,η σκια του ήταν στον απέναντι τοίχο,όπως φώτιζε το φεγγάρι την κολλούσε στο τοίχο,δεν ξανακοιμηθηκε,ακούγονταν σκυλιά που γαυγιζαν,έπεσε ένας πυροβολισμός,έπειτα αμέσως ένας δεύτερος,ακολούθησε ησυχία,σε λίγο ξημέρωσε,κοίταξε το χωρο,αυτό ήταν το σαλόνι τους,πάνω στο τραπέζι κορνίζες με φωτογραφίες,η οικογένεια,ο πατέρας
η μάνα και τρία παιδιά,δύο αγόρια μικρά κι ένα κορίτσι,το κορίτσι ,σε μεγαλύτερη ηλικία,17 χρόνων,μοναχο σε φωτογραφία, μελαχρινο,μαύρα μαλλιά μέχρι τους ωμους,χωρισμένα στη μέση,πρέπει να ήταν,τότε,ευτυχισμένη κοπέλα,κατέβηκε και βγήκε έξω,είδε την αυλή,τον κήπο,
τα δέντρα,πορτοκαλιές,λεμονιές,ελιές,στο βάθος η θάλασσα,γαλανη,ήρεμη,αυτή θα'ναι η περιουσία του,πήγε και τη δήλωσε,σε λίγες μέρες τον ειδοποίησαν επίσημα πως του εκχωρήθηκε ο τόπος,σε
μια διαδήλωση που τον είχαν επιστρατεύσει γυναίκες των άλλων βουβές περνούσαν μπροστα απ'τα συρματοπλέγματα κρατώντας φωτογραφίες αγνοουμένων,τότε την είδε,η ίδια φωτογραφία του σπιτιού,τη κρατούσε στο στήθος της,στο μέρος της καρδιάς,μια γυναίκα στα μαυρα,γύρω στα 40,ταράχτηκε,φοβήθηκε μήπως τον καταλάβουν,στο στρατοδικείο θα τον εκτελούσαν για λιποψυχία,συγκρατήθηκε,όταν γύρισε σπίτι την άλλη μέρα έβγαλε όλα τα πράγματα τους έξω,,τα σωριασε στο χωράφι,,έπιπλα,καρέκλες τραπέζια κρεβάτια ρούχα βιβλία ένα πιάνο φωτογραφίες,και τη φωτογραφία της κοπέλας,ραντισε τον μεγαλο σωρο γύρω και πάνω με πετρέλαιο,άναψε ένα σπίρτο και το πέταξε,η φωτιά τ'αρπαξε όλα και τα'καιγε,η φωτογραφία της κοπελας κατά παράξενο τρόπο μοναχα δεν καίγονταν,όταν όλα έγιναν στάχτη τότε πήρε φωτιά κι αυτή, τελευταία κάηκαν τα μάτια της,εκείνη τη νύχτα κοιμήθηκε στο άδειο σπίτι,στη μέση της νύχτας ξύπνησε,ακούγονταν ο ηχος ενος πιάνου από τον πάνω οροφο,ανέβηκε ζαλισμενος τη σκάλα,ένας έρημος χωρος τον περίμενε,βγήκε στο μπαλκόνι,το φεγγάρι δυτικά έδυε,ένα τριζονι συνόδευε τη πτώση του,στο ενδιάμεσο διάστημα παντρεύτηκε μια γυναίκα της φυλής του,απέκτησε μια κοπέλα,την αγαπούσε αφάνταστα,φοβόνταν μην πάθει κάτι κακο,όταν τελικά μπόρεσε να δει τα μάτια της,τα ίδια μάτια μ'εκεινη,τότε το σώμα του πεφτωντας έφτασε τελικα και χτύπησε στις πλάκες της αυλής
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου