.
.
LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
-Αναδιπλωση-
.
Paul Delvaux,Les Vestales , 1972. Oil on canvas, 1,40μ x 1,90 μ
Paul Delvaux ,Solitude,1956,1,24μ χ 99,5μ
Αναδιπλωση-χ.ν.κουβελης
το τρενο εφτασε στο σταθμο,κατεβηκε,αδειος ο σταθμος,μια αναμενη λαμπα τοποθετη-
μενη στην αποβαθρα φωτιζε το χωρο,προχωρησε στο βαθος,ειδε μια νεαρη γυναικα μ'ενα
γαλαζιο μακρυ φορεμα μπροστα σ'εναν καθρεφτη,'ο καθρεφτης δεν ειναι σαν πορτα;'
ακουσε τη γυναικα,προσεξε πως η γυναικα δεν μιλησε σ'αυτον αλλα σε μια γυναικα με
μακρυ ασπρο φορεμα μεσα στον καθρεφτη,αυτη η γυναικα ηταν ομοια μ'αυτη,τοτε θυμη-
θηκε,στο βαγονι απεναντι του η κυρια με το κοκκινο μακρυ φορεμα σε ολη τη διαρκεια του
ταξιδιου διαβαζε ενα βιβλιο,'σε ποση ωρα θα φτασουμε;'τον ρωτησε διακοπτοντας το δια-
βασμα της,τον παραξενεψε ο οικειος τροπος που απευθυνθηκε σ'αυτον,'που;'απαντησε ,
'εσεις που κατεβαινετε;','μα,οπου κι εσεις κυριε'του απαντησε με παιδικη αφελεια,'ξερετε'
συνεχισε 'αυτο το καιρο ειναι ωραια τα ταξιδια',αυτος κοιταξε εξω,ενα εκτυφλωτικα φωτι-
σμενο το τοπιο προβαλε τις κινουμενες εικονες του,οι σκουροχρωμοι λοφοι εδιναν την
εντυπωση πως σχηματισθηκαν απο τα απορριματα σκουριες ορυχειων,η γυναικα φορεσε
ενα καπελο με κοκκινα τριανταφυλλα,'θα χιονισει'ειπε σαν να μιλουσε σε καποιον διπλα
της,'μα ειναι υπεροχο',πρεπει να κοιμηθηκε αρκετη ωρα γιατι οταν ξυπνησε η γυναικα
δεν ηταν απεναντι του,σηκωθηκε και την εψαξε στο βαγονι ρεστοραν,ενας μοναδικος
πελατης με σκουρο κουστουμι γραβατα και καπελο καθονταν σ'ενα τραπεζι ,στα χερια του
κρατουσε μια τραπουλα κι εριχνε τα χαρτια,μολις τον ειδε χαμογελασε,'α εσεις,η κυρια
αφησε για σας αυτο το σημειωμα',ειπε και του το εδωσε,πηρε το σημειωμα,'με συγχωρη-
τε,κοιμοσασταν,δεν σας ξυπνησα,δεν μπορω να σας γραψω περισσοτερα'διαβασε,ανησυ-
χησε,'κυριε,η γυναικα αυτη ειναι η συζυγος μου'ακουσε τον αντρα,η φωνη του σκληρη
ακαμπτη,και συνεχισε να ριχνει τα χαρτια,'μην ανησυχειτε,κυριε,δεν απευθυνομουνα σε
σας'ακουσε διπλα του,γυρισε και τον ειδε,'ελατε να σας δειξω κατι,που ισως σας εντυπω-
σιασει'ειπε ο αντρας και η γυναικα με το γαλαζιο φορεμο τον επιασε αγκαζε και προχωρη-
ρησαν μπροστα του,κοιταξε μεσα στον καθρεφτη,ενας αντρας απομακρυνονταν στο βαθος,
παραξενο αλλα δεν ειδε το ειδωλο του στον καθρεφτη,μεσα στην μπαροκ αιθουσα αναμο-
νης η γυναικα με το ασπρο φορεμα,σχεδον ημιγυμνη ,ηταν ξαπλωμενη στο κοκκινο χαλι,
μαχαιρωμενη,'μη τρομαζετε' ακουσε πισω του τη φωνη του αντρα 'μας αρεσει με τη γυναι-
κα μου να παιζουμε θεατρο',γυρισε και ειδε στο ημιφως το ζευγαρι με τη πλατη γυρισμενη
προς αυτον μπροστα απο ενα φωσφοριζον ενυδρειο,'ενταξει,τελεια παρασταση' φωναξε ο
αντρας στη ξαπλωμενη γυναικα 'εμπρος,σηκωθητε' ,η φωνη του του φανηκε σαν διαταγη,
η γυναικα υπακουσε,σηκωθηκε και πηγε κοντα τους, τους αγκαλιασε σφιχτα και φιλησε με
παθος στο στομα τον αντρα,'μην σας φαινεται παραξενο στο μελλον αυτα θα ειναι συνει-
θισμενα πραγματα'του ειπε γελωντας η κυρια απεναντι του διακοπτωντας το διαβασμα
της,'τι θα ειναι συνειθισμενα;'την ρωτησε συγχισμενος,'οταν ειμασταν μικρες,στην αρχη
της εφηβειας,ο μπαμπας και η μαμα συνειθιζαν καθε Κυριακη το βραδυ να προσκαλουν
στο σπιτι διαφορα γνωστα ζευγαρια,εμενα με την διδυμη αδελφη μου μας καλουσαν
στο σαλονι και μας προσταζαν,αυτη ειναι η σωστη εκφραση,να γυμνωθουμε μπροστα
τους,κι ετσι γυμνες στεκομασταν ωρα ακινητες σαν αγαλματα,αυτοι δεν μιλουσαν,ουτε
την αναπνοη τους δεν ακουγαμε,σαν να ηταν νεκροι,παραξενο,νιωθαμε μια ανατριχιλα,
σαν κρυωναμε και να ζεστενομασταν πολυ,τα μεσανυχτα,ξαφνικα ολα ζωντανευαν,
'μπρος ντυθητε,παλιοθηλυκα'φωναζε απειλητικα ο πατερας 'στο δωματιο σας γρηγορα,
γι'αυτη σας την κακοηθη συμπεριφορα σας αξιζει παρα πολυ σκληρη τιμωρια','ηταν φρι
κιαστικο,ερχονταν στο δωματιο μας,εμεις τρεμαμε,και μας αναγκαζε ν'αγκαλιζουμε πλα-
στικους κρυους σκελετους και να προσποιουμαστε πως κανουμε ερωτα μ'αυτους'του ειπε
η γυναικα με το ασπρο φορεμα πλησιαζοντας τον,'ηταν απαισιο',ο αντρας εβαλε στο γραμ-
μοφωνο ενα βαλς,'χορευουμε;'του προτεινε η γυναικα,'μια μερα στον υπνο τους τους
στραγκαλισαμε και τους δυο,και το μπαμπα και τη μαμα,με το σεντονι,τη ωρα της πραξης
νιωθαμε μια ανεξηγητη αναστατωση,κατι σαν χαρα και τρομο'του ειπε ενω χορευανε,'εχω
κανει απο μικρη μαθηματα κλασικου μπαλετου','χορευετε υπεροχα'της ειπε,'και το αρωμα
σας ειναι μεθυστικο,μου ψιθυρισε στ'αυτι,εγω ανατριχιασα,επειτα με δαγκωσε στο λαιμο,
ενιωσα βαθεια,ανελεητα,τα δοντια αγρριου ζωου,προσοχη,του ειπα χαμηλοφωνα,ο αντ-
ρας μου μας βλεπει,εχει αρρωστημενη ζηλεια,ειναι σχεδον παρανοικος,πασχει απο μανιο-
καταθλιπτικη ψυχωση' ακουσε τη γυναικα με το κοκκινο φορεμα στο βαγονι απεναντι του
σαν να διαβαζε απο το βιβλιο 'με κλειδωνε μεσα στη κρεββατοκαμαρα με πεταγε πανω
στο κρεββατι και σχιζοντας μου τα ρουχα βιαια σαν τρελος μ'εδενε πολυ σφιχτα να ποναω
με σχοινια γυμνη πανω στο κρεββατι,κι αυτος καθονταν ακινητος ντυμενος με το κουστου-
μι τη γραβατα και το καπελλο του στον κοκκινο καναπε και με κοιταζε,τα σωματα μας τα
φωτιζε μια λαμπα τοθετημενη στο δαπεδο,εγω τον μισουσα,με αηδιαζε,ηθελε,το ηξερα,το
επεδιωκε,να του το φωναξω,'σε μισω,εισαι τρελος,μ'αηδιαζεις τερας,δεν σε θελω',αλλα
εγω επιτηδες τον βασανιζα,στεκομουνα βωβη και υποφερα,τοτε αυτος με τιμωρουσε με
τον ιδιο τροπο,σηκωνονταν,τεραστιο το σωμα του,ερχονταν στο κρεββατι,η βαρια σκληρη
σκια του επεφτε στοκορμι μου,με πλακωνε και μ'επνιγε,πεθαινα,αυτος εβγαζε την δερμα-
τινη ζωνη με τη μεταλικη αγκραφα απ'το παντελονι του την σηκωνε αγρια απειλητικα
πολυ ψηλα πανω απο το γυμνο απροστατευτο σωμα,αλλα τελικα δεν με χτυπουσε,αυτη η
βασανιστικη προσμονη της τιμωριας που βαθεια προσμενα με παθιαζε,η αναβολη της,και
η τακτικη,σχεδον μηχανιστικη επαναληψη της,η ηδονιστικη τελετουργια της,με ερεθιζε',η
γυναικα σταματησε το διαβασμα,'δεν το πιστευεις;' τον κοιταξε σχεδον εκλιπαρωντας τον
'εγω ειμαι η συγγραφεας αυτου του βιβλιου',στο βαγονι ρεστοραν ο αντρας του το επι-
βεβαιωσε 'ολα ειναι ψεμα,επινοημενα,τους ξερετε τωρα τους συγγραφεις,για να εντυ-
πωσιασουν τους αναγνωστες τους φανταζονται ασυστολα διαφορα παρανοικα','εσεις,
κυριε',του φωναξε δυνατα,'ειστε ο παρανοικος,και μαλιστα ειστε ψυχρος δολοφονος,
σας ειδα στην αιθουσα αναμονης του τρενου να μαχαιρωνετε τη γυναικα,θα καλεσω
την αστυνομια','μα τι λετε,ειστε τρελος;'ο αντρας γελασε,'κυριε,ειστε σιγουρος γι'αυτο;'
ακουσε απειλητικη τη φωνη του αντρα απο το ενυδρειο,το βαλς μολις τελειωσε,η νταμα
του ουρλιαζοντας βγηκε τρεχοντας εξω απο την αιθουσα αναμονης,την ακολουθησε,την
βρηκε μπροστα στον καθρεφτη,πλησιασε,σταθηκε απο πισω της,στον καθρεφτη δεν ειδε
το ειδωλο του,ουτε της γυναικας,η γυναικα με το γαλαζιο φορεμα ειπε 'που ειναι;την
περιμενα να κατεβει σ'αυτον τον σταθμο μαζι σας,παντα της αρεσαν τα ταξιδια,απο τοτε
που ημασταν μικρες'
.
.
.
LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
-Αναδιπλωση-
ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis}
..
Paul Delvaux,Les Vestales , 1972. Oil on canvas, 1,40μ x 1,90 μ
Paul Delvaux ,Solitude,1956,1,24μ χ 99,5μ
Αναδιπλωση-χ.ν.κουβελης
το τρενο εφτασε στο σταθμο,κατεβηκε,αδειος ο σταθμος,μια αναμενη λαμπα τοποθετη-
μενη στην αποβαθρα φωτιζε το χωρο,προχωρησε στο βαθος,ειδε μια νεαρη γυναικα μ'ενα
γαλαζιο μακρυ φορεμα μπροστα σ'εναν καθρεφτη,'ο καθρεφτης δεν ειναι σαν πορτα;'
ακουσε τη γυναικα,προσεξε πως η γυναικα δεν μιλησε σ'αυτον αλλα σε μια γυναικα με
μακρυ ασπρο φορεμα μεσα στον καθρεφτη,αυτη η γυναικα ηταν ομοια μ'αυτη,τοτε θυμη-
θηκε,στο βαγονι απεναντι του η κυρια με το κοκκινο μακρυ φορεμα σε ολη τη διαρκεια του
ταξιδιου διαβαζε ενα βιβλιο,'σε ποση ωρα θα φτασουμε;'τον ρωτησε διακοπτοντας το δια-
βασμα της,τον παραξενεψε ο οικειος τροπος που απευθυνθηκε σ'αυτον,'που;'απαντησε ,
'εσεις που κατεβαινετε;','μα,οπου κι εσεις κυριε'του απαντησε με παιδικη αφελεια,'ξερετε'
συνεχισε 'αυτο το καιρο ειναι ωραια τα ταξιδια',αυτος κοιταξε εξω,ενα εκτυφλωτικα φωτι-
σμενο το τοπιο προβαλε τις κινουμενες εικονες του,οι σκουροχρωμοι λοφοι εδιναν την
εντυπωση πως σχηματισθηκαν απο τα απορριματα σκουριες ορυχειων,η γυναικα φορεσε
ενα καπελο με κοκκινα τριανταφυλλα,'θα χιονισει'ειπε σαν να μιλουσε σε καποιον διπλα
της,'μα ειναι υπεροχο',πρεπει να κοιμηθηκε αρκετη ωρα γιατι οταν ξυπνησε η γυναικα
δεν ηταν απεναντι του,σηκωθηκε και την εψαξε στο βαγονι ρεστοραν,ενας μοναδικος
πελατης με σκουρο κουστουμι γραβατα και καπελο καθονταν σ'ενα τραπεζι ,στα χερια του
κρατουσε μια τραπουλα κι εριχνε τα χαρτια,μολις τον ειδε χαμογελασε,'α εσεις,η κυρια
αφησε για σας αυτο το σημειωμα',ειπε και του το εδωσε,πηρε το σημειωμα,'με συγχωρη-
τε,κοιμοσασταν,δεν σας ξυπνησα,δεν μπορω να σας γραψω περισσοτερα'διαβασε,ανησυ-
χησε,'κυριε,η γυναικα αυτη ειναι η συζυγος μου'ακουσε τον αντρα,η φωνη του σκληρη
ακαμπτη,και συνεχισε να ριχνει τα χαρτια,'μην ανησυχειτε,κυριε,δεν απευθυνομουνα σε
σας'ακουσε διπλα του,γυρισε και τον ειδε,'ελατε να σας δειξω κατι,που ισως σας εντυπω-
σιασει'ειπε ο αντρας και η γυναικα με το γαλαζιο φορεμο τον επιασε αγκαζε και προχωρη-
ρησαν μπροστα του,κοιταξε μεσα στον καθρεφτη,ενας αντρας απομακρυνονταν στο βαθος,
παραξενο αλλα δεν ειδε το ειδωλο του στον καθρεφτη,μεσα στην μπαροκ αιθουσα αναμο-
νης η γυναικα με το ασπρο φορεμα,σχεδον ημιγυμνη ,ηταν ξαπλωμενη στο κοκκινο χαλι,
μαχαιρωμενη,'μη τρομαζετε' ακουσε πισω του τη φωνη του αντρα 'μας αρεσει με τη γυναι-
κα μου να παιζουμε θεατρο',γυρισε και ειδε στο ημιφως το ζευγαρι με τη πλατη γυρισμενη
προς αυτον μπροστα απο ενα φωσφοριζον ενυδρειο,'ενταξει,τελεια παρασταση' φωναξε ο
αντρας στη ξαπλωμενη γυναικα 'εμπρος,σηκωθητε' ,η φωνη του του φανηκε σαν διαταγη,
η γυναικα υπακουσε,σηκωθηκε και πηγε κοντα τους, τους αγκαλιασε σφιχτα και φιλησε με
παθος στο στομα τον αντρα,'μην σας φαινεται παραξενο στο μελλον αυτα θα ειναι συνει-
θισμενα πραγματα'του ειπε γελωντας η κυρια απεναντι του διακοπτωντας το διαβασμα
της,'τι θα ειναι συνειθισμενα;'την ρωτησε συγχισμενος,'οταν ειμασταν μικρες,στην αρχη
της εφηβειας,ο μπαμπας και η μαμα συνειθιζαν καθε Κυριακη το βραδυ να προσκαλουν
στο σπιτι διαφορα γνωστα ζευγαρια,εμενα με την διδυμη αδελφη μου μας καλουσαν
στο σαλονι και μας προσταζαν,αυτη ειναι η σωστη εκφραση,να γυμνωθουμε μπροστα
τους,κι ετσι γυμνες στεκομασταν ωρα ακινητες σαν αγαλματα,αυτοι δεν μιλουσαν,ουτε
την αναπνοη τους δεν ακουγαμε,σαν να ηταν νεκροι,παραξενο,νιωθαμε μια ανατριχιλα,
σαν κρυωναμε και να ζεστενομασταν πολυ,τα μεσανυχτα,ξαφνικα ολα ζωντανευαν,
'μπρος ντυθητε,παλιοθηλυκα'φωναζε απειλητικα ο πατερας 'στο δωματιο σας γρηγορα,
γι'αυτη σας την κακοηθη συμπεριφορα σας αξιζει παρα πολυ σκληρη τιμωρια','ηταν φρι
κιαστικο,ερχονταν στο δωματιο μας,εμεις τρεμαμε,και μας αναγκαζε ν'αγκαλιζουμε πλα-
στικους κρυους σκελετους και να προσποιουμαστε πως κανουμε ερωτα μ'αυτους'του ειπε
η γυναικα με το ασπρο φορεμα πλησιαζοντας τον,'ηταν απαισιο',ο αντρας εβαλε στο γραμ-
μοφωνο ενα βαλς,'χορευουμε;'του προτεινε η γυναικα,'μια μερα στον υπνο τους τους
στραγκαλισαμε και τους δυο,και το μπαμπα και τη μαμα,με το σεντονι,τη ωρα της πραξης
νιωθαμε μια ανεξηγητη αναστατωση,κατι σαν χαρα και τρομο'του ειπε ενω χορευανε,'εχω
κανει απο μικρη μαθηματα κλασικου μπαλετου','χορευετε υπεροχα'της ειπε,'και το αρωμα
σας ειναι μεθυστικο,μου ψιθυρισε στ'αυτι,εγω ανατριχιασα,επειτα με δαγκωσε στο λαιμο,
ενιωσα βαθεια,ανελεητα,τα δοντια αγρριου ζωου,προσοχη,του ειπα χαμηλοφωνα,ο αντ-
ρας μου μας βλεπει,εχει αρρωστημενη ζηλεια,ειναι σχεδον παρανοικος,πασχει απο μανιο-
καταθλιπτικη ψυχωση' ακουσε τη γυναικα με το κοκκινο φορεμα στο βαγονι απεναντι του
σαν να διαβαζε απο το βιβλιο 'με κλειδωνε μεσα στη κρεββατοκαμαρα με πεταγε πανω
στο κρεββατι και σχιζοντας μου τα ρουχα βιαια σαν τρελος μ'εδενε πολυ σφιχτα να ποναω
με σχοινια γυμνη πανω στο κρεββατι,κι αυτος καθονταν ακινητος ντυμενος με το κουστου-
μι τη γραβατα και το καπελλο του στον κοκκινο καναπε και με κοιταζε,τα σωματα μας τα
φωτιζε μια λαμπα τοθετημενη στο δαπεδο,εγω τον μισουσα,με αηδιαζε,ηθελε,το ηξερα,το
επεδιωκε,να του το φωναξω,'σε μισω,εισαι τρελος,μ'αηδιαζεις τερας,δεν σε θελω',αλλα
εγω επιτηδες τον βασανιζα,στεκομουνα βωβη και υποφερα,τοτε αυτος με τιμωρουσε με
τον ιδιο τροπο,σηκωνονταν,τεραστιο το σωμα του,ερχονταν στο κρεββατι,η βαρια σκληρη
σκια του επεφτε στοκορμι μου,με πλακωνε και μ'επνιγε,πεθαινα,αυτος εβγαζε την δερμα-
τινη ζωνη με τη μεταλικη αγκραφα απ'το παντελονι του την σηκωνε αγρια απειλητικα
πολυ ψηλα πανω απο το γυμνο απροστατευτο σωμα,αλλα τελικα δεν με χτυπουσε,αυτη η
βασανιστικη προσμονη της τιμωριας που βαθεια προσμενα με παθιαζε,η αναβολη της,και
η τακτικη,σχεδον μηχανιστικη επαναληψη της,η ηδονιστικη τελετουργια της,με ερεθιζε',η
γυναικα σταματησε το διαβασμα,'δεν το πιστευεις;' τον κοιταξε σχεδον εκλιπαρωντας τον
'εγω ειμαι η συγγραφεας αυτου του βιβλιου',στο βαγονι ρεστοραν ο αντρας του το επι-
βεβαιωσε 'ολα ειναι ψεμα,επινοημενα,τους ξερετε τωρα τους συγγραφεις,για να εντυ-
πωσιασουν τους αναγνωστες τους φανταζονται ασυστολα διαφορα παρανοικα','εσεις,
κυριε',του φωναξε δυνατα,'ειστε ο παρανοικος,και μαλιστα ειστε ψυχρος δολοφονος,
σας ειδα στην αιθουσα αναμονης του τρενου να μαχαιρωνετε τη γυναικα,θα καλεσω
την αστυνομια','μα τι λετε,ειστε τρελος;'ο αντρας γελασε,'κυριε,ειστε σιγουρος γι'αυτο;'
ακουσε απειλητικη τη φωνη του αντρα απο το ενυδρειο,το βαλς μολις τελειωσε,η νταμα
του ουρλιαζοντας βγηκε τρεχοντας εξω απο την αιθουσα αναμονης,την ακολουθησε,την
βρηκε μπροστα στον καθρεφτη,πλησιασε,σταθηκε απο πισω της,στον καθρεφτη δεν ειδε
το ειδωλο του,ουτε της γυναικας,η γυναικα με το γαλαζιο φορεμα ειπε 'που ειναι;την
περιμενα να κατεβει σ'αυτον τον σταθμο μαζι σας,παντα της αρεσαν τα ταξιδια,απο τοτε
που ημασταν μικρες'
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου