I Am a Greek European Worldwidel Man-Now!- www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

I Am a Greek European Worldwide Man-Now!-

www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

Σάββατο 29 Μαΐου 2021

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -Αδελφοί Γκριμ, Παραμύθια -Brüder Grimm,Märchen -Τα δώδεκα αδέλφια και η μικρη αδελφή -Zwölf Brüder und das Schwesterchen -μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-Αδελφοί Γκριμ, Παραμύθια

-Brüder Grimm,Märchen

-Τα δώδεκα αδέλφια και η μικρη αδελφή

-Zwölf Brüder und das Schwesterchen

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.

Αδελφοί Γκριμ, Παραμύθια

Brüder Grimm,Märchen

Τα δώδεκα αδέλφια και η μικρη αδελφή

Zwölf Brüder und das Schwesterchen

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Μια φορά ήταν ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα, αυτοι είχαν δώδεκα  

παιδια όλα μαζί,που όλα ήταν αγόρια.Κι ο βασιλιάς είπε,αν το δέκατο 

τρίτο παιδί ενα κορίτσι ήταν,τότε όλα τα δώδεκα παιδιά του θα σκότωνε,

αλλά αν αυτό πάλι γιος ήταν,θα έπρεπε αυτα να ζήσουν.

Επειδή η βασίλισσα πολύ στεναχωρήθηκε κι είχε στους δώδεκα γιους 

της μεγάλη αγάπη στη καρδιά πήγε στους δώδεκα γιους και τους είπε:

ο βασιλιάς ο πατέρας σας είπε,αν εγω ένα κορίτσι κάνω,εσάς θελει

όλους να σκοτωσει,αλλά αν αυτό μια μικρή αδελφή ήταν,θέλει εσείς

όλοι να ζήσετε,

Κι η μητέρα τους συμβουλεύει και τους λέει:

της καρδιας μου παιδιά πηγαίνετε στο δάσος,κι αν ένας γιος είναι,

τότε ψηλά πάνω στον πύργο μια λευκή σημαία θα σηκώσω,αλλά

αν κορούλα είναι,μια κόκκινη,κι ο πατέρας σας δεν θα μπορεί να

σας σκοτώσει.

Έτσι πήγαν τα δώδεκα παιδιά στο δάσος και κοιτούσαν όλες τις μέρες

προς τον πύργο και δεν έβλεπαν καμία σημαία να ανεμίζει,αλλά

μια μέρα είδαν μια κόκκινη σημαία να ανεμίζει,και θύμωσαν πολύ,

ότι για χάρη ενός κοριτσιου όλα πρέπει να πεθάνουν κι ορκίστηκαν

να ζήσουν μέσα στο δάσος και κάθε κορίτσι που εκεί μέσα θα

έρχονταν να παραφυλαξουν και να το σκοτωσουν,

και κάθε μέρα πήγαιναν τα έντεκα απ'αυτα για κυνήγι κι ένα έπρεπε 

με τη σειρά πάντα στο σπίτι να μένει και να μαγειρεύει και το νοικοκυριό 

να φροντίζει.

Κι η μικρή αδελφή ήταν εντελώς μόνη στο σπίτι,και μια μέρα που είχε 

πολύ  χρόνο στη διάθεσή της,βγήκε έξω κι έφτασε στο δασος και μπήκε μέσα,όπου τα δώδεκα αδέλφια της κατοικούσαν,αλλ'αυτα όλα είχαν 

πάει έξω εκτός το ένα που έπρεπε να μαγειρέψει.

Κι όπως αυτό το κορίτσι είδε,ήθελε να το σκοτώσει,επειδή έτσι είχε

ορκιστεί,τοτε τον παρακάλεσε το κορίτσι για τη ζωή και επίσης θα του

μαγειρεύε και το σπίτι θα περιποιούνταν,αν το άφηνε να ζησει,

και για καλή τύχη,ήταν ο πιο νεώτερος αδελφός,που την λυπήθηκε και

της υποσχέθηκε πως θα την αφήσει να ζήσει,

και σαν οι άλλοι έντεκα απ'τό κυνήγι στο σπίτι ήρθαν,τόσο ξαφνιάστηκαν

το κορίτσι ζωντανό να βρουν κι ο πιο νεώτερος αδελφός μίλησε κι είπε:

αγαπητά μου αδέλφια,αυτό είναι το νεαρό κορίτσι που στο δάσος μέσα

έχει έρθει κι εμένα έχει τόσο πολύ για τη ζωή του παρακαλέσει,έτσι 

έχω σκεφτεί,πως θα μπορουσε να μας μαγειρευει και το νοικοκυριό

να φροντίζει,έτσι που θα μπορούσαμε όλοι κι οι δώδεκα για κυνήγι

να πάμε.

Και σ'αυτο συμφωνησαν τ'αλλα αδέλφια κι από δω και πέρα πήγαιναν 

πάντα όλα και τα δώδεκα έξω για κυνήγι κι η μικρή αδελφή εμενε μόνη

στο σπίτι,έκανε τα κρεβάτια και μαγείρευε το φαγητό.

Τώρα μια μέρα,που οι δώδεκα αδελφοί πάλι έξω ήταν,πήγε η μικρή

αδελφή στο δάσος να περπατήσει κι έφτασε σ' ένα άνοιγμα ,εκεί ήταν

δώδεκα λευκά κρίνα,που ήταν τόσο ομορφα κι όλα μαζί τα έκοψε.

Εκεί ήταν μια γριά,που μίλησε:αχ κορούλα μου γιατί δεν έχεις αφήσει

τα άνθη του χρόνου να στέκονται όρθια,αυτά είναι τα δώδεκα αδέλφια

σου κι αυτά πρέπει τώρα όλα σε δώδεκα κοράκια να μεταμορφωθούν.

Τότε άρχισε η μικρή αδελφή να κλαπεί απ'τη μεγάλη της στεναχώρια,

για ότι είχε κάνει κι είπε,αν κάποιος τρόπος ήταν ,τα δώδεκα αδέλφια

να λυτρώσει.

Η γριά είπε:είναι μονάχα ένας,αλλ'ομως είναι πολύ δύσκολος.

Και το παιδί μίλησε:αν μπορούσε να του τον πει.

Τότε αυτή είπε:εσύ πρέπει για δώδεκα ολόκληρα χρόνια βουβή να

είσαι και ούτε μια λέξη να μιλησεις κι αν ακόμα μία ώρα μονάχα από

τα δώδεκα χρόνια λειπει,κι έχεις μια μονάχα λέξη μιλήσει,τότε

όλα είναι κατεστραμμένα και τ'αδελφια σου ποτέ πια δεν θα λυτρωθούν.

Το κορίτσι πήγε στο δάσος και κάθησε μέσα σ'ενα κουφαλιασμενο 

δέντρο κι ύφαινε,

μια φορά  πήγε ένας βασιλιάς για κυνήγι και το σκυλί του γαυγισε

μπροστά απ'το δέντρο,

(τότε ο βασιλιάς είδε το όμορφο κοριτσι και του ειπε):

αν θέλει μαζί του στο βασίλειο να ερθει κι αυτόν αν θέλει να παντρευτεί.

Αλλ'αυτο ήταν εντελώς σιωπηλό και δεν απάντησε ούτε μια συλλαβη.

Τότε αυτός το πήρε μαζί του κι εκανε γάμο μαζί του,

αλλά η πεθερά δεν μπορούσε αυτό να ανεχθει και πίστευε πως αυτό 

ήταν ένα ανηθικο κοριτσι.

Η κακια πεθερά άρχισε τώρα,αυτό στον βασιλιά να συκοφαντεί και

γι'αυτό τα πιο αισχρά πράγματα να λέει,κι επειδή αυτό ούτε με μια

συλλαβη δεν υπερασπίστηκε τον εαυτό του,στο τέλος πειστηκε ο

βασιλιάς και το καταδίκασε σε θάνατο και διέταξε μια μεγάλη φωτιά

να ετοιμαστεί κι αυτό να καει.

Κι όταν αυτό στη φωτιά ήταν,τότε ήταν ακριβώς η τελευταία ώρα

περασμενη από τα δώδεκα χρόνια κι οι άνθρωποι άκουσαν έναν θόρυβο

στον αερα και δώδεκα κοράκια ήρθαν πετώντας,σαν αυτά πάνω στη γη έφτασαν,εγιναν  δώδεκα βασιλοπούλα κι απελευθέρωσαν την μικρή τους αδελφή,κι ηαθωότητα της ήρθε στο φως της μέρας,

η κακια πεθερά όμως μέσα σ'ενα βαρέλι με καυτο λάδι ρίχτηκε,όπου 

μέσα φαρμακερά φίδια ηταν 

.

.

Brüder Grimm  Märchen

Zwölf Brüder und das Schwesterchen.


Es war einmal ein König u. eine Königin, die hatten

zwölf Kinder zusammen, die waren alle Jungen. Und der

König sprach, wenn das dreizehnte Kind ein Mädchen

wäre, so wollte er alle seine 12 Söhne umbringen, wenn es

aber wieder ein Sohn wäre, so sollten sie am Leben blei-

ben. Da wurde die Königin gar traurig u. hatte ihre 12

Söhne von Herzen gar lieb u. ging zu ihren 12 Söhnen

und sprach zu ihnen: der König euer Vater hat gesagt,

wenn ich ein Mädchen kriegte, so wollte er euch alle um-

bringen, wenn es aber noch ein Brüderchen wäre, so woll-

te er euch alle leben laßen. Und die Mutter rieth ihnen u.

sprach: herzliebe Kinder geht in den Wald, u. wenn es ein

Söhnchen ist, so will ich oben auf dem Thurm eine weiße

Fahne aufstecken, ist es aber ein Töchterchen, eine rothe,

so kann euch der Vater doch nicht tödten. Also gingen die

zwölf Kinder in den Wald und guckten alle Tage nach dem

Schloß u. sahen immer keine Fahne wehen, eines Tags

aber sahen sie eine rothe Fahne wehen, u. wurden recht

erzürnt, daß sie um eines Mädchens willen alle hätten ster-

ben sollen u. schwuren sie wollten im Wald leben u. jedem

Mädchen das hinein käme aufpaßen und wollten es um-

bringen, u. jeden Tag gingen elf von ihnen auf die Jagd

und einer mußte abwechselnd immer zu Haus bleiben u.

kochen u. den Haushalt führen.

Und das Schwesterchen war ganz allein zu Haus, u. ei-

nes Tags wurde ihm die Zeit gar zu lang, da ging es aus u.

kam in den Wald, u. kam dahin, wo seine zwölf Brüder

wohnten, die waren aber alle ausgegangen auser der eine,

der kochen mußte. Und wie er das Mädchen sah, so wollte

er es umbringen, denn er hatte den Schwur also gethan, da

flehte ihn das Mädchen um das Leben u. es wollte ihnen

auch kochen u. das Haus zurechthalten, wenn er es leben

ließe, und zum Glück, war es der jüngste Bruder, der wur-

de erbarmt und versprach ihm das Leben zu laßen, u. als

die andern elf von der Jagd nach Haus kamen, so verwun-

derten sie sich das lebendige Mädchen zu finden u. der

jüngste Bruder sprach und sagte: liebe Brüder, da ist das

junge Mädchen in den Wald hereingekommen u. hat mich

so sehr um ihr Leben gebeten, so habe ich gedacht, es

könnte uns kochen u. den Haushalt führen, so könnten

wir auch alle zwölf zusammen auf die Jagd gehen. Und da

ließen es die andern Brüder zu, u. nun gingen sie immer

alle zwölf aus auf die Jagd u. das Schwesterchen blieb al-

lein zu Haus, machte die Betten und kochte das Eßen.

Nun eines Tags, da die zwölf Brüder wieder aus waren,

ging das Schwesterchen in den Wald spazieren u. kam an

einen Platz, da standen zwölf weiße Lilien, die waren so

schön und es brach sie alle miteinander ab. Da war eine

alte Frau, die sprach: ach mein Töchterchen warum hast

du die zwölf studentenblumen nicht stehen gelaßen, das

sind deine zwölf Brüder und die müßen nun alle in zwölf

Raben verwandelt werden. Da fing das Schwesterchen an

zu weinen vor großer Traurigkeit, daß es das gethan hätte,

und sagte, ob denn gar kein Mittel wäre, die zwölf Brüder

zu erlösen. Die alte Frau sagte: es ist nur eines, das ist aber

sehr schwer. Und das Kind sprach: sie mögte es nur sagen.

Da sagte sie: du mußt zwölf ganze Jahr stumm seyn u.

kein einziges Wort reden und wenn nur noch eine Stunde

an den zwölf Jahren fehlte, u. du hättest ein einziges Wort

geredet, so ist alles verdorben u. deine Brüder werden

nimmermehr erlöst.

Das Mädchen geht in den Wald u. setzt sich in einen

holen Baum u. spinnt, einmal geht ein König auf die Jagd

u. sein Hund bellt vor dem Baum pp: ob es mit in sein

Königreich kommen u. ihn heirathen wollte. Es war aber

ganz still und antwortete keine Silbe. Da nahm er es mit

sich u. hielt Hochzeit mit ihm, die Schwiegermutter konn-

te es aber nicht leiden u. meinte es sey ein gemeines Mäd-

chen. Die böse Schwiegermutter fing nun an, es bei dem

König zu verleumden u. ihm die schändlichsten Dinge

nachzusagen, u. weil es sich mit keiner Silbe vertheidigte,

so glaubte es zuletzt der König u. verurtheilte es zum

Tode, u. befahl ein großes Feuer anzumachen u. es zu ver-

brennen. Und als es am Feuer stand, so war eben die letzte

Stunde verfloßen von den zwölf Jahren u. man hörte ein

Geraüsch in der Luft und zwölf Raben kamen geflogen,

als sie auf die Erde kamen, wurden sie zwölf Königssöhne

u. machten ihre Schwester los, und ihre Unschuld kam an

den Tag, die böse Schwiegermutter wurde aber in ein Faß

siedenden Öls gethan, worin giftige Schlangen waren.

.

.

.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου