.
.
LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
-Αδελφοί Γκριμ, Παραμύθια
-Brüder Grimm,Märchen
-Τα δώδεκα αδέλφια και η μικρη αδελφή
-Zwölf Brüder und das Schwesterchen
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Αδελφοί Γκριμ, Παραμύθια
Brüder Grimm,Märchen
Τα δώδεκα αδέλφια και η μικρη αδελφή
Zwölf Brüder und das Schwesterchen
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Μια φορά ήταν ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα, αυτοι είχαν δώδεκα
παιδια όλα μαζί,που όλα ήταν αγόρια.Κι ο βασιλιάς είπε,αν το δέκατο
τρίτο παιδί ενα κορίτσι ήταν,τότε όλα τα δώδεκα παιδιά του θα σκότωνε,
αλλά αν αυτό πάλι γιος ήταν,θα έπρεπε αυτα να ζήσουν.
Επειδή η βασίλισσα πολύ στεναχωρήθηκε κι είχε στους δώδεκα γιους
της μεγάλη αγάπη στη καρδιά πήγε στους δώδεκα γιους και τους είπε:
ο βασιλιάς ο πατέρας σας είπε,αν εγω ένα κορίτσι κάνω,εσάς θελει
όλους να σκοτωσει,αλλά αν αυτό μια μικρή αδελφή ήταν,θέλει εσείς
όλοι να ζήσετε,
Κι η μητέρα τους συμβουλεύει και τους λέει:
της καρδιας μου παιδιά πηγαίνετε στο δάσος,κι αν ένας γιος είναι,
τότε ψηλά πάνω στον πύργο μια λευκή σημαία θα σηκώσω,αλλά
αν κορούλα είναι,μια κόκκινη,κι ο πατέρας σας δεν θα μπορεί να
σας σκοτώσει.
Έτσι πήγαν τα δώδεκα παιδιά στο δάσος και κοιτούσαν όλες τις μέρες
προς τον πύργο και δεν έβλεπαν καμία σημαία να ανεμίζει,αλλά
μια μέρα είδαν μια κόκκινη σημαία να ανεμίζει,και θύμωσαν πολύ,
ότι για χάρη ενός κοριτσιου όλα πρέπει να πεθάνουν κι ορκίστηκαν
να ζήσουν μέσα στο δάσος και κάθε κορίτσι που εκεί μέσα θα
έρχονταν να παραφυλαξουν και να το σκοτωσουν,
και κάθε μέρα πήγαιναν τα έντεκα απ'αυτα για κυνήγι κι ένα έπρεπε
με τη σειρά πάντα στο σπίτι να μένει και να μαγειρεύει και το νοικοκυριό
να φροντίζει.
Κι η μικρή αδελφή ήταν εντελώς μόνη στο σπίτι,και μια μέρα που είχε
πολύ χρόνο στη διάθεσή της,βγήκε έξω κι έφτασε στο δασος και μπήκε μέσα,όπου τα δώδεκα αδέλφια της κατοικούσαν,αλλ'αυτα όλα είχαν
πάει έξω εκτός το ένα που έπρεπε να μαγειρέψει.
Κι όπως αυτό το κορίτσι είδε,ήθελε να το σκοτώσει,επειδή έτσι είχε
ορκιστεί,τοτε τον παρακάλεσε το κορίτσι για τη ζωή και επίσης θα του
μαγειρεύε και το σπίτι θα περιποιούνταν,αν το άφηνε να ζησει,
και για καλή τύχη,ήταν ο πιο νεώτερος αδελφός,που την λυπήθηκε και
της υποσχέθηκε πως θα την αφήσει να ζήσει,
και σαν οι άλλοι έντεκα απ'τό κυνήγι στο σπίτι ήρθαν,τόσο ξαφνιάστηκαν
το κορίτσι ζωντανό να βρουν κι ο πιο νεώτερος αδελφός μίλησε κι είπε:
αγαπητά μου αδέλφια,αυτό είναι το νεαρό κορίτσι που στο δάσος μέσα
έχει έρθει κι εμένα έχει τόσο πολύ για τη ζωή του παρακαλέσει,έτσι
έχω σκεφτεί,πως θα μπορουσε να μας μαγειρευει και το νοικοκυριό
να φροντίζει,έτσι που θα μπορούσαμε όλοι κι οι δώδεκα για κυνήγι
να πάμε.
Και σ'αυτο συμφωνησαν τ'αλλα αδέλφια κι από δω και πέρα πήγαιναν
πάντα όλα και τα δώδεκα έξω για κυνήγι κι η μικρή αδελφή εμενε μόνη
στο σπίτι,έκανε τα κρεβάτια και μαγείρευε το φαγητό.
Τώρα μια μέρα,που οι δώδεκα αδελφοί πάλι έξω ήταν,πήγε η μικρή
αδελφή στο δάσος να περπατήσει κι έφτασε σ' ένα άνοιγμα ,εκεί ήταν
δώδεκα λευκά κρίνα,που ήταν τόσο ομορφα κι όλα μαζί τα έκοψε.
Εκεί ήταν μια γριά,που μίλησε:αχ κορούλα μου γιατί δεν έχεις αφήσει
τα άνθη του χρόνου να στέκονται όρθια,αυτά είναι τα δώδεκα αδέλφια
σου κι αυτά πρέπει τώρα όλα σε δώδεκα κοράκια να μεταμορφωθούν.
Τότε άρχισε η μικρή αδελφή να κλαπεί απ'τη μεγάλη της στεναχώρια,
για ότι είχε κάνει κι είπε,αν κάποιος τρόπος ήταν ,τα δώδεκα αδέλφια
να λυτρώσει.
Η γριά είπε:είναι μονάχα ένας,αλλ'ομως είναι πολύ δύσκολος.
Και το παιδί μίλησε:αν μπορούσε να του τον πει.
Τότε αυτή είπε:εσύ πρέπει για δώδεκα ολόκληρα χρόνια βουβή να
είσαι και ούτε μια λέξη να μιλησεις κι αν ακόμα μία ώρα μονάχα από
τα δώδεκα χρόνια λειπει,κι έχεις μια μονάχα λέξη μιλήσει,τότε
όλα είναι κατεστραμμένα και τ'αδελφια σου ποτέ πια δεν θα λυτρωθούν.
Το κορίτσι πήγε στο δάσος και κάθησε μέσα σ'ενα κουφαλιασμενο
δέντρο κι ύφαινε,
μια φορά πήγε ένας βασιλιάς για κυνήγι και το σκυλί του γαυγισε
μπροστά απ'το δέντρο,
(τότε ο βασιλιάς είδε το όμορφο κοριτσι και του ειπε):
αν θέλει μαζί του στο βασίλειο να ερθει κι αυτόν αν θέλει να παντρευτεί.
Αλλ'αυτο ήταν εντελώς σιωπηλό και δεν απάντησε ούτε μια συλλαβη.
Τότε αυτός το πήρε μαζί του κι εκανε γάμο μαζί του,
αλλά η πεθερά δεν μπορούσε αυτό να ανεχθει και πίστευε πως αυτό
ήταν ένα ανηθικο κοριτσι.
Η κακια πεθερά άρχισε τώρα,αυτό στον βασιλιά να συκοφαντεί και
γι'αυτό τα πιο αισχρά πράγματα να λέει,κι επειδή αυτό ούτε με μια
συλλαβη δεν υπερασπίστηκε τον εαυτό του,στο τέλος πειστηκε ο
βασιλιάς και το καταδίκασε σε θάνατο και διέταξε μια μεγάλη φωτιά
να ετοιμαστεί κι αυτό να καει.
Κι όταν αυτό στη φωτιά ήταν,τότε ήταν ακριβώς η τελευταία ώρα
περασμενη από τα δώδεκα χρόνια κι οι άνθρωποι άκουσαν έναν θόρυβο
στον αερα και δώδεκα κοράκια ήρθαν πετώντας,σαν αυτά πάνω στη γη έφτασαν,εγιναν δώδεκα βασιλοπούλα κι απελευθέρωσαν την μικρή τους αδελφή,κι ηαθωότητα της ήρθε στο φως της μέρας,
η κακια πεθερά όμως μέσα σ'ενα βαρέλι με καυτο λάδι ρίχτηκε,όπου
μέσα φαρμακερά φίδια ηταν
.
.
Brüder Grimm Märchen
Zwölf Brüder und das Schwesterchen.
Es war einmal ein König u. eine Königin, die hatten
zwölf Kinder zusammen, die waren alle Jungen. Und der
König sprach, wenn das dreizehnte Kind ein Mädchen
wäre, so wollte er alle seine 12 Söhne umbringen, wenn es
aber wieder ein Sohn wäre, so sollten sie am Leben blei-
ben. Da wurde die Königin gar traurig u. hatte ihre 12
Söhne von Herzen gar lieb u. ging zu ihren 12 Söhnen
und sprach zu ihnen: der König euer Vater hat gesagt,
wenn ich ein Mädchen kriegte, so wollte er euch alle um-
bringen, wenn es aber noch ein Brüderchen wäre, so woll-
te er euch alle leben laßen. Und die Mutter rieth ihnen u.
sprach: herzliebe Kinder geht in den Wald, u. wenn es ein
Söhnchen ist, so will ich oben auf dem Thurm eine weiße
Fahne aufstecken, ist es aber ein Töchterchen, eine rothe,
so kann euch der Vater doch nicht tödten. Also gingen die
zwölf Kinder in den Wald und guckten alle Tage nach dem
Schloß u. sahen immer keine Fahne wehen, eines Tags
aber sahen sie eine rothe Fahne wehen, u. wurden recht
erzürnt, daß sie um eines Mädchens willen alle hätten ster-
ben sollen u. schwuren sie wollten im Wald leben u. jedem
Mädchen das hinein käme aufpaßen und wollten es um-
bringen, u. jeden Tag gingen elf von ihnen auf die Jagd
und einer mußte abwechselnd immer zu Haus bleiben u.
kochen u. den Haushalt führen.
Und das Schwesterchen war ganz allein zu Haus, u. ei-
nes Tags wurde ihm die Zeit gar zu lang, da ging es aus u.
kam in den Wald, u. kam dahin, wo seine zwölf Brüder
wohnten, die waren aber alle ausgegangen auser der eine,
der kochen mußte. Und wie er das Mädchen sah, so wollte
er es umbringen, denn er hatte den Schwur also gethan, da
flehte ihn das Mädchen um das Leben u. es wollte ihnen
auch kochen u. das Haus zurechthalten, wenn er es leben
ließe, und zum Glück, war es der jüngste Bruder, der wur-
de erbarmt und versprach ihm das Leben zu laßen, u. als
die andern elf von der Jagd nach Haus kamen, so verwun-
derten sie sich das lebendige Mädchen zu finden u. der
jüngste Bruder sprach und sagte: liebe Brüder, da ist das
junge Mädchen in den Wald hereingekommen u. hat mich
so sehr um ihr Leben gebeten, so habe ich gedacht, es
könnte uns kochen u. den Haushalt führen, so könnten
wir auch alle zwölf zusammen auf die Jagd gehen. Und da
ließen es die andern Brüder zu, u. nun gingen sie immer
alle zwölf aus auf die Jagd u. das Schwesterchen blieb al-
lein zu Haus, machte die Betten und kochte das Eßen.
Nun eines Tags, da die zwölf Brüder wieder aus waren,
ging das Schwesterchen in den Wald spazieren u. kam an
einen Platz, da standen zwölf weiße Lilien, die waren so
schön und es brach sie alle miteinander ab. Da war eine
alte Frau, die sprach: ach mein Töchterchen warum hast
du die zwölf studentenblumen nicht stehen gelaßen, das
sind deine zwölf Brüder und die müßen nun alle in zwölf
Raben verwandelt werden. Da fing das Schwesterchen an
zu weinen vor großer Traurigkeit, daß es das gethan hätte,
und sagte, ob denn gar kein Mittel wäre, die zwölf Brüder
zu erlösen. Die alte Frau sagte: es ist nur eines, das ist aber
sehr schwer. Und das Kind sprach: sie mögte es nur sagen.
Da sagte sie: du mußt zwölf ganze Jahr stumm seyn u.
kein einziges Wort reden und wenn nur noch eine Stunde
an den zwölf Jahren fehlte, u. du hättest ein einziges Wort
geredet, so ist alles verdorben u. deine Brüder werden
nimmermehr erlöst.
Das Mädchen geht in den Wald u. setzt sich in einen
holen Baum u. spinnt, einmal geht ein König auf die Jagd
u. sein Hund bellt vor dem Baum pp: ob es mit in sein
Königreich kommen u. ihn heirathen wollte. Es war aber
ganz still und antwortete keine Silbe. Da nahm er es mit
sich u. hielt Hochzeit mit ihm, die Schwiegermutter konn-
te es aber nicht leiden u. meinte es sey ein gemeines Mäd-
chen. Die böse Schwiegermutter fing nun an, es bei dem
König zu verleumden u. ihm die schändlichsten Dinge
nachzusagen, u. weil es sich mit keiner Silbe vertheidigte,
so glaubte es zuletzt der König u. verurtheilte es zum
Tode, u. befahl ein großes Feuer anzumachen u. es zu ver-
brennen. Und als es am Feuer stand, so war eben die letzte
Stunde verfloßen von den zwölf Jahren u. man hörte ein
Geraüsch in der Luft und zwölf Raben kamen geflogen,
als sie auf die Erde kamen, wurden sie zwölf Königssöhne
u. machten ihre Schwester los, und ihre Unschuld kam an
den Tag, die böse Schwiegermutter wurde aber in ein Faß
siedenden Öls gethan, worin giftige Schlangen waren.
.
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου