I Am a Greek European Worldwidel Man-Now!- www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

I Am a Greek European Worldwide Man-Now!-

www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

Σάββατο 29 Μαΐου 2021

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -Αδελφοί Γκριμ, Παραμύθια -Brüder Grimm,Märchen -Οι τρεις νάνοι στο δασος -Die drei Männlein im Walde -μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-Αδελφοί Γκριμ, Παραμύθια

-Brüder Grimm,Märchen

-Οι τρεις νάνοι στο δασος

-Die drei Männlein im Walde

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.


Αδελφοί Γκριμ, Παραμύθια

Brüder Grimm,Märchen

Οι τρεις νάνοι στο δασος

Die drei Männlein im Walde

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Ήταν ένας άντρας,που πέθανε η γυναίκα του,και μια γυναίκα,που πέθανε

ο άντρας της,

ο άντρας είχε μια κόρη κι η γυναίκα επίσης ειχε μια κόρη.

Τα κορίτσια γνωρίζονταν το ένα το αλλο και πήγαν μαζί να περπατήσουν 

κι ύστερα ήρθαν στο σπίτι της γυναίκας.

Εκει είπε αυτή στη κόρη του άντρα:Άκου,πες στον πατέρα αου,πως θέλω 

να τον παντρευτώ,τότε κάθε πρωί στο γάλα θα πλένεααι και κρασί θα πίνεις,

ενω η κόρη μου στο νερό θα πλένεται και νερό θα πίνει.

Το κορίτσι πήγε στο σπίτι κι είπε στο πατέρα του,τι η γυναίκα του'χε πει.

Ο άντρας ειπε.Τι πρέπει να κάνω;Η παντρεια είναι χαρά  κι είναι επίσης

βάσανο.

Τελικά,αφού καμία απόφαση δεν μπορούσε να πάρει,τράβηξε τη μπότα του,

κι είπε.Παρε αυτή τη μπότα,που έχει στη σόλα μια τρυπα,σηκωσε την από

κάτω,κρεμασε την σ'αυτό το μεγάλο καρφί και χύσε  νερό μέσα.Αν κρατήσει 

το νερό,τότε θέλω πάλι μια γυναίκα να πάρω,αλλά αν περάσει από μέσα,

τότε δεν θέλω να παρω.

Το κορίτσι έκανε,όπως του ζητήθηκε,αλλά το νερό κολλησε τη τρύπα κι 

η μπότα γέμισε νερό μέχρι πάνω.

Το ανάγγειλε στον πατέρα του,τι συνέβηκε.

Ανέβηκε ο ίδιος,και σαν ειδε,ότι σωστό ήταν,πήγε στη χήρα και την αρραβω-

βιάστηκε,κι ο γάμος τελέστηκε.

Τ'αλλο πρωί,όταν τα δύο κορίτσια σηκωθηκαν,ήταν μπροστά απ'του άντρα 

την κόρη γάλα για πλύσιμο και κρασί για να πιει,ενώ μπροστα απ'της γυναίκας

την κόρη ήταν νερό για πλύσιμο και νερό για  να πιει.

Στο δεύτερο πρωινό ήταν νερό για πλύσιμο και νερό για να πιει τόσο καλό μπροστά απ'του άντρα την κόρη όπως μπροστά απ'της γυναίκας τη κορη.

Και στο τριτο πρωινό ήταν νερό για πλύσιμο και νερό για να πιει μπροστά 

απ'του άντρα την κόρη και γάλα για πλύσιμο  και κρασί για να πιει μπροστά απ'της γυναίκας την κόρη,

κι αυτό ετσι έμεινε να'ναι

Η γυναίκα αντιπαθούσε την θετή της κόρη και δεν ήξερε πως απ'την μια μέρα στην άλλη πιο δυστυχισμενη να την κανει.Επισης ήταν ζηλοφθονη,γιατί η θετή της κόρη  όμορφη κι αξιαγάπητη ήταν,ενώ η κανονική της κόρη άσχημη και 

αποκρουστική.

Κάποτε μεσ'στον χειμώνα,όταν ήταν πάγος σαν πέτρα και τα βουνα κι οι 

κοιλάδες ήταν στο χιόνι σκεπασμένες,εφκιαξε η γυναίκα ένα φορεμα χάρτινο,

φωναξε το κορίτσι κι είπε.

Να,βάλε αυτο το φόρεμα ,βγες έξω στο δάσος και φέρε μου ένα καλάθι 

γεμάτο φράουλες,τις έχω πολύ επιθυμησει.

 Θεέ μου,είπε το κορίτσι,στο χειμώνα δεν μεγαλώνουν φράουλες,η γη είναι

παγωμένη,και το χιόνι επίσης τα 'χει ολα σκεπάσει.Και γιατί να πάω μ'αυτο 

το χάρτινο φόρεμα;Έξω είναι τόσο κρύο,που η ανάσα παγωνει,ο άνεμος δεν

σταματαει να φυσαει,και τ'αγκαθια θα μου σκίσουν το κορμι.

Θέλεις να μου φέρεις αντίρρηση;είπε η μητριά.Αντε φύγε,χάσου από'δω

και να μην σε ξαναδω,παρά μόνο μέχρι να'χεις το καλάθι γεμάτο φραουλες.

Κατόπιν του έδωσε ένα κομμάτι ξερό ψωμί κι είπε.Απ'αυτο μπορεις να φας

όλη τη μέρα,και σκέφτηκε.Εκει έξω θα παγώσει και θα πεθάνει από την πείνα 

και ποτέ πια δεν θα την ξαναδούν τα μάτια μου.

Λοιπόν,τι να κανει,το κορίτσι υπακουσε,φόρεσε το χάρτινο φόρεμα και βγήκε 

έξω με το καλάθι.Εκει δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μόνο χιόνι πέρα ως πέρα 

και δεν υπήρχε ούτε μια λωρίδα πρασινάδα να δει.

Όταν στο δάσος έφτασε,είδε είναι μικρό σπιτάκι,απ'οπου κοιτούσαν έξω 

τρεις νανοι.Τους ευχήθηκε καλή μέρα και χτύπησε σιγανα τη πόρτα.

 Αυτοί φώναξαν.Ελατε μέσα,κι αυτό μπήκε στο δωματιο και κάθησε στον

πάγκο κοντά στη σόμπα,γιατί ήθελε να ζεσταθεί και να φάει το πρωινό 

της.

Οι νάνοι είπαν.Δωστε μας ένα κομμάτι απ'αυτο.

Ευχαρίστως,είπε,μοίρασε στη μέση το κομμάτι του ψωμιού της και τους

έδωσε το μισό.Αυτοι ρώτησαν.Τι θέλεις μεσ'στον χειμώνα μ'αυτο το ελαφρύ

φόρεμα εδώ μέσα στο δάσος;

 Αχ,απαντησε,πρεπει ένα καλάθι να γεμίσω με φράουλες και να μην γυρίσω 

στο σπίτι αν δεν το φέρω.

Όταν έφαγε το ψωμί του του έδωσαν μια σκούπα και του είπαν.Απομακρυνε μ'αυτη το χιόνι στη πίσω πόρτα.

Όπως αυτό λοιπόν έξω ήταν ,είπαν οι νάνοι μεταξύ τους.

Τι πρέπει να το δωρησουμε,γιατί τόσο ευγενικό και καλό είναι και το ψωμί 

του μαζί μας μοιράστηκε.

Εδώ ο πρώτος ειπε.Εγω το δωριζω ,καθε μερα ομορφοτερο να γίνεται

Ο δεύτερος είπε.Εγω το δωριζω,χρυσα νομίσματα έξω απ'το στομα του να πέφτουν,οποτε μιλάει.

Ο τρίτος ειπε.Εγω το δωριζω,ένας βασιλιάς να'ρθει και γυναίκα του να το 

παρει.

Ενώ το κορίτσι,όπως οι νάνοι του'χαν πει,απομάκρυνε το χιόνι με τη σκούπα 

πίσω απ'τό μικρό σπίτι,και τι πιστεύετε,ότι βρήκε;

Αφθονες ώριμες φράουλες,που σκούρες κόκκινες στο χιόνι ξεχώριζαν.

Μεσ'στη χαρά του τις μάζεψε και γέμισε το καλάθι,ευχαρίστησε τους

νάνους,τους χαιρέτησε έναν έναν κι έτρεξε για το σπίτι και την επιθυμία

της μητριάς να φερει

Όταν μπήκε μέσα και Καλησπέρα είπε,αμέσως έπεσε ένα χρυσό νόμισμα

απ'τό στόμα.Κατοπιν διηγήθηκε,τι συνάντησε μέσα στο δάσος,και με κάθε

λέξη,που έλεγε,έπεφταν χρυσά νομίσματα απ'τό στόμα,έτσι ώστε σε λιγο

όλο το δωματιο σκεπάστηκε μ'αυτα

Τώρα  βλεπει  κάποιος με τι ανοησία,φώναξε η θετή αδελφή,το χρήμα πετάει.

Αλλά κρυφά αυτήν ήταν ζηλοφθονη, γι'αυτο κι ήθελε επίσης έξω στο δάσος

να βγει και φράουλες να ψάξει.

Η μητέρα ειπε.Οχι,όχι αγαπημένη μου κορούλα,κάνει τόσο κρύο,και θα 

παγώσεις.

Αλλά επειδή δεν την άφησε σε ησυχία,δέχτηκε στο τελος,της έραψε ένα

λαμπερό γούνινο παλτο,που θα το φορουσε και της έδωσε βουτυρωμενο

ψωμί και κέικ να πάρει μαζί της για το δρόμο.

Το κορίτσι πήγε στο δάσος κατευθείαν στο μικρό σπίτι.

Οι τρεις νάνοι πάλι κοιτούσαν έξω,όμως δεν τους χαιρέτησε,και χωρίς να γυρίσει να τους κοιτάξει και χωρίς να τους χαιρετήσει,όρμησε μέσα στο δωμάτιο,κάθησε κοντά στη σόμπα κι άρχισε το βουτυρωμενο ψωμί του και 

το κέικ να τρωει

Δώσε και σε μας λίγο,φώναξαν οι νάνοι,αλλά δεν απάντησε.

Δεν φτανει για μένα,πως να δώσω σ'αλλους;

Όταν λοιπόν με το φαι τελείωσε,είπαν.Να εκει πάρε μια σκούπα,κι ελα μαζί 

μας έξω να καθάρισεις απ'την πίσω πορτα για μας

Ε,καθηστε εκεί που κάθεστε,απάντησε,δεν είμαι υπηρέτρια σας.

Όταν είδε πως δεν ήθελαν τίποτε να του δωρίσουν βγήκε απ'τη πόρτα έξω.

Τότε είπαν οι νάνοι ο ένας στον άλλον.Τι πρέπει να το δώσουμε,γιατί τόσο 

αγενές είναι και κακό,ζηλοφθονη καρδιά έχει,που σε κανέναν τίποτα δεν

δίνει;

Ο πρώτος είπε.Εγω το δωριζω ,καθε μερα ασχημοτερο να γίνεται.

Ο δεύτερος είπε.Εγω το δωρίζω ,με κάθε λέξη που λέει ένας φρυνος

έξω απ'τό στόμα του να πηδαει.

Ο τρίτος είπε.Εγω το δωριζω ,μ'εναν δυστυχισμένο θάνατο να πεθανει.

Το κορίτσι έψαχνε έξω για φράουλες,όταν λοιπόν καμια δεν βρήκε,πήγε

σκυθρωπό στο σπίτι.

Κι όπως το στόμα άνοιξε και στη μητέρα θέλησε να διηγηθεί τι συνάντησε

μέσα  στο δάσο,τότε πηδούσε με κάθε λέξη ένας φρυνος απ'το στόμα του,

έτσι ώστε όλους μια αηδία τους έπιασε.

Τώρα η μητριά θύμωσε ακόμα πιο πολύ και σκέφτονταν μονάχα αυτό,

πως τη κόρη του άντρα να κάνει να πονέσει η καρδιά,που η ομορφιά της

κάθε μέρα όλο και μεγάλωνε.

Τελικά πήρε ένα καζάνι,το'βαλε στη φωτιά κι έβρασε νήματα μεσα.

Όταν έβρασε,το κρέμασε πάνω στον ώμο του φτωχού κοριτσιού και 

του'δωσε ένα τσεκούρι,μ'αυτο έπρεπε να πάει στον παγωμενο ποταμό,

μια τρύπα στον πάγο να ανοίξει και τα νήματα να βυθίσει.

Αυτό υπάκουσε,πήγε και χτυπώντας έκανε μια τρύπα στο παγο κι όταν

αυτό στη μέση του κομματιασματος ήταν,ήρθε εκεί μια λαμπερή άμαξα,

όπου μέσα ο βασιλιάς κάθονταν.

Η άμαξα σταμάτησε κι ο βασιλιάς ρώτησε.Παιδι μου,ποιο είσαι,και τι 

κάνεις εδώ;

Είμαι ένα φτωχό κορίτσι και βουτάω νήματα.

Τότε ο βασιλιάς ένιωσε συμπόνια,κι όταν είδε,πόσο όμορφο ήταν,,είπε.

Θες μαζί μου να ταξιδέψεις;

Αχ ναι,μ'ολη μου τη καρδιά,απάντησε,γιατί χάρηκε,που απ'τα μάτια της

μητέρας και της αδελφης θα εξαφανίζονταν.

Έτσι ανέβηκε στην άμαξα και πήγε με τον βασιλια,κι όταν στο κάστρο

του ήρθαν,έγιναν οι γάμοι και με μεγαλη λαμπρότητα γιορτάστηκαν,όπως

οι νάνοι στο κορίτσι είχαν δωρήσει.

Σ'ενα χρόνο γέννησε η νεαρή βασίλισσα έναν γιο,κι όταν η μητριά για τη

μεγάλη της τυχη άκουσε,ήρθε με την κόρη της στο κάστρο και προσποιήθηκε

πως μια επίσκεψη ήθελε να της κάνει.

Αλλά όταν ο βασιλιάς καποτε πηγε έξω και σχεδόν κανένας δεν ήταν μαρτυρας,

άρπαξε η κακια γυναίκα τη βασίλισσα απ'το κεφάλι,κι η κόρης την άρπαξε

απ'τα πόδια,την σήκωσαν απ'τό κρεβάτι και την πέταξαν απ'τό παράθυρο

έξω στο ρέμα που εκεί μπροστά κυλούσε.

Τότε η άσχημη κόρη της ξάπλωσε στο κρεβάτι,κι η γριά την σκέπασε μέχρι

πάνω στο κεφάλι.

 Όταν ο βασιλιάς πάλι επέστρεψε και με την γυναίκα του θέλησε να μιλήσει,

φώναξε η γριά.Στασου,στασου,τώρα δεν γίνεται,είναι ξαπλωμένη με μεγάλο

ιδρώτα,πρέπει σήμερα να την αφήσεις να ησυχάσει.

Ο βασιλιάς δεν σκέφτηκε κάτι κακό και ξανάρθε μόνο τ'αλλο πρωί,κι όπως 

με την γυναίκα του μίλησε και του'δωσε απάντηση,πετάγονταν με κάθε λέξη

ένας φρυνος,ενώ αλλοτε ένα χρυσό νόμισμα εξω έπεφτε.

Τότε ρώτησε,τι συνέβαινε,αλλά η γριά είπε,ότι απ'τόν μεγάλο ιδρώτα το

έπαθε και θα'χασε τον εαυτό της

Αλλά μέσα στη νύχτα είδε ο νεαρός μάγειρας,μια πάπια που ήρθε μέσα απ'το

βάλτο κολυμπώντας ,που ειπε.


Βασιλιά,τι κάνεις;

Κοιμάσαι η' ξύπνησες;


Κι όταν δεν πήρε καμία απάντηση,είπε.


Τι κάνουν οι καλεσμένοι μου;


Τότε απάντησε ο νεαρός μάγειρας


Κοιμούνται βαθιά


 Ξαναρωτησε


Τι κάνει το παιδάκι μου;


Αυτός απάντησε


Κοιμάται ήσυχα στη κουνια


Κατόπιν ανέβηκε με τη μορφή της βασίλισσας,του'δωσε να πιει,κούνησε

το κρεβατάκι του,το σκέπασε και κολύμπησε πάλι σαν πάπια μέσα απ'το

βάλτο.

Το ίδιο ήρθε δύο νύχτες,και την τρίτη μίλησε στον νεαρό μάγειρα.

Πηγαινε και πες στον βασιλιά,να πάρει το σπαθί του και στό κατώφλι 

τρεις φορές πάνω μου να το κουνήσει.

Τότε έτρεξε ο νεαρός μάγειρας και το' πε στον βασιλιά,

αυτός ήρθε με το σπαθί του και το κούνησε τρεις φορές πάνω απ'τό φάντασμα,

και στη τρίτη φορά στάθηκε μπροστά του η γυναίκα του,νέα,ζωντανή και υγιής,όπως ήταν πριν

Τώρα ο βασιλιάς ηταν σε μεγάλη χαρά,αλλ'ομως κράτησε τη βασίλισσα σε

μια κάμαρα κρυμμένη μέχρι την Κυριακή,που έπρεπε το παιδί να βαφτιστεί.

Κι όταν βαφτίστηκε είπε.Τι αξίζει να πάθει ενας άνθρωπος,που άλλον απ'τό

κρεβάτι τραβαει και στο νερό πεταει;

Τίποτα καλύτερο,απάντησε η γριά,από το βάλεις τον κακούργο μέσα σ'ενα

βαρέλι κι απ'τό βουνό να το κυλησεις κάτω στο νερο.

Τότε είπε ο βασιλιάς.Εχεις την καταδίκη σου πει,

πήρε ένα βαρέλι και τη γριά μαζί με τη κόρη της μέσα εβάλε,κατόπιν τον

πατο κάρφωσε και το βαρέλι έσπρωξε στον κατήφορο ,μέχρι που μέσα στον ποταμο κυλλησε

.

.

Die drei Männlein im Walde


 Ein Märchen der Brüder Grimm


 Es war ein Mann, dem starb seine Frau, und eine Frau, der starb ihr Mann; und der Mann hatte eine Tochter, und die Frau hatte auch eine Tochter. Die Mädchen waren miteinander bekannt und gingen zusammen spazieren und kamen hernach zu der Frau ins Haus. Da sprach sie zu des Mannes Tochter: "Hör, sage deinem Vater, ich wollt ihn heiraten, dann sollst du jeden Morgen dich in Milch waschen und Wein trinken, meine Tochter aber soll sich in Wasser waschen und Wasser trinken." Das Mädchen ging nach Haus und erzählte seinem Vater, was die Frau gesagt hatte.


 Der Mann sprach: "Was soll ich tun? Das Heiraten ist eine Freude und ist auch eine Qual." Endlich, weil er keinen Entschluß fassen konnte, zog er seinen Stiefel aus und sagte: "Nimm diesen Stiefel, der hat in der Sohle ein Loch, geh damit auf den Boden, häng ihn an den großen Nagel und gieß dann Wasser hinein. Hält er das Wasser, so will ich wieder eine Frau nehmen, läuft's aber durch, so will ich nicht."


 Das Mädchen tat, wie ihm geheißen war; aber das Wasser zog das Loch zusammen, und der Stiefel ward voll bis obenhin. Es verkündigte seinem Vater, wie's ausgefallen war. Da stieg er selbst hinauf, und als er sah, daß es seine Richtigkeit hatte, ging er zu der Witwe und freite sie, und die Hochzeit ward gehalten.


 Am andern Morgen, als die beiden Mädchen sich aufmachten, da stand vor des Mannes Tochter Milch zum Waschen und Wein zum Trinken, vor der Frau Tochter aber stand Wasser zum Waschen und Wasser zum Trinken. Am zweiten Morgen stand Wasser zum Waschen und Wasser zum Trinken so gut vor des Mannes Tochter als vor der Frau Tochter. Und am dritten Morgen stand Wasser zum Waschen und Wasser zum Trinken vor des Mannes Tochter und Milch zum Waschen und Wein zum Trinken vor der Frau Tochter, und dabei blieb's. Die Frau ward ihrer Stieftochter spinnefeind und wußte nicht, wie sie es ihr von einem Tag zum andern schlimmer machen sollte. Auch war sie neidisch, weil ihre Stieftochter schön und lieblich war, ihre rechte Tochter aber häßlich und widerlich.


 Einmal im Winter, als es steinhart gefroren hatte und Berg und Tal vollgeschneit lag, machte die Frau ein Kleid von Papier, rief das Mädchen und sprach: "Da, zieh das Kleid an, geh hinaus in den Wald und hol mir ein Körbchen voll Erdbeeren; ich habe Verlangen danach."


 "Du lieber Gott," sagte das Mädchen, "im Winter wachsen ja keine Erdbeeren, die Erde ist gefroren, und der Schnee hat auch alles zugedeckt. Und warum soll ich in dem Papierkleide gehen? Es ist draußen so kalt, daß einem der Atem friert; da weht ja der Wind hindurch, und die Dornen reißen mir's vom Leib."


 "Willst du mir noch widersprechen?" sagte die Stiefmutter. "Mach, daß du fortkommst, und laß dich nicht eher wieder sehen, als bis du das Körbchen voll Erdbeeren hast." Dann gab sie ihm noch ein Stückchen hartes Brot und sprach: "Davon kannst du den Tag über essen," und dachte: Draußen wird's erfrieren und verhungern und mir nimmermehr wieder vor die Augen kommen.


 Nun war das Mädchen gehorsam, tat das Papierkleid an und ging mit dem Körbchen hinaus. Da war nichts als Schnee die Weite und Breite, und war kein grünes Hälmchen zu merken. Als es in den Wald kam, sah es ein kleines Häuschen, daraus guckten drei kleine Haulemännerchen. Es wünschte ihnen die Tageszeit und klopfte bescheidenlich an die Tür. Sie riefen "Herein," und es trat in die Stube und setzte sich auf die Bank am Ofen, da wollte es sich wärmen und sein Frühstück essen. Die Haulemännerchen sprachen: "Gib uns auch etwas davon."


 "Gerne," sprach es, teilte sein Stückchen Brot entzwei und gab ihnen die Hälfte. Sie fragten: "Was willst du zur Winterzeit in deinem dünnen Kleidchen hier im Wald?"


 "Ach," antwortete es, "ich soll ein Körbchen voll Erdbeeren suchen und darf nicht eher nach Hause kommen, als bis ich es mitbringe." Als es sein Brot gegessen hatte, gaben sie ihm einen Besen und sprachen: "Kehre damit an der Hintertüre den Schnee weg." Wie es aber draußen war, sprachen die drei Männerchen untereinander: "Was sollen wir ihm schenken, weil es so artig und gut ist und sein Brot mit uns geteilt hat." Da sagte der erste: "Ich schenk ihm, daß es jeden Tag schöner wird." Der zweite sprach: "Ich schenk ihm, daß Goldstücke ihm aus dem Mund fallen, sooft es ein Wort spricht." Der dritte sprach: "Ich schenk ihm, daß ein König kommt und es zu seiner Gemahlin nimmt."


 Das Mädchen aber tat, wie die Haulemännerchen gesagt hatten, kehrte mit dem Besen den Schnee hinter dem kleinen Hause weg, und was glaubt ihr wohl, das es gefunden hat? Lauter reife Erdbeeren, die ganz dunkelrot aus dem Schnee hervorkamen. Da raffte es in seiner Freude sein Körbchen voll, dankte den kleinen Männern, gab jedem die Hand und lief nach Haus und wollte der Stiefmutter das Verlangte bringen. Wie es eintrat und "Guten Abend" sagte, fiel ihm gleich ein Goldstück aus dem Mund. Darauf erzählte es, was ihm im Walde begegnet war, aber bei jedem Worte, das es sprach, fielen ihm die Goldstücke aus dem Mund, so daß bald die ganze Stube damit bedeckt ward.


 "Nun sehe einer den Übermut," rief die Stiefschwester, "das Geld so hinzuwerfen," aber heimlich war sie neidisch darüber und wollte auch hinaus in den Wald und Erdbeeren suchen. Die Mutter: "Nein, mein liebes Töchterchen, es ist zu kalt, du könntest mir erfrieren." Weil sie ihr aber keine Ruhe ließ, gab sie endlich nach, nähte ihm einen prächtigen Pelzrock, den es anziehen mußte, und gab ihm Butterbrot und Kuchen mit auf den Weg.


 Das Mädchen ging in den Wald und gerade auf das kleine Häuschen zu. Die drei kleinen Haulemänner guckten wieder, aber es grüßte sie nicht, und ohne sich nach ihnen umzusehen und ohne sie zu grüßen, stolperte es in die Stube hinein, setzte sich an den Ofen und fing an, sein Butterbrot und seinen Kuchen zu essen.


 "Gib uns etwas davon" riefen die Kleinen, aber es antwortete: "Es schickt mir selber nicht, wie kann ich andern noch davon abgeben?" Als es nun fertig war mit dem Essen, sprachen sie: "Da hast du einen Besen, kehr uns draußen vor der Hintertür rein."


 "Ei, kehrt euch selber," antwortete es, "ich bin eure Magd nicht." Wie es sah, daß sie ihm nichts schenken wollten, ging es zur Türe hinaus. Da sprachen die kleinen Männer untereinander: "Was sollen wir ihm schenken, weil es so unartig ist und ein böses, neidisches Herz hat, das niemand etwas gönnt?" Der erste sprach: "Ich schenk ihm, daß es jeden Tag häßlicher wird." Der zweite sprach: "Ich schenk ihm, daß ihm bei jedem Wort, das es spricht, eine Kröte aus dem Munde springt." Der dritte sprach: "Ich schenk ihm, daß es eines unglücklichen Todes stirbt."


 Das Mädchen suchte draußen nach Erdbeeren, als es aber keine fand, ging es verdrießlich nach Haus. Und wie es den Mund auftat und seiner Mutter erzählen wollte, was ihm im Walde begegnet war, da sprang ihm bei jedem Wort eine Kröte aus dem Mund, so daß alle einen Abscheu vor ihm bekamen.


 Nun ärgerte sich die Stiefmutter noch viel mehr und dachte nur darauf, wie sie der Tochter des Mannes alles Herzeleid antun wollte, deren Schönheit doch alle Tage größer ward. Endlich nahm sie einen Kessel, setzte ihn zum Feuer und sott Garn darin. Als es gesotten war, hing sie es dem armen Mädchen auf die Schulter und gab ihm eine Axt dazu, damit sollte es auf den gefrornen Fluß gehen, ein Eisloch hauen und das Garn schlittern. Es war gehorsam, ging hin und hackte ein Loch in das Eis, und als es mitten im Hacken war, kam ein prächtiger Wagen hergefahren, worin der König saß. Der Wagen hielt still, und der König fragte: "Mein Kind, wer bist du, und was machst du da?"


 "Ich bin ein armes Mädchen und schlittere Garn." Da fühlte der König Mitleiden, und als er sah, wie es so gar schön war, sprach er: "Willst du mit mir fahren?"


 "Ach ja, von Herzen gern," antwortete es, denn es war froh, daß es der Mutter und Schwester aus den Augen kommen sollte.


 Also stieg es in den Wagen und fuhr mit dem König fort, und als sie auf sein Schloß gekommen waren, ward die Hochzeit mit großer Pracht gefeiert, wie es die kleinen Männlein dem Mädchen geschenkt hatten. Über ein Jahr gebar die junge Königin einen Sohn, und als die Stiefmutter von dem großen Glücke gehört hatte, so kam sie mit ihrer Tochter in das Schloß und tat, als wollte sie einen Besuch machen. Als aber der König einmal hinausgegangen und sonst niemand zugegen war, packte das böse Weib die Königin am Kopf, und ihre Tochter packte sie an den Füßen, hoben sie aus dem Bett und warfen sie zum Fenster hinaus in den vorbeifließenden Strom. Darauf legte sich ihre häßliche Tochter ins Bett, und die Alte deckte sie zu bis über den Kopf.


 Als der König wieder zurückkam und mit seiner Frau sprechen wollte, rief die Alte: "Still, still, jetzt geht das nicht, sie liegt in starkem Schweiß, Ihr müßt sie heute ruhen lassen." Der König dachte nichts Böses dabei und kam erst den andern Morgen wieder, und wie er mit seiner Frau sprach und sie ihm Antwort gab, sprang bei jedem Wort eine Kröte hervor, während sonst ein Goldstück herausgefallen war. Da fragte er, was das wäre, aber die Alte sprach, das hätte sie von dem starken Schweiß gekriegt und würde sich schon wieder verlieren.


 In der Nacht aber sah der Küchenjunge, wie eine Ente durch die Gosse geschwommen kam, die sprach:


 "König, was machst du?

 Schläfst du oder wachst du?"


 Und als er keine Antwort gab, sprach sie:


 "Was machen meine Gäste?"


 Da antwortete der Küchenjunge:


 "Sie schlafen feste."


 Fragte sie weiter:


 "Was macht mein Kindelein?"


 Antwortete er:


 "Es schläft in der Wiege fein."


 Da ging sie in der Königin Gestalt hinauf, gab ihm zu trinken, schüttelte ihm sein Bettchen, deckte es zu und schwamm als Ente wieder durch die Gosse fort. So kam sie zwei Nächte, in der dritten sprach sie zu dem Küchenjungen: "Geh und sage dem König, daß er sein Schwert nimmt und auf der Schwelle dreimal über mir schwingt." Da lief der Küchenjunge und sagte es dem König, der kam mit seinem Schwert und schwang es dreimal über dem Geist; und beim drittenmal stand seine Gemahlin vor ihm, frisch, lebendig und gesund, wie sie vorher gewesen war.


 Nun war der König in großer Freude, er hielt aber die Königin in einer Kammer verborgen bis auf den Sonntag, wo das Kind getauft werden sollte. Und als es getauft war, sprach er: "Was gehört einem Menschen, der den andern aus dem Bett trägt und ins Wasser wirft?"


 "Nichts Besseres," antwortete die Alte, "als daß man den Bösewicht in ein Faß steckt und den Berg hinab ins Wasser rollt." Da sagte der König: "Du hast dein Urteil gesprochen," ließ ein Faß holen und die Alte mit ihrer Tochter hineinstecken, dann ward der Boden zugehämmert und das Faß bergab gekullert, bis es in den Fluß rollte.

.

.

 .

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου