.
.
LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
-ταῦτα μὲν τὰ κατὰ τὴν νόσον γενόμενα.
[ο λοιμός της Αθήνας το 430 π.Χ]
ΘΟΥΚΥΔΙΔΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
ΒΙΒΛΙΟ Β' 47-54
[μεταφραση translation χ.ν.κουβελης c.n.couvelis]-
ο λοιμός της Αθήνας το 430 π.Χ- χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
ταῦτα μὲν τὰ κατὰ τὴν νόσον γενόμενα.
[ο λοιμός της Αθήνας το 430 π.Χ]
ΘΟΥΚΥΔΙΔΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
ΒΙΒΛΙΟ Β' 47-54
[μεταφραση translation χ.ν.κουβελης c.n.couvelis]
[47] [47.1] ετσι εγινε η ταφη στον χειμωνα τουτο,και με το περασμα του το πρωτο ετος
του πολεμου αυτου εδω τελειωσε.[47.2] απο δε την αρχη του καλοκαιριου οι Πελοποννη-
σιοι και οι συμμαχοι με τα δυο μερη οπως ακριβως και πριν εισεβαλαν στην Αττικη[υπο την
ηγεσια του Αρχιδαμου του Ζευξιππου των Λακεδαιμονιων βασιλια]κι αφου στρατοπεδευ-
σαν λεηλατουσαν τη χωρα.[47.3]και οταν συνεβαιναν αυτα δεν ηταν πολλες μερες που
στην Αττικη η νοσος πρωτοαρχισε να μεταδινεται στους Αθηναιους,η οποια λεγονταν
και πρωτυτερα σε πολλα αλλα μερη ενεσκηψε και στη Λημνο και σ'αλλες χωρες,ομως
τετοιας εκτασης νοσος ουτε τοση μεγαλη απωλεια ανθρωπων πουθενα δεν μνημο-
νευεται να εγινε.[47.4]γιατι ουτε οι γιατροι κατορθωναν αρχικα να την θεραπευσουν
λογω αγνοιας,αλλα κι αυτοι οι ιδιοι πεθαιναν οσο πιο πολυ την πλησιαζαν,ουτε αλλα
ανθρωπινη τεχνη καμια.και οσα στα ιερα ικετευαν η΄ στα μαντεια και στα τετοια
επιχειρουσαν,τα παντα ανωφελα ηταν,και στο τελος απ'αυτα παρατηθηκαν απο το
κακο νικημενοι.
[48] [48.1] το πρωτο αρχισε,καθως λεγεται,απο την Αιθιοπια νοτια της Αιγυπτου,επειτα
δε και στην Αιγυπτο και τη Λιβυη μεταφερθηκε και στου βασιλια το μεγαλυτερο μερος
της χωρας.[48.2] στη δε πολη των Αθηναιων ξαφνικα επεσε,και πρωτο στον Πειραια
κολλησε τους ανθρωπους,ετσι ωστε και ειπωθηκε απ'αυτους πως οι Πελοποννησιου
δηλητηρια πεταξαν μεσα στα πηγαδια,γιατι βρυσες ακομη δεν ηταν εκει.υστερα δε
και στην πανω πολη εφτασε,και πεθαιναν παρα πολυ τωρα πια.48.3]να λεει μπορει
λοιπον γι'αυτη ο καθενας οπως γνωριζει και γιατρος και ιδιωτης,απο που πιθανως αυτη
προεκυψε,και τις αιτιες οποιες νομιζει τετοια μεγαλη μεταβολη ηταν ικανες σε δυναμη
διαταρασοντας να φερουν.εγω δε και αυτο που εγινε θα πω,κι απ'αυτα τα συμπτωματα
αν καποιος να εξετασει,εαν καποτε και παλι πεσει,πολυ καλυτερα αν εχει κατι απο πριν
γνωρισμενο να μην αγνοει,αυτα αναφερω κι ο ιδιος αφου νοσησα κι ο ιδιος αφου ειδα
αλλους να πασχουν.
[49] [49.1] το μεν ετος λοιπον,καθως ωμολογειται,καθ'ολα πραγματικα ανοσο απο αλλες
ασθενειες τυχαινε να ηταν.κι αν δε καποιος προηγουμενως επασχε κατι,σ'αυτη ολα αντα-
ποκρινονταν.[49.2]τους αλλους δε χωριας καμια προειδοποιηση,αλλα ξαφνικα ενω ηταν
υγιεις,πρωτα με ισχυρη θερμη του κεφαλιου και με κοκκινισμα ματιων και φλεγμονη τους
προσβαλε,και τα εντος,οπως και ο φαρυγκας και η γλωσσα,αμεσως αιματωδη ηταν και η
αναπνοη ασυνηθιστη και με δυσωδια εβγαινε.[49.3]επειτα απ'αυτα πταρνισμα και
βραγχνιασμα επακολουθουσε,κι οχι σε πολυ χρονο κατεβαινε στο στηθος ο πονος με
βηχα ισχυρο.κι οταν στο στομαχι εφτασε,το ανακατεψε και απεκκρισεις της χολης ολες
οσες απο τους γιατρους περιγραφομενες ειναι επακολουθησαν,κι αυτες με μεγαλη
ταλαιπωρια.[49.4] και λοξυγκας στους περισσοτερους ακολουθουσε υποκουφος,
σπασμο προκαλωντας ισχυρο,στους μεν μετα απ'αυτα σταματουσε,στους δε και πολυ
υστερα.[49.5]και εξωτερικα αγγιζομενο το σωμα ουτε υπερβολικα θερμο ηταν ουτε
ωχρο,αλλα κοκκινωπο,πελιδνο,με μικρες φουσκαλες κι εξανθηματα.τα δε εσωτερικα
τοσο καιγονταν ωστε μητε των πολυ λεπτων ενδυματων και σεντονιων το σκεπασμα
μητε αλλο κατι παρα γυμνοι ανεχονταν,και πολυ μεγαλη ελαφρωση αν σε νερο ψυχρο
τους εαυτους τους ριξουν.και πολλοι αυτο απο τους παραμελημενους ανθρωπους επραξαν
κι επεσαν στα πηγαδια,απο την απαυστη διψα κατεχομενοι.και στη ιδια κατασταση ηταν
και με το περισσοτερο και με το λιγοτερο πιομα.[49.6]και η δυσφορια να μην ησυχαζουν
και η αγρυπνια τους βασανιζε διαρκως.και το σωμα,για οσο χρονο και η νοσος ειναι
σ'ακμη,δεν εξασθενουσε,αλλα παραδοξα αντεχε στη ταλαιπωρια,ωστε η' πεθαιναν οι
περισσοτεροι στην ενατη και εβδομη ημερα απο το εσωτερικη καουρα,ακομα εχοντας
καποια δυναμη,η' αν διεφευγαν,κατεβαινοντας η νοσος στη κοιλια και ελκος σ'αυτη ισχυρο
δημιουργουνταν και διαρροια ταυτοχρονα ακρατη αφου επακολουθουσε οι πολλοι
μετα απ'αυτη την εξασθενιση πεθαιναν.[49.7]γιατι διερχονταν δια μεσου ολου του
σωματος αφου απο πανω αρχιζε στο κεφαλι να πρωτοπιανει το κακο,κι αν καποιος
απ'τα πιο μεγαλα επιζουσε,στα ακρα τα σημαδια της αφηνε.[49.8]γιατι διαδιδωνταν
στα γεννητικα οργανα και στα ακρα των χεριων και των ποδιων,και πολλοι αφου τα
στερουνταν ξεφευγαν,ειναι καποιοι δε και τα ματια.κι αλλοι παλι τη μνημη εχαναν
αμεσως μολις επανερχονταν παντελως,και δεν αναναγνωριζαν κι αυτους τους ιδιους
και τους οικειους.
[50][50.1]το ειδος λοιπον της νοσου ηταν πολυ πανω απ΄τα λογια και τ'αλλα πιο δυσχερη
για την ανθρωπινη φυση σε καθεναν που προσβαλε,και σ'αυτο εδω εδειξε καθαρα μαλιστα
οτι αλλο ηταν παρα απ'τα συνειθισμενα κατι.γιατι τα ορνια και τα τετραποδα οσα τους
ανθρωπους αγγιζουν,αν και πολλοι αταφοι βρισκονταν η' δεν τους πλησιαζαν η' αν τους
ετρωγαν πεθαιναν.[50.2]αποδειξη δε οτι τετοιων πουλιων εξαφανιση παντελης εγινε,και
δεν φαινονταν ουτε αλλου ουτε γυρω τετοιο κανενα.τα δε σκυλια αισθηση μαλλον εκαναν
αφου καταφευγουν για να συμφαγουν.
[51][51.1]το μεν λοιπον νοσημα,πολλα και αλλα παραλιποντας παραξενα,στον καθενα
τυχαινε κατα τι να ειναι διαφορετικο απο τον εναν στον αλλο,τετοιο ηταν κατα πασα
εικονα.και αλλο δεν ενοχλουσε κατα εκεινο το καιρο κανενα απο τα συνειθισμενα.κι οποιο
συνεβαινε,σ'αυτο τελειωνε.[51.2]αλλοι δε πεθαιναν απο παραμελειση,και αλλοι καλα
φροντισμενοι.και ουτε ενα παρουσιαστηκε γιατρικο για να πω οτι μπορεσε να προσφερει
ωφελεια.γιατι στον εναν το συμφερον αλλον αυτο εβλαπτε.[51.3]και σωμα ανθεκτικο να
ειναι κανενα δεν ξεχωρισε προς αυτο ισχυρο η' ασθενικο,αλλα ολα αρπαξε κι αυτα που με
καθε διαιτα ηταν φροντισμενα.[51.4] το δε πιο χειροτερο απ'ολα του κακου ηταν και η
βαρυθυμια οποτε καποιος ασθανονταν ν'αρρωσταινει[γιατι προς την απελπισια ευθυς
στρεφομενοι στη διαθεση ολοκληρωτικα οι ιδιοι παραδινονταν και δεν αντιστεκονταν],
και οτι ο ενας απ'του αλλου τη φροντιδα μολυσμενοι οπως ακριβως τα προβατα πεθαιναν.
και την πιο πολυ φθορα αυτο εκανε. [51.5] ειτε γιατι μη θελωντας απο φοβο ο ενας με τον
αλλον να πλησιασουν,χανονταν παρατημενοι,και σπιτια πολλα εγκαταλειφτηκαν απο ελλειψη
θεραπευτη.ειτε αν πλησιαζαν,πεθαιναν,και μαλιστα αυτοι που απο καλοσυνη ηταν συμπαρα-
στατες.γιατι η φιλοτιμια τους εκανε τους ιδιους να λυπουνται κι εμπεναν μεσα στους φιλους,
επειδη και τους θρηνους γι'αυτους που κατεληγαν να τελειωσουν και οι οικειοι παρατουσαν
απ'το πολυ κακο νικημενοι.[51.6] επι πλεον ομως αυτοι που ειχαν διαφυγει κι αυτον που
πεθαινε κι αυτον που πονουσε ευσπλαχνιζονταν κι επειδη πια το γνωριζαν κι οι ιδιοι τωρα
ξεθαρρεψαν.γιατι δυο φορες τον ιδιο,ωστε και να σκοτωσει,δεν επιανε.και καλοτυχουνταν
απ΄τους αλλους, κι αυτοι στη στιγμη ενιωσαν χαρα και στον μετεπειτα χρονο καποια κρυφη
ελπιδα ειχαν μητε απο αλλο νοσημα επισης ποτε θα πεθανουν.
[52][52.1]πιεσε δε αυτους πολυ στην υπαρχουσα συμφορα και η εισροη απο την υπαιθρο
στη πολη,κι οχι λιγοτερο τους εισελθοντες [52.2]επειδη σπιτια δεν υπηρχαν,αλλα σε
πνιγερες καλυβες λογω της εποχης αφου διεμεναν η φθορα γινονταν ανεξελεγκτα.αλλα
και νεκροι πανω ο ενας στον αλλον πεθαινοντας βρισκοταν και στους δρομους κυλουσαν
και σ'ολες τις βρυσες μισοπεθαμενοι απ'την επιθυμια του νερου.[52.3] και τα ιερα στα
οποια κατασκηνοναν γεματα απο νεκρους ηταν,εκει μεσα πεθαιναν.γιατι πολυ βασανισμενοι
απ'το κακο οι ανθρωποι,μη γνωριζοντας τι θα παθουν,παραμελουσαν ομοια και ιερα και οσια.
[52.4] κι ολοι οι νομοι καταπατηθηκαν τους οποιους χρησιμοποιουσαν πριν για τις ταφες,
τους εθαβαν οπως ο καθενας μπορουσε.και πολλοι σε μη αρμοζουσες θηκες κατεφευγαν
απο την σπανιοτητα των συγγενων λογω του οτι πολλοι ειχαν πεθανει πριν απ'αυτους.γιατι
σε πυρα ξενη προφτανοντας οι μεν πανω θετωντας τον δικο τους νεκρο την αναβαν,οι δε ενω
καιγονταν αλλος αφου πεταγαν απο πανω αυτον που εφεραν εφευγαν.
[53][53.1].και πρωτα πρωτα εφερε και στ'αλλα στη πολη επιπλεον ανομιες το νοσημα.
γιατι ευκολα τολμουσε καποιος αυτα που πρωτυτερα απεκρυπτε απο ηδονη να μην κανει.
την γρηγορη μεταστροφη βλεπωντας και των πλουσιων και αιφνιδια πεθαμενων κι αυτων
που τιποτα πρωτυτερα δεν κατειχαν,τωρα τα εκεινων να εχουν. [53.2] ωστε γρηγορες τις
απολαυσεις και τα προς τερψη απαιτουσουν να κανουν,γιατι εφημερα και τα σωματα και
τα πραγματα εξ ισου θεωρουσαν. [53.3] και το να απο πριν ταλαιπωρηθει γι'αυτο που
νομιζει καλο κανενας δεν ηταν προθυμος,αφου αβεβαιο το νομιζε αν θα το κατορθωσει
πριν πεθανει. τωρα πια οτι και ευχαριστο κι απο παντου φερει κερδος,τουτο και καλο
και χρησιμο καταντησε. [53.4]θεων δε φοβος η΄ανθρωπων νομος κανενας δεν συγ-
κρατουσε,αφου εκριναν αυτο εξ ισου με την ευσεβεια και αφου εβλεπαν ολους ισα
να χανονται.για δε τα αμαρτηματα κανεις δεν περιμενε μεχρι να δικαστει θα επιζει
για να τιμωρηθει,πολυ δε πιο μεγαλη την ηδη καταδικαστικη αποφαση που πανω
τους επικρεμονταν θεωρουσαν,και πριν πανω τους πεσει φυσικο ειναι του βιου κατι
να απολαυσουν.
[54][54.1].σε τετοια συμφορα οι Αθηναιοι εχοντας πεσει δυσφορουσαν,κι απ'τους
ανθρωπους που μεσα πεθαιναν και απ΄τη γη που εξω καταστρεφονταν. [54.2] μεσ'στο
κακο αναμεσα σε καποια που αναθυμηθηκαν φυσικο ηταν και τουτος εδω ο στιχος,που
οπως ελεγαν οι παλαιοτεροι παλια τραγουδουνταν:θα'ρθει δωρικος πολεμος και μαζι
μ'αυτον λοιμος.[54.3] εγινε τοτε διαφωνια στους ανθρωπως οτι δεν κατανομαζεται λοιμος
νοσος στο στιχο των παλιων, αλλα λιμος πεινα,επικρατησε δε στα παροντα συμβαντα
φυσικα λοιμο να λεει.γιατι ανθρωποι συμφωνα προς αυτα που πασχουν την μνημη
κανουν.βεβαια νομιζω αν ποτε αλλος πολεμος παρει μερος δωρικος απ'αυτον υστερα και
συμβει να πεσει λιμος πεινα,φυσικο ειναι ετσι να τραγουδουν.[54.4] επενθυμησαν δε και
τον χρησμο των Λακεδαιμονιων σ'αυτους που τον γνωριζουν,οταν ρωτησαν τον θεο αν
πρεπει να πολεμησουν σ'αυτους χρησμοδοτησε πως αν κατα κρατος πολεμησουν θα
νικησουν,κι ο ιδιος ειπε θα συμμετασχει.[54.5]περι μεν λοιπον του χρησμου τα συμβαι-
νοντα συμπεραναν οτι συμφωνα ειναι.αφου εχοντας εισβαλει οι Πελοποννησιοι η νοσος
αρχισε αμεσως.και στην Πελοποννησο δεν εισεβαλε,οπως να΄ναι αξιο να πεις,εξαπλωθηκε
στην Αθηνα κατα το πλειστο,επειτα δε και στα πιο πολυανθρωπα των αλλων οικισμων.
αυτα λοιπον τα συμβαινομενα κατα τη νοσο.
[47] [47.1] Τοιόσδε μὲν ὁ τάφος ἐγένετο ἐν τῷ χειμῶνι τούτῳ· καὶ διελθόντος αὐτοῦ πρῶτον ἔτος τοῦ πολέμου τοῦδε ἐτελεύτα. [47.2] τοῦ δὲ θέρους εὐθὺς ἀρχομένου Πελοποννήσιοι καὶ οἱ ξύμμαχοι τὰ δύο μέρη ὥσπερ καὶ τὸ πρῶτον ἐσέβαλον ἐς τὴν Ἀττικήν (ἡγεῖτο δὲ Ἀρχίδαμος ὁ Ζευξιδάμου Λακεδαιμονίων βασιλεύς), καὶ καθεζόμενοι ἐδῄουν τὴν γῆν. [47.3] καὶ ὄντων αὐτῶν οὐ πολλάς πω ἡμέρας ἐν τῇ Ἀττικῇ ἡ νόσος πρῶτον ἤρξατο γενέσθαι τοῖς Ἀθηναίοις, λεγόμενον μὲν καὶ πρότερον πολλαχόσε ἐγκατασκῆψαι καὶ περὶ Λῆμνον καὶ ἐν ἄλλοις χωρίοις, οὐ μέντοι τοσοῦτός γε λοιμὸς οὐδὲ φθορὰ οὕτως ἀνθρώπων οὐδαμοῦ ἐμνημονεύετο γενέσθαι. [47.4] οὔτε γὰρ ἰατροὶ ἤρκουν τὸ πρῶτον θεραπεύοντες ἀγνοίᾳ, ἀλλ’ αὐτοὶ μάλιστα ἔθνῃσκον ὅσῳ καὶ μάλιστα προσῇσαν, οὔτε ἄλλη ἀνθρωπεία τέχνη οὐδεμία· ὅσα τε πρὸς ἱεροῖς ἱκέτευσαν ἢ μαντείοις καὶ τοῖς τοιούτοις ἐχρήσαντο, πάντα ἀνωφελῆ ἦν, τελευτῶντές τε αὐτῶν ἀπέστησαν ὑπὸ τοῦ κακοῦ νικώμενοι.
[48] [48.1] ἤρξατο δὲ τὸ μὲν πρῶτον, ὡς λέγεται, ἐξ Αἰθιοπίας τῆς ὑπὲρ Αἰγύπτου, ἔπειτα δὲ καὶ ἐς Αἴγυπτον καὶ Λιβύην κατέβη καὶ ἐς τὴν βασιλέως γῆν τὴν πολλήν. [48.2] ἐς δὲ τὴν Ἀθηναίων πόλιν ἐξαπιναίως ἐσέπεσε, καὶ τὸ πρῶτον ἐν τῷ Πειραιεῖ ἥψατο τῶν ἀνθρώπων, ὥστε καὶ ἐλέχθη ὑπ’ αὐτῶν ὡς οἱ Πελοποννήσιοι φάρμακα ἐσβεβλήκοιεν ἐς τὰ φρέατα· κρῆναι γὰρ οὔπω ἦσαν αὐτόθι. ὕστερον δὲ καὶ ἐς τὴν ἄνω πόλιν ἀφίκετο, καὶ ἔθνῃσκον πολλῷ μᾶλλον ἤδη. [48.3] λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῦ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει καὶ ἰατρὸς καὶ ἰδιώτης, ἀφ’ ὅτου εἰκὸς ἦν γενέσθαι αὐτό, καὶ τὰς αἰτίας ἅστινας νομίζει τοσαύτης μεταβολῆς ἱκανὰς εἶναι δύναμιν ἐς τὸ μεταστῆσαι σχεῖν· ἐγὼ δὲ οἷόν τε ἐγίγνετο λέξω, καὶ ἀφ’ ὧν ἄν τις σκοπῶν, εἴ ποτε καὶ αὖθις ἐπιπέσοι, μάλιστ’ ἂν ἔχοι τι προειδὼς μὴ ἀγνοεῖν, ταῦτα δηλώσω αὐτός τε νοσήσας καὶ αὐτὸς ἰδὼν ἄλλους πάσχοντας.
[49] [49.1] Τὸ μὲν γὰρ ἔτος, ὡς ὡμολογεῖτο, ἐκ πάντων μάλιστα δὴ ἐκεῖνο ἄνοσον ἐς τὰς ἄλλας ἀσθενείας ἐτύγχανεν ὄν· εἰ δέ τις καὶ προύκαμνέ τι, ἐς τοῦτο πάντα ἀπεκρίθη. [49.2] τοὺς δὲ ἄλλους ἀπ’ οὐδεμιᾶς προφάσεως, ἀλλ’ ἐξαίφνης ὑγιεῖς ὄντας πρῶτον μὲν τῆς κεφαλῆς θέρμαι ἰσχυραὶ καὶ τῶν ὀφθαλμῶν ἐρυθήματα καὶ φλόγωσις ἐλάμβανε, καὶ τὰ ἐντός, ἥ τε φάρυγξ καὶ ἡ γλῶσσα, εὐθὺς αἱματώδη ἦν καὶ πνεῦμα ἄτοπον καὶ δυσῶδες ἠφίει· [49.3] ἔπειτα ἐξ αὐτῶν πταρμὸς καὶ βράγχος ἐπεγίγνετο, καὶ ἐν οὐ πολλῷ χρόνῳ κατέβαινεν ἐς τὰ στήθη ὁ πόνος μετὰ βηχὸς ἰσχυροῦ· καὶ ὁπότε ἐς τὴν καρδίαν στηρίξειεν, ἀνέστρεφέ τε αὐτὴν καὶ ἀποκαθάρσεις χολῆς πᾶσαι ὅσαι ὑπὸ ἰατρῶν ὠνομασμέναι εἰσὶν ἐπῇσαν, καὶ αὗται μετὰ ταλαιπωρίας μεγάλης. [49.4] λύγξ τε τοῖς πλέοσιν ἐνέπιπτε κενή, σπασμὸν ἐνδιδοῦσα ἰσχυρόν, τοῖς μὲν μετὰ ταῦτα λωφήσαντα, τοῖς δὲ καὶ πολλῷ ὕστερον. [49.5] καὶ τὸ μὲν ἔξωθεν ἁπτομένῳ σῶμα οὔτ’ ἄγαν θερμὸν ἦν οὔτε χλωρόν, ἀλλ’ ὑπέρυθρον, πελιτνόν, φλυκταίναις μικραῖς καὶ ἕλκεσιν ἐξηνθηκός· τὰ δὲ ἐντὸς οὕτως ἐκάετο ὥστε μήτε τῶν πάνυ λεπτῶν ἱματίων καὶ σινδόνων τὰς ἐπιβολὰς μηδ’ ἄλλο τι ἢ γυμνοὶ ἀνέχεσθαι, ἥδιστά τε ἂν ἐς ὕδωρ ψυχρὸν σφᾶς αὐτοὺς ῥίπτειν. καὶ πολλοὶ τοῦτο τῶν ἠμελημένων ἀνθρώπων καὶ ἔδρασαν ἐς φρέατα, τῇ δίψῃ ἀπαύστῳ ξυνεχόμενοι· καὶ ἐν τῷ ὁμοίῳ καθειστήκει τό τε πλέον καὶ ἔλασσον ποτόν. [49.6] καὶ ἡ ἀπορία τοῦ μὴ ἡσυχάζειν καὶ ἡ ἀγρυπνία ἐπέκειτο διὰ παντός. καὶ τὸ σῶμα, ὅσονπερ χρόνον καὶ ἡ νόσος ἀκμάζοι, οὐκ ἐμαραίνετο, ἀλλ’ ἀντεῖχε παρὰ δόξαν τῇ ταλαιπωρίᾳ, ὥστε ἢ διεφθείροντο οἱ πλεῖστοι ἐναταῖοι καὶ ἑβδομαῖοι ὑπὸ τοῦ ἐντὸς καύματος, ἔτι ἔχοντές τι δυνάμεως, ἢ εἰ διαφύγοιεν, ἐπικατιόντος τοῦ νοσήματος ἐς τὴν κοιλίαν καὶ ἑλκώσεώς τε αὐτῇ ἰσχυρᾶς ἐγγιγνομένης καὶ διαῤῥοίας ἅμα ἀκράτου ἐπιπιπτούσης οἱ πολλοὶ ὕστερον δι’ αὐτὴν ἀσθενείᾳ διεφθείροντο. [49.7] διεξῄει γὰρ διὰ παντὸς τοῦ σώματος ἄνωθεν ἀρξάμενον τὸ ἐν τῇ κεφαλῇ πρῶτον ἱδρυθὲν κακόν, καὶ εἴ τις ἐκ τῶν μεγίστων περιγένοιτο, τῶν γε ἀκρωτηρίων ἀντίληψις αὐτοῦ ἐπεσήμαινεν. [49.8] κατέσκηπτε γὰρ ἐς αἰδοῖα καὶ ἐς ἄκρας χεῖρας καὶ πόδας, καὶ πολλοὶ στερισκόμενοι τούτων διέφευγον, εἰσὶ δ’ οἳ καὶ τῶν ὀφθαλμῶν. τοὺς δὲ καὶ λήθη ἐλάμβανε παραυτίκα ἀναστάντας τῶν πάντων ὁμοίως, καὶ ἠγνόησαν σφᾶς τε αὐτοὺς καὶ τοὺς ἐπιτηδείους.
[50] [50.1] γενόμενον γὰρ κρεῖσσον λόγου τὸ εἶδος τῆς νόσου τά τε ἄλλα χαλεπωτέρως ἢ κατὰ τὴν ἀνθρωπείαν φύσιν προσέπιπτεν ἑκάστῳ καὶ ἐν τῷδε ἐδήλωσε μάλιστα ἄλλο τι ὂν ἢ τῶν ξυντρόφων τι· τὰ γὰρ ὄρνεα καὶ τετράποδα ὅσα ἀνθρώπων ἅπτεται, πολλῶν ἀτάφων γιγνομένων ἢ οὐ προσῄει ἢ γευσάμενα διεφθείρετο. [50.2] τεκμήριον δέ· τῶν μὲν τοιούτων ὀρνίθων ἐπίλειψις σαφὴς ἐγένετο, καὶ οὐχ ἑωρῶντο οὔτε ἄλλως οὔτε περὶ τοιοῦτον οὐδέν· οἱ δὲ κύνες μᾶλλον αἴσθησιν παρεῖχον τοῦ ἀποβαίνοντος διὰ τὸ ξυνδιαιτᾶσθαι.
[51] [51.1] Τὸ μὲν οὖν νόσημα, πολλὰ καὶ ἄλλα παραλιπόντι ἀτοπίας, ὡς ἑκάστῳ ἐτύγχανέ τι διαφερόντως ἑτέρῳ πρὸς ἕτερον γιγνόμενον, τοιοῦτον ἦν ἐπὶ πᾶν τὴν ἰδέαν. καὶ ἄλλο παρελύπει κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον οὐδὲν τῶν εἰωθότων· ὃ δὲ καὶ γένοιτο, ἐς τοῦτο ἐτελεύτα. [51.2] ἔθνῃσκον δὲ οἱ μὲν ἀμελείᾳ, οἱ δὲ καὶ πάνυ θεραπευόμενοι. ἕν τε οὐδὲ ἓν κατέστη ἴαμα ὡς εἰπεῖν ὅτι χρῆν προσφέροντας ὠφελεῖν· τὸ γάρ τῳ ξυνενεγκὸν ἄλλον τοῦτο ἔβλαπτεν. [51.3] σῶμά τε αὔταρκες ὂν οὐδὲν διεφάνη πρὸς αὐτὸ ἰσχύος πέρι ἢ ἀσθενείας, ἀλλὰ πάντα ξυνῄρει καὶ τὰ πάσῃ διαίτῃ θεραπευόμενα. [51.4] δεινότατον δὲ παντὸς ἦν τοῦ κακοῦ ἥ τε ἀθυμία ὁπότε τις αἴσθοιτο κάμνων (πρὸς γὰρ τὸ ἀνέλπιστον εὐθὺς τραπόμενοι τῇ γνώμῃ πολλῷ μᾶλλον προΐεντο σφᾶς αὐτοὺς καὶ οὐκ ἀντεῖχον), καὶ ὅτι ἕτερος ἀφ’ ἑτέρου θεραπείας ἀναπιμπλάμενοι ὥσπερ τὰ πρόβατα ἔθνῃσκον· καὶ τὸν πλεῖστον φθόρον τοῦτο ἐνεποίει. [51.5] εἴτε γὰρ μὴ ’θέλοιεν δεδιότες ἀλλήλοις προσιέναι, ἀπώλλυντο ἐρῆμοι, καὶ οἰκίαι πολλαὶ ἐκενώθησαν ἀπορίᾳ τοῦ θεραπεύσοντος· εἴτε προσίοιεν, διεφθείροντο, καὶ μάλιστα οἱ ἀρετῆς τι μεταποιούμενοι· αἰσχύνῃ γὰρ ἠφείδουν σφῶν αὐτῶν ἐσιόντες παρὰ τοὺς φίλους, ἐπεὶ καὶ τὰς ὀλοφύρσεις τῶν ἀπογιγνομένων τελευτῶντες καὶ οἱ οἰκεῖοι ἐξέκαμνον ὑπὸ τοῦ πολλοῦ κακοῦ νικώμενοι. [51.6] ἐπὶ πλέον δ’ ὅμως οἱ διαπεφευγότες τόν τε θνῄσκοντα καὶ τὸν πονούμενον ᾠκτίζοντο διὰ τὸ προειδέναι τε καὶ αὐτοὶ ἤδη ἐν τῷ θαρσαλέῳ εἶναι· δὶς γὰρ τὸν αὐτόν, ὥστε καὶ κτείνειν, οὐκ ἐπελάμβανεν. καὶ ἐμακαρίζοντό τε ὑπὸ τῶν ἄλλων, καὶ αὐτοὶ τῷ παραχρῆμα περιχαρεῖ καὶ ἐς τὸν ἔπειτα χρόνον ἐλπίδος τι εἶχον κούφης μηδ’ ἂν ὑπ’ ἄλλου νοσήματός ποτε ἔτι διαφθαρῆναι.
[52] [52.1] Ἐπίεσε δ’ αὐτοὺς μᾶλλον πρὸς τῷ ὑπάρχοντι πόνῳ καὶ ἡ ξυγκομιδὴ ἐκ τῶν ἀγρῶν ἐς τὸ ἄστυ, καὶ οὐχ ἧσσον τοὺς ἐπελθόντας. [52.2] οἰκιῶν γὰρ οὐχ ὑπαρχουσῶν, ἀλλ’ ἐν καλύβαις πνιγηραῖς ὥρᾳ ἔτους διαιτωμένων ὁ φθόρος ἐγίγνετο οὐδενὶ κόσμῳ, ἀλλὰ καὶ νεκροὶ ἐπ’ ἀλλήλοις ἀποθνῄσκοντες ἔκειντο καὶ ἐν ταῖς ὁδοῖς ἐκαλινδοῦντο καὶ περὶ τὰς κρήνας ἁπάσας ἡμιθνῆτες τοῦ ὕδατος ἐπιθυμίᾳ. [52.3] τά τε ἱερὰ ἐν οἷς ἐσκήνηντο νεκρῶν πλέα ἦν, αὐτοῦ ἐναποθνῃσκόντων· ὑπερβιαζομένου γὰρ τοῦ κακοῦ οἱ ἄνθρωποι, οὐκ ἔχοντες ὅτι γένωνται, ἐς ὀλιγωρίαν ἐτράποντο καὶ ἱερῶν καὶ ὁσίων ὁμοίως. [52.4] νόμοι τε πάντες ξυνεταράχθησαν οἷς ἐχρῶντο πρότερον περὶ τὰς ταφάς, ἔθαπτον δὲ ὡς ἕκαστος ἐδύνατο. καὶ πολλοὶ ἐς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο σπάνει τῶν ἐπιτηδείων διὰ τὸ συχνοὺς ἤδη προτεθνάναι σφίσιν· ἐπὶ πυρὰς γὰρ ἀλλοτρίας φθάσαντες τοὺς νήσαντας οἱ μὲν ἐπιθέντες τὸν ἑαυτῶν νεκρὸν ὑφῆπτον, οἱ δὲ καιομένου ἄλλου ἐπιβαλόντες ἄνωθεν ὃν φέροιεν ἀπῇσαν.
[53] [53.1] Πρῶτόν τε ἦρξε καὶ ἐς τἆλλα τῇ πόλει ἐπὶ πλέον ἀνομίας τὸ νόσημα. ῥᾷον γὰρ ἐτόλμα τις ἃ πρότερον ἀπεκρύπτετο μὴ καθ’ ἡδονὴν ποιεῖν, ἀγχίστροφον τὴν μεταβολὴν ὁρῶντες τῶν τε εὐδαιμόνων καὶ αἰφνιδίως θνῃσκόντων καὶ τῶν οὐδὲν πρότερον κεκτημένων, εὐθὺς δὲ τἀκείνων ἐχόντων. [53.2] ὥστε ταχείας τὰς ἐπαυρέσεις καὶ πρὸς τὸ τερπνὸν ἠξίουν ποιεῖσθαι, ἐφήμερα τά τε σώματα καὶ τὰ χρήματα ὁμοίως ἡγούμενοι. [53.3] καὶ τὸ μὲν προσταλαιπωρεῖν τῷ δόξαντι καλῷ οὐδεὶς πρόθυμος ἦν, ἄδηλον νομίζων εἰ πρὶν ἐπ’ αὐτὸ ἐλθεῖν διαφθαρήσεται· ὅτι δὲ ἤδη τε ἡδὺ πανταχόθεν τε ἐς αὐτὸ κερδαλέον, τοῦτο καὶ καλὸν καὶ χρήσιμον κατέστη. [53.4] θεῶν δὲ φόβος ἢ ἀνθρώπων νόμος οὐδεὶς ἀπεῖργε, τὸ μὲν κρίνοντες ἐν ὁμοίῳ καὶ σέβειν καὶ μὴ ἐκ τοῦ πάντας ὁρᾶν ἐν ἴσῳ ἀπολλυμένους, τῶν δὲ ἁμαρτημάτων οὐδεὶς ἐλπίζων μέχρι τοῦ δίκην γενέσθαι βιοὺς ἂν τὴν τιμωρίαν ἀντιδοῦναι, πολὺ δὲ μείζω τὴν ἤδη κατεψηφισμένην σφῶν ἐπικρεμασθῆναι, ἣν πρὶν ἐμπεσεῖν εἰκὸς εἶναι τοῦ βίου τι ἀπολαῦσαι.
[54] [54.1] Τοιούτῳ μὲν πάθει οἱ Ἀθηναῖοι περιπεσόντες ἐπιέζοντο, ἀνθρώπων τ’ ἔνδον θνῃσκόντων καὶ γῆς ἔξω δῃουμένης. [54.2] ἐν δὲ τῷ κακῷ οἷα εἰκὸς ἀνεμνήσθησαν καὶ τοῦδε τοῦ ἔπους, φάσκοντες οἱ πρεσβύτεροι πάλαι ᾄδεσθαι ’ἥξει Δωριακὸς πόλεμος καὶ λοιμὸς ἅμ’ αὐτῷ.’ [54.3] ἐγένετο μὲν οὖν ἔρις τοῖς ἀνθρώποις μὴ λοιμὸν ὠνομάσθαι ἐν τῷ ἔπει ὑπὸ τῶν παλαιῶν, ἀλλὰ λιμόν, ἐνίκησε δὲ ἐπὶ τοῦ παρόντος εἰκότως λοιμὸν εἰρῆσθαι· οἱ γὰρ ἄνθρωποι πρὸς ἃ ἔπασχον τὴν μνήμην ἐποιοῦντο. ἢν δέ γε οἶμαί ποτε ἄλλος πόλεμος καταλάβῃ Δωρικὸς τοῦδε ὕστερος καὶ ξυμβῇ γενέσθαι λιμόν, κατὰ τὸ εἰκὸς οὕτως ᾄσονται. [54.4] μνήμη δὲ ἐγένετο καὶ τοῦ Λακεδαιμονίων χρηστηρίου τοῖς εἰδόσιν, ὅτε ἐπερωτῶσιν αὐτοῖς τὸν θεὸν εἰ χρὴ πολεμεῖν ἀνεῖλε κατὰ κράτος πολεμοῦσι νίκην ἔσεσθαι, καὶ αὐτὸς ἔφη ξυλλήψεσθαι. [54.5] περὶ μὲν οὖν τοῦ χρηστηρίου τὰ γιγνόμενα ᾔκαζον ὁμοῖα εἶναι· ἐσβεβληκότων δὲ τῶν Πελοποννησίων ἡ νόσος ἤρξατο εὐθύς, καὶ ἐς μὲν Πελοπόννησον οὐκ ἐσῆλθεν, ὅτι καὶ ἄξιον εἰπεῖν, ἐπενείματο δὲ Ἀθήνας μὲν μάλιστα, ἔπειτα δὲ καὶ τῶν ἄλλων χωρίων τὰ πολυανθρωπότατα. ταῦτα μὲν τὰ κατὰ τὴν νόσον γενόμενα.
.
.
.
LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
-ταῦτα μὲν τὰ κατὰ τὴν νόσον γενόμενα.
[ο λοιμός της Αθήνας το 430 π.Χ]
ΘΟΥΚΥΔΙΔΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
ΒΙΒΛΙΟ Β' 47-54
[μεταφραση translation χ.ν.κουβελης c.n.couvelis]-
ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.
.
.
ο λοιμός της Αθήνας το 430 π.Χ- χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
ταῦτα μὲν τὰ κατὰ τὴν νόσον γενόμενα.
[ο λοιμός της Αθήνας το 430 π.Χ]
ΘΟΥΚΥΔΙΔΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
ΒΙΒΛΙΟ Β' 47-54
[μεταφραση translation χ.ν.κουβελης c.n.couvelis]
[47] [47.1] ετσι εγινε η ταφη στον χειμωνα τουτο,και με το περασμα του το πρωτο ετος
του πολεμου αυτου εδω τελειωσε.[47.2] απο δε την αρχη του καλοκαιριου οι Πελοποννη-
σιοι και οι συμμαχοι με τα δυο μερη οπως ακριβως και πριν εισεβαλαν στην Αττικη[υπο την
ηγεσια του Αρχιδαμου του Ζευξιππου των Λακεδαιμονιων βασιλια]κι αφου στρατοπεδευ-
σαν λεηλατουσαν τη χωρα.[47.3]και οταν συνεβαιναν αυτα δεν ηταν πολλες μερες που
στην Αττικη η νοσος πρωτοαρχισε να μεταδινεται στους Αθηναιους,η οποια λεγονταν
και πρωτυτερα σε πολλα αλλα μερη ενεσκηψε και στη Λημνο και σ'αλλες χωρες,ομως
τετοιας εκτασης νοσος ουτε τοση μεγαλη απωλεια ανθρωπων πουθενα δεν μνημο-
νευεται να εγινε.[47.4]γιατι ουτε οι γιατροι κατορθωναν αρχικα να την θεραπευσουν
λογω αγνοιας,αλλα κι αυτοι οι ιδιοι πεθαιναν οσο πιο πολυ την πλησιαζαν,ουτε αλλα
ανθρωπινη τεχνη καμια.και οσα στα ιερα ικετευαν η΄ στα μαντεια και στα τετοια
επιχειρουσαν,τα παντα ανωφελα ηταν,και στο τελος απ'αυτα παρατηθηκαν απο το
κακο νικημενοι.
[48] [48.1] το πρωτο αρχισε,καθως λεγεται,απο την Αιθιοπια νοτια της Αιγυπτου,επειτα
δε και στην Αιγυπτο και τη Λιβυη μεταφερθηκε και στου βασιλια το μεγαλυτερο μερος
της χωρας.[48.2] στη δε πολη των Αθηναιων ξαφνικα επεσε,και πρωτο στον Πειραια
κολλησε τους ανθρωπους,ετσι ωστε και ειπωθηκε απ'αυτους πως οι Πελοποννησιου
δηλητηρια πεταξαν μεσα στα πηγαδια,γιατι βρυσες ακομη δεν ηταν εκει.υστερα δε
και στην πανω πολη εφτασε,και πεθαιναν παρα πολυ τωρα πια.48.3]να λεει μπορει
λοιπον γι'αυτη ο καθενας οπως γνωριζει και γιατρος και ιδιωτης,απο που πιθανως αυτη
προεκυψε,και τις αιτιες οποιες νομιζει τετοια μεγαλη μεταβολη ηταν ικανες σε δυναμη
διαταρασοντας να φερουν.εγω δε και αυτο που εγινε θα πω,κι απ'αυτα τα συμπτωματα
αν καποιος να εξετασει,εαν καποτε και παλι πεσει,πολυ καλυτερα αν εχει κατι απο πριν
γνωρισμενο να μην αγνοει,αυτα αναφερω κι ο ιδιος αφου νοσησα κι ο ιδιος αφου ειδα
αλλους να πασχουν.
[49] [49.1] το μεν ετος λοιπον,καθως ωμολογειται,καθ'ολα πραγματικα ανοσο απο αλλες
ασθενειες τυχαινε να ηταν.κι αν δε καποιος προηγουμενως επασχε κατι,σ'αυτη ολα αντα-
ποκρινονταν.[49.2]τους αλλους δε χωριας καμια προειδοποιηση,αλλα ξαφνικα ενω ηταν
υγιεις,πρωτα με ισχυρη θερμη του κεφαλιου και με κοκκινισμα ματιων και φλεγμονη τους
προσβαλε,και τα εντος,οπως και ο φαρυγκας και η γλωσσα,αμεσως αιματωδη ηταν και η
αναπνοη ασυνηθιστη και με δυσωδια εβγαινε.[49.3]επειτα απ'αυτα πταρνισμα και
βραγχνιασμα επακολουθουσε,κι οχι σε πολυ χρονο κατεβαινε στο στηθος ο πονος με
βηχα ισχυρο.κι οταν στο στομαχι εφτασε,το ανακατεψε και απεκκρισεις της χολης ολες
οσες απο τους γιατρους περιγραφομενες ειναι επακολουθησαν,κι αυτες με μεγαλη
ταλαιπωρια.[49.4] και λοξυγκας στους περισσοτερους ακολουθουσε υποκουφος,
σπασμο προκαλωντας ισχυρο,στους μεν μετα απ'αυτα σταματουσε,στους δε και πολυ
υστερα.[49.5]και εξωτερικα αγγιζομενο το σωμα ουτε υπερβολικα θερμο ηταν ουτε
ωχρο,αλλα κοκκινωπο,πελιδνο,με μικρες φουσκαλες κι εξανθηματα.τα δε εσωτερικα
τοσο καιγονταν ωστε μητε των πολυ λεπτων ενδυματων και σεντονιων το σκεπασμα
μητε αλλο κατι παρα γυμνοι ανεχονταν,και πολυ μεγαλη ελαφρωση αν σε νερο ψυχρο
τους εαυτους τους ριξουν.και πολλοι αυτο απο τους παραμελημενους ανθρωπους επραξαν
κι επεσαν στα πηγαδια,απο την απαυστη διψα κατεχομενοι.και στη ιδια κατασταση ηταν
και με το περισσοτερο και με το λιγοτερο πιομα.[49.6]και η δυσφορια να μην ησυχαζουν
και η αγρυπνια τους βασανιζε διαρκως.και το σωμα,για οσο χρονο και η νοσος ειναι
σ'ακμη,δεν εξασθενουσε,αλλα παραδοξα αντεχε στη ταλαιπωρια,ωστε η' πεθαιναν οι
περισσοτεροι στην ενατη και εβδομη ημερα απο το εσωτερικη καουρα,ακομα εχοντας
καποια δυναμη,η' αν διεφευγαν,κατεβαινοντας η νοσος στη κοιλια και ελκος σ'αυτη ισχυρο
δημιουργουνταν και διαρροια ταυτοχρονα ακρατη αφου επακολουθουσε οι πολλοι
μετα απ'αυτη την εξασθενιση πεθαιναν.[49.7]γιατι διερχονταν δια μεσου ολου του
σωματος αφου απο πανω αρχιζε στο κεφαλι να πρωτοπιανει το κακο,κι αν καποιος
απ'τα πιο μεγαλα επιζουσε,στα ακρα τα σημαδια της αφηνε.[49.8]γιατι διαδιδωνταν
στα γεννητικα οργανα και στα ακρα των χεριων και των ποδιων,και πολλοι αφου τα
στερουνταν ξεφευγαν,ειναι καποιοι δε και τα ματια.κι αλλοι παλι τη μνημη εχαναν
αμεσως μολις επανερχονταν παντελως,και δεν αναναγνωριζαν κι αυτους τους ιδιους
και τους οικειους.
[50][50.1]το ειδος λοιπον της νοσου ηταν πολυ πανω απ΄τα λογια και τ'αλλα πιο δυσχερη
για την ανθρωπινη φυση σε καθεναν που προσβαλε,και σ'αυτο εδω εδειξε καθαρα μαλιστα
οτι αλλο ηταν παρα απ'τα συνειθισμενα κατι.γιατι τα ορνια και τα τετραποδα οσα τους
ανθρωπους αγγιζουν,αν και πολλοι αταφοι βρισκονταν η' δεν τους πλησιαζαν η' αν τους
ετρωγαν πεθαιναν.[50.2]αποδειξη δε οτι τετοιων πουλιων εξαφανιση παντελης εγινε,και
δεν φαινονταν ουτε αλλου ουτε γυρω τετοιο κανενα.τα δε σκυλια αισθηση μαλλον εκαναν
αφου καταφευγουν για να συμφαγουν.
[51][51.1]το μεν λοιπον νοσημα,πολλα και αλλα παραλιποντας παραξενα,στον καθενα
τυχαινε κατα τι να ειναι διαφορετικο απο τον εναν στον αλλο,τετοιο ηταν κατα πασα
εικονα.και αλλο δεν ενοχλουσε κατα εκεινο το καιρο κανενα απο τα συνειθισμενα.κι οποιο
συνεβαινε,σ'αυτο τελειωνε.[51.2]αλλοι δε πεθαιναν απο παραμελειση,και αλλοι καλα
φροντισμενοι.και ουτε ενα παρουσιαστηκε γιατρικο για να πω οτι μπορεσε να προσφερει
ωφελεια.γιατι στον εναν το συμφερον αλλον αυτο εβλαπτε.[51.3]και σωμα ανθεκτικο να
ειναι κανενα δεν ξεχωρισε προς αυτο ισχυρο η' ασθενικο,αλλα ολα αρπαξε κι αυτα που με
καθε διαιτα ηταν φροντισμενα.[51.4] το δε πιο χειροτερο απ'ολα του κακου ηταν και η
βαρυθυμια οποτε καποιος ασθανονταν ν'αρρωσταινει[γιατι προς την απελπισια ευθυς
στρεφομενοι στη διαθεση ολοκληρωτικα οι ιδιοι παραδινονταν και δεν αντιστεκονταν],
και οτι ο ενας απ'του αλλου τη φροντιδα μολυσμενοι οπως ακριβως τα προβατα πεθαιναν.
και την πιο πολυ φθορα αυτο εκανε. [51.5] ειτε γιατι μη θελωντας απο φοβο ο ενας με τον
αλλον να πλησιασουν,χανονταν παρατημενοι,και σπιτια πολλα εγκαταλειφτηκαν απο ελλειψη
θεραπευτη.ειτε αν πλησιαζαν,πεθαιναν,και μαλιστα αυτοι που απο καλοσυνη ηταν συμπαρα-
στατες.γιατι η φιλοτιμια τους εκανε τους ιδιους να λυπουνται κι εμπεναν μεσα στους φιλους,
επειδη και τους θρηνους γι'αυτους που κατεληγαν να τελειωσουν και οι οικειοι παρατουσαν
απ'το πολυ κακο νικημενοι.[51.6] επι πλεον ομως αυτοι που ειχαν διαφυγει κι αυτον που
πεθαινε κι αυτον που πονουσε ευσπλαχνιζονταν κι επειδη πια το γνωριζαν κι οι ιδιοι τωρα
ξεθαρρεψαν.γιατι δυο φορες τον ιδιο,ωστε και να σκοτωσει,δεν επιανε.και καλοτυχουνταν
απ΄τους αλλους, κι αυτοι στη στιγμη ενιωσαν χαρα και στον μετεπειτα χρονο καποια κρυφη
ελπιδα ειχαν μητε απο αλλο νοσημα επισης ποτε θα πεθανουν.
[52][52.1]πιεσε δε αυτους πολυ στην υπαρχουσα συμφορα και η εισροη απο την υπαιθρο
στη πολη,κι οχι λιγοτερο τους εισελθοντες [52.2]επειδη σπιτια δεν υπηρχαν,αλλα σε
πνιγερες καλυβες λογω της εποχης αφου διεμεναν η φθορα γινονταν ανεξελεγκτα.αλλα
και νεκροι πανω ο ενας στον αλλον πεθαινοντας βρισκοταν και στους δρομους κυλουσαν
και σ'ολες τις βρυσες μισοπεθαμενοι απ'την επιθυμια του νερου.[52.3] και τα ιερα στα
οποια κατασκηνοναν γεματα απο νεκρους ηταν,εκει μεσα πεθαιναν.γιατι πολυ βασανισμενοι
απ'το κακο οι ανθρωποι,μη γνωριζοντας τι θα παθουν,παραμελουσαν ομοια και ιερα και οσια.
[52.4] κι ολοι οι νομοι καταπατηθηκαν τους οποιους χρησιμοποιουσαν πριν για τις ταφες,
τους εθαβαν οπως ο καθενας μπορουσε.και πολλοι σε μη αρμοζουσες θηκες κατεφευγαν
απο την σπανιοτητα των συγγενων λογω του οτι πολλοι ειχαν πεθανει πριν απ'αυτους.γιατι
σε πυρα ξενη προφτανοντας οι μεν πανω θετωντας τον δικο τους νεκρο την αναβαν,οι δε ενω
καιγονταν αλλος αφου πεταγαν απο πανω αυτον που εφεραν εφευγαν.
[53][53.1].και πρωτα πρωτα εφερε και στ'αλλα στη πολη επιπλεον ανομιες το νοσημα.
γιατι ευκολα τολμουσε καποιος αυτα που πρωτυτερα απεκρυπτε απο ηδονη να μην κανει.
την γρηγορη μεταστροφη βλεπωντας και των πλουσιων και αιφνιδια πεθαμενων κι αυτων
που τιποτα πρωτυτερα δεν κατειχαν,τωρα τα εκεινων να εχουν. [53.2] ωστε γρηγορες τις
απολαυσεις και τα προς τερψη απαιτουσουν να κανουν,γιατι εφημερα και τα σωματα και
τα πραγματα εξ ισου θεωρουσαν. [53.3] και το να απο πριν ταλαιπωρηθει γι'αυτο που
νομιζει καλο κανενας δεν ηταν προθυμος,αφου αβεβαιο το νομιζε αν θα το κατορθωσει
πριν πεθανει. τωρα πια οτι και ευχαριστο κι απο παντου φερει κερδος,τουτο και καλο
και χρησιμο καταντησε. [53.4]θεων δε φοβος η΄ανθρωπων νομος κανενας δεν συγ-
κρατουσε,αφου εκριναν αυτο εξ ισου με την ευσεβεια και αφου εβλεπαν ολους ισα
να χανονται.για δε τα αμαρτηματα κανεις δεν περιμενε μεχρι να δικαστει θα επιζει
για να τιμωρηθει,πολυ δε πιο μεγαλη την ηδη καταδικαστικη αποφαση που πανω
τους επικρεμονταν θεωρουσαν,και πριν πανω τους πεσει φυσικο ειναι του βιου κατι
να απολαυσουν.
[54][54.1].σε τετοια συμφορα οι Αθηναιοι εχοντας πεσει δυσφορουσαν,κι απ'τους
ανθρωπους που μεσα πεθαιναν και απ΄τη γη που εξω καταστρεφονταν. [54.2] μεσ'στο
κακο αναμεσα σε καποια που αναθυμηθηκαν φυσικο ηταν και τουτος εδω ο στιχος,που
οπως ελεγαν οι παλαιοτεροι παλια τραγουδουνταν:θα'ρθει δωρικος πολεμος και μαζι
μ'αυτον λοιμος.[54.3] εγινε τοτε διαφωνια στους ανθρωπως οτι δεν κατανομαζεται λοιμος
νοσος στο στιχο των παλιων, αλλα λιμος πεινα,επικρατησε δε στα παροντα συμβαντα
φυσικα λοιμο να λεει.γιατι ανθρωποι συμφωνα προς αυτα που πασχουν την μνημη
κανουν.βεβαια νομιζω αν ποτε αλλος πολεμος παρει μερος δωρικος απ'αυτον υστερα και
συμβει να πεσει λιμος πεινα,φυσικο ειναι ετσι να τραγουδουν.[54.4] επενθυμησαν δε και
τον χρησμο των Λακεδαιμονιων σ'αυτους που τον γνωριζουν,οταν ρωτησαν τον θεο αν
πρεπει να πολεμησουν σ'αυτους χρησμοδοτησε πως αν κατα κρατος πολεμησουν θα
νικησουν,κι ο ιδιος ειπε θα συμμετασχει.[54.5]περι μεν λοιπον του χρησμου τα συμβαι-
νοντα συμπεραναν οτι συμφωνα ειναι.αφου εχοντας εισβαλει οι Πελοποννησιοι η νοσος
αρχισε αμεσως.και στην Πελοποννησο δεν εισεβαλε,οπως να΄ναι αξιο να πεις,εξαπλωθηκε
στην Αθηνα κατα το πλειστο,επειτα δε και στα πιο πολυανθρωπα των αλλων οικισμων.
αυτα λοιπον τα συμβαινομενα κατα τη νοσο.
[47] [47.1] Τοιόσδε μὲν ὁ τάφος ἐγένετο ἐν τῷ χειμῶνι τούτῳ· καὶ διελθόντος αὐτοῦ πρῶτον ἔτος τοῦ πολέμου τοῦδε ἐτελεύτα. [47.2] τοῦ δὲ θέρους εὐθὺς ἀρχομένου Πελοποννήσιοι καὶ οἱ ξύμμαχοι τὰ δύο μέρη ὥσπερ καὶ τὸ πρῶτον ἐσέβαλον ἐς τὴν Ἀττικήν (ἡγεῖτο δὲ Ἀρχίδαμος ὁ Ζευξιδάμου Λακεδαιμονίων βασιλεύς), καὶ καθεζόμενοι ἐδῄουν τὴν γῆν. [47.3] καὶ ὄντων αὐτῶν οὐ πολλάς πω ἡμέρας ἐν τῇ Ἀττικῇ ἡ νόσος πρῶτον ἤρξατο γενέσθαι τοῖς Ἀθηναίοις, λεγόμενον μὲν καὶ πρότερον πολλαχόσε ἐγκατασκῆψαι καὶ περὶ Λῆμνον καὶ ἐν ἄλλοις χωρίοις, οὐ μέντοι τοσοῦτός γε λοιμὸς οὐδὲ φθορὰ οὕτως ἀνθρώπων οὐδαμοῦ ἐμνημονεύετο γενέσθαι. [47.4] οὔτε γὰρ ἰατροὶ ἤρκουν τὸ πρῶτον θεραπεύοντες ἀγνοίᾳ, ἀλλ’ αὐτοὶ μάλιστα ἔθνῃσκον ὅσῳ καὶ μάλιστα προσῇσαν, οὔτε ἄλλη ἀνθρωπεία τέχνη οὐδεμία· ὅσα τε πρὸς ἱεροῖς ἱκέτευσαν ἢ μαντείοις καὶ τοῖς τοιούτοις ἐχρήσαντο, πάντα ἀνωφελῆ ἦν, τελευτῶντές τε αὐτῶν ἀπέστησαν ὑπὸ τοῦ κακοῦ νικώμενοι.
[48] [48.1] ἤρξατο δὲ τὸ μὲν πρῶτον, ὡς λέγεται, ἐξ Αἰθιοπίας τῆς ὑπὲρ Αἰγύπτου, ἔπειτα δὲ καὶ ἐς Αἴγυπτον καὶ Λιβύην κατέβη καὶ ἐς τὴν βασιλέως γῆν τὴν πολλήν. [48.2] ἐς δὲ τὴν Ἀθηναίων πόλιν ἐξαπιναίως ἐσέπεσε, καὶ τὸ πρῶτον ἐν τῷ Πειραιεῖ ἥψατο τῶν ἀνθρώπων, ὥστε καὶ ἐλέχθη ὑπ’ αὐτῶν ὡς οἱ Πελοποννήσιοι φάρμακα ἐσβεβλήκοιεν ἐς τὰ φρέατα· κρῆναι γὰρ οὔπω ἦσαν αὐτόθι. ὕστερον δὲ καὶ ἐς τὴν ἄνω πόλιν ἀφίκετο, καὶ ἔθνῃσκον πολλῷ μᾶλλον ἤδη. [48.3] λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῦ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει καὶ ἰατρὸς καὶ ἰδιώτης, ἀφ’ ὅτου εἰκὸς ἦν γενέσθαι αὐτό, καὶ τὰς αἰτίας ἅστινας νομίζει τοσαύτης μεταβολῆς ἱκανὰς εἶναι δύναμιν ἐς τὸ μεταστῆσαι σχεῖν· ἐγὼ δὲ οἷόν τε ἐγίγνετο λέξω, καὶ ἀφ’ ὧν ἄν τις σκοπῶν, εἴ ποτε καὶ αὖθις ἐπιπέσοι, μάλιστ’ ἂν ἔχοι τι προειδὼς μὴ ἀγνοεῖν, ταῦτα δηλώσω αὐτός τε νοσήσας καὶ αὐτὸς ἰδὼν ἄλλους πάσχοντας.
[49] [49.1] Τὸ μὲν γὰρ ἔτος, ὡς ὡμολογεῖτο, ἐκ πάντων μάλιστα δὴ ἐκεῖνο ἄνοσον ἐς τὰς ἄλλας ἀσθενείας ἐτύγχανεν ὄν· εἰ δέ τις καὶ προύκαμνέ τι, ἐς τοῦτο πάντα ἀπεκρίθη. [49.2] τοὺς δὲ ἄλλους ἀπ’ οὐδεμιᾶς προφάσεως, ἀλλ’ ἐξαίφνης ὑγιεῖς ὄντας πρῶτον μὲν τῆς κεφαλῆς θέρμαι ἰσχυραὶ καὶ τῶν ὀφθαλμῶν ἐρυθήματα καὶ φλόγωσις ἐλάμβανε, καὶ τὰ ἐντός, ἥ τε φάρυγξ καὶ ἡ γλῶσσα, εὐθὺς αἱματώδη ἦν καὶ πνεῦμα ἄτοπον καὶ δυσῶδες ἠφίει· [49.3] ἔπειτα ἐξ αὐτῶν πταρμὸς καὶ βράγχος ἐπεγίγνετο, καὶ ἐν οὐ πολλῷ χρόνῳ κατέβαινεν ἐς τὰ στήθη ὁ πόνος μετὰ βηχὸς ἰσχυροῦ· καὶ ὁπότε ἐς τὴν καρδίαν στηρίξειεν, ἀνέστρεφέ τε αὐτὴν καὶ ἀποκαθάρσεις χολῆς πᾶσαι ὅσαι ὑπὸ ἰατρῶν ὠνομασμέναι εἰσὶν ἐπῇσαν, καὶ αὗται μετὰ ταλαιπωρίας μεγάλης. [49.4] λύγξ τε τοῖς πλέοσιν ἐνέπιπτε κενή, σπασμὸν ἐνδιδοῦσα ἰσχυρόν, τοῖς μὲν μετὰ ταῦτα λωφήσαντα, τοῖς δὲ καὶ πολλῷ ὕστερον. [49.5] καὶ τὸ μὲν ἔξωθεν ἁπτομένῳ σῶμα οὔτ’ ἄγαν θερμὸν ἦν οὔτε χλωρόν, ἀλλ’ ὑπέρυθρον, πελιτνόν, φλυκταίναις μικραῖς καὶ ἕλκεσιν ἐξηνθηκός· τὰ δὲ ἐντὸς οὕτως ἐκάετο ὥστε μήτε τῶν πάνυ λεπτῶν ἱματίων καὶ σινδόνων τὰς ἐπιβολὰς μηδ’ ἄλλο τι ἢ γυμνοὶ ἀνέχεσθαι, ἥδιστά τε ἂν ἐς ὕδωρ ψυχρὸν σφᾶς αὐτοὺς ῥίπτειν. καὶ πολλοὶ τοῦτο τῶν ἠμελημένων ἀνθρώπων καὶ ἔδρασαν ἐς φρέατα, τῇ δίψῃ ἀπαύστῳ ξυνεχόμενοι· καὶ ἐν τῷ ὁμοίῳ καθειστήκει τό τε πλέον καὶ ἔλασσον ποτόν. [49.6] καὶ ἡ ἀπορία τοῦ μὴ ἡσυχάζειν καὶ ἡ ἀγρυπνία ἐπέκειτο διὰ παντός. καὶ τὸ σῶμα, ὅσονπερ χρόνον καὶ ἡ νόσος ἀκμάζοι, οὐκ ἐμαραίνετο, ἀλλ’ ἀντεῖχε παρὰ δόξαν τῇ ταλαιπωρίᾳ, ὥστε ἢ διεφθείροντο οἱ πλεῖστοι ἐναταῖοι καὶ ἑβδομαῖοι ὑπὸ τοῦ ἐντὸς καύματος, ἔτι ἔχοντές τι δυνάμεως, ἢ εἰ διαφύγοιεν, ἐπικατιόντος τοῦ νοσήματος ἐς τὴν κοιλίαν καὶ ἑλκώσεώς τε αὐτῇ ἰσχυρᾶς ἐγγιγνομένης καὶ διαῤῥοίας ἅμα ἀκράτου ἐπιπιπτούσης οἱ πολλοὶ ὕστερον δι’ αὐτὴν ἀσθενείᾳ διεφθείροντο. [49.7] διεξῄει γὰρ διὰ παντὸς τοῦ σώματος ἄνωθεν ἀρξάμενον τὸ ἐν τῇ κεφαλῇ πρῶτον ἱδρυθὲν κακόν, καὶ εἴ τις ἐκ τῶν μεγίστων περιγένοιτο, τῶν γε ἀκρωτηρίων ἀντίληψις αὐτοῦ ἐπεσήμαινεν. [49.8] κατέσκηπτε γὰρ ἐς αἰδοῖα καὶ ἐς ἄκρας χεῖρας καὶ πόδας, καὶ πολλοὶ στερισκόμενοι τούτων διέφευγον, εἰσὶ δ’ οἳ καὶ τῶν ὀφθαλμῶν. τοὺς δὲ καὶ λήθη ἐλάμβανε παραυτίκα ἀναστάντας τῶν πάντων ὁμοίως, καὶ ἠγνόησαν σφᾶς τε αὐτοὺς καὶ τοὺς ἐπιτηδείους.
[50] [50.1] γενόμενον γὰρ κρεῖσσον λόγου τὸ εἶδος τῆς νόσου τά τε ἄλλα χαλεπωτέρως ἢ κατὰ τὴν ἀνθρωπείαν φύσιν προσέπιπτεν ἑκάστῳ καὶ ἐν τῷδε ἐδήλωσε μάλιστα ἄλλο τι ὂν ἢ τῶν ξυντρόφων τι· τὰ γὰρ ὄρνεα καὶ τετράποδα ὅσα ἀνθρώπων ἅπτεται, πολλῶν ἀτάφων γιγνομένων ἢ οὐ προσῄει ἢ γευσάμενα διεφθείρετο. [50.2] τεκμήριον δέ· τῶν μὲν τοιούτων ὀρνίθων ἐπίλειψις σαφὴς ἐγένετο, καὶ οὐχ ἑωρῶντο οὔτε ἄλλως οὔτε περὶ τοιοῦτον οὐδέν· οἱ δὲ κύνες μᾶλλον αἴσθησιν παρεῖχον τοῦ ἀποβαίνοντος διὰ τὸ ξυνδιαιτᾶσθαι.
[51] [51.1] Τὸ μὲν οὖν νόσημα, πολλὰ καὶ ἄλλα παραλιπόντι ἀτοπίας, ὡς ἑκάστῳ ἐτύγχανέ τι διαφερόντως ἑτέρῳ πρὸς ἕτερον γιγνόμενον, τοιοῦτον ἦν ἐπὶ πᾶν τὴν ἰδέαν. καὶ ἄλλο παρελύπει κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον οὐδὲν τῶν εἰωθότων· ὃ δὲ καὶ γένοιτο, ἐς τοῦτο ἐτελεύτα. [51.2] ἔθνῃσκον δὲ οἱ μὲν ἀμελείᾳ, οἱ δὲ καὶ πάνυ θεραπευόμενοι. ἕν τε οὐδὲ ἓν κατέστη ἴαμα ὡς εἰπεῖν ὅτι χρῆν προσφέροντας ὠφελεῖν· τὸ γάρ τῳ ξυνενεγκὸν ἄλλον τοῦτο ἔβλαπτεν. [51.3] σῶμά τε αὔταρκες ὂν οὐδὲν διεφάνη πρὸς αὐτὸ ἰσχύος πέρι ἢ ἀσθενείας, ἀλλὰ πάντα ξυνῄρει καὶ τὰ πάσῃ διαίτῃ θεραπευόμενα. [51.4] δεινότατον δὲ παντὸς ἦν τοῦ κακοῦ ἥ τε ἀθυμία ὁπότε τις αἴσθοιτο κάμνων (πρὸς γὰρ τὸ ἀνέλπιστον εὐθὺς τραπόμενοι τῇ γνώμῃ πολλῷ μᾶλλον προΐεντο σφᾶς αὐτοὺς καὶ οὐκ ἀντεῖχον), καὶ ὅτι ἕτερος ἀφ’ ἑτέρου θεραπείας ἀναπιμπλάμενοι ὥσπερ τὰ πρόβατα ἔθνῃσκον· καὶ τὸν πλεῖστον φθόρον τοῦτο ἐνεποίει. [51.5] εἴτε γὰρ μὴ ’θέλοιεν δεδιότες ἀλλήλοις προσιέναι, ἀπώλλυντο ἐρῆμοι, καὶ οἰκίαι πολλαὶ ἐκενώθησαν ἀπορίᾳ τοῦ θεραπεύσοντος· εἴτε προσίοιεν, διεφθείροντο, καὶ μάλιστα οἱ ἀρετῆς τι μεταποιούμενοι· αἰσχύνῃ γὰρ ἠφείδουν σφῶν αὐτῶν ἐσιόντες παρὰ τοὺς φίλους, ἐπεὶ καὶ τὰς ὀλοφύρσεις τῶν ἀπογιγνομένων τελευτῶντες καὶ οἱ οἰκεῖοι ἐξέκαμνον ὑπὸ τοῦ πολλοῦ κακοῦ νικώμενοι. [51.6] ἐπὶ πλέον δ’ ὅμως οἱ διαπεφευγότες τόν τε θνῄσκοντα καὶ τὸν πονούμενον ᾠκτίζοντο διὰ τὸ προειδέναι τε καὶ αὐτοὶ ἤδη ἐν τῷ θαρσαλέῳ εἶναι· δὶς γὰρ τὸν αὐτόν, ὥστε καὶ κτείνειν, οὐκ ἐπελάμβανεν. καὶ ἐμακαρίζοντό τε ὑπὸ τῶν ἄλλων, καὶ αὐτοὶ τῷ παραχρῆμα περιχαρεῖ καὶ ἐς τὸν ἔπειτα χρόνον ἐλπίδος τι εἶχον κούφης μηδ’ ἂν ὑπ’ ἄλλου νοσήματός ποτε ἔτι διαφθαρῆναι.
[52] [52.1] Ἐπίεσε δ’ αὐτοὺς μᾶλλον πρὸς τῷ ὑπάρχοντι πόνῳ καὶ ἡ ξυγκομιδὴ ἐκ τῶν ἀγρῶν ἐς τὸ ἄστυ, καὶ οὐχ ἧσσον τοὺς ἐπελθόντας. [52.2] οἰκιῶν γὰρ οὐχ ὑπαρχουσῶν, ἀλλ’ ἐν καλύβαις πνιγηραῖς ὥρᾳ ἔτους διαιτωμένων ὁ φθόρος ἐγίγνετο οὐδενὶ κόσμῳ, ἀλλὰ καὶ νεκροὶ ἐπ’ ἀλλήλοις ἀποθνῄσκοντες ἔκειντο καὶ ἐν ταῖς ὁδοῖς ἐκαλινδοῦντο καὶ περὶ τὰς κρήνας ἁπάσας ἡμιθνῆτες τοῦ ὕδατος ἐπιθυμίᾳ. [52.3] τά τε ἱερὰ ἐν οἷς ἐσκήνηντο νεκρῶν πλέα ἦν, αὐτοῦ ἐναποθνῃσκόντων· ὑπερβιαζομένου γὰρ τοῦ κακοῦ οἱ ἄνθρωποι, οὐκ ἔχοντες ὅτι γένωνται, ἐς ὀλιγωρίαν ἐτράποντο καὶ ἱερῶν καὶ ὁσίων ὁμοίως. [52.4] νόμοι τε πάντες ξυνεταράχθησαν οἷς ἐχρῶντο πρότερον περὶ τὰς ταφάς, ἔθαπτον δὲ ὡς ἕκαστος ἐδύνατο. καὶ πολλοὶ ἐς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο σπάνει τῶν ἐπιτηδείων διὰ τὸ συχνοὺς ἤδη προτεθνάναι σφίσιν· ἐπὶ πυρὰς γὰρ ἀλλοτρίας φθάσαντες τοὺς νήσαντας οἱ μὲν ἐπιθέντες τὸν ἑαυτῶν νεκρὸν ὑφῆπτον, οἱ δὲ καιομένου ἄλλου ἐπιβαλόντες ἄνωθεν ὃν φέροιεν ἀπῇσαν.
[53] [53.1] Πρῶτόν τε ἦρξε καὶ ἐς τἆλλα τῇ πόλει ἐπὶ πλέον ἀνομίας τὸ νόσημα. ῥᾷον γὰρ ἐτόλμα τις ἃ πρότερον ἀπεκρύπτετο μὴ καθ’ ἡδονὴν ποιεῖν, ἀγχίστροφον τὴν μεταβολὴν ὁρῶντες τῶν τε εὐδαιμόνων καὶ αἰφνιδίως θνῃσκόντων καὶ τῶν οὐδὲν πρότερον κεκτημένων, εὐθὺς δὲ τἀκείνων ἐχόντων. [53.2] ὥστε ταχείας τὰς ἐπαυρέσεις καὶ πρὸς τὸ τερπνὸν ἠξίουν ποιεῖσθαι, ἐφήμερα τά τε σώματα καὶ τὰ χρήματα ὁμοίως ἡγούμενοι. [53.3] καὶ τὸ μὲν προσταλαιπωρεῖν τῷ δόξαντι καλῷ οὐδεὶς πρόθυμος ἦν, ἄδηλον νομίζων εἰ πρὶν ἐπ’ αὐτὸ ἐλθεῖν διαφθαρήσεται· ὅτι δὲ ἤδη τε ἡδὺ πανταχόθεν τε ἐς αὐτὸ κερδαλέον, τοῦτο καὶ καλὸν καὶ χρήσιμον κατέστη. [53.4] θεῶν δὲ φόβος ἢ ἀνθρώπων νόμος οὐδεὶς ἀπεῖργε, τὸ μὲν κρίνοντες ἐν ὁμοίῳ καὶ σέβειν καὶ μὴ ἐκ τοῦ πάντας ὁρᾶν ἐν ἴσῳ ἀπολλυμένους, τῶν δὲ ἁμαρτημάτων οὐδεὶς ἐλπίζων μέχρι τοῦ δίκην γενέσθαι βιοὺς ἂν τὴν τιμωρίαν ἀντιδοῦναι, πολὺ δὲ μείζω τὴν ἤδη κατεψηφισμένην σφῶν ἐπικρεμασθῆναι, ἣν πρὶν ἐμπεσεῖν εἰκὸς εἶναι τοῦ βίου τι ἀπολαῦσαι.
[54] [54.1] Τοιούτῳ μὲν πάθει οἱ Ἀθηναῖοι περιπεσόντες ἐπιέζοντο, ἀνθρώπων τ’ ἔνδον θνῃσκόντων καὶ γῆς ἔξω δῃουμένης. [54.2] ἐν δὲ τῷ κακῷ οἷα εἰκὸς ἀνεμνήσθησαν καὶ τοῦδε τοῦ ἔπους, φάσκοντες οἱ πρεσβύτεροι πάλαι ᾄδεσθαι ’ἥξει Δωριακὸς πόλεμος καὶ λοιμὸς ἅμ’ αὐτῷ.’ [54.3] ἐγένετο μὲν οὖν ἔρις τοῖς ἀνθρώποις μὴ λοιμὸν ὠνομάσθαι ἐν τῷ ἔπει ὑπὸ τῶν παλαιῶν, ἀλλὰ λιμόν, ἐνίκησε δὲ ἐπὶ τοῦ παρόντος εἰκότως λοιμὸν εἰρῆσθαι· οἱ γὰρ ἄνθρωποι πρὸς ἃ ἔπασχον τὴν μνήμην ἐποιοῦντο. ἢν δέ γε οἶμαί ποτε ἄλλος πόλεμος καταλάβῃ Δωρικὸς τοῦδε ὕστερος καὶ ξυμβῇ γενέσθαι λιμόν, κατὰ τὸ εἰκὸς οὕτως ᾄσονται. [54.4] μνήμη δὲ ἐγένετο καὶ τοῦ Λακεδαιμονίων χρηστηρίου τοῖς εἰδόσιν, ὅτε ἐπερωτῶσιν αὐτοῖς τὸν θεὸν εἰ χρὴ πολεμεῖν ἀνεῖλε κατὰ κράτος πολεμοῦσι νίκην ἔσεσθαι, καὶ αὐτὸς ἔφη ξυλλήψεσθαι. [54.5] περὶ μὲν οὖν τοῦ χρηστηρίου τὰ γιγνόμενα ᾔκαζον ὁμοῖα εἶναι· ἐσβεβληκότων δὲ τῶν Πελοποννησίων ἡ νόσος ἤρξατο εὐθύς, καὶ ἐς μὲν Πελοπόννησον οὐκ ἐσῆλθεν, ὅτι καὶ ἄξιον εἰπεῖν, ἐπενείματο δὲ Ἀθήνας μὲν μάλιστα, ἔπειτα δὲ καὶ τῶν ἄλλων χωρίων τὰ πολυανθρωπότατα. ταῦτα μὲν τὰ κατὰ τὴν νόσον γενόμενα.
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου