I Am a Greek European Worldwidel Man-Now!- www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

I Am a Greek European Worldwide Man-Now!-

www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2016

GREEK POETRY -ΚΥΚΛΟΙ ΟΡΕΣΤΕΙΑΣ- POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης

.
.
GREEK POETRY
-ΚΥΚΛΟΙ ΟΡΕΣΤΕΙΑΣ-
POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης
.
.

Κυκλοι Ορεστειας-ποιηση-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis.


Αγαμεμνων χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Αγαμεμνων χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Αγαμεμνων και Κλυταιμνηστρα χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Αγαμεμνων χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Κασσανδρα χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Αιγισθος χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Ηλεκτρα χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Ηλεκτρα χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Ηλεκτρα χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Ηλεκτρα χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Αιγισθος και Κλυταιμνηστρα χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Αιγισθος και Κλυταιμνηστρα-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Κλυταιμνηστρα-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis.


Αιγισθος και Κλυταιμνηστρα-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
.

Κλυταιμνηστρα χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Κλυταιμνηστρα χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Ορεστης χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
.
.
ΚΥΚΛΟΙ ΟΡΕΣΤΕΙΑΣ-Ποιηση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
.
.
ΟΡΕΣΤΗΣ-χ.ν.κουβελης

η Ηλεκτρα σαν σκυλα λυσσασμενη που αν δεν δαγκωσει δεν ησυχαζει
''εσυ ησουνα μικρος δεν καταλαβαινες,στα παιχνιδια σου αθωο παιδι
εγω ειδα
στο λουτρο τον εσφαξαν
με διχτυ τον τυλιξαν
μέμνησο λουτρῶν οἷς ἐνοσφίσθη.
μέμνησο δ᾽ ἀμφίβληστρον ὡς ἐκαίνισαν.
πέδαις δ᾽ ἀχαλκεύτοις ἐθηρεύθη
στα σιδερα τον επιασαν σαν αγριο θηριο,
και δεν κοιμαμαι τα βραδυα
τους ακουω να γελανε δυνατα,ξεδιαντροπα μπροστα μου ν'αγκαλιαζονται
η μανα με τον εραστη της,ντροπη που δεν αντεχω,μισος που με διαλυει''
σαν την μουδιαστρα της θαλασσας μ'αγγιξαν τα λογια της
και μουδιασαν το νου
να μην ημουν γενια του καταραμενου του Ατρεα που σκοτωσε τα παιδια
του Θυεστη και τα'δωσε σε δειπνο να τα φαει ο πατερας τους μαγειρεμενα
εγω τωρα πληρωνω τα κριματα
απ'το σπιτι μεσα ηρθε σε μενα εμπιστος ανθρωπος και μου'πε τ'ονειρο
που'δε η μανα
πως ,ταχα,γεννησε φιδι και πως σαν παιδι το σπαργανωσε
και στο βυζι της το'βαλε να βυζαξει κι εκεινο μαυλισε γαλα μ'αιμα
τεκεῖν δράκοντ᾽ ἔδοξεν, ὡς αὐτὴ λέγει.
ἐν [ι] παιδὸς ὁρμίσαι δίκην.
αὐτὴ προσέσχε μαζὸν ἐν τὠνείρατι.
ὥστ᾽ ἐν γάλακτι θρόμβον αἵματος σπάσαι.
ἡ δ᾽ ἐξ ὕπνου κέκλαγγεν ἐπτοημένη.
κι απ'τον υπνο ξυπνησε τρομαγμενη κι ουρλιαξε
''Ορεστη.Ορεστη,παιδι μου,θα σκοτωσεις τη μανα;''
την ειδα,ολοζωντανη,να τρεμει και να μ'εκλιπαρει
σχιζοντας το ρουχο στο στηθος κι αρπαζοντας με τα δυο χερια
το βυζι της μου το'δειχνε
''να,μ'αυτο το στηθος σ'εθρεψα και σε μεγαλωσα''
κι επανελαβε με τρομερη φωνη
''κτενεῖν ἔοικας, ὦ τέκνον, τὴν μητέρα
ἐπίσχες, ὦ παῖ, τόνδε δ᾽ αἴδεσαι, τέκνον,
μαστόν, πρὸς ᾧ σὺ πολλὰ δὴ βρίζων ἅμα
οὔλοισιν ἐξήμελξας εὐτραφὲς γάλα.''
σαν την μουδιαστρα της θαλασσας μ'αγγιξαν τα ματια της
και μουδιασαν το νου
δειλιασα,εκανα να φυγω,κι ειδα πανω μου σαν σπαθια κοφτερα
να με καρφωνουν τα ματια της Ηλεκτρας,
σαν κεραυνοι πεσαν πανω μου
''μέμνησο λουτρῶν οἷς ἐνοσφίσθη.
μέμνησο δ᾽ ἀμφίβληστρον ὡς ἐκαίνισαν.
πέδαις δ᾽ ἀχαλκεύτοις ἐθηρεύθη''
ριχτηκα καταπανω της και στριβοντας το κοφτερο μαχαιρι στο στηθος της
σκοτωσα τη μανα λεγοντας
''σύ τοι σεαυτήν, οὐκ ἐγώ, κατακτενεῖς.
οι ντροπες σου σε σκοτωνουν κι οχι εγω ,μητερα''
και πριν ξεψυχηση την ακουσα αδυνατα πολυ να λεει
''εγω παιδι δεν γεννησα αλλα φιδι εθρεψα
οἲ ᾽γὼ τεκοῦσα τόνδ᾽ ὄφιν ἐθρεψάμην.''
οτι εγινε δεν γινεται να ξεγινει,και τι σημασια εχει
που καποτε κι εγω αδυνατο παιδι ημουνα μωρο στη κουνια
εκλαιγα και τρεχαν στη φωνη μου
πεινουσα και με ταιζαν διψουσα και με ξεδιψαγαν
λερωνα και με καθαριζαν
οὐ γάρ τι φωνεῖ παῖς ἔτ᾽ ὢν ἐν σπαργάνοις, 755
εἰ λιμός, ἢ δίψη τις, ἢ λιψουρία
ἔχει
και μ'ειχανε εγνοια να μεγαλωσω
και να που μεγαλωσα και πληρωσα τον αρχαιο κυκλο
γυρισα προς το μερος της Ηλεκτρας κι ειπα
''Ηλεκτρα,ησυχασε,ολα τελειωσαν
αναψε το φως να κοιμηθεις''
και κοιμηθηκε η Ηλεκτρα κοντα μου
.
.
στυγηρη τε Κλυταιμηστρα-χ.ν.κουβελης

τα δεντρα ακινητα σκοτεινα
το φως απο πανω τους επιπλεει
τωρα λες βαρυ θα κατεβει και θα τα πνιξει
σχεδιαζει με μαυρο μολυβι το περιγραμμα των ματιων
εντονα να φαινονται σαν μασκα καθαρα
κι απ'τον πιο απομακρυσμενο θεατη στο θεατρο
ιστορια η' μυθος
παντως πραγματικοτητα
φωνη
ποιανου η' ποιανης φωνη;
μισος η' ιαχη θριαμβευτικη
για κερδος και δυναμη
μια ματαιοδοξια που την τρομαζει
νυχτα και δεν ξημερωνει φως
ποτε θα'ρθει ο Ορεστης;γιατι αργει;
φιλοδοξιες δεν την εννοιαζαν,μια συνειθισμενη ζωη ηθελε
το κοκκινο στα τριανταφυλλα τιποτα αλλο
να χυνεται στον αερα ζωηρο αναπηδωντας
σαν παιδι στα μικρα του χρονια
στεκεται τωρα στο μεσο του θεατρου
και γυρω της γυναικες ακινητες βουβες
ξερει πως ειναι τρομαγμενες γι'αυτα που συνεβηκαν
και γι'αυτα που υποψιαζονται πως θα συμβουν
ολα ομως συνεβηκαν απο πριν
τωρα στο μελλον επαναλαμβανονται αυτουσια με πιο αιχμηρες
πιο καθαρες τις λεπτομερειες τους
ο οξυς διαπεραστικος ηχος του νερου στο λουτρο
'τη μανα που σε βυζαξε σκοτωνεις;'η φωνη της
ερωτημα ελεους η' προτροπη
το βλεμμα της Ηλεκτρας που την παραμονευει
'Εσυ εισαι η ενοχη.εσυ'
σαν κοφτερο μαχαιρι καταπανω στα στηθη της πεταχτηκε
η προταση της νεαρης ηθοποιου καταντικρυ της
γιατι τρανταχτηκε;αυτη ειναι η ρητορικη του θεατρου η συμβαση του
δεν πρεπει ν'απορει
τοτε γιατι νοιωθει απελπισμενη και ταυτοχρονα σκληρη;
'στυγηρη τε' συνεχισε η κοπελα
τι δυναμη αληθεια εχουν οι ελληνικες λεξεις
σαν δεντρα ακινητα σκοτεινα οι γυναικες γυρω της
ενας αναποδραστος κλοιος
γεγονοτων και ιστοριας

'σαν τη μεδουσα με ναρκωνει η ιστορια μου' ξεστομισε
.
.
Χορός
μέμνησ᾽ Ὀρέστου, κεἰ θυραῖός ἐσθ᾽ ὅμως.        115
[θυμησου τον Ορεστη,που βρισκεται εξοριστος  115]
[Αισχυλου Χοηφοροι-(edition Herbert Weir Smyth, 1926)]-μεταφραση ποιηση χ.ν.κουβελης
.
ο ηλιος κυκλος
πετρα αδιαφορη η' φωτια
καιει τα σπαρτα τα δεντρα στα γυρω χωραφια αγκομαχουν
στη ξερη ατμοσφαιρα
εβγαλε ενα οβαλ καθρεφτακι απ'τη τσαντα της,κοιταχτηκε
κι εβαψε τα χειλη κοκκινα και με γαλαζιο μολυβι τα ματια σχεδιασε
''σας αρεσει η μασκα μου;'' φωναξε στις γυναικες
και γελασε ''δεν ειμαι πολυ ομορφη με τα κοντα μαλλια μου;''
εκεινες δεν της απαντησαν.''ειναι τρελλη''ειπαν απο μεσα τους
''τωρα θα ζητησει μια ομπρελλα γιατι βρεχει ,θ'αρχισει να μιλαει
σ'ανθρωπους που δεν τους βλεπουμε,να πνιγεται στο λουτρο  ο πατερας της
καθε μερα μας φερνει σ'αυτο το μερος ταχα πως ειναι ιερο
ενας ξεροτοπος ειναι και κανει μια αφορητη ζεστη θα σκασουμε''
Ηλεκτρα
“ἐποίκτιρόν τ᾽ ἐμὲ        130
φίλον τ᾽ Ὀρέστην· πῶς ἀνάξομεν δόμοις;
πεπραμένοι γὰρ νῦν γέ πως ἀλώμεθα
πρὸς τῆς τεκούσης, ἄνδρα δ᾽ ἀντηλλάξατο
Αἴγισθον, ὅσπερ σοῦ φόνου μεταίτιος.
κἀγὼ μὲν ἀντίδουλος· ἐκ δὲ χρημάτων        135
φεύγων Ὀρέστης ἐστίν, οἱ δ᾽ ὑπερκόπως
ἐν τοῖσι σοῖς πόνοισι χλίουσιν μέγα
[λυπησου κι εμενα 130
και τον αγαπημενο Ορεστη.πως θα παμε στο παλατι;
πουλημενοι τωρα περιπλανιομαστε
απ'αυτη που μας γεννησε,τον αντρα  αλλαξε
με τον Αιγισθο,αυτον του φονου σου υπαιτιο
κι εγω 'γινα δουλα,απ'την περιουσια 135
διωγμενος ειν'ο Ορεστης,κι αυτοι ξεδιαντροπα
με τους δικους σου κοπους σπαταλα γλεντουν ]
το φως ξεριζωνει τις φωνες των τζιτζικιων
οι ριζες των δεντρων σπανε τα χωματα κι εμφανιζονται σαν χερια
και ποδια γιγαντων
''δεν ειναι εξαισιο τοπιο,θαυμασιο,εκπαγλο''την παρακολουθουσαμε σιωπηλες
''καθε στιγμη ειναι μοναδικη.να.εδω ενα τοσο δα μυρμηγκακι κουβαλαει
ενα τεραστιο φυλλο.σαν μπαλαρινα το πηγαινει .να ετσι'' κι αρχισε να χορευει
''ο πατερας συχνα με πηγαινε σε χορους.ηθελε να γινω χορευτρια.
τωρα γιατι δεν μπορω να χορεψω καλα.χορευω απαισια;''μας επιασε μια-μια
απ'το χερι και μας ρωτουσε''χορευω απαισια;''μια-μια μας ρωτουσε ''χορευω απαισια;''
εμεις δεν ανοιξαμε το στομα μας να βγαλουμε λεξη
αλλωστε δεν ημασταν σιγουρες αν υπαρχουμε
Ὀρέστης
εὔχου τὰ λοιπά, τοῖς θεοῖς τελεσφόρους
εὐχὰς ἐπαγγέλλουσα, τυγχάνειν καλῶς.
Ἠλέκτρα
ἐπεὶ τί νῦν ἕκατι δαιμόνων κυρῶ;
Ὀρέστης
εἰς ὄψιν ἥκεις ὧνπερ ἐξηύχου πάλαι.        215
Ἠλέκτρα
καὶ τίνα σύνοισθά μοι καλουμένῃ βροτῶν;
Ὀρέστης
σύνοιδ᾽ Ὀρέστην πολλά σ᾽ ἐκπαγλουμένην.
Ἠλέκτρα
καὶ πρὸς τί δῆτα τυγχάνω κατευγμάτων;
Ὀρέστης
ὅδ᾽ εἰμί· μὴ μάτευ᾽ ἐμοῦ μᾶλλον φίλον.
Ἠλέκτρα
ἀλλ᾽ ἦ δόλον τιν᾽, ὦ ξέν᾽, ἀμφί μοι πλέκεις;        220
Ὀρέστης
αὐτὸς καθ᾽ αὑτοῦ τἄρα μηχανοῤῥαφῶ.
Ἠλέκτρα
ἀλλ᾽ ἐν κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς γελᾶν θέλεις.
Ὀρέστης
κἀν τοῖς ἐμοῖς ἄρ᾽, εἴπερ ἔν γε τοῖσι σοῖς
Ἠλέκτρα
ὡς ὄντ᾽ Ὀρέστην τάδε σ᾽ ἐγὼ προσεννέπω;
Ὀρέστης
αὐτὸν μὲν οὖν ὁρῶσα δυσμαθεῖς ἐμέ·        225
κουρὰν δ᾽ ἰδοῦσα τήνδε κηδείου τριχὸς
ἰχνοσκοποῦσά τ᾽ ἐν στίβοισι τοῖς ἐμοῖς
ἀνεπτερώθης κἀδόκεις ὁρᾶν ἐμέ.
σκέψαι τομῇ προσθεῖσα βόστρυχον τριχὸς
σαυτῆς ἀδελφοῦ σύμμετρον τὠμῷ κάρᾳ.        230
ἰδοῦ δ᾽ ὕφασμα τοῦτο, σῆς ἔργον χερός,
σπάθης τε πληγὰς ἠδὲ θήρειον γραφήν.
ἔνδον γενοῦ, χαρᾷ δὲ μὴ ᾽κπλαγῇς φρένας·
τοὺς φιλτάτους γὰρ οἶδα νῷν ὄντας πικρούς.
Ἠλέκτρα
ὦ φίλτατον μέλημα δώμασιν πατρός,        235
δακρυτὸς ἐλπὶς σπέρματος σωτηρίου,
ἀλκῇ πεποιθὼς δῶμ᾽ ἀνακτήσῃ πατρός.
ὦ τερπνὸν ὄμμα τέσσαρας μοίρας ἔχον
ἐμοί· προσαυδᾶν δ᾽ ἐστ᾽ ἀναγκαίως ἔχον
πατέρα τε, καὶ τὸ μητρὸς ἐς σέ μοι ῥέπει        240
στέργηθρον· ἡ δὲ πανδίκως ἐχθαίρεται·
καὶ τῆς τυθείσης νηλεῶς ὁμοσπόρου·
πιστὸς δ᾽ ἀδελφὸς ἦσθ᾽, ἐμοὶ σέβας φέρων
μόνος· Κράτος τε καὶ Δίκη σὺν τῷ τρίτῳ
πάντων μεγίστῳ Ζηνὶ συγγένοιτό σοι.        245
[Ὀρέστης
ευχησου τα υπολοιπα,στους θεους π'ολα σε περας τα φερνουν
μ'ευχες αξιωσε,να συμβουν καλα
Ἠλέκτρα
επειτα τι τωρα με τη βοηθεια θεων επικυρωθηκε;
Ὀρέστης
μπροστα σου εχεις αυτον για τον οποιον ευχοσουν πριν 215
Ἠλέκτρα
και ποιον απ'τους ανθρωπους ξερεις εγω να καλουσα;
Ὀρέστης
ξερω τον Ορεστη πολυ εσυ θαμπωμενη
Ἠλέκτρα
και τι βεβαια καταφερα μ'ευχες;
Ὀρέστης
εδω'μαι'γω,μη γυρευεις απο'μενα αλλον φιλο
Ἠλέκτρα
αλλα ποιον δολο,ξενε,γυρω μου πλεκεις; 220
Ὀρέστης
ο ιδιος εναντια στον εαυτο μου αραγε να μηχανορραφω;
Ἠλέκτρα
αλλα με τα κακα τα δικα μου να γελασεις θελεις
Ὀρέστης
και με τα δικα μου επομενως,αν μ'αυτα τα δικα σου
Ἠλέκτρα
σαν να'ναι ο Ορεστης αυτον εγω εσενα να προσφωνω;
Ὀρέστης
αυτον λοιπον βλεπεις που δυσκολα εμενα γνωρισες 225
τα κομμενα  βλεπωντας για το πενθος μαλλια
εξεταζοντας τα ιχνη και στα πατηματα τα δικα μου
αναπτερωσες και προσμενες να δεις εμενα
καλυψε το κοψιμο βαζοντας τη πλεξουδα του μαλλιου
στην ιδια του αδελφου ομοια ταιριαζει την δικη του κεφαλη 230
δες το υφασμα αυτο,του δικου σου χεριου εργο
και της βελονας των τρυπηματων και μαζι του κεντηματος το κυνηγι
συγκρατησου,στη χαρα μη θαμπωθεις στα λογικα
τους πολυ κοντινους γνωριζω με μας να'ναι δυσαρεστοι
Ἠλέκτρα
ω πολυαγαπητη εγνοια στο παλατι του πατερα 235
θλιβερη ελπιδα  της γεννιας σωτηρια
στη δυναμη πιστευοντας το παλατι θα ξαναπαρθει του πατερα
ω ευφροσυνο βλεμμα τεσσερα μεριδια εχοντας
μεσα μου.να σε προσφωνησω ειν'αναγκαιο εχοντας
και πατερα,και για τη μητερα σε σενα με τραβαει 240
ποθος.αυτη παρα πολυ δικαια μισιεται
και της θυσιασμενης ανηλεα ομοσπορου
πιστος αδερφος εισαι,για μενα την υποληψη σηκωνεις
μονος.και το Κρατος και η Δικη και μαζι με τον τριτο
τον πιο μεγαλο απ'ολους τον Δια να συνυπαρξουν με σενα 245]
''η μανα μου,αυτη με γεννησε κι αυτη με κατεστρεψε''
σταματησε.σαν αγριο θηριο μας κοιτουσε.φωναξε.''τι με κοιτατε;
δεν λεω για τη δικη σας μανα''ουρλιαξε''για τη δικη μου μανα λεω''
επεσε στα γονατα με τα χερια τα νυχια της εσκαψε πηρε χωμα στο χερι της
και τ'αφησε να πεφτει απ'τα κενα των δαχτυλων της
''ενα δυο τρια''μετρουσε''ναι.δεν ξεχασα τον Ορεστη,που'ναι εξοριστος στα ξενα
θα γυρισει και θελω,προσεχτε καλα,σας διαταζω,να γινεται μαρτυρες σ'οτι θα γινει
χρονια περιμενε την ωρα του να γινει και τωρα εφτασε η ωρα
ακουτε το θορυβο του αερα;βλεπετε το βιαιο λυγισμα των δεντρων;
τα συννεφα που τρεχουν εντρομα στον ουρανο;τ'ακουτε;τα βλεπετε;''
τιποτα δεν ακουγαμε και τιποτα δεν βλεπαμε
σιγη απεραντη κι ακινησια ενα τεραστιο κενο σκηνικο
ολα ακινητοποιημενα
ασημαντα
αδιαφορα
''γιατι δεν καταλαβαινει πως τιποτα δεν γινεται;οσο κι αν θελεις;τι ματαιοτητα.''
''ξερω καλα τι σκεφτεστε,πως τιποτα εδω δεν γινεται.
εγω λεω πως γελιεστε''
αρχισε ενα μονολογο,ενας ψιθυρισμος που δεν εφτανε καθαρος στην ακοη μας
απο τις αλλαγες στο προσωπο και τις κινησεις του σωματος της
συμπεραιναμε το περιεχομενο  των λογων της
ειδαμε λυπη πικρα ταπεινωση λυγμο μισος ξεριζωμα αγαπη ουρλιαχτο λυτρωση
''τωρα τελειωσα.Αυτο που επρεπε να γινει εγινε.''
την κοιταξαμε.
''Αυτα που εγιναν κι ησασταν μαρτυρες να τα μαρτυρησετε.Οπως ακριβως εγιναν
με τη σειρα να τα πειτε''
τα λογια αυτα δεν ακουστηκαν σαν απειλη η' διαταγη
αλλα σαν επιθυμια να εκπληρωθει ενος φιλου
.
.
ΘΈΑΤΡΟ-THEATRE
Μονόλογος Κλυταιμνηστρας-χ.ν.κουβελης

Πριν όταν ήταν παιδί δεν ήταν έτσι μιλούσε πολύ γελούσε συχνά ήταν ευτυχισμένη
τώρα το βλέπω το νιώθω είναι δυστυχισμένη κλείστηκε στον εαυτό της φοβάμαι
για κείνη φοβάμαι το ξεσπάσματα της σαν ξαφνικη καταιγίδα θα ξεσπάσει σαν άνε-
μος και θα ξεριζώσει τα πάντα στη δύναμη του σαν ορμητικός χειμμαρος θα παρα-
σύρει τα πάντα στο περάσματα του τι κρύβει βαθεια μέσα της;τι την πονάει;τι την
αγριεύει;τι την εξοργίζει;ολα κάποτε μου τα 'λέγε μαζί τα κουβεντιαζαμε τώρα μ'
αποφεύγει ο πατέρας τη;ς λείπει σχεδόν δέκα χρόνια εκεί πέρα ειναι η αδερφη της
η Ιφιγενεια χάθηκε αδοξα η Χρυσοθεμις είναι πολυ μικρή δεν καταλαβαίνει τον Αιγι-
σθο τον αποφεύγει δεν ξέρω τον ζηλεύει τον μισεί του μιλάει απότομα τον προσ-
βάλει μπροστά μου κι αυτός είναι τόσο καλός μαζί της νοιάζεται γι'αυτήν γιατί δεν
καταλαβαίνει;γιατι δεν θέλει να καταλάβει;η ζωή είναι δύσκολη το σπίτι έχει προ-
βλήματα μια γυναίκα θέλει έναν άντρα δίπλα της να βασίζεται σ'αυτον να στηρίζε-
ται γιατί δεν καταλαβαίνει πόσο πολυ πονέσα πόσο έκλαψα κι ακόμα τωρα κλαίω
και σκίζεται χιλια κομμάτια η καρδιά μου για την αδικη μοίρα της αδερφής της εκεί-
νο το είδε με τα ίδια της τα μάτια την είχα πάρει μαζί μου στην Αυλιδα όλα τα είδε
όλα τα άκουσε πως ούρλιαξα πως συγκρούστηκα με τον άσπλαχνο πατερα της σαν
λύκαινα όρμηξα πάνω του να τον μεταπεισω να του αλλαξω τη σκληρή αποφαση
για το άμοιρο παιδί μου η δυστυχη μάνα που χάνει το παιδί της κι εκείνον τον ένοι-
αζε μοναχα η κουφια φιλοδοξία του τι θα πουν οι άλλο τι τους ένοιαζε εκείνους
παιδι δικό τους θα θυσιαζονταν;το συμφερον τους να γίνει ηθελαν με ξεγέλασε
πως δήθεν για γάμο να φέρω την Ιφιγενεια κι εγώ η ανόητη η ανήξερη η ίδια πήγα
με τα χερια μου το παιδί μου για σφαξιμο γιατι η Ηλεκτρα μου δεν με καταλαβαίνει;
έχασα το παιδί μου τη κόρη μου εξαιτίας του τον μισώ όσο τίποτα στον κόσμο δεν
κοιμόμουν τις νύχτες ούτε και τώρα κοιμαμαι καθόμουν ώρες μέχρι να ξημερωσει
στον καθρέφτη μπροστά άυπνη μέσα στην άδεια σκοτεινή καμαρα μου κι έχωνα
βαθεια τα νύχια μου στα μάγουλα να τα ξεσχισω στις σάρκες μου να τις ματώσω
τόσο μεγάλος κι αφόρητος ήταν ο πόνος κι είναι τα ξέρει αυτα η Ηλεκτρα;τη μέρα
έκανα δύναμη να μην φαίνομαι να κρύβομαι στα παιδιά μου μπροστά και στον
κόσμο να μην δείχνω τι βαρύ περνάω να μπορέσω να σταθώ στα πόδια μου που
έτρεμαν και δεν με βαστουσαν το σπίτι θέλει φροντίδα αλλιώς θα πέσει θα κατα-
στραφεί αυτό θέλουν οι εχθροί μας να επωφεληθούν απ'την.αδυναμια.μας να πέ-
σουμε πάνω μας να μας εξοντώσουν να μας διαλύσουν τι ξερει αυτή για μυστικές
κινήσεις για κρυφές πράξεις συνομοτων τις αγνοεί παντελως την έχει τυφλώσει
το ασιγαστο μίσος της για μένα και για τον άντρα μου τον Αιγισθο φοβάμαι πως
θα ποτίσει μ'αυτό το μίσος με το δηλητήριο της και τον Ορεστη κι είναι πολύ
μικρό παιδί και δεν είναι ικανό να κρίνει την βλέπω τώρα τελευταια όλο και πιο
συχνά να τον απομονωνει και κάτι να του λέει ώρα πολύ με ψιθυριστή φωνή κι
εκείνο με σκυμμένο το κεφάλι την ακούει συλλογισμενο και το παρασέρνει στις
ερημιές στη θαλασσα και του βάζει λόγια σήμερα την πρόλαβα στο διάδρομο
της εφραξα το δρομο να μην ξεφύγει την έπιασα απ'τον ώμο προσπάθησε να
ξεφύγει την έσφιξα την κράτησα με δύναμη την κοιταξα κατευθείαν μέσα στα
ματια. της είπα γιατί τα κάνει όλα αυτά;τι φταίω;γιατι με μισεί;πως θα τρελαθώ
δεν απάντησε τα μάτια της μεγάλα διεσταλμενα με κοίταξαν σκληρά σαν να με
μαχαίρωναν δεν είπε λέξη κατερρεύσα την άφησα να φύγει έτρεξε και μπήκε
στην κάμαρα της την άκουσα να την κλειδώνει πήγα στη πόρτα τη χτύπησα
να μ'ανοιξει την παρακάλεσα να μιλήσουμε καμία απάντηση απέραντη. σιωπή
έφυγα απελπισμένη από τότε είναι εκεί μέσα κλεισμένη έδιωξε την υπηρετρια
δεν δέχτηκε ούτε νερό ούτε τροφή φοβάμαι πολύ γι'αυτή είμαι ολομόναχη
λείπει κι ο Αιγισθος γία υποθέσεις του κράτους φοβάμαι φοβαμαι τι θα γίνει
τώρα; αύριο;ενα πυκνό σκοτάδι με τυλιγει σκιές με περιτριγυρίζουν με πλησιά-
ζουν όλο και με πλησιαζουν να με πνίξουν βλέπω τα χερια τους τεντωμένα να
μ'αρπαξουν θέλω να φωνάξω δυνατά να ουρλιάξω αλλά δεν βγαίνει φωνή απ'το
στόμα μου
.
.

Electra Ηλεκτρα-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

βουβη μερα.αδειαζει το φορτιο της.σιωπη
το νερο δεν φτερουγιζει.ακινησια
το χερι προεκτεινεται.κενη αφη
οι λεξεις.σ'ερημο τοπο.ακροβατουν
ο αερας πυκνωνει.αδιαπεραστος
γιατι.τωρα.δεν ουρλιαζεις;
γιατι.τωρα.δεν επαναστατεις;
.
τα ροδα στο τραπεζι.αυτα εκει που βλεπεις.
ενα ενα τα καρφιτσωνει στις λευκες σελιδες μιας ευτυχιας.
το φως ορμαει απ'το παραθυρο.
εξω ενα παιδι πεταει κιτρινους βωλους στον ηλιο.
"θα καεις"του φωναζει.
δεν ακουει την απαντηση του.βλεπει μονο τις χειρονομιες του.
και γεμιζει ο καθρεφτες της πεταλουδες.κιτρινες πεταλουδες.
''κιτρινες πεταλουδες γεμιζει η φωνη μου".
η φωνη μου στα δεντρα πρασινιζει.
μια μουσικη απο πιανο για τεσσερα χερια πριονιζει τον απεραντο χρονο.
βλεπει να τετραγωνιζονται τα χρωματα στα βομβισματα της μελισσας.
"να.το ελαχιστο τιναγμα του σιγμα διπλα τονιζει τη γραμματικη της θαλασσας".
ενα κυκλικο ονομα."ενα κυκλικο ονομα λευκενεται" επαναλαμβανει.
επαναλαμβανεται το λεξιλογιο.αυτολεξει.
"τα ροδα στο τραπεζι.αυτα εκει που βλεπεις"
.
.
.
Ηλεκτρα-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

μεσημερι στις πολυχρυσες Μυκηνες
τζιτζικια στα δεντρα απνοια
σκληρες οι σκιες στα κτιρια
στον καθρεφτη η Ηλεκτρα βλεπει τα ματια της
"μανα να φοβασαι τα ματια"της φωναξε
"αυτα βλεπουν"
ποσο ηθελε να μην εβλεπε
τις νυχτες δεν κοιμαται αυπνη
περιμενει να περασει η νυχτα
ακουει τα βηματα του πατερα
ακουει τα γελια τους
γιατι δεν εκδικειται;
"γιατι αργει να γυρισει ο Ορεστης;"
γιατι νυχτωσε μεσα σε τοσο φως;
ακουσε ενα ραδιοφωνο η μελωδια ενος τανγκο
ποτε;ποια περασμενη ημερομηνια το ακουσε;
φορουσε ενα κοκκινο φουστανι
η Χρυσοθεμις ολη τη νυχτα χορευε μ'εναν νεαρο αξιωματικο
εχει αντιρρησεις θελει μια κανονικη ζωη να παντρευτει
ν'αφοσιωθει στα παιδια της
ο πατερας παει,οτι εγινε εγινε
να ξεχασει να ηρεμησει
να ξεχασει να μην γυριζει σαν τρελλη
"για σενα λενε στις Μυκηνες πως εισαι τρελλη
ακουσα και τη μανα να το λεει"
να ξεχασει;πως ειναι δυνατον να ξεχασει το λουτρο που τον επνιξαν;
μια μερα θα επιστρεψει ο Ορεστης και τοτε θα παρακαλαει
η μοιχος φονισσα να μην την σφαξει το παιδι της
τοτε,δεν θα λιποψυχισει,και θα της φωναξει
"αυτα τα ματια βλεπουν
δεν θα τα κλεισω"
να κλεισει ο κυκλος
αν αλλος αρχισει δεν τη νοιαζει
αυτος να κλεισει
στον καθρεφτη βλεπει τα ματια της
βεβαιη πως θα δουν
.
.
Ηλεκτρα της Κλυταιμνηστρας  και του Αγαμεμνωνα-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

θυμασαι Χρυσοθεμη τον αδερφο μας τον Ορεστη;
η μικρη,το ηξερε,δεν συμφωνουσε μαζι της
γιατι τον περιμενεις;δεν προκειται να ερθει
την εκοψε
ακου τα γελια τους,μου τρυπουν τ'αφτια και δεν μπορω να κοιμηθω
η μικρη γελασε
τον πατερα τον εσφαξαν στο λουτρο,σωπα
σε φοβαμαι,της ειπε
καλυτερα να με φοβουνται οι δολοφονοι
ελα να κοιμηθεις
δεν θελω να κοιμηθω ,δεν θελω να ξεχασω
ακουστηκε σαν κατι να'σπασε,επειτα δυνατα γελια
ειναι μεθυσμενοι τους μισω
καθε βραδυ το ιδιο
σαν γουρουνια κυλιονται στις λασπες ακαθαρτοι
θα'ρθει ο Ορεστης,να το ξερεις ,θα'ρθει
και τοτε μαυρο φιδι που τους εφαγε,ολα,μα ολα,θα τα πληρωσουν
σου'χω πει χιλιες φορες δεν θελω λουλουδια στ'ανθοδοχειο
σαπιζουν και μυριζουν ασχημα,θα πνιγω,δεν μπορω ν'αναπνευσω
πεταξτα,
ποτε θα κλεισουν το φως,γιατι δεν σωπαινουν;σιχαμερα τα λογια τους
ξεδιαντροπα
να'ρθει ο Ορεστης να τους κλεισει το στομα μια και καλη
το μισος σε κυριεψε
το μισος μ'αναθρεψε
Χρυσοθεμη,να'ρθει ο Ορεστης επιτελους
γιατι δεν ερχεται;
.
.
ΙΣΟΡΡΟΠΑ ΚΥΚΛΩΝ-χ.ν.κουβελης

Στον αερα ηχος οξυς εξ αγγελου
ισχυρη φωνη
''Σκοτωσαν τον Γρηγορη Λαμπρακη''
Ουρλιαχτο
αρπα γυμνων οστεων η Χωρα μου
Ερημη ηρωων
Περα των κιονων συμμετριων
Περα του Αισχυλου Ορεστη
Ουρλιαχτο
''Μανα Φονισσα'' του Πατερα
Βασιλισσα Κλυταιμνηστρα
''Την Κορη μου θελω,πως μπορεσες
να τη σκοτωσεις;'' Ουρλιαχτο
της Ηλεκτρας η κραυγη ''Τον Αιγισθο,
Αυτον,Ορεστη'' τον σκοτωσαν τον Αιγισθο και
την Κλυταιμνηστρα,στο λουτρο ο πνιγμενος
Αγαμεμνωνας ''Παει ο Τρανος των Αχαιων''
Ουρλιαχτο
''Εγκλημα στη Μητροπολη''
μια μερα Ash-Wednesday
ισχυρη φωνη
στον αερα ηχος οξυς εξ αγγελου
.
.
Κλυταιμνηστρα-χ.ν.κουβελης

''δεν φυσαει''ζεστη
δεν μπορει ν'ανασανει
ακουει το γελιο εκεινης της ξενης
''ξεδιαντροποι που'ναι οι σκλαβοι''
ο Αιγισθος κοιμαται,τον βλεπει,αναισθητο κουφαρι
κοιταζει στο καθρεφτη,μια ξενη
κοιταζει τον Αιγισθο,ροχαλιζει
ακουει το γελιο της ξενης
''η Κασσανδρα'' κορη του βασιλια Πριαμου
σκλαβα ειναι,ουρλιαξε,φωνη δεν βγηκε
κοιταζει στον καθρεφτη,κενο
δεν φυσαει,''γιατι δεν φυσαει;''
ακουει το γελιο της ξενης,''που'ναι η κορη μου;''
ο Αγισθος κοιμαται,σε διχτυ θα τον τυλιξουν
κοιταζει στον καθρεφτη,τι περιμενει;ακινητη
σαν να την εχουν σφιχτα δεμενη
κλοτσαει τα ποδια το κορμι τιναζεται σπαρταραει
''γεννησα κορη και παιδι δεν εχω''προδοτη
''γιατι δεν φυσαει;να φυγουν τα πλοια''
ακουει το γελιο της σκλαβας,τον αλλο δεν τον ακουει
σαν να'ναι πεθαμενος σαν να τον εχουν τωρα δολοφονησει
ουρλιαχτο.''γιατι δεν τον αφανιζεις τι περιμενεις αλλο να κανει;''
η φωνη του Ορεστη,στον καθρεφτη
ο Αιγισθος κοιμαται,αδιαφορος ησυχος κοιμαται
τι να περιμενει απ'αυτον;την εξουσια ηθελε
τη γυναικα του Αγαμεμνονα πηρε,τ'αλλα ειναι φασαριες
δεν μπορει ν'ανασανει.
ζεστη ''δεν φυσαει.γιατι δεν φυσαει;'' Ηλεκτρα
.
.
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΜΕΡΑ ΤΟΥ ΜΥΚΗΝΑΙΟΥ ΑΤΡΕΙΔΗ ΑΓΑΜΕΜΝΩΝΑ-
χ.ν.κουβελης

την κοιταξε.το προσωπο της.κοιμονταν βαθεια.λιγο πριν ειχε ανατινα-
χθει στον υπνο της.αγρυπνουσε.τρεις ωρες.δεν την ξυπνησε.ο ωμος της φωτι-
ζονταν.λαμπερος.''φως απο το σεληνοφωτο''.σηκωθηκε.στο ανοιχτο
παραθυρο ειδε το τοπιο μεχρι περα λουσμενο στο σεληνοφωτο.ενα κυπα-
ρισσι ψηλο με σκοτεινο περιγραμμα στον νοτιο φραχτη του κηπου.ενα τριζο-
νι κρυμμενο στα χορτα σταματησε και ξαναρχισε μονοτονα.τρι τρι.θ'αργουσε
να ξημερωσει.στο κτιριο απεναντι ειδε μια σκια στο αμυδρο φως του παραθυ-
ρου.αδιορατη πισω απο τις τραβηγμενες κουρτινες.ακολουθησε μια δευτερη.
ηξερε.τι γινονταν.τι θα γινονταν μεχρι το απογευμα της μερας που θα ξημερω-
νε.αδυνατο να ξεφυγει.το αρχαιο διχτυ.παραιτηθηκε.ακουσε την κοπελα κατι
να λεει στον υπνο της.πηγε κοντα της.εκεινη συνεχιζε να παραμιλαει.ακαταλα-
βιστικα.σταματησε.ησυχασε και βυθιστηκε στον υπνο.''βλεπει αυτα που την
αλλη μερα θα συμβουν,αλλα οταν ξυπναει δεν τα θυμαται.''.το φως της σεληνης
περπατησε στο λαιμο και στο προσωπο της.''βελουδινα βλεφαρα.οταν αρχισε ο
πολεμος ηταν δεν ηταν εννια χρονων''.τωρα στα  δεκαεννια της ειναι φερμενη εδω
στις Μυκηνες αμοροζα του.''και θα'χει το ιδιο σκληρο τελος με μενα''.σκοτεινιασε
αποτομα.η σεληνη ειχε δυσει πισω απο το μεγαλο  βουνο.ακουστηκε το λαλημα
ενος πετεινου.απο το παραθυρο ειδε απεναντι σκοτεινο το σπιτι.ειχαν σβησει ολα
τα φωτα.ησυχια.μονο το τριζονι αρχιζε και ξαναρχιζε τρι τρι.μονοτονα.αναψε το
λαμπατερ.πηγε και καθισε στο πιανο.ανοιξε το τετραδιο με τις παρτιτουρες.διαλε-
ξε μια.αρχισε να παιζει τη Barcarole in F sharp major του Frédéric Chopin για σολο
πιανο.μετα τις πρωτες νοτες η Κασσανδρα  ξυπνησε.''σε ξυπνησα;'' της ειπε.''συνεχι-
ζε να παιζεις.μην σταματας''εκεινη του ειπε.ηξερε πως της αρεσε ιδιαιτερα αυτο το
κομματι.σκεφτηκε.η τελευταια μερα.το απογευμα θα τους σκοτωναν.και τους δυο.
χωρις να τους λυπηθουν.εκεινον δικαια.''εκεινη αδικα''.το μεγαλο,ασβηστο,μισος της
Κλυταιμνηστρας.τον κατηγορει πως ειναι υπευθυνος για το χαμο της κορης της.της
Ιφιγενειας στην Αυλιδα.κι απο τοτε καθημερινα σχεδιαζει την εκδικηση της.και τα
παιδια του τα παρεσυρε.να ειναι εναντιον του.τον Ορεστη και την Ηλεκτρα.η Χρυ-
σοθεμις ειναι μικρη,μωρο οταν εφυγε,δεν καταλαβαινει ακομα.τα ποτισε με το δηλη-
τηριο.να τον μισησουν  το ιδιο οπως κι αυτη τον μισει.''τι να πεις;πως να δικαιολογη-
σεις τις πραξεις σου,οσο σκληρες κι αν ειναι;''.οταν εισαι αρχηγος κρατους,ο πρωτος
λαων,τοτε ειναι διαφορετικα τα πραγματα.ειχε μεγαλη αμφισβητηση μεσα στο στρα-
τευμα .στους αλλους αρχηγους.εριδες.συνομοσιες.ενα βημα πριν τον εμφυλιο.την κα-
ταστροφη.Ο Παλαμηδης καιροφυλαχτουσε κι ειχε μαζι του τον δολοπλοκο Οδυσσεα.ε
πρεπε να δειξει πως αυτος ειναι ο αδιαφιλονικητος αρχηγος.''πως εγω ημουν ο κρατι-
στος''.και με τον μαντη Καλχα,πληρωμενο τσαρλατανο,σχεδιασε την,δηθεν,θυσια της Ιφιγενειας.ευκολοπιστοι  ηταν.προληπτικοι.πιστευαν στους μυθους.''η οργη της σεβα-
σμιας Αρτεμιδος Παρθενου για το ιερο ελαφι της που σκοτωσε στο κυνηγι''.απατη.
τελεια στηθηκε ολη η θεατρικη παρασταση  μπροστα στους Αχαιους.με υποκριτες.
ηθοποιους.ολα στην εντελεια''δεν το ηξεραν  η Κλυταιμνηστρα και η Ιφιγενεια.γυναι-
κες.''δεν  τους ειπε τιποτα.φοβοταν μηπως το μαρτυρησουν.οι γυναικες δεν κρατανε
μυστικα.''ευκολο ηταν.θορυβος απο τυμπανα και κροταλα.δυο τρια χρωματιστα κα-
πνογονα.κι αυτο ηταν''.τα υπολοιπα γνωστα.στη θεση της Ιφιγενειας θυσιαστηκε ενα
νεαρο θηλυκο ελαφι.κι η κοπελα φυγαδευτηκε σε ασφαλες μακρυνο μερος.''συμφω-
να με τους ακριβεις υπολογισμους των μετεωρολογων μου την αλλη μερα φυσηξε.'',
κι εφυγαν για τη Τροια.''εκει με τον Αχιλλεα το παρατραβηξα το σχοινι.επρεπε να
δειξω ποιος ειναι ο αρχηγος.ειχαν γινει κλικες.και συντομα,συμφωνα με τους πλη-
ροφοριοδοτες μου,θα ξεσπουσε επανασταση.επρεπε ν'αντιδρασω αμεσα.χωρις χρο-
νοτριβη.ενα παιδαρελι ηταν ο Αχιλλεας,ηθελα να τον εξευτελισω.και βρηκα την
ευκαιρια.''ειχε πεσει λιμος στο στρατευμα.παντου στη πεδιαδα  αταφα κορμια Αχαι-
ων.τροφη σκυλιων.και τα ορνια τους τρωγανε.''νοῦσον ἀνὰ στρατὸν ὄρσε κακήν,
ὀλέκοντο δὲ λαοί, οὕνεκα τὸν Χρύσην ἠτίμασεν ἀρητῆρα Ἀτρεΐδης αὐτοὺς δὲ ἑλώ-
ρια τεῦχε κύνεσσιν  οἰωνοῖσί τε πᾶσι''.εκμεταλευτηκε πως ,δηθεν,ειχε  θυμωσει ο
Απολλωνας κι ειχε στειλει θανατηφορο λιμο στο στρατο.''πληρωσα τον ιερεα του
Απολλωνα Χρυση να'ρθει να μου παρει την κορη του την Χρυσηιδα.που
ειχα αμοροζα στη σκηνη μου.την εδωσα,δηθεν,με δυσκολια.σαν να θυσιασθηκα.
υποχωρησα,δηθεν,για το κοινο καλο.και φυσικα,σαν αρχηγος ολων των Αχαιων,
ζητησα την κοπελα που ειχε για γυναικα του ο Αχιλλεας.την Βρισηιδα.''και την πηρε
δικια του.''μετα σιγα μην φοβηθηκα την μηνιν Αχιληος ουλομενην''.εφτανε που εδει-
ξε ποσο κρατερος και ισχυρος ηταν.ο αρχιστρατηγος.αφου μαλιστα τολμησε να τα
βαλει ανοιχτα με τον γενναιοτερο Αχαιο.οι αλλοι μαζευτηκαν.''αν ηθελε ο Αχιλλεας
γυναικα μπορουσα να στειλω τους αντρες μου στα γυρω χωρια τη νυχτα να του φε-
ρω αλλη και μαλιστα ομορφοτερη''.ηθελε μονο να του δειξει ποιος  κανει κουμαντο.
κι επειτα κι ολη η μεγαλη εκστρατεια ηταν δικο του σχεδιο,''και του αδελφου μου
του Μεναιλαου,για τα συμφεροντα μας'',με τη βοηθεια ολων των αλλων ''αφελων Ελ-
ληνων''να αρπαξουμε το χρυσο και τα πλουτη της Τροιας .να κυριαρχησουμε σ'ολο
τον κοσμο.''και τα περι αρπαγης της Ελενης μυθος.ουτε αρπαγη ουτε Ωραια ηταν.
μια συνειθισμενη γυναικα.ειχε χονδρυνει με πλαδαρο σωμα.και εμφανη σημαδια φλε-
βιτιδας.μεταξυ μας ο Μενελαος την ειχε βαρεθει.η δε αρπαγη σκηνοθετημενη.πλη-
ρωσαμε τον Παρι εναν υπερφυαλο κοσμοπολιτη τυχοδιωχτη,μπον-βιβερ''.στο σχεδιο
ηταν και η Ελενη.της αρεσε και ο Παρις.δεχτηκε.''Ο ΠΑΡΙΣ ΕΚΛΕΨΕ ΤΗΝ ΩΡΑΙΑ
ΕΛΕΝΗ''.7-στηλα Πρωτοσελιδα  στις εφημεριδες.συνεχεια εκτενη  ρεπορταζ για την
απαγωγη της Ωραιας απο πληρωμενους δημοσιογραφους.''Ο ΠΑΡΙΣ ΑΤΙΜΑΣΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ.ΕΜΠΡΟΣ ΓΙΑ ΕΚΔΙΚΗΣΗ.ΕΛΛΗΝΕΣ''κι ετσι με απατη εγινε η εκστρα-
τεια.''πληρωσαμε ενα σωρο λεφτα πλαστικους  χειρουργους κι εγινε η Ελενη κουκλα.
πραγματικα Ωραια''.επαιξε τις τελευταιες νοτες της Βαρκαρολας.ξημερωνε.δροσισε
λιγο.σηκωθηκε.η κοπελα κοιμονταν.ειχε ξεσκεπαστει.πηγε και την  σκεπασε με το
σεντονι.εκεινη αναδευτηκε στον υπνο της .κατι ειπε.που δεν καταλαβε.''το απογευμα
τι θα απομεινει απ'αυτο το ζωντανο σωμα που ειναι τωρα εδω μπροστα μου;''.προσπα-
θησε να μην νοιωσει λυπη.ουτε τρομο.Ατρεας.Ατρομος..Αγαμεμνων.κοιταξε εξω.
ασπρογαλαζα τα βουνα στο βαθος του οριζοντα.το σπιτι απεναντι κλειστο.σαν να μην κατοικουνταν.απο χρονια πολλα.''ο Τανταλος παιδοκτονος.σκοτωσε τον γιο του Πε-
λοπα και τον εδωσε να τον φανε οι θεοι''.εκεινοι τον τιμωρησαν σκληρα και καταρα-
στηκαν τη γενια του.Ο αναστημενος Πελοπας σκοτωσε τον Μυρτιλο γιο του Ερμη.
''ο πατερας μου ο Ατρεας σκοτωσε τα παιδια του αδερφου του Θυεστη''.τα εβρασε
και του τα εδωσε να τα φαει.''να τον εκδικηθει που κοιμηθηκε με την γυναικα του''.
τοτε ο Θυεστης κοιμηθηκε με την κορη του,απο την αιμομιξια εκεινη γεννηθηκε
ο Αγισθος.''αυτος ο Αιγισθος που μαζι με την γυναικα μου τη Κλυταιμνηστρα σημε-
ρα το απογευμα με δολο θα με σκοτωσουν εμενα και την Κασσανδρα.Αυτος ο Αιγι-
σθος που σκοτωσε τον πατερα μου τον Ατρεα.''.κοιταξε το σπιτι απεναντι.το φωτιζε
το σκληρο πρωινο φως.ενα παραθυρο στον πανω οροφο ανοιξε.η αναπνοη της γυναι-
κας που κοιμονταν απαλη,ησυχη.''κι αυτους τους δυο ,μετα ,θα τους σκοτωσει ο Ορε-
στης μαζι με την Ηλεκτρα.σαν τραγια σαν κριαρια.''.καθισε στο πιανο να ξαναπαιξει
την Βαρκαρολα.ακουσε την Κασσανδρα που ξυπνησε.εξω στην αυλη η φωνη της μι-
κρης Χρυσοθεμις.ανιδεη
.
.
.


Αρχαικο [II]
.
.
καρπος αρουρης αυτα τα δημητριακα
στο τραπεζι κατω απ'τον παχυ ισκιο
των τζιτζικιων
τετραπλοος ηλιος Αργειος
προκαλει εγκαυματα στα γυμνα ασπρα ποδια
της κυρα Κλυταιμνηστρας
αυτη ηξερε το μυστικο
το ξοανο του Αιγισθου ουκ απο δρυος ουδ'απο πετρης
απο ζεστη σαρκα
''οι υβριστες της Δικαιοσυνης θα πληρωσουν
θα φονευθουν''
αποτεμνομενη η γλωσσα
τοσσος θανατος
βαθια νυκτα αργυρους σεληνης
το σωμα απο τον τραχηλο ως τον βραχιονα
σουβλιστο περασμενο στο δορυ
και θ'ακουσει λογια σαν δυνατη ριψη βελων
''ἀναγκαῖον εἴη ἀδικεῖν ἤ ἀδικεῖσθαι, ἑλοίμην ἄν ἀδικεῖσθαι μᾶλλον ἤ ἀδικεῖν''
ας φροντιζεν αλλως
χρυσειο να στηθει το αγαλμα του στην Αγορα
παρα ηθελε να πολιτευεται ως
και αρκτοι τε και λεοντες πραττουν
δεν ειχαμε τις ιδιες γνωμες,
να ελαττωσεις τη δυναμη του ανθρωπου πασχισες,
κι ας ηξερες τον μεγαλο ποθο του
ιεμενος και καπνον αποθρωσκοντα νοησαι
η τιμωρια σου θα λαβει ιστοριαν ες ηω ες ηελιον
καταδυντα
και τοτε
απο τα ποδια μεχρι το κεφαλι θα φωτισθει η γη
και συ δολοφονημενος ,οπως κεραυνος χτυπαει πλοιο
και το τσακιζει
το πνιγει στη μπανιερα της θαλασσας
εμας που μειναμε ο ανεμος επειγει κατα πρυμναν
σε αμεροληπτα κειμενα
καθενας να μνησθει τα χρεη του
να υπερηφανευθει των δικων του γαιων
μακρον αυτειν βοαν ν'ακουσθει
σ'ολα τα κωφαλαλα εθνη τα εκατογχειρα
πολλακις κελαινεφη επι της γης
χαλκοχιτωνες ο ενας επι του αλλου εμφυλιοι
διαπερθιστες
Αχιληος μηνις εξαυδαει παροιθεν
''καρπαλιμος χρονος σε βενθεα νερα θα σας πνιξει
χεοντας δουρα επι των αφρονων
των φαυλων του ανθρωπου''
κεχυμενων εις πλουτον εις απληστιαν εις αλαζονειαν
σε ψευδη
''απυηρα δολιον ''φωναξε η Κλυταιμνηστρα
σκοτωμενη απο τα χερια των παιδιων που γεννησε
και πριν ειχαν ''σκοτωσει Αιγισθον''
και μετα αιωρουμενο αψυχο δερμα σκοτωμενου
στο κλαδι δεντρου,δρυος,
αιωνοβιας
ανεμων
στην αρχη υβριμετης αυδη,τωρα δυσκολα ακουγεται η φωνη,
μακραινει
''αιθ' οφελες αγανος τ'εμεναι αγαμος τ'απολεσθαι''
ορεγομαι την ανοιχτη θαλασσα
τον απειρων ποντον
το πολιον κυμα λιαζομενον νοσφιν νησων
νοσφιν Αχαιων νοεω την γλυκειαν αρουρα πατριδαν
ουκ ιδα ουκ'ενοησα αλλα γραμματα αλλη γλωσσα
παρεξ τη γλωσσα μου
εμε δε χρεω γιγνεται ενα κειμενο
ενας Μακρυγιαννης
ενας Αλεξανδρος Παπαδιαμαντης
ενας ελαχιστος Θεοδωρος Πτωχοπροδρομος
προσφωνεω:''ο επαιτιος να πληρωσει''
και τοτε,τις ημερες εκεινες,εσυραν τον επαισχυντο τυραννο
πανω σε κοφτερες πετρες κι αγκαθια,επ'ασπαλαθων,και
κομματιαστηκε το κορμι του,
ετσι πληρωσε ο αχρειος
''και θα γλιτωνες εσυ;αχρειεστερος''
παει περασε ο καιρος που στην Αγορα στις συνελευσεις
επαπειλεες με τα πληρωμενα ανδρεικελα σου
''τελεστε εξαπαντος τον ανδρα εκεινον''
τον πλανον της Κλυταιμνηστρας
''τον ρυπον την ακαθαρσιαν το ονειδος''
δεν υπακουσαν,ο οχλος ξεσηκωθηκε,σ'επισαε και
σε πεταξε στη θαλασσα σε υγρες θηρες τροφη,
εμοιγε φροντιζω
να εκφερω γνωμη
να κρινω
να κρινομαι
πειραομαι πραξεων και λογων
ισος εμοι
ισαιτερος
κατα μοιρας εειπα
μεθομιλεω
.
.
.
ΕΠΤΑ ΣΚΗΝΕΣ ΤΟΥ ΟΡΕΣΤΗ-χ.ν.κουβελης

στην χρυση προσωπιδα
ισια στο ανοικτο στομα
εκτιναξε ο ηλιος τα βελη του
ανεμος στριφτος σηκωθηκε και πηρε το φως της μερας
''Ορεστη,ποιον σκοτωσες;''
και ποια βαθεια σπηλια θα σε κρυψει
στα σκοταδια της;

αλλα τοδ'αινον αχος κραδιην και θυμον ικανει
οπποτ'αν ισομορον και ομη πεπρωμενον αιση
ο εμφυλιος
καρφι στη σαρκα μας,μαχαιρι
βαρια η καρδια μου και περιλυπος η ψυχη μου

ηε' τιν' αγγελιην Φθιης εκεκλυες οιος
ποιο μηνυμα ελαβες μεσα απ'τη κουφια Λαρισσα;
μια μερα με σβησμενη τη μνημη της Ιστοριας
αινον αχος το μοι εστιν
''αυτο το παραπονο με συντριβει''

Αισχυλος Ευφοριωνος Αθηναιος εγραψε
τη δραματικη τριλογια Ορεστεια
-οτε ο κρειων Αγαμεμνων την πολιν εωλακεν
''κι εφτασε ο Ορεστης Δελφος τε χωρας
ενθα Κωρυκις πετρα κοιλη''
''ορατε πληγας'',γυρνουσε κι εδειχνε φριχτες πληγες
το ειδωλο της Κλυταιμνηστρας και πισω της
ακολουθουσαν σκυλια
''κοιταξτε τις πληγες μου''
και εφριξεν η γης και συνεντριβησαν τα ορη
φωνη εβγαλε ο Ορεστης
''βριζει γαρ αιμα και μαραινεται χερος,
μητροκτονον μιασμα''
τι φταιω εγω;μικρο παιδι ημουν
κι εγιναν εκεινα
μπροστα στα ματια μου εσφαξαν τον πατερα μου
στα γονατα σαν κριαρι
κι εσκουζε
και τωρα Ηλεκτραν δοκω στειχειν αδελφην την εμην
πενθει λυγρω πρεπουσαν

κι ελεγε συχνα ο πατερας :
Προς κεντρα μη λακτιζε
Μη ριχνεις γροθια στο μαχαιρι
Μην πας γυρευοντας
''Ποιος ακουει τετοια οταν ειναι νεος
και το αιμα του βραζει;''
[επει ου τι παρηορος ουδ'αεσιφρων
ησθα παρος.νυν αυτε νοον νικησε νεοιη
το ξεραμε πως δεν ηταν βλαμενος ουτε ανοητος
μονο η αψαδα της νιοτης του ψηλωσε το νου]

οπως περιστερα,που την χτυπησαν ψηλα στον ουρανο
και πεφτει κατω στη γη
κι αφου για τελευταια φορα τιναζεται δυνατα
υστερα μενει ακινητη
ετσι επεσε κι η χρυση προσωπιδα με κροτο στη γη
και σκεπαστηκε αιωνες
σκονη
και φθορα
και ληθη


Τελος Ιουλη
κι ο ηλιος χτυπουσε τη μερα με καυτα βελη
και την ελιωνε
[στο περιπτερο πωλησης εισητηριων στην
Πλατεια Κλαυθμωνος εβγαλε εισητηρια
και για τις τρεις τραγωδιες της τριλογιας:
Αγαμέμνων, Χοηφόροι και Ευμενίδες]


Αυριο Το Μελλον Θα Εχει Πολλη Ιστορια

Να Αγρυπνειτε
.
.
ΠΑΝΩ Σ'ΕΝΑΝ ΑΡΧΑΙΟ ΣΤΙΧΟ-χ.ν.κουβελης
[Ομηρου Οδυσσεια,Ραψωδια Α',42-43]
αλλ' ου φρενας Αιγισθοιο πειθ'αγαθα φρονεων

ενα μηνα εχει,που γυρισε
και φοβεριζει,σ'ολο το Αργος και μεσα στις χρυσες
Μυκηνες,εχουμε ανθρωπους δικους μας μυστικους παντου
και τα μαθαινουμε,τι παει να ενεργησει εναντιον μας,
δεν θα προλαβει,θα τον τσακωσουμε στο διχτυ,σφιχτα
θα τον τυλιξουμε,
και ξερει πως το διχτυ αυτο ειναι πολυ παλια ιστορια,
κι αυτος ο μωρος κι εγω εχουμε μπλεχτει στα διχτυα του,
απ'τον μακρυνο καιρο του Τανταλου,Τανταλιδες και οι δυο,
εκεινον τον προγονος μας ,που μαγειρεψε τα κρεατα
του γιου του Πελοπα και τα προσφερε φριχτο γευμα
να φανε οι θεοι,ετσι να τους εξεφτυλισει την ανωτεροτητα
και τον εγωισμο,κι απο τοτε σκληρη η καταρα πανω
στο γενος του μας αρπαξε ολους,
επειτα ο Ατρεας ο πατερας αυτουνου του αγυρτη Αγαμεμνωνα
πηρε την εξουσια,διεδοσε κι ενα γελοιο παραμυθι,πως ενα κριαρι
με χρυσο μαλλι του δινει την εξουσια,ολ'αυτα τα ψεματα
τα μαρτυρησε στον πατερα μου τον Θυεστη,τον αδελφο του,
η Αεροπη,η μανα αυτουνου του αχρειου,για το κριαρι
το χρυσομαλλο,ολες τις σκευωριες εμαθε,τι ηταν
με την Αεροπη εραστες κρυφα,κι ο Ατρεας για να εκδικηθει
τον πατερα μου σκοτωσε τα παιδια,που'καμε μ'εκεινη
τη γυναικα,τα μαγειρεψε τα κρεατα τους και τον καλεσε
σε φριχτο γευμα να φαει,και τον εξορισε τον δυστυχο,
κι εκεινος πηγε στο κρεβατι με την κορη του Πελοπεια,
να βγει συμφωνα με το χρησμο,που δωσανε οι θεοι
ο εκδικητης του,
και βγηκα εγω απο'κεινη την αιμομιξεια,ο Αιγισθος,
η μανα μου ντραπηκε για τη γεννα της και με παρατησε
σε μαντρα βοσκου και μια γιδα αιγα με χορτασε με το γαλα της
κι αναστηθηκα,απ'αυτο το γεγονος πηρα τ'ονομα μου,Αιγισθος,
μεγαλωσα και τον σκοτωσα τον Ατρεα,
περασαν οι καιροι
κι αυτος ο πλανος βασιλευε στις χρυσες Μυκηνες και
μεσα στο Αργος,και σκοτωσε την ιδια του την κορη
την Ιφιανασσα να παει στον ηληθιο πολεμο,να δοξαστει
η ματαιοδοξια του,να φερει πλουτη,να κορωσει τη φιλαργυρια του
χρυσαφια,
κι εκει περα στη Τρωαδα τι αισχιστο επραξε το μαθαμε,
τα νεα τα πληροφορηθηκαμε απ'τον Ομηρο τον ραψωδο,
αν και σε ποιηματα στιχους μετρα και ριμες ,δηλαδη κατασκευες,
τι αναντρο παιχνιδι επαιξε αυτος ο δειλος στον αντρειο
κι ευγενικο Αχιλλεα,και σηκωσε την μηνιν του ηρωα,
και τωρα νατος πισω εδω στο βασιλειο σωος και αβλαβης
να φοβεριζει ο δειλος εμενα και την γυναικα του
την Κλυταιμνηστρα την βασιλισα,
πως τον ντροπιασαμε τον αδιαντροπο,πως ειμαστε παρανομοι
εραστες,ολα τα χρονια που'λειπε στην ''λαμπρη υπερποντια
εκστρατεια βγαζανε τα ματια τους οι μοιχοι ''.
ετσι ελεγε,κι ειμαστε χωρις ντροπη κι αιδω εραστες
απο τοτε,
πως τον αδικησαμε,αυτον τον σκαιο αυτον τον καταχραστη,
πως κυβερναμε παρανομα τον τοπο,
πως η κυβερνηση ειναι νομιμο δικο του δικαιωμα,
τετοια αστεια κι αστηρικτα λεει και διαδιδει στους φιλους του
στους κολακες και στο πληρωμενο συναφι του,και βαζει
λογια να ξεσηκωσει το λαο στην Αγορα στις Συνελευσεις
πυρ και μανια εναντιον μας,
και δεν βλεπει ο αισχρος τα δικα του,τα αισχιστα,
δεν ντραπηκε να φερει πισω στη πατριδα την αμοροζα του
και να την εχει μαλιστα σπιτωμενη,την Κασσανδρα,
την κορη του φημισμενου και σεβαστου Πριαμου,
ακους;μια πριγκιπισα να τη σερνει σκλαβα ενας λεχριτης,
κι ακομα εφερε και τα δυο παιδια,π'απεκτησε μαζι της,
τι ντροπη,κι εχει ο αχρειος το θρασος και θελει να μιλαει
περι Ηθικης και να διδασκει τα πρεποντα,
α θα'χει ασχημα μπλεξιματα,θα τερματισει η ξετσιπωσια του,
δεν θα του περασουν οι ψευτοπαλληκαριες,τι νομιζει ο ανοητος
πως θα φοβηθουμε εκεινο το νιανιαρο τον Ορεστη,η'
εκεινη την θεουσα την βλαμενη την κορη του Ηλεκτρα,
μια υστερικη ειναι,να το ξερει,ολος ο κοσμος το λεει,και
μαζι της κουβαλαει κι εκεινη την ανοητη κι αβουλη αδερφη της
την Χρυσοθεμι,
τετοια να μηχανευεται να κανει και θα το φαει εξαπαντος
το κεφαλι του,η Κλυταιμνηστρα τον μισει,οσο δεν γινεται,
ουτε στα ματια της δεν θελει να τον δει,
τον σιχαινεται τον παιδοκτονο,κι εγω με τη σειρα μου τον μισω
για οσα κακα εκαναν και συμφορες εφεραν οι Ατρειδες
στην οικογενεια μου και σ'εμενα,
ακους;να ειμαστε σφετεριστες της εξουσιας εμεις οι ακρα
νομιμοι κληρονομοι;
τι θελει;την ιδια του γυναικα και βασιλισα την πηρα
στο κρεβατι μου,ειμαι αντρας εγω κι οχι ενας αναντρος πολυλογας
και ψευτης,
που να'ξερε;πως του ετοιμαζουμε αυτες τις μερες που ερχονται
τον χαμο του,μυστικη παγιδα του στηνουμε,στο λουτρο αμεριμνο
θα τον πνιξουμε,εγω με την Κλυταιμνηστρα,οι δυο μας,κι ας
μας συμβουλευουν να πραξουμε φρονιμα,ν'αποφυγουμε τη βια,
''το ενα φονικο φερνει στ'αλλο φονικο'',τι μας νοιαζουν πια
οι συνεπειες των πραξεων μας;μαθαμε στη σκληροτητα,
ο Τανταλος εσφαξε κι εβρασε τον γιο του,ο Ατρεας σκοτωσε
κι εβρασε τα παιδια του Θυεστη,τ'αδερφια μου,και του'δωσε
να φαει τα βρασμενα κρεατα τους ,εγω με τα χερια μου
σκοτωσα τον Ατρεα,τωρα ηρθε η σειρα να σκοτωσω
τον γιο του,τον Αγαμεμνωνα,γιατι να'χω τυψεις για εναν
παιδοκτονο,που πολυ μισω;
ειναι νυχτα βαθεια περασμενη ωρα,η γυναικα η Κλυταιμνηστρα
κοιμαται στο κρεβατι στο πλαι μου,εγω αγρυπνω στο σκοταδι
και λογαριαζω,δεν φοβαμαι,θα εκτελεσθει με καθε ακριβεια και
τελειοτητα το σχεδιο η μηχανη ,
ο Αγαμεμνωνας θα εκτελεσθει,τελειωσε,
κι επειτα ας γινει οτι ειναι να γινει,ας εξελιχθουν τα γεγονοτα
ανεμποδιστα,θα τα περιμενουμε ησυχοι και γαληνιοι,
ετοιμοι απο καιρο,
θα'ρθει ο Ορεστης να μας δολοφονησει, εμενα τον πατριο
και φονια του πατερα του Αιγισθο και τη μοιχαλιδα συνεργο
μητερα του Κλυταιμνηστρα,που το βυζι της εβαζε στο στομα του
να τον θρεψει μικρο με το γαλα της,και τωρα ξεστομιζε βρισιες,
με την Ηλεκτρα βοηθο θα'ναι στο φονικο και τον καρδιακο φιλο
και ξαδερφο του Πυλαδη,
τι εχουμε να φοβηθουμε,τοσο αδυνατοι ,που ειμαστε;
ζησαμε τη ζωη μας μεσα στο φοβο και την αναγκη,
οι χαρες μας λιγες και συντομες,
το ξερουμε πως οι επερχομενοι ανθρωποι
θα γραψουν για τις πραξεις μας,θα τις κρινουν ,αδικα η'
δικαια,αναλογα με τα συμφεροντα,που θα εξυπηρετουν,
κι οπως ο κοσμος θα'χει αλλαξει στο δρομο του
και θα τον κανονιζουν αλλοι νομοι κι αλλες ιδεες
.
.
ΕΚΕΙ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΜΟΥ Η ΦΡΑΓΚΟΣΥΚΙΑ-χ.ν.κουβελης

Ωρα μεσημεριου εδειχνε στην φραγκοσυκια
τo τιναγμα πουλιου περα η θαλασσα απλωσε
τη χρυση προσωπιδα του Αγαμεμνωνα εκτυφλωτικη
ιστορια γεγονοτων και τον Ορεστη και την Ηλεκτρα
γυρεψαμε σε γυρους μνημης και την Κλυταιμνηστρα
και τον Αιγισθο γυρεψαμε σε αραποσυκιες χρησμων
διφορουμενων και με χρυσα πορτοκαλια ελικες
χρονου πλαι σε τεραστιους βραχους πηλινα ειδωλια
επιφανων χειρονομωντας μας καλουσαν να πλησιασουμε
κι αλλοτε μας φωναζαν τα ονοματα τους,ισα που εφθανε
η μνημη να μας αναταραξει,τοσοι αριθμοι εμφυλιων
μας χωριζαν,η γλωσσα ιδια οι πραξεις ιδιες κατω απο
τη χρυση προσωπιδα ολα τα προσωπα που θα'ρθουν
εκει στο γυρισμα του δρομου η φραγκοσυκια στο τελος
της σκεψης μου
.
.
ΟΡΕΣΤΗΣ-χ.ν.κουβελης

Ο Ορεστης εκεινες τις μερες οργωνε το χωραφι κατω στον καμπο. Το μεσημερι του εφερε το φαγητο η αδερφη του η Ηλεκτρα . Στα χερια της η μικροτερη η Χρυσοθεμις. Στα κρυφα του ' πε για τη μανα και τον εραστη της τον Αιγισθο. Πως τον πατερα με δολο τον επνιξαν στο λουτρο. Τους ατιμασαν . Να εκδικηθουν. Αυτος διστασε , της ειπε πως ειναι αρραβωνιασμενος, πως σε λιγο , στην αρχη του θερους θα γινουν οι γαμοι. Θα αποκτησει παιδια , πολλα παιδια, θα ζησει ησυχα . Εκεινη οργιστηκε , τον φωναξε δειλο, πηρε τη μικρη κι εφυγε. Αυτος σταματησε το οργωμα , ξεζεψε τ ' αλογα , κατεβηκε στη θαλασσα .Περπατησε ωρες στη παραλια , περα - δωθε .Οταν νυχτωσε γυρισε στο σπιτι. Την αλλη μερα ξημερωνοντας ηρθαν οι χωροφυλακες και τον συνελλαβαν για διπλο φονο
.
.
ΕΞ ΑΦΟΡΜΗΣ ΤΗΝ ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ ΤΟΥ ΑΙΣΧΥΛΟΥ-χ.ν.κουβελης
[Δια-κειμενικη ποιηση]

πως εσυ ως εδω εφτασες;βασιλισσα η' σκλαβα;
σ'αυτο το σπιτι με τις θεορατες πετρες και τις πελωριες πυλες
και τα τεραστια τοξα  αρχαια εργα γιγαντων
και μισητα εργα ανθρωπων
σ'αυτο το σπιτι την εσυραν σε σφαγειο
εδω βρεφη τα σκοτωσαν ασπλαχνα και τα'ψησαν να τα φαει
φονιας πατερας
μιασματα
εδω καταγελασμενη γυρνω σαν τρελη
και με βριζουν με λογια μισητης σκυλας
ξενη δυστυχισμενη
θα'ρθει η μερα-προλεγω-για ολα να πληρωσουν
μεσα σε διχτυ χωρις περατα θα μπερδευτουν σαν ψαρια σφιχτα
θα σπαρταρουν και γλυτωμο δεν θα'χουν
η' στον ιστο αραχνης πιασμενοι να μην τους λυπασαι
εδω ειμαι σαν πουλι τρομαγμενο σε θαμνο λουφασμενη
τρεμω
καλα ξερω να μιλω τα ελληνικα
δεν χαιρουμαι πια ουτε η γλυκεια φωνη τ'αηδονιου στους κηπους
με τερπει
γιατι κανεις απ'τους ανθρωπους δεν τ'ακουει αυτα;γιατ'ειναι κουφοι;
τι ειναι η ευτυχια;
σκια και γρηγορα χανεται
κι η δυστυχια σφουγγαρι π'ολα τα σβυνει
η ανοητη εκεινη Ελενη φταιει-ολους μας κατεστρεψε
γιατι πανε χαμενες τοσες ψυχες ;
κι ο Ορεστης τωρα σε ποια μακρυνη χωρα βλεπει το φως ;
και γιατι ακομη δεν γυριζει;
οι αθωοι να πληρωνουν για τα κριματα των αλλων
.
.
 [τα δια-κειμενα απο την τραγωδια ''Αγαμεμνων'' του Αισχυλου]

ἆ ποῖ ποτ' ἤγαγές με; πρὸς ποίαν στέγην;
 ἀνδρὸς σφαγεῖον καὶ πέδον ῥαντήριον.
κλαιόμενα τάδε βρέφη σφαγὰς
ὀπτάς τε σάρκας πρὸς πατρὸς βεβρωμένας.
ἰὼ ἰὼ λιγείας μόρον ἀηδόνος·
οὐκ οἶδεν οἵα γλῶσσα, μισητῆς κυνὸς
καταγελωμένην † μετὰ   φίλων ὑπ' ἐχθρῶν
φοιτὰς ὡς ἀγύρτρια, πτωχὸς τάλαινα λιμοθνὴς ἠνεσχόμην
φυγὰς δ' ἀλήτης τῆσδε γῆς ἀπόξενος κάτεισιν,
ἥκει τόδ' ἦμαρ
οὐδεὶς ἀκούει ταῦτα τῶν εὐδαιμόνων.
 οὔτοι δυσοίζω, θάμνον ὡς ὄρνις, φόβῳ ἄλλως
βρότεια πράγματ'· εὐτυχοῦντα μὲν σκιᾷ τις ἂν πρέψειεν·
 εἰ δὲ δυστυχοῖ, βολαῖς ὑγρώσσων σπόγγος ὤλεσεν γραφήν.
 καὶ ταῦτ' ἐκείνων μᾶλλον οἰκτίρω πολύ.
ἄπειρον ἀμφίβληστρον, ὥσπερ ἰχθύων,περιστιχίζω
 θαυμάζομέν σου γλῶσσαν, ὡς θρασύστομος
παράνους Ἑλένα [ἐφυμν. α   μία τὰς πολλάς, τὰς πάνυ πολλὰς
 ψυχὰς ὀλέσασ' ὑπὸ Τροίᾳ
κεῖσαι δ' ἀράχνης ἐν ὑφάσματι τῷδ'
Ὀρέστης ἆρά που βλέπει φάος,
 που φθογγῆς χαρᾷ
.
[Το επιγραμμα στο μνημα του Αισχυλου-γραμμενο απο τον ιδιο]

Αἰσχύλον Εὐφορίωνος Ἀθηναῖον τόδε κεῦθει
μνῆμα καταφθίμενον πυροφόροιο Γέλας·
ἀλκὴν δ' εὐδόκιμον Mαραθώνιον ἄλσος ἄν εἴποι
καὶ βαθυχαιτήεις Μῆδος ἐπιστάμενος.

[μεταφραση χ.ν.κουβελης]
Αυτο το μνημα κρυβει τον Αισχυλο του Ευφοριωνα Αθηναιον
που φθαρθηκε στη σιταροφορα Γελα
την γεναιοτητα το τιμημενο αλσος του Μαραθωνα θα πει
κι ο μακρυμαλλης Μηδος που  την ξερει καλα
.
.
Κασσάνδρα Πριαμου-χ.ν.κουβελης

Ο Απολλων την τιμώρησε τα λόγια της να μην γινοντάι πιστευτά..της άλλαζαν ένα γράμμα
σε μια λέξη η'σε πολλές λέξεις. Επίσης.Τον τονισμό. την πτώση. τους χρονους.εκαναν
αλλαγή στη σειρά των λέξεων. στα σημεία. άλλαζαν τα κόμματα με τέλειες η'έβαζαν
ερωτηματικο εκει που δεν υπήρχε. αφαιρούσαν λεξεις.προσθεταν λέξεις.με συνέπεια τα
λόγια της να χάνουν το πραγματικό τους νόημα. να τα παρανοουν.και να την προσβαλλουν
σαν αδιαντροπή ψευτρα.συνεπεια αυτων.δεν την άκουσαν να μη βάλουν μέσα στη πόλη
τον δουρειο ίππο. και εάλω η πόλις. Η Τροια έπεσε. Και κάηκε. Αυτή την βίασε ο Αιαντας
ο Λοκρος.Και την πήρε σκλάβα του αμοροζα ο κρειών Αγαμεμνωνας.Στις χρυσές Μυκηνες
ουτ'εκει έδωσαν σημασία στα τρομέρα της λόγια. Για τον πνιγμό του πατέρα στο λουτρο
πριν. για το παιδί που σφάζει τη μάνα μετά. Για κεινη την ίδια δεν νοιάστηκε.για το τέλος
της. Μάλλον,ουτ'αυτό θα το πιστέψουν. "ένα ψέμα ειναι "θα πουν"οπως όλα της τα
λόγια".
.
.
.ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΜΥΚΗΝΕΣ Η ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ-χ.ν.κουβελης

των εκατον νηων ηρχε κρειων Αγαμεμνων
Ατρειδης. αμα τω γε πολυ πλειστοι και αριστοι
λαοι εποντ'. εν δ'αυτος εδυσετο νωροπα χαλκον
κυδιοων,πασιν δε μετεπρεπεν ηρωεσσιν
ουνεκ'αριστος εην πολυ δε πλειστους αγε λαους
.
αυτα εφερνε στο μυαλο της η βασιλισα Κλυταιμνηστρα
και γυριζε την εκδικηση του Ατρειδη στο κεφαλι της
ακουμπισμενο στο λαμπρο στηθος και δυνατο
του Αιγισθου
Ας γυρισει με τη θεληση των θεων
και τοτε βλεπουμε
σε τι θα του χρειασθει ο χαλκος
κι αν θα τον σωσουν
οι λαοι που τους κουβαλαει και τους
παιζει στα ζαρια
σε Τροιες και για πορνης Ελενης την τιμη
για μια Ιφιγενεια
για την ψυχη της κορης μου
.
γιατι η Ιφιγενεια;
γιατι η ψυχη της;
.
Ξυπνια κι ονειρευεται τον πνιγμο του αντρα της
μεσα στον υπνο του Αγισθου
στο λουτρο πνιγμενος ο βασιλιας
''κι επειτα,Ατρειδη,θα με σκοτωσουν τα ιδια τα
παιδια μου''
και παει το γερο κι ομορφο κεφαλι του Αιγισθου
στα χερια του Ορεστη [μου]
το κορμι μου αψυχο
στη κραυγη της Ηλεκτρας [μου]
κι εγω ουρλιαχτο που ξαναρχεται και
βρονταει,στ'ακρογιαλια των αιωνων
''τι κανατε στη κορη μου,Ατρειδες;''
.
και ξερει
πως στα μαρμαρινα θεατρα της Δημοκρατιας
της Αθηνας θα παιζουν τα εργα
των λαμπρων και ξακουστων ποιητων,κατακρινοντας
και αναθεματιζοντας
την μοιχο την ανδροφονοια Κλυταιμνηστρα
και τον δολομητη εραστη τον αχρησθο Αιγισθο
κι ας ηταν ,και το ξερουν καλα,
οι Ατρειδες αισχιστοι αδελφοκτονοι
ανελεημονες πατροκτονοι
κι ας ηταν ο κρειων Αγαμεμνονας
παιδοκτονος
.
Τι την νοιαζει τα θεατρα;
η ζωη με τη ζωη
και η τεχνη με την τεχνη
Την εκδικηση δεν την γλυτωνει,οτι και
να γινει
σαν γυρισει
.
.
.
[κι εγω
εξ αφορμης των στιχων 576-581 του καταλογου νηων
της ραψωδιας β' της Ιλιαδας του Ομηρου
εγραψα εκεινη την αρχαια Ιστορια
να σχολιασω τα προβληματα του συγχρονου καιρου]
.
.
αντιστρεφοντας......στον καθρεφτη......αντιστρεφοντας
[ ΜΕΤΑ ΤΑ ΟΜΗΡΙΚΑ ]-χ.ν.κουβελης

..........τοξευαν πουλια στη δασωδη Ζακυνθο
..........σαν τα κομματια του tetris τα κατεβαζαν
..........στη γη,τους ειδε να ριχνουν νερο να
..........πλυνουν τα χερια,συχνα ηταν και το παιδι
..........μαζυ τους,τους ωφελουσε η μνημη του
πιο κατω,μια γυναικα μπροστα στον καθρεφτη
αντιστρεφει τον χρονο,ο Ατρειδης την ξεγελασε,
την αφησε να την κακολογουν μεσα στο Αργος
με τον Αιγισθο,δεν θελει να μεινει στα χωραφια
ο Ορεστης,της Ηλεκτρας φουσκωσαν τα βυζια
..........................................................ειδε
λεπτομερειες υβρεων,να κοβουν τα κρεατα
να τ'ανακατευουν με κριθαρι και βρωμη,υπολογισε
το βαρος,30 κιλα,.................................και πανω
στο λοφο βρεθηκε μπρουτζινο αλογο,με σηκωμενα
τα μπροστινα ποδια ,κομματια ,απ'αυτα υπεθεσαν
το συνολο,
στο εσωτερικο του μυκηναικου κενου,η μασκα του
χρυση, την τσιμπολογουσε μαυρο πουλι , σκορπια
κτερισματα μια ταινια ενας ασημενιος καθρεφτης
αντιστρεφει το προσωπο, που ειναι ανυπαρκτο,αν
καποτε υπηρξε,αν και καποτε εδρασε
σε κυνηγι αγριοχοιρου αποκτησες εκεινη την πληγη,
που τις κρυες μερες του χειμωνα σε βασανιζει
....Ειμ'Ουτις,
....στον υπνο της μνημης ηχουσε ο Βουκολος;,η
....Μεγαλη Αρκουδα,ο Ωριων,ο Σειριος,το Μεγαλο
....Σκυλι,εκεινη τη νυχτα
....15η με 16η του Νοεμβρη το 750 π.χ 3 η ωρα με
....4 το ξημερωμα τελειωνε την εικονα του Ομηρου
....αρνυμενος ην τε ψυχην ο Θεοφιλος,δεν την θυμασαι,
....εκεινη ειναι η Ελενη ,υπαλληλος τουριστικου γραφειου
....στις Μυκηνες,μετα τα ''επερσε'' και τους ''νοστους'',
....ασημαντη,γυναικα του κ.Χ
ο αλλος γυρισε,δεν βρηκε το σκυλι,το'χαν φαει
τοτε στην Αλλη Εξοδο,
ειχε βοδια και προβατα,ας σφαξει να γιορτασει
τον γυρισμο του,οσο για μενα,αν μαθεις,πως δεν
γυρισα μην λυπηθεις,αερας ο ανθρωπος φυσηξε
και διαλυεται , σκια και χανεται,σκοταδι
στην Ελλαδα και στο Αργος μεσα
τοσα πλοια,που χαθηκαν,οι συντροφοι δειλιασαν
εκαναν πισω,κι ενα πειστηριο για κεινη την
λαμπρη δοξα δεν βρεθηκε,εστω ενα κακοτεχνο αναγλυφο
να την δειχνει
στην ακρη της Γορτυνας,στις πετρες της Φαιστου
ματαια μην πεις πως περασαμε
στην αρνοτροφα Ηλιδα,ολες οι Τρωαδιτισσες
φωναξαν''δουλες,Εμεις,Αρχοντισες καποτε,τωρα
ατιμασμενες''φωναζαν η Ανδρομαχη,
του Εκτορα η γυναικα,η Κασσανδρα δουλα,
η Εκαβη μανα
στην ελωδη Ηλιδα
........Αιδως Αργειοι
........πηρε τον λογο κι ειπε................ βουβοι δεν ειστε
........εχεις γλωσσα........................... Μιληστε
........ποιοι τους οδηγησαν ως εδω...... Μιληστε
........μην φραζετε το στομα............... Μιληστε
πως ηρθαν τα πραγματα να πεσουμε σε προστατες
λαων.............................................. Μιληστε
την Αληθεια,να πεις
στο Αρκαλοχωρι βρεθηκε ο πελεκυς σου
τι ζητουσες εκει;εσυ ενας γενναιος,
ποιο καραβι σ'εφερε; ανεβηκες τα βουνα
τι εμπορευτηκες;,αποκτησες γυναικα παιδια
η' πανω σε καυγα αγουρος χαθηκες;
λογαριαζεσαι νεκρος,................θελω
να σ'ακουσω
ενας ανδρας με σωμα και νου,αληθεια πες,
εκεινη την Ναυσικα την συναντησες;πλαγιασες
μαζυ της;η ολα κουφια λογια,ψευτιες
ζητιανιες τσαρλατανων ραψωδων,που
γυριζουν σ'αυλες τυραννων κολακευοντας,σαν
εκεινον,ξερεις ποιον,που μας χαιδευε τ'αυτια
με παραμυθια κι ετρωγε αρνια και ελαφια,μεχρι,
που σωθηκαν τα παχια γελαδια και μας παρατησε
..................................την κορη την πενταμορφη
την εχασες στα ζαρια,βγηκε μ'εκεινον τον πανουργο
τετοιο βλασταρι εχασες
........Φλανδρω η' Ερωφιλη η' Μαρια
........η' για μια Ελενη
στη λαμπρη Τιρυνθα,στην πολυδεντρη Κνωσο
αντιστρεφοντας.............. μεσα στον καθρεφτη
αντιστρεφοντας.......................στην μεταφυσικη των νερων
.............................................ανεβηκε
.............................................η χλοη
αντιστρεφοντας
το φως εξοριζοντας
πληθωρισμους υδρατμων.....................το συννεφο
κυλλωντας στα φυλλα..........................το ανυπαρκτο
σφαιρα...............................................αντιστρεφοντας
..........................................................επιστρεφοντας
..........................................................αντιστρεφοντας
....Αιδως Αργειοι,κακ'ελεγχτα,ειδος αγητοι.
....οφρα μεν ες πολεμον πωλεσκετο διος Αχιλλευς,
....ουδε ποτε Τρωες προ πυλαων Δαρδανιαων
....οιχνεσκον.κεινον γαρ εδειδισαν οβριμον εγχος
.
.
.
....Διχως Νοστο Τελειωσες
.
.
....ΔιΝεΤου
.
.
ΙΣΟΡΡΟΠΑ ΠΡΑΞΕΩΝ-χ.ν.κουβελης

στα ορια του κειμενου
ερωτηματα / λαθων
-και συμφωνα με τον ανθρωπο ,
το ''περι φυσεως ζητειν εληξεν''
- πως πανηγυρικοι λογοι διαφορων σοφιστων
σαν μαχαιρι κοβουν το κρεας της σκεψης,
παροντες των χρησμων
αμαθεις των πραξεων και
των Ονοματων
και περι ιππων και των αλλων απαντων ζωων
Τι ξερεις;
ο Νομος δεν βλαπτει τους πονηρους
κι εσενα εκοντα η ' ακοντα
σε βλαπτουν
τον δε φονο του Πατροκλου πληρωσε ο
Εχτορας εχθρος ,μην νομιζεις αλλιως,
η Ηλεκτρα περιμενει τον Ορεστη
να εξοριστει ο Αιγισθος
να πληρωσει.Ολη η Ιστορια Ισολογισμοι
Πληρωμων
-επαναληψη λεξεων και φρασεων και εργων,
εγινε οιωνοσκοπος ,ειρωνευτικε,ειχε δουλους
επιρρεπης στη κολακεια καποιος
τον κατηγορισε για φιλαυτια
και δεν ειχε αδικο
[τον συνελαβαν οι ανθρωποι του Αντωνιου
του τρυπησαν τη γλωσσα με βελονα την
εκοψαν συριζα την πεταξαν στα σκυλια ]
στον πλειστηριασμο των Ιδεεων του
δεν ειχε αγοραστες
εν τω μεταξυ κι αλλη τριανδρια
.
.
ΕΠΕΑ ΚΑΣΣΑΝΔΡΑΣ-χ.ν.κουβελης

Ποιος δεν χορευει στον γαμο μου
του Αχιλλεα με την Κασσανδρα;
Πουλησαν την παρθενια της Ελενης σ'ολη την Ελλαδα
στις Μυκηνες 1000 ευρω
σκορπισε ο ηλιος χρυσες λιρες
σκορπισε ασπρα ποδια σε λευκα σεντονια,
εξαφανισθηκε,
λευκωτερα χιονος η κοιλια της
σταματα την εκρηξη της ωραιοτητας σου
δαντελα απαλου σωματος στο κορμι της
εκει στη μεση, η Ελενη
ατιμασμενη σ'ενα φτηνο καφενειο το δερμα της
να την κλεψει επρεπε τοτε κατεβαινοντας την οδο Ερμου
συστροφες γεγονοτων τους απομακρυναν
στη δινη τους τα βασιλεια των Αχαιων πανε
''Ποιος σκοτωσε τον Αχιλλεα;'' κλαιει
και θρηνει η Κασσανδρα
''Που εδυ σου το καλλος;''
δεν εχω ζεστο νερο να πλυνω το κορμι σου
''τα ματια σου,που κλεισανε;''
κι εκεινη η Ελενη σε λαμψεις σαπφειρων κλεισμενη
και αμεθυστων χορευει στον γαμο της
με τον κ. Μενελαο,νυν εμπορο εδωδιμων αποικιακων,πρωην
στρατιωτικο στις αποικιες μας στον ενδοξο Ιδεοκρατισμο μας
και η Κασσανδρα θρηνει
στα κατοπτρα της Ιστοριας
Μηνιν αειδε θεα Πηληιαδεω Αχιληος
κλαιει η Εκαβη τα παιδια της
η Ανδρομαχη ψηλα στους πυργους ποιον απ'τους δυο
να κλαψει;
το τσακισμενο κορμι του Αστυανακτα κατω στα βραχια
μωρο παιδι;
τον Εχτορα να τον σερνει το αρμα;να τον γυριζει
πανω στις πετρες στα σκληρα χαλικια σαν ποτε
να μην υπηρξε γενναιος κι ευγενικος;
Αυτον κλαιει η καρδια της
Μηνις Πηληιαδεω Αχιληος εκτανε διον Εχτορα
στα κατοπτρα της Ιστοριας ειδωλα αγλααων μυθοων
την Ελενη θυμαμαι
λευκη ωμοπλατη φωτεινη στο φως της μερας
τωρα στα πιν-απς των περιοδικων τα εξωφυλλα ωραιοτατη
κι εγω η Κασσανδρα,που δεν θελησα τον Απολλωνα
με καταδικασαν
την αληθεια να λεω σαν ψεμα,
την ομορφια μου κρατησα για σενα
στα κατοπτρα του Μυθου ευπλοκαμος
λευκωλενος κουρη Πριαμου ωραιοτατη
μεσα στον ναο της θεας με βιασε ο Αιας ο Λοκρος
οταν επεσεν η Πολη και την πηραν
Νταμα Κουπα στο ποκερ της Ιστοριας
μ'εσυρε αμοροζα στις χρυσες Μυκηνες ο Αγαμεμνονας
τον ειδα στο λουτρο πνιγμενο απο τον δολομητιν Αιγισθο
και την βασιλισσα Κλυταιμνηστρα κακοθανατισμενο
Εγω η Κασσανδρα,η Ανδρομαχη,η Ερμιονη
Εσυ η Μαρια,να μην ξεχασω ,η Ελενη
Τι εισαι λυπημενος; στην λ' ραψωδια της νεκυιας ,τι εισαι
πικραμενος;γιατι δεν ζυγωνεις εδω;τι φταιω εγω,αν πιονια
ειμαστε,παιγνια;
μηπως κι εγω γυρισα; γλυκον νοστον δεν γευτηκα
σε καμια Ιθακη
σε καμια Κασσανδρα
σε καμια υληεσσα πατριδα γαιαν
σε καμια πετρηεσσα πατρις αρουρα
πουθενα οικαδε
σε κανεναπαρα θιν αλος κυματων γελασμα
στα κατοπτρα της Οδυσσειας Ουτις Κανεις ενα Κενο
και η Κασσανδρα ειπε:
''Ποια ειμ'εγω που εσενα αγαπω;''
συνευνε φιλε,τι εισαι λυπημενος
τι εισαι πικραμενος τι μ'αποφευγεις
και χανεσαι σκια μεσα στις σκιες της νεκυιας μεσα
στην λ' ραψωδια;
και η Ελενη λυσικομη χορευει το τανγκο των πραξεων της
σε καθημερινες συναναστροφες
τηγανιζοντας ψαρια βαφοντας
τα νυχια αρωματιζοντας το κορμι
γυμνος ασπρος λαιμος κυκνου μεσα στον καθρεφτη σου
εκτοξευει ανθη λεπτοκορμων κρινων
νερα φεγγαριου καλλιρροοι ποταμοι
αυρες ανεμων φτερουγισματα ερωδιων.
Τι δεν βλεπεις εσυ ο πανοπτης;
.
.
ΥΠΑΡΧΟΝΤΑ ΠΑΡΑΛΛΗΛΩΝ-χ.ν.κουβελης

1
.
my ending-point is
my starting-point
and inversely ,the Present Time
in the Future Time into the Past Time
.
re-wind
.
κυλλησε η ρογα του σταφηλιου
πρασινη σφαιρα
στο κεκλιμενο του καλοκαιριου
κιτρινο
.
he
is a
political
no-one
man
Ειδα εναν ανθρωπο
Σταματα ,Ψευτη
.
χλωμη κι απαρηγορητη σεληνη
.
με τα χερια,με τα δοντια
κρυψ'το φως,αυριο σκοταδι
.
απαρηγορητε ,δυστυχισμενε φιλε μου
Πες μου τι ειδες
.
στη σκηνη η πριμαντονα ρυθμιζει τη φωνη της
''Οποτε ερμηνευω την Ηλεκτρα ειμαι ευτυχισμενη''
felice.
Επειτα εφυγε,παραμεριζονιας τις πραξεις
Μα σε τι ελπιζει
το ανθος τρεμοντας στον αερα
μ'εξαισια λογια:θα μεινω απειραχτος
απο τις κοπριες σας
.
He
is a
hard worker
of the recit
.
μ'εξαισια καμπυλη ηχων
μνημης
.
re-wind
.
η πετρα του Παροντος Χρονου
στα νερα του Μελλοντος Χρονου
ενας κυκλος του Περασμενου Χρονου
.
.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ ΚΑΙ ΑΙΓΙΣΘΟΣ-χ.ν.κουβελης

Η Κλυταιμνηστρα ειδε στον καθρεφτη τον αντρα
της ,κοιμονταν ησυχος.Βγηκε αθορυβα απ'το δω-
ματιο.Ο αλλος αντρας την περιμενε,επρεπε να
βιαστουν, δεν ειχαν πολυ χρονο στη διαθεση τους.
Το παιδι,ο Ορεστης θα ξυπνουσε , θα την αναζη-
τουσε να το βυζαξει , δεν θα την εβρισκε ,τοτε θα
εκλεγε και θα ξυπνουσε τον πατερα.
Εκεινον τον βρηκε στη μπανιερα , μεσα στ'αφρο-
λουτρα πνιγμενο.Λαχταρησε και γυρισε πισω
αναστατωμενη.Βρηκε τον Αγαμεμνονα να ται-
ζει το παιδι , του ειπε το συμβαν ,ο αλλος ουτε,
που το ακουσε ,συνεχισε να παιζει με το παιδι
Σε λιγο εφτασε μαντατοφορος με το μακα-
βριο κι αισχιστο νεο:Ο κυρ -Αιγισθος δολοφο-
νηθηκε.
Συγκρατηθηκε να μην ουρλιαξει , ζητησε τη
μικρη Ηλεκτρα , την φωναξαν , ελειπε. Οταν
γυρισε της ομολογησε το αμαρτημα της ,στο
τελος τη φιλησε στα μαγουλα κι αποσυρθηκε
στο εσωτερικο του σπιτιου.
Ολα εγιναν καθως πρεπει , με τους λογους,
τους ολοφυρμους και τα γογγυτα.Απο την ε-
πομενη μερα ολοι ηταν φιλικοι μαζι της ,
της εδειχναν μεγαλο σεβασμο.Αυτη προσποι-
ουνταν , υποκρινομενη , την ηρεμη , την αξι-
οπρεπη και τη νυχτα κρυφα κοιτουσε το ει-
δωλο της , τραβουσε τα μαλλια και ξεσκιζε
τα στηθη , στα βουβα.Ο Αγαμεμνονας ειχε
πεθανει , η μικρη αρραβωνιαστηκε κι ο
Ορεστης φανταρος , με λαχταρα τον περι-
μενει να ερθει στη πατριδα με αδεια
.
.
Κλυταιμνηστρα-χ.ν.κουβελης

στη σάλα πάνω στο τραπέζι η γυάλα με το μικρό ψάρι απο το ραδιόφωνο ακούγεται ένα
τραγούδι του Αττικ μαραμένα τα γιουλια με τη φωνή της Δαναης κοιτάζει τα δάχτυλα
του δεξιού χεριού της πέντε δάχτυλα σε τι χρειάζονται τα δάχτυλα επιμηκύνουν το σώμα
μπορεί να τα στολισεις με δαχτυλίδια να σηκώσεις το νερό και να πέσει στη λεκάνη
ομοκεντροι κύκλοι ο Αγαμεμνωνας γύρισε σέρνει κοντά του αμοροζα μια Κασσανδρα
λέει πως είναι μάγισσα αυτά σοφιζονται οι απατεωνισες να τρώνε τα λεφτά του αφελη
κοσμάκη αν προβλέπε θα προβλεπτε κι αυτά που μελλονται να τους συμβουν μαύρα
σκοτάδια έχει για το λουτρό για το δίχτυ για την εκδίκηση έπειτα τι φταίει αυτή άπραγη
κοπέλα μου λέτε να σας πω συνέχεια στο ράδιο κοιτάζει στο καθρέφτη το πρόσωπο της
αδιαφανο μάσκα σκληρών συμβαντων μικρό κορίτσι φορούσε γαλάζια πόδια κι άσπρη
πλατιά κορδέλα στα μαλλιά κι έπαιρνε μέρος στις παρελάσεις των εθνικών γιορτών γιατί
να γιορτάζουμε τους εμφυλίους μας θυμάται και τα καλοκαίρια στη θάλασσα τις παρέες
με  τις κοπέλες κάθε μια χάθηκε όλες στην ανωνυμία μια Ελενη με μακριά μαύρα μαλλιά
μια Κωνσταντινα με ωραίο χαμόγελο που να τρώνε τις μέρες τους κοίταξε το μεγάλο
ρολόι στον τοίχο απέναντι απ' τ ' ανατολικό παράθυρο η ώρα πέρασε ο Αιγισθος δεν
γύρισε φοβήθηκε μήπως του'στησαν ενέδρα και τον ξεκαναν άκουσε τη φωνή του Ορεστη
πηγε στο παράθυρο είδε το παιδί έπαιζε μ'αλλά παιδιά κλωτσουσαν μια μπάλα πολύ ζωηρό
αυτό το παιδί την είδε και την χαιρέτησε ένιωσε μέσα της λύπη τι θα συμβεί στο μέλλον
πιασμένοι σφιχτά στο δίχτυ της Ιστορίας
.
.
ΣΕ ΓΑΛΑΖΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΣΚΗΝΙΚΟ-χ.ν.κουβελης

η γυναικα κοιταζει τη καρεκλα
''η σκια της'' μονολογει -τι εγινε η σκια της;-
στο τραπεζι το ασπρο τραπεζομαντηλο
το ποτηρι με τα κοκκινα τρανταφυλλα
''στο καθρεφτη'' χτενιζει τα μαλλια της
εισαι ομορφη,ακουει
το σπιτι βουλιαζει στη μνημη
το σπιτι
θυμαται τους αντρες της τον Αιαντα τον Αχιλλεα
τον Αγαμεμνονα καποιον Κωστα εναν αλλον απο το Βολο
ανοιγει τη ντουλαπα,ψαχνει στα ρουχα
''αυτο το λευκο κομπινεζον''εκεινος της το χαρισε
το'θελε διαφανο να βλεπει,δεν του χαλασε χατιρι
βουλιαζει στη μνημη οπως φαλλος σε αιδοιο αρσενικο σε θηλυκο
βουλιαζει στη μνημη
''η σκια'' η σκια μου,μονολογει
εκεινη τη μερα στη θαλασσα φορουσε ενα κοκκινο μαγιο
 καθονταν στον ισκιο κατω απο μια κιτρινη ομπρελα
καποιος την πλησιασε και την ρωτησε τη ωρα ειναι,απαντησε 12 και 10,
τη θυμαται καθαρα την ωρα ακριβως,τωρα το ρολοι στο τοιχο δειχνει
12 και 10,ποσοι αιωνες περασαν; η' δεν περασε στιγμη;
''ποια αιωνιοτητα'' μας κλεινει
εκεινος ο αντρας απο που ηρθε και τι ρωτησε
ποιο ειναι τ'ονομα σου
τον βλεπει στον καθρεφτη να γδυνεται,θελει να γυρισει να δει,
γυριζει,τον βλεπει
''πως ηρθες ως εδω;''
σκια,πως ηρθες ως εδω;
οταν γεννησε τον Ορεστη ο αντρας της ελειπε
οταν γυρισε το παιδι δεν τον γνωριζε
''μανα ποιος ειναι αυτος ο ξενος;''τι θελει στο κρεβατι σου
δεκα χρονων ηταν δεν ηταν
αν του εξηγουσα δεν θα καταλαβαινε
''Ορεστη,μη,ειμαι η μανα σου'' αυτη που σε γεννησε
τι ζουμε και τι μας συμβαινει και τι δεν μας συμβαινει
και τι δεν ζουμε
ειχανε στο πατρικο σπιτι μια συκια και μια στερνα
το καλοκαιρι η συκια εκανε μεγαλα γλυκα συκα
''στη στερνα ειχα ριξει χρυσοψαρα και τα ταιζα
τους εριχνα αποφλοιωμενο αρακα και βρασμενες πατατες''
τα εβαζε στο μπλεντερ και τα εκανε μικρα κομματακια,
''τα χρυσοψαρα  μου ηταν Καράσσιος ο χρυσόχρους ο χρυσόχρους
και ανήκαν στην οικογένεια Κυπρινίδες''
''κοιταξε ποσο ομορφο πορτοκαλοκοκκινο χρωμα εχουν''
βουλιαζει στη μνημη
''εφερε τη Κασσανδρα'',η' δεν θυμαμαι καλα και την ελεγαν Ελενη,
μπορει να την ελεγαν Κασσανδρα η' Ελενη,
γρηγορα κυλησε στις σκιες,εκεινη κι ο αντρας
σκιες,
''το δωματιο γεμισε σκιες'' γεμιζει,αλλες καθονται απεναντι της στον καναπε
αμιλητες,αλλες κρεμουν τα ρουχα τους στις κρεμαστρες,σαν δερματα ζωων
που σφαχτηκαν,αλλες στεκονται ορθιες σκοτεινες,δεν ξερεις τι θελουν
''εχει φεγγαρι '' πανσεληνο αποψε
φταιει το φεγγαρι το φως του
για τις σκιες
.
.
ΣΤΡΟΜΒΟΙ ΟΡΕΣΤΕΙΑΣ-χ.ν.κουβελης

εγιναν η'δεν εγιναν οι φονοι
στη πολυχρυσοιο Μυκυνης;
η' στα περιχωρα της Ομονοιας,η' στο Συνταγμα,
η' στη Τριτη Σεπτεμβριου
εκεινος ο τυχοδιωχτης παλικαρας Αιγισθος
τον παραμονευτη της βασιλισσας Κλυταιμνηστρας
[η' Μαριας κατ'αλλην εκδοχην]σ'ερημο νησι
σ'αβατον ερημια εξορισε,κι εκεινη ,τετοιος τεχνιτης του ερωτα ηταν,
στα διχτυα του επιασε και κοιμονταν μοιχαλιδα στο κρεβατι του
επειτα οταν γυρισε νικητης και τροπαιουχος μεσα στην ερημη Λαρισσα
ο Αγαμεμνωνας
τον εσφαξε σαν αρνι η' σαν μοσχαρι
κι η κραυγη της δολοφονημενης Κασσανδρας κυλησε
σαν βροντη στο εσωτερικο του καθρεφτη της
κι εσπασε το ωραιο προσωπο σε χιλια κομματια
καθως την εσφαζε σ'ονειρο η' στο ξυπνιο ,η φονισσα,
κι αυτη με τη σειρα θα την εσφαζε το παιδι της
σαν ερχονταν ο καιρος
ειτε στο Αργος στις Μυκηνες
ειτε στη Λακωνια στις Αμυκλες
ειτε στην Πινδο ειτε στη Θεσσαλονικη
στην Ελλαδα ολη
οι σκοτωμοι
-να βοηθησει τον εραστη της η' να εκδικηθει
για την κορη της
στον Κυκλο των Νοστων εγιναν αυτα,
αυτη η Ιστορια,
ειναι και τα πολλα ανοσιουργηματα,που βαραινουν
τα τραπεζια στο θυεστειο δειπνο
κι η μοιχεια της Αεροπης κι η καταρα της Αφροδιτης
στην Κλυταιμνηστρα και στην Ελενη
κι η δολοφονια του Γρηγορη Λαμπρακη κι ο χαμος
του Γιωργου στην Αλβανια το 1940
-Ατρειδες,με δυνατο κοφτερο πελεκι του ανοιξε στα δυο
το κεφαλι
πλανευτηκε στη μοιχεια κι εκει ξαπλωμενη τη βρηκε
ο Λακωνας Ορεστης
την εσυρε απ'τα μαλλια δεν την λυπηθηκε
κι ας ηταν μανα του κι ας βυζαξε το γαλα της
την σκοτωσε

Τι μηχανευτηκε απ'ολα αυτα τα συμβαντα
για τους Αθηναιους ο Αισχυλος του Ευφοριωνος;
την ανοιξη του 458π.Χ,η' το χειμωνα του 44 καταφερε
να κερδισει το α' βραβειο με την Τριλογια Ορεστεια
κι ενα σατυρικο δραμα ακολουθησε,ο Πρωτεας,
[εμπνευσμενο απο στιχους της δ' ραψωδιας της Οδυσσειας]
ο Μενελαος απο το στομα του Πρωτεα στην Αιγυπτο
μαθαινει τον φονο του αδερφου του

κι ακουστηκε τρομερο το στασιμο των Χοηφορων

Πολλα μεν γα τρεφει δεινα δειματων αχη
ποντιαι τ'αγκαλαι κνωδαλων ανταιων βροτοισι
βλαστουσι και πεδαιχμιοι
λαμπαδες πεδαοροι
πτανα τε και πεδοβαμονα κ'ανεμοεντα
αν αιγιδων φρασαι κοτον
Αλλ'υπερτολμον ανδρος φρονημα τις λεγοι
και γυναικων φρεσιν
τλημονων παντολμους
ερωτας αταισι συννομους βροτων;
ξυζυγους δ'ομαυλιας
θηλυκρατης απερωτος ερως παρανικα
κνωδαλων τε και βροτων

συμφωνα φωνηεντα λεξεις
αριφνητα πληθη
ηχων

και μην εργω κουκ ετι μυθω
χθων σεσαλευται
.
.
Cantor / Godel = Αριστοτελης / Πλατων
[Cantor . Πλατων equals Αριστοτελης . Codel ]-χ.ν.κουβελης

δηλον γαρ οτι τον παντα χρονον
εστιν η' ουκ εστιν ανθρωπος
.
[ α ]
.
Je n'ai pas vu
.......................το προσωπο εκεινου του Ελπηνορα
στη διαδοχη των γεγονοτων:''...παιδα δ'ελων[το παιδι
αρπαζοντας]
εκ κολπου ευπλοκαμοιο τιθηνης,ριψε ποδος τεταγων
απο πυργου,τον δε πεσοντα ελλαβε πορφυρεος
θανατος και μοιρα κραταιη'' για τον Αστυανακτα
αυτα εγιναν,κι επειτα επεσε απ'την ταρατσα
ο Ελπηνορας ,και τσακιστηκε το σωμα του,κι
η ψυχη του πεταξε αταφη στον Αδη........... στην
ερυθρομορφη κυλικα η Κλυταιμνηστρα , σηκωνει
το τσεκουρι να κοψει το κεφαλι της Κασσανδρας,
πισω ενα δεντρο.............................. τι πετυχαινει
σε μας η μυθολογια;............. Multi-Levels αιωνων
The CRIME , το ΕΓΚΛΗΜΑ ....................πλησιασε
τον Οδυσσεα, η σκια εκεινου του Ελπηνορα
'' η περσεφανεια του Αστυανακτα θα μας χασει''
ειπε,.............................................. και πισω
γυριζοντας , πικραμενος ,χαθηκε
σκια μεσα στις σκιες
.
[ταχ'αν ειη η αρετη ουκ επιστημης τις;]
.
..........................................wir gehen
von der Hypothese aus
.
.
[ β ]
.
I've been listening in all these Histories
he tried to explain in words ,so to speak with data
πολιν ευ διοικειν
..........................................yeux en amande
in Gegensatz , au spectacteur
..ne laisse pas entrevoir les details du symmetrie
οτι πασα η μετα δικαιοσυνης
πραξις αρετη εστιν...........................................the
..............various aspects of barbarie form[ed] man
..............with this vision the naturalness
..............with the maxims of reason.................the
return of reason,............................................ the
intelligence, appears to be opposite
............in this [ dramatic ] text
ικανως σοι ,η' αλλως πως ζητεις;..................... die
Koexistenz der menschlichen Korpers
oder waren Periode uber die Materie
ου παντες δοκουσι σοι των αγαθων επιθυμειν;
Autre coincidence:elle etait d'un societe
en crise............................... [ en crime ]
....d' Eschyle -Les rossignols en filet d'or
et d' Euripide-Le memoire , est la fleuve
....de ses doigs so ,............................even
in works are echoes of the objective world
the Ideas and the emotions
και παντα χρηματα ,ουκ εστιν οτι ου μεμαθηκεν
At the far left a woman turns her head upward
to scream out – She should accept no lovers
'' hold one apple '' for Atalanta............once
they have taken off their cloths remains
a flock of wild strawberries..........in that
[enormous]transfiguration of bird...... Take ,Picasso,
..........................................................for example
modifying Art......................... wir
sollten Sie als [ Guns ] betrachten
............La vide de la pierre
............une rive enferme dans [sa][ta] tete
οτι αυτη εστιν ανδρος αρετη,
ικανου ειναι τα της πολεως πραττειν
.......................................................Cette pierre-ci
brisa la mal du menteur.................... Et a la fin,
nous ne sommes pas........................ La nuit
etait un corps perdu dans le roulement
de la vague,.................... La memoire
plenty newspapers cutting
of reality , objects trouve ,
...........................a speeding automobile enters
the Time Front..... a question will return everytime
the Aion ,in the greatest variety of political
ways
πειρω ειπειν ,ινα και γενηται σοι μελετη
προς την περι της αρετης αποκρισιν
Sie aufgerecht in frontaler Position stehend
frei , Wahrheiten des Korpers......... turning away
from a world that is quite deliberately destroying
itself.......................qui pourra se faire entendre;
πειρασομαι δη και εγω σοι ουτως ειπειν
.
.
[ γ ]
.
λεγω, in its original sense ρωτωντας
για την Κυπριδα ευναια , e-u - na -e,
στο κρεβατι δηλαδη,σταγονες ταυρου η Ευρωπη
Europe
the reference is clear[καθαρη]:after
the dragon slain by Cadmus φονωι
βροτων
Let's now return to ανδρες επτα,
ταυροσφαγουντες the citizens of Thebes
ζητησαν την κεφαλη του Οιδιποδα επι πινακι
upon an argent plate αιμασσοντας εν Οφθαλμοις
.
It is a well known fact
.
.
[ δ ]
.'
'Τι δεντρο ειν'αυτο:''...................... - no response
καμια απαντηση .....................''Τι δεντρο ειν'αυτο;''
''μυριζει ομορφα''........................... -no response
η Προς τους Γαλαξειδιωτες Επιστολη του Οδυσσεα
Ανδρουτσου
Δεν τηρατε πως τιποτα δεν μας απομεινε;
..........................................................To Sum Up
με δυο [σειρες] αμυγδαλιες εμαθε να μετραει
Sun-Tractor αροτρει ουρανον
φως Light Lit Licht ΦΩΣ
ηχους απο ελαφια
φλοισβο με το φλοισβο εσυρε το νερο
Αχρειε,ου γαρ τι μαλλον μη φυγηις το μορσιμον
τον σκοτωσε ο Ορεστης τον Αιγισθο,
ως και Αιγισθος Αγαμεμνονιδι τον δ'εκτανε
νοστησαντα
και κεινος ο Ελπηνορας για ποιες ατασθαλιες
χαθηκε; στη συνεχεια της διηγησης
αυτοι ατασθαλα μηχανοωντες.......... La Voix
de l' epoque, απολλυωνται απανταπασιν
in a form of writing
.
.
συγκλινοντας και αποκλινοντας τις Ιδεες,
οπως το ακκορντεον μαζευει κι απλωνει
τους ρυθμους της μουσικης,
ο ανθρωπος προχωρει
.
.
Εμοι μεν ειρηται΄ει δε μη ορθως λεγω,
σον εργον λαμβανει λογον και ελεγχειν
.
.
.



Χρυσοθεμις-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Η ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ ΣΤΙΣ ΜΥΚΗΝΕΣ-χ.ν.κουβελης

απ'το δυτικο μεγαλο παραθυρο εβλεπε περα τον αργολικο καμπο να διαλυεται
ενδοξος στο διαχυτο φως
τα καρπουζια αυτη την εποχη εσκαγαν ορμητικα κοκκινα μεσα στον ζεστο ηλιο
το σωμα της δροσιζε ενα απαλο αερακι και τ'αρωματιζε ηδονικα περνοντας μεσα
απ'τις ανθισμενες λεμονιες
αυτη ηταν γηινη,ηθελε να ζησει ησυχα,να ειναι ηρεμη,μια ζωη κανονικη
η κιτρινη πεταλουδα π'απλωνει και μαζευει χορευτικα τη σκια της στα νερα
μεσα στα μισοβυθισμενα νουφαρα
ο αρραβωνιαστικος της ειχε τουριστικο καταστημα στο Ναυπλιο ''ΟΙ ΑΤΡΕΙΔΕΣ''
πουλουσε greek souvenirs χαλκινα και μπρουτζινα αγαλματακια στους τουριστες
που επισκεπτονταν το θεατρο στην Επιδαυρο
θυμαται με τι μανια αγοραζαν τη μασκα του Αγαμεμνωνα μετα την παρασταση
των ''Χοηφορων' του Αισχυλου
μια μασκα,ενα κενο,μια ιδεοληψια
εκεινη τη μερα γυριζοντας σπιτι της ειπε με σιγουρη φωνη για πρωτη φορα
πως δεν νοιαζεται για την εκδικηση της ,δεν δινει δεκαρα και να μην την υπολογιζει
την μανα την αγαπαει,ο Αιγισθος εχει παλιες αλυτες διαφορες με τους Ατρειδες,
δεν θελει,της το τονισε φωναζοντας δυνατα πιανοντας το προσωπο της και
κοιτωντας την στα ματια βαθια μεσα,να μπλεχτει στο διχτυ της εξουσιας,
να την αφησει ησυχη,
εκεινη δεν αντεδρασε,δεν ειπε λεξη,εφυγε και κλειστηκε στη καμαρα της,
την ειδανε να βγαινει μετα απο πολλες ωρες,ειχε τα μαλλια τραβηγμενα δεμενα πισω
ελευθερο το μετωπο τα ματια μακιγιαρισμενα εντονα με γαλαζιο σκουρο μολυβι
φορουσε ενα στενο κοκκινο μακρυ φορεμα και μαυρα παπουτσια χωρις τακουνι
ποσο κομψη κι αγερωχη ηταν ποσο αταλαντευτη βαδιζε
χαθηκε μεσα στα δεντρα του κηπου
εκεινη ετοιμαζε τις βαλιτζες της ,καλεσε ταξι,θα πηγαινε στο Ναυπλιο,επρεπε να
ετοιμασουν το σπιτι που θα εμεναν μετα το γαμο,
σε λιγο ηρθε το ταξι,κορναρισε να κατεβει,
φευγοντας την ειδε ,η' της φανηκε να την ειδε,να φαινεται και να χανεται μεσα
στους κορμους των δεντρων
εκλεισε τα ματια και σκεφτηκε
αραγε σε ποια πραγματικοτητα υπαρχουμε κι ειμαστε τοσο ξεχωρισμενες;
ποιος εχει δικιο και ποιος αδικο;
και τι αληθεια συμβαινει;
.
.
.

















Ηλεκτρα Electra-χ. ν. κουβελης c.n.couvelis

Ηλεκτρα-χ. ν. κουβελης

μικρή θυμάμαι με πήρε ο πατέρας και με πήγε στο θέατρο, ήτανε και η μητέρα, με είχαν
ανάμεσα τους, εγώ κοιμήθηκα, προς το τέλος ξύπνησα, οι θεατές όρθιοι χειροκροτουσαν
τους ηθοποιούς,ητανε πανσέληνος, στο σπίτι ρωτούσα τη μάνα να μου πει για το έργο,
"έλα πρέπει να κοιμηθεις" εκείνη αρνιονταν "πέρασε η ώρα,είναι μεσανυχτα" , δεν είχα
ύπνο, επεμενα,μου είπε την ιστορία, ο θείος του Αμλετ σκότωσε τον πατέρα του κι εκείνος
ζητούσε εκδίκηση, μου είπε κι άλλες λεπτομέρειες, αργότερα όταν μεγαλωσα και διάβασα
το έργο κατάλαβα πως τότε μου είχε παραποιησει πολλά γεγονότα, τα είχε απόκρύψει,
απόσιωπησει , αυτός ήταν ο λόγος ν'ασχοληθω με το θέατρο,σπούδασα ηθοποιός, την
πρώτη μου παράσταση την έδωσα στην Επίδαυρο μπροστά σ'ολους τους ευγένεις Μυκηναιους
και. Αργίτες, φορούσα τη μάσκα του Αμλετ, δεν μπορεί θα μ'άκουγε από τη εξέδρα που
κάθονταν αυτή κι ο πατριός μου που μισούσα, θα την έφτανε οπωσδήποτε η φωνή σαν
κοφτερο μαχαίρι, θα'ξερε πως τα λόγια εκείνα θα'ητανε γι'αυτους μονάχα, θα τους
αποκαλυπτα το μισερο φονικό στους θεατές,όταν γύρισα σπίτι δεν πήγα να τους
καληνυχτησω όπως συνέιθιζα, έπεσα στο κρεβάτι μου και κοιμήθηκα φορώντας στο
πρόσωπο μου τη μάσκα του Αμλετ
.
.
.


Κασσανδρα-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Η ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ ΣΤΙΣ ΜΥΚΗΝΕΣ-χ.ν.κουβελης
[Αισχυλου Αγαμεμνων,αποσπασματα-μεταφραση χ.ν.κουβελης]

γιατι μ'εφερε εδω;για ποιο σκοπο;
μια παρακοπαν παραξενη πραξη βεβαια ειναι
κλεισμενη σ'ενα σκοτεινο δωματιο  γεματο καθρεφτες
το ειδωλο του,το ειδωλο μου,ποια ειναι πραγματικα;
αυτος;εγω;τα ειδωλα μας;
ακουω τον αερα στο παραθυρο,παλευει να ορμησει μεσα,
δεν φοβαμαι πια τη δινη του,θα'λεγα την περιμενω απαθης,
σκλαβα απατρις ξεριζωμενη
κοιμαται,ειναι ζωντανος;τον σκοτωσαν η΄ θα τον σκοτωσουν
η' τωρα τον σκοτωνει στο λουτρο τυλιγμενον στο διχτυ
σηκωνοντας στυγερον τε φασγανον και κατεβαζοντας το
αν πεσει το μαυρο αιμα ανθρωπου στο χωμα δεν μπορεις
να τ'αναστησεις
ηθελε,μου το επεβαλε,να φορω ετουτο το αγρηνον φορεμα,του αρεσει,λεει,
να βλεπει μεσα απ'το δικτυωτο ρουχο τα ποδια μου τη κοιλια μου γυμνη
και τ'ασπρα στηθη μου,σαν γυπαετος λαφινα
δεν θελω πια μαντικα να μιλαω,εδω προκειται για την Ιστορια,για τοσα γεγονοτα
τὸν πάθει ου μάθος,τα ελληνικα ξερω καλα,αυτος δεν εμαθε απ'τα παθηματα του,
ουτε του ζοφερου κυκλου του Θυεστη και του Ατρεα εχει μνημη,και πως ο Αιγισθος
ο γονος αιαζει εκδικησιν
ουτε θυμαται,ουτε και βεβαια λυπαται τον Τανταλο σφαζοντας τον αυτον και
το βρεφος κι αρπαζοντας την γυναικα του Κλυταιμηστρα γυναικα του
για αρπαγες γυναικων δεν γινονται οι πολεμοι;δεν το ξερει;ξεχνα την  ἑλέναυ ἕλανδρον
και ἑλέπτολιν Ελενην;
κι εγω,σε τι υπαιτια ειμαι,να μου βαλουν με τη βια το κεφαλι στο ἐπίξηνον
και με τσεκουρι να μου κοψουν το λαιμο; ὓβρις ἂτη νέμεσις τίσις
ποσο απαλος λεπτος ειναι ο λαιμος μου! ''σαν του κυκνου ομορφος'' ακουσα καποτε
ενα στομα πανω του να ψιθυριζει
κοιμαται,οχι δεν κοιμαται,ξυπνιος ειναι,και η ἀνδρόβουλος κέαρ γυναικός
Κλυταιμνηστρα με ρητορειες και πλανα λογια τον πλανευει και τον στηνει κλυτον
τροπαιοφορον ανδρα πανω σε πορφυρα χαλια για να μη φανει το κοκκινο αιμα
της σφαγης του που σταζει
''Ιδου ο Εξοχοτατος ο Μεγας Αγαμεμνων!''
και τρομαζει τα παιδια,τον Ορεστη και την Ηλεκτρα,ιδιαιτερα την Ηλεκτρα,
κι αυτη η δυνατη ατελειωτη μουσικη,εκοφαντικη,διθυραμβοι και παιανιζοντες λογοι
εγω σιγῶ· βοῦς ἐπὶ γλώσσῃ μέγας βέβηκεν
ξερω τα ελληνικα καλα,γιατι δεν μιλω;τι φοβαμαι; η' μηπως εκδικουμαι το εαλω
της πολις μου;
αν θελησω να μιλησω σ'αυτους που ξερουν δεν θα μ'ακουσουν
ουτε κι αυτοι που δεν ξερουν θα θελησουν να μ'ακουσουν
ὡς ἑκὼν ἐγὼ
μαθοῦσιν αὐδῶ κοὐ μαθοῦσι λήθομαι.
οἶκος δ᾽ αὐτός, εἰ φθογγὴν λάβοι,
σαφέστατ᾽ ἂν λέξειεν·
αυτο το σπιτι,αν αποκτησει φωνη
πολυ καθαρα θα τα πει
εγω'μαι ξενη,μια βαρβαρη,ας γινουν  τοτε ολα συμφωνα με τους νομους τους,
την αναγκη της Ατης η' οπως αλλιως ονομαζουν τη Δικη
να πληρωσουν να ξεπληρωσουν  στους δικηφορους ανθρωπους η' δαιμονες
ξημερωσε,ακουγονται η ηχοι της μερας,το πρωτο αυτοκινητο που περασε,
καθε μερα ακριβως στις οκτω και πεντε,
κοιταζω το ειδωλο του στον καθρεφτη,καθαρο,σε μια μεγαλη πλακοστρωτη αυλη
ασπρα μαυρα τετραγωνα πλακακια σαν τεραστια σκακιερα κινειται προσπαθει
να ξεφυγει απο κατι,δεν ξεχωριζω,ανθρωπο η' ζωο,ουρλιαζει,τον βλεπω αλλα
δεν τον ακουω,παλευει με κατι,ισα που βλεπω τα ποδια του,αυτος η' αυτο
με το οποιο μαχεται τον εξσφεντονιζει πανω στο μεγαλο κρεβατι του δωματιου,
ακουω το τρανταγμα,γυριζω και τον βλεπω,
κοιμαται
τωρα εκεινος κοιμαται κι ειναι σφαγιασμενος
ανδρας απ'τη γυναικα του
τωρα εκεινη κομπαζει κι ειναι δολοφονημενη
μανα απ'τα παιδια της
εγω αναμεσα τους ερμαια,ονομα η Κασσανδρα,
υποκριτια στη παρασταση του   Αγαμεμνωνα του Αισχυλου το 558 π.Χ στο θεατρο
του Διονυσου κατω απο την Ακροπολη της Αθηνας  και κοντα στον Αρειο Παγο
ενα φεγγαρι λειψο μου γρατζουναει τα μαλλια
ολη τη νυχτα
προχθες πηρα τον μικρο Ορεστη και πηγαμε στο Αργος,ψωνισαμε στη λαικη αγορα
καρπουζια και μυρωδικα πεπονια,κοκκινες ντοματες,
ανοιξαμε ενα καρπουζι,κατακοκκινη μεσα η σαρκα του,το κοψαμε με το μαχαιρι
και καθισαμε στο παρκο να το φαγαμε,
το παιδι δαγκωνοντας τη φετα το'τρωγε,γελουσε,τι ξερουν,αληθεια τα παιδια
για τους μεγαλους;
με τα κουκουτσια ταισαμε τις παπιες στη λιμνουλα,
επειτα πηγαμε κουκλοθεατρο,
ξερεις ελληνικα; με ρωτησε,θελω να μου εξηγεις,
τωρα τι λεει ακριβως αυτη η γυναικα;
–ταῦτ' ἀπάγγειλον πόσει·
ἥκειν ὅπως τάχιστ' ἐράσμιον πόλει·    605
γυναῖκα πιστὴν δ' ἐν δόμοις εὕροι μολὼν
οἵανπερ οὖν ἔλειπε, δωμάτων κύνα,
ἐσθλὴν ἐκείνῳ, πολεμίαν τοῖς δύσφροσιν,
καὶ τἄλλ' ὁμοίαν πάντα, σημαντήριον
οὐδὲν διαφθείρασαν ἐν μήκει χρόνου.    610
οὐδ' οἶδα τέρψιν οὐδ' ἐπίψογον φάτιν
ἄλλου πρὸς ἀνδρὸς μᾶλλον ἢ χαλκοῦ βαφάς.

αυτα λεει
–τουτα ν'αναγγειλεις στον συζυγο.
να'ρθει οσο πιο γρηγορα στην λατρεμενη πολι. 605
γυναικα πιστη στο σπιτι θα'βρει ερχομενος
ιδια οπως την αφησε,του σπιτιου φυλακας σκυλα,
αξια σ'εκεινον,πολεμια σ'οσους εχθρικα σκεφτονται,
και στ'αλλα ιδια παντα,σφραγιδα
καμια δεν κατεστρεψε στο περασμα του χρονου.610    
ουτε γνωρισα ηδονη ουτ'ατιμωτικο λογο
απ'αλλον αντρα,πιο πολυ απ'του χαλκου τη βαφη.

οταν γυρνουσαμε αργα  τ'απογευμα σπιτι με το λεωφορειο μου ειπε
τοιόσδ' ὁ κόμπος, τῆς ἀληθείας γέμων,
οὐκ αἰσχρὸς ὡς γυναικὶ γενναίᾳ λακεῖν
τρομαξα που καταλαβε το παιδι,κοιταξα τον ηλιο στη δυση του,κοκκινος
εκαιγε τ'αμπελια και τα ελαιοδεντρα του Αργους μια πυρκαγια
τετοιος κομπασμος,γεματος αληθεια,
ντροπη δεν ειναι απ'το στομα γυναικας ευγενικης γενιας να ξεφευγει
αυτο ''τῆς ἀληθείας γέμων'',σκεφτομαι,καθως τον κοιταζω τωρα να κοιμαται,
εγινε η' θα γινει η' τωρα τωρα ακριβως γινεται
το τῆς ἀληθείας γέμων
.
.
.


Ηλεκτρα η' Λαοδικη-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Άκουσε να την φωναζουν "Ηλεκτρα" ξαφνιαστηκε,
ποιος την ήξερε εδώ μ'αυτο το ονομα;
ειδε τον άντρα,ενας άγνωστος,"είμαι ο Ορεστης"
ταράχτηκε,οχι δεν ήταν ο Ορεστης,"με λένε Λαοδικη"
"δεν κάνω λάθος ή Ηλεκτρα εισαι"
το πρόσωπό του άντρα λυπημένο,η' θυμωμένο
τωρα που ολ'αυτα τα θυμάται στο σπίτι
τα γεγονότα έγιναν,οπως έπρεπε να γινουν
το χρέος,απεναντι σε τι δεν ξέρει,εκπληρωθηκε
εκεινος ο άντρας τι ζητάει; ή μάνα πάει ο Αιγισθος πάει
τελείωσε ο κύκλος,τι να επαναληφθεί πια;
φταιει που χτενίζει τα μαλλιά μ'αυτο τον τρόπο,
και την γνωρισε,
με τον ίδιο τρόπο όπως τότε,ηθελε να θυμαται,πρεπει ν'αλλαξει
χτένισμα,κινδυνευει,εδω οι νόμοι είναι αυστηροί,κι ή πράξη
δεν έχει παραγραφει,
διαρκεί,δεν έχει σημασία ,μία στιγμή η' αιώνια
στη μνήμη η' στη πραγματικότητα η' στο όνειρο
μέσα στις Μυκηνες η' μέσα στο Αργός ή' μέσα στην Ελλαδα όλη ή δολοφονια
"Ηλεκτρα,ειναι τ'ονομα μου,Ηλεκτρα,κι όχι Λαοδικη"
ο νεαρός αντρας δεν την πιστεύει "λες ψέματα"
κι απομακρύνεται ,
και μένει μόνη έρημη μέσα στη σκηνή του θεάτρου
εγκλεισμενη
κι εκεινο το πάθος ανυπέρβλητο την κατακλύζει
κανένας,κοιταζει,θεατης στις κερκίδες,
ο ηλιος με το φως του γδερνει τα μάρμαρα
και το φεγγάρι αργά το βράδυ τα βουλιαζει στο σκοταδι
γυριζει το πρόσωπο της στο καθρέφτη,δεν φοβάται,
το πιάνει με τα δυο της χέρια το τραντάζει η' το χαιδευει

"Ηλεκτρα"φωναζει
.
.
.


Αρχαικο-neon light-4μ χ 6μ-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

εντονη έκταση Κλυταιμνηστας-χ.ν.κουβελης

λευκό σεντόνι η Ελένη μια χρυσή σφεντόνα στο δαχτυλίδι το παιδί μωρό στη κούνια ένας
άντρας ακίνητος μπρούτζινος αερας τον περιτυλιγει το αποτύπωμα του ποδιού ένα βήμα
η Κλυταιμνηστρα ετοιμάζει το λουτρό ο Ορεστης η Ηλέκτρα σιδερωνει το πουκάμισο το
σκηνικό μεσημέρι στο θέατρο τα γεγονότα 'δεν βλέπω τη θαλασσα' φωνάζει η γυναίκα
'η Ελλάδα έχει παντού θαλασσα' 'είσαι τυφλή'της απαντάει ο άντρας, 'πότε έγινε αυτό;'
τον ρωτάει, 'δεν ξερω' της απαντάει'ίσως,όταν γεννιόνται οι άνθρωποι να τυφλώνονται,
αυτό να'ναι το τίμημα'εκείνη καθρεφτίζεται στο χρυσό δαχτυλίδι 'έχεις δικιο' του λέει'εδω
μέσα βλέπω, το νερό στο λουτρό κοκκινίζει, το κεφαλι σου βυθισμένο, σου τρώνε τη κοιλιά
τα ψάρια, εσύ δεν αναδευεις, γιατί παρατηθηκες στα χέρια μας, μια κίνηση αντίδρασης
να'κανες τώρα όλα θα'τανε αλλιώς,γιατί φορτωθηκα το φονικό σου; τι θέλει η Ηλέκτρα;
τρομερό το μίσος,μ'ομοκεντρους κύκλους με πλησιάζει, μ'αγγιζει η αναπνοή της εδω στο
λαιμό,δικοπη,μαχαίρι σχίζει το στήθος μου, το γάλα για το παιδί, θα πνίγει, σταμάτα,
κάποιος πρέπει να την σταματήσει' η Ηλέκτρα έρχεται και τη σκεπάζει με το λευκο σεντονι,
πόσο απαλά την αγκαλιαζει, στη δύση του ήλιου κοκκινίζει,βγάζει το δαχτυλίδι και το δίνει
στη κοπέλα,τώρα πια η χρυσή σφεντονα δεν της χρειαζεται, μάταιο στολίδι ειναι,τη βλεπει
να περνάει το δαχτυλιδι στον παραμεσο του αριστερού χεριού κι υστερα να κάθεται και να
κουνάει το παιδι στη κουνια
.
.
.


Κλυταιμνηστρα-χ. ν. κουβελης c.n.couvelis

πριν δύο μέρες επιστρεψανε από την Αυλίδα,
καμιά ανησυχία, όλο το σκηνικό τέλειο,σχεδιο του Καλχα,
ο όχλος πιστεύει τέτοια,
κανένας από τους Αχαιούς δεν θα αμφισβητήσει την κυριαρχία του Αγαμέμνωνα,
ούτε κι ο Αχιλλέας,
δεν νιώθει ζήλια, πάντα, από μικρή, η Ελένη ήθελε να επιδεικνύεται,
κι αυτή ήταν πολύ όμορφη, αλλά είχε επίγνωση της ανθρώπινης μάταιοτητας,
το καλλος ταχέως παρέρχεται,
βέβαια, δεν συμφώνησε, κι είναι πολύ θυμωμένη,με τη φυγαδευση της Ιφιγένειας,
κι ας την διαβεβαίωσαν πως είναι σώα και αβλαβής,
της λείπει,
ήταν πολύ διαφορετικη από την Ηλέκτρα, γλυκιά τρυφερή,
η Ηλέκτρα είναι σκληρή, τη φοβάται,
τις νύχτες την παραμονεύει, ξέρει πως δεν κοιμάται,
όσο και να φυλαγονται με τον Αιγισθο κάποια μέρα θα τους αποκαλύψει,
έχει βάλει λόγια και στον μικρό, τον Ορέστη,
σίγουρα τον ποτιζει φαρμάκι,
η μάνα είναι στο κρεβάτι μ'αλλον άντρα από τον πατέρα,
ντροπή,
το είπε στον Αιγισθο, εκείνος γέλασε, παιδί είναι θα του περάσει,
ήθελε να του πει για το ονειρο, δίσταζε,
ο Ορεστης την τυλίγει μ'ενα μαύρο ρούχο κι όλο το σφίγγει,
πόσο το σφίγγει δυνατά, θα με πνίξεις, ουρλιάζει,
κι εκεί ξυπνάει,
την ακούει, περπατάει στο δωματιο, πέρα δώθε πέρα δώθε, όλη τη νύχτα,
Ηλέκτρα, κοιμησου, της φωνάζει, ησύχασε,
την ακούει να κλαίει,
τη βρίσκει στο δωματιο, σ'ενα εκτυφλωτικό φως μπροστα στο καθρέφτη,
φοράει μια αποτρόπαια θεατρική μάσκα,
Ηλέκτρα τι κάνεις; της φωνάζει,
το φονικό σου παίζω μάνα,μη με ρωτάς γιατί, πρέπει, δεν θέλω,
είμαι ένα άβουλοι όργανο,
εκείνο το βράδυ τη πήρε στο κρεβάτι της και κοιμηθηκε εκει
.
.
.

Ηλεκτρα-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

(σχεδιαζοντας να μεταφράσει τις Χοηφορες του Αισχύλου)-χ.ν.κουβελης

(σχεδιαζοντας να μεταφράσει τις Χοηφορες του Αισχύλου)
πῶς εὔφρον᾽ εἴπω, πῶς κατεύξομαι πατρί;
πότερα λέγουσα παρὰ φίλης φίλῳ φέρειν
γυναικὸς ἀνδρί, τῆς ἐμῆς μητρὸς πάρα; 90
πως με καθαρό μυαλό να πω , πως ν'απευθυνθω στον πατέρα;
τι απ'αυτα να πω, δωρα πως φέρνω από αγαπημένη γυναίκα
στον αγαπημενο αντρα, απο τη δική μου μητέρα;
(σ'αδειο αρχαιο θεατρο η Ηλέκτρα,αυστηρή, αμίλητη, το φως του φεγγαριου έκοβε σαν
μαχαιρι φέτες το ορθιο κορμί της, 'δεν με νοιάζει αν ξημερωσει' φωναζει 'γιατί να
ξημερώσει; τι ωφελει;', στις Μυκήνες η μάνα αποφασισμένη ετοιμάζει το λουτρό,
ο Ορεστης την παραμονεύει έξω από την μισοκλειστη πόρτα, στον σκοτεινο διάδρομο,
μια κίνηση, βίαια η' απαλη, δεν έχει σημασία, κι ο κυκλος κλείνει, 'Μανα' ουρλιάζει'το νερό
είναι καυτό, θα καει', γιατί δεν την ακούει; πόσοι αδιαπεραστο τοίχοι ανάμεσα τους;
`Ορέστη, τι περιμένεις; η Ηλέκτρα είμαι, δεν ακούς;έχεις χρέος Ορεστη', το φεγγάρι της
πληγώνει τα χερια , τα χρωματιζει παραξενα ,'έχεις χρέος Ορεστη'επαναλαμβανει)
.
.
.


Κλυταιμνηστρα-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Κλυταιμνηστρα:Σκηνικο:εσωτερικου αστικου δωματιου χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
[προεκτεινοντας τον Αγαμεμνωνα του Αισχυλου στην  5η Συμφωνια του Ludwig van
Beethoven]

ανοιξε το παραθυρο
ο ανεμος,δυνατος ανεμος
εξω ειδε το δεντρο φωτισμενο,ενας καθρεφτης με χρυση
κορνιζα κρεμασμενος ,ο ανεμος εκλεισε το παραθυρο,
ξυπνησε,'Κλυταιμνηστρα'φωναξε'τι ειναι;που ειναι τα παιδια;ο Ορεστης
η Ηλεκτρα ; γιατι φορας κοκκινο φουστανι;'

αργοτερα στο θεατρο
Χορος:  σὺ δέ, Τυνδάρεω
      θύγατερ, βασίλεια Κλυταιμήστρα,
      τί χρέος; τί νέον;
Κλυταιμνηστρα: ἔστιν θάλασσα–τίς δέ νιν κατασβέσει; –
εκεινο το 'βους επί γλώσση μέγας βέβηκεν',στιχος 36,την βαραινε
'τι αληθεια σημαινει για μας'ψιθυρισε
'βους επί γλώσση μέγας βέβηκεν'
Χορος:   ὄναρ ἡμερόφαντον ἀλαίνει.στιχος 82
στα χερια η χρυση προσωπιδα πριν τη φορεσει
ενοχη εξιλεωση γνωση .Χορος: προβούλου παῖς ἄφερτος ἄτας.387
                                                        ἄκος δὲ πᾶν μάταιον.
το ειδωλο στον καθρεφτη,κλεινει τα ματια της
Χορος: κρίνω δ' ἄφθονον ὄλβον,στιχος 471

Σκηνικο:εσωτερικου αστικου δωματιου
μουσικη:Ludwig van Beethoven  5th Sinfonie c-Moll, Opus 67
Η Κλυταιμνηστρα παιζει στο πιανο,τρια,ογδοα sol και στο ιδιο fortissimo mi υφεση
Πρωτο μερος,allegro con brio, μετρο 2/4,Do ελασσονα
'αυτη η συμφωνια'σχολιαζει ο αντρας'εχει επηρεασει τον Johannes Brahms
τον Pyotr Ilyich Tchaikovsky τον Josef Anton Bruckner και τον Gustav Mahler
περισσοτερο απο την 9η συμφωνια'
'ηταν παραγγελια του κομη  της Άνω Σιλεσίας Franz von Oppersdorff'συνεχισε
η γυναικα γελασε,ειδε τα κοκκινα χειλη της,'η συμφωνια,τελικα,το 1809 εκδοθηκε
με αφιερωση στον κομη Andrej Kirillowitsch Rasumowskij'
και συνεχισε:
'o Beethoven,κατα τον γραμματεα του Anton Schindler,φαινεται να ηθελε:so das Schicksal
klopft an die Tür '
'κανει ζεστη'ειπε η γυναικα,κι απο την τσαντα της εβγαλε την βενταλια
'ναι,πολυ ζεστη'απαντησε'δεν φυσαει καθολου'
η Κλυταιμηστρα τους κοιταξε:'το β' μερος δημιουργει εντονη αντιθεση με το α' μερος'
Δευτερο μερος,andante con moto, μετρο 3/8,La υφεση μειζωνα
Ludwig van Beethoven  5th Sinfonie c-Moll, Opus 67 Πρωτο θεμα του β' μερους
Ludwig van Beethoven  5th Sinfonie c-Moll, Opus 67 Δευτερο θεμα του β'μερους
'και τωρα Τριτο μερος,allegro, μετρο 3/4, Do ελασσονα'
Τεταρτο μερος,allegro, μετρο 4/4, Do μειζονα
το κυριο θεμα sol-do-sol-me-re-do-sol στη coda ακουγεται δυο φορες
presto,7 κρουσεις τεταρτων χωρισμενες με παυσεις
στο τελος χειροκροτησαν:'Υπεροχο!Θαυμασιο!'
ο Αιγισθος την πλησιασε,κατι της ειπε στ'αυτι και βγηκαν εξω απο το δωματιο
το πιανο βαρυ ακινητο αλυγιστο

το παραθυρο ανοιξε,ο δυνατος ανεμος
γυναῖκα πιστὴν δ' ἐν δόμοις εὕροι μολὼν 606
οἵανπερ οὖν ἔλειπε, δωμάτων κύνα,
αυτη η γυναικα μεσα απο τον καθρεφτη της κανει νοηματα
'τι θελεις;'φωναζει
ενα παιδι
'γιατι ο Ορεστης τρεχει πισω σου;'


Χορος:  Δίκα δὲ λάμπει μὲν ἐν [ἀντ. δ. 771
        δυσκάπνοις δώμασιν,
        τόν τ' ἐναίσιμον τίει [βίον].

στο θεατρο se non e vero, e bon trovato
Κλυταιμνηστρα:οὕτω δ' ἔπραξα–καὶ τάδ' οὐκ ἀρνήσομαι–    1380
                             ὡς μήτε φεύγειν μήτ' ἀμύνεσθαι μόρον.
                             ἄπειρον ἀμφίβληστρον, ὥσπερ ἰχθύων,
                             περιστιχίζω

τοτε την ακουσε να λεει:
ετσι επραξα και δεν θα τ'αρνηθω
ουτ'απεφυγα ουτ'αντισταθηκα στη μοιρα
με τεραστιο διχτυ,σαν ψαρι,
τον τυλιξα
'κι ειναι αληθεια,Ορεστη,αυτο ετσι εγινε
so das Schicksal klopft an die Tür '
.
.
.


Hypothesis - χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
   
Κλυταιμνηστρα τε... - χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

η νύχτα έτριψε τριζόνια                                     
στο φως του φεγγαριου τα δεντρα           
τυλίχτηκε με κρινους να κοιμηθεί             την ξυπνησαν το πρωί                      μια χρυσή
προσωπιδα, τον γνώρισε, κομμάτια διχτυ στο στόμα του           'τραβηξτε το, να μιλησει'
φώναξε κάποιος και γέλασε           κοίταξαμε ήταν ο Αιγισθος, σε μια γωνιά σκοτεινό το
πρόσωπο της Ηλεκτρας                    ο τραβηξαν, η Κλυταιμνηστρα ξύπνησε, ο Ορέστης
ξερίζωνε τους κρινους              'μην  με ξυπνάς'του φώναξε         της πεταξε χώματα στο
προσωπο, 'η μάσκα μου είναι χρυση' ούρλιαξε                   ακούστηκε  το νερό να ποτιζει ρίζες ραδικιων στη κοιλιά της                                              'μάνα,κλείνω τη βρύση του φεγγαριου να
μην πινεις'      'θα διψασω αιωνιοτητα'               η σειρά της στη σκηνή 'θα διψασω αιωνιοτητα'
οι θεατές  χειροκροτησαν                      στ'αυτια της το ποδοβολητο της αναπνοής του,' έλιωσα
τη χρυσή προσωπιδα κι έκανα αυτά τα χρυσά δοντια' έδειξε το κενό τους         στη σκοτεινή
γωνιά η Ηλέκτρα παραμονευε δειπνιζοντας φωνες γρυλων              το φεγγάρι ανέβηκε στον
απέναντι λόφο, ενας ισχυρός άνεμος φυσηξε  αγριοσυκια        ύστερα απλώθηκε ησυχία σαν
λαδι                     ' διψαω' ακούστηκε, το χόρτο ανέπνεε, 'διψαω'                             κρίνοι την
τυλιξαν σεντόνι, 'στον ύπνο δεν κινδυνευει' μίλησε ο Ορέστης
.
.
.
-Κλυταιμνηστρα τε... -2-
.
.
.

Hypothesis - χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
   
Κλυταιμνηστρα τε... - χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

η νύχτα έτριψε τριζόνια                                     
στο φως του φεγγαριου τα δεντρα           
τυλίχτηκε με κρινους να κοιμηθεί             την
ξυπνησαν το πρωί          μια χρυσή προσωπιδα,
τον γνώρισε, κομμάτια διχτυ στο στόμα του           
'τραβηξτε το, να μιλησει' φώναξε κάποιος και
γέλασε             κοίταξαμε ήταν ο Αιγισθος, σε μια
γωνιά σκοτεινό το πρόσωπο της Ηλεκτρας                       
το τραβηξαν, η Κλυταιμνηστρα ξύπνησε, ο
Ορέστης ξερίζωνε τους κρινους                  'μην
με ξυπνάς'του φώναξε                της πεταξε
χώματα στο προσωπο, 'η μάσκα μου είναι χρυση'
ούρλιαξε                     ακούστηκε  το νερό να
ποτιζει ρίζες ραδικιων στη κοιλιά της                                                   
'μάνα,κλείνω τη βρύση του φεγγαριου να μην
πινεις'      'θα διψασω αιωνιοτητα'                   η
σειρά της στη σκηνή 'θα διψασω αιωνιοτητα' οι
θεατές  χειροκροτησαν                        στ'αυτια της
το ποδοβολητο της αναπνοής του,' έλιωσα τη
χρυσή προσωπιδα κι έκανα αυτά τα χρυσά
δοντια' έδειξε το κενό τους          στη σκοτεινή
γωνιά η Ηλέκτρα παραμονευε δειπνιζοντας
φωνες γρυλων                      το φεγγάρι ανέβηκε
στον απέναντι λόφο, ενας ισχυρός άνεμος
φυσηξε  αγριοσυκια         ύστερα απλώθηκε
ησυχία σαν λαδι                     ' διψαω' ακούστηκε,
το χόρτο ανέπνεε, 'διψαω'                                 
κρίνοι την τυλιξαν σεντόνι, 'στον ύπνο δεν
κινδυνευει' μίλησε ο Ορέστης
.
.
.


Abstract Geometricous-3μ χ 4.5μ-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΣΥΜΠΛΟΚΑ-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Was kann ich wissen?
Was soll ich tun?
Was darf ich hoffen?
Was ist der Mensch?
τη νυχτα κοιμηθηκαν σ'ενα ξενοδοχειο,οταν ξυπνησε το πρωι εκεινη κοιμονταν
ακομα και του κρατουσε σφιχτα το χερι,'ολη τη νυχτα κοιμηθηκαμε ετσι'σκεφτηκε,
αναπνεε βαθεια στον υπνο της,φοβηθηκε μηπως τη ξυπνησει και δεν τραβηξε το
χερι του,ειδε τις γεματες βαλιτζες ακουμπισμενες στην ακρη του κρεβατιου,εκανε
προσεκτικα να μη κανει θορυβο λιγο πιο περα και την κοιτουσε,
απεραντη σιωπη,οι επαναλαμβανομενες σταγονες του χρονου,ωρες,στο ρολοι,
ενας ξαφνικος καλπασμος αλογου,γυρισε το κεφαλι και κοιταξε στον καθρεφτη,
μια γυναικα με κοκκινο μακρυ φουστανι,ο δυνατος αερας της τραβουσε τα μαλλια,
τρομαξε και φωναξε τ'ονομα της,ανοιξε η πορτα,το δωματιο πλημμυρισε φως,εκλεισε
τα ματια στο δυνατο φως,'τι εγινε;'την ακουσε διπλα του,'ενα αδειανο διχτυ αφησαν,
ησυχασε'της εσφιξε το χερι,'ποιον σαν ψαρι θα πιασουν;'ρωτησε,'εσενα','ελα ησυχασε'
της εσφιξε το χερι,
Her face was flushed with pleasure
       être bien dans sa peau 
  The actors had to play in intense heat
Αγαμεμνων. τη ξενη αυτη καλα να την δεχτεις
Κλυταιμνηστρα.τη θαλασσα ποιος τωρα μπορει να ηρεμισει;
Κασσανδρα. καραραμενο σπιτι,ποσα πολλα ξερεις,
φονικα απο συγγενων χερια
και τωρα που τον αντρα με γλυκολογα σερνεις στο λουτρο
πως το τελος να πω;
The walls were painted with intense vibrant colors.
The corset girdled the woman's torso tightly.
El bajo cantó un dúo con la soprano.
Εισαι τριανταφυλλιά μου,στη
φωνή μου πεταλούδα κίτρινη,
το βλέμμα
.
.
σημειωσεις:
Milan Kundera
L’INSOUTENABLE LEGERETE DE L’ETRE
.
Pourtant, cette fois-ci, il s'endormit près d'elle. Au matin, quand il se réveilla, il constata que
Tereza qui dormait encore lui tenait la main. S'étaient-ils tenus comme ça par la main toute
la nuit ? Ça lui semblait difficilement croyable.
Elle respirait profondément dans son sommeil, elle le tenait par la main (fermement,
il n'arrivait pas à se dégager de son étreinte) et l'infiniment lourde valise était posée
à côté du lit.
Il n'osait pas dégager sa main de son étreinte de peur de la réveiller, et il se tourna très

[μεταφραση χ.ν.κουβελης]
Ομως,αυτη τη φορα,κοιμηθηκε διπλα της.Το πρωι οταν ξυπνησε,ειδε πως η Τερεζα που
κοιμονταν ακομα του κρατουσε το χερι.Ηταν κρατημενοι ετσι απ'το χερι ολη τη νυχτα;
Αυτο του φανηκε δυσκολο να το πιστεψει.
Αυτη ανεπνεε βαθεια μεσα στον υπνο της,τον κρατουσε απ'το χερι[σφιχτα,δεν θα μπορουσε
 ν'τραβηχθει απ'το κρατημα της]και η υπερβολικα γεματη βαλιτζα ηταν αφημενη στο πλαι
του κρεβατιου.
Δεν τολμουσε να τραβηξει το χερι του απ'το κρατημα της απο φοβο να μην την ξυπνησει,
και γυρισε πολυ προσεκτικα στο πλαι για να μπορει να την παρατηρει με περισσοτερη ανεση
.
.
Αισχύλος Ἀγαμέμνων

Κλυταιμνηστρα. ἔστιν θάλασσα–τίς δέ νιν κατασβέσει; –
Κασσανδρα. μισόθεον μὲν οὖν· πολλὰ συνίστορα,
αὐτόφονα, † κακὰ καρτάναι †
ἀνδρὸς σφαγεῖον καὶ πέδον ῥαντήριον
κλαιόμενα τάδε βρέφη σφαγὰς
ὀπτάς τε σάρκας πρὸς πατρὸς βεβρωμένας.
τόδε γὰρ τελεῖς; [ἀντ. δ.  τὸν ὁμοδέμνιον πόσιν
λουτροῖσι φαιδρύνασα–πῶς φράσω τέλος;
τάχος γὰρ τόδ' ἔσται· προτείνει δὲ χεὶρ ἐκ
χερὸς ὀρεγομένα

[μεταφραση χ.ν.κουβελης]
Αγαμεμνων.αυτη εδω τη ξενη καλα μεσ'στο σπιτι δεξου
Κλυταιμνηστρα. τη θαλασσα ποιος τωρα μπορει να ηρεμισει;
Κασσανδρα.καραραμενο σπιτι,ποσα πολλα ξερεις,
φονικα απο συγγενων χερια
τ'αντρα σφαγειο κι αιματος ραντιστηριο
βρεφη που σφαζονται ουρλιαζουν
ψητες σαρκες που τρωει πατερας,
αυτο θα κανεις,
τον αντρα συντροφο του κρεβατιου σου
στο λουτρο με γλυκολογα παρασερνεις,
πως το τελος να πω;
γρηγορα αυτο θα γινει,τα χερια επιθυμωντας να πνιξουν
απλωνουν
.
.
.





αρχαιο σκηνικο-c.n.couvelis χ.ν.κουβελης

ΜΙΑ ΡΗΤΟΡΙΚΗ ΣΤΙΣ ΧΟΗΦΟΡΕΣ ΤΟΥ ΑΙΣΧΥΛΟΥ-c.n.couvelis χ.ν.κουβελης

Χοηφοροι Αισχυλου,Αποσπαματα
[μεταφραση translation c.n.couvelis χ.ν.κουβελης]

μοιρασε τους ρολους
'εσυ ο Ορεστης εσυ η Κλυταιμνηστρα εσυ ο Αιγισθος'
εβαλε τη προσωπιδα 'Εγω η Ηλεκτρα'
το φεγγαρι αγγιζε το σπαθι του κυπαρισσιου
'αγρυπναω και δεν κοιμαμαι τις νυχτες
βρισκομαι σε πυκνο δασος και με κυνηγανε αγρια σκυλια'
ακουσε ψιθυρους,κοιταξε μεσα στον καθρεφτη,
'οι φονιαδες μοιχοι,ξεδιαντροπα γελανε,ως ποτε;'
πόροι τε πάντες ἐκ μιᾶς ὁδοῦ 72
<προ>βαίνοντες τὸν χερομυσῆ
φόνον καθαίροντες ἴθυσαν μάταν
και να ξεσπασουν ποταμια νερα
να καθαρισουν δεν θα μπορεσουν
τα λερωμενα του φονια χερια
ενιωσε το ψυχρο φως της μερας,ο καμπος ακινητος,
πορτοκαλιες λεμονιες αποσαρκωμενα δεντρα
εστριψε τον αντιχειρα να τον σπασει,
δεν πονουσε,
τοῖς αἰτίοις νῦν τοῦ φόνου μεμνημένη 117
τους φονιαδες τωρα μην ξεχνας
το θεατρο κατω απ'την ισχυρη πιεση του ηλιου
πνιγονταν,δεν ανεπνεε,'σβηστε το φως'ουρλιαξε,
ησυχια,μια πρασινη σαυρα κρυφτηκε στις πετρες,
ξαπλωσε στην ορχηστρα και κοιμηθηκε
αὐτῇ τέ μοι δὸς σωφρονεστέραν πολὺ    140
μητρὸς γενέσθαι χεῖρά τ᾽ εὐσεβεστέραν.
απ'τη μανα μου κανε με φρονιμοτερη
και τα χερια μου καθαροτερα
'Ιφιγενεια'ειπε'προσεξε αναμεσα στους πελατες σου
μπορει να'ναι κι ο Ορεστης,μην ξαπλωσεις μαζι του'
'εδω στη Μασσαλια,αδελφη μου Ηλεκτρα,φθανουν ναυτικοι
ξενοι πολλοι,πως να τους ξεχωρισεις;'
και τοτε της εδωσε πλεξουδα απ'τα μαλλια του,'να η πλεξουδα του'
τοὺς φιλτάτους γὰρ οἶδα νῷν ὄντας πικρούς.234
οι πιο δικοι μας,το ξερω,εχτροι μας ειναι
σε χαρτι εγραψε τα ονοματα τους,Κλυταιμνηστρα Αιγισθος,
και του'βαλε φωτια
τα γραμματα τα ειδε να λιωνουν,Κ λ υ τ α ι μ ν η σ τ ρ α  Α ι γ ι σ θ ο ς
και σταχτη να πεφτουν
οὓς ἴδοιμ᾽ ἐγώ ποτε 267
θανόντας ἐν κηκῖδι πισσήρει φλογός.
αμποτε να τους δω
στη πισσα να λιωνουν και στη φωτια
καθησε σ'ενα καφε στο Αργος,'Πολυχρυσαι Μυκηναι',
οδος Θυεστου αριθμος 11,'εσπρεσο'ειπε στο γκαρσονι,
τουριστες στο απεναντι σουβενιρ μαγαζι 'Η Κλυταιμνηστρα'
'Πολυδακρυαι,μαλλον, Μυκηναι'ειρωνευτηκε,
στο τραπεζι διπλα ενας νεαρος λοχιας μιλαγε στο κινητο,
ξεχασθηκε,
σαρκῶν ἐπαμβατῆρας ἀγρίαις γνάθοις    280
λειχῆνας ἐξέσθοντας ἀρχαίαν φύσιν·
λευκὰς δὲ κόρσας τῇδ᾽ ἐπαντέλλειν νόσῳ·
σαρκες απ'αγρια δοντια ξεσκισμενες
 το κορμι λεπρα να κατατρωει
κι ασπρες πανω στη πληγη τριχες να φυτρωνουν
'Ορεστη' ξυπνησε,
ηταν τ'ονομα του λοχια,καποιος φιλος τον φωναξε
απ'το βαθος των γεγονοτων
τοὔργον ἔστ᾽ ἐργαστέον. 298
πολλοὶ γὰρ εἰς ἓν συμπίτνουσιν ἵμεροι
ο φονος θα γινει
ολη σ'αυτο η θεληση μου
ο δικηγορος της μιλησε με την τυπικη γλωσσα της επιστημης του,
για το α ο νομος β λεει αυτο,για το γ ο νομος δ προβλεπει αυτο,
'η αυτοδικια,κυρια μου,απαγορευεται απ'τον νομο και τιμωρειται'
νομοτεχνικη φλυαρια,πληρωσε την επισκεψη κι εφυγε
ἀντὶ μὲν ἐχθρᾶς γλώσσης ἐχθρὰ
γλῶσσα τελείσθω· τοὐφειλόμενον    310
πράσσουσα Δίκη μέγ᾽ ἀυτεῖ·
ἀντὶ δὲ πληγῆς φονίας φονίαν
πληγὴν τινέτω. δράσαντι παθεῖν,
τριγέρων μῦθος τάδε φωνεῖ.
μ'εχτρα πληρωνεται η εχτρα
το χρεος να ξοφθληθει η Δικη φωναζει
με φονο ο φονος τιμωριεται
κι αυτος που'κανε κακο κακο ιδιο θα παθει
ο αρχαιος νομος αυτο προσταζει
το φεγγαρι κυλουσε στον σκοτεινο ουρανο
ευθυ σκληρο το σπαθι του κυπαρισσιου
'αγρυπναω και δεν κοιμαμαι'
κατεβηκε στην αυλη,σε καποιο παραθυρο ειδε φως,
μετα απο λιγο εσβησε,κρυβονται και παραφυλανε,
η νυχτα την εσφιγγε στο λαιμο
τί τῶνδ᾽ εὖ, τί δ᾽ ἄτερ κακῶν;338
οὐκ ἀτρίακτος ἄτα;
τι χειροτερα κακα θα γινουν;
πως η καταστροφη θα παψει;
'προβα'φωναξε
μαζευτηκαν γυρω οι ηθοποιοι
'το συναισθημα θελω,αυτουσιο' ειπε,'καταλαβατε;'ρωτησε
οι αλλοι εσκυψαν τα κεφαλια,'αυτο,ακριβως,θελω'φωναξε
ἐφυμνῆσαι γένοιτό μοι πυκά- [στρ. ε’    385
εντ᾽ ὀλολυγμὸν ἀνδρὸς
θεινομένου, γυναικός τ᾽
ὀλλυμένας·
να χαρω που πανω σε σφαγμενο αντρα
σφαγμενη γυναικα φρικτα σφαδαζει
η γλωσσα συρραξεις εμπολεμων λεξεων και ιδεων
Αυτο ειναι το γεγονος
το νερο στο μπανιο ηταν ζεστο,σαν αγκαλια μανας,
ενας κτυπος στη πορτα,
το νερο στροβιλλισε με σφυριχτο θορυβο στο σιφωνι
δίκαν δ᾽ ἐξ ἀδίκων ἀπαιτῶ.398
τιμωρια για τ'αδικα ζητω
lux in tenebris,το μαθημα των λατινικων,πρωι,Παρασκευη,
αργοτερα το μαθημα του πιανου,Frederic Chopin prelude no. 5
ο δωρικος χρωματισμος της γλωσσας,το μαθημα των Ελληνικων
ἴδεσθ᾽ Ἀτρειδᾶν τὰ λοίπα' 407
εμεις,δεστε,απ'τους Ατρειδες μειναμε
ο λοχιας Ορεστης απολυθηκε απ'το στρατο
'καλως πολιτης' υποκριτικα του ευχονταν,
οταν βρεθηκαν μονοι του ειπε 'δεν βλεπεις πως σε κοροιδευουν,
να γινεις δικος τους θελουν,να παρεις το μερος τους'
'προδοτης εγω δεν γινομαι'της απαντησε
ἔπειτ᾽ ἐγὼ νοσφίσας ὀλοίμαν.438
θα τη σφαξω κι ας χαθω
διαβασαν στις εφημεριδες της Τιρυνθας,πρωτοσελιδο
'ΜΑΝΙΑ ΚΑΤΕΛΑΒΕ ΤΗΝ ΛΥΣΙΠΠΗ ΤΗΝ ΙΦΙΑΝΑΣΣΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΦΙΝΟΗ
ειχαν και τις φωτογραφιες του
'προσεξες,Ορεστη,η Ιφιανασσα,ποσο μοιαζει στην Ιφιγενεια μας'
την αλλη μερα στην εφημεριδα ΤΑ ΝΕΑ του Αργους εγραφαν στη πρωτη σελιδα
'ο γνωστος ψυχαναλυτης Μελαμποδας,μαθητης του Freud στη Βιεννη,
ανελαβε τη θεραπεια των Προιτιδων'
μουγκριζουν σαν αγελαδες διαδοθηκαν φημες
'και τοτε,Ορεστη,θυμασαι το πρωτοσελιδο; 'ΕΜΑΣΧΑΛΙΣΘΗ Ο ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ'
ἐμασχαλίσθη δέ γ᾽,439
τον κομματιασε,και τα κομματια κατ'απ'τη μασχαλη εβαλε
ν'αποτρεψει,η ατιμη,την εκδικηση
'Η τανιφυλλος ψυχη μου'
'υλακτεει η φωνη μου'
'αζυγος εγω'
τοιαῦτ᾽ ἀκούων ἐν φρεσὶν γράφου <υ ->.    450
 μην ξεχνας τιποτα απ'αυτα π'ακους
Θεατρο,Αργιτισσες χορους ισταν γυναικων
τωρα με σμερδαλεαν φωναν
Ὀρέστης
μέμνησο λουτρῶν οἷς ἐνοσφίσθης, πάτερ.491
θυμησου το λουτρο που σ'εσφαξαν ,πατερα
Ἠλέκτρα
μέμνησο δ᾽ ἀμφίβληστρον ὡς ἐκαίνισαν.492
θυμησου το διχτυ που σ'αδειασαν και τυλιξαν μεσα
Ὀρέστης
πέδαις δ᾽ ἀχαλκεύτοις ἐθηρεύθης, πάτερ.493
στο δοκανο πιαστηκες σαν θηριο,πατερα
κνυο και αλφο το προσωπο τους
'καλυψτε το με λασπες'
το φεγγαρι καθησε στα τελευταια καθισματα του θεατρου
η μεταμορφωση
εβγαλε τη μασκα
Ὀρέστης
ἔσται  514
τὰ πάντα γάρ τις ἐκχέας ἀνθ᾽ αἵματος    520
ἑνός, μάτην ὁ μόχθος·
να γινει
οτι να κανεις το αιμα του φονου δεν ξεπλενεται
'ο μυθος λεκτικοποιει απωθημενους ασυνειδητους φοβους'
σχολιασε ο ψυχαναλυτης
'κι εδω συγκεκριμενα το φοβο της κυησης'
Ὀρέστης
ἦ καὶ πέπυσθε τοὔναρ; 526
ξερεις τ'ονειρο να πεις;
Χορός
τεκεῖν δράκοντ᾽ ἔδοξεν, ὡς αὐτὴ λέγει 527
οπως λεει,της φανηκε πως φιδι γεννησε
ἐν [ι] παιδὸς ὁρμίσαι δίκην. 529
σαν να'ταν μωρο το φροντισε
αὐτὴ προσέσχε μαζὸν ἐν τὠνείρατι. 531
η ιδια στο στηθος το βυζαξε
ὥστ᾽ ἐν γάλακτι θρόμβον αἵματος σπάσαι. 533
κι αυτο γαλα κοκκινο αιμα ρουφηξε
ἡ δ᾽ ἐξ ὕπνου κέκλαγγεν ἐπτοημένη.    535
τοτ'αυτη ξυπνησε ουρλιαζοντας τρομαγμενη
'και με την εμφανιση του στο φως διαλυεται ο φοβος'
ἐκδρακοντωθεὶς δ᾽ ἐγὼ
κτείνω νιν,   550
δρακο με γεννησε να τη σκοτωσω
'γυρω απ'το σπιτι της Ιφιγενειας'διηγηθηκε' ηταν χερσα χωραφια,
κατι κοτες εκει τσιμπολογουσαν,μια δυο λευκες ξεφλουδισμενες,
στη πορτα μια ζωγραφισμενη καρδια τρυπημενη μ'ενα βελος,οταν
ανοιξε η πορτα ετριζε'
'σε γνωρισε;'τον ρωτησε με αγωνια
διστασε
'οχι'της απαντησε
πρὶν αὐτὸν εἰπεῖν “ποδαπὸς ὁ ξένος;” νεκρὸν    575
θήσω,
πριν προφτασει να πει 'απο πουθε ειναι ο ξενος;'
θα τον σφαξω
ο αλλος κοιταξε με απορια,αυτος ενα κενο,
αδιαπεραστος,μια γατα πηδηξε τρομαγμενη απ'το κρεβατι,
καταλαβε,σκεφτηκε το σφιξιμο της θηλιας,
αυτος το τραβηγμα της σκανδαλης
αυτο,κυριοι,εγινε
κι ακουστηκε
Αἴγισθος
ἒ ἔ, ὀτοτοτοῖ. 869
ωχ!
κι ειπαμε
μάχης γὰρ δὴ κεκύρωται τέλος. 874
τελειωσε,τον σκοτωσε
και διαδοθηκε
Αἴγισθος οὐκέτ᾽ ἔστιν 877
παει ο Αιγισθος
οι τοιχοι του σπιτιου καταρρεουν,η βρυση στο μπανιο χαλασε,
πλημμυρισε νερα το δωματιο,
΄θα πνιγω'ουρλιαξε και βγηκε στην αυλη
'ποιος ειν'αυτος εδω μπροστα μου;τι θελει;
γιατι μου κλεινει το δρομο;'
σηκωνει τα ματια,βλεπει,'ελεος,παιδι μου
ἐπίσχες, ὦ παῖ, τόνδε δ᾽ αἴδεσαι, τέκνον, 896
μαστόν, πρὸς ᾧ σὺ πολλὰ δὴ βρίζων ἅμα
οὔλοισιν ἐξήμελξας εὐτραφὲς γάλα
μη,παιδι μου,αυτο σεβασου το μαστο,
νυσταζαν τα ματακια σου κι ομως
με τα χειλακια σου ρουφαγες το παχυ γαλα
φυλλα κιτρινα,σπασμενα ροδια,το τρυπανι του ηλιου ανοιγει τρυπες
στη κοιλια της,η κινηση της καρδιας και του χεριου
οὐδὲν σεβίζῃ γενεθλίους ἀράς, τέκνον
δεν φοβασαι τις καταρες της μανας,παιδι μου; 912
'μην ξεχνας πως ειμαστε ανθρωπινα πλασματα'
Κλυταιμνήστρα
ἄλγος γυναιξὶν ἀνδρὸς εἴργεσθαι, τέκνον.    920
τη θλιψη στη γυναικα ο αντρας διωχνει,παιδι μου
'καποτε,μωρο ησουνα,επαιζες μ'ενα γυαλινο μπαλακι,
το πηρες για καραμελα και το'βαλες στο στομα σου,
το καταπιες,κι εβηχες,εγω τρομαξα,θα πνιγοσουν,
σε κτυπησα στη πλατη με τη παλαμη μου,μια δυο τρεις
φορες,τρανταχτηκες και ξερασες το μπαλακι,σωθηκες'
σιωπη,σαν να'σβησε ο χρονος,
'τωρα ομως
Κλυταιμνήστρα
κτενεῖν ἔοικας, ὦ τέκνον, τὴν μητέρα.922
θα σκοτωσεις,παιδι μου,τη μανα
Ὀρέστης
σύ τοι σεαυτήν, οὐκ ἐγώ, κατακτενεῖς 923
εσυ η ιδια,οχι εγω,τον εαυτο σου σκοτωνεις
κραυγη
ὅρα, φύλαξαι μητρὸς ἐγκότους κύνας.924
ομως,φυλαξου απ'τ'αγρια της μανας σκυλια
οἲ ᾽γὼ τεκοῦσα τόνδ᾽ ὄφιν ἐθρεψάμην 928
αλι μου,τετοιο φιδι που γεννησα κι εθρεψα
αυτα,κυριοι,ειναι μαγνητοφωνημενα σε κασετα
υπαρχει,βεβαια,μια ακουσια αλλοιωση της φωνης
ἴδεσθε χώρας τὴν διπλῆν τυραννίδα 976
πατροκτόνους τε δωμάτων πορθήτορας
δεστε της χωρας τους δυο τυραννους
τους πατροκτονους και του σπιτιου ληστες
παρατηρουμε,επισης,υφολογικη ταλαντωση απο δικαστικο σε ποιητικο λεξιλογιο
ο Αιγισθος πληρωσε κατα τον νομο  το αισχος της μοιχειας
αυτη ομως,μύραινά γ᾽ εἴτ᾽ ἔχιδν᾽ ἔφυ 994
σήπειν θιγοῦσ᾽
σμερνα η' φιδι που αν σε δαγκωσει σαπιζεις
πως να την πεις;
δίκτυον μὲν οὖν,
ἄρκυν τ᾽ ἂν εἴποις καὶ ποδιστῆρας πέπλους.
διχτυ,αραχνη,θηλια
και η εμμονη,κυριοι,ακουστε,σε μια ρητορικη
ἕως δ᾽ ἔτ᾽ ἔμφρων εἰμί 1026
οσο ακομα δεν τρελαθηκα
κτανεῖν τέ φημι μητέρ᾽ οὐκ ἄνευ δίκης, 1027
πατροκτόνον μίασμα
σκοτωσα τη μανα,οχι αδικα,
τη φονισσα του πατερα,μιασμα
και τωρα οι εσωτερικες φωνες
ἐγὼ δ᾽ ἀλήτης τῆσδε γῆς ἀπόξενος, 1042
ζῶν καὶ τεθνηκὼς τάσδε κληδόνας λιπών.
περιπλανωμενος απ'αυτη τη γη διωγμενος
ζωντανος και πεθαμενος αυτο τ'ονομα αφηνωντας
γυναικες με φιδισια μαλλια ορμουν καταπανω μου
οὐκέτ᾽ ἂν μείναιμ᾽ ἐγώ.    1050
να φυγω,να μεινω δεν μπορω
ποταίνιον γὰρ αἷμά σοι χεροῖν ἔτι·    1055
φρεσκο το αιμα στα χερια σου ακομα
αἵδε πληθύουσι δή, 1057
κἀξ ὀμμάτων στάζουσιν αἷμα δυσφιλές.
πως πληθαινουν
κι απ'τα ματια τους σταζει αιμα μισος
ὑμεῖς μὲν οὐχ ὁρᾶτε τάσδ᾽, ἐγὼ δ᾽ ὁρῶ·1061
ἐλαύνομαι
δεν τις βλεπετε,ομως εγω τις βλεπω,
να φυγω να φυγω
το διφορουμενο φεγγαρι αγγιζει το κυπαρισσι
βγαζει τη προσωπιδα,η Ηλεκτρα τον ξεβαφει,'ονειρο
δεν ηταν'του λεει,'οι Ελληνες ενθαρρυνουν του διαλογους'
δειχνει το θεατρο,'ειμαστε simulacrum,
Ecce Amlet'
Χορός
ὅδε τοι μελάθροις τοῖς βασιλείοις    1065
τρίτος αὖ χειμὼν
πνεύσας γονίας ἐτελέσθη.
παιδοβόροι μὲν πρῶτον ὑπῆρξαν
μόχθοι τάλανές [τε Θυέστου]·
δεύτερον ἀνδρὸς βασίλεια πάθη·    1070
λουτροδάικτος δ᾽ ὤλετ᾽ Ἀχαιῶν
πολέμαρχος ἀνήρ·
νῦν δ᾽ αὖ τρίτος ἦλθέ ποθεν σωτήρ,
ἢ μόρον εἴπω;
ποῖ δῆτα κρανεῖ, ποῖ καταλήξει    1075
μετακοιμισθὲν μένος ἄτης;
το τριτο ξεσπασε κακο στο σπιτι
το πρωτο το Θυεστιο γευμα των παιδιων
η σφαγη στο λουτρο τ'Αχαιου Αγαμεμνωνα το δευτερο
τωρα το τριτο,σωτηρια η' ολεθρο,ειμαρμενη,πως να το πεις,
που θα τελειωσει,που θα καταληξει το μενος της ατης
.
.
.

Αρχαιο Θεατρο-c.n.couvelis χ.ν.κουβελης


Κλυταιμνηστρα  Αιγισθος Κασσανδρα Αγαμεμνων -c.n.couvelis χ.ν.κουβελης


ΚΑΣΣΑΝΔΡΑΣ ΑΤΗ-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
.
.
Αισχύλου Ἀγαμέμνων
[ edition. G. Murray, Aeschyli tragoediae, 2nd edn. Oxford: Clarendon Press,
1955 (repr. 1960): 207-274.]
Κασσανδρα[στιχοι 1215-1241]
μεταφραση translation χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Κασσανδρα
ἰοὺ ἰού, ὢ ὢ κακά.
ὑπ' αὖ με δεινὸς ὀρθομαντείας πόνος    1215
στροβεῖ ταράσσων φροιμίοις .....
ὁρᾶτε τούσδε τοὺς δόμοις ἐφημένους
νέους, ὀνείρων προσφερεῖς μορφώμασιν;
παῖδες θανόντες ὡσπερεὶ πρὸς τῶν φίλων,
χεῖρας κρεῶν πλήθοντες οἰκείας βορᾶς·    1220
σὺν ἐντέροις τε σπλάγχν', ἐποίκτιστον γέμος,
πρέπουσ' ἔχοντες, ὧν πατὴρ ἐγεύσατο.
ἐκ τῶνδε ποινάς φημι βουλεύειν τινά,
λέοντ' ἄναλκιν, ἐν λέχει στρωφώμενον
οἰκουρόν, οἴμοι, τῷ μολόντι δεσπότῃ–    1225
ἐμῷ· φέρειν γὰρ χρὴ τὸ δούλιον ζυγόν·
νεῶν τ' ἄπαρχος Ἰλίου τ' ἀναστάτης
οὐκ οἶδεν οἵα γλῶσσα, μισητῆς κυνὸς
λείξασα κἀκτείνασα φαιδρὸν οὖς δίκην,
ἄτης λαθραίου τεύξεται κακῇ τύχῃ.    1230
τοιάδε τόλμα· θῆλυς ἄρσενος φονεύς·
ἔστιν–τί νιν καλοῦσα δυσφιλὲς δάκος
τύχοιμ' ἄν; ἀμφίσβαιναν, ἢ Σκύλλαν τινὰ
οἰκοῦσαν ἐν πέτραισι, ναυτίλων βλάβην,
† θύουσαν Ἅιδου μητέρ' † ἄσπονδόν τ' Ἄρη    1235
φίλοις πνέουσαν; ὡς δ' ἐπωλολύξατο
ἡ παντότολμος, ὥσπερ ἐν μάχης τροπῇ.
δοκεῖ δὲ χαίρειν νοστίμῳ σωτηρίᾳ.
καὶ τῶνδ' ὅμοιον εἴ τι μὴ πείθω· τί γάρ;
τὸ μέλλον ἥξει. καὶ σύ μ' ἐν τάχει παρὼν    1240
ἄγαν γ' ἀληθόμαντιν οἰκτίρας ἐρεῖς.

Κασσανδρα
ωι ωι ω ω κακα
ξανα μενα φοβερη της ορθης μαντειας ωδινη 1215
στριφτογυριζει και με προμηνυματα  ταραζει
κοιταξτε αυτους εδω μπροστα στο σπιτι καθισμενους
νεους,που μ'ονειρα παρομοιοι ειναι στις μορφεςι,
παιδια που σαν να'ναι απο δικους τους σκοτωμενα,
με τα χερια γεματα κρεατα απ'τις σαρκες τους 1220
μαζι εντερα και σπλαχνα, αξιολυπητο φορτιο, 
φαινεται καθαρα να'χουν,π'ο πατερας γευτηκε.
γι'αυτα'δω εκδικηση σου λεω πως καποιος σχεδιαζειστ'αυτι ,
λιονταρι αδυναμο,που σε κρεβατια στριφογυρνα
στο σπιτι κρυμμενο,ωιμε,στον αφεντη που'θα'ρθει 1225
τον δικο μου,γιατι να φερνω πρεπει της δουλειας το ζυγο ,
και των καραβιων ο αρχηγος και του Ιλιου ο ξεθεμελιωτης
δεν ξερει ποια γλωσσα η μοχθηρη σκυλα   
γλυφοντας απλωνει ευχαριστη στ'αυτι να μοιαζει ,  ·
ολεθρο κρυφο ετοιμαζοντας κακης μοιρας   1230
τετοια τολμαει,θηλυκο τ'αρσενικου φονιας, 
με τι να καλεσω αυτο το μισητο αγριο θηριο
ταιριαζει αμφισβαινα,η Σκυλλα μηπως
που μεσ'στις πετρες κατοικει,συμφορα των ναυτικων,
τ'Αδη εξοντωντρια μανα π'αδιαλλακτη εχθρα 1235
στους δικους της πνεει,κι ετσι θριαμβευτικα ουρλιαξε
η στα παντα αψηφητη,σαν σε μαχη τρεπεται,
και φαινεται να χαιρεται με τον σωτηριο γυρισμο,
και γι'αυτα δω το ιδιο ειναι κι αν κι αν δεν πεισω,τι λοιπον;
οτ'ειναι να'ρθει θα'ρθει,και συ μενα παρων εδω 1240
γρηγορα με πολυ μεγαλη λυπη αληθη μαντισα θα πεις
.
.
ΚΑΣΣΑΝΔΡΑΣ ΑΤΗ-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

με κοιταξε,ξερω τι σκεφτηκε,'σαν τον σγουρο βασιλικο μυριζει το κορμι της,ειναι νεα,ομορφη',
την αλλη μερα με φωναξε,ηθελε να παμε οι δυο μας στο Αργος,καθησα διπλα της στο διθεσιο
κοκκινο καμπριο αυτοκινητο της,στο Αργος μου ψωνισε καινουργια ρουχα,με πηγε και στο
κομμωτηριο,υστερα καθησαμε σ'ενα κεντρικο ζαχαροπλαστειο,σταματησαν δυο γνωστες της
κυριες και την χαιρετησαν,'Κλυταιμνηστρα μου,τι κανεις;',φιληθηκαν σταυρωτα,ρωτησαν 'η
κοπελα;',γελασε,'Η Αλεξανδρα ειναι η νεα γυναικα του αντρα μου,δασκαλα πιανου','τι γυρισε
ο Αγαμεμνονας;',ρωτησε η ψηλοτερη με το κιτρινο καπελο,'ποτε;','χθες' απαντησε η Κλυται-
μνηστρα,με κοιταξαν,'μα αυτη ειναι κουκλα,και δεν φοβασαι τον Αιγισθο,μηπως τσιμπηθει μαζι
της; ξερουμε τι γυναικας ειναι',οταν εφυγαν οι κυριες ειπε,'κουτσομπολες και φαντασμενες,να
σκεφτεις εχουν κανει τρεις γαμους,η ψηλη χωρισε κι απ'τον τριτο αντρα και συζει μ'εναν πολυ
νεωτερο της',ηταν ζεστη μερα,παρα πολυς κοσμος γυρω μας,φορεσε τα μαυρα γυαλια της,'ο
Αγαμεμνονας,καποτε,πριν παει εκει' μου ειπε,'εφτιαξε σ'εναν  γλυπτη χρυσοχοο μια χρυση
μασκα,το προσωπο του',εβγαλε τα γυαλια της,ειδα το προσωπο της σκληρο,'τι εγωιστης,χρυσο
το προσωπο του',ξαναβαλε τα γυαλια της,'ο χρυσος,μου ειπε οταν μου την εδειξε,δεν σκουρια-
ζει',εβγαλε απ'τη τσαντα της ενα καθρεφτακι και το κραγιον,εβαψε τα χειλη της κοκκινα,'εκεινη
η χρυση προσωπιδα,Κασσανδρα,χαθηκε',εβαλε το καθρεφτακι και το κραγιον στη τσαντα,'δεν
ξερω πως',την κοιταξε,'μου τη ζητησε,του ειπα την αληθεια,δεν ερω,επεμενε,φωναζε,φαινονταν
πολυ αναστατωμενος,σαν να'σαι συ κανεις και να χαθηκες του ειπα,με κατηγορησε πως εγω
φταιω,του φωναξα κι εγω,θα μας ακουσες,σηκωσε το χερι να με χτυπησει,μ'αρπαξε απ'το λαιμο,
θα μ'επνιγε',τραβηξε το μεταξωτο κοκκινο μαντηλι που'χε δεμενο στο λαιμο,μου 'δειξε τα μαυ-
ρα σημαδια,ευτυχως μπηκε στο δωματιο η Ηλεκτρα,ντραπηκε και μ'αφησε',κοιταξε το ρολοι
της,'εσυ ξερεις που ειναι η μασκα;'με ρωτησε,'πες του την  αληθεια,την ωμη αληθεια,ειτε σε
πιστεψει ειτε οχι,απ'αυτη κανενας μας δεν θα ξεφυγει',εκεινη την ωρα οι δυο κυριες ξαναπε-
ρασαν,φορτωμενεςς με σακουλες ψωνια,αυτη τη φορα καθησαν μαζι μας,εμενα μου αρεσε
πολυ η φλυαρια τους,ηταν ευχαριστη,μου ελαφρυνε τη καρδια,ειπαν  για το εγκλημα,πριν δυο
μερες,που ταραξε τη κοινωνια του Αργους,γνωστος επιχειρηματιας του Αργους,ειπαν το ονομα
του,δολοφονηθηκε απο τον εραστη της γυναικας του,με την συνεργεια της,τον αιφνιδιασαν
στο μπανιο και τον επνιξαν,διαβασαν στη πρωτη σελιδα της εφημεριδας τα νεα της υποθεσης,
οι δραστες της δολοφονιας συνεληφθηκαν στον Ισθμο της Κορινθου καθως διεφευγαν,ανακρι-
θηκαν στην ασφαλεια και ομολογησαν το εγκλημα,ειχαν τις φωτογραφιες τους,ειδα και τη
φωτογραφια του δολοφονημενου,'σαν να τον ξερω ειπα','μα πως;ειναι αδυνατο' αναφωνησαν
μ'ενα στομα απορημενες οι δυο κυριες,'μια ξενη,μολις χθες ηρθες',καταλαβα το λαθος μου,
ειδα την Κλυταιμνηστρα να χαμογελα,εφυγαν οι δυο κυριες και γυρισαμε στις Μυκηνες,
μετα απο λιγο μπηκε στο δωματιο μου,με βρηκε μπροστα στον καθρεφτη να ξεβαφομε,
σταθηκε ακριβως πισω μου,'σιγουρα η χρυση μασκα',ειπε,προσπαθησα να δικαιολογηθω,
'ο αντρας εμοιαζε,ετσι νομισα,με τον Αιαντα τον Λοκρο',εσκυψα το κεφαλι,πηγα να βαλω
τα κλαματα,εκεινη με κοιτουσε μεσα στον καθρεφτη και δεν μιλουσε,'ηταν φοβερο,φρικτο'
της ειπα,η φωνη μου ετρεμε,'ποτε δεν θα το ξεπερασω,ειχα αγκαλιασει το ξοανο της θεας
κι εκεινος με τραβουσε με δυναμη,δεν αντεξα,τα χερια μου ξεκολλησαν,μ'ερριξε κατω,εγω
ουρλιαζα,τον δαγκωνα στα χερια στο λαιμο στον ωμο,φωναζα να μ'αφησει,του ξεριζωνα τα
μαλλια,τα νυχια μου χωθηκαν στις πλατες του,τον ξεσχισα,ηταν πολυ δυνατος','ησυχασε,μωρο
μου,τωρα αυτο περασε',η φωνη της γλυκεια,τρυφερη,φιλης η' μανας,μου'πιασε το χερι και μου
το χαιδεψε,ακουσαμε βηματα,η Κλυταιμνηστρα τραβηχτηκε απο κοντα μου,'ετοιμασε το μπα-
νιο μου' ακουσαμε τη φωνη του Αγαμεμνονα να προσταζει τη δουλα,'το μπανιο' ψιθυρισα ,'το
μπανιο',ειδα τη Κλυταιμνηστρα να φευγει και να κλεινει τη πορτα,ειχε αρχισει να νυχτωνει,σε
λιγο νυχτωσε,βγηκα και καθησα στο μπαλκονι,το φεγγαρι,πανσεληνο,ανεβηκε απ'τον απεναντι
λοφο ανατολικα,ο ηχος ενος τριζονιου,εκλεισα τα ματια,περασε ωρα,ακουσα θορυβο,ανοιξα τα
ματια,το φεγγαρι ειχε ανεβει ψηλα,σαν μερα ηταν φωτισμενα,τοτε κατω στην αυλη ειδα πρωτα
τη σκια του Αιγισθου,μετα τη σκια της Κλυταιμνηστρας,εκεινη κατι του ειπε κι εκεινος σηκωσε
το κεφαλι προς το μερος μου,σιγουρα με ειδε,δεν προλαβα να κρυφτω,επειτα χαθηκαν στη σκο-
τεινη στοα,δεν μ'ενοιαζε αν μ'ειδε,'κρυφο τιποτα δεν μενει'σκεφτηκα,στο κρεβατι αφησα χωρο
για τον Αγαμεμνονα να ξαπλωσει οταν γυρισει,η δευτερη νυχτα μου στις Μυκηνες,κοιμηθηκα,
ξυπνησα κι ειδα κατω απο τη πορτα να μπαινει κατι κοκκινο στο δωματιο,νερο,κοκκινο νερο,το
ειδα να κυλαει στο ξυλινο πατωμα,τρομαξα και φωναξα,'Αγαμεμνων,ξυπνα,θα πνιγουμε',δεν
ακουσα αποκριση,ο Αγαμεμνων δεν κοιμονταν διπλα μου,η σταθμη του νερου ανεβαινε,πετα-
χτηκα απ'το κρεβατι,η πορτα απ'τη ορμη του νερου ειχε ανοιξει,παραξενο αλλα εξω απ'το δω-
ματιο στο διαδρομο δεν υπηρχε νερο,ειδα τη πορτα της κρεβατοκαμαρας της Κλυταιμνηστρας
μισανοικτη,μπηκα διστακτικα,προχωρησα και τοτε μεσα στο αμυδρο φως ειδα τα γυμνα κορμια
της Κλυταιμνηστρας και του Αιγισθου ξαπλωμενα στο κρεβατι και δυο φιδια να τους τρωνε το
προσωπο,ανοιξα το στομα να τους φωναξω,'μην τους ξυπνας',ακουσα μια φωνη πισω μου,γυρι-
σα  και ξεχωρισα μεσα στο λιγοστο φως την Ηλεκτρα με τον Ορεστη,'δεν βλεπεις πως κοιμουν-
ται αγκαλιασμενοι οπως ηθελαν,ευτυχισμενοι',κοιταξα τον Ορεστη,γονατισα,του επιασα το
προσωπο,'ποσο,μικρο μου,μοιαζεις στον αδελφο μου Ελενο',τον αγκαλιασα,,'ησυχασε,μωρο
μου,η μαμα θα γυρισει,δεν μας ξεχασε',τον φιλουσα,'θα μας παρει,θα μας βγαλει απο δω',
'ελα,Ορεστη,παμε' ακουστηκε αυστηρη η φωνη της Ηλεκτρας και τραβηξε τον Ορεστη,εμεινα
μονη μου στο δωματιο,απο το παραθυρο δυτικα εμπαινε το δυνατο φως του φεγγαριου,στο
κρεβατι,ειδα,κατω απ'τ'ασπρο σεντονι  κοιμονταν βαθεια ο Αιγισθος και η Κλυταιμνηστρα,
γυρισα στη κρεβατοκαμαρα μου,ο Αγαμεμνονας ειχε γυρισει,καθονταν στον καναπε και καπνι-
ζε,'που ησουνα,ανησυχησα',μου ειπε μολις με ειδε,'δεν ειχα υπνο'του απαντησα,'εκανε ζεστη,
και μπηκα στο μπανιο να δροσιστω και να χαλαρωσω',με κοιταξε δυσπιστα,'βγηκα και στο κηπο'
συμπληρωσα,'καταλαβαινω,ελα τωρα να κοιμηθουμε',μου ειπε,'αυριο θα ειναι αλλη μερα',
ξυπνησα,ο Αγαμεμνονας ελειπε,ειχε πει πως  θα παει για δουλειες στο Αργος,τραπεζα,εφορια,
δικηγορο,ακουσα το αυτοκινητο της Κλυταιμνηστρας,βγηκα στο μπαλκονι,με ειδε,σηκωσε το
χερι και με χαιρετησε,'Καλημερα,παω τα παιδια σχολειο,δεν θ'αργησω', ετοιμαστηκα,φορεσα
ενα απο τα ρουχα που ψωνισαμε,μια μαυρη στενη φουστα λιγο κατω απ'το γονατα κι ενα κοκ-
κινο μπλουζακι,οταν επεστρεψε και με  ειδε αναφωνησε με θαυμασμο,'Ποσο κομση εισαι,
αγαπη μου',με καλεσε στο δωματιο της,'δεν σε πειραζει που θα βαφομε' μου ειπε,'οχι,καθολου'
της απαντησα,'μ'ενδιαφερει να δω την τεχνικη και την αισθητικη του μακιγιαρισματος σου΄,
χαμογελασε,'το μακιγιαζ ειναι μια μασκα,οχι βεβαια χρυση,αλλα εφημερη',ειπε,και συμφωνησα,
οταν τελειωσε το μακιγιαζ  ειπε,'τωρα εγινα η Κλυταιμνηστρα',με κοιταξε,'θελεις και συ ,καλη
μου,να γινεις η Κασσανδρα;',δεν αντεδρασα,ειπα ναι,μ'εβαφε,παρακολουθησα σταδιακα στον
καθρεφτη την μεταμορφωση μου,'Η Κασσανδρα' ειπε,'αυτη,εγω η Κλυταιμνηστρα,οι αλλοι δυο
ο Αγαμεμνονας κι ο Αιγισθος',μ'αγκαλιασε και κοιταχτηκαμε στον καθρεφτη,'ποσο ομορφη
εισαι' μου ψιθυρισε και μ'εσφιξε,μ'αφησε,'η Ελενη ηταν μια ναρκισσος',η φωνη της σκληρη,
'δεκα χρονια μικροτερη μου,κακομαθημενη,ανοητη,καποτε ειχε ξετρελαθει μ'εναν αλητη κι
εφυγε μαζι του,αναστατωθηκαμε,οταν επεστρεψε η μητερα κι ο πατερας οχι μονο δεν την
φωναξαν αλλα την συγχωρεσαν και την αφησαν ελευθερη να κανει οτι θελει,τον καημενο
Μενελαο,τον λυπαμε,τωρα εμαθα πως βρισκετε με καποιον αλλον εραστη  στην Αιγυπτο',
καθησε στο κρεβατι,'λενε πως μονο το πουκαμισο της ητανε στη Τροια',γελαει,'ενα ασπρο
μεταξωτο διαφανο κομπινεζον',γελαει δυνατα,'κι εσυ,φυσικα,εκει θα την ειδες,ζωντανη ζεστη
καυτη σαρκα΄,τρανταζεται,σηκωνεται,'για μια πουτανα',ουρλιαζει,'εγω εχασα την Ιφιγενεια μου,
το παιδι μου,την μικρη μου Ιφι,για μια πουτανα Ελενη',και τοτε χωνει το χερι στο στηθος της
και βγαζει μια φωτογραφια,'να',μου δειχνει,'η Ιφι μου',και κλαιει 'η μικρη μου Ιφιανασσα',
φιλαει τη φωτογραφια,καθεται μπροστα στον καθρεφτη,ξεβαφεται,'τα παιδια,η Ηλεκτρα κι ο
Ορεστης δεν καταλαβαινουν,θρησκεια τους ειναι ο πατερας,η μανα,εγω,ενα βρωμερο σκουλη-
κι,μια μυσερη σκυλα,μια αδιαντροπη μοιχαλιδα,που ντροπιαζει τον πατερα τους',ξεκλειδωνει
ενα συρταρι κι απο μεσα  βγαζει μια χρυση προσωπιδα,τη κρατα μπροστα στο προσωπο της,'η
χρυση μασκα  του Αγαμεμνονα' λεει,'τωρα εγινα εγω Αγαμεμνονας κι η μασκα του κι αν ειναι
χρυση σιδηρος θα γινει και θα σκουριασει γρηγορα',γελαει,τραβαει τη μασκα απ'το προσωπο
της και τη ξανακλεινει στο συρταρι,'εδω στον Οικο των Ατρειδων ολα θα σκουριασουν',την
παρακολουθουσα να ξαναβαφεται,τωρα φαινοταν πιο ησυχη,'ο Τανταλος θελοντας να κοροι-
δεψει τη σοφια των Ολυμπιων θεων κομματιασε το γιο του Πελοπα ,τον εβρασε και τους εδωσε
τα κομματια του να γευματισουν κι εκεινοι εκτος απ'τηυ Δημητρα το καταλαβαν και καταραστη-
καν τη γενια του,κι ο Πελοπας,το παιδι του,αφου με δολο κερδισε τον Οινομαο σ'αρματοδρο-
μια,χαλωντας το αρμα του με τη βοηθεια του ηνιοχοου του Μυρτιλου,πηρε γυναικα του  την
κορη του Ιπποδαμεια και ξεγελασε στη μοιρασια του βασιλειου τον Μυρτιλο,και τα παιδια του
Πελοπα ο Ατρεας κι ο Θυεστης φαγωθηκαν καταραμενοι οπως ηταν για τη βασιλεια των Μυκη-
νων,κι ο Ατρεας για να εκδικηθει τον Θυεστη,εραστη της γυναικας του Αεροπης,εσφαξε τα
παιδια του,τα'βρασε και του τα'προσφερε φρικτο φαγητο να τα φαει,κι υστερα τον εξορισε
στην Ηπειρο κι εκει ο Θυεστης αιμομικτησε με την κορη του Πελοπια και βγηκε αυτος εδω ο
Αιγισθος,κι ο Αιγισθος ηρθε κι εκδικηθηκε σκοτωνοντας τον Ατρεα,κι απ'αυτον ο γιος του
Ατρεα ο Αγαμεμνονας αρπαξε τη βασιλεια,και τωρα,αλιμονο,που γυρισε απ'τη Τροια ο Αιγισθος
ειναι συντροφος μου στο κρεβατι και στην εξουσια',με κοιταξε μεσα στον καθρεφτη,'τωρα εσυ
η αθωα πριγκιπισα της Τροιας Κασσανδρα,η' Αλεξανδρα,του Πριαμου και της Εκαβης ξερεις τι
θα γινει', πηγα ν'ανοιξω το στομα μου,με προλαβε,'μην πεις,κανεις δεν θα σε πιστεψει',κοιτα-
χτηκε στον καθρεφτη,'τελειωσα,τωρα ειμαι ετοιμη'μου ειπε,σηκωθηκε,αλλαξε διαθεση,'ελα να
παμε μια βολτα,να ξεσκασουμε',πηγαμε στο Αργος,φωνισαμε ρουχα και καλλυντικα,υδατικες
κρεμες,μασκες προσωπου,αρωματα,εκεινη αγορασε ενα μαργαριταρενιο περιδαιρεο κι εγω
σκουλαρικια,χρυσες σπειρες,επειτα καθισαμε στο ιδιο ζαχαροπλαστειο,περασαν παλι οι δυο
κυριες,'δεν σου αρπαξε ακομα τον Αιγισθο,η κουκλα;'αστειευτηκε η ψηλη,Μαρσηππα την
λεγανε,το ονομα της αλλης ηταν Λιζα,' δεν ειναι αυτος ο ρολος της' απαντησε αινιγματικα η
Κλυταιμνηστρα,'θα τους εκτελεσουν τους δυο μοιχους',θυμηθηκε την δολοφονια του επιχει-
ρηματια η Μαρσηππα,'πρεπει καποτε να καταργηθει η θανατικη ποινη'σχολιασε η Λιζα κοιτων-
τας την Κλυταιμνηστρα 'ειναι βαρβαρο εθιμο,δεν συμφωνεις Κλυταιμνηστρα;',η Κλυταιμνηστρα
δεν απαντησε αμεσως,με κοιταξε και ειπε,'εξαρταται',στη συνεχεια οι δυο γυναικες,αρκετα
ενημερωμενες,κουτσομπολεψαν τους ανθρωπους τους θεαματος,ηθοποιους και τραγουδιστες,
στο τελος η Λιζα εκανε την προταση,'το Σαββατο θα παμε θεατρο στην Επιδαυρο,αν θελεις
Κλυταιμνηστρα ελα και συ,μπορεις να παρεις και την Αλεξανδρα,να δει κι αυτη θεατρο,ο σκηνο-
θετης ειναι καποιος Αγγλος,δεν απομνημονευω ονοματα,η' καποιος Γερμανος', η Λιζα και η
Μαρσηππα σηκωθηκαν,μας φιλησαν σταυρωτα κι εφυγαν,πριν επιστρεψουμε στις Μυκνηνες
αγορασαμε μαγιο,εγω λευκο μπικινι κι η Κλυταιμνηστρα μαυρο ολοσωμο και πηγαμε στο Τολο
στη θαλασσα για μπανιο,η Κλυταιμνηστρα ηταν δεινη κολυμβητρια,αλοιψε η μια την αλλη  με
αντηλιακο και ξαπλωνοντας ωρες στον ηλιο πηραμε χρωμα,οταν επιστρεψαμε στις Μυκηνες
βρηκαμε στο τραπεζι του κηπου να καθονται ο Αγαμεμνονας κι ο Αιγισθος,μολις μας ειδαν
σηκωθηκαν και προσποιουμενοι επιγουσα δουλεια χωριστηκαν,οταν βραδυασε μαζευτηκαμε
στο σαλονι,η Κλυταιμνηστρα,τα παιδια,η Ηλεκτρα,ο Ορεστης,η Χρυσοθεμις,και τους επαιξα
 πιανο,τη Σονατα του Σεληνοφωτος του Μπετοβεν,στο τελος με χειροκροτησαν θερμα,
η Ηλεκτρα μαλιστα μου ζητησε να της κανω μαθηματα,της απαντησα ναι για να μην την απογο-
ητευσω,αργοτερα ηρθε στο δωματιο μου η Κλυταιμνηστρα και μου εδειξε φωτογραφιες,'εγω με
την αδελφη μου Ελενη,μαθητρια της ε' δημοτικου,στην Πλευρωνα στον  παππου μας Θεστιο',
'σ'αυτη εδω η μανα μας Ληδα καθιστη αναμεσα στ'αδελφια μας Καστορα και Πολυδευκη',
'εδω η Ελενη νυφη με τον Μενελαο','δεν αλλαξε,ιδια ειναι' της ειπα,η Κλυταιμνηστρα δεν σχο-
λιασε και συνεχισε,'η γαμηλια μας,εγω κι ο Αγαμεμνονας',σε μια φωτογραφια σταματησε,
η φωνη της ετρεμε,'εδω η Ιφι μου στην Αυλωνα,με φοντο τα καραβια,κοιτα ποσο γλυκεια ειναι,
ενα περιστερακι',προσπερασε καποιες φωτογραφιες,'εδω ειμαι στο Αργος με τον Αιγισθο',
η φωνη σταθερη,ο Αιγισθος την κρατουσε αγκαλια  απ'τη μεση,'ταιριαστο ζευγαρι'σχολιασα,
'εως το Σαββατο'ειπε,παλι η φωνη της σταθερη, εκλεισε το αλμπουμ,'καποια αλλη φορα τις
αλλες',με κοιταξε,'ισως', ακουσαμε τη φωνη του Αγαμεμνονα,'ετοιμασε το μπανιο μου',
εγω ειχα κοιμηθει οταν ξαπλωσε διπλα μου,με ξυπνησε,'αυτος ο βρωμιαρης ο Αιγισθος σε
γλυκοκοιταζει και θα του σπασω τα μουτρα','ιδεα σου ειναι' τον καθησυχασα,μ'αρεσε που
ζηλευε εμενα κι οχι την Κλυταιμνηστρα,το σχεδιο μου αρχισε να λειτουργει,να βγει απ'τη μεση
ο Αιγισθος κι η Κλυταιμνηστρα,δεν ειχα υπνο,βγηκα στο μπαλκονι,το φεγγαρι σχεδον πανσελη-
νο φωτιζε σαν μερα τη νυχτα,κατω στη αυλη ειδα τον Αιγισθο με την Κλυταιμνηστρα,η Κλυται-
μνηστρα κατι ειπε στον Αιγισθο κι εκεινος γυρισε το κεφαλι και κοιταξε πανω,αυτη τη φορα
προλαβα και κρυφτηκα πισω απ'τη κουρτινα,επρεπε να ενεργησω πριν απ'αυτους,να μην
υποψιαστουν το σχεδιο μου,ξαπλωσα και κοιμηθηκα,με ξυπνησε ενας θορυβος,ετρεξα στο
μπανιο,γεματη μεχρι πανω αιμα η μπανιερα ξεχυλιζε,ουρλιαξα,ξυπνησαν η Κλυταιμνηστρα κι ο
Αιγισθος,με κοιτουσαν απορημενοι,'τι του κανατε δολοφονοι;' φωναξα,'τον σκοτωσατε',γελα-
σαν και οι δυο,'εισαι τρελη,ο Αγαμεμνονας κοιμαται στο κρεβατι σου',ετρεξα εκει,τον βρηκα να
κοιμαται βαθεια,ξαπλωσα και κοιμηθηκα,ξυπνησα παλι,καποιοι ψιθυριζαν εκει μεσα στο δωμα-
τιο,σηκωθηκα,κι ειδα τον Αιγισθο και την Κλυταιμνηστρα να σερνουν ενα σακι,'τι κανετε εδω;'
φωναξα,με κοιταξαν,εβαλαν το δακτυλο μπροστα στομα,'μη,θα ξυπνησεις τον Αγαμεμνονα',
'Παιδοκτονοι'ουρλιαξα,'εκει μεσα εχετε κομματιασμενα τα παιδια',γελασαν,'εισαι τρελη,δεν θα
σε πιστεψει κανεις' φωναξαν,τους αρπαξα με δυναμη το σακι,εκεινοι το αφησαν,αδειο ηταν,
'κοιτατε να με ξεγελαστε,δολοφονοι,μαγοι' κι ετρεξα στο δωματιο των παιδιων,μεσα στο αμυ-
δρο φως τα ειδα να κοιμουνται ησυχα,οταν βγηκα στο διαδρομο σκονταψα πανω σε κατι,επε-
σα,κι ειδα με τρομο τον Αγαμεμνονα αιμοφυρτο τυλιγμενο σε διχτυ,επρεπε αμεσως να φυγω
απ'αυτο το σπιτι,που ομως να παω;.'στους Λοκρους',ακουσα μια φωνη πισω μου,με δυσκολια
γυρισα το κεφαλι κι ειδα τον Αιαντα τον Λοκρο να κραταει το ξοανο της θεας,τεντωσε το χερι,
'παρ'το θα σε βοηθησει',λιποθυμισα,οταν συνηλθα ημουνα ξαπλωμενη στο κρεβατι,διπλα ο
Αγαμεμνονας μου κρατουσε το χερι,ορθιοι πανω απ'το κεφαλι μου ο Αιγισθος και η Κλυταιμνη-
στρα,'ξυπνησαμε,απ'τις φωνες σου,σηκωθηκαμε και σε βρηκαμε πεσμενη στο διαδρομο μπρο-
στα στη πορτα των παιδιων λιποθυμη,ελα ησυχασε',η Κλυταιμνηστρα μου αλλαξε την υγρη
κομπρεσα στο μετωπο,εξαντλημενη οπως ημουνα τα ματια μου εκλεισαν και κοιμηθηκα,ξυπνη-
σα αργα,εκεινη τη μερα καθησα ξαπλωμενη στο κρεβατι,με περιποιουνταν αποκλειστικα η
Κλυταιμνηστρα,τη αλλη μερα Σαββατο,ενιωθα καλυτερα,και κατεβηκαμε στο Αργος,ψωνισαμε
και καθησαμε στο ιδιο ζαχαροπλαστειο,δεν ειδαμε τη Λιζα και τη Μαρπησσα,με την Κλυταιμνη-
στρα συζητησαμε κυριως για τα προβληματα των παιδιων,'την Ηλεκτρα κατι την βασανιζει,
απομονωνεται στο δωματιο της,δεν εχει ορεξη,αδυνατισε,κλειστη δεν μιλαει,τον Αιγισθο
φαινεται να τον μισει,ο Ορεστης της εχει μεγαλη αδυναμια,φοβαμαι πως θα τον παρασυρει,
ολη τη νυχτα του ψιθυριζει,,πολλες φορες εβαλα τ'αυτι στη πορτα ν'ακουσω,αλλα δεν κατα-
λαβα τους ψιθυρους της,δεν λεω ειναι στη εφηβεια,εχει ειδωλο τον πατερα,αν ερωτευτει,αν
παει με αντρα ισως ξεχασει,αλλαξει',μιλουσε με κατεβασμενο κεφαλι κι εσφιγγε τα χερια της,
'δεν ξερω τι να κανω,καποιος ψυχολογος ισως μπορει να βοηθησει,με καποιον που μιλησα
ειπε νευρωση,μανιοκαταθλιψη,αλλα πρεπει να την δει για να γνωματευσει',για ν'αλλαξω θεμα
'στο θεατρο θα παμε;'τη ρωτησα,σοβαρεψε,'δεν εχω ορεξη,το θεωρω βαρετο,η πραγματικοτη-
τα  ειναι πιο ενδιαφερουσα,το θεατρο ειναι μια μιμηση,μια κατασκευη,απατη',την υπολοιπη
ωρα μεχρι να ξαναγυρισουμε στις Μυκηνες την περασαμε κολυμπωντας στο Τολο,η Κλυταιμνη-
στρα μου εκανε,μαλιστα,και μαθηματα κολυμβησης,'στο υπτιο μαλλον εχεις ταλεντο' μου ειπε
κολακευτικα,το βραδυ στο σαλονι εκανα μαθηματα πιανου στην Ηλεκτρα,τρελαθηκε με τα
νοτουρνα του Σοπεν,ο Αγαμεμνονας θα διανυκτερευε στο Αργος,θα συναντουσε καποιους
παλιους φιλους και θα δειπναγαν μαζι,ετσι κοιμηθηκα μονη μου,το μεσημερι φαγαμε ολοι,
μαζι και τα παιδια,στο τραπεζι του κηπου,συζητησαμε εγκαρδια ,τραγουδησαμε,χορεψαμε βαλς
και ταγκο,,εγω και η Κλυταιμνηστρα,εναλλαξ,με τον Αιγισθο και τον Αγαμεμνονα,τα παιδια το
καταδιασκεδασαν,ακομα και η Ηλεκτρα,μετα το γευμα τα παιδια κι οι αντρες αποσυρθηκαν για
υπνο,μειναμε εμεις οι γυναικες,'θελεις να παμε στην Επιδαυρο,στο θεατρο;' μου προτεινε η
Κλυταιμνηστρα,'και βεβαια θελω,και το ρωτας;'της απαντησα με ενθουσιασμο,μπηκαμε στο
αυτοκινητο και πηγαμε στο θεατρο,'αυτο ειναι το κοιλο,το αμφιθεατρο,εδω καθονται οι θεατες'
μου εδειξε η Κλυταιμνηστρα,'αυτη εδω ειναι η ορχηστρα,η σκηνη που παιζουν οι υποκριτες,οι
ηθοποιοι',μου ειπε να παω καθησω στο κεντρο του θεατρου στη δεκατη σειρα,'απο εκει θα
βλεπεις και θ'ακους καλυτερα',καθησα εκει που ειπε,εκεινη στη ορχηστρα εκανε διαφορες κινη-
σεις,οι οποιες,οπως καταλαβαινα,μιμουνταν καποιες πραξεις,μετα απο ωρα στεκωντας ορθια
στο κεντρο της σκηνης φωναξε:'Εγω η Κλυταιμνηστρα,Εσυ' ,μ'εδειξε,'η Κασσανδρα,κι Εσεις',
εδειξε με το χερι της πανω απο μενα,'ο Αγαμεμνονας και ο Αιγισθος',και με τελετουργικο τροπο
αναφωνησε:'Να γινει τωρα η Ολη Πραξις',ολα θα συνεβαιναν οπως τα ειχα προβλεψει,το σχεδιο
μου τελειωθηκε,η Αλωση της Πολης μου εφερε την Ατην και τελος την Τισιν,και δεν μ'ενδιαφε-
ρει καθολου αν ποτε γινω πιστευτη,και προπαντως τωρα ξερω πως εκεινη πανω στη Πραξη
σκεφτεται ,'ειναι νεα,ομορφη,σαν τον σγουρο βασιλικο μυριζει το κορμι της'
.
.
.


Κλυταιμνηστρα-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Ηλεκτρα-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Εξ Αφορμης Λογοι
-στιχοι 607-630,Ευριπίδη, Ιφιγένεια εν Αυλίδι-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

[μεταφραση translation χ.ν.κουβελης c.n.couvelis]

ΚΛΥΤΑΙΜΗΣΤΡΑ
ὄρνιθα μὲν τόνδ᾽ αἴσιον ποιούμεθα,
τὸ σόν τε χρηστὸν καὶ λόγων εὐφημίαν·
ἐλπίδα δ᾽ ἔχω τιν᾽ ὡς ἐπ᾽ ἐσθλοῖσιν γάμοις
πάρειμι νυμφαγωγός. ἀλλ᾽ ὀχημάτων 610
ἔξω πορεύεθ᾽ ἃς φέρω φερνὰς κόρῃ,
καὶ πέμπετ᾽ εἰς μέλαθρον εὐλαβούμενοι.
σὺ δ᾽, ὦ τέκνον μοι, λεῖπε πωλικοὺς ὄχους,
ἁβρὸν τιθεῖσα κῶλον ἀσθενές θ᾽ ἅμα.
ὑμεῖς δέ, νεάνιδές, νιν ἀγκάλαις ἔπι 615
δέξασθε καὶ πορεύσατ᾽ ἐξ ὀχημάτων.
κἀμοὶ χερός τις ἐνδότω στηρίγματα,
θάκους ἀπήνης ὡς ἂν ἐκλίπω καλῶς.
αἳ δ᾽ εἰς τὸ πρόσθεν στῆτε πωλικῶν ζυγῶν·
φοβερὸν γὰρ ἀπαράμυθον ὄμμα πωλικόν· 620
καὶ παῖδα τόνδε, τὸν Ἀγαμέμνονος γόνον,
λάζυσθ᾽, Ὀρέστην· ἔτι γάρ ἐστι νήπιος.
τέκνον, καθεύδεις πωλικῷ δαμεὶς ὄχῳ;
ἔγειρ᾽ ἀδελφῆς ἐφ᾽ ὑμέναιον εὐτυχῶς·
ἀνδρὸς γὰρ ἀγαθοῦ κῆδος αὐτὸς ἐσθλὸς ὢν 625
λήψῃ, κόρης Νηρῇδος ἰσόθεον γένος.
ἑξῆς κάθησο δεῦρό μου ποδός, τέκνον·
πρὸς μητέρ᾽, Ἰφιγένεια, μακαρίαν δέ με
ξέναισι ταῖσδε πλησία σταθεῖσα δός,
καὶ —δεῦρο δὴ— πατέρα πρόσειπε σὸν φίλον 630

ΚΛΥΤΑΙΜΗΣΤΡΑ
για καλο σημαδι παιρνω αυτο εδω
και την καλοσυνη σου και τα καλα λογια
ελπιζω πως για λαμπρο γαμο εχω ερθει
της νυφης συνοδος,ελατε,απ'την αμαξα 610
εξω βγαλτε τα προικια της κορης που φερνω,
και τραβατε τα μεσ'στη σκηνη προσεκτικα,
εβγα και συ,παιδι μου,απ'την αμαξα που σερνουν
τα πουλαρια,ελα κουνα τ'απαλο και μουδιασμενο ποδι,
και σεις,κοπελες,στην αγκαλια μεσα αυτη 615
δεχτητε και κατεβαστε απ'την αμαξα,και σε μενα
το χερι μια να δωσει στηριγμα,ν'αφησω το καθισμα
της τετρατροχης αμαξας μ'ασφαλεια,οι αλλες
μπροστα σταθητε στους ζυγους των πουλαριων,
γιατι των πουλαριων φοβερα δυστροπουν τα ματια 620
κι αυτο δω το παιδι ,τ'Αγαμεμνονα το γονο,
πιαστε,τον Ορεστη,γιατι μωρο'ναι ακομα,
παιδι μου,κοιμασαι σε ζαλισε το κουνημα της αμαξα;
ελα,σηκω για της αδελφης τον ευτυχισμενο γαμο,
γιατι σ'ανδρα απο καλη γεννια συγγενης γενναιου 625
θα γινεις,απ'της Νηρηιδος κορης το ισοθεο γενος,
[απευθυνεται στη κοπελα υπηρετρια]
ελα,βγαλτο το παιδι και καθισ'το εδω στα ποδια μου,
και στη μητερα Ιφιγενεια,στασου κοντα καλοτυχη
ποσο ειμαι σ'αυτες εδω τις ξενες να με δειξεις,
και-να'τος εδω-τον αγαπητο σου πατερα χαιρετησε 620

ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑΣ
να μην ξεστομιζα αυτο το λογο 'καὶ —δεῦρο δὴ— πατέρα πρόσειπε σὸν φίλον' 630
καλλιτερα να σου φωναζα 'ειναι φιδι,προφυλαξου',θα σ'εσωνα,παιδι μου,
ομως δεν ηξερα,ειχα τυφλωθει απ'τους λαμπρους γαμους που μου'ταξε,
τωρα ξερω,ειναι πια αργα,και τι φριχτα θα συμβουν ξερω,κι ειμαι προετοιμασμενη,
γι'αυτο φορω μαυρα,για να μην φανει το αιμα μαυρο κοκκινο οταν χυθει,
σφιγγω,δες,τα χερια μου,σαν να θελω να πνιξω καποιον,οχι,ξερω τι θα πεις,αυτον,
ειναι καλλιτερα να μην ξερω,θελω να κοιμηθω,να'ταν μην ξυπνησω ποτε,
σε σενα μιλω,η γλωσσα μου δεν ειναι ξενη,οι λεξεις μου θα'ναι αυτες που αρμοζουν,
την Ηλεκτρα τοτε την αφησα στις Μυκηνες,με τον Αιγισθο,να τη φροντιζει,ειναι απο
παιδι αρρωστη,βλεπει πραγματα  που κανενας αλλος δεν βλεπει,κι ακουει αυτα που κανενας
αλλος δεν ακουει,λατρευει τον Αιγισθο,βλεπω ποσο με μισει,δεν αντεχει που τον εχω δικο μου,
θα προτιμουσε,ειναι φανερο,να μας δει σκοτωμενους,ετσι θ'απαλλαχθει,ειναι αρρωστο
το μυαλο της,φοβαμαι για τον Ορεστη,σιγα σιγα θα τον παρει με το μερος της,πειθηνιο
οργανο των σχεδιων της,πρεπει να κλεισθει σε ψυχιατρειο,ο πατερας της επρεπε να τιμωρηθει,
καὶ —δεῦρο δὴ— πατέρα πρόσειπε σὸν φίλον 630,αυτο παρακινησα τη κορη μου να τον
χαιρετησει  σαν φιλο,το φιδι,δεν θα συγχωρεσω ποτε τον εαυτο μου,Ορεστη,ελα,μην δισταζεις,
καρφωσε το μαχαιρι βαθεια στο στηθος που σε βυζαξε,το αιμα φωναζει τ'αλλο αιμα,εκδικηση,
την Ηλεκτρα τη λυπαμαι,οχι,τη μισω,ειδα στο ιδρυμα να την αγγιζουν με τα ηλεκτροδια,ποση
ηδονη,αληθεια,ενιωσα,το γυμνο της σωμα συσπασθηκε,τρανταχτηκε,κυρτωθηκε τοξο,οπως
σε οργασμο,ουρλιαζε,επειτα χαλαρωσε,και κοιμηθηκε ωρες,να'ταν,ευχηθηκα,να μην ξυπνουσε,
οταν ξυπνησε ειχε ενα απλανες βλεμμα στα ματια κι ενα ηλιθιο χαμογελο στο στομα,φυτο θα
ειχε πιο ζωη απ'αυτη,μας ειπαν θα χρειασθει νοσηλεια τουλαχιστον ενα εξαμηνο,τωρα την
ακουω στη κρεβατοκαμαρα της να γελαει,γελαει,γελαει,κλεινω τ'αυτια μου,δεν την υποφερω,
ξερω ακριβως τι κανει,δεν το υποθετω,το ξερω,πως,με τι τροπο,τι φαντασιωνει,τι παθος την
τρελενει,η πληγη στο στηθος με ποναει οταν ο καιρος αλλαζει,με την υγρασια επιδεινωνεται,
ο Αιγισθος,κι αυτος,τωρα,εχει αλλαξει,αμιλητος,αν τον αγγιξεις θα διαλυθει,σαν να μην ειναι
σωμα,σωρος σκονη,σκια,τι γυρευει εδω;,γιατι δεν εξαφανιζεται; γιατι δεν γυρναει εκει περα;,
εκεινη,ξερω,προσποιειται πως τον εχει κλεισμενο δικο της μεσα στο δωματιο της τις νυχτες,
την ακουω να του μιλαει,λογια παθους,η ξεδιαντροπη,δεν αντεξα,εσπασα τη πορτα,κρυφτηκε
κατω απ'τα σεντονια,ορμησα και τραβηξα τα σεντονια,τον ειδα γυμνο,'έισαι τρελη' της φωναξα,
'κοιμασαι μ'ενα πεθαμενο',εκεινη με κοιταξε με μισος,το'δα φριχτο στα ματια της,'ειναι
ζωντανος,ζηλευεις,εσυ'σαι νεκρη',χυμηξε πανω μου,'να το μαχαιρι στο στηθος σου','εσυ'σαι
νεκρη,νεκρη,νεκρη'ουρλιαξε,γελουσε,'εισαι νεκρη μητερα,ακους;νεκρη',απο εκεινο το συμβαν
εκανε μια βδομαδα να βγει απ'το δωματιο της,η' και περισσοτερο,δεν ξερω,δεν μ'ενδιεφερε,
ουτε φωναξα τους γιατρους να την μαζεψουν,τοσες φορες την εκλεισαν και δεν καταφεραν
τιποτα,τωρα,απο τοτε που βγηκε,αλλαξε,δειχνει να ενδιαφερεται για μενα,μου λεει ιστοριες,
παιζει στο πιανο,τραγουδαει,κανει εκδρομες με τους φιλους της,ειναι ενθουσιασμενη με την
κανουργια της ζωη,ντυνεται μοντερνα,περιποιειται τα μαλλια της,βαζει κραγιον στο στομα,
βαφει τα νυχια της,προσεχει το σωμα της,εχασε βαρος,γυμναζεται,οχι,δεν νιωθω ζηλεια,
πως σου περασε απ'το μυαλο αυτο,θεατρο παιζει,καταλαβαινω το σχεδιο της,μενω απαθης,
σαν να μην υπαρχει,η' σαν να μην υπαρχω εγω,κοιταζω τις παλιες φωτογραφιες,ο Αγαμεμνονας,
οι γαμοι μας,η Ιφιγενεια μωρο στην αγκαλια μου,φορουσα ενα λευκο φορεμα,τα δυο παιδια
μαζι με τον Αιγισθο,ο Αιγισθος στη μεση χαμογελαστος,δεξια του με ναυτικο φανελακι ο
Ορεστης,η Ηλεκτρα αριστερα του τον κραταει αγκαλιασμενο,εχει,τωρα το βλεπω,σκοτεινο
βλεμμα,τοτε ημουνα εγκυος στην Χρυσοθεμη,εγω ανιδεα,να,δες,η αναμνηστικη φωτογραφια
μας στην Αυλιδα,τα προσωπα κινουνται,στην απνοια το σκηνικο,το φιδι βγαζει το καινουργιο
του πουκαμικο,καὶ —δεῦρο δὴ— πατέρα πρόσειπε σὸν φίλον 630,ακουω τη φωνη μου,καὶ —
δεῦρο δὴ— πατέρα πρόσειπε σὸν φίλον 630,'μητερα,τι μονολογεις;'σηκωνω το κεφαλι,κοντρα
στο εκτυφλωτικο φως του ηλιου βλεπω τη μαυρη σκια της Ηλεκτρας,'μητερα,σε ποια γλωσσα
μιλας;',ολα γυρω μου σ'αυτο το σκληρο φως διαλυονται,τι συμβαινει;που ειμαι;ποιο ρολο
παιζω,σε ποιο θεατρο;,ποια εισαι συ απεναντι μου που μ'ακους;'εγω μητερα ειμαι η Ηλεκτρα'
ακουω την Ηλεκτρα,'κι εσυ μητερα εισαι η βασιλισα Κλυταιμνηστρα','νεκρη;'ρωταω,'ναι,νεκρη,
μητερα'
.
.
.


Ηλεκτρα-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Ηλέκτρα, στιγμιότυπα-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

άνοιξε το παράθυρο πίσω της
γύρισε και είδε τον καθρέφτη
από το βάθος του ένας άντρας της φώναζε
ο πατέρας η' αδελφός,δεν διέκρινε
'παλι χαζεύεις, ανόητη'ακουσε τη φωνή της μάνας
ο χώρος γύρω της τεράστιος
κοίταξε το κίτρινο ψαράκι στη γυάλα
έγκλειστο στη διαφάνεια του νερού
τα νύχια της βαμμένα κόκκινα
ακούστηκε θόρυβος στην αυλή
κατέβηκε κι αυτή
μέσα στο σιωπηλό πλήθος κρυμμένη
είδε να φερνουν το σφαγμένο κορμί του
τη νύχτα η μάνα της διηγήθηκε μια ψεύτικη ιστορία
στο τέλος της είπε να μην φοβάται
'το συμφέρον μας'αυτο ακριβώς ειπε 'ειναι να μην φοβομαστε'
άνοιξε το ραδιόφωνο,άκουσε ένα βαλς,
αυτό στη μεγάλη σάλα χόρεψαν κι ένιωσε,τότε, αναστατωμένη,
τα χέρια χαράχτηκαν εκείνη τη νύχτα στη κοιλιά της
'η μυρωδιά του τριανταφυλλου' ψιθύρισε
το κίτρινο ψαράκι πήδησε απ'τη γυάλα
προσπάθησε να το πιάσει,σπαρταριζε στα χέρια της
'ανοητη,ακόμα δεν κοιμασαι;'ακουσε τη φωνή της μάνας,
'μας ενοχλείς",
την πείραζε να τη θεωρούν βάρος,ασήμαντη,
θυμάται τότε μέσα στην αυλή ένα σκοτεινό πρόσωπο,
αυτό της είχε κάνει εντύπωση,
εκείνος της έκανε νόημα να μην μιλήσει,
κατάφερε να πεταξει το ψαράκι στη γυάλα,
εκείνο αδιάφορο συνέχισε τις κινήσεις του
άνοιξε το παράθυρο πίσω της
γύρισε κι είδε μέσα στον καθρέφτη την ηλικιωμένη κυρία,
πήγε και κάθησε δίπλα της,
'εχω πυρετο'της είπε 'ειμαι πολύ αρρωστη'
'μην την ακους'ακουστηκε η φωνή της μάνας
"παρανοϊκή ειναι,μια απατεωνισα',
'ειναι πραγματική μάνα,ειμ'εγω'ειπε,
'ανοησιες,σκίσε τις φωτογραφιες,σπάσε τον καθρέφτη,
φτάνει με τις ιδεοληψιες,ηληθια'της φώναξε,
γύρισε κι είδε μέσα στη τεραστια σάλα ένα ζευγάρι να χορεύει,
ο άντρας φορούσε μάσκα,'εσυ είσαι;'τον ρώτησε,
εκείνος τράβηξε τη μάσκα,είδε το κενό,
'αλήθεια,πόσα κενά μας κάνουν;',
ο άλλος δεν απάντησε,
στο βάθος του καθρέφτη άνοιξε μια πόρτα,
ένας άντρας τη χαιρετούσε από εκεί μέσα,
κοίταξε το ρολόι της,ήταν αργά,
βγήκε στη σκηνή,το φεγγάρι απέναντι εξυνε τις πέτρινες κερκίδες,
πρόβαρε το ρόλο της,
γέμισε θεατές το θέατρο με πολύχρωμα ρούχα
και κόκκινες ομπρέλες,
στο τέλος τη χειροκρότησαν,
το βράδυ το φεγγάρι σύρθηκε στον ώμο της,
ένιωσε τα δόντια του στη σάρκα,
'εχεις λευκό σαν γάλα ωμο'ψιθυρισε,
μέσα στον ύπνο τυλίχτηκε στην αναπνοή του
ο καθρέφτης θόλωσε το είδωλο της
.
.

.


Electra Ηλετρα-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis



Electra's Enigma-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Ηλέκτρα,φθινόπωρο-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


κοίταξε απ'τό παράθυρο,τα δέντρα,

φθινόπωρο,

σπάνια κατεβαίνει στο κήπο,

ένα φύλλο,το βλέπει,

αναβάλει τη πτώση του,

θα πέσει όμως τελικά,

όπως η μοιχός μάνα

κι ο Αίγισθος

όχι,έλεος στους φονιάδες του πατέρα

Ορέστη,ακούς,

τη μνήμη  σταθερά τη διαβρώνει ο φόβος

κυρίως ο δισταγμος

γυρίζει στον καθρέφτη εκεί που τελούνται οι πράξεις

μένει να στηθεί το κατάλληλο σκηνικό

οποιαδήποτε αμφιβολία είναι επικίνδυνη

ένα πουλί,τη τρομαξε,γρηγορα πετάχθηκε μεσ'απ'τα φύλλα

της συκιάς,

ποιο το νόημα του;αν εχει

μια λεπτομέρεια να μην προσεχθεί,αποτυχία

να,μ'αυτο το μαχαίρι κόψε το μήλο,

κόβει καλλίτερα,

ο χρόνος δεν είναι αιώνιος,

ποια η τελευταία του ήταν λέξη,όταν γύρισε και

τους είδε;

λευκό τώρα το πρόσωπο του φυτρώνει κάτω απ'τα χόρτα

κάποια μερα οι ριζες ενος δέντρου θα τον ανασηκώσουν

δες τη μελαγχολία του ψαριού στη γυάλα

ο καθρέφτης μού παριστάνει τι έγινε

σιωπηλοί εκεί μέσα

τι με ρωτούν;

να ξέρεις πως οφείλω πολλά στη μεταφυσική

μικρή μου'χαν χαρίσει μια κούκλα

κινούσε τα χέρια τα πόδια μιλούσε

εγώ την έσπασα να δω το μηχανισμό της

έχεις περιέργεια να μάθεις;

ένα κενό

ένα ακατανόητο κενό

.

.

.


Η εκδίκηση της Κλυταιμνήστρας

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Κληταιμνηστρα:

τα'χω χαμένα,καμια λογική,την θυμάμαι,με τρόμο,και ντροπή,να σπάζει τις κούκλες της,και να τις πνίγει στις πισίνες,και να γελάει,να γελάει,έκλεινα τ'αυτια μου,ήθελα να πεθάνω,να την σκοτώσω,τη μισούσα,όχι,όχι,δεν την αγαπούσα,δεν την γέννησα εγώ,δεν μπορεί να είναι κόρη μου,μεγάλωσε και δεν άλλαξε,κλείνεται στο δωματιο της,αρνηται να φάει,την ακουω να παίζει στο πιανο,ώρες ασταμάτητα,έπειτα σιωπή,μπορεί να πεθάνει έτσι,φοβάται μην πεθάνει όπως ο πατέρας της,στο δίχτυ τυλιγμένη,να την σφάζουν,ο Αίγισθος με μενα ,ο πατέρας της,δεν καταλαβαίνει,πως τιμωρήθηκε,την ρωτάω,Ηλέκτρα,που είναι η αδελφή σου;η αγαπημένη μου Ιφιγένεια;δεν απαντάει,με κοιτάζει με άγριο μίσος,με κατασπαράζει το μίσος της,έκανα το χρέος μου,εκδικήθηκα τον φονιά,είχε το θράσος να φέρει εδώ την ερωμένη του,είμαι γυναίκα δεν θα με εξεφτυλισει,ναι πήγα με τον ξάδελφο του τον Αίγισθο,ειμασταν εραστές πριν τον πόλεμο, ζηλεύει,τον θέλει δικό της,ντύνεται πρόστυχα,δείχνει τα βυζιά της μπροστά του,κάνει σαν πόρνη,το ξέρω πως τον παρασέρνει στο δωμάτιο της τις νυχτες,εκεί βγάζουν τα μάτια τους,τους ακούω και τους βλέπω,τον σιχαίνομαι τον Αίγισθο,δειλός,ανήθικος,ομως κάνει για την εκδίκηση  μου,αν ήθελα τον σκότωνα με τα χέρια μου,τον έπνιγα την ώρα που κοιμάται,τον αφήνω να ζήσει,να τον σκοτώσει ο Ορέστης,το παιδί μου που θα σφάξει και μένα,αδύνατο ο άνθρωπος να αντιστέκεται στο πεπρωμένο,να θέλει να αλλάξει τη μοίρα του,τις τελευταίες μερες με καλοπιανει,θυμάται τα ευτυχισμενα παιδικά της χρόνια,μαζί μας,όσα λέει για τότε είναι ψέματα,προσποιούμαι πως τα θυμάμαι,τις λέω κι εγώ για τοτε,ψέματα,ευχαριστιεται να ακούει για τα περασμένα,είναι τρελή,όλα στοχεύουν στην εκδίκηση της,το φαρμακερό της βέλος θα μου τρυπισει το στήθος,το στήθος της μάνας,που τη βυζαξε,σε σκοτώνω μάνα,θα ουρλιάξει,απαίσιο στόμα θα με βρίζει,πουτανα μοιχαλιδα πρόστυχη μάνα,

απόψε,τ'αποφασισα, θα μπω αθόρυβα στο δωμάτιο της,θα σηκώσω το μαχαίρι,όχι δεν θα δειλιασω,θα ξεψυχήσει στον εφιάλτη της,ξέρω πως αντίθετα θα γίνουν τα πράγματα,δύο σκιές,η δικιά της και του Ορέστη,θα μας σφάξουν στο κρεβάτι,τη μισητή μάνα και τον μισητό Αίγισθο,λύτρωση για όλους μας η εκδίκηση

.

.

.


Φωτογράφιση

- χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Η φθορά της ψυχής μου

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


η φθορά 

προ των πυλών 

αδυσώπητη


η Ηλεκτρα

φωνάζει 

Ορέστη η μάνα θέλει σκότωμα θέλει μαχαίρωμα


οι χρυσές Μυκήνες βυθισμένες 

στον επαναληπτικό ήχο των τζιτζικιων


στη χρονοφωτογραφια στο Ναύπλιο:(2 Μαρτίου)

η Κλυταιμνήστρα με μακρύ μαύρο φόρεμα,πολύ κομψή,

η Ηλεκτρα με κομμένα τα μαλλιά,αριστερά,

και δεξιά η Χρυσοθεμη με κοτσιδες

1' 2' 3' 4' κλικ

ίσα που πρόλαβε να ποζάρει μαζί τους κι ο Αιγισθος


κόκκινη κλωστή δεμένη στο λαιμό του τυλιγμένη

τραγουδά η Ηλέκτρα

η μάνα η φονισσα θελει μαχαίρωμα

ως το ξημέρωμα


ο ψυχαναλυτής στη δικη ερμήνευε τη πράξη:

κύριοι δικαστες,πρόκειται για το σύμπλεγμα της Ηλεκτρας

σύμφωνα με τον Φρόιντ...

Σταματηστε τον,λέει ανοησίες,ούρλιαξε η Ηλέκτρα,

εκδικήθηκα τον θάνατο του πατέρα

κι αυτός είναι αρχαίος νόμος 

που μας κυβερνα


η φθορά της ψυχής μου

η ταραχή της

πως θα ηρεμήσει

η τρικυμία της

.

.

.


πόσο αίνιγμα είναι 

η πραγματικότητα

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


πόσο αίνιγμα

είναι η πραγματικότητα;


σαν το ψάρι 

σε δίχτυ

τύλιξαν το σώμα

του Ατρειδη

η Ηλέκτρα άκουσε τη κραυγή

'σκοτώνουν τον πατέρα,Ορεστη'

την άλλη μέρα 

είδε ένα άλογο 

ορνια τρώγαν τις σάρκες του αναβάτη του

τόση πραγματικότητα

ένα κενό

μια βαρειά σιωπη

τόσες ψυχές 

χορτάρι στις πέτρες

το βράδυ στο θέατρο

η Μόνα Λίζα

στο ρόλο μιας Ναπολιτάνας πόρνης

'σας αρέσουν τα πόδια μου;

η' μήπως προτιμάται τα βυζιά μου;'

τότε,συνέχισε,διάβαζα 

Alberto Moravia,

Racconti Romani:

Che cosa faresti se ti innamorassi di un'altra donna?". 

τον ρώτησα,

E io rispondevo: "Non è possibile: amo te e questo 

sentimento durerа tutta la vita."

άρχισε να βρέχει

οι θεατές άνοιξαν τις ομπρέλες

την άκουσαν να λεει:

'και εσυ ενας γερος ξαπλωνεις με τετοια γυναικα

ασπρα μπρατσα 1000 e ασπρα μπουτια 3000 e

σωματεμπορειο .τζαμπα πραμα'

την άλλη μέρα γύρισαν

στις ασχολίες τους

η μνήμη τους θόλωσε

who know something

about the last 20 seconds

ακούστηκε μια κραυγή

Ορέστη ακούς;

'ο φόνος του πατερα

επαναλαμβανεται'

από τα ορυχεία

των ψυχών

όλες αυτές οι ιστοριες

.

.

.



Πορτραιτο-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Τα Παράλληλα:Ηλέκτρα και Αντιγόνη

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


έπαιζε στο πιάνο,έβλεπε τα δάκτυλα της 

στα πλήκτρα,

το πάθος στην αφή,

στο άγγιγμα του κορμιού του,ανατριχιασε,

εκείνη σταμάτησε,-είναι το μέρος της Ηλέκτρας,του είπε

τώρα,θα παίξω το μέρος της Αντιγόνης,

η εικόνα σεληνόφωτος σε ένα έρημο τοπίο,

η σκιά στο άργυρο φως ενός κυπαρισιου

και έκθετο το νεκρό σώμα του Πολυνείκη

πέρα μέσα στην εφταπυλη Θήβα γιορτάζουν τα επινίκια

βεγγαλικά ύμνοι κορνετες σαξόφωνα παιανιζουν

τα δάκτυλα της ακίνητα στα πλήκτρα,

λευκά,

ακίνητα,

τα Παράλληλα μου,είπε,

οι τραγωδίες

η Ηλέκτρα μισεί τη μάνα

τη φόνισσα του πατέρα της

μαχαίρι η' να την πνίξει

να σκοτώνεις αυτό που σου έδωσε ζωή,

να μην μπορείς να ξεφύγεις,

την εκδίκηση,

η θλιψη

για πάντα θα διαρκέσει,

τα δάκτυλα της στο πιάνο,

ένα νοτουρνο του Σοπέν

η Αντιγόνη στη θήλεια της

τα στήθη της δεν βυζαξαν μωρό

ακλαυτη και ανυμεναιη,

έπαιζε στο πιανο,

Ηλέκτρα η' Αντιγόνη

ίδιο πάθος

για κείνη

.

.

.



Clytemnestra

Κλυταιμνήστρα 

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Clytemnestra


 my own children

 they will kill me

 the milk I sucked

 won't stop them

 I listen to them every night

 - Electra, I'm here

 -for our debt, Orestes

.

.

Κλυταιμνήστρα


τα ίδια τα παιδιά μου

θα με σκοτώσουν

το γάλα που τα βυζαξα

δεν θα τα σταματήσει

τους ακούω κάθε βράδυ

-Ηλέκτρα,ήρθα

-για το χρέος μας,Ορεστη

.

.

Clitemnestra


 mis propios hijos

 ellos me mataran

 la leche que chupe

 no los detendrá

 los escucho todas las noches

 - Electra, estoy aquí.

 -por nuestra deuda, Orestes

.

.

.



BALANCE OF CIRCLES

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

 

 In the air the sound of an angelic 

strong voice

 "They killed Grigoris Lambrakis"

 my Country is a bare-bones harp

 Desert of heroes

 Beyond the symmetrical columns

 After Aeschylus' Orestes

 "Mother Slayer" of father

 Queen Clytemnestra

 ''I want my daughter, how could you?

 to kill her?'' 

 Electra's cry "Aegisthus,

 Him, Orestes'',they killed Aegisthus and

 Clytemnestra, the drowned man in the bath

Agamemnon "The Great-man of the Achaeans goes off"

 "Crime in the Metropolis"

 an Ash-Wednesday

 strong voice

 in e air the sound from an angel

 .

 .

.

 


Στις Μυκηνες το φως τρυπησε τις λεξεις-χ.ν.κουβελης

.

στις Μυκηνες το φως τρυπησε το ξυλο

μιας  προσωπιδας,ενας κοτσυφας αρχισε το τραγουδι,

τα βηματα του Αιγισθου στις πετρες εσβησαν

δυσκολο ειναι στον ανθρωπο να σηκωσει τις λεξεις

ν'ακουσει την ανασα τους

Αυγουστος,καυτη μερα,κι οι τουριστες φωτογραφιζουν

μια αναγλυφη πετρα γεγονοτων και την ελια 

και το κυπαρισσι ,τη θαλασσα περα

η Κλυταιμνηστρα εχει το ουζερι ''ΠΟΛΥΧΡΥΣΑΙ ΜΥΚΗΝΑΙ''

φρεσκο ψαρι και ψητο χταποδι στα καρβουνα σερβιρει

και στη διαπασον  το συρτακι,ο Ορεστης τοτε

πιαστηκε απο τους χωροφυλακες,τον εδεσαν

τον εσυραν στο θεατρο,''δεστε τον,ποιος τον ξερει; 

ποιος ειναι αυτος ο αλητης;''σιωπη,κανενας

δεν τολμησε να μιλησει πως τον ηξερε,κι ας τον ηξεραν

καλα ολοι τους ,και μαζι του ειχαν συνομωτησει,σιωπη,

ολοι φοβισμενοι,ετρεμαν,και χειροκροτησαν το θεαμα,

να μην μπλεξουν,χειροκροτησαν με προσποιητο

ενθουσιασμο,

και τοτε ξαφνικα ενα παιδι απο τα πανω καθισματα

κατεβηκε τρεχοντας και φτανοντας στη σκηνη γυρισε

προς το μερος των θεατων και κατεβασε το παντελονι του

και τους εδειξε τ'αποκρυφα του,''να!'',τους φωναξε,

''Η Ιστορια ειναι αλλα γεγονοτα.Μην ξεγελιεστε''

τους φανηκε αστειο,θεαμα,μια μοντερνα παραξενια

του σκηνοθετη,γελασαν,Ιστορια,γεγονοτα,κουραφεξαλα,

τοτε οι χωροφυλακες κι ο Ορεστης μπηκαν μπροστα του

και υποκληθηκαν στο κοινο

χειροκροτηματα

η παρασταση τελειωσε,μια  τεραστια  ανεπαναληπτη επιτυχια

και μετα απο εκεινα τα γεγονοτα οι θεατες σκορπιστηκαν 

στα διαφορα κεντρα αναψυχης της περιοχης ,ταβερνες 

και ζαχαροπλαστεια και αλλα

να τελειωσουν ευχαριστα την υπολοιπη μερα τους

.

.

 In Mycenae the light pierced the words 

-c.n.couvelis

 

 in Mycenae the light pierced the wood

 of a face-mask, 

a blackbird  began the song,

 the footsteps of Aegisthus on the stones faded away,

 it is difficult for man to raise the words

 to hear their breath,

 August, a hot day, and the tourists are taking pictures

 of a relief stone of events and the olive

and the cypress, the sea beyond,

 Clytemnestra has the ouzeri "POLYCHRISAI MYCINAI"

 fresh fish and grilled octopus served,

 and in the diapason the syrtaki, then Orestes 

 was caught by the gendarmes, they tied him up

 they dragged him to the theater, ''you see him, who knows him?

 who is this tramp?''silence, no one

did not dare to say that he knew him, even and let them knew him

 well, all of them, and let them had conspired with him, silence,

 all frightened, trembled, and applauded the spectacle,

 not to get involved, they clapped in pretense

 excitement,

 and then suddenly a child from the upper seats

 ran down and on reaching the stage turned around

 towards the audience and pulled down his pants

 and he showed them his genital organs,

 "See!" he called out to them,

 "History is other facts. Don't be fooled"

 it seemed funny to them, a spectacle, a modern strangeness

 of the director,

 they laughed, Stories, facts, hollow things,

 then the gendarmes and Orestes entered before him

 and bowed to the common,

 applause,

 the show is over, a huge unrepeatable success,

 and after those events the spectators dispersed

 in the various recreation centers of the area, taverns

 and confectionery and others

 to end the rest of their day happily

.

.

.





Φωτογράφιση(εικόνες της Κλυταιμνήστρας)

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Η επιστροφή της Κλυταιμνήστρας

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


μετά την επιστροφή κλείστηκε στο σπίτι,έσπασε όλους τους

καθρέφτες,τα παράθυρα είπε να μην ξανανοίξουν,δεν ήθελε να δει 

κανέναν,πέρασαν δέκα μέρες,αδυνατισμένη,αμίλητη,,είδε τα παιδιά της,

την Χρυσοθεμη,την Ηλέκτρα,τον Ορέστη,-λειπει η Ιφιγένεια μου,

τους είπε,ακούτε λείπει η Ιφιγένεια μου,ούρλιαξε,ο μικρός Ορέστης

τρόμαξε από τη φωνή κι έβαλε τα κλάματα,-ελα εδώ,του είπε η Ηλέκτρα,

δεν την αντέχω,πήρε το παιδί κι έφυγε,η Χρυσοθεμη έτρεμε,

-τι θα κάνουμε μάνα,μόνες μας,εκείνη την κοίταξε στα μάτια,-ειμαι

αποφασισμένη,θα'ρθει η ώρα να γίνει,το βράδυ κάλεσε τον Αίγισθο 

στη κρεβατοκάμαρα της,κλείδωσε τη πόρτα,-φοβαμαι τη μικρή

την Ηλέκτρα,με μισεί,του είπε,γδυθηκε,-τωρα αγκαλιασεμε,του είπε,

αυτο τόσα χρόνια περίμενες,σβήσε το φως,ξαπλώσανε στο κρεβάτι,

-οταν έρθει η ώρα,του είπε το πρωί,θα κάνεις αυτό που θα σου πω,

τώρα φύγε,ξεκλείδωσε τη πόρτα,-προσεξε μην σε δει η Ηλέκτρα,

έμεινε στο μισοσκόταδο,ακίνητη,έκλεισε τα μάτια,άκουσε τη φωνή 

της Ιφιγένειας,-μανα,που είσαι;,έπειτα το κλάμα της,-μανα, γιατί είμαι 

μόνη;,ζαλίστηκε κι έπεσε στο πάτωμα,-τα ξέρω όλα,είδε το πρόσωπο 

της Ηλέκτρας,ακουμπούσε το δικό της,τα μάτια της άγρια,-κοιμηθηκες 

με κείνον,σε σιχαίνομαι,τον είδαμε με τον Ορέστη να βγαίνει απ' τη 

κρεβατοκάμαρα του πατέρα μας,τα μάτια της φωτιά,φίδι αν την 

τσιμπούσε θα την πονούσε λιγότερο,μαχαίρι αν την έσφαζε,-θα 

πληρώσεις γι'αυτό,είδε και το παιδί στη πόρτα,η Ηλέκτρα πήρε 

το παιδί κι έφυγε,δεν την ένοιαζε,ότι να γίνει,στην Αυλίδα χάθηκε 

η Ιφιγένεια,στις Μυκήνες ας χαθεί κι αυτή,πρώτα όμως εκείνος,

ο φονιάς του παιδιού της

.

.

.






Εικόνες της κρίσης της Κασσάνδρας

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Το παραληρημα της Κασσάνδρας 

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

(Αγαμεμνων Αισχύλου,στίχοι 1085-87,1090-92,1095-97,1100-04,

1107-11,1114-18,1125-29,1136-39,1146-49)

μετάφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis 


Το παραληρημα της Κασσάνδρας 

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


έφτασαν σήμερα το μεσημέρι στις Μυκήνες,ζεστη,καύσωνας,τα

τζιτζίκια σε έκρηξη στα δέντρα,άκουγε τα λόγια της στον Αγαμέμνονα,

η γυναίκα που τιμάει τον άντρα της κι άλλον δεν βάζει στο κρεβατι

της,υποκρισία,πως δεν άντεχε να ακούει τα κακά νέα του πολέμου,

και τρελονταν μήπως εκεί σκοτώνονταν,τώρα ήρθε και τους 

περιμένουν ευτυχισμένες μέρες,τα αγαπημένα παιδιά τους,η Χρυσοθεμη,

ο Ορέστης,και η...,εκεί άλλαξε η φωνή της,..η Ηλέκτρα μας,το 'μας'

το τονισε με ένα παράξενο τρόπο,εκείνος την πίστεψε,γελούσε μάλιστα 

ικανοποιημένος,κι αυτή,την κοίταξε,αν και βαρβαρική είναι γερή

κοπέλα για δούλα μας,ένιωσε την ειρωνία,τη ζήλεια της να την

τρώει,ήρθε κι ο ξάδερφος ο Αίγισθος τον φίλησε σταυρωτά,φιλί

φιδιού,όλα τα έβλεπε καθαρά,τη νύχτα αφού τον ναρκωνε θα'βγαινε

στον κήπο να τον συναντήσει,στο σκοτάδι θα αγκαλιάζονταν,

και μετά εκείνος θα της έδινε το δίκτυ,με αυτό θα τον τύλιγε μέσα

στο λουτρό,σαν ψάρι,και με το μαχαίρι εκείνος θα τον έσφαζε,

έπειτα θα έρχονταν η σειρά της,της ήρθε στο νου η πόλη της,

ο πατέρας,η μάνα,τ'αδελφια,όλα κάηκαν,αφανίστηκαν,ζαλίστηκε

έπεσε στο χώμα,το κορμί της ταράζονταν,από το στόμα της έβγαζε

αφρούς,έσχιζε τα ρούχα της,μαζεύτηκαν γύρω της,αφήστε την,

φώναξε η Κλυταιμνήστρα,επιληπτικη είναι,θα της περάσει,

ο Αίγισθος κοιτούσε τα γυμνωμενα πόδια της,όταν ηρέμησε,μαξεψτε

την είπε η Κλυταιμνήστρα και κλειδώστε την στο δωμάτιο,

ξύπνησε μέσα στη νύχτα,σκοτάδι,ακουσε ένα τριζόνι στο δωμάτιο,

περασε ώρα,άπειρη ώρα,ξαφνικά μέσα στη νύχτα μια κραυγη,

το ουρλιαχτό ενός ζώου που το σφάζουν,έγινε,τελείωσε,άκουσε

το κλειδί στη πόρτα,μια σκιά στη πόρτα,την πλησίασε,άκουσε την

βαριά ανάσα,μην φοβασε,εγώ είμαι,ήταν ο Αίγισθος,την αρπαξε,

μου αρέσεις,της είπε,βρωμουσε κρασί,έβαλε το χέρι του δυνατά

πάνω στο στόμα της,μην φωνάξεις,δεν θα πετύχεις τίποτα,κανένας

δεν θα σε πιστέψει,μια πόρνη,μια αμοροζα,μια βάρβαρη ξένη,

τον έσπρωξε,με τα νύχια τον έσχισε,εκείνος ήταν πιο δυνατός,

ένοιωσε το σπέρμα του στον κόλπο της σαν δηλητήριο φιδιού,

όταν έφυγε ήταν μισολιποθυμη,σύρθηκε ως τη πόρτα,σηκώθηκε,

βρέθηκε σε ενα σκοτεινό δωμάτιο,σκόνταψε σε κάτι,είδε μια

πήλινη κούκλα σπασμένη,έπειτα βρέθηκε σε άλλο σκοτεινό δωμάτιο,

δεν έκλαιγε,μόνο κρύωνε πολυ,έπειτα σε άλλο σκοτεινό δωματιο,

ήξερε πως σε κάποιο θα την περίμεναν αυτοί δυο να την σκοτώσουν,

άκουγε τα γέλια τους,άνοιξε τη πόρτα και τους είδε,η Κλυταιμνήστρα

φορούσε ένα μακρύ μαύρο φόρεμα κι ο Αίγισθος ένα μαύρο κοστούμι,

την έπιασαν,την ακινητοποίησαν,τα χέρια τους στο λαιμό της,είδε τη 

λάμψη του μαχαιριού,έπειτα τίποτα,για πάντα τίποτα,

.

.


Το παραληρημα της Κασσάνδρας 

(Αγαμεμνων Αισχύλου)

μετάφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis 


Κασσάνδρα

Απολλονα προστάτη των δρόμων,

αφανιστη μου,που μ'εφερες;

σε ποιο σπιτι;


σπίτι μισητό στους θεούς,που πολλά ξέρει 

φονικά συγγενών,λαιμών θηλιές,

ανθρώπων σφαγείο,και χώμα μ'αιμα ραντισμενο


γιατί σ'αυτες εδώ τις μαρτυριες πιστεύω,

βρέφη που σφάζονται και κλαίνε,

και σάρκες ψημενες που ο πατέρας τις έχει φαγωμενες


αλιμονο,άραγε τι να σχεδιάζει;

ποια η νέα μεγάλη συμφορά;

το μεγάλο κακό που μεσα σ'αυτο σχεδιάζεται το σπίτι,

δυσβάσταχτο στους φίλους,αγιατρευτο,

και γλυτωμος δεν ειναι 


καταραμένη,τι πας να κάνεις;

τον άντρα του κρεβατιού σου 

που μέσα στο λουτρό καθαρίζεις,

πώς να πω το τέλος;

γιατί αυτό γρήγορα θα γινει,

να τεντώνει το'να χέρι

και τ'αλλο χέρι απλώνει 


τι'ναι αυτό που βλεπω;

όχι δίκτυ του Άδη,

αλλά η γυναίκα του δίκτυ παγίδα,

αυτή η αιτία του φόνου,

η αχόρταγη κατάρα ας ουρλιάξει

το θρήνο για τον άδοξο θανατο


και να,δες,δες,μακριά βαστα την αγελάδα

απ' τον ταύρο,στα ρούχα αρπάζοντας

μαχαίρι με λαβή μαυροκερατη τον χτυπα,

κι εκείνος πέφτει μέσα στα νερά,

της φονικής λεκάνης σας λέω τα συμβαντα


δυστυχία μου,κακοτυχια μου,

γιατί κι η δική μου συμφορά με πνίγει

γιατί εδώ πέρα τη δυστυχη μ'εφερες;

για τίποτα άλλο παρά να πεθάνουμε μαζί,

γιατί άλλο;


ω μοίρα της γλυκοφωνης αηδονας,

γιατι αυτη οι θεοί την φτερωσαν

και μια γλυκειά ζωή της έδωσαν 

χωρίς κλάματα,και σε μένα μένει

με δίκοπο μαχαιρι να με σχισουν

.

.

Κασσάνδρα 

 Ἄπολλον· Ἄπολλον· [ἀντ. β] 1085

ἀγυιᾶτ᾽, ἀπόλλων ἐμός.

ἆ ποῖ ποτ᾽ ἤγαγές με; πρὸς ποίαν στέγην;

 

μισόθεον μὲν οὖν· πολλὰ συνίστορα, [στρ. γ] 1090

αὐτόφονα, †κακὰ καρτάναι†

ἀνδρὸς σφαγεῖον καὶ πέδον ῥαντήριον.


μαρτυρίοισι γὰρ τοῖσδ᾽ ἐπιπείθομαι· [ἀντ. γ] 1095

κλαιόμενα τάδε βρέφη σφαγὰς

ὀπτάς τε σάρκας πρὸς πατρὸς βεβρωμένας


ἰὼ πόποι, τί ποτε μήδεται; [στρ. δ] 1100

τί τόδε νέον ἄχος μέγα;

μέγ᾽ ἐν δόμοισι τοῖσδε μήδεται κακόν,

ἄφερτον φίλοισιν, δυσίατον· ἀλκὰ δ᾽

ἑκὰς ἀποστατεῖ


ἰὼ τάλαινα, τόδε γὰρ τελεῖς; [ἀντ. δ]

τὸν ὁμοδέμνιον πόσιν

λουτροῖσι φαιδρύνασα—πῶς φράσω τέλος;

τάχος γὰρ τόδ᾽ ἔσται· προτείνει δὲ χεὶρ ἐκ 1110

χερὸς ὀρεγομένα.


ἒ ἔ, παπαῖ παπαῖ, τί τόδε φαίνεται; [στρ. ε]

ἦ δίκτυόν τί γ᾽ Ἅιδου.1115

ἀλλ᾽ ἄρκυς ἡ ξύνευνος, ἡ ξυναιτία

φόνου. στάσις δ᾽ ἀκόρετος γένει

κατολολυξάτω θύματος λευσίμου


ἆ ἆ, ἰδοὺ ἰδού· ἄπεχε τῆς βοὸς [ἀντ. ε] 1125

τὸν ταῦρον· ἐν πέπλοισιν

μελαγκέρῳ λαβοῦσα μηχανήματι

τύπτει· πίτνει δ᾽ ‹ἐν› ἐνύδρῳ τεύχει.

δολοφόνου λέβητος τύχαν σοι λέγω


ἰὼ ἰὼ ταλαίνας κακόποτμοι τύχαι· [στρ. ζ]1136

τὸ γὰρ ἐμὸν θροῶ πάθος ἐπεγχέασα.

ποῖ δή με δεῦρο τὴν τάλαιναν ἤγαγες;

οὐδέν ποτ᾽ εἰ μὴ ξυνθανουμένην. τί γάρ

 

ἰὼ ἰὼ λιγείας μόρον ἀηδόνος· [ἀντ. ζ]1146

πτεροφόρον γάρ οἱ περὶ δέμας βάλοντο

θεοὶ γλυκύν τ᾽ ἀγῶνα κλαυμάτων ἄτερ·

ἐμοὶ δὲ μίμνει σχισμὸς ἀμφήκει δορί.

.

.

,



Ιφιγένεια εν Αυλιδι Ευριπίδη,στίχοι 1151-1163)

(μετάφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis)


Κλυταιμνήστρα


άκου λοιπόν,ας μιλήσουμε καθαρά,

χωρίς να μεταχειρισθουμε γλωσσικά τεχνάσματα, 

πρώτα θα σε κατηγορισω με τούτο,

χωρίς να το θέλω με τη βια μ'αρπαξες γυναίκα,

τον πρώτο μου άντρα τον Τανταλο σκοτωνοντας

και το βρέφος μου το πέταξες στο χώμα 

μεσ'στα λαφυρα σου,

αφού με τη βια απ'το στήθος μου το τραβηξες

και τα δυο του Δία παιδιά,τ'αδέλφια μου,

μ'αστραφτερα άλογα εναντίον σου στρατευσαν

και στον γέρο πατέρα μου τον Τυνδάρεω ικέτης

κατεφυγες για προστασία,

κι έτσι με πήρες στο κρεβάτι σου,

αφού λοιπόν μαζί σου συμβιβάστηκα

για σεκαι για το σπίτι θα παραδεχτείς 

πως αμεμπτη γυναίκα ημουν,

ερωτικά πιστη και το σπίτι σου πλούτισα,

ώστε όταν μπαίνεις να χαιρεσε,κι όταν έξω 

βγαίνεις να'σαι ευτυχης,

σπάνια τέτοια γυναίκα να βρει να πάρει άντρας,

άχρηστη να'χεις γυναίκα δεν είναι σπανιο


 Κλυταιμνήστρα


ἄκουε δή νυν· ἀνακαλύψομεν γὰρ λόγους,

κοὐκέτι παρῳδοῖς χρησόμεσθ᾽ αἰνίγμασιν.

πρῶτον μέν, ἵνα σοι πρῶτα τοῦτ᾽ ὀνειδίσω,

ἔγημας ἄκουσάν με κἄλαβες βίᾳ,

1150τὸν πρόσθεν ἄνδρα Τάνταλον κατακτανών·

βρέφος τε τοὐμὸν σῷ προσούδισας πάλῳ,

μαστῶν βιαίως τῶν ἐμῶν ἀποσπάσας.

καὶ τὼ Διός σε παῖδ᾽, ἐμώ τε συγγόνω,

ἵπποισι μαρμαίροντ᾽ ἐπεστρατευσάτην·

1155πατὴρ δὲ πρέσβυς Τυνδάρεώς σ᾽ ἐρρύσατο

ἱκέτην γενόμενον, τἀμὰ δ᾽ ἔσχες αὖ λέχη.

οὗ σοι καταλλαχθεῖσα περὶ σὲ καὶ δόμους

συμμαρτυρήσεις ὡς ἄμεμπτος ἦ γυνή,

ἐς τ᾽ Ἀφροδίτην σωφρονοῦσα καὶ τὸ σὸν

1160μέλαθρον αὔξουσ᾽, ὥστε σ᾽ εἰσιόντα τε

χαίρειν θύραζέ τ᾽ ἐξιόντ᾽ εὐδαιμονεῖν.

σπάνιον δὲ θήρευμ᾽ ἀνδρὶ τοιαύτην λαβεῖν

δάμαρτα· φλαύραν δ᾽ οὐ σπάνις γυναῖκ᾽ ἔχειν.

.

.

.


My own Empire of Hyperrealistic Photos-Enigma of Elektra

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis



Ηλέκτρα Σοφοκλη,στίχοι 92-106

(μετάφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis)


Η κρίση της Ηλέκτρας

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


(τρεις γυναίκες αφηγητριες)


.όλη τη νύχτα άκουγαν το μοιρολόγι της,


τὰ δὲ παννυχίδων κήδη στυγεραὶ 

ξυνίσασ᾽ εὐναὶ μογερῶν οἴκων,

ὅσα τὸν δύστηνον ἐμὸν θρηνῶ

πατέρ᾽, ὃν κατὰ μὲν βάρβαρον αἶαν 95

φοίνιος Ἄρης οὐκ ἐξένισεν,

μήτηρ δ᾽ ἡμὴ χὠ κοινολεχὴς

Αἴγισθος, ὅπως δρῦν ὑλοτόμοι

σχίζουσι κάρα φονίῳ πελέκει.

κοὐδεὶς τούτων οἶκτος ἀπ᾽ ἄλλης 100

ἢ ᾽μοῦ φέρεται, σοῦ, πάτερ, οὕτως

αἰκῶς οἰκτρῶς τε θανόντος.

ἀλλ᾽ οὐ μὲν δὴ

λήξω θρήνων στυγερῶν τε γόων,

ἔστ᾽ ἂν παμφεγγεῖς ἄστρων105

ῥιπάς, λεύσσω δὲ τόδ᾽ ἦμαρ,


.μετά τη κριση άλλαξε τελείως,έκοψε συριζα τα μαλλια,

ντύθηκε στα μαύρα,γυρνουσε νύχτες στις ερημιές,

-είναι τρελή,λέγανε,θα κρεμαστεί σε δέντρο η' σε πηγάδι θα πεσει


.έπαψε να τρώει,δεν έπινε νερό,-θα πεθάνει,η δυστυχη,πόσο άλλο

θα αντέξει


.είδε το νερό στη λεκάνη,κοκκίνιζε,η μάνα της κι ο Αίγισθος γελαγαν,

-ειναι το αίμα του πατέρα μου,ούρλιαξε,τον σκοτώσατε,δολοφόνοι,

ξύπνησε,

είδε τις νοσοκόμες από πάνω της,μια με χοντρά γυαλιά της έκανε μια 

ενεση στο μπράτσο,

κοιμήθηκε


.ηταν μεσάνυχτα,άγρυπνη,ο μικρός Ορέστης στο διπλανό κρεβατι κοιμόνταν,

τον ξυπνησε-ελα Ορέστη,μη μιλάς,μη μας ακούσουν,τον έπιασε από το χερι

βγήκαν έξω,είχε αστροφεγγια,εκεί πάνω στις πλάκες τήςβαυλής ήταν

δυο ξαπλωμένα σώματα,ακίνητα,-η μανα,είπε το παιδί,τι έπαθε;εκείνη

δεν είπε τιποτα,σήκωσε το φουστάνι της και κατούρησε πάνω στα νεκρά 

σώματα τους,-αθλια εζησαν,άθλια και στο θάνατο τους πρέπει,ειπε


.στο ψυχιατρειο,στο πρόγραμμα της αποθεραπείας των ασθενών,είχαν

συστήσει θεατρική ομάδα,εκείνη ζήτησε να συμμετάσχει απαγγέλλοντας 

από από την Ηλέκτρα του Σοφοκλή τους στίχους 92-106


.μέρα πολύ ζεστη,μεσημέρι,το πέτρινο θέατρο,όπως τα αρχαία ελληνικά,

αμφιθεατρικό,γεμάτο από τους τροφιμους και τους νοσηλευτές τού 

ψυχιατρειου,

βγήκε στη σκηνή,φορούσε μαύρο μακρύ φόρεμα,ακίνητη,αμίλητη έμεινε,

δεν ακούστηκε στον αέρα ο θρήνος της,οι θεατές μέσα τους βαθειά

άκουσαν το πικρό κλάμα της


οι άγρυπνες θλιβερές νύχτες στο άθλιο 

κρεβάτι τού καταραμένου σπιτιου ξέρουν

πόσο το δύστυχο μου πατέρα θρηνω,

τον πατέρα που σε βάρβαρη ξένη γη

ο φονιάς του πολέμου Άρης θανατωνοντας τον

δεν δέχτηκε,αλλά η μάνα μου με τον Αιγισθο

που μοιράζει το κρεβάτι,όπως δέντρο 

οι ξυλοκόποι το κεφάλι με φονικό πελεκι 

σχιζουν,και κανένας άλλος από μένα λύπη 

δεν ένιωσε,για σένα,πατέρα,που τόσο

σκληρα και οικτρά πέθανες,αλλά ποτέ 

δεν θα σταματήσω πικρα εγώ να μοιρολογω,

όσο ακόμα τ'αστρα λαμπυρίζουν κι όσο αυτη

εδώ τη μέρα αντικριζω

.

.

.

 
















(Εγκατασταση Installation)

Οι φωτογραφίσεις της Ηλέκτρας

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

(στίχοι από τις Χοηφόρες του Αισχύλου

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis)


σκοτάδι,

ακούγεται η φωνή της Ηλεκτρας


Ηλέκτρα 


λέγω καλοῦσα πατέρ᾽· Ἐποίκτιρόν τ᾽ ἐμέ,130

φίλον τ᾽ Ὀρέστην φῶς ἄναψον ἐν δόμοις.

πεπραμένοι γὰρ νῦν γέ πως ἀλώμεθα

πρὸς τῆς τεκούσης, ἄνδρα δ᾽ ἀντηλλάξατο

Αἴγισθον, ὅσπερ σοῦ φόνου μεταίτιος.

κἀγὼ μὲν ἀντίδουλος· ἐκ δὲ χρημάτων 135

φεύγων Ὀρέστης ἐστίν, οἱ δ᾽ ὑπερκόπως

ἐν τοῖσι σοῖς πόνοισι χλίουσιν μέγα


φωνάζω τον πατέρα,βοηθησε κι εμε

και τον αγαπημένο σου Ορέστη,

να σώσουμε το σπίτι,γιατί τώρα 

σαν πουλημένοι γυρίζουμε εξοριστοι

απ'αυτή που μας γέννησε,που τον άντρα της

με τον Αιγισθο ανταλλαξε,που'ναι στο φόνο σου

επαιτιος,κι εγώ'μαι δούλα,κι ο Ορέστης

απ' τη περιουσία του διωγμένος,ενώ εκείνοι 

ξεδιάντροπα με τα πλούτη σου γλεντοκοπουν


στον ημιφωτισμενο χώρο,η Ηλέκτρα όρθια ακίνητη,με μαύρο μακρύ

φόρεμα,

ακούγεται το κλικ μιας φωτογραφικής μηχανής,

ταυτόχρονα πίσω της σε μια οθόνη παρουσιάζεται η φωτογράφιση της,

αυτό επαναλαμβανεται


σκοτάδι,

ακουγεται η φωνή της Ηλεκτρας


Ηλεκτρα


 ἰὼ ἰὼ δαΐα [στρ. θ]

πάντολμε μᾶτερ, δαΐαις ἐν ἐκφοραῖς 430

ἄνευ πολιτᾶν ἄνακτ᾽,

ἄνευ δὲ πενθημάτων

ἔτλης ἀνοίμωκτον ἄνδρα θάψαι


δολοφονισσα,

αδιαντροπη μάνα,τον σφαγμένο του 

βασιλιά  ο λαος στη κηδεία του

δεν ακολουθησαι,

χωρίς να τον πενθησουν,σκληρα

τον άντρα σου αθρηνητο εθαψες


στην οθόνη πίσω,γράφεται:


Αστυνομικό ανακοινωθέν:

η Ηλέκτρα,του Αγαμεμνωνα και της Κλυταιμνήστρας,ετών 21 

με συνεργό τον αδελφό της Ορέστη,ετών 18,σήμερον,κατά

την μεσημβρινήν ώραν,διέπραξεν διπλό φόνο,σκότωσε τη μάνα της 

Κλυταιμνήστρα,ετών 45, μαχαιρωνοντας την στον στήθος και τον

συντροφο της Αίγισθο,ετών 40,μαχαιρωνοντας στον λαιμό,

η δραστης παρουσιάστηκε αυτοβούλως στο αστυνομικό 

τμήμα,ομολόγησε την αποτροπαια πράξη της,κρατήτε στο 

κρατητήριο,και αύριο στις 9 το πρωί θα παρουσιασθεί στον 

ανακριτή,

ο συνεργός της Ορέστης διέφυγε τη σύλληψη προς άγνωστη 

κατεύθυνση


στον ημιφωτισμενο χώρο,η Ηλέκτρα όρθια ακίνητη,με μαύρο μακρύ

φόρεμα,

ακούγεται το κλικ μιας φωτογραφικής μηχανής,

ταυτόχρονα πίσω της σε μια οθόνη παρουσιάζεται η φωτογράφιση της,

αυτό επαναλαμβανεται


σκοτάδι,

ακούγεται η φωνή της Ηλέκτρας και του Ορεστη


Ορέστης


μέμνησο λουτρῶν οἷς ἐνοσφίσθης, πάτερ.492


Ηλέκτρα 


μέμνησο δ᾽ ἀμφίβληστρον ὡς ἐκαίνισαν—


θυμήσου πατέρα τα λουτρά που σ'εσφαξαν


θυμήσου το δίχτυ που σε τυλιξαν


σκοτάδι,

ακούγεται η κραυγή μιας γυναίκας


στον ημιφωτισμενο χώρο,η Ηλέκτρα όρθια ακίνητη,με μαύρο μακρύ

φόρεμα,

ακούγεται το κλικ μιας φωτογραφικής μηχανής,

ταυτόχρονα πίσω της σε μια οθόνη παρουσιάζεται η φωτογράφιση της,

αυτό επαναλαμβανεται


εμφανίζονται,ένας ένας,διάφοροι άνθρωποι,άντρες και γυναίκες,

οι γυναίκες φορούν μαύρο φόρεμα,οι άντρες μαύρο κουστούμι,

στέκονται όρθια δίπλα στην Ηλέκτρα,

κάθε ένας λέει κάτι:


-η Ηλέκτρα από μικρή ήταν παράξενη,έσπαζε και ακρωτηρίαζε τις

κούκλες της,όταν μεγάλωσε νοσηλεύτηκε σε ψυχιατρείο


-λενε πως έφηβη την βίασε ο Αίγισθος,όταν το είπε στη μάνα της,

εκείνη την κατηγορισε πως λέει ψέματα,γιατί την μισεί,πως

θέλει να την χωρίσει από τον Αίγισθο,να τον έχει δικό της


-εγω είμαι η αδελφή της η Χρυσοθεμη,ημαστε με τη Ηλεκτρα 

αντίθετοι χαρακτήρες,εγώ είμαι κοινωνικη,ενώ εκείνη όχι,

δεν είχε φίλους,εμένα μου άρεσε η διασκέδαση στα κλαμπ,

το φλερτ με νεαρούς,εκείνη όχι,ήταν σοβαρή,φοβόνταν την

ερωτική επαφή με άντρα,όμως την αγαπάω


-ειμαι η δασκάλα της στο πιάνο,μεγάλο ταλέντο,εξαιρετική δεξιοτέχνης,

λάτρευε τον Σοπέν,και τον Μπετόβεν,


-καθε βράδυ την άκουγα να παίζει τη Σονάτα του Σεληνόφωτος τού

Μπετόβεν,και μετά ένα νοτουρνο τού Σοπέν,


-οταν σκότωσαν τον πατέρα της,ούρλιαξε,εσύ τον σκότωσες,μάνα,με τον  

εραστή σου,και θα πληρώστε,χυμηξε πάνω της,την έπιασαν,την έκλεισαν 

τρεις μέρες


-παρουσιασαν το θάνατο του Αγαμέμνονα ως ατύχημα,μεθυσμένος μετά από γλέντι 

με την Κασσάνδρα μπήκε στο μπάνιο,γλυστρησε στο μάρμαρο,χτύπησε 

στο κεφάλι,έχασε τις αισθήσεις του,και πνίγηκε στο νερό


-η Ηλέκτρα μετά από αυτά τα γεγονότα ήταν αμίλητη,τις νύχτες περιπλανιονταν στις

ερημιες,την άκουγαν να μιλάει δυνατά,ακατανόητα λόγια,να κλαιει,να γελάει,

να ουρλιάζει,


στον ημιφωτισμενο χώρο,η Ηλέκτρα όρθια ακίνητη,με μαύρο μακρύ

φόρεμα,

ακούγεται το κλικ μιας φωτογραφικής μηχανής,

ταυτόχρονα πίσω της σε μια οθόνη παρουσιάζεται η φωτογράφιση της,

αυτό επαναλαμβανεται


σκοτάδι,

ακούγεται η φωνή της Ηλεκτρας


μέμνησο λουτρῶν οἷς ἐνοσφίσθης, πάτερ.492


μέμνησο δ᾽ ἀμφίβληστρον ὡς ἐκαίνισαν


σκοτάδι,

όλα τελειώνουν στο σκοτάδι

.

.

.




 

Κλυταιμνήστρα-Ιφιγενεια-

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Η αγρυπνια της Κλυταιμνήστρας

-χ.ν.κουβελης 


Κλυταιμνήστρα ,λόγος προς τον Αγαμέμνονα

(Ιφιγένεια εν Αυλιδι Ευριπίδη στίχοι 1165...1195)

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Μυκήναι,στο ημιφωτισμενο δωμάτιο,

θυμάται τα λόγια που του'πε στην Αυλίδα,πόνος που δεν περνα,αγιατρευτος 

για το χαμένο,σφαγμένο παιδί της


και από μια απ'τις κόρες μου σκληρά θα με στερήσεις,

και αν κάποιος σε ρωτήσει 

για ποιο λόγο τι σκοτωνεις;

τι θα πεις;λεγε

η' νά το' πω αντι για σένα εγώ;

για να πάρει ο Μενέλαος την Ελενη,πολύ καλά,

μια παλιογυναίκα να ανταλλαχτει

με το παιδί μου,

τα αισχρά ν'αγορασουμε  μ'οτι πιο πολύ αγαπάμε,

και στην εκστραεια σαν πας αφήνοντας με στο σπίτι,

και κει χρόνους μείνεις,

με τι καρδιά νομιζεις εγώ θα'μαι στο σπιτι;

όταν δω όλο το σπίτι 

και το δωμάτιο της αδειο

απ' αυτή;

μόνη τότε θα κάθομαι νά την κλαιω

και να την θρηνω για πάντα,

σ' έχασα,παιδί μου,ο πατέρας

που σε γέννησε,αυτός ο ίδιος σε σκότωσε,

κανένας άλλος ουτ'αλλο χέρι,


εγώ θα σε τιμωρήσω με τα ίδια μου τα χέρια,

η κραυγή της,

δέκα χρόνια και δεν έχω το παιδί μου,

ούτε γελια,ουτε γαμους


κι όταν στ'Αργος γυρίσεις θα τ'αγκαλιασεις τα παιδιά σου;

αλλα δίκιο δεν έχεις,

ποιο απ'τα παιδιά θα σε κοιτάξει,

για να παραδώσεις ένα απ' αυτά να σφαγει;

καταλαβαίνεις τι κάνεις;

η' μόνο το σκήπτρο σ'ενδιαφερει

και στρατηλάτης να'σαι σε μέλλει;


ναι ο Αίγισθος είναι εραστής μου,σου πήρε το κρεβάτι,το ίδιο σε μισεί 

όπως κι εγώ σε μισω,

αυτό μας ενώνει,

τα Θυεστεια Κρίματα είναι ανοησία,

δεν θα δεχτώ ποτέ,για μιαν Ελένη η Ιφιγένεια μου


1165... ὧν μιᾶς σὺ τλημόνως μ᾽ ἀποστερεῖς.

κἄν τίς σ᾽ ἔρηται τίνος ἕκατί νιν κτενεῖς,

λέξον, τί φήσεις; ἢ ᾽μὲ χρὴ λέγειν τὰ σά;

Ἑλένην Μενέλεως ἵνα λάβῃ. καλόν †γένος†,

κακῆς γυναικὸς μισθὸν ἀποτεῖσαι τέκνα.

1170τἄχθιστα τοῖσι φιλτάτοις ὠνούμεθα.

ἄγ᾽, εἰ στρατεύσῃ καταλιπών μ᾽ ἐν δώμασιν,

κἀκεῖ γενήσῃ διὰ μακρᾶς ἀπουσίας,

τίν᾽ ἐν δόμοις με καρδίαν ἕξειν δοκεῖς;

ὅταν θρόνους τῆσδ᾽ εἰσίδω πάντας κενούς,

1175κενοὺς δὲ παρθενῶνας, ἐπὶ δὲ δακρύοις

μόνη κάθωμαι, τήνδε θρηνῳδοῦσ᾽ ἀεί·

Ἀπώλεσέν σ᾽, ὦ τέκνον, ὁ φυτεύσας πατήρ,

αὐτὸς κτανών, οὐκ ἄλλος οὐδ᾽ ἄλλῃ χερί,


η Ηλέκτρα θα με σκοτώσει μαζί με τον Ορέστη,

καθένας το χρέος του,

εγώ πρέπει να σκοτώσω τον φονια του παιδιού μου 

κι η Ηλέκτρα κι ο Ορέστης τα παιδιά μου εμένα τη μάνα θα σφαξουν

για το φόνο του πατερα τους,


ἥκων δ᾽ ἐς Ἄργος προσπεσεῖ τέκνοισι σοῖς;

ἀλλ᾽ οὐ θέμις σοι. τίς δὲ καὶ προσβλέψεται

παίδων σ᾽, ἵν᾽ αὐτῶν προσέμενος κτάνῃς τινά;

ταῦτ᾽ ἦλθες ἤδη διὰ λόγων, ἢ σκῆπτρά σοι

1195μόνον διαφέρειν καὶ στρατηλατεῖν μέλει;


είναι βαθειά νύχτα,

μεσανυχτα,

ο Αίγισθος διπλα μου κοιμαται βαθεια,κι εγώ αγρυπνω,

πόσο πονώ, Ιφιγένεια,

.

.

.




εικόνες της Ηλέκτρας

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


το ματ της Ηλέκτρας

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Ηλεκτρα Σοφοκλή,στίχοι 86-120

-Μονολογος

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


το ματ της Ηλέκτρας

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


-σου ετοιμάζει παγιδα,μην παιξεις μαζι της,τον προειδοποιησε η Κλυταιμνήστρα,

ο Αιγισθος γέλασε,-ελα τα παραλες,ένα αφελές κοριτσάκι είναι,τι θα μου κάνει;

-αφελες,αλλά όχι αθώο,πρόσεξε,πονηρό και σκληρό,είναι παιδί μου,το ξέρω,αντέδρασε

 εκείνη,


η Ηλέκτρα έκανε την κινηση

-ματ,κύριε Αιγισθε,


τη νύχτα εκείνη ξάγρυπνη σε,το φως της πανσεληνου στο δωμάτιο της,

ησυχία,

οι Μυκήνες βυθισμένες στη σιωπή


εμείς οι θεατές,απογευμα, καθισμένοι στο αμφιθεατρο την είδαμε,

να εκδικείται το θάνατο

του Αγαμεμνωνα,

-του πατέρα μου,ούρλιαξε,


το πρωί ήρθαν τρεις χωροφυλάκοι,την βρήκαν,

στο κρεβάτι της με τα ρουχα,δεν αντιστάθηκε,

-ειμαι έτοιμη,τους είπε,σας περίμενα,την συνέλαβαν,

για διπλό φόνο,

-εγω σκότωσα τη μάνα και τον εραστή της


την ανεκριναν,

-στο λουτρό τύλιξαν τον πατέρα και τον έπνιξαν  αυτη η μάνα μου η μοιχαλίδα 

κι ο εραστής της,

ομολόγησε


το άλογο,να φοβάσαι,τον προειδοποίησε η Κλυταιμνήστρα,οι κινησεις του είναι 

το δυνατό της σημείο στο σκάκι,


την άκουγαν να κάνει πρόβα στον μονόλογο,της τραγωδίας του Σοφοκλή Ηλέκτρα,

-μεσημερι και δεν ησυχαζει,είπε η Κλυταιμνήστρα,τι σχεδιάζει;φοβαμαι


μήτηρ δ᾽ ἡμὴ χὠ κοινολεχὴς

Αἴγισθος, ὅπως δρῦν ὑλοτόμοι

σχίζουσι κάρα φονίῳ πελέκει.


-φοβάμαι,Αιγισθε,την ακούς;

ο φόνος με φόνο 

η φωνή της,ακους


ὦ δῶμ᾽ Ἀίδου καὶ Περσεφόνης,

ὦ χθόνι᾽ Ἑρμῆ καὶ πότνι᾽ Ἀρά,

σεμναί τε θεῶν παῖδες Ἐρινύες,

αἳ τοὺς ἀδίκως θνῄσκοντας ὁρᾶθ᾽,

αἳ τοὺς εὐνὰς ὑποκλεπτομένους,

115ἔλθετ᾽, ἀρήξατε, τείσασθε πατρὸς

φόνον ἡμετέρου,


τους είδε στο κήπο,στο μεγάλο τραπέζι,να παίζουν σκάκι,μέσα Ιούλη,καυτή μερα,

τα τζιτζίκια στα δεντρα ξεκουφαιναν,

-η βασίλισσα κινδυνεύει,

ακούστηκε η φωνή της,

σκληρή,

-προσεξε το άλογο,απειλεί τον βασιλιά σου,φώναξε στον Αίγισθο η Κλυταιμνήστρα,

-ο βασιλιάς είναι νεκρός,

πνιγμένος στο λουτρο,

είπε η Ηλέκτρα,

τον είδα με τα ίδια μου τα μάτια,

είδα και τους δολοφόνους μάνα,

-εισαι τρελή,αντέδρασε η Κλυταιμνήστρα,

τέρμα η παρωδία,άρπαξε τη σκακιέρα και την πέταξε,τα πιονια  σκόρπισαν,

-και συ,είπε στον Αίγισθο,τι ανοησία να παίζεις με μια ψυχασθενή,

η Ηλέκτρα σηκώθηκε και σκύβοντας μάζεψε τα πιονια και τη σκακιέρα,

έπειτα ηρεμα

την τοποθέτησε στο τραπέζι,και τα πιόνια στη θέση που ήταν πριν,

καθισε

-ελα,ειπε στον Αίγισθο,να συνεχίσουμε το παιχνίδι των Ατρεα και του Θυέστη,


όταν μέσα στη νύχτα άκουσε τον πυροβολισμό και ξύπνησε ήταν σίγουρη:

-σκοτωσε τον Αιγισθο,

κι επειτα σε λίγο ο δεύτερος πυροβολισμός

-τωρα η μάνα είχε σειρά


περίμενε ξάγρυπνη,το πρωί θα την συνελαμβαναν ως συνενοχο του αδελφού της 

για διπλό φόνο

-θεε μου,τι ευτυχισμένη ειμαι


στο θέατρο σε έναν ημιφωτισμενο χώρο,μια νεαρή γυναίκα όρθια με μακρύ μαύρο

 φόρεμα,

ακούγεται η φωνή της:


ω εσύ αγνό φως κι εσύ 

στη γη ισότιμε αερα, 

τις πολλές ακούτε θρηνωδιες μου,

και τα πολλά βροντερά χτυπηματα

στα ματωμένα στηθη

όταν η ζοφερή νύχτα αποχωρει,

και την νυχτερινή μου θλίψη

τ'αθλιο ξέρει κρεβάτι μου

μέσ'στο καταραμένο σπιτι,

πόσο τον δύστυχο θρηνω πατέρα μου,

που στη βάρβαρη ξενη γη

ο Άρης ο φονιας θάνατο δεν εδωσε,

αλλά η μάνα μου κι ο εραστής της 

στο κρεβάτι Αιγισθος,

όπως δέντρο ξυλοκόποι το κεφάλι 

σχίζουν με φονικό πελεκι,

και κανένας από μένα άλλος 

δεν λυπηθηκε,πατέρα,

για τον σκληρό κι οικτρο σου θανατο,

αλλά ποτέ δεν θα πάψω  να θρηνω 

θλιβερα και να βογγω,

όσο τ'αστρα θα φεγγοβολουν,

κι αυτό το φως θα βλέπω της μέρας,

όπως η Αηδόνα που'χασε το παιδί της 

ο θρήνος μου ακαταπαυστα

σ'αυτες εδώ τις πατρικές πόρτες

παντού θ'αντηχει,

ω σπίτι τ'Αδη και της Περσεφόνης,

ω του κάτω κόσμου Ερμή

και σεβάσμια κυρά Αρά 

και σεμνές κόρες των θεών Ερινύες,

που βλέπετε όσους αδικα πεθαίνουν,

κι οσους τα κρεβάτια κρυφά κλεβουν,

ελάτε,βοηθήστε,

τιμωρήστε του πατέρα μου τον φόνο,

και στείλτε μου τον αδελφό μου,

γιατί μόνη δεν έχω πια τη δύναμη

να σηκώνω της λύπης και να ισορροπω 

το ενάντιο φορτίο 


ὦ φάος ἁγνὸν

καὶ γῆς ἰσόμοιρ᾽ ἀήρ, ὥς μοι

πολλὰς μὲν θρήνων ᾠδάς,

πολλὰς δ᾽ ἀντήρεις ᾔσθου

90στέρνων πλαγὰς αἱμασσομένων,

ὁπόταν δνοφερὰ νὺξ ὑπολειφθῇ·

τὰ δὲ παννυχίδων κήδη στυγεραὶ

ξυνίσασ᾽ εὐναὶ μογερῶν οἴκων,

ὅσα τὸν δύστηνον ἐμὸν θρηνῶ

95πατέρ᾽, ὃν κατὰ μὲν βάρβαρον αἶαν

φοίνιος Ἄρης οὐκ ἐξένισεν,

μήτηρ δ᾽ ἡμὴ χὠ κοινολεχὴς

Αἴγισθος, ὅπως δρῦν ὑλοτόμοι

σχίζουσι κάρα φονίῳ πελέκει.

100κοὐδεὶς τούτων οἶκτος ἀπ᾽ ἄλλης

ἢ ᾽μοῦ φέρεται, σοῦ, πάτερ, οὕτως

αἰκῶς οἰκτρῶς τε θανόντος.

ἀλλ᾽ οὐ μὲν δὴ

λήξω θρήνων στυγερῶν τε γόων,

105ἔστ᾽ ἂν παμφεγγεῖς ἄστρων

ῥιπάς, λεύσσω δὲ τόδ᾽ ἦμαρ,

μὴ οὐ τεκνολέτειρ᾽ ὥς τις ἀηδὼν

ἐπὶ κωκυτῷ τῶνδε πατρῴων

πρὸ θυρῶν ἠχὼ πᾶσι προφωνεῖν.

110ὦ δῶμ᾽ Ἀίδου καὶ Περσεφόνης,

ὦ χθόνι᾽ Ἑρμῆ καὶ πότνι᾽ Ἀρά,

σεμναί τε θεῶν παῖδες Ἐρινύες,

αἳ τοὺς ἀδίκως θνῄσκοντας ὁρᾶθ᾽,

αἳ τοὺς εὐνὰς ὑποκλεπτομένους,

115ἔλθετ᾽, ἀρήξατε, τείσασθε πατρὸς

φόνον ἡμετέρου,

καί μοι τὸν ἐμὸν πέμψατ᾽ ἀδελφόν.

μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ

120λύπης ἀντίρροπον ἄχθος.


το χέρι της  σηκώνει να κινήσει το μαύρο άλογο,

ακούγεται η φωνή της:

-ματ

.

.

.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου