GREEK POETRY
-2-3 πραγματα που ξερω για την Μηδεια-
Μηδεια Ευριπιδη [3ο Χορικό-στιχοι 627-633]
μεταφραση χ.ν.κουβελης-
ΜΗΔΕΙΑ ,ΠΡΙΝ ΤΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ-
Στην Καλλας Μηδεια Τοσκα Νορμα-
POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης
.
.
2-3 πραγματα που ξερω για την Μηδεια
Μηδεια Ευριπιδη [3ο Χορικό-στιχοι 627-633]
μεταφραση χ.ν.κουβελης
Χορος
ἔρωτες ὑπὲρ μὲν ἄγαν
ἐλθόντες οὐκ εὐδοξίαν
οὐδ΄ ἀρετὰν παρέδωκαν
ἀνδράσιν· εἰ δ΄ ἅλις ἔλθοι 630
Κύπρις͵ οὐκ ἄλλα θεὸς εὔχαρις οὕτως.
μήποτ΄͵ ὦ δέσποιν΄͵ ἐπ΄ ἐμοὶ χρυσέων τόξων ἐφείης
ἱμέρῳ χρίσασ΄ ἄφυκτον οἰστόν.
.
Χορος
ερωτες παν'απ'τα μετρα
σαν ερχονται μητ'ονομα καλο
μητ'αρετη φερνουν
στους ανθρωπους.μ'αν συνετα ομως ερθει 630
η Κυπρις,μητ'αλλη θεα γεματη χαρι ετσ'ειναι.
ποτε,ω δεσποινα,σε με απ'τα χρυσα τοξα μη ριξεις
στον ποθο που'ναι βαμενη την αφευκτη σαιτα
.
.
ΜΗΔΕΙΑ ,ΠΡΙΝ ΤΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ-χ.ν.κουβελης
απο το μπαλκονι του σπιτιου της ειχε θεα στην Ακροπολη.αυτο το εκπληκτικο
φως της Αττικης.τρυπωνε στο εσωτερικο.σερνονταν στο πατωμα,ανεβαινε στις
καρεκλες.στοιβαζονταν στα τραπεζι.καρφιτσωνονταν στο κρυσταλλο του καθρε-
φτη.εκει στο βαθος που ηταν τα μαλλια της.ακουσε διαπεραστικη τη σειρηνα
της πυροσβεστικης η' ενος περιπολικου της αστυνομιας.η ακουη της ακολουθη-
σε τον επαναλαμβανομενο ηχο που απομακρυνομενος μειωθηκε κι εξαφανισθηκε.
διαλυθηκε μεσα στη ζωντανη τεραστια πολη.στο τραπεζι τα δυο εισητηρια για
το Ηρωδειο αποψε το βραδυ.στο σεικερ ανακατεψε ενα κοκτειλ.πορτοκαλι μηλο
ανανας ,δυο τρεις στογονες βοτκα και παγακια.δροσιστηκε.φορεσε το μαυρο
φορεμα που της πηγαινε,μαυρα παπουτσια με τακουνι.κοιταχτηκε στο καθρεφτη.
η κοκεταρια της αιωνιας γυναικας,σκεφτηκε και χαμογελασε.αμεσως μετα σοβα-
ρευτηκε.καθισε μπροστα στον καθρεφτη,χτενισε τα μαλλια της,εβαψε προσεχτι-
κα τα χειλη της κοκκινα.ακουσε το καναρινι στο μπαλκονι.σαν να κοιμονταν και
να ξυπνησε.βγηκε εξω και του εβαλε τροφη και νερο.εκεινο στην αρχη φοβηθηκε
τη παρουσια της και μαζευτηκε,υστερα ξεθαρρεψε κι αρχισε το κελαηδημα.ειδε
τη πολη μεσα στη φωτεινη αχλυ της διαλυμενη.γυρισε στο βαθος του καθρεφτη.
ειδε τα πρασινα λιβαδια και τις αμμουδερες παραλιες της πατριδας της,κατω απ'
τον χρυσο ηλιο ,εκλεισε τα ματια,ακουσε τις φωνες του πατερα και της μανας της,
κατι της φωναζαν δεν ξεχωριζε τι λεγανε,σαν καποια ισχυρη δυναμη να την αρπαζε
σφιχτα και να την απομακρυνε,σ'εκεινη τη θαλασσα τα ψαρια ειχαν ανεβει στην
επιφανεια της και το'να ετρωγε τ'αλλο,και στ'αλλα που διαπραχτηκαν δεν ηξε-
ρε τι εκανε,αυτο την τραβουσε ανελεητα,δεν μπορουσε,και δεν ηθελε να του
αντισταθει,εκουσια ολα εγιναν,τι σημασια εχει αν μετανοιωσε,εγιναν και δεν αλ-
λαζουν,τα παιδια της ηταν πολυ ομορφα,ποσο αγαπουσε τη φωνουλα της μικρης,
και τη ζωηραδα τ'αγοριου της,σαν να'χαν παρει απ'τις δυο φυσεις της,την τρυφε-
ροτητα και την αγριαδα,ανοιξε τα ματια,αργησε να συνελθει ,της φανηκε πολυ πα-
ραξενο να βρισκεται σ'αυτον τον τοπο και να υπαρχει,σ'αυτο το δωματιο,σ'αυτη
τη πολη,αυτη και η μνημη της ολοκληρη,σκληρη σαν ατσαλι και πικρη,στον αντρα
της τα ειπε ολα,τιποτα δεν του εκρυψε,και στις ερωτησεις του απαντησε με ειλι-
κρινεια,αλλοτε εννοιωθε απεραντη ανακουφιση κι αλλοτε τρομερη στεναχωρια,
εκεινος την αγαπουσε και της συμπαρασταθηκε,μονολογουσε ακατασχετα χωρις
νοημα,ειχε ισχυρες εκρηξεις εσπαγε οτι βρισκονταν μπροστα της,τα κομματιαζε,
εκεινος ηταν διακριτικος μαζι της και υπομονετικος,επειτα βυθιζονταν στη σιωπη
της,εκανε μερες να βγει απο εκει,ξαπλωμενη ακινητη στο κρεβατι,σιγα σιγα περ-
νωντας ο καιρος συνηρθε,αρχισε να γελαει να χαιρετε,εκεινος ευτυχισμενος της
ειπε πως τωρα θυμαται μ'αλλον τροπο,το καταλαβε,γιατι ετσι ηταν,οτι ερχεται
στο μυαλο,στη σκεψη της ειναι σαν να'χει συμβει σ'εναν αλλον ανθρωπο,κι εκει-
νη να παρακολουθει τη ζωη του,σαν θεατης ,οπως στο θεατρο παρακολουθεις
μια παρασταση,μια μερα της ειπε πως ειναι ετοιμος να γραψει το εργο,συμφωνη-
σε,ωρες τον εβλεπε στο γραφειο να γραφει,πολλες φορες την φωναζε να καθισει`
κοντα του,τοτε της διαβαζε τι ειχε γραψει και της ζητουσε να κουβεντιασουν,
να κρινει και να προτεινει διορθωσεις,για ζητηματα υφους,πλοκης,γλωσσας,
περιστατικων,εβλεπε το εργο σιγα σιγα να χτιζεται να αποκτα οντοτητα,τα προ-
σωπα,οι πραξεις του,η δομη του,να τελειωνει, αυτο την εκανε να καταλαβει
πως η λογοτεχνια,κι αυτος ειναι ο στοχος της,μετασχηματιζει τη πραγματι-
κοτητα και δειχνει,αποκαλυπτει τις κρυμμενες πτυχες της,την αληθινη της
ουσια,''εισαι ετοιμη;'' ακουσε τη φωνη του,γυρισε και τον ειδε,θολα,σιγα σιγα
ξεκαθαρισαν τα ματια της,''ναι,ετοιμη,σε περιμενα''
.
.
Μηδεια-χ.ν.κουβελης
.
Παρατημενη ,ατιμασμενη και διωγμενη η
Μηδεια μετα απο εκεινα τα αποτροπαια
γεγονοτα βρεθηκε στην Αθηνα .Για να ζησει
ειχε στησει ενα παγκο στην Αγορα και που-
λουσε φρουτα και λαχανικα.Σκεφτοταν:
''Ο ανθρωπος ενας λογος βαρυς η' ελαφρυς
στο στομα του αλλου ανθρωπου''
Παρα τα βασανα ηταν ομορφη,πυκνα σγουρα
μακρυα μαλλια, ματια μεγαλα μαυρα, λεπτο
και ψηλο κορμι, γυρω στα τριαντα τοτε.
Ζουσε μονη σ'ενα σπιτι κοντα στη θαλασσα.
Ανθρωπος δεν μπηκε στο σπιτι της.
Με τον καιρο μαθευτηκε πως γνωριζε τη τεχνη
της μαιας , κι ετρεχαν να την καλεσουν να
ξεγεννησει καποια εγγυο γυναικα. Δεν επαιρνε
αμοιβη . Ελεγαν :''Κριμα τετοια αγια γυναικα
να μην εχει αντρα και παιδια''
Οταν εφυγε απο' κεινα τα μερη για τη πατριδα
της ,ολοι στεναχωρηθηκαν πολυ.Κι οταν αργο-
τερα κυκλοφορησαν εκεινες οι φυλλαδες εκεινου
του αγυρτη αναστατωθηκαν ,ουτε ενας τον
πιστεψε και κανενας δεν πατησε στο θεατρο
να δει το εργο του.
.
.
Στην Καλλας Μηδεια Τοσκα Νορμα-χ.ν.κουβελης
.
μετα τα αποτροπαια γεγονοτα η πριγκιπισσα Μηδεια
παρουσιασθηκε στην Αγορα μπροστα στο λαο και
ζητησε τους δικαστες να την καταδικασουν,εκεινοι
τα ηξεραν ολα με την παραμικρη λεπτομερεια ,
αν και με καποια υπερβαση ,απο τον ποιητη Ευριπιδη,
την πηραν οι στρατιωτες στην αυλη του δικαστηριου,
οι δικαστες συσκεφθηκαν,και με τρομο ανακαλυψαν
πως δεν υπηρχαν νομοι για μια τετοια πραξη,για ενα
τοσο ειδεχθες εγκλημα,ανησυχησαν για το κενο νομου,
επειτα τα χρονια περασαν και βαραιναν στους ωμους
και στη κριση τους,κι επειτα τι συμφερει τον αρχοντα ,
το πιο συμφερον γι'αυτον ειναι που γλυτωσε
απο τη βαρβαρη γυναικα και τα παιδια της,ηταν
μια λυση αυτο,θα βρουν τροπο να την τιμωρησουν,
δεν θα κωλισιεργησουν,ειναι ζητημα ωρων,εστω ημερων,
οσο για κεινον τον αγυρτη τον ψευδοκαινοτομο ποιητη
θα τον κανονισουν,του ετοιμαζουν,τι του ετοιμαζουν ;ηδη
την εχουν ετοιμασει,την εξορια στη Μακεδονια,
ας παει εκει να παιξει τα μοντερνα θεατρα του,εκει
μπορει να τους ξεγελασει ετσι απολιτιστοι που ειναι,
ενας λαος σε παρακμη ,χωρις προσωπο και μελλον
στην ιστορια,ακους ο σαλτιμπαγκος ο αταλαντος να θελει
να τους γελοιοποιησει,να βρουν τον μπελα τους,με κενα νομων,
με οικογενειακα δικαια,με δικαιωματα γυναικων,καλα εχουν
την ησυχια τους,ας παει αλλου να δοξασθει,κι αυτη
τη φονισσα διεταξαν και την πηραν στρατιωτες
και την πηγαν μακρυα στην ακρη του κοσμου σε πυκνο δασος
που συνορευει με αποκρεμνους τοπους και πελωρια βραχια
ως τη θαλασσα,να κλειστει εκει μεσα να μην ξεφυγει,
κι ετσι εγινε κι οταν γινονταν νυχτα κι ειχε πανσεληνο
τραγουδουσε η ερημη γυναικα και διαλυονταν η φωνη της
στο φως του φεγγαριου σε χιλια κομματια πονου,
κι οσα καραβια τ'ακουσαν πετρωσαν στο μεσο του ποντου
κι οσοι παιδια ναυτικοι τ'ακουσαν χαθηκαν στα μαυρα νερα
.
.
Μηδεια-χ.ν.κουβελης
η θαλασσα [εκλεισε το παραθυρο]
ακουσε τον ανεμο[''να'ταν να μην ακουγα'']
μια φωνη -μια δευτερη φωνη
επειτα γελιο
[το μηλο παρατημενο πανω στο κιτρινο τραπεζι]
ειδε την εικονα της σχισμενη στον καθρεφτη
[[μήτηρ
κινεῖ κραδίαν͵ κινεῖ δὲ χόλον.]]
μια κουκλα με βγαλμενα ματια σπασμενα χερια
ενα ποδι ελειπε τραβηγμενα τα μαλλια
[η μνημη της πατριδας τοτε.ο πατερας πηγε να την εμποδισει]
[ἄγριον ἦθος στυγεράν τε φύσιν
φρενὸς αὐθάδους]
''ο ηλιος γιατι δεν δυει; ποτε να μην ξαναβγει.
σκοταδι θελω.γιατι με τυρανναει το φως;
τι μεγαλη μερα''
[λύει δ΄ ἄλγος]
.
.
.
Τα Συναισθηματα της Μηδειας-Medea's Emotions-painting emotions c.n.couvelis χ.ν.κουβελης-
Μηδεια Ευρυπιδη Επιδαυρος 1976 Ελενη Χατζηαργυρη-music Jody Pou Udite Amanti
.
.
.
.
Η ΜΗΔΕΙΑ ΜΗΔΕΤΑΙ [η Μηδεια θυμαται]Maria Callas' Medea-painting c.n.couvelis χ.ν.κουβελης
.
.
.
Μηδεια-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
στη μέση της ορχήστρας του θεάτρου ένα πιάνο,ερχεται μία γυναίκα και ανακοινώνει
με σοβαρή,εως αυστηρή,φωνη "ή παραστάσις αναβαλετε,στη θέση της θα παιχθεί ενα
αλλο εργο,παρακαλω οι θεατές να εκενώσουν το θέατρο"ακούστηκαν από το μέρος του
αμφιθεατρου έντονες διαμαρτυρίες ","σε περίπτωση άρνησης θα ασκηθεί βία"φωναξαν
απο τα μεγάφωνα,"προσοχή,απαγορευονται οι φωτογραφίες και τα βίντεο,οι παραβατες
Θα τιμωρηθουν παραδειγματικά",το θέατρο άδειασε από τους θεατές,ή γυναίκα κάθησε
στο πιάνο,σήκωσε τα χέρια της για να χτυπήσει τα πλήκτρα,ακουστησε ένας παρατετα
μενος ψιθυρος,"σιωπη"ούρλιαξε ή πιανίστρια,"δεν μπορώ να ακούω",το ψιθυρισμα στα-
ματησε,η γυναίκα έπαιζε στις χαμηλές νότες,ακουγονταν έντονη ή αναπνοή της,περασε
στις ψηλές,"γιατί σωπασατε,γιατι δεν μιλάτε;"φώναξε,αρχισαν οι φωνές,αντιδρουσε στο
ρυθμο και την ένταση τους στο πιανο,οταν ακουστηκε ή φωνή "Μηδεια ,τα παιδιά σου",
στάθηκε ακινητη,"που είναι τα παιδιά μου;"φωναξε μία γυναίκα από τη κερκίδα,φορουσε
θεατρική προσωπίδα,γρηγορα ανέβηκαν τα σκαλιά οι φύλακες να την πιάσουν,η γυναίκα
δεν αντισταθηκε,παραδοθηκε,της έβγαλαν βίαια τη μάσκα,"μία ηθοποιός είναι" φωναξαν
"τι να την κάνουμε" ,"να σταματησει αμεσως αυτο το έργο" αντηχησαν τα μεγάφωνα,
"οι θεατές να επιστρέψουν στις θέσεις τους,η προγραμματισμένη παράστασις αρχίζει"
.
.
Ή Μηδεια στη θάλασσα στο Φαληρο-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
ενοικιαζε το καλοκαίρι ένα σπίτι στο Φαληρο,διπλα στη θάλασσα,τα παιδιά διασκέδαζαν,
το ιώδιο το αλάτι ο ήλιος τους κάνει καλό,η μικρή κάνει συνέχεια βουτιες,κάνει
πως ειναι ψαράκι,μια φαίνεται μία κρύβεται εδώ εκεί,το αγόρι πιάνεται με την άμμο,
τη σκαλίζει τη πλάθει και κατασκευάζει,ανθρωπους πόλεις ζώα,ιστοριες,τη
φωνάζει και της αφηγείται τις παραστάσεις του,εχει πολλή φαντασία,σ'αυτη
μοιαζει,ετσι κι αυτή μικρή έπαιζε στη πατρίδα της τη Κολχιδα,,μία ιστορία,
θυμάται ακόμα,ειχε ένα χρυσόμαλλο δέρμα,ενα δράκοντα που το φύλαγε,
και φοβερους πολεμιστές τεράστιος στο σώμα με τρία μάτια,και πίστευε
πως έφτασε καράβι από μακρυνη ξένη χώρα ν'αρπαξει το χρυσόμαλλο δερμα,
νομίζει,και δεν κάνει λάθος,πως αυτή είναι ή αιτία που βρίσκεται στην
Αθηνα,επαιξε σαν πρωταγωνίστρια ένα παρόμοιο έργο στο θέατρο,βεβαια
ειχε πολλές παραλλαγές,μετα από αυτό άλλαξε ή ζωή της,διαλυθηκε ο γάμος της,,
μετα το χωρισμό από τον άντρα της έκανε ψυχανάλυση,τωρα ειναι καλύτερα,η μικρή
τη χαιρετάει,πισω από το κεφάλι της ο ήλιος ειναι χρυσος,τη χαίρεταει κι αυτη
.
.
.
Μηδεια,Medea woman's portrait-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
ΜΗΔΕΙΑΣ ΕΥΡΙΠΙΔΗ.ΕΠΕΙΣΟΔΙΑ-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
κοιταξε εξω απο το παραθυρο,η Μηδεια,
περα η απεραντη θαλασσα
τη δυστυχη,ο πονος με διελυσε,
ας αφανιζομουν
ξαφνικος ανεμος σαρωσε την αμμο στη παραλια,μια θολη οθονη υψωθηκε,
το βλεμμα της θολωσε
τα βασανα μου μεγαλα,
καταραμενα παιδια φριχτης μανας
που μαζι με τον πατερα ν'αφανισθητε,
κι ολοκληρο το σπιτι να καταρρευσει
τοτε ειδε εναν νεαρο αντρα με λευκο κουστουμι καβαλλα πανω σ'ενα λευκο αλογο να
μπαινει μεσα στη θαλασσα,'τι κανει;','τι κανεις;'φωναξε,ο αντρας δεν ακουσε,το αλογο
καλυφθηκε απο τα νερα,'γυρνα πισω' φωναξε παλι,'ειναι ανοησια,τρελα',μια αγρια καταιγιδα
ξεσπασε,δεν εβλεπε τιποτα,ακουσε τον τρομακτικο θορυβο ενος πυροβολισμου,η καταιγιδα
σταματησε,καθαρισε ο οριζοντας κι ειδε αλαφιασμενο τ'αλογο να βγαινει απ'τα νερα και
να χανεται δεξια απ'το παραθυρο,ενας τρομερος ανεμος εσβυσε τα ιχνη του στην αμμο,
κοιταξε τη θαλασσα,η βουβη ηρεμια της τυραννισε το βλεμμα,
ετρεμε
να'ταν απ'τον ουρανο φωτια στο κεφαλι μου
να'πεφτε,ποιο το κερδος που ζω;
με το θανατο ν'αποτελειωσω
φριχτη ζωη εγκαταλειποντας
ειδε τα παιδια να τα φερνει εντρομη η γκουβερναντα,τα βηματα τους στη σκαλα,γυρισε
το κεφαλι,περνουσαν,πηγε στη πορτα,οι γρηγορες σκιες τους αιχμηρες στους τοιχους ,
καμπυλωσαν στο προσωπο της βαθαινοντας στο σκοταδι,κλειστηκαν στο δωματιο,κλειδω-
θηκε η πορτα,τρομακτικη ησυχια,αφησε τη πορτα ανοικτη,καθισε στον καθρεφτη,
με γαλαζιο μολυβι σχεδιασε τα ματια της,ακουσε το piano concerto no.3 in D minor, Op. 30
του Σεργκει Ραχμανινοφ,Allegro ma non tanto D minor,'ο μικρος εχει ταλεντο,ποσο τον θαυ-
μαζω',κοιταξε τα χερια της,μακρια χερια και τεραστιο ανοιγμα χεριων που μπορουσε να παιξει
τη συγχορδια C E♭ G C G με το αριστερο της χερι,εκλεισε αυτο το χερι,θυμηθηκε το περιστατι-
κο,ηταν εντεκα χρονων,πληρη παραλυσια στα χερια,αρνιονταν να μιλησει,ακουγε στ'αυτια της
ηχους,δυο χρονια κρατησε,τα νυχια της εσχισαν τη σαρκα της παλαμης της,'το γυμναζουν για
να παιξει στη τελετη των γαμων τους',ανοιξε τα δαχτυλα,ειδε τη σχισμενη σαρκα,'το δικο μου
παιδι,να τους διασκεδαζει',απο το συρταρι τραβηξε ενα φυλλο χαρτιου,διαβασε:
Μηδεια. ὦ μεγάλα Θέμι καὶ πότνι’ Ἄρτεμι 160
λεύσσεθ’ ἃ πάσχω, μεγάλοις ὅρκοις
ἐνδησαμένα τὸν κατάρατον
πόσιν; ὅν ποτ’ ἐγὼ νύμφαν τ’ ἐσίδοιμ’
αὐτοῖς μελάθροις διακναιομένους,
οἷ’ ἐμὲ πρόσθεν τολμῶσ’ ἀδικεῖν. 165
ὦ πάτερ, ὦ πόλις, ὧν ἀπενάσθην
αἰσχρῶς τὸν ἐμὸν κτείνασα κάσιν.
ξαπλωσε στο κρεβατι με τα ρουχα,ακινητη,δεκα λεπτα,ακουσε φωνες,βρηκαν το φουσκωμενο
απ'το νερο και μισοφαγωμενο απ'τα ψαρια σωμα του πνιγμενου,ακουστηκαν οι ροδες ενος
αυτοκινητου που σπιναρισαν στην σαθρη αμμο,μια γυναικεια φωνη ακουστηκς,'αυτος ειναι',
εφυγαν,τα κυματα της θαλασσας εφταναν στην ακτη,υστερα υποχωρουσαν,το παιδι ακομα
επαιζε,Intermezzo: Adagio D minor → F♯ minor → D♭ major → B♭ minor → F♯ minor → D
minor,Finale: Alla breve D minor → D major,ακουσε το θερμο χειροκροτημα,η νυφη αγκαλιασε
το παιδι,μια αναμνηστικη φωτογραφια,το παιδια αναμεσα απο τους νεονυμφους,
μεγαλη Θεμιδα και σεβαστη Αρτεμιδα
δεστε τι πασχω,μεγαλοι ορκοι
μας δεναν με τον καταραμενο αντρα
που καποτε να τους δω αυτον και τη νυφη
απ'το σπιτι καταπλακωμενους
αυτους που πρωτοι μ'αδικησαν,
πατερα,πολη μου,απο σας ξενιτευθηκα
απανθρωπα σκοτωνοντας τον αδερφο μου
ουρλιαξε,το γελιο παγωσε στα χειλη τους,'τα παιδια,παρτε τα παιδια'φωναξε ο αντρας,
το χρυσο στεφανι στα ομορφα μαλλια της νυφης ελαμπε,'με καιει'φωναξε,'ειναι φωτια',
η Μηδεια σηκωνεται,περπαταει στο διαδρομο,ανοιγει τη πορτα,μπαινει στο δωματιο,
τη βλεπουν,'πως τολμησες,μαγισα'ουρλιαζει ο αντρας,'δεν σε φοβαμαι'λεει η Μηδεια
και τον πλησιαζει,'τη κοπελα λυπαμαι,εσενα σε μισω','μη πειραξεις τα παιδια'τη φοβερισε,
εκεινη τον πλησιαζε,'σε ικετεω' την παρακαλουσε,'τα παιδια ειναι δικα μου',τον εφτασε,
του ακουμπουσε το προσωπο με το δικο της,'δεν ειναι δικα σου',εφεραν τα παιδια,κοιταξε
τα ματια,'αν αντεχεις κοιταξε,δειλε,τα εργα σου',του εμπηξε τα χερια στα ματια,τραβηξε
τους βολβους,τους πεταξε στο πετρινο πατωμα,'τροφη για τα σκυλια' φωναξε,τον εσπρωξε,
'φερτε τα παιδια μου',ξεσπασε σε λυγμους,τα'σφιξε στην αγκαλια της και ξεγυμνωντας τα
στηθη της κολλησε σε καθεμια ρογα το στομα τους,σηκωσε το κεφαλι κι ειδε τις γυναικες
Κορινθιες γυναικες,απ'το σπιτι βγηκα
να μη εχετε κατι να με κατηγορηστε,γιατι πολλους
θνητους ανθρωπους αδιαφορους εχω γνωρισει,
αλλους δημοσια κι αλλους ιδιωτικα,
κι απ'τη νωθροτητα αποχτησαν κακη φημη
πως αδιαφορουν και εφησυχαζουν,γιατι η δικαιοσυνη
δεν βρισκεται στα ματια των θνητων,
που πριν να μαθουν εναν ανθρωπο απ'τα σπλαχνα ο μεσα καλα
τον μισουν βλεποντας τον,αν και δεν τους αδικησε,
πρεπει ο ξενος εντελως να προσαρμοζεται στη πολη,
ουτ'εναν της πολης συγχωρω που με την αυθαδεια του
πικραινει τους πολιτες ενω δεν τον ξερουν,
εμενα το απροσμενο αυτο δω κακο μου'πεσε
τη ψυχη μου εχοντας καταστρεψει,εχασα πια
τη χαρα της ζωης και δεν με νοιαζει να πεθανω,φιλες μου,
γιατ'αυτος που για μενα τα παντα ηταν,το ξερω καλα,
ο πιο κακος μεσ'στους ανθρωπους εχει βγει ο αντρας μου.
απ'ολα οσα ειναι εμψυχα κι εχουν λογικη
εμεις οι γυναικες ειμαστε το πιο αξιολυπητο πλασμα,
καθως πρωτα πρεπει με χρηματα παρα πολλα
αντρα ν'αγορασουμε,και δεσποτη στο κορμι
να παρουμε,γιατ'αυτο ακομα πιο επωδυνο κακο,
κι αυτη δω η δοκιμη πολυ βαρια,αν κακο θα παρεις
η' καλο,γιατι δεν ειν'ευχαριστοι οι χωρισμοι
στις γυναικες,ουτε και ν'αρνηθεις αντρα,
καθως σε νεα ηθη και νομους φθανει,
πρεπει μαντισα να'ναι,αφου τα'μαθε στο σπιτι,
πως σωστα να φερθει στον συντροφο της,
κι αν αυτα δω εμεις καλα τα κανουμε
ο συζυγος συγκατοικει χωρις κοπο σηκωνοντας το ζυγο,
τοτε θαυμασιος ο βιος,αν οχι,να πεθανουμε πρεπει,
αλλ'ο αντρας,οταν στου σπιτιου τα κοινα φορτωνεται,
εξω βγαινοντας θα σβησει της καρδιας τη καυση,
εμεις ομως αναγκαζομαστε προς μια ψυχη μονο να βλεπουμε,
λενε εμεις χωρις κινδυνο το βιο ζουμε στο σπιτι,
ενω αυτοι μαχονται με το κονταρι,
λαθος σκεπτονται,καθως τρεις φορες διπλα στην ασπιδα
θα'θελα να σταθω καλλιτερα παρα να γεννησω μια φορα μοναχα ,
πηγε στο παραθυρο,κοιταξε εξω,κατω το θεατρο,πληθος θεατων,περα η απεραντη θαλασσα,
βουβη κατεβηκε στο θεατρο,καθησε σε μια θεση,απο εκει ακουγε την ηθοποιο,που απευθυ-
νονταν στον χορο των γυναικων
αλλα γιατ'αυτα σε σενα και σε μενα δεν ειναι ιδια τα λογια;
τη πολη αυτη δω πατριδα εχεις και του πατερα το σπιτι
και του βιου την ευτυχια και των φιλων τη συντροφια,
εγω ερημη χωρις πατριδα που'μαι βριζομαι
απ'αντρα που απο βαρβαργη χωρα μ'εχει αρπαγμενη,
ουτε μανα,ουτ'αδερφο ουτε συγγενη εχω
να βρω παρηγορια σ'αυτη τη συμφορα που'χω.
καποιοι ετρεξαν προς τη μερια της θαλασσας,ακουστηκαν φωνες,δεν τις ξεχωρισε,η Μηδεια
στη σκηνη συνεχισε
ετσι το ελαχιστο απο σε θελω να ζητησω,
αν εγω καποιο τροπο η' και σχεδιο βρω
τον αντρα μου να τιμωρησω γι'αυτα δω τα κακα,
να σιωπησεις,γιατι η γυναικα τ'αλλα πολυ φοβαται
κι ειναι δειλη οταν σωματικη δυναμη και σιδερο αντικριζει,
οταν ομως στο κρεβατι της συμβει να προδωθει,
δεν ειν'αλλος νους πιο φονικος
κοιταξε με μεγαλη ανησυχια προς τη μερος της θαλασσας,σηκωθηκε,κατεβηκε τα σκαλια
ενω ο χορος εψελνε
αυτο θα κανω,γιατι δικαια θα τιμωρηθει ο αντρας σου
Μηδεια,
οταν εφτασε στην ακτη ειδε τον πνιγμενο αντρα ,πλησιασε,προσπαθησε να συγκρατηθει να μην
προδωθει,'αυτος ειναι με τ'αλογο που πριν δωδεκα μερες μπηκε στη θαλασσα κι αυτοπυροβο-
ληθηκε' της ειπε καποιος,'και πριν ενα χρονο περιπου αλλος ενας το ιδιο εκανε,φαινεται θα'ναι
μοδα,ποιος ξερει,αβυσσος η ψυχη του ανθρωπου',τον πνιγμενο τον τυλιξαν σ'ενα ασπρο σεντο-
νι και τον φορτωσαν σ'ενα τζιπ της αστυνομιας,
γυρισε στο θεατρο,καθησε στη θεση της,
ο χορος
πενθεῖν δ’ οὔ σε θαυμάζω τύχας.
ὁρῶ δὲ καὶ Κρέοντα, τῆσδ’ ἄνακτα γῆς,
στείχοντα, καινῶν ἄγγελον βουλευμάτων. 270
ΚΡΕΩΝ
σὲ τὴν σκυθρωπὸν καὶ πόσει θυμουμένην,
Μήδειαν, εἶπον τῆσδε γῆς ἔξω περᾶν
φυγάδα, λαβοῦσαν δισσὰ σὺν σαυτῇ τέκνα·
καὶ μή τι μέλλειν· ὡς ἐγὼ βραβεὺς λόγου
τοῦδ’ εἰμί, κοὐκ ἄπειμι πρὸς δόμους πάλιν, 275
πρὶν ἄν σε γαίας τερμόνων ἔξω βάλω.
Μη. αἰαῖ· πανώλης ἡ τάλαιν’ ἀπόλλυμαι.
ἐχθροὶ γὰρ ἐξιᾶσι πάντα δὴ κάλων,
κοὐκ ἔστιν ἄτης εὐπρόσοιστος ἔκβασις.
ἐρήσομαι δὲ καὶ κακῶς πάσχουσ’ ὅμως· 280
τίνος μ’ ἕκατι γῆς ἀποστέλλεις, Κρέον;
.
.
Μήδεια Ευριπίδη
https://el.wikisource.org/wiki/%CE%9C%CE%AE%CE%B4%CE%B5%CE%B9%CE%B1
ΤΡΟΦΟΣ
Εἴθ’ ὤφελ’ Ἀργοῦς μὴ διαπτάσθαι σκάφος
Κόλχων ἐς αἶαν κυανέας Συμπληγάδας,
μηδ’ ἐν νάπαισι Πηλίου πεσεῖν ποτε
τμηθεῖσα πεύκη, μηδ’ ἐρετμῶσαι χέρας
ἀνδρῶν ἀρίστων. οἳ τὸ πάγχρυσον δέρας 5
Πελίᾳ μετῆλθον. οὐ γὰρ ἂν δέσποιν’ ἐμὴ
Μήδεια πύργους γῆς ἔπλευσ’ Ἰωλκίας
ἔρωτι θυμὸν ἐκπλαγεῖσ’ Ἰάσονος·
οὐδ’ ἂν κτανεῖν πείσασα Πελιάδας κόρας
πατέρα κατῴκει τήνδε γῆν Κορινθίαν 10
ξὺν ἀνδρὶ καὶ τέκνοισιν, ἁνδάνουσα μὲν
φυγῇ πολιτῶν ὧν ἀφίκετο χθόνα,
αὐτή τε πάντα ξυμφέρουσ’ Ἰάσονι·
ἥπερ μεγίστη γίγνεται σωτηρία,
ὅταν γυνὴ πρὸς ἄνδρα μὴ διχοστατῇ. 15
νῦν δ’ ἐχθρὰ πάντα, καὶ νοσεῖ τὰ φίλτατα.
προδοὺς γὰρ αὑτοῦ τέκνα δεσπότιν τ’ ἐμὴν
γάμοις Ἰάσων βασιλικοῖς εὐνάζεται,
γήμας Κρέοντος παῖδ’, ὃς αἰσυμνᾷ χθονός·
Μήδεια δ’ ἡ δύστηνος ἠτιμασμένη 20
βοᾷ μὲν ὅρκους, ἀνακαλεῖ δὲ δεξιάς,
πίστιν μεγίστην, καὶ θεοὺς μαρτύρεται
οἵας ἀμοιβῆς ἐξ Ἰάσονος κυρεῖ.
κεῖται δ’ ἄσιτος, σῶμ’ ὑφεῖσ’ ἀλγηδόσι,
τὸν πάντα συντήκουσα δακρύοις χρόνον, 25
ἐπεὶ πρὸς ἀνδρὸς ᾔσθετ’ ἠδικημένη,
οὔτ’ ὄμμ’ ἐπαίρουσ’ οὔτ’ ἀπαλλάσσουσα γῆς
πρόσωπον· ὡς δὲ πέτρος ἢ θαλάσσιος
κλύδων ἀκούει νουθετουμένη φίλων·
ἢν μή ποτε στρέψασα πάλλευκον δέρην 30
αὐτὴ πρὸς αὑτὴν πατέρ’ ἀποιμώξῃ φίλον
καὶ γαῖαν οἴκους θ’, οὓς προδοῦσ’ ἀφίκετο
μετ’ ἀνδρὸς ὅς σφε νῦν ἀτιμάσας ἔχει.
ἔγνωκε δ’ ἡ τάλαινα συμφορᾶς ὕπο
οἷον πατρῴας μὴ ἀπολείπεσθαι χθονός. 35
στυγεῖ δὲ παῖδας οὐδ’ ὁρῶσ’ εὐφραίνεται.
δέδοικα δ’ αὐτὴν μή τι βουλεύσῃ νέον·
βαρεῖα γὰρ φρήν, οὐδ’ ἀνέξεται κακῶς
πάσχουσ’· ἐγᾦδα τήνδε, δειμαίνω τέ νιν
μὴ θηκτὸν ὤσῃ φάσγανον δι’ ἥπατος, 40
σιγῇ δόμους εἰσβᾶσ’, ἵν’ ἔστρωται λέχος,
ἢ καὶ τύραννον τόν τε γήμαντα κτάνῃ,
κἄπειτα μείζω συμφορὰν λάβῃ τινά.
δεινὴ γάρ· οὔτοι ῥᾳδίως γε συμβαλὼν
ἔχθραν τις αὐτῇ καλλίνικον οἴσεται. 45
ἀλλ’ οἵδε παῖδες ἐκ τρόχων πεπαυμένοι
στείχουσι, μητρὸς οὐδὲν ἐννοούμενοι
κακῶν· νέα γὰρ φροντὶς οὐκ ἀλγεῖν φιλεῖ.
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
παλαιὸν οἴκων κτῆμα δεσποίνης ἐμῆς,
τί πρὸς πύλαισι τήνδ’ ἄγουσ’ ἐρημίαν 50
ἕστηκας, αὐτὴ θρεομένη σαυτῇ κακά;
πῶς σοῦ μόνη Μήδεια λείπεσθαι θέλει;
Τρ. τέκνων ὀπαδὲ πρέσβυ τῶν Ἰάσονος,
χρηστοῖσι δούλοις ξυμφορὰ τὰ δεσποτῶν
κακῶς πίτνοντα, καὶ φρενῶν ἀνθάπτεται. 55
ἐγὼ γὰρ ἐς τοῦτ’ ἐκβέβηκ’ ἀλγηδόνος,
ὥσθ’ ἵμερός μ’ ὑπῆλθε γῇ τε κοὐρανῷ
λέξαι μολούσῃ δεῦρο δεσποίνης τύχας.
Πα. οὔπω γὰρ ἡ τάλαινα παύεται γόων;
Τρ. ζηλῶ σ’· ἐν ἀρχῇ πῆμα κοὐδέπω μεσοῖ. 60
Πα. ὦ μῶρος—εἰ χρὴ δεσπότας εἰπεῖν τόδε·
ὡς οὐδὲν οἶδε τῶν νεωτέρων κακῶν.
Τρ. τί δ’ ἔστιν, ὦ γεραιέ; μὴ φθόνει φράσαι.
Πα. οὐδέν· μετέγνων καὶ τὰ πρόσθ’ εἰρημένα.
Τρ. μή, πρὸς γενείου, κρύπτε σύνδουλον σέθεν· 65
σιγὴν γάρ, εἰ χρή, τῶνδε θήσομαι πέρι.
Πα. ἤκουσά του λέγοντος, οὐ δοκῶν κλύειν,
πεσσοὺς προσελθών, ἔνθα δὴ παλαίτατοι
θάσσουσι, σεμνὸν ἀμφὶ Πειρήνης ὕδωρ,
ὡς τούσδε παῖδας γῆς ἐλᾶν Κορινθίας 70
σὺν μητρὶ μέλλοι τῆσδε κοίρανος χθονὸς
Κρέων. ὁ μέντοι μῦθος εἰ σαφὴς ὅδε
οὐκ οἶδα· βουλοίμην δ’ ἂν οὐκ εἶναι τόδε.
Τρ. καὶ ταῦτ’ Ἰάσων παῖδας ἐξανέξεται
πάσχοντας, εἰ καὶ μητρὶ διαφορὰν ἔχει; 75
Πα. παλαιὰ καινῶν λείπεται κηδευμάτων,
κοὐκ ἔστ’ ἐκεῖνος τοῖσδε δώμασιν φίλος.
Τρ. ἀπωλόμεσθ’ ἄρ’, εἰ κακὸν προσοίσομεν
νέον παλαιῷ, πρὶν τόδ’ ἐξηντληκέναι.
Πα. ἀτὰρ σύ γ’—οὐ γὰρ καιρὸς εἰδέναι τόδε 80
δέσποιναν—ἡσύχαζε καὶ σίγα λόγον.
Τρ. ὦ τέκν’, ἀκούεθ’ οἷος εἰς ὑμᾶς πατήρ;
ὄλοιτο μὲν μή· δεσπότης γάρ ἐστ’ ἐμός·
ἀτὰρ κακός γ’ ὢν ἐς φίλους ἁλίσκεται.
Πα. τίς δ’ οὐχὶ θνητῶν; ἄρτι γιγνώσκεις τόδε, 85
ὡς πᾶς τις αὑτὸν τοῦ πέλας μᾶλλον φιλεῖ,
οἳ μὲν δικαίως, οἳ δὲ καὶ κέρδους χάριν,
εἰ τούσδε γ’ εὐνῆς οὕνεκ’ οὐ στέργει πατήρ.
Τρ. ἴτ’—εὖ γὰρ ἔσται—δωμάτων ἔσω, τέκνα.
σὺ δ’ ὡς μάλιστα τούσδ’ ἐρημώσας ἔχε 90
καὶ μὴ πέλαζε μητρὶ δυσθυμουμένῃ.
ἤδη γὰρ εἶδον ὄμμα νιν ταυρουμένην
τοῖσδ’, ὥς τι δρασείουσαν· οὐδὲ παύσεται
χόλου, σάφ’ οἶδα, πρὶν κατασκῆψαί τινα . . .
ἐχθρούς γε μέντοι, μὴ φίλους, δράσειέ τι. 95
ΜΗΔΕΙΑ <ἔνδοθεν>
ἰώ,
δύστανος ἐγὼ μελέα τε πόνων,
ἰώ μοί μοι, πῶς ἂν ὀλοίμαν;
Τρ. τόδ’ ἐκεῖνο, φίλοι παῖδες· μήτηρ
κινεῖ κραδίαν, κινεῖ δὲ χόλον.
σπεύσατε θᾶσσον δώματος εἴσω 100
καὶ μὴ πελάσητ’ ὄμματος ἐγγύς,
μηδὲ προσέλθητ’, ἀλλὰ φυλάσσεσθ’
ἄγριον ἦθος στυγεράν τε φύσιν
φρενὸς αὐθάδους.—
ἴτε νῦν, χωρεῖθ’ ὡς τάχος εἴσω.— 105
δῆλον δ’ ἀρχῆς ἐξαιρόμενον
νέφος οἰμωγῆς ὡς τάχ’ ἀνάψει
μείζονι θυμῷ· τί ποτ’ ἐργάσεται
μεγαλόσπλαγχνος δυσκατάπαυστος
ψυχὴ δηχθεῖσα κακοῖσιν; 110
Μη. αἰαῖ,
ἔπαθον τλάμων ἔπαθον μεγάλων
ἄξι’ ὀδυρμῶν· ὦ κατάρατοι
παῖδες ὄλοισθε στυγερᾶς ματρὸς
σὺν πατρί, καὶ πᾶς δόμος ἔῤῥοι.
Τρ. ἰώ μοί μοι, ἰὼ τλήμων. 115
τί δέ σοι παῖδες πατρὸς ἀμπλακίας
μετέχουσι; τί τούσδ’ ἔχθεις; οἴμοι,
τέκνα, μή τι πάθηθ’ ὡς ὑπεραλγῶ.
δεινὰ τυράννων λήματα καί πως
ὀλίγ’ ἀρχόμενοι, πολλὰ κρατοῦντες 120
χαλεπῶς ὀργὰς μεταβάλλουσιν.
τὸ γὰρ εἰθίσθαι ζῆν ἐπ’ ἴσοισιν
κρεῖσσον· ἐμοὶ γοῦν ἐν μὴ μεγάλοις
ὀχυρῶς γ’ εἴη καταγηράσκειν.
τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν 125
τοὔνομα νικᾷ, χρῆσθαί τε μακρῷ
λῷστα βροτοῖσιν· τὰ δ’ ὑπερβάλλοντ’
οὐδένα καιρὸν δύναται θνητοῖς·
μείζους δ’ ἄτας, ὅταν ὀργισθῇ
δαίμων οἴκοις, ἀπέδωκεν. 130
ΧΟΡΟΣ
ἔκλυον φωνάν, ἔκλυον δὲ βοὰν
τᾶς δυστάνου Κολχίδος, οὐδέ πω
ἤπιος· ἀλλ’ ὦ γηραιά,
λέξον· ἐπ’ ἀμφιπύλου γὰρ ἔσω μελάθρου βοὰν
ἔκλυον· οὐδὲ συνήδομαι, ὦ γύναι, ἄλγεσιν
δώματος· ἐπεί μοι φίλον κέκρανται.
Τρ. οὐκ εἰσὶ δόμοι· φροῦδα τάδ’ ἤδη.
τὸν μὲν γὰρ ἔχει λέκτρα τυράννων, 140
ἃ δ’ ἐν θαλάμοις τάκει βιοτὰν
δέσποινα, φίλων οὐδενὸς οὐδὲν
παραθαλπομένα φρένα μύθοις.
Μη. αἰαῖ· ὦ Ζεῦ καὶ Γᾶ καὶ Φῶς·
διά μου κεφαλᾶς φλὸξ οὐρανία 145
βαίη· τί δέ μοι ζῆν ἔτι κέρδος;
φεῦ φεῦ· θανάτῳ καταλυσαίμαν
βιοτὰν στυγερὰν προλιποῦσα.
Χο.
ἄιες· ὦ Ζεῦ καὶ γᾶ καὶ φῶς· [στρ.
ἀχὰν οἵαν ἁ δύστανος 150
μέλπει νύμφα;
— τίς σοί ποτε τᾶς ἀπλάτου
κοίτας ἔρος, ὦ ματαία;
σπεύσει θανάτου τελευτά·
μηδὲν τόδε λίσσου.
— εἰ δὲ σὸς πόσις
καινὰ λέχη σεβίζει,
κείνῳ τόδε· μὴ χαράσσου·
— Ζεύς σοι τάδε συνδικήσει. μὴ λίαν
τάκου δυρομένα σὸν εὐνάταν.
Μη. ὦ μεγάλα Θέμι καὶ πότνι’ Ἄρτεμι 160
λεύσσεθ’ ἃ πάσχω, μεγάλοις ὅρκοις
ἐνδησαμένα τὸν κατάρατον
πόσιν; ὅν ποτ’ ἐγὼ νύμφαν τ’ ἐσίδοιμ’
αὐτοῖς μελάθροις διακναιομένους,
οἷ’ ἐμὲ πρόσθεν τολμῶσ’ ἀδικεῖν. 165
ὦ πάτερ, ὦ πόλις, ὧν ἀπενάσθην
αἰσχρῶς τὸν ἐμὸν κτείνασα κάσιν.
Τρ. κλύεθ’ οἷα λέγει κἀπιβοᾶται
Θέμιν εὐκταίαν Ζῆνά θ’, ὃς ὅρκων
θνητοῖς ταμίας νενόμισται; 170
οὐκ ἔστιν ὅπως ἔν τινι μικρῷ
δέσποινα χόλον καταπαύσει.
Χο.
πῶς ἂν ἐς ὄψιν τὰν ἁμετέραν [ἀντ.
ἔλθοι μύθων τ’ αὐδαθέντων
δέξαιτ’ ὀμφάν; 175
— εἴ πως βαρύθυμον ὀργὰν
καὶ λῆμα φρενῶν μεθείη,
μήτοι τό γ’ ἐμὸν πρόθυμον
φίλοισιν ἀπέστω.
— ἀλλὰ βᾶσά νιν 180
δεῦρο πόρευσον οἴκων
ἔξω· φίλα καὶ τάδ’ αὔδα.
— σπεῦσον πρίν τι κακῶσαι τοὺς εἴσω·
πένθος γὰρ μεγάλως τόδ’ ὁρμᾶται.
Τρ. δράσω τάδ’· ἀτὰρ φόβος εἰ πείσω
δέσποιναν ἐμήν·
μόχθου δὲ χάριν τήνδ’ ἐπιδώσω.
καίτοι τοκάδος δέργμα λεαίνης
ἀποταυροῦται δμωσίν, ὅταν τις
μῦθον προφέρων πέλας ὁρμηθῇ.
σκαιοὺς δὲ λέγων κοὐδέν τι σοφοὺς 190
τοὺς πρόσθε βροτοὺς οὐκ ἂν ἁμάρτοις,
οἵτινες ὕμνους ἐπὶ μὲν θαλίαις
ἐπί τ’ εἰλαπίναις καὶ παρὰ δείπνοις
ηὕροντο βίου τερπνὰς ἀκοάς·
στυγίους δὲ βροτῶν οὐδεὶς λύπας 195
ηὕρετο μούσῃ καὶ πολυχόρδοις
ᾠδαῖς παύειν, ἐξ ὧν θάνατοι
δειναί τε τύχαι σφάλλουσι δόμους.
καίτοι τάδε μὲν κέρδος ἀκεῖσθαι
μολπαῖσι βροτούς· ἵνα δ’ εὔδειπνοι 200
δαῖτες, τί μάτην τείνουσι βοήν;
τὸ παρὸν γὰρ ἔχει τέρψιν ἀφ’ αὑτοῦ
δαιτὸς πλήρωμα βροτοῖσιν.
Χο. ἰαχὰν ἄιον πολύστονον γόων,
λιγυρὰ δ’ ἄχεα μογερὰ βοᾷ 205
τὸν ἐν λέχει προδόταν κακόνυμφον·
θεοκλυτεῖ δ’ ἄδικα παθοῦσα
τὰν Ζηνὸς ὁρκίαν Θέμιν,
ἅ νιν ἔβασεν
Ἑλλάδ’ ἐς ἀντίπορον 210
δι’ ἅλα νύχιον ἐφ’ ἁλμυρὰν
πόντου κλῇδ’ ἀπέραντον.
ΜΗΔΕΙΑ
Κορίνθιαι γυναῖκες, ἐξῆλθον δόμων,
μή μοί τι μέμφησθ’· οἶδα γὰρ πολλοὺς βροτῶν
σεμνοὺς γεγῶτας, τοὺς μὲν ὀμμάτων ἄπο,
τοὺς δ’ ἐν θυραίοις· οἱ δ’ ἀφ’ ἡσύχου ποδὸς
δύσκλειαν ἐκτήσαντο καὶ ῥᾳθυμίαν.
δίκη γὰρ οὐκ ἔνεστ’ ἐν ὀφθαλμοῖς βροτῶν,
ὅστις πρὶν ἀνδρὸς σπλάγχνον ἐκμαθεῖν σαφῶς 220
στυγεῖ δεδορκώς, οὐδὲν ἠδικημένος. . . .
χρὴ δὲ ξένον μὲν κάρτα προσχωρεῖν πόλει . .
οὐδ’ ἀστὸν ᾔνεσ’ ὅστις αὐθάδης γεγὼς
πικρὸς πολίταις ἐστὶν ἀμαθίας ὕπο.
ἐμοὶ δ’ ἄελπτον πρᾶγμα προσπεσὸν τόδε 225
ψυχὴν διέφθαρκ’· οἴχομαι δὲ καὶ βίου
χάριν μεθεῖσα κατθανεῖν χρῄζω, φίλαι.
ἐν ᾧ γὰρ ἦν μοι πάντα γιγνώσκειν καλῶς,
κάκιστος ἀνδρῶν ἐκβέβηχ’ οὑμὸς πόσις.
πάντων δ’ ὅσ’ ἔστ’ ἔμψυχα καὶ γνώμην ἔχει 230
γυναῖκές ἐσμεν ἀθλιώτατον φυτόν·
ἃς πρῶτα μὲν δεῖ χρημάτων ὑπερβολῇ
πόσιν πρίασθαι, δεσπότην τε σώματος
λαβεῖν· κακοῦ γὰρ τοῦτ’ ἔτ’ ἄλγιον κακόν.
κἀν τῷδ’ ἀγὼν μέγιστος, ἢ κακὸν λαβεῖν 235
ἢ χρηστόν. οὐ γὰρ εὐκλεεῖς ἀπαλλαγαὶ
γυναιξίν, οὐδ’ οἷόν τ’ ἀνήνασθαι πόσιν.
ἐς καινὰ δ’ ἤθη καὶ νόμους ἀφιγμένην
δεῖ μάντιν εἶναι, μὴ μαθοῦσαν οἴκοθεν,
ὅτῳ μάλιστα χρήσεται ξυνευνέτῃ. 240
κἂν μὲν τάδ’ ἡμῖν ἐκπονουμέναισιν εὖ
πόσις ξυνοικῇ μὴ βίᾳ φέρων ζυγόν,
ζηλωτὸς αἰών· εἰ δὲ μή, θανεῖν χρεών.
ἀνὴρ δ’, ὅταν τοῖς ἔνδον ἄχθηται ξυνών,
ἔξω μολὼν ἔπαυσε καρδίαν ἄσης· 245
[ἢ πρὸς φίλον τιν’ ἢ πρὸς ἥλικα τραπείς·]
ἡμῖν δ’ ἀνάγκη πρὸς μίαν ψυχὴν βλέπειν.
λέγουσι δ’ ἡμᾶς ὡς ἀκίνδυνον βίον
ζῶμεν κατ’ οἴκους, οἳ δὲ μάρνανται δορί·
κακῶς φρονοῦντες· ὡς τρὶς ἂν παρ’ ἀσπίδα 250
στῆναι θέλοιμ’ ἂν μᾶλλον ἢ τεκεῖν ἅπαξ.
ἀλλ’ οὐ γὰρ αὑτὸς πρὸς σὲ κἄμ’ ἥκει λόγος·
σοὶ μὲν πόλις θ’ ἥδ’ ἐστὶ καὶ πατρὸς δόμοι
βίου τ’ ὄνησις καὶ φίλων συνουσία,
ἐγὼ δ’ ἔρημος ἄπολις οὖσ’ ὑβρίζομαι 255
πρὸς ἀνδρός, ἐκ γῆς βαρβάρου λελῃσμένη,
οὐ μητέρ’, οὐκ ἀδελφόν, οὐχὶ συγγενῆ
μεθορμίσασθαι τῆσδ’ ἔχουσα συμφορᾶς.
τοσοῦτον οὖν σου τυγχάνειν βουλήσομαι,
ἤν μοι πόρος τις μηχανή τ’ ἐξευρεθῇ 260
πόσιν δίκην τῶνδ’ ἀντιτείσασθαι κακῶν,
[τὸν δόντα τ’ αὐτῷ θυγατέρ’ ἥ τ’ ἐγήματο]
σιγᾶν. γυνὴ γὰρ τἄλλα μὲν φόβου πλέα
κακή τ’ ἐς ἀλκὴν καὶ σίδηρον εἰσορᾶν·
ὅταν δ’ ἐς εὐνὴν ἠδικημένη κυρῇ, 265
οὐκ ἔστιν ἄλλη φρὴν μιαιφονωτέρα.
Χο. δράσω τάδ’· ἐνδίκως γὰρ ἐκτείσῃ πόσιν,
Μήδεια. πενθεῖν δ’ οὔ σε θαυμάζω τύχας.
ὁρῶ δὲ καὶ Κρέοντα, τῆσδ’ ἄνακτα γῆς,
στείχοντα, καινῶν ἄγγελον βουλευμάτων. 270
ΚΡΕΩΝ
σὲ τὴν σκυθρωπὸν καὶ πόσει θυμουμένην,
Μήδειαν, εἶπον τῆσδε γῆς ἔξω περᾶν
φυγάδα, λαβοῦσαν δισσὰ σὺν σαυτῇ τέκνα·
καὶ μή τι μέλλειν· ὡς ἐγὼ βραβεὺς λόγου
τοῦδ’ εἰμί, κοὐκ ἄπειμι πρὸς δόμους πάλιν, 275
πρὶν ἄν σε γαίας τερμόνων ἔξω βάλω.
Μη. αἰαῖ· πανώλης ἡ τάλαιν’ ἀπόλλυμαι.
ἐχθροὶ γὰρ ἐξιᾶσι πάντα δὴ κάλων,
κοὐκ ἔστιν ἄτης εὐπρόσοιστος ἔκβασις.
ἐρήσομαι δὲ καὶ κακῶς πάσχουσ’ ὅμως· 280
τίνος μ’ ἕκατι γῆς ἀποστέλλεις, Κρέον;
.
.
Μηδεια-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Η ΔΙΚΗ ΤΗΣ ΜΉΔΕΙΑΣ
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Κύριοι Δικαστές Κύριοι Ενορκοι,άρχισε την ομιλία του ο συνήγορος κατηγορίας,
Εδώ ενώπιον σας εχομεν μιαν στυγερήν εγκληματίαν,αμετανόητην η οποία
με άκρα ψυχρότητα διαπράττει τα εγκλήματα της,τον άτομον αυτό είναι
λίαν επικίνδυνον δια την ευνομούμενην κοινωνίαν μας και δια τον πολιτισμένον
κόσμο μας,δεν θα μεταχειρισθωμεν πολύπλοκα ρητορικά σχήματα δια να
κατειξωμεν το αξιόποινον και το αποτρόπαιον των πράξεών της
κατηγορουμένης,τα αντικειμενικά γεγονότα είναι οι αληθείς μαρτεις
αυτων,η κατηγουρουμενη,κατά νοσηρή επαναληπτικοτητα εις το παρελθόν
εδιέπραξεν φοβέρα εγκλήματα,
Πρώτον εις την πατρίδαν της Κολχίδα όπου εκατεσφαξεν τον μικρόν της
αδελφόν τον Αψυρτον και τεμαχιζοντας τον ερριπτεν τα μέλη του εις την
θάλασσαν ώστε να χρονοτριβησει δια την περισυλλογήν των μελών
του άτυχου υιού του ο πατήρ αυτού Βασιλεύς της Κολχίδος Αιητης κατά
την καταδίωξην της Αργως,και αυτής της Μήδειας και του εραστου αυτής
Ιάσονος
Δεύτερον ,ερχόμενοι εις την Ιωλκόν,θελωντας ο Ιάσων να εκδικηθεί τον Πελία
δια τον φόνον του πατρός του και του αδελφού,εζήτησεν από αυτήν αρωγην,
και εκείνη,αυτή εδώ η κατηγορούμενη,επροχώρησεν εις το εγκληματικόν της έργον,πειθωντας τις κόρες του Πελία,πως θα επαναφέρουν εις την νεότηταν
τον πατέρα τους,αν τον τεμαχίσουν και τον βράσουν
Τρίτον,μετά το έγκλημα της εκδίκησης καταδιωχθεντες εκατέφυγον εις την Κόρινθον,
ούτε εδώ Κύριοι Δικαστές Κύριοι Ένορκοι έπαυσεν να εγκληματει,
και μάλιστα τώρα επροέβειν εις τριπλούν έγκλημα,ανθρωποκτονίας και διπλης
παιδοκτονιας,
και τα τρία εγκλήματα είναι ψυχρως προμελετημενα,
αυτά τα οποία εκδικαζομεν εδω
εις την μεν ανθρωποκτονίαν άτυχες θύμα της ειναι η Γλαύκη,κόρη του βασιλέως
της Κορίνθου Κρέοντα,πεμπωντας εις αυτήν,,την ημέραν του γάμου της με τον
Ιάσοναν, δολιως ως δώρον γάμου δηλητηριασμένον πέπλον,τον οποίον όταν το εφόρεσεν η νύφη ετυλίχθηκεν αμέσως εις τις φλόγες και εκαηκεν ως δας
η στυγερος ανθρωποκτονος θα επικαλεσθεί λόγους εκδίκησης,πως ήθελεν
να εκδικηθεί τον εραστή της Ιάσοναν δια την απιστίαν του, αυτά εις μίαν πεπολιτισμενην σύγχρονον κοινωνίαν είναι αδιανόητα,η εκδίκησης και
η αυτοδικία ανήκουν εις τις πρωτογονες εποχές της ανθρωπότητας,και εις
τον βαρβαρον κόσμον της εις τον οποίον εγεννηθηκεν
και βέβαια οι ψυχιατροι θα γνωματευσουν επακριβώς επιστημονικώς πως η ανθρωποκτονος δεν είναι ανθρωποκτονος,αλλά το θύμα της φαλλοκρατουμενης
κοινωνίας,και πως δεν έιχεν ουδεμιαν επίγνωσην των πράξεών της,η απιστία του εραστή της την επλήγωσεν τόσο βαθεως ωστε εκατέληξεν μοιραιως εις την ψυχοπαθειαν,
και ο πραγματικός αυτουργός των εγκλημάτων πρέπει να αναζητηθεί άλλου,
αυτα θα τεκμαιρουν είναι και η πρόξενος αιτία των διπλής παιδοκτονιας,
των δύο αμοιρων παιδιων ,τέκνων αυτής και του Ιάσονος,,
Αγνοούν ότι το έγκλημα είναι έγκλημα,και τέτοιον είναι όποιος και να το
εκτελεσει,αποτρόπαιον και τιμωρητεον,η δε αφαιρεσις ζωής είναι το μέγιστον
κακον
Κύριοι Δικαστές Κύριοι Ένορκη,η κατηγορούμενη Μήδεια ουδολως είναι ψυχοπαθής,
μια δόλια είναι,συνειδητά δολοφόνος,ανθρωποκτονος και διπλως παιδοκτονος,
ενηργησεν απολύτως δια της ψυχρης λογικής,και δι'αυτο ζητούμεν την παραδειγματικήν τιμωρίαν της δια τα αποτρόπαια εγκλήματα της ανθρωποκτονίας και της διπλής παιδοκτονιας,συμφώνως των ισχυόντων
νόμων του Ποινικού Δικαίου του Κράτους μας,
επιπλέον να δικασθεί ως αλλοδαπός δολοφόνος εις την ημεδαπην,
και να συνυπολογισθεί το βαρύ ποινικόν της μητρώον,
και το αμετανοητον εγκληματικον της προσωπικότητας της
η Μήδεια,ακίνητη,βουβή, δεν ακουγε τον συνήγορο κατηγορίας ούτε τον
διορισμένον αυτοκλητα από το δικαστήριο συνήγορο υπεράσπισης,ούτε
τους μάρτυρες που κατέθεσαν υπέρ η' κατά,ούτε σηκώθηκε να απολογηθεί
όταν την κάλεσαν,
όλη την ώρα έβλεπε πως μετά τα παιδιά της ήταν σε μια παιδική χαρά,
εκείνη έκαναν κούνια κι εκείνη τα κουνούσε,ο Ιάσονας βιντεογραφουσε,
έπειτα έκαναν τραμπάλα και τσουλιθρα,
η Μήδεια ούτε άκουσε την απόφαση του δικαστηρίου
την έκλεισαν σε άσυλο,σε απομόνωση,
ζήτησε δύο κούκλες
τις κρατούσε αγκαλιά όλη την ώρα,
την είδαν και να τις βυζαινει,
πριν κοιμηθεί τις έβαζε στο κρεβάτι της,μια αριστερά και μια δεξιά,στο πλάι
της και έτσι κοιμόνταν,
γενικά ήταν ήσυχη σε όλη τη χρονική διαρκεια τον εγκλεισμό της
όταν αργότερα πήρε εξιτήριο από το άσυλο πήγε στην Αθήνα,εκεί παντρεύτηκε
τον βασιλιά Αιγεα,τον πατέρα του Θησέα,και εκανε ένα γιο μαζί του τον Μηδο,
η Μήδεια βρίσκεται στο θέατρο,παρακολουθώντας την Μήδεια του Ευριπίδη,
όπου ακούει και βλέπει τους υποκριτές:
ΙΑΣΟΝ. κι η ίδια βασανίζεσαι και πρόξενος κακών εισαι
ΜΗΔΕΙΑ. καλά το ξέρεις,αλλά πάψε να γελας
ΙΑ.παιδια μου,πόσο ασπλαχνη μάνα ειχατε
ΜΗ.παιδια μου,απ'την απιστία του πατέρα χαθηκατε
ΙΑ.απ'το δικό μου δεν χάθηκαν χέρι 1365
ΜΗ.αλλα απ'τους ξεδιάντροπους γάμους σου
ΙΑ. και για το κρεβάτι έπρεπε να τα σκοτωσεις;
ΜΗ.τι νομίζεις πως για μια γυναίκα μικρό αυτό είναι πράγμα;
ΙΑ. ναι αν σώφρονα είναι,εσύ όμως είσαι κακια
ΜΗ.ξέρεις πως δεν ζούνε πια,κι αυτό θα σε πονεσει 1370
ΙΑ να ξέρεις,αλίμονο σε σένα,στο κεφάλι σου τιμωροι θα'ναι
ΜΗ. ξέρουν οι θεοί ποιος αυτά τ'αρχισε
ΙΑ.και βεβαια ξέρουν την καταπτυστη ψυχή σου
ΜΗ.μισησε με,σιχαίνομαι τα πικροχολα λόγια σου
ΙΑ.κι εγώ τα δικά σου,θέλω να μην σε ξαναδω 1375
ΜΗ.κι εγω το θέλω πολυ
ΙΑ.ασε με να θάψω τα παιδιά μου κι άσε με να κλαψω
ΜΗ.ποτε,εγώ με τα ίδια αυτά τα χέρια μου θα τα θαψω
να μην βρεθεί ποτέ κανένας τους τάφους των να βεβηλωσει 1380
κι εσύ κακήν κακώς θα πεθανεις
ΙΑ.κι εσένα οι τρομερές τύψεις των παιδιών θα σε συντρίψουν
κι η τιμωρία του φόνου τους
ΜΗ.ποιος θα ακουσει έναν ψεύτη στους όρκους
και προδότη σαν εσένα;
ΙΑ.μακρυα μου,μίασμα,παιδοκτονα
ΜΗ.τράβα στο σπίτι και θάψε τη νυφη σου
ΙΑ.τραβω χωρίς τ' άμοιρα δύο παιδιά μου 1395
ΜΗ.ακομα δεν θρηνείς,περίμενε και τα γηρατειά
ΙΑ.παιδια μου αγαπημένα
ΜΗ. για τη μάνα,όχι για σενα
ΙΑ.γι'αυτο τα σκότωσες;
ΜΗ.εσενα να εκδικηθώ.
ΙΑ.θελω ο δύστυχος να φιλήσω
και ν'αγκαλιασω τα παιδιά μου 1400
ΜΗ.τωρα θέλεις να τους μιλησεις,τώρα να τα φιλήσεις
ενώ πρώτα τα'διωχνες από κοντα σου
ΙΑ.άσε με τ'απαλα κορμιά των παιδιών μου ν'αγγιξω
ΜΗ.ποτε δεν θα σ' αφήσω,μάταια μιλας(1)
.
.
.
Σημείωση
(1)
Ευρυπίδη Μήδεια
-μετάφραση-αποδοση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
ΙΑ. καὐτή γε λυπῇ καὶ κακῶν κοινωνὸς εἶ.
ΜΗ. σάφ᾽ ἴσθι· λύει δ᾽ ἄλγος, ἢν σὺ μὴ ᾽γγελᾷς.
ΙΑ. ὦ τέκνα, μητρὸς ὡς κακῆς ἐκύρσατε.
ΜΗ. ὦ παῖδες, ὡς ὤλεσθε πατρῴᾳ νόσῳ.
1365ΙΑ. οὔτοι νιν ἡμὴ δεξιά γ᾽ ἀπώλεσεν.
ΜΗ. ἀλλ᾽ ὕβρις οἵ τε σοὶ νεοδμῆτες γάμοι.
ΙΑ. λέχους σφε κἠξίωσας οὕνεκα κτανεῖν;
ΜΗ. σμικρὸν γυναικὶ πῆμα τοῦτ᾽ εἶναι δοκεῖς;
ΙΑ. ἥτις γε σώφρων· σοὶ δὲ πάντ᾽ ἐστὶν κακά.
1370ΜΗ. οἵδ᾽ οὐκέτ᾽ εἰσί· τοῦτο γάρ σε δήξεται.
ΙΑ. οἵδ᾽ εἰσίν, οἴμοι, σῷ κάρᾳ μιάστορες.
ΜΗ. ἴσασιν ὅστις ἦρξε πημονῆς θεοί.
ΙΑ. ἴσασι δῆτα σήν γ᾽ ἀπόπτυστον φρένα.
ΜΗ. στύγει· πικρὰν δὲ βάξιν ἐχθαίρω σέθεν.
1375ΙΑ. καὶ μὴν ἐγὼ σήν· ῥᾴδιοι δ᾽ ἀπαλλαγαί.
ΜΗ. πῶς οὖν; τί δράσω; κάρτα γὰρ κἀγὼ θέλω.
ΙΑ. θάψαι νεκρούς μοι τούσδε καὶ κλαῦσαι πάρες.
ΜΗ. οὐ δῆτ᾽, ἐπεί σφας τῇδ᾽ ἐγὼ θάψω χερί,
φέρουσ᾽ ἐς Ἥρας τέμενος Ἀκραίας θεοῦ,
1380ὡς μή τις αὐτοὺς πολεμίων καθυβρίσῃ
τυμβοὺς ἀνασπῶν· γῇ δὲ τῇδε Σισύφου
σεμνὴν ἑορτὴν καὶ τέλη προσάψομεν
τὸ λοιπὸν ἀντὶ τοῦδε δυσσεβοῦς φόνου.
αὐτὴ δὲ γαῖαν εἶμι τὴν Ἐρεχθέως,
1385Αἰγεῖ συνοικήσουσα τῷ Πανδίονος.
σὺ δ᾽, ὥσπερ εἰκός, κατθανῇ κακὸς κακῶς,
Ἀργοῦς κάρα σὸν λειψάνῳ πεπληγμένος,
πικρὰς τελευτὰς τῶν ἐμῶν γάμων ἰδών.
ΙΑ. ἀλλά σ᾽ Ἐρινὺς ὀλέσειε τέκνων
1390φονία τε Δίκη.
ΜΗ. τίς δὲ κλύει σοῦ θεὸς ἢ δαίμων,
τοῦ ψευδόρκου καὶ ξειναπάτου;
ΙΑ. φεῦ φεῦ, μυσαρὰ καὶ παιδολέτορ.
ΜΗ. στεῖχε πρὸς οἴκους καὶ θάπτ᾽ ἄλοχον.
1395ΙΑ. στείχω, δισσῶν γ᾽ ἄμορος τέκνων.
ΜΗ. οὔπω θρηνεῖς· μένε καὶ γῆρας.
ΙΑ. ὦ τέκνα φίλτατα. ΜΗ. μητρί γε, σοὶ δ᾽ οὔ.
ΙΑ. κἄπειτ᾽ ἔκανες; ΜΗ. σέ γε πημαίνουσ᾽.
ΙΑ. ὤμοι, φιλίου χρῄζω στόματος
1400παίδων ὁ τάλας προσπτύξασθαι.
ΜΗ. νῦν σφε προσαυδᾷς, νῦν ἀσπάζῃ,
τότ᾽ ἀπωσάμενος. ΙΑ. δός μοι πρὸς θεῶν
μαλακοῦ χρωτὸς ψαῦσαι τέκνων.
ΜΗ. οὐκ ἔστι· μάτην ἔπος ἔρριπται.
.
.
THE MULTIPLY FACES OF MEDEA
-painting and music χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
https://youtu.be/MdH5NWgQ4TQ
.
.
.
Φωτογράφιση-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Μήδεια Ευριπίδη,στίχοι 1323-1374
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Ιάσων
μισητή,τόσο απεχθης γυναίκα όσο καμια
στους θεούς και σε μένα και στους ανθρώπους
πώς μπόρεσες τα παιδιά σου να σφαξεις
που γεννησες και μένα ακληρο ν'αφησεις
κι αυτά κάνοντας και τον ήλιο βλέπεις
και τη γη,τολμώντας πράξη δυσσεβη,
στη κόλαση να πας,όμως τώρα καταλαβαίνω,
τότε δεν καταλάβαινα,όταν από σπίτι σ'επαιρνα
βάρβαρης χώρας και σε σπίτι Ελληνικό
σ'εφερνα,μεγάλο κακό,εσένα που και τον πατέρα
και τη γη που σ'εθρεψε προδωσες,και τον τιμωρό
δαίμονα πανωνσε μένα ερριξαν οι θεοί,
γιατί τον αδελφό σου σκοτώνοντας μέσα
στο καράβι της Αργώ μπηκες,έτσι αυτά εδώ
άρχισαν,αφού παντρεύτηκεςαυτόν εδώ τον άντρα,
εμένα,και μου γεννησεςπαιδιά,για κρεβάτι κι έρωτες
τα σκοτωσες,δεν υπάρχει καμια Ελληνίδα γυναίκα
τέτοιανα τολμήσει να κάνει,αυτές που εγώ
δεν προτίμησακαι σένα παντρεύτηκα,γάμος
φριχτος ολέθριοςσε μένα,λέαινα είσαι,όχι γυναίκα,
και πιο άγρια από την Σκύλλα την Τυρρηνικη έχεις
φύση,γιατί αν και για μύρια σε κατηγορώ
δεν λυγιζεις,τέτοια σκληρότητα μέσα σου έχεις,
στον αγύριστο,κακούργα και φόνισσα παιδιών,
σε μένα δεν μένει τίποτα παρά τη μοίρα μου
να κλαίω,ούτε το κρεβάτι του νέου γάμου
θα χαρώ,ούτε στα παιδιά που έσπειρα κι έθρεψα
δεν θα μιλήσω ποτέ ξανά ζωντανά,αφού τα'χασα,
Μήδεια
θα μακρυγορουσα να σε εναντιωθω,αν ο Ζευς
ο πατέρας δεν γνωριζε ποια από μένα εχεις
ωφεληθει και ποια σε μένα έκανες,
ουτ'εσυ δεν επρόκειτο να μ'ατιμησεις το κρεβάτι
κι ευτυχίας να περάσεις ζωή γελώντας εις βάρος μου,
ούτε η βασιλική κορη,ούτε ήταν ο Κρέων που γάμους
σου πρόσφερε διώχνοντας με απ' αυτή εδω τη χώρα
ατιμώρητος να μείνει,πες με λοιπόν αν σ'αρεσει
και λέαινα και Σκύλλα που ήτανε στης Τυρρηνιας
τα μερη,γιατί τη καρδιά σου όπως έπρεπε πονεσα
Ιάσων
και συ πονάς και στα κακά συμμετεχεις
Μηδεια
το ξέρω,όμως λυτρώνει ο πόνος,αν εσύ δεν γελάς
εις βάρος μου
Ιάσων
παιδιά μου,τι κακια μάνα σας ετυχε
Μηδεια
παιδιά μου,χαθήκατε απ' του πατερα τη τρέλα
Ιάσων
όμως αυτά τα δικο μου χέρι δεν τα σκοτωσε
Μηδεια
αλλα η προσβολή τα σκότωσε και τα νεα
γαμπρισματα σου
Ιάσων
και για το κρεβάτι ήτανε λόγος να τα σκοτώσεις;
Μηδεια
για μια γυναίκα μικρό πράγμα νομίζεις πως αυτο είναι;
Ιασων
ναι,αν φρονιμη είναι,όμως εσυ ολα τα κακά τα'χεις
Μηδεια
αυτα δεν υπάρχουν πια,κι αυτό θα σε πληγωσει
Ιάσων
αυτά είναι,αλίμονο,οι τιμωροί στο κεφαλι σου
Μήδεια
ξέρουν οι θεοί ποιος άρχισε τη συμφορα
Ιάσων
και βέβαια ξέρουν τη σιχαμερή ψυχή σου
Μήδεια
μίσησε με,κι εγώ τα πικρολογα σου απεχθανομαι
.
.
Ιασων
ὦ μῖσος, ὦ μέγιστον ἐχθίστη γύναι
θεοῖς τε κἀμοὶ παντί τ᾽ ἀνθρώπων γένει,
1325ἥτις τέκνοισι σοῖσιν ἐμβαλεῖν ξίφος
ἔτλης τεκοῦσα κἄμ᾽ ἄπαιδ᾽ ἀπώλεσας.
καὶ ταῦτα δράσασ᾽ ἥλιόν τε προσβλέπεις
καὶ γαῖαν, ἔργον τλᾶσα δυσσεβέστατον;
ὄλοι᾽. ἐγὼ δὲ νῦν φρονῶ, τότ᾽ οὐ φρονῶν,
1330ὅτ᾽ ἐκ δόμων σε βαρβάρου τ᾽ ἀπὸ χθονὸς
Ἕλλην᾽ ἐς οἶκον ἠγόμην, κακὸν μέγα,
πατρός τε καὶ γῆς προδότιν ἥ σ᾽ ἐθρέψατο.
τὸν σὸν δ᾽ ἀλάστορ᾽ εἰς ἔμ᾽ ἔσκηψαν θεοί·
κτανοῦσα γὰρ δὴ σὸν κάσιν παρέστιον
1335τὸ καλλίπρῳρον εἰσέβης Ἀργοῦς σκάφος.
ἤρξω μὲν ἐκ τοιῶνδε· νυμφευθεῖσα δὲ
παρ᾽ ἀνδρὶ τῷδε καὶ τεκοῦσά μοι τέκνα,
εὐνῆς ἕκατι καὶ λέχους σφ᾽ ἀπώλεσας.
οὐκ ἔστιν ἥτις τοῦτ᾽ ἂν Ἑλληνὶς γυνὴ
1340ἔτλη ποθ᾽, ὧν γε πρόσθεν ἠξίουν ἐγὼ
γῆμαι σέ, κῆδος ἐχθρὸν ὀλέθριόν τ᾽ ἐμοί,
λέαιναν, οὐ γυναῖκα, τῆς Τυρσηνίδος
Σκύλλης ἔχουσαν ἀγριωτέραν φύσιν.
ἀλλ᾽ οὐ γὰρ ἄν σε μυρίοις ὀνείδεσιν
1345δάκοιμι· τοιόνδ᾽ ἐμπέφυκέ σοι θράσος·
ἔρρ᾽, αἰσχροποιὲ καὶ τέκνων μιαιφόνε.
ἐμοὶ δὲ τὸν ἐμὸν δαίμον᾽ αἰάζειν πάρα,
ὃς οὔτε λέκτρων νεογάμων ὀνήσομαι,
οὐ παῖδας οὓς ἔφυσα κἀξεθρεψάμην
1350ἕξω προσειπεῖν ζῶντας ἀλλ᾽ ἀπώλεσα.
Μηδεια
μακρὰν ἂν ἐξέτεινα τοῖσδ᾽ ἐναντίον
λόγοισιν, εἰ μὴ Ζεὺς πατὴρ ἠπίστατο
οἷ᾽ ἐξ ἐμοῦ πέπονθας οἷά τ᾽ εἰργάσω.
σὺ δ᾽ οὐκ ἔμελλες τἄμ᾽ ἀτιμάσας λέχη
1355τερπνὸν διάξειν βίοτον ἐγγελῶν ἐμοὶ
οὐδ᾽ ἡ τύραννος, οὐδ᾽ ὅ σοι προσθεὶς γάμους
Κρέων ἀνατεὶ τῆσδέ μ᾽ ἐκβαλεῖν χθονός.
πρὸς ταῦτα καὶ λέαιναν, εἰ βούλῃ, κάλει
καὶ Σκύλλαν ἣ Τυρσηνὸν ᾤκησεν πέδον·
1360τῆς σῆς γὰρ ὡς χρῆν καρδίας ἀνθηψάμην.
Ιασων
καὐτή γε λυπῇ καὶ κακῶν κοινωνὸς εἶ.
Μηδεια
σάφ᾽ ἴσθι· λύει δ᾽ ἄλγος, ἢν σὺ μὴ ᾽γγελᾷς.
Ιασων
ὦ τέκνα, μητρὸς ὡς κακῆς ἐκύρσατε.
Μηδεια
ὦ παῖδες, ὡς ὤλεσθε πατρῴᾳ νόσῳ.
Ιασων
1365 οὔτοι νιν ἡμὴ δεξιά γ᾽ ἀπώλεσεν.
Μηδεια
ἀλλ᾽ ὕβρις οἵ τε σοὶ νεοδμῆτες γάμοι.
Ιασων
λέχους σφε κἠξίωσας οὕνεκα κτανεῖν;
Μηδεια
σμικρὸν γυναικὶ πῆμα τοῦτ᾽ εἶναι δοκεῖς;
Ιασων
ἥτις γε σώφρων· σοὶ δὲ πάντ᾽ ἐστὶν κακά.
Μηδεια
1370 οἵδ᾽ οὐκέτ᾽ εἰσί· τοῦτο γάρ σε δήξεται.
Ιασων
οἵδ᾽ εἰσίν, οἴμοι, σῷ κάρᾳ μιάστορες.
Μηδεια
ἴσασιν ὅστις ἦρξε πημονῆς θεοί.
Ιασων
ἴσασι δῆτα σήν γ᾽ ἀπόπτυστον φρένα.
Μηδεια
στύγει· πικρὰν δὲ βάξιν ἐχθαίρω σέθεν
.
.
.
Monologue of Medea
-c.n.couvelis χ.ν.κουβελης
A hateful woman I am,
how could I to slaughter my own children?
in them I gave birth,
and doing this I see still the light of sun?
to hell to go,
but now I understand,
then I didn't understand when I was leaving
from my home country and in Greece I came,
my father and my land that nurtured me I betrayed,
and now the punisher demon plague me,
because I killing my brother
got inside the Argo ship,
so these things here
started, after I married this man,
and bore my children,
for dishonorable bed
and unfaithful love
I killed them,to take revenge,
there is no Greek woman
such to dare to do,
I am a lioness, not a woman,
and more ferocious nature have than Scylla Tyrrhenian,
what have I such toughness inside me?
criminal and murderer of my children,
there is nothing left for me but my fate to cry,
never again in the children I had in my womb
and nurtured I'll speak,
these are not alive,I've lost them forever,
I would go so far as to oppose you, if God
didn't know what good
have from me,and what bad you done to me,
You weren't going to dishonor my bed
and happily to spend your life laughing against me,
nor the royal daughter, nor was it Creon
who marries you in his daughter
and he is exiling me out of this country
to go unpunished,
I hurt your heart as it should be,
my pain is redeemed if you don't laugh against me,
my children, you have been lost
by the betrayal of father,
not my own hand kill them
but the your insult killed them
and the your new marriage,
those don't exist anymore, and that will hurt you,
and me,the mother, torments this more,
I hate you,forever
.
.
Μονόλογος της Μηδειας
-c.n.couvelis χ.ν.κουβελης
μια μισητή γυναίκα είμαι,
πώς μπορεσα και σκοτωσα τα παιδιά μου;
αυτά που γέννησα,
κι αφού εκανα αυτό
το φως του ηλιου
ακόμα βλεπω;
στη κόλαση να πάω,
αλλά τώρα καταλαβαίνω,
τότε δεν καταλάβαινα,
όταν έφυγα απ'τη πατρίδα μου
και στην Ελλάδα ηρθα
τον πατέρα μου και την πατρίδα που μ'εθρεψε
προδωσα
και τώρα η τιμωρία βαριά θα με πλακωσει,
γιατί τον αδελφό μου σκοτώνοντας
μπηκα μέσα στο καράβι της Αργω,
έτσι αυτά τα πράγματα εδω άρχισαν,
αφού αυτόν τον άντρα παντρεύτηκα,
και γέννησα τα παιδιά μου,
για ατιμασμένο κρεβάτι κι άπιστο έρωτα
τα σκοτωσα,
εκδίκηση να πάρω,
δεν υπάρχει Ελληνίδα γυναίκα τέτοιο
να κάνει,
μια λέαινα είμαι,όχι γυναίκα,
και πιο άγρια έχω φύση
κι από τη Σκύλλα
την Τυρρηνικη,
γιατί έχω τέτοια σκληρότητα μέσα μου;
κακουργα και φόνισσα των παιδιών μου,
δεν μου'μείνε τίποτα
παρά τη μοίρα μου να κλαίω,
ποτε πια στα παιδιά που'χα μέσα στη μήτρα μου
κι έθρεψα δεν θα μιλησω
δεν είναι ζωντανά,
τα'χασα για πάντα,
δεν θα πω πολλά να εναντιωθω μαζί σου,
ο θεός γνωρίζει τα καλά που σου'χω φερει
και τα κακά που μου'κανες,
όμως το κρεβάτι μου
δεν πρόκειται να το ατιμασεις,
κι ευτυχισμένα να ζήσεις
γελώντας εις βάρος μου,
ουτε κι η βασιλική κορη,
ούτε ο Κρέων που σε παντρεύει με την κόρη του
διώχνοντας με απ' αυτή τη χώρα να μείνει ατιμωρητος,
σε πόνεσα όπως έπρεπε,
ο δικός μου πόνος είναι λυτρωτής
αφού δεν θα γελάς σε βάρος μου,
παιδιά μου,χαθήκατε απ' του πατερα τη προδοσία,
όχι το δικό μου χέρι δεν τα σκότωσε
αλλά η δική σου προσβολή τα σκότωσε
κι οι νέοι σου γάμοι,
αυτά δεν υπάρχουν πια,
κι αυτό θα σε πληγώνει,
και μένα,τη μάνα,βασανίζει αυτό περισσότερο,
για πάντα σε μισώ
.
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου