.
.
GREEK POETRY
-10 Επιγραμματα της Ανυτης-η μεταφραση και η αποδοση τους:
[μεταφραση-και αποδοση χ.ν.κουβελης]-ΑΝΥΤΗ Η ΤΕΓΕΑΤΙΣ
-Η Αυστηρα Δωρις-αρχαια ποιητρια-300 π.χ-
POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης
.
.
Παυσανιας 'Αρκαδικα' κεφ. 10,38,13-και Ανυτη-χ.ν.κουβελης
ΑΝΥΤΗ Η ΤΕΓΕΑΤΙΣ-Η Αυστηρα Δωρις-αρχαια ποιητρια-300 π.χ-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
.
.
10 Επιγραμματα της Ανυτης-η μεταφραση και η αποδοση τους:
[μεταφραση-και αποδοση χ.ν.κουβελης]
.
η Ανυτη ηταν αρχαια ποιητρια απο την Τεγεα της Αρκαδιας,το 300 π.Χ,εγραφε
στην δωρικη διαλεκτο,ηταν Αυστηρα Δωρις,λιτα χωρις περιττα στοιχεια,τα
θεματα της ηταν καθημερινα,τα κοινωνικα της ζωης των συμπολιτων της,
τα οποια κατεγραφε ευγενικα και με συμπαθεια,εικονες της φυσης,περιστατικα
ζωων,ο Αντιπατρος ο Θεσσαλονικευς,1ος αι. π.Χ.,την ονομαζει θηλυκο Ομηρο και
την θεωρει μια απο τις εννια μεγαλυτερες ποιητριες της αρχαιοτητας,εγραψε
επιγραμματα,αναθηματικα, επιταφια,επιδεικτικα,βουκολικα,απ'αυτα σωζοντα 22,
18 σε τρια βιβλια της Παλατινηςς Ανθολογίας , 3 στη συλλογη Planudea
[Ανθολογια Ελληνικων Επιγραμματων του Μαξιμου Πλανουδη], και 1 αποδιδεται
σε αλλη ποιητρια με το ιδιο ονομα,την Ανυτη την Μυτιληναια ,
οἰχόμεθ᾽, ὦ Μίλητε, φίλη πατρί, τῶν ἀθεμίστων
τὰν ἄνομον Γαλατᾶν ὕβριν ἀναινόμεναι,
παρθενικαὶ τρισσαὶ πολιήτιδες, ἃς ὁ βιατὰς
Κελτῶν εἰς ταύτην μοῖραν ἔτρεψεν Ἄρης.
[η εισβολη των Γαλατων στην Μικρα Ασια το 279 π.Χ ,και πως τρεις γυναικες απο την Μιλητο
προτιμησαν να πεθανουν παρα να πεσουν στα χερια τους]
Τη ποιητρια Ανυτη αναφερει στα Αρκαδικα του [κεφαλαιο 10,38,13] ο Παυσανιας.
ακοντιζουσης παρεχεται και επικλησιν ειληφεν Αιτωλη Αφροδιτη δε εχει μεν εν
σπηλαιω τιμας.ευχονται δε και αλλων εινεκα και αι γυναικες μαλιστα αι χηραι
γαμον αιτουσι παρα της θεου.του δε Ασκληπιου το ιερον ερειπια ην,εξ αρχης δε
ωκοδομησεν αυτο ανηρ ιδιωτης Φαλυσιος.νοσησαντι γαρ οι τους οφθαλμους
και ου πολυ αποδεον τυφλω ο εν Επιδαυρω πεμπει θεος Ανυτην την ποιησασαν
τα επη φερουσαν σεσημασμενην δελτον.τουτο εφανη τη γυναικι οψις ονειρατος,
υπαρ μεντοι ην αυτικα.και ευρε τε εν ταις χερσι ταις αυτης σεσημασμενην δελτον
και πλευσασα ες την Ναυπακτον εκελευσεν αφελοντα την σφραγιδα Φαλυσιον
επιλεγεσθαι τα γεγραμμενα.τω δε αλλως μεν ου δυνατα εφαινετο ιδειν τα γραμματα
εχοντι ουτω των οφθαλμων.ελπιζων δε τι εκ του Ασκληπιου
.
10 Επιγραμματα της Ανυτης-η μεταφραση και η αποδοση τους:
.
Ἡνία δή τοι παῖδες ἐνί, τράγε, φοινικόεντα
θέντες καὶ λασίῳ φιμὰ περὶ στόματι
ἵππια παιδεύουσι θεοῦ περὶ ναὸν ἄεθλα,
ὄφρ' αὐτοὺς φορέῃς ἤπια τερπομένους.
.
ηνια τωρα σε σενα τα παιδια εχουν,τραγε,πορφυρα
βαλει και γερο φιμωτρο γυρω στο στομα
για ιππικους ασκουνται απ'του θεου γυρω το ναο αγωνες
για να τα γυριζεις ηρεμα να τα διασκεδαζεις
[σου δεσαν ,τραγε,τα παιδια,κοκκινα χαλιναρια
και γερο στο στομα σου βαλαν φιμωτρο
για ιππικους αγωνες του θεου ασκουνται μαζι σου
κι εσυ προσεξε ηρεμα να τα διασκεδασεις]
.
Ἀκρίδι, τᾶ κατ᾿ ἄρουραν ἀηδόνι, καὶ δρυοκοίτᾳ
τέττιγι ξυνὸν τύμβον ἔτευξε Μυρώ,
παρθένιον στάξασα κόρα δάκρυ, δισσὰ γὰρ αὐτᾶς
παίγνι' ὁ δυσπειθὴς ᾤχετ᾿ ἔχων Ἀίδας.
.
στην ακριδα,στου χωραφιου τ'αηδονι,και στης βελανιδιας τον ενοικο
τζιτζικα κοινο τυμβο υψωσε η Μυρω
παρθενικο σταζοντας κορης δακρυ,γιατι τα δυο σ'αυτη
παιχνιδια ο σκληρος ηρθε και τα πηρε να τα'χει Αδης
[στην ακριδα,τ'αγρου την τραγουδιστρια,και στης βελανιδιας
νοικαρη τον τζιτζικα στους δυο μαζι ταφο ψηλο υψωσε η Μυρω
γι'αυτα εκλαψε η παρθενα με μαυρο δακρυ,που τα δυο της
αυτα παιχνιδια ηρθε και τ'αρπαξε δικα του ο Αδης να'χει]
.
Οὐκέτι μ᾿ ὡς τὸ πάρος πυκιναῖς πτερύγεσσιν ἐρέσσων
ὄρσεις ἐξ εὐνῆς ὄρθριος ἐγρόμενος,
ἦ γάρ σ᾿ ὑπνώοντα σίνις λαθρηδὸν ἐπελθών
ἔκτεινεν λαιμῷ ῥίμφα καθεὶς ὄνυχα.
ποτε πια οπως πριν τα πυκνα φτερα ανατιναζοντας
δεν θα με σηκωσεις απ'το κρεβατι το ξημερωμα οταν ξυπνουσες
γιατι στον υπνο σου κλεφτης υπουλα σ'επιτεθηκε
και σε σκοτωσε στον λαιμο κοφτερα χωνοντας νυχια
[ποτε πια τα πυκνα φτερα δε θα τιναξεις
κι ουτε απ'το κρεβατι ξανα θα με σηκωσεις
καθε πρωι καθως ξυπνουσες χαραμα
στον υπνο μεσα ηρθε κλεφτης κι αρπαζοντας σε
στο λαιμο χωνοντας τα κοφτερα νυχια σε σκοτωσε]
.
Μνᾶμα τόδε φθιμένου μενεδαΐου εἵσατο Δᾶμις
ἵππου, ἐπεὶ στέρνον τοῦδε δαφοινὸς Ἄρης
τύψε, μέλαν δέ οἱ αἷμα ταλαυρίνου διὰ χρωτός
ζέσσ᾿, ἐπὶ δ᾿ ἀργαλέᾳ βῶλον ἔδευσε φονᾶ.
.
το μνημα αυτο του σκοτωμενου γενναιου εστησε ο Δαμις
αλογου,γιατι το στερνο αυτου ο σκοτεινος κοκκινος Αρης
χτυπησε,μαυρο δε αιμα με δυναμη απ'το δερμα
πεταχτηκε βραστο,και πανω στο ξερο χωμα ετρεξε η σφαγη
[το μνημα αυτο στο σκοτωμενο γενναιο αλογο του
οι Δαμις υψωσε,αυτο ο αιματοβαμενος Αρης το τρυπησε
στο στηθος,καταμαυρο το αιμα πεταχτηκε βραστο
απ'το γερο κορμι βρεχοντας το ξερο χωμα το σφαξιμο του]
.
Οὐκέτι δὴ πλωτοῖσιν ἀγαλλόμενος πελάγεσσιν
αὐχέν᾿ ἀναρρίψω βυσσόθεν ὀρνύμενος,
οὐδὲ παρ' εὐσκάλμοιο νεὼς περικαλλέα χείλη
ποιφύξῶ τἀμᾷ τερπόμενος προτομᾷ,
ἀλλὰ με πορφυρέα πόντου νοτὶς ὦσ᾿ ἐπὶ χέρσον,
κεῖμαι δὲ ῥαδινὰν τάνδε παρ' ἠιόνα.
.
ποτε πια τωρα στους πλους χαρουμενος των πελαγων
τον λαιμο δεν θα ξεπροβαλω απ'τις αβυσσους αναδυομενος
ουτε γυρω στου καλοσκαρμου καραβιου τα πολυομορφα ακρα
παφλαζοντας στην αφιερωμενη διασκεδαζοντας προτομη
αλλα μενα η δυνατη του ποντου νοτια με πεταξε στη στερια,
κειτομαι στη λεπτη αυτη αμμωδη ακτη
[ποτε πια τωρα χαρουμενο στα ταξιδια των πελαγων
απ'τις αβυσσους τον αυχαινα αναδυομενο δεν θα βγαλω
ουτε γυρω απ'τη σκαλιστη του καραβιου πρυμνη θα χοροπηδω
με παφλασμους διασκεδαζοντας με τη μορφη του δελφινιου
σ'αυτη,τωρα η ισχυρη νοτια του ποντου μ'ερριξε στη ξερα
κειτομαι ξαπλωμενο κι αψυχο στην αμμωδη αυτη ακτη ]
.
Πολλάκι τῷδ᾿ ὀλοφυδνὰ κόρας ἐπὶ σάματι Κλείνῶ
μάτηρ ὠκύμορον παῖδ᾿ ἐβόασε φίλαν,
ψυχὰν ἀγκαλέουσα Φιλαινίδος, ἅ πρὸ γάμοιο
χλωρὸν ὑπὲρ ποταμοῦ χεῦμ᾿ Ἀχέροντος ἔβα
.
πολλες φορες σ'αυτο μ'ολοφυρμους στης κορης το μνημα η Κλεινω
η μητερα την ολιγομοιρη κοπελα εκραζε δυνατα την αγαπημενη,
τη ψυχη καλωντας της Φιλαινιδας,που πριν το γαμο
το θαμπο του ποταμου Αχεροντα ρευμα διαβηκε
[πολλες φορες η Κλεινω η μητερα στης κορης της το μνημα θρηνει
σπαραχτικα για την ολιγοζωη κοπελα ουρλιαζει την αγαπημενη,
τη ψυχη της Φιλαινιδας της καλωντας,που πριν το γαμο
στα θολα νερα τ'Αχεροντα στερνο διαβηκε αγυριστο ταξιδι]
.
Ἵζευ τᾶσδ' ὑπὸ καλὰ δάφνας εὐθαλέα φύλλα
ὡραίου τ᾿ ἄρυσαι νάματος ἁδὺ πόμα,
ὄφρα τοι ἀσθμαίνοντα πόνοις θέρεος φίλα γυῖα
ἀμπαύσῃς πνοιᾶ τυπτόμενα Ζεφύρου.
.
καθησε οποιος να'σαι κατω απ'τα ωραια της δαφνης θαλερα φυλλα
δροσερο αντλησε απ'τη πηγη ευχαριστο πιομα,
για να τ'ασθμαινοντα απ'τους κοπους του θερους μελη σου
αναπαυσεις στη πνοη χτυπημενα του Ζεφυρου
[οποιος να'σαι,ξενε,κατω απ'της δαφνης τα φουντωτα κι ευωδιαστα
φυλλα κατσε κι αντλησε απ'το πηγαδι δροσερο να ευχαριστηθεις νερο,
τα κορασμενα μελη σου απ'του θερους τους κοπους ν'αναπαψεις
και τ'απαλο αερακι του Ζεφυρου το προσωπο σου να χαιδεψει]
.
Θάεο τὸν Βρομίου κεραὸν τράγον, ὡς ἀγερώχως
ὄμμα κατὰ λασιᾶν γαῦρον ἔχει γενύων
κυδιόων ὅτι οὗ θάμ᾿ ἐν οὔρεσιν ἀμφὶ παρῇδα
βόστρυχον εἰς ῥοδέαν Ναῒς ἔδεκτο χέρα.
.
δες τον κερασφορο του Βρομιου ταυρο,ποσο αγερωχα
το βλεμμα στα πυκνοτριχα γαυρα εχει γενια
καυχομενος πως αληθεια συχνα στα ορη τον απ'τις δυο μεριες του μαγουλου
βοστρυχο στο ροδαλο η Ναις επαιρνε χερι
[για δες τον Βρομιο ταυρο τον κερασφορο,ποσο αγερωχα
το βλεμμα στα γενια τα πυκνοτριχα και γαυρα εχει
παινευεται πως πολυ συχνα στα ορη στο μαγουλο του γυρω
το σγουρο μαλλι του με ροδαλο η Ναις χαιδεψε χερι]
.
Τίπτε κατ᾿ οἰόβατον, Πὰν ἀγρότα, δάσκιον ὕλαν
ἥμενος ἁδυβόᾳ τῷδε κρέκεις δόνακι;
"Ὄφρα μοι ἑρσήεντα κατ᾿ οὔρεα ταῦτα νέμοιντο
πόρτιες ἠυκόμων δρεπτόμεναι σταχύων.¨
.
γιατι ταχα στ'απατητο,Πανα αγροτη,σκιερο δασος
καθισμενος γλυκοφωνα σ'αυτο υφαινεις καλαμι;
για να σε μενα στα δροσερα ορη αυτα να βοσκουν
μοσχαρινες καλομαλλες δρεποντας σταχυα
[γιατι,Πανα αγροτη,στ'απατητα και σκιερα δαση
καθεσε και γλυκους ηχους υφαινεις στη φλογερα;
γιατι στα δροσερα ορη για μενα βοσκουν μοσχαρινες
καλομαλλες τρωγοντας αφθονα καρπερα σταχυα]
.
Ὤλεο δή ποτε καὶ σὺ πολύρριζον παρὰ θάμνον,
Λόκρι, φιλοφθόγγων ὠκυτάτη σκυλάκων,
τοῖον ἐλαφρίζοντι τεῷ ἐγκάτθετο κώλῳ
ἰὸν ἀμείλικτον ποικιλόδειρος ἔχις.
.
χαθηκες καποτε και συ στον πολυρριζο διπλα θαμνο,
Λοκρις,απ'τα σκυλακια που τους αρεσει να γαυγιζουν η ταχυτερη,
στ'αλαφρο βαθεια μεσα εχυσε ακρο σου
δηλητηριο ανυποφορο ποικιλοχρωμη οχια
[σ'εχασα καποτε σε πυκνους μεσα θαμνους πολυρριζους,
Λοκρις,απ'ολα τα σκυλακια που τους αρεσει να γαυγιζουν
η πιο γοργη,μεσ'στ'αλαφρο σου ποδι βαθια δηλητηριο
εχυσε ποικιλοχρωμη οχια ανυποφορο θανατηφορο]
.
.
.
GREEK POETRY
-10 Επιγραμματα της Ανυτης-η μεταφραση και η αποδοση τους:
[μεταφραση-και αποδοση χ.ν.κουβελης]-ΑΝΥΤΗ Η ΤΕΓΕΑΤΙΣ
-Η Αυστηρα Δωρις-αρχαια ποιητρια-300 π.χ-
POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης
.
.
Παυσανιας 'Αρκαδικα' κεφ. 10,38,13-και Ανυτη-χ.ν.κουβελης
ΑΝΥΤΗ Η ΤΕΓΕΑΤΙΣ-Η Αυστηρα Δωρις-αρχαια ποιητρια-300 π.χ-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
.
.
10 Επιγραμματα της Ανυτης-η μεταφραση και η αποδοση τους:
[μεταφραση-και αποδοση χ.ν.κουβελης]
.
η Ανυτη ηταν αρχαια ποιητρια απο την Τεγεα της Αρκαδιας,το 300 π.Χ,εγραφε
στην δωρικη διαλεκτο,ηταν Αυστηρα Δωρις,λιτα χωρις περιττα στοιχεια,τα
θεματα της ηταν καθημερινα,τα κοινωνικα της ζωης των συμπολιτων της,
τα οποια κατεγραφε ευγενικα και με συμπαθεια,εικονες της φυσης,περιστατικα
ζωων,ο Αντιπατρος ο Θεσσαλονικευς,1ος αι. π.Χ.,την ονομαζει θηλυκο Ομηρο και
την θεωρει μια απο τις εννια μεγαλυτερες ποιητριες της αρχαιοτητας,εγραψε
επιγραμματα,αναθηματικα, επιταφια,επιδεικτικα,βουκολικα,απ'αυτα σωζοντα 22,
18 σε τρια βιβλια της Παλατινηςς Ανθολογίας , 3 στη συλλογη Planudea
[Ανθολογια Ελληνικων Επιγραμματων του Μαξιμου Πλανουδη], και 1 αποδιδεται
σε αλλη ποιητρια με το ιδιο ονομα,την Ανυτη την Μυτιληναια ,
οἰχόμεθ᾽, ὦ Μίλητε, φίλη πατρί, τῶν ἀθεμίστων
τὰν ἄνομον Γαλατᾶν ὕβριν ἀναινόμεναι,
παρθενικαὶ τρισσαὶ πολιήτιδες, ἃς ὁ βιατὰς
Κελτῶν εἰς ταύτην μοῖραν ἔτρεψεν Ἄρης.
[η εισβολη των Γαλατων στην Μικρα Ασια το 279 π.Χ ,και πως τρεις γυναικες απο την Μιλητο
προτιμησαν να πεθανουν παρα να πεσουν στα χερια τους]
Τη ποιητρια Ανυτη αναφερει στα Αρκαδικα του [κεφαλαιο 10,38,13] ο Παυσανιας.
ακοντιζουσης παρεχεται και επικλησιν ειληφεν Αιτωλη Αφροδιτη δε εχει μεν εν
σπηλαιω τιμας.ευχονται δε και αλλων εινεκα και αι γυναικες μαλιστα αι χηραι
γαμον αιτουσι παρα της θεου.του δε Ασκληπιου το ιερον ερειπια ην,εξ αρχης δε
ωκοδομησεν αυτο ανηρ ιδιωτης Φαλυσιος.νοσησαντι γαρ οι τους οφθαλμους
και ου πολυ αποδεον τυφλω ο εν Επιδαυρω πεμπει θεος Ανυτην την ποιησασαν
τα επη φερουσαν σεσημασμενην δελτον.τουτο εφανη τη γυναικι οψις ονειρατος,
υπαρ μεντοι ην αυτικα.και ευρε τε εν ταις χερσι ταις αυτης σεσημασμενην δελτον
και πλευσασα ες την Ναυπακτον εκελευσεν αφελοντα την σφραγιδα Φαλυσιον
επιλεγεσθαι τα γεγραμμενα.τω δε αλλως μεν ου δυνατα εφαινετο ιδειν τα γραμματα
εχοντι ουτω των οφθαλμων.ελπιζων δε τι εκ του Ασκληπιου
.
10 Επιγραμματα της Ανυτης-η μεταφραση και η αποδοση τους:
.
Ἡνία δή τοι παῖδες ἐνί, τράγε, φοινικόεντα
θέντες καὶ λασίῳ φιμὰ περὶ στόματι
ἵππια παιδεύουσι θεοῦ περὶ ναὸν ἄεθλα,
ὄφρ' αὐτοὺς φορέῃς ἤπια τερπομένους.
.
ηνια τωρα σε σενα τα παιδια εχουν,τραγε,πορφυρα
βαλει και γερο φιμωτρο γυρω στο στομα
για ιππικους ασκουνται απ'του θεου γυρω το ναο αγωνες
για να τα γυριζεις ηρεμα να τα διασκεδαζεις
[σου δεσαν ,τραγε,τα παιδια,κοκκινα χαλιναρια
και γερο στο στομα σου βαλαν φιμωτρο
για ιππικους αγωνες του θεου ασκουνται μαζι σου
κι εσυ προσεξε ηρεμα να τα διασκεδασεις]
.
Ἀκρίδι, τᾶ κατ᾿ ἄρουραν ἀηδόνι, καὶ δρυοκοίτᾳ
τέττιγι ξυνὸν τύμβον ἔτευξε Μυρώ,
παρθένιον στάξασα κόρα δάκρυ, δισσὰ γὰρ αὐτᾶς
παίγνι' ὁ δυσπειθὴς ᾤχετ᾿ ἔχων Ἀίδας.
.
στην ακριδα,στου χωραφιου τ'αηδονι,και στης βελανιδιας τον ενοικο
τζιτζικα κοινο τυμβο υψωσε η Μυρω
παρθενικο σταζοντας κορης δακρυ,γιατι τα δυο σ'αυτη
παιχνιδια ο σκληρος ηρθε και τα πηρε να τα'χει Αδης
[στην ακριδα,τ'αγρου την τραγουδιστρια,και στης βελανιδιας
νοικαρη τον τζιτζικα στους δυο μαζι ταφο ψηλο υψωσε η Μυρω
γι'αυτα εκλαψε η παρθενα με μαυρο δακρυ,που τα δυο της
αυτα παιχνιδια ηρθε και τ'αρπαξε δικα του ο Αδης να'χει]
.
Οὐκέτι μ᾿ ὡς τὸ πάρος πυκιναῖς πτερύγεσσιν ἐρέσσων
ὄρσεις ἐξ εὐνῆς ὄρθριος ἐγρόμενος,
ἦ γάρ σ᾿ ὑπνώοντα σίνις λαθρηδὸν ἐπελθών
ἔκτεινεν λαιμῷ ῥίμφα καθεὶς ὄνυχα.
ποτε πια οπως πριν τα πυκνα φτερα ανατιναζοντας
δεν θα με σηκωσεις απ'το κρεβατι το ξημερωμα οταν ξυπνουσες
γιατι στον υπνο σου κλεφτης υπουλα σ'επιτεθηκε
και σε σκοτωσε στον λαιμο κοφτερα χωνοντας νυχια
[ποτε πια τα πυκνα φτερα δε θα τιναξεις
κι ουτε απ'το κρεβατι ξανα θα με σηκωσεις
καθε πρωι καθως ξυπνουσες χαραμα
στον υπνο μεσα ηρθε κλεφτης κι αρπαζοντας σε
στο λαιμο χωνοντας τα κοφτερα νυχια σε σκοτωσε]
.
Μνᾶμα τόδε φθιμένου μενεδαΐου εἵσατο Δᾶμις
ἵππου, ἐπεὶ στέρνον τοῦδε δαφοινὸς Ἄρης
τύψε, μέλαν δέ οἱ αἷμα ταλαυρίνου διὰ χρωτός
ζέσσ᾿, ἐπὶ δ᾿ ἀργαλέᾳ βῶλον ἔδευσε φονᾶ.
.
το μνημα αυτο του σκοτωμενου γενναιου εστησε ο Δαμις
αλογου,γιατι το στερνο αυτου ο σκοτεινος κοκκινος Αρης
χτυπησε,μαυρο δε αιμα με δυναμη απ'το δερμα
πεταχτηκε βραστο,και πανω στο ξερο χωμα ετρεξε η σφαγη
[το μνημα αυτο στο σκοτωμενο γενναιο αλογο του
οι Δαμις υψωσε,αυτο ο αιματοβαμενος Αρης το τρυπησε
στο στηθος,καταμαυρο το αιμα πεταχτηκε βραστο
απ'το γερο κορμι βρεχοντας το ξερο χωμα το σφαξιμο του]
.
Οὐκέτι δὴ πλωτοῖσιν ἀγαλλόμενος πελάγεσσιν
αὐχέν᾿ ἀναρρίψω βυσσόθεν ὀρνύμενος,
οὐδὲ παρ' εὐσκάλμοιο νεὼς περικαλλέα χείλη
ποιφύξῶ τἀμᾷ τερπόμενος προτομᾷ,
ἀλλὰ με πορφυρέα πόντου νοτὶς ὦσ᾿ ἐπὶ χέρσον,
κεῖμαι δὲ ῥαδινὰν τάνδε παρ' ἠιόνα.
.
ποτε πια τωρα στους πλους χαρουμενος των πελαγων
τον λαιμο δεν θα ξεπροβαλω απ'τις αβυσσους αναδυομενος
ουτε γυρω στου καλοσκαρμου καραβιου τα πολυομορφα ακρα
παφλαζοντας στην αφιερωμενη διασκεδαζοντας προτομη
αλλα μενα η δυνατη του ποντου νοτια με πεταξε στη στερια,
κειτομαι στη λεπτη αυτη αμμωδη ακτη
[ποτε πια τωρα χαρουμενο στα ταξιδια των πελαγων
απ'τις αβυσσους τον αυχαινα αναδυομενο δεν θα βγαλω
ουτε γυρω απ'τη σκαλιστη του καραβιου πρυμνη θα χοροπηδω
με παφλασμους διασκεδαζοντας με τη μορφη του δελφινιου
σ'αυτη,τωρα η ισχυρη νοτια του ποντου μ'ερριξε στη ξερα
κειτομαι ξαπλωμενο κι αψυχο στην αμμωδη αυτη ακτη ]
.
Πολλάκι τῷδ᾿ ὀλοφυδνὰ κόρας ἐπὶ σάματι Κλείνῶ
μάτηρ ὠκύμορον παῖδ᾿ ἐβόασε φίλαν,
ψυχὰν ἀγκαλέουσα Φιλαινίδος, ἅ πρὸ γάμοιο
χλωρὸν ὑπὲρ ποταμοῦ χεῦμ᾿ Ἀχέροντος ἔβα
.
πολλες φορες σ'αυτο μ'ολοφυρμους στης κορης το μνημα η Κλεινω
η μητερα την ολιγομοιρη κοπελα εκραζε δυνατα την αγαπημενη,
τη ψυχη καλωντας της Φιλαινιδας,που πριν το γαμο
το θαμπο του ποταμου Αχεροντα ρευμα διαβηκε
[πολλες φορες η Κλεινω η μητερα στης κορης της το μνημα θρηνει
σπαραχτικα για την ολιγοζωη κοπελα ουρλιαζει την αγαπημενη,
τη ψυχη της Φιλαινιδας της καλωντας,που πριν το γαμο
στα θολα νερα τ'Αχεροντα στερνο διαβηκε αγυριστο ταξιδι]
.
Ἵζευ τᾶσδ' ὑπὸ καλὰ δάφνας εὐθαλέα φύλλα
ὡραίου τ᾿ ἄρυσαι νάματος ἁδὺ πόμα,
ὄφρα τοι ἀσθμαίνοντα πόνοις θέρεος φίλα γυῖα
ἀμπαύσῃς πνοιᾶ τυπτόμενα Ζεφύρου.
.
καθησε οποιος να'σαι κατω απ'τα ωραια της δαφνης θαλερα φυλλα
δροσερο αντλησε απ'τη πηγη ευχαριστο πιομα,
για να τ'ασθμαινοντα απ'τους κοπους του θερους μελη σου
αναπαυσεις στη πνοη χτυπημενα του Ζεφυρου
[οποιος να'σαι,ξενε,κατω απ'της δαφνης τα φουντωτα κι ευωδιαστα
φυλλα κατσε κι αντλησε απ'το πηγαδι δροσερο να ευχαριστηθεις νερο,
τα κορασμενα μελη σου απ'του θερους τους κοπους ν'αναπαψεις
και τ'απαλο αερακι του Ζεφυρου το προσωπο σου να χαιδεψει]
.
Θάεο τὸν Βρομίου κεραὸν τράγον, ὡς ἀγερώχως
ὄμμα κατὰ λασιᾶν γαῦρον ἔχει γενύων
κυδιόων ὅτι οὗ θάμ᾿ ἐν οὔρεσιν ἀμφὶ παρῇδα
βόστρυχον εἰς ῥοδέαν Ναῒς ἔδεκτο χέρα.
.
δες τον κερασφορο του Βρομιου ταυρο,ποσο αγερωχα
το βλεμμα στα πυκνοτριχα γαυρα εχει γενια
καυχομενος πως αληθεια συχνα στα ορη τον απ'τις δυο μεριες του μαγουλου
βοστρυχο στο ροδαλο η Ναις επαιρνε χερι
[για δες τον Βρομιο ταυρο τον κερασφορο,ποσο αγερωχα
το βλεμμα στα γενια τα πυκνοτριχα και γαυρα εχει
παινευεται πως πολυ συχνα στα ορη στο μαγουλο του γυρω
το σγουρο μαλλι του με ροδαλο η Ναις χαιδεψε χερι]
.
Τίπτε κατ᾿ οἰόβατον, Πὰν ἀγρότα, δάσκιον ὕλαν
ἥμενος ἁδυβόᾳ τῷδε κρέκεις δόνακι;
"Ὄφρα μοι ἑρσήεντα κατ᾿ οὔρεα ταῦτα νέμοιντο
πόρτιες ἠυκόμων δρεπτόμεναι σταχύων.¨
.
γιατι ταχα στ'απατητο,Πανα αγροτη,σκιερο δασος
καθισμενος γλυκοφωνα σ'αυτο υφαινεις καλαμι;
για να σε μενα στα δροσερα ορη αυτα να βοσκουν
μοσχαρινες καλομαλλες δρεποντας σταχυα
[γιατι,Πανα αγροτη,στ'απατητα και σκιερα δαση
καθεσε και γλυκους ηχους υφαινεις στη φλογερα;
γιατι στα δροσερα ορη για μενα βοσκουν μοσχαρινες
καλομαλλες τρωγοντας αφθονα καρπερα σταχυα]
.
Ὤλεο δή ποτε καὶ σὺ πολύρριζον παρὰ θάμνον,
Λόκρι, φιλοφθόγγων ὠκυτάτη σκυλάκων,
τοῖον ἐλαφρίζοντι τεῷ ἐγκάτθετο κώλῳ
ἰὸν ἀμείλικτον ποικιλόδειρος ἔχις.
.
χαθηκες καποτε και συ στον πολυρριζο διπλα θαμνο,
Λοκρις,απ'τα σκυλακια που τους αρεσει να γαυγιζουν η ταχυτερη,
στ'αλαφρο βαθεια μεσα εχυσε ακρο σου
δηλητηριο ανυποφορο ποικιλοχρωμη οχια
[σ'εχασα καποτε σε πυκνους μεσα θαμνους πολυρριζους,
Λοκρις,απ'ολα τα σκυλακια που τους αρεσει να γαυγιζουν
η πιο γοργη,μεσ'στ'αλαφρο σου ποδι βαθια δηλητηριο
εχυσε ποικιλοχρωμη οχια ανυποφορο θανατηφορο]
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου