.
.
LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis}
.
.
η Ανακτορια και η Σαπφω καλλωπιζονται-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
.
.
Η ΠΟΙΗΤΡΙΑ ΣΑΠΦΩ ΣΤΗΝ ΕΞΟΡΙΑ,ΣΥΡΑΚΟΥΣΕΣ,ΣΙΚΕΛΙΑ
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ ΚΑΙ ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΚΤΟΡΙΑΝ ΚΑΙ ΜΙΑ ΛΑΤΙΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ-χ.ν.κουβελης
.
ΣΑΠΦΩ: 36. – Απόσπασμα 16 Lobel-Page
[για την Ανακτορια]
.
και ποσοο]ἰ μὲν ἰππήων στρότον, οἰ δὲ πέσδων,
οἰ δὲ νάων φαῖσ᾽ ἐπ[ὶ] γᾶν μέλαι[ν]αν
ἔ]μμεναι κάλλιστον, ἔγω δὲ κῆν᾽ ὄτ-
4 τω τις ἔραται·
πά]γχυ δ᾽ εὔμαρες σύνετον πόησαι
π]άντι τ[ο]ῦτ᾽, ἀ γὰρ πόλυ περσκέθοισα
κάλλος [ἀνθ]ρώπων Ἐλένα [τὸ]ν ἄνδρα
8 τὸν [πανάρ]ιστον
καλλ[ίποι]σ᾽ ἔβα ᾽ς Τροΐαν πλέοι[σα
κωὐδ[ὲ πα]ῖδος οὐδὲ φίλων το[κ]ήων
πά[μπαν] ἐμνάσθη, ἀλλὰ παράγαγ᾽ αὔταν
12 [ ]σαν
[ ]αμπτον γὰρ [
[ ]…κούφως τ[ ]οη.[.]ν
..]με νῦν Ἀνακτορί[ας ὀ]νέμναι-
16 σ᾽ οὐ ] παρεοίσας,
τᾶ]ς κε βολλοίμαν ἔρατόν τε βᾶμα
κἀμάρυχμα λάμπρον ἴδην προσώπω
ἢ τὰ Λύδων ἄρματα καὶ πανόπλοις
20 πεσδομ]άχεντας.
.
[μεταφραση χ.ν.κουβελης]
αλλοι το ιππικο λενε το ωραιοτερο ειναι
πανω στη σκοτεινη γη
αλλοι το πεζικο αλλοι το ναυτικο λενε
εγω ομως λεω εκεινο που καποιος αγαπα
και θα πω κατι π'ολοι θα το δεχτουν
εκεινη η πιο ωραια μεσα στους ανθρωπους
η Ελενη τον σ'ολα αξιο αντρα της αφησε
και μπηκε στο καραβι για την Τροια
κι ουτε για παιδι ουτε για συγγενεις ουτε για γονεις
για κανεναν δεν νοιαστηκε και παρασυρθηκε
απ'την αγαπη
ετσι και τωρα εγω την Ανακτορια φερνω στο μυαλο μου
που δεν ειναι εδω και μου λειπει
θελω να δω το λατρευτο της βημα
να δω τη λαμπερη λαμψη του προσωπου της
παρα τα αρματα των Λυδων να βλεπω
και τους πανοπλους πεζους να μαχονται
.
αποσπασματα του Ημερολογιου
-σημερα οι αστυνομικες αρχες της Συρακουσας με κατεγραψαν:
Σαπφω η' Ψαπφω η' Ψαπφα,εξ Ερεσου της Λεσβου,Ελλαδα,
μελιχρος,χρωμα οφθαλμων και κομης μελαν,σμικρον μεγεθος,
35 ετων,αριστοκρατικων φρονηματων,επαγγελμα:ποιητρια,προ-
σωπικη καταστασις:διαζευγμνενη,πρωην συζυγος:Κερκυλας,εμπο-
ρος εξ Ανδρου,τεκνα:εν θηλυ,ονομα:Κλεις,...,
και αλλα εγραψαν που δεν τα θυμαμαι,
με ρωτησαν τι γνωμη εχω για τον τυραννο Πιττακο,''σοφος αλλα
τυραννος''απαντησα,
με εβαλαν να υπογραψω μια υπευθυνη δηλωση πως δεν θα απο-
μακρυνθω απο την πολη,και καθε δεκαπεντε μερες να παρουσιαζο-
μαι στο τμημα,
υπεγραψα το χαρτι και με αφησαν...ελευθερη...υπο ορους
-τρεις μηνες,περιπου,στο νησι,ελαχιστα νεα απ'τη πατριδα,μου λειπει
η Ανακτορια,χθες εγραψα ενα ποιημα για αυτην,το μοναδικο που εχω
γραψει εδω στην εξορια[πρεπει να προσεχω και τις λεξεις],δεν εχω
εμπνευση,οι μερες περνουν ιδιες κι απαραλλαχτες,ανιαρες,παρεες,
δεν εχω,μονη μου κοιμαμαι,
γραφω το ποιημα που'χα γραψει στην Ανακτορια στη πατριδα
καποτε:
.
και ποσοο]ἰ μὲν ἰππήων στρότον, οἰ δὲ πέσδων,
οἰ δὲ νάων φαῖσ᾽ ἐπ[ὶ] γᾶν μέλαι[ν]αν
ἔ]μμεναι κάλλιστον, ἔγω δὲ κῆν᾽ ὄτ-
4 τω τις ἔραται·
πά]γχυ δ᾽ εὔμαρες σύνετον πόησαι
π]άντι τ[ο]ῦτ᾽, ἀ γὰρ πόλυ περσκέθοισα
κάλλος [ἀνθ]ρώπων Ἐλένα [τὸ]ν ἄνδρα
8 τὸν [πανάρ]ιστον
καλλ[ίποι]σ᾽ ἔβα ᾽ς Τροΐαν πλέοι[σα
κωὐδ[ὲ πα]ῖδος οὐδὲ φίλων το[κ]ήων
πά[μπαν] ἐμνάσθη, ἀλλὰ παράγαγ᾽ αὔταν
12 [ ]σαν
[ ]αμπτον γὰρ [
[ ]…κούφως τ[ ]οη.[.]ν
..]με νῦν Ἀνακτορί[ας ὀ]νέμναι-
16 σ᾽ οὐ ] παρεοίσας,
τᾶ]ς κε βολλοίμαν ἔρατόν τε βᾶμα
κἀμάρυχμα λάμπρον ἴδην προσώπω
ἢ τὰ Λύδων ἄρματα καὶ πανόπλοις
20 πεσδομ]άχεντας.
-μετα το τμημα πηγα μια βολτα στη θαλασσα,ο ηλιος εκαι-
γε,καθισα στην ακρογυαλια,εβγαλα τα παπουτσια μου κι
εβαλα τα ποδια μου στο νερο,εριξα βοτσαλα,ενα για την
πολυαγαπημενη μου κορη τη Κλειδα,που'ναι σαν τα χρυσαν-
θεμα ομορφη και μ'ολο το χρυσαφι της Λυδιας δεν αλλαζω
-αποψε πανσεληνος,περασμενα μεσανυχτα,κι εγω μονη
κοιμαμαι,αγρυπνω,δεν εχω υπνο,θυμαμαι τις πολυαγαπημε-
νες κοπελες στη πατριδα και ποσο ομορφα περνουσαμε,
την Ανακτορια,την Ατθιδα,την Γογγυλα,την Μνασιδικη, την
Τελεσιππα,την Μεγαρα, την Αναγορα,την Ευνεικια,ολες τις
θυμαμαι,
θυμαμαι και με δερνει η νοσταλγια οπως δυνατος ανεμος
πεφτει στα βουνα πανω στα δεντρα και τα ξετιναζει
-δεν εχω νεα για τ-αδερφια μου,τον Λαριχο και τον Ευρυγιο,
αραγε μπορεσαν να ξεφυγουν;η' τους επιασαν; στη φυλακη
η' στην εξορια; ποιος να μου φερει νεα εδω,οι αρχες,που
ρωτησα, προσποιουνται πως δεν εχουν πληροφοριες,ειναι
φανερο πως θελουν να'χουν καλες σχεσεις με το τυραννικο
καθεστως,
ουτε απ'τον αλλο αδερφο εχω νεα,τον Χαραξο,αυτος εφυγε
πριν τις διωξεις,στην Αιγυπτο,ειναι ακομα στην Ναυκρατι μαζι
μ'αυτη τη πορνη τη Ροδωπη;ποιος ξερει αν ειναι μαζι; η' του'φαγε
ολα τα λεφτα και τον παρατησε;εγω τον προειδοποιησα,να την
προσεχει,δεν εχουν εμπιστοσυνη τετοιες,μου κρατησε μουτρα
για το υβριστικο ποιημα που της εγραψα και της το εστειλα βε-
βαια,,οχι,δεν ηταν υβριστικο,αληθεια ηταν,του τρωγε τα λεφτα,
θυμωσε,δεν του κραταω κακια,αδερφια ειμαστε και το αιμα νε-
ρο δεν γινεται
-γυριζοντας σπιτι απο ψωνια λιγο μετα το μεσημερι ενα σκυλι με
ακολουθησε,σταματησα,γυρισα και το ειδα,εκεινο σταματησε,
φαινοταν φοβισμενο,ηταν ενα γερικο σκυλι,αδεσποτο,παρατη-
μενο,σκελετωμενο,φαινονταν τα κοκκαλα στα πλευρα του,ηταν
και χτυπημενο στη πλατη και στα ποδια,''εγω εχω να φαω'',σκεφτη-
κα,το φωναξα φιλικα να πλησιασει,πλησιασε,μεγαλα υγρα ματια,
του εδωσα το ψωμι κι ενα ολοκληρο λουκανικο,εφαγε,μετα απο-
μακρυνθηκε κουνοντας την ουρα του
αληθεια ποσο μοιαζω μ'αυτον τον παρατημενο σκυλο;
κανεις δεν νοιαζεται
αποφασισα καθε μερα ν'αγοραζω γι'αυτον και να τον ταιζω
-τρεις μερες συνεχεια ταιζα το σκυλο,την ιδια ωρα ,στο ιδιο
μερος,σαν ραντεβου,σημερα δεν τον ειδα ,ανησυχω,που
να πηγε; τι επαθε;
-δεν ξαναειδα τον σκυλο,το πηρα αποφαση πως δεν θα τον
ξαναδω,
φοβαμαι πως δεν θα ξαναδω τη πατριδα και τους αγαπημε-
νους δικους μου εκει περα
-ειναι νυχτα,δεν ξερω γιατι σκεφτομαι την ποιηση,τι να γραψω,
για ποιον ,για ποια να γραψω;για ποιο γεγονος;
σιωπη σιωπη σιωπη
-καποια γυναικα,αγνωστη ποτε αλλη φορα δεν την ξανα-χα δει,
με ρωτησε ποιο ειναι τ'ονομα μου,τρομαξα,συνηλθα και της
ειπα ενα πολυ κοινο γυναικειο του τοπου,
δεν ηθελα να με λυπηθει,να με λυπηθουν
-στην Ιμερα ζει καποιος ποιητης που τον λενε Στησιχορο,επιδε-
ξιος να στηνει χορους,εγραψε ενα ποιημα για την Ελενη πως
πηγε στη Τροια ακολουθωντας τον Παρι,αυτα που ξερουμε δη-
λαδη,φοβηθηκε ομως μηπως τον τιμωρησει η Ελενη και τ'αλλα-
ξε,εκανε δηλαδη Παλινωδια,τα πηρε πισω,
οὐκ ἔστ᾽ ἔτυμος λόγος οὗτος,
οὐδ᾽ ἔβας ἐν νηυσὶν εὐσέλμοις,
οὐδ᾽ ἵκεο Πέργαμα Τροίας·
εγραψε
ισως καποια μερα να τον γνωρισω,αν μεινω ακομα εδω,
που δε το ευχομαι
-ελη,λατομεια,ορυχεια στΙς Συρακουσες,σκληρος ο χειμωνας,
πολλες βροχες,ασταματητα ολη τη μερα βρεχει σημερα,πολυ
υγρασια που σου σαπιζει τα κοκκαλα,ειναι τρεις μερες που δεν
βγηκε καθολου ηλιος απο τα πυκνα και μαυρα συννεφα,
σαν ολο το Ιονιο ν'αδειαζει πανω στη Σικελια και πανω στη καρ-
δια μου
-δεν εχω τιποτα να γραψω,ενα κενο στο μυαλο μου,τι γινεται
στη πατριδα;
-τοσο καιρο εδω,χρονια,και δεν εχω συνηθησει σ'αυτο τον
τοπο,ενας αγνωστος,που δεν θελω να μαθω,
μια εξοριστη
-σημερα ευχαριστα νεα,με καλεσε ο διοικητης του αστυνο-
μικου τμηματος ,με δεχτηκε στο ιδιαιτερο γραφειο του,
εκλεισε τη πορτα,ηταν ιδιαιτερα φιλικος μαζι μου,και
μου ειπε:''Κυρια Σαπφω,εχω νεα ,ξεσπασε σταση,μαλλον
απο τις πληροφοριες που εχω θα επικρατησουν οι αντικα-
θεστωτικοι'',κρατηθηκα να μην εκφρασω τα συναισθηματα
μου,μηπως ηταν καμια μπλοφα της αστυνομιας;,''ειναι βεβαιο'',
συνεχισε ο διοικητης,''θεμα ημερων,μην πω ωρων,η καταρ-
ρευση της τυραννιας,η Ιστορια αλλαζει'',''δηλαδη φευγω;''
ρωτησα,''οπως παει το πραγμα,ναι,φευγεται'',''ξερετε,ειμαι
φιλος της ποιησης σας'',εσκυψε το κεφαλι,''με συγχωρητε,
βλεπετε τα πραγματα ειναι δυσκολα,μπορει καποιος να βρει
το μπελα του,καταλαβαινετε;'',''καταλαβαινω''απαντησα,τον
ευχαριστησα κι εφυγα ευτυχισμενη,επιτελους θα γυριζα στη
πατριδα,
δεν πηγα σπιτι αμεσως,απο τη χαρα μου,δεν ηθελα να κλειστω
μεσα,περπατησα στη πολη,αγορασα λουλουδια,κοκκινα κι
ασπρα τριανταφυλλα και γαρυφαλλα,στο παρκο ταισα τους κυκ-
νους στη λιμνη,κατεβηκα και στη θαλασσα,ζεστη μερα,ηλιος,εβ-
γαλα τα ρουχα μπηκα στα δροσερα νερα και κολυμπησα,ποτε το-
σα χρονια που ειμαι εδω δεν κολυμπησα,βγηκα,ξαπλωσα στη
ζεστη αμμο να στεγνωσω,εκλεισα τα ματια,το κυμα ερχονταν κι
εφευγε,στ'αυτια μου,σαν ταξιδι,
γυρισα αργα τ'απογευμα στο σπιτι
-πηγα για τελευταια φορα στη βιβλιοθηκη,
η βιβλιοθηκαριος,μια νεα κι ευγενικη κοπελα,η Ραδινη,μου
εφερε ενα βιβλιο,το ανοιξε σε μια σελιδα,''κοιταξτε ''μου
ειπε,κοιταξα,''λατινικα'',ειπα,''ναι'',απαντησε η κοπελα,''ειναι
η μεταφραση ενος δικου σας ποιηματος'',''μπορεις να μου το
διαβασεις και να το μεταφρασεις'',''ευχαριστως'' απαντησε η
κοπελα,
διαβασε το ποιημα η κοπελα,μου αρεσε η απαγγελια της,απλη
και χωρις στομφο,οταν τελειωσε ειπε,''δεν χρειαζεται να το μετα-
φρασω γιατι υπαρχει το προτοτυπο ποιημα γραμμενο στην αλλη
σελιδα,
γυρισε σελιδα,''Εις Ανακτοριαν'',διαβασε η κοπελα,με κοιταξε,
χαμογελασε,την ευχαριστησα,κοιταξα το εξωφυλλο,
Gaius Valerius Catullus Poetae Novi
της ειπα αν μπορουσε να αντιγραψει το ποιημα στα ελληνικα και
στα λατινικα και να μου τα δωσει,''πολυ ευχαριστως''απαντησε
η κοπελα
εδω γραφω το ποιημα και τη μεταφραση στα λατινικα:
[Εις Ανακτοριαν]
Φαίνεταί μοι κῆνος ἴσος θέοισιν
ἔμμεν᾽ ὤνηρ, ὄττις ἐνάντιός τοι
ἰσδάνει καὶ πλάσιον ἆδυ φωνεί-
σας ὐπακούει
[5]καὶ γελαίσας ἰμέροεν. τό μ᾽ ἦ μάν
καρδίαν ἐν στήθεσιν ἐπτόαισεν.
ὢς γὰρ ἔς σ᾽ ἴδω βρόχε᾽, ὤς με φώνη-
σ᾽ οὖδεν ἔτ᾽ εἴκει,
ἀλλὰ κὰμ μὲν γλῶσσα ἔαγε, λέπτον
[10]δ᾽ αὔτικα χρῶι πῦρ ὐπαδεδρόμακεν,
ὀππάτεσσι δ᾽ οὖδεν ὄρημμ᾽, ἐπιρρόμ-
βεισι δ᾽ ἄκουαι,
ἀ δέ μ᾽ ἴδρως κακχέεται, τρόμος δέ
παῖσαν ἄγρει, χλωροτέρα δὲ ποίας
[15]ἔμμι, τεθνάκην δ᾽ ὀλίγω ᾽πιδεύης
φαίνομ᾽ ἔμ᾽ αὔται·
.
Ille mī pār esse deō vidētur
ille sī fās est superāre dīvōs
quī sedēns adversus identidem tē
spectat et audit
dulce rīdentem miserō quod omnīs 5
ēripit sēnsūs mihi nam simul tē
Lesbia aspexī nihil est super mī
vōcis in ōre
lingua sed torpet tenuis sub artūs
flamma dēmānat sonitū suōpte 10
tintinant aurēs geminā teguntur
lūmina nocte.
ōtium Catulle tibi molestumst
ōtiō exultās nimiumque gestis
ōtium et rēgēs prius et beātās 15
perdidit urbēs
-αυριο φευγω με το καραβι,τελειωσαν τα ψεμματα,γυρι-
ζω στη πατριδα,
αυριο το νοστιμον ημαρ
[Εις Ανακτοριαν]
Φαίνεταί μοι κῆνος ἴσος θέοισιν
ἔμμεν᾽ ὤνηρ, ὄττις ἐνάντιός τοι
ἰσδάνει καὶ πλάσιον ἆδυ φωνεί-
σας ὐπακούει
[5]καὶ γελαίσας ἰμέροεν. τό μ᾽ ἦ μάν
καρδίαν ἐν στήθεσιν ἐπτόαισεν.
ὢς γὰρ ἔς σ᾽ ἴδω βρόχε᾽, ὤς με φώνη-
σ᾽ οὖδεν ἔτ᾽ εἴκει,
ἀλλὰ κὰμ μὲν γλῶσσα ἔαγε, λέπτον
[10]δ᾽ αὔτικα χρῶι πῦρ ὐπαδεδρόμακεν,
ὀππάτεσσι δ᾽ οὖδεν ὄρημμ᾽, ἐπιρρόμ-
βεισι δ᾽ ἄκουαι,
ἀ δέ μ᾽ ἴδρως κακχέεται, τρόμος δέ
παῖσαν ἄγρει, χλωροτέρα δὲ ποίας
[15]ἔμμι, τεθνάκην δ᾽ ὀλίγω ᾽πιδεύης
φαίνομ᾽ ἔμ᾽ αὔται·
[αυτο το ποιημα το διασωζει ο Λογγινους στο Περι Υψους
Βιβλιον,τον 1ο αιωνα μ.Χ]
.
.[μεταφραση χ.ν.κουβελης]
οπως θεος μου φαινεται εκεινος ο αντρας
που καθεται απεναντι σου κι απο κοντα ακουει
τη γλυκεια φωνη σου και το λατρευτο σου γελιο
και πως χτυπαει στα στηθια μου η καρδια
και λιγο να σε κοιταξω η μιλια κοβεται
και η γλωσσα στο στομα μου δενεται
αμεσως καυτη θερμη καιγει το κορμι μου
και τιποτα δεν βλεπω και τιποτα δεν ακουω
τ'αυτια μου βουιζουν και ιδρωτας με λουζει
ολοκληρη τρεμω πιο χλωμη κι απ'το χορτο ειμαι
και μου φαινεται πως σε λιγο θα πεθανω
θα ξεψυχισω
.
[Catullus 51]Gaius Valerius Catullus (ca. 84–54 BC)
Ille mī pār esse deō vidētur
ille sī fās est superāre dīvōs
quī sedēns adversus identidem tē
spectat et audit
dulce rīdentem miserō quod omnīs 5
ēripit sēnsūs mihi nam simul tē
Lesbia aspexī nihil est super mī
vōcis in ōre
lingua sed torpet tenuis sub artūs
flamma dēmānat sonitū suōpte 10
tintinant aurēs geminā teguntur
lūmina nocte.
ōtium Catulle tibi molestumst
ōtiō exultās nimiumque gestis
ōtium et rēgēs prius et beātās 15
perdidit urbēs
.
.
.
.
LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis}
.
.
η Ανακτορια και η Σαπφω καλλωπιζονται-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
.
.
Η ΠΟΙΗΤΡΙΑ ΣΑΠΦΩ ΣΤΗΝ ΕΞΟΡΙΑ,ΣΥΡΑΚΟΥΣΕΣ,ΣΙΚΕΛΙΑ
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ ΚΑΙ ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΚΤΟΡΙΑΝ ΚΑΙ ΜΙΑ ΛΑΤΙΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ-χ.ν.κουβελης
.
ΣΑΠΦΩ: 36. – Απόσπασμα 16 Lobel-Page
[για την Ανακτορια]
.
και ποσοο]ἰ μὲν ἰππήων στρότον, οἰ δὲ πέσδων,
οἰ δὲ νάων φαῖσ᾽ ἐπ[ὶ] γᾶν μέλαι[ν]αν
ἔ]μμεναι κάλλιστον, ἔγω δὲ κῆν᾽ ὄτ-
4 τω τις ἔραται·
πά]γχυ δ᾽ εὔμαρες σύνετον πόησαι
π]άντι τ[ο]ῦτ᾽, ἀ γὰρ πόλυ περσκέθοισα
κάλλος [ἀνθ]ρώπων Ἐλένα [τὸ]ν ἄνδρα
8 τὸν [πανάρ]ιστον
καλλ[ίποι]σ᾽ ἔβα ᾽ς Τροΐαν πλέοι[σα
κωὐδ[ὲ πα]ῖδος οὐδὲ φίλων το[κ]ήων
πά[μπαν] ἐμνάσθη, ἀλλὰ παράγαγ᾽ αὔταν
12 [ ]σαν
[ ]αμπτον γὰρ [
[ ]…κούφως τ[ ]οη.[.]ν
..]με νῦν Ἀνακτορί[ας ὀ]νέμναι-
16 σ᾽ οὐ ] παρεοίσας,
τᾶ]ς κε βολλοίμαν ἔρατόν τε βᾶμα
κἀμάρυχμα λάμπρον ἴδην προσώπω
ἢ τὰ Λύδων ἄρματα καὶ πανόπλοις
20 πεσδομ]άχεντας.
.
[μεταφραση χ.ν.κουβελης]
αλλοι το ιππικο λενε το ωραιοτερο ειναι
πανω στη σκοτεινη γη
αλλοι το πεζικο αλλοι το ναυτικο λενε
εγω ομως λεω εκεινο που καποιος αγαπα
και θα πω κατι π'ολοι θα το δεχτουν
εκεινη η πιο ωραια μεσα στους ανθρωπους
η Ελενη τον σ'ολα αξιο αντρα της αφησε
και μπηκε στο καραβι για την Τροια
κι ουτε για παιδι ουτε για συγγενεις ουτε για γονεις
για κανεναν δεν νοιαστηκε και παρασυρθηκε
απ'την αγαπη
ετσι και τωρα εγω την Ανακτορια φερνω στο μυαλο μου
που δεν ειναι εδω και μου λειπει
θελω να δω το λατρευτο της βημα
να δω τη λαμπερη λαμψη του προσωπου της
παρα τα αρματα των Λυδων να βλεπω
και τους πανοπλους πεζους να μαχονται
.
αποσπασματα του Ημερολογιου
-σημερα οι αστυνομικες αρχες της Συρακουσας με κατεγραψαν:
Σαπφω η' Ψαπφω η' Ψαπφα,εξ Ερεσου της Λεσβου,Ελλαδα,
μελιχρος,χρωμα οφθαλμων και κομης μελαν,σμικρον μεγεθος,
35 ετων,αριστοκρατικων φρονηματων,επαγγελμα:ποιητρια,προ-
σωπικη καταστασις:διαζευγμνενη,πρωην συζυγος:Κερκυλας,εμπο-
ρος εξ Ανδρου,τεκνα:εν θηλυ,ονομα:Κλεις,...,
και αλλα εγραψαν που δεν τα θυμαμαι,
με ρωτησαν τι γνωμη εχω για τον τυραννο Πιττακο,''σοφος αλλα
τυραννος''απαντησα,
με εβαλαν να υπογραψω μια υπευθυνη δηλωση πως δεν θα απο-
μακρυνθω απο την πολη,και καθε δεκαπεντε μερες να παρουσιαζο-
μαι στο τμημα,
υπεγραψα το χαρτι και με αφησαν...ελευθερη...υπο ορους
-τρεις μηνες,περιπου,στο νησι,ελαχιστα νεα απ'τη πατριδα,μου λειπει
η Ανακτορια,χθες εγραψα ενα ποιημα για αυτην,το μοναδικο που εχω
γραψει εδω στην εξορια[πρεπει να προσεχω και τις λεξεις],δεν εχω
εμπνευση,οι μερες περνουν ιδιες κι απαραλλαχτες,ανιαρες,παρεες,
δεν εχω,μονη μου κοιμαμαι,
γραφω το ποιημα που'χα γραψει στην Ανακτορια στη πατριδα
καποτε:
.
και ποσοο]ἰ μὲν ἰππήων στρότον, οἰ δὲ πέσδων,
οἰ δὲ νάων φαῖσ᾽ ἐπ[ὶ] γᾶν μέλαι[ν]αν
ἔ]μμεναι κάλλιστον, ἔγω δὲ κῆν᾽ ὄτ-
4 τω τις ἔραται·
πά]γχυ δ᾽ εὔμαρες σύνετον πόησαι
π]άντι τ[ο]ῦτ᾽, ἀ γὰρ πόλυ περσκέθοισα
κάλλος [ἀνθ]ρώπων Ἐλένα [τὸ]ν ἄνδρα
8 τὸν [πανάρ]ιστον
καλλ[ίποι]σ᾽ ἔβα ᾽ς Τροΐαν πλέοι[σα
κωὐδ[ὲ πα]ῖδος οὐδὲ φίλων το[κ]ήων
πά[μπαν] ἐμνάσθη, ἀλλὰ παράγαγ᾽ αὔταν
12 [ ]σαν
[ ]αμπτον γὰρ [
[ ]…κούφως τ[ ]οη.[.]ν
..]με νῦν Ἀνακτορί[ας ὀ]νέμναι-
16 σ᾽ οὐ ] παρεοίσας,
τᾶ]ς κε βολλοίμαν ἔρατόν τε βᾶμα
κἀμάρυχμα λάμπρον ἴδην προσώπω
ἢ τὰ Λύδων ἄρματα καὶ πανόπλοις
20 πεσδομ]άχεντας.
-μετα το τμημα πηγα μια βολτα στη θαλασσα,ο ηλιος εκαι-
γε,καθισα στην ακρογυαλια,εβγαλα τα παπουτσια μου κι
εβαλα τα ποδια μου στο νερο,εριξα βοτσαλα,ενα για την
πολυαγαπημενη μου κορη τη Κλειδα,που'ναι σαν τα χρυσαν-
θεμα ομορφη και μ'ολο το χρυσαφι της Λυδιας δεν αλλαζω
-αποψε πανσεληνος,περασμενα μεσανυχτα,κι εγω μονη
κοιμαμαι,αγρυπνω,δεν εχω υπνο,θυμαμαι τις πολυαγαπημε-
νες κοπελες στη πατριδα και ποσο ομορφα περνουσαμε,
την Ανακτορια,την Ατθιδα,την Γογγυλα,την Μνασιδικη, την
Τελεσιππα,την Μεγαρα, την Αναγορα,την Ευνεικια,ολες τις
θυμαμαι,
θυμαμαι και με δερνει η νοσταλγια οπως δυνατος ανεμος
πεφτει στα βουνα πανω στα δεντρα και τα ξετιναζει
-δεν εχω νεα για τ-αδερφια μου,τον Λαριχο και τον Ευρυγιο,
αραγε μπορεσαν να ξεφυγουν;η' τους επιασαν; στη φυλακη
η' στην εξορια; ποιος να μου φερει νεα εδω,οι αρχες,που
ρωτησα, προσποιουνται πως δεν εχουν πληροφοριες,ειναι
φανερο πως θελουν να'χουν καλες σχεσεις με το τυραννικο
καθεστως,
ουτε απ'τον αλλο αδερφο εχω νεα,τον Χαραξο,αυτος εφυγε
πριν τις διωξεις,στην Αιγυπτο,ειναι ακομα στην Ναυκρατι μαζι
μ'αυτη τη πορνη τη Ροδωπη;ποιος ξερει αν ειναι μαζι; η' του'φαγε
ολα τα λεφτα και τον παρατησε;εγω τον προειδοποιησα,να την
προσεχει,δεν εχουν εμπιστοσυνη τετοιες,μου κρατησε μουτρα
για το υβριστικο ποιημα που της εγραψα και της το εστειλα βε-
βαια,,οχι,δεν ηταν υβριστικο,αληθεια ηταν,του τρωγε τα λεφτα,
θυμωσε,δεν του κραταω κακια,αδερφια ειμαστε και το αιμα νε-
ρο δεν γινεται
-γυριζοντας σπιτι απο ψωνια λιγο μετα το μεσημερι ενα σκυλι με
ακολουθησε,σταματησα,γυρισα και το ειδα,εκεινο σταματησε,
φαινοταν φοβισμενο,ηταν ενα γερικο σκυλι,αδεσποτο,παρατη-
μενο,σκελετωμενο,φαινονταν τα κοκκαλα στα πλευρα του,ηταν
και χτυπημενο στη πλατη και στα ποδια,''εγω εχω να φαω'',σκεφτη-
κα,το φωναξα φιλικα να πλησιασει,πλησιασε,μεγαλα υγρα ματια,
του εδωσα το ψωμι κι ενα ολοκληρο λουκανικο,εφαγε,μετα απο-
μακρυνθηκε κουνοντας την ουρα του
αληθεια ποσο μοιαζω μ'αυτον τον παρατημενο σκυλο;
κανεις δεν νοιαζεται
αποφασισα καθε μερα ν'αγοραζω γι'αυτον και να τον ταιζω
-τρεις μερες συνεχεια ταιζα το σκυλο,την ιδια ωρα ,στο ιδιο
μερος,σαν ραντεβου,σημερα δεν τον ειδα ,ανησυχω,που
να πηγε; τι επαθε;
-δεν ξαναειδα τον σκυλο,το πηρα αποφαση πως δεν θα τον
ξαναδω,
φοβαμαι πως δεν θα ξαναδω τη πατριδα και τους αγαπημε-
νους δικους μου εκει περα
-ειναι νυχτα,δεν ξερω γιατι σκεφτομαι την ποιηση,τι να γραψω,
για ποιον ,για ποια να γραψω;για ποιο γεγονος;
σιωπη σιωπη σιωπη
-καποια γυναικα,αγνωστη ποτε αλλη φορα δεν την ξανα-χα δει,
με ρωτησε ποιο ειναι τ'ονομα μου,τρομαξα,συνηλθα και της
ειπα ενα πολυ κοινο γυναικειο του τοπου,
δεν ηθελα να με λυπηθει,να με λυπηθουν
-στην Ιμερα ζει καποιος ποιητης που τον λενε Στησιχορο,επιδε-
ξιος να στηνει χορους,εγραψε ενα ποιημα για την Ελενη πως
πηγε στη Τροια ακολουθωντας τον Παρι,αυτα που ξερουμε δη-
λαδη,φοβηθηκε ομως μηπως τον τιμωρησει η Ελενη και τ'αλλα-
ξε,εκανε δηλαδη Παλινωδια,τα πηρε πισω,
οὐκ ἔστ᾽ ἔτυμος λόγος οὗτος,
οὐδ᾽ ἔβας ἐν νηυσὶν εὐσέλμοις,
οὐδ᾽ ἵκεο Πέργαμα Τροίας·
εγραψε
ισως καποια μερα να τον γνωρισω,αν μεινω ακομα εδω,
που δε το ευχομαι
-ελη,λατομεια,ορυχεια στΙς Συρακουσες,σκληρος ο χειμωνας,
πολλες βροχες,ασταματητα ολη τη μερα βρεχει σημερα,πολυ
υγρασια που σου σαπιζει τα κοκκαλα,ειναι τρεις μερες που δεν
βγηκε καθολου ηλιος απο τα πυκνα και μαυρα συννεφα,
σαν ολο το Ιονιο ν'αδειαζει πανω στη Σικελια και πανω στη καρ-
δια μου
-δεν εχω τιποτα να γραψω,ενα κενο στο μυαλο μου,τι γινεται
στη πατριδα;
-τοσο καιρο εδω,χρονια,και δεν εχω συνηθησει σ'αυτο τον
τοπο,ενας αγνωστος,που δεν θελω να μαθω,
μια εξοριστη
-σημερα ευχαριστα νεα,με καλεσε ο διοικητης του αστυνο-
μικου τμηματος ,με δεχτηκε στο ιδιαιτερο γραφειο του,
εκλεισε τη πορτα,ηταν ιδιαιτερα φιλικος μαζι μου,και
μου ειπε:''Κυρια Σαπφω,εχω νεα ,ξεσπασε σταση,μαλλον
απο τις πληροφοριες που εχω θα επικρατησουν οι αντικα-
θεστωτικοι'',κρατηθηκα να μην εκφρασω τα συναισθηματα
μου,μηπως ηταν καμια μπλοφα της αστυνομιας;,''ειναι βεβαιο'',
συνεχισε ο διοικητης,''θεμα ημερων,μην πω ωρων,η καταρ-
ρευση της τυραννιας,η Ιστορια αλλαζει'',''δηλαδη φευγω;''
ρωτησα,''οπως παει το πραγμα,ναι,φευγεται'',''ξερετε,ειμαι
φιλος της ποιησης σας'',εσκυψε το κεφαλι,''με συγχωρητε,
βλεπετε τα πραγματα ειναι δυσκολα,μπορει καποιος να βρει
το μπελα του,καταλαβαινετε;'',''καταλαβαινω''απαντησα,τον
ευχαριστησα κι εφυγα ευτυχισμενη,επιτελους θα γυριζα στη
πατριδα,
δεν πηγα σπιτι αμεσως,απο τη χαρα μου,δεν ηθελα να κλειστω
μεσα,περπατησα στη πολη,αγορασα λουλουδια,κοκκινα κι
ασπρα τριανταφυλλα και γαρυφαλλα,στο παρκο ταισα τους κυκ-
νους στη λιμνη,κατεβηκα και στη θαλασσα,ζεστη μερα,ηλιος,εβ-
γαλα τα ρουχα μπηκα στα δροσερα νερα και κολυμπησα,ποτε το-
σα χρονια που ειμαι εδω δεν κολυμπησα,βγηκα,ξαπλωσα στη
ζεστη αμμο να στεγνωσω,εκλεισα τα ματια,το κυμα ερχονταν κι
εφευγε,στ'αυτια μου,σαν ταξιδι,
γυρισα αργα τ'απογευμα στο σπιτι
-πηγα για τελευταια φορα στη βιβλιοθηκη,
η βιβλιοθηκαριος,μια νεα κι ευγενικη κοπελα,η Ραδινη,μου
εφερε ενα βιβλιο,το ανοιξε σε μια σελιδα,''κοιταξτε ''μου
ειπε,κοιταξα,''λατινικα'',ειπα,''ναι'',απαντησε η κοπελα,''ειναι
η μεταφραση ενος δικου σας ποιηματος'',''μπορεις να μου το
διαβασεις και να το μεταφρασεις'',''ευχαριστως'' απαντησε η
κοπελα,
διαβασε το ποιημα η κοπελα,μου αρεσε η απαγγελια της,απλη
και χωρις στομφο,οταν τελειωσε ειπε,''δεν χρειαζεται να το μετα-
φρασω γιατι υπαρχει το προτοτυπο ποιημα γραμμενο στην αλλη
σελιδα,
γυρισε σελιδα,''Εις Ανακτοριαν'',διαβασε η κοπελα,με κοιταξε,
χαμογελασε,την ευχαριστησα,κοιταξα το εξωφυλλο,
Gaius Valerius Catullus Poetae Novi
της ειπα αν μπορουσε να αντιγραψει το ποιημα στα ελληνικα και
στα λατινικα και να μου τα δωσει,''πολυ ευχαριστως''απαντησε
η κοπελα
εδω γραφω το ποιημα και τη μεταφραση στα λατινικα:
[Εις Ανακτοριαν]
Φαίνεταί μοι κῆνος ἴσος θέοισιν
ἔμμεν᾽ ὤνηρ, ὄττις ἐνάντιός τοι
ἰσδάνει καὶ πλάσιον ἆδυ φωνεί-
σας ὐπακούει
[5]καὶ γελαίσας ἰμέροεν. τό μ᾽ ἦ μάν
καρδίαν ἐν στήθεσιν ἐπτόαισεν.
ὢς γὰρ ἔς σ᾽ ἴδω βρόχε᾽, ὤς με φώνη-
σ᾽ οὖδεν ἔτ᾽ εἴκει,
ἀλλὰ κὰμ μὲν γλῶσσα ἔαγε, λέπτον
[10]δ᾽ αὔτικα χρῶι πῦρ ὐπαδεδρόμακεν,
ὀππάτεσσι δ᾽ οὖδεν ὄρημμ᾽, ἐπιρρόμ-
βεισι δ᾽ ἄκουαι,
ἀ δέ μ᾽ ἴδρως κακχέεται, τρόμος δέ
παῖσαν ἄγρει, χλωροτέρα δὲ ποίας
[15]ἔμμι, τεθνάκην δ᾽ ὀλίγω ᾽πιδεύης
φαίνομ᾽ ἔμ᾽ αὔται·
.
Ille mī pār esse deō vidētur
ille sī fās est superāre dīvōs
quī sedēns adversus identidem tē
spectat et audit
dulce rīdentem miserō quod omnīs 5
ēripit sēnsūs mihi nam simul tē
Lesbia aspexī nihil est super mī
vōcis in ōre
lingua sed torpet tenuis sub artūs
flamma dēmānat sonitū suōpte 10
tintinant aurēs geminā teguntur
lūmina nocte.
ōtium Catulle tibi molestumst
ōtiō exultās nimiumque gestis
ōtium et rēgēs prius et beātās 15
perdidit urbēs
-αυριο φευγω με το καραβι,τελειωσαν τα ψεμματα,γυρι-
ζω στη πατριδα,
αυριο το νοστιμον ημαρ
[Εις Ανακτοριαν]
Φαίνεταί μοι κῆνος ἴσος θέοισιν
ἔμμεν᾽ ὤνηρ, ὄττις ἐνάντιός τοι
ἰσδάνει καὶ πλάσιον ἆδυ φωνεί-
σας ὐπακούει
[5]καὶ γελαίσας ἰμέροεν. τό μ᾽ ἦ μάν
καρδίαν ἐν στήθεσιν ἐπτόαισεν.
ὢς γὰρ ἔς σ᾽ ἴδω βρόχε᾽, ὤς με φώνη-
σ᾽ οὖδεν ἔτ᾽ εἴκει,
ἀλλὰ κὰμ μὲν γλῶσσα ἔαγε, λέπτον
[10]δ᾽ αὔτικα χρῶι πῦρ ὐπαδεδρόμακεν,
ὀππάτεσσι δ᾽ οὖδεν ὄρημμ᾽, ἐπιρρόμ-
βεισι δ᾽ ἄκουαι,
ἀ δέ μ᾽ ἴδρως κακχέεται, τρόμος δέ
παῖσαν ἄγρει, χλωροτέρα δὲ ποίας
[15]ἔμμι, τεθνάκην δ᾽ ὀλίγω ᾽πιδεύης
φαίνομ᾽ ἔμ᾽ αὔται·
[αυτο το ποιημα το διασωζει ο Λογγινους στο Περι Υψους
Βιβλιον,τον 1ο αιωνα μ.Χ]
.
.[μεταφραση χ.ν.κουβελης]
οπως θεος μου φαινεται εκεινος ο αντρας
που καθεται απεναντι σου κι απο κοντα ακουει
τη γλυκεια φωνη σου και το λατρευτο σου γελιο
και πως χτυπαει στα στηθια μου η καρδια
και λιγο να σε κοιταξω η μιλια κοβεται
και η γλωσσα στο στομα μου δενεται
αμεσως καυτη θερμη καιγει το κορμι μου
και τιποτα δεν βλεπω και τιποτα δεν ακουω
τ'αυτια μου βουιζουν και ιδρωτας με λουζει
ολοκληρη τρεμω πιο χλωμη κι απ'το χορτο ειμαι
και μου φαινεται πως σε λιγο θα πεθανω
θα ξεψυχισω
.
[Catullus 51]Gaius Valerius Catullus (ca. 84–54 BC)
Ille mī pār esse deō vidētur
ille sī fās est superāre dīvōs
quī sedēns adversus identidem tē
spectat et audit
dulce rīdentem miserō quod omnīs 5
ēripit sēnsūs mihi nam simul tē
Lesbia aspexī nihil est super mī
vōcis in ōre
lingua sed torpet tenuis sub artūs
flamma dēmānat sonitū suōpte 10
tintinant aurēs geminā teguntur
lūmina nocte.
ōtium Catulle tibi molestumst
ōtiō exultās nimiumque gestis
ōtium et rēgēs prius et beātās 15
perdidit urbēs
.
.
.