.
.
ΜΕΤΑΦΡΑΖΟΝΤΑΣ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ
-TRANSLATING ANCIENT GREEK TEXTS
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
-5
Αἰσώπου Μῦθοι
Ἀετὸς τοξευθείς-Ἀθηναῖος χρεωφειλέτης-Αἰθίοψ-Ἀλεκτρυόνες καὶ πέρδιξ
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
(Πως ορίζεται μια μετάφραση μέσα στα όρια της γλώσσας;)
Ἀετὸς τοξευθείς
πάνω σε πέτρα αετός κάθονταν λαγούς να κυνηγησει ζητώντας,
τότε κάποιος του έριξε με το τοξο,και το βέλος τον διαπερασε, κι η αιχμή του μαζί με τα φτερά μπροστά στα μάτια του σταθηκε,όταν αυτό είδε είπε,
κι αυτό σε μένα μια αλλη λυπη,
(κι αυτό για μένα αν είναι λύπη)
απ'τα ίδια μου τα φτερα το να πεθαίνω)
(ο μύθος λέει)ότι το κεντρί της λύπης περισσότερο οδυνηρό είναι όταν κάποιος απ'τους οικείους του κινδυνευσει
(από αιτία των δικών του κινδυνέψει)
Ὑπεράνωθεν πέτρας ἀετὸς ἐκαθέζετο λαγωοὺς θηρεῦσαι ζητῶν. Τοῦτον δέ τις ἔβαλε τοξεύσας, καὶ τὸ μὲν βέλος ἔσω εἰσῆλθεν· ἡ δὲ γλυφὶς σὺν τοῖς πτεροῖς πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν εἱστήκει. Ὁ δὲ ἰδὼν ἔφη· «Καὶ τοῦτό μοι ἑτέρα λύπη, τὸ τοῖς ἐμοῖς πτεροῖς ἀποθνῄσκειν.»
Ὅτι τὸ κέντρον τῆς λύπης δεινότερόν ἐστιν, ὅταν τις ἐκ τῶν οἰκείων κινδυνεύσῃ
.
.
Ἀθηναῖος χρεωφειλέτης
στην Αθήνα ένας χρεωφειλετης άντρας όταν του ζητήθηκε απ'τον δανειστη το χρέος στην αρχή τον παρακαλεσε αναβολή να του δώσει,λέγοντας πως είναι άπορος,επειδή όμως δεν τον έπειθε,του έφερε τη γουρούνα την μοναδική που είχε,και με την παρουσία του.πουλούσε,όταν αγοραστής πλησίασε και ρωτησε αν γεννούσα η γουρούνα ηταν, εκείνος είπε ότι όχι μόνο αυτη γεννα,αλλά και κατά παράδοξο τροπο,γιατί στα μυστήρια
,(τα Ελευσίνια) θηλυκα ξεγεννα,στα δε Παναθήναια αρσενικα,και προς τον εκπλαγεντα ,(αγοραστή)από την αποκριση,ο δανειστης ειπε,
αλλά μην απορεις (δεν είναι ν'απορεις),γιατί αυτή σε σένα και στα Διονύσια κατσικια θα γεννησει
ο μύθος δηλώνει ότι πολλοί για ίδιον όφελος(κέρδος) δεν διστάζουν ούτε με τα αδύνατα να ψευδολογουν
(μ'αυτα που δεν μπορούν να γίνουν να ψεύδονται)
Ἀθήνησι χρεωφειλέτης ἀνὴρ ἀπαιτούμενος ὑπὸ τοῦ δανειστοῦ τὸ χρέος τὸ μὲν πρῶτον παρεκάλει ἀναβολὴν αὐτῷ δοῦναι, ἀπορεῖν φάσκων. Ὡς δὲ οὐκ ἔπειθε, προσαγαγὼν ὗν ἣν εἶχε μόνην, παρόντος αὐτοῦ, ἐπώλει. Ὠνητοῦ δὲ προσελθόντος καὶ διερωτῶντος εἰ τοκὰς ἡ ὗς εἴη, ἐκεῖνος ἔφη μὴ μόνον αὐτὴν τίκτειν, ἀλλὰ καὶ παραδόξως· τοῖς μὲν γὰρ μυστηρίοις θήλεα ἀποκύειν, τοῖς δὲ Παναθηναίοις ἄρσενα. Τοῦ δὲ ἐκπλαγέντος πρὸς τὸν λόγον, ὁ δανειστὴς εἶπεν· «Ἀλλὰ μὴ θαύμαζε· αὕτη γάρ σοι καὶ Διονυσίοις ἐρίφους τέξεται.»
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι πολλοὶ διὰ τὸ ἴδιον κέρδος οὐκ ὀκνοῦσιν οὐδὲ τοῖς ἀδυνάτοις ψευδομαρτυρεῖν.
.
.
Αἰθίοψ
έναν μαύρο(αιθιοπα)καποιος αγόρασε νομίζοντας ότι τέτοιο το χρωμα του είναι από αδιαφορια
αυτου που πρωτύτερα τον ειχε,και παιρνωντας στο σπιτι,,όλα σ'αυτον χρησιμοποίησε τα καθαριστικα(απορυπαντικα),μ'ολα τα λουτρά(τα πλυσίματα) επιχείρησε να τον καθαρισει(ασπρίσει(, το χρώμα του όμως δεν αλλαξε,αλλά η ταλαιπωρία τον αρρώστησε,
(τον έκανε ν'αρρωστησει)
(του προξένησε αρρώστια)
ο μύθος δηλώνει ότι παραμένουν οι φύσεις όπως εμφανιστηκαν στην αρχή
(η φύση δεν αλλαζει απ'την αρχή όπως ήταν η ίδια μένει)
Αἰθίοπά τις ὠνήσατο τοιοῦτον αὐτῷ τὸ χρῶμα εἶναι δοκῶν ἀμελείᾳ τοῦ πρότερον ἔχοντος. Καὶ παραλαβὼν οἴκαδε, πάντα μὲν αὐτῷ προσῆγε τὰ ῥύμματα, πᾶσι δὲ λούτροις ἐπειρᾶτο καθαίρειν.
Καὶ τὸ μὲν χρῶμα μεταβάλλειν οὐκ εἶχε, νοσεῖν δὲ τῷ πονεῖν παρεσκεύασεν.
Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι μένουσιν αἱ φύσεις ὡς προῆλθον τὴν ἀρχήν.
.
.
Ἀλεκτρυόνες καὶ πέρδιξ
κοκόρια κάποιος στο σπίτι του έχοντας,όταν ετυχε περδικι ημερωμενο να πουλιεται,αυτο αφού αγόρασε το έφερε στο σπιτι να τραφούν μαζί,(το'βαλε μαζί τους να τρέφεται)
αυτά επειδή το χτυπούσαν και το
έδιωχναν,το περδικι στεναχωριονταν,(βαριοκαρδιζε),νομίζοντας πως γι'αυτό το καταφρονουν επειδή άλλης φυλής ειναι,(ξένο είναι),μετά
από.λιγο ομως,όταν είδε τα κοκόρια
τα ίδια να μαχονται και να μην
πρωτύτερα αποχωρίζονται πριν
το ένα το αλλο ματωσει,μονολογησε,
αλλ'εγω πια καθόλου δεν στεναχωριέμαι απ'αυτα να χτυπιεμαι,γιατί τα βλεπω ουτ'αυτα να το αποφευγουν
(να μάχονται)
ο μύθος δηλώνει εύκολα
αντέχουν των γειτόνων τις βρισιές(τις ύβρεις,τις προσβολές,την κακομεταχειρηση) οι φρονιμοι,όταν τους δουν μήτε τους οικείους τους να το αποφευγουν
(να μάχονται)(τους δικούς τους)
Ἀλεκτρυόνας τις ἐπὶ τῆς οἰκίας ἔχων, ὡς περιέτυχε πέρδικι τιθασῷ πωλουμένῳ, τοῦτον ἀγοράσας ἐκόμισεν οἴκαδε ὡς συντραφησόμενον. Τῶν δὲ τυπτόντων αὐτὸν καί ἐκδιωκόντων, ὁ πέρδιξ ἐβαρυθύμει, νομίζων διὰ τοῦτο αὐτὸν καταφρονεῖσθαι ὅτι ἀλλόφυλός ἐστι. Μικρὸν δὲ διαλιπών, ὡς ἐθεάσατο τοὺς ἀλεκτρυόνας πρὸς ἑαυτοὺς μαχομένους καὶ οὐ πρότερον ἀποστάντας πρὶν ἢ ἀλλήλους αἱμάξαι, ἔφη πρὸς ἑαυτόν· «Ἀλλ’ ἔγωγε οὐκέτι ἄχθομαι ὑπ’ αὐτῶν τυπτόμενος· ὁρῶ γὰρ αὐτοὺς οὐδὲ αὑτῶν ἀπεχομένους.»
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι ῥᾴδιον φέρουσι τὰς τῶν πέλας ὕβρεις οἱ φρόνιμοι, ὅταν ἴδωσιν αὐτοὺς μηδὲ τῶν οἰκείων ἀπεχομένους
.
.
.
Αἰσώπου Μῦθοι
-Ἀγαλματοπώλης-Ἀετὸς καὶ κολοιὸς καὶ ποιμήν-Αἴλουρος καὶ ἀλεκτρυών-Αἰσχρὰ δούλη καὶ Ἀφροδίτη-Ἀλώπηξ καὶ κροκόδειλος-Ἀνδροφόνος-Λύκος κεκορεσμένος καὶ πρόβατον -
Νέος ἄσωτος καὶ χελιδών
-ελευθερη απόδοση μετάφρασης χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Ἀγαλματοπώλης
κάποιος έφτιαξε έναν ξύλινο Ερμή και πηγενοντας στην αγορά τον πουλουσε,επειδή κανένας αγοραστής δεν ηρθε θέλοντας να τραβήξει κάποιους φώναζε πως αγοράζει κερδοφόρο θεό οποίος τον αγοράσει,τότε κάποιος απο'κεινους που ήταν κοντά του'πε,αφού είναι φέρνει κερδη γιατί τον πουλεις και δεν τον κρατάς να κερδίζεις εσύ;
εγώ,του απάντησε,τώρα αμέσως θελω να ωφεληθω,κι αυτός αργοπορει το κέρδος
ο μύθος λέει για ανθρωπο αισχροκερδη που ούτε τους θεούς σεβεται
Ξύλινόν τις Ἑρμῆν κατασκευάσας καὶ προσενεγκὼν εἰς ἀγορὰν ἐπώλει· μηδενὸς δὲ ὠνητοῦ προσιόντος, ἐκκαλέσασθαί τινας βουλόμενος, ἐβόα ὡς ἀγαθοποιὸν δαίμονα καὶ κέρδους δωρητικὸν πιπράσκει. Τῶν δὲ παρατυχόντων τινὸς εἰπόντος πρὸς αὐτόν· «Ὦ οὗτος, καὶ τί τοῦτον τοιοῦτον ὄντα πωλεῖς, δέον τῶν παρ’ αὐτοῦ ὠφελειῶν ἀπολαύειν;» ἀπεκρίνατο ὄτι ἐγὼ μὲν ταχείας ὠφελείας τινὸς δέομαι, αὐτὸς δὲ βραδέως εἴωθε τὰ κέρδη περιποιεῖν.
Πρὸς ἄνδρα αἰσχροκερδῆ μηδὲ θεῶν πεφροντικότα ὁ λόγος εὔκαιρος.
.
.
Ἀετὸς καὶ κολοιὸς καὶ ποιμήν
ένας αητός πετώντας από ψηλή πέτρα άρπαξε ένα αρνί,μια καλιακούδα που το είδε αυτο θέλησε να κάνει κι αυτή το ίδιο κι ορμάει πάνω σ' ένα κριάρι,όμως μπερδεύτηκαν τα νυχιας της στα μαλλιά του κριαριού,και δεν μπορούσε να πετάξει,ο βοσκός άκουγωντας τη φασαρία έτρεξε και την έπιασε και της έκοψε τα φτερα,όταν βραδυασε την έφερε στο παιδί του,εκείνο τον ρώτησε τι πουλί είναι αυτό,
εγώ,απάντησε ο βοσκός ,λέω πως σίγουρα είναι καλιακούδα,αλλ'αυτη όμως θελει να'ναι αητός
ο μύθος λέει πως αυτοί που θέλουν να ξεπεράσουν τους εαυτούς τους γελοιοποιούνται
Ἀετὸς καταπτὰς ἀπό τινος ὑψηλῆς πέτρας ἄρνα ἥρπασε· κολοιὸς δὲ τοῦτο θεασάμενος διὰ ζῆλον τοῦτον μιμήσασθαι ἠθέλησε· καὶ δὴ καθεὶς ἑαυτὸν μετὰ πολλοῦ ῥοίζου ἐπὶ κριὸν ἠνέχθη. Ἐμπαρέντων δὲ αὐτοῦ τῶν ὀνύχων τοῖς μαλλοῖς, ἐξαρθῆναι μὴ δυνάμενος ἐπτερύσσετο, ἕως ὁ ποιμήν, τὸ γεγονὸς αἰσθόμενος, προσδραμὼν συνέλαβεν αὐτὸν καὶ περικόψας αὐτοῦ τὰ ὀξύπτερα, ὡς ἑσπέρα κατέλαβε, τοῖς ἑαυτοῦ παισὶν ἐκόμισε. Τῶν δὲ πυνθανομένων τί εἴη τὸ ὄρνεον, ἔφη· «Ὡς μὲν ἐγὼ σαφῶς οἶδα, κολοιός, ὡς δὲ αὐτὸς βούλεται, ἀετός.»
Οὕτως ἡ πρὸς τοὺς ὑπερέχοντας ἅμιλλα, πρὸς τῷ μηδὲν ἀνύειν, καὶ ἐπὶ συμφοραῖς προσκτᾶται γέλωτα.
.
.
Αἴλουρος καὶ ἀλεκτρυών
ένας γάτος άρπαξε ένα κόκορα κι ήθελε να τον φάει,και τον κατηγορούσε πόσο ενοχλητικός είναι,να ξυπνάει νύχτα τους ανθρώπους με τα κικιρικου του,κι όλοι είναι οργισμένοι μαζί του,
τότε ο κόκορας απολογηθηκε,μα για να τους ωφελησω το κάνω,να σηκωθούν να πάνε στη δουλειά τους,
όμως ο γάτος πάλι τον κατηγόρησε πως είναι ενας ανηθικος και αιμομικτης να καβαλα μάνα κι αδερφές,
μα,αυτό το κάνω,απάντησε,για ωφέλεια των αφεντικών μου,να τους γεννούν πολλά αυγά,
τότε ο γάτος του είπε,από δικαιολογίες ένα σωρό εισαι,εγώ όμως νηστικός δεν θα μείνω
και τον έφαγε
ο μύθος λέει ότι ο πονηρός ότι και ν'ακουσει την πονηριά του παντως θα την κανει
Αἴλουρος, συλλαβὼν ἀλεκτρυόνα, μετ’ εὐλόγου τοῦτον αἰτίας ἠβουλήθη καταφαγεῖν. Καὶ δὴ κατηγόρει αὐτοῦ ὡς ὀχληρὸς εἴη τοῖς ἀνθρώποις νύκτωρ κεκραγὼς καὶ μὴ συγχωρῶν ὕπνου τυγχάνειν. Τοῦ δ’ ἀπολογουμένου ἐπὶ τῇ ἐκείνων ὠφελείᾳ τοῦτο ποιεῖν, ὡς ἐπὶ τὰ συνήθη τῶν ἔργων ἐγείρεσθαι, πάλιν ὁ αἴλουρος αἰτίαν ἐπέφερεν ὡς ἀσεβὴς εἴη περὶ τὴν φύσιν, μητρὶ καὶ ἀδελφαῖς συμμιγνύμενος. Τοῦ δὲ καὶ τοῦτο πρὸς ὠφέλειαν τῶν δεσποτῶν πράττειν φήσαντος, πολλῶν αὐτοῖς ἐντεῦθεν ὠῶν τικτομένων, ὁ αἴλουρος εἰπών· «Ἀλλ’ εἰ σύ γε πολλῶν εὐπορεῖς εὐπροσώπων ἀπολογιῶν, ἔγωγε μέντοι ἄτροφος οὐ μενῶ», τοῦτον κατεθοινήσατο.
Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι ἡ πονηρὰ φύσις πλημμελεῖν αἱρουμένη, εἰ μὴ μετ’ εὐλόγου δυνηθείη προσχήματος, ἀπαρακαλύπτως γε μὴν πονηρεύεται.
.
.
Αἰσχρὰ δούλη καὶ Ἀφροδίτη
μια πονηρή κι ασχημη δούλα την ερωτεύτηκε ο κύριος της,κι αυτή με χρυσά στολίζονταν,και την κυρία της δεν λογάριαζε,στη θέα Αφροδίτη πρόσφερε θυσίες συνέχεια και την ευχαριστούσε που την έκανε ωραια,η θεά τότε φάνηκε στον ύπνο της κι είπε στη δούλα,μην μου κρατάς καμια χάρη,γιατί δεν σ'εκανα όμορφη,αλλα μ'εκεινον οργιζομαι που σε βλέπει ομορφη
ο μύθος λέει πως αυτοί που άδικα πλουτίζουν τυφλωνονται,και πόσο ξεδιάντροποι κι άσχημοι ειναι
Αἰσχρᾶς καὶ κακοτρόπου δούλης ἤρα δεσπότης. Ἡ δὲ χρυσίον λαμβάνουσα λαμπρῶς ἑαυτὴν ἐκόσμει καὶ τῇ ἰδίᾳ δεσποίνῃ μάχας συνῆπτε· τῇ δὲ Ἀφροδίτῃ ἔθυεν συνεχῶς καὶ ηὔχετο ὡς ὡραίαν αὐτὴν ποιούσῃ. Ἡ δὲ καθ' ὕπνου φανεῖσα τῇ δούλῃ ἔφη μὴ ἔχειν αὐτῇ χάριν ὡς καλὴν αὐτὴν ποιούσῃ, «ἀλλ’ ἐκείνῳ θυμοῦμαι καὶ ὀργίζομαι ᾧ σὺ φαίνῃ καλή.»
Ὅτι οὐ δεῖ τυφοῦσθαι τοὺς δι’ αἰσχρὰ πλουτοῦντας καὶ μάλιστα, εἰ ἀγενεῖς εἰσι καὶ ἄμορφοι [πρὸς αἰσχύνην μείζονα].
.
.
Ἀλώπηξ καὶ κροκόδειλος
μια αλεπού κι ένας κορκοδειλος μάλωναν για το ποιος κατάγεται από αρχοντική γενια,αφού πολλά είπε ο κορκοδειλος για την λαμπρότητα των προγόνων του
κατέληξε λεγοντας,ότι διευθυντές γυμνασίων ήταν οι πατεράδες του,
τότε η αλεπού του απάντησε,πως αυτό πολύ καλά φαίνεται απ'το δέρμα του,πόσο από αιώνες γυμνασμενο είναι
ο μύθος θέλει να πει,πως το ψέμα που λέει κάποιος είναι μπροστά του φανερο
Ἀλώπηξ καὶ κροκόδειλος περὶ εὐγενείας ἤριζον. Πολλὰ δὲ τοῦ κροκοδείλου διεξιόντος περὶ τῆς τῶν προγόνων λαμπρότητος καὶ τὸ τελευταῖον λέγοντος ὡς γεγυμνασιαρχηκότων ἐστὶ πατέρων, ἡ ἀλώπηξ ἔφη· «Ἀλλὰ κἂν σὺ μὴ εἴπῃς, ἀπὸ τοῦ δέρματος φαίνῃ ὅτι ἀπὸ πολλῶν ἐτῶν εἶ γεγυμνασμένος.»
Οὕτως καὶ τῶν ψευδολόγων ἀνθρώπων ἔλεγχός ἐστι τὰ πράγματα.
.
.
Ἀνδροφόνος
κάποιος σκότωσε έναν άνθρωπο και τον κυνήγησαν οι συγγενείς του,έφτασε στον Νειλο,και πέφτοντας πάνω σ' ένα λύκο,φοβήθηκε κι ανέβηκε σ'ενα δέντρο διπλα στον ποταμό,κι εκεί κρύβονταν,όμως άμα είδε εκεί πάνω ένα φίδι έπεσε κάτω στο ποτάμι,κι εκεί ένας κορκοδειλος τον καταβροχθησε
ο μύθος λέει,ο φονιάς δεν έχει σωτηρία ούτε στη γη ούτε στον αέρα ούτε στο νερο
Ἄνθρωπόν τις ἀποκτείνας ὑπὸ τῶν ἐκείνου συγγενῶν ἐδιώκετο· γενόμενος δὲ κατὰ τὸν Νεῖλον ποταμόν, λύκου αὐτῷ ἀπαντήσαντος, φοβηθεὶς ἀνέβη ἐπὶ δένδρου τῷ ποταμῷ παρακειμένου καὶ ἐκεῖ ἐκρύπτετο. Θεασάμενος δὲ ἐνταῦθα δράκοντα κατ’ αὐτοῦ διαιρόμενον, ἑαυτὸν εἰς τὸν ποταμὸν καθῆκεν· ἐν δὲ τῷ ποταμῷ κροκόδειλος αὐτὸν κατεθοινήσατο.
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι τοῖς ἐναγέσι τῶν ἀνθρώπων οὔτε γῆς, οὔτε ἀέρος, οὔτε ὕδατος στοιχεῖον ἀσφαλές ἐστι.
.
.
Λύκος κεκορεσμένος καὶ πρόβατον
ένας λύκος χορτασμένος όταν είδε ένα πρόβατο να'ναι ξαπλωμένο στο χώμα,σκέφτηκε πως απ'τον φόβο του γι'αυτον έπεσε,το πλησίασε θελωντας να το ενθαρρύνει και του'πε,
πως αν του πει τρεις.αληθειες τότε δεν θα το πειράξει,
και το πρόβατο είπε,
πρώτο ποτέ δεν ήθελε να τον συναντήσει,
δεύτερο αν τύχαινε να τον συναντησει τότε να ήταν τυφλός,
τρίτο να αφανιστούν όλοι οι λύκοι γιατί ενώ κανενα δεν τους κάνουμε κακό αυτοί μας κάνουν κακο,
ο λύκος πραγματικά,απάντησε, αυτά τα τρία είναι αληθεια,
κι άφησε το πρόβατο και δεν το πειράξει
ο μύθος λέει,πως την αλήθεια ακόμη κι οι εχθροί την εκτιμουν
Λύκος τροφῆς κεκορεσμένος, ἐπειδὴ ἐθεάσατο πρόβατον ἐπὶ γῆς βεβλημένον, αἰσθόμενος ὅτι διὰ τὸν ἑαυτοῦ φόβον πέπτωκε, προσελθὼν παρεθάρσυνεν αὐτό, λέγων ὡς, ἐὰν αὐτῷ τρεῖς λόγους ἀληθεῖς εἴπῃ, ἀπολύσει αὐτό. <Τὸ> δὲ ἀρξάμενον ἔλεγε πρῶτον μὲν μὴ βεβουλῆσθαι αὐτῷ περιτυχεῖν, δεύτερον δέ, εἰ ἄρα τοῦτο ἥμαρτε, τυφλῷ, τρίτον δὲ ὅτι «κακοὶ κακῶς ἀπόλοισθε πάντες οἱ λύκοι, ὅτι μηδὲν παθόντες ὑφ’ ἡμῶν κακῶς πολεμεῖτε ἡμᾶς.» Καὶ ὁ λύκος ἀποδεξάμενος αὐτοῦ τὸ ἀψευδὲς ἀπέλυσεν αὐτό.
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι πολλάκις ἀλήθεια καὶ παρὰ πολεμίοις ἰσχύει.
.
.
Νέος ἄσωτος καὶ χελιδών
ένας άσωτος νεαρός αφού κατεφαγε όλη την πατρική περιουσια κι ένα μόνο πανωφόρι του έμεινε,μόλις είδε ενα χελιδόνι νόμισε πως είχε έρθει καλοκαιρι,κι επειδή τωρα το πανωφορι δεν του χρειάζονταν πήγε και το ξεπούλησε,όμως μετά από λίγο χειμωνιασε κι έκανε δυνατό κρύο,τριγυρίζοντας όταν είδε το χελιδόνι να ψοφαει τρέμοντας απ'το κρυο,του'πε,
καημενο,εσύ κι εμένα και σένα καταστρεψες
ο μύθος λέει,πως ότι δεν γίνεται στον καιρό του είναι επικινδυνο
Νέος ἄσωτος καταφαγὼν τὰ πατρῷα, ἱματίου αὐτῷ μόνου περιλειφθέντος, ὡς ἐθεάσατο χελιδόνα παρὰ καιρὸν ἐλθοῦσαν, οἰόμενος ἤδη θέρος εἶναι, ὡς μηκέτι δεόμενος τοῦ ἱματίου, καὶ τοῦτο φέρων ἀπημπόλησεν. Ὕστερον δὲ χειμῶνος ἐπιλανόντος καὶ σφοδροῦ τοῦ κρύους γενομένου, περιιών, ἐπειδὴ εἶδε τὴν χελιδόνα νεκρὰν ἐρριγωμένην, ἔφη πρὸς αὐτήν· «Ὦ αὕτη, σὺ κἀμὲ καὶ σὲ ἀπώλεσας.»
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι πάντα τὰ παρὰ καιρὸν δρώμενα ἐπισφαλῆ τυγχάνουσιν
.
.
.
Αἰσώπου Μῦθοι
-ελευθερη αποδοση μεταφρασης χ.ν.μουβελης. c.n.couvelis
-Ὄνος καὶ βάτραχοι-Πέρδιξ καὶ ἄνθρωπος-Ποιμὴν καὶ θάλασσα-
Σφῆκες καὶ πέρδικες καὶ γεωργός -Ύαινα καὶ ἀλώπηξ-Ταῦρος καὶ αἶγες ἄγριαι-Σαλπιγκτής-Σῦς ἄγριος καὶ ἀλώπηξ-Κοχλίαι
Ὄνος καὶ βάτραχοι
ένας γάιδαρος φορτωμένος ξύλα περνούσε από μια λιμνη,γλίστρησε κι έπεσε κάτω,κι επειδή δεν μπορούσε να σηκωθεί οδύρονταν και στέναζε,όταν οι βάτραχοι στη λίμνη άκουσαν τους στεναγμούς του του είπαν,
φιλαράκο,τι θα'κανες αν τόσο χρόνο εδώ έμενες όσο εμεις,όταν τόσο λίγο έπεσες κι έτσι οδυρεσε;
ο μύθος λέει,για τον άνθρωπο που στην ελαχιστη δυσκολία δυσφορει,ενώ δεν αισθάνεται τι σημαίνει μεγάλη
Ὄνος ξύλων γόμον φέρων λίμνην διέβαινεν· ὀλισθὼν δέ, ὡς κατέπεσεν, ἐξαναστῆναι μὴ δυνάμενος ὠδύρετό τε καὶ ἔστενεν. Οἱ δὲ ἐν τῇ λίμνῃ βάτραχοι ἀκούσαντες αὐτοῦ τῶν στεναγμῶν ἔφασαν· «Ὦ οὗτος, καὶ τί ἂν ἐποίησας, εἰ τοσοῦτον ἐνταῦθα χρόνον διέτριβες ὅσον ἡμεῖς, ὅτε πρὸς ὀλίγον πεσὼν οὕτως ὀδύρῃ;»
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις πρὸς ἄνδρα ῥᾴθυμον ἐπ’ ἐλαχίστοις πόνοις δυσφοροῦντα, αὐτὸς τοὺς πλείονας ῥᾳδίως ὑφιστάμενος
.
.
Πέρδιξ καὶ ἄνθρωπος
κάποιος έπιασε μια πέρδικα κι ήθελε να τη σφάξει,κι αυτή τον ικέτευε λέγοντας ,
άσε να ζησω,κι αντί για μένα πολλές πέρδικες θα σου φέρω,
τότε αυτός της είπε,
γι'αυτο θα σε σφαξω,επειδή θέλεις να μου παραδώσεις τους δικούς σου
ο μύθος λέει,πως δόλιος είναι αυτός που για να σωθεί ο ιδιος προδινει τους φίλους του
Πέρδικά τις θηρεύσας ἤμελλε σφάξαι. Ἡ δὲ ἱκέτευε λέγουσα· «Ἔασόν με ζῆν καὶ ἀντ’ ἐμοῦ πολλὰς πέρδικας ἐγώ σοι κυνηγήσω.» Ὁ δὲ εἶπεν· «Δι’ αὐτὸ τοῦτο μᾶλλόν σε θύσω, ὅτι τοὺς συνήθεις καὶ φίλους σοι ἐνεδρεῦσαι θέλεις.»
Ὅτι ὁ κατὰ φίλων αὐτοῦ δολίας μηχανὰς συντιθεὶς αὐτὸς ἐν ταῖς ἐνέδραις τῶν κινδύνων ἐμπεσεῖται.
.
.
Ποιμὴν καὶ θάλασσα
ένας βοσκός σ'ενα παραθαλάσσιο τόπο έβοσκε,βλεπωντας γαλήνια τη θάλασσα πεθυμησε να πλεύσει για εμπόριο,ξεπούλησε λοιπόν τα πρόβατα κι αγοράζοντας χουρμάδες ανοίχτηκε στη θάλασσα,όμως έπιασε βαρύς χειμώνας και το καράβι κινδύνευε να βουλιάξει,τότε όλο το φορτίο το πέταξε στη θάλασσα,και μ'αδειασμενο καράβι σώθηκε,μετά από λίγες μέρες ήταν με κάποιον που θαύμασε τη γαλήνη της θάλασσας,τότε εκείνος του είπε,
φίλε μου,χουρμάδες ζητάει,γι'αυτό φαίνεται ήσυχη
ο μύθος λέει,πως τα παθήματα στους ανθρώπους γίνονται μαθήματα
Ποιμὴν ἐν παραθαλασσίῳ τόπῳ ποίμνιον νέμων, ἑωρακὼς γαληνιῶσαν τὴν θάλατταν, ἐπεθύμησε πλεῦσαι πρὸς ἐμπορίαν. Ἀπεμπολήσας οὖν τὰ πρόβατα καὶ φοινίκων βαλάνους πριάμενος ἀνήχθη. Χειμῶνος δὲ σφοδροῦ γενομένου καὶ τῆς νεὼς κινδυνευούσης βαπτίζεσθαι, πάντα τὸν φόρτον ἐκβαλὼν εἰς τὴν θάλατταν, μόλις κενῇ τῇ νηῒ διεσώθη. Μετὰ δ’ ἡμέρας οὐκ ὀλίγας παριόντος τινὸς καὶ τῆς θαλάττης (ἔτυχε γὰρ αὕτη γαληνιῶσα) τὴν ἠρεμίαν θαυμάζοντος, ὑπολαβὼν οὗτος εἶπεν· «Ὦ λῷστε, φοινίκων αὖθις, ὡς ἔοικεν, ἐπιθυμεῖ, καὶ διὰ τοῦτο φαίνεται ἡσυχάζουσα.»
Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι τὰ παθήματα τοῖς ἀνθρώποις μαθήματα γίνεται
.
.
Σφῆκες καὶ πέρδικες καὶ γεωργός
μια φορά οι σφήκες κι οι πέρδικες διψούσαν πολύ και πήγαν σ'ενα γεωργο,και του ζητούσαν νερό
να πιουν και θα του το ανταπεδωναν,
οι πέρδικες θα έσκαβαν τ'αμπελι,κι οι σφήκες θα περιφέρονταν με τα κεντρια τους να διώξουν τους κλεφτες,
άκουγωντας αυτα ο γεωργος είπε,
έχω δύο βόδια, πού τίποτα δεν μου υπόσχονται κι όλα τα κανουν,προτιμώ σ'αυτα να δώσω το νερό παρα σε σας
ο μύθος λέει,μην έχεις εμπιστοσύνη σ'αυτους που για να πάρουν σου υπόσχονται να σου ανταποδωσουν
Σφῆκες καὶ πέρδικες δίψῃ συνεχόμενοι πρὸς γεωργὸν ἦλθον παρ’ αὐτοῦ αἰτοῦντες πιεῖν, ἐπαγγελλόμενοι ἀντὶ τοῦ ὕδατος ταύτην τὴν χάριν ἀποδώσειν· οἱ μὲν πέρδικες σκάπτειν τὰς ἀμπέλους, οἱ δὲ σφῆκες κύκλῳ περιιόντες τοῖς κέντροις ἀποσοβεῖν τοὺς κλέπτας. Ὁ δὲ γεωργὸς ἔφη· «Ἀλλ’ ἔμοιγέ εἰσι δύο βόες, οἳ μηδὲν ἐπαγγελλόμενοι πάντα ποιοῦσιν· ἄμεινον οὖν ἐστιν ἐκείνοις δοῦναι ἤπερ ὑμῖν.»
Ὁ μῦθος πρὸς ἄνδρας ἐξώλεις ὠφελεῖν μὲν ἐπαγγελλομένους, βλάπτοντας δὲ μεγάλα
.
.
Ύαινα καὶ ἀλώπηξ
οι ύαινες λένε πως κάθε χρόνο αλλάζουν το φύλο τους,από αρσενικές θηλυκές κι από θηλυκές αρσενικές,όταν μια ύαινα είδε μια αλεπου της πρότεινε να φιλια,αλλά η αλεπού δεν ήθελε,η ύαινα τότε ένιωσε προσβολή,
κι η αλεπού της είπε,
εγώ δεν σε προσβάλω,η φύση σου φταιει,γιατί δεν θα ξέρω πότε θα είσαι φίλη μου και πότε φίλος
μου
ο μύθος λέει,για άνθρωπο ευμεταβολο
Τὰς ὑαίνας φασί, παρ’ ἐνιαυτὸν ἀλλασσομένης αὐτῶν τῆς φύσεως, ποτὲ μὲν ἄρσενας, ποτὲ δὲ θηλείας γίνεσθαι. Καὶ δὴ ὕαινα θεασαμένη ἀλώπεκα ἐμέμφετο αὐτὴν ὅτι φίλην θέλουσαν αὐτῇ γενέσθαι οὐ προσίεται. Κἀκείνη ὑποτυχοῦσα εἶπεν· «Ἀλλ’ ἐμὲ μὴ μέμφου, τὴν δὲ σὴν φύσιν, δι’ ἣν ἀγνοῶ πότερον ὡς φίλῃ ἢ ὡς φίλῳ σοι χρήσομαι.»
.
.
Ταῦρος καὶ αἶγες ἄγριαι
ένας ταύρος καταδιώχθηκε από ένα λιοντάρι και κατέφυγε για να σωθεί σε μια σπηλιά,που μέσα
ήταν άγριογιδες,οι όποιες τον χτυπούσαν και τον κουντριζαν,
τότε τις είπε,
μην νομίζετε πως σας φοβάμαι και σας ανεχομαι,ας οψεται αυτός που στέκεται μπροστα στο στομιο της σπηλιάς
ο μύθος λέει,πως υπομενεις τα μικρότερα κακά για να μην πάθεις τα χειροτερα
Ταῦρος διωκόμενος ὑπὸ λέοντος κατέφυγεν εἴς τι σπήλαιον, ἐν ᾧ ἦσαν αἶγες ἄγριαι. Τυπτόμενος δὲ ὑπ’ αὐτῶν καὶ κερατιζόμενος ἔφη· «Ἀλλ’ οὐχ ὑμᾶς φοβούμενος ἀνέχομαι, τὸν δὲ πρὸ τοῦ στομίου ἑστῶτα [λέοντα].»
Οὕτω πολλοὶ διὰ φόβον τῶν κρειττόνων καὶ τὰς ἐκ τῶν ἡττόνων ὕβρεις ὑπομένουσιν
.
.
Σαλπιγκτής
ένας σαλπιγκτής σε καιρό πολέμου πιάστηκε αιχμάλωτος απ'τους εχθρούς,
μη με σκοτώσετε,παρακαλεσε,γιατι κανένα σας δεν σκότωσα,τίποτα άλλο απ'αυτο το χαλκό δεν
έχω,
τότε του απάντησαν,
γι'αυτό θα πεθάνεις,γιατί αν και δεν μπορεις να πολεμήσεις τους άλλους ξεσηκωνεις για μάχη
ο μύθος λέει,πως υπαίτιοι των κακών είναι αυτοί που ξεσηκωνουν τους αλλους
Σαλπιγκτὴς στρατὸν ἐπισυνάγων καὶ κρατηθεὶς ὑπὸ τῶν πολεμίων ἐβόα· «Μὴ κτείνετέ με, ὦ ἄνδρες, εἰκῆ καὶ μάτην· οὐδένα γὰρ ὑμῶν ἀπέκτεινα· πλὴν γὰρ τοῦ χαλκοῦ τούτου οὐδὲν ἄλλο κτῶμαι.» Οἱ δὲ πρὸς αὐτὸν ἔφασαν· «Διὰ τοῦτο γὰρ μᾶλλον τεθνήξῃ, ὅτι σὺ μὴ δυνάμενος πολεμεῖν τοὺς πάντας πρὸς μάχην ἐγείρεις.»
Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι πλέον πταίουσιν οἱ τοὺς κακοὺς καὶ βαρεῖς δυνάστας ἐπεγείροντες εἰς τὸ κακοποιεῖν.
.
.
Σῦς ἄγριος καὶ ἀλώπηξ
ένα αγριογούρουνο στέκονταν σ'ενα δέντρο κι ακονιζε τα δόντια του,σε μια αλεπού που το είδε και
το ρωτησε,αφού δεν υπάρχει αιτία,μήτε κυνηγος μήτε κίνδυνος κανενας γιατί τότε ακονίζει τα δόντια,
απάντησε,
αν παρουσιαστεί κίνδυνος τοτε δεν θα υπάρχει χρόνος για ακονισμα
ο μύθος λέει,πως πρέπει να προετοιμαζόμαστε για να αντιμετωπίσουμε τους κινδυνουε
Σῦς ἄγριος ἑστὼς παρά τι δένδρον τοὺς ὀδόντας ἠκόνα. Ἀλώπεκος δὲ αὐτὸν ἐρομένης τὴν αἰτίαν δι’ ἥν, μηδενὸς αὐτῷ μήτε κυνηγέτου μήτε κινδύνου ἐφεστῶτος, τοὺς ὀδόντας θήγει, ἔφη· «Ἀλλ’ ἔγωγε οὐ ματαίως τοῦτο ποιῶ· ἐὰν γάρ με κίνδυνος καταλάβῃ, οὐ τότε περὶ τὸ ἀκονᾶν ἀσχοληθήσομαι, ἑτοίμοις δὲ οὖσι χρήσομαι.»
Ὁ λόγος διδάσκει δεῖν πρὸ τῶν κινδύνων τὰς παρασκευὰς ποιεῖσθαι
.
.
Κοχλίαι
ένα παιδί ενός γεωργού έψηνε σαλιγκάρια,όταν τ'ακουσε να τσιριζουν είπε,
ανοητα πλάσματα,τα σπίτια σας καίγονται κι εσείς τραγουδάτε
ο μύθος λέει,πόσο.ανοητο είναι να κάνεις πράγματα που δεν είναι αυτά που πρεπει
Γεωργοῦ παῖς κοχλίας ὤπτα· ἀκούσας δὲ αὐτῶν τριζόντων ἔφη· «Ὦ κάκιστα ζῷα, τῶν οἰκιῶν ὑμῶν ἐμπιπραμένων, αὐτοὶ ᾄδετε.»
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι πᾶν τὸ παρὰ καιρὸν δρώμενον ἐπονείδιστον.
.
.
.
Αἰσώπου Μῦθοι
-Ἀγαθὰ καὶ κακά-Ἀετὸς καὶ ἀλώπηξ-Αἴξ καὶ αἰγοβοσκός-Αἶξ καὶ ὄνος-Ἀλέκτορες δύο καὶ ἀετός
-ελευθερη απόδοση μετάφρασης χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Ἀγαθὰ καὶ κακά
απ'τα κακά τα αγαθά εκδιώχτηκαν όπως ασθενη ήταν κι ανέβηκαν στον ουρανο,εκεί τα αγαθα ρώτησαν τον Δία πως γίνεται να'ναι με τους ανθρώπους,κι αυτούς τους είπε,όχι όλα μαζί,αλλά ένα ένα στους ανθρώπους να πηγαινει κατω,γι'αυτό τα κακα ερχονται συνεχως στους ανθρώπους αφού είναι πλησιον τους,ενώ τα αγαθά αραια καθως απ'τον ουρανό κατεβαινουν
ο μύθος λέει,πως τα κακα είναι δίπλα μας,ενώ τα καλά μακρυά
Ὑπὸ τῶν κακῶν τὰ ἀγαθὰ ἐδιώχθη ὡς ἀσθενῆ ὄντα· εἰς οὐρανὸν δὲ ἀνῆλθεν. Τὰ δὲ ἀγαθὰ ἠρώτησαν τὸν Δία πῶς εἶναι μετ’ ἀνθρώπων. Ὁ δὲ εἶπεν <μὴ> μετ’ ἀλλήλων πάντα, ἓν δὲ καθ’ ἓν τοῖς ἀνθρώποις ἐπέρχεσθαι. Διὰ τοῦτο τὰ μὲν κακὰ συνεχῆ τοῖς ἀνθρώποις, ὡς πλησίον ὄντα, ἐπέρχεται, τὰ δὲ ἀγαθὰ βράδιον, ἐξ οὐρανοῦ κατιόντα.
Ὅτι ἀγαθῶν μὲν οὐδεὶς ταχέως ἐπιτυγχάνει, ὑπὸ δὲ τῶν κακῶν ἕκαστος καθ’ ἑκάστην πλήττεται
.
.
Ἀετὸς καὶ ἀλώπηξ
ένας αετός και μια αλεπού συμφώνησαν να κάνουν φιλια ο ένας με τον άλλον και να κατοικούν κοντά,κι ο αετός ανεβαίνοντας σ'ενα ψηλό δέντρο εκεί έκανε νεοσσους αετοπουλα,κι η αλεπού μπαίνοντας σ'ενα θάμνο γέννησε,κάποτε βγήκε για τροφή η αλεπού κι ο αετός που στερούνταν από τροφη πέταξε κάτω στο θαμνο κι άρπαξε τα γεννημένα μικρα αλεπουδακια,και μετά με τα μικρά αετοπουλατου τα κατεβροχθησε,
η αλεπού όταν γύρισε μόλις είδε αυτό που έγινε,δεν λυπήθηκε τόσο για το θάνατο των νεογνών όσο για την τιμωρια,επειδη ήταν χερσαία και δεν μπορουσε να κυνηγήσει πουλι πετουμενο,γι'αυτό μακρυά πήγε να κάτσει,κι έκανε το μόνο που μένει στους αδύνατους κι ασθενείς,τον εχθρό να καταριέται,πολύ γρήγορα ήρθε η τιμωρία της ασέβειας της φιλίας,έτυχε εκεί κοντά κάποιοι να θυσιάζουν μια γίδα,κι έπεσε ένα κομμάτι κρέας πυρωμένο, το'δε ο αετός κι ορμώντας το'φερε στην φωλιά του,τότε φύσηξε δυνατός αέρας κι άρπαξαν φωτιά τα ξερά κλαδιά της φωλιάς,και πιάνοντας φωτιά τα μωρα αετοπουλα οι νεοσσοί έπεσαν κάτω στη γη,κι η αλεπού ετρεξε και μπροστά στα μάτια του αετού όλα τα έφαγε,
ο μύθος λέει,πως το άδικο γρήγορα θα τιμωρηθεί
Ἀετὸς καὶ ἀλώπηξ φιλίαν πρὸς ἀλλήλους ποιησάμενοι πλησίον ἑαυτῶν οἰκεῖν διέγνωσαν, βεβαίωσιν φιλίας τὴν συνήθειαν ποιούμενοι. Καὶ δὴ ὁ μὲν ἀναβὰς ἐπί τι περίμηκες δένδρον ἐνεοττοποιήσατο· ἡ δὲ εἰσελθοῦσα εἰς τὸν ὑποκείμενον θάμνον ἔτεκεν. Ἐξελθούσης δὲ αὐτῆς ποτε ἐπὶ νομήν, ὁ ἀετός, ἀπορῶν τροφῆς, καταπτὰς εἰς τὸν θάμνον καὶ τὰ γεννήματα ἀναρπάσας, μετὰ τῶν ἑαυτοῦ νεοττῶν κατεθοινήσατο. Ἡ δὲ ἀλώπηξ ἐπανελθοῦσα, ὡς ἔγνω τὸ πραχθέν, οὐ <τοσοῦτον> ἐπὶ τῷ τῶν νεοττῶν θανάτῳ ἐλυπήθη ὅσον ἐπὶ τῇ ἀμύνῃ· χερσαία γὰρ οὖσα πετεινὸν διώκειν ἠδυνάτει. Διόπερ πόρρωθεν στᾶσα, ὃ μόνον τοῖς ἀδυνάτοις καὶ ἀσθενέσιν ὑπολείπεται, τῷ ἐχθρῷ κατηρᾶτο. Συνέβη δ’ αὐτῷ τῆς εἰς τὴν φιλίαν ἀσεβείας οὐκ εἰς μακρὰν δίκην ὑποσχεῖν· θυόντων γάρ τινων αἶγα ἐπ’ ἀγροῦ, καταπτὰς ἀπὸ τοῦ βωμοῦ σπλάγχνον ἔμπυρον ἀνήνεγκεν· οὗ κομισθέντος ἐπὶ τὴν καλιάν, σφοδρὸς ἐμπεσὼν ἄνεμος ἐκ λεπτοῦ καὶ παλαιοῦ κάρφους λαμπρὰν φλόγα ἀνῆψε. Καὶ διὰ τοῦτο καταφλεχθέντες οἱ νεοττοὶ (καὶ γὰρ ἦσαν ἔτι ἀτελεῖς οἱ πτηνοί) ἐπὶ τὴν γῆν κατέπεσον. Καὶ ἡ ἀλώπηξ προσδραμοῦσα ἐν ὄψει τοῦ ἀετοῦ πάντας αὐτοὺς κατέφαγεν.
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι οἱ φιλίαν παρασπονδοῦντες, κἂν τὴν τῶν ἠδικημένων ἐκφύγωσι κόλασιν δι’ ἀσθένειαν, ἀλλ’ οὖν γε τὴν ἐκ θεοῦ τιμωρίαν οὐ διακρούονται.
.
.
Αἴξ καὶ αἰγοβοσκός
ένας γιδοβοσκος έφερνε τα γίδια στο μαντρί,μια αιγίδα ξέμεινε,για να βοσκήσει ένα χόρτο,τότε ο βοσκός της πέταξε μια πέτρα και της έσπασε το κέρατο,
και την παρακαλουσ κιε να μην το πει στο αφεντικό,
κι αν δε μιλήσω,απάντησε η γίδα,και το κρύψω,όλοι θα το δουν το σπασμένο κέρατο
ο μύθος λέει,κάτι που φαίνεται είναι αδύνατο να κρυφτει
Αἰγοβοσκὸς τὰς αἶγας ἀνεκαλεῖτο πρὸς τὴν μάνδραν. Μία δὲ ἐξ αὐτῶν ὑπελείφθη, ἡδύ τι βοσκομένη. Ῥίψας δ’ ὁ ποιμὴν πέτραν τὸ κέρας αὐτῆς κατέαξεν εὐστοχήσας. Ἐδυσώπει δὲ τὴν αἶγα μὴ εἰπεῖν τοῦτο τῷ δεσπότῃ. Ἡ δὲ εἶπεν· «Κἂν ἐγὼ σιωπήσω, πῶς κρύψω; πρόδηλον γάρ ἐστι πᾶσι τὸ κέρας μου κεκλασμένον.»
Ὅτι, τῆς αἰτίας προδήλου οὔσης, οὐ δυνατὸν ταύτην καλύψαι
.
.
Αἶξ καὶ ὄνος
μια κατσίκα κι ένα γάιδαρο έτρεφε κάποιος,η γίδα που φθονουσε τον γάιδαρο επειδή του έδιναν περισσότερη τροφή,του είπε,πως πολύ κουράζεται,ποτέ στο μύλο,ποτέ φορτωμένος,και τον συμβούλευε για να γλυτώσει να πάει να πέσει σ'ενα βάραθρο και ν'αναπαυτει,κι ο γάιδαρος πείστηκε ,πήγε κι έπεσε και τσακίστηκε,το αφεντικό του εφερε γιατρό να τον γειανει,κι ο γιατρός ειπε πως αν ο γάιδαρος ζουμί από σηκωτι κατσίκας πιει θα γιατρευτεί,τότε τη κατσίκα έσφαξαν κι ο γάιδαρος έγινε καλά
ο μύθος λέει,όποιος θέλει το καλό κάποιου ο ίδιος κακό παθαινει
Αἶγα καὶ ὄνον ἔτρεφέ τις. Ἡ δὲ αἴξ, φθονήσασα τῷ ὄνῳ διὰ τὸ περισσὸν τῆς τροφῆς, ἔλεγεν ὡς ἄπειρα κολάζῃ, ποτὲ μὲν ἀλήθων, ποτὲ δὲ ἀχθοφορῶν, καὶ συνεβούλευεν ἐπίληπτον ἑαυτὸν ποιήσαντα καταπεσεῖν ἔν τινι βόθρῳ καὶ ἀναπαύσεως τυχεῖν. Ὁ δὲ πιστεύσας καὶ πεσὼν συνετρίβη. Ὁ δὲ δεσπότης τὸν ἰατρὸν καλέσας ᾔτει βοηθεῖν. Ὁ δὲ αἰγὸς πνεύμονα ἐγχυματίσαι ἔλεγεν αὐτῷ καὶ τῆς ὑγείας τυχεῖν. Τὴν δὲ αἶγα θύσαντες τὸν ὄνον ἰάτρευον.
Ὅτι ὅστις καθ’ ἑτέρου δόλια μηχανᾶται ἑαυτοῦ γίνεται τῶν κακῶν ἀρχηγός
.
.
Ἀλέκτορες δύο καὶ ἀετός
δύο κοκορια μάχονταν ποιο θα επικρατήσει στα θηλυκά,τις κότες,ο ένας τον άλλον νίκησε,τότε ο νικημένος από ντροπή πήγε σε σκοτεινό μέρος και κρύφτηκε,ο νικητής ανέβηκε σε μια ψηλή μάντρα και
φώναξε κικιρικου δυνατά,τότε ένας αετός που περνούσε τον άκουσε κι όρμησε και τον άρπαξε,κι έτσι ο κρυμμένος αετός χωρίς φόβο είχε όλες τις κότες δικές του
ο μύθος λέει,πως αυτός που υπερηφανεύεται ταπεινωνεται
Ἀλεκτόρων δύο μαχομένων περὶ θηλειῶν ὀρνίθων, ὁ εἷς τὸν ἕτερον κατετροπώσατο. Καὶ ὁ μὲν ἡττηθεὶς εἰς τόπον κατάσκιον ἀπιὼν ἐκρύβη· ὁ δὲ νικήσας εἰς ὕψος ἀρθεὶς καὶ ἐφ’ ὑψηλοῦ τοίχου στὰς μεγαλοφώνως ἐβόησε. Καὶ παρευθὺς ἀετὸς καταπτὰς ἥρπασεν αὐτόν. Ὁ δ’ ἐν σκότῳ κεκρυμμένος ἀδεῶς ἔκτοτε ταῖς θηλείαις ἐπέβαινε.
Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι Κύριος ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν
.
.
.
Η Δευτέρα Παρουσία, έργο 16ου αιώνα, Μονή Αγίου Παντελεήμονος Νομού Ηρακλείου
-Η Δευτέρα Παρουσία-
Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον,24
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
6.προκειται ν'ακουσετε για πολέμους και για φημες πολέμων,προσέξτε μην ταραζεστε,γιατί πρέπει όλα να γίνουν,αλλ'ομως δεν ήρθε το τέλος,
7.γιατι θα ξεσηκωθεί το ένα έθνος κατά άλλου έθνους και θα συμβούν λιμοί κι επιδημιες και
σεισμοί σε διάφορους τοπους
8.ολ'αυτα αρχή πονων
9.τοτε θα σας παραδωσουν σε λύπες και θα σας σκοτώσουν,και θα είστε μισητοί απ'όλα τα έθνη
λόγω του όνοματος μου
10.και τότε θα πέσουν σε πειρασμό πολλοί κι ο ένας τον άλλον θα παραδώσουν και θα μισήσουν ο ένας τον αλλον
.
12.κι επειδή θα πολλαπλασιαστει
η ανομία των πολλών θα παγώσει η αγάπη των πολλων
.
25.Και να, σας τα είπα πριν
26.αν λοιπόν σας πουν,να, στην έρημο είναι,να μην βγείτε,
να,μέσα στα ιδιαίτερα δωματια είναι,να μην πιστεψετε
27.γιατι ακριβώς όπως η αστραπή βγαίνει απ'την ανατολή και φαίνεται ως τη δύση,έτσι θα ειναι και παρουσία του υιου του ανθρώπου
28.για όπου να'ναι το πτώμα ,εκεί θα μαζευτούν οι αετοι
29.αμεσως μετά τη θλίψη των ημερών εκείνων ο ήλιος θα σκοτινιασει κι η σεληνη δεν θα φωτίζει και τ'αστερια θα πέσουν απ'τον ουρανό κι οι δυνάμεις των ουρανών θα ταραχτουν
30.και τότε θα φανεί το σημείο του υιού του ανθρώπου στον ουρανό,και τοτε θα θρηνήσουν όλες οι φυλές της γης και θα δουν τον υιόν του ανθρώπου να'ρχεται πάνω στις νεφέλες τ'ουρανου με δύναμη και δόξα πολλη
31.και θα στειλει τους αγγέλους του με δυνατή φωνή σάλπιγγας και θα μαζεψουν τους εκλεκτούς του απ'των τεσσάρων ανέμων των άκρων των ουρανών μεχρι των ακρων αυτων
32.κι από τη συκιά μάθετε την παραβολη.
όταν το κλαδί της γίνεται μαλακο και τα φύλλα φυτρώνουν,τότε γνωρίζετε οτι κοντά είναι το καλοκαιρι
33.ετσι κι εσείς όταν δείτε όλα αυτά,τότε γνωρίζετε ότι κοντά είναι στη πορτα
34.αληθεια σας λέω,πως δεν θα περάσει η γενιά αυτη μέχρι όλα αυτά να γινουν
35.ο ουρανός κι η γη θα παρελθουν,τα λόγια μου όμως δεν θα παρελθουν
36.οσο για τη μέρα εκείνη και ώρα.κανείς δεν γνωρίζει,ούτε οι άγγελοι τών ουρανών,παρα μόνο ο πατέρας μου
.
.
6 Μελλήσετε δὲ ἀκούειν πολέμους καὶ ἀκοὰς πολέμων· ὁρᾶτε μὴ θροεῖσθε· δεῖ γὰρ πάντα γενέσθαι, ἀλλ᾿ οὔπω ἐστὶ τὸ τέλος.
7. Ἐγερθήσεται γὰρ ἔθνος ἐπὶ ἔθνος καὶ βασιλεία ἐπὶ βασιλείαν, καὶ ἔσονται λιμοὶ καὶ λοιμοὶ καὶ σεισμοὶ κατὰ τόπους
8 πάντα δὲ ταῦτα ἀρχὴ ὠδίνων
9 Τότε παραδώσουσιν ὑμᾶς εἰς θλῖψιν καὶ ἀποκτενοῦσιν ὑμᾶς, καὶ ἔσεσθε μισούμενοι ὑπὸ πάντων τῶν ἐθνῶν διὰ τὸ ὄνομά μου.
10 Καὶ τότε σκανδαλισθήσονται πολλοὶ καὶ ἀλλήλους παραδώσουσι καὶ μισήσουσιν ἀλλήλους.
.
12 καὶ διὰ τὸ πληθυνθῆναι τὴν
ἀνομίαν ψυγήσεται ἡ ἀγάπη τῶν
πολλῶν.
.
.
25 Ἰδοὺ προείρηκα ὑμῖν.
26 Ἐὰν οὖν εἴπωσιν ὑμῖν, ἰδοὺ τῇ ἐρήμῳ ἐστί, μὴ ἐξέλθητε, ἰδοὺ ἐν τοῖς
ταμιείοις, μὴ πιστεύσητε·
27. ὥσπερ γὰρ ἡ ἀστραπὴ ἐξέρχεται
ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ φαίνεται ἕως
δυσμῶν, οὕτως ἔσται καὶ ἡ παρουσία
τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου·
28. Ὅπου γὰρ ἐὰν ᾖ τὸ πτώμα, ἐκεῖ
συναχθήσονται οἱ ἀετοί.
29 Εὐθέως δὲ μετὰ τὴν θλῖψιν τῶν
ἡμερῶν ἐκείνων ὁ ἥλιος σκοτισθήσεται
καὶ ἡ σελήνη οὐ δώσει τὸ φέγγος αὐτῆς,
καὶ οἱ ἀστέρες πεσοῦνται ἀπὸ τοῦ
οὐρανοῦ, καὶ αἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν
σαλευθήσονται.
30 Καὶ τότε φανήσεται τὸ σημεῖον τοῦ
υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ
τότε κόψονται πᾶσαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς
καὶ ὄψονται τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου
ἐρχόμενον ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ
οὐρανοῦ μετὰ δυνάμεως καὶ δόξης
πολλῆς.
31 Καὶ ἀποστελεῖ τοὺς ἀγγέλους
αὐτοῦ μετὰ σάλπιγγος φωνῆς μεγάλης,
καὶ ἐπισυνάξουσι τοὺς ἐκλεκτοὺς αὐτοῦ
ἐκ τῶν τεσσάρων ἀνέμων ἀπ' ἄκρων
οὐρανῶν ἕως ἄκρων αὐτῶν.
32 Ἀπὸ δὲ τῆς συκῆς μάθετε τὴν
παραβολήν.Ὅταν ἤδη ὁ κλάδος αὐτῆς
γένηται ἁπαλὸς καὶ τὰ φύλλα ἐκφύῃ,
γινώσκετε ὅτι ἐγγὺς τὸ θέρος·
33 Οὕτω καὶ ὑμεῖς ὅταν ἴδητε ταῦτα
πάντα, γινώσκετε ὅτι ἐγγύς ἐστιν ἐπὶ
θύραις.
34 Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐ μὴ παρέλθῃ ἡ γενεὰ αὔτη ἕως ἂν πάντας ταῦταγένηται.
35.Ὁ.οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ
παρελεύσονται,
οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ
παρέλθωσι.
36 Περὶ δὲ τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ
ὥρας οὐδεὶς οἶδεν, οὐδὲ οἱ ἄγγελοι τῶν
οὐρανῶν, εἰ μὴ ὁ πατήρ μου μόνος
.
.
.
-κακα δια το κάλλος της Ελενης-
Ευρυπίδη,Ελένη 255-305
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Ελενη
255 φίλες μου γυναίκες,με ποια μοίρα συνδέθηκα;
γιατί αυτή που με γέννησε με γέννησε
στους ανθρώπους παράξενη;
γιατί ούτε Ελληνίδα γυναίκα ούτε βάρβαρη
αυγό πουλιών λευκό
γέννησε
όπως εμένα η Λήδα απ'τον Δία
γεννησε
260γιατι παράξενη η ζωή κι όλα τα πράγματα
σε μένα ειναι,
απ'την Ήρα,απ'την ομορφιά
η αιτια
μακάρι να εξαφανιζομουν σαν εικόνα ξανα
άσχημη μορφή να'παιρνα αντί
ομορφη,
και τη τύχη την κακή που τώρα εχω
265 οι Έλληνες να ξεχνούσαν
τα καλά να κρατούσαν όπως ακριβώς τα κακά
μου κρατουν,
όποιος λοιπόν βλέπει μια τύχη απ'τους θεούς
να τον βασανίζει,βαρύ ειναι,
όμως πρέπει να το αντέξει,
αλλ'ομως σε πολλές συμφορές
βρίσκομαι μεσα,
270πρώτον χωρίς να'χω αδικήσει
είμαι άτιμη
κι αυτό πιο κακο απ'την αληθεια,
όταν κάποιος του προσάπτει αμαρτίες
που δεν του ανηκουν,
έπειτα οι θεοί με μετεφεραν απ'τη πατρίδα
σε βαρβαρα ήθη και απο φιλους στερημενη,
275 δούλα κατάντησα από ελεύθερη
γιατί στους βάρβαρους δούλοι όλοι εκτός από εναν,
κι η μόνη άγκυρα που την τυχη μου στήριζε
πως ο άντρας μου κάποτε θα'ρχονταν
και θα μ'απαλλαζε απ'τα κακά,
αφού αυτος πέθανε,δεν υπάρχει πια,
280.η μάνα χάθηκε κι εγώ ο φονιάς της,
άδικα,αλλά τ'αδικο αυτό είναι δικό μου,
ενώ αυτή που στολίδι μου του σπιτιού
γεννηθηκε,η κόρη μου χωρίς αντρα ασπριζει παρθένα,
κι αυτοίπου του Δία λέγονταν παιδιά,
οι Διόσκουροι δεν υπαρχουν 285
αλλά κι εγώ που σ'ολα δυστυχώ
στη πραγματικότητα έχω πεθάνει,
στα έργα όμως οχι,
κι αυτό το τελευταίο,αν θα πηγαινα στη πατρίδα,
οι μπάρες στις πόρτες θα'ταν κλεισμενες,
στο Ίλιο πιστεύοντας η Ελένη με τον Μενέλαο
να χαθηκαν,
290.γιατι αν ζούσε ο άντρας μου,
θα μ'αναγνωριζε,απ'τα σημάδια ,που φανερά
μόνο σε μας ήταν,
τώρα όμως ούτε ετσι αυτό είναι
ούτε θα συμβεί ποτέ,
γιατί λοιπόν ακόμα να ζω;ποια τύχη
μου μένει;
γάμο να υποστω απ'τα κακά ν'απαλλαχτω
με άντρα να παντρευτώ βαρβαρο,
295 σε πλούσιο τραπέζι να καθησω;
αλλ'οταν αντρας που δεν σ'αρεσει
ζει μαζί με γυναίκα,τότε και το σώμα
δεν σ'αρεσει,
να πεθάνεις πιο καλά,
πως λοιπόν να πεθάνω καλά;
ανάρμοστο το κρεμασμα στον αέρα,
300 και στους δούλους απρεπές
φαίνεται,
η σφαγή έχει κάτι το ευγενικό
και το ωραίο,σε πολύ λίγο αμεσως
απαλλασεσαι απ'τη ζωη,
γιατι τόσο βαθειά έπεσα στα βάσανα,
γιατί άλλες γυναίκες απ'την ομορφιά
ευτυχισμένες,
305 εγώ όμως απ'αυτη καταστράφηκα
.
.
255ΕΛ. φίλαι γυναῖκες, τίνι πότμωι συνεζύγην;
ἆρ᾽ ἡ τεκοῦσά μ᾽ ἔτεκεν ἀνθρώποις τέρας;
γυνὴ γὰρ οὔθ᾽ Ἑλληνὶς οὔτε βάρβαρος
τεῦχος νεοσσῶν λευκὸν ἐκλοχεύεται,
ἐν ὧι με Λήδαν φασὶν ἐκ Διὸς τεκεῖν.
260τέρας γὰρ ὁ βίος καὶ τὰ πράγματ᾽ ἐστί μου,
τὰ μὲν δι᾽ Ἥραν, τὰ δὲ τὸ κάλλος αἴτιον.
εἴθ᾽ ἐξαλειφθεῖσ᾽ ὡς ἄγαλμ᾽ αὖθις πάλιν
αἴσχιον εἶδος ἔλαβον ἀντὶ τοῦ καλοῦ,
καὶ τὰς τύχας μὲν τὰς κακὰς ἃς νῦν ἔχω
265Ἕλληνες ἐπελάθοντο, τὰς δὲ μὴ κακὰς
ἔσωιζον ὥσπερ τὰς κακὰς σώιζουσί μου.
ὅστις μὲν οὖν ἐς μίαν ἀποβλέπων τύχην
πρὸς θεῶν κακοῦται, βαρὺ μέν, οἰστέον δ᾽ ὅμως·
ἡμεῖς δὲ πολλαῖς συμφοραῖς ἐγκείμεθα.
270πρῶτον μὲν οὐκ οὖσ᾽ ἄδικός εἰμι δυσκλεής·
καὶ τοῦτο μεῖζον τῆς ἀληθείας κακόν,
ὅστις τὰ μὴ προσόντα κέκτηται κακά.
ἔπειτα πατρίδος θεοί μ᾽ ἀφιδρύσαντο γῆς
ἐς βάρβαρ᾽ ἤθη, καὶ φίλων τητωμένη
275δούλη καθέστηκ᾽ οὖσ᾽ ἐλευθέρων ἄπο·
τὰ βαρβάρων γὰρ δοῦλα πάντα πλὴν ἑνός.
ἄγκυρα δ᾽ ἥ μου τὰς τύχας ὤχει μόνη,
πόσιν ποθ᾽ ἥξειν καί μ᾽ ἀπαλλάξειν κακῶν,
ἐπεὶ τέθνηκεν οὗτος, οὐκέτ᾽ ἔστι δή.
280μήτηρ δ᾽ ὄλωλε καὶ φονεὺς αὐτῆς ἐγώ,
ἀδίκως μέν, ἀλλὰ τἄδικον τοῦτ᾽ ἔστ᾽ ἐμόν.
ἣ δ᾽ ἀγλάισμα δωμάτων ἐμόν τ᾽ ἔφυ,
θυγάτηρ ἄνανδρος πολιὰ παρθενεύεται.
τὼ τοῦ Διὸς δὲ λεγομένω Διοσκόρω
285οὐκ ἐστόν. ἀλλὰ πάντ᾽ ἔχουσα δυστυχῆ
τοῖς πράγμασιν τέθνηκα, τοῖς δ᾽ ἔργοισιν οὔ.
τὸ δ᾽ ἔσχατον τοῦτ᾽, εἰ μόλοιμεν ἐς πάτραν,
κλήιθροις ἂν εἰργοίμεσθα, τὴν ὑπ᾽ Ἰλίωι
δοκοῦντες Ἑλένην Μενέλεώ μ᾽ ἐλθεῖν μέτα.
290εἰ μὲν γὰρ ἔζη πόσις, ἀνεγνώσθημεν ἄν,
εἰς ξύμβολ᾽ ἐλθόντες ἃ φανερὰ μόνοις ἂν ἦν.
νῦν δ᾽ οὔτε τοῦτ᾽ ἔστ᾽ οὔτε μὴ σωθῆι ποτε.
τί δῆτ᾽ ἔτι ζῶ; τίν᾽ ὑπολείπομαι τύχην;
γάμους ἑλομένη τῶν κακῶν ὑπαλλαγὰς
295μετ᾽ ἀνδρὸς οἰκεῖν βαρβάρου, πρὸς πλουσίαν
τράπεζαν ἵζουσ᾽; ἀλλ᾽ ὅταν πόσις πικρὸς
ξυνῆι γυναικί, καὶ τὸ σῶμ᾽ ἐστὶν πικρόν.
θανεῖν κράτιστον· πῶς θάνοιμ᾽ ἂν οὖν καλῶς;
ἀσχήμονες μὲν ἀγχόναι μετάρσιοι,
300κἀν τοῖσι δούλοις δυσπρεπὲς νομίζεται·
σφαγαὶ δ᾽ ἔχουσιν εὐγενές τι καὶ καλόν,
σμικρὸν δ᾽ ὁ καιρὸς †ἄρτ᾽† ἀπαλλάξαι βίου.
ἐς γὰρ τοσοῦτον ἤλθομεν βάθος κακῶν·
αἱ μὲν γὰρ ἄλλαι διὰ τὸ κάλλος εὐτυχεῖς
305γυναῖκες, ἡμᾶς δ᾽ αὐτὸ τοῦτ᾽ ἀπώλεσεν.
.
.
.
-ο διάλογος της συνάντησης της Ελένης και του Τευκτρου στην Αιγυπτο-
Ευριπίδη,Ελένη,68-150,Αθήνα 412 πΧ
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Τεύκρος
ποιος αυτό'δω το οχυρωμένο σπίτι κρατεί;
γιατί σε πλούσιο σπιτι καταλληλο φαινεται
να'ναι απ'τις βασιλικες στοες
και τους θριγκους,70
θεοί,ποια μορφή είδα;μισητής
κοιτάζω γυναίκας τη φονική εικόνα,π'αφάνισε
εμένα κι όλους τους Αχαιούς,
ας οι θεοί,που τόσο μοιάζεις της Ελένης,
να σ'απαρνηθουν,
κι αν σε ξένη γη δεν είχα το πόδι 75
,μ'αυτο δω το εύστοχο φτερωτο βέλος
σαν ανταμοιβή θα πεθανες να μοιάζεις
της κόρης του Δια
Ελένη
γιατι,δυστυχισμενε,όποιος κι αν είσαι
με αποστρέφεσαι,και για τις συμφορές
εκείνης εμένα απεχθάνεσαι;
Τεύκρος
έκανα.λαθος,η οργή 80
με κυριεψε πιο πολύ απ' όσο έπρεπε,
γιατί μισεί η Ελλάδα όλη
του Δια την κορη,
συγχώρεσε με για'αυτα που ειπα,
γυναικα
Ελένη
ποιος λοιπόν είσαι,από ποια γη
σ'αυτο δω φτάνεις το τόπο;
Τεύκρος
ένας απ'τους Αχαιούς,γυναίκα,
τους δυστυχους
Ελένη
επομενως δεν είναι 85
την Ελένη ν'απεχθανεσαι παράξενο,
τότε ποιος είσαι κι από πού;
ποιανού να σε καλέσω πρέπει;
Τεύκρος
τ'ονομα μου Τεύκρος,ο πατέρας
που με γέννησε ο Τελαμώνας,
η Σαλαμίνα η πατρίδα που μ'εθρεψε
Ελένη
γιατι λοιπόν στου Νειλου αυτή δω
γυρίζεις τη γη;
Τεύκρος
φυγάς απ'τα πατρικα διωγμένος
χωματα 90
Ελένη
δυστυχής θα'σαι,ποιος σε διώχνει
απ'τη πατριδα
Τεύκρος
ο Τελαμώνας που με γέννησε,
ποιος άλλον να'χεις πιο αγαπητό;
Ελένη
από ποια αιτια;γιατί κάποια
συμφορά θα'ναι
Τεύκρος
ο Αίας ο αδερφός με κατεστρεψε
στη Τροία πεθαινοντας
Ελένη
πως;δεν του στερησες 95
με το δικό σου ξίφος τη ζωή;
Τεύκρος
το δικό του τον σκότωσε πέφτοντας
πάνω ξιφος
Ελένη
τρελάθηκε,γιατί ποιος που'ναι σωφρονων
θα τολμούσε αυτό;
Τευκτρος
κάποιον Αχιλλέα γνωρίζεις του Πηλέα
παιδί;
Ελένη
ναι,
μνηστήρας κάποτε της Ελένης ήρθε,
όπως ακουσαμε
Τευκτρος
όταν πέθανε για τα όπλα
του έχθρα άφησε στους συμμάχους 100
Ελένη
και λοιπον τι απ'αυτα στον Αίαντα
έγινε κακο;
Τευκτρος
όταν άλλος πήρε τα όπλα
σκοτωθηκε
Ελένη
και συ για κείνου τα παθηματα
υποφέρεις;
Τευκτρος
γιατί μ'αυτον
δεν χάθηκα κι εγώ μαζι
Ελένη
πηγες λοιπόν ,ξένε,105
στου Ιλίου την ξακουστή πόλη;
Τευκτρος
και μαζί αφού την κυρίεψα ο ιδιος
αφανιστηκα
Ελένη
γιατί την έκαψαν
και την κατεφαγε η φωτια;
Τευκτρος
ώστε ούτε ίχνος απ'τα τείχη
δεν έμεινε να φαινεται
Ελενη
δυστυχή Ελένη,από σένα
αφανίστηκαν οι Φρυγες
Τεύκρος
κι επίσης οι Αχαιοί,
μεγάλα επαθαν κακα.110
Ελένη
πόσο καιρό.λοιπον
έχει παρθεί η πόλη;
Τεύκρος
επτά περίπου χρόνια γυρίσματα
κύκλων
Ελένη
και πόσο άλλο χρόνο μείνατε
στη Τροία;
Τευκτρος
πολλα φεγγάρια, δέκα
πέρασαν ετη
Ελένη
και την Σπαρτιάτισσα
γυναίκα πηρατε; 115
Τεύκρος
ο Μενέλαος την έσυρε
τραβωντας απ'τα μαλλια
Ελένη
την είδες εσύ τη δυστυχη ,
η' ότι άκουσες λες;
Τευκτρος
όπως ακριβώς εσένα,όχι λιγότερο,
με τα μάτια βλέπω
Ελένη
σκέψου μηπως κάποιο φαντασμα είχες
απ' τους θεους
Τευκτρος
άλλαξε συζητηση,
όχι για κείνη αλλο 120
Ελένη
έτσι λοιπόν θεωρείται.αυτό που είδες
σιγουρο;
Τευκτρος
γιατί ο ίδιος με τα μάτια το είδα,
κι ο νους ακόμα το βλεπει
Ελένη
πήγε τώρα στο σπίτι μαζί
με την γυναίκα του ο Μενέλαος;
Τευκτρος
ούτε στο Άργος ούτε στου Ευρώτα
τα ρευματα
Ελένη
αλιμονο,κακό αυτό δω που είπες
και σε όποιους το κακο λές 125
Τευκτρος
πως εκείνος άφαντος μαζί
με τη γυναικα του όπως λένε
Ελένη
γι'ολους τους Αργιτες το ίδιο πέρασμα
δεν ήταν;
Τευκτρος
ήταν,αλλά ο χειμώνας τον άλλον
απ'τον αλλον χωρισε
Ελένη
σε ποια επιφάνεια τ'αλμυρου
πελάγους;
Τευκτρος
όταν περνούσαν στο μεσο
τ'Αιγαίου πελαγου 130
Ελενη
κι από τότε τον Μενέλαο κανεις
δεν τον είδε να φτάνει;
Τευκτρος
κανεις,πεθαμένο τον θεωρουν
στην Ελλαδα
Ελένη
είμαι χαμένη,
και του Θεστιου ζει η κόρη;
Τεύκρος
για τη Λήδα είπες;διαβηκε
είναι πεθαμένη τωρα
Ελενη
δεν ήταν της Ελένης
τα αισχιστα νέα που την σκοτωσαν; 135
Τευκτρος
λενε,πως σε θηλιά πέρασε
τον ευγενικό λαιμο
Ελένη
του Τυνδαρεο ζουν η' δεν
ζουν οι γιοι
Τευκτρος
έχουν πεθάνει και δεν έχουν πεθανει ,
δύο είναι εκδοχες
Ελένη
ποια απ'τις δύο η πιο επικρατέστερη,
η δυστυχή εγω στα κακα;
Τεύκρος
σ'αστέρια αυτοί αφού μεταμορφώθηκαν
θεούς τους λενε 140
Ελένη
Καλα το'πες αυτο,το
άλλο ποιο;
Τευκτρος
σφαχτηκαν λόγω της αδερφής τους
και ξεψύχησαν,
αρκετά αυτά τα λόγια,
δεν επιθυμώ δίπλα να αναστεναζω,
ο λόγος που ήρθα εδώ στο βασιλικό σπιτι
είναι την μάντισσα Θεονόη
επιθυμώντας να δω,145
εσύ μεσολαβησε,να παρω
μαντείες πως με το καράβι μ'ευνοικα
φτερά να με στείλει
στη παραθαλάσσια γη της Κύπρου,
όπου με διόρισε με χρησμό
να κατοικησω ο Απολλωνας,
όνομα νησιώτικο Σαλαμίνα δίνοντας
προς τιμή της εκει πατρίδας 150
.
.
Τεῦκρος
Τίς τῶνδ' ἐρυμνῶν δωμάτων ἔχει κράτος;
Πλούτου γὰρ οἶκος ἄξιος προσεικάσαι,
βασίλειά τ' ἀμφιβλήματ' εὔθριγκοί θ' ἕδραι. 70
Ἔα·
ὦ θεοί, τίν' εἶδον ὄψιν; Ἐχθίστην ὁρῶ
γυναικὸς εἰκὼ φόνιον, ἥ μ' ἀπώλεσεν
πάντας τ' Ἀχαιούς. Θεοί σ', ὅσον μίμημ' ἔχεις
Ἑλένης, ἀποπτύσειαν. Εἰ δὲ μὴ 'ν ξένῃ 75
γαίᾳ πόδ' εἶχον, τῷδ' ἂν εὐστόχῳ πτερῷ
ἀπόλαυσιν εἰκοῦς ἔθανες ἂν Διὸς κόρης.
Ἑλένη
Τί δ', ὦ ταλαίπωρ' ὅστις ὤν μ' ἀπεστράφης
καὶ ταῖς ἐκείνης συμφοραῖς ἐμὲ στυγεῖς;
Τεῦκρος
Ἥμαρτον· ὀργῇ δ' εἶξα μᾶλλον ἤ με χρῆν· 80
μισεῖ γὰρ Ἑλλὰς πᾶσα τὴν Διὸς κόρην.
Σύγγνωθι δ' ἡμῖν τοῖς λελεγμένοις, γύναι.
Ἑλένη
Τίς δ' εἶ; Πόθεν γῆς τῆσδ' ἐπεστράφης πέδον;
Τεῦκρος
Εἷς τῶν Ἀχαιῶν, ὦ γύναι, τῶν ἀθλίων.
Ἑλένη
Οὐ τἄρα σ' Ἑλένην εἰ στυγεῖς θαυμαστέον. 85
Ἀτὰρ τίς εἶ πόθεν; Τίνος δ' αὐδᾶν σε χρή;
Τεῦκρος
Ὄνομα μὲν ἡμῖν Τεῦκρος, ὁ δὲ φύσας πατὴρ
Τελαμών, Σαλαμὶς δὲ πατρὶς ἡ θρέψασά με.
Ἑλένη
Τί δῆτα Νείλου τούσδ' ἐπιστρέφῃ γύας;
Τεῦκρος
Φυγὰς πατρῴας ἐξελήλαμαι χθονός. 90
Ἑλένη
Τλήμων ἂν εἴης· Τίς δέ σ' ἐκβάλλει πάτρας;
Τεῦκρος
Τελαμὼν ὁ φύσας. Τίν' ἂν ἔχοις μᾶλλον φίλον;
Ἑλένη
Ἐκ τοῦ; Τὸ γάρ τοι πρᾶγμα συμφορὰν ἔχει.
Τεῦκρος
Αἴας μ' ἀδελφὸς ὤλεσ' ἐν Τροίᾳ θανών.
Ἑλένη
Πῶς; Οὔ τί που σῷ φασγάνῳ βίον στερείς; 95
Τεῦκρος
Οἰκεῖον αὐτὸν ὤλεσ' ἅλμ' ἐπὶ ξίφος.
Ἑλένη
Μανέντ'; Ἐπεὶ τίς σωφρονῶν τλαίη τάδ' ἄν;
Τεῦκρος
Τὸν Πηλέως τιν' οἶσθ' Ἀχιλλέα γόνον;
Ἑλένη
Ναί· μνηστήρ ποθ' Ἑλένης ἦλθεν, ὡς ἀκούομεν.
Τεῦκρος
Θανὼν ὅδ' ὅπλων ἔριν ἔθηκε συμμάχοις. 100
Ἑλένη
Καὶ δὴ τί τοῦτ' Αἴαντι γίγνεται κακόν;
Τεῦκρος
Ἄλλου λαβόντος ὅπλ' ἀπηλλάχθη βίου.
Ἑλένη
Σὺ τοῖς ἐκείνου δῆτα πήμασιν νοσεῖς;
Τεῦκρος
Ὁθούνεκ' αὐτῷ γ' οὐ ξυνωλόμην ὁμοῦ.
Ἑλένη
Ἦλθες γάρ, ὦ ξέν', Ἰλίου κλεινὴν πόλιν; 105
Τεῦκρος
Καὶ ξύν γε πέρσας αὐτὸς ἀνταπωλόμην.
Ἑλένη
Ἤδη γὰρ ἧπται καὶ κατείργασται πυρί;
Τεῦκρος
Ὥστ' οὐδ' ἴχνος γε τειχέων εἶναι σαφές.
Ἑλένη
Ὦ τλῆμον Ἑλένη, διὰ σ' ἀπόλλυνται Φρύγες.
Τεῦκρος
Καὶ πρός γ' Ἀχαιοί· μεγάλα δ' εἴργασται κακά. 110
Ἑλένη
Πόσον χρόνον γὰρ διαπεπόρθηται πόλις;
Τεῦκρος
Ἑπτὰ σχεδόν τι καρπίμους ἐτῶν κύκλους.
Ἑλένη
Χρόνον δ' ἐμείνατ' ἄλλον ἐν Τροίᾳ πόσον;
Τεῦκρος
Πολλὰς σελήνας, δέκα διελθούσας ἔτη.
Ἑλένη
Ἦ καὶ γυναῖκα Σπαρτιᾶτιν εἵλετε; 115
Τεῦκρος
Μενέλαος αὐτὴν ἦγ' ἐπισπάσας κόμης.
Ἑλένη
Εἶδες σὺ τὴν δύστηνον; Ἢ κλύων λέγεις;
Τεῦκρος
Ὥσπερ γε σέ, οὐδὲν ἧσσον, ὀφθαλμοῖς ὁρῶ.
Ἑλένη
Σσκοπεῖτε μὴ δόκησιν εἴχετ' ἐκ θεῶν.
Τεῦκρος
Ἄλλου λόγου μέμνησο, μὴ κείνης ἔτι. 120
Ἑλένη
Οὕτω δοκεῖτε τὴν δόκησιν ἀσφαλῆ;
Τεῦκρος
Οὐτὸς γὰρ ὄσσοις εἰδόμην· καὶ νοῦς ὁρᾷ.
Ἑλένη
Ἤδη δ' ἐν οἴκοις σὺν δάμαρτι Μενέλεως;
Τεῦκρος
Οὔκουν ἐν Ἄργει <γ'> οὐδ' ἐπ' Εὐρώτα ῥοαῖς.
Ἑλένη
Αἰαῖ· κακὸν τόδ' εἶπας οἷς κακὸν λέγεις. 125
Τεῦκρος
Ὡς κεῖνος ἀφανὴς σὺν δάμαρτι κλῄζεται.
Ἑλένη
Οὐ πᾶσι πορθμὸς αὑτὸς Ἀργείοισιν ἦν;
Τεῦκρος
Ἦν, ἀλλὰ χειμὼν ἄλλοσ' ἄλλον ὥρισεν.
Ἑλένη
Ποίοισιν ἐν νώτοισι ποντίας ἁλός;
Τεῦκρος
Μέσον περῶσι πέλαγος Αἰγαίου πόρου. 130
Ἑλένη
Κἀκ τοῦδε Μενέλαν οὔτις εἶδ' ἀφιγμένον;
Τεῦκρος
Οὐδείς· θανὼν δὲ κλῄζεται καθ' Ἑλλάδα.
Ἑλένη
Ἀπωλόμεσθα· Θεστιὰς δ' ἔστιν κόρη;
Τεῦκρος
Λήδαν ἔλεξας; Οἴχεται θανοῦσα δή.
Ἑλένη
Οὔ πού νιν Ἑλένης αἰσχρὸν ὤλεσεν κλέος; 135
Τεῦκρος
Φασίν, βρόχῳ γ' ἅψασαν εὐγενῆ δέρην.
Ἑλένη
Οἱ Τυνδάρειοι δ' εἰσὶν ἢ οὐκ εἰσὶν κόροι;
Τεῦκρος
Τεθνᾶσι καὶ οὐ τεθνᾶσι· δύο δ' ἐστὸν λόγω.
Ἑλένη
Πότερος ὁ κρείσσων; Ὦ τάλαιν' ἐγὼ κακῶν.
Τεῦκρος
Ἄστροις σφ' ὁμοιωθέντε φάσ' εἶναι θεώ. 140
Ἑλένη
Καλῶς ἔλεξας τοῦτο· θάτερον δὲ τί;
Τεῦκρος
Σφαγαῖς ἀδελφῆς οὕνεκ' ἐκπνεῦσαι βίον.
Ἅλις δὲ μύθων· οὐ διπλᾶ χρῄζω στένειν.
Ὧν δ' οὕνεκ' ἦλθον τούσδε βασιλείους δόμους,
τὴν θεσπιῳδὸν Θεονόην χρῄζων ἰδεῖν, 145
σὺ προξένησον, ὡς τύχω μαντευμάτων
ὅπῃ νεὼς στείλαιμ' ἂν οὔριον πτερὸν
ἐς γῆν ἐναλίαν Κύπρον, οὗ μ' ἐθέσπισεν
οἰκεῖν Ἀπόλλων, ὄνομα νησιωτικὸν
Σαλαμῖνα θέμενον τῆς ἐκεῖ χάριν πάτρας. 150
.
.
.
-ο χαρακτήρας των νεων-
Αριστοτελης, Ρητορική, 1380b35–1382a19
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n. couvelis
τα ήθη ποια είναι κατά τα πάθη και τις εξεις και τις ηλικίες και τις τύχες ας τα
διαπραγματευτούμε μετά από αυτα,
πάθη λοιπόν λέω,την οργή,την επιθυμία και παρόμοια για τα οποία πριν μιλήσαμε,
εξεις τις αρετές και τις κακιες,και γι'αυτες ειπαμε
35 πριν,και ποια καθένας προτιμάει και ποια πράττει,
οι ηλικίες λοιπόν είναι η νεότητα,η ώριμη και η γεροντικη,
επίσης τύχη λέω την ευγενική καταγωγη και τον πλούτο και τηδύναμη και τα ενάντια σ'αυτα,
και γενικά την ευτυχία και τη δυστυχια
οι νέοι λοιπόν λόγω του χαρακτήρα τους έντονα επιθυμούν,και ως τέτοιοι κάνουν αυτά που θα επιθυμισουν,
και μάλιστα των σωμάτων τις επιθυμιες
5.προθυμοι να ακολουθήσουν τα
ερωτικά και χωρίς εγκράτεια σ'αυτα,εύκολα αλλάζουν και γρήγορα χορταινουν στις επιθυμίες
και ενώ πολύ δυνατά επιθυμούν γρηγορα όμως ικανοποιούνται(γιατί πάρα πολύ θέλουν όμως
για λίγο,όπως ακριβώς στους ασθενεις η πείνα και η διψα)και ειναι συναισθηματικοι και
οξύθυμοι και ως τετοιοι παρασύρονται απ'την οργη,
10.και χειρότεροι είναι στο θυμό,γιατί λόγω της αγαπης για τη τιμή δεν ανέχονται να καταφρονουνται,αλλά αγανακτούν αν νομίζουν ότι αδικουνται,
λοιπόν και την τιμή αγαπούν, περισσότερο όμως αγαπούν τη νίκη(γιατί το να υπερέχεις επιθυμεί
η νεότητα,κι η νίκη είναι κάποια υπεροχη)και τα δυο αυτά περισσότερο από την αγάπη
του χρηματος
(φιλοχρήματοι πολύ λίγο είναι επειδή όχι ακόμα δεν έχουν την εμπειρία της φτώχειας,
15 όπως ακριβώς αναφερει του Πιττακού το απόφθεγμα για τον Αμφιάραο)
και δεν είναι κακου χαρακτήρα αλλά καλού χαρακτήρα επειδή ακόμα δεν έχουν δει πολλές
κακίες,και ευκολόπιστοι επειδή δεν έχουν πολλές φορές εξαπατηθεί,και αισιόδοξοι,γιατί όπως ακριβώς οι πιωμένοι με κρασί,έτσι ένθερμοι είναι οι νέοι απ'τη φύση, ταυτόχρονα όμως
και επειδή (20)δεν έχουν πολλες αποτυχιες,
και ζουν το πιο πολύ με την αισιοδοξία,γιατί η ελπίδα ανήκει στο μέλλον,η μνήμη σ'αυτο
που έχει περάσει,στους νέους λοιπόν το μέλλον πολύ ενω αυτό που εχει περάσει μικρο,
γιατί τη πρώτη μέρα δεν έχει κάτι να θυμάται,ελπίζει όμως τα πάντα,και εύκολα εξαπατουνται
απ'αυτο που τους λενε(25)(γιατί ελπίζουν εύκολα),
και περισσότερο ανδρείοι(γιατί συναισθηματικοί και αισιόδοξοι,απ'αυτα το ένα τους κάνει να
μην φοβούνται ενώ το άλλο τους κάνει να'χουν θαρρος,γιατί κανένας που οργίζεται δεν φοβάται,επειδή το να ελπίζεις κάτι καλό θαρραλεο ειναι )
και συνεσταλμένοι(γιατί ακόμα δεν υποπτεύονται αλλα καλά ,αλλά αυτά που'χουν εκπαιδευτει
απ'τον νόμο μόνο)
και(30) μεγαλοψυχοι(γιατί ακόμα απ'τη ζωή δεν έχουν ταπεινωθει,και στις ανάγκες άπειροι είναι,
και το να αξίωνουν
μεγάλα είναι μεγαλοψυχια,,κι αυτό ειναι χαρακτηριστικό του αισιόδοξου)
και μάλλον προτιμούν να πραττουν τα καλά απ'τα συμφεροντα,γιατι με το ήθος ζουν παρά
με τον υπολογισμό,γιατί ο υπολογισμός είναι του συμφέροντος ενώ (35) η αρετή του καλου,
κι αγαπούν τους φίλους και τους συντρόφους περισσότερο
(1389b) απ'τις άλλες ηλικίες επειδή χαίρονται να συζούν και δεν υπάρχει τίποτα που προς το συμφέρον να κρίνουν,επομένως ούτε τους φίλους,
κι όλα τα λαθη τους απ'την υπερβολή και την ορμητικότητα τους,παραβαίνοντας το Χιλωνειο
(ρητό μηδέν άγαν)(γιατί τα πάντα με υπερβολή πραττουν),
γιατί αγαπούν υπερβολικά και(5) μισούν υπερβολικά και σ'ολα τα'αλλα όμοια),και νομίζουν πως
τα πάντα γνωρίζουν και με επιμονή υποστηρίζουν(γιατί αυτό αιτία είναι στα πάντα να υπερβαλουν),
και τα αδικήματα που αδικούν απο το πάθος τους κι όχι από κακουργια,
και νιώθουν συμπάθεια επειδή όλους ενάρετους και καλύτερους θεωρουν(γιατί με τη δική τους ακακία τους διπλανους μετρουν,ώστε να θεωρούν πως δεν τους αξίζει αυτό που πάσχουν )
και τους αρέσει να γελούν,γι'αυτό και τους αρέσουν τα αστεία,γιατί η διάθεση για αστεία μια εξευγενισμένη προσβολή είναι
.
.
τὰ δὲ ἤθη ποῖοί τινες κατὰ τὰ πάθη καὶ τὰς ἕξεις καὶ τὰςἡλικίας καὶ τὰς τύχας, διέλθωμεν μετὰ
ταῦτα. λέγω δὲ πάθημὲν ὀργὴν ἐπιθυμίαν καὶ τὰ τοιαῦτα περὶ ὧν εἰρήκαμεν [πρότερον],
ἕξεις δὲ ἀρετὰς καὶ κακίας, εἴρηται δὲ περὶ τούτων
(35) πρότερον, καὶ ποῖα προαιροῦνται ἕκαστοι, καὶ ποίων πρακτικοί. ἡλικίαι δέ εἰσι νεότης
καὶ ἀκμὴ καὶ γῆρας. τύχην δὲ
[1389a] λέγω εὐγένειαν καὶ πλοῦτον καὶ δυνάμεις καὶ τἀναντία τούτοις
καὶ ὅλως εὐτυχίαν καὶ δυστυχίαν.
οἱ μὲν οὖν νέοι τὰ ἤθη εἰσὶν ἐπιθυμητικοί, καὶ οἷοι ποιεῖνὧν ἂν ἐπιθυμήσωσι. καὶ τῶν περὶ
τὸ σῶμα ἐπιθυμιῶν μάλιστα
(5) ἀκολουθητικοί εἰσι τῇ περὶ τὰ ἀφροδίσια καὶ ἀκρατεῖς ταύτης, εὐμετάβολοι δὲ καὶ ἁψίκοροι
πρὸς τὰς ἐπιθυμίας, καὶσφόδρα μὲν ἐπιθυμοῦσι ταχέως δὲ παύονται (ὀξεῖαι γὰρ αἱ
βουλήσεις καὶ οὐ μεγάλαι, ὥσπερ αἱ τῶν καμνόντων δίψαι καὶπεῖναι), καὶ θυμικοὶ καὶ ὀξύθυμοι
καὶ οἷοι ἀκολουθεῖν τῇ ὀργῇ.
(10) καὶ ἥττους εἰσὶ τοῦ θυμοῦ· διὰ γὰρ φιλοτιμίαν οὐκ ἀνέχονται ὀλιγωρούμενοι, ἀλλ’ ἀγανακτοῦσιν ἂν οἴωνται ἀδικεῖσθαι. καὶ φιλότιμοι μέν εἰσιν, μᾶλλον δὲ φιλόνικοι (ὑπεροχῆς γὰρ ἐπι-
θυμεῖ ἡ νεότης, ἡ δὲ νίκη ὑπεροχή τις), καὶ ἄμφω ταῦτα μᾶλλον ἢ φιλοχρήματοι (φιλοχρήματοι δὲ ἥκιστα διὰ τὸ μήπω(15) ἐνδείας πεπειρᾶσθαι, ὥσπερ τὸ Πιττακοῦ ἔχει ἀπόφθεγμα
εἰς Ἀμφιάραον), καὶ οὐ κακοήθεις ἀλλ’ εὐήθεις διὰ τὸ μήπω τεθεωρηκέναι πολλὰς πονηρίας, καὶ εὔπιστοι διὰ τὸ μήπω πολλὰ ἐξηπατῆσθαι, καὶ εὐέλπιδες· ὥσπερ γὰρ οἱ οἰνωμένοι,
οὕτω διάθερμοί εἰσιν οἱ νέοι ὑπὸ τῆς φύσεως· ἅμα δὲ καὶ διὰ
(20) τὸ μὴ πολλὰ ἀποτετυχηκέναι. καὶ ζῶσι τὰ πλεῖστα ἐλπίδι· ἡμὲν γὰρ ἐλπὶς τοῦ μέλλοντός
ἐστιν ἡ δὲ μνήμη τοῦ παροιχομένου, τοῖς δὲ νέοις τὸ μὲν μέλλον πολὺ τὸ δὲ παρεληλυθὸς
βραχύ· τῇ γὰρ πρώτῃ ἡμέρᾳ μεμνῆσθαι μὲν οὐδὲν οἷόν τε,ἐλπίζειν δὲ πάντα. καὶ εὐεξαπάτητοί
εἰσι διὰ τὸ εἰρημένον
(25) (ἐλπίζουσι γὰρ ῥᾳδίως), καὶ ἀνδρειότεροι (θυμώδεις γὰρ καὶ εὐέλπιδες, ὧν τὸ μὲν μὴ
φοβεῖσθαι τὸ δὲ θαρρεῖν ποιεῖ· οὔτε γὰρ ὀργιζόμενος οὐδεὶς φοβεῖται, τό τε ἐλπίζειν ἀγαθόν
τι θαρραλέον ἐστίν), καὶ αἰσχυντηλοί (οὐ γάρ πω καλὰ ἕτερα ὑπολαμβάνουσιν, ἀλλὰ πεπαίδευνται
ὑπὸ τοῦ νόμου μόνον), καὶ (30) μεγαλόψυχοι (οὐ γὰρ ὑπὸ τοῦ βίου πω τεταπείνωνται, ἀλλὰ
τῶν ἀναγκαίων ἄπειροί εἰσιν, καὶ τὸ ἀξιοῦν αὑτὸν μεγάλων μεγαλοψυχία· τοῦτο δ’ εὐέλπιδος).
καὶ μᾶλλον αἱροῦνται πράττειν τὰ καλὰ τῶν συμφερόντων· τῷ γὰρ ἤθει ζῶσι μᾶλλον ἢ
τῷ λογισμῷ, ἔστι δὲ ὁ μὲν λογισμὸς τοῦ συμφέροντος ἡ δὲ (35) ἀρετὴ τοῦ καλοῦ. καὶ φιλόφιλοι
καὶ φιλέταιροι μᾶλλον τῶν[1389b] ἄλλων ἡλικιῶν διὰ τὸ χαίρειν τῷ συζῆν καὶ μήπω πρὸς τὸ
συμφέρον κρίνειν μηδέν, ὥστε μηδὲ τοὺς φίλους. καὶ ἅπαντα ἐπὶ τὸ μᾶλλον καὶ σφοδρότερον ἁμαρτάνουσι, παρὰ τὸ Χιλώνειον (πάντα γὰρ ἄγαν πράττουσιν· φιλοῦσι γὰρ ἄγαν καὶ
(5) μισοῦσιν ἄγαν καὶ τἆλλα πάντα ὁμοίως), καὶ εἰδέναι ἅπαντα οἴονται καὶ διισχυρίζονται (τοῦτο
γὰρ αἴτιόν ἐστιν καὶ τοῦπάντα ἄγαν), καὶ τὰ ἀδικήματα ἀδικοῦσιν εἰς ὕβριν, καὶ οὐ κακουργίαν.
καὶ ἐλεητικοὶ διὰ τὸ πάντας χρηστοὺς καὶ βελτίους ὑπολαμβάνειν (τῇ γὰρ αὑτῶν ἀκακίᾳ
τοὺς πέλας με-(10) τροῦσιν, ὥστε ἀνάξια πάσχειν ὑπολαμβάνουσιν αὐτούς), καὶ
φιλογέλωτες, διὸ καὶ φιλευτράπελοι· ἡ γὰρ εὐτραπελία πεπαιδευμένη ὕβρις ἐστίν.
.
.
.
-ο χαρακτήρας των γερων-
Αριστοτελης, Ρητορική, 1389b–1390a
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n. couvelis
των νέων λοιπόν τέτοιος είναι ο χαρακτήρας,οι γεροντότεροι όμως και αυτοί που πέρασαν την ωριμοτητα σχεδόν από τα αντίθετα σ'αυτα τα πιο πολλά έχουν ήθη,επειδή πολλά χρόνια εχουν ζησει και περισσότερο εχουν εξαπατηθεί και έχουν κάνει λάθη,και τα περισσότερα είναι άσχημα από τα πράγματα,ουτε είναι βέβαιοι για τιποτα,και λιγότερο υπερβαλουν
πάντοτε απ'οτι πρέπει,και νομιζουν,τίποτα δεν γνωριζουν, και όταν έχουν αμφιβολίες προσθέτουν πάντα το ίσως και
πιθανως και πάντα λένε έτσι,σταθερά όμως κανένα,και δύσκολοι στο χαρακτήρα είναι,
γιατί το δύσκολο του χαρακτήρα είναι να θεωρείς πως προς το χειρότερο είναι τα πάντα,
ακόμη λοιπόν καχύποπτοι είναι επειδή δεν εμπιστεύονται,δεν εμπιστεύονται λόγω της εμπειρίας,κι ούτε αγαπούν δυνατά ούτε μισούν για τα ίδια αυτά,αλλά σύμφωνα με την υποθήκη του Βιαντα και αγαπούν
σαν να πρόκειται(την άλλη στιγμή( να μισήσουν και μισούν σαν να πρόκειται(την άλλη στιγμή) να αγαπησουν,
και έχουν αδύναμο φρονημα επειδή έχουν ταπεινωθει απ'τη ζωή,γιατί κανένα μεγάλο ούτε περιττό αλλά αυτά όσα για την επιβίωση επιθυμούν,
και φειδωλοί,γιατί απ'τη μια ένα απ'τα απαραιτητα η περιουσία,συνάμα όμως και λόγω εμπειρίας γνωρίζουν πόσο δύσκολο είναι ν'αποκτησεις και πόσο εύκολο το να χάσεις,
και δειλοί,(30) και όλα από πριν τα φοβούνται ,γιατί αντίθετα με τους νέους βρίσκονται,
γιατί ειναι ψυχροί,ενώ οι άλλοι θερμοί,επομένως τα γηρατειά έχουν προειδοποιήσει για τη δειλία,και γιατί ο φόβος μια ψυχρότητα ειναι,
και αγαπούν τη ζωή,και μάλιστα στις τελευταιες τους μέρες επειδή η επιθυμία είναι γι'αυτό που φεύγει,κι αυτό που μας λείπει,αυτό (35)πιο πολυ επιθυμουμε,
κι αγαπούν μόνον τους εαυτούς περισσότερο απ'οτι πρέπει,γιατί κι αυτο ένα αδύνατο φρόνημα είναι,και για το συμφέρον ζουν ,αλλ'οχι για το καλό, περισσότερο απ'οτι πρέπει,επειδή αγαπούν μόνον τους εαυτους τους,
γιατι το[1390a] συμφέρον για τους ίδιους αγαθό είναι,το καλό από μονο του καλό,
και χωρίς ντροπη περισσότερο παρά συνεσταλμένοι,επειδή δεν ενδιαφέρονται το ίδιο για το καλό και το συμφέρον αδιαφορούν για την γνώμη των αλλων,
και απαισιόδοξοι λόγω της εμπειρίας (γιατί τα περισσότερα απ'αυτα που γίνονται (5)άσχημα είναι,γιατί τις περισσοτερες φορές καταληγουν στο χειρότερο)κι ακόμη λόγω της δειλίας,και ζουν με τη μνήμη μάλλον παρά με την ελπίδα,γιατί του βίου το υπόλοιπο λίγο αυτό όμως που έχει περάσει πολυ,η ελπίδα λοιπόν είναι για το μέλλον ενώ η μνημη γι'αυτα που έχουν περάσει,το οποίο είναι και η αιτία της πολυλογιας σ'αυτους,
(10)γιατί αδιάκοπα για αυτά που έγιναν λένε,γιατί αυτά όταν αναθυμουνται ευχαριστιουνται,
κι οι θυμοι έντονοι αλλά αδύνατοι ειναι,κι απ'τις επιθυμίες άλλες εχουν εκλειψει
άλλες αδύναμες ειναι,έτσι ώστε
ούτε επιθυμούν ούτε πράττουν σύμφωνα με τις επιθυμίες,αλλά σύμφωνα με το κέρδος,γι'αυτό
να'χουν συμβιβαστεί φαίνονται αυτοί αυτής της ηλικίας,κι απ'την άλλη γιατί (15) οι επιθυμίες δεν επανορθωνονται και επίσης είναι υποδουλωμένοι στο κέρδος,και μάλλον ζουν σύμφωνα με τον υπολογισμό παρά σύμφωνα με το ήθος,γιατί ο υπολογισμός του συμφέροντος είναι ενώ το ήθος της αρετής είναι,
και τ'αδικηματα που αδικούν οφείλονται σε μοχθηρία,όχι σε προσβλητική διάθεση,
συναισθηματικοί βέβαια και οι γέροντες είναι,αλλά,όχι για τους ίδιους λογους με τους νέους,γιατί οι νέοι λόγω,(20) αγάπης για τον άνθρωπο,ενώ οι γεροι λόγω αδυναμίας,γιατί τα πάντα νομίζουν πλησιον είναι να τα πάθουν,αυτό λοιπόν είναι το συναισθηματικό,
γι'αυτό το λόγο παράπονα έχουν,
και δεν είναι αστείοι ούτε τους αρέσει το γέλιο,γιατί το να παραπονιεσαι δεν ταιριάζει στον αστείο ανθρωπο
.
.
Τὸ μὲν οὖν τῶν νέων τοιοῦτόν ἐστιν ἦθος, οἱ δὲ πρεσβύ-
τεροι καὶ παρηκμακότες σχεδὸν ἐκ τῶν ἐναντίων τούτοις τὰ
(15) πλεῖστα ἔχουσιν ἤθη· διὰ γὰρ τὸ πολλὰ ἔτη βεβιωκέναι καὶ
πλείω ἐξηπατῆσθαι καὶ ἐξημαρτηκέναι, καὶ τὰ πλείω φαῦλα
εἶναι τῶν πραγμάτων, οὔτε διαβεβαιοῦνται οὐδέν, ἧττόν τε
ἄγανται πάντα ἢ δεῖ. καὶ οἴονται, ἴσασι δ’ οὐδέν. καὶ ἀμφι-
δοξοῦντες προστιθέασιν ἀεὶ τὸ ἴσως καὶ τάχα, καὶ πάντα
(20) λέγουσιν οὕτως, παγίως δ’ οὐδέν. καὶ κακοήθεις εἰσίν· ἔστι
γὰρ κακοήθεια τὸ ἐπὶ τὸ χεῖρον ὑπολαμβάνειν πάντα. ἔτι δὲ
καχύποπτοί εἰσι διὰ τὴν ἀπιστίαν, ἄπιστοι δὲ δι’ ἐμπειρίαν.
καὶ οὔτε φιλοῦσιν σφόδρα οὔτε μισοῦσι διὰ ταῦτα, ἀλλὰ κατὰ
τὴν Βίαντος ὑποθήκην καὶ φιλοῦσιν ὡς μισήσοντες καὶ μισοῦ-
(25) σιν ὡς φιλήσοντες. καὶ μικρόψυχοι διὰ τὸ τεταπεινῶσθαι
ὑπὸ τοῦ βίου· οὐδενὸς γὰρ μεγάλου οὐδὲ περιττοῦ ἀλλὰ τῶν
πρὸς τὸν βίον ἐπιθυμοῦσι. καὶ ἀνελεύθεροι· ἓν γάρ τι τῶν
ἀναγκαίων ἡ οὐσία, ἅμα δὲ καὶ διὰ τὴν ἐμπειρίαν ἴσασιν ὡς
χαλεπὸν τὸ κτήσασθαι καὶ ῥᾴδιον τὸ ἀποβαλεῖν. καὶ δειλοὶ
(30) καὶ πάντα προφοβητικοί· ἐναντίως γὰρ διάκεινται τοῖς νέοις·
κατεψυγμένοι γάρ εἰσιν, οἱ δὲ θερμοί, ὥστε προωδοπεποίηκε
τὸ γῆρας τῇ δειλίᾳ· καὶ γὰρ ὁ φόβος κατάψυξίς τίς ἐστιν. καὶ
φιλόζωοι, καὶ μᾶλλον ἐπὶ τῇ τελευταίᾳ ἡμέρᾳ διὰ τὸ τοῦ
ἀπόντος εἶναι τὴν ἐπιθυμίαν, καὶ οὗ ἐνδεεῖς, τούτου
(35) μάλιστα ἐπιθυμεῖν. καὶ φίλαυτοι μᾶλλον ἢ δεῖ· μικροψυχία
γάρ τις καὶ αὕτη. καὶ πρὸς τὸ συμφέρον ζῶσιν, ἀλλ’ οὐ πρὸς
τὸ καλόν, μᾶλλον ἢ δεῖ, διὰ τὸ φίλαυτοι εἶναι· τὸ μὲν γὰρ
[1390a] συμφέρον αὐτῷ ἀγαθόν ἐστι, τὸ δὲ καλὸν ἁπλῶς. καὶ ἀν-
αίσχυντοι μᾶλλον ἢ αἰσχυντηλοί· διὰ γὰρ τὸ μὴ φροντίζειν
ὁμοίως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ συμφέροντος ὀλιγωροῦσι τοῦ δοκεῖν.
καὶ δυσέλπιδες διὰ τὴν ἐμπειρίαν (τὰ γὰρ πλείω τῶν γιγνο-
(5) μένων φαῦλά ἐστιν· ἀποβαίνει γὰρ τὰ πολλὰ ἐπὶ τὸ χεῖρον),
καὶ ἔτι διὰ τὴν δειλίαν. καὶ ζῶσι τῇ μνήμῃ μᾶλλον ἢ τῇ
ἐλπίδι· τοῦ γὰρ βίου τὸ μὲν λοιπὸν ὀλίγον τὸ δὲ παρεληλυθὸς
πολύ, ἔστι δὲ ἡ μὲν ἐλπὶς τοῦ μέλλοντος ἡ δὲ μνήμη τῶν
παροιχομένων· ὅπερ αἴτιον καὶ τῆς ἀδολεσχίας αὐτοῖς·
(10) διατελοῦσι γὰρ τὰ γενόμενα λέγοντες· ἀναμιμνησκόμενοι γὰρ
ἥδονται. καὶ οἱ θυμοὶ ὀξεῖς μὲν ἀσθενεῖς δέ εἰσιν, καὶ αἱ ἐπι-
θυμίαι αἱ μὲν ἐκλελοίπασιν αἱ δὲ ἀσθενεῖς εἰσιν, ὥστε οὔτ’
ἐπιθυμητικοὶ οὔτε πρακτικοὶ κατὰ τὰς ἐπιθυμίας, ἀλλὰ κατὰ
τὸ κέρδος· διὸ σωφρονικοὶ φαίνονται οἱ τηλικοῦτοι· αἵ τε γὰρ
(15) ἐπιθυμίαι ἀνείκασι καὶ δουλεύουσι τῷ κέρδει. καὶ μᾶλλον
ζῶσι κατὰ λογισμὸν ἢ κατὰ τὸ ἦθος· ὁ μὲν γὰρ λογισμὸς τοῦ
συμφέροντος τὸ δ’ ἦθος τῆς ἀρετῆς ἐστιν. καὶ τἀδικήματα
ἀδικοῦσιν εἰς κακουργίαν, οὐκ εἰς ὕβριν. ἐλεητικοὶ δὲ καὶ οἱ
γέροντές εἰσιν, ἀλλ’ οὐ διὰ ταὐτὰ τοῖς νέοις· οἱ μὲν γὰρ διὰ
(20) φιλανθρωπίαν, οἱ δὲ δι’ ἀσθένειαν· πάντα γὰρ οἴονται ἐγγὺς
εἶναι αὑτοῖς παθεῖν, τοῦτο δ’ ἦν ἐλεητικόν· ὅθεν ὀδυρτικοί
εἰσι, καὶ οὐκ εὐτράπελοι οὐδὲ φιλογέλοιοι· ἐναντίον γὰρ τὸ
ὀδυρτικὸν τῷ φιλογέλωτι.
.
.
.
ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ
Δὶς κατηγορούμενος
(Δική Μέθης εναντίον Ακαδημειας)
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
ΔΙΚΗ
[15] οι πρώτοι(δικαστές)ας πάρουν θέση την Ακαδημια και την Μέθη να δικασουν,εσύ χύσε το νερό στη κλεψύδρα,πρώτη λοιπόν λέγε εσύ η Μεθη,
γιατί σωπαίνει και το κεφάλι κουνά;πλησίασε την,Ερμή ,να μαθεις
ΕΡΜΗΣ
'δεν μπορώ,λέει,να αγορευσω απ'το κρασί έχω τη γλώσσα περδικλωμενη,να μην προκαλέσω γέλιο στο δικαστήριο',
μόλις που στέκεται όρθια,όπως βλεπεις
ΔΙΚΗ
θα της διαλέξω λοιπόν συνηγορο κάποιον απ'αυτους τους δημοσιους(δικαστές(,γιατί πολλοί είναι έτοιμοι για το τριοβολο
να λογοκοπανησουν
ΕΡΜΗΣ
αλλά κανείς δεν θα θελήσει στα φανερά να συνηγορήσει για τη Μέθη,πλην όμως ότι είναι ορθο φαίνεται αυτα που ζητα
ΔΙΚΗ
ποια;
ΕΡΜΗΣ
'η Ακαδημία και για τους δύο πάντοτε είναι έτοιμη να μιλήσει κι αυτό μπορεί να κάνει τα αντίθετα να υπερασπίζει,αυτή λοιπον',λεει,',υπέρ μου πρωτα να πει,κι ύστερα υπέρ της να μιλησει'
ΔΙΚΗ
Καινούργια αυτά,όμως βγάλε,Ακαδημία,για την καθεμια σας λόγο,αφού σου είναι ευκολο
ΑΚΑΔΗΜΕΙΑ
[16]ακούστε,άντρες δικαστές,πρώτα τα υπέρ της Μέθης,για εκείνη τώρα ρέει το νερό στη κλεψύδρα,αδικήθηκε η δυστυχη πάρα πολύ από μένα την Ακαδημία,τον μόνο δικό της άνθρωπο που είχε φίλο της και πιστό,που τίποτα από όσα έκανε δεν του φαίνονταν άσχημα, της πήρα τον Πολεμωνα εκείνον,ο οποίος καθε μέρα γλεντουσε μέσα στην αγορά,τραγουδίστρια εχοντας και τραγουδώντας απ'το πρωί ως το βράδυ,πάντα μεθυσμένος και σε κραιπαλη και στο κεφάλι μ'ανθη στεφανωμένος,κι αυτά ότι αλήθεια είναι μαρτυρες οι Αθηναίοι όλοι,που ουδεποτε αμεθυστο τον Πολεμωνα δεν είδαν,κι όταν ο δύστυχος στης Ακαδημίας τη πόρτα γλεντουσε,όπως σ'ολες το συνειθιζε,
αφου τον απήγαγε κι απο τα χέρια της Μέθης τον άρπαξε με τη βία και στο σπίτι της τον τραβάει και να πίνει νερό τον ανάγκασε και νηφάλιος να είναι τον εμαθε και τα στεφανια του εβγαλε,και να πρέπει να καταπίνει ξαπλωμένος,λόγια αινιγματικά κι άχαρα και γεμάτα πολλή σκοτουρα τον εκπαιδευσε,έτσι ώστε ενώ πριν
άνθιζε ροδαλος χλωμος ο δύστυχος έχει γίνει και καμπουριασε το σώμα του,κι όλα τα τραγούδια ξέχασε ποτε ποτε νηστικός και διψασμένος τα βράδυα κάθεται φλυαρωντας αυτά τα οποία η Ακαδημία εγώ να φλυαρεί πολύ τον διδασκω,
και επί πλέον,ότι και χλευάζει τη Μέθη αφού από μένα ξεσηκωθηκαν τα μυαλα του και μύρια κακά ξερνα για αυτή,
αυτά τα υπέρ της Μέθης πάνω κατω τα είπα,τώρα και υπέρ εμού θα πω,και το νερό στη κλεψυδρα για μένα ας πεσει
ΔΙΚΗ
τι λοιπόν σ'αυτα θα πει;αλλ' όμως χύσε νερο στη κλεψύδρα ισα
ΑΚΑΔΗΜΕΙΑ
[17]έτσι λοιπόν ακούσατε πολύ λογικά,άντρες δικαστές,να είναι όσα η συνηγορος είπε υπέρ της Μεθης,αν όμως και μένα ευνοϊκά ακούσετε,θα δείτε πως σε τίποτα δεν την αδίκησα,
γιατί ο Πολεμωνας αυτός,που λέει πως δικός της υπηρέτης είναι,δεν είναι από τη φύση του
φαυλος ουτε μεθύστακας,αλλά ομοιάζει με μένα στη φύση,
τον άρπαξε νεο ακομα κι αμαθον όντα με τη συμπραξη της Ηδονής,οπου στα πάντα την υπηρετεί,διέφθειρε τον δύστυχο στα γλέντια και στις παλιογυναικες τον παρέδωσε στην διάθεση τους,τόσο που ούτε η παραμικρη ντροπή δεν του εμεινε,
κι αυτά που υπέρ αυτής έλεγε λίγο πριν να θεωρηθούν,πως αυτά υπέρ εμού μάλλον ειπωθηκαν να νομίσετε,γιατί κυκλοφορούσε από το πρωί ο δύστυχος στεφανωμένος,σε κραιπαλη,μέσα στην αγορά με συνοδεία αυλού,ποτέ αμέθυστος,γλεντώντας με τα πάντα,ύβρις των προγόνων κι όλης της πόλης και γέλιο στους ξένους,
όταν λοιπόν σε μένα ήρθε εγώ έτυχε,όπως συνήθιζα να κάνω,με ανοιχτές τις πόρτες στους φίλους που ήταν παρόντες λόγους σημαντικούς περι της αρετής και της σωφροσυνης εξέταζα,
αυτός λοιπόν με τον αυλό και τα στεφάνια ορμώντας μέσα άρχισε να φωνάζει δυνατά και να φέρει συγχυση προσπαθούσε την συνομιλια μας διαταράσσοντας με τις φωνες,
επειδή όμως καθόλου δεν του δώσαμε προσοχη,μετά από λίγο,-γιατι δεν ήταν εντελώς μεθυσμενος-ξεμεθυσε από τους λόγους,και βγάζει τα στεφανια και την αυλητριδα διατάζει να σωπάσει και για τα πορφυρά που ήταν ντυμένος ντράπηκε,
κι όπως από βαθύ ύπνο να ξύπνησε κι είδε τον εαυτό του πως καταντισμενος ήταν και τον πρωτυτερο τρόπο που ζούσε συνειδητοποίησε,και το κοκκινισμα απ'το μεθύσι μαραθηκε κι εξαφανιστηκε,κοκκινισε ομως
από τη ντροπή των πράξεών του,
και τέλος ξεφεύγοντας ήρθε με τη θέληση του σε μένα,χωρίς να τον καλέσω ούτε να τον εξανάγκασω,όπως αυτή λέει,αλλά με τη θέληση του αυτός πιο καλά αυτά να δέχεται πως είναι,
και σε μένα καλεστε τον τώρα,για να καταλάβετε με ποιο τρόπο άλλαξε διάθεση από μένα,
αυτον,άντρες δικαστές,τον παρέλαβα σε γελοία κατάσταση,που μήτε να μιλήσει μήτε από το κρασί να σταθει ορθιος μπορούσε, και τον άλλαξα και αντί να'ναι ανδραποδο τον έκανα κόσμιο άντρα και σώφρονα και πολύ άξιο στους Έλληνες έδειξα,
και σε μένα κι αυτός ευγνωμοσύνη αναγνωρίζει γι'αυτα και οι συγγενείς του,
αυτα είχα να πω,
εσείς όμως τώρα εξεταστε με ποια από τις δυο μας πιο καλά είναι σ'αυτον να συνδεεται
ΔΙΚΗ
[18] ελάτε τωρα,μην αργοπορειτε,δώστε ψήφο,σηκωθητε,κι άλλους πρέπει να δικαστε
ΕΡΜΗΣ
σ'ολες (τις ψήφους)η Ακαδημία υπερεχει
εκτός από μια
ΔΙΚΗ
καθόλου παράξενο,να είναι και κάποιος με της Μέθης το μερος τοποθετημενος
.
.
ΔΙΚΗ
[15] Οἱ πρῶτοι καθιζέτωσαν τῇ Ἀκαδημείᾳ καὶ τῇ Μέθῃ· σὺ δὲ τὸ ὕδωρ ἔγχει. προτέρα δὲ σὺ λέγε ἡ Μέθη. τί σιγᾷ καὶ διανεύει; μάθε, ὦ Ἑρμῆ, προσελθών.
ΕΡΜΗΣ
«Οὐ δύναμαι,» φησί, «τὸν ἀγῶνα εἰπεῖν ὑπὸ τοῦ ἀκράτου τὴν γλῶτταν πεπεδημένη, μὴ γέλωτα ὄφλω ἐν τῷ δικαστηρίῳ.» μόλις δὲ καὶ ἕστηκεν, ὡς ὁρᾷς.
ΔΙΚΗ
Οὐκοῦν συνήγορον ἀναβιβασάσθω τῶν κοινῶν τούτων τινά· πολλοὶ γὰρ οἱ κἂν ἐπὶ τριωβόλῳ διαρραγῆναι ἕτοιμοι.
ΕΡΜΗΣ
Ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς ἐθελήσει ἔν γε τῷ φανερῷ συναγορεῦσαι Μέθῃ. πλὴν εὐγνώμονά γε ταῦτα ἔοικεν ἀξιοῦν.
ΔΙΚΗ
Τὰ ποῖα;
ΕΡΜΗΣ
«Ἡ Ἀκαδήμεια πρὸς ἀμφοτέρους ἀεὶ παρεσκεύασται τοὺς λόγους καὶ τοῦτ᾽ ἀσκεῖ τἀναντία καλῶς δύνασθαι λέγειν. αὕτη τοίνυν,» φησίν, «ὑπὲρ ἐμοῦ πρότερον εἰπάτω, εἶτα ὕστερον ὑπὲρ ἑαυτῆς ἐρεῖ.»
ΔΙΚΗ
Καινὰ μὲν ταῦτα, εἰπὲ δὲ ὅμως, ὦ Ἀκαδήμεια, τὸν λόγον ἑκάτερον, ἐπεί σοι ῥᾴδιον
ΑΚΑΔΗΜΕΙΑ
[16] Ἀκούετε, ὦ ἄνδρες δικασταί, πρότερα τὰ ὑπὲρ τῆς Μέθης· ἐκείνης γὰρ τό γε νῦν ῥέον.
Ἠδίκηται ἡ ἀθλία τὰ μέγιστα ὑπὸ τῆς Ἀκαδημείας ἐμοῦ, ἀνδράποδον ὃ μόνον εἶχεν εὔνουν καὶ πιστὸν αὐτῇ, μηδὲν αἰσχρὸν ὧν προστάξειεν οἰόμενον, ἀφαιρεθεῖσα τὸν Πολέμωνα ἐκεῖνον, ὃς μεθ᾽ ἡμέραν ἐκώμαζεν διὰ τῆς ἀγορᾶς μέσης, ψαλτρίαν ἔχων καὶ κατᾳδόμενος ἕωθεν εἰς ἑσπέραν, μεθύων ἀεὶ καὶ κραιπαλῶν καὶ τὴν κεφαλὴν τοῖς στεφάνοις διηνθισμένος. καὶ ταῦτα ὅτι ἀληθῆ, μάρτυρες Ἀθηναῖοι ἅπαντες, οἳ μηδὲ πώποτε νήφοντα Πολέμωνα εἶδον. ἐπεὶ δὲ ὁ κακοδαίμων ἐπὶ τὰς τῆς Ἀκαδημείας θύρας ἐκώμασεν, ὥσπερ ἐπὶ πάντας εἰώθει, ἀνδραποδισαμένη αὐτὸν καὶ ἀπὸ τῶν χειρῶν τῆς Μέθης ἁρπάσασα μετὰ βίας καὶ πρὸς αὑτὴν ἀγαγοῦσα ὑδροποτεῖν τε κατηνάγκασεν καὶ νήφειν μετεδίδαξεν καὶ τοὺς στεφάνους περιέσπασεν καὶ δέον πίνειν κατακείμενον, ῥημάτια σκολιὰ καὶ δύστηνα καὶ πολλῆς φροντίδος ἀνάμεστα ἐπαίδευσεν· ὥστε ἀντὶ τοῦ τέως ἐπανθοῦντος αὐτῷ ἐρυθήματος ὠχρὸς ὁ ἄθλιος καὶ ῥικνὸς τὸ σῶμα γεγένηται, καὶ τὰς ᾠδὰς ἁπάσας ἀπομαθὼν ἄσιτος ἐνίοτε καὶ διψαλέος εἰς μέσην ἑσπέραν κάθηται ληρῶν ὁποῖα πολλὰ ἡ Ἀκαδήμεια ἐγὼ ληρεῖν διδάσκω. τὸ δὲ μέγιστον, ὅτι καὶ λοιδορεῖται τῇ Μέθῃ πρὸς ἐμοῦ ἐπαρθεὶς καὶ μυρία κακὰ διέξεισι περὶ αὐτῆς.
Εἴρηται σχεδὸν τὰ ὑπὲρ τῆς Μέθης. ἤδη καὶ ὑπὲρ ἐμαυτῆς ἐρῶ, καὶ τὸ ἀπὸ τούτου ἐμοὶ ῥευσάτω.
ΔΙΚΗ
Τί ἄρα πρὸς ταῦτα ἐρεῖ; πλὴν ἀλλ᾽ ἔγχει τὸ ἴσον ἐν τῷ μέρει.
ΑΚΑΔΗΜΕΙΑ
[17] Οὑτωσὶ μὲν ἀκοῦσαι πάνυ εὔλογα, ὦ ἄνδρες δικασταί, ἡ συνήγορος εἴρηκεν ὑπὲρ τῆς Μέθης, ἢν δὲ κἀμοῦ μετ᾽ εὐνοίας ἀκούσητε, εἴσεσθε ὡς οὐδὲν αὐτὴν ἠδίκηκα.
Τὸν γὰρ Πολέμωνα τοῦτον, ὅν φησιν ἑαυτῆς οἰκέτην εἶναι, πεφυκότα οὐ φαύλως οὐδὲ κατὰ τὴν Μέθην, ἀλλ᾽ οἰκεῖον ἐμοὶ τὴν φύσιν, προαρπάσασα νέον ἔτι καὶ ἁπαλὸν ὄντα συναγωνιζομένης τῆς Ἡδονῆς, ἥπερ αὐτῇ τὰ πολλὰ ὑπουργεῖ, διέφθειρε τὸν ἄθλιον τοῖς κώμοις καὶ ταῖς ἑταίραις παρασχοῦσα ἔκδοτον, ὡς μηδὲ μικρὸν αὐτῷ τῆς αἰδοῦς ὑπολείπεσθαι. καὶ ἅ γε ὑπὲρ ἑαυτῆς λέγεσθαι μικρὸν ἔμπροσθεν ᾤετο, ταῦτα ὑπὲρ ἐμοῦ μᾶλλον εἰρῆσθαι νομίσατε· περιῄει γὰρ ἕωθεν ὁ ἄθλιος ἐστεφανωμένος, κραιπαλῶν, διὰ τῆς ἀγορᾶς μέσης καταυλούμενος, οὐδέποτε νήφων, κωμάζων ἐπὶ πάντας, ὕβρις τῶν προγόνων καὶ τῆς πόλεως ὅλης καὶ γέλως τοῖς ξένοις.
Ἐπεὶ μέντοι γε παρ᾽ ἐμὲ ἧκεν, ἐγὼ μὲν ἔτυχον, ὥσπερ εἴωθα ποιεῖν, ἀναπεπταμένων τῶν θυρῶν πρὸς τοὺς παρόντας τῶν ἑταίρων λόγους τινὰς περὶ ἀρετῆς καὶ σωφροσύνης διεξιοῦσα· ὁ δὲ μετὰ τοῦ αὐλοῦ καὶ τῶν στεφάνων ἐπιστὰς τὰ μὲν πρῶτα ἐβόα καὶ συγχεῖν ἡμῶν ἐπειρᾶτο τὴν συνουσίαν ἐπιταράξας τῇ βοῇ· ἐπεὶ δὲ οὐδὲν ἡμεῖς ἐπεφροντίκειμεν αὐτοῦ, κατ᾽ ὀλίγον —οὐ γὰρ τέλεον ἦν διάβροχος τῇ Μέθῃ— ἀνένηφε πρὸς τοὺς λόγους καὶ ἀφῃρεῖτο τοὺς στεφάνους καὶ τὴν αὐλητρίδα κατεσιώπα καὶ ἐπὶ τῇ πορφυρίδι ᾐσχύνετο, καὶ ὥσπερ ἐξ ὕπνου βαθέος ἀνεγρόμενος ἑαυτόν τε ἑώρα ὅπως διέκειτο καὶ τοῦ πάλαι βίου κατεγίγνωσκεν. καὶ τὸ μὲν ἐρύθημα τὸ ἐκ τῆς Μέθης ἀπήνθει καὶ ἠφανίζετο, ἠρυθρία δὲ κατ᾽ αἰδῶ τῶν δρωμένων· καὶ τέλος ἀποδρὰς ὥσπερ εἶχεν ηὐτομόλησεν παρ᾽ ἐμέ, οὔτε ἐπικαλεσαμένης οὔτε βιασαμένης, ὡς αὕτη φησίν, ἐμοῦ, ἀλλ᾽ ἑκὼν αὐτὸς ἀμείνω ταῦτα εἶναι ὑπολαμβάνων.
Καί μοι ἤδη κάλει αὐτόν, ὅπως καταμάθητε ὃν τρόπον διάκειται πρὸς ἐμοῦ. — τοῦτον, ὦ ἄνδρες δικασταί, παραλαβοῦσα γελοίως ἔχοντα, μήτε φωνὴν ἀφιέναι μήτε ἑστάναι ὑπὸ τοῦ ἀκράτου δυνάμενον, ὑπέστρεψα καὶ ἀνένηψα καὶ ἀντὶ ἀνδραπόδου κόσμιον ἄνδρα καὶ σώφρονα καὶ πολλοῦ ἄξιον τοῖς Ἕλλησιν ἀπέδειξα· καί μοι αὐτός τε χάριν οἶδεν ἐπὶ τούτοις καὶ οἱ προσήκοντες ὑπὲρ αὐτοῦ.
Εἴρηκα· ὑμεῖς δὲ ἤδη σκοπεῖτε ποτέρᾳ ἡμῶν ἄμεινον ἦν αὐτῷ συνεῖναι
ΔΙΚΗ
[18] Ἄγε δή, μὴ μέλλετε, ψηφοφορήσατε, ἀνάστητε· καὶ ἄλλοις χρὴ δικάζειν.
ΕΡΜΗΣ
Πάσαις ἡ Ἀκαδήμεια κρατεῖ πλὴν μιᾶς.
ΔΙΚΗ
Παράδοξον οὐδέν, εἶναί τινα καὶ τῇ Μέθῃ τιθέμενον
.
.
.
Ύμνοι της Μεγάλης Εβδομαδος
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
https://youtu.be/kpNUfYDT6uE
(Μεγάλη Τετάρτη ψαλλουν Βατοπαιδινοι Πατερες)
Μεγάλη Τρίτη
Το Τροπάριο της Κασσιανής
Ἦχος πλ δ’ Ἰδιόμελον
Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή, τὴν σὴν αἰσθομένη θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν, ὀδυρομένη, μύρα σοι, πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει. Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας, ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας. Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων, ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ· κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας, ὁ κλίνας τοὺς οὐρανοὺς τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει. Καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας, ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις· ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν, κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη. Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου; Μή με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος.
Κύριε,η γυναίκα που σε πολλές άμαρτιες έπεσε,όταν αισθάνθηκε την θεότητα σου,της μυροφορας πήρε τη θέση,και θρηνώντας μύρα σε σένα πριν απο την ταφή σου φέρνει,
αλίμονο,λέει,μέσα στη νυχτα είμαι,σε μανία ακολασίας,σε σκοτεινο κι ασεληνο έρωτα αμαρτιας,
δέξου τις πηγές των δακρύων μου,εσύ που με τα σύννεφα
ανασηκώνεις της θάλασσας το νερο,λύγισε στους στεναγμούς της καρδιάς μου,εσυ που εστρεψες τους ουρανούς στην θαυμαστή σου κάθοδο,
θα καταφιλισω τα αμόλυντα σου πόδια,θα τα σφουγγισω πάλι με του κεφαλιού μου τις πλεξιδες,
τα οποία στον παράδεισο η Εύα,όταν στα αυτιά της άκουσε να ηχούν,από τον φόβο κρύφτηκε,
των αμαρτιων μου το πλήθος και των κρίσεων σου τις αβυσσους ποιος θα εξερευνησει,Σωτήρα που τις ψυχές σώζεις;
Να μην αγνοήσεις την δούλη σου,εσύ που έχεις αμέτρητο το έλεος,
.
.
Μεγάλη Τεταρτη
Τον νυμφώνα Σου βλέπω, Σωτήρ μου, κεκοσμημένον, και ένδυμα ουκ έχω, ίνα εισέλθω εν αυτώ. Λάμπρυνόν μου την στολήν της ψυχής, Φωτοδότα, και σώσον με.
Τον νυφικό σου θάλαμο βλέπω,Σωτήρα μου,να είναι στολισμένος,και ένδυμα δεν έχω,για να μπω μέσα,λαμπρυνε μου τη στολή της ψυχής,Εσύ που το φως δίνεις και σώσε με
.
.
Ιδού, ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός, και μακάριος ο δούλος, ον ευρήσει γρηγορούντα. Ανάξιος δε πάλιν ον ευρήσει ραθυμούντα. Βλέπε ουν, ψυχή μου, μη τω ύπνω κατενεχθείς, ίνα μη τω θανάτω παραδοθείς και της βασιλείας έξω κλεισθείς. Αλλά ανάνηψον κράζουσα· Άγιος, Άγιος, Άγιος ει ο Θεός ημών, διά της Θεοτόκου ελέησον ημάς
Ιδού,ο Νυμφίος έρχεται τα μεσάνυχτα,και μακάριος ο δούλος,τον οποίο βρίσκει ξαγρυπνο,ανάξιος όμως όποιον βρίσκει ανετοιμο,πρόσεξε λοιπόν,ψυχή μου,μην βυθιστεις στον ύπνο,για να μην στον θάνατο παραδοθεις και απο τη βασιλεία εξω να κλειστεις,
αλλά συνερθε και ύμνησε.
Άγιος,Άγιος,Άγιος είναι ο Θεός μας,και με τη μεσολάβηση της Θεοτόκου να μας ελεησει
.
.
Πόρνη προσῆλθέ σοι μύρα σὺν δάκρυσι κατακενούσά σου ποσί, φιλάνθρωπε, καὶ δυσωδίας τῶν κακῶν λυτροῦται τῇ κελεύσει σου• πνέων δὲ τὴν χάριν σου μαθητὴς ὁ ἀχάριστος ταύτην ἀποβάλλεται καὶ βορβόρῳ συμφύρεται, φιλαργυρίᾳ ἀπεμπολῶν σέ. Δόξα, Χριστέ, τῇ εὐσπλαγχνίᾳ σου
πόρνη σε πλησίασε και μύρα με δάκρυα σου έχυσε στα πόδια,φιλανθρωπε,και από τη δυσωδία των αμαρτιων λυτρω θηκε με το πρόσταγμα σου,ενώ ανεπνεε τη χάρη σου ο μαθητής ο αχάριστος αυτή απαρνήθηκε και στο βορβορο ανακατευτηκε,
από φιλαργυρία σε πρόδωσε,
Δόξα Χριστέ,για την ευσπλαχνία σου
.
.
Ἐνώτισαι τούς στεναγμούς τῆς ψυχῆς μου, καί τῶν ἐμῶν ὀφθαλμῶν προσδέχου τούς σταλαγμούς, Σωτήρ, καί σῶσόν με.
άκουσε τους στεναγμούς της ψυχής μου,και τα δάκρυα που στάζουν από τα μάτια μου να δεχτείς,Σωτήρα,και σώσε με
.
.
.
Ύμνοι Μεγάλης Εβδομαδος
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Μεγάλη Πέμπτη
Ὅτε οἱ ἔνδοξοι μαθηταί ἐν τῷ νιπτῆρι τοῦ δείπνου ἐφωτίζοντο,
τότε Ἰούδας ὁ δυσσεβής, φιλαργυρίαν νοσήσας, ἐσκοτίζετο·
καί ἀνόμοις κριταῖς σέ τόν δίκαιον κριτήν παραδίδωσι.
Βλέπε, χρημάτων ἐραστά, τόν διά ταῦτα ἀγχόνῃ χρησάμενον·
φεῦγε ἀκόρεστον ψυχήν τήν διδασκάλῳ τοιαῦτα τολμήσασαν.
Ὁ περί πάντας ἀγαθός, Κύριε, δόξα σοι.
οταν οι ένδοξοι μαθητές κατά τον νιπτήρα του δείπνου
εφωτιζονταν,τότε ο Ιούδας ο ασεβής,από την φιλαργυρία
αρρωστενοντας,σκοτεινιασε,
και στους ανομους κριτές εσένα τον δίκαιο κριτη παρεδωσε,
βλεπε,εσύ που αγαπάς τα χρήματα,αυτόν που γι'αυτα
αγχόνη χρησιμοποιησε,
απέφευγε την αχόρταγη ψυχή που στον διδάσκαλο τέτοια τόλμησε,
αυτόν που είναι για όλους καλός,τον δοξαζω
.
.
Ἰούδας ὁ δοῦλος καὶ δόλιος, ὁ μαθητὴς καὶ ἐπίβουλος,
ὁ φίλος καὶ διάβολος, ἐκ τῶν ἔργων ἀπεφάνθη·
ἠκολούθει γὰρ τῷ Διδασκάλῳ, καὶ καθ’ ἑαυτὸν
ἐμελέτησε τὴν προδοσίαν, ἔλεγεν ἐν ἑαυτῷ·
Παραδώσω τοῦτον, καὶ κερδήσω τὰ συναχθέντα χρήματα,
ἐπεζήτει δὲ καὶ τὸ μύρον πραθῆναι, καὶ τὸν Ἰησοῦν δόλῳ
κρατηθῆναι, ἀπέδωκεν ἀσπασμόν, παρέδωκε τὸν Χριστόν,
καὶ ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγήν, οὕτως ἠκολούθει,
ὁ μόνος εὔσπλαγχνος καὶ φιλάνθρωπος
ο Ιούδας ο δούλος και δόλιος,ο μαθητής και προδότης,
ο φίλος και εχθρός,από τα έργα φανερωθηκε,
γιατί ακολουθούσε τον διδάσκαλο και μέσα του μελετουσε
την προδοσία,μονολογώντας,θα τον παραδώσω,
και θα κερδίσω τα χρήματα που θα μαζευτούν,
ακόμη ήθελε και το μύρο να πουληθεί και ο Ιησους
με δόλο να πιαστεί,τον φιλίσε,παρεδωσε τον Χριστό
κι όπως πρόβατο για σφαγή,έτσι ακολούθησε,αυτός
που ειναι μοναχα ευσπλαχνία και φιλανθρωπια
.
.
Σήμερον ὁ Ἰούδας, τὸ τῆς φιλοπτωχείας κρύπτει προσωπεῖον,
καὶ τῆς πλεονεξίας ἀνακαλύπτει τὴν μορφήν·
οὐκέτι τῶν πενήτων φροντίζει, οὐκέτι τὸ μύρον πιπράσκει,
τὸ τῆς ἁμαρτωλοῦ, ἀλλὰ τὸ οὐράνιον μύρον,
καὶ ἐξ αὐτοῦ νοσφίζεται τὰ ἀργύρια, τρέχει πρὸς Ἰουδαίους,
λέγει τοῖς παρανόμοις. Τί μοι θελετε δοῦναι, κᾀγὼ ὑμῖν παραδώσω αὐτόν.
Ὢ φιλαργυρίας προδότου! εὔωνον ποιεῖται τὴν πρᾶσιν,
πρὸς τὴν γνώμην τῶν ἀγοραζόντων, τοῦ πωλουμένου
τὴν πραγματείαν ποιεῖται, οὐκ ἀκριβολογεῖται πρὸς τὴν τιμήν,
ἀλλ' ὡς δοῦλον φυγάδα ἀπεμπολεῖ· ἔθος γὰρ τοῖς κλέπτουσι,
ῥίπτειν τὰ τίμια, νῦν ἔβαλε τὰ ἅγια, τοῖς κυσὶν ὁ μαθητὴς·
ἡ γὰρ λύσσα τῆς φιλαργυρίας, κατά του ἰδίου Δεσπότου, μαίνεσθαι
ἐποίησεν αὐτόν· ἧς τὴν πεῖραν φύγωμεν, κράζοντες·
Μακρόθυμε Κύριε, δόξα σοι.
σήμερα ο Ιούδας,το πρόσωπο της αγάπης
για τους φτωχούς καλυπτει και αποκαλύπτει τη μορφή
της πλεονεξίας,ούτε πια φροντίζει γι'αυτους που
πεινούν,ούτε το μύρο πουλάει,αυτο της αμαρτωλης,
αλλά το ουράνιο μύρο,κι από αυτό αρπάζει τα αργύρια,
τρέχει στους Ιουδαίους,και λέει στους παρανομους,
τι θα μου δωστε,κι εγω θα σας τον παραδωσω;
ο φιλάργυρος προδότης,προς το συμφέρον του κάνει την πωληση,
σύμφωνη μ'αυτους που αγοράζουν,τη διαπραγμάτευση
του πουλημένου κανει,δεν παζαρευει την τιμή,
αλλά ως δούλο φυγάδα τον παραδίνει,γιατί
συνήθεια στους κλέφτες,να πετούν τα πολύτιμα,
τώρα έρριξε τα άγια,στα σκυλια ο μαθητής,
γιατί η λύσσα της φιλαργυρίας,κατά του Κυρίου του,τον έκανε τρελό,
αυτή την δοκιμασία ας αποφύγουμε φωνάζοντας δυνατά,
Μακροθυμε Κύριε,ας είσαι δοξασμενος
.
.
Σήμερον κρεμάται επί ξύλου,
ο εν ύδασι την γην κρεμάσας.
Στέφανον εξ ακανθών περιτίθεται,
ο των αγγέλων βασιλεύς.
Ψευδή πορφύραν περιβάλλεται,
ο περιβάλλων τον ουρανόν εν νεφέλαις.
Ράπισμα κατεδέξατο,
ο εν Ιορδάνη ελευθερώσας τον Αδάμ.
Ήλοις προσηλώθη, ο νυμφίος της Εκκλησίας.
Λόγχη εκεντήθη, ο υιός της Παρθένου.
Προσκυνούμεν σου τα Πάθη, Χριστέ.
Δείξον ημίν και την ένδοξόν σου Ανάστασιν
σήμερα κρεμιέται πάνω σε ξύλο
αυτός που στα νερά τη γη κρέμασαι,
στεφάνι με αγκάθια φοράει,
ο βασιλιάς των αγγελων,
ψεύτικη πορφυρα περιβαλλεται αυτός που περίεβαλε
τον ουρανό με νεφέλες,
ράπισμα δέχτηκε,
αυτός που στον Ιορδάνη ελευθέρωσε τον άνθρωπο,
με καρφιά καρφώθηκε,ο νυμφίος της Εκκλησίας,
με λόγχη κεντηθηκε,ο υιος της Παρθένου,
Προσκυνούμε τα Πάθη σου Χριστέ,
Δείξε μας και την ένδοξο σου Ανασταση
.
.
.
Ύμνοι της Μεγάλης Εβδομαδος
Τα Εγκωμια-Μεγαλη Παρασκευή
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
ΣΤΑΣΙΣ ΠΡΩΤΗ
Ἦχος πλ. α´.
Ἡ ζωὴ ἐν τάφῳ, κατετέθης Χριστέ,
καὶ Ἀγγέλων στρατιαὶ ἐξεπλήττοντο,
συγκατάβασιν δοξάζουσαι τὴν σήν
η ζωή στον τάφο,κατετεθεις Χριστέ,
και των Αγγέλων οι δυναμεις ένιωσαν κατάπληξη,
την ταπείνωση σου δοξαζοντας
Ἡ ζωὴ πῶς θνήσκεις; πῶς καὶ τάφῳ οἰκεῖς;
τοῦ θανάτου τὸ βασίλειον λύεις δέ,
καὶ τοῦ ᾍδου τοὺς νεκροὺς ἐξανιστᾷς.
η ζωή πως πεθαινεις;και πως σε ταφο κατοικεις;
του θανάτου το βασίλειο καταλυεις,
και του Άδη τους νεκρούς ανασταινεις
Ὁ ὡραῖος κάλλει, παρὰ πάντας βροτούς,
ὡς ἀνείδεος νεκρὸς καταφαίνεται,
ὁ τὴν φύσιν ὡραΐσας τοῦ παντός.
αυτός που σε ομορφιά υπερέχει,από όλους τους θνητούς,
όπως άσχημος νεκρός φαίνεται,
αυτός που όλη τη φύση ομορφηνε
Ἰησοῦ γλυκύ μοι, καὶ σωτήριον φῶς,
τάφῳ πῶς ἐν σκοτεινῷ, κατακέκρυψαι;
ὢ ἀφάτου, καὶ ἀῤῥήτου ἀνοχῆς
Ιησού γλυκό μου και σωτήριο φως,
πως σε ταφο σκοτεινό κρύφτηκες;
πόσο αφατη και αρρητη η ανοχή σου
Ὁ τὴν γῆν κατέχων, τῇ δρακὶ νεκρωθείς,
σαρκικῶς ὑπὸ τῆς γῆς νῦν συνέχεται,
τοὺς νεκροὺς λυτρῶν τῇς ᾍδου συνοχῆς.
αυτός που τη γη έχει μέσα στη παλαμη
αφού νεκρώθηκε,σαρκικά κάτω από τη γη
τώρα κρατιέται,τους νεκρούς
λυτρωνοντας από του Άδη τα δεσμα
Ὡς βροτὸς μὲν θνῄσκεις, ἑκουσίως Σωτήρ,
ὡς Θεὸς δὲ τοὺς θνητοὺς ἐξανέστησας,
ἐκ μνημάτων καὶ βυθοῦ ἁμαρτιῶν.
ως θνητός πεθαίνεις με τη θέληση σου,Σωτήρα,
ως θεός τους θνητούς αναστησες από τα μνήματα
και τον βυθό των αμαρτιων
Δακρυῤῥόους θρήνους, ἐπὶ σὲ ἡ Ἁγνή,
μητρικῶς ὦ Ἰησοῦ ἐπιῤῥαίνουσα, ἀνεβόα·
Πῶς κηδεύσω σε Υἱέ
με θρήνους γεμάτους δάκρυα,η Αγνή
μητρικά Ιησού σε ραντίζει,φωνάζοντας δυνατά,
πως θα σε κηδευσω γιε μου;
.
.
ΣΤΑΣΙΣ ΔΕΥΤΕΡΑ
Ἦχος πλ. α´.
Ἄξιόν ἐστι, μεγαλύνειν σε τὸν Ζωοδότην,
τὸν ἐν τῷ Σταυρῷ τὰς χεῖρας ἐκτείναντα,
καὶ συντρίψαντα τὸ κράτος τοῦ ἐχθροῦ
άξιο είναι,να εγκωμιαζουμε εσένα που η ζωή δίνεις,
που στο Σταυρό τα χέρια απλωσες,
και συντριψες το κρατος του εχθρού
Μόνη γυναικῶν, χωρὶς πόνον ἔτεκόν σε Τέκνον,
πόνους δὲ νῦν φέρω πάθει τῷ σῷ, ἀφορήτους,
ἔλεγεν ἡ Σεμνή
μόνη εγώ από τις γυναίκες,χωρίς
πόνους σε γέννησα παιδί μου,
τώρα όμως πόνους υποφέρω για τα πάθη σου αφορητους,
έλεγε η Σεβάσμια Μητερα
Ῥήγνυται ναοῦ, καταπέτασμα τῇ σῇ σταυρώσει,
κρύπτουσι φωστῆρες Λόγε τὸ φῶς,
σοῦ κρυβέντος Ἥλιε ὑπὸ γῆν.
σχίζεται του ναού το καταπετασμα με τη σταύρωση σου,
κρύβουν τα άστρα Λογε το φως,
και συ ο Ήλιος κρύφτηκες κάτω από τη γη
Θρῆνον ἱερόν, δεῦτε ᾄσωμεν Χριστῷ θανόντι,
ὡς αἱ Μυροφόροι γυναῖκες πρίν,
ἵνα καὶ τὸ Χαῖρε ἀκουσώμεθα σὺν αὐταῖς.
θρήνο ιερο,ελάτε να ψάλλουμε
για τον Χριστό που πεθανε,
όπως οι Μυροφορες γυναίκες πριν,
για να και το Χαίρε ακούσουμε
μαζί με αυτές
Κόκκος διφυής, ὁ φυσίζωος ἐν γῆς λαγόσι,
σπείρεται σὺν δάκρυσι σήμερον,
ἀλλ᾿ ἀναβλαστήσας, Κόσμον χαροποιήσει.
σπόρος δύο φύσεων,αυτός που γεννά ζωή
μέσα στης γης τους κόλπους
σπέρνεται μαζί με δάκρυα σήμερα,
αλλά όταν βλαστήσει τον Κόσμο θα χαροποιησει
Ἥλοις σε Σταυρῷ, πεπαρμένον ἡ σὴ Μήτηρ Λόγε,
βλέψασα τοῖς ἥλοις λύπης πικρᾶς,
βέβληται καὶ βέλεσι τὴν ψυχήν.
με τα καρφιά στο Σταυρό καρφωμένο
η Μητέρα σου Λογε βλεπωντας σε
με καρφιά πικρήςλύπης τρυπηθηκε
και με βέλη στην ψυχη
Χλαῖναν ἐμπαιγμοῦ, τὸν Κοσμήτορα πάντων ἐνδύεις,
ὃς τὸν Οὐρανὸν κατεστέρωσε,
καὶ τὴν γῆν ἐκόσμησε θαυμαστῶς.
με ρούχο εμπαιγμου,αυτόν που τα πάντα κόσμησε ντύνεις,
αυτόν που τον ουρανό γέμισε αστέρια
και την γη κοσμισε θαυμάσια
.
.
ΣΤΑΣΙΣ ΤΡΙΤΗ
Ἦχος γ´.
Αἱ γενεαί πᾶσαι, ὕμνον τῇ Ταφῇ σου,
προσφέρουσι Χριστέ μου.
όλες οι γενιές των ανθρώπων
ύμνο στη Ταφή σου προσφέρουν
Χριστέ μου
Καθελὼν τοῦ ξύλου,
ὁ Ἀριμαθαίας, ἐν τάφῳ σε κηδεύει.
κατεβάζοντας από το ξύλο
,αυτός από την Αριμαθαια,
σε τάφο σε κηδευει
Μυροφόροι ἦλθον, μύρα σοι Χριστέ μου,
κομίζουσαι προφρόνως.
Μυροφορες ήρθαν,και μύρα για σένα Χριστέ μου
φέρνουν μεαφοσιωση
Ὕπτιον ὁρῶσα, ἡ Πάναγνός σε, Λόγε,
μητροπρεπῶς ἐθρήνει.
ξαπλωμένο βλεπωντας σε η Παναγνη Μητέρα,
οπως μητέρα σε θρηνουσε
Ὢ γλυκύ μου ἔαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνον,
ποῦ ἔδυ σου τὸ κάλλος;
γλυκειά μου ανοιξη,γλυκύτατο παιδί μου,
που έδυσε το κάλλος σου;
Πρὸς τὸν πυθμένα ᾍδου, κατήχθη ὁ προδότης,
διαφθορᾶς εἰς φρέαρ.
στον πυθμένα του Άδη,ριχτηκε
ο προδοτης,σε πηγάδι αφανισμού
Τρίβολοι καὶ παγίδες, ὁδοὶ τοῦ τρισαθλίου,
παράφρονος Ἰούδα
αγκάθια και παγίδες,οι δρόμοι του τρισαθλιου
και παράφρονα Ιουδα
Υἱὲ Θεοῦ παντάναξ, Θεέ μου πλαστουργέ μου,
πῶς πάθος κατεδέξω;
Υιέ του Θεού των πάντων βασιλιά,
Θεέ μου που με έπλασες,
πως τα πάθη καταδεχτηκες;
Ἡ δάμαλις τὸν μόσχον, ἐν Ξύλῳ κρεμασθέντα,
ἠλάλαζεν ὁρῶσα.
η δαμαλα τον μόσχο στο Ξύλο
κρεμασμένο βλεπωντας φώναζε δυνατα
Ἀνέκραζεν ἡ Κόρη, θερμῶς δακρυῤῥοοῦσα,
τὰ σπλάγχνα κεντουμένη.
εκραζε η Κόρη καυτά χύνοντας
δάκρυα,με τα σπλάχνα τρυπημενα
Ὦ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου, γλυκύτατόν μου Τέκνον,
πῶς τάφῳ νῦν καλύπτῃ;
φως των ματιών μου, γλυκύτατο μου παιδι,
πως σε τάφο τώρα θαφτηκες;
.
.
.
Από το Μεγάλο Σάββατο
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Ὁ Οἶκος
Ὁ συνέχων τὰ πάντα ἐπὶ σταυροῦ ἀνυψώθη, καὶ θρηνεῖ πᾶσα ἡ Κτίσις,
τοῦτον βλέπουσα κρεμάμενον γυμνὸν ἐπὶ τοῦ ξύλου,
ὁ ἥλιος τὰς ἀκτῖνας ἀπέκρυψε, καὶ τὸ φέγγος οἱ ἀστέρες ἀπεβάλλοντο,
ἡ γῆ δὲ σὺν πολλῷ τῷ φόβῳ συνεκλονεῖτο, ἡ θάλασσα ἔφυγε,
καὶ αἱ πέτραι διεῤῥήγνυντο, μνημεῖα δὲ πολλὰ ἠνεῴχθησαν,
καὶ σώματα ἠγέρθησαν ἁγίων Ἀνδρῶν, ᾅδης κάτω στενάζει,
καὶ Ἰουδαῖοι σκέπτονται συκοφαντῆσαι Χριστοῦ τὴν Ἀνάστασιν,
τὰ δὲ Γύναια κράζουσι. Τοῦτο Σάββατόν ἐστι τὸ ὑπερευλογημένον,
ἐν ᾧ Χριστὸς ἀφυπνώσας, ἀναστήσεται τριήμερος
αυτός που συγκρατεί τα πάντα πάνω σε σταυρο σηκωθηκε,
και θρηνεί όλη η Κτίση,αυτόν να βλέπει
κρεμασμένον γυμνό πάνω στο ξύλο,
ο ήλιος τις ακτίνες του έκρυψε,
και το φως τους τα αστέρια έσβησαν,
η γη με πολύ φόβο συνταραχτηκε,
η θάλασσα τραβήχτηκε,και οι πέτρες έσπασαν,
ταφοι πολλοι ανοίχτηκαν
και σώματα αναστήθηκαν αγίων ανθρώπων,
ο Άδης κάτω στενάζει
και οι Ιουδαιοι σκέφτονται να συκοφαντήσουν τ
ην Ανάσταση του Χριστού,
οι γυναίκες φωνάζουν δυνατά,
αυτό το Σάββατο είναι το υπερευλογημενο,
στο οποίο ο Χριστός
αφού κοιμηθηκε,θα αναστηθει σε τρεις μέρες.
Προφητείας Ἰεζεκιὴλ τὸ
Ἀνάγνωσμα
(Κεφ. ΛΖ’, 1-14)
Ἐγένετο ἐπ’ ἐμὲ χεὶρ Κυρίου, καὶ ἐξήγαγέ με ἐν πνεύματι Κυρίου, καὶ ἔθηκέ με ἐν μέσῳ τοῦ πεδίου, καὶ τοῦτο ἦν μεστὸν ὀστέων ἀνθρωπίνων, καὶ περιήγαγέ με ἐπ’ αὐτά, κύκλωθεν κύκλῳ, καὶ ἰδοὺ πολλὰ σφόδρα, ἐπὶ προσώπου τοῦ πεδίου, καὶ ἰδοὺ ξηρὰ σφόδρα. Καὶ εἶπε πρὸς με. Υἱὲ ἀνθρώπου, εἰ ζήσεται τὰ ὀστέα ταῦτα; καὶ εἶπα. Κύριε, Κύριε, σὺ ἐπίστασαι ταῦτα. Καὶ εἶπε πρὸς με. Προφήτευσον ἐπὶ τὰ ὀστᾶ ταῦτα, καὶ ἐρεῖς αὐτοῖς. Τὰ ὀστᾶ τὰ ξηρά, ἀκούσατε λόγον Κυρίου, τάδε λέγει Κύριος τοῖς ὀστέοις τούτοις. Ἰδοὺ ἐγὼ φέρω εἰς ὑμᾶς πνεῦμα ζωῆς, καὶ δώσω εἰς ὑμᾶς νεῦρα, καὶ ἀνάξω εἰς ὑμᾶς σάρκας, καὶ ἐκτενῶ ἐφ’ ὑμᾶς δέρμα, καὶ δώσω πνεῦμά μου εἰς ὑμᾶς, καὶ ζήσεσθε, καὶ γνώσεσθε, ὅτι ἐγὼ εἰμι Κύριος. Καὶ προεφήτευσα, καθὼς ἐνετείλατό μοι Κύριος. Καὶ ἐγένετο φωνὴ ἐν τῷ ἐμὲ προφητεῦσαι, καὶ ἰδοὺ σεισμός, καὶ προσήγαγε τὰ ὀστᾶ, ἑκάτερον πρὸς τὴν ἁρμονίαν αὐτοῦ. Καὶ εἶδον, καὶ ἰδοὺ ἐπ’ αὐτὰ νεῦρα καὶ σάρκες ἐφύοντο, καὶ ἀνέβαινεν ἐπ’ αὐτὰ δέρμα ἐπάνω, καὶ πνεῦμα οὐκ ἦν ἐν αὐτοῖς. Καὶ εἶπε πρὸς με. Προφήτευσον, ἐπὶ τὸ πνεῦμα, υἱὲ ἀνθρώπου, προφήτευσον, καὶ εἰπὲ τῷ πνεύματι. Τάδε λέγει Κύριος Κύριος. Ἐκ τῶν τεσσάρων πνευμάτων ἐλθέ, καὶ ἐμφύσησον εἰς τοὺς νεκροὺς τούτους, καὶ ζησάτωσαν. Καὶ προεφήτευσα, καθ’ ὅ,τι ἐνετείλατό μοι, καὶ εἰσῆλθεν εἰς αὐτοὺς τὸ πνεῦμα, καὶ ἔζησαν, καὶ ἔστησαν ἐπὶ τῶν ποδῶν αὐτῶν, συναγωγὴ πολλὴ σφόδρα.
με άγγιξε το χέρι του Κυρίου,και
με πνεύμα Κυρίου με σήκωσε και με έβαλε στη μέση πεδιάδας,κι αυτή ήταν γεμάτη από
ανθρώπινα οστά και με περιέφερε γύρω τους και είδα πάρα πολλά πάνω στην επιφάνεια
της πεδιαδας,και ήταν ξηρά παρά πολύ,και είπε σε μένα,
υιέ του ανθρώπου,μπορούν να ζήσουν τα οστά αυτά;
και είπα,
Κύριε,Κύριε,εσύ τα καθορίζεις αυτα,
και μου είπε,
προφήτευσε στα οστά αυτά και πες σε αυτά,
οστά ξηρά,ακούστε τον λόγο του Κυρίου,αυτά εδώ λέγει Κύριος στα οστά αυτά,
να τώρα θα σας φέρω πνεύμα ζωής,και θα σας δώσω νεύρα,και θα απλώσω πάνω σας δέρμα,
και θα δώσω το πνεύμα μου σε σας,και θα ζήσετε,και θα γνωρίσετε ,ότι εγω είμαι ο Κύριος,
και προφητευσα,και με πρόσταξε ο Κύριος,
Και ενώ προφήτευα,τοτε έγινε σεισμος,και μαζεψε μαζί τα οστά,το καθένα με εκείνο που τ
ου αρμοζε,
και είδα,τώρα να,πάνω τους νεύρα και σάρκες φύτρωναν,και απλωθηκε πάνω σε αυτά δέρμα,
όμως πνεύμα ζωής δεν ήταν σε αυτά,
και είπε σε μένα,
προφήτευσε στο πνεύμα,υιέ του ανθρώπου,προφήτευσε,και πες στο πνεύμα,
αυτά εδώ λέει ο Κύριος Κύριος,
από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα έλα,και εμφύσησε στους νεκρούς αυτούς,
και τότε θα ζήσουν,
και προφητευσα,καθώς με πρόσταξε,και μπήκε μέσα σε αυτούς το πνεύμα,
και έζησαν,και στάθηκαν όρθιοι στα πόδια τους,
ένα πληθος πολύ μεγάλο ανθρώπων,
.
.
Ευαγγέλιο Όρθρου, Κατά Ματθαίο ΚΖ'(27) 62-66
Τῇ ἐπαύριον, ἥτις ἐστὶ μετὰ τὴν Παρασκευήν συνήχθησαν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι
πρὸς Πιλᾶτον λέγοντες, Κύριε, ἐμνήσθημεν ὅτι ἐκεῖνος ὁ πλάνος εἶπεν ἔτι ζῶν,
Μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἐγείρομαι. Κέλευσον οὖν ἀσφαλισθῆναι τὸν τάφον ἕως τῆς τρίτης ἡμέρας,
μήποτε ἐλθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ κλέψωσιν αὐτὸν καὶ εἴπωσιν τῷ λαῷ, ᾽Ηγέρθη ἀπὸ τῶν νεκρῶν,
καὶ ἔσται ἡ ἐσχάτη πλάνη χείρων τῆς πρώτης. Ἔφη αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος, ῎Εχετε κουστωδίαν· ὑπάγετε ἀσφαλίσασθε ὡς οἴδατε. Οἱ δὲ πορευθέντες ἠσφαλίσαντο τὸν τάφον σφραγίσαντες τὸν λίθον μετὰ
τῆς κουστωδίας
την αυριανη μέρα,που είναι μετά την Παρασκευή,μαζευτηκαν οι αρχιερείς και Φαρισαίοι
στον Πιλάτο λέγοντες,
Κύριε θυμήθηκαμε ότι εκείνος ο απατεώνας είπε όταν ακόμα ζούσε,πως μετά από τρεις μέρες
θα αναστηθω,
πρόσταξε λοιπόν να ασφαλιστεί ο τάφος,μήπως πηγαίνοντας οι μαθητές του τον κλεψουν
και πουν στον λαό,αναστήθηκε από τους νεκρούς,και είναι η εσχάτη πλάνη χειρότερη
από την πρώτη,
τότε είπε ο Πιλάτος σ'αυτους,
σας δίνω φρουρά,πήγαινε και ασφαλιστε όπως ξέρετε,
αυτοί αφού πήγαν ασφάλισαν τον τάφο σφραγιζοντας τον
με μεγαλη πέτρα με τη βοήθεια της φρουρας
.
.
.
Κυριακη του Πάσχα
-Χριστος ανεστη-
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Ἦχος πλ. α´.
Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν,
θανάτῳ θάνατον πατήσας
καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι
ζωὴν χαρισάμενος
ο Χριστός αναστήθηκε από τους νεκρούς,
με θάνατο τον θάνατο συνθλίβοντας
και σε αυτούς μέσα στα μνήματα
ζωή χαρισε
Ἦχος βαρύς.
Ἐσφραγισμένου τοῦ μνήματος,
ἡ Ζωὴ ἐκ τάφου ἀνέτειλας,
Χριστὲ ὁ Θεός·
καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων,
τοῖς Μαθηταῖς ἐπέστης
ἡ πάντων Ἀνάστασις,
Πνεῦμα εὐθές,
δι᾿ αὐτῶν ἐγκαινίζων ἡμῖν,
κατὰ τὸ μέγα σου ἔλεος.
αν και σφραγισμένο με μεγάλη πέτρα το μνήμα
η Ζωή απο το τάφο ανετειλε,
Χριστέ ο Θεός,
και αν οι πόρτες ήταν κλεισμένες
στους μαθητές παρουσιαστηκες
εσύ η Ανάσταση των όλων,
το Πνεύμα αμέσως
μέσω αυτών σε μας ανανεωσες,
σύμφωνα με το μεγάλο σου ελεος
Ἦχος β´.
Ὅτε κατῆλθες πρὸς τὸν θάνατον,
ἡ ζωὴ ἡ ἀθάνατος,
τότε τὸν ᾍδην ἐνέκρωσας,
τῇ ἀστραπῇ τῆς θεότητος·
ὅτε δὲ καὶ τοὺς τεθνεῶτας
ἐκ τῶν καταχθονίων ἀνέστησας,
πᾶσαι αἱ Δυνάμεις
τῶν ἐπουρανίων ἐκραύγαζον·
Ζωοδότα Χριστέ,
ὁ Θεὸς ἡμῶν, δόξα σοι.
όταν κατέβηκες στον θάνατο
εσύ η ζωή η αθάνατη
τότε τον Άδη νεκρωσες
με την αστραπή της θεότητας,
όταν και τους πεθαμένους
από τα καταχθόνια αναστησες,
όλες οι Δυνάμεις
των επουρανιων φώναζαν δυνατά,
Χριστέ εσύ που τη Ζωη δίνεις,
εσύ ο Θεός μας,εσενα δοξαζουμε
Ἦχος γ´.
Εὐφραινέσθω τὰ οὐράνια,
ἀγαλλιάσθω τὰ ἐπίγεια,
ὅτι ἐποίητε κράτος
ἐν βραχίονι αὐτοῦ ὁ Κύριος·
ἐπάτησε τῷ θανάτῳ τὸν θάνατον.
πρωτότοκος τῶν νεκρῶν ἐγένετο,
ἐκ κοιλίας ᾍδου ἐρρύσατο ἡμᾶς,
καὶ παρέσχε τῷ κόσμῳ τὸ μέγα ἔλεος.
ας ευχαριστηθουν τα ουράνια,
ας αγαλιασθουν τα επίγεια,
διότι δημιούργησε κράτος
με τα χέρια του ο Κύριος,
συνθλιψε με τον θάνατο τον θάνατο,
πρωτότοκος των νεκρών έγινε,
από τη κοιλιά του Άδη μας ελευτερωσε,
και πρόσφερε στον κόσμο
το μεγάλο του ελεος
Ἦχος βαρύς.
Κατέλυσας τῷ Σταυρῷ σου τὸν θάνατον·
ἠνέῳξας τῷ ληστῇ τὸν παράδεισον·
τῶν μυροφόρων τὸν θρῆνον μετέβαλες,
καὶ τοῖς σοῖς ἀποστόλοις κηρύττειν ἐπέταξας,
ὅτι ἀνέστης, Χριστὲ ὁ Θεός,
παρέχων τῷ κόσμῳ τὸ μέγα ἔλεος.
κατηργησες με τον Σταυρό σου τον θάνατο,
άνοιξες στον ληστη τον παράδεισο,
των μυροφόρων τον θρήνο
μεταβαλες σε χαρά,
και στους αποστόλους σου
να κηρύξουν έδωσες εντολή,
διότι αναστηθηκες,Χριστέ ο Θεός μας,
προσφέροντας στον κόσμο το μεγάλο σου ελεος
Ἦχος α´.
Τὸν τάφον σου, Σωτήρ,
στρατιῶται τηροῦντες,
νεκροὶ τῇ ἀστραπῇ
τοῦ ὀφθέντος ἀγγέλου
ἐγένοντο κηρύττοντος
γυναιξὶ τὴν Ἀνάστασιν.
Σὲ δοξάζομεν,
τὸν τῆς φθορᾶς καθαιρέτην·
σοὶ προσπίπτομεν
τῷ ἀναστάντι ἐκ τάφου
καὶ μόνῳ Θεῷ ἡμῶν.
ενώ τον τάφο σου,Σωτήρα,
οι στρατιώτες επιτηρούσαν,
νεκροί από την λαμψη
σαν αστραπή
του αγγελου που εμφανιστηκε
έγιναν,που ανήγγειλε
στις γυναίκες την Ανάσταση,
εσένα δοξαζουμε,
που τη φθορά ανετρεψες,
εσένα προσκυνούμε
που αναστήθηκες από τον τάφο
και είσαι ο μοναδικός μας Θεος
Ἦχος γ´.
Χριστὸς ἐκ νεκρῶν ἐγήγερται,
ἡ ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων,
ὁ πρωτότοκος τῆς κτίσεως,
καὶ δημιουργὸς
πάντων τῶν γεγονότων,
τὴν καταφθαρεῖσαν φύσιν
τοῦ γένους ἡμῶν
ἐν ἑαυτῷ ἀνεκαίνισεν.
οὐκέτι θάνατε κυριεύεις,
ὁ γὰρ τῶν ὅλων Δεσπότης
τὸ κράτος σου κατέλυσε.
ο Χριστός από τους νεκρούς έχει σηκωθεί,
η πρώτη αρχή από αυτούς που έχουν κοιμηθεί,
ο πρωτότοκος της κτισης
και δημιουργός
όλων όσων έχουν γίνει,
την διεφθαρμένη φύση
τους ανθρωπινου γενους μας
αυτός ο ίδιος ανανέωσε,
ποτέ πια θάνατε δεν θα κυριαρχείς,
γιατί ο Κύριος των όλων
το κράτος σου κατηργησε
Ἦχος πλ. β´.
Τοῦ τάφου ἀνεωγμένου,
τοῦ ᾍδου ὀδυρομένου,
ἡ Μαρία ἐβόα
πρὸς τοὺς κεκρυμμένους
Ἀποστόλους· ἐξέλθετε
οἱ τοῦ ἀμπελῶνος
ἐργάται, κηρύξατε
τὸν τῆς ἀναστάσεως λόγον·
ἀνέστη ὁ Κύριος,
παρέχων τῷ κόσμῳ
τὸ μέγα ἔλεος.
όταν ο τάφος ανοίχτηκε,
κι ο Άδης οδύρονταν,
η Μαρία φωναζε δυνατά
στους Αποστόλους που είχαν
κρυφτεί,
βγήτε έξω οι εργάτες του αμπελώνα,και κηρυξτε
τον λόγο της ανάστασης,
αναστήθηκε ο Κύριος,
προσφέροντας στον κόσμο
το μεγάλο του ελεος
Ὅτι Χριστὸς ἐγήγερται
μή τις διαπιστείτω·
ἐφάνη τῇ Μαρίᾳ γάρ,
ἔπειτα καθωράθη
τοῖς ἐν ἀγρὸν ἀπιοῦσι·
μύσταις δὲ πάλιν ὤφθη
ἀνακειμένοις ἕνδεκα,
οὓς βαπτίζειν ἐκπέμψας
εἰς οὐρανούς,
ὅθεν καταβέβηκεν, ἀνελήφθη,
ἐπικυρῶν τὸ κήρυγμα
πλήθεσι τῶν σημείων.
ότι ο Χριστός έχει σηκωθεί
κάνεις ας μην δυσπιστει,
γιατί φάνηκε στη Μαρία,
έπειτα παρουσιαστηκε
σε αυτούς που στον αγρό πήγαιναν,
πάλι φάνηκε στους καθισμένους για δείπνο έντεκα ( μαθητές),
τους οποίους να βαπτίζουν έστειλε,
στον ουρανό,από όπου ειχε κατέβη,
ανελήφθηκε,
επικυρωνοντας το κηρυγμα της αναστασης
με πλήθος αποδειξεων
Δύο ἀγγέλους βλέψασα
ἔνδοθεν τοῦ μνημείου
Μαρία ἐξεπλήττετο,
καὶ Χριστὸν ἀγνοοῦσα
ὡς κηπουρὸν ἐπηρώτα·
«Κύριε, ποῦ τὸ σῶμα
τοῦ Ἰησοῦ μου τέθεικας»·
κλήσει δὲ τοῦτον γνοῦσα
εἶναι αὐτὸν
τὸν Σωτῆρα, ἤκουσε·
«Μή μου ἄπτου·
πρὸς τὸν Πατέρα ἄπειμι·
εἰπὲ τοῖς ἀδελφοῖς μου.
δύο αγγελους όταν είδε
μέσα στο μνημείο
η Μαρία ένιωσε κατάπληξη,
και τον Χριστό μη αναγνωρίζοντας
σαν να ήταν ο κηπουρος ρωτουσε,
Κύριε,που το σώμα του Ιησού μου
έχεις βάλει;
όταν από τη φωνή κατάλαβε
πως αυτός ήταν
από τον Σωτήρα άκουσε,
Μη με αγγίζεις,
στον Πατέρα πηγαίνω,
αυτό να πεις στους αδελφούς μου
Ἦχος β´.
Πᾶσα πνοὴ καὶ πᾶσα κτίσις
σὲ δοξάζει, Κύριε,
ὅτι διὰ τοῦ Σταυροῦ
τὸν θάνατον κατήργησας,
ἵνα δείξῃς τοῖς λαοῖς
την ἐκ νεκρῶν σου ἀνάστασιν,
ὡς μόνος φιλάνθρωπος.
κάθε εμφυχο πλάσμα και κάθε δημιούργημα
σε δοξάζει,Κύριε,
διότι με τον Σταυρό
τον θάνατο κατηργησες,
για να δείξεις στους λαούς
την ανάσταση σου από τους νεκρούς,
πως εσύ είσαι ο μοναδικός φιλανθρωπος
Ἀναστάσεως ἡμέρα,
καὶ λαμπρυνθῶμεν τῇ πανηγύρει,
καὶ ἀλλήλους περιπτυξώμεθα.
Εἴπωμεν ἀδελφοί, καὶ τοῖς μισοῦσιν ἡμᾶς·
Συγχωρήσωμεν πάντα τῇ Ἀναστάσει,
καὶ οὕτω βοήσωμεν· Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν,
θανάτῳ θάνατον πατήσας,
καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος
της Ανάστασης ημέρα,και
ας λαμψουμε από τη χαρά της γιορτής,
και ο ένας τον άλλον ας αγκαλιάσουμε,
ας πούμε αδελφοί και σε αυτούς
που μας μισούν,
ας συγχωρησουμε τα πάντα λόγω
της Ανάστασης,
κι έτσι ας φωνάξουμε δυνατά,
ο Χριστός αναστήθηκε από τους νεκρούς,
με θάνατο τον θάνατο συνθλίβοντας
και σε αυτούς μέσα στα μνήματα
ζωή χαρισε
.
.
.
Το Κατά Μαρκον Ευαγγελιον της Ανάστασης(16,1-8)
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
ΚΑΙ διαγενομένου τοῦ σαββάτου Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ ᾿Ιακώβου καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν. καὶ λίαν πρωῒ τῆς μιᾶς σαββάτων ἔρχονται
ἐπὶ τὸ μνημεῖον, ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου. καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς· τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον
ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου; καὶ ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος· ἦν γὰρ μέγας σφόδρα. καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολὴν λευκήν, καὶ ἐξεθαμβήθησαν. ὁ δὲ λέγει αὐταῖς· μὴ ἐκθαμβεῖσθε· ᾿Ιησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον· ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε· ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν. ἀλλ᾿ ὑπάγετε εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν. καὶ ἐξελθοῦσαι ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου· εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον· ἐφοβοῦντο γάρ.
και οταν πέρασε το σάββατο η Μαρία η Μαγδαληνή
και η Μαρία του Ιάκωβου και η Σαλώμη αγόρασαν αρώματα
για να έρθουν να τον αλείψουν,
και πολύ πρωί την επόμενη μέρα από το σαββατο έρχονται στο μνημείο,όταν ανέτειλε ο ήλιος,και έλεγαν μεταξύ τους,
ποιος θα μας κυλισει τη πέτρα από τη πόρτα του μνημείου;
και κοιτάζοντας βλέπουν ότι ειχε κυλιστει η πετρα,γιατί ήταν πάρα πολύ μεγάλη,
και μπαίνοντας μέσα στο μνημείο είδαν έναν νεαρό να κάθεται στα δεξιά,ντυμένον με
λευκό ρούχο,και ταταχτηκαν,
αυτός τότε λέει σε αυτές,μην
ταραζεστε,τον Ιησού ζητάτε τον Ναζωραίου τον σταυρωμενο,
αναστήθηκε,δεν είναι εδω,να ο τόπος όπου τον έβαλαν,αλλά
τραβάτε να πείτε στους μαθητές του και στον Πέτρο ότι
πηγαίνει πριν από σας στη Γαλιλαία,εκεί θα τον δείτε,όπως
σας είπε,
και αφού βγήκαν έξω έφυγαν από το μνημείο,
τρόμος και αναστατωση τις κατειχε
και σε κανέναν τίποτα δεν είπαν,
γιατί φοβούνταν,
.
.
.
Το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο της Σταύρωσης, ΚΖ'(27) 33-54
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Καὶ ἐλθόντες εἰς τόπον λεγόμενον Γολγοθᾶ, ὅ ἐστι λεγόμενος κρανίου τόπος,
ἔδωκαν αὐτῷ πιεῖν ὄξος μετὰ χολῆς μεμιγμένον· καὶ γευσάμενος οὐκ ἤθελε πιεῖν.
σταυρώσαντες δὲ αὐτὸν διεμερίσαντο τὰ ἱμάτια αὐτοῦ βαλόντες κλῆρον,
καὶ καθήμενοι ἐτήρουν αὐτὸν ἐκεῖ.
καὶ ἐπέθηκαν ἐπάνω τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ τὴν αἰτίαν αὐτοῦ γεγραμμένην· οὗτός ἐστιν ᾿Ιησοῦς ὁ βασιλεὺς τῶν ᾿Ιουδαίων.
Τότε σταυροῦνται σὺν αὐτῷ δύο λῃσταί, εἷς ἐκ δεξιῶν καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων.
Οἱ δὲ παραπορευόμενοι ἐβλασφήμουν αὐτὸν κινοῦντες τὰς κεφαλὰς αὐτῶν
καὶ λέγοντες· ὁ καταλύων τὸν ναὸν καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις οἰκοδομῶν! σῶσον σεαυτόν· εἰ υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ, κατάβηθι ἀπὸ τοῦ σταυροῦ.
ὁμοίως δὲ καὶ οἱ ἀρχιερεῖς ἐμπαίζοντες μετὰ τῶν γραμματέων καὶ πρεσβυτέρων καὶ Φαρισαίων ἔλεγον·
ἄλλους ἔσωσεν, ἑαυτὸν οὐ δύναται σῶσαι· εἰ βασιλεὺς ᾿Ισραήλ ἐστι, καταβάτω νῦν ἀπὸ τοῦ σταυροῦ καὶ πιστεύσομεν ἐπ᾿ αὐτῷ·
πέποιθεν ἐπὶ τὸν Θεόν, ρυσάσθω νῦν αὐτόν, εἰ θέλει αὐτόν· εἶπε γὰρ ὅτι Θεοῦ εἰμι υἱός.
τὸ δ᾿ αὐτὸ καὶ οἱ λῃσταὶ οἱ συσταυρωθέντες αὐτῷ ὠνείδιζον αὐτόν.
᾿Απὸ δὲ ἕκτης ὥρας σκότος ἐγένετο ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης.
περὶ δὲ τὴν ἐνάτην ὥραν ἀνεβόησεν ὁ ᾿Ιησοῦς φωνῇ μεγάλῃ λέγων· ἠλὶ ἠλί, λιμᾶ σαβαχθανί; τοῦτ᾿ ἔστι, Θεέ μου Θεέ μου, ἱνατί με ἐγκατέλιπες;
τινὲς δὲ τῶν ἐκεῖ ἑστώτων ἀκούσαντες ἔλεγον ὅτι ᾿Ηλίαν φωνεῖ οὗτος.
καὶ εὐθέως δραμὼν εἷς ἐξ αὐτῶν καὶ λαβὼν σπόγγον πλήσας τε ὄξους καὶ περιθεὶς καλάμῳ ἐπότιζεν αὐτόν.
οἱ δὲ λοιποὶ ἔλεγον· ἄφες ἴδωμεν εἰ ἔρχεται ᾿Ηλίας σώσων αὐτόν.
ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς πάλιν κράξας φωνῇ μεγάλῃ ἀφῆκε τὸ πνεῦμα.
Καὶ ἰδοὺ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ ἐσχίσθη εἰς δύο ἀπὸ ἄνωθεν ἕως κάτω, καὶ ἡ γῆ ἐσείσθη καὶ αἱ πέτραι ἐσχίσθησαν,
καὶ τὰ μνημεῖα ἀνεῴχθησαν καὶ πολλὰ σώματα τῶν κεκοιμημένων ἁγίων ἠγέρθη,
καὶ ἐξελθόντες ἐκ τῶν μνημείων, μετὰ τὴν ἔγερσιν αὐτοῦ εἰσῆλθον εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν καὶ ἐνεφανίσθησαν πολλοῖς.
῾Ο δὲ ἑκατόνταρχος καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ τηροῦντες τὸν ᾿Ιησοῦν, ἰδόντες τὸν σεισμὸν καὶ τὰ γενόμενα ἐφοβήθησαν σφόδρα λέγοντες· ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς ἦν οὗτος.
κι αφού ήρθαν στο τόπο που λέγεται Γολγοθάς,ο οποίος είναι λεγόμενος κρανίου τόπος,έδωκαν σε αυτόν να πιει ξύδι με χολή αναμιγμενο
και αφού το δοκίμασε δεν ήθελε να το πιει,
τότε αφού τον σταύρωσαν μοίρασαν τα ρούχα του βάζοντας κλήρο,και κάθησαν να τον επιτηρούν εκεί,
και τοποθέτησαν πάνω από το κεφαλι του την αιτια της σταύρωσης γραμμενη,
αυτός είναι ο Ιησούς ο βασιλιάς των Ιουδαίων,
τότε σταυρώνονται μαζί με αυτόν δύο ληστές,ο ένας από τα δεξιά κι άλλος από τα αριστερα,
αυτοί που περνούσαν κοντά τον βλαστημουσαν κουνώντας τα κεφάλια τους και έλεγαν,
εσύ που γκρεμίζεις το ναό και μέσα σε τρεις μέρες τον οικοδομεις,σώσε τον εαυτό σου,
αν Υιος είσαι του Θεού,κατεβα απο τον σταυρό,
παρόμοια και οι αρχιερείς εμπαιζοντας τον μαζί με τους γραμματείς και τους πρεσβυτερους και τους Φαρισαίους έλεγαν,.
άλλους έσωσε,τον εαυτό του δεν μπορεί να σώσει,εάν Βασιλιάς του Ισραήλ είναι,ας κατεβει τώρα
από τον σταυρό και τότε θα πιστέψουμε σε αυτόν,
αυτός έχει πίστη στο Θεό,ας τον σώσει τώρα,αν τον θέλει,γιατί είπε ότι Θεού είμαι υιός,
το ίδιο και οι ληστές αυτοι που μαζί με αυτόν ειχαν σταυρωθει
τον περιεπαιζαν,
από την έκτη ώρα σκοτάδι έγινε πάνω σε όλη τη γη μέχρι την ενατη ωρα,
τότε περί την.ενάτη ώρα φώναξε ο Ιησους με φωνή μεγάλη λέγοντας,
ηλι ηλί λιμα σαβαχθανι,δηλαδή
Θεέ μου Θεέ μου γιατί με εγκατελειψες;
τότε κάποιοι από αυτούς που στέκονταν εκεί άκουγωντας έλεγαν ότι τον Ηλία φωνάζει αυτός,
κι αμέσως τρεχοντας ένας από αυτους και παίρνοντας ένα σφουγγάρι και γεμίζοντας το με ξιδι
και το καρφωνοντας σε καλάμι του έδινε να πιει,
οι υπόλοιποι όμως έλεγαν,
αφήστε τον να δούμε αν έρθει ο Ηλίας να τον σωσει,
ο Ιησούς όμως πάλι αφού φώναξε με φωνή μεγάλη άφησε το πνεύμα,
και τωρα να το καταπετασμα του ναού σχίστηκε στα δύο από πάνω μέχρι κατω,και η γη σείστηκε
και οι πέτρες σχιστηκαν,
και τα μνημεία ανοιχτηκαν και πολλά σώματα των αγίων που είχαν κοιμηθεί αναστήθηκαν,και βγαίνοντας έξω από τα μνημεία,μετα την ανάσταση του μπήκαν μέσα στην αγία πόλη και
εμφανίστηκαν σε πολλούς,
τότε ο εκατόνταρχος και αυτοί που μαζι με αυτόν επιτηρουσαν τον Ιησού,βλεπωντας τον σεισμό και αυτά που έγιναν φοβήθηκαν πάρα πολύ και έλεγαν,
αλήθεια Θεού υιός ήταν αυτός
.
.
.
Επί των ποταμών Βαβυλώνος,
(Δαυιδ Ψαλμός 136) Χουρμουζίου Χαρτοφύλακος (+1840),ήχος γ'
-μεταφραση χ.νκουβελης c.n.couvelis
Θρασυβούλου Στανιτσα-χορωδια-επι των ποταμων Βαβυλωνος
https://youtu.be/_4dFRVv3uew
Ἐπὶ τῶν ποταμῶν Βαβυλῶνος ἐκεῖ ἐκαθίσαμεν καὶ ἐκλαύσαμεν ἐν τῷ μνησθῆναι
ἡμᾶς τῆς Σιών.
ἐπὶ ταῖς ἰτέαις ἐν μέσῳ αὐτῆς ἐκρεμάσαμεν τὰ ὄργανα ἡμῶν·
ὅτι ἐκεῖ ἐπηρώτησαν ἡμᾶς οἱ αἰχμαλωτεύσαντες ἡμᾶς λόγους ᾠδῶν καὶ
οἱ ἀπαγαγόντες ἡμᾶς ὕμνον· ᾄσατε ἡμῖν ἐκ τῶν ᾠδῶν Σιών
πῶς ᾄσωμεν τὴν ᾠδὴν Κυρίου ἐπὶ γῆς ἀλλοτρίας,
ἐὰν ἐπιλάθωμαί σου, Ἱερουσαλήμ, ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου·
κολληθείη ἡ γλῶσσά μου τῷ λάρυγγί μου, ἐὰν μή σου μνησθῶ, ἐὰν μὴ
προανατάξωμαι τὴν Ἱερουσαλὴμ ὡς ἐν ἀρχῇ τῆς εὐφροσύνης μου.
μνήσθητι, Κύριε, τῶν υἱῶν Ἐδὼμ τὴν ἡμέραν Ἱερουσαλὴμ τῶν
λεγόντων· ἐκκενοῦτε, ἐκκενοῦτε, ἕως τῶν θεμελίων αὐτῆς.
θυγάτηρ Βαβυλῶνος ἡ ταλαίπωρος, μακάριος ὃς ἀνταποδώσει σοι τὸ ἀνταπόδομά σου,
ὃ ἀνταπέδωκας ἡμῖν·
μακάριος ὃς κρατήσει καὶ ἐδαφιεῖ τὰ νήπιά σου πρὸς τὴν πέτραν.
στις οχθες των ποταμών της Βαβυλώνας εκεί καθησαμε
και κλάψαμε όταν θυμήθηκαμε την Σιων,
πάνω στις ιτιές
(στους ποταμούς που την διαρρέουν)
στο μέσο της κρεμάσαμε τα όργανα μας,
επειδη(διότι)εκεί μας ζήτησαν αυτοί
που μας αιχλωματισαν να ψάλλουμε,
και αυτοί που μας έφεραν με τη βία εκεί να υμνήσουμε,
ψάλτε σε μας από τα τραγούδια της Σιων,
πως θα ψάλλουμε τον ψαλμό του Κυρίου σε γη ξενη;
αν σε λησμονήσω,Ιερουσαλήμ,
να παραλύσει το δεξί μου χερι,
να κολλήσει η γλώσσα μου στο λαρύγγι μου,
αν δεν σε θυμηθώ,αν δεν προτάξω την Ιερουσαλήμ ως αρχη της αγαλιασης
μου,
θυμήσου,Κύριε,τους γιους του Εδώμ (τους Ιδουμιτες) κατά τη μέρα (της καταστροφής)
της Ιερουσαλήμ που έλεγαν,
ερημωστε την ,ερημωστε την,ξεθεμελιωστε την,
θυγατέρα της Βαβυλώνας δυστυχισμένη,
μακάριος οποιος σε σένα ανταποδώσει το ανταποδωμα που εσύ ανταπεδωσες σε μας
(όποιος σε εκδικηθει για το
κακό που μας προξένησες)
μακάριος οποίος αρπάξει και συντρίψει τα νήπια σου πάνω στη πετρα
.
.
Ιεροδιακονος-Διονυσιος Φιρφιρης-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
ΕΚΥΚΛΩΣΑΝ ΑΙ ΤΟΥ ΒΙΟΥ ΜΕ ΖΑΛΑΙ - π. ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΦΙΡΦΙΡΗΣ
https://youtu.be/gF-MgTX9FZE
Εκύκλωσαν αι του βίου με ζάλαι,ώσπερ μέλισσα κηρίoν Παρθένε,
και την εμήν κατασχούσαι καρδίαν, κατατιτρώσκουσι βέλει των θλίψεων
αλλ' εύροιμί σε βοηθόν και διώκτην και ρύστην Πανάχραντε."
[τροπάριο της στ’ ωδής του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνα]
ηχ πλ δ΄
με εκυκλωσαν του βίου οι στεναχώριες ,όπως η μέλισσα το κερί,Παρθένα,
και την καρδιά μου κατασχιζουν,
την κατατρώνε τα βέλη των θλίψεων,
αλλά όμως σε βρίσκω βοηθό και διώκτη και λυτρωτή
Εσενα που τελείως είσαι αμολυντος
.
.
.
Κρίση Ιστορίας,3,
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
-εχει πανσέληνο αποψε',είπε,
το φεγγάρι θ'ανέβει,θα περάσει τα κυπαρίσσια,οι βάρκες περιμένουν στην ακρογιαλιά,
σιωπηλοί,βουβοί,εκει θα στοιβαχτουμε,
'αυριο που θα ξημερωθουμε,μάνα;',ρώτησε το παιδί,
τι να του απαντήσουμε,
αν δεν πνιγούμε,
παραλίγο να πουμε την αλήθεια,δεν το κάναμε,τι ωφελεί η αλήθεια;
μια γυναικα,σκιά στο φως του φεγγαριού,εξαυλωμένη,την ακούσαμε,να απαγγέλει,
Ευριπίδη,Τρωάδες,στιχοι 1167-1191
ὦ φίλταθ᾽, ὥς σοι θάνατος ἦλθε δυστυχής.
εἰ μὲν γὰρ ἔθανες πρὸ πόλεως, ἥβης τυχὼν
γάμων τε καὶ τῆς ἰσοθέου τυραννίδος,
1170μακάριος ἦσθ᾽ ἄν, εἴ τι τῶνδε μακάριον.
νῦν αὔτ᾽ ἰδὼν μὲν γνούς τε, σῇ ψυχῇ, τέκνον,
οὐκ οἶσθ᾽, ἐχρήσω δ᾽ οὐδὲν ἐν δόμοις ἔχων.
δύστηνε, κρατὸς ὥς σ᾽ ἔκειρεν ἀθλίως
τείχη πατρῷα, Λοξίου πυργώματα,
1175ὃν πόλλ᾽ ἐκήπευσ᾽ ἡ τεκοῦσα βόστρυχον
φιλήμασίν τ᾽ ἔδωκεν, ἔνθεν ἐκγελᾷ
ὀστέων ῥαγέντων φόνος, ἵν᾽ αἰσχρὰ μὴ λέγω.
ὦ χεῖρες, ὡς εἰκοὺς μὲν ἡδείας πατρὸς
κέκτησθ᾽, ἐν ἄρθροις δ᾽ ἔκλυτοι πρόκεισθέ μοι.
1180ὦ πολλὰ κόμπους ἐκβαλὸν φίλον στόμα,
ὄλωλας, ἐψεύσω μ᾽, ὅτ᾽ ἐσπίπτων λέχος,
«Ὦ μῆτερ, ηὔδας, ἦ πολύν σοι βοστρύχων
πλόκαμον κεροῦμαι, πρὸς τάφον θ᾽ ὁμηλίκων
κώμους ἀπάξω, φίλα διδοὺς προσφθέγματα».
1185σὺ δ᾽ οὐκ ἔμ᾽, ἀλλ᾽ ἐγὼ σὲ τὸν νεώτερον,
γραῦς ἄπολις ἄτεκνος, ἄθλιον θάπτω νεκρόν.
οἴμοι, τὰ πόλλ᾽ ἀσπάσμαθ᾽ αἵ τ᾽ ἐμαὶ τροφαὶ
ὕπνοι τ᾽ ἐκεῖνοι φροῦδά μοι. τί καί ποτε
γράψειεν ἄν σοι μουσοποιὸς ἐν τάφῳ;
1190Τὸν παῖδα τόνδ᾽ ἔκτειναν Ἀργεῖοί ποτε
δείσαντες; αἰσχρὸν τοὐπίγραμμά γ᾽ Ἑλλάδι.
πολυαγαπημενο μου,εσένα θάνατος σε βρήκε άδικος,
γιατί αν για την πόλη πέθαινες,αν τα νιάτα χαιροσουν
και τους γάμους και την ισοθεη βασιλεια,
θα σε νόμιζαν για ευτυχισμένο,αν σ'αυτά κάποια ευτυχία υπαρχει,
τώρα συ αυτά δεν πρόλαβες να δεις και να γνωρίσεις,παιδί μου,δεν τα νιωσες,
τίποτα δεν χάρηκες αν και δικά σου,
δυσμοιρο,πως το κεφάλι σου σπάσανε οικτρά τα τείχη των πατέρων,του Λοξια οι πυργοι,
οπου πολλά στα μαλλιά αυτή που δε γέννησε σου δίνε φιλιά,
εκεί τώρα απ' τα ραγισμένα κόκκαλα ξεπετιεται ο θανατος,
ας ηταν το κακό να μην λέω,
χέρια,που γλυκά
μοιάζεται με του πατέρα,όμως
είστε εξαρθρωμενα μπροστά μου,
αχ πόσα πολλά γλυκολογα μου'λες
αγαπημένο μου στόμα,όμως χάθηκες,και δε τα κράτησες,όταν στο κρεβάτι μου ερχόσουν,
μητέρα, φωναζες,αν πεθάνεις τα μαλλια μου ολα για σενα θα κόψω,στο τάφο με συντροφια συνομηλικους με πόνο θα αποχαιρετησω,
όμως όχι εσύ εμένα,αλλ'εγω σένα τον νεώτερο,
μια γριά χωρίς πατρίδα χωρίς παιδιά κακοθανατισμενο σε θάβω νεκρο,
αλίμονο,τα τόσα φιλιά κι οι έγνοιες μου για σένα
κι εκείνα τα ξενύχτια πάνε χάθηκαν,
και τι κάποτε θα γράψει για σενα ποιητής στον τάφο σου πάνω;
αυτό εδω το παιδί κάποτε σκότωσαν οι Αργειτες απο φοβο,
επίγραμμα ντροπής για την Ελλαδα
ένα προς ένα τα λόγια της μας ανασηκωσαν τις μνήμες μας,
μια γυναίκα ανάμεσα μας την λέγανε Εκάβη,μια Ανδρομάχη,μια Κασανδρα,μια
Καλιοπακι,
τόσες γυναίκες τι θρηνούσαν:
κάποιο παιδί μωρο,ονόματι Σκαμανδριο.η' Αστυανακτα,
γιο του Έκτορα και της Ανδρομαχης
.
.
( μετάφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis)
.
.
.
Παρθένιος ο Νικαεύς
(Περὶ ἐρωτικῶν παθημάτων)
26. Περὶ της Ἀπριάτης
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
26.Περι της Απριατης
(ιστορεί ο Ευφοριων στον Θράκα του)
Στη Λέσβο μια κοπέλα την Απριατη ο Τραμβηλος του Τελαμωνα ερωτευτηκε και μεταχειρίστηκε πολλά για να καταφερει το κοριτσι,
καθώς εκείνη καθόλου δεν εξέδιδε,σκέφτηκε με δολο κι απάτη να την κατακτήσει,
όταν λοιπόν πήγαινε κάποτε με τις υπηρέτριες της σε κάποιο από τα πατρικά χωραφια,το οποίο κοντά στη θάλασσα βρίσκονταν,αφού παραφυλαξε την άρπαξε,
καθώς όμως εκείνη παρα πολύ δυνατα αντιστάθηκε για την παρθενιά της,οργιστηκε ο Τραμβηλος και την έρριξε στη θάλασσα,η οποία τύχαινε εκεί να'ναι βαθεια κι έτσι λοιπόν αυτή χάθηκε,
κάποιοι όμως είπαν πως κυνηγημένη μόνη της ρίχτηκε,
ο Τραμβηλος από λίγο καιρό επειτα τιμωρηθηκε απ'τους θεούς,
γιατί όταν ο Αχιλλέας απ'τη Λέσβο πολλά λάφυρα άρπαζοντας έπαιρνε, αυτός,κλήθηκε απ'τους εκεί κατοικους να βοηθησει,να συγκρουστεί μ'αυτον,
όπου χτυπήθηκε στο στέρνο κι αμέσως έπεσε,τότε θαυμάζοντας την αντρεια του αυτόν ο Αχιλλέας ενώ ακόμα ανεπνεε τον ρώτησε ποιος ήταν κι από που,
όταν έμαθε πως παιδί του Τελαμωνα ήταν
βαριά θρηνώντας στην ακτή πολύ χώμα σηκώνοντας σε τύμβο έχωσε,αυτόν ακόμη και τώρα ηρώο του Τραμβηλου καλουν
.
.
26. Περὶ Ἀπριάτης
(Ἱστορεῖ Εὐφορίων Θρᾳκί)
[26.1] Ἐν Λέσβῳ παιδὸς Ἀπριάτης Τράμβηλος ὁ Τελαμῶνος ἐρασθεὶς πολλὰ ἐποιεῖτο εἰς τὸ προσαγαγέσθαι τὴν κόρην· ὡς δὲ ἐκείνη οὐ πάνυ ἐνεδίδου, ἐνενοεῖτο δόλῳ καὶ ἀπάτῃ περιγενέσθαι αὐτῆς. πορευομένην οὖν ποτε σὺν θεραπαινιδίοις ἐπί τι τῶν πατρῴων χωρίων, ὃ πλησίον τῆς θαλάσσης ἔκειτο, λοχήσας εἷλεν. [26.2] ὡς δὲ ἐκείνη πολὺ μᾶλλον ἀπεμάχετο περὶ τῆς παρθενίας, ὀργισθεὶς Τράμβηλος ἔρριψεν αὐτὴν εἰς τὴν θάλασσαν· ἐτύγχανεν δὲ ἀγχιβαθὴς οὖσα. καὶ ἡ μὲν ἄρα οὕτως ἀπολώλει· τινὲς μέντοι ἔφασαν διωκομένην ἑαυτὴν ῥῖψαι. [26.3] Τράμβηλον δὲ οὐ πολὺ μετέπειτα τίσις ἐλάμβανεν ἐκ θεῶν· ἐπειδὴ γὰρ Ἀχιλλεὺς ἐκ τῆς Λέσβου πολλὴν λείαν ἀποτεμόμενος ἤγαγεν, οὗτος, ἐπαγαγομένων αὐτὸν τῶν ἐγχωρίων βοηθόν, συνίσταται αὐτῷ. [26.4] ἔνθα δὴ πληγεὶς εἰς τὰ στέρνα παραχρῆμα πίπτει· ἀγάμενος δὲ τῆς ἀλκῆς αὐτὸν Ἀχιλλεὺς ἔτι ἔμπνουν ἀνέκρινεν ὅστις τε ἦν καὶ ὁπόθεν· ἐπεὶ δὲ ἔγνω παῖδα Τελαμῶνος ὄντα, πολλὰ κατοδυράμενος ἐπὶ τῆς ἠιόνος μέγα χῶμα ἔχωσε. τοῦτο ἔτι νῦν ἡρῷον Τραμβήλου καλεῖται.
.
.
Σημειώσεις:
Ευφοριων ο Χαλκιδευς(276 πΧ-187πΧ),ποιητής και επιγραμματοποιος,
έργο του ο Θραξ
.
ο Τελαμώνας ο πατέρας του Τραμβηλου ήταν αδελφός του Πηλέα του πατέρα του Αχιλλέα
.
.
.
οι φυλές των Γαραμαντων,Αταραντων,Ατλάντων
-Ηροδοτου Ιστορίαι,βιβλίο δ' Μελπομένη,183-184
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
183
από τα Αυγιλα μετά από άλλες δέκα μέρες δρόμο άλλος αλατιού λόφος και νερού και φοινικες καρποφόροι πολλοι,
όμοια και με αυτούς τους,
άλλους κι άνθρωποι κατοικούν σ'αυτόν,που τ'ονομα τους.Γαραμαντες είναι,έθνος πολύ μεγάλο ισχυρό,οι οποίοι πάνω στ'αλατι χώμα στρώνοντας μ'αυτο τον.τροπο σπερνουν,
ο πιο σύντομος απ'αυτους προς τους Λωτοφάγους δρόμος είναι τριάντα ημερών,
σ'αυτους και τα βόδια που βοσκουν.προς τα πισω υπάρχουν,βόσκουν προς τα πίσω για αυτό εδώ το λόγο,τα κέρατα υπάρχουν γυρισμένα προς τα μπρος,
γι'αυτό πίσω βασίζοντας βόσκουν,γιατί μπροστά δεν μπορούν να πάνε απ'τα κέρατα που προεξεχουν προς τη γη,
σε τίποτα άλλο δεν διαφέρουν απ'τ'αλλα βόδια παρά μόνο σ'αυτο και το δέρμα στο πάχος και στην αντοχη,
οι Γαραμαντες λοιπόν αυτοί τους Τρωγλοδυτες Αιθίοπες κυνηγούν με τεθριππα,
γιατί οι τρωγλοδυτες Αιθίοπες στα πόδια οι πιο ταχείς απ'τους ανθρώπους όλους είναι που γι'αυτους πληροφορίες ακούμε,
τρέφονται οι τρωγλοδυτες με φίδια και σαύρες και τέτοια ερπετα,
γλώσσα καμιά άλλη παρομοια δεν υπάρχει,αλλά τρίζουν όπως περίπου οι νυχτερίδες,
184
απ'τους Γαραμαντες μετά από άλλες δέκα μέρες δρόμο κι άλλος απ'αλατι λόφος και νερό,κι οι άνθρωποι που γύρω απ'αυτον κατοικούν ονομάζονται Αταραντες,που είναι χωρίς όνομα οι μόνοι απ'τους ανθρώπους που γνωρίζουμε,
γιατί σ' όλους αυτούς Αταραντες είναι τ'ονομα,σε κάθε ένα απ'αυτους όνομα κανένα δεν ανήκει,
αυτοί τον ήλιο οταν σηκώνεται πολυ ψηλά καταριουνται και μ'ολα τα αισχρά βριζουν,
γιατί καιοντας φλογιζει,και τους ανθρώπους και τη χώρα τους,
μετά από άλλες δέκα μέρες δρόμο άλλος λόγος απ'αλατι και νερό,κι άνθρωποι γύρω απ' αυτόν κατοικουν,
συνέχεια τ'αλατιου αυτού όρος που τ'ονομα είναι Άτλας,είναι στενό και κωνικό,
ψηλό τόσο όπως λέγεται που τις κορυφές του δεν μπορείς να δεις,γιατί ποτέ δεν τους λείπουν τα σύννεφα ούτε καλοκαίρι ούτε χειμώνα,αυτό λένε οι ντόπιοι πως η κολώνα τ'ουρανου είναι,
απ'αυτο το όρος οι άνθρωποι αυτοί ονοματισθηκαν,γιατί καλούνται Άτλαντες,
και λένε ούτε έμψυχο κανένα τρώγουν ούτε όνειρα βλεπουν
.
.
183
Ἀπὸ δὲ Αὐγίλων διὰ δέκα ἡμερέων ἀλλέων ὁδοῦ ἕτερος ἁλὸς κολωνὸς καὶ ὕδωρ καὶ φοίνικες καρποφόροι πολλοί, κατά περ καὶ ἐν τοῖσι ἑτέροισι· καὶ ἄνθρωποι οἰκέουσι ἐν αὐτῷ τοῖσι οὔνομα Γαράμαντες ἐστί, ἔθνος μέγα ἰσχυρῶς, οἳ ἐπὶ τὸν ἅλα γῆν ἐπιφορέοντες οὕτω σπείρουσι. 2 συντομώτατον δ᾽ ἐστὶ ἐς τοὺς Λωτοφάγους, ἐκ τῶν τριήκοντα ἡμερέων ἐς αὐτοὺς ὁδός ἐστι· ἐν τοῖσι καὶ οἱ ὀπισθονόμοι βόες γίνονται· ὀπισθονόμοι δὲ διὰ τόδε εἰσι. τὰ κέρεα ἔχουσι κεκυφότα ἐς τὸ ἔμπροσθε· 3 διὰ τοῦτο ὀπίσω ἀναχωρέοντες νέμονται· ἐς γὰρ τὸ ἔμπροσθε οὐκ οἷοι τε εἰσὶ προεμβαλλόντων ἐς τὴν γῆν τῶν κερέων. ἄλλο δὲ οὐδὲν διαφέρουσι τῶν ἄλλων βοῶν ὅτι μὴ τοῦτο καὶ τὸ δέρμα ἐς παχύτητά τε καὶ τρῖψιν. 4 οἱ Γαράμαντες δὴ οὗτοι τοὺς τρωγλοδύτας Αἰθίοπας θηρεύουσι τοῖσι τεθρίπποισι· οἱ γὰρ τρωγλοδύται Αἰθίοπες πόδας τάχιστοι ἀνθρώπων πάντων εἰσὶ τῶν ἡμεῖς πέρι λόγους ἀποφερομένους ἀκούομεν. σιτέονται δὲ οἱ τρωγλοδύται ὄφις καὶ σαύρους καὶ τὰ τοιαῦτα τῶν ἑρπετῶν· γλῶσσαν δὲ οὐδεμιῇ ἄλλῃ παρομοίην νενομίκασι, ἀλλὰ τετρίγασι κατά περ αἱ νυκτερίδες.
184
Ἀπὸ δὲ Γαραμάντων δι᾽ ἀλλέων δέκα ἡμερέων ὁδοῦ ἄλλος ἁλός τε κολωνὸς καὶ ὕδωρ, καὶ ἄνθρωποι περὶ αὐτὸν οἰκέουσι τοῖσι οὔνομα ἐστὶ Ἀτάραντες, οἳ ἀνώνυμοι εἰσὶ μοῦνοι ἀνθρώπων τῶν ἡμεῖς ἴδμεν· ἁλέσι μὲν γάρ σφι ἐστὶ Ἀτάραντες οὔνομα, ἑνὶ δὲ ἑκάστῳ αὐτῶν οὔνομα οὐδὲν κέεται. 2 οὗτοι τῷ ἡλίῳ ὑπερβάλλοντι καταρῶνται καὶ πρὸς τούτοισι πάντα τὰ αἰσχρὰ λοιδορέονται, ὅτι σφέας καίων ἐπιτρίβει, αὐτούς τε τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὴν χώρην αὐτῶν. 3 μετὰ δὲ δι᾽ ἀλλέων δέκα ἡμερέων ἄλλος κολωνὸς ἁλὸς καὶ ὕδωρ, καὶ ἄνθρωποι περὶ αὐτὸν οἰκέουσι. ἔχεται δὲ τοῦ ἁλὸς Τούτου ὄρος τῷ οὔνομα ἐστὶ Ἄτλας, ἔστι δὲ στεινὸν καὶ κυκλοτερὲς πάντη, ὑψηλὸν δὲ οὕτω δή τι λέγεται ὡς τὰς κορυφὰς αὐτοῦ οὐκ οἶά τε εἶναι ἰδέσθαι. οὐδέκοτε γὰρ αὐτὰς ἀπολείπειν νέφεα οὔτε θέρεος οὔτε χειμῶνος. τοῦτο τὸν κίονα τοῦ οὐρανοῦ λέγουσι οἱ ἐπιχώριοι εἶναι. 4 ἐπὶ τούτου τοῦ ὄρεος οἱ ἄνθρωποι οὗτοι ἐπώνυμοι ἐγένοντο· καλέονται γὰρ δὴ Ἄτλαντες. λέγονται δὲ οὔτε ἔμψυχον οὐδὲν σιτέεσθαι οὔτε ἐνύπνια ὁρᾶν.
.
.
.
Αριστοφάνης, Θεσμοφοριάζουσες,411 π.Χ
(Κατηγοριες του Ευριπίδη κατά των γυναικών)
στίχοι 383-432
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Γυνὴ Α
από καμιά ανάγκη για επίδειξη μα τη θεα
να μιλήσω δεν σηκώθηκα,γυναίκες,αλλά γιατί
βαριά το'χω η δυστυχη πολύ καιρό τώρα
να βλέπω να διασύρομαστε απ' τον
Ευριπίδη τον γιο μιας λαχανους
και πολλά και διάφορα ν'ακουω ασχημα
γιατί αυτός δεν μας λούζει με βρισιες;
και που δεν μας διαβάλει;όπου εν ολίγοις
είναι θεατές και τραγωδία και χοροί;
πουτανες,γκομενες αντρών μας λέει,
κρασοκανατες,άπιστες,γλωσσοκοπανες,
ανομαλες,των αντρών το βασανο
ωστε μόλις γυρίζουν απ' το θέατρο
μας κρυφοβλέπουν και κοιτάζουν
μήπως κάποιος γκόμενος μέσα είναι κρυμμενος
και δεν μπορούμε τίποτα να κάνουμε όπως
πριν,τέτοιες ιδέες αυτος έβαλε στα μυαλά
των αντρών μας,ώστε αν κάποια γυναίκα
πλέκει στεφάνι,ερωτευμένη θα'ναι,αν της πέσει
καποια κατσαρολα όταν πηγαινοέρχεται στο σπίτι
ο άντρας τη ρωτά,για ποιον έσπασες τη χύτρα;
μάλλον για κείνον τον Κορίνθιο τον ξένο,
κι αν κάποια αδιαθετησει,αμέσως ο αδερφός λέει,
αυτό το χρώμα της κοπέλας καθόλου δεν μ'αρεσει
κι αν,κάποια γυναίκα στείρα θέλει να παρουσιάσει
ένα παιδί για δικο της,αυτό δεν θα μείνει κρυφό,
γιατί οι άντρες κάθονται κοντά της και δεν ειναι μόνη,
πρώτα οι γέροντες μικρές έπαιρναν,αλλά τις διεβαλε,
ώστε κανένας γέροντας,να μη θέλει
να παντρευτεί γυναίκα γι'αυτον δω τον στίχο
γιατί τύραννος στον γέροντα γαμπρό η γυναικα
γι'αυτό στους γυναικωνίτες κλείνοντας μας με κλειδαριές
κι αμπαρες μας παρακολουθούν κι ακόμα Μολοσσούς
τρέφουν αγριοσκυλους για να τρομάζουν τους γαμιαδες
εντάξει αυτά ας είναι,αλλά πριν εμείς κουμανταραμε
στο σπίτι,και παίρναμε κρυφα τ'αλευρι το λάδι
το κρασί,τώρα τίποτα απ' αυτά δεν μπορούμε,
γιατί οι άντρες τώρα έχουν πάνω τους κλειδιά
μυστικά δυσχρηστα απ' τη Λακωνία,που'χουν τρία δοντια,
πρώτα όμως με τρεις οβολούς έκανες αντικλειδι
κι άνοιγες τη πόρτα,αλλά τώρα αυτός ο αρουραιος Ευριπίδης
τους δασκαλεψε σκωροφαγωμενες να'χουν σφραγιδουλες
πάνω τους κρεμασμενες,τώρα λοιπόν η γνώμη μου ειναι
απ'τον όλεθρο μας ν'απαλλαχτούμε με κάποιο τροπο
η' με φάρμακι η' με κάποιο σχέδιο,για να πεθανει,αυτα'γω
δημόσια τα λέω,τ'αλλα θα τα καταγράψουμε με τη γραμματεα
.
.
Γυνὴ Α
φιλοτιμίᾳ μὲν οὐδεμιᾷ μὰ τὼ θεὼ
λέξουσ᾽ ἀνέστην ὦ γυναῖκες: ἀλλὰ γὰρ
385βαρέως φέρω τάλαινα πολὺν ἤδη χρόνον
προπηλακιζομένας ὁρῶς ἡμᾶς ὑπὸ
Εὐριπίδου τοῦ τῆς λαχανοπωλητρίας
καὶ πολλὰ καὶ παντοῖ᾽ ἀκουούσας κακά.
τί γὰρ οὗτος ἡμᾶς οὐκ ἐπισμῇ τῶν κακῶν;
390ποῦ δ᾽ οὐχὶ διαβέβληχ᾽, ὅπουπερ ἔμβραχυ
εἰσὶν θεαταὶ καὶ τραγῳδοὶ καὶ χοροί,
τὰς μοιχοτρόπους, τὰς ἀνδρεραστίας καλῶν,
τὰς οἰνοπότιδας, τὰς προδότιδας, τὰς λάλους,
τὰς οὐδὲν ὑγιές, τὰς μέγ᾽ ἀνδράσιν κακόν:
395ὥστ᾽ εὐθὺς εἰσιόντες ἀπὸ τῶν ἰκρίων
ὑποβλέπουσ᾽ ἡμᾶς σκοποῦνταί τ᾽ εὐθέως
μὴ μοιχὸς ἔνδον ᾖ τις ἀποκεκρυμμένος.
δρᾶσαι δ᾽ ἔθ᾽ ἡμῖν οὐδὲν ὥσπερ καὶ πρὸ τοῦ
ἔξεστι: τοιαῦθ᾽ οὗτος ἐδίδαξεν κακὰ
400τοὺς ἄνδρας ἡμῶν: ὥστ᾽ ἐάνπερ τις πλέκῃ
γυνὴ στέφανον, ἐρᾶν δοκεῖ: κἂν ἐκβάλῃ
σκεῦός τι κατὰ τὴν οἰκίαν πλανωμένη,
ἁνὴρ ἐρωτᾷ, 'τῷ κατέαγεν ἡ χύτρα;
οὐκ ἔσθ᾽ ὅπως οὐ τῷ Κορινθίῳ ξένῳ.'
405κάμνει κόρη τις, εὐθὺς ἁδελφὸς λέγει,
‘τὸ χρῶμα τοῦτό μ᾽ οὐκ ἀρέσκει τῆς κόρης.’
εἶεν, γυνή τις ὑποβαλέσθαι βούλεται
ἀποροῦσα παίδων, οὐδὲ τοῦτ᾽ ἔστιν λαθεῖν.
ἅνδρες γὰρ ἤδη παρακάθηνται πλησίον:
410πρὸς τοὺς γέροντάς θ᾽ οἳ πρὸ τοῦ τὰς μείρακας
ἤγοντο, διαβέβληκεν, ὥστ᾽ οὐδεὶς γέρων
γαμεῖν ἐθέλει γυναῖκα διὰ τοὔπος τοδὶ
‘δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή.’
εἶτα διὰ τοῦτον ταῖς γυναικωνίτισιν
415σφραγῖδας ἐπιβάλλουσιν ἤδη καὶ μοχλοὺς
τηροῦντες ἡμᾶς, καὶ προσέτι Μολοττικοὺς
τρέφουσι μορμολυκεῖα τοῖς μοιχοῖς κύνας.
καὶ ταῦτα μὲν ξυγγνώσθ᾽. ἃ δ᾽ ἦν ἡμῖν πρὸ τοῦ
αὐταῖς ταμιεῦσαι καὶ προαιρούσαις λαθεῖν
420ἄλφιτον ἔλαιον οἶνον, οὐδὲ ταῦτ᾽ ἔτι
ἔξεστιν. οἱ γὰρ ἄνδρες ἤδη κλῄδια
αὐτοὶ φοροῦσι κρυπτὰ κακοηθέστατα
Λακωνίκ᾽ ἄττα, τρεῖς ἔχοντα γομφίους.
πρὸ τοῦ μὲν οὖν ἦν ἀλλ᾽ ὑποῖξαι τὴν θύραν
425ποιησαμέναισι δακτύλιον τριωβόλου,
νῦν δ᾽ οὗτος αὐτοὺς ᾡκότριψ Εὐριπίδης
ἐδίδαξε θριπήδεστ᾽ ἔχειν σφραγίδια
ἐξαψαμένους. νῦν οὖν ἐμοὶ τούτῳ δοκεῖ
ὄλεθρόν τιν᾽ ἡμᾶς κυρκανᾶν ἁμωσγέπως,
430ἢ φαρμάκοισιν ἢ μιᾷ γέ τῳ τέχνῃ,
ὅπως ἀπολεῖται. ταῦτ᾽ ἐγὼ φανερῶς λέγω,
τὰ δ᾽ ἄλλα μετὰ τῆς γραμματέως συγγράψομαι.
.
.
.
επίγραμμα του Φιλόδημου 'Χαριτω'
(Παλατινή Ανθολογία 5,13)
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
ἑξήκοντα τελεῖ Χαριτὼ λυκαβαντίδας ὥρας,
ἀλλ᾽ ἔτι κυανέων σύρμα μένει πλοκάμων,
κἀν στέρνοις ἔτι κεῖνα τὰ λύγδινα κώνια μαστῶν
ἕστηκεν, μίτρης γυμνὰ περιδρομάδος,
5καὶ χρὼς ἀρρυτίδωτος ἔτ᾽ ἀμβροσίην, ἔτι πειθώ
πᾶσαν, ἔτι στάζει μυριάδας χαρίτων.
ἀλλὰ πόθους ὀργῶντας ὅσοι μὴ φεύγετ᾽, ἐρασταί,
δεῦρ᾽ ἴτε, τῆς ἐτέων ληθόμενοι δεκάδος.
ΠΑ 5, 13(Φιλοδημος)
η Χαριτω τα'κλεισε τα εξηντα
αλλ'ακομα σγουρα μαυρα έχει τα μαλλιά,
και τα βυζιά της ασπρα σαν το μάρμαρο
στέκουν στητα σαν κωνοι,
γυμνά χωρίς σουτιέν,
κι απ'τ'αρυτιδωτο της δέρμα ακόμα αμβροσία γοητεία
και μύρια αρώματα σταζουν,
λοιπόν πόθους φλογερούς
όσοι δεν αποφεύγεται,εραστές,
εμπρός ελάτε,τα δεκάδες
χρόνια της ξεχαστε
.
.
.
Σοφοκλής,Φιλοκτήτης( 409 π Χ)-στιχοι 468-506
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Φιλοκτήτης
στ'ονομα τα πατέρα,παιδι μου,και της μάνας σου
σ' ότι στο σπίτι σου είναι πιο αγαπητό,
ικέτης σου πέφτω,μην μ'εγκαταλειπεις μοναχο,470
έρημο στα κακα αυτα'δω που βλέπεις,
κι όσα έχεις ακούσει να με κάναν σπίτι τους,
αλλά σαν άχρηστο πεταξε με,βάρος,
το ξέρω,μεγάλο φορτωμα ειναι,
όμως τόλμησε το,γιατί οι γενναίοι 475
το αισχρό έχουν εχθρό και το χρηστο ενδοξο
αν μ'εγκαταλειψεις αυτο ντροπή θα'ναι
αν με πάρεις,παιδί μου,μεγάλη φήμη ένδοξη
θα'χεις αν φτάσω ζωντανός στη γη της Οιτης,
έλα,δεν θα σ'ενοχλησω ούτε μια μέρα ολόκληρη,480
τόλμησε,βάλε με όπου εσύ θέλεις,
στ'αμπαρι,στη πρώρη,στη πρύμνη,όπου
το λιγότερο τους άλλους να ενοχλώ,
υπακουσε,στον ίδιο τον Δια των ικετων,παιδί μου,
δεξου,στα γόνατα σου πέφτω,αν κι είμαι 485
άρρωστος ο δύστυχος,ανάπηρος,αλλά μην μ'αφηνεις
έρημο χωρίς ανθρώπων βηματα,
αλλα η' στο σπίτι σου σώζοντας με πήγαινε
η' στην περιοχή της Εύβοιας του Χαλκωδοντα
κι από κει δεν μου είναι μακρυ για την Οιτη το ταξιδι 490
τις ράχες της Τραχίνιας όπου ήσυχα ρέει
ο Σπερχειος,και στον αγαπημένο μου πατέρα θα με δείξεις
αν και φοβάμαι πως πια δεν ζει,αφού
δεν ήρθε να με δει,γιατί πολλες με τους φτασμένους εδώ
του'στελνα παρακλητικες ικεσιες 495
να'ρθει να με φέρει ζωντανό στο σπιτι
αλλά η' έχει πεθάνει η' οι αγγελιοφόροι,μαλλον,
νομίζω,ξέχασαν ότι τους ειπα στη βιασύνη τους
να κάνουν το ταξιδι για την πατρίδα τους,
όμως τώρα,σε σένα και σύνοδο και προστάτη άγγελο 500
βρήκα,σώσε με,λυπήσου με,βλεπωντας
πώς όλα δυστυχία κι επικίνδυνα στους ανθρώπους
και τα καλά να πάθουν,αλλά να πάθουν και τ'αλλα
και πρέπει όταν κανεις είναι έξω απ'τα βάσανα τα δεινά
να βλέπει,αλλά κι όταν ευτυχισμένα ζει,προπαντως τότε 505
τη ζωή να προσέχει πάρα πολύ,μήπως χωρίς να καταλαβει χαθει
.
.
Φιλοκτήτης
πρός νύν σε πατρὸς πρός τε μητρός, ὦ τέκνον,
πρός τ᾽ εἴ τί σοι κατ᾽ οἶκόν ἐστι προσφιλές,
ἱκέτης ἱκνοῦμαι, μὴ λίπῃς μ᾽ οὕτω μόνον, 470
ἔρημον ἐν κακοῖσι τοῖσδ᾽ οἵοις ὁρᾷς
ὅσοισί τ᾽ ἐξήκουσας ἐνναίοντά με·
ἀλλ᾽ ἐν παρέργῳ θοῦ με. δυσχέρεια μέν,
ἔξοιδα, πολλὴ τοῦδε τοῦ φορήματος·
ὅμως δὲ τλῆθι· τοῖσι γενναίοισί τοι 475
τό τ᾽ αἰσχρὸν ἐχθρὸν καὶ τὸ χρηστὸν εὐκλεές.
σοὶ δ᾽ ἐκλιπόντι τοῦτ᾽ ὄνειδος οὐ καλόν,
δράσαντι δ᾽, ὦ παῖ, πλεῖστον εὐκλείας γέρας,
ἐὰν μόλω ᾽γὼ ζῶν πρὸς Οὐταίαν χθόνα.
ἴθ᾽· ἡμέρας τοι μόχθος οὐχ ὅλης μιᾶς. 480
τόλμησον. ἐμβαλοῦ μ᾽ ὅπῃ θέλεις ἄγων,
εἰς ἀντλίαν, εἰς πρῷραν, εἰς πρύμνην, ὅποι
ἥκιστα μέλλω τοὺς ξυνόντας ἀλγυνεῖν.
νεῦσον, πρὸς αὐτοῦ Ζηνὸς ἱκεσίου, τέκνον,
πείσθητι· προσπίτνω σε γόνασι, καίπερ ὢν 485
ἀκράτωρ ὁ τλήμων, χωλός. ἀλλὰ μή μ᾽ ἀφῇς
ἔρημον οὕτω χωρὶς ἀνθρώπων στίβου,
ἀλλ᾽ ἢ πρὸς οἶκον τὸν σὸν ἔκσωσόν μ᾽ ἄγων
ἢ πρὸς τὰ Χαλκώδοντος Εὐβοίας σταθμά·
κἀκεῖθεν οὔ μοι μακρὸς εἰς Οἴτην στόλος 490
Τραχινίαν τε δειράδ᾽ ἠδ᾽ ἐς εὔροον
Σπερχειὸν ἔσται· πατρί μ᾽ ὡς δείξῃς φίλῳ,
ὃν δὴ παλαιὸν ἐξ ὅτου δέδοικ᾽ ἐγὼ
μή μοι βεβήκῃ. πολλὰ γὰρ τοῖς ἱγμένοις
ἔστελλον αὐτὸν ἱκεσίους πέμπων λιτάς, 495
αὐτόστολον πέμψαντά μ᾽ ἐκσῶσαι δόμους.
ἀλλ᾽ ἢ τέθνηκεν ἢ τὰ τῶν διακόνων,
ὡς εἰκός, οἶμαι, τοὐμὸν ἐν σμικρῷ μέρος
ποιούμενοι τὸν οἴκαδ᾽ ἤπειγον στόλον.
νῦν δ᾽, εἰς σὲ γὰρ πομπόν τε καὐτὸν ἄγγελον 500
ἥκω, σὺ σῶσον, σύ μ᾽ ἐλέησον, εἰσορῶν
ὡς πάντα δεινὰ κἀπικινδύνως βροτοῖς
κεῖται παθεῖν μὲν εὖ, παθεῖν δὲ θάτερα.
χρὴ δ᾽ ἐκτὸς ὄντα πημάτων τὰ δείν᾽ ὁρᾶν,
χὤταν τις εὖ ζῇ, τηνικαῦτα τὸν βίον 505
σκοπεῖν μάλιστα, μὴ διαφθαρεὶς λάθῃ.
.
.
.
Κυρος Β',λιθινο αναγλυφο,Πασαργαδες
ΤΟ ΑΦΗΓΗΜΑ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΚΩΝ ΧΡΟΝΩΝ ΤΟΥ ΚΥΡΟΥ Β'
ΗΡΟΔΟΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑΙ ΒΙΒΛΙΟ Α' ΚΛΕΙΩ ,1.107.1-1.117.5.
[μεταφραση translation χ.ν.κουβελης c.n.couvelis]
Στους Μηδους μετα τον Δηιοκη βασιλεψε ο γιος του Φραορτης και μετα απ'αυτον ο γιος του Κυαξαρη
[1.107.1]τον οποιο διαδεχθηκε ο γιος του Αστυαγης,αυτος λοιπον ο Αστυαγης ειχε μια κορη με τ'ονομα Μανδανη,και στον υπνο του ειδε ονειρο πως αυτη τοσο πολυ κατουρησε που πλημμυρισε την πολη του αλλα κι ολη την Ασια,ρωτωντας τους ονειροκριτες εμαθε απ'αυτους πως κινδευει αυτος κι η βασιλεια του,[1.107.2]τοτε οταν η Μανδανη εφθασε στην ωρα της παντρειας δεν την εδωσε γυναικα σε κανεναν Μηδο της ταξης του παρα την εδωσε,επειδη φοβηθηκε τ'ονειρο,σε καποιο Περση,με τ'ονομα Καμβυσης,που απο σπιτι καλο ηταν,κι ησυχος,πολυ πιο κατω ομως απ'τη μεσαια ταξη των Μηδων,
[1.108.1]κι ειχαν ενα χρονο παντρεμενοι ο Καμβυσης με την Μανδανη οταν ο Αστυαγης ειδε δευτερο ονειρο,πως απ'το αιδοιο της κορης του φυτρωσε κλιμα που σκεπασε ολη την Ασια,
1.108.2] ρωτωντας για τ'ονειρο τους ονειροκριτες εμαθε οτι κινδυνευει η βασιλεια κι εστειλε απ'τη Περσια να'ρθει η κορη του που ηταν ετοιμη να γεννησει,οταν λοιπον εφθασε την εβαλε να τη φυλανε φρουροι σκοπευωντας το παιδι που θα γεννησει να το σκοτωσει, γιατι τ'ονειρο οι μαγοι ονειροκριτες του'παν σημαινε πως ο γονος της κορης του θα βασιλεψει αντι εκεινου,
[1.108.3]απ'αυτο λοιπον εχοντας στο νου να φυλαχθει ο Αστυαγης καλεσε τοτε τον Αρπαγο, ανθρωπο δικο του,και απ'τους Μηδους ο πιο πιστος και διαχειριστης ολων των συμφεροντων του και του ειπε:[1.108.4]Αρπαγε το πραγμα που θα σου εμπιστευθω καθολου μην αμελλησεις κι ουτε σ'αλλους το αναθεσεις γιατι στο τελος ο ιδιος εσυ θα πληρωσεις, παρε λοιπον το παιδι που η Μανδανη γεννησε,κι αφου το πας στο σπιτι σου σκοτωσε το,μετα θαψ'το μ'οποιο τροπο εσυ θελεις'
[1.108.5]κι αυτος του απαντησε:Βασιλια,ποτε αλλοτε δεν ειδες σ'αυτον εδω τον
ανδρα να σου'ναι αχαριστος,και πως προσεχει στο μελλον σε τιποτα να μην σφαλλει,κι αν εσυ ετσι προτιμας αυτο να γινει,πρεπει απ'τη μερια μου να σε υπηρετησω καταλληλα,
[1.109.1]αυτα εδω λεγοντας ο Αρπαγος μολις του παραδωθηκε το παιδι στολισμενο τα ρουχα του θανατου,πηγε κλαιγωντας στο σπιτι του,μπαινοντας μεσα ειπε στη γυναικα του ολα τα λογια που του'πε ο Αστυαγης,[1.109.2]κι αυτη του λεει:και τωρα τι εχεις στο νου σου να κανεις;κι αυτος της απαντησε:οχι αυτο που προσταξε ο Αστυγης,ουτ'ακομα αν παραφρονησει και τρελαθει πιο χειροτερα απ'οτι τωρα τρελος ειναι,ουτε θα υπακουσω στο λογο του ουτε σε τετοιο φονο θα εκτελεσω,[1.109.3]και για πολλους λογους δεν θα το σκοτωσω,και γιατι σε μενα τον ιδιο συγγενης ειναι το παιδι,και γιατι ο Αστυαγης ειναι γερος και χωρις γονο αρσενικο παιδι,[1.109.4]κι αν ερθουν ετσι αφου αυτος πεθανει και στη κορη τουτη περιελθει η τυραννια,αυτης που τωρα το γιο σκοτωνει με μενα,τι αλλο μενει απο δω και περα για μενα παρα ο πιο μεγαλος απ'τους κινδυνους,αλλα για την ασφαλεια μου πρεπει τουτο το παιδι να πεθανει,πρεπει λοιπον καποιος απ'του Αστυγεα να γινει φονιας κι οχι απ'τους δικους μας,
[1.110.1]αυτα ειπε κι αμεσως εστειλε αγγελιοφορο σ'εναν απ'τους βουκολους του Αστυγεα που γνωριζε οτι σε καταλληλα μερη εβοσκε και σε βουνα θηρια γεματα,τ'ονομα του ηταν Μιτραδατης,που συζουσε με μια συνδουλη γυναικα του,τ'ονομα σ'αυτη τη γυναικα με την οποια συζουσε ηταν Κυνω συμφωνα με την Ελληνικη γλωσσα,συμφωνα με τη Μηδικη Σπακω,γιατι την σκυλα την κυνα καλουν σπακα οι Μηδοι,[1.110.2]οι προποδες των βουνων,εκει οπου τα κοπαδια των βοδιων ειχε αυτος ο βουκολος,ηταν προς τα βορεια των Αγβατανων και προς τον Ευξεινο ποντο,αυτη λοιπον η Μηδικη χωρα προς αυτη των Σασπειρων ειναι ορεινη παρα πολυ και υψηλη και με δεντρα πυκνα καλυμενη,η αλλη Μηδικη χωρα ειναι ολη πεδινη,1.110.3]οταν ο βουκολος με πολυ προθυμια καλεσμενος εφτασε,του ειπε ο Αρπαγος αυτα εδω:σε διαταζει ο Αστυαγης τουτο το παιδι αφου το παρεις να το αφησεις στο πιο ερημο μερος των βουνων,ωστε πολυ γρηγορα ν'αφανισθει,κι αυτα εδω σε σενα προσταξε να πω,αν αυτο δεν το σκοτωσεις,αλλα μ'οποιονδηποτε τροπο το περιποιηθεις,με το πιο κακο ολεθριο τροπο θα μεταχειρισθεις,να επιβλεπω το εκει παρατημενο εγω'μαι εντεταλμενος,
[1.111.1]αυτα αφου ακουσε ο βουκολος κι αφου πηρε το παιδι πηγε τον ιδιο δρομο πισω κι εφτασε στην αγροικια.συμβαινει κι η δικη του γυναικα που ηταν ετοιμη να γεννησει καθε μερα τοτε ετσι να το φερει ο δαιμονας να γεννησει οταν ηταν πηγεμενος ο βουκολος στη πολη.ηταν δε σ'ανησυχια και οι δυο ο ενας για τον αλλον,αυτος για τη γεννα της γυναικας εχοντας φοβο,η δε γυναικα γιατι ασυνειθιστο ηταν που ο Αρπαγος εστειλε και καλεσε τον αντρα της.[1.111.2]επειτα αφου γυριζοντας πισω εμφανιστηκε,κι ανελπιστα βλεποντας τον η γυναικα πρωτη ρωτησε γιατι αυτον με τοση βιασυνη ο Αρπαγος εστειλε και καλεσε.κι αυτος της ειπε.γυναικα,κι αυτο που ειδα στη πολη πηγαινοντας κι ακουσα μητε να χρειαζονταν να δω και ποτε να γινονταν στους δεσποτες μας.το σπιτι ολο του Αρπαγου σε θρηνο βρισκονταν.εγω δε ταραγμενος πηγα μεσα.[1.111.3]αμεσως μολις μπηκα,βλεπω ενα παιδι μπροστα και να σπαρταρα και να βγαζει αναθρες δυνατες φωνες,και να'ναι στολισμενο με χρυσο και με ρουχο πολυχρωμο.ο δε Αρπαγος μολις μ'ειδε,διεταξε αμεσως αφου σηκωσω το παιδι να φυγω παιρνοντας το και να αφησω εκει οπου το πιο γεματο απ'αγρια θηρια ειναι απ'τα βουνα,λεγοντας πως ο Αστυγεας ειναι αυτος που αυτα επιβαλλει σε μενα,και μ'απειλησε πολυ αν τα παραγγελομενα του δεν εκανα.[1.111.4]κι εγω παιρνοντας το εφερα,νομιζοντας καποιου απ'τους υπηρετες ειναι,γιατι δεν ηταν δυνατο βεβαια να σκεφθω απο ποιον ηταν.απορουσα δε βλεποντας να'ναι και με χρυσο και μ'ενδυματα στολισμενο,ακομη δε και να'χουν πεσει στο θρηνο χωρις αμφιβολια στου Αρπαγου.[1.111.5]κι ευθυς λοιπον στο δρομο μαθαινω τα παντα απο του υπηρετη τα λογια,ο οποιος εμενα συνοδευοντας εξω απ'τη πολη μου'δωσε στα χερια το βρεφος,πως δηλαδη ειναι και της Μανδανης παιδι της κορης του Αστυγεα και του Καμβυση του Κυρου,κι αυτο ο Αστυαγης διεταξε να σκοτωσουν.και να αυτο εδω ειναι.
[1.112.1]συναμα και αυτα ελεγε ο βουκολος και ξεσκεπαζοντας το εδειξε.αυτη
δε καθως ειδε το παιδι και θρεμενο κι ομορφο να'ναι,δακρυζοντας και πιανοντας τα γονατα του αντρα εκλιπαρουσε με κανενα τροπο να μην το εκθεσει.αυτος δε ειπε πως δεν ειναι τετοιος τροπος αλλιως αυτα να κανει.γιατι θα καταφθασουν κατασκοποι απ'τον Αρπαγο να εποπτευσουν,και θα χαθει πολυ κακα αν τα παραγγελμενα του δεν κανει. [1.112.2] καθως λοιπον δεν επειθε τον αντρα,δευτερα λεγει η γυναικα αυτα εδω.επειδη λοιπον δεν δυναμαι να σε πεισω να μην εκτεθει,εσυ αυτο εδω κανε,αν πρεπει καταναγκαστικα βεβαια να ειδωθει παρατημενο.γιατι εχω γεννησει κι εγω,το 'χω γεννησει ομως πεθαμενο
[1.112.3]αυτο παιρνοντας πεταξε,το δε παιδι της κορης του Αστυγεα καθως απο μας να'ναι τρεφωμε.κι ετσι ουτε πιανεσαι ν'απιστεις τους δεσποτες,ουτε σε μας κακα αποφασισμενα να'ναι.γιατι και το πεθαμενο βασιλικης ταφης θα τυχει κι αυτο που'ναι στη ζωη δεν θα χασει τη ψυχη.
[1.113.1] και σωστα φανηκε στον βουκολο στη παρουσα κατασταση πολυ ελεγε
η γυναικα,κι αμεσως εκανε αυτα.το μεν που εφερε να θανατωσει παιδι,τουτο το παραδινει στην γυναικα του,το δε δικο του που ηταν νεκρο περνοντας εβαλε στο κιβωτιο μεσα στο οποιο εφερε το αλλο.[1.113.2]στολιζοντας δε μ'ολα τα στολιδια τ'αλλου παιδιου φερνοντας στο πιο ερημο των βουνων το τοποθετει.καθως στη τριτη μερα το παιδι παρατημενο ηταν,πηγε στη πολη ο βουκολος,καποιον απ'τους βοηθους βοσκους φυλακα αφηνοντας πισω γι'αυτον,ερχοντας δε στου Αρπαγου να δειξει ειπε ετοιμος ειναι του παιδιου το νεκρο σωμα.[1.113.3]στελνοντας δε ο Αρπαγος απ'τους σωματοφυλακες του τους πιο
πιστους και ειδε μεσω αυτων και εθαψε του βουκολου το παιδι.και το μεν ειχε ταφει,το δε που υστερα Κυρον ονομασαν αφου το παρελαβε ετρεφε η γυναικα του βουκολου,ονομα αλλο καποιο κι οχι Κυρο του εδωσε.
[1.114.1]κι οταν λοιπον ηταν δεκα ετων το παιδι,ενα συμβαν σ'αυτο τετοιο που εγινε το φανερωσε.επαιζε στο χωριο αυτο στο οποιο ηταν και τα βουκολια αυτα,επαιζε δε με τ'αλλα συνομηλικα παιδια.και τα παιδια παιζοντας διαλεξαν βασιλιας αυτων να να'ναι τουτο που του βουκολου καλουσαν παιδι.
[1.114.2]αυτος δε απ'αυτα διεταξε τα μεν σπιτια να οικοδομησουν,τα δε σωματοφυλακες να'ναι,καποιο δε απ'αυτα οφθαλμος του βασιλια να'ναι,σε καποιο τα μηνυματα να του μεταφερει εδωσε το προνομιο,ετσι σε καθε ενα εργο προσταζοντας. [1.114.3]ενα δε απο τουτα τα παιδια που συνεπαιζαν,και που ηταν τ'Αρτεμβαρη παιδι,αντρα ονομαστου μεσα στους Μηδους,επειδη δεν εκανε αυτο που προσταχτηκε απ'τον Κυρο,διεταξε αυτο τ'αλλα παιδια να συλλαβουν,αφου υπακουσαν τα παιδια ο Κυρος το παιδι πολυ σκληρα μετα-
χειριστηκε μαστιγωνοντας.[1.114.4]επειτα οταν αυτο αφεθηκε αμεσως,οπως αναξια του εαυτου του επαθε,περισσοτερο προσβληθηκε,κατεβαινοντας δε στη πολη προς τον πατερα διαμαρτυρονταν εντονα γι'αυτα που απ'τον Κυρο ετυχε,λεγοντας οχι απ'τον Κυρο [επειδη δεν ειχε τοτε τουτο τ'ονομα],αλλα απ'του βουκολου τ'Αστυγεα το παιδι.[1.114.5]ο δε Αρτεμβαρης οργη οπως ειχε ερχοντας στον Αστυγεα και συναμα φερνωντας το παιδι αναρμοστα πραγματα ειπε εχει παθει,λεγοντας.βασιλια,απ'τον δουλο σου,του βουκολου το παιδι,ετσι να προσβληθηκαμε,δειχνοντας του παιδιου τους ωμους.
[1.115.1]αφου ακουσε κι ειδε ο Αστυαγης,θελοντας να τιμωρησει το παιδι για τη τιμη τ'Αρτεμβαρη,εστειλε και καλεσε και τον βουκολο και το παιδι,οταν δεν εμφανιστηκαν κι οι δυο,κοιτωντας προς τον Κυρο ο Αστυαγης ειπε.[1.115.2]συ λοιπον που'σαι τουτου τετοιου που'ναι το παιδι τολμησες αυτου δω το΄παιδι που'ναι πρωτος μεσα σε μας με προσβολη τετοια να μεταχειριστεις;αυτο δε απαντησε ετσι.δεσποτα,εγω λοιπον αυτα σε τουτο εκανα για τιμωρια.επειδη με τα παιδια απ΄το χωριο,απ'αυτα που κι αυτο εδω ηταν,παιζοντας μ'εστησαν βασιλια τους.επειδη φανηκε σ'αυτος πως ειμαι σε τουτο ο πιο επιτηδεος.[1.115.3]τωρα τα μεν αλλα παιδια τα προσταγμενα εκτελουσαν,αυτο δε και δεν υπακουγε και λογο δεν εδινε κανενα,ετσι αυτο τιμωρηθηκε.αν λοιπον γι'αυτο αξιος απο σενα κακομεταχειρησις ειμαι ,αυτος εδω δω σε σενα παρων ειμαι.
[1.116.1]τουτα αφου ειπε το παιδι,ο Αστυγεας αρχισε να τ'αναγνωριζει,και τα χαραχτηριστικα του προσωπου προσεφερναν του φανηκε στα δικα του,και
η απαντηση ελευθερου παρα δουλου ειναι,και ο χρονος της εκθεσης στην ηλικια του παιδιου του φανηκε να συμπιπτει.
[1.116.2] ταραγμενος δε μ'αυτα για ωρα αφωνος ηταν,μολις λοιπον με δυσκολια καποτε συνηρθε ειπε,θελωντας να διωξει τον Αρτεμβαρη,για να τον βουκολο ξεμοναχιαζοντας ν'ανακρινει.Αρτεμβαρη,εγω αυτα θα κανω ωστ'εσυ και το παιδι σου για τιποτα να μην παραπονιεστε .
[1.116.3]τον μεν λοιπον Αρτεμβαρη διωχνει,τον δε Κυρο εφεραν μεσα οι υπηρετες με διαταγη τ'Αστυαγη.οταν δε εμεινε ο βουκολος μονος μ'αυτον μονο,αυτα εδω αυτον ρωτησε ο Αστυαγης,απο που πηρε το παιδι και ποιος ηταν αυτος που το παρεδωσε.[1.116.4]κι αυτο απ'αυτον ειπε εχει γινει κι αυτη που το γεννησε ειναι ακομα μ'αυτον.ο Αστυαγης πως δεν σκεφτεται καλα του'πε θελωντας σε μεγαλα βασανιστηρια να καταληξει,και την ιδια στιγμη που'λεγε αυτα σημανε στους σωματοφυλακες να τον συλλαβουν.[1.116.5] ετσι αυτος μεταφερομενος στα βασανιστηρια φανερωσε το πραγματικο γεγονος.αφου αρχισε απ'την αρχη εξεθεσε λεπτομερως την αληθεια υποχρεωτικα και κατεληξε και σε παρακλησεις και συγνωμη σ'αυτον να του δωσει ικετευοντας.
[1.117.1]ο Αστυαγης με τον βουκολο αφου φανερωσε τον πραγματικο γεγονος τωρα πλεον και λιγοτερο ασχολειτο, και τον Αρπαγο πολυ κατηγορωντας να καλεσουν αυτον τους σωματοφυλακες διεταξε.[1.117.2]μολις δε παρουσιστηκε ο Αρπαγος,ρωτησε αυτον ο Αστυαγης.Αρπαγε με ποιο αληθεια θανατο το παιδι αφανισες που σε σενα παρεδωσα που απ'τη θυγατερα μου εχει γεννηθει;
ο Αρπαγος,μολις ειδε τον βουκολο μεσα να'ναι,δεν εκτραπηκε σε ψευδη οδο,για να μη ανακρινομενος πιαστει ενοχος,αλλα λεει αυτα εδω.[1.117.3]βασιλια ,οταν παρελαβα το παιδι,σκεφτομουν εχοντας σκοπο κατα νου και οπως με σε συμφωνα να κανω και προς σε να'μαι αμεμπτος μητε στη θυγατερα σου μητε σε σενα τον ιδιο να'μαι δολοφονος. [1.117.4]εκανα ετσι.αφου καλεσα τον βουκολο αυτον εδω παρεδωσα το παιδι,και λεγοντας οτ'εσυ εισαι που διαταζεις να θανατωθει αυτο.και λεγοντας τουτο βεβαια δεν ψευδομουν.γιατ'εσυ ειχες δωσει εντολη τετοια.παρεδωσα λοιπον σ'αυτον εδω μ'αυτα εδω,δινοντας εντολη ν'αφησει αυτο σε ερημο βουνο και παραμενοντας να φυλαξει μεχρι να τελειωσει, απειλωντας με καθετι αυτον εδω αν αυτα εδω στην εντελεια δεν κανει.[1.117.5]επειτα δε αφου εκανε τουτος τα διαταγμενα τελειωσε το παιδι,στελνοντας απ'τους ευνουχους τους πιο πιστους και ειδα δια εκεινων και εθαψα αυτο.ετσι ειχε,βασιλια,το πραγμα τουτο,και με τετοιο θανατο αφανιστηκε το παιδι.
.
.
107.1 ἐκδέκεται δὲ Ἀστυάγης Κυαξάρεω παῖς τὴν βασιληίην. καὶ οἱ ἐγένετο θυγάτηρ τῇ οὔνομα ἔθετο Μανδάνην· τὴν ἐδόκεε Ἀστυάγης ἐν τῷ ὕπνῳ οὐρῆσαι τοσοῦτον ὥστε πλῆσαι μὲν τὴν ἑωυτοῦ πόλιν, ἐπικατακλύσαι δὲ καὶ τὴν Ἀσίην πᾶσαν. ὑπερθέμενος δὲ τῶν Μάγων τοῖσι ὀνειροπόλοισι τὸ ἐνύπνιον, ἐφοβήθη παρ᾽ αὐτῶν αὐτὰ ἕκαστα μαθών. 107.2 μετὰ δὲ τὴν Μανδάνην ταύτην ἐοῦσαν ἤδη ἀνδρὸς ὡραίην Μήδων μὲν τῶν ἑωυτοῦ ἀξίων οὐδενὶ διδοῖ γυναῖκα, δεδοικὼς τὴν ὄψιν· ὁ δὲ Πέρσῃ διδοῖ τῷ οὔνομα ἦν Καμβύσης, τὸν εὕρισκε οἰκίης μὲν ἐόντα ἀγαθῆς τρόπου δὲ ἡσυχίου, πολλῷ ἔνερθε ἄγων αὐτὸν μέσου ἀνδρὸς Μήδου.
108.1 συνοικεούσης δὲ τῷ Καμβύσῃ τῆς Μανδάνης, ὁ Ἀστυάγης τῷ πρώτῳ ἔτεϊ εἶδε ἄλλην ὄψιν, ἐδόκεε δέ οἱ ἐκ τῶν αἰδοίων τῆς θυγατρὸς ταύτης φῦναι ἄμπελον, τὴν δὲ ἄμπελον ἐπισχεῖν τὴν Ἀσίην πᾶσαν. 108.2 ἰδὼν δὲ τοῦτο καὶ ὑπερθέμενος τοῖσι ὀνειροπόλοισι, μετεπέμψατο ἐκ τῶν Περσέων τὴν θυγατέρα ἐπίτεκα ἐοῦσαν, ἀπικομένην δὲ ἐφύλασσε βουλόμενος τὸ γενόμενον ἐξ αὐτῆς διαφθεῖραι· ἐκ γάρ οἱ τῆς ὄψιος οἱ τῶν Μάγων ὀνειροπόλοι ἐσήμαινον ὅτι μέλλοι ὁ τῆς θυγατρὸς αὐτοῦ γόνος βασιλεύσειν ἀντὶ ἐκείνου. 108.3 ταῦτα δὴ ὦν φυλασσόμενος ὁ Ἀστυάγης, ὡς ἐγένετο ὁ Κῦρος, καλέσας Ἅρπαγον ἄνδρα οἰκήιον καὶ πιστότατόν τε Μήδων καὶ πάντων ἐπίτροπον τῶν ἑωυτοῦ, ἔλεγὲ οἱ τοιάδε. 108.4 "Ἅρπαγε, πρῆγμα τὸ ἄν τοι προσθέω, μηδαμῶς παραχρήσῃ, μηδὲ ἐμέ τε παραβάλῃ καὶ ἄλλους ἑλόμενος ἐξ ὑστέρης σοὶ αὐτῷ περιπέσῃς· λάβε τὸν Μανδάνη ἔτεκε παῖδα, φέρων δὲ ἐς σεωυτοῦ ἀπόκτεινον, μετὰ δὲ θάψον τρόπῳ ὅτεῳ αὐτὸς βούλεαι." 108.5 ὁ δὲ ἀμείβεται "ὦ βασιλεῦ, οὔτε ἄλλοτε κω παρεῖδες ἀνδρὶ τῷδε ἄχαρι οὐδέν, φυλασσόμεθα δὲ ἐς σὲ καὶ ἐς τὸν μετέπειτα χρόνον μηδὲν ἐξαμαρτεῖν. ἀλλ᾽ εἲ τοι φίλον τοῦτο οὕτω γίνεσθαι, χρὴ δὴ τό γε ἐμὸν ὑπηρετέεσθαι ἐπιτηδέως."
109.1 τούτοισι ἀμειψάμενος ὁ Ἅρπαγος, ὥς οἱ παρεδόθη τὸ παιδίον κεκοσμημένον τὴν ἐπὶ θανάτῳ ἤιε κλαίων ἐς τὰ οἰκία· παρελθὼν δὲ ἔφραζε τῇ ἑωυτοῦ γυναικὶ τὸν πάντα Ἀστυάγεος ῥηθέντα λόγον. 109.2 ἣ δὲ πρὸς αὐτὸν λέγει "νῦν ὦν τί σοὶ ἐν νόῳ ἐστὶ ποιέειν ;" ὁ δὲ ἀμείβεται "οὐ τῇ ἐνετέλλετο Ἀστυάγης, οὐδ᾽ εἰ παραφρονήσει τε καὶ μανέεται κάκιον ἢ νῦν μαίνεται, οὔ οἱ ἔγωγε προσθήσομαι τῇ γνώμῃ οὐδὲ ἐς φόνον τοιοῦτον ὑπηρετήσω. 109.3 πολλῶν δὲ εἵνεκα οὐ φονεύσω μιν, καὶ ὅτι αὐτῷ μοι συγγενής ἐστὶ ὁ παῖς, καὶ ὅτι Ἀστυάγης μὲν ἐστὶ γέρων καὶ ἅπαις ἔρσενος γόνου· 109.4 εἰ δ᾽ ἐθελήσει τούτου τελευτήσαντος ἐς τὴν θυγατέρα ταύτην ἀναβῆναι ἡ τυραννίς, τῆς νῦν τὸν υἱὸν κτείνει δι᾽ ἐμεῦ, ἄλλο τι ἢ λείπεται τὸ ἐνθεῦτεν ἐμοὶ κινδύνων ὁ μέγιστος ; ἀλλὰ τοῦ μὲν ἀσφαλέος εἵνεκα ἐμοὶ δεῖ τοῦτον τελευτᾶν τὸν παῖδα, δεῖ μέντοι τῶν τινα Ἀστυάγεος αὐτοῦ φονέα γενέσθαι καὶ μὴ τῶν ἐμῶν."
110.1 ταῦτα εἶπε καὶ αὐτίκα ἄγγελον ἔπεμπε ἐπὶ τῶν βουκόλων τῶν Ἀστυάγεος τὸν ἠπίστατο νομάς τε ἐπιτηδεοτάτας νέμοντα καὶ ὄρεα θηριωδέστατα· τῷ οὔνομα ἦν Μιτραδάτης, συνοίκεε δὲ ἑωυτοῦ συνδούλῃ, οὔνομα δὲ τῇ γυναικὶ ἦν τῇ συνοίκεε Κυνὼ κατὰ τὴν Ἑλλήνων γλῶσσαν, κατὰ δὲ τὴν Μηδικὴν Σπακώ· τὴν γὰρ κύνα καλέουσι σπάκα Μῆδοι. 110.2 αἱ δὲ ὑπώρεαί εἰσὶ τῶν ὀρέων, ἔνθα τὰς νομὰς τῶν βοῶν εἶχε οὗτος δὴ ὁ βουκόλος, πρὸς βορέω τε ἀνέμου τῶν Ἀγβατάνων καὶ πρὸς τοῦ πόντου τοῦ Εὐξείνου· ταύτῃ μὲν γὰρ ἡ Μηδικὴ χωρῇ πρὸς Σασπείρων ὀρεινή ἐστι κάρτα καὶ ὑψηλή τε καὶ ἴδῃσι συνηρεφής, ἡ δὲ ἄλλη Μηδικὴ χωρῇ ἐστὶ πᾶσα ἄπεδος. 110.3 ἐπεὶ ὦν ὁ βουκόλος σπουδῇ πολλῇ καλεόμενος ἀπίκετο, ἔλεγε ὁ Ἅρπαγος τάδε. "κελεύει σε Ἀστυάγης τὸ παιδίον τοῦτο λαβόντα θεῖναι ἐς τὸ ἐρημότατον τῶν ὀρέων, ὅκως ἂν τάχιστα διαφθαρείη· καὶ τάδε τοὶ ἐκέλευσε εἰπεῖν, ἢν μὴ ἀποκτείνῃς αὐτὸ ἀλλὰ τεῷ τρόπῳ περιποιήσῃς, ὀλέθρῳ τῷ κακίστῳ σε διαχρήσεσθαι. ἐπορᾶν δὲ ἐκκείμενον τέταγμαι ἐγώ."
111.1 ταῦτα ἀκούσας ὁ βουκόλος καὶ ἀναλαβὼν τὸ παιδίον ἤιε τὴν αὐτὴν ὀπίσω ὁδὸν καὶ ἀπικνέεται ἐς τὴν ἔπαυλιν. τῷ δ᾽ ἄρα καὶ αὐτῷ ἡ γυνή, ἐπίτεξ ἐοῦσα πᾶσαν ἡμέρην, τότε κως κατὰ δαίμονα τίκτει οἰχομένου τοῦ βουκόλου ἐς πόλιν. ἦσαν δὲ ἐν φροντίδι ἀμφότεροι ἀλλήλων πέρι, ὃ μὲν τοῦ τόκου τῆς γυναικὸς ἀῤῥωδέων, ἡ δὲ γυνὴ ὅ τι οὐκ ἐωθὼς ὁ Ἅρπαγος μεταπέμψαιτο αὐτῆς τὸν ἄνδρα. 111.2 ἐπείτε δὲ ἀπονοστήσας ἐπέστη, οἷα ἐξ ἀέλπτου ἰδοῦσα ἡ γυνὴ εἴρετο προτέρη ὅ τι μιν οὕτω προθύμως Ἅρπαγος μετεπέμψατο. ὁ δὲ εἶπε "ὤ γύναι, εἶδόν τε ἐς πόλιν ἐλθὼν καὶ ἤκουσα τὸ μήτε ἰδεῖν ὄφελον μήτε κοτὲ γενέσθαι ἐς δεσπότας τοὺς ἡμετέρους. οἶκος μὲν πᾶς Ἁρπάγου κλαυθμῷ κατείχετο, ἐγὼ δὲ ἐκπλαγεὶς ἤια ἔσω. 111.3 ὡς δὲ τάχιστα ἐσῆλθον, ὁρέω παιδίον προκείμενον ἀσπαῖρόν τε καὶ κραυγανόμενον, κεκοσμημένον χρυσῷ τε καὶ ἐσθῆτι ποικίλῃ. Ἅρπαγος δὲ ὡς εἶδέ με, ἐκέλευε τὴν ταχίστην ἀναλαβόντα τὸ παιδίον οἴχεσθαι φέροντα καὶ θεῖναι ἔνθα θηριωδέστατον εἴη τῶν ὀρέων, φὰς Ἀστυάγεα εἶναι τὸν ταῦτα ἐπιθέμενόν μοι, πόλλ᾽ ἀπειλήσας εἰ μή σφεα ποιήσαιμι. 111.4 καὶ ἐγὼ ἀναλαβὼν ἔφερον, δοκέων τῶν τινος οἰκετέων εἶναι· οὐ γὰρ ἂν κοτὲ κατέδοξα ἔνθεν γε ἦν. ἐθάμβεον δὲ ὁρέων χρυσῷ τε καὶ εἵμασι κεκοσμημένον, πρὸς δὲ καὶ κλαυθμὸν κατεστεῶτα ἐμφανέα ἐν Ἁρπάγου. 111.5 καὶ πρόκατε δὴ κατ᾽ ὁδὸν πυνθάνομαι τὸν πάντα λόγον θεράποντος, ὃς ἐμὲ προπέμπων ἔξω πόλιος ἐνεχείρισε τὸ βρέφος, ὡς ἄρα Μανδάνης τε εἴη παῖς τῆς Ἀστυάγεος θυγατρὸς καὶ Καμβύσεω τοῦ Κύρου, καί μιν Ἀστυάγης ἐντέλλεται ἀποκτεῖναι. νῦν τε ὅδε ἐστί."
112.1 ἅμα δὲ ταῦτα ἔλεγε ὁ βουκόλος καὶ ἐκκαλύψας ἀπεδείκνυε. ἣ δὲ ὡς εἶδε τὸ παιδίον μέγα τε καὶ εὐειδὲς ἐόν, δακρύσασα καὶ λαβομένη τῶν γουνάτων τοῦ ἀνδρὸς ἐχρήιζε μηδεμιῇ τέχνῃ ἐκθεῖναί μιν. 112.2 ὁ δὲ οὐκ ἔφη οἷός τ᾽ εἶναι ἄλλως αὐτὰ ποιέειν· ἐπιφοιτήσειν γὰρ κατασκόπους ἐξ Ἁρπάγου ἐποψομένους, ἀπολέεσθαί τε κάκιστα ἢν μὴ σφεα ποιήσῃ. ὡς δὲ οὐκ ἔπειθε ἄρα τὸν ἄνδρα, δευτέρα λέγει ἡ γυνὴ τάδε. "ἐπεὶ τοίνυν οὐ δύναμαί σε πείθειν μὴ ἐκθεῖναι, σὺ δὲ ὧδε ποίησον, εἰ δὴ πᾶσα ἀνάγκη ὀφθῆναι ἐκκείμενον. τέτοκα γὰρ καὶ ἐγώ, τέτοκα δὲ τεθνεός. 112.3 τοῦτο μὲν φέρων πρόθες, τὸν δὲ τῆς Ἀστυάγεος θυγατρὸς παῖδα ὡς ἐξ ἡμέων ἐόντα τρέφωμεν. καὶ οὕτω οὔτε σὺ ἁλώσεαι ἀδικέων τοὺς δεσπότας οὔτε ἡμῖν κακῶς βεβουλευμένα ἔσται· ὅ τε γὰρ τεθνεὼς βασιληίης ταφῆς κυρήσει καὶ ὁ περιεὼν οὐκ ἀπολέει τὴν ψυχήν."
113.1 κάρτα τε ἔδοξε τῷ, βουκόλῳ πρὸς τὰ παρεόντα εὖ λέγειν ἡ γυνή, καὶ αὐτίκα ἐποίεε ταῦτα· τὸν μὲν ἔφερε θανατώσων παῖδα, τοῦτον μὲν παραδιδοῖ τῇ ἑωυτοῦ γυναικί, τὸν δὲ ἑωυτοῦ ἐόντα νεκρὸν λαβὼν ἔθηκε ἐς τὸ ἄγγος ἐν τῷ ἔφερε τὸν ἕτερον· 113.2 κοσμήσας δὲ τῷ κόσμῳ παντὶ τοῦ ἑτέρου παιδός, φέρων ἐς τὸ ἐρημότατον τῶν ὀρέων τίθει. ὡς δὲ τρίτη ἡμέρη τῷ παιδίῳ ἐκκειμένῳ ἐγένετο, ἤιε ἐς πόλιν ὁ βουκόλος, τῶν τινα προβοσκῶν φύλακον αὐτοῦ καταλιπών, ἐλθὼν δὲ ἐς τοῦ Ἁρπάγου ἀποδεικνύναι ἔφη ἕτοιμος εἶναι τοῦ παιδίου τὸν νέκυν. 113.3 πέμψας δὲ ὅ Ἅρπαγος τῶν ἑωυτοῦ δορυφόρων τοὺς πιστοτάτους εἶδέ τε διὰ τούτων καὶ ἔθαψε τοῦ βουκόλου τὸ παιδίον, καὶ τὸ μὲν ἐτέθαπτο, τὸν δὲ ὕστερον τούτων Κῦρον ὀνομασθέντα παραλαβοῦσα ἔτρεφε ἡ γυνὴ τοῦ βουκόλου, οὔνομα ἄλλο κού τι καὶ οὐ Κῦρον θεμένη.
114.1 καὶ ὅτε ἦν δεκαέτης ὁ παῖς, πρῆγμα ἐς αὑτὸν τοιόνδε γενόμενον ἐξέφηνέ μιν. ἔπαιζε ἐν τῇ κώμῃ ταύτῃ ἐν τῇ ἦσαν καὶ αἱ βουκολίαι αὗται, ἔπαιζε δὲ μετ᾽ ἄλλων ἡλίκων ἐν ὁδῷ. καὶ οἱ παῖδες παίζοντες εἵλοντο ἑωυτῶν βασιλέα εἶναι τοῦτον δὴ τὸν τοῦ βουκόλου ἐπίκλησιν παῖδα. 114.2 ὁ δὲ αὐτῶν διέταξε τοὺς μὲν οἰκίας οἰκοδομέειν, τοὺς δὲ δορυφόρους εἶναι, τὸν δέ κου τινὰ αὐτῶν ὀφθαλμὸν βασιλέος εἶναι, τῷ δὲ τινὶ τὰς ἀγγελίας φέρειν ἐδίδου γέρας, ὡς ἑκάστῳ ἔργον προστάσσων. 114.3 εἷς δὴ τούτων τῶν παίδων συμπαίζων, ἐὼν Ἀρτεμβάρεος παῖς ἀνδρὸς δοκίμου ἐν Μήδοισι, οὐ γὰρ δὴ ἐποίησε τὸ προσταχθὲν ἐκ τοῦ Κύρου, ἐκέλευε αὐτὸν τοὺς ἄλλους παῖδας διαλαβεῖν, πειθομένων δὲ τῶν παίδων ὁ Κῦρος τὸν παῖδα τρηχέως κάρτα περιέσπε μαστιγέων. 114.4 ὁ δὲ ἐπείτε μετείθη τάχιστα, ὡς γε δὴ ἀνάξια ἑωυτοῦ παθών, μᾶλλόν τι περιημέκτεε, κατελθὼν δὲ ἐς πόλιν πρὸς τὸν πατέρα ἀποικτίζετο τῶν ὑπὸ Κύρου ἤντησε, λέγων δὲ οὐ Κύρου (οὐ γάρ κω ἦν τοῦτο τοὔνομα ), ἀλλὰ πρὸς τοῦ βουκόλου τοῦ Ἀστυάγεος παιδός. 114.5 ὁ δὲ Ἀρτεμβάρης ὀργῇ ὡς εἶχε ἐλθὼν παρὰ τὸν Ἀστυάγεα καὶ ἅμα ἀγόμενος τὸν παῖδα ἀνάρσια πρήγματα ἔφη πεπονθέναι, λέγων "ὦ βασιλεῦ, ὑπὸ τοῦ σοῦ δούλου, βουκόλου δὲ παιδὸς ὧδε περιυβρίσμεθα," δεικνὺς τοῦ παιδὸς τοὺς ὤμους.
115.1 ἀκούσας δὲ καὶ ἰδὼν Ἀστυάγης, θέλων τιμωρῆσαι τῷ παιδὶ τιμῆς τῆς Ἀρτεμβάρεος εἵνεκα, μετεπέμπετο τόν τε βουκόλον καὶ τὸν παῖδα. ἐπείτε δὲ παρῆσαν ἀμφότεροι, βλέψας πρὸς τὸν Κῦρον ὁ Ἀστυάγης ἔφη 115.2 "σὺ δὴ ἐὼν τοῦδε τοιούτου ἐόντος παῖς ἐτόλμησας τὸν τοῦδε παῖδα ἐόντος πρώτου παρ᾽ ἐμοὶ ἀεικείῃ τοιῇδε περισπεῖν ;" ὁ δὲ ἀμείβετο ὧδε. "ὦ δέσποτα, ἐγὼ ταῦτα τοῦτον ἐποίησα σὺν δίκῃ. οἱ γάρ με ἐκ τῆς κώμης παῖδες, τῶν καὶ ὅδε ἦν, παίζοντες σφέων αὐτῶν ἐστήσαντο βασιλέα· ἐδόκεον γὰρ σφι εἶναι ἐς τοῦτο ἐπιτηδεότατος. 115.3 οἱ μέν νυν ἄλλοι παῖδες τὰ ἐπιτασσόμενα ἐπετέλεον, οὗτος δὲ ἀνηκούστεέ τε καὶ λόγον εἶχε οὐδένα, ἐς ὃ ἔλαβὲ τὴν δίκην. εἰ ὦν δὴ τοῦδε εἵνεκα ἄξιός τευ κακοῦ εἰμί, ὅδε τοὶ πάρειμι."
116.1 ταῦτα λέγοντος τοῦ παιδὸς τὸν Ἀστυάγεα ἐσήιε ἀνάγνωσις αὐτοῦ, καὶ οἱ ὅ τε χαρακτὴρ τοῦ προσώπου προσφέρεσθαι ἐδόκεε ἐς ἑωυτὸν καὶ ἡ ὑπόκρισις ἐλευθερωτέρη εἶναι, ὅ τε χρόνος τῆς ἐκθέσιος τῇ ἡλικίῃ τοῦ παιδὸς ἐδόκεε συμβαίνειν. 116.2 ἐκπλαγεὶς δὲ τούτοισι ἐπὶ χρόνον ἄφθογγος ἦν· μόγις δὲ δή κοτε ἀνενειχθεὶς εἶπε, θέλων ἐκπέμψαι τὸν Ἀρτεμβάρεα, ἵνα τὸν βουκόλον μοῦνον λαβὼν βασανίσῃ, "Ἀρτέμβαρες, ἐγὼ ταῦτα ποιήσω ὥστε σὲ καὶ τὸν παῖδα τὸν σὸν μηδὲν ἐπιμέμφεσθαι." 116.3 τὸν μὲν δὴ Ἀρτεμβάρεα πέμπει, τὸν δὲ Κῦρον ἦγον ἔσω οἱ θεράποντες κελεύσαντος τοῦ Ἀστυάγεος, ἐπεὶ δὲ ὑπελέλειπτο ὁ βουκόλος μοῦνος μουνόθεν, τάδε αὐτὸν εἴρετο ὁ Ἀστυάγεος, κόθεν λάβοι τὸν παῖδα καὶ τίς εἴη ὁ παραδούς. 116.4 ὁ δὲ ἐξ ἑωυτοῦ τε ἔφη γεγονέναι καὶ τὴν τεκοῦσαν αὐτὸν εἶναι ἔτι παρ᾽ ἑωυτῷ. Ἀστυάγης δὲ μιν οὐκ εὖ βουλεύεσθαι ἔφη ἐπιθυμέοντα ἐς ἀνάγκας μεγάλας ἀπικνέεσθαι, ἅμα τε λέγων ταῦτα ἐσήμαινε τοῖσι δορυφόροισι λαμβάνειν αὐτόν. 116.5 ὁ δὲ ἀγόμενος ἐς τὰς ἀνάγκας οὕτω δὴ ἔφαινε τὸν ἐόντα λόγον· ἀρχόμενος δὲ ἀπ᾽ ἀρχῆς διεξήιε τῇ ἀληθείῃ χρεώμενος, καὶ κατέβαινε ἐς λιτάς τε καὶ συγγνώμην ἑωυτῷ κελεύων ἔχειν αὐτόν.
117.1 Ἀστυάγης δὲ τοῦ μὲν βουκόλου τὴν ἀληθείην ἐκφήναντος λόγον ἤδη καὶ ἐλάσσω ἐποιέετο, Ἁρπάγῳ δὲ καὶ μεγάλως μεμφόμενος καλέειν αὐτὸν τοὺς δορυφόρους ἐκέλευε. 117.2 ὡς δέ οἱ παρῆν ὁ Ἅρπαγος, εἴρετό μιν ὁ Ἀστυάγης "Ἅρπαγε, τέῳ δὴ μόρῳ τὸν παῖδα κατεχρήσαο τόν τοι παρέδωκα ἐκ θυγατρὸς γεγονότα τῆς ἐμῆς ;" ὁ δὲ Ἅρπαγος ὡς εἶδε τὸν βουκόλον ἔνδον ἐόντα, οὐ τρέπεται ἐπὶ ψευδέα ὁδόν, ἵνα μὴ ἐλεγχόμενος ἁλίσκηται, ἀλλὰ λέγει τάδε. 117.3 "ὦ βασιλεῦ, ἐπείτε παρέλαβον τὸ παιδίον, ἐβούλευον σκοπέων ὅκως σοί τε ποιήσω κατὰ νόον, καὶ ἐγὼ πρὸς σὲ γινόμενος ἀναμάρτητος μήτε θυγατρὶ τῇ σῇ μήτε αὐτῷ σοὶ εἴην αὐθέντης. 117.4 ποιέω δὴ ὧδε· καλέσας τὸν βουκόλον τόνδε παραδίδωμι τὸ παιδίον, φὰς σέ τε εἶναι τὸν κελεύοντα ἀποκτεῖναι αὐτό. καὶ λέγων τοῦτό γε οὐκ ἐψευδόμην· σὺ γὰρ ἐνετέλλεο οὕτω. παραδίδωμι μέντοι τῷδε κατὰ τάδε ἐντειλάμενος, θεῖναὶ μιν ἐς ἔρημον ὄρος καὶ παραμένοντα φυλάσσειν ἄχρι οὗ τελευτήσῃ, ἀπειλήσας παντοῖα τῷδε ἢν μὴ τάδε ἐπιτελέα ποιήσῃ. 117.5 ἐπείτε δὲ ποιήσαντος τούτου τὰ κελευόμενα ἐτελεύτησε τὸ παιδίον, πέμψας τῶν εὐνούχων τοὺς πιστοτάτους καὶ εἶδον δι᾽ ἐκείνων καὶ ἔθαψά μιν. οὕτω ἔσχε ὦ βασιλεῦ περὶ τοῦ πρήγματος τούτου, καὶ τοιούτῳ μόρῳ ἐχρήσατο ὁ παῖς."
.
.
.
Θουκυδιδης-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
ΤΑ ΚΕΡΚΥΡΑΙΚΑ
ΘΟΥΚΥΔΙΔΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ,
Βιβλιο Γ' 70-79,ο ολέθριος εμφυλιος
[μεταφραση translation χ.ν.κουβελης c.n.couvelis]
σημειωση:αν στην μεταφραση ενος εργου δεν διατηρειται το υφος
του συγγραφεα του,
τοτε η μεταφραση ειναι αχρηστη
Δεν εξηγουμε ,καταγραφομε το λογο του
Η Ελληνικη γλωσσα εχει τεραστια ικανοτητα να επιτευχθει αυτο
70. οι Κερκυραιοι λοιπον εστασιαζαν επειδη οι αιχμαλωτοι απο τις ναυμαχιες γυρω απο την Επιδαμνο ηρθαν σ'αυτους απ'τους Κορινθιους αφεθεντες,στα μεν λογια οκτακοσια
ταλαντα στους προξενους δινοντας εγγυηση,,στη πραγματικοτητα δε συμφωνησαν στους Κορινθιους τη Κερκυρα να προσχωρησουν,και ενεργουσαν αυτοι,καθεναν απο τους πολιτες πλησιαζοντας,οπως αποστατησουν απο τους Αθηναιους τη πολη,και οταν εφτασε και ενα Αττικο πλοιο και ενα Κορινθιακο πρεσβεις φερνοντας και σε συνελευση μαζευτηκαν ψηφισαν οι Κερκυραιοι στους Αθηναιους μεν συμμαχοι να ειναι
κατα τα συμφωνηθεντα,στους δε Πελοποννησιους φιλοι οπως ακριβως και πριν,και[ηταν τοτε ο Πειθιας εθελοπροξενος και των Αθηναιων και των δημοκρατικων προιστανταν ]τον εγκαλουν αυτοι οι ανδρες σε δικη λεγοντας πως στους Αθηναιους τηγ Κερκυρα ηθελε να υποδουλωσει,αυτος απαλλασσομενος αντεγκαλεσε απο αυτους τους πιο πλουσιους πεντε ανδρες,λεγοντας πως κοβουν ραβδους για τη αντιστηριξη των κληματων και απο τεμενος του Δια και απο του Αλκινοου,η ποινη για καθε ραβδο ηταν καθορισμενη
ενας στατηρας,οφειλοντας δε αυτοι να πληρωσουν τοτε στα ιερα ικετες καθισαν για το μεγεθος της ποινης,οπως να συμφωνησουν σε δοσεις ν 'αποδωσουν,ο Πειθιας[επειδη τυχαινε και της βουλης οντας] πειθει ωστε να γινει τηρηση στο νομο,αυτοι επειδη κι απο το νομο αποκλειστηκαν και συναμα μαθαινοντας πως ο Πειθιας,ως ειναι ακομα μελος της Βουλης,προκειται τη πλεοψηφια να μεταπεισει και τους ιδιους στους Αθηναιους
φιλους κι εχθρους να θεωρουν,τοτε συγκροτηθηκαν και παιρνοντας μαχαιρια
αιφνιδιαστικα μεσα στη βουλη μπηκαν και τον Πειθια σκοτωνουν και αλλους και απο
τους βουλευτες και απο τους ιδιωτες συνολο εξηντα ,καποιοι λιγοι της ιδιας γνωμης με τον Πειθια στην Αττικη τριηρη κατεφυγαν που ηταν ακομα εκει,
71.δρασαντες δε τουτο και συγκαλωντας τους Κερκυραιους ειπαν οτι τουτα και τα πιο
συμφεροντα θα ειναι και χειριστα θα ηταν να υποδουλοθουν στους Αθηναιους,και του λοιπου κανεναν απο τους δυο να μην δεχονται παρα μονο απο ενα πλοιο και να'ναι ησυχοι,το δε πλεον πολεμου να ηγηται,ετσι ειπαν,και να επικυρωσουν αυτη την αποφαση τους εξαναγκασαν,στελνουν δε και στην Αθηνα αμεσως πρεσβεις τα πεπραγμενα να παρουσιασουν οπως συνεφερε και τους εκει καταφυγοντες να πεισουν τιποτα ακαταλληλο να μην πραξουν για να μη καποια αντιποινα γινουν
72. οταν ηρθαν οι Αθηναιοι και τους πρεσβεις ως υποκινητες αλλαγων τους συνελαβαν
κι οσους επεισαν τους μετεφεραν και τους εκλεισαν στην Αιγινα, εν τω μεταξυ αυτοι απο τους Κερκυραιους που ηταν στα πραγματα οταν ηρθε τριηρη Κορινθιακη και των Λακεδαιμονιων πρεσβεων επιτεθηκαν στους δημοκρατικους και στη μαχη τους νικησαν,
οταν νυχτωσε οι δημοκρατικοι στην Ακροπολη και στα υψωματα της πολης κατεφυγαν
κι εκει συμμαζωμενοι εγκατασταθηκαν και τον Υλλαικον λιμενα κατειχαν,οι δε αλλοι κατελαβαν την αγοραν,εκει οπου οι πολλοι κατοικουσαν απο αυτους,και το λιμανι το προς αυτη και προς τη στερια
73. την δε επομενη εγιναν μερικες αψιμαχιες και στην υπαιθρο εστειλαν παντου αποστολες και οι δυο,τους δουλους και παρακαλοντας να παρουν το μερος τους και
ελευθερια υποσχομενοι,και στους μεν δημοκρατικους των οικετων η πλειοψηφια προσηρθε συμμαχος,στους δε αλλους απο τη στερια επικουροι μισθοφοροι οκτακοσιοι
74.μετα το διαλειμα μιας μερας μαχη ξανα εγινε και νικουν οι δημοκρατικοι,και στην
ισχυροτητα των θεσεων και στο πληθος υπερεχοντας,και οι γυναικες σ'αυτους με τολμη συνετρεξαν πετωντας απ'τα σπιτια κεραμιδια και παρα τη φυση υπομεντας τη ταραχη,
επειδη η τροπη αυτη εγινε αργα περι το δειλι,φοβηθεντες οι ολιγαρχικοι μηπως με μια κραυγη οι δημοκρατικοι και του ναυσταθμου επικρατησουν επιτεθεντες κι αυτους αφανισουν ολοσχερωςπυρπολησαν τα σπιτια τα γυρω της αγορας και τις πολυκατοικιες,
οπως μη γινει εφοδος,χωρις να λυπηθουν ουτε τα δικα τους σπιτια ουτε τα ξενα,ωστε
και πραγματα πολλα εμπορων κατακαηκαν κι η πολη κινδυνεψε ολοκληρη ν'αφανισθει,
αν ανεμος φυσουσε στην ωρα της φλογας με διευθυνση προς αυτη,κι απο τη μια κι απο
τη αλλη μερια οταν επαυσε η μαχη ησυχαζαν και τη νυχτα σε φρουριση ησαν,και το Κορινθιακο πλοιο οι δημοκρατες εχοντας επικρατησει απεπλευσε κρυφα,και απο τους βοηθους μισθοφορους οι πολλοι στην ηπειρο χωρις να τους παρουν ειδηση περασαν
75. την δε επομενη ημερα ο Νικοστρατος ο γιος του Διειτρεφους εφτασε σε βοηθεια
απο τη Ναυπακτο με δωδεκα πλοια και πεντακοσιους οπλιτες Μεσσηνιους,και συμβαση εκαμε κι επεισε ωστε να συμφωνησουν οι μεν με τους δεν και δεκα ανδρες απο τους πλεον αιτιους να κρινουν,οι οποιοι τωρα πια δεν εμειναν,οι δ'αλλοι να παραμεινουν εκει ανακωχη ειρηνης οι μεν με τους δε να κανουν και προς τους Αθηναιους ,ωστε του ιδιους εχθρους και φιλους να θεωρουν,κι αυτος τουτα πραξας επροκειτο ν'αποπλευσει,οι δε των δημοκρατικων προισταμενοι πειθουν αυτον πεντε μεν απο τα πλοια του σ'αυτους πισω
ν'αφησει,οπως ασθενεστεροι για κινημα ειναι οι εναντιον,ισα δε αυτοι πληρωνοντας απο τα δικα τους να στειλουν,και ο μεν συμφωνησε,αυτοι δε τους εχθρους συγκαταλεγαν στα πλοια,φοβηθεντες δε εκεινοι μηπως στην Αθηνα αποπεμφθουν καθονται στο ιερο των Διοσκουρων,ο Νικοστρατος δε αυτους προσπαθησε να σηκωσει και να ενθαρρυνει,επειδη
δεν τους επειθε,οι δημοκρατικοι οπλισθηκε με την προφαση τουτη,πως τιποτα αυτοι καλο δεν σκεφτονταν με τη δυσπιστια να μην συμπλευσουν,και τα οπλα αυτων απ'τα σπιτια πηραν κι απ'αυτους καποιους τους οποιους πετυχαν,εαν ο Νικοστρατος δεν εμποδιζε,
θ'αφανιζαν,βλεπωντας δε οι αλλοι τα γινομενα καθονται στο Ηραιο ικετες και γινονται
οχι λιγοτεροι απο τετρακοσιοι,οι δε δημοκρατικοι φοβηθηκαν μηπως υποκινησουν καποια αλλαγη να σηκωθουν αυτους τους επεισαν και μετεφεραν στο απεναντι απ'το Ηραιο νησι,και τα απαραιτητα εκει περα σ'αυτους εστελναν
76. της στασης σ'αυτο οντας στην τεταρτη η' στην πεμπτη ημερα μετα την μεταφορα των ανδρων στο νησι τα πλοια των Πελοποννησιων απο την Κυλληνη,μετα την απο την Ιωνια πλευση αγκυροβολημενα οντας,απεπλευσανπενηντα τρια,αρχηγευε δε αυτων ο Αλκιδας,
ο ιδιος οπως και πιο πριν,και ο Βρασιδας σ'αυτον συμβουλος επλεε,αγκυροβολημενοι δε στα Συβοτα λιμανι της ηπειρου αμα ξημερωσε επλευσαν στη Κερκυρα
77. οι δε σε πολλη ταραχη και οντας φοβισμενοι και απο αυτα στη πολη και την εναντιον αυτων πλευση προετοιμαζουν αμεσως εξηντα πλοια και αυτα που καθε φορα πληρωνανταν εστελναν προς τους εναντιους,τους συμβουλευαν οι Αθηναιοι κι αυτους
να περιμενουν να εκπλευσουν κι υστερα ολα μαζι εκεινους ν'ακολουθησουν,καθως δε αυτοι προς τους πολεμιους κοντα ηρθαν ησαν σκορπια τα πλοια,δυο μεν ευθυς αυτομολησαν,στ'αλλα δε ενας με τον αλλον τα πληρωματα εμαχονταν,και δεν ηταν καμια ταξη στα γινομενα,βλέποντας δε οι Πελοποννησιοι την αναταραχη εικοσι μεν πλοια προς τους Κερκυραιους παρεταξαν,τα δε λοιπα προς τα δωδεκα πλοια των Αθηναιων,απο αυτα
δυο ηταν η Σαλαμινια και η Παραλος
78.και οι μεν Κερκυραιοι και χωρις ταξη και μ'ολιγα τμηματα προσπιπτοντας υποφεραν μεταξυ τους ,οι δε Αθηναιοι φοβουμενοι το πληθος και τη περικυκλωση σ'ολη τη δυναμη μεν δεν προσεπιπταν ουτε στο μεσο των απεναντι απ'αυτους παρατεταγμενων,
προσβαλοντας δε το ακρο καταβυθιζουν ενα πλοιο,και μετα τουτα σε κυκλο
παραταγμενων γυρω απ'αυτα επλεαν και προσπαθουσαν να φερουν αναταραχη,
αντιλαμβανομενοι δε αυτο οι απεναντι στους Κερκυραιους και φοβηθεντες μηπως οτι
στη Ναυπακτο γινει,ερχονται σε βοηθεια,και μαζωμενα ολα τα πλοια αμεσως την πλευση εναντια στους Αθηναιους εκαναν,οι δε ηδη υποχωρουν πρυμναν κρουωντας
και συναμα τα πλοια των Κερυραιων ηθελαν να προλαβουν να καταφυγουν σ'ασφαλες λιμανι οσο πιο πολλα, κι αργα αυτοι υποχωροντας κι απεναντι σ'αυτους παρατεταγμενων των εναντιων.λοιπον η ναυμαχια τετοια γενομενη τελειωσε στου ηλιου τη δυση
79.και οι Κερκυραιοι φοβηθεντες μη σ'αυτους επιπλευσουν κατα της πολης ως επικρατουντες οι πολεμιοι και η' αυτους απ'τη νησο παρουν μαζι τους η' καποιο αλλο νεο μετρο παρουν,και αυτους απ'τη νησο στο Ηραιο μετεφεραν και την πολη φρουρουσαν,
αυτοι δε κατα μεν της πολης δεν τολμησαν να πλευσουν αν και επικρατουντες στη ναυμαχια,δεκατρια δε πλοια κατεχοντας των Κερκυραιων απεπλευσαν στην ηπειρο,απ'οπου ειχαν ξεκινησει,την δε επομενη κατα μεν της πολης δεν ειχαν καθολου σκοπο να επιπλευσουν,αν και σε πολυ ταραχη και σε φοβο ηταν και ο Βρασιδας παρακινουσε,οπως λεγεται,τον Αλκιδα,αν και ισοψηφος δεν ηταν,στη Λευκιμμη δε τ'ακρωτηρι κανοντας αποβαση λεηλατουσαν την υπαιθρο
.
.
[70] [70.1] Οἱ γὰρ Κερκυραῖοι ἐστασίαζον, ἐπειδὴ οἱ αἰχμάλωτοι ἦλθον αὐτοῖς οἱ ἐκ τῶν περὶ Ἐπίδαμνον ναυμαχιῶν ὑπὸ Κορινθίων ἀφεθέντες, τῷ μὲν λόγῳ ὀκτακοσίων ταλάντων τοῖς προξένοις διηγγυημένοι, ἔργῳ δὲ πεπεισμένοι Κορινθίοις Κέρκυραν προσποιῆσαι. καὶ ἔπρασσον οὗτοι, ἕκαστον τῶν πολιτῶν μετιόντες, ὅπως ἀποστήσωσιν Ἀθηναίων τὴν πόλιν. [70.2] καὶ ἀφικομένης Ἀττικῆς τε νεὼς καὶ Κορινθίας πρέσβεις ἀγουσῶν καὶ ἐς λόγους καταστάντων ἐψηφίσαντο Κερκυραῖοι Ἀθηναίοις μὲν ξύμμαχοι εἶναι κατὰ τὰ ξυγκείμενα, Πελοποννησίοις δὲ φίλοι ὥσπερ καὶ πρότερον. [70.3] καὶ (ἦν γὰρ Πειθίας ἐθελοπρόξενός τε τῶν Ἀθηναίων καὶ τοῦ δήμου προειστήκει) ὑπάγουσιν αὐτὸν οὗτοι οἱ ἄνδρες ἐς δίκην, λέγοντες Ἀθηναίοις τὴν Κέρκυραν καταδουλοῦν. [70.4] ὁ δὲ ἀποφυγὼν ἀνθυπάγει αὐτῶν τοὺς πλουσιωτάτους πέντε ἄνδρας, φάσκων τέμνειν χάρακας ἐκ τοῦ τε Διὸς τοῦ τεμένους καὶ τοῦ Ἀλκίνου· ζημία δὲ καθ’ ἑκάστην χάρακα ἐπέκειτο στατήρ. [70.5] ὀφλόντων δὲ αὐτῶν καὶ πρὸς τὰ ἱερὰ ἱκετῶν καθεζομένων διὰ πλῆθος τῆς ζημίας, ὅπως ταξάμενοι ἀποδῶσιν, ὁ Πειθίας (ἐτύγχανε γὰρ καὶ βουλῆς ὤν) πείθει ὥστε τῷ νόμῳ χρήσασθαι. [70.6] οἱ δ’ ἐπειδὴ τῷ τε νόμῳ ἐξείργοντο καὶ ἅμα ἐπυνθάνοντο τὸν Πειθίαν, ἕως ἔτι βουλῆς ἐστί, μέλλειν τὸ πλῆθος ἀναπείσειν τοὺς αὐτοὺς Ἀθηναίοις φίλους τε καὶ ἐχθροὺς νομίζειν, ξυνίσταντό τε καὶ λαβόντες ἐγχειρίδια ἐξαπιναίως ἐς τὴν βουλὴν ἐσελθόντες τόν τε Πειθίαν κτείνουσι καὶ ἄλλους τῶν τε βουλευτῶν καὶ ἰδιωτῶν ἐς ἑξήκοντα· οἱ δέ τινες τῆς αὐτῆς γνώμης τῷ Πειθίᾳ ὀλίγοι ἐς τὴν Ἀττικὴν τριήρη κατέφυγον ἔτι παροῦσαν. [71] [71.1] δράσαντες δὲ τοῦτο καὶ ξυγκαλέσαντες Κερκυραίους εἶπον ὅτι ταῦτα καὶ βέλτιστα εἴη καὶ ἥκιστ’ ἂν δουλωθεῖεν ὑπ’ Ἀθηναίων, τό τε λοιπὸν μηδετέρους δέχεσθαι ἀλλ’ ἢ μιᾷ νηὶ ἡσυχάζοντας, τὸ δὲ πλέον πολέμιον ἡγεῖσθαι. ὡς δὲ εἶπον, καὶ ἐπικυρῶσαι ἠνάγκασαν τὴν γνώμην. [71.2] πέμπουσι δὲ καὶ ἐς τὰς Ἀθήνας εὐθὺς πρέσβεις περί τε τῶν πεπραγμένων διδάξοντας ὡς ξυνέφερε καὶ τοὺς ἐκεῖ καταπεφευγότας πείσοντας μηδὲν ἀνεπιτήδειον πράσσειν, ὅπως μή τις ἐπιστροφὴ γένηται. [72] [72.1] ἐλθόντων δὲ οἱ Ἀθηναῖοι τούς τε πρέσβεις ὡς νεωτερίζοντας ξυλλαβόντες, καὶ ὅσους ἔπεισαν, κατέθεντο ἐς Αἴγιναν.
[72.2] Ἐν δὲ τούτῳ τῶν Κερκυραίων οἱ ἔχοντες τὰ πράγματα ἐλθούσης τριήρους Κορινθίας καὶ Λακεδαιμονίων πρέσβεων ἐπιτίθενται τῷ δήμῳ, καὶ μαχόμενοι ἐνίκησαν. [72.3] ἀφικομένης δὲ νυκτὸς ὁ μὲν δῆμος ἐς τὴν ἀκρόπολιν καὶ τὰ μετέωρα τῆς πόλεως καταφεύγει καὶ αὐτοῦ ξυλλεγεὶς ἱδρύθη, καὶ τὸν Ὑλλαϊκὸν λιμένα εἶχον· οἱ δὲ τήν τε ἀγορὰν κατέλαβον, οὗπερ οἱ πολλοὶ ᾤκουν αὐτῶν, καὶ τὸν λιμένα τὸν πρὸς αὐτῇ καὶ πρὸς τὴν ἤπειρον. [73] [73.1] τῇ δ’ ὑστεραίᾳ ἠκροβολίσαντό τε ὀλίγα καὶ ἐς τοὺς ἀγροὺς περιέπεμπον ἀμφότεροι, τοὺς δούλους παρακαλοῦντές τε καὶ ἐλευθερίαν ὑπισχνούμενοι· καὶ τῷ μὲν δήμῳ τῶν οἰκετῶν τὸ πλῆθος παρεγένετο ξύμμαχον, τοῖς δ’ ἑτέροις ἐκ τῆς ἠπείρου ἐπίκουροι ὀκτακόσιοι. [74] [74.1] διαλιπούσης δ’ ἡμέρας μάχη αὖθις γίγνεται καὶ νικᾷ ὁ δῆμος χωρίων τε ἰσχύι καὶ πλήθει προύχων· αἵ τε γυναῖκες αὐτοῖς τολμηρῶς ξυνεπελάβοντο βάλλουσαι ἀπὸ τῶν οἰκιῶν τῷ κεράμῳ καὶ παρὰ φύσιν ὑπομένουσαι τὸν θόρυβον. [74.2] γενομένης δὲ τῆς τροπῆς περὶ δείλην ὀψίαν, δείσαντες οἱ ὀλίγοι μὴ αὐτοβοεὶ ὁ δῆμος τοῦ τε νεωρίου κρατήσειεν ἐπελθὼν καὶ σφᾶς διαφθείρειεν, ἐμπιπρᾶσι τὰς οἰκίας τὰς ἐν κύκλῳ τῆς ἀγορᾶς καὶ τὰς ξυνοικίας, ὅπως μὴ ᾖ ἔφοδος, φειδόμενοι οὔτε οἰκείας οὔτε ἀλλοτρίας, ὥστε καὶ χρήματα πολλὰ ἐμπόρων κατεκαύθη καὶ ἡ πόλις ἐκινδύνευσε πᾶσα διαφθαρῆναι, εἰ ἄνεμος ἐπεγένετο τῇ φλογὶ ἐπίφορος ἐς αὐτήν.
[74.3] Καὶ οἱ μὲν παυσάμενοι τῆς μάχης ὡς ἑκάτεροι ἡσυχάσαντες τὴν νύκτα ἐν φυλακῇ ἦσαν· καὶ ἡ Κορινθία ναῦς τοῦ δήμου κεκρατηκότος ὑπεξανήγετο, καὶ τῶν ἐπικούρων οἱ πολλοὶ ἐς τὴν ἤπειρον λαθόντες διεκομίσθησαν. [75] [75.1] τῇ δὲ ἐπιγιγνομένῃ ἡμέρᾳ Νικόστρατος ὁ Διειτρέφους Ἀθηναίων στρατηγὸς παραγίγνεται βοηθῶν ἐκ Ναυπάκτου δώδεκα ναυσὶ καὶ Μεσσηνίων πεντακοσίοις ὁπλίταις· ξύμβασίν τε ἔπρασσε καὶ πείθει ὥστε ξυγχωρῆσαι ἀλλήλοις δέκα μὲν ἄνδρας τοὺς αἰτιωτάτους κρῖναι, οἳ οὐκέτι ἔμειναν, τοὺς δ’ ἄλλους οἰκεῖν σπονδὰς πρὸς ἀλλήλους ποιησαμένους καὶ πρὸς Ἀθηναίους, ὥστε τοὺς αὐτοὺς ἐχθροὺς καὶ φίλους νομίζειν. [75.2] καὶ ὁ μὲν ταῦτα πράξας ἔμελλεν ἀποπλεύσεσθαι· οἱ δὲ τοῦ δήμου προστάται πείθουσιν αὐτὸν πέντε μὲν ναῦς τῶν αὐτοῦ σφίσι καταλιπεῖν, ὅπως ἧσσόν τι ἐν κινήσει ὦσιν οἱ ἐναντίοι, ἴσας δὲ αὐτοὶ πληρώσαντες ἐκ σφῶν αὐτῶν ξυμπέμψειν. [75.3] καὶ ὁ μὲν ξυνεχώρησεν, οἱ δὲ τοὺς ἐχθροὺς κατέλεγον ἐς τὰς ναῦς. δείσαντες δὲ ἐκεῖνοι μὴ ἐς τὰς Ἀθήνας ἀποπεμφθῶσι καθίζουσιν ἐς τὸ τῶν Διοσκόρων ἱερόν. [75.4] Νικόστρατος δὲ αὐτοὺς ἀνίστη τε καὶ παρεμυθεῖτο. ὡς δ’ οὐκ ἔπειθεν, ὁ δῆμος ὁπλισθεὶς ἐπὶ τῇ προφάσει ταύτῃ, ὡς οὐδὲν αὐτῶν ὑγιὲς διανοουμένων τῇ τοῦ μὴ ξυμπλεῖν ἀπιστίᾳ, τά τε ὅπλα αὐτῶν ἐκ τῶν οἰκιῶν ἔλαβε καὶ αὐτῶν τινὰς οἷς ἐπέτυχον, εἰ μὴ Νικόστρατος ἐκώλυσε, διέφθειραν ἄν. [75.5] ὁρῶντες δὲ οἱ ἄλλοι τὰ γιγνόμενα καθίζουσιν ἐς τὸ Ἥραιον ἱκέται καὶ γίγνονται οὐκ ἐλάσσους τετρακοσίων. ὁ δὲ δῆμος δείσας μή τι νεωτερίσωσιν ἀνίστησί τε αὐτοὺς πείσας καὶ διακομίζει ἐς τὴν πρὸ τοῦ Ἡραίου νῆσον, καὶ τὰ ἐπιτήδεια ἐκεῖσε αὐτοῖς διεπέμπετο.
[76] [76.1] Τῆς δὲ στάσεως ἐν τούτῳ οὔσης τετάρτῃ ἢ πέμπτῃ ἡμέρᾳ μετὰ τὴν τῶν ἀνδρῶν ἐς τὴν νῆσον διακομιδὴν αἱ ἐκ τῆς Κυλλήνης Πελοποννησίων νῆες, μετὰ τὸν ἐκ τῆς Ἰωνίας πλοῦν ἔφορμοι οὖσαι, παραγίγνονται τρεῖς καὶ πεντήκοντα· ἦρχε δὲ αὐτῶν Ἀλκίδας, ὅσπερ καὶ πρότερον, καὶ Βρασίδας αὐτῷ ξύμβουλος ἐπέπλει. ὁρμισάμενοι δὲ ἐς Σύβοτα λιμένα τῆς ἠπείρου ἅμα ἕῳ ἐπέπλεον τῇ Κερκύρᾳ. [77] [77.1] οἱ δὲ πολλῷ θορύβῳ καὶ πεφοβημένοι τά τ’ ἐν τῇ πόλει καὶ τὸν ἐπίπλουν παρεσκευάζοντό τε ἅμα ἑξήκοντα ναῦς καὶ τὰς αἰεὶ πληρουμένας ἐξέπεμπον πρὸς τοὺς ἐναντίους, παραινούντων Ἀθηναίων σφᾶς τε ἐᾶσαι πρῶτον ἐκπλεῦσαι καὶ ὕστερον πάσαις ἅμα ἐκείνους ἐπιγενέσθαι. [77.2] ὡς δὲ αὐτοῖς πρὸς τοῖς πολεμίοις ἦσαν σποράδες αἱ νῆες, δύο μὲν εὐθὺς ηὐτομόλησαν, ἐν ἑτέραις δὲ ἀλλήλοις οἱ ἐμπλέοντες ἐμάχοντο, ἦν δὲ οὐδεὶς κόσμος τῶν ποιουμένων. [77.3] ἰδόντες δὲ οἱ Πελοποννήσιοι τὴν ταραχὴν εἴκοσι μὲν ναυσὶ πρὸς τοὺς Κερκυραίους ἐτάξαντο, ταῖς δὲ λοιπαῖς πρὸς τὰς δώδεκα ναῦς τῶν Ἀθηναίων, ὧν ἦσαν αἱ δύο Σαλαμινία καὶ Πάραλος. [78] [78.1] καὶ οἱ μὲν Κερκυραῖοι κακῶς τε καὶ κατ’ ὀλίγας προσπίπτοντες ἐταλαιπώρουν τὸ καθ’ αὑτούς· οἱ δ’ Ἀθηναῖοι φοβούμενοι τὸ πλῆθος καὶ τὴν περικύκλωσιν ἁθρόαις μὲν οὐ προσέπιπτον οὐδὲ κατὰ μέσον ταῖς ἐφ’ ἑαυτοὺς τεταγμέναις, προσβαλόντες δὲ κατὰ κέρας καταδύουσι μίαν ναῦν. καὶ μετὰ ταῦτα κύκλον ταξαμένων αὐτῶν περιέπλεον καὶ ἐπειρῶντο θορυβεῖν. [78.2] γνόντες δὲ οἱ πρὸς τοῖς Κερκυραίοις καὶ δείσαντες μὴ ὅπερ ἐν Ναυπάκτῳ γένοιτο, ἐπιβοηθοῦσι, καὶ γενόμεναι ἁθρόαι αἱ νῆες ἅμα τὸν ἐπίπλουν τοῖς Ἀθηναίοις ἐποιοῦντο. [78.3] οἱ δ’ ὑπεχώρουν ἤδη πρύμναν κρουόμενοι καὶ ἅμα τὰς τῶν Κερκυραίων ἐβούλοντο προκαταφυγεῖν ὅτι μάλιστα, ἑαυτῶν σχολῇ τε ὑποχωρούντων καὶ πρὸς σφᾶς τεταγμένων τῶν ἐναντίων.
[78.4] Ἡ μὲν οὖν ναυμαχία τοιαύτη γενομένη ἐτελεύτα ἐς ἡλίου δύσιν, [79] [79.1] καὶ οἱ Κερκυραῖοι δείσαντες μὴ σφίσιν ἐπιπλεύσαντες ἐπὶ τὴν πόλιν ὡς κρατοῦντες οἱ πολέμιοι ἢ τοὺς ἐκ τῆς νήσου ἀναλάβωσιν ἢ καὶ ἄλλο τι νεωτερίσωσι, τούς τε ἐκ τῆς νήσου πάλιν ἐς τὸ Ἥραιον διεκόμισαν καὶ τὴν πόλιν ἐφύλασσον. [79.2] οἱ δ’ ἐπὶ μὲν τὴν πόλιν οὐκ ἐτόλμησαν πλεῦσαι κρατοῦντες τῇ ναυμαχίᾳ, τρεῖς δὲ καὶ δέκα ναῦς ἔχοντες τῶν Κερκυραίων ἀπέπλευσαν ἐς τὴν ἤπειρον, ὅθενπερ ἀνηγάγοντο. [79.3] τῇ δ’ ὑστεραίᾳ ἐπὶ μὲν τὴν πόλιν οὐδὲν μᾶλλον ἐπέπλεον, καίπερ ἐν πολλῇ ταραχῇ καὶ φόβῳ ὄντας καὶ Βρασίδου παραινοῦντος, ὡς λέγεται, Ἀλκίδᾳ, ἰσοψήφου δὲ οὐκ ὄντος· ἐπὶ δὲ τὴν Λευκίμμην τὸ ἀκρωτήριον ἀποβάντες ἐπόρθουν τοὺς ἀγρούς.
.
.
.
το ειδωλο του νεκρου Πατροκλου στον Αχιλλέα
(Ομήρου Ιλιάδα,ραψωδία Ψ',στιχοι 65-84)
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
(έπεσε κατάκοπος να κοιμηθεί ο Αχιλλέας )
και τότε ήρθε η ψυχή του δυσμοιρου Πατροκλου
όμοια στο ανάστημα στην όψη την όμορφη
και τη φωνή,και τα ρούχα του ίδια ήταν,
πάνω στη κεφαλή του στάθηκε κι είπε,
κοιμασε,Αχιλλέα,και μ'εχεις ξεχάσει τώρα νεκρό,
όσο όμως ζούσα μ'ειχες έννοια,
γρήγορα θάψε με να περάσω τ'Αδη τη πόρτα,
γιατί με διώχνουν μακρυά οι ψυχές των μακαρισμενων
να μην διαβώ τον ποταμό και τους σμιξω,
και μπροστά στ'Αδη τωρα τη πόρτα περιφερομαι,
και δος μου το χέρι,σε ικετεύω,απ'τον Άδη ποτέ
δεν θα γυρίσω,αφού με κάψει η φωτιά,
κι ούτε πια ξεχωριστά απ'τους συντρόφους
ζωντανοί δεν θα καθήσουμε και να μιλαμε,
αφού μένα μοίρα κακή μ'αρπαξε,
ως έτυχε αυτή απ'τη γέννηση μου,
όμως η ίδια σου μελέται Αχιλλέα μοιρα
κάτω απ'των μαχητων Τρώων τα τείχη να χαθείς,
κι ένα άλλο ακόμα έχω να σου πω και να τηρήσεις,
μην τα δικά μου απ'τα δικα σου κόκκαλα χωριστά
βαλουν,Αχιλλέα,αλλά μαζι,
.
ἦλθε δ’ ἐπὶ ψυχὴ Πατροκλῆος δειλοῖο,
ψυχὴ Πατροκλῆος δειλοῖο,65
πάντ’ αὐτῷ μέγεθός τε καὶ ὄμματα κάλ’ ἐϊκυῖα,
καὶ φωνήν, καὶ τοῖα περὶ χροῒ εἵματα ἕστο·
στῆ δ’ ἄρ’ ὑπὲρ κεφαλῆς καί μιν πρὸς μῦθον ἔειπεν·
«εὕδεις, αὐτὰρ ἐμεῖο λελασμένος ἔπλευ Ἀχιλλεῦ.
οὐ μέν μευ ζώοντος ἀκήδεις, ἀλλὰ θανόντος·70
θάπτέ με ὅττι τάχιστα πύλας Ἀΐδαο περήσω.
τῆλέ με εἴργουσι ψυχαὶ εἴδωλα καμόντων,
οὐδέ μέ πω μίσγεσθαι ὑπὲρ ποταμοῖο ἐῶσιν,
ἀλλ’ αὔτως ἀλάλημαι ἀν’ εὐρυπυλὲς Ἄϊδος δῶ.
καί μοι δὸς τὴν χεῖρ’, ὀλοφύρομαι· οὐ γὰρ ἔτ’ αὖτις75
νίσομαι ἐξ Ἀΐδαο, ἐπήν με πυρὸς λελάχητε.
οὐ μὲν γὰρ ζωοί γε φίλων ἀπάνευθεν ἑταίρων
βουλὰς ἑζόμενοι βουλεύσομεν, ἀλλ’ ἐμὲ μὲν κὴρ
ἀμφέχανε στυγερή, ἥ περ λάχε γιγνόμενόν περ·
καὶ δὲ σοὶ αὐτῷ μοῖρα, θεοῖς ἐπιείκελ’ Ἀχιλλεῦ,80
τείχει ὕπο Τρώων εὐηφενέων ἀπολέσθαι.
ἄλλο δέ τοι ἐρέω καὶ ἐφήσομαι, αἴ κε πίθηαι·
μὴ ἐμὰ σῶν ἀπάνευθε τιθήμεναι ὀστέ’, Ἀχιλλεῦ,
ἀλλ’ ὁμοῦ,
.
.
.
Ψαλμοί
-μετάφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
4,3 Υἱοὶ ἀνθρώπων, ἕως πότε βαρυκάρδιοι;'Ἱνατὶ ἀγαπᾶτε ματαιότητα
καὶ ζητεῖτε ψεῦδος;
(άνθρωποι,έως ποτέ σκληρόκαρδοι;
γιατί αγαπάτε την ματαιότητα και ζητάτε το ψέμα;)
5,6 οὐδὲ διαμενοῦσι παράνομοι κατέναντι τῶν ὀφθλαμῶν σου.
Ἐμίσησας πάντας τοὺς ἐργαζομένουςτὴν ἀνομίαν·
5,7 ἀπολεῖς πάντος τοὺς λαλοῦντας τὸ ψεῦδος. Ἄνδρα αἱμάτων καὶ δόλιον
βδελύσσεται Κύριος.
(ούτε όσοι παράνομοι αντεχουν να σταθουν μπροστά στα μάτια σου,
εχθρευεσαι όλους που εργάζονται άνομα
εξολοθρεύεις όλους που λένε ψέματα,τον άνθρωπο τον αιμοχαρη
και τον δολιο σιχενεται ο Κύριος)
6,1 Κύριε, μὴ τῷ θυμῷ σου ἐλέγξῃς μέ, μηδὲ τῇ ὀργῇ σου παιδεύσῃς με.
(Κύριε,μη στο θυμο σου με κατακρίνεις,μήτε στην οργή σου με τιμωρήσεις)
6,7 Ἐκοπίασα ἐν τῷ στεναγμῷ μου, λούσω καθ' ἐκάστην νύκτα τὴν κλίνην μου,
ἐνδάκρυσί μου τὴν στρωμνήν μου βρέξω.
(βασανίστηκα απ'τους στεναγμούς μου,θα λούσω κάθε νύχτα το κρεβάτι μου,
με τα δακρυα μου θα βρέξω το στρώμα μου)
7,1 Κύριε ὁ Θεός μου, ἐπὶ σοὶ ἤλπισα· σῶσόν με ἐκ πάντων τῶν διωκόντων με
καὶ ρῦσαί με,
7,3 μή ποτε ἁρπάσῃ ὡς λέων τὴν ψυχήν μου, μὴ ὄντος λυτρουμένου μηδὲ σῴζοντος.
(Κυριε Θεε μου,σε σένα έχω ελπίσει,σώσε με από όλους που με καταδιώκουν
και γλύτωσε με,
μη ποτέ αρπάξει ως το λιοντάρι την ψυχή μου,όταν κάποιος δεν θα'ναι εκει
να με λυτρώσει μήτε να με σώσει)
7,13 Ἐὰν μὴ ἐπιστραφῆτε, τὴν ρομφαίαν αὐτοῦ στιλβώσει, τὸ τόξον αὐτοῦ ἐνέτεινε καὶ ἡτοίμασεν αὐτό·
(αν δεν μετανοηστε,τη ρομφαία του θα αστραψει,το τόξο τέντωσε κι έτοιμο
το'χει)
7,17 ἐπιστρέψει ὁ πόνος αὐτοῦ εἰς κεφαλὴν αὐτοῦ, καὶ ἐπὶ κορυφὴν αὐτοῦ
ἡ ἀδικία αὐτοῦ καταβήσεται.
(θα γυρισει η κακια του στο κεφαλι του,και πάνω στο πρόσωπο του η αδικία
του θα καταπεσει)
.
.
.
Η περίλυπος ψυχή του Ιησού στη Γεσθημανή και η προδοσία του
(Το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον 26.30-26.52)
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
26,30 Καὶ ὑμνήσαντες ἐξῆλθον εἰς τὸ ὅρος τῶν ἐλαιῶν.
Τότε λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς·
(και αφού ύμνησαν βγήκαν έξω στο όρος των ελαιων.
Τότε λέγει σ'αυτους ο Ιησους)
26,31 πάντες ὑμεῖς σκανδαλισθήσεσθε ἐν ἐμοὶ ἐν τῇ νυκτὶ ταύτῃ·
γέγραπται γάρ, πατάξω τὸν ποιμένα, καὶ διασκορπισθήσονται τὰ πρόβατα
τῆς ποίμνης·
(όλοι σας θα μπήκε σε πειρασμό στην πιστη σας σε μένα μέσα στη νύχτα
αυτή,γιατί έτσι έχει γραφτεί,θα πλήξω τον ποιμένα και θα διασκορπισθουν
τα πρόβατα του ποιμνιου)
26,32 μετὰ δὲ τὸ ἐγερθῆναί με προάξω ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν.
(μετά όμως από την ανάσταση μου θα βρεθώ πρώτος στη Γαλιλαία όπου
θα σας συναντησω)
26,33 Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Πέτρος εἶπεν αὐτῷ· εἰ πάντες σκανδαλισθήσονται
ἐν σοί, ἐγὼ δὲ οὐδέποτε σκανδαλισθήσομαι
(αποκρίθηκε τότε ο Πέτρος και του ειπε.αν όλοι μπουν σε πειρασμό στην
πίστη τους σε σένα,εγώ όμως ουδεποτε θα μπω σε πειρασμό στην πιστη μου)
26,34 Ἔφη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἀμὴν λέγω σοι ὅτι ἐν ταύτῃ τῇ νυκτὶ πρὶν ἀλέκτορα
φωνῆσαι τρὶς ἀπαρνήσῃ με.
(είπε σ'αυτον ο Ιησούς,αλήθεια σου λέω ότι μέσα σ' αυτή τη νύχτα πριν
ο αλεκτωρ λαλήσει τρεις φορές θα μ'απαρνηθεις)
26,35 Λέγει αὐτῷ ὁ Πέτρος· κἂν δέῃ με σὺν σοὶ ἀποθανεῖν, οὐ μὴ σὲ
ἀπαρνήσομαι.Ὁμοίως δὲ καὶ πάντες οἱ μαθηταὶ εἶπον.
(λέγει σ'αυτον ο Πέτρος.κι αν πρέπει μαζί με σένα να πεθάνω,δεν θα
σ'απαρνηθω.Το ιδιο δε κι όλοι ο μαθητές ειπαν)
26,36 Τότε ἔρχεται μετ' αὐτῶν ὁ Ἰησοῦς εἰς χωρίον λεγόμενον Γεσθημανῆ,
καὶ λέγει τοῖς μαθηταῖς· καθίσατε αὐτοῦ ἕως οὖ ἀπελθὼν προσεύξωμαι ἐκεῖ.
(τότε έρχεται μαζί μ'αυτους ο Ιησούς στη περιοχή που λέγεται Γεσθημανή
και λέει στους μαθητες.καθιστε εδώ μέχρις ότου να πάω να προσευχηθώ
εκεί)
26,37 Καὶ παραλαβὼν τὸν Πέτρον καὶ τοὺς δύο υἱοὺς Ζεβεδαίου ἤρξατο
λυπεῖσθαι καὶ ἀδημονεῖν.
(και παίρνοντας τον Πέτρο και τους δύο γιους του Ζεβεδαίου άρχισε
να νιώθει λύπη και αγωνία)
26,38 Τότε λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς·περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως
θανάτου· μείνατε ὧδε καὶ γρηγορεῖτε μετ' ἐμοῦ.
(τότε λέει σ'αυτους ο Ιησους.περιλυπος είναι η ψυχή μου έως θανατου.
μείνετε εδώ και ξαγρυπνατε μ'εμενα)
26,39 Καὶ προσελθὼν μικρὸν ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον αὐτοῦ προσευχόμενος
καὶ λέγων· πάτερ μου, εἰ δυνατόν ἐστι,παρελθέτω ἀπ' ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο·
πλὴν οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλ' ὡς σύ.
(και προχωρώντας λίγο έπεσε με το πρόσωπο του καταγής και προσεύχονταν
κι ελεγε.πατερα μου αν είναι δυνατόν ας απομακρυνθεί από μένα το ποτήρι
αυτό.πλην όμως όχι όπως εγώ θέλω,αλλ'οπως εσυ)
26,40 Καὶ ἔρχεται πρὸς τοὺς μαθητὰς καὶ εὑρίσκει αὐτοὺς καθεύδοντας,
καὶ λέγει τῷ Πέτρῳ· οὕτως οὐκ ἰσχύσατε μίαν ὥραν γρηγορῆσαι μετ' ἐμοῦ!
(κι έρχεται στους μαθητές και τους βρίσκει να κοιμούνται και λέει στον
Πέτρο.ετσι λοιπόν δεν είχατε τη δύναμη μια ώρα να ξαγρυπνησεται με μένα)
26,41 Γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε, ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν· τὸ μὲν
πνεῦμα πρόθυμον, ἡ δὲ σὰρξ ἀσθενής.
(ξαγρυπνατε και προσεύχεστε,για να μην μπείτε σε πειρασμό.το μεν πνεύμα
προθυμο η δε σάρκα αδυνατη)
26,42 Πάλιν ἐκ δευτέρου ἀπελθὼν προσηύξατο λέγων πάτερ μου, εἰ οὐ
δύναται τοῦτο τὸ ποτήριον παρελθεῖν ἀπ' ἐμοῦ ἐὰν μὴ αὐτὸ πίω, γενηθήτω
τὸ θέλημά σου.
(πάλι για δεύτερη φορά αφού πήγε προσεύχονταν λεγοντας.πατερα μου,
αν δεν είναι δυνατόν αυτό το ποτήρι να απομακρυνθεί από μένα να μη το
πιω,ας γίνει το θέλημα σου)
26,43 Καὶ ἐλθὼν εὑρίσκει αὐτοὺς πάλιν καθεύδοντας· ἦσαν γὰρ αὐτῶν οἱ
ὀφθαλμοὶ βεβαρημένοι.
(κι αφού ήρθε τους βρίσκει πάλι να κοιμούνται .γιατί ήταν τα μάτια τους
πολύ βαριά)
26,44 Καὶ ἀφεὶς αὐτοὺς ἀπελθὼν πάλιν προσηύξατο ἐκ τρίτου τὸν αὐτὸν
λόγον εἰπών.
(κι αφήνοντας τους πήγε πάλι και προσευχήθηκε για τρίτη φορά και τα
ίδια λόγια ειπε)
26,45 Τότε ἔρχεται πρὸς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτοῖς· καθεύδετε
τὸ λοιπὸν καὶ ἀναπαύεσθε! Ἰδοὺ ἤγγικεν ἡ ὥρα καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου
παραδίδοται εἰς χεῖρας ἁμαρτωλῶν.
(τότε έρχεται στους μαθητές του και λέει σ'αυτους.εσεις λοιπόν κοιμαστε
κι αναπαυεστε .ιδού έφτασε η ώρα κι ο υιός του ανθρώπου παραδίνεται
στα χέρια των αμαρτωλών)
26,46 Ἐγείρεσθε, ἄγωμεν· ἰδοὺ ἤγγικεν ὁ παραδιδούς με.
(σηκωθείτε,ας πηγαίνουμε,ιδού έφτασε αυτός που θα με παραδώσει)
26,47 Καὶ ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἰδοὺ Ἰούδας εἷς τῶν δώδεκα ἦλθε, καὶ
μετ'αὐτοῦ ὄχλος πολὺς μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων ἀπὸ τῶν ἀρχιερέων
καὶ πρεσβυτέρων τοῦ λαοῦ.
(κι ακόμα ενώ μιλούσε ιδού ο Ιούδας ένας απ'τους δώδεκα ήρθε,και μαζί του
όχλος πολύς με μαχαίρια και ξύλα σταλμένος απ'τους αρχιερείς και
πρεσβυτέρους του λαού)
26,48 Ὁ δὲ παραδιδοὺς αὐτὸν ἔδωκεν αὐτοῖς σημεῖον λέγων· ὃν ἂν φιλήσω,
αὐτός ἐστι· κρατήσατε αὐτόν.
(αυτός που θα τον παρέδωνε έδωσε σ'αυτους σημείο λεγοντας.αυτον που
θα φιλήσω ,αυτός είναι ,πιάστε τον)
26,49 Καὶ εὐθέως προσελθὼν τῷ Ἰησοῦ εἶπε· χαῖρε, ραββί, καὶ κατεφίλησεν
αὐτόν.
(κι αμέσως αφού πλησίασε στον Ιησου ειπε.χαιρε,διδασκαλε,και τον φιλησε.)
26,50 Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ἑταῖρε, ἐφ'ᾧ πάρει; Τότε προσελθόντες ἐπέβαλοντὰς
χεῖρας ἐπὶ τὸν Ἰησοῦν καὶ ἐκράτησαν αὐτόν.
(ο δε Ιησούς είπε σ'αυτον,σύντροφε,καν'το.Τοτε πλησιάζοντας οι άλλοι εβαλαν
τα χέρια πάνω στον Ιησού και τον επιασαν)
26,51 Καὶ ἰδοὺ εἷς τῶν μετὰ Ἰησοῦν ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἀπέσπασε τὴν
μάχαιραν αὐτοῦ, καὶ πατάξας τὸν δοῦλον τοῦ ἀρχιερέως ἀφεῖλεν αὐτοῦ τὸ
ὠτίον.
(και ιδού ένας απ'αυτους με τον Ιησού τεντωνοντας το χερι τράβηξε το
μαχαίρι του και χτυπώντας τον δούλο του αρχιερεα του'κοψε τ'αυτι)
26,52 Τότε λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς·ἀπόστρεψόν σου τὴν μάχαιραν εἰς τὸν
τόπον αὐτῆς· πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρᾳ ἀποθανοῦνται.
(τότε λέει σ'αυτον ο Ιησους.ξαναβαλε το μαχαιρι στην θέση του,γιατί όλοι
που πηραν μαχαίρι με μαχαίρι θα πεθανουν)
.
.
.
Η ενοχη μας για την καταδίκη του Σωκράτη
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Ανθρωπότητα
Ελληνες
Ποτέ δεν θα απενοχοποιηθουμε από την δικη, την καταδίκη
και τον θάνατο του Σωκράτη
Απολογία Σωκράτους,Πλάτων
(μετάφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
αν λοιπόν όπως να αλλάξεις δήμο είναι ο θάνατος από εδώ εκεί σε άλλον
τόπο,και αλήθεια είναι αυτά που λέγονται,πως δηλαδή εκει είναι όλοι όσοι
έχουν πεθάνει,τι πιο μεγάλο αγαθό να είναι από αυτό,άντρες δικαστές,
γιατί αν κάποιος ερχόμενος στον Άδη,αφού απαλλαχθεί από αυτούς που
λένε πως είναι δικαστές,θα βρει τους αληθινούς δικαστές,οπου εκεί
λέγεται ότι δικάζουν,και ο Μίνωας και ο Ραδαμανθυς και ο Αιακός και ο
Τριπτόλεμος,κι άλλοι όσοι από τους ημιθεους δίκαιοι υπήρξαν στο βίο τους,
επομένως δυστυχία θα είναι η αποδημία;
εἰ δ’ αὖ οἷον ἀποδημῆσαί ἐστιν ὁθάνατος ἐνθένδε εἰς ἄλλον τόπον, καὶ
ἀληθῆ ἐστιν τὰ λεγόμενα, ὡς ἄρα ἐκεῖ εἰσι πάντες οἱ τεθνεῶτες,
τί μεῖζον ἀγαθὸν τούτου εἴη ἄν, ὦ ἄνδρες δικασταί; εἰ γάρ τις
[41a] ἀφικόμενος εἰς Ἅιδου, ἀπαλλαγεὶς τουτωνὶ τῶν φασκόντων
δικαστῶν εἶναι, εὑρήσει τοὺς ὡς ἀληθῶς δικαστάς, οἵπερ
καὶ λέγονται ἐκεῖ δικάζειν, Μίνως τε καὶ Ῥαδάμανθυς καὶ
Αἰακὸς καὶ Τριπτόλεμος καὶ ἄλλοι ὅσοι τῶν ἡμιθέων δίκαιοι
ἐγένοντο ἐν τῷ ἑαυτῶν βίῳ, ἆρα φαύλη ἂν εἴη ἡ ἀποδημία;
.
,
.
Ελενη
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
-Εικόνα της Ελενης
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Η Ελένη διηγηται στον Τηλέμαχο τη συνάντηση της με τον Οδυσσέα
στη Τροία
(Ομήρου Οδύσσεια,ραψωδια δ',στίχοι 120-122,219-264)
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
-Εικόνα της Ελενης
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
πιο πολύ μου αρεσει η παρομοιωση μου με την Αρτέμιδα
την Χρυσηλακατη παρά με την Αφροδίτη την Πλανευτρα
αρκετά υπεφερα απ'αυτη και κορη παράτησα και κρεβάτι
κι άντρα,για έναν φαντασμένο εραστή,κούφιο και γελοίο,
ξενιτεύτηκα και τόσα γενναία κορμιά Τρώων και Αχαιων
σφάχτηκαν,για ένα είδωλο μια εικόνα της ωραίας Ελένης,
τώρα,εδώ στο εξοχικό μας στις Αμύκλες,η Άνοιξη είναι
ένα χάρμα ιδεσθαι,οι πορτοκαλιές κι οι λεμονιές έξοχα
αρωματίζουν τον αέρα και τα κρυστάλλινα νερά του Ευρώτα
ήρεμα κυλούν και πάνω ο ψηλός Ταυγετος τ'ομορφο βουνό,
εγώ είμαι ντυμένη με το μετάξι του τοπου μας,μια κομψή
κι ευγενική κυρία όπως πρέπει να μην προκαλεί την περιέργεια
του κόσμου,στα Υακινθεια του Απόλλωνα τη γιορτή καλεσμένη
πόσο ευτυχισμένη και πόσο με χαροποιει ο Διόνυσος Ψιλαξ
με φτερά,τώρα φτερώνω κι εγώ και κίτρινη μοιάζω πεταλούδα
.
.
Η Ελένη διηγηται στον Τηλέμαχο τη συνάντηση της με τον Οδυσσέα
στη Τροία
(Ομήρου Οδύσσεια,ραψωδια δ',στίχοι 120-122,219-264)
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
ενώ αυτός αυτά στο νου και στη καρδιά στοχάζονταν 120
η Ελενη απ'τους μοσχομυριστους ψηλοροφους θαλαμους
ηρθε στην Αρτέμιδα την χρυσοβελουσα ιδια κι ομοια
εἷος ὁ ταῦθ' ὥρμαινε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν, 120
ἐκ δ' Ἑλένη θαλάμοιο θυώδεος ὑψορόφοιο
ἤλυθεν Ἀρτέμιδι χρυσηλακάτῳ ἐϊκυῖα
τότε λοιπόν αλλα σοφιστικε η Ελένη του Δία κόρη
αμεσως στο κρασί έρριξε βοτανο,όπου επιναν, 220
παυσιλυπο και ηρεμιστικό,των κακών όλων λησμονια
κι οποίος το καταπιεί,όταν στον κρατήρα αναμειγμένο,
δεν χύνει στα μάγουλο δάκρυ όλη μερα
ούτε κι αν πεθάνει η μητερα κι ο πατέρας του
ούτε κι αν μπροστά του τον αδελφό η' τον αγαπητό γιο 225
με χάλκινο σπαθί σφαζουν,και τα μάτια του βλεπουν
τέτοια η θυγατέρα του Δία θεραπευτικά είχε βοτανα,
ωφέλιμα,που η Πολυδαμνα της έδωσε,του Θωνα η γυναίκα,
η Αιγυπτια,γιατί άφθονα πολλά προσφέρει η γόνιμη εκεί γη
βοτανα,πολλά ωφέλιμα αναμειγμένα,πολλά δε βλαβερά 230
γιατρός ο καθένας εκει είναι γνώστης σοφός σ'ολους
τους ανθρωπους,γιατ'ειναι του Παιηονα γεννια,
κι αφού τα'ρριξε και παράγγειλε στα κρασοποτηρα να χυσουν
άρχισε πάλι να μιλά κι αυτά τα λόγια να λεει:
Ατρειδε Μενέλαε διοτρεφε και εσείς εδώ 235
αντρών γενναίων παιδιά,ομως ο θεός άλλοτε σ'αλλον
ο Ζευς καλό και κακό δίνει,αφού τα πάντα μπορει,
σε σας που τώρα καθισμένοι τρώτε και πινετε στο παλάτι
και στις διηγησεις ευχαριστιεστε,κάτι που να ταιριάζει
θα πω,όμως όλα δεν θα διηγηθώ ούτε θα ονοματισω 240
όσοι του Οδυσσέα του γενναιοκαρδου οι αθλοι ειναι
αλλ'αυτο δω που έπραξε και τόλμησε ο δυνατός άντρας
στη πόλη των Τρώων,όπου πάθατε συμφορές εσείς οι Αχαιοί,
τότε που αυτός πληγές φριχτες χάραζοντας στο σώμα
και κουρέλι βάζοντας στους ώμους,με δούλο μοιάζοντας, 245
στη πόλη των εχθρών αντρών μπήκε μεσα την ευρύχωρη
σ'αλλον αυτός μοιαζοντας κρυφτηκε σαν τον ζητιάνο
Δεκτη,αυτός που καθόλου τέτοιος δεν ήταν στων Αχαιων τα πλοια,
έτσι μοιαζοντας μπήκε στη πόλη των Τρώων μέσα,εκείνοι
όλοι μωραθηκαν,εγώ μόνο κατάλαβα ποιος αυτός ήταν,250
και τον ρώτησα,αυτός όμως με πονηριά μ'απεφυγε
αλλ'οταν αυτόν εγώ τον έλουσα και τον αλειψα με λαδι,
ρούχα του'δωσα και αφού του ορκίστηκα όρκο πιστευτό
να μην τον Οδυσσέα όπως πριν στους Τρώες γνωστός ηταν
φανερώσω πριν αυτός στα γρήγορα καράβια και στις σκηνές 255
γυρισει,τότε λοιπόν όλα μου τα ομολόγησε οι Αχαιοί που'χαν στον νου
και πολλούς Τρώες αφού έσφαξε με το χάλκινο μακρύ ξίφος
γύρισε στους Αργιτες,και απ'αυτα που'μαθε έφερε πολλά,
τότε οι άλλες Τρωαδιτισες λυπητερά θρηνούσαν,όμως εμένα
η καρδιά χαιρονταν,γιατί η καρδιά μου πεθυμουσε να γυρίσω 260
γρήγορα στο σπίτι μου,κι απ'τη τυφλα στεναζα,που η Αφροδίτη
μου'φερε,όταν μ'εφερε σ'αλλον τόπο απ'της αγαπημένης πατρίδας
τη γη,κι απ'την κόρη μου χωρισμενη κι απο κρεβάτι κι απ'αντρα,
που τιποτα δεν του'λειπε,ούτε σε φρονηση ούτε σε ομορφα
ἔνθ' αὖτ' ἄλλ' ἐνόησ' Ἑλένη Διὸς ἐκγεγαυῖα·
αὐτίκ' ἄρ' εἰς οἶνον βάλε φάρμακον, ἔνθεν ἔπινον, 220
νηπενθές τ' ἄχολόν τε, κακῶν ἐπίληθον ἁπάντων.
ὃς τὸ καταβρόξειεν, ἐπὴν κρητῆρι μιγείη,
οὔ κεν ἐφημέριός γε βάλοι κατὰ δάκρυ παρειῶν,
οὐδ' εἴ οἱ κατατεθναίη μήτηρ τε πατήρ τε,
οὐδ' εἴ οἱ προπάροιθεν ἀδελφεὸν ἢ φίλον υἱὸν 225
χαλκῷ δηϊόῳεν, ὁ δ' ὀφθαλμοῖσιν ὁρῷτο.
τοῖα Διὸς θυγάτηρ ἔχε φάρμακα μητιόεντα,
ἐσθλά, τά οἱ Πολύδαμνα πόρεν, Θῶνος παράκοιτις,
Αἰγυπτίη, τῇ πλεῖστα φέρει ζείδωρος ἄρουρα
φάρμακα, πολλὰ μὲν ἐσθλὰ μεμιγμένα, πολλὰ δὲ λυγρά, 230
ἰητρὸς δὲ ἕκαστος ἐπιστάμενος περὶ πάντων
ἀνθρώπων· ἦ γὰρ Παιήονός εἰσι γενέθλης.
αὐτὰρ ἐπεί ῥ' ἐνέηκε κέλευσέ τε οἰνοχοῆσαι,
ἐξαῦτις μύθοισιν ἀμειβομένη προσέειπεν·
«Ἀτρεΐδη Μενέλαε διοτρεφὲς ἠδὲ καὶ οἵδε 235
ἀνδρῶν ἐσθλῶν παῖδες, ἀτὰρ θεὸς ἄλλοτε ἄλλῳ
Ζεὺς ἀγαθόν τε κακόν τε διδοῖ· δύναται γὰρ ἅπαντα· -
ἦ τοι νῦν δαίνυσθε καθήμενοι ἐν μεγάροισι
καὶ μύθοις τέρπεσθε· ἐοικότα γὰρ καταλέξω.
πάντα μὲν οὐκ ἂν ἐγὼ μυθήσομαι οὐδ' ὀνομήνω, 240
ὅσσοι Ὀδυσσῆος ταλασίφρονός εἰσιν ἄεθλοι·
ἀλλ' οἷον τόδ' ἔρεξε καὶ ἔτλη καρτερὸς ἀνὴρ
δήμῳ ἔνι Τρώων, ὅθι πάσχετε πήματ' Ἀχαιοί.
αὐτόν μιν πληγῇσιν ἀεικελίῃσι δαμάσσας,
σπεῖρα κάκ' ἀμφ' ὤμοισι βαλών, οἰκῆϊ ἐοικώς, 245
ἀνδρῶν δυσμενέων κατέδυ πόλιν εὐρυάγυιαν.
ἄλλῳ δ' αὐτὸν φωτὶ κατακρύπτων ἤϊσκε
Δέκτῃ, ὃς οὐδὲν τοῖος ἔην ἐπὶ νηυσὶν Ἀχαιῶν·
τῷ ἴκελος κατέδυ Τρώων πόλιν, οἱ δ' ἀβάκησαν
πάντες· ἐγὼ δέ μιν οἴη ἀνέγνων τοῖον ἐόντα, 250
καί μιν ἀνειρώτευν· ὁ δὲ κερδοσύνῃ ἀλέεινεν.
ἀλλ' ὅτε δή μιν ἐγὼ λόεον καὶ χρῖον ἐλαίῳ,
ἀμφὶ δὲ εἵματα ἕσσα καὶ ὤμοσα καρτερὸν ὅρκον,
μή με πρὶν Ὀδυσῆα μετὰ Τρώεσσ' ἀναφῆναι,
πρίν γε τὸν ἐς νῆάς τε θοὰς κλισίας τ' ἀφικέσθαι, 255
καὶ τότε δή μοι πάντα νόον κατέλεξεν Ἀχαιῶν.
πολλοὺς δὲ Τρώων κτείνας ταναήκεϊ χαλκῷ
ἦλθε μετ' Ἀργείους, κατὰ δὲ φρόνιν ἤγαγε πολλήν.
ἔνθ' ἄλλαι Τρῳαὶ λίγ' ἐκώκυον· αὐτὰρ ἐμὸν κῆρ
χαῖρ', ἐπεὶ ἤδη μοι κραδίη τέτραπτο νεέσθαι 260
ἂψ οἶκόνδ', ἄτην δὲ μετέστενον, ἣν Ἀφροδίτη
δῶχ', ὅτε μ' ἤγαγε κεῖσε φίλης ἀπὸ πατρίδος αἴης,
παῖδά τ' ἐμὴν νοσφισσαμένην θάλαμόν τε πόσιν τε
οὔ τευ δευόμενον, οὔτ' ἂρ φρένας οὔτε τι εἶδος.»
.
.
.
Ελένη του Ευριπίδη
(μετάφραση αποσπασμάτων χ.ν.κουβελης c.n.couvelis)
Η παράσταση της Ευριπιδου Ελένης
στην Αλεξάνδρεια
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
η Αλεξανδρεια μας μια έκτακτος πόλις είναι
λίαν κοσμικη και φιλότεχνος με θεάματα
μουσικαι και απολαύσεις,ιδιαιτέρως δε το θέατρο
τιμούμε εμείς εδώ οι επίγονοι Έλληνες,τώρα
τι ο Ρωμαίος Καίσαρ θα καταλάβει από την Ευριπιδου
Ελένη αβέβαιον είναι,όμως μια καταλληλος ευκαιρια
να εμφανισθει ενωπιος εις τόσους πολλούς θεατας
μετά της Κλεοπάτρας Ζ' Φιλοπατωρος συν τον Αλέξανδρο
τον Πτολεμαίο και τον Καισαριωνα τους παίδας βασιλισκους
ότι δηλαδή απεμεινε από το λαμπρόν ελληνιστικό μας
παρελθον,μια άλλη υπόθεση veni vidi vici είναι δι'αυτον
.
.
εμένα η γη κι η πατρίδα μου η Σπάρτη
που άγνωστη δεν είναι,πατέρας μου ο Τυνδάρεω,
λένε πως ο Δίας προς την μάνα μου τη Λήδα
πέταξε παίρνοντας τη μορφή πουλιού κυκνου
κι έτσι με πλάνη έσμιξε μαζί της δήθεν 20
το κυνήγι αετού αποφεύγοντας,αν αληθεια
είν' αυτό,εμένα Ελένη μ'ονομασαν
ἡμῖν δὲ γῆ μὲν πατρὶς οὐκ ἀνώνυμος
Σπάρτη, πατὴρ δὲ Τυνδάρεως· ἔστιν δὲ δὴ
λόγος τις ὡς Ζεὺς μητέρ᾽ ἔπτατ᾽ εἰς ἐμὴν
Λήδαν κύκνου μορφώματ᾽ ὄρνιθος λαβών,
ὃς δόλιον εὐνὴν ἐξέπραξ᾽ ὑπ᾽ αἰετοῦ 20
δίωγμα φεύγων, εἰ σαφὴς οὗτος λόγος·
Ἑλένη δ᾽ ἐκλήθην.
.
και ποια'ναι ομορφότερη πήγαν οι τρεις θεές
στην Ιδη σε μια σπηλιά ο Αλέξανδρος να διαλεξει
η Ήρα η Κύπριδα και του Δία η παρθένα θυγατέρα 25
όμως την ομορφιά μου,αν ομορφιά είναι η δυστυχία,
η Κύπριδα προσφέροντας στον Αλέξανδρο δική του,
νικαει,τότε αφήνοντας τις στάνες του ο Ιδαιος Παρις
στη Σπάρτη έρχεται γυναίκα να μ'εχει στο κρεβάτι 30
ἦλθον τρεῖς θεαὶ κάλλους πέρι
Ἰδαῖον ἐς κευθμῶν᾽ Ἀλέξανδρον πάρα,
Ἥρα Κύπρις τε διογενής τε παρθένος,25
μορφῆς θέλουσαι διαπεράνασθαι κρίσιν.
τοὐμὸν δὲ κάλλος, εἰ καλὸν τὸ δυστυχές,
Κύπρις προτείνασ᾽ ὡς Ἀλέξανδρος γαμεῖ,
νικᾶι. λιπὼν δὲ βούσταθμ᾽ Ἰδαῖος Πάρις
Σπάρτην ἀφίκεθ᾽ ὡς ἐμὸν σχήσων λέχος.30
η Ήρα όμως πικραμένη που τις θεες δεν νίκησε
ματαίωσε το ερωτικό με τον Αλέξανδρο κρεβάτι μου
δίνοντας όχι εμένα αλλά κάνωντας ομοιωμα μου
ειδωλο εμψυχο μ'αερα τ'ουρανου στου βασιλιά
Πριάμου το παιδί,κι αυτός νομίζει πως μ'εχει,35
μια κούφια φαντασία,χωρίς να μ'εχει
Ἥρα δὲ μεμφθεῖσ᾽ οὕνεκ᾽ οὐ νικᾶι θεὰς
ἐξηνέμωσε τἄμ᾽ Ἀλεξάνδρωι λέχη,
δίδωσι δ᾽ οὐκ ἔμ᾽ ἀλλ᾽ ὁμοιώσασ᾽ ἐμοὶ
εἴδωλον ἔμπνουν οὐρανοῦ ξυνθεῖσ᾽ ἄπο
Πριάμου τυράννου παιδί· καὶ δοκεῖ μ᾽ ἔχειν, 35
κενὴν δόκησιν, οὐκ ἔχων.
...εγώ όχι, 42
τ'όνομα μου μόνο έπαθλο στων Ελλήνων τα δορατα
... ἐγὼ μὲν οὔ,42
τὸ δ᾽ ὄνομα τοὐμόν, ἆθλον Ἕλλησιν δορός
κι εγώ εδω είμαι τωρα,ενώ ο δύστυχος άντρας μου
μαζεύοντας στρατευματα να επιδιώξει 50
στου Ιλιου να με ξαναπάρει τους πυργους πηγε
και ψυχές για μένα πολλές στου Σκαμανδρου
πέθαναν τα ρέματα
κἀγὼ μὲν ἐνθάδ᾽ εἴμ᾽, ὁ δ᾽ ἄθλιος πόσις
στράτευμ᾽ ἀθροίσας τὰς ἐμὰς ἀναρπαγὰς 50
θηρᾶι πορευθεὶς Ἰλίου πυργώματα.
ψυχαὶ δὲ πολλαὶ δι᾽ ἔμ᾽ ἐπὶ Σκαμανδρίοις
ῥοαῖσιν ἔθανον
να κρατήσω για τον άντρα μου το κρεβάτι μου,65
γιατι αν κακό σ' όλη την Ελλάδα όνομα έχω,
εδώ το σώμα μου να μην εξευτελιστει πρεπει
ἵν᾽ ἀνδρὶ τἀμὰ διασώσηι λέχη,65
ὡς, εἰ καθ᾽ Ἑλλάδ᾽ ὄνομα δυσκλεὲς φέρω,
μή μοι τὸ σῶμά γ᾽ ἐνθάδ᾽ αἰσχύνην ὄφληι
,
.
.
Ελενη-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Ελένη του Ευριπίδη(στίχοι 192-210)
ο θρήνος της Ελένης
(μετάφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis)
Ελένη.
ω απ'αρπαγη βάρβαρου πλοίου
Ελληνίδες κορες
κάποιος απ'τους Αχαιούς ναύτες
ήρθε,ήρθε δάκρυα στα δάκρυα μου φέρνοντας 195
το Ιλιο γκρεμίστηκε
και στη φωτιά καηκε
για μένα την φονισσα πολλών
για τ'όνομα μου των πολλών συμφορων,
η Λήδα κρεμάστηκε 200
και πέθανε απ'τις στεναχωριες
για τις ντροπες μου,
κι ο άντρας μου αφού στη θάλασσα
πολύ πλανηθηκε χάθηκε και παει,
κι ο Κάστορας κι ο αδερφός του, 205
η δίδυμη δόξα της πατριδας
αφανισμενοι,κι αφανισμενα απ’των αλόγων
τους καλπασμους άφησαν τα ιπποδρομια
και τα γυμναστηρια στον γεμάτο καλαμια
Ευρώτα απ'τους νεανικους αγωνες 210
Ελενη.
ὦ θήραμα βαρβάρου πλάτας, [στρ. β]
Ἑλλανίδες κόραι,
ναύτας Ἀχαιῶν τις
ἔμολεν ἔμολε δάκρυα δάκρυσί μοι φέρων·195
Ἰλίου κατασκαφαὶ
πυρὶ μέλουσι δαΐωι
δι᾽ ἐμὲ τὰν πολυκτόνον,
δι᾽ ἐμὸν ὄνομα πολύπονον,
Λήδα δ᾽ ἐν ἀγχόναις 200
θάνατον ἔλαβεν αἰσχύ-
νας ἐμᾶς ὑπ᾽ ἀλγέων,
ὁ δ᾽ ἐμὸς ἐν ἁλὶ πολυπλανὴς
πόσις ὀλόμενος οἴχεται,
Κάστορός τε συγγόνου τε 205
διδυμογενὲς ἄγαλμα πατρίδος
ἀφανὲς ἀφανὲς ἱππόκροτα λέ-
λοιπε δάπεδα γυμνάσιά τε
δονακόεντος Εὐρώ-
τα, νεανιᾶν πόνον.210
.
.
.
πρὸ ἓξ ἡμερῶν τοῦ πάσχα,Κυριακή των Βαιων
Ευαγγέλιον Κατά Ιωάννη ΙΒ'(12) 1-18
-μεταφραση χ.ν.κουβελης
c.n.couvelis
Ο Ιησούς λοιπόν έξι μέρες πριν το Πάσχα πήγε στη Βηθανία,όπου ήταν ο Λάζαρος που
είχε πεθάνει,τον οποίον ανεστησε από τους νεκρούς,τότε ετοιμασαν σ'αυτον δείπνο
εκεί,και η Μάρθα υπηρετουσε,ο Λάζαρος δε ήταν ένας από αυτούς που κάθονταν μαζί
με αυτόν.τότε η Μαρία αφού πήρε ένα λίτρο μύρο νάρδου πολύτιμου υγρού,άλειψε τα
πόδια του Ιησού και καθαρισε με τα μαλλιά της τα πόδια του,το δε σπίτι γέμισε από την
οσμή του μύρου,
λέγει λοιπόν τότε ένας από τους μαθητές αυτού,ο Ιούδας του Σίμωνα ο Ισκαριώτης,αυτός
που έμελλε να τον παραδωσει,γιατί αυτό το μύρο δεν πουλήθηκε για τριακοσια δηνάρια
και να δωθούν στους φτωχούς; αυτό το είπε όχι γιατί για τους φτωχούς τον έμελε,αλλά
γιατί κλέφτης ήταν,και το ταμείο ειχε,και αυτά που ρίχνονταν μέσα τα κρατούσε,
τότε είπε ο Ιησους,αφήστε την,μέχρι τη μέρα της ταφής μου να το έχει φυλάξει,γιατί τους
φτωχούς πάντοτε θα τους έχετε μαζί σας,εμένα όμως δεν θα με έχετε πάντοτε.
έμαθε λοιπόν πληθος πολύ από τους Ιουδαίους ότι εκεί είναι,και πήγαν όχι μόνο για τον
Ιησού,αλλά και για να δουν τον Λάζαρο τον οποίον ανέστησε από τους νεκρούς,
σκέφτονταν δε οι αρχιερείς και τον Λάζαρο για να σκοτώσουν,γιατί πολλοί γι'αυτόν
πήγαιναν από τους Ιουδαίους και πίστευαν στον Ιησού.
την επόμενη μέρα το πολύ πλήθος που ήρθε στη γιορτή όταν άκουσε ότι έρχεται ο Ιησούς
στα Ιεροσόλυμα πήρε βάγια κλαδιά από φοίνικες και βγήκε έξω να τον υποδεχτει,και
φωναζε,ωσαννα,ευλογημένος ο ερχόμενος στο όνομα του Κυρίου,ο βασιλιάς του Ισραήλ,
αφού βρήκε ο Ιησούς ένα μικρό γαϊδουράκι κάθισε πάνω του,καθώς είναι γραμμενο:
μη φοβάσαι,θυγατέρα Σιών,ιδού ο βασιλιάς σου έρχεται καθισμένος πάνω σε πουλάρι
όνου.
αυτά τότε δεν τα κατάλαβαν οι μαθητές αμέσως,αλλά όταν δοξάστηκε ο Ιησούς τότε
θυμήθηκαν ότι αυτα ήταν γι'αυτόν γραμμένα και αυτά έκαναν σ'αυτον.
κατέθετε λοιπόν τη μαρτυρία του το πλήθος το οποίον ήταν μαζί του όταν τον Λάζαρο
φώναξε από το μνήμα και τον ανεστησε από τους νεκρους.
γι'αυτό και πήγε να τον υποδεχτει το πλήθος,διότι άκουσε αυτός αυτό να έχει κάνει το
θαυμα
.
.
Ὁ οὖν ᾿Ιησοῦς πρὸ ἓξ ἡμερῶν τοῦ πάσχα ἦλθεν εἰς Βηθανίαν, ὅπου ἦν Λάζαρος ὁ
τεθνηκώς, ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν.ἐποίησαν οὖν αὐτῷ δεῖπνον ἐκεῖ, καὶ ἡ Μάρθα διηκόνει·
ὁ δὲ Λάζαρος εἷς ἦν τῶν ἀνακειμένων σὺν αὐτῷ.
ἡ οὖν Μαρία, λαβοῦσα λίτραν μύρου νάρδου πιστικῆς πολυτίμου, ἤλειψε τοὺς πόδας τοῦ
᾿Ιησοῦ καὶ ἐξέμαξε ταῖς θριξὶν αὐτῆς τοὺς πόδας αὐτοῦ· ἡ δὲ οἰκία ἐπληρώθη ἐκ τῆς ὀσμῆς
τοῦ μύρου.
λέγει οὖν εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ᾿Ιούδας Σίμωνος ᾿Ισκαριώτης, ὁ μέλλων αὐτὸν
παραδιδόναι·
διατί τοῦτο τὸ μύρον οὐκ ἐπράθη τριακοσίων δηναρίων καὶ ἐδόθη πτωχοῖς;
εἶπε δὲ τοῦτο οὐχ ὅτι περὶ τῶν πτωχῶν ἔμελεν αὐτῷ, ἀλλ’ ὅτι κλέπτης ἦν, καὶ τὸ
γλωσσόκομον εἶχε καὶ τὰ βαλλόμενα ἐβάσταζεν.
εἶπεν οὖν ὁ ᾿Ιησοῦς· ἄφες αὐτήν, εἰς τὴν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου τετήρηκεν αὐτό.
τοὺς πτωχοὺς γὰρ πάντοτε ἔχετε μεθ’ ἑαυτῶν, ἐμὲ δὲ οὐ πάντοτε ἔχετε.
῎Εγνω οὖν ὄχλος πολὺς ἐκ τῶν ᾿Ιουδαίων ὅτι ἐκεῖ ἐστι, καὶ ἦλθον οὐ διὰ τὸν ᾿Ιησοῦν
μόνον, ἀλλ’ ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἴδωσιν ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν.
ἐβουλεύσαντο δὲ οἱ ἀρχιερεῖς ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἀποκτείνωσιν,ὅτι πολλοὶ δι’ αὐτὸν
ὑπῆγον τῶν ᾿Ιουδαίων καὶ ἐπίστευον εἰς τὸν ᾿Ιησοῦν.
Τῇ ἐπαύριον ὄχλος πολὺς ὁ ἐλθὼν εἰς τὴν ἑορτήν, ἀκούσαντες ὅτι ἔρχεται ᾿Ιησοῦς εἰς
῾Ιεροσόλυμα,ἔλαβον τὰ βαΐα τῶν φοινίκων καὶ ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν αὐτῷ, καὶ ἔκραζον·
ὡσαννά,εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, ὁ βασιλεὺς τοῦ ᾿Ισραήλ.
εὑρὼν δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς ὀνάριον ἐκάθισεν ἐπ’ αὐτό, καθώς ἐστι γεγραμμένον·
μὴ φοβοῦ, θύγατερ Σιών· ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου ἔρχεται καθήμενος ἐπὶ πῶλον ὄνου.
Ταῦτα δὲ οὐκ ἔγνωσαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ τὸ πρῶτον, ἀλλ’ ὅτε ἐδοξάσθη ὁ ᾿Ιησοῦς, τότε
ἐμνήσθησαν ὅτι ταῦτα ἦν ἐπ’ αὐτῷ γεγραμμένα, καὶ ταῦτα ἐποίησαν αὐτῷ.
᾿Εμαρτύρει οὖν ὁ ὄχλος ὁ ὢν μετ’ αὐτοῦ ὅτε τὸν Λάζαρον ἐφώνησεν ἐκ τοῦ μνημείου καὶ
ἤγειρεν αὐτὸν ἐκ νεκρῶν.
διὰ τοῦτο καὶ ὑπήντησεν αὐτῷ ὁ ὄχλος, ὅτι ἤκουσαν τοῦτο αὐτὸν πεποιηκέναι τὸ σημεῖον.
.
.
.
Ήρθα όχι ειρήνη να φέρω αλλά να διαιρεσω, υποκριτές,γιατί τον καιρόν αυτόν
δεν διακρίνετε;
(Ευαγγέλιο Λουκα. Κεφ.12-51.52.53.54.55.56)
μεταφραση-χ.ν.κουβελης c n couvelis
51.νομιζεται πως ειρήνη έχω ερθει να φέρω στη γη,καθόλου,σας λέω,αλλά διαιρεση
52.γιατι θα είναι από εδώ και στο εξής πέντε σε ένα σπίτι χωρισμενοι,οι τρεις εναντίον
στους δύο και οι δύο εναντίον στους τρεις
53.και θα διαιρεθουν ο πατέρας εναντίον στον γιο και ο γιος εναντίον στον πατέρα,
η μητέρα εναντίον στη θυγατέρα και η θυγατέρα εναντίον στη μητέρα,η πεθερά εναντίον
της νύφη της και η νύφη εναντίον της πεθεράς της.
54.ακομα έλεγε στα πλήθη.οταν δείτε συννεφο να ανεβαίνει από τη δύση,αμέσως λέτε,
βροχή έρχεται και έτσι γίνεται
55.κι όταν δειτε νότιος άνεμος να φυσά,λέτε ότι καύσωνας θα είναι και αυτό γινεται
56.υποκριτες,τα φαινόμενα του ουρανού και της γης γνωρίζεται να διακρινετε,όμως
τον καιρό αυτόν γιατί δεν τον διακρίνετε;
.
.
51.δοκεῖτε ὅτι εἰρήνην παρεγενόμην δοῦναι ἐν τῇ γῇ; οὐχί, λέγω ὑμῖν, ἀλλ᾿ ἢ διαμερισμόν.
52.ἔσονται γὰρ ἀπὸ τοῦ νῦν πέντε ἐν οἴκῳ ἑνὶ διαμεμερισμένοι, τρεῖς ἐπὶ δυσὶ καὶ δύο
ἐπὶ τρισί·
53.διαμερισθήσονται πατὴρ ἐπὶ υἱῷ καὶ υἱὸς ἐπὶ πατρί, μήτηρ ἐπὶ θυγατρὶ καὶ θυγάτηρ
ἐπὶ μητρί, πενθερὰ ἐπὶ τὴν νύμφην αὐτῆς καὶ νύμφη ἐπὶ τὴν πενθερὰν αὐτῆς.
54.Ἔλεγε δὲ καὶ τοῖς ὄχλοις· ὅταν ἴδητε τὴν νεφέλην ἀνατέλλουσαν ἀπὸ δυσμῶν, εὐθέως
λέγετε, ὄμβρος ἔρχεται, καὶ γίνεται οὕτω·
55.καὶ ὅταν νότον πνέοντα, λέγετε ὅτι καύσων ἔσται, καὶ γίνεται.
56.ὑποκριταί, τὸ πρόσωπον τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς οἴδατε δοκιμάζειν, τὸν δὲ καιρὸν
τοῦτον πῶς οὐ δοκιμάζετε;
.
.
.
Νικολαος Γυζης-Ιδου ο Νυμφίος ερχεται
Ιδού ο Νυμφίος έρχετα
/Τον νυμφώνα Σου βλέπω
-μεταφραση χ.νκουβελης c n couvelis
Ιδού ο Νυμφίος μέσα στα μεσά νυχτα,και μακάριος ο δούλος,που θα τον βρει ξύπνιο,
ανάξιος όμως αυτόν που θα τον βρει ανέτοιμο,
πρόσεχε λοιπόν ψυχή μου,μην σε υπνο πέσεις,
για να μην στον θάνατο παραδωθεις και από τη βασιλεία έξω κλειστείς,
αλλά συνελθε φωνάζοντας.Αγιος Άγιος Άγιος είναι ο Θεός μας,με τη μεσιτεία
της Θεοτόκου ελεησε μας
Ιδού, ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός, και μακάριος ο δούλος, ον ευρήσει
γρηγορούντα. Ανάξιος δε πάλιν ον ευρήσει ραθυμούντα. Βλέπε ουν, ψυχή μου, μη τω
ύπνω κατενεχθείς, ίνα μη τω θανάτω παραδοθείς και της βασιλείας έξω κλεισθείς. Αλλά
ανάνηψον κράζουσα· Άγιος, Άγιος, Άγιος ει ο Θεός ημών, διά της Θεοτόκου ελέησον ημάς
.
.
Τον νυμφώνα Σου βλέπω
Τον νυφικο σου θάλαμο βλέπω Σωτηρα μου να είναι στολισμένος
και ένδυμα δεν έχω για να μπω σ'αυτον,Λαμπρυνε μου τη στολή της ψυχής μου,
Εσύ που το Φως δίνεις,και σώσε με
Τον νυμφώνα Σου βλέπω, Σωτήρ μου, κεκοσμημένον, και ένδυμα ουκ έχω,
ίνα εισέλθω εν αυτώ. Λάμπρυνόν μου την στολήν της ψυχής, Φωτοδότα,
και σώσον με
.
.
.
Η αποστομωση των Φαρισαίων και Σαδδουκαιων
Ευαγγέλιο Όρθρου Μεγάλης Τρίτης, Κατά Ματθαίο ΚΒ'(22) 15-46
(μετάφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis)
τότε πήγαν οι Φαρισαίοι και έκαναν συμβούλιο πως αυτόν θα παγιδεύσουν
με λόγια,
και στέλνουν σ'αυτον τους μαθητες τους με τους Ηρωδιανούς λέγοντας:
διδασκαλε,γνωρίζουμε ότι αληθής είσαι και το δρόμο του Θεού με την
αλήθεια διδασκεις και δεν σε μελλει για τίποτα,γιατί δεν βλέπεις σε
προσωπο ανθρωπων,
πες μας λοιπόν,τι νομίζεις;πρέπει να δίνεται φόρος στον Καίσαρα η' όχι;
καταλαβαίνοντας ο Ιησούς την πονηριά τους είπε:γιατί με προκαλείτε,
υποκριτές;δείξτε μου το νόμισμα του φορου,
τότε αυτοί του έφεραν ένα δηνάριο και λέει σ'αυτους:ποιανού η εικόνα
και η επιγραφη;
και λένε σ'αυτον:του Καίσαρα,
τότε λέει σ''αυτους:αποδώστε αυτά που είναι γιά τον Καίσαρα στον Καίσαρα
κι αυτα που είναι για τον Θεό στον Θεό
κι όταν άκουσαν αυτό έμειναν κατάπληκτοι,και αφού τον άφησαν εφυγαν
σ'εκεινη τη μέρα πήγαν κοντά του οι Σαδδουκαιοι,οι οποίοι ελεγαν πως δεν
υπαρχει ανάσταση,και τον ρώτησαν λέγοντας:
διδασκαλε,ο Μωυσής είπε,αν κάποιος πεθάνει και δεν έχει παιδιά,,θα παντρευτεί
ο αδελφός του την γυναίκα του και θα φέρει απόγονο στον αδελφό του,
όμοια και ο δεύτερος και ο τρίτος,μέχρι τους εφτά,
ύστερα απ' όλους πέθανε και η γυναίκα,
στην ανάσταση λοιπόν ποιανού από τους εφτά είναι η γυναίκα;,αφού και οι εφτά την
είχαν.
τότε αποκρίθηκε ο Ιησούς σ'αυτους και είπε.πλαναστε αφού δεν γνωριζετε
τις γραφές μήτε τη δύναμη του Θεού.
γιατί στην ανάσταση ούτε παντρεύονται ούτε νυμφευονται,αλλά ως άγγελοι
του Θεού στον ουρανό είναι.
για δε την ανάσταση των νεκρών δεν έχετε διαβάσει αυτό που ειπώθηκε
σε σας από τον Θεό λέγοντας:
εγώ είμαι ο Θεός του Αβραάμ και ο Θεός του Ισαάκ και ο Θεός του Ιακώβ,
δεν είναι ο Θεός Θεός νεκρων,αλλά ζωντανών,
κι όταν άκουσαν αυτό τα πλήθη έμειναν έκπληκτα από την διδασκαλία του
Τότε οι Φαρισαίοι όταν άκουσαν ότι αποστομωσε τους Σαδδουκαιους συγκεντρώθηκαν
στο ίδιο μέρος,και τον ρώτησε ένας απ'αυτους,νομικός,
για να τον πειράξει και είπε:
διδασκαλε,ποια είναι η εντολή η μεγάλη μέσα στον νομό;
τότε ο Ιησούς είπε σ'αυτον:να αγαπήσεις τον Κύριο τον Θεό σου με όλη την
καρδιά σου και με όλη την ψυχή σου και με όλη την διάνοια σου,
αυτή είναι η πρώτη και μεγάλη εντολή.
και δεύτερη όμοια σ'αυτη:να αγαπησεις τον πλησίον σου όπως τον εαυτό
σου.
σε αυτές τις δύο εντολές όλος ο νόμος και οι προφήτες στηριζονται
και ενώ ήταν συγκεντρωμένοι οι Φαρισαίοι τους ρώτησε ο Ιησούς λεγοντας:
τι νομίζετε για τον Χριστό;ποιανού γιος είναι; τότε λένε σ''αυτον:του Δαυίδ,
λέει σ''αυτους:πως λοιπόν ο Δαυίδ μέσω του Πνεύματος τον καλεί Κύριο
λέγοντας:είπε ο Κύριος στον Κύριο μου,κάθισε στα δεξιά μου μέχρι να βάλω
τους εχθρούς σου υποπόδιο των ποδιών σου;
αν λοιπόν ο Δαυίδ τον καλεί Κύριο,πως γιος του είναι;
και κανείς δεν μπορούσε σ'αυτον να αποκριθεί κάτι,ούτε τόλμησε κάποιος
από εκείνη τη μέρα να τον ρωτησει τίποτα πια
.
.
Τότε πορευθέντες οἱ Φαρισαῖοι συμβούλιον ἔλαβον ὅπως αὐτὸν παγιδεύσωσιν
ἐν λόγῳ.
καὶ ἀποστέλλουσιν αὐτῷ τοὺς μαθητὰς αὐτῶν μετὰ τῶν ῾Ηρῳδιανῶν λέγοντες· διδάσκαλε,
οἴδαμεν ὅτι ἀληθὴς εἶ καὶ τὴν ὁδὸν τοῦ Θεοῦ ἐν ἀληθείᾳ διδάσκεις, καὶ οὐ μέλει σοι περὶ
οὐδενός· οὐ γὰρ βλέπεις εἰς πρόσωπον ἀνθρώπων·
εἰπὲ οὖν ἡμῖν, τί σοι δοκεῖ; ἔξεστι δοῦναι κῆνσον Καίσαρι ἢ οὔ;
γνοὺς δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς τὴν πονηρίαν αὐτῶν εἶπε· τί με πειράζετε, ὑποκριταί;
ἐπιδείξατέ μοι τὸ νόμισμα τοῦ κήνσου. οἱ δὲ προσήνεγκαν αὐτῷ δηνάριον.
καὶ λέγει αὐτοῖς· τίνος ἡ εἰκὼν αὕτη καὶ ἡ ἐπιγραφή;
λέγουσιν αὐτῷ· Καίσαρος· τότε λέγει αὐτοῖς· ἀπόδοτε οὖν τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ
Θεοῦ τῷ Θεῷ.
καὶ ἀκούσαντες ἐθαύμασαν, καὶ ἀφέντες αὐτὸν ἀπῆλθον.
Εν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ προσῆλθον αὐτῷ Σαδδουκαῖοι, οἱ λέγοντες μὴ εἶναι ἀνάστασιν, καὶ
ἐπηρώτησαν αὐτὸν
λέγοντες· διδάσκαλε, Μωσῆς εἶπεν, ἐάν τις ἀποθάνῃ μὴ ἔχων τέκνα, ἐπιγαμβρεύσει ὁ
ἀδελφὸς αὐτοῦ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ ἀναστήσει σπέρμα τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ.
ἦσαν δὲ παρ᾿ ἡμῖν ἑπτὰ ἀδελφοί· καὶ ὁ πρῶτος γαμήσας ἐτελεύτησε, καὶ μὴ
ἔχων σπέρμα ἀφῆκε τὴν γυναῖκα αὐτοῦ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ·
ὁμοίως καὶ ὁ δεύτερος καὶ ὁ τρίτος, ἕως τῶν ἑπτά.
ὕστερον δὲ πάντων ἀπέθανε καὶ ἡ γυνή.
ἐν τῇ οὖν ἀναστάσει τίνος τῶν ἑπτὰ ἔσται ἡ γυνή; πάντες γὰρ ἔσχον αὐτήν.
ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· πλανᾶσθε μὴ εἰδότες τὰς γραφὰς μηδὲ
τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ.
ἐν γὰρ τῇ ἀναστάσει οὔτε γαμοῦσιν οὔτε ἐκγαμίζονται, ἀλλ᾿ ὡς ἄγγελοι Θεοῦ
ἐν οὐρανῷ εἰσι.
περὶ δὲ τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν οὐκ ἀνέγνωτε τὸ ρηθὲν ὑμῖν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ λέγοντος,
ἐγώ εἰμι ὁ Θεὸς ᾿Αβραὰμ καὶ ὁ Θεὸς ᾿Ισαὰκ καὶ ὁ Θεὸς ᾿Ιακώβ; οὐκ ἔστιν ὁ Θεὸς Θεὸς
νεκρῶν, ἀλλὰ ζώντων.
καὶ ἀκούσαντες οἱ ὄχλοι ἐξεπλήσσοντο ἐπὶ τῇ διδαχῇ αὐτοῦ
Οἱ δὲ Φαρισαῖοι ἀκούσαντες ὅτι ἐφίμωσε τοὺς Σαδδουκαίους, συνήχθησαν
ἐπὶ τὸ αὐτό,
καὶ ἐπηρώτησεν εἷς ἐξ αὐτῶν, νομικός, πειράζων αὐτὸν καὶ λέγων·
διδάσκαλε, ποία ἐντολὴ μεγάλη ἐν τῷ νόμῳ;
ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἔφη αὐτῷ· ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου
καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου.
αὕτη ἐστὶ πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή.
δευτέρα δὲ ὁμοία αὐτῇ· ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν.
ἐν ταύταις ταῖς δυσὶν ἐντολαῖς ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται κρέμανται.
Συνηγμένων δὲ τῶν Φαρισαίων ἐπηρώτησεν αὐτοὺς ὁ ᾿Ιησοῦς
λέγων· τί ὑμῖν δοκεῖ περὶ τοῦ Χριστοῦ; τίνος υἱός ἐστι; λέγουσιν αὐτῷ· τοῦ Δαυῒδ.
λέγει αὐτοῖς· πῶς οὖν Δαυῒδ ἐν Πνεύματι Κύριον αὐτὸν καλεῖ λέγων,
εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου, κάθου ἐκ δεξιῶν μου ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς
σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου;
εἰ οὖν Δαυῒδ καλεῖ αὐτὸν Κύριον, πῶς υἱὸς αὐτοῦ ἐστι;
καὶ οὐδεὶς ἐδύνατο αὐτῷ ἀποκριθῆναι λόγον, οὐδὲ ἐτόλμησέ τις ἀπ᾿ ἐκείνης
τῆς ἡμέρας ἐπερωτῆσαι αὐτὸν οὐκέτι.
.
.
.
.
Ύμνοι της Μεγάλης Εβδομάδας
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Τοῦ Δείπνου σου τοῦ μυστικοῦ
του Δείπνου σου του μυστικού σήμερα ,Υιέ του Θεού,
κάνε με κοινωνο,
γιατί στους εχθρούς σου το μυστήριο δεν θα πω,
ούτε φιλημα θα σου δώσω όπως ο Ιούδας,
αλλά όπως ο Ληστής σε σένα ομολογώ,
Να με θυμηθείς,Κύριε,στη βασιλεία σου
Τοῦ Δείπνου σου τοῦ μυστικοῦ σήμερον, Υἱὲ Θεοῦ,
κοινωνόν με παράλαβε· οὐ μὴ γὰρ τοῖς ἐχθροῖς σου
τὸ μυστήριον εἴπω· οὐ φίλημά σοι δώσω, καθάπερ
ὁ Ἰούδας· ἀλλ᾿ ὡς ὁ Λῃστὴς ὁμολογῶ σοι·
Μνήσθητί μου, Κύριε, ἐν τῇ βασιλείᾳ σου.
.
.
Ήχος β'.
Ἡ βεβυθισμένη τῇ ἁμαρτίᾳ
αυτή που μέσα στην αμαρτια έχει βυθιστει
εσένα λιμάνι σωτηρίας βρήκε,
και μύρο μαζί με δάκρυα χύνοντας σε σένα
έλεγε,να αυτός που σ'αυτους που αμαρτησαν
την μετάνοια φερνει,
αλλά Δέσποτα σώσε με,απο την τρικυμια της αμαρτιας,
με το μεγάλο σου ελεος
Ἡ βεβυθισμένη τῇ ἁμαρτίᾳ, εὗρέ σε λιμένα
τῆς σωτηρίας, καὶ μύρον σὺν δάκρυσι κενοῦσά σοι
ἐβόα· Ἴδε ὁ τῶν ἁμαρτανόντων τὴν μετάνοιαν φέρων·
ἀλλὰ Δέσποτα διάσωσόν με, ἐκ τοῦ κλύδωνος τῆς ἁμαρτίας,
διὰ τὸ μέγα σου ἔλεος.
.
.
Ήχος δ'.
πιο πολύ από την πόρνη Αγαθέ αμάρτησα,
όμως βροχή από δάκρυα καθόλου δεν σου πρόσφερα,
αλλά σιωπηλά δεομενος πεφτω μπροστά σου,
με συντριβη φιλώντας τα αμόλυντα πόδια σου
όπως αφεση ως Δεσποτης μου δωσεις των αμαρτημάτων
λέγοντας,
Σωτήρα μου, από τον βορβορο των έργων μου καθάρισε με
Υπέρ την Πόρνην Αγαθέ ανομήσας, δακρύων όμβρους
ουδαμώς σοι προσήξα· αλλά σιγή δεόμενος προσπίπτω σοι,
πόθω ασπαζόμενος, τους αχράντους σου πόδας, όπως μοι
την άφεσιν, ως Δεσπότης παράσχης, των οφλημάτων
κράζοντι Σωτήρ. Εκ του βορβόρου των έργων μου ρύσαι με.
.
.
Τον ήλιον κρύψαντα
τον ήλιο να κρύβει τις ακτίνες του,
και το καταπετασμα του ναού να σχίζεται,με του Σωτήρα
τον θάνατο,ο Ιωσήφ βλέπωντας,πήγε στον Πιλάτο
και τον παρακάλεσε λέγοντας:
δος μου αυτόν τον ξένο,αυτον που από βρέφος ξένος ήταν στον κοσμο
δος μου αυτον τον ξένο,τον οποιον οι ομοφυλοι μισούντες θανατώνουν
σαν ξενο
δος μου αυτον τον ξένο,του οποιου παραξενευομαι να βλέπω τον παράξενο
θανατο
δος μου αυτον τον ξένο,ο οποίος γνωριζε να υπηρετεί τους φτωχούς
και τους ξένους
δος μου αυτον τον ξένο,τον οποίον οι Εβραίοι από φθόνο τον αποξένωσαν
από τον κοσμο
δος μου αυτον τον ξένο,για να τον κρύψω στον τάφο,ο οποίος σαν ξενος
δεν έχει που το κεφάλι να ακουμπισει
δος μου αυτον τον ξένο,τον οποίον η Μητέρα βλέπωντας νεκρό φωναξε
Ω Γιε και Θεε μου,αν και τα σπλάχνα μου πληγώθηκαν,
και η καρδιά μου σπαραζει,νεκρό να σε βλέπω,
όμως την ανάσταση σου περιμένοντας δοξαζω
και με τέτοια λοιπόν λόγια παρακαλώντας τον Πιλατο
ο ευγενής άντρας παίρνει το σώμα του Χριστού,
το οποίο αφού προσεχτικά σε σεντόνι τύλιξε και με σμύρνα αλειψε,
κατεβασε στο τάφο,αυτόν που σ' όλους την αιώνια ζωή δίνει
και το μέγα ελεος
Τὸν ἥλιον κρύψαντα τὰς ἰδίας ἀκτίνας,
καὶ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ διαρραγέν, τῷ τοῦ Σωτῆρος θανάτῳ,
ὁ Ἰωσὴφ θεασάμενος, προσῆλθε τῷ Πιλάτῳ καὶ καθικετεύει λέγων·
δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, τὸν ἐκ βρέφους ὡς ξένον ξενωθέντα ἐν κόσμῳ·
δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν ὁμόφυλοι μισοῦντες θανατοῦσιν ὡς ξένον·
δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν ξενίζομαι βλέπειν τοῦ θανάτου τὸ ξένον·
δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὅστις οἶδεν ξενίζειν τοὺς πτωχούς τε καὶ ξένους·
δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν Ἑβραῖοι τῷ φθόνῳ ἀπεξένωσαν κόσμῳ·
δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ἵνα κρύψω ἐν τάφῳ, ὃς ὡς ξένος οὐκ ἔχει
τὴν κεφαλὴν ποῦ κλῖναι·
δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν ἡ Μήτηρ καθορῶσα νεκρωθέντα ἐβόα·
Ὦ Υἱὲ καὶ Θεέ μου, εἰ καὶ τὰ σπλάγχνα τιτρώσκομαι,
καὶ καρδίαν σπαράττομαι, νεκρόν σε καθορῶσα,
ἀλλὰ τῇ σῇ ἀναστάσει θαρροῦσα μεγαλύνω.
Καὶ τούτοις τοίνυν τοῖς λόγοις δυσωπῶν τὸν Πιλᾶτον
ὁ εὐσχήμων λαμβάνει τοῦ Σωτῆρος τὸ σῶμα,
ὃ καὶ φόβῳ ἐν σινδόνι ἐνειλήσας καὶ σμύρνῃ, κατέθετο ἐν τάφῳ
τὸν παρέχοντα πᾶσι ζωὴν αἰώνιον καὶ τὸ μέγα ἔλεος
.
.
.
τότε ἐνέπτυσαν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ καὶ ἐκολάφισαν αὐτόν,
οἱ δὲ ἐρράπισαν
-ὁ δὲ Πετρος ἠρνήσατο ἔμπροσθεν αὐτῶν πάντων λέγων· οὐκ οἶδα τί λέγεις
-Μεγάλη Πεμπτη Τριτο Ευαγγελιο,
-Κατά Ματθαίο Άγιο Ευαγγέλιο, Κεφάλαιο ΚΣΤ'(26) 57-75
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
αυτοί αφού συνέλαβαν τον Ιησού τον πήγαν στον Καϊάφα τον αρχιερέα,όπου
οι γραμματείς και πρεσβύτεροι συγκεντρώθηκαν,
ο δε Πέτρος τον ακολουθούσε από μακρυά μέχρι την αυλή του αρχιερεα,
και μπαίνοντας μέσα κάθησε μαζί με τους υπηρέτες να δει το τέλος,
οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι και όλο το συνέδριο ζητούσαν ψευδομαρτυρία
κατά του Ιησού για να τον θάνατωσουν
αλλά δεν ευβρησκαν,και πολλοί ψευδομάρτυρες ήρθαν,αλλά δεν εβρησκαν,
ύστερα ήρθαν δύο ψευδομάρτυρες και είπαν.
αυτός είπε,πως μπορώ να γκρεμίσω το ναό του Θεόυ και μέσα σε τρεις
μέρες να τον οικοδομησω
και τότε σηκώθηκε ο αρχιερέας και είπε σ'αυτον.τιποτα δεν αποκρινεσαι;
σε οτι αυτοί εναντίον σου μαρτυρουν;
όμως ο Ιησούς σιωπούσε,και αποκριθείς ο αρχιερέας είπε σ'αυτον.
σε εξορκιζω στον Θεόν τον ζώντα να μας πεις εάν εσύ είσαι ο Χριστός
ο γιος του Θεού,
τότε λέει σ''αυτον ο Ιησούς.εσυ αυτο είπες,πλην όμως σας λεώ,από αυτή τη
στιγμή θα δείτε τον γιο του ανθρώπου να κάθεται στα δεξιά της δύναμης
και να έρχεται πάνω στις νεφέλες του ουρανου
τότε ο αρχιερέας ξέσκισε τα ιμάτια του λέγοντας ότι βλαστημησε.
τι μας χρειάζεται πια να έχουμε μάρτυρες,να τώρα ακούσατε τη βλαστήμια
του.τι νομιζεται;
κι αυτοί απαντώντας είπαν.ενοχος θανάτου είναι.
τότε τον εφτυσαν στο πρόσωπο του και τον γρονθοκοπισαν,άλλοι τον
χαστουκισαν λέγοντες.μαντεψε μας Χριστέ,ποιος είναι αυτός που σε
χτύπησε;
ο δε Πέτρος έξω κάθονταν στην αυλή και τον πλησιασε μια μικρη κοπέλα
λέγοντας.και συ ήσουνα μαζί με τον Ιησού τον Γαλιλαίο
τότε αυτός το αρνήθηκε μπροστά σε όλους αυτούς λέγοντας.δεν γνωρίζω
τι λες.
όμως βγαίνοντας στο προαυλιο τον είδε αλλη και λέει σ'αυτους.
εκεί κι αυτός ήταν μαζί με τον Ιησού τον Ναζωραιο
και πάλι αρνήθηκε με όρκο ότι δεν γνώριζω τον άνθρωπο.
τότε μετά από λίγο πλησιαζοντας αυτοί που ήταν συγκεντρωμένοι εκεί
είπαν στον Πέτρο.ειναι αλήθεια και συ από αυτούς είσαι,γιατί και η φωνή σου
σε φανερώνει.
τότε άρχισε να απαρνιεται και να ορκίζεται ότι δεν γνώριζω τον άνθρωπο
κι αμέσως πετεινος λαλησε.
και θυμήθηκε ο Πέτρος αυτά τα λογια που Ιησούς είπε σ'αυτον ότι πριν
ο πετεινος λαλήσει τρεις φορες θα με απαρνηθείς.και βγαίνοντας έξω
έκλαψε πίκρα.
.
.
Οἱ δὲ κρατήσαντες τὸν ᾿Ιησοῦν ἀπήγαγον πρὸς Καϊάφαν τὸν ἀρχιερέα, ὅπου οἱ γραμματεῖς
καὶ οἱ πρεσβύτεροι συνήχθησαν.
ὁ δὲ Πέτρος ἠκολούθει αὐτῷ ἀπὸ μακρόθεν ἕως τῆς αὐλῆς τοῦ ἀρχιερέως, καὶ εἰσελθὼν
ἔσω ἐκάθητο μετὰ τῶν ὑπηρετῶν ἰδεῖν τὸ τέλος.
Οἱ δὲ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι καὶ τὸ συνέδριον ὅλον ἐζήτουν ψευδομαρτυρίαν κατὰ
τοῦ ᾿Ιησοῦ ὅπως θανατώσωσιν αὐτόν,
καὶ οὐχ εὗρον· καὶ πολλῶν ψευδομαρτύρων προσελθόντων, οὐχ εὗρον. ὕστερον δὲ
προσελθόντες δύο ψευδομάρτυρες
εἶπον· οὗτος ἔφη, δύναμαι καταλῦσαι τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ καὶ διὰ τριῶν ἡμερῶν
οἰκοδομῆσαι αὐτόν.
καὶ ἀναστὰς ὁ ἀρχιερεὺς εἶπεν αὐτῷ· οὐδὲν ἀποκρίνῃ; τί οὗτοί σου καταμαρτυροῦσιν;
ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἐσιώπα. καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ἀρχιερεὺς εἶπεν αὐτῷ· ἐξορκίζω σε κατὰ τοῦ Θεοῦ
τοῦ ζῶντος ἵνα ἡμῖν εἴπῃς εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ.
λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· σὺ εἶπας· πλὴν λέγω ὑμῖν, ἀπ᾿ ἄρτι ὄψεσθε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου
καθήμενον ἐκ δεξιῶν τῆς δυνάμεως καὶ ἐρχόμενον ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ.
τότε ὁ ἀρχιερεὺς διέρρηξε τὰ ἱμάτια αὐτοῦ λέγων ὅτι ἐβλασφήμησε· τί ἔτι χρείαν ἔχομεν
μαρτύρων; ἴδε νῦν ἠκούσατε τὴν βλασφημίαν αὐτοῦ·
τί ὑμῖν δοκεῖ; οἱ δὲ ἀποκριθέντες εἶπον· ἔνοχος θανάτου ἐστί.
τότε ἐνέπτυσαν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ καὶ ἐκολάφισαν αὐτόν, οἱ δὲ ἐρράπισαν
λέγοντες· προφήτευσον ἡμῖν Χριστέ, τίς ἐστιν ὁ παίσας σε;
῾Ο δὲ Πέτρος ἔξω ἐκάθητο ἐν τῇ αὐλῇ· καὶ προσῆλθεν αὐτῷ μία παιδίσκη λέγουσα· καὶ σὺ
ἦσθα μετὰ ᾿Ιησοῦ τοῦ Γαλιλαίου.
ὁ δὲ ἠρνήσατο ἔμπροσθεν αὐτῶν πάντων λέγων· οὐκ οἶδα τί λέγεις.
ἐξελθόντα δὲ αὐτὸν εἰς τὸν πυλῶνα εἶδεν αὐτὸν ἄλλη καὶ λέγει αὐτοῖς· ἐκεῖ καὶ οὗτος ἦν
μετὰ ᾿Ιησοῦ τοῦ Ναζωραίου.
καὶ πάλιν ἠρνήσατο μεθ᾿ ὅρκου ὅτι οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπον.
μετὰ μικρὸν δὲ προσελθόντες οἱ ἑστῶτες εἶπον τῷ Πέτρῳ· ἀληθῶς καὶ σὺ ἐξ αὐτῶν εἶ· καὶ
γὰρ ἡ λαλιά σου δῆλόν σε ποιεῖ.
τότε ἤρξατο καταναθεματίζειν καὶ ὀμνύειν ὅτι οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπον. καὶ εὐθέως
ἀλέκτωρ ἐφώνησε.
καὶ ἐμνήσθη ὁ Πέτρος τοῦ ρήματος ᾿Ιησοῦ εἰρηκότος αὐτῷ ὅτι πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι
τρὶς ἀπαρνήσῃ με· καὶ ἐξελθὼν ἔξω ἔκλαυσε πικρῶς.
.
.
.
Ότε η αμαρτωλός προσέφερε το μύρο
-Εξέδυσάν με τα ιματιά μου -Πᾶσα ἡ Κτίσις, ἠλλοιοῦτο φόβῳ
-Διεμερίσαντο τὰ ἱμάτιά μου ἑαυτοῖς
(Από την Μεγάλη Εβδομάδα)
- μετάφραση χ.ν.κουβελης c n.couvelis
όταν η αμαρτωλή πρόσφερε το μύρο,
τότε ο μαθητής συμφώνησε με τους παράνομους,
αυτή χαίρονταν που εχυνε το πολύτιμο ,
αυτός ετρεχε να πωλησει τον ατιμητο,
αυτή τον δεσπότη αναγνώριζε,
αυτός από τον δεσπότη χωρίζονταν,
αυτή ελευθερωνονταν
και ο Ιούδας δούλος γίνονταν του εχθρού
Τρομερη η απερισκεψία.
Μεγάλη η μετανοια
Ότε η αμαρτωλός προσέφερε το μύρο,
τότε ο μαθητής συνεφώνει τοις παρανόμοις,
η μεν έχαιρε κενούσα το πολύτιμον,
ο δε έσπευδε πωλήσαι τον ατίμητον,
αύτη τον δεσπότην επεγίγνωσκεν,
ούτος του δεσπότου εχωρίζετο,
αύτη ηλευθερούτο και ο Ιούδας δούλος εγεγόνει του εχθρού.
Δεινόν η ραθυμία!
Μεγάλη η μετάνοια!
μου έβγαλαν τα ρούχα μου
και με έντυσαν με χλαμυδα κοκκινη
πάνω στο κεφάλι μου
εθεσαν στεφανι
από αγκάθια
και στο δεξί μου χέρι έδωκαν καλάμι,
για να τους συντρίψω
σαν πήλινα αγγεια
Εξέδυσάν με τα ιματιά μου
και ενέδυσάν με χλαμύδαν κοκκίνην
έθηκαν επί την κεφαλήν μου στέφανον εξ΄ ακανθών
και επί την δεξιάν μου χείραν έδωκαν κάλαμον,
ίνα συντρίψω αυτούς ως σκεύη κεραμέως
σήμερα όλη η κτίση
παρελυσε από τον φόβο
που σε βλέπει πάνω στον σταυρό κρεμασμένον,
ο ήλιος σκοτείνιασε
και τα θεμέλια της γης συνταραχτηκαν,
τα πάντα συμπάσχουν,
με αυτόν που τα πάντα έκτισε,
που εκούσια για μας υπομεινε,
Κύριε σε δοξαζω
Πᾶσα ἡ Κτίσις, ἠλλοιοῦτο φόβῳ, θεωροῦσά σε,
ἐν σταυρῷ κρεμάμενον Χριστέ.
Ὁ ἥλιος ἐσκοτίζετο, καὶ γῆς τὰ θεμέλια συνεταράττετο,
τὰ πάντα συνέπασχον, τῷ τὰ πάντα κτίσαντι,
ὁ ἑκουσίως δι' ἡμᾶς ὑπομείνας,
Κύριε δόξα σοι.
μοίρασαν τα ρούχα μου μεταξύ τους,
και πάνω στον ρουχισμό μου έβαλαν κλήρο
ένας λαός ασεβής και παράνομος,γιατί μελετά
αφρονα;γιατί την ζωή όλων με θάνατο καταδικασε;
Μεγα θαυμα,
οτι ο Κτίστης του Κόσμου
στα χέρια άνομων παραδίνεται,
και στο ξύλο ανεβαζεται ο φιλάνθρωπος,
για να ελευθερωσει τους
δέσμιους στον Άδη,
που φωνάζουν
Εσύ που ανεκτικός εισαι
Κυριε σε δοξαζω
Διεμερίσαντο τὰ ἱμάτιά μου ἑαυτοῖς,
καὶ ἐπὶ τὸν ἱματισμόν μου ἔβαλον κλῆρον.
Λαὸς δυσσεβὴς καὶ παράνομος,
ἵνα τί μελετᾷ κενὰ; ἵνα τί τὴν ζωὴν τῶν ἁπάντων,
θανάτῳ κατεδίκασε;
Μέγα θαῦμα! ὅτι ὁ Κτίστης τοῦ Κόσμου,
εἰς χεῖρας ἀνόμων παραδίδοται,
καὶ ἐπὶ ξύλου ἀνυψοῦται ὁ φιλάνθρωπος,
ἵνα τοὺς ἐν ᾍδῃ δεσμώτας ἐλευθερώσῃ,
κράζοντας· Μακρόθυμε Κύριε δόξα σοι.
.
.
.
Πάρις Αλέξανδρος τε Ελενη φιλότητι τραπείεν εὐνηθέντες σὺν Ἀθήνῃ
(Ομήρου Ιλιάδα,ραψωδια Γ',στίχοι 381-447)
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
(Η θεα Αφροδίτη σώζει τον ευνοούμενο της Αλέξανδρο-Παρι
από τον Μενέλαο στην μονομαχία τους)
..........................αφού μ'ομιχλη αέρα τον έκρυψε,
και μέσα στον αρωματισμενο θάλαμο τον κάθισε,
έπειτα στην Ελένη αμέσως πήγε,αυτή πάνω στον πύργο
βρήκε τον ψηλο γύρω μαζί με Τρωαδιτισες κι απ'το λεπτό
κομσο φόρεμα πιάνοντας με το χέρι τράβηξε
και με τη μορφή γριάς γνεστρας όπου από παλια την είχε
μίλησε,αυτή που στη Λακεδαίμονα κατοικουσε με τέχνη
γνεθωντας εκλεκτό μαλλί και πάρα πολύ την αγαπούσε,
μ'αυτη λοιπόν ομοιασμενη της μίλησε η θεα Αφροδιτη,
έλα πάμε ο Αλέξανδρος σε καλεί στο σπίτι να γυρίσεις
κείνος μέσα στο θάλαμο και στο κοσμημενο με σπείρες
κρεβατι μ'ομορφια αστράφτει και ρούχα,και δεν θα πεις
άντρας απο μάχη που ήταν πως ήρθε,αλλά από χορό
πως έρχεται η' από χορό που μόλις τελειωσε αναπαύεται
είπε,και τότε σ'αυτη η καρδιά μέσα στα στήθη ταράχτηκε,
αλλ'όμως όταν τον πανέμορφο είδε της θεάς λαιμό
τα ερωτικά ποθητά βυζιά και τα μάτια που'λαμπαν
θαμπώθηκε κι έπειτα αυτά της ειπε λόγια
πλανευτρα,γιατι μ'αυτά να με ξεγελάσεις προσπαθεις;
είτε σε πολη πιο πέρα πλούσια να με πας,
ειτε στη Φρυγία,είτε στην Μηονια την ερωτικη
αν κάποιος σου'ναι αγαπητός απ'τους θνητούς ανθρώπους
επειδή ο Μενέλαος τώρα αφου τον όμορφο Αλεξανδρο
νίκησε θέλει στη πατριδα την άθλια εμένα να παρει
γι'αυτό τωρα λοιπόν εδώ μ'απατη στο νου παρουσιάστηκες;
έλα σ'αυτον πήγαινε και κάθισε,βγες έξω απ' των θεών
το δρόμο,μήτε πια τα πόδια σου κατά τον Ολυμπο να στρέψεις
αλλά πάντα δίπλα σ'αυτόν στέναζε κι αγρυπνα,
μέχρι η' γυναίκα του στο κρεβάτι να σε κάνει η' δουλα,
εκεί εγώ να πάω δεν θέλω,ντροπή θα'ταν,σ'εκεινου
να πέσω το κρεβάτι,οι Τρωαδιτισες πίσω μου όλες
θα με κατακρίνουν,στη καρδιά εγώ απεριγραπτα εχω
βασανα,σ'αυτή τότε οργισμένη η θεα απάντησε Αφροδιτη
μην μ'ερεθιζεις ανόητη,και απ'τον θυμό μου σε παρατησω,
τόσο να σε εχτρευτω όσο ως τώρα πολύ σ' αγάπησα
κι ανάμεσα στους δυο να σκεφτώ εχθρητες να φέρω
φοβερές σε Τρώες και Δαναους και συ από κακια μοιρα
αφανιστείς,είπε,και τρόμαξε η Ελένη η από τόν Δια γεννημένη
κι έφυγε τυλιγμένη μέσα στο λεπτό κάτασπρο φορεμα της
σιωπηλή,απ'ολες τις Τρωαδιτισες κρυφά,μπροστά δε η θεα
ήταν,κι αυτές όταν εφτασαν στ'Αλεξανδρου τ'ομορφο σπίτι,
γρήγορα οι υπηρέτριες τη δουλειά έπιασαν,και στον ψηλοροφο
ανεβηκε θάλαμο η ωραία γυναίκα και τότε κάθισμα η Αφροδίτη
με τ'όμορφο χαμογελο πηρε κι απέναντι στον Αλέξανδρο η θεα
το'φερε κι έβαλε όπου καθίζει η Ελένη η κόρη του Δία
που την ασπίδα από αιγας δέρμα εχει,και με γυρισμένα
προς αυτόν τά μάτια στον άντρα της με λόγια έλεγε επίπληξης,
γύρισες πίσω απ'τον πόλεμο,καλλίτερα να'χες εκεί σκοτωθεί
απ'αντρα νικημένος δυνατό,που ο πρωτος άντρας μου ήταν,
εσύ καυχιοσουν πριν πως απ'τον αντρειο Μενέλαο,στη δύναμη
και στα χέρια και στο κοντάρι ανώτερος είσαι,εμπρος λοιπόν
πηγαινε τώρα τον γενναίο να προκαλέσεις Μενέλαο,
πάλι εναντίον του να μονομαχήσεις,αλλ'εγω να κάτσεις φρόνιμα
σε συμβουλεύω,μήτε βίαιο πόλεμο με τον ξανθό Μενελαο
να πολεμισεις μητε νσε μαχη να μπεις αστοχαστα,μήπως γρήγορα
κάτω απ''το δόρι του υποταχτεις,και τότε ο Πάρις της απάντησε
και είπε,γυναίκα μη με βαρια χλευασμού λόγια με ξεφτευλιζεις
γιατί τώρα αν ο Μενέλαος με τη βοήθεια με νίκησε της Αθηνας
εκείνον αυριο κι εγώ,γιατί θεοί στο πλευρό είναι και σε μας,
αλλά έλα πήγαινε ερωτικά στο κρεβατι να ξαπλώσουμε,
γιατί ποτέ τόσος ως τώρα ο έρωτας δεν μου κατακυριεψε
το μυαλο, ούτε όταν την πρώτη φορά απ'την Λακεδαιμονα
την ερωτική σ'άρπαξα πλέοντας με τα ποντοπόρα καράβια
και στο νησί της Κραναης σμιχτηκα μαζί σου ερωτικα
στο κρεβάτι,όσο για σένα τώρα νιώθω έρωτα και γλυκός πόθος
να με συνταράζει,αυτά είπε,και πήγε στο κρεβατι,τότε αμέσως
ακολουθησε κι η γυναικα
.
.
..................... ἐκάλυψε δ’ ἄρ’ ἠέρι πολλῇ,
κὰδ δ’ εἷσ’ ἐν θαλάμῳ εὐώδεϊ κηώεντι.
αὐτὴ δ’ αὖ Ἑλένην καλέουσ’ ἴε· τὴν δὲ κίχανε
πύργῳ ἐφ’ ὑψηλῷ, περὶ δὲ Τρῳαὶ ἅλις ἦσαν·
χειρὶ δὲ νεκταρέου ἑανοῦ ἐτίναξε λαβοῦσα,385
γρηῒ δέ μιν ἐϊκυῖα παλαιγενέϊ προσέειπεν
εἰροκόμῳ, ἥ οἱ Λακεδαίμονι ναιετοώσῃ
ἤσκειν εἴρια καλά, μάλιστα δέ μιν φιλέεσκε·
τῇ μιν ἐεισαμένη προσεφώνεε δῖ’ Ἀφροδίτη·
«δεῦρ’ ἴθ’· Ἀλέξανδρός σε καλεῖ οἶκον δὲ νέεσθαι.390
κεῖνος ὅ γ’ ἐν θαλάμῳ καὶ δινωτοῖσι λέχεσσι
κάλλεΐ τε στίλβων καὶ εἵμασιν· οὐδέ κε φαίης
ἀνδρὶ μαχεσσάμενον τόν γ’ ἐλθεῖν, ἀλλὰ χορὸν δὲ
ἔρχεσθ’, ἠὲ χοροῖο νέον λήγοντα καθίζειν.»
Ὣς φάτο, τῇ δ’ ἄρα θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ὄρινε·395
καί ῥ’ ὡς οὖν ἐνόησε θεᾶς περικαλλέα δειρὴν
στήθεά θ’ ἱμερόεντα καὶ ὄμματα μαρμαίροντα,
θάμβησέν τ’ ἄρ’ ἔπειτα ἔπος τ’ ἔφατ’ ἔκ τ’ ὀνόμαζε·
«δαιμονίη, τί με ταῦτα λιλαίεαι ἠπεροπεύειν;
ἦ πῄ με προτέρω πολίων εὖ ναιομενάων400
ἄξεις, ἢ Φρυγίης ἢ Μῃονίης ἐρατεινῆς,
εἴ τίς τοι καὶ κεῖθι φίλος μερόπων ἀνθρώπων·
οὕνεκα δὴ νῦν δῖον Ἀλέξανδρον Μενέλαος
νικήσας ἐθέλει στυγερὴν ἐμὲ οἴκαδ’ ἄγεσθαι,
τοὔνεκα δὴ νῦν δεῦρο δολοφρονέουσα παρέστης;405
ἧσο παρ’ αὐτὸν ἰοῦσα, θεῶν δ’ ἀπόεικε κελεύθου,
μηδ’ ἔτι σοῖσι πόδεσσιν ὑποστρέψειας Ὄλυμπον,
ἀλλ’ αἰεὶ περὶ κεῖνον ὀΐζυε καί ἑ φύλασσε,
εἰς ὅ κέ σ’ ἢ ἄλοχον ποιήσεται ἢ ὅ γε δούλην.
κεῖσε δ’ ἐγὼν οὐκ εἶμι—νεμεσσητὸν δέ κεν εἴη—410
κείνου πορσανέουσα λέχος· Τρῳαὶ δέ μ’ ὀπίσσω
πᾶσαι μωμήσονται· ἔχω δ’ ἄχε’ ἄκριτα θυμῷ.»
Τὴν δὲ χολωσαμένη προσεφώνεε δῖ’ Ἀφροδίτη·
«μή μ’ ἔρεθε σχετλίη, μὴ χωσαμένη σε μεθείω,
τὼς δέ σ’ ἀπεχθήρω ὡς νῦν ἔκπαγλ’ ἐφίλησα,415
μέσσῳ δ’ ἀμφοτέρων μητίσομαι ἔχθεα λυγρὰ
Τρώων καὶ Δαναῶν, σὺ δέ κεν κακὸν οἶτον ὄληαι.
Ὣς ἔφατ’, ἔδεισεν δ’ Ἑλένη Διὸς ἐκγεγαυῖα,
βῆ δὲ κατασχομένη ἑανῷ ἀργῆτι φαεινῷ
σιγῇ, πάσας δὲ Τρῳὰς λάθεν· ἦρχε δὲ δαίμων.420
Αἳ δ’ ὅτ’ Ἀλεξάνδροιο δόμον περικαλλέ’ ἵκοντο,
ἀμφίπολοι μὲν ἔπειτα θοῶς ἐπὶ ἔργα τράποντο,
ἣ δ’ εἰς ὑψόροφον θάλαμον κίε δῖα γυναικῶν.
τῇ δ’ ἄρα δίφρον ἑλοῦσα φιλομειδὴς Ἀφροδίτη
ἀντί’ Ἀλεξάνδροιο θεὰ κατέθηκε φέρουσα·425
ἔνθα κάθιζ’ Ἑλένη κούρη Διὸς αἰγιόχοιο
ὄσσε πάλιν κλίνασα, πόσιν δ’ ἠνίπαπε μύθῳ·
«ἤλυθες ἐκ πολέμου· ὡς ὤφελες αὐτόθ’ ὀλέσθαι
ἀνδρὶ δαμεὶς κρατερῷ, ὃς ἐμὸς πρότερος πόσις ἦεν.
ἦ μὲν δὴ πρίν γ’ εὔχε’ ἀρηϊφίλου Μενελάου430
σῇ τε βίῃ καὶ χερσὶ καὶ ἔγχεϊ φέρτερος εἶναι·
ἀλλ’ ἴθι νῦν προκάλεσσαι ἀρηΐφιλον Μενέλαον
ἐξαῦτις μαχέσασθαι ἐναντίον· ἀλλά σ’ ἔγωγε
παύεσθαι κέλομαι, μηδὲ ξανθῷ Μενελάῳ
ἀντίβιον πόλεμον πολεμίζειν ἠδὲ μάχεσθαι435
ἀφραδέως, μή πως τάχ’ ὑπ’ αὐτοῦ δουρὶ δαμήῃς.»
Τὴν δὲ Πάρις μύθοισιν ἀμειβόμενος προσέειπε·
«μή με γύναι χαλεποῖσιν ὀνείδεσι θυμὸν ἔνιπτε·
νῦν μὲν γὰρ Μενέλαος ἐνίκησεν σὺν Ἀθήνῃ,
κεῖνον δ’ αὖτις ἐγώ· πάρα γὰρ θεοί εἰσι καὶ ἡμῖν.440
ἀλλ’ ἄγε δὴ φιλότητι τραπείομεν εὐνηθέντε·
οὐ γάρ πώ ποτέ μ’ ὧδέ γ’ ἔρως φρένας ἀμφεκάλυψεν,
οὐδ’ ὅτε σε πρῶτον Λακεδαίμονος ἐξ ἐρατεινῆς
ἔπλεον ἁρπάξας ἐν ποντοπόροισι νέεσσι,
νήσῳ δ’ ἐν Κραναῇ ἐμίγην φιλότητι καὶ εὐνῇ,445
ὥς σεο νῦν ἔραμαι καί με γλυκὺς ἵμερος αἱρεῖ.»
Ἦ ῥα, καὶ ἄρχε λέχος δὲ κιών· ἅμα δ’ εἵπετ’ ἄκοιτις.
.
.
.
Ο Άρης και η Αφροδίτη στα δίχτυα του Ηφαιστου ενώπιον των θεών
( Johann Heiss 1679)
ο Άρης και η Αφροδιτη πιάνονται στα δεσμά του Ηφαίστου
(Ομήρου Οδύσσεια,ραψωδια θ',στίχοι 266-343)
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
(Ο Οδυσσέας στο νησί των Φαιάκων,στο ανάκτορο του βασιλιά Αλκίνοου
ο ραψωδος Δημόδοκος τραγουδά διασκεδάζοντας τους καλεσμενους)
ωστόσο αυτός τη φόρμιγγα παίζοντας αρχισε όμορφο
τραγούδι για το έρωτα του Άρη και της Αφροδίτης
με τ'ομορφο στεφάνι στα μαλλιά,πως πρωτοσμιχτηκαν
κρυφά στου Ηφαίστου το σπίτι,πολλά αυτος της δωρισε,
κι ατιμασε το κρεβάτι και του ανακτα Ηφαιστου το στρώμα
και τότε ο Ήλιος το μαρτύρησε,αφού τους κατάλαβε
ερωτικά να σμιγουν,κι ο Ηφαιστος λοιπόν σαν ακουσε
το πικρό το νέο στο χαλκοργειο πάει στο μυαλο εχοντας
δολερο σχέδιο κακο κι εκεί μεγάλο έστησε αμόνι
κι έκοψε ασπασπα δεσμά κι άλυτα,όπου ακαριαία
παγιδευμένοι γερά να μεινουν,και μόλις τα δολώματα
έφτιαξε με τον Άρη οργισμενος,πήγε στο θάλαμο αμέσως ,
όπου το γαμηλιο ήταν κρεβάτι του ,γύρω τότε απ'του κρεβατιού
τα πόδια παντου τα δεσμά κύκλωσε,πολλά επίσης
κι από πανω απ'τα δοκάρια κρέμασε της σκεπής
λεπτά σαν της αράχνης ο ιστός,π'ούτε να δει κανενας
δεν θα μπορουσε ούτε απ'τους μακαριους θεους,
γιατί τόσο επιδέξια τα'χε κάνει δολερα ,
κι όταν γυρω απ'το κρεβάτι όλη τη παγίδα άπλωσε
στη Λήμνο έκανε πως πάει,την καλοκτισμενη πόλη,
που απ'ολους τους τόπους πολύ πιο αγαπητη του ήταν
κι ο Άρης με τα χρυσά ηνια τυφλός δεν παραφυλαγε
όταν τον φημιστο ειδε τεχνίτη μακριά να φευγει
κίνησε στου φημισμενου Ηφαιστου να πάει το σπιτι
της Κυθέρειας τον έρωτα ποθωντας με τ'ομορφο στεφανι
κι αυτή μόλις απ'τον πατέρα τον μεγαλοδυναμο του Κρόνου γιο
ειχ'ερθει και καθονταν,αυτός λοιπόν αφού στο σπίτι μέσα μπήκε
τότε της έπιασε τα χέρια και μιλώντας της ειπε,
έλα,αγάπη μου,στο κρεβάτι,να ευχαριστηθουμε στο στρώμα
ξαπλωμένοι,γιατί ο Ήφαιστος σ'αλλο πήγε τόπο,αλλά ήδη
στη Λήμνο θα'χει φτάσει στους αγριοφωνους τους Σιντιους
έτσι είπε,και σ'αυτη αρεστό της φάνηκε να κοιμηθουν
κι αυτοί όταν πήγαν στο κρεβάτι να ξαπλωσουν γυρω
από παντου τα δεσμά του πανέξυπνου τους τύλιξαν Ηφαιστου
τα τεχνητά κι ούτε τα μέλη τους να κουνήσουν μπορούσαν
ούτε να σηκωθουν,και τότε κατάλαβαν,ότι δεν ξεφευγουν πλέον
απ'τα δεσμα,κι έφτασε τότε κοντά σ'αυτους ο φημιστος χωλός
αμέσως πίσω γυρίζοντας πριν στη γη της Λήμνου φτασει
γιατί ο Ήλιος που παραφυλαγε και του το μαρτυρισε
έτσι λοιπόν πάει στο σπίτι του,με σπαραγμενη τη καρδιά,
στα πόρτα στάθηκε,άγριος τον τράνταξε θυμός
και με τρομερή φωνή φώναξε όλοι να τον ακούσουν οι θεοι
Πατέρα Δία κι οι άλλοι μακάριοι θεοί οι αιώνιοι
ελάτε,για να δειτε πράξεις ντροπής κι απρεπα
πως εμένα τον χωλό η Αφροδίτη του Δία η θυγατέρα
μ'ατιμαζει και με τον ολεθριο ερωτοτροπει τον Αρη
γιατί'ναι όμορφος κι αρτιμελής,ενώ εγώ σακατεμενος
εγεννηθηκα,αλλ'όμως κανένας άλλος αίτιος,παρά
οι δυο γονείς μου,που μακάρι να μην γενναγαν
αλλά κοιτάξτε,πως οι δύο τους ερωτικά κοιμούνται
ανεβαίνοντας στο κρεβάτι μου κι εγώ στενάζω να τους βλέπω,
δεν νομίζω αυτοι να ελπίζουν έτσι ακομα για πολύ
να ξαπλώνουν,κι ας τόσο πολύ αγαπιουνται,πολύ γρήγορα
κι οι δυο δεν θα θέλουν να κοιμούνται,αλλ' ο δόλος
και τα δεσμά θα τους κρατήσουν,μέχρι όλα ο πατέρας
να μου ξαναδώσει τα γαμηλια δώρα,όσα για χάρη
της ξεδιαντροπης κορης του πρόσφερα στο χερι,
γιατι'ναι όμορφη η θυγατερα,αλλ'ομως δεν αντιστέκεται
στο πάθος,έτσι είπε κι οι θεοί μαζεύτηκαν στο με τη χαλκινη
τη βαση σπιτι,ήρθε ο Ποσειδώνας που τη γη σείει,
ήρθε ο κλέφτηςΕρμής,ήρθε κι ο Απόλλωνας ο ανακτας
δοξαριστης,οι γυναίκες όμως οι θεές από ντροπή
στα σπίτια κάθε μία έμεινε,μπροστά λοιπόν οι θεοί
στις πόρτες στάθηκαν,των αγαθών οι δωρητες,
τότε ακατάπαυστο ξεσπασε γέλιο στους μακαριους θεους,
όταν τις δολερες αντίκρισαν τέχνες του πανέξυπνου Ηφαιστου,
κι εδώ τότε ένας κοιτώντας τον διπλανό του λέει,
τα κακά δεν ωφελουν έργα,κι ο αργος τον ταχυ προφτανει,
όπως και τώρα ο Ήφαιστος αν κι αργος έπιασε τον Αρη
που τον πιο ταχυ να είναι στους θεόυς οι Ολυμπιοι εχουν,
χωλός οντας,με το δολερο το τέχνασμα,και της μοιχείας
το πρόστιμο οφείλει,τέτοια λοιπόν μεταξύ τους έλεγαν,
και στον Ερμή λέει ο ανακτας Απόλλωνας ο γιος του Δια,
Ερμή γιε του Δία,αγγελιοφόρε,αγαθών δωρητή,
μήπως σε τέτοια δεν θα'θελες δυνατά δεσμα σφιχτα
να πιαστεις αν είναι με την ξανθή να κοιμηθείς Αφροδίτη
στο κρεβάτι;και τότε σ'αυτον απάντησε ο αγγελιοφόρος
του Αργου ο φονιάς,μακάρι αυτό να γίνονταν,δοξαριστη
Απόλλωνα ανακτα,κι ας μου'χαν τρις φορές γύρω μου δεσμα
τοσα άπειρα,κι ας με κοιταζατε εσείς οι θεοί κι όλες οι θεες
μόνο εγώ με την ξανθη να ξάπλωνα Αφροδίτη στο κρεβάτι,
έτσι είπε,και τότε γέλιο ξέσπασε στους αθάνατους θεους
.
.
αὐτὰρ ὁ φορμίζων ἀνεβάλλετο καλὸν ἀείδειν
ἀμφ' Ἄρεος φιλότητος ἐϋστεφάνου τ' Ἀφροδίτης,
ὡς τὰ πρῶτ' ἐμίγησαν ἐν Ἡφαίστοιο δόμοισι
λάθρῃ· πολλὰ δὲ δῶκε, λέχος δ' ᾔσχυνε καὶ εὐνὴν
Ἡφαίστοιο ἄνακτος. ἄφαρ δέ οἱ ἄγγελος ἦλθεν 270
Ἥλιος, ὅ σφ' ἐνόησε μιγαζομένους φιλότητι.
Ἥφαιστος δ' ὡς οὖν θυμαλγέα μῦθον ἄκουσε,
βῆ ῥ' ἴμεν ἐς χαλκεῶνα, κακὰ φρεσὶ βυσσοδομεύων·
ἐν δ' ἔθετ' ἀκμοθέτῳ μέγαν ἄκμονα, κόπτε δὲ δεσμοὺς
ἀῤῥήκτους ἀλύτους, ὄφρ' ἔμπεδον αὖθι μένοιεν. 275
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ τεῦξε δόλον κεχολωμένος Ἄρει,
βῆ ῥ' ἴμεν ἐς θάλαμον, ὅθι οἱ φίλα δέμνια κεῖτο·
ἀμφὶ δ' ἄρ' ἑρμῖσιν χέε δέσματα κύκλῳ ἁπάντῃ,
πολλὰ δὲ καὶ καθύπερθε μελαθρόφιν ἐξεκέχυντο,
ἠΰτ' ἀράχνια λεπτά· τά γ' οὔ κέ τις οὐδὲ ἴδοιτο, 280
οὐδὲ θεῶν μακάρων· περὶ γὰρ δολόεντα τέτυκτο.
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ πάντα δόλον περὶ δέμνια χεῦεν,
εἴσατ' ἴμεν ἐς Λῆμνον, ἐϋκτίμενον πτολίεθρον,
ἥ οἱ γαιάων πολὺ φιλτάτη ἐστὶν ἁπασέων.
οὐδ' ἀλαὸς σκοπιὴν εἶχε χρυσήνιος Ἄρης, 285
ὡς ἴδεν Ἥφαιστον κλυτοτέχνην νόσφι κιόντα·
βῆ δ' ἴμεναι πρὸς δῶμα περικλυτοῦ Ἡφαίστοιο,
ἰχανόων φιλότητος ἐϋστεφάνου Κυθερείης.
ἡ δὲ νέον παρὰ πατρὸς ἐρισθενέος Κρονίωνος
ἐρχομένη κατ' ἄρ' ἕζεθ'· ὁ δ' εἴσω δώματος ᾔει 290
ἔν τ' ἄρα οἱ φῦ χειρὶ ἔπος τ' ἔφατ' ἔκ τ' ὀνόμαζε·
«δεῦρο, φίλη, λέκτρονδε, τραπείομεν εὐνηθέντε·
οὐ γὰρ ἔθ' Ἥφαιστος μεταδήμιος, ἀλλά που ἤδη
οἴχεται ἐς Λῆμνον μετὰ Σίντιας ἀγριοφώνους.»
ὣς φάτο, τῇ δ' ἀσπαστὸν ἐείσατο κοιμηθῆναι. 295
τὼ δ' ἐς δέμνια βάντε κατέδραθον· ἀμφὶ δὲ δεσμοὶ
τεχνήεντες ἔχυντο πολύφρονος Ἡφαίστοιο,
οὐδέ τι κινῆσαι μελέων ἦν οὐδ' ἀναεῖραι.
καὶ τότε δὴ γίνωσκον, ὅ τ' οὐκέτι φυκτὰ πέλοντο.
ἀγχίμολον δέ σφ' ἦλθε περικλυτὸς ἀμφιγυήεις, 300
αὖτις ὑποστρέψας πρὶν Λήμνου γαῖαν ἱκέσθαι·
Ἠέλιος γάρ οἱ σκοπιὴν ἔχεν εἶπέ τε μῦθον.
βῆ δ' ἴμεναι πρὸς δῶμα, φίλον τετιημένος ἦτορ·
ἔστη δ' ἐν προθύροισι, χόλος δέ μιν ἄγριος ᾕρει·
σμερδαλέον δ' ἐβόησε γέγωνέ τε πᾶσι θεοῖσι·
«Ζεῦ πάτερ ἠδ' ἄλλοι μάκαρες θεοὶ αἰὲν ἐόντες,
δεῦθ', ἵνα ἔργ' ἀγέλαστα καὶ οὐκ ἐπιεικτὰ ἴδησθε,
ὡς ἐμὲ χωλὸν ἐόντα Διὸς θυγάτηρ Ἀφροδίτη
αἰὲν ἀτιμάζει, φιλέει δ' ἀΐδηλον Ἄρηα,
οὕνεχ' ὁ μὲν καλός τε καὶ ἀρτίπος, αὐτὰρ ἐγώ γε 310
ἠπεδανὸς γενόμην· ἀτὰρ οὔ τί μοι αἴτιος ἄλλος,
ἀλλὰ τοκῆε δύω, τὼ μὴ γείνασθαι ὄφελλον.
ἀλλ' ὄψεσθ', ἵνα τώ γε καθεύδετον ἐν φιλότητι,
εἰς ἐμὰ δέμνια βάντες· ἐγὼ δ' ὁρόων ἀκάχημαι.
οὐ μέν σφεας ἔτ' ἔολπα μίνυνθά γε κειέμεν οὕτω, 315
καὶ μάλα περ φιλέοντε· τάχ' οὐκ ἐθελήσετον ἄμφω
εὕδειν· ἀλλά σφωε δόλος καὶ δεσμὸς ἐρύξει,
εἰς ὅ κέ μοι μάλα πάντα πατὴρ ἀποδῷσιν ἔεδνα,
ὅσσα οἱ ἐγγυάλιξα κυνώπιδος εἵνεκα κούρης,
οὕνεκά οἱ καλὴ θυγάτηρ, ἀτὰρ οὐκ ἐχέθυμος.»
καὶ μάλα περ φιλέοντε· τάχ' οὐκ ἐθελήσετον ἄμφω
εὕδειν· ἀλλά σφωε δόλος καὶ δεσμὸς ἐρύξει,
εἰς ὅ κέ μοι μάλα πάντα πατὴρ ἀποδῷσιν ἔεδνα,
ὅσσα οἱ ἐγγυάλιξα κυνώπιδος εἵνεκα κούρης,
οὕνεκά οἱ καλὴ θυγάτηρ, ἀτὰρ οὐκ ἐχέθυμος.» 320
ὣς ἔφαθ', οἱ δ' ἀγέροντο θεοὶ ποτὶ χαλκοβατὲς δῶ·
ἦλθε Ποσειδάων γαιήοχος, ἦλθ' ἐριούνης
Ἑρμείας, ἦλθεν δὲ ἄναξ ἑκάεργος Ἀπόλλων.
θηλύτεραι δὲ θεαὶ μένον αἰδόϊ οἴκοι ἑκάστη.
ἔσταν δ' ἐν προθύροισι θεοί, δωτῆρες ἑάων· 325
ἄσβεστος δ' ἄρ' ἐνῶρτο γέλως μακάρεσσι θεοῖσι
τέχνας εἰσορόωσι πολύφρονος Ἡφαίστοιο.
ὧδε δέ τις εἴπεσκεν ἰδὼν ἐς πλησίον ἄλλον·
«οὐκ ἀρετᾷ κακὰ ἔργα· κιχάνει τοι βραδὺς ὠκύν,
ὡς καὶ νῦν Ἥφαιστος ἐὼν βραδὺς εἷλεν Ἄρηα, 330
ὠκύτατόν περ ἐόντα θεῶν οἳ Ὄλυμπον ἔχουσιν,
χωλὸς ἐών, τέχνῃσι· τὸ καὶ μοιχάγρι' ὀφέλλει.»
ὣς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον·
Ἑρμῆν δὲ προσέειπεν ἄναξ Διὸς υἱὸς Ἀπόλλων·
«Ἑρμεία Διὸς υἱέ, διάκτορε, δῶτορ ἑάων, 335
ἦ ῥά κεν ἐν δεσμοῖσ' ἐθέλοις κρατεροῖσι πιεσθεὶς
εὕδειν ἐν λέκτροισι παρὰ χρυσῇ Ἀφροδίτῃ;»
τὸν δ' ἠμείβετ' ἔπειτα διάκτορος Ἀργεϊφόντης·
«αἲ γὰρ τοῦτο γένοιτο, ἄναξ ἑκατηβόλ' Ἄπολλον.
δεσμοὶ μὲν τρὶς τόσσοι ἀπείρονες ἀμφὶς ἔχοιεν, 340
ὑμεῖς δ' εἰσορόῳτε θεοὶ πᾶσαί τε θέαιναι,
αὐτὰρ ἐγὼν εὕδοιμι παρὰ χρυσῇ Ἀφροδίτῃ.»
ὣς ἔφατ', ἐν δὲ γέλως ὦρτ' ἀθανάτοισι θεοῖσιν.
.
.
.
Εξέταση στίχων του Αισχύλου από τον Ευριπίδη
(Βάτραχοι του Αριστοφάνη,στίχοι 1119-1170)
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Ευριπίδης.
και τώρα στους προλόγους του θα στραφω,
το πρώτο μέρος των τραγωδιων του αξιου
αυτού ποιητου πρωτα πρώτα θα εξετάσω,
άλλωστε δεν εκφραζε με σαφήνεια τα πραγματα
Διόνυσος.
και ποιον θα εξετάσεις;
Ευριπίδης.
παρα πολλούς.
για πρώτο πες μου της Ορέστειας
Διόνυσος.
σωπάστε λοιπόν όλοι σας.
έλα λέγε Αισχυλε
Αισχύλος
χθονιε Ερμή φύλακα της πατρικής εξουσίας
σωτηρας και συμπαραστατης να μου γίνεις
σου ζητώ
γιατί σ' αυτή εδώ τη γη γυριζω και επιστρεφω
Διόνυσος.
τι λάθος βρίσκεις σ'αυτα;
Ευριπίδης.
περισσότερα από δώδεκα
Διονυσος.
αλλά όλοι κι όλοι δεν ήταν πάνω από τρεις στίχοι;
Ευριπίδης.
κι όμως ο καθένας έχει είκοσι σφαλματα
Διόνυσος.
Αισχυλε,σε συμβουλεύω να σωπασεις,
αν όχι,τότε πάνω από τρεις ιαμβους το χρέος σου
θ'ανεβει
Αισχύλος.
γι'αυτό εδω να σωπάσω;
Διόνυσος.
αν μ'ακουσεις
Ευριπίδης.
γιατί τα λάθη του όσο ο ουρανός εφτασαν
Αισχύλος.
λες ανοησίες
Ευριπίδης.
λίγο που με νοιάζει
Αισχύλος.
πως λες ότι έσφαλα;
Ευριπίδης.
έλα πάλι απ' την αρχή πες.
Αισχύλος
χθονιε Ερμή φύλακα
της πατρικής εξουσίας
Ευριπίδης.
αυτά ο Ορέστης δεν τα λέει
στον τάφο του πεθαμενου πατέρα του;
Αισχύλος.
έτσι,όχι αλλιώς,αυτό λεω
Ευριπίδης.
αφού ο πατέρας του χάθηκε βίαια
από γυναίκας χερι
με δόλο κρυφό,πως,είπε,τότε ο Ερμής
αυτά τα'βλεπε;
Αισχύλος.
όχι εκείνον,αλλά τον Εριουνιο Ερμή,τον ευφυή,
χθόνιο καλεσε,δηλωντας ότι πατρογονικα
κατέχει αυτό το προνομιο
Ευριπίδης.
α τώρα ακόμα μεγαλύτερο το σφαλμα
απ'ότι ήθελα,αν τότε πατρογονικό προνόμιο
το χθονιο έχει
Διόνυσος.
απ'τη μεριά του πατέρα λοιπόν κλέφτης τάφων
τυμβωρυχος
Αισχύλος.
Διονυσε το κρασί που πίνεις
δεν είναι μοσχατο
Διονύσιος.
πες του,τότε, αλλο, και σύ κοίτα για λάθος
Αισχύλος.
σωτηρας και συμπαραστατης να μου γίνεις
σου ζητώ
γιατί σ'αυτη εδώ τη γη γυριζω και επιστρεφω
Ευριπίδης.
δυο φορές μας το πε ο σοφός Αισχύλος
Διόνυσος.
Πώς δυο;
Ευριπίδης.
πρόσεξε τα λεγόμενα, που θα σου πω,
'γιατι στη γη γυριζω ' λέει 'και επιστρεφω'
γυριζω και επιστρεφω ίδιο ειναι
Διόνυσος.
ναι μα τον Δία.ετσι ακριβώς σαν να λες στον γείτονα.
δάνεισε μου το σκαφιδι,η' αν θέλεις το ζυμωτηριο
Αισχύλος.
καθόλου αυτό,άνθρωπε πολυλογα,δεν είναι το ίδιο,
αλλά άριστα τα'χει πει
Εὐριπίδης
πως έτσι δηλαδη;τοτε εξηγα μας τι εννοείς;
Αἰσχύλος
έρχεται στον τοπο του οποιος πατρίδα εχει,
δηλαδή χωρίς διαβατήρια πηγαίνει,
όμως ο εξορισμενος και γυρίζει και επιστρεφει
Διόνυσος.
πολυ σωστά μα τον Απολλωνα.τι λες Ευριπίδη;
Ευριπίδης.
δεν θα πω πως ο Ορέστης στην πατρίδα γύρισε,
γιατί κρυφά ήρθε,χωρίς τη συναίνεση των κρατουντων
Διόνυσος.
πολύ σωστά μα τον Ερμή.ομως τι λες δεν καταλαβαινω
Ευριπίδης.
καλως.τελείωνε.αλλο
Διόνυσος.
έλα τελείωνε εσυ
.
.
Εὐριπίδης
καὶ μὴν ἐπ᾽ αὐτοὺς τοὺς προλόγους σου τρέψομαι,
1120ὅπως τὸ πρῶτον τῆς τραγῳδίας μέρος
πρώτιστον αὐτοῦ βασανιῶ τοῦ δεξιοῦ.
ἀσαφὴς γὰρ ἦν ἐν τῇ φράσει τῶν πραγμάτων.
Διόνυσος
καὶ ποῖον αὐτοῦ βασανιεῖς;
Εὐριπίδης
πολλοὺς πάνυ.
πρῶτον δέ μοι τὸν ἐξ Ὀρεστείας λέγε.
Διόνυσος
1125ἄγε δὴ σιώπα πᾶς ἀνήρ. λέγ᾽ Αἰσχύλε.
Αἰσχύλος
‘Ἑρμῆ χθόνιε πατρῷ᾽ ἐποπτεύων κράτη,
σωτὴρ γενοῦ μοι σύμμαχός τ᾽ αἰτουμένῳ.
ἥκω γὰρ ἐς γῆν τήνδε καὶ κατέρχομαι.’
Διόνυσος
τούτων ἔχεις ψέγειν τι;
Εὐριπίδης
πλεῖν ἢ δώδεκα.
Διόνυσος
1130ἀλλ᾽ οὐδὲ πάντα ταῦτά γ᾽ ἔστ᾽ ἀλλ᾽ ἢ τρία.
Εὐριπίδης
ἔχει δ᾽ ἕκαστον εἴκοσίν γ᾽ ἁμαρτίας.
Διόνυσος
Αἰσχύλε παραινῶ σοι σιωπᾶν: εἰ δὲ μή,
πρὸς τρισὶν ἰαμβείοισι προσοφείλων φανεῖ.
Αἰσχύλος
ἐγὼ σιωπῶ τῷδ᾽;
Διόνυσος
ἐὰν πείθῃ γ᾽ ἐμοί.
Εὐριπίδης
1135εὐθὺς γὰρ ἡμάρτηκεν οὐράνιόν γ᾽ ὅσον.
Αἰσχύλος
ὁρᾷς ὅτι ληρεῖς;
Διόνυσος
ἀλλ᾽ ὀλίγον γέ μοι μέλει.
Αἰσχύλος
πῶς φῄς μ᾽ ἁμαρτεῖν;
Εὐριπίδης
αὖθις ἐξ ἀρχῆς λέγε.
Αἰσχύλος
‘Ἑρμῆ χθόνιε πατρῷ᾽ ἐποπτεύων κράτη.’
Εὐριπίδης
οὔκουν Ὀρέστης τοῦτ᾽ ἐπὶ τῷ τύμβῳ λέγει
1140τῷ τοῦ πατρὸς τεθνεῶτος;
Αἰσχύλος
οὐκ ἄλλως λέγω.
Εὐριπίδης
πότερ᾽ οὖν τὸν Ἑρμῆν, ὡς ὁ πατὴρ ἀπώλετο
αὐτοῦ βιαίως ἐκ γυναικείας χερὸς
δόλοις λαθραίοις, ταῦτ᾽ ‘ἐποπτεύειν’ ἔφη;
Αἰσχύλος
οὐ δῆτ᾽ ἐκεῖνον, ἀλλὰ τὸν Ἐριούνιον
1145Ἑρμῆν χθόνιον προσεῖπε, κἀδήλου λέγων
ὁτιὴ πατρῷον τοῦτο κέκτηται γέρας—
Εὐριπίδης
ἔτι μεῖζον ἐξήμαρτες ἢ 'γὼ 'βουλόμην:
εἰ γὰρ πατρῷον τὸ χθόνιον ἔχει γέρας—
Διόνυσος
οὕτω γ᾽ ἂν εἴη πρὸς πατρὸς τυμβωρύχος.
Αἰσχύλος
1150Διόνυσε πίνεις οἶνον οὐκ ἀνθοσμίαν.
Διόνυσος
λέγ᾽ ἕτερον αὐτῷ: σὺ δ᾽ ἐπιτήρει τὸ βλάβος.
Αἰσχύλος
‘σωτὴρ γενοῦ μοι σύμμαχός τ᾽ αἰτουμένῳ.
ἥκω γὰρ ἐς γῆν τήνδε καὶ κατέρχομαι—’
Εὐριπίδης
δὶς ταὐτὸν ἡμῖν εἶπεν ὁ σοφὸς Αἰσχύλος.
Διόνυσος
1155πῶς δίς;
Εὐριπίδης
σκόπει τὸ ῥῆμ᾽: ἐγὼ δέ σοι φράσω.
‘ἥκω γὰρ ἐς γῆν,’ φησί, ‘καὶ κατέρχομαι:’
‘ἥκω’ δὲ ταὐτόν ἐστι τῷ ‘κατέρχομαι.’
Διόνυσος
νὴ τὸν Δί᾽ ὥσπερ γ᾽ εἴ τις εἴποι γείτονι,
‘χρῆσον σὺ μάκτραν, εἰ δὲ βούλει, κάρδοπον.’
Αἰσχύλος
1160οὐ δῆτα τοῦτό γ᾽ ὦ κατεστωμυλμένε
ἄνθρωπε ταὔτ᾽ ἔστ᾽, ἀλλ᾽ ἄριστ᾽ ἐπῶν ἔχον.
Εὐριπίδης
πῶς δή; δίδαξον γάρ με καθ᾽ ὅ τι δὴ λέγεις;
Αἰσχύλος
‘ἐλθεῖν’ μὲν ἐς γῆν ἔσθ᾽ ὅτῳ μετῇ πάτρας:
χωρὶς γὰρ ἄλλης συμφορᾶς ἐλήλυθεν:
1165φεύγων δ᾽ ἀνὴρ ‘ἥκει’ τε καὶ ‘κατέρχεται.’
Διόνυσος
εὖ νὴ τὸν Ἀπόλλω. τί σὺ λέγεις Εὐριπίδη;
Εὐριπίδης
οὐ φημὶ τὸν Ὀρέστην κατελθεῖν οἴκαδε:
λάθρᾳ γὰρ ἦλθεν οὐ πιθὼν τοὺς κυρίους.
Διόνυσος
εὖ νὴ τὸν Ἑρμῆν: ὅ τι λέγεις δ᾽ οὐ μανθάνω.
Εὐριπίδης
πέραινε τοίνυν ἕτερον.
Διόνυσος.
ἴθι πέραινε σύ
.
.
.
ο Κανένας τυφλώνει τον Κύκλωπα Πολυφημο
(Ομήρου Οδύσσεια,ραψωδια ι',στίχοι 375-414)
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
τοτ'εγω εχωσα το ξύλινο παλούκι βαθειά
μέσα στη στάχτη να πυρωθεί,και με λογια όλους
τους συντρόφους θαρρεψα,να μην δω κάποιος
να δηλειασει,αλλ'οταν γρήγορα το ελισιο παλούκι
έπιασε φωτιά,αν και χλωρό ήταν,και φαίνονταν
λαμπαδιασμενο,τοτ'εγω πλησιάζοντας το'βγαλα
απ'τη φωτιά,γύρω μου ήταν οι συντροφοι,
ενώ ένας δαίμονας θεός μεγάλο μας εμφυσησε θάρρος,
τοτ'αυτοι αρπάζοντας το ελισιο παλούκι,
κι αιχμηρό στην ακρη,στο μάτι του το'καρφωσαν,
ενώ εγώ από πάνω πιεζοντας το στριφογύριζα,
όπως όταν κάποιος με τρυπανι καραβοξυλο τρυπα,
κι οι άλλοι από κάτω τραβούν σειωντας τον ιμάντα
από κάθε άκρη,κι αυτό συνέχεια περιστρέφεται,
έτσι εμείς στο μάτι του το πυρωμένο παλούκι
καρφώνοντας στριφογυριζαμε,και καυτό το αίμα
το πλημμύριζε,όλα,γύρω τα βλέφαρα και τα φρύδια
τα λιωνε η φλόγα απ' τον βολβό που καιγονταν,
και τσίριζαν οι ριζες στη φωτιά,πως όταν ο χαλκουργος
μεγάλο τσεκούρι η' σκεπάρνι σε ψυχρό νερό βαπτίζει
και κείνο σφυρίζοντας σκληραίνει,γιατί η δύναμη στο σίδερο
απ''αυτο γινεται,έτσι το μάτι τσιριζε γύρω απ'το ελισιο
παλουκι,τότε ούρλιαξε φοβερά,ο βράχος σειστηκε
κι εμείς απ'το φόβο κάναμε πίσω,ενώ το παλούκι τράβηξε
απ'το μάτι πλημμυρισμένο στο αίμα,κι έπειτα το πέταξε
από πάνω του άγρια κουνοντας τα χερια,τότε δυνατά
τους Κύκλωπες φώναξε,που σε σπηλιές γύρω του
κατοικούσαν και σε ύψη ανεμοδαρτα,κι αυτοί ακούγοντας
τη κραυγή κατέφτασαν αλλος από δω κι άλλος από κει,
και αφού απ'τη σπηλιά έξω στάθηκαν ρώτησαν τι τον βασανιζει,
τι μεγάλο έπαθες Πολύφημε κακό έτσι να φωνάζεις
μέσα στην ήσυχη νύχτα κι αυπνους μας άφησες;
μήπως κάποιος θνητός τα πρόβατα σου κλέβει;
η' μήπως κάποιος σε σκοτώνει με δόλο η' με βία;
σ'αυτους τότε απ'τη σπηλιά ο αγριεμενος Πολύφημος τους είπε
σύντροφοι,ο Κανένας με δόλο με σκοτώνει όχι με βια
κι αυτοί του αποκρίθηκαν με λόγια φτερωτα λεγοντας,
αν αληθεια κανένας δεν σου επιτίθεται και μόνος είσαι
δεν ξεφευγεις απ'το κακό που ο μεγαλος σου'στείλε Δίας ,
αλλ'όμως τον πατέρα σου παρακάλεσε Ποσειδώνα,
έτσι είπαν κι έφυγαν,κι εμένα χάρηκε η καρδια μου,
που τ'όνομα μου τους εξαπατησε κι η μεγάλη εξυπναδα
καὶ τότ' ἐγὼ τὸν μοχλὸν ὑπὸ σποδοῦ ἤλασα πολλῆς,
εἷος θερμαίνοιτο· ἔπεσσι δὲ πάντας ἑταίρους
θάρσυνον, μή τίς μοι ὑποδδείσας ἀναδύη.
ἀλλ' ὅτε δὴ τάχ' ὁ μοχλὸς ἐλάϊνος ἐν πυρὶ μέλλεν
ἅψασθαι, χλωρός περ ἐών, διεφαίνετο δ' αἰνῶς,
καὶ τότ' ἐγὼν ἄσσον φέρον ἐκ πυρός, ἀμφὶ δ' ἑταῖροι 380
ἵσταντ'· αὐτὰρ θάρσος ἐνέπνευσεν μέγα δαίμων.
οἱ μὲν μοχλὸν ἑλόντες ἐλάϊνον, ὀξὺν ἐπ' ἄκρῳ,
ὀφθαλμῷ ἐνέρεισαν· ἐγὼ δ' ἐφύπερθεν ἐρεισθεὶς
δίνεον, ὡς ὅτε τις τρυπᾷ δόρυ νήϊον ἀνὴρ
τρυπάνῳ, οἱ δέ τ' ἔνερθεν ὑποσσείουσιν ἱμάντι
ἁψάμενοι ἑκάτερθε, τὸ δὲ τρέχει ἐμμενὲς αἰεί·
ὣς τοῦ ἐν ὀφθαλμῷ πυριήκεα μοχλὸν ἑλόντες
δινέομεν, τὸν δ' αἷμα περίῤῥεε θερμὸν ἐόντα.
πάντα δέ οἱ βλέφαρ' ἀμφὶ καὶ ὀφρύας εὗσεν ἀϋτμὴ
γλήνης καιομένης· σφαραγεῦντο δέ οἱ πυρὶ ῥίζαι. 390
ὡς δ' ὅτ' ἀνὴρ χαλκεὺς πέλεκυν μέγαν ἠὲ σκέπαρνον
εἰν ὕδατι ψυχρῷ βάπτῃ μεγάλα ἰάχοντα
φαρμάσσων· τὸ γὰρ αὖτε σιδήρου γε κράτος ἐστίν·
ὣς τοῦ σίζ' ὀφθαλμὸς ἐλαϊνέῳ περὶ μοχλῷ.
σμερδαλέον δὲ μέγ' ᾤμωξεν, περὶ δ' ἴαχε πέτρη,
ἡμεῖς δὲ δείσαντες ἀπεσσύμεθ'. αὐτὰρ ὁ μοχλὸν
ἐξέρυσ' ὀφθαλμοῖο πεφυρμένον αἵματι πολλῷ.
τὸν μὲν ἔπειτ' ἔῤῥιψεν ἀπὸ ἕο χερσὶν ἀλύων,
αὐτὰρ ὁ Κύκλωπας μεγάλ' ἤπυεν, οἵ ῥά μιν ἀμφὶς
ᾤκεον ἐν σπήεσσι δι' ἄκριας ἠνεμοέσσας. 400
οἱ δὲ βοῆς ἀΐοντες ἐφοίτων ἄλλοθεν ἄλλος,
ἱστάμενοι δ' εἴροντο περὶ σπέος, ὅττι ἑ κήδοι·
«τίπτε τόσον, Πολύφημ', ἀρημένος ὧδ' ἐβόησας
νύκτα δι' ἀμβροσίην καὶ ἀΰπνους ἄμμε τίθησθα;
ἦ μή τίς σευ μῆλα βροτῶν ἀέκοντος ἐλαύνει;
ἦ μή τίς σ' αὐτὸν κτείνει δόλῳ ἠὲ βίηφι;»
τοὺς δ' αὖτ' ἐξ ἄντρου προσέφη κρατερὸς Πολύφημος·
«ὦ φίλοι, Οὖτίς με κτείνει δόλῳ οὐδὲ βίηφιν.»
οἱ δ' ἀπαμειβόμενοι ἔπεα πτερόεντ' ἀγόρευον·
«εἰ μὲν δὴ μή τίς σε βιάζεται οἶον ἐόντα, 410
νοῦσόν γ' οὔ πως ἔστι Διὸς μεγάλου ἀλέασθαι,
ἀλλὰ σύ γ' εὔχεο πατρὶ Ποσειδάωνι ἄνακτι.»
ὣς ἄρ' ἔφαν ἀπιόντες, ἐμὸν δ' ἐγέλασσε φίλον κῆρ,
ὡς ὄνομ' ἐξαπάτησεν ἐμὸν καὶ μῆτις ἀμύμων.
.
·
.
ΣΑΠΦΩ-ποιηματα
(μεταφραση-αποδοση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
γλύκηα μᾶτερ, οὔτοι δύναμαι κρέκην τὸν ἴστον
πόθωι δάμεισα παῖδος βραδίναν δι᾽ Ἀφροδίταν.
(γλυκειά μου μάνα,στον αργαλειό να υφάνω δεν μπορώ
στο πόθο της κόρης παραδομένη,αιτία η πλανευτρα Αφοοδιτη)
κατθάνην δ᾽ ἴμερός τις [ ἔχει με καὶ
λωτίνοις δροσόεντας [ ὄ-
13χ̣[θ]οις ἴδην Ἀχερ[οντος
(να πεθάνω με κυριεύει επιθυμία και να δω
τις όχθες τ'Αχεροντα με δροσερούς λωτους)
πόλλα καὶ τόδ᾽ ἔειπέ [μοι·
ὤιμ᾽ ὠς δεῖνα πεπ[όνθ]αμεν·
5Ψάπφ᾽, ἦ μάν σ᾽ ἀέκοισ᾽ ἀπυλιμπάνω.
(πολλά μου'πε
ω τόσα υποφέραμε
Σαπφώ, να σε αποχωριστώ δεν το θέλω)
ἠράμαν μὲν ἔγω σέθεν, Ἄτθι, πάλαι ποτά·
σμίκρα μοι πάϊς ἔμμεν᾽ ἐφαίνεο κἄχαρις
(από παλιά σ'ειχα ερωτευτεί Ατθίδα
μικρούλα ήσουνα και χαριτωμενη)
ἦλθες, †καὶ† ἐπόησας, ἔγω δέ σ᾽ ἐμαιόμαν,
ὂν δ᾽ ἔψυξας ἔμαν φρένα καιομέναν πόθωι
(ήρθες,τι καλά έκανες,τρελα σε ζητούσα,
και δρόσισες το κορμί μου που το'καιγε ο πόθος)
Ἔρος δ᾽ ἐτίναξέ μοι
φρένας, ὠς ἄνεμος κὰτ ὄρος δρύσιν ἐμπέτων
(ο έρωτας μ'αναστατωσε το μυαλό
όπως ο άνεμος στα βουνά τα δέντρα ταραζει πέφτοντας)
ἄστερες μὲν ἀμφὶ κάλαν σελάνναν
ἂψ ἀπυκρύπτοισι φάεννον εἶδος,
ὄπποτα πλήθοισα μάλιστα λάμπηι
4γᾶν []
ἀργυρία.
(τ'αστερια γύρω απ'την πανωρια σεληννη
αμέσως σβήνουν το φωτεινό τους προσωπο
οποτε ολόγιομη αυτη λαμποκοπαει
πάνω στη γη
τ'αργυρό της φως)
(έτσι είναι η φίλη μου ανάμεσα στις άλλες κοπέλες)
αἴθ᾽ ἔγω, χρυσοστέφαν᾽ Ἀφρόδιτα,
τόνδε τὸν πάλον λαχοίην.
(καίγομαι,χρυσοστεφανη Αφροδίτη,
αυτόν εδώ να τύχω κληρο)
ὠς γὰρ ἄν]τιον εἰσίδω σ[ε,
φαίνεταί μ’ οὐδ’] Ἐρμιόνα τεαύ[τα
ἔμμεναι,] ξάνθαι δ᾽ Ἐλέναι σ᾽ ἐίσ[κ]ην
6οὐδ’ ἒν ἄει]κες.
(όταν απέναντι σ'εχω και σε κοιτάζω
μου φαίνεται ούτε η Ερμιόνη σαν εσένα να'ταν
όμως ουτ'απρεπο είναι με την ξανθιά
να σε παρομοιάζω Ελενη)
Κύ]πρι κα[ί σ]ε πι[κροτέρ]α̣ν ἐπεύρ[οι,
μη]δὲ καυχάσ[α]ι̣το τόδ᾽ ἐννέ[ποισα
Δ]ω̣ρίχα τὸ δεύ[τ]ερον ὠς πόθε[ννον
12εἰς] ἔρον ἦλθε
(Κύπριδα πιο πικρή να σ'ευρει η Δωρίδα
να μην καυχηθεί πως δεύτερη ερωτεύτηκε
φορά)
δαύοις ἀπάλας ἐτάρας ἐν στήθεσιν
(πάνω στα στήθια τρυφερής φιλενάδας να κοιμάσαι)
Ἔρος δηὖτέ μ᾽ ὀ λυσιμέλης δόνει,
γλυκύπικρον ἀμάχανον ὄρπετον
(άλλη μια φορα ο έρωτας που παραλύει τα μέλη,
με συνταράζει,αυτό το γλυκόπικρο κι ανίκητο ερπετό)
Ἄτθι, σοὶ δ᾽ ἔμεθεν μὲν ἀπήχθετο
φροντίσδην, ἐπὶ δ᾽ Ἀνδρομέδαν πόται.
(Ατθίδα, εμενα πια περιφρονείς,
για την Ανδρομέδα τώρα πετάς)
ἔχει μὲν Ἀνδρομέδα κάλαν ἀμοίβαν
(δώρο ακριβό να'χεις την Ανδρομέδα)
θέλω τί τ᾽ εἴπην, ἀλλά με κωλύει
αἴδως.
(κάτι θέλω να σου πω,μα ντρεπομαι)
μάλα δὴ κεκορημένοις
Γόργως
(πολύ απόλαυσα τη Γοργω)
τάδε νῦν ἐταίραις ταὶς ἔμαις τέρπνα κάλως ἀείσω.
(τώρα για τις φιλενάδες μου αυτά θα γλυκοτραγουδισω)
.
.
.
Ο Οδυσσέας στην ραψωδια λ' Νεκυια συναντά τον Αχιλλέα
(Ομήρου Οδύσσεια,ραψωδια λ',στίχοι 471-491)
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
και τότε η ψυχή του γρήγορου στα πόδια Αιακιδη
με γνώρισε και βαρια θλιμμένη μου'πε αυτά τα λογια,
γιε του Λαέρτη,πολυμήχανε Οδυσσέα,δυστυχε,
τι άλλο ακόμα πιο μεγαλο θα σοφιστεις να κάνεις;
πως χωρίς φόβο στον Άδη κατεβηκες,οπου νεκροί
αψυχοι είναι,φαντάσματα ανθρώπων τελειωμενων;
έτσι είπε κι εγώ αμέσως τ'αποκριθηκα κι είπα
Αχιλλέα γιε του Πηλέα,πρώτε των Αχαιων,στον Τειρεσια
ηρθα με σκοπό,κάποια να μου πει συμβουλη,πως θα φτάσω
στη πετρωδη Ιθάκη,γιατί ως τώρα σε τόπο Αχαϊκό δεν ήρθα
μήτε σε γη δική μου πάτησα,αλλά πάντα βάσανα έχω,
και σαν εσένα Αχιλλέα αλλος κάποιος άντρας δεν ήταν
απ'τους πριν πιο καλότυχος αλλ'ουτε απ'αυτους που θα'ρθουν
θα'ναι,γιατί οι Αργιτες πριν όταν ζούσες ίσα με τους θεους
σε τιμουσαμε,και τώρα μεσ'τους νεκρούς που'σαι μεγάλη υπόληψη
εχεις,και να μην σε στεναχωριεσαι που έχεις πεθάνει,Αχιλλεα,
αυτά είπα,κι εκείνος αμέσως μ'αποκριθηκε κι είπε,
μην με παρηγορας για τον θάνατο μου,λαμπρε Οδυσσέα,
θα'θελα εργάτης γης να'μουνα σ'αλλον να δούλευα,
άνθρωπο φτωχό χωρίς κλήρο, και να ζούσα,παρά μέσα
στους αφανισμενους νεκρούς να βασιλευω,
ἔγνω δὲ ψυχή με ποδώκεος Αἰακίδαο
καί ῥ' ὀλοφυρομένη ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν' Ὀδυσσεῦ,
σχέτλιε, τίπτ' ἔτι μεῖζον ἐνὶ φρεσὶ μήσεαι ἔργον;
πῶς ἔτλης Ἄϊδόσδε κατελθέμεν, ἔνθα τε νεκροὶ 475
ἀφραδέες ναίουσι, βροτῶν εἴδωλα καμόντων;»
ὣς ἔφατ', αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος προσέειπον·
«ὦ Ἀχιλεῦ, Πηλῆος υἱέ, μέγα φέρτατ' Ἀχαιῶν,
ἦλθον Τειρεσίαο κατὰ χρέος, εἴ τινα βουλὴν
εἴποι, ὅπως Ἰθάκην ἐς παιπαλόεσσαν ἱκοίμην· 480
οὐ γάρ πω σχεδὸν ἦλθον Ἀχαιΐδος οὐδέ πω ἁμῆς
γῆς ἐπέβην, ἀλλ' αἰὲν ἔχω κακά. σεῖο δ', Ἀχιλλεῦ,
οὔ τις ἀνὴρ προπάροιθε μακάρτερος οὔτ' ἄρ' ὀπίσσω·
πρὶν μὲν γάρ σε ζωὸν ἐτίομεν ἶσα θεοῖσιν
Ἀργεῖοι, νῦν αὖτε μέγα κρατέεις νεκύεσσιν 485
ἐνθάδ' ἐών· τῶ μή τι θανὼν ἀκαχίζευ, Ἀχιλλεῦ.»
ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ' αὐτίκ' ἀμειβόμενος προσέειπε·
«μὴ δή μοι θάνατόν γε παραύδα, φαίδιμ' Ὀδυσσεῦ.
βουλοίμην κ' ἐπάρουρος ἐὼν θητευέμεν ἄλλῳ,
ἀνδρὶ παρ' ἀκλήρῳ, ᾧ μὴ βίοτος πολὺς εἴη, 490
ἢ πᾶσιν νεκύεσσι καταφθιμένοισιν ἀνάσσειν.
.
.
.
Η Αντιγόνη και ο νεκρός Πολυνείκης
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Το Διλημμα -Συνομιλία Ισμήνης Αντιγόνης
Σοφοκλή Αντιγόνη (στίχοι 49-77)
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Ισμήνη
αλιμονο,αναλογεισου,αδερφή μου,ο πατέρας
πόσο απεχθής κι ατιμασμενος χάθηκε
απ'τα δύο αμαρτήματα που ο ίδιος απεκάλυψε
τα μάτια του ξεριζονοντας με τα δικά του χέρια,
έπειτα η μάνα και γυναίκα,με τα δύο ονόματα,
με πλεκτό σχοινί κρεμάστηκε και έχασε τη ζωη,
τρίτο τα δυο μας αδέρφια σε μια μέρα μέσα
σκοτώνονται μαζί την ίδια κακια μοίρα έχοντας
ο ένας με τα χέρια τ'αλλονου,και τώρα,να,οι δυο μας
οι μόνες που'χουμε απομεινει σκέψου πόσο κακά
θα χαθούμε,αν τον νόμο αψηφοντας παρακουσουμε
της εξουσίας την απόφαση,αλλά πρέπει αυτό να μην
ξεχνάς πως γυναίκες γεννηθηκαμε,τους άντρες
δεν μπορούμε να μαχόμαστε,έπειτα κυβερνιομαστε
από ισχυρότερους και σ'αυτα να υπακούμε και σ'ακομα
οδυνηροτερα απ'αυτα,εγώ λοιπόν θα ζητήσω απ'τους
κάτω απ'τη γη συγχώρεση να δώσουν,που έτσι
εξαναγκαζομαι,σ'αυτους που'ρθαν στην εξουσία
θα υπακούσω,γιατι τα παραπάνω να πραττεις
δεν έχει κανένα νόημα
Αντιγόνη
ούτε θα σε παρακαλούσα,ούτε ακόμα αργότερα
αν θελησεις να πραξεις,θα μ'ευχαριστουσε μαζί μου
να συνεργαστείς,αλλά μείνε μ'οτι πιστεύεις,εκείνον
εγώ θα θάψω,είναι για μένα καλό αφού το κάνω
να πεθάνω,ξαπλωμένη μαζι του αγαπημενη,
μ'αγαπημενο,άγια αμαρτανωντας,γιατί πιο πολύς
είναι ο χρόνος που πρέπει στους κάτω ν'αρεσω
απ'τους εδώ,γιατί εκεί αιώνια θα βρίσκομαι,συ
δε αν νομίζεις,τα σεβάσμια των θεών συνέχισε
να μην σεβεσαι
.
.
Ισμήνη
Οἴμοι· φρόνησον, ὦ κασιγνήτη, πατὴρ
(50) ὡς νῷν ἀπεχθὴς δυσκλεής τ’ ἀπώλετο,
πρὸς αὐτοφώρων ἀμπλακημάτων διπλᾶς
ὄψεις ἀράξας αὐτὸς αὐτουργῷ χερί·
ἔπειτα μήτηρ καὶ γυνή, διπλοῦν ἔπος,
πλεκταῖσιν ἀρτάναισι λωβᾶται βίον·
(55) τρίτον δ’ ἀδελφὼ δύο μίαν καθ’ ἡμέραν
αὐτοκτονοῦντε τὼ ταλαιπώρω μόρον
κοινὸν κατειργάσαντ’ ἐπαλλήλοιν χεροῖν.
Νῦν δ’ αὖ μόνα δὴ νὼ λελειμμένα σκόπει
ὅσῳ κάκιστ’ ὀλούμεθ’, εἰ νόμου βίᾳ
(60) ψῆφον τυράννων ἢ κράτη παρέξιμεν.
Ἀλλ’ ἐννοεῖν χρὴ τοῦτο μὲν γυναῖχ’ ὅτι
ἔφυμεν, ὡς πρὸς ἄνδρας οὐ μαχουμένα·
ἔπειτα δ’ οὕνεκ’ ἀρχόμεσθ’ ἐκ κρεισσόνων
καὶ ταῦτ’ ἀκούειν κἄτι τῶνδ’ ἀλγίονα.
(65) Ἐγὼ μὲν οὖν αἰτοῦσα τοὺς ὑπὸ χθονὸς
ξύγγνοιαν ἴσχειν, ὡς βιάζομαι τάδε,
τοῖς ἐν τέλει βεβῶσι πείσομαι· τὸ γὰρ
περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα.
Αντιγόνη
Οὔτ’ ἂν κελεύσαιμ’ οὔτ’ ἄν, εἰ θέλοις ἔτι
(70) πράσσειν, ἐμοῦ γ’ ἂν ἡδέως δρῴης μέτα.
Ἀλλ’ ἴσθ’ ὁποῖά σοι δοκεῖ, κεῖνον δ’ ἐγὼ
θάψω· καλόν μοι τοῦτο ποιούσῃ θανεῖν.
Φίλη μετ’ αὐτοῦ κείσομαι, φίλου μέτα,
ὅσια πανουργήσασ’· ἐπεὶ πλείων χρόνος
(75) ὃν δεῖ μ’ ἀρέσκειν τοῖς κάτω τῶν ἐνθάδε.
Ἐκεῖ γὰρ αἰεὶ κείσομαι· σοὶ δ’ εἰ δοκεῖ,
τὰ τῶν θεῶν ἔντιμ’ ἀτιμάσασ’ ἔχε.
.
.
.
Καλλιμαχου-Υμνος εἰς Αρτεμιν ,στίχοι 1-28
(μετάφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis)
την Άρτεμη(γιατί αδύνατο είναι στους αοιδους
να παραληφθεί)υμνουμαι,που τα τοξα και του λαγού
η σκοποβολή τη μέλλει,και ο χώρος ο πλατύς
και στα βουνά να διασκεδάζει,ας αρχίσουμε λοιπόν
όταν στου πατέρα κάθονταν τα γόνατα,κορίτσι
μικρό ακόμα και έλεγε αυτά εδώ στον γονέα,
δος μου την παρθενια,μπαμπά,για πάντα να φυλάξω,
και να'χω πολλά ονόματα,για μην συναγωνίζεται
ο Φοίβος με μένα,δος μου βέλη και τόξα,όμως άσε
πατέρα ούτε φαρέτρα ούτε σου ζητάω μεγάλο τόξο,
για μένα οι Κύκλωπες αμέσως βέλη με τέχνη
θα φτιάξουν,και ευλυγιστο τόξο για μενα,
αλλά δαδια να φωτίζουν και μέχρι το γόνατο φόρεμα
να ζωστο με χρωματιστό γυρο,θηρία για να σκοτώνω,
δος μου επίσης ένα χορο από εξήντα Ωκεανίδες,
όλες εννιάχρονες,όλες ακόμα κορίτσια χωρίς τη ζώνη
γάμου,δος μου και να με υπηρετούν είκοσι νύμφες
Αμνισιδες,που τα ψηλά παπούτσια μου,οποτε μήτε λυγκες
μήτε ελαφια σκοπεύω,και τα γοργα να φροντίζουν σκυλιά,
δος μου ακόμα όλα τα βουνά,και πόλη για να μείνω οποιαν
εσύ επιθυμισεις,γιατί σπάνια στη πόλη η Άρτεμη κατεβαίνει,
στα βουνά θα κατοικίσω,στις πόλεις θα αναμειγνιομαι
μ'ανθρωπους μονάχα όταν γυναίκες που ταλαιπωρουνται
απ'τους δυνατούς πόνους για να γεννήσουν θα με καλούν
βοηθο,σ'αυτες εμένα οι Μοίρες όταν γεννήθηκα απ'την αρχή
με κλήρωσαν να βοηθω,γιατί και μένα όταν με γέννησε
δεν πόνεσε η μάνα,αλλά χωρίς βογκητο στα σεβαστά της
γόνατα με καθησε,έτσι αφού το κοριτσάκι είπε τη γενειάδα
του πατέρα ήθελε να πιάσει,πολλές φορές μάταια τα χέρια
τέντωσε μέχρι να τη πιασει,κι ο πατέρας εγκάρδια το δέχτηκε
γελωντας
ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ: 158. – Ὕμνος εἰς Αρτεμιν 1-28
Ἄρτεμιν (οὐ γὰρ ἐλαφρὸν ἀειδόντεσσι λαθέσθαι)
ὑμνέομεν, τῇ τόξα λαγωβολίαι τε μέλονται
καὶ χορὸς ἀμφιλαφὴς καὶ ἐν οὔρεσιν ἑψιάασθαι,
ἄρχμενοι ὡς ὅτε πατρὸς ἐφεζομένη γονάτεσσι
5 παῖς ἔτι κουρίζουσα τάδε προσέειπε γονῆα·
«δός μοι παρθενίην αἰώνιον, ἄππα, φυλάσσειν,
καὶ πολυωνυμίην, ἵνα μή μοι Φοῖβος ἐρίζῃ,
δὸς δ᾽ ἰοὺς καὶ τόξα — ἔα πάτερ, οὔ σε φαρέτρην
οὐδ᾽ αἰτέω μέγα τόξον· ἐμοὶ Κύκλωπες ὀϊστούς
10 αὐτίκα τεχνήσονται, ἐμοὶ δ᾽ εὐκαμπὲς ἄεμμα·
ἀλλὰ φαεσφορίην τε καὶ ἐς γόνυ μέχρι χιτῶνα
ζώννυσθαι λεγνωτόν, ἵν᾽ ἄγρια θηρία καίνω.
δὸς δέ μοι ἑξήκοντα χορίτιδας Ὠκεανίνας,
πάσας εἰνέτεας, πάσας ἔτι παῖδας ἀμίτρους.
15 δὸς δέ μοι ἀμφιπόλους Ἀμνισίδας εἴκοσι νύμφας,
αἵ τε μοι ἐνδρομίδας τε καὶ ὁππότε μηκέτι λύγκας
μήτ᾽ ἐλάφους βάλλοιμι, θοοὺς κύνας εὖ κομέοιεν.
δὸς δέ μοι οὔρεα πάντα· πόλιν δέ μοι ἥντινα νεῖμον
ἥντινα λῇς· σπαρνὸν γὰρ ὅτ᾽ Ἄρτεμις ἄστυ κάτεισιν·
20 οὔρεσιν οἰκήσω, πόλεσιν δ᾽ ἐπιμείξομαι ἀνδρῶν
μοῦνον ὅτ᾽ ὀξείῃσιν ὑπ᾽ ὠδίνεσσι γυναῖκες
τειρόμεναι καλέωσι βοηθόν, ᾗσί με Μοῖραι
γεινομένην τὸ πρῶτον ἐπεκλήρωσαν ἀρήγειν,
ὅττι με καὶ τίκτουσα καὶ οὐκ ἤλγησε φέρουσα
25 μήτηρ, ἀλλ᾽ ἀμογητὶ φίλων ἀπεθήκατο γυίων».
ὣς ἡ παῖς εἰποῦσα γενειάδος ἤθελε πατρός
ἅψασθαι, πολλὰς δὲ μάτην ἐτανύσσατο χεῖρας
μέχρις ἵνα ψαύσειε. πατὴρ δ᾽ ἐπένευσε γελάσσας,
.
.
.
Αντιγόνη Σοφοκλή(στίχοι 806-815,824-831)
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Αντιγόνη
δέστε με,της πατρικής γης πολίτες,το δρόμο
τον τελευταιο να περπατώ,το τελευταίο φως
του ήλιου να βλέπω,και ποτέ ξανά,αλλ' ο Αδης
π'ολους αναπαυει ζωντανη στ' Αχέροντα την ακτή
με πάει,ούτε γαμήλια τραγουδια ευτύχησα,
ουτε με νυφικό κάποιος ύμνο μ'ύμνησε,
αλλ'με τον Αχέροντα θα νυμφευτω,
ακουσα πριν για τον πολύ θλιβερό χαμό της ξένης
απ'τη Φρυγια κορης του Τανταλου,που στη κορφή
του Σιπυλου,αυτή όπως ο κισσος που εξαπλωνει η πέτρα
φύτρωσε γυρω της και την πνιγει
και τώρα οι βροχές την λιωνουν,όπως οι άνθρωποι λένε,
και ποτέ το χιονι δεν λειπει,
και κάτω απ' τα φρύδια της
τα πολυδακρυσμενα βρέχεται ο λαιμός της,
ίδια εμενα ο θεος με στέλνει
στο θανατο
.
.
ὁρᾶτ᾽ ἔμ᾽, ὦ γᾶς πατρίας πολῖται, τὰν νεάταν ὁδὸν
στείχουσαν, νέατον δὲ φέγγος λεύσσουσαν ἀελίου,
κοὔποτ᾽ αὖθις. ἀλλά μ᾽ ὁ παγκοίτας Ἅιδας ζῶσαν ἄγει810
τὰν Ἀχέροντος
ἀκτάν, οὔθ᾽ ὑμεναίων ἔγκληρον, οὔτ᾽ ἐπινύμφειός
πώ μέ τις ὕμνος ὕμνησεν, ἀλλ᾽ Ἀχέροντι νυμφεύσω.
ἤκουσα δὴ λυγρότατον ὀλέσθαι τὰν Φρυγίαν ξέναν
Ταντάλου Σιπύλῳ πρὸς ἄκρῳ, τὰν κισσὸς ὡς ἀτενὴς825
πετραία βλάστα δάμασεν, καί νιν ὄμβροι τακομέναν,
ὡς φάτις ἀνδρῶν,
χιών τ᾽ οὐδαμὰ λείπει, τέγγει δ᾽ ὑπ᾽ ὀφρύσι παγκλαύτοις830
δειράδας· με δαίμων ὁμοιοτάταν κατευνάζει
.
.
.
Η Συνάντηση του Οδυσσέα και Αχιλλέα
(Οδύσσεια Ομήρου,ραψωδία λ' Νέκυια,στίχοι 471-491,533-540)
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
και τότε την ψυχή τ'Αχιλλεα γνωρισα:
Οδυσσέα,πως έφτασες ως εδώ στον Αδη;
όπου είναι μονάχα θλιβερά φαντάσματα
ανθρώπων;
και τοτ'εγω τ'απαντησα:
Αχιλλέα Πηληδη ανάμεσα στους Αχαιούς ξεχωριστε
του Τειρεσια ήρθα εδώ τη γνώμη να γυρέψω
πως στο σπίτι μου στο Θιακι το πέτρινο νησί θα γυρίσω
γιατι μέχρι τώρα σε γη Αχαϊκή κοντά δεν έφτασα
μήτε σε χώμα πατρίδας πατησα,μόν'ολο βάσανα έχω,
και σαν εσένα Αχιλλέα άλλος απ'τους ανθρώπους
στα περασμένα χρόνια ευτυχέστερος δεν ήταν
όταν ζούσες ίσα με τους θεους τιμουσαμε οι Αργείοι,
και τώρα στους νεκρούς μέσα θαυμαστός είσαι,
γι'αυτο να μην σε τρώει λύπη,Αχιλλέα,οτι πεθανες
κι αυτός έτσι μ'αποκριθηκε:
Οδυσσέα,μη θέλεις το θάνατο με λόγια παρηγορα
να μου γλυκάνεις,καλλίτερα πάνω στη γη να'μουνα
σ'αλλον άνθρωπο φτωχό και ταπεινό να ξενοδουλευα
παρά πεθαμένος να'μαι και σ'ολους τους νεκρούς
να βασιλευω
(τότε για τον γιο του Νεοπτόλεμο με ρώτησε
κι εγώ τα κατορθώματά του στο Ίλιο τη Τροία είπα)
κι όταν του Πριάμου την πόλη πήραμε
με το μερίδιο του και δώρα στο καράβι μπήκε
χωρίς να λαβωθει γιατί κοφτερό κοντάρι
δεν τον άγγιξε,όπως συνειθισμενο είναι στο πόλεμο
να συμβαίνει,όπου του Άρη τρομερή η μανία
έτσι είπα,και τότε τ'Αχιλλέα η ψυχή γαληνεμενη
κατά τον κάμπο με τα ασφοδελα τράβηξε
αφού τα ένδοξα έργα του γιου του εμαθε
.
.
ἔγνω δὲ ψυχή με ποδώκεος Αἰακίδαο
καί ῥ' ὀλοφυρομένη ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν' Ὀδυσσεῦ,
σχέτλιε, τίπτ' ἔτι μεῖζον ἐνὶ φρεσὶ μήσεαι ἔργον;
πῶς ἔτλης Ἄϊδόσδε κατελθέμεν, ἔνθα τε νεκροὶ 475
ἀφραδέες ναίουσι, βροτῶν εἴδωλα καμόντων
ὣς ἔφατ', αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος προσέειπον·
«ὦ Ἀχιλεῦ, Πηλῆος υἱέ, μέγα φέρτατ' Ἀχαιῶν,
ἦλθον Τειρεσίαο κατὰ χρέος, εἴ τινα βουλὴν
εἴποι, ὅπως Ἰθάκην ἐς παιπαλόεσσαν ἱκοίμην· 480
οὐ γάρ πω σχεδὸν ἦλθον Ἀχαιΐδος οὐδέ πω ἁμῆς
γῆς ἐπέβην, ἀλλ' αἰὲν ἔχω κακά. σεῖο δ', Ἀχιλλεῦ,
οὔ τις ἀνὴρ προπάροιθε μακάρτερος οὔτ' ἄρ' ὀπίσσω·
πρὶν μὲν γάρ σε ζωὸν ἐτίομεν ἶσα θεοῖσιν
Ἀργεῖοι, νῦν αὖτε μέγα κρατέεις νεκύεσσιν 485
ἐνθάδ' ἐών· τῶ μή τι θανὼν ἀκαχίζευ, Ἀχιλλεῦ.»
ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ' αὐτίκ' ἀμειβόμενος προσέειπε·
«μὴ δή μοι θάνατόν γε παραύδα, φαίδιμ' Ὀδυσσεῦ.
βουλοίμην κ' ἐπάρουρος ἐὼν θητευέμεν ἄλλῳ,
ἀνδρὶ παρ' ἀκλήρῳ, ᾧ μὴ βίοτος πολὺς εἴη, 490
ἢ πᾶσιν νεκύεσσι καταφθιμένοισιν ἀνάσσειν.
.
.
ἀλλ' ὅτε δὴ Πριάμοιο πόλιν διεπέρσαμεν αἰπήν,
μοῖραν καὶ γέρας ἐσθλὸν ἔχων ἐπὶ νηὸς ἔβαινεν
ἀσκηθής, οὔτ' ἂρ βεβλημένος ὀξέϊ χαλκῷ 535
οὔτ' αὐτοσχεδίην οὐτασμένος, οἷά τε πολλὰ
γίνεται ἐν πολέμῳ· ἐπιμὶξ δέ τε μαίνεται Ἄρης.»
ὣς ἐφάμην, ψυχὴ δὲ ποδώκεος Αἰακίδαο
φοίτα μακρὰ βιβᾶσα κατ' ἀσφοδελὸν λειμῶνα,
γηθοσύνη, ὅ οἱ υἱὸν ἔφην ἀριδείκετον εἶναι.540
.
.
.
Αντιγονη-σχεδιο χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Ο αντίλογος της Αντιγόνης στον Κρέοντα
(Αντιγόνη Σοφοκλή,στίχοι 449-470)
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
(στο άδειο αρχαίο θέατρο,
βραδυαζε,ο ήχος των τζιτζικιών,ο χορός,
-η εξουσία,ειπε,των ανθρώπων,κι οι νόμοι τους,
δεν είναι απαραβίαστοι κι αλάθητοι,
τόση μεταφυσική παντου,
η σελήνη,πανσέληνος,ανέβαινε από την ανατολή,
νομοτελειακά από αύριο,μετά την αύξηση,
η μείωση)
ΚΡΕΩΝ
κι αλήθεια τόλμησες να παραβεις αυτούς
εδώ τους νόμους;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
γιατί σε μένα αυτά εδώ δεν τα'χε κηρύξει
ο Δίας,ούτε η Δικη που με τους θεούς
του κάτω κόσμου συγκατοικεί,τέτοιους
στους ανθρώπους όρισαν νομους
ούτε νόμιζα τόσο δυνατά να'ναι
τα δικά σου προστάγματα ώστε τ' αγραπτα
κι αλαθευτα θεσπισματα των θεών,ενω'σαι θνητός,
να παραβαινεις,γιατί ούτε τώρα και χτες,
αλλά πάντοτε ισχύουν αυτοί,και κανείς δεν γνωρίζει
από πότε φάνηκαν,γι'αυτα λοιπόν δεν έπρεπε,
από κανενος ανθρώπου τη θεληση φοβισμένη,
στους θεούς να δικαστώ,γιατί πως θα πεθάνω
το γνωριζα,πως αλλιως όχι;και πριν το προκηρύξεις,
αν δε πριν την ώρα πεθάνω,κέρδος αυτό εγώ το λέω,
γιατί όποιος μέσα σε πολλά όπως εγώ βάσανα
ζει,πως ειναι πεθαινωντας να μην κερδίζει;
έτσι σε μένα τούτη δώ η μοίρα που'τυχα
κανενας δεν είναι πονος,αλλ'αν ήταν αθαφτο
ν'άφηνα το νεκρό σώμα αυτού που απ'την μάνα μου
γεννήθηκε και πέθανε για κείνο θα πονούσα,
όμως γι'αυτα δεν πονάω,κι αν μου φαίνεται
τώρα πως για σενα τώρανανόητα συμβαινει να πράττω,
ίσως με τον ανόητο σε ανοησια να παρασερνομαι
.
.
ΚΡΕΩΝ
καὶ δῆτ᾽ ἐτόλμας τούσδ᾽ ὑπερβαίνειν νόμους;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
οὐ γάρ τί μοι Ζεὺς ἦν ὁ κηρύξας τάδε,450
οὐδ᾽ ἡ ξύνοικος τῶν κάτω θεῶν Δίκη
τοιούσδ᾽ ἐν ἀνθρώποισιν ὥρισεν νόμους,
οὐδὲ σθένειν τοσοῦτον ᾠόμην τὰ σὰ
κηρύγμαθ᾽ ὥστ᾽ ἄγραπτα κἀσφαλῆ θεῶν
νόμιμα δύνασθαι θνητὸν ὄνθ᾽ ὑπερδραμεῖν.455
οὐ γάρ τι νῦν γε κἀχθές, ἀλλ᾽ ἀεί ποτε
ζῇ ταῦτα, κοὐδεὶς οἶδεν ἐξ ὅτου ᾽φάνη.
τούτων ἐγὼ οὐκ ἔμελλον, ἀνδρὸς οὐδενὸς
φρόνημα δείσασ᾽, ἐν θεοῖσι τὴν δίκην
δώσειν· θανουμένη γὰρ ἐξῄδη, τί δ᾽ οὔ;460
κεἰ μὴ σὺ προυκήρυξας. εἰ δὲ τοῦ χρόνου
πρόσθεν θανοῦμαι, κέρδος αὔτ᾽ ἐγὼ λέγω.
ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς
ζῇ, πῶς ὅδ᾽ οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει;
οὕτως ἔμοιγε τοῦδε τοῦ μόρου τυχεῖν465
παρ᾽ οὐδὲν ἄλγος· ἀλλ᾽ ἄν, εἰ τὸν ἐξ ἐμῆς
μητρὸς θανόντ᾽ ἄθαπτον ἠνσχόμην νέκυν,
κείνοις ἂν ἤλγουν· τοῖσδε δ᾽ οὐκ ἀλγύνομαι.
σοὶ δ᾽ εἰ δοκῶ νῦν μῶρα δρῶσα τυγχάνειν,
σχεδόν τι μώρῳ μωρίαν ὀφλισκάνω.470
.
.
.
Η νύμφη Αμαδρυαδα στη βελανιδιά
-χνκουβελης cncouvelis
Η βελανιδιά στο μαντείο της Δωδωνης
Ηροδότου Ιστορίες Βιβλίο Β,' Ευτέρπη,(2.54.1)-(2.55.1,2)-(2.57.1,2)
-μεταφραση χνκουβελης cncouvelis
(2.54.1)για τα μαντεία τόσο γι'αυτό στους Έλληνες όσο και γι'αυτό στη
Λιβύη αυτή εδώ οι Αιγύπτιοι την ιστορία λένε,είπαν οι ιερείς του Θηβαιου
Δια πως δύο γυναίκες ιέρειες απ'τις Θήβες αρπάχτηκαν από Φοίνικες,
και την μια απ'αυτες μαθεύτηκε πως στη Λιβύη πούλησαν,και την άλλη
στους Έλληνες,αυτές λοιπόν οι γυναίκες είναι που ίδρυσαν τα μαντεία
πρωτες σ'αυτα τα αναφερόμενα εθνη
(2.55.1)αυτά λοιπόν τώρα άκουσα απ'τους ιερείς στη Θήβα,αυτά εδώ
λένε οι μάντισσες της Δωδώνης,δύο μαύρες περιστερες απ'τη Θήβα
της Αιγύπτου αφού πέταξαν η μια απ'αυτες στη Λιβύη πηγε,η άλλη σ'αυτους
(2.55.2)κι αφού κάθισε σε μια βελανιδιά μίλησε μ'ανθρωπινη φωνη
πως πρέπει να γίνει εκεί μαντείο του Δία,κι αυτοί το εξέλαβαν
ότι θεϊκό σημάδι είναι αυτό που εξαγγελθηκε σ'αυτους κι αυτό εκαναν
(2.57.1)περιστερες σε μένα φαίνεται να ονομασθηκαν απ'τους Δωδωναιους αυτές
οι γυναικες διότι βάρβαρες ήσαν και τους φάνηκε όμοια με πουλιά να μιλούν,
(2.57.2)μετά από καιρό λένε πως η περιστέρα μ'ανθρωπινη φωνη μίλησε,επειδή
κατανοητά σ'αυτους μιλούσε η γυναίκα,όσο βαρβαριζε,με φωνή πουλιού φαίνονταν
σ'αυτους να μιλά,επειδή με τι τρόπο περιστέρα με ανθρώπινη φωνή να μιλά,και μαύρη
λέγοντας είναι η περιστερα,αυτό σημαίνει ότι Αιγυπτια η γυναίκα ηταν
.
.
[2.54.1] χρηστηρίων δὲ πέρι τοῦ τε ἐν Ἕλλησι καὶ τοῦ ἐν Λιβύῃ τόνδε Αἰγύπτιοι λόγον λέγουσι. ἔφασαν οἱ ἱρέες τοῦ Θηβαιέος Διὸς δύο γυναῖκας ἱερείας ἐκ Θηβέων ἐξαχθῆναι ὑπὸ Φοινίκων, καὶ τὴν μὲν αὐτέων πυθέσθαι ἐς Λιβύην πρηθεῖσαν, τὴν δὲ ἐς τοὺς Ἕλληνας· ταύτας δὲ τὰς γυναῖκας εἶναι τὰς ἱδρυσαμένας τὰ μαντήια πρώτας ἐν τοῖσι εἰρημένοισι ἔθνεσι.
[2.55.1] ταῦτα μέν νυν τῶν ἐν Θήβῃσι ἱρέων ἤκουον, τάδε δὲ Δωδωναίων φασὶ αἱ προμάντιες· δύο πελειάδας μελαίνας ἐκ Θηβέων τῶν Αἰγυπτιέων ἀναπταμένας τὴν μὲν αὐτέων ἐς Λιβύην, τὴν δὲ παρὰ σφέας ἀπικέσθαι· [2.55.2] ἱζομένην δέ μιν ἐπὶ φηγὸν αὐδάξασθαι φωνῇ ἀνθρωπηίῃ ὡς χρεὸν εἴη μαντήιον αὐτόθι Διὸς γενέσθαι, καὶ αὐτοὺς ὑπολαβεῖν θεῖον εἶναι τὸ ἐπαγγελλόμενον αὐτοῖσι καί σφεα ἐκ τούτου ποιῆσαι.
2.57.1] πελειάδες δέ μοι δοκέουσι κληθῆναι πρὸς Δωδωναίων ἐπὶ τοῦδε αἱ γυναῖκες, διότι βάρβαροι ἦσαν, ἐδόκεον δέ σφι ὁμοίως ὄρνισι φθέγγεσθαι. [2.57.2] μετὰ δὲ χρόνον τὴν πελειάδα ἀνθρωπηίῃ φωνῇ αὐδάξασθαι λέγουσι, ἐπείτε συνετά σφι ηὔδα ἡ γυνή· ἕως δὲ ἐβαρβάριζε, ὄρνιθος τρόπον ἐδόκεέ σφι φθέγγεσθαι, ἐπεὶ τέῳ τρόπῳ ἂν πελειάς γε ἀνθρωπηίῃ φωνῇ φθέγξαιτο; μέλαιναν δὲ λέγοντες εἶναι τὴν πελειάδα σημαίνουσι ὅτι Αἰγυπτίη ἡ γυνὴ ἦν
.
.
.
Ο Θρήνος της Ανδρομάχης για τον νεκρό Εχτορα
(Ομήρου Ιλιάδα,ραψωδία Ω',στιχοι 722-745)
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
οι γυναίκες στεναζαν,και σ'αυτες
η ασπροχερα Ανδρομάχη άρχισε το θρηνο,
του Εχτορα του πολεμιστή το κεφαλι
πιάνοντας με τα χερια,άντρα μου,νέος
στα χρόνια χάθηκες,κι εδώbμ'αφηνεις χήρα,
και το παιδί που νήπιο είναι ακόμα,
που εσύ κι εγώ οι δυσμοιροι γεννησαμε,
κι ούτε θα φτάσει να μεγαλώσει άντρας,
γιατί γρήγορα απ' άκρη σ'ακρη η πόλη
θα πέσει,αφού εσύ χάθηκες ο φύλακας,
αυτός που την έσωζε,και τις φρόνιμες
γυναίκες και τα νήπια παιδια,
αυτοί γρήγορα στα κοίλα πλοία
θα μας σύρουν να φορτώσουν,
και μένα με σας,και συ παιδί μου
μαζί μου θα'σαι,όπου σ'εργα ανάρμοστα
θα δουλεύεις,σε κύριο μοχθωντας σκληρό,
αν κάποιος απ' τους Αχαιούς δε σε ρίξει
τραβώντας με τα χέρια απ' το πύργο
πικρό να σου δώσει χαμό,
οποιος τον αδερφό του ο Εχτορας σκότωσε
η' τον πατέρα η' και τον γιο,
αφού παρά πολλους απ'τους Αχαιους
απ'τα χερια τ'Εχτορα τους εφαγε το χώμα,
γιατί ο πατέρας σου σκληρός στον ολέθριο
πόλεμο ήταν,γι'αυτό ο λαός οδύρεται στη πολη,
κι ο θρήνος βουβός στους γονείς και το πενθος,
Εχτορα,και πιο πολύ σε μένα πικρός πόνος θα μείνει,
γιατί στο κρεβάτι δεν πεθανες κρατώντας μου
τα χέρια,ούτε κάποιον μου'πες φρόνιμο λόγο,
που για πάντα δακρυζοντας νύχτα και μέρα να θυμάμαι
.
.
ἐπὶ δὲ στενάχοντο γυναῖκες.
τῇσιν δ’ Ἀνδρομάχη λευκώλενος ἦρχε γόοιο,
Ἕκτορος ἀνδροφόνοιο κάρη μετὰ χερσὶν ἔχουσα·
«ἆνερ, ἀπ’ αἰῶνος νέος ὤλεο, κὰδ δέ με χήρην725
λείπεις ἐν μεγάροισι· πάϊς δ’ ἔτι νήπιος αὔτως,
ὃν τέκομεν σύ τ’ ἐγώ τε δυσάμμοροι, οὐδέ μιν οἴω
ἥβην ἵξεσθαι· πρὶν γὰρ πόλις ἧδε κατ’ ἄκρης
πέρσεται· ἦ γὰρ ὄλωλας ἐπίσκοπος, ὅς τέ μιν αὐτὴν
ῥύσκευ, ἔχες δ’ ἀλόχους κεδνὰς καὶ νήπια τέκνα,730
αἳ δή τοι τάχα νηυσὶν ὀχήσονται γλαφυρῇσι,
καὶ μὲν ἐγὼ μετὰ τῇσι· σὺ δ’ αὖ τέκος ἢ ἐμοὶ αὐτῇ
ἕψεαι, ἔνθά κεν ἔργα ἀεικέα ἐργάζοιο,
ἀθλεύων πρὸ ἄνακτος ἀμειλίχου, ἤ τις Ἀχαιῶν
ῥίψει χειρὸς ἑλὼν ἀπὸ πύργου λυγρὸν ὄλεθρον,735
χωόμενος, ᾧ δή που ἀδελφεὸν ἔκτανεν Ἕκτωρ
ἢ πατέρ’, ἠὲ καὶ υἱόν, ἐπεὶ μάλα πολλοὶ Ἀχαιῶν
Ἕκτορος ἐν παλάμῃσιν ὀδὰξ ἕλον ἄσπετον οὖδας.
οὐ γὰρ μείλιχος ἔσκε πατὴρ τεὸς ἐν δαῒ λυγρῇ·
τὼ καί μιν λαοὶ μὲν ὀδύρονται κατὰ ἄστυ,740
ἀρητὸν δὲ τοκεῦσι γόον καὶ πένθος ἔθηκας,
Ἕκτορ· ἐμοὶ δὲ μάλιστα λελείψεται ἄλγεα λυγρά.
οὐ γάρ μοι θνῄσκων λεχέων ἐκ χεῖρας ὄρεξας,
οὐδέ τί μοι εἶπες πυκινὸν ἔπος, οὗ τέ κεν αἰεὶ
μεμνῄμην νύκτάς τε καὶ ἤματα δάκρυ χέουσα
.
.
.
Ο Θρήνος της Εκάβης για τον Εχτορα
(Ομήρου Ιλιάδα,ραψωδία Ω',στίχοι 746-760)
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
στεναζαν οι γυναίκες,κι ανάμεσα σ'αυτες
άρχισε η Εκάβη τον γοερα το θρήνο,
Εχτορα,ήσουνα σε μένα στη καρδιά
το πιο αγαπημένο απ'ολα τα παιδιά,
κι όταν ζούσες αγαπητος ήσουνα
στους θεούς,αφού και τώρα σε λυπούνται
στου θανάτου τη μοιρα,γιατί τ'αλλα μου παιδιά
ο γρηγορος στα πόδια Αχιλλέας επωλούσε,
κάποιον που'πιανε,πέρα στην ασιγαστη
θάλασσα,στη Σάμο και στην Ίμβρο
και στη Λήμνο που μέσα στην ομίχλη είναι,
κι σένα αφού σου τραβηξε με το χάλκινο
κοντάρι τη ψυχη,πολλές φορές σε εσερνε
γύρω απ'του φίλου του Πατροκλου τον τάφο,
που σκότωσες,όμως δεν τον ανέστησε,
τώρα σε μένα δροσερός κι ανέπαφος
στο σπίτι είσαι ξαπλωμένος,όμοια μ'αυτον
που ο αργυροτοξος Απολλωνας ήρθε
και τον σκότωσε με τ'αορατα τα βελη,
έτσι είπε κλαίγοντας,και βαρυ θρήνο σηκωσε
.
.
... ἐπὶ δὲ στενάχοντο γυναῖκες.
τῇσιν δ’ αὖθ’ Ἑκάβη ἁδινοῦ ἐξῆρχε γόοιο·
«Ἕκτορ, ἐμῷ θυμῷ πάντων πολὺ φίλτατε παίδων,
ἦ μέν μοι ζωός περ ἐὼν φίλος ἦσθα θεοῖσιν·
οἱ δ’ ἄρα σεῦ κήδοντο καὶ ἐν θανάτοιό περ αἴσῃ.750
ἄλλους μὲν γὰρ παῖδας ἐμοὺς πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεὺς
πέρνασχ’, ὅν τιν’ ἕλεσκε, πέρην ἁλὸς ἀτρυγέτοιο,
ἐς Σάμον ἔς τ’ Ἴμβρον καὶ Λῆμνον ἀμιχθαλόεσσαν·
σεῦ δ’ ἐπεὶ ἐξέλετο ψυχὴν ταναήκεϊ χαλκῷ,
πολλὰ ῥυστάζεσκεν ἑοῦ περὶ σῆμ’ ἑτάροιο,755
Πατρόκλου, τὸν ἔπεφνες· ἀνέστησεν δέ μιν οὐδ’ ὧς.
νῦν δέ μοι ἑρσήεις καὶ πρόσφατος ἐν μεγάροισι
κεῖσαι, τῷ ἴκελος ὅν τ’ ἀργυρότοξος Ἀπόλλων
οἷς ἀγανοῖσι βέλεσσιν ἐποιχόμενος κατέπεφνεν.»
Ὣς ἔφατο κλαίουσα, γόον δ’ ἀλίαστον ὄρινε.760
.
.
.
Το γενι του πατερα μου-Μαχαιρα-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Οκτωβρης-χωρισθηκε το χωραφι σε σποριες
ο πατέρας μου κι οι άλλοι γεωργοί,κληρονόμοι του Ησιοδου,
αυτά άκουσαν και τήρησαν :
(Ησιόδου Έργα και Ημεραι)
-μεταφραση χνκουβελης cncouvelis
τους θνητους ανθρωπους άλλοτε ένδοξους
κι άλλοτε αδοξους κάνει,άλλοτε γνωστους
κι αλλοτε άγνωστους,του μεγαλοδυναμου Δία
η θεληση,γιατί εύκολα κάνει καποιον δυνατό,
κι εύκολα τον δυνατό ασθενιζει,τον δε θαυμαστο
μειώνει και τον αφανή υπερυψωνει,τον αδικο
εύκολα επανoρθωνει και τον υπερόπτη ταπεινωνει
ὅν τε διὰ βροτοὶ ἄνδρες ὁμῶς ἄφατοί τε φατοί τε,
ῥητοί τ᾽ ἄρρητοί τε Διὸς μεγάλοιο ἕκητι.
ῥέα μὲν γὰρ βριάει, ῥέα δὲ βριάοντα χαλέπτει, 5
ῥεῖα δ᾽ ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει,
ῥεῖα δέ τ᾽ ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφε
.
και στον ίδιο του τον εαυτό κακό κάνει ο άνθρωπος
που σ'αλλον άνθρωπο κακό κάνει,κι η κακή συμβουλή
σ' αυτόν που συμβούλεψε πιο κακή,όλα του Δία
το μάτι τα βλέπει κι όλα τα καταλαβαινει
οἷ τ᾽ αὐτῷ κακὰ τεύχει ἀνὴρ ἄλλῳ κακὰ τεύχων, 265
ἡ δὲ κακὴ βουλὴ τῷ βουλεύσαντι κακίστη.
πάντα ἰδὼν Διὸς ὀφθαλμὸς καὶ πάντα νοήσας
.
γιατί η ανέχεια σ'ολα εντελώς με τον άνθρωπο
που δεν εργάζεται σύντροφος είναι,μ'αυτον επίσης
οι θεοί οργιζονται,αλλά κι οι άνθρωποι μ'οποιον ζει
και δεν εργάζεται,στο ήθος ομοιοι με τους χωρίς κεντρί
κηφήνες,αυτους που τον κοπο των μελισσών
χωρίς να εργάζονται κατασπαταλουν τρώγοντας
Λιμὸς γάρ τοι πάμπαν ἀεργῷ σύμφορος ἀνδρί·
τῷ δὲ θεοὶ νεμεσῶσι καὶ ἀνέρες ὅς κεν ἀεργὸς
ζώῃ, κηφήνεσσι κοθούροις εἴκελος ὀργήν,
οἵ τε μελισσάων κάματον τρύχουσιν ἀεργοὶ 305
ἔσθοντες·
.
καμία εργασία ντροπή,το να μην εργάζεσαι ντροπη
ἔργον δ᾽ οὐδὲν ὄνειδος, ἀεργίη δέ τ᾽ ὄνειδος. 316
.
κακά μην κάνεις κέρδη,τα κακά κέρδη ίσα με με ζημια
μὴ κακὰ κερδαίνειν· κακὰ κέρδεα ἶσ᾽ ἄτῃσι 352
.
μήτε ν,'αναβαλλεις γι'αυριο και για μεθαυριο
γιατι την κατάλληλη ώρα οποιος ανθρωπος
δεν εργάζεται την αποθήκη δεν γεμιζει,
ουτ'αυτος π'αναβαλλει,το έργο η μέριμνα ωφελεί,
ο άνθρωπος π'αναβαλλει την εργασία
συνέχεια με τη ζημιά παλευει
μηδ᾽ ἀναβάλλεσθαι ἔς τ᾽ αὔριον ἔς τε ἔνηφι·410
οὐ γὰρ ἐτωσιοεργὸς ἀνὴρ πίμπλησι καλιὴν
οὐδ᾽ ἀναβαλλόμενος· μελέτη δέ τοι ἔργον ὀφέλλει·
αἰεὶ δ᾽ ἀμβολιεργὸς ἀνὴρ ἄτῃσι παλαίει.
.
βόε δ᾽ ἐνναετήρω
ἄρσενε κεκτῆσθαι, τῶν γὰρ σθένος οὐκ ἀλαπαδνόν,
ἥβης μέτρον ἔχοντε· τὼ ἐργάζεσθαι ἀρίστω.
οὐκ ἂν τώ γ᾽ ἐρίσαντε ἐν αὔλακι κὰμ μὲν ἄροτρον
ἄξειαν, τὸ δὲ ἔργον ἐτώσιον αὖθι λίποιεν.440
βόδια εννιάχρονα αρσενικά δυο να πάρεις,
γιατί η δύναμη αυτών δεν εξαντλείται,
αφού στη πρωτη της ηλικίας νιοτη είναι,
και για να εργαστουν άριστα ταιριαστά,
ποτε δεν θα μαλωσουν στ'αυλακι τ'αλετρι
να σπασουν κι η δουλειά μάταια εκεί να παψει
.
και φυλαγε,πότε του γερανού θ'ακουσεις τη φωνη
πάνω ψηλά απ'τα σύννεφα που κάθε χρόνο κραζει
και τ'οργωματος φερνει σημάδι και του χειμώνα
την ώρα του βροχερου καιρου δειχνει
Φράζεσθαι δ᾽, εὖτ᾽ ἂν γεράνου φωνὴν ἐπακούσῃς
ὑψόθεν ἐκ νεφέων ἐνιαύσια κεκληγυίης,
ἥ τ᾽ ἀρότοιό τε σῆμα φέρει καὶ χείματος ὥρην 450
δεικνύει ὀμβρηροῦ
,
αὔην καὶ διερὴν ἀρόων ἀρότοιο καθ᾽ ὥρην,460
πρωὶ μάλα σπεύδων, ἵνα τοι πλήθωσιν ἄρουραι.
και τη στεγνή και βρεγμενη γη στ'οργωματος όργωσε
την ώρα,πολύ πρωί πηγαίνοντας,με καρπούς τα χωραφια σου
για να πληθύνουν
.
.
.
My Own Empire of Hyperrealistic Paintings-Enigma-Lamento sul Hector morto
-c.n.couvelis χ.ν.κουβελης
(περισσότερες εικόνες στο Facebook μου:Christos Couvelis)
ο θάνατος του Εκτορα
(Ομήρου Ιλιάδα,ραψωδία Χ',στίχοι 322-376)
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
τ'αλλο του σκέπαζαν κορμι τα καλά χάλκινα άρματα,
π'άρπαξε όταν του Πατροκλου τη ζωή σταματησε
όμως οι κλείδες φαίνονταν γυμνές που απ'τους ώμους
με τον αυχενα ξεχωρίζουν,στο λαιμό,απ'οπου της ψυχής
ο πιο γρήγορος χαμός,εκεί τον τρύπησε μανιασμενος
με το κοντάρι ο Αχιλλέας,και διαπερασε τον απαλό
αυχένα κι απέναντι βγήκε η αιχμή,
όμως το φάρυγγα δεν του'κοψε το βαρύ απ'το χαλκό
ακόντιο,ώστε σ'αυτον μπορούσε να μιλήσει και ν'αποκριθει
αφού σωριάστηκε στη σκόνη περηφανευτηκε ο Αχιλλέας
Εχτορα όταν έλεγες τον Πατροκλο απ'τ'αρματα ξεγυμνωνοντας
ασφαλής πως θα'σαι,εμένα δεν με σκεφτηκες που παραμερα
βρισκόμουν,ανόητε,σ'αυτον προστάτης μακριά πίσω
στα κοίλα πλοία αποσυρμενος πολύ ανώτερος σου,
αυτός που σου'σπασε τα γονατα,εσένα σκυλιά θα ξεσκίσουν
κι όρνια κι αυτόν με τιμές οι Αχαιοι θα κηδεψουν
σ'αυτον ψυχομαχωντας απάντησε ο Εχτορας με την αστραφτερή
περικεφαλαια,σε ικετεύω στη ζωή σου και των γονιών σου
και τα γόνατα σ'αγγιζω,μη μένα παρατήσεις στων Αχαιών
τα καράβια τα σκυλιά να με κατασπαράξουν,αλλά τον χαλκό
και τ'αφθονο χρυσάφι να δεχτεις,τα δώρα που θα σου δώσουν
ο πατέρας κι η σεβαστή μητερα και το σώμα μου στο σπίτι μου
δώσε πίσω,για να στη φωτιά οι Τρωες κι οι γυναικες των Τρώων
πεθαμένον μου αποδωσουν τις τιμες
τότε άγρια λοξά κοιτώντας τ'απαντησε ο γρηγορος
στα πόδια Αχιλλέας,σκύλε,μη με ικετευεις γονατίζοντας
και με γονεις,πόσο θα'θελα η οργή κι η καρδιά να μ'αφηνε
να σε κομματιαζα κι ωμά να'τρωγα τα κρέατα σου,
για όσα έκανες,όπως δεν θα βρεθεί κάποιος να σώσει
τη κεφαλή σου απ'τα σκυλιά,ούτε κι αν δεκαπλάσια
κι εικοσαπλασια δώρα έφερναν εδώ να σωριασουν,
κι αν υποσχωνται κι άλλα,ούτε κι αν το βάρος σου
σε χρυσάφι έσερνε να προσφέρει ο Δαρδανιδης Πρίαμος,
κι ούτε η σεβαστή σου μάνα στο κρεβατι θα σε ξαπλώσει
να θρηνήσει αυτόν που γέννησε,αλλά και σκυλιά
κι όρνια θα σε κατασπαραξουν
σ' αυτόν πεθαίνοντας αποκριθηκε ο Εχτορας
με την αστραφτερό περικεφαλαία,αφού καλά
σε γνωρίζω τη μοίρα μου βλεπω,δεν πρόκειται
να σε πείσω,γιατί σίδερο η καρδιά σου στα στήθια,
όμως αυτό τώρα σου λέω,μη αιτία.της οργής
των θεών γίνω,όταν μια μέρα ο Πάρις κι ο Φοίβος
Απόλλωνας φριχτά σε σκοτώσουν εκεί στις Σκαιές
Πύλες,
αφού αυτά σ'αυτον είπε το τέλος του θανάτου
τον σκέπασε κι η ψυχη απ'το κορμί πετωντας
στον Άδη εχει πάει την μοίρα της θρηνώντας,
π' αντρειωσυνη αφησε και νεότητα,
και σ'αυτον αν και πεθαμένον ο θεϊκός μίλησε
Αχιλλέας,πέθανε,την ώρα εγώ του θανάτου
θα δεχτώ οποτε κι αν θελησει ο Ζευς να φέρει
κι οι άλλοι αθάνατοι θεοί,
και τότε απ'τον νεκρον τράβηξε το χάλκινο κονταρι
και κει κοντά άφηνει,κι απογυμνώνοντας τον
τα ματωμένα άρματα επαιρνε,κι οι άλλοι γιοι των Αχαιών
έτρεξαν προς τα κει,και τ'Εχτορα κοιτουσαν το φυσικο
και τη θαυμαστή μορφή,που ουτ'ενας δεν πλησίασε
χωρίς να πληγωθεί,και τότε ένας κοιτάζοντας
στον άλλον πλησίον ελεγε,πόσο πολύ ακίνδυνος
ο Εχτορας είναι να τον αγγίξεις,παρά όταν με φωτιά
τα καράβια έκαιγε καταστροφεας,έτσι λοιπόν αυτά
ελεγε κι αφού πάνω του στέκονταν τον τρυπούσε
με τη λόγχη,
έπειτα τον απογύμνωσε απ'τα όπλα ο γρήγορος
στα πόδια θεϊκός Αχιλλέας
.
.
τοῦ δὲ καὶ ἄλλο τόσον μὲν ἔχε χρόα χάλκεα τεύχεα,
καλά, τὰ Πατρόκλοιο βίην ἐνάριξε κατακτάς·
φαίνετο δ’ ᾗ κληῗδες ἀπ’ ὤμων αὐχέν’ ἔχουσι,
λαυκανίην, ἵνα τε ψυχῆς ὤκιστος ὄλεθρος·325
τῇ ῥ’ ἐπὶ οἷ μεμαῶτ’ ἔλασ’ ἔγχεϊ δῖος Ἀχιλλεύς,
ἀντικρὺ δ’ ἁπαλοῖο δι’ αὐχένος ἤλυθ’ ἀκωκή·
οὐδ’ ἄρ’ ἀπ’ ἀσφάραγον μελίη τάμε χαλκοβάρεια,
ὄφρά τί μιν προτιείποι ἀμειβόμενος ἐπέεσσιν.
ἤριπε δ’ ἐν κονίῃς· ὁ δ’ ἐπεύξατο δῖος Ἀχιλλεύς·330
«Ἕκτορ ἀτάρ που ἔφης Πατροκλῆ’ ἐξεναρίζων
σῶς ἔσσεσθ’, ἐμὲ δ’ οὐδὲν ὀπίζεο νόσφιν ἐόντα,
νήπιε· τοῖο δ’ ἄνευθεν ἀοσσητὴρ μέγ’ ἀμείνων
νηυσὶν ἔπι γλαφυρῇσιν ἐγὼ μετόπισθε λελείμμην,
ὅς τοι γούνατ’ ἔλυσα· σὲ μὲν κύνες ἠδ’ οἰωνοὶ 335
ἑλκήσουσ’ ἀϊκῶς, τὸν δὲ κτεριοῦσιν Ἀχαιοί
Τὸν δ’ ὀλιγοδρανέων προσέφη κορυθαίολος Ἕκτωρ·
λίσσομ’ ὑπὲρ ψυχῆς καὶ γούνων σῶν τε τοκήων,
μή με ἔα παρὰ νηυσὶ κύνας καταδάψαι Ἀχαιῶν,
ἀλλὰ σὺ μὲν χαλκόν τε ἅλις χρυσόν τε δέδεξο,340
δῶρα τά τοι δώσουσι πατὴρ καὶ πότνια μήτηρ,
σῶμα δὲ οἴκαδ’ ἐμὸν δόμεναι πάλιν, ὄφρα πυρός με
Τρῶες καὶ Τρώων ἄλοχοι λελάχωσι θανόντα
Τὸν δ’ ἄρ’ ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς·
μή με κύον, γούνων γουνάζεο μὴ δὲ τοκήων·345
αἲ γάρ πως αὐτόν με μένος καὶ θυμὸς ἀνείη
ὤμ’ ἀποταμνόμενον κρέα ἔδμεναι, οἷα ἔοργας,
ὡς οὐκ ἔσθ’ ὃς σῆς γε κύνας κεφαλῆς ἀπαλάλκοι,
οὐδ’ εἴ κεν δεκάκις τε καὶ εἰκοσινήριτ’ ἄποινα
στήσωσ’ ἐνθάδ’ ἄγοντες, ὑπόσχωνται δὲ καὶ ἄλλα,350
οὐδ’ εἴ κέν σ’ αὐτὸν χρυσῷ ἐρύσασθαι ἀνώγοι
Δαρδανίδης Πρίαμος· οὐδ’ ὧς σέ γε πότνια μήτηρ
ἐνθεμένη λεχέεσσι γοήσεται ὃν τέκεν αὐτή,
ἀλλὰ κύνες τε καὶ οἰωνοὶ κατὰ πάντα δάσονται
Τὸν δὲ καταθνῄσκων προσέφη κορυθαίολος Ἕκτωρ·355
ἦ σ’ εὖ γιγνώσκων προτιόσσομαι, οὐδ’ ἄρ’ ἔμελλον
πείσειν· ἦ γὰρ σοί γε σιδήρεος ἐν φρεσὶ θυμός.
φράζεο νῦν, μή τοί τι θεῶν μήνιμα γένωμαι
ἤματι τῷ ὅτε κέν σε Πάρις καὶ Φοῖβος Ἀπόλλων
ἐσθλὸν ἐόντ’ ὀλέσωσιν ἐνὶ Σκαιῇσι πύλῃσιν.360
Ὣς ἄρα μιν εἰπόντα τέλος θανάτοιο κάλυψε,
ψυχὴ δ’ ἐκ ῥεθέων πταμένη Ἄϊδος δὲ βεβήκει
ὃν πότμον γοόωσα, λιποῦσ’ ἀνδροτῆτα καὶ ἥβην.
τὸν καὶ τεθνηῶτα προσηύδα δῖος Ἀχιλλεύς·
τέθναθι· κῆρα δ’ ἐγὼ τότε δέξομαι ὁππότε κεν δὴ365
Ζεὺς ἐθέλῃ τελέσαι ἠδ’ ἀθάνατοι θεοὶ ἄλλοι.
Ἦ ῥα, καὶ ἐκ νεκροῖο ἐρύσσατο χάλκεον ἔγχος,
καὶ τό γ’ ἄνευθεν ἔθηχ’, ὁ δ’ ἀπ’ ὤμων τεύχε’ ἐσύλα
αἱματόεντ’· ἄλλοι δὲ περίδραμον υἷες Ἀχαιῶν,
οἳ καὶ θηήσαντο φυὴν καὶ εἶδος ἀγητὸν370
Ἕκτορος· οὐδ’ ἄρα οἵ τις ἀνουτητί γε παρέστη.
ὧδε δέ τις εἴπεσκεν ἰδὼν ἐς πλησίον ἄλλον·
ὢ πόποι, ἦ μάλα δὴ μαλακώτερος ἀμφαφάασθαι
Ἕκτωρ ἢ ὅτε νῆας ἐνέπρησεν πυρὶ κηλέῳ.
Ὣς ἄρα τις εἴπεσκε καὶ οὐτήσασκε παραστάς.375
τὸν δ’ ἐπεὶ ἐξενάριξε ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεύς
.
.
.
Από την Παλατινή Ανθολογία Επιγραμματα
(Ρουφινου VI 12-Κιλλακτωρος V 29-Διοσκουριδη V55-Αρχιου V98
-Μαρκου ΑργενταριουV104-Φιλοδημου V 126-Αυτομεδοντος V129)
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Ρουφινου
VI 12
ας λουστούμε Προδικη
κι ας στεφανωθουμε
και τ'ανερωτο κρασί ας πιούμε ποτήρια
σηκώνοντας μεγάλα,
λίγος των χαρων ο καιρός είναι,
ύστερα τα γεράματα θα εμποδίζουν,
και τέλος ο θανατος
Λουσάµενοι Προδίκη
πυκασώµεθα
καὶ τόν ἄκρατον ἕλκωµεν
κύλικας µείζονας
αἰρόµενοι
βαιὸς ὁ χαιρόντων
ἐστὶν βίος·
εἶτα τὰ λοιπὰ γῆρας
κωλύσει
καὶ τὸ τέλος θάνατος
Κιλλακτωρος
V 29
γλυκό το να γαμας είναι,ποιος αντιλέγει;
αλλά όταν ζητα λεφτά,
πικρότερο κι από δηλητηριο γινεται
Ἁδὺ τὸ βινεῖν ἐστι. τίς οὐ λέγει;
Ἀλλ’ ὅταν αἰτῇ χαλκόν,
πικρότερον γίνεται ἐλλεβόρου.
.
.
Διοσκουριδη
V 55
τη Δωρίδα αυτή με τα ροδαλα κωλομερια
πάνω σε κρεβάτια ξαπλωνοντας
από τρυφερά άνθη αθάνατος έγινα,
γιατί αυτή με τα υπέροχα πόδια της τυλιγοντας
τη μέση μου έτρεχε ακουραστη της Αφροδίτης
τον αγωνα δρομο,με τα μάτια θολωμενα βλέποντας,
όπως στον αέρα τα φύλλα σπαραζοντας ετρεμε
ροδοκοκκινη,μέχρι που πετάχτηκε λευκό σπέρμα
απ'τα δυο αρχιδια κι απ'της Δωρίδας το μουνι
ξεχύθηκε μελι
Δωρίδα τὴν ῥοδόπυγον ὑπὲρ λεχέων διατείνας
ἄνθεσιν ἐν χλοεροῖς ἀθάνατος γέγονα.
ἡ γὰρ ὑπερφυέεσσι μέσον διαβᾶσά με ποσσὶν
ἤνυεν ἀκλινέως τὸν Κύπριδος δόλιχον,
ὄμμασι νωθρὰ βλέπουσα. τὰ δ’ , ἠύτε πνεύματι
φύλλα, ἀμφισαλευομένης ἔτρεμε πορφύρεα,
μέχρις ἀπεσπείσθη λευκὸν μένος ἀμφοτέροισιν,
καὶ Δωρὶς παρέτοις ἐξεχύθη μέλεσι.
.
.
Αρχίου
V 98
βάλε στον ώμο,Κυπριδα τα τόξα
και σ'αλλον κρυφά να σκοπευσεις τραβά,
γιατί εγώ χωρο για τραύμα δεν έχω
᾿Ωμίζευ, Κύπρι, τόξα καὶ εἰς σκοπὸν ἥσυχος
ἐλϑὲ ἄλλον· ἐγὼ γὰρ ἔχω τραύματος οὐδὲ τόπον.
.
.
Μάρκου Αργενταριου
V 104
έλα παψε αυτά τα τεχνάσματα,πουτανιτσα,
μητε να'ρχεσαι επίτηδες κουνώντας τη λεκάνη σου,
Λυσιδικη,
ωραία σε σφίγγει στολισμενο αραχνουφαντο
πέπλο,κι όλα σου γυμνά φαίνονται και δεν φαίνονται,
αν τόσο σ' αρέσει να τα δείχνεις,κι εγώ το ίδιο θα κάνω
τον όρθιο πουτσο μου με λεπτό θα σκεπάσω μετάξι
Αἶρε τὰ δίκτυα ταῦτα, κακόσχολε, μηδ' ἐπίτηδες ἰσχίον
ἐρχομένη σύστρεφε, Λυσιδίκη.
εὔ σε περισφίγγει λεπτὸς στολιδώμασι πέπλος,
πάντα δέ σου βλέπεται γυμνὰ καὶ οὐ βλέπεται.
εἰ τόδε σοι χαρίεν καταφαίνεται, αὐτὸς ὁμοίως
ὀρθὸν ἔχων βύσσῳ τοῦτο περισκεπάσω.
.
.
Φιλοδημου
V 126
πέντε δίνει ταλαντα ένας σε μια για ένα πηδημα,
και γαμαει τρέμοντας,και μα το θεό όμορφη δεν είναι,
ενώ εγώ πέντε δραχμές για δώδεκα στη Λυσιανασση,
και γαμαω παρά πολύ ανώτερη και φανερά,
πάντως ειτ'εγω μυαλά δεν έχω,η' τότε κείνου
θα πρέπει τα διδυμα με πελέκι να κόψουν αρχιδια
Πέντε δίδωσιν ἑνὸς τῇ δεῖνα ὁ δεῖνα τάλαντα,
καὶ βινεῖ φρίσσων, καὶ μὰ τὸν οὐδὲ καλήν·
πέντε δ᾿ ἐγὼ δραχμὰς τῶν δώδεκα Λυσιανάσσῃ,
καὶ βινῶ πρὸς τῷ κρείσσονα καὶ φανερῶς.
πάντως ἤτοι ἐγὼ φρένας οὐκ ἔχω, ἢ τό γε λοιπὸν
κείνου πελέκει δεῖ διδύμους ἀφελεῖν
.
.
Αυτομεδοντος
V 129
την ασιατισα χορευτρια που με καυλιαρικες κινησεις
τ'απαλα της νύχια κουνάει γουστάρω,ουτε ότι όλα
τα ερεθίζει ουτε ότι με τ'απαλα της χερια εδω
κι εκεί απαλά χαιδευει,
αλλ'οτι και γύρω από φθαρμένο πάσσαλο να χορευει
ξέρει και τις γερασμένες ρυτίδες δεν αποφευγει,
φιλάει ρουφηκτα,τρίβει,χουφτωνει,
κι αν πάνω το πόδι ρίξει,απ' τον αδη το ρόπαλο ανεβαζει
Τὴν ἀπὸ τῆς Ἀσίης ὀρχηστρίδα, τὴν κακοτέχνοις σχήμασιν
ἐξ ἁπαλῶν κινυμένην ὀνύχων,
αἰνέω, οὐχ ὅτι πάντα παθαίνεται οὐδ' ὅτι βάλλει
τὰς ἁπαλὰς ἁπαλῶς ὧδε καὶ ὧδε χέρας,
ἀλλ' ὅτι καὶ τρίβακον περὶ πάσσαλον ὀρχήσασθαι
οἶδε καὶ οὐ φεύγει γηραλέας ῥυτίδας.
γλωττίζει, κνίζει, περιλαμβάνει· ἢν δ' ἐπιρρίψῃ τὸ σκέλος,
ἐξ ᾅδου τὴν κορύνην ἀνάγει.
.
.
.
Φωτογράφιση-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Μήδεια Ευριπίδη,στίχοι 1323-1374
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Ιάσων
μισητή,τόσο απεχθης γυναίκα όσο καμια
στους θεούς και σε μένα και στους ανθρώπους
πώς μπόρεσες τα παιδιά σου να σφαξεις
που γεννησες και μένα ακληρο ν'αφησεις
κι αυτά κάνοντας και τον ήλιο βλέπεις
και τη γη,τολμώντας πράξη δυσσεβη,
στη κόλαση να πας,όμως τώρα καταλαβαίνω,
τότε δεν καταλάβαινα,όταν από σπίτι σ'επαιρνα
βάρβαρης χώρας και σε σπίτι Ελληνικό
σ'εφερνα,μεγάλο κακό,εσένα που και τον πατέρα
και τη γη που σ'εθρεψε προδωσες,και τον τιμωρό
δαίμονα πανωνσε μένα ερριξαν οι θεοί,
γιατί τον αδελφό σου σκοτώνοντας μέσα
στο καράβι της Αργώ μπηκες,έτσι αυτά εδώ
άρχισαν,αφού παντρεύτηκεςαυτόν εδώ τον άντρα,
εμένα,και μου γεννησεςπαιδιά,για κρεβάτι κι έρωτες
τα σκοτωσες,δεν υπάρχει καμια Ελληνίδα γυναίκα
τέτοιανα τολμήσει να κάνει,αυτές που εγώ
δεν προτίμησακαι σένα παντρεύτηκα,γάμος
φριχτος ολέθριοςσε μένα,λέαινα είσαι,όχι γυναίκα,
και πιο άγρια από την Σκύλλα την Τυρρηνικη έχεις
φύση,γιατί αν και για μύρια σε κατηγορώ
δεν λυγιζεις,τέτοια σκληρότητα μέσα σου έχεις,
στον αγύριστο,κακούργα και φόνισσα παιδιών,
σε μένα δεν μένει τίποτα παρά τη μοίρα μου
να κλαίω,ούτε το κρεβάτι του νέου γάμου
θα χαρώ,ούτε στα παιδιά που έσπειρα κι έθρεψα
δεν θα μιλήσω ποτέ ξανά ζωντανά,αφού τα'χασα,
Μήδεια
θα μακρυγορουσα να σε εναντιωθω,αν ο Ζευς
ο πατέρας δεν γνωριζε ποια από μένα εχεις
ωφεληθει και ποια σε μένα έκανες,
ουτ'εσυ δεν επρόκειτο να μ'ατιμησεις το κρεβάτι
κι ευτυχίας να περάσεις ζωή γελώντας εις βάρος μου,
ούτε η βασιλική κορη,ούτε ήταν ο Κρέων που γάμους
σου πρόσφερε διώχνοντας με απ' αυτή εδω τη χώρα
ατιμώρητος να μείνει,πες με λοιπόν αν σ'αρεσει
και λέαινα και Σκύλλα που ήτανε στης Τυρρηνιας
τα μερη,γιατί τη καρδιά σου όπως έπρεπε πονεσα
Ιάσων
και συ πονάς και στα κακά συμμετεχεις
Μηδεια
το ξέρω,όμως λυτρώνει ο πόνος,αν εσύ δεν γελάς
εις βάρος μου
Ιάσων
παιδιά μου,τι κακια μάνα σας ετυχε
Μηδεια
παιδιά μου,χαθήκατε απ' του πατερα τη τρέλα
Ιάσων
όμως αυτά τα δικο μου χέρι δεν τα σκοτωσε
Μηδεια
αλλα η προσβολή τα σκότωσε και τα νεα
γαμπρισματα σου
Ιάσων
και για το κρεβάτι ήτανε λόγος να τα σκοτώσεις;
Μηδεια
για μια γυναίκα μικρό πράγμα νομίζεις πως αυτο είναι;
Ιασων
ναι,αν φρονιμη είναι,όμως εσυ ολα τα κακά τα'χεις
Μηδεια
αυτα δεν υπάρχουν πια,κι αυτό θα σε πληγωσει
Ιάσων
αυτά είναι,αλίμονο,οι τιμωροί στο κεφαλι σου
Μήδεια
ξέρουν οι θεοί ποιος άρχισε τη συμφορα
Ιάσων
και βέβαια ξέρουν τη σιχαμερή ψυχή σου
Μήδεια
μίσησε με,κι εγώ τα πικρολογα σου απεχθανομαι
.
.
Ιασων
ὦ μῖσος, ὦ μέγιστον ἐχθίστη γύναι
θεοῖς τε κἀμοὶ παντί τ᾽ ἀνθρώπων γένει,
1325ἥτις τέκνοισι σοῖσιν ἐμβαλεῖν ξίφος
ἔτλης τεκοῦσα κἄμ᾽ ἄπαιδ᾽ ἀπώλεσας.
καὶ ταῦτα δράσασ᾽ ἥλιόν τε προσβλέπεις
καὶ γαῖαν, ἔργον τλᾶσα δυσσεβέστατον;
ὄλοι᾽. ἐγὼ δὲ νῦν φρονῶ, τότ᾽ οὐ φρονῶν,
1330ὅτ᾽ ἐκ δόμων σε βαρβάρου τ᾽ ἀπὸ χθονὸς
Ἕλλην᾽ ἐς οἶκον ἠγόμην, κακὸν μέγα,
πατρός τε καὶ γῆς προδότιν ἥ σ᾽ ἐθρέψατο.
τὸν σὸν δ᾽ ἀλάστορ᾽ εἰς ἔμ᾽ ἔσκηψαν θεοί·
κτανοῦσα γὰρ δὴ σὸν κάσιν παρέστιον
1335τὸ καλλίπρῳρον εἰσέβης Ἀργοῦς σκάφος.
ἤρξω μὲν ἐκ τοιῶνδε· νυμφευθεῖσα δὲ
παρ᾽ ἀνδρὶ τῷδε καὶ τεκοῦσά μοι τέκνα,
εὐνῆς ἕκατι καὶ λέχους σφ᾽ ἀπώλεσας.
οὐκ ἔστιν ἥτις τοῦτ᾽ ἂν Ἑλληνὶς γυνὴ
1340ἔτλη ποθ᾽, ὧν γε πρόσθεν ἠξίουν ἐγὼ
γῆμαι σέ, κῆδος ἐχθρὸν ὀλέθριόν τ᾽ ἐμοί,
λέαιναν, οὐ γυναῖκα, τῆς Τυρσηνίδος
Σκύλλης ἔχουσαν ἀγριωτέραν φύσιν.
ἀλλ᾽ οὐ γὰρ ἄν σε μυρίοις ὀνείδεσιν
1345δάκοιμι· τοιόνδ᾽ ἐμπέφυκέ σοι θράσος·
ἔρρ᾽, αἰσχροποιὲ καὶ τέκνων μιαιφόνε.
ἐμοὶ δὲ τὸν ἐμὸν δαίμον᾽ αἰάζειν πάρα,
ὃς οὔτε λέκτρων νεογάμων ὀνήσομαι,
οὐ παῖδας οὓς ἔφυσα κἀξεθρεψάμην
1350ἕξω προσειπεῖν ζῶντας ἀλλ᾽ ἀπώλεσα.
Μηδεια
μακρὰν ἂν ἐξέτεινα τοῖσδ᾽ ἐναντίον
λόγοισιν, εἰ μὴ Ζεὺς πατὴρ ἠπίστατο
οἷ᾽ ἐξ ἐμοῦ πέπονθας οἷά τ᾽ εἰργάσω.
σὺ δ᾽ οὐκ ἔμελλες τἄμ᾽ ἀτιμάσας λέχη
1355τερπνὸν διάξειν βίοτον ἐγγελῶν ἐμοὶ
οὐδ᾽ ἡ τύραννος, οὐδ᾽ ὅ σοι προσθεὶς γάμους
Κρέων ἀνατεὶ τῆσδέ μ᾽ ἐκβαλεῖν χθονός.
πρὸς ταῦτα καὶ λέαιναν, εἰ βούλῃ, κάλει
καὶ Σκύλλαν ἣ Τυρσηνὸν ᾤκησεν πέδον·
1360τῆς σῆς γὰρ ὡς χρῆν καρδίας ἀνθηψάμην.
Ιασων
καὐτή γε λυπῇ καὶ κακῶν κοινωνὸς εἶ.
Μηδεια
σάφ᾽ ἴσθι· λύει δ᾽ ἄλγος, ἢν σὺ μὴ ᾽γγελᾷς.
Ιασων
ὦ τέκνα, μητρὸς ὡς κακῆς ἐκύρσατε.
Μηδεια
ὦ παῖδες, ὡς ὤλεσθε πατρῴᾳ νόσῳ.
Ιασων
1365 οὔτοι νιν ἡμὴ δεξιά γ᾽ ἀπώλεσεν.
Μηδεια
ἀλλ᾽ ὕβρις οἵ τε σοὶ νεοδμῆτες γάμοι.
Ιασων
λέχους σφε κἠξίωσας οὕνεκα κτανεῖν;
Μηδεια
σμικρὸν γυναικὶ πῆμα τοῦτ᾽ εἶναι δοκεῖς;
Ιασων
ἥτις γε σώφρων· σοὶ δὲ πάντ᾽ ἐστὶν κακά.
Μηδεια
1370 οἵδ᾽ οὐκέτ᾽ εἰσί· τοῦτο γάρ σε δήξεται.
Ιασων
οἵδ᾽ εἰσίν, οἴμοι, σῷ κάρᾳ μιάστορες.
Μηδεια
ἴσασιν ὅστις ἦρξε πημονῆς θεοί.
Ιασων
ἴσασι δῆτα σήν γ᾽ ἀπόπτυστον φρένα.
Μηδεια
στύγει· πικρὰν δὲ βάξιν ἐχθαίρω σέθεν
.
.
.
Σαπφω,αποσπασμα 31
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
κείνος ο άντρας με θεο να'ναι όμοιος μού φαινεται,
αυτός που απέναντι σου κάθεται
κι από κοντα τη γλυκειά
ακούει φωνιτσα σου
και το ναζιαρικο σου γέλιο ,
αυτό τη καρδιά μου στα στηθια συνταράζει,
γιατί και λίγο να σε κοιτάξω κόβεται η φωνή μου
κι η γλώσσα μου παραλύει,
φωτιά στο κορμί μου χύνεται,
τα μάτια μου τυφλώνονται,
βουιζουνε τ'αυτια μου
ποιο χλωμή κι απ'τη χλόη
γίνομαι,
και πως θα πεθάνω σε λίγο μού φαίνεται
.
.
φαίνεταί μοι κῆνος ἴσος θέοισιν
ἔμμεν' ὤνηρ, ὄττις ἐνάντιός τοι
ἰσδάνει καὶ πλάσιον ἆδυ φονεί-
σας ὐπακούει
καὶ γελαίσας ἰμέροεν, τό μ' ἦ μὰν
καρδίαν ἐν στήθεσιν ἐπτόαισεν·
ὠς γὰρ ἔς σ' ἴδω βρόχε', ὤς με φώναί-
σ' οὐδ' ἒν ἔτ' εἴκει,
ἀλλά κὰμ μὲν γλῶσσα <μ'> †ἔαγε†, λέπτον
δ' αὔτικα χρῷ πῦρ ὐπαδεδρόμηκεν,
ὀππάτεσσι δ' οὐδ' ἒν ὄρημμ', ἐπιρρόμ-
βεισι δ' ἄκουαι,
κὰδ' δέ ἴδρως κακχέεται, τρόμος δὲ
παῖσαν ἄγρει, χλωροτέρα δὲ ποίας
ἔμμι, τεθνάκην δ' ὀλίγω 'πιδεύης
φαίνομ' ἔμ' αὔτᾳ.
.
.
.
Φωτογράφιση
-χ.ν.κουβελης c n.couvelis
(Σημειώσεις ενός Ψυχαναλυτή:
όσο μου μιλούσε κοιτούσα την έκφραση της,θυμήθηκα τη Φαίδρα,
η ερωτευμένη ώριμη γυναικα που απορριπτεται)
Ιππόλυτος Ευριπίδη,
-η Φαίδρα-
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Χορός γυναικών
τειρομέναν νοσερᾶι κοίται δέμας ἐντὸς ἔχειν [ἀντ. α]
οἴκων, λεπτὰ δὲ φά-
ρη ξανθὰν κεφαλὰν σκιάζειν·
αρρώστια βαρειά τη τρώει και μέσα κλεισμένη
στο σπιτι.ειναι,
και με μαντηλι τα ξανθά της μαλλιά τα σκεπαζει
135τριτάταν δέ νιν κλύω
τάνδ᾽ ἀβρωσίαι
στόματος ἁμέραν
Δάματρος ἀκτᾶς δέμας ἁγνὸν ἴσχειν,
κρυπτῶι πάθει θανάτου θέλουσαν
140κέλσαι ποτὶ τέρμα δύστανον.
κι είναι τώρα τρίτη μέρα
και στο στόμα φαι δεν εβαλε,
μια μεγάλη τη λιώνει κρυφη στεναχώρια,
και το θάνατο να'ρθει θελει
να τελειώσει,
ἢ πόσιν, τὸν Ἐρεχθειδᾶν [ἀντ. β]
ἀρχαγόν, τὸν εὐπατρίδαν,
ποιμαίνει τις ἐν οἴκοις
κρυπτᾶι κοίται λεχέων σῶν;
μήπως τον άντρα της κάποια τον ξεμυαλισε
και μαζί της πλαγιαζει;
Τροφος
ὦ κακὰ θνητῶν στυγεραί τε νόσοι·
τί σ᾽ ἐγὼ δράσω, τί δὲ μὴ δράσω;
τόδε σοι φέγγος, λαμπρὸς ὅδ᾽ αἰθήρ,
ἔξω δὲ δόμων ἤδη νοσερᾶς
180δέμνια κοίτης.
βάσανα των ανθρώπων κι αναστεναγμοί,
τι να κάνω και τι να μην κάνω;
τόσο λαμπερό φως και τόσο καθαρός αέρας,
το κρεβάτι σου έξω το βγάλαμε όπως το ζήτησες,
δεῦρο γὰρ ἐλθεῖν πᾶν ἔπος ἦν σοι,
τάχα δ᾽ ἐς θαλάμους σπεύσεις τὸ πάλιν.
ταχὺ γὰρ σφάλληι κοὐδενὶ χαίρεις,
οὐδέ σ᾽ ἀρέσκει τὸ παρόν, τὸ δ᾽ ἀπὸν
185φίλτερον ἡγῆι.
όμως γνώμη θ'αλλαξεις,
και μέσα το κρεβάτι πάλι να πάμε θα ζητησεις,
ολα σου φταίνε και τίποτα δεν χαιρεσε,
αυτο που'χεις δεν σ'αρεσει,
κι αυτό που σου λείπει το επιθυμείς πιο πολυ
κρεῖσσον δὲ νοσεῖν ἢ θεραπεύειν·
τὸ μέν ἐστιν ἁπλοῦν, τῶι δὲ συνάπτει
λύπη τε φρενῶν χερσίν τε πόνος.
πᾶς δ᾽ ὀδυνηρὸς βίος ἀνθρώπων
190κοὐκ ἔστι πόνων ἀνάπαυσις.
καλλίτερα άρρωστη να'μουνα παρά θεραπεύτρια,
το'να είναι απλό,αντέχεται,
ενώ τ'αλλο θλίβει και το σώμα και τη ψυχη,
όλη τ'ανθρωπου η ζωή οδυνηρη,
και δεν υπάρχει των πονων παύση,
ἀλλ᾽ ὅτι τοῦ ζῆν φίλτερον ἄλλο
σκότος ἀμπίσχων κρύπτει νεφέλαις.
δυσέρωτες δὴ φαινόμεθ᾽ ὄντες
τοῦδ᾽ ὅτι τοῦτο στίλβει κατὰ γῆν
195δι᾽ ἀπειροσύνην ἄλλου βιότου
κοὐκ ἀπόδειξιν τῶν ὑπὸ γαίας,
μύθοις δ᾽ ἄλλως φερόμεσθα.
αν κάτι πιο καλλίτερο υπάρχει σκοτεινά
σύννεφα μας το κρύβουν,
και λαχταρούμε ότι πάνω στη γη γυαλίζει,
αφού άλλη ζωή δεν ξέρουμε
να'ναι κάτω απ'τη γη,
με παραμύθια παρηγοριομαστε,
Φαιδρα
αἴρετέ μου δέμας, ὀρθοῦτε κάρα·
λέλυμαι μελέων σύνδεσμα φίλων.
200λάβετ᾽ εὐπήχεις χεῖρας, πρόπολοι.
βαρύ μοι κεφαλῆς ἐπίκρανον ἔχειν·
ἄφελ᾽, ἀμπέτασον βόστρυχον ὤμοις.
σηκωστε μου το κορμί,
κρατήστε όρθιο το κεφάλι μου,
μου διαλύθηκαν οι αρθρώσεις στα μέλη,
τα χέρια μου βαστατε,
το μαντήλι μού βαραίνει το κεφάλι,
βγάλτε το,κι αφήστε τα μαλλιά
στους ωμους να πέσουν
Τροφος
θάρσει, τέκνον, καὶ μὴ χαλεπῶς
μετάβαλλε δέμας·
205ῥᾶιον δὲ νόσον μετά θ᾽ ἡσυχίας
καὶ γενναίου λήματος οἴσεις.
μοχθεῖν δὲ βροτοῖσιν ἀνάγκη.
κουράγιο,κόρη μου,και μην μαζεύεις το κορμί,
βοηθάει στην αρρωστεια η ησυχία κι η υπομονή,
να βασανίζονται είναι οι άνθρωποι,
Φαιδρα
ΦΑ. αἰαῖ·
πῶς ἂν δροσερᾶς ἀπὸ κρηνῖδος
καθαρῶν ὑδάτων πῶμ᾽ ἀρυσαίμαν,
210ὑπό τ᾽ αἰγείροις ἔν τε κομήτηι
λειμῶνι κλιθεῖσ᾽ ἀναπαυσαίμαν;
πόσο θα'θελα δροσερό να' πινα
καθαρό νερό από βρύση,
και κάτω από λευκα σε πράσινο λιβάδι
ξαπλώνοντας να ησυχαζα
Τροφος
ὦ παῖ, τί θροεῖς;
οὐ μὴ παρ᾽ ὄχλωι τάδε γηρύσηι,
μανίας ἔποχον ῥίπτουσα λόγον;
παιδί μου,τι λες;τέτοια δεν πρέπει μπροστά
σε κόσμο να ξεστομιζεις,του παραλογισμού λογια
Φαιδρα
215 πέμπετέ μ᾽ εἰς ὄρος· εἶμι πρὸς ὕλαν
καὶ παρὰ πεύκας, ἵνα θηροφόνοι
στείβουσι κύνες
βαλιαῖς ἐλάφοις ἐγχριμπτόμεναι.
πρὸς θεῶν· ἔραμαι κυσὶ θωύξαι
220καὶ παρὰ χαίταν ξανθὰν ῥῖψαι
Θεσσαλὸν ὅρπακ᾽, ἐπίλογχον ἔχουσ᾽
ἐν χειρὶ βέλος.
τραβάτε με στο βουνό,στο δάσος και στα πευκα,
όπου σκυλιά είναι κυνηγετικά κι αρπάζουν
μπαλια ελάφια ,
θεε μου,πως λαχταράω στα σκυλιά δυνατά να φωνάξω
κι αιχμηρο,διπλα απ'τα ξανθά μαλλιά μου
με το χέρι βέλος να τιναξω
Τροφος
τί ποτ᾽, ὦ τέκνον, τάδε κηραίνεις;
τί κυνηγεσίων καὶ σοὶ μελέτη;
225τί δὲ κρηναίων νασμῶν ἔρασαι;
πάρα γὰρ δροσερὰ πύργοις συνεχὴς
κλειτύς, ὅθεν σοι πῶμα γένοιτ᾽ ἄν.
γιατί,κόρη μου,τέτοια σ' αναστατώνουν;
και κυνήγια σε μέλλουν,
και βρυσιων νερά,
στις πλαγιές εδώ στο σπίτι άφθονα
είναι νερά να πιεις όσο θελησεις
Φαιδρα
δέσποιν᾽ ἁλίας Ἄρτεμι Λίμνας
καὶ γυμνασίων τῶν ἱπποκρότων,
230εἴθε γενοίμαν ἐν σοῖς δαπέδοις
πώλους Ἐνετὰς δαμαλιζομένα.
Αρτέμιδα δέσποινα της Λίμνης και των γυμνασίων
που κρότοι αλόγων ακούγονται,
μακάρι στους τόπους σου εκεί να'μουνα
πουλαρια ενετικά να δαμαζα
Τροφος
τί τόδ᾽ αὖ παράφρων ἔρριψας ἔπος;
νῦν δὴ μὲν ὄρος βᾶσ᾽ ἐπὶ θήρας
πόθον ἐστέλλου, νῦν δ᾽ αὖ ψαμάθοις
235ἐπ᾽ ἀκυμάντοις πώλων ἔρασαι.
τάδε μαντείας ἄξια πολλῆς,
ὅστις σε θεῶν ἀνασειράζει
καὶ παρακόπτει φρένας, ὦ παῖ.
τι λόγια της παραφροσυνης λες;
τώρα πότε ν'ανεβεις ποθείς στο βουνο
να κυνηγήσεις,
τώρα πότε τ'απειρα απ' την άμμου του αγώνα
πουλαρια σ'αρεσουν,
αυτά εδώ θέλουν καλό μάντη να μαντέψει,
ποιος απ' τους θεούς σε ξετροχιαζει
και το μυαλό σου ταράζει,παιδί μου
Φαιδρα
δύστηνος ἐγώ, τί ποτ᾽ εἰργασάμην;
240ποῖ παρεπλάγχθην γνώμης ἀγαθῆς;
ἐμάνην, ἔπεσον δαίμονος ἄτηι.
η δυστυχη,τι κάποτε κακό εκανα;
κι απ'τη φρόνημη γνωμη παραστρατησα;
τρελάθηκα,ο θεός με τιμωρει,
φεῦ φεῦ τλήμων.
μαῖα, πάλιν μου κρύψον κεφαλήν,
αἰδούμεθα γὰρ τὰ λελεγμένα μοι.
245κρύπτε· κατ᾽ ὄσσων δάκρυ μοι βαίνει
καὶ ἐπ᾽ αἰσχύνην ὄμμα τέτραπται.
τι άθλια που είμαι,
μανούλα,σκέπασε μου πάλι το κεφάλι,
γιατί γι'αυτό που λέω ντρέπομαι
σκέπασε το,
απ'τα μάτια μου δάκρυα τρέχουν
και το βλέμμα απ'τη ντροπή στρεφω άλλου,
τὸ γὰρ ὀρθοῦσθαι γνώμην ὀδυνᾶι,
τὸ δὲ μαινόμενον κακόν· ἀλλὰ κρατεῖ
μὴ γιγνώσκοντ᾽ ἀπολέσθαι.
οδυνηρο να συνερθεις,
όμως η τρέλα κακή,
το να πεθάνεις χωρίς να το ξέρεις
το αντεχεις
Τροφος
250 κρύπτω· τὸ δ᾽ ἐμὸν πότε δὴ θάνατος
σῶμα καλύψει;
πολλὰ διδάσκει μ᾽ ὁ πολὺς βίοτος·
χρῆν γὰρ μετρίας εἰς ἀλλήλους
φιλίας θνητοὺς ἀνακίρνασθαι
το σκεπαζω,πότε και μένα ο θάνατος
το σώμα μου θα σκεπάσει ;
πολλά η πολύχρονη μ'εμαθε ζωή,
πρέπει στις μεταξύ τους φιλίες χαλαρά
οι άνθρωποι να συνδεονται
255καὶ μὴ πρὸς ἄκρον μυελὸν ψυχῆς,
εὔλυτα δ᾽ εἶναι στέργηθρα φρενῶν
ἀπό τ᾽ ὤσασθαι καὶ ξυντεῖναι·
τὸ δ᾽ ὑπὲρ δισσῶν μίαν ὠδίνειν
ψυχὴν χαλεπὸν βάρος, ὡς κἀγὼ
260τῆσδ᾽ ὑπεραλγῶ.
βιότου δ᾽ ἀτρεκεῖς ἐπιτηδεύσεις
φασὶ σφάλλειν πλέον ἢ τέρπειν
τῆι θ᾽ ὑγιείαι μᾶλλον πολεμεῖν.
οὕτω τὸ λίαν ἧσσον ἐπαινῶ
265τοῦ μηδὲν ἄγαν·
καὶ ξυμφήσουσι σοφοί μοι
και να μην καρφωνονται βαθειά μεσ'στη ψυχή,
εύκολα να διαλύονται,
να δένεις και να ξεδενεις,
για δυο να υποφέρει μια ψυχή είναι βάρος
αβάσταχτο,
όπως τώρα γι'αυτη εδώ υποφέρω,
στη ζωή λένε οι σοβαρές δεσμεύσεις
πως ζημιώνουν πιο πολύ παρά ευχαριστούν,
και την υγεία μαλλον προσβάλλουν,
έτσι εγώ το ελάχιστο θέλω πάρα το υπερβολικο,
και με μένα συμφωνούν οι σοφοι
Τροφος
—εἰ θανῆι, προδοῦσα σοὺς
παῖδας, πατρώιων μὴ μεθέξοντας δόμων,
μὰ τὴν ἄνασσαν ἱππίαν Ἀμαζόνα,
ἣ σοῖς τέκνοισι δεσπότην ἐγείνατο,
νόθον φρονοῦντα γνήσι᾽, οἶσθά νιν καλῶς,
310Ἱππόλυτον ...
αν πεθάνεις,εγκαταλείπεις τα παιδιά σου,
το πατρικό σπίτι δεν θα κληρονομήσουν,
μα τη βασίλισσα ιππευτρια Αμαζόνα,
που στα παιδιά σου γέννησε κυρίαρχο κάτοχο,
νόθος και νομιζεται για γνήσιος,
ξέρεις ποιον ονοματιζω,
τον Ιππολυτο
Φαιδρα
οἶμοι.
αλίμονο
Τροφος
θιγγάνει σέθεν τόδε;
σε τάραξε αυτό εδω;
Φαιδρα
ἀπώλεσάς με, μαῖα, καί σε πρὸς θεῶν
τοῦδ᾽ ἀνδρὸς αὖθις λίσσομαι σιγᾶν πέρι.
με σκότωσες,
μανούλα,για το θεό,μην ξαναναφερεις σε ικετευω
γι'αυτόν εδώ τον αντρα
.
.
.
Κατά Ιωαννην Ευαγγέλιον. 8,1-11
-ὁ ἀναμάρτητος ὑμῶν πρῶτος βαλέτω λίθον ἐπ᾿ αὐτήν-
(μετάφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis)
ο Ιησούς πήγε λοιπόν στο όρος των ελαιων.
ήταν ακόμα πολύ πρωί όταν πάλι βρέθηκε στο ναό,και πολύς κόσμος
έρχονταν σ' αυτόν κι αφού κάθισε τους δίδασκε.
φέρνουν τότε οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι μια γυναίκα που την
έπιασαν να μοιχευει και την έβαλαν να σταθεί στο μέσο (του ναου)
λένε σ' αυτόν.διδασκαλε,η γυναίκα αυτή πιάστηκε επ'αυτοφορω
να μοιχευει.
και στον νόμο μας ο Μωυσής καθόρισε τις τέτοιες να τις λιθοβολουν.
εσύ λοιπόν τι λες;αυτό το είπαν να τον βάλλουν σε διλλημα,για
να εχουν κατηγορία εναντίον του,τότε ο Ιησούς σκύβοντας με το δάκτυλο
έγραφε στο χώμα.
αφού επέμεναν να τον ρωτούν,σήκωσε το κεφάλι κι είπε σ' αυτούς.
ο αναμάρτητος από σας πρωτος να ρίξει πέτρα πανω σ'αυτη.
και πάλι σκυβωντας έγραφε στο χωμα.
αυτοί τοτε αφού άκουσαν αυτό βγήκαν έξω ο ένας μετά τον άλλον,
αρχίζοντας από τους μεγαλύτερους στην ηλικία,κι έμεινε ο Ιησούς
κι η γυναίκα στο μεσο να είναι.
σηκώνοντας το κεφάλι ο Ιησούς είπε σ' αυτή.γυναικα,που είναι;
κανένας δεν σε καταδίκασε;
κι αυτή είπε.κανενας,Κύριε,
τότε είπε ο Ιησούς.ουτε εγώ σε καταδικάζω.πηγαινε και από τώρα
και στο εξής ποτε πια να αμαρτανεις.
Ἰησοῦς δὲ ἐπορεύθη εἰς τὸ ὄρος τῶν ἐλαιῶν.
ὄρθρου δὲ πάλιν παρεγένετο εἰς τὸ ἱερόν, καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἤρχετο
πρὸς αὐτόν· καὶ καθίσας ἐδίδασκεν αὐτούς.
ἄγουσι δὲ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι γυναῖκα ἐπὶ μοιχείᾳ
κατειλημμένην, καὶ στήσαντες αὐτὴν ἐν μέσῳ.
λέγουσιν αὐτῷ· διδάσκαλε, αὕτη ἡ γυνὴ κατείληπται ἐπ᾿ αὐτοφώρῳ
μοιχευομένη.
καὶ ἐν τῷ νόμῳ ἡμῶν Μωϋσῆς ἐνετείλατο τὰς τοιαύτας λιθοβολεισθαι.
σὺ οὖν τί λέγεις; τοῦτο δὲ εἶπον ἐκπειράζοντες αὐτόν(, ἵνα σχῶσι
κατηγορίαν κατ᾿ αὐτοῦ. ὁ δὲ Ἰησοῦς κάτω κύψας τῷ δακτύλῳ ἔγραφεν
εἰς τὴν γῆν.
ὡς δὲ ἐπέμενον ἐρωτῶντες αὐτόν, ἀνέκυψε καὶ εἶπεν αὐτοῖς·
ὁ ἀναμάρτητος ὑμῶν πρῶτος βαλέτω λίθον ἐπ᾿ αὐτήν.
καὶ πάλιν κάτω κύψας ἔγραφεν εἰς τὴν γῆν.
οἱ δὲ ἀκούσαντες ἐξήρχοντο εἷς καθ᾿ εἷς, ἀρξάμενοι ἀπὸ τῶν
πρεσβυτέρων, καὶ κατελείφθη ὁ Ἰησοῦς καὶ ἡ γυνὴ ἐν μέσῳ οὖσα.
ἀνακύψας δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῇ· γύναι, ποῦ εἰσιν; οὐδείς
σε κατέκρινεν;
ἡ δὲ εἶπεν· οὐδείς, Κύριε. εἶπε δὲ ὁ Ἰησοῦς· οὐδὲ ἐγώ σε κατακρίνω·
πορεύου καὶ ἀπὸ τοῦ νῦν μηκέτι ἁμάρτανε
.
.
.
Ιφιγένεια εν Αυλίδι,Ευριπίδη
στίχοι 49-65,1433-1450,1461-1468
(μετάφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis)
Αγαμεμνων
η Λήδα του Θεστιου τρεις γέννησε κόρες
τη Φοίβη και τη Κλυταιμνήστρα τη γυναίκα μου
και την Ε,λενη,που γι'αυτοι μνηστήρες ήρθαν
τα πρώτα ξακουστά της Ελλάδας παιδιά,
φοβεριζαν κι απειλούσαν αναμεταξυ τους
να σκοτωθούν αν κάποιος τη κορη δεν παρει,
και πως να πράξει σ'αδιεξοδο ο Τυνδαρος
ο πατέρας ήταν,να την δώσει να μην την δώσει,
όπως πιο καλλιτερα αυτό να συμβει και σ'αυτό δω
κατέληξε,να ορκιστούν και τα χέρια οι μνηστήρες
να δώσουν μεταξύ τους και κάνοντας σπονδές
αυτά εδώ να συμφωνήσουν.οποιανού γυναίκα
του Τυνδαρου η κόρη γινει σ' αυτόν σύμμαχοι
να συντρέξουν,αν κάποιοςαπ'το σπίτι την αρπάξει
κι απ'το κρεβατι τον αποκλείσει,να εκστρατεύσουν
εναντίον του και την πολη να του κατεδαφίσουν
είτε Ελληνική όμοια είτε βάρβαρη με τα οπλα
.
.
Ιφιγένεια
μάνα,γιατί σιωπηλα με δάκρυα βρέχεις
τα μάτια;
Κλυταιμνήστρα
έχω το λόγο μου η δυστυχη να πονω
Ιφιγένεια
σταματα,να δειλιασω μην με κάνεις,κι αυτά δω
από μένα ακουσε
Κλυταιμνήστρα
λεγε,δεν θα σε κατηγορισω σε τιποτα,παιδί μου
Ιφιγένεια
μήτε τα μαλλιά σου να κόψεις μήτε να μαυροφορεσεις
Κλυταιμνήστρα
τι'ναι αυτό που λες παιδί μου;να σε χάσω;
Ιφιγένεια
όχι δεν με χάνεις,απολυτρωνομαι,από μένα δοξασμένη
θα'σαι
Κλυταιμνήστρα
πως είπες;τον θάνατο σου να μη πρέπει να πενθω;
Ιφιγένεια
καθόλου,αφού σε τάφο εμένα δεν θα χωσουν
Κλυταιμνήστρα
και τι;τον θάνατο,όχι τον τάφο,πρεπει να πενθουν
Ιφιγένεια
ο βωμος της κόρης του Δία σε μένα μνήμα θα'ναι
Κλυταιμνήστρα
θα σ' ακούσω παιδι μου,γιατί σωστά μιλας
Ιφιγένεια
αφού η καλή μου'τυχε τύχη και της Ελλάδας να κάνω καλο
Κλυταιμνήστρα
και τι από σένα να μηνύσω στις αδελφές σου ;
Ιφιγένεια
καμιά τους να μην μαυροφορεσει
Κλυταιμνήστρα
και τι καλο στις κοπέλες να πω από σενα λόγο;
Ιφιγένεια
χαιρέτησε τες,και τον Ορέστη άντρα να μεγαλωσετε
.
.
Ιφιγένεια
ένας απ' του πατερα τους σωματοφύλακες στης Αρτεμης
το λιβάδι ας μ'οδηγησει,όπου εκεί θα σφαγιασθω
Κλυταιμνήστρα
παιδί μου που πας;
Ιφιγένεια
και πίσω δεν γυριζω παλι
Κλυταιμνήστρα
που αφήνεις τη μάνα;
Ιφιγένεια
οπως βλέπεις,χωρίς τιμες
Κλυταιμνήστρα
στάσου,μην μ'αφηνεις
Ιφιγένεια
μη,δεν θέλω δακρυα
.
.
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
49Ἐγένοντο Λήδᾳ Θεστιάδι τρεῖς παρθένοι,
50Φοίβη Κλυταιμήστρα τ᾽, ἐμὴ ξυνάορος,
Ἑλένη τε· ταύτης οἱ τὰ πρῶτ᾽ ὠλβισμένοι
μνηστῆρες ἦλθον Ἑλλάδος νεανίαι.
δειναὶ δ᾽ ἀπειλαὶ καὶ κατ᾽ ἀλλήλων φόνος
ξυνίσταθ᾽, ὅστις μὴ λάβοι τὴν παρθένον.
55τὸ πρᾶγμα δ᾽ ἀπόρως εἶχε Τυνδάρεῳ πατρί,
δοῦναί τε μὴ δοῦναί τε, τῆς τύχης ὅπως
ἅψαιτ᾽ ἄριστα. καί νιν εἰσῆλθεν τάδε·
ὅρκους συνάψαι δεξιάς τε συμβαλεῖν
μνηστῆρας ἀλλήλοισι καὶ δι᾽ ἐμπύρων
60σπονδὰς καθεῖναι κἀπαράσασθαι τάδε·
ὅτου γυνὴ γένοιτο Τυνδαρὶς κόρη,
τούτῳ ξυναμυνεῖν, εἴ τις ἐκ δόμων λαβὼν
οἴχοιτο τόν τ᾽ ἔχοντ᾽ ἀπωθοίη λέχους,
κἀπιστρατεύσειν καὶ κατασκάψειν πόλιν
65Ἕλλην᾽ ὁμοίως βάρβαρόν θ᾽ ὅπλων μέτα.
.
.
Ἰφιγένεια
μῆτερ, τί σιγῇ δακρύοις τέγγεις κόρας;
Κλυταιμήστρα
ἔχω τάλαινα πρόφασιν ὥστ᾽ ἀλγεῖν φρένα.
Ἰφιγένεια
1435παῦσαι: 'μὲ μὴ κάκιζε: τάδε δέ μοι πιθοῦ.
Κλυταιμήστρα
λέγ᾽: ὡς παρ᾽ ἡμῶν οὐδὲν ἀδικήσῃ, τέκνον.
Ἰφιγένεια
μήτ᾽ οὖν γε τὸν σὸν πλόκαμον ἐκτέμῃς τριχός,
μήτ᾽ ἀμφὶ σῶμα μέλανας ἀμπίσχῃ πέπλους.
Κλυταιμήστρα
τί δὴ τόδ᾽ εἶπας, τέκνον; ἀπολέσασά σε;
Ἰφιγένεια
1440οὐ σύ γε: σέσῳσμαι, κατ᾽ ἐμὲ δ᾽ εὐκλεὴς ἔσῃ.
Κλυταιμήστρα
πῶς εἶπας; οὐ πενθεῖν με σὴν ψυχὴν χρεών;
Ἰφιγένεια
ἥκιστ᾽, ἐπεί μοι τύμβος οὐ χωσθήσεται.
Κλυταιμήστρα
τί δαί; τὸ θνῄσκειν, οὐ τάφος, νομίζεται.
Ἰφιγένεια
βωμὸς θεᾶς μοι μνῆμα τῆς Διὸς κόρης.
Κλυταιμήστρα
1445ἀλλ᾽, ὦ τέκνον, σοὶ πείσομαι: λέγεις γὰρ εὖ.
Ἰφιγένεια
ὡς εὐτυχοῦσά γ᾽ Ἑλλάδος τ᾽ εὐεργέτις.
Κλυταιμήστρα
τί δὴ κασιγνήταισιν ἀγγελῶ σέθεν;
Ἰφιγένεια
μηδ᾽ ἀμφὶ κείναις μέλανας ἐξάψῃ πέπλους.
Κλυταιμήστρα
εἴπω δὲ παρὰ σοῦ φίλον ἔπος τι παρθένοις;
Ἰφιγένεια
1450χαίρειν γε. Ὀρέστην τ᾽ ἔκτρεφ᾽ ἄνδρα τόνδε μοι.
.
.
Ἰφιγένεια
πατρὸς δ᾽ ὀπαδῶν τῶν δέ τίς με πεμπέτω
Ἀρτέμιδος ἐς λειμῶν᾽, ὅπου σφαγήσομαι.
Κλυταιμήστρα
ὦ τέκνον, οἴχῃ;
Ἰφιγένεια
καὶ πάλιν γ᾽ οὐ μὴ μόλω.
Κλυταιμήστρα
1465λιποῦσα μητέρα;
Ἰφιγένεια
ὡς ὁρᾷς γ᾽, οὐκ ἀξίως.
Κλυταιμήστρα
σχές, μή με προλίπῃς.
Ἰφιγένεια
οὐκ ἐῶ στάζειν δάκρυ.
.
.
.
Ο θρήνος της Αντιγόνης
(Αντιγόνη Σοφοκλή,στίχοι 877-882,891-928)
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Αντιγονη
ακλαυτη,μισητή,χωρίς τραγούδια γάμου
με πανε τη δυστυχη στον αγύριστο δρόμο,
ποτέ πια του ήλιου το φως να μην ξαναδώ
με καταδικάζουν την κακότυχη,
κανεις για τη μοίρα μου απ' τους φιλους
δεν δακρύζει και στεναζει
.
.
Αντιγονη
ταφε μου,νυφικό κρεβάτι μου,βαθειά σκαμμένη
αιωνια κατοικία μου,όπου στους δικούς μου
πάω,που αριθμό μεγάλο νεκρών αφανισμενων
η Περσεφόνη έχει δεχτεί και σ'αυτους τελευταία εγω
μ'ανοσιο κι άδικο πολύ τρόπο θα κατέβω,πριν λήξει
η ζωή που μου'λαχε να ζήσω,όμως πηγαινω πολύ
μεγαλη ελπιδα να με τρέφει πώς θα με καλοδεχτει
ο πατέρας,και σε σενα,μάνα,αγαπητη,και σε σένα,αδελφε,
αγαπημενη,κι αφού πεθάνατε με τα ίδια μου τα χέρια
σας έλουσα σας στόλισα και στους τάφους σας
σπονδές έχυσα,τώρα όμως Πολυνείκη,επειδή
το σώμα σου κήδεψα τέτοια τιμωρία έλαβα,αν και
σε τίμησα όπως οι σοφοί νομιζουν,
ούτε ποτέ αν μητέρα παιδιών ήμουνα που γέννησα
ουτε αν ο άντρας μου αφού πέθανε έλιωνε
ενάντια στους πολίτες τετοιο θα σήκωνα βάρος
για χάρη ποιανού νόμου αυτά τα λέω;
ο άντρας κι αν μου πέθαινε άλλον θα'βρησκα
και παιδι απ'αλλον θα γεννουσα,αν τουτο δω έχανα,
όμως όταν η μητέρα στον Άδη κι ο πατέρας είναι
στα βάθη της γης δεν μπορεί αδελφός ποτέ
να γεννηθεί,με τέτοιο νόμο λοιπόν πάνω απ' όλα
σε τίμησα κι ο Κρεοντας αυτό έκρινε αμαρτημα
και φοβερό θράσος,αδελφέ μου,και τώρα με τραβά
πιάνοντας με έτσι με τά χέρια,χωρις νυφικο κρεβάτι,
χωρίς γαμήλιο τραγούδι,χωρίς γάμου χαρά ν'απολαυσω
ούτε την ανατροφή παιδιού,αλλά έρημος η δυσμοιρη
απο φίλους ζωντανή στων πεθαμένων πηγαίνω
στους σκαμμένους βαθειους ταφους,ποιο δικαιο
των θεών παραβιασα;τι χρειάζεται η δυστυχη στους θεούς
ακόμα να προσβλέπω;σε ποιους συμμάχους να φωνάξω;
όταν την κατηγορία της ασέβειας με την ευσέβεια μου,
απεκτησα,αλλά αν όμως αυτά εδώ στους θεούς σωστά
είναι,αφού καταδικαστω θα αναγνωρίσω σε τι αμάρτησα,
αν όμως αυτοί εδώ αμάρτησαν, εύχομαι να μην πάθουν
μεγαλύτερα κακά απ' αυτά που σε μένα άδικα εκαναν
.
.
Αντιγονη
ἄκλαυτος, ἄφιλος, ἀνυμέναιος ταλαίφρων ἄγομαι
τὰν πυμάταν ὁδόν. οὐκέτι μοι τόδε
λαμπάδος ἱερὸν ὄμμα
θέμις ὁρᾶν ταλαίνᾳ.880
τὸν δ᾽ ἐμὸν πότμον ἀδάκρυτον
οὐδεὶς φίλων στενάζει
Αντιγονη
ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς
οἴκησις ἀείφρουρος, οἷ πορεύομαι
πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς
πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ᾽ ὀλωλότων·
ὧν λοισθία ᾽γὼ καὶ κάκιστα δὴ μακρῷ895
κάτειμι, πρίν μοι μοῖραν ἐξήκειν βίου.
ἐλθοῦσα μέντοι κάρτ᾽ ἐν ἐλπίσιν τρέφω
φίλη μὲν ἥξειν πατρί, προσφιλὴς δὲ σοί,
μῆτερ, φίλη δὲ σοί, κασίγνητον κάρα·
ἐπεὶ θανόντας αὐτόχειρ ὑμᾶς ἐγὼ900
ἔλουσα κἀκόσμησα κἀπιτυμβίους
χοὰς ἔδωκα. νῦν δέ Πολύνεικες, τὸ σὸν
δέμας περιστέλλουσα τοιάδ᾽ ἄρνυμαι.
καίτοι σ᾽ ἐγὼ ᾽τίμησα τοῖς φρονοῦσιν εὖ.
οὐ γάρ ποτ᾽ οὔτ᾽ ἄν, εἰ τέκνων μήτηρ ἔφυν,905
οὔτ᾽ εἰ πόσις μοι κατθανὼν ἐτήκετο,
βίᾳ πολιτῶν τόνδ᾽ ἂν ᾐρόμην πόνον.
τίνος νόμου δὴ ταῦτα πρὸς χάριν λέγω;
πόσις μὲν ἄν μοι κατθανόντος ἄλλος ἦν,
καὶ παῖς ἀπ᾽ ἄλλου φωτός, εἰ τοῦδ᾽ ἤμπλακον,910
μητρὸς δ᾽ ἐν Ἅιδου καὶ πατρὸς κεκευθότοιν
οὐκ ἔστ᾽ ἀδελφὸς ὅστις ἂν βλάστοι ποτέ.
τοιῷδε μέντοι σ᾽ ἐκπροτιμήσασ᾽ ἐγὼ
νόμῳ Κρέοντι ταῦτ᾽ ἔδοξ᾽ ἁμαρτάνειν
καὶ δεινὰ τολμᾶν, ὦ κασίγνητον κάρα.915
καὶ νῦν ἄγει με διὰ χερῶν οὕτω λαβὼν
ἄλεκτρον, ἀνυμέναιον, οὔτε του γάμου
μέρος λαχοῦσαν οὔτε παιδείου τροφῆς,
ἀλλ᾽ ὧδ᾽ ἔρημος πρὸς φίλων ἡ δύσμορος
ζῶσ᾽ εἰς θανόντων ἔρχομαι κατασκαφάς.920
ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην;
τί χρή με τὴν δύστηνον ἐς θεοὺς ἔτι
βλέπειν; τίν᾽ αὐδᾶν ξυμμάχων; ἐπεί γε δὴ
τὴν δυσσέβειαν εὐσεβοῦσ᾽, ἐκτησάμην.
ἀλλ᾽ εἰ μὲν οὖν τάδ᾽ ἐστὶν ἐν θεοῖς καλά,925
παθόντες ἂν ξυγγνοῖμεν ἡμαρτηκότες·
εἰ δ᾽ οἵδ᾽ ἁμαρτάνουσι, μὴ πλείω κακὰ
πάθοιεν ἢ καὶ δρῶσιν ἐκδίκως ἐμέ.
.
.
.
Η Σωσαννα και οι δυο γεροι
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Η Σωσαννα και οι δυο γεροι
Δανιηλ- κεφ. 1-27,Παλαιά Διαθήκη
(μετάφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis)
ήταν ένας άντρας που κατοικούσε στην Βαβυλώνα και το όνομα του
Ιωακειμ,και πήρε γυναίκα,το όνομα Σωσαννα,κόρη του Χελκιου,
όμορφη πολυ και με φόβο Κυριου,και οι γονείς της δίκαιοι και δίδαξαν
την κόρη τους κατά τον νόμο του Μωυσή,και ήταν ο Ιωακείμ πλούσιος
πολυ,και γειτονικά με το σπίτι του είχε κήπο με δέντρα,και σ' αυτόν
πήγαιναν οι Ιουδαίοι επειδή ήταν ο επιφανέστερος όλων,
και αναδείχτηκαν εκείνη τη χρονιά δυο γέροι από τον λαό ως κριτές,
για τους οποίους είπε ο Κύριος:ότι ανομία εξήλθε από την Βαβυλώνα
από γέρους κριτές,οι οποίοι νομίζονταν κυβερνήτες του λαου,
αυτοί παρέμεναν στο σπίτι του Ιωακείμ,κι έρχονταν σ'αυτους όλοι οι
κρινόμενοι,και το μεσημέρι μόλις έφευγαν οι άνθρωποι,εμπαινε
η Σωσαννα και περπατούσε μέσα στον κήπο του άντρα της,και κάθε
μέρα την έβλεπαν οι γέροι να μπαίνει και να περπατά κι ένιωθαν
επιθυμία γι'αυτη,κι ο νους τους διαστραφηκε και χαμηλωναν τα μάτια
να μην βλέπουν στον ουρανό,και ξεχασαν τις δίκαιες εντολες,
κι ήσαν κι οι δυο πολύ τσιμπημενοι μ'αυτη,και δεν είπε ο ένας στον
άλλον τον καημό του,γιατί ντρέπονταν να πουν την επιθυμία τους ότι
ήθελαν να σμιξουν μ'αυτη,και προσπαθούσαν κάθε μέρα να την κοιτανε,
κι είπε ο ένας στον άλλον,ας πάμε στα σπίτια μας γιατι είναι η ώρα να
φάμε,και βγαίνοντας έξω χωρίστηκαν,και πίσω γύρισαν και ρωτώντας
ο ένας τον αλλο τον λόγο,ομολόγησαν την επιθυμία τους,και από κοινου
συμφώνησαν να βρουν την ευκαιρια να την ξεμοναχιασουν,
και συνέβη ενώ παραφυλαγαν να βρουν την κατάληλλη στιγμη να μπει
όπως συχνά έκανε με δύο μόνο κορίτσια στο κήπο κι ήθελε να λουστεί,
γιατί έκανε κάμα,και δεν ήταν κανένας άλλος εκτός από τους δυο γέρους
που ηταν κρυμμένοι και την επερναν μάτι,και είπε στα κορίτσια:φέρτε
μου λάδι και αρωματικα σαπούνια και τις πόρτες του κήπου κλείστε,
για να λουστω,κι εκαναν όπως είπε κι εκλεισαν τις πόρτες του κήπου
και βγήκαν απ' τις πλαϊνές πόρτες για να φέρουν αυτά που τις παράγγειλε
και δεν είδαν τους γέρους,γιατί ήσαν κρυμμένοι,κι όταν βγήκαν έξω τα
κορίτσια σηκώθηκαν οι δυο γεροι κι έτρεξαν σ'αυτη,και είπαν:οι πόρτες
του κήπου είναι κλειστές,και κανένας δεν μας βλέπει,και σένα ποθούμε,
γι'αυτό να μας κάτσεις και να σμίξουμε,αν όμως όχι,θα μαρτυρησομε
πώς μαζί σου ήταν ένας νεαρός και γι'αυτό έδιωξες τα κορίτσια από
σενα,κι αναστεναξε η Σωσαννα κι είπε:με παγιδεψατε από παντού,
γιατι αν αυτό κάνω,θα θανατωθω,αν δεν το κάνω,δεν ξεφεύγω
απ' τα χέρια σας,προτιμότερο μού είναι μην κάνοντας αμαρτία να πέσω
στα χέρια σας παρά να αμαρτήσω ενώπιον του Κυρίου,και φώναξε
η Σωσαννα,φώναξαν και οι δυο γέροι που ήταν κοντά της,και τρέχοντας
ο ένας άνοιξε τις πόρτες του κήπου,όταν άκουσαν τη φωνή στο κήπο
αυτοί που ήταν στο σπίτι όρμησαν μέσα απ' την πλαϊνή πόρτα να δουν
τι συνέβηκε σ'αυτη,μόλις είπαν οι γέροι τα ψεματα τους,ένιωσαν
μεγάλοι ντροπή οι υπηρέτες,γιατί ποτέ δεν ειπώθηκε τέτοιος λόγος
για την Σωσαννα.
.
.
1ΚΑΙ ἦν ἀνὴρ οἰκῶν ἐν Βαβυλῶνι, καὶ ὄνομα αὐτῷ ᾿Ιωακείμ. 2 καὶ ἔλαβε
γυναῖκα, ᾗ ὄνομα Σωσάννα, θυγάτηρ Χελκίου, καλὴ σφόδρα και' φοβουμένη
τὸν Κύριον· 3 καὶ οἱ γονεῖς αὐτῆς δίκαιοι καὶ ἐδίδαξαν τὴν θυγατέρα αὐτῶν
κατὰ τὸν νόμον Μωυσῆ. 4 καὶ ἦν ᾿Ιωακεὶμ πλούσιος σφόδρα, καὶ ἦν αὐτῷ
παράδεισος γειτνιῶν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ· καὶ πρὸς αὐτὸν προσήγοντο οἱ
᾿Ιουδαῖοι διὰ τὸ εἶναι αὐτὸν ἐνδοξότερον πάντων. 5 καὶ ἀπεδείχθησαν δύο πρεσβύτεροι
ἐκ τοῦ λαοῦ κριταὶ ἐν τῷ ἐνιαυτῷ ἐκείνῳ, περὶ ὧν ἐλάλησεν
ὁ δεσπότης, ὅτι ἐξῆλθεν ἀνομία ἐκ Βαβυλῶνος ἐκ πρεσβυτέρων κριτῶν,
οἳ ἐδόκουν κυβερνᾶν τὸν λαόν. 6 οὗτοι προσεκαρτέρουν ἐν τῇ οἰκίᾳ ᾿Ιωκείμ,
καὶ ἤρχοντο πρὸς αὐτοὺς πάντες οἱ κρινόμενοι. 7 καὶ ἐγένετο ἡνίκα
ἀπέτρεχεν ὁ λαὸς μέσον ἡμέρας, εἰσεπορεύετο Σωσάννα καὶ περιεπάτει
ἐν τῷ παραδείσῳ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς. 8 καὶ ἐθεώρουν αὐτὴν οἱ δύο
πρεσβύτεροι καθ᾿ ἡμέραν εἰσπορευομένην καὶ περιπατοῦσαν καὶ ἐγένοντο
ἐν ἐπιθυμίᾳ αὐτῆς. 9 καὶ διέστρεψαν τὸν ἑαυτῶν νοῦν καὶ ἐξέκλιναν τοὺς ὀφθαλμοὺς
αὐτῶν τοῦ μὴ βλέπειν εἰς τὸν οὐρανόν, μηδὲ μνημονεύειν
κριμάτων δικαίων. 10 καὶ ἦσαν ἀμφότεροι κατανενυγμένοι περὶ αὐτῆς
καὶ οὐκ ἀνήγγειλαν ἀλλήλοις τὴν ὀδύνην αὐτῶν, 11 ὅτι ᾐσχύνοντο
ἀναγγεῖλαι τὴν ἐπιθυμίαν αὐτῶν ὅτι ἤθελον συγγενέσθαι αὐτῇ. 12 καὶ παρετηροῦσαν
φιλοτίμως καθ' ἡμέραν ὁρᾶν αὐτήν. 13 καὶ εἶπαν ἕτερος
τῷ ἑτέρῳ· πορευθῶμεν δὴ εἰς οἶκον, ὅτι ἀρίστου ὥρα ἐστί. καὶ ἐξελθόντες διεχωρίσθησαν
ἀπ' ἀλλήλων, 14 καὶ ἀνακάμψαντες ἦλθον ἐπὶ τὸ αὐτὸ καὶ ἀνετάζοντες ἀλλήλους τὴν
αἰτίαν, ὡμολόγησαν τὴν ἐπιθυμίαν αὐτῶν· καὶ
τότε κοινῇ συνετάξαντο καιρὸν ὅτε αὐτὴν δυνήσονται εὑρεῖν μόνην. 15
καὶ ἐγένετο ἐν τῷ παρατηρεῖν αὐτοὺς ἡμέραν εὔθετον εἰσῆλθέ ποτε
καθὼς ἐχθὲς καὶ τρίτης ἡμέρας μετὰ δύο μόνων κορασίων καὶ ἐπεθύμησε λούσασθαι
ἐν τῷ παραδείσῳ, ὅτι καῦμα ἦν. 16 καὶ οὐκ ἦν οὐδεὶς ἐκεῖ
πλὴν οἱ δύο πρεσβύτεροι κεκρυμμένοι καὶ παρατηροῦντες αὐτήν. 17 καὶ
εἶπε τοῖς κορασίοις· ἐνέγκατε δή μοι ἔλαιον καὶ σμήγματα καὶ τὰς θύρας
τοῦ παραδείσου κλείσατε, ὅπως λούσωμαι. 18 καὶ ἐποίησαν καθὼς εἶπε
καὶ ἀπέκλεισαν τὰς θύρας τοῦ παραδείσου καὶ ἐξῆλθαν κατὰ τὰς πλαγίας
θύρας ἐνέγκαι τὰ προστεταγμένα αὐταῖς καὶ οὐκ εἴδοσαν τοὺς πρεσβυτέρους,
ὅτι ἦσαν κεκρυμμένοι. 19 καὶ ἐγένετο ὡς ἐξήλθοσαν τὰ κοράσια, καὶ
ἀνέστησαν οἱ δύο πρεσβῦται καὶ ἐπέδραμον αὐτῇ 20 καὶ εἶπον· ἰδοὺ αἱ
θύραι τοῦ παραδείσου κέκλεινται, καὶ οὐδεὶς θεωρεῖ ἡμᾶς, καὶ ἐν ἐπιθυμίᾳ
σού ἐσμεν· διὸ συγκατάθου ἡμῖν καὶ γενοῦ μεθ' ἡμῶν· 21 εἰ δὲ μή, καταμαρτυρήσομέν
σου ὅτι ἦν μετὰ σοῦ νεανίσκος καὶ διὰ τοῦτο
ἐξαπέστειλας τὰ κοράσια ἀπὸ σοῦ. 22 καὶ ἀνεστέναξε Σωσάννα καὶ εἶπε·
στενά μοι πάντοθεν· ἐάν τε γὰρ τοῦτο πράξω, θάνατός μοί ἐστιν, ἐάν τε
μὴ πράξω, οὐκ ἐκφεύξομαι τὰς χεῖρας ὑμῶν. 23 αἱρετώτερόν μοί ἐστι μὴ πράξασαν
ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας ὑμῶν ἢ ἁμαρτεῖν ἐνώπιον Κυρίου. 24 καὶ ἀνεβόησε φωνῇ μεγάλῃ
Σωσάννα, ἐβόησαν δὲ καὶ οἱ δύο πρεσβῦται
κατέναντι αὐτῆς. 25 καὶ δραμὼν ὁ εἷς ἤνοιξε τὰς θύρας τοῦ παραδείσου.
26 ὡς δὲ ἤκουσαν τὴν κραυγὴν ἐν τῷ παραδείσῳ οἱ ἐκ τῆς οἰκίας,
εἰσεπήδησαν διὰ τῆς πλαγίας θύρας ἰδεῖν τὸ συμβεβηκὸς αὐτῇ. 27
ἡνίκα δὲ εἶπαν οἱ πρεσβῦται τοὺς λόγους αὐτῶν, κατῃσχύνθησαν
οἱ δοῦλοι σφόδρα, ὅτι πώποτε οὐκ ἐρρήθη λόγος τοιοῦτος περὶ
Σωσάννης.
.
.
.
Εικόνες της κρίσης της Κασσάνδρας
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Το παραληρημα της Κασσάνδρας
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
(Αγαμεμνων Αισχύλου,στίχοι 1085-87,1090-92,1095-97,1100-04,
1107-11,1114-18,1125-29,1136-39,1146-49)
μετάφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Το παραληρημα της Κασσάνδρας
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
έφτασαν σήμερα το μεσημέρι στις Μυκήνες,ζεστη,καύσωνας,τα
τζιτζίκια σε έκρηξη στα δέντρα,άκουγε τα λόγια της στον Αγαμέμνονα,
η γυναίκα που τιμάει τον άντρα της κι άλλον δεν βάζει στο κρεβατι
της,υποκρισία,πως δεν άντεχε να ακούει τα κακά νέα του πολέμου,
και τρελονταν μήπως εκεί σκοτώνονταν,τώρα ήρθε και τους
περιμένουν ευτυχισμένες μέρες,τα αγαπημένα παιδιά τους,η Χρυσοθεμη,
ο Ορέστης,και η...,εκεί άλλαξε η φωνή της,..η Ηλέκτρα μας,το 'μας'
το τονισε με ένα παράξενο τρόπο,εκείνος την πίστεψε,γελούσε μάλιστα
ικανοποιημένος,κι αυτή,την κοίταξε,αν και βαρβαρική είναι γερή
κοπέλα για δούλα μας,ένιωσε την ειρωνία,τη ζήλεια της να την
τρώει,ήρθε κι ο ξάδερφος ο Αίγισθος τον φίλησε σταυρωτά,φιλί
φιδιού,όλα τα έβλεπε καθαρά,τη νύχτα αφού τον ναρκωνε θα'βγαινε
στον κήπο να τον συναντήσει,στο σκοτάδι θα αγκαλιάζονταν,
και μετά εκείνος θα της έδινε το δίκτυ,με αυτό θα τον τύλιγε μέσα
στο λουτρό,σαν ψάρι,και με το μαχαίρι εκείνος θα τον έσφαζε,
έπειτα θα έρχονταν η σειρά της,της ήρθε στο νου η πόλη της,
ο πατέρας,η μάνα,τ'αδελφια,όλα κάηκαν,αφανίστηκαν,ζαλίστηκε
έπεσε στο χώμα,το κορμί της ταράζονταν,από το στόμα της έβγαζε
αφρούς,έσχιζε τα ρούχα της,μαζεύτηκαν γύρω της,αφήστε την,
φώναξε η Κλυταιμνήστρα,επιληπτικη είναι,θα της περάσει,
ο Αίγισθος κοιτούσε τα γυμνωμενα πόδια της,όταν ηρέμησε,μαξεψτε
την είπε η Κλυταιμνήστρα και κλειδώστε την στο δωμάτιο,
ξύπνησε μέσα στη νύχτα,σκοτάδι,ακουσε ένα τριζόνι στο δωμάτιο,
περασε ώρα,άπειρη ώρα,ξαφνικά μέσα στη νύχτα μια κραυγη,
το ουρλιαχτό ενός ζώου που το σφάζουν,έγινε,τελείωσε,άκουσε
το κλειδί στη πόρτα,μια σκιά στη πόρτα,την πλησίασε,άκουσε την
βαριά ανάσα,μην φοβασε,εγώ είμαι,ήταν ο Αίγισθος,την αρπαξε,
μου αρέσεις,της είπε,βρωμουσε κρασί,έβαλε το χέρι του δυνατά
πάνω στο στόμα της,μην φωνάξεις,δεν θα πετύχεις τίποτα,κανένας
δεν θα σε πιστέψει,μια πόρνη,μια αμοροζα,μια βάρβαρη ξένη,
τον έσπρωξε,με τα νύχια τον έσχισε,εκείνος ήταν πιο δυνατός,
ένοιωσε το σπέρμα του στον κόλπο της σαν δηλητήριο φιδιού,
όταν έφυγε ήταν μισολιποθυμη,σύρθηκε ως τη πόρτα,σηκώθηκε,
βρέθηκε σε ενα σκοτεινό δωμάτιο,σκόνταψε σε κάτι,είδε μια
πήλινη κούκλα σπασμένη,έπειτα βρέθηκε σε άλλο σκοτεινό δωμάτιο,
δεν έκλαιγε,μόνο κρύωνε πολυ,έπειτα σε άλλο σκοτεινό δωματιο,
ήξερε πως σε κάποιο θα την περίμεναν αυτοί δυο να την σκοτώσουν,
άκουγε τα γέλια τους,άνοιξε τη πόρτα και τους είδε,η Κλυταιμνήστρα
φορούσε ένα μακρύ μαύρο φόρεμα κι ο Αίγισθος ένα μαύρο κοστούμι,
την έπιασαν,την ακινητοποίησαν,τα χέρια τους στο λαιμό της,είδε τη
λάμψη του μαχαιριού,έπειτα τίποτα,για πάντα τίποτα,
.
.
Το παραληρημα της Κασσάνδρας
(Αγαμεμνων Αισχύλου)
μετάφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Κασσάνδρα
Απολλονα προστάτη των δρόμων,
αφανιστη μου,που μ'εφερες;
σε ποιο σπιτι;
σπίτι μισητό στους θεούς,που πολλά ξέρει
φονικά συγγενών,λαιμών θηλιές,
ανθρώπων σφαγείο,και χώμα μ'αιμα ραντισμενο
γιατί σ'αυτες εδώ τις μαρτυριες πιστεύω,
βρέφη που σφάζονται και κλαίνε,
και σάρκες ψημενες που ο πατέρας τις έχει φαγωμενες
αλιμονο,άραγε τι να σχεδιάζει;
ποια η νέα μεγάλη συμφορά;
το μεγάλο κακό που μεσα σ'αυτο σχεδιάζεται το σπίτι,
δυσβάσταχτο στους φίλους,αγιατρευτο,
και γλυτωμος δεν ειναι
καταραμένη,τι πας να κάνεις;
τον άντρα του κρεβατιού σου
που μέσα στο λουτρό καθαρίζεις,
πώς να πω το τέλος;
γιατί αυτό γρήγορα θα γινει,
να τεντώνει το'να χέρι
και τ'αλλο χέρι απλώνει
τι'ναι αυτό που βλεπω;
όχι δίκτυ του Άδη,
αλλά η γυναίκα του δίκτυ παγίδα,
αυτή η αιτία του φόνου,
η αχόρταγη κατάρα ας ουρλιάξει
το θρήνο για τον άδοξο θανατο
και να,δες,δες,μακριά βαστα την αγελάδα
απ' τον ταύρο,στα ρούχα αρπάζοντας
μαχαίρι με λαβή μαυροκερατη τον χτυπα,
κι εκείνος πέφτει μέσα στα νερά,
της φονικής λεκάνης σας λέω τα συμβαντα
δυστυχία μου,κακοτυχια μου,
γιατί κι η δική μου συμφορά με πνίγει
γιατί εδώ πέρα τη δυστυχη μ'εφερες;
για τίποτα άλλο παρά να πεθάνουμε μαζί,
γιατί άλλο;
ω μοίρα της γλυκοφωνης αηδονας,
γιατι αυτη οι θεοί την φτερωσαν
και μια γλυκειά ζωή της έδωσαν
χωρίς κλάματα,και σε μένα μένει
με δίκοπο μαχαιρι να με σχισουν
.
.
Κασσάνδρα
Ἄπολλον· Ἄπολλον· [ἀντ. β] 1085
ἀγυιᾶτ᾽, ἀπόλλων ἐμός.
ἆ ποῖ ποτ᾽ ἤγαγές με; πρὸς ποίαν στέγην;
μισόθεον μὲν οὖν· πολλὰ συνίστορα, [στρ. γ] 1090
αὐτόφονα, †κακὰ καρτάναι†
ἀνδρὸς σφαγεῖον καὶ πέδον ῥαντήριον.
μαρτυρίοισι γὰρ τοῖσδ᾽ ἐπιπείθομαι· [ἀντ. γ] 1095
κλαιόμενα τάδε βρέφη σφαγὰς
ὀπτάς τε σάρκας πρὸς πατρὸς βεβρωμένας
ἰὼ πόποι, τί ποτε μήδεται; [στρ. δ] 1100
τί τόδε νέον ἄχος μέγα;
μέγ᾽ ἐν δόμοισι τοῖσδε μήδεται κακόν,
ἄφερτον φίλοισιν, δυσίατον· ἀλκὰ δ᾽
ἑκὰς ἀποστατεῖ
ἰὼ τάλαινα, τόδε γὰρ τελεῖς; [ἀντ. δ]
τὸν ὁμοδέμνιον πόσιν
λουτροῖσι φαιδρύνασα—πῶς φράσω τέλος;
τάχος γὰρ τόδ᾽ ἔσται· προτείνει δὲ χεὶρ ἐκ 1110
χερὸς ὀρεγομένα.
ἒ ἔ, παπαῖ παπαῖ, τί τόδε φαίνεται; [στρ. ε]
ἦ δίκτυόν τί γ᾽ Ἅιδου.1115
ἀλλ᾽ ἄρκυς ἡ ξύνευνος, ἡ ξυναιτία
φόνου. στάσις δ᾽ ἀκόρετος γένει
κατολολυξάτω θύματος λευσίμου
ἆ ἆ, ἰδοὺ ἰδού· ἄπεχε τῆς βοὸς [ἀντ. ε] 1125
τὸν ταῦρον· ἐν πέπλοισιν
μελαγκέρῳ λαβοῦσα μηχανήματι
τύπτει· πίτνει δ᾽ ‹ἐν› ἐνύδρῳ τεύχει.
δολοφόνου λέβητος τύχαν σοι λέγω
ἰὼ ἰὼ ταλαίνας κακόποτμοι τύχαι· [στρ. ζ]1136
τὸ γὰρ ἐμὸν θροῶ πάθος ἐπεγχέασα.
ποῖ δή με δεῦρο τὴν τάλαιναν ἤγαγες;
οὐδέν ποτ᾽ εἰ μὴ ξυνθανουμένην. τί γάρ
ἰὼ ἰὼ λιγείας μόρον ἀηδόνος· [ἀντ. ζ]1146
πτεροφόρον γάρ οἱ περὶ δέμας βάλοντο
θεοὶ γλυκύν τ᾽ ἀγῶνα κλαυμάτων ἄτερ·
ἐμοὶ δὲ μίμνει σχισμὸς ἀμφήκει δορί.
.
.
,
Ιφιγένεια εν Αυλιδι Ευριπίδη,στίχοι 1151-1163)
(μετάφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis)
Κλυταιμνήστρα
άκου λοιπόν,ας μιλήσουμε καθαρά,
χωρίς να μεταχειρισθουμε γλωσσικά τεχνάσματα,
πρώτα θα σε κατηγορισω με τούτο,
χωρίς να το θέλω με τη βια μ'αρπαξες γυναίκα,
τον πρώτο μου άντρα τον Τανταλο σκοτωνοντας
και το βρέφος μου το πέταξες στο χώμα
μεσ'στα λαφυρα σου,
αφού με τη βια απ'το στήθος μου το τραβηξες
και τα δυο του Δία παιδιά,τ'αδέλφια μου,
μ'αστραφτερα άλογα εναντίον σου στρατευσαν
και στον γέρο πατέρα μου τον Τυνδάρεω ικέτης
κατεφυγες για προστασία,
κι έτσι με πήρες στο κρεβάτι σου,
αφού λοιπόν μαζί σου συμβιβάστηκα
για σεκαι για το σπίτι θα παραδεχτείς
πως αμεμπτη γυναίκα ημουν,
ερωτικά πιστη και το σπίτι σου πλούτισα,
ώστε όταν μπαίνεις να χαιρεσε,κι όταν έξω
βγαίνεις να'σαι ευτυχης,
σπάνια τέτοια γυναίκα να βρει να πάρει άντρας,
άχρηστη να'χεις γυναίκα δεν είναι σπανιο
Κλυταιμνήστρα
ἄκουε δή νυν· ἀνακαλύψομεν γὰρ λόγους,
κοὐκέτι παρῳδοῖς χρησόμεσθ᾽ αἰνίγμασιν.
πρῶτον μέν, ἵνα σοι πρῶτα τοῦτ᾽ ὀνειδίσω,
ἔγημας ἄκουσάν με κἄλαβες βίᾳ,
1150τὸν πρόσθεν ἄνδρα Τάνταλον κατακτανών·
βρέφος τε τοὐμὸν σῷ προσούδισας πάλῳ,
μαστῶν βιαίως τῶν ἐμῶν ἀποσπάσας.
καὶ τὼ Διός σε παῖδ᾽, ἐμώ τε συγγόνω,
ἵπποισι μαρμαίροντ᾽ ἐπεστρατευσάτην·
1155πατὴρ δὲ πρέσβυς Τυνδάρεώς σ᾽ ἐρρύσατο
ἱκέτην γενόμενον, τἀμὰ δ᾽ ἔσχες αὖ λέχη.
οὗ σοι καταλλαχθεῖσα περὶ σὲ καὶ δόμους
συμμαρτυρήσεις ὡς ἄμεμπτος ἦ γυνή,
ἐς τ᾽ Ἀφροδίτην σωφρονοῦσα καὶ τὸ σὸν
1160μέλαθρον αὔξουσ᾽, ὥστε σ᾽ εἰσιόντα τε
χαίρειν θύραζέ τ᾽ ἐξιόντ᾽ εὐδαιμονεῖν.
σπάνιον δὲ θήρευμ᾽ ἀνδρὶ τοιαύτην λαβεῖν
δάμαρτα· φλαύραν δ᾽ οὐ σπάνις γυναῖκ᾽ ἔχειν.
.
.
.
My own Empire of Hyperrealistic Photos-Enigma of Elektra
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
(μετάφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis)
Η κρίση της Ηλέκτρας
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
.όλη τη νύχτα άκουγαν το μοιρολόγι της,
τὰ δὲ παννυχίδων κήδη στυγεραὶ
ξυνίσασ᾽ εὐναὶ μογερῶν οἴκων,
ὅσα τὸν δύστηνον ἐμὸν θρηνῶ
πατέρ᾽, ὃν κατὰ μὲν βάρβαρον αἶαν 95
φοίνιος Ἄρης οὐκ ἐξένισεν,
μήτηρ δ᾽ ἡμὴ χὠ κοινολεχὴς
Αἴγισθος, ὅπως δρῦν ὑλοτόμοι
σχίζουσι κάρα φονίῳ πελέκει.
κοὐδεὶς τούτων οἶκτος ἀπ᾽ ἄλλης 100
ἢ ᾽μοῦ φέρεται, σοῦ, πάτερ, οὕτως
αἰκῶς οἰκτρῶς τε θανόντος.
ἀλλ᾽ οὐ μὲν δὴ
λήξω θρήνων στυγερῶν τε γόων,
ἔστ᾽ ἂν παμφεγγεῖς ἄστρων105
ῥιπάς, λεύσσω δὲ τόδ᾽ ἦμαρ,
.μετά τη κριση άλλαξε τελείως,έκοψε συριζα τα μαλλια,
ντύθηκε στα μαύρα,γυρνουσε νύχτες στις ερημιές,
-είναι τρελή,λέγανε,θα κρεμαστεί σε δέντρο η' σε πηγάδι θα πεσει
.έπαψε να τρώει,δεν έπινε νερό,-θα πεθάνει,η δυστυχη,πόσο άλλο
θα αντέξει
.είδε το νερό στη λεκάνη,κοκκίνιζε,η μάνα της κι ο Αίγισθος γελαγαν,
-ειναι το αίμα του πατέρα μου,ούρλιαξε,τον σκοτώσατε,δολοφόνοι,
ξύπνησε,
είδε τις νοσοκόμες από πάνω της,μια με χοντρά γυαλιά της έκανε μια
ενεση στο μπράτσο,
κοιμήθηκε
.ηταν μεσάνυχτα,άγρυπνη,ο μικρός Ορέστης στο διπλανό κρεβατι κοιμόνταν,
τον ξυπνησε-ελα Ορέστη,μη μιλάς,μη μας ακούσουν,τον έπιασε από το χερι
βγήκαν έξω,είχε αστροφεγγια,εκεί πάνω στις πλάκες τήςβαυλής ήταν
δυο ξαπλωμένα σώματα,ακίνητα,-η μανα,είπε το παιδί,τι έπαθε;εκείνη
δεν είπε τιποτα,σήκωσε το φουστάνι της και κατούρησε πάνω στα νεκρά
σώματα τους,-αθλια εζησαν,άθλια και στο θάνατο τους πρέπει,ειπε
.στο ψυχιατρειο,στο πρόγραμμα της αποθεραπείας των ασθενών,είχαν
συστήσει θεατρική ομάδα,εκείνη ζήτησε να συμμετάσχει απαγγέλλοντας
από από την Ηλέκτρα του Σοφοκλή τους στίχους 92-106
.μέρα πολύ ζεστη,μεσημέρι,το πέτρινο θέατρο,όπως τα αρχαία ελληνικά,
αμφιθεατρικό,γεμάτο από τους τροφιμους και τους νοσηλευτές τού
ψυχιατρειου,
βγήκε στη σκηνή,φορούσε μαύρο μακρύ φόρεμα,ακίνητη,αμίλητη έμεινε,
δεν ακούστηκε στον αέρα ο θρήνος της,οι θεατές μέσα τους βαθειά
άκουσαν το πικρό κλάμα της
οι άγρυπνες θλιβερές νύχτες στο άθλιο
κρεβάτι τού καταραμένου σπιτιου ξέρουν
πόσο το δύστυχο μου πατέρα θρηνω,
τον πατέρα που σε βάρβαρη ξένη γη
ο φονιάς του πολέμου Άρης θανατωνοντας τον
δεν δέχτηκε,αλλά η μάνα μου με τον Αιγισθο
που μοιράζει το κρεβάτι,όπως δέντρο
οι ξυλοκόποι το κεφάλι με φονικό πελεκι
σχιζουν,και κανένας άλλος από μένα λύπη
δεν ένιωσε,για σένα,πατέρα,που τόσο
σκληρα και οικτρά πέθανες,αλλά ποτέ
δεν θα σταματήσω πικρα εγώ να μοιρολογω,
όσο ακόμα τ'αστρα λαμπυρίζουν κι όσο αυτη
εδώ τη μέρα αντικριζω
.
.
.
Κλυταιμνήστρα-Ιφιγενεια-
χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Η αγρυπνια της Κλυταιμνήστρας
-χ.ν.κουβελης
Κλυταιμνήστρα ,λόγος προς τον Αγαμέμνονα
(Ιφιγένεια εν Αυλιδι Ευριπίδη στίχοι 1165...1195)
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Μυκήναι,στο ημιφωτισμενο δωμάτιο,
θυμάται τα λόγια που του'πε στην Αυλίδα,πόνος που δεν περνα,αγιατρευτος
για το χαμένο,σφαγμένο παιδί της
και από μια απ'τις κόρες μου σκληρά θα με στερήσεις,
και αν κάποιος σε ρωτήσει
για ποιο λόγο τι σκοτωνεις;
τι θα πεις;λεγε
η' νά το' πω αντι για σένα εγώ;
για να πάρει ο Μενέλαος την Ελενη,πολύ καλά,
μια παλιογυναίκα να ανταλλαχτει
με το παιδί μου,
τα αισχρά ν'αγορασουμε μ'οτι πιο πολύ αγαπάμε,
και στην εκστραεια σαν πας αφήνοντας με στο σπίτι,
και κει χρόνους μείνεις,
με τι καρδιά νομιζεις εγώ θα'μαι στο σπιτι;
όταν δω όλο το σπίτι
και το δωμάτιο της αδειο
απ' αυτή;
μόνη τότε θα κάθομαι νά την κλαιω
και να την θρηνω για πάντα,
σ' έχασα,παιδί μου,ο πατέρας
που σε γέννησε,αυτός ο ίδιος σε σκότωσε,
κανένας άλλος ουτ'αλλο χέρι,
εγώ θα σε τιμωρήσω με τα ίδια μου τα χέρια,
η κραυγή της,
δέκα χρόνια και δεν έχω το παιδί μου,
ούτε γελια,ουτε γαμους
κι όταν στ'Αργος γυρίσεις θα τ'αγκαλιασεις τα παιδιά σου;
αλλα δίκιο δεν έχεις,
ποιο απ'τα παιδιά θα σε κοιτάξει,
για να παραδώσεις ένα απ' αυτά να σφαγει;
καταλαβαίνεις τι κάνεις;
η' μόνο το σκήπτρο σ'ενδιαφερει
και στρατηλάτης να'σαι σε μέλλει;
ναι ο Αίγισθος είναι εραστής μου,σου πήρε το κρεβάτι,το ίδιο σε μισεί
όπως κι εγώ σε μισω,
αυτό μας ενώνει,
τα Θυεστεια Κρίματα είναι ανοησία,
δεν θα δεχτώ ποτέ,για μιαν Ελένη η Ιφιγένεια μου
1165... ὧν μιᾶς σὺ τλημόνως μ᾽ ἀποστερεῖς.
κἄν τίς σ᾽ ἔρηται τίνος ἕκατί νιν κτενεῖς,
λέξον, τί φήσεις; ἢ ᾽μὲ χρὴ λέγειν τὰ σά;
Ἑλένην Μενέλεως ἵνα λάβῃ. καλόν †γένος†,
κακῆς γυναικὸς μισθὸν ἀποτεῖσαι τέκνα.
1170τἄχθιστα τοῖσι φιλτάτοις ὠνούμεθα.
ἄγ᾽, εἰ στρατεύσῃ καταλιπών μ᾽ ἐν δώμασιν,
κἀκεῖ γενήσῃ διὰ μακρᾶς ἀπουσίας,
τίν᾽ ἐν δόμοις με καρδίαν ἕξειν δοκεῖς;
ὅταν θρόνους τῆσδ᾽ εἰσίδω πάντας κενούς,
1175κενοὺς δὲ παρθενῶνας, ἐπὶ δὲ δακρύοις
μόνη κάθωμαι, τήνδε θρηνῳδοῦσ᾽ ἀεί·
Ἀπώλεσέν σ᾽, ὦ τέκνον, ὁ φυτεύσας πατήρ,
αὐτὸς κτανών, οὐκ ἄλλος οὐδ᾽ ἄλλῃ χερί,
η Ηλέκτρα θα με σκοτώσει μαζί με τον Ορέστη,
καθένας το χρέος του,
εγώ πρέπει να σκοτώσω τον φονια του παιδιού μου
κι η Ηλέκτρα κι ο Ορέστης τα παιδιά μου εμένα τη μάνα θα σφαξουν
για το φόνο του πατερα τους,
ἥκων δ᾽ ἐς Ἄργος προσπεσεῖ τέκνοισι σοῖς;
ἀλλ᾽ οὐ θέμις σοι. τίς δὲ καὶ προσβλέψεται
παίδων σ᾽, ἵν᾽ αὐτῶν προσέμενος κτάνῃς τινά;
ταῦτ᾽ ἦλθες ἤδη διὰ λόγων, ἢ σκῆπτρά σοι
1195μόνον διαφέρειν καὶ στρατηλατεῖν μέλει;
είναι βαθειά νύχτα,
μεσανυχτα,
ο Αίγισθος διπλα μου κοιμαται βαθεια,κι εγώ αγρυπνω,
πόσο πονώ, Ιφιγένεια,
.
.
.
Adam and Eve
χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Το προπατορικό αμάρτημα
Γέννησης,3,Παλαιά Διαθήκη
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
2,25
καὶ ἦσαν οἱ δύο γυμνοί, ὅ τε Ἀδὰμ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ, καὶ οὐκ ᾐσχύνοντο
και ήσαν οι δυο γυμνοί,και ο Αδάμ και η γυναίκα του,και δεν ντρέπονταν
3.1
Ὁ δὲ ὄφις ἦν φρονιμώτατος πάντων τῶν θηρίων τῶν ἐπὶ τῆς γῆς, ὧν
ἐποίησε Κύριος ὁ Θεός. καὶ εἶπεν ὁ ὄφις τῇ γυναικί· τί ὅτι εἶπεν ὁ Θεός,
οὐ μὴ φάγητε ἀπὸ παντὸς ξύλου τοῦ παραδείσου;
ο οφις ήταν το πιο πανούργο απ'ολα τα θηρία πάνω στη γη,που ο Κύριος
ο Θεός εδημιουργησε,και είπε ο οφις στη γυναικα,γιατί είπε ο Θεός,
να μην φάτε καρπό από κανένα δέντρου του παραδεισου;
3,2
καὶ εἶπεν ἡ γυνὴ τῷ ὄφει· ἀπὸ καρποῦ τοῦ ξύλου τοῦ παραδείσου φαγούμεθα,
3,3
ἀπὸ δὲ τοῦ καρποῦ τοῦ ξύλου, ὅ ἐστιν ἐν μέσῳ τοῦ παραδείσου, εἶπεν
ὁ Θεός, οὐ φάγεσθε ἀπ᾿ αὐτοῦ, οὐ δὲ μὴ ἅψησθε αὐτοῦ, ἵνα μὴ ἀποθάνητε.
και είπε η γυναίκα στον όφι,απ'τον καρπό δέντρου του παραδεισου
μπορουμε να φαμε,
όμως απ' τον καρπό του δέντρου,που είναι στη μέση του παραδείσου,είπε
ο Θεός,δεν θα φάτε απ'αυτο,ούτε θα το αγγιξετε,για να μην πεθανετε
3,4
καὶ εἶπεν ὁ ὄφις τῇ γυναικί· οὐ θανάτῳ ἀποθανεῖσθε·
3,5
ᾔδει γὰρ ὁ Θεός, ὅτι ᾗ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, διανοιχθήσονται ὑμῶν
οἱ ὀφθαλμοὶ καὶ ἔσεσθε ὡς θεοί, γινώσκοντες καλὸν καὶ πονηρόν.
και είπε ο οφις στη γυναικα,όχι με θάνατο δεν θα πεθανεται
γιατί ο Θεός γνώριζε,ότι αν μια μέρα φάτε απ'αυτο, θ'ανοιχτουν τα μάτια
σας και θα είστε ως θεοί,που θα γνωρίζεται το καλό και πονηρο
3.6
καὶ εἶδεν ἡ γυνή, ὅτι καλὸν τὸ ξύλον εἰς βρῶσιν καὶ ὅτι ἀρεστὸν τοῖς
ὀφθαλμοῖς ἰδεῖν καὶ ὡραῖόν ἐστι τοῦ κατανοῆσαι, καὶ λαβοῦσα ἀπὸ τοῦ
καρποῦ αὐτοῦ ἔφαγε· καὶ ἔδωκε καὶ τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς μετ᾿ αὐτῆς, καὶ
ἔφαγον.
και είδε η γυναίκα,ότι το καλό το δέντρο για να φαγωθεί και ευχαριστο
στα ματια να βλέπεις και ωραίο είναι σκέφτηκε,κι αφού πήρε απ'τον καρπό
του έφαγε,και έδωσε και στον αντρα της μαζί και εφαγαν
3,7
καὶ διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοὶ τῶν δύο, καὶ ἔγνωσαν ὅτι γυμνοὶ ἦσαν, καὶ ἔῤῥαψαν
φύλλα συκῆς καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς περιζώματα.
κι άνοιξαν τα μάτια και των δύο,και κατάλαβαν ότι γυμνοί ήταν,κι ερραψαν
φύλλα συκής και έκαναν καλύμματα να ζωθουν μπροστά
3,8
Καὶ ἤκουσαν τῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ περιπατοῦντος ἐν τῷ παραδείσῳ τὸ δειλινόν,
καὶ ἐκρύβησαν ὅ τε Ἀδὰμ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ ἀπὸ προσώπου Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἐν μέσῳ
τοῦ ξύλου τοῦ παραδείσου.
κι άκουσαν τη φωνή του Θεού καθώς περπατούσαν μέσα στον παράδεισο
το δειλινο,και κρύφτηκαν και ο Αδάμ και η γυναίκα απ'τον πρόσωπο
του Θεού μέσα στα δέντρα του παραδεισου
3,9
καὶ ἐκάλεσε Κύριος ὁ Θεὸς τὸν Ἀδὰμ καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ἀδάμ, ποῦ εἶ;
3,10
καὶ εἶπεν αὐτῷ· τῆς φωνῆς σου ἤκουσα περιπατοῦντος ἐν τῷ παραδείσῳ καὶ ἐφοβήθην,
ὅτι γυμνός εἰμι, καὶ ἐκρύβην
και κάλεσε ο Κύριος ο Θεός τον Αδάμ και είπε σ' αυτόν,Αδάμ που είσαι;
και είπε σ' αυτόν,τη φωνή σου άκουσα ενώ περπατούσα στο παράδεισο
και φοβήθηκα,γιατί γυμνός είμαι,και κρυφτηκα
3,11
καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ Θεός· τίς ἀνήγγειλέ σοι ὅτι γυμνὸς εἶ, εἰ μὴ ἀπὸ τοῦ ξύλου,
οὗ ἐνετειλάμην σοι τούτου μόνου μὴ φαγεῖν, ἀπ᾿ αὐτοῦ ἔφαγες;
και είπε σ' αυτόν ο Θεός,ποιος σου είπε ότι γυμνός είσαι,εκτός αν απ'το
δέντρο,που σου παρηγγειλα απ'αυτο μονο να μην φας,απ'αυτο έφαγες;
3,12
καὶ εἶπεν ὁ Ἀδάμ· ἡ γυνή, ἣν ἔδωκας μετ᾿ ἐμοῦ, αὕτη μοι ἔδωκεν ἀπὸ τοῦ
ξύλου, καὶ ἔφαγον.
3,13
καὶ εἶπε Κύριος ὁ Θεὸς τῇ γυναικί· τί τοῦτο ἐποίησας; καὶ εἶπεν ἡ γυνή·
ὁ ὄφις ἠπάτησέ με, καὶ ἔφαγον
και είπε ο Αδάμ,η γυναίκα,αυτή που μου'δωκες να'ναι μαζί μου,αυτή
μου'δωκε απ'το δέντρο,κι εφαγα
και είπε ο Κύριος ο Θεός στη γυναίκα,γιατί εκανες αυτό; και είπε
η γυναίκα,ο οφις με ξεγέλασε,κι εφαγα,
3,14
καὶ εἶπε Κύριος ὁ Θεὸς τῷ ὄφει· ὅτι ἐποίησας τοῦτο, ἐπικατάρατος σὺ ἀπὸ πάντων
τῶν κτηνῶν καὶ ἀπὸ πάντων τῶν θηρίων τῶν ἐπὶ τῆς γῆς· ἐπὶ τῷ στήθει σου καὶ
τῇ κοιλίᾳ πορεύσῃ καὶ γῆν φαγῇ πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου.
και είπε ο Κύριος ο Θεός στον όφι,αφού αυτό έκανες,καταραμένος θα'σαι
απ'ολα τα κτήνη κι απ'ολα τα θηρία που είναι πάνω στη γη,με το στήθος
και με τη κοιλιά θα σέρνεται και χώμα θα τρως όλες τις μέρες της
ζωής σου
3,15
καὶ ἔχθραν θήσω ἀνὰ μέσον σοῦ καὶ ἀνὰ μέσον τῆς γυναικὸς καὶ ἀνὰ μέσον
τοῦ σπέρματός σου καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματος αὐτῆς· αὐτός σου τηρήσει κεφαλήν,
καὶ σὺ τηρήσεις αὐτοῦ πτέρναν.
και εχτρα θα βάλω ανάμεσα σε σένα και ανάμεσα στη γυναίκα και ανάμεσα
στο σπέρμα σου και ανάμεσα στο σπέρμα αυτής,αυτός θα σου τρυπήσει
το κεφάλι,και συ θα του τρυπήσεις τη φτερνα
3,16
καὶ τῇ γυναικὶ εἶπε· πληθύνων πληθυνῶ τὰς λύπας σου καὶ τὸν στεναγμόν
σου· ἐν λύπαις τέξῃ τέκνα, καὶ πρὸς τὸν ἄνδρα σου ἡ ἀποστροφή σου, καὶ
αὐτός σου κυριεύσει.
και στη γυναίκα είπε,θα πολλαπλαπλασιασω πολλαπλασιάζοντας τις
λύπες σου και τον στεναγμό,με πόνους θα γεννας παιδια,και στον αντρα
σου το καταφύγιο σου,και αυτός κύριος σου
3,17
τῷ δὲ Ἀδὰμ εἶπεν· ὅτι ἤκουσας τῆς φωνῆς τῆς γυναικός σου καὶ ἔφαγες ἀπὸ
τοῦ ξύλου, οὗ ἐνετειλάμην σοι τούτου μόνου μὴ φαγεῖν, ἀπ᾿ αὐτοῦ ἔφαγες, ἐπικατάρατος
ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις σου· ἐν λύπαις φαγῇ αὐτὴν πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου·
στον δε Αδάμ είπε,επειδή άκουσες τι σου είπε η γυναίκα σου κι εφαγες
απ'το δέντρο,που σου παρηγγειλα απ'αυτο μονο να μην φας,απ'αυτο έφαγες,
καταραμένη η γη που θα εργάζεσαι,με στεναχώριες θα τρως απ'αυτή όλες
τις μέρες της ζωής σου,
3,18
ἀκάνθας καὶ τριβόλους ἀνατελεῖ σοι, καὶ φαγῇ τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ.
3,19
ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγῇ τὸν ἄρτον σου, ἕως τοῦ ἀποστρέψαι σε εἰς τὴν
γῆν, ἐξ ἧς ἐλήφθης, ὅτι γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ·
αγκάθια και ζιζάνια θα σου φυτρώνει ,και θα τρως το χορτάρι τ'αγρου
με τον ιδρώτα του προσώπου σου θα τρως το ψωμί σου,έως ότου επιστρεψεις στη γη,
απ' την οποία πλαστηκες,γιατί γη είσαι και στη γη θα ξαναγυρισεις
.
.
.
η Άλκηστις αποχαιρετά τα παιδιά και τον άντρα της
(Άλκηστις Ευριπίδη,στίχοι 302-325)
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
γιατί τα παιδια μας αγαπάς όχι λιγότερο
από μένα,κι αφου προσέξεις,μεγάλωσε τα
να γίνουν κύριοι του σπιτιού μας,
και μη παντρευτεις μητρια για τα παιδιά
που κατώτερη θα'ναι από μενα και φθονερο
θ'απλώσει χέρι πάνω στα δικά σου και δικά μου
παιδιά,μη λοιπον το κάνεις αυτό,σε παρακαλώ,
γιατί εχθρικά φέρεται η μητριά στα παιδιά
απ'αλλη γυναίκα πριν,από οχιά πιο επικίνδυνη,
και τ'αρσενικο παιδί τον πατέρα έχει πύργο
γερό να το υπερασπίζει,εσυ όμως κόρη μου,
πώς θα περάσεις τα παρθενικα σου χρόνια καλά;
ποια θα σου τύχει μητριά γυναίκα του πατερα σου;
να μη σου βγάλει κακό όνομα στη ακμή της νιότης
και τα συνοικέσια για γάμο σού καταστρέψει,
γιατί η μάνα σου ποτέ δεν θα σε δει νυφουλα,
ούτε στις γέννες σου,κόρη μου,θα σου συμπαρασταθεί,
που απ'της μάνας τη φροντίδα τίποτα πιο καλό,
γιατί πρέπειβνα πεθάνω,κι αυτό το κακό σε μένα
ουτε αύριο ούτε μεθαύριο θα'ρθει αλλα τωρα
μ'αυτους που δεν υπάρχουν θα λογαριαζομαι,
σας χαιρετώ να'στε χαρούμενα,και συ,άντρα μου,
να περηφανευεσαι πως γυναίκα ενάρετη πήρες,
κι εσείς,παιδιά μου,πως τέτοια μάνα σας γέννησε,
........................................τούσδε γὰρ φιλεῖς
οὐχ ἧσσον ἢ ᾽γὼ παῖδας, εἴπερ εὖ φρονεῖς·
τούτους ἀνάσχου δεσπότας ἐμῶν δόμων,
καὶ μὴ ᾽πιγήμῃς τοῖσδε μητρυιὰν τέκνοις,305
ἥτις κακίων οὖσ᾽ ἐμοῦ γυνὴ φθόνῳ
τοῖς σοῖσι κἀμοῖς παισὶ χεῖρα προσβαλεῖ.
μὴ δῆτα δράσῃς ταῦτά γ᾽, αἰτοῦμαί σ᾽ ἐγώ.
ἐχθρὰ γὰρ ἡ ᾽πιοῦσα μητρυιὰ τέκνοις
τοῖς πρόσθ᾽, ἐχίδνης οὐδὲν ἠπιωτέρα.310
καὶ παῖς μὲν ἄρσην πατέρ᾽ ἔχει πύργον μέγαν,
[ὃν καὶ προσεῖπε καὶ προσερρήθη πάλιν].
σὺ δ᾽ ὦ τέκνον μοι, πῶς κορευθήσῃ καλῶς;
ποίας τυχοῦσα συζύγου τῷ σῷ πατρί;
μή σοί τιν᾽ αἰσχρὰν προσβαλοῦσα κληδόνα 315
ἥβης ἐν ἀκμῇ σοὺς διαφθείρῃ γάμους.
οὐ γάρ σε μήτηρ οὔτε νυμφεύσει ποτὲ
οὔτ᾽ ἐν τόκοισι σοῖσι θαρσυνεῖ, τέκνον,
παροῦσ᾽, ἵν᾽ οὐδὲν μητρὸς εὐμενέστερον.
δεῖ γὰρ θανεῖν με· καὶ τόδ᾽ οὐκ ἐς αὔριον 320
οὐδ᾽ ἐς τρίτην μοι μηνὸς ἔρχεται κακόν,
ἀλλ᾽ αὐτίκ᾽ ἐν τοῖς οὐκέτ᾽ οὖσι λέξομαι.
χαίροντες εὐφραίνοισθε· καὶ σοὶ μέν, πόσι,
γυναῖκ᾽ ἀρίστην ἔστι κομπάσαι λαβεῖν,
ὑμῖν δέ, παῖδες, μητρὸς ἐκπεφυκέναι.325
.
.
.
Ιφιγένεια εν Αυλίδι,κρατήρας,περίπου 360-350 πΧ-Φεραρα,
Museo Nationale di Spina,Ιταλία
Ιφιγένεια εν Αυλίδι Ευριπίδη,στίχοι 16-32
(γνωμολογικα:
θνητὸς γὰρ ἔφυς. κἂν μὴ σὺ θέλῃς)
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Αγαμέμνων
σε ζηλεύω,γέροντα,
ζηλεύω απ'τους ανθρώπους αυτόν που ακίνδυνα
τη ζωή πέρασε άγνωστος χωρίς δοξα
κι αυτούς που αξιωματα πήραν πολύ λιγο ζηλευω
Γεροντας
κι όμως σ'αυτά στη ζωή αυτή εδώ δίνουμε αξια
Αγαμέμνων
όμως αυτο τ'αξιωμα είναι το σφάλμα
κι οι τιμές
αν και γλυκές,σε λύπη φερνουν,
κάποτε των θεών αυτά π'αξιωνουν
ανατρέπουν τη ζωή,κάποτε των ανθρώπων
οι αλογες κι αδιάλλακτες γνώμες καταστρεφουν
Γεροντας
αυτά δεν συμφωνώ απ' αρχηγό αντρα ν'ακουω,
δεν σε γέννησε για όλα τ'αγαθα
Αγαμεμνωνα,ο Αντρέας,
μα να χαίρεσαι και να λυπάσαι πρεπει
γιατί θνητός γεννήθηκες,κι ας μην το θελεις
.
.
Αγαμέμνων
ζηλῶ σέ, γέρον,
ζηλῶ δ᾽ ἀνδρῶν ὃς ἀκίνδυνον
βίον ἐξεπέρασ᾽ ἀγνὼς ἀκλεής·
τοὺς δ᾽ ἐν τιμαῖς ἧσσον ζηλῶ.
Πρεσβύτης
καὶ μὴν τὸ καλόν γ᾽ ἐνταῦθα βίου.20
Αγαμέμνων
τοῦτο δέ γ᾽ ἐστὶν τὸ καλὸν σφαλερόν,
καὶ τὸ πρότιμον
γλυκὺ μέν, λυπεῖ δὲ προσιστάμενον.
τοτὲ μὲν τὰ θεῶν οὐκ ὀρθωθέντ᾽
ἀνέτρεψε βίον, τοτὲ δ᾽ ἀνθρώπων 25
γνῶμαι πολλαὶ
καὶ δυσάρεστοι διέκναισαν.
Πρεσβύτης
οὐκ ἄγαμαι ταῦτ᾽ ἀνδρὸς ἀριστέως.
οὐκ ἐπὶ πᾶσίν σ᾽ ἐφύτευσ᾽ ἀγαθοῖς,
Ἀγάμεμνον, Ἀτρεύς. 30
δεῖ δέ σε χαίρειν καὶ λυπεῖσθαι·
θνητὸς γὰρ ἔφυς. κἂν μὴ σὺ θέλῃς,
.
.
.
Φωτογράφιση
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Η τελευταία εικόνα της Κίρκης στον Ελπηνορα
-Ομηρου Οδύσσεια ραψωδία κ', στιχοι 552-560
-μετάφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
αυτή ήταν η τελευταία εικόνα της Κίρκης που είδε ο Ελπηνορας
κι όταν γκρεμιστηκε και σκοτωθηκε αυτή πάγωσε
για πάντα στο μυαλό του
κι αυτή είναι η περιγραφή του τραγικού συμβάντος από τον Όμηρο
στην Οδύσσεια,ραψωδία κ',στίχοι 552-560
Κάποιος Ελπήνωρας που ήταν ο πιο νέος,
ούτε πολύ γενναίος στο πόλεμο,ούτε στα μυαλά
ήταν στα καλά του,
αυτός χωρίς τους συντρόφους
στη ψηλή ταράτσα του σπιτιού της Κίρκης
για να δροσιστει
ξάπλωσε με το κεφάλι απ'το κρασί βαρύ,
ακούγοντας τους συντρόφους που ομαδικά
κινησαν να φύγουν και το θόρυβο
ασυναίσθητα πετάχτηκε πανω και
υπνωτισμενος όπως ηταν πισω ξανα δεν πηγε
τη μεγάλη σκάλα να κατέβει
αλλά απ' την άκρη της σκεπής έπεσε κάτω,
έσπασε τους αστραγάλους του αυχένα
κι η ψυχή κατέβηκε στον Αδη
Ἐλπήνωρ δέ τις ἔσκε νεώτατος, οὔτε τι λίην
ἄλκιμος ἐν πολέμῳ οὔτε φρεσὶν ᾗσιν ἀρηρώς,
ὅς μοι ἄνευθ' ἑτάρων ἱεροῖσ' ἐν δώμασι Κίρκης,
ψύχεος ἱμείρων, κατελέξατο οἰνοβαρείων·555
κινυμένων δ' ἑτάρων ὅμαδον καὶ δοῦπον ἀκούσας
ἐξαπίνης ἀνόρουσε καὶ ἐκλάθετο φρεσὶν ᾗσιν
ἄψοῤῥον καταβῆναι ἰὼν ἐς κλίμακα μακρήν,
ἀλλὰ καταντικρὺ τέγεος πέσεν· ἐκ δέ οἱ αὐχὴν
ἀστραγάλων ἐάγη, ψυχὴ δ' Ἄϊδόσδε κατῆλθεν
.
.
.
.
.
Φωτογράφιση
χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Η Ελένη λέει
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Ελένη Ευριπίδη στίχοι 123-142
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
η Ελένη μου λέει:
πήγαν στην μεγάλη εκστρατεία,πολλοί χάθηκαν κι απ'τις δυο μεριές,Έλληνες και Τρώες,
ο Παλαμήδης,ο Πάτροκλος,ο Έκτορας,ο Αίαντας,ήρωες,οι γυναίκες Ελληνίδες Τρωαδιτισες
με καταριονταν,μια παλιό γυναίκα,μια πόρνη,μια μοιχαλίδα έφταιγε,ας οψεται η ομορφιά
της,
πόσο λαθος ειχαν,δεν ήξεραν την αλήθεια,ποτέ δεν πήγα στη Τροία,στην Αίγυπτο
βρέθηκα,στη χώρα του Νείλου,ασήμαντη γυναικούλα,ξενοδουλεψα για να ζήσω,πολλοί
άντρες μου ρίχτηκαν,δεν πήγα με κανένα τους,δεν είμαι πιστή ούτε απιστη σε κανέναν
άντρα,είμαι γυναίκα,η Ελένη,δεν θέλω να γυρίσω βασίλισσα στη Σπάρτη,μια απλή
γυναίκα να'μαι θελω,να λούζομαι στο ρέμα του Ευρώτα,να με ξυπνούν και να με
κοιμίζουν τ'αηδονια,
στις Αμύκλες να ζω ταπεινά,η ομορφιά μου θα περάσει,προσκαιρη,φθαρτή,είμαι
άνθρωπος,να ζήσω ήρεμα,δεν είμαι αιτία κανενός πολέμου,κανενός γάμου
μοιχαλιδα,κανενός θεσμού διαφθορεας,δεν κοιτάζω στους καθρεφτες,ανυπόφορη
η ομορφιά μου,ακραία,απανθρωπη,υπεράνθρωπη,τιμωρία,δεν είμαι η Ωραία Ελένη
κανενός,είμαι η Ελένη που φοβάται,που τις νύχτες μένει ξάγρυπνη,βγαίνω στο κήπο
και με πνίγει το φως της πανσελήνου,ακούω μακρυά τα σκυλιά να γαυγίζουν αόρατους
εχθρούς,ένας κόσμος σκληρός με περικλείει,
είμαι η βασίλισσα Ελένη που έφυγε με τον Πάρι Αλέξανδρο,είμαι η Ελένη στη Τροία που
έκλαψα τον αγαπημένο μου αντραδελφο Έκτορα,είμαι η Ελένη που έκανα κακο στη μάνα
μου τη Λήδα και κρεμαστηκε,στα αδέρφια μου τους Διόσκουρους που σφάχτηκαν για
χάρη μου,είμαι η μάνα που παράτησε το παιδί της την Ερμιόνη για τους πλανερους
έρωτες της Κυπριας,είμαι η απιστη γυναίκα του βασιλιά Μενελάου,είμαι η Ελένη
του Ευριπίδη στην Αίγυπτο,είμαι η Ελένη που σου μιλάει και είναι ερωτευμένη μαζί σου
.
την φωτογράφισα,
στην ασπρόμαυρη ταινία με οξύ κοντραστ,το πρόσωπο της,
στον ήχο ακούγεται το παρακάτω απόσπασμα από την Ελένη του Ευριπιδη
Ελένη Ευριπίδη
στίχοι 123-142
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Ελένη
είναι τωρα στο σπίτι με τον άντρα της τον Μενέλαο;
Τεύκρος
ούτε στο Άργος ούτε στα ρευματα του Ευρωτα,
Ελένη
πόσο κακό αυτό εδω που είπες και για κεινους που θα το ακούσουν κακο
Τευκτρος
εκείνος είναι,λένε, εξαφανισμένος μαζί με τη γυναίκα του
Ελένη
δεν πήραν τον ίδιο δρόμο γυρισμου όλοι οι Αργειτες;
Τευκτρος
πήραν,αλλά καταιγίδα
αλλού για αλλού τους χώρισε
Ελένη
σε ποιο μέρος της βαθειας θάλασσας;
Τευκτρος
καθώς στη μέση του Αιγαιου περνούσαν
Ελένη
κι από τότε τον Μενέλαο
κανείς δεν είδε να φτάνει;
Τευκτρος
κανείς,
πεθαμένος σ'ολη την Ελλάδα λένε πως ειναι
Ελένη
μου'ρχεται συμφορά,
η κόρη του Θεστιου ζει;
Τευκτρος
για τη Λήδα είπες;
πάει πέθανε πια
Ελένη
η ντροπή για την Ελένη δεν την
την σκοτωσε;
Τευκτρος
έτσι λένε,
με θηλιά που πέρασε στον απαλό λαιμό της
Ελένη
του Τυνδάρεω ζουν
η' δεν ζουν οι γιοι
Τευκτρος
έχουν πεθάνει και δεν έχουν πεθάνει,
δύο υπάρχουν φημες
Ελένη
ποια απ'τις δυο η πιο καλή;
πόσο δυστυχη εγώ απ'τις συμφορες
Τευκτρος
έγιναν άστρα και για θεούς τους εχουν
Ελένη
καλό αυτό που είπες,
η αλλη ποια είναι;
Τευκτρος
για την αδερφή τους σφάχτηκαν και τελείωσαν
τον βίο
.
.
Ελένη
ἤδη δ᾽ ἐν οἴκοις σὺν δάμαρτι Μενέλεως;
Τευκτρος
οὔκουν ἐν Ἄργει ‹γ᾽› οὐδ᾽ ἐπ᾽ Εὐρώτα ῥοαῖς.
Ελενη
124αἰαῖ· κακὸν τόδ᾽ εἶπας οἷς κακὸν λέγεις.
Τευκτρος
ὡς κεῖνος ἀφανὴς σὺν δάμαρτι κλήιζεται.
Ελένη
οὐ πᾶσι πορθμὸς αὑτὸς Ἀργείοισιν ἦν;
Τευκτρος
ἦν, ἀλλὰ χειμὼν ἄλλοσ᾽ ἄλλον ὥρισεν.
Ελενη
ποίοισιν ἐν νώτοισι ποντίας ἁλός;
Τευκτρος
130 μέσον περῶσι πέλαγος Αἰγαίου πόρου.
Ελένη
κἀκ τοῦδε Μενέλεων οὔτις οἶδ᾽ ἀφιγμένον;
Τευκτρος
οὐδείς· θανὼν δὲ κλήιζεται καθ᾽ Ἑλλάδα.
Ελενη
ἀπωλόμεσθα· Θεστιὰς δ᾽ ἔστιν κόρη;
Τευκτρος
Λήδαν ἔλεξας; οἴχεται θανοῦσα δή.
Ελένη
135 οὔ πού νιν Ἑλένης αἰσχρὸν ὤλεσεν κλέος;
Τευκτρος
φασίν, βρόχωι γ᾽ ἅψασαν εὐγενῆ δέρην.
Ελένη
οἱ Τυνδάρειοι δ᾽ εἰσὶν ἢ οὐκ εἰσὶν κόροι;
Τευκτρος
τεθνᾶσι κοὐ τεθνᾶσι· δύο δ᾽ ἐστὸν λόγω.
Ελένη
πότερος ὁ κρείσσων; ὦ τάλαιν᾽ ἐγὼ κακῶν.
Τευκτρος
140 ἄστροις σφ᾽ ὁμοιωθέντε φάσ᾽ εἶναι θεώ.
Ελένη
καλῶς ἔλεξας τοῦτο· θάτερον δὲ τί;
Τευκτρος
σφαγαῖς ἀδελφῆς οὕνεκ᾽ ἐκπνεῦσαι βίον.
.
.
.
εικόνες της Ηλέκτρας
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Ηλέκτρα Σοφοκλή
στίχοι 86-120
-Μονολογος -
--μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
ω εσύ αγνό φως κι εσύ
στη γη ισότιμε αερα,
τις πολλές ακούτε θρηνωδιες μου,
και τα πολλά βροντερά χτυπηματα
στα ματωμένα στηθη
όταν η ζοφερή νύχτα αποχωρει,
και την νυχτερινή μου θλίψη
τ'αθλιο ξέρει κρεβάτι μου
μέσ'στο καταραμένο σπιτι,
πόσο τον δύστυχο θρηνω πατέρα μου,
που στη βάρβαρη ξενη γη
ο Άρης ο φονιας θάνατο δεν εδωσε,
αλλά η μάνα μου κι ο εραστής της
στο κρεβάτι Αιγισθος,
όπως δέντρο ξυλοκόποι το κεφάλι
σχίζουν με φονικό πελεκι,
και κανένας από μένα άλλος
δεν λυπηθηκε,πατέρα,
για τον σκληρό κι οικτρο σου θανατο,
αλλά ποτέ δεν θα πάψω να θρηνω
θλιβερα και να βογγω,
όσο τ'αστρα θα φεγγοβολουν,
κι αυτό το φως θα βλέπω της μέρας,
όπως η Αηδόνα που'χασε το παιδί της
ο θρήνος μου ακαταπαυστα
σ'αυτες εδώ τις πατρικές πόρτες
παντού θ'αντηχει,
ω σπίτι τ'Αδη και της Περσεφόνης,
ω του κάτω κόσμου Ερμή
και σεβάσμια κυρά Αρά
και σεμνές κόρες των θεών Ερινύες,
που βλέπετε όσους αδικα πεθαίνουν,
κι οσους τα κρεβάτια κρυφά κλεβουν,
ελάτε,βοηθήστε,
τιμωρήστε του πατέρα μου τον φόνο,
και στείλτε μου τον αδελφό μου,
γιατί μόνη δεν έχω πια τη δύναμη
να σηκώνω της λύπης και να ισορροπω
το ενάντιο φορτίο
ὦ φάος ἁγνὸν
καὶ γῆς ἰσόμοιρ᾽ ἀήρ, ὥς μοι
πολλὰς μὲν θρήνων ᾠδάς,
πολλὰς δ᾽ ἀντήρεις ᾔσθου
90στέρνων πλαγὰς αἱμασσομένων,
ὁπόταν δνοφερὰ νὺξ ὑπολειφθῇ·
τὰ δὲ παννυχίδων κήδη στυγεραὶ
ξυνίσασ᾽ εὐναὶ μογερῶν οἴκων,
ὅσα τὸν δύστηνον ἐμὸν θρηνῶ
95πατέρ᾽, ὃν κατὰ μὲν βάρβαρον αἶαν
φοίνιος Ἄρης οὐκ ἐξένισεν,
μήτηρ δ᾽ ἡμὴ χὠ κοινολεχὴς
Αἴγισθος, ὅπως δρῦν ὑλοτόμοι
σχίζουσι κάρα φονίῳ πελέκει.
100κοὐδεὶς τούτων οἶκτος ἀπ᾽ ἄλλης
ἢ ᾽μοῦ φέρεται, σοῦ, πάτερ, οὕτως
αἰκῶς οἰκτρῶς τε θανόντος.
ἀλλ᾽ οὐ μὲν δὴ
λήξω θρήνων στυγερῶν τε γόων,
105ἔστ᾽ ἂν παμφεγγεῖς ἄστρων
ῥιπάς, λεύσσω δὲ τόδ᾽ ἦμαρ,
μὴ οὐ τεκνολέτειρ᾽ ὥς τις ἀηδὼν
ἐπὶ κωκυτῷ τῶνδε πατρῴων
πρὸ θυρῶν ἠχὼ πᾶσι προφωνεῖν.
110ὦ δῶμ᾽ Ἀίδου καὶ Περσεφόνης,
ὦ χθόνι᾽ Ἑρμῆ καὶ πότνι᾽ Ἀρά,
σεμναί τε θεῶν παῖδες Ἐρινύες,
αἳ τοὺς ἀδίκως θνῄσκοντας ὁρᾶθ᾽,
αἳ τοὺς εὐνὰς ὑποκλεπτομένους,
115ἔλθετ᾽, ἀρήξατε, τείσασθε πατρὸς
φόνον ἡμετέρου,
καί μοι τὸν ἐμὸν πέμψατ᾽ ἀδελφόν.
μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ
120λύπης ἀντίρροπον ἄχθος.
.
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου