.
.
LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
-Αἰσώπου Μῦθοι
-Ἀγαλματοπώλης-Ἀετὸς καὶ κολοιὸς καὶ ποιμήν-Αἴλουρος καὶ ἀλεκτρυών-Αἰσχρὰ δούλη καὶ Ἀφροδίτη-Ἀλώπηξ καὶ κροκόδειλος-Ἀνδροφόνος-Λύκος κεκορεσμένος καὶ πρόβατον -
Νέος ἄσωτος καὶ χελιδών
-ελευθερη απόδοση μετάφρασης χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Αἰσώπου Μῦθοι
-Ἀγαλματοπώλης-Ἀετὸς καὶ κολοιὸς καὶ ποιμήν-Αἴλουρος καὶ ἀλεκτρυών-Αἰσχρὰ δούλη καὶ Ἀφροδίτη-Ἀλώπηξ καὶ κροκόδειλος-Ἀνδροφόνος-Λύκος κεκορεσμένος καὶ πρόβατον -
Νέος ἄσωτος καὶ χελιδών
-ελευθερη απόδοση μετάφρασης χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Ἀγαλματοπώλης
κάποιος έφτιαξε έναν ξύλινο Ερμή και πηγενοντας στην αγορά τον πουλουσε,επειδή κανένας αγοραστής δεν ηρθε θέλοντας να τραβήξει κάποιους φώναζε πως αγοράζει κερδοφόρο θεό οποίος τον αγοράσει,τότε κάποιος απο'κεινους που ήταν κοντά του'πε,αφού είναι φέρνει κερδη γιατί τον πουλεις και δεν τον κρατάς να κερδίζεις εσύ;
εγώ,του απάντησε,τώρα αμέσως θελω να ωφεληθω,κι αυτός αργοπορει το κέρδος
ο μύθος λέει για ανθρωπο αισχροκερδη που ούτε τους θεούς σεβεται
Ξύλινόν τις Ἑρμῆν κατασκευάσας καὶ προσενεγκὼν εἰς ἀγορὰν ἐπώλει· μηδενὸς δὲ ὠνητοῦ προσιόντος, ἐκκαλέσασθαί τινας βουλόμενος, ἐβόα ὡς ἀγαθοποιὸν δαίμονα καὶ κέρδους δωρητικὸν πιπράσκει. Τῶν δὲ παρατυχόντων τινὸς εἰπόντος πρὸς αὐτόν· «Ὦ οὗτος, καὶ τί τοῦτον τοιοῦτον ὄντα πωλεῖς, δέον τῶν παρ’ αὐτοῦ ὠφελειῶν ἀπολαύειν;» ἀπεκρίνατο ὄτι ἐγὼ μὲν ταχείας ὠφελείας τινὸς δέομαι, αὐτὸς δὲ βραδέως εἴωθε τὰ κέρδη περιποιεῖν.
Πρὸς ἄνδρα αἰσχροκερδῆ μηδὲ θεῶν πεφροντικότα ὁ λόγος εὔκαιρος.
.
.
Ἀετὸς καὶ κολοιὸς καὶ ποιμήν
ένας αητός πετώντας από ψηλή πέτρα άρπαξε ένα αρνί,μια καλιακούδα που το είδε αυτο θέλησε να κάνει κι αυτή το ίδιο κι ορμάει πάνω σ' ένα κριάρι,όμως μπερδεύτηκαν τα νυχιας της στα μαλλιά του κριαριού,και δεν μπορούσε να πετάξει,ο βοσκός άκουγωντας τη φασαρία έτρεξε και την έπιασε και της έκοψε τα φτερα,όταν βραδυασε την έφερε στο παιδί του,εκείνο τον ρώτησε τι πουλί είναι αυτό,
εγώ,απάντησε ο βοσκός ,λέω πως σίγουρα είναι καλιακούδα,αλλ'αυτη όμως θελει να'ναι αητός
ο μύθος λέει πως αυτοί που θέλουν να ξεπεράσουν τους εαυτούς τους γελοιοποιούνται
Ἀετὸς καταπτὰς ἀπό τινος ὑψηλῆς πέτρας ἄρνα ἥρπασε· κολοιὸς δὲ τοῦτο θεασάμενος διὰ ζῆλον τοῦτον μιμήσασθαι ἠθέλησε· καὶ δὴ καθεὶς ἑαυτὸν μετὰ πολλοῦ ῥοίζου ἐπὶ κριὸν ἠνέχθη. Ἐμπαρέντων δὲ αὐτοῦ τῶν ὀνύχων τοῖς μαλλοῖς, ἐξαρθῆναι μὴ δυνάμενος ἐπτερύσσετο, ἕως ὁ ποιμήν, τὸ γεγονὸς αἰσθόμενος, προσδραμὼν συνέλαβεν αὐτὸν καὶ περικόψας αὐτοῦ τὰ ὀξύπτερα, ὡς ἑσπέρα κατέλαβε, τοῖς ἑαυτοῦ παισὶν ἐκόμισε. Τῶν δὲ πυνθανομένων τί εἴη τὸ ὄρνεον, ἔφη· «Ὡς μὲν ἐγὼ σαφῶς οἶδα, κολοιός, ὡς δὲ αὐτὸς βούλεται, ἀετός.»
Οὕτως ἡ πρὸς τοὺς ὑπερέχοντας ἅμιλλα, πρὸς τῷ μηδὲν ἀνύειν, καὶ ἐπὶ συμφοραῖς προσκτᾶται γέλωτα.
.
.
Αἴλουρος καὶ ἀλεκτρυών
ένας γάτος άρπαξε ένα κόκορα κι ήθελε να τον φάει,και τον κατηγορούσε πόσο ενοχλητικός είναι,να ξυπνάει νύχτα τους ανθρώπους με τα κικιρικου του,κι όλοι είναι οργισμένοι μαζί του,
τότε ο κόκορας απολογηθηκε,μα για να τους ωφελησω το κάνω,να σηκωθούν να πάνε στη δουλειά τους,
όμως ο γάτος πάλι τον κατηγόρησε πως είναι ενας ανηθικος και αιμομικτης να καβαλα μάνα κι αδερφές,
μα,αυτό το κάνω,απάντησε,για ωφέλεια των αφεντικών μου,να τους γεννούν πολλά αυγά,
τότε ο γάτος του είπε,από δικαιολογίες ένα σωρό εισαι,εγώ όμως νηστικός δεν θα μείνω
και τον έφαγε
ο μύθος λέει ότι ο πονηρός ότι και ν'ακουσει την πονηριά του παντως θα την κανει
Αἴλουρος, συλλαβὼν ἀλεκτρυόνα, μετ’ εὐλόγου τοῦτον αἰτίας ἠβουλήθη καταφαγεῖν. Καὶ δὴ κατηγόρει αὐτοῦ ὡς ὀχληρὸς εἴη τοῖς ἀνθρώποις νύκτωρ κεκραγὼς καὶ μὴ συγχωρῶν ὕπνου τυγχάνειν. Τοῦ δ’ ἀπολογουμένου ἐπὶ τῇ ἐκείνων ὠφελείᾳ τοῦτο ποιεῖν, ὡς ἐπὶ τὰ συνήθη τῶν ἔργων ἐγείρεσθαι, πάλιν ὁ αἴλουρος αἰτίαν ἐπέφερεν ὡς ἀσεβὴς εἴη περὶ τὴν φύσιν, μητρὶ καὶ ἀδελφαῖς συμμιγνύμενος. Τοῦ δὲ καὶ τοῦτο πρὸς ὠφέλειαν τῶν δεσποτῶν πράττειν φήσαντος, πολλῶν αὐτοῖς ἐντεῦθεν ὠῶν τικτομένων, ὁ αἴλουρος εἰπών· «Ἀλλ’ εἰ σύ γε πολλῶν εὐπορεῖς εὐπροσώπων ἀπολογιῶν, ἔγωγε μέντοι ἄτροφος οὐ μενῶ», τοῦτον κατεθοινήσατο.
Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι ἡ πονηρὰ φύσις πλημμελεῖν αἱρουμένη, εἰ μὴ μετ’ εὐλόγου δυνηθείη προσχήματος, ἀπαρακαλύπτως γε μὴν πονηρεύεται.
.
.
Αἰσχρὰ δούλη καὶ Ἀφροδίτη
μια πονηρή κι ασχημη δούλα την ερωτεύτηκε ο κύριος της,κι αυτή με χρυσά στολίζονταν,και την κυρία της δεν λογάριαζε,στη θέα Αφροδίτη πρόσφερε θυσίες συνέχεια και την ευχαριστούσε που την έκανε ωραια,η θεά τότε φάνηκε στον ύπνο της κι είπε στη δούλα,μην μου κρατάς καμια χάρη,γιατί δεν σ'εκανα όμορφη,αλλα μ'εκεινον οργιζομαι που σε βλέπει ομορφη
ο μύθος λέει πως αυτοί που άδικα πλουτίζουν τυφλωνονται,και πόσο ξεδιάντροποι κι άσχημοι ειναι
Αἰσχρᾶς καὶ κακοτρόπου δούλης ἤρα δεσπότης. Ἡ δὲ χρυσίον λαμβάνουσα λαμπρῶς ἑαυτὴν ἐκόσμει καὶ τῇ ἰδίᾳ δεσποίνῃ μάχας συνῆπτε· τῇ δὲ Ἀφροδίτῃ ἔθυεν συνεχῶς καὶ ηὔχετο ὡς ὡραίαν αὐτὴν ποιούσῃ. Ἡ δὲ καθ' ὕπνου φανεῖσα τῇ δούλῃ ἔφη μὴ ἔχειν αὐτῇ χάριν ὡς καλὴν αὐτὴν ποιούσῃ, «ἀλλ’ ἐκείνῳ θυμοῦμαι καὶ ὀργίζομαι ᾧ σὺ φαίνῃ καλή.»
Ὅτι οὐ δεῖ τυφοῦσθαι τοὺς δι’ αἰσχρὰ πλουτοῦντας καὶ μάλιστα, εἰ ἀγενεῖς εἰσι καὶ ἄμορφοι [πρὸς αἰσχύνην μείζονα].
.
.
Ἀλώπηξ καὶ κροκόδειλος
μια αλεπού κι ένας κορκοδειλος μάλωναν για το ποιος κατάγεται από αρχοντική γενια,αφού πολλά είπε ο κορκοδειλος για την λαμπρότητα των προγόνων του
κατέληξε λεγοντας,ότι διευθυντές γυμνασίων ήταν οι πατεράδες του,
τότε η αλεπού του απάντησε,πως αυτό πολύ καλά φαίνεται απ'το δέρμα του,πόσο από αιώνες γυμνασμενο είναι
ο μύθος θέλει να πει,πως το ψέμα που λέει κάποιος είναι μπροστά του φανερο
Ἀλώπηξ καὶ κροκόδειλος περὶ εὐγενείας ἤριζον. Πολλὰ δὲ τοῦ κροκοδείλου διεξιόντος περὶ τῆς τῶν προγόνων λαμπρότητος καὶ τὸ τελευταῖον λέγοντος ὡς γεγυμνασιαρχηκότων ἐστὶ πατέρων, ἡ ἀλώπηξ ἔφη· «Ἀλλὰ κἂν σὺ μὴ εἴπῃς, ἀπὸ τοῦ δέρματος φαίνῃ ὅτι ἀπὸ πολλῶν ἐτῶν εἶ γεγυμνασμένος.»
Οὕτως καὶ τῶν ψευδολόγων ἀνθρώπων ἔλεγχός ἐστι τὰ πράγματα.
.
.
Ἀνδροφόνος
κάποιος σκότωσε έναν άνθρωπο και τον κυνήγησαν οι συγγενείς του,έφτασε στον Νειλο,και πέφτοντας πάνω σ' ένα λύκο,φοβήθηκε κι ανέβηκε σ'ενα δέντρο διπλα στον ποταμό,κι εκεί κρύβονταν,όμως άμα είδε εκεί πάνω ένα φίδι έπεσε κάτω στο ποτάμι,κι εκεί ένας κορκοδειλος τον καταβροχθησε
ο μύθος λέει,ο φονιάς δεν έχει σωτηρία ούτε στη γη ούτε στον αέρα ούτε στο νερο
Ἄνθρωπόν τις ἀποκτείνας ὑπὸ τῶν ἐκείνου συγγενῶν ἐδιώκετο· γενόμενος δὲ κατὰ τὸν Νεῖλον ποταμόν, λύκου αὐτῷ ἀπαντήσαντος, φοβηθεὶς ἀνέβη ἐπὶ δένδρου τῷ ποταμῷ παρακειμένου καὶ ἐκεῖ ἐκρύπτετο. Θεασάμενος δὲ ἐνταῦθα δράκοντα κατ’ αὐτοῦ διαιρόμενον, ἑαυτὸν εἰς τὸν ποταμὸν καθῆκεν· ἐν δὲ τῷ ποταμῷ κροκόδειλος αὐτὸν κατεθοινήσατο.
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι τοῖς ἐναγέσι τῶν ἀνθρώπων οὔτε γῆς, οὔτε ἀέρος, οὔτε ὕδατος στοιχεῖον ἀσφαλές ἐστι.
.
.
Λύκος κεκορεσμένος καὶ πρόβατον
ένας λύκος χορτασμένος όταν είδε ένα πρόβατο να'ναι ξαπλωμένο στο χώμα,σκέφτηκε πως απ'τον φόβο του γι'αυτον έπεσε,το πλησίασε θελωντας να το ενθαρρύνει και του'πε,
πως αν του πει τρεις.αληθειες τότε δεν θα το πειράξει,
και το πρόβατο είπε,
πρώτο ποτέ δεν ήθελε να τον συναντήσει,
δεύτερο αν τύχαινε να τον συναντησει τότε να ήταν τυφλός,
τρίτο να αφανιστούν όλοι οι λύκοι γιατί ενώ κανενα δεν τους κάνουμε κακό αυτοί μας κάνουν κακο,
ο λύκος πραγματικά,απάντησε, αυτά τα τρία είναι αληθεια,
κι άφησε το πρόβατο και δεν το πειράξει
ο μύθος λέει,πως την αλήθεια ακόμη κι οι εχθροί την εκτιμουν
Λύκος τροφῆς κεκορεσμένος, ἐπειδὴ ἐθεάσατο πρόβατον ἐπὶ γῆς βεβλημένον, αἰσθόμενος ὅτι διὰ τὸν ἑαυτοῦ φόβον πέπτωκε, προσελθὼν παρεθάρσυνεν αὐτό, λέγων ὡς, ἐὰν αὐτῷ τρεῖς λόγους ἀληθεῖς εἴπῃ, ἀπολύσει αὐτό. <Τὸ> δὲ ἀρξάμενον ἔλεγε πρῶτον μὲν μὴ βεβουλῆσθαι αὐτῷ περιτυχεῖν, δεύτερον δέ, εἰ ἄρα τοῦτο ἥμαρτε, τυφλῷ, τρίτον δὲ ὅτι «κακοὶ κακῶς ἀπόλοισθε πάντες οἱ λύκοι, ὅτι μηδὲν παθόντες ὑφ’ ἡμῶν κακῶς πολεμεῖτε ἡμᾶς.» Καὶ ὁ λύκος ἀποδεξάμενος αὐτοῦ τὸ ἀψευδὲς ἀπέλυσεν αὐτό.
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι πολλάκις ἀλήθεια καὶ παρὰ πολεμίοις ἰσχύει.
.
.
Νέος ἄσωτος καὶ χελιδών
ένας άσωτος νεαρός αφού κατεφαγε όλη την πατρική περιουσια κι ένα μόνο πανωφόρι του έμεινε,μόλις είδε ενα χελιδόνι νόμισε πως είχε έρθει καλοκαιρι,κι επειδή τωρα το πανωφορι δεν του χρειάζονταν πήγε και το ξεπούλησε,όμως μετά από λίγο χειμωνιασε κι έκανε δυνατό κρύο,τριγυρίζοντας όταν είδε το χελιδόνι να ψοφαει τρέμοντας απ'το κρυο,του'πε,
καημενο,εσύ κι εμένα και σένα καταστρεψες
ο μύθος λέει,πως ότι δεν γίνεται στον καιρό του είναι επικινδυνο
Νέος ἄσωτος καταφαγὼν τὰ πατρῷα, ἱματίου αὐτῷ μόνου περιλειφθέντος, ὡς ἐθεάσατο χελιδόνα παρὰ καιρὸν ἐλθοῦσαν, οἰόμενος ἤδη θέρος εἶναι, ὡς μηκέτι δεόμενος τοῦ ἱματίου, καὶ τοῦτο φέρων ἀπημπόλησεν. Ὕστερον δὲ χειμῶνος ἐπιλανόντος καὶ σφοδροῦ τοῦ κρύους γενομένου, περιιών, ἐπειδὴ εἶδε τὴν χελιδόνα νεκρὰν ἐρριγωμένην, ἔφη πρὸς αὐτήν· «Ὦ αὕτη, σὺ κἀμὲ καὶ σὲ ἀπώλεσας.»
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι πάντα τὰ παρὰ καιρὸν δρώμενα ἐπισφαλῆ τυγχάνουσιν
.
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου