.
.
GREEK POETRY
--κακα δια το κάλλος της Ελενης-
Ευρυπίδη,Ελένη 255-305
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης
.
.
-κακα δια το κάλλος της Ελενης-
Ευρυπίδη,Ελένη 255-305
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Ελενη
255 φίλες μου γυναίκες,με ποια μοίρα συνδέθηκα;
γιατί αυτή που με γέννησε με γέννησε
στους ανθρώπους παράξενη;
γιατί ούτε Ελληνίδα γυναίκα ούτε βάρβαρη
αυγό πουλιών λευκό
γέννησε
όπως εμένα η Λήδα απ'τον Δία
γεννησε
260γιατι παράξενη η ζωή κι όλα τα πράγματα
σε μένα ειναι,
απ'την Ήρα,απ'την ομορφιά
η αιτια
μακάρι να εξαφανιζομουν σαν εικόνα ξανα
άσχημη μορφή να'παιρνα αντί
ομορφη,
και τη τύχη την κακή που τώρα εχω
265 οι Έλληνες να ξεχνούσαν
τα καλά να κρατούσαν όπως ακριβώς τα κακά
μου κρατουν,
όποιος λοιπόν βλέπει μια τύχη απ'τους θεούς
να τον βασανίζει,βαρύ ειναι,
όμως πρέπει να το αντέξει,
αλλ'ομως σε πολλές συμφορές
βρίσκομαι μεσα,
270πρώτον χωρίς να'χω αδικήσει
είμαι άτιμη
κι αυτό πιο κακο απ'την αληθεια,
όταν κάποιος του προσάπτει αμαρτίες
που δεν του ανηκουν,
έπειτα οι θεοί με μετεφεραν απ'τη πατρίδα
σε βαρβαρα ήθη και απο φιλους στερημενη,
275 δούλα κατάντησα από ελεύθερη
γιατί στους βάρβαρους δούλοι όλοι εκτός από εναν,
κι η μόνη άγκυρα που την τυχη μου στήριζε
πως ο άντρας μου κάποτε θα'ρχονταν
και θα μ'απαλλαζε απ'τα κακά,
αφού αυτος πέθανε,δεν υπάρχει πια,
280.η μάνα χάθηκε κι εγώ ο φονιάς της,
άδικα,αλλά τ'αδικο αυτό είναι δικό μου,
ενώ αυτή που στολίδι μου του σπιτιού
γεννηθηκε,η κόρη μου χωρίς αντρα ασπριζει παρθένα,
κι αυτοίπου του Δία λέγονταν παιδιά,
οι Διόσκουροι δεν υπαρχουν 285
αλλά κι εγώ που σ'ολα δυστυχώ
στη πραγματικότητα έχω πεθάνει,
στα έργα όμως οχι,
κι αυτό το τελευταίο,αν θα πηγαινα στη πατρίδα,
οι μπάρες στις πόρτες θα'ταν κλεισμενες,
στο Ίλιο πιστεύοντας η Ελένη με τον Μενέλαο
να χαθηκαν,
290.γιατι αν ζούσε ο άντρας μου,
θα μ'αναγνωριζε,απ'τα σημάδια ,που φανερά
μόνο σε μας ήταν,
τώρα όμως ούτε ετσι αυτό είναι
ούτε θα συμβεί ποτέ,
γιατί λοιπόν ακόμα να ζω;ποια τύχη
μου μένει;
γάμο να υποστω απ'τα κακά ν'απαλλαχτω
με άντρα να παντρευτώ βαρβαρο,
295 σε πλούσιο τραπέζι να καθησω;
αλλ'οταν αντρας που δεν σ'αρεσει
ζει μαζί με γυναίκα,τότε και το σώμα
δεν σ'αρεσει,
να πεθάνεις πιο καλά,
πως λοιπόν να πεθάνω καλά;
ανάρμοστο το κρεμασμα στον αέρα,
300 και στους δούλους απρεπές
φαίνεται,
η σφαγή έχει κάτι το ευγενικό
και το ωραίο,σε πολύ λίγο αμεσως
απαλλασεσαι απ'τη ζωη,
γιατι τόσο βαθειά έπεσα στα βάσανα,
γιατί άλλες γυναίκες απ'την ομορφιά
ευτυχισμένες,
305 εγώ όμως απ'αυτη καταστράφηκα
.
.
255ΕΛ. φίλαι γυναῖκες, τίνι πότμωι συνεζύγην;
ἆρ᾽ ἡ τεκοῦσά μ᾽ ἔτεκεν ἀνθρώποις τέρας;
γυνὴ γὰρ οὔθ᾽ Ἑλληνὶς οὔτε βάρβαρος
τεῦχος νεοσσῶν λευκὸν ἐκλοχεύεται,
ἐν ὧι με Λήδαν φασὶν ἐκ Διὸς τεκεῖν.
260τέρας γὰρ ὁ βίος καὶ τὰ πράγματ᾽ ἐστί μου,
τὰ μὲν δι᾽ Ἥραν, τὰ δὲ τὸ κάλλος αἴτιον.
εἴθ᾽ ἐξαλειφθεῖσ᾽ ὡς ἄγαλμ᾽ αὖθις πάλιν
αἴσχιον εἶδος ἔλαβον ἀντὶ τοῦ καλοῦ,
καὶ τὰς τύχας μὲν τὰς κακὰς ἃς νῦν ἔχω
265Ἕλληνες ἐπελάθοντο, τὰς δὲ μὴ κακὰς
ἔσωιζον ὥσπερ τὰς κακὰς σώιζουσί μου.
ὅστις μὲν οὖν ἐς μίαν ἀποβλέπων τύχην
πρὸς θεῶν κακοῦται, βαρὺ μέν, οἰστέον δ᾽ ὅμως·
ἡμεῖς δὲ πολλαῖς συμφοραῖς ἐγκείμεθα.
270πρῶτον μὲν οὐκ οὖσ᾽ ἄδικός εἰμι δυσκλεής·
καὶ τοῦτο μεῖζον τῆς ἀληθείας κακόν,
ὅστις τὰ μὴ προσόντα κέκτηται κακά.
ἔπειτα πατρίδος θεοί μ᾽ ἀφιδρύσαντο γῆς
ἐς βάρβαρ᾽ ἤθη, καὶ φίλων τητωμένη
275δούλη καθέστηκ᾽ οὖσ᾽ ἐλευθέρων ἄπο·
τὰ βαρβάρων γὰρ δοῦλα πάντα πλὴν ἑνός.
ἄγκυρα δ᾽ ἥ μου τὰς τύχας ὤχει μόνη,
πόσιν ποθ᾽ ἥξειν καί μ᾽ ἀπαλλάξειν κακῶν,
ἐπεὶ τέθνηκεν οὗτος, οὐκέτ᾽ ἔστι δή.
280μήτηρ δ᾽ ὄλωλε καὶ φονεὺς αὐτῆς ἐγώ,
ἀδίκως μέν, ἀλλὰ τἄδικον τοῦτ᾽ ἔστ᾽ ἐμόν.
ἣ δ᾽ ἀγλάισμα δωμάτων ἐμόν τ᾽ ἔφυ,
θυγάτηρ ἄνανδρος πολιὰ παρθενεύεται.
τὼ τοῦ Διὸς δὲ λεγομένω Διοσκόρω
285οὐκ ἐστόν. ἀλλὰ πάντ᾽ ἔχουσα δυστυχῆ
τοῖς πράγμασιν τέθνηκα, τοῖς δ᾽ ἔργοισιν οὔ.
τὸ δ᾽ ἔσχατον τοῦτ᾽, εἰ μόλοιμεν ἐς πάτραν,
κλήιθροις ἂν εἰργοίμεσθα, τὴν ὑπ᾽ Ἰλίωι
δοκοῦντες Ἑλένην Μενέλεώ μ᾽ ἐλθεῖν μέτα.
290εἰ μὲν γὰρ ἔζη πόσις, ἀνεγνώσθημεν ἄν,
εἰς ξύμβολ᾽ ἐλθόντες ἃ φανερὰ μόνοις ἂν ἦν.
νῦν δ᾽ οὔτε τοῦτ᾽ ἔστ᾽ οὔτε μὴ σωθῆι ποτε.
τί δῆτ᾽ ἔτι ζῶ; τίν᾽ ὑπολείπομαι τύχην;
γάμους ἑλομένη τῶν κακῶν ὑπαλλαγὰς
295μετ᾽ ἀνδρὸς οἰκεῖν βαρβάρου, πρὸς πλουσίαν
τράπεζαν ἵζουσ᾽; ἀλλ᾽ ὅταν πόσις πικρὸς
ξυνῆι γυναικί, καὶ τὸ σῶμ᾽ ἐστὶν πικρόν.
θανεῖν κράτιστον· πῶς θάνοιμ᾽ ἂν οὖν καλῶς;
ἀσχήμονες μὲν ἀγχόναι μετάρσιοι,
300κἀν τοῖσι δούλοις δυσπρεπὲς νομίζεται·
σφαγαὶ δ᾽ ἔχουσιν εὐγενές τι καὶ καλόν,
σμικρὸν δ᾽ ὁ καιρὸς †ἄρτ᾽† ἀπαλλάξαι βίου.
ἐς γὰρ τοσοῦτον ἤλθομεν βάθος κακῶν·
αἱ μὲν γὰρ ἄλλαι διὰ τὸ κάλλος εὐτυχεῖς
305γυναῖκες, ἡμᾶς δ᾽ αὐτὸ τοῦτ᾽ ἀπώλεσεν.
.
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου