.
.
LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
-ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΜΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΣΚΑΡΙΜΠΑ ΤΟΝ ΕΓΡΙΠΙΤΗΝ
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.
Γιαννης Σκαριμπας-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΜΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΣΚΑΡΙΜΠΑ ΤΟΝ ΕΓΡΙΠΙΤΗΝ
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
ΕΚ ΧΡΕΟΥΣ ΣΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΣΚΑΡΙΜΠΑ ΤΟΝ ΕΓΡΙΠΗΤΗΝ
-χ.ν.κουβελης
ειμαστε σ'αυτη τη πατριδα κι ουλοι,εκτος των τρανων,ζουμε μια σκυλοζωη,
και κανενα απ'αυτους της εξουσιας δεν θ'ακουσεις,κι ουτε κι εγω ακουσα ποτες,
να παραδεχεται πως ειναι παλιανθρωπος,κι αυτηνοι αδιαντροπα απαιτουνε
μερτικο απο τη δουλεψη μας ,να τα παρουνε θελουνε ουλα,και τα παιδια μας τα
σκωτωνουνε στους διαφορους πολεμους τους για τα καταδικα τους νιτερεσια και στα
εργοστασια τους δουλευουμε μεροδουλι μεροφαι και ζωη δεν ειναι αφτη που ζουμε,και
αυτα λενε 'αφτο δικο μου ειναι' και κυβερνανε με το ψεμα και την απατη και τ'αδικο,και
μας λογαριαζουνε για αψυχα και σκουληκια και πως τιποτα δεν αισθανομαστε και καθε
εναν μας πουλουνε,τοσο ο ταδε τοσο ο δεινα,κι ουλα δια ελογου τους τα καπαρωνουν,
πλεονεχτες κι εμεις το ψωμι ψωμακι λεμε,βαθια πικραμενος τα σκεφτεται αφτα
εδω ,φουκαρας φτωχαδακι,οχτροι μας αυτηνοι ειναι,χειροτεροι ολων των ξενων
οχτρων,φιδια κολοβα,το πριν ηταν ουλος λεβεντια και νιατα και τετοιον τον δεχτηκε
η γυναικα του η σαρανταφτερουγουσα περδικα του,μοσκοβολαε το σπιτακι τους απ' το
μαγειρεμα κι αστραφτε απ' την καθαριοτητα,μαγνητη ειχε αυτηνη η ζωη και τον τραβαγε,
τωρα ειναι ανταγιαντιστος ο καημος του για κεινα,ε για μολα ε για λεσα αιντε
ολοι ολοι μαζι ,ετσι να'τα'ναι η ζωη,κι οχι το δικο μου δικο σου και το δικο σου δικο
σου,τωρα η παλιοζωη μας ελιωσε το δολιο κορμακι και τη ψυχη μας την φαρμακωσε
εντρεπονταν πως εκαταντησε,στο μουσκετο μας εχουνε υπουργοι και βουλευταδες και
τ'αφεντικα τους οι πλουσιοι,τα ιδια παθαινει ο κοσμακης,τ'ειχες Γιαννη τ'ειχα παντα,κι οι
εκλογες τους ειναι ρεμουλες,και δημοκρατια δεν εχουμε οπως απελευθερωση δεν ειχαμε
το 21,συλλογιονταν τα βασανα του κοσμου πως ετσι αρακτος οκνος οπως αυτηνοι θελουν
δεν πρεπει να μεινει κι ας τον εκοβαν κι ας τον παεναν στο μουσκετο,αν δεν αντιδρουσε
δεν κλωτσουσε σαν το σκυλι θα παενε χαμενος,μεσα του ενας ορμητικος λογοχειμαρρος
ολοενα φουσκωνε και να ξεσπασει ζητουσε δρομο,μην καθεσε βουβος αποσκληρωμενος
χοντρομυαλος σκιφτος βαριος μαραμενος,μονο γινε,ελεγε τ'εαυτου του,πασιχαρος,
και,σαν θαυμα να' γινε,ενιωθε αγαπη βαθια πλατια απεραντη στα στηθια του για ουλα
τα πραματα,ανθρωπους,δεντρα,πετρες...για τον κοσμο ουλο πλην αυτηνων,
''τετοιος ωραιος ηδονικος ελευτερος ουλος κοσμος'' εφωναξε δυνατα
.
.
στον Γιαννη Σκαριμπα
-Εκ Χρεους -χ.ν.κουβελης
καλλιο χορευταρας να'μουνα περι
καλλαμαρας με μολυβακια
και στα νερα τα ουλαλουμ
να'ριχνα βοτσαλακια
[απο τη παρασταση Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΟΥ ΟΥΛΑΛΟΥΜ]
Εφοριακος:Καραγκιοζη,ωραιο το σπιτι σου,θα κοστισε ακριβα;
Καραγκιοζης:με ενοικιο μενω,τι με περασες Σεφερη;
Εφοριακος:ομως οικονομας απο τις παραστασεις σου
Καραγκιοζης:βεβαια κονομαω πολλα.Τωρα σημερα και χτες υπεστην
μια αγρια πανστρατια επιθεση δοξης
Εφοριακος:θα επεσες,οπωσδηποτε,εις τον πειρασμον να πλουτισεις
και να δοξασθεις,ολοι ειμαστε αδυνατοι εις την δοξα και τα πλουτη
Καραγκιοζης:εγω πρωτος αδυνατοτατος,ειχα προγκα με τη δοξα.
Ο πειρασμος δεν μου ελειψε και δεν τον κατανικησα,ηθελα κι εγω
να βαλω πιλον υψηλον μετα παρασημου ετσι θα φουσκωνα στο ψεμα
τους πλησιον μου και τους παραπερα,εις Ελλαδα εις Εχθρωπη εις Αφρικα
και εις Αμερικα και διατι οχι εις Ασιαν και να μη συγγωνευομαστε και
εις Αστραλια
ουλαλουμοντ
.
.
ΧΑΙΡΕ ΚΕΧΑΡΙΤΩΜΕΝΗ ΟΥΛΑΛΟΥΜ ΕΛΛΑΣ-χ.ν.κουβελης
Τι σας στεναχωρει αυτηνη η ΕΛΛΑΣ.οπως δουλεψατε το καθενα απο σας
καθικι την καμνατε.Τι φωνασκουτε οι μπουρτζοβλαχοι.Βιασμενη την θελατεν
και εκπορνευομενην καταναλωτριαν και τρυφυλην ρουφιαναν.Οξο οι κοπροι
των Ιδεαλισμων.οι αγραμματοι. της Ιστοριας.οι αχρηστοι.του Μοδερνου.Εγω
στραβος κι εσεις ανοιχτοματηδες.Ας οψετε το 21.Ουλαλουμ Βουτατουμ Ελληνες
καθορνια.Τωρα κλαιτε κι οδυρεσθε.Το πρωτον τι καμνατε;Δεν ενθυμασθε;
Επιλησμονες του κριματος τουτου.Κοιμηθητε τοτες ως εστρωσατε.
Σας εκρουσα τη θυρα και δεν ακουσατε.Ωι εσεις σφαχτα τραγια του Χρηματος.
«Γροίκισα σὰν κάποιο τίναγμα…»,.
– Μὰ βέβαια, βυθιζόμεθα Κυρίες μου και Κυριοι!
.
.
Η ΑΔΥΝΑΤΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΣΚΑΡΊΜΠΑ
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
σταμάτησα το αυτοκίνητο στον πορθμό του Ευρίπου,η Χαλκίδα απέναντι
σαν με λευκή κιμωλία σχεδιασμένη,
εκείνη την ώρα,εκμεταλλευόμενο τα δεκάλεπτη στάση των νερών
ανέβαινε ένα μεταγωγικό πλοίο του στρατού μεταφέροντας στρατιώτες
και εφόδια προς τη Μακεδονία,για ενίσχυση του μετώπου Γράμμου Βίτσι,
μέσα στο πλήθος των στρατιωτών στο κατάστρωμα διέκρινα καθαρά
τον πατέρα μου,
κατά μαρτυρία του,'περασαμε το στενό της Χαλκίδας,εκεί ήταν κόσμος
και μας χαιρετούσε κουνωντας μαντήλια και σημαίες'
πραγματικά,είδα,και στις δύο στεριές,πλήθος κόσμου συγκεντρωμενο,
άντρες με άσπρα κουστούμια,γυναίκες με καπέλα,παιδιά,
να ζητωκραυγαζουν
Με τη Νίκη!
σημαίες κουνούσαν,
μου φάνηκε σαν πολύχρωμο και πολύβουο καρναβάλι,
το καράβι γρήγορα παρασύρθηκε από την πλημμυρίδα προς τον Ευβοϊκό
κόλπο και εξαφανίσθηκε από τα μάτια μου
το πλήθος σκορπίστηκε στα εξοχικά μαγαζιά για φαγητό,
θα θαύμαζαν το θέαμα της παλλιροιας,θα δοκίμαζαν να το εξηγήσουν,
κάποιοι μορφωμενοι θα πουν με στόμφο πως ο φιλόσοφος Αριστοτέλης
αδυνατώντας να δώσει εξηγηση ρίχτηκε στα νερά και πνίγηκε,
η παρέα θα γελάσει και θα φτύσει στον κόρφο της τρεις φορές,
φτου φτου φτου,
θα βγάλουν και αναμνηστικές φωτογραφίες,το ζευγάρι το παιδί,βεβαίως
χαμογελαστοι,κάποιοι τολμηροί νεαροί θα κολυμπήσουν κάνοντας το
κομμάτι τους στα κορίτσια,
η μέρα ήταν ηλιόλουστη,το πλοίο πέρασε,ανεβαίνει ωσονουπω προς τις
εκαθαρισεις
μπήκα στο αυτοκίνητο πέρασα τη γέφυρα,
κατέλυσα στο Hotel ΠΑΛΛΙΡΟΙΑ,
άφησα τα πράγματα μου στο δωμάτιο και πήγα για φαγητό στη
ΤΑΒΕΡΝΑ ΤΟ ΓΡΙΜΠΟΝΗΣΙ,
φαγητό:ποικιλία μύδια χτένια χταποδι σαρδέλες ντομάτα σαλάτα με
αγγούρι και κρεμμύδι ουίσκι
ούλα αφτηνα
εμφανίστηκε κι ένας πιεροτος,με λευκό κιμωλία πρόσωπο,λευκή μπλούζα
χαλαρή με μεγάλα κουμπιά και φαρδύ παντελόνι
στάθηκε κι άρχισε την Κομέντια Ντελ Άρτε του,πόσο δηλαδή είναι
λυπημένος κλόουν και θρηνεί για την απονη Κολομπινα του που διαλέγει
αντί αυτού τον Αρλεκίνο
αφού τελείωσε το σόου πέρασε ένα ένα τα τραπέζια τον πελατών με
απλωμένο το χέρι κρατώντας δίσκο,
παρατήρησα πως δύο τρεις δεν του δώσανε,κι εκείνος ηθοποιός
έσμιξε τα φρυδια του υποκρινόμενος λύπη,
όταν έφτασε σε μένα του έδωσα 2 ευρώ,
έκανε βαθειά υπόκλιση και τράβηξε για άλλη ταβέρνα,
να πω την αλήθεια,όλα αυτά τα μελοδραματικά δεν μ'αρεσουν,
Ας ήταν. Κι εγώ είχα μιαν αγάπη χαμένη. Κι εγώ ξέχναγα των ματιών της
τα χρώματα. Μάλιστα ούτ’ είχε –αυτή- γεννηθεί, και μάλιστα ούτε την
είχα ιδωμένη. Την φαντάζομαν με βλέφαρα αρχαγγελλικά και με δάχτυλα μακρουλά σαν κλωνάρια.
τότε είδα την επιγραφή σε μια μαύρη τεμπελα γραμμένη με άσπρη
κιμωλία σε δύο γραφές:
Την είχα ερωτευτεί με τα ούλα μου Μάλιστα που μήτ’ Ουλαλούμ θα
την φώναζα, παρά θα την έκραζα Νάϊνα. Νάϊνα .
Γιάννης Σκαρίμπας
και greeklish
Thn eixa erotefti me ta oula mou.Malista pou mite Ulalum tha thn
fonasa ,para tha thn ekrasa Naina-,Naina-
Gianni's Scarimbas
ούλα στο βωμό του τουρισμού,της Χαλκίδας ο λυπημένος πιεροτος,
είχε και συνέχεια το θέαμα,
εμφανίσθηκε ο Περικλέους και ο Φασουλής
κι αρχίζουν τους εξαψαλμους :
Ω Ελλας ,ηρώων χώρα,
τι γαιδαρους βγαζεις τωρα
Ο Έλλην δύο δίκαια ασκεί
φιλελευθέρως:
Ουρείν τε και συνέρχεσθαι
εις όποιο θέλει μέρος"
και στο βάθος του δρόμου μισοτυφλο,φευγαλεα σκιά,τον είδα να περνα
Περικλέτος, πάλι Περικλέτος ήμουν
μετά το φαγητό περιπλανηθηκα στη πόλη,
έψαχνα για το «ΠΑΝΤΩΠΟΛΗΟΝ Η ΑΦΗΛΩΚΕΡΔΥΑ»
οποίον ρωτούσα δεν ήξερε και με κοιτούσε παράξενα,
σίγουρα θα σκέφτονταν:
Ο διάβολος δουλειά δεν είχε, τα βρακιά του έλυνε κ’ έδενε.:
σε ένα σε χαμηλό παλιό,σχεδόν ερειπωμένο σπίτι ένας τυφλός γέρος
στο παράθυρο έπαιζε κλαρίνο με τη μύτη κουνώντας πέρα δώθε μια
φιγούρα του Καραγκιόζη
και φώναζε:
Αγαπητοί μου συμπολίτες
κλέφτες και λωποδύτες…
από δω και πέρα
θα σας πάρει ο διάολος τον πατέρα!
ωραία έπαιζε τον Καραγκιόζη,σταματησα
κι ύστερα συνέχιζε στη διαπασών:
Κάλλιο χορευταράς νάμουνα πέρι κόλλες που να κρατώ
και μολυβάκια θάσερνα συρτό χορό, χέρι με χέρι, μ’ όλα μας
του γιαλού τα καραβάκια
βγήκε ένας γείτονας ουρλιάζοντας εκτός εαυτού:
τι στέκεσε άνθρωπε μου,δεν βλέπεις πως είναι τρελός για δέσιμο,
άντε τράβα παραπέρα να μην σε κατουρισει,
'ψιλοκατουρισει' είναι το σωστό,τον διόρθωσα
'τι να σου πω,ούρλιαξε πάλι εκείνος,το ίδιο παλαβός είσαι κι εσύ
σαν αυτόν,
αλλά,που θα πάει,δεν θα'ρθουν οι μπουλντόζες να το γκρεμισουν
το παλιοσπιτο
Ουλαλούμ!Ουλαλούμ!φώναζε ο τυφλός
προχώρησα κι αυτό το επιφώνημα με συνόδεψε μέχρι το βάθος του
δρόμου,όπου εστριψα
το απόγευμα,πριν φύγω,περπάτησα στη παραλία,ο ήλιος είχε χαμηλωσει
στην Στερεά Ελλάδα,οι σκιές ήταν επιμηκεις,σέρνονταν αργά σαν φίδια
στηνάμμο,μια αχλυ άσπρης κιμωλίας η γύρω ατμοσφαιρα,
και τότε είδα στο βάθος μια ομάδα ανθρώπων,χειρονομουσαν ο ένας
στον άλλον και κάτι μαύρο,σαν ξύλο,τραβούσαν από τη θάλασσα,
πλησίασα και τότε είδα,τον πνιγμένο άνθρωπο,ξυλιασμενο,
απομακρύνθηκα
Χαλκίδα: Αχ, νεκρόν στό χώμα – να φωνάζεις – είδα έναν μου ακόμη
πήγα στο χοτελ,μαζεσα τα πράγματα μου,
κατέβηκα στη ρεσεψιόν,
να πληρώσω παρακαλώ,
μα δεν θα μείνετε,κύριε;ρώτησε ο υπάλληλος,
η Χαλκίδα μας είναι τόση όμορφη!
Το Γριμπονησι του,θελετε να πείτε,με τους καημούς του,του είπα,
εκείνος με κοιταξε σαν να μην καταλαβε
πέρασα τη γεφυρα,
σταμάτησα και κοίταξα,απέναντι η ασπρη κιμωλία της Χαλκίδας,
οι στρατιώτες του πλοίου γύρισαν γεμάτοι απουλωτα τραυματα,
κάτω η αέναη παλλιροια,
και καπου
βαθιά να χάνεται η Χαλκίδα πέρα μ’ όλα μου – ανοιγμένα – τα βιβλία
καθώς μπουλούκι γλάροι στον αέρα
μπήκα στο αυτοκίνητο
σε 1 ώρα και 34 λεπτά περιπου από το δρόμο χωρίς διόδια θα έχω
επιστρέψει στην Αθήνα στο σπίτι
.
.
.