.
.
GREEK POETRY
-Αριστοφάνης,Σφηκες
-Η Τρίτη Εξοδος του Φιλοκλεωνος Ως Ούτις-στιχ. 168-197
-Τυραννοφοβια-στιχ. 463-511
-Ο γέροντοερωτας του Φιλοκλεωνα-στιχ. 1333-1387
-Τα δύο όνειρα και οι ονειροκρισιες τους-στιχ. 13-53
-μεταφραση κείμενο χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης
.
.
Αριστοφάνης,Σφηκες,στιχ. 168-197
Η Τρίτη Εξοδος του Φιλοκλεωνος Ως Ούτις
-μεταφραση κείμενο χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΣΦΗΚΩΝ
Οι Σφήκες είναι το έκτο από τα εργα του Αριστοφάνη (Δαιταλής,
Βαβυλώνιοι,Αχαρνής, Ιππής, Νεφέλαι, Σφήκες)
και το τέταρτο από τα σωζομενα (Αχαρνής, Ιππής, Νεφέλαι, Σφήκες)
,η κωμωδία παίχθηκε στα Λήναια το 422 π.Χ,όπου πήρε το δεύτερο
βραβείο, και σατυρίζει
την δικομανία των Αθηναίων και τον δημαγωγό στρατηγό Κλεωνα
Ο Κλέων είχε αυξήσει σε τρεις οβολούς το μισθό των ηλιαστων
δικαστών,
ο γέρος Φιλοκλεων(Φίλος του Κλεωνος)ήταν από τους φανατικούς
δικαστές και ήταν όλη τη μέρα στην Ηλιαία στα Δικαστηρια και
δίκαζε,
ο γιος του Βδελυκλεων(Βδελυσσομαι τον Κλεωνα,απεχθάνομαι
τον Κλεωνα) τον έχει κλείσει στο σπίτι,κι έχει βάλει φρουρούς
να μην βγει έξω,
ο Φιλοκλεων μην αντέχοντας την στέρηση του δικαστηρίου προσπαθεί
να αποδράσει,
την πρώτη βγαίνοντας από την καμινάδα σαν καπνός,
την δεύτερη σπρώχνοντας βίαια τη πόρτα,
την τρίτη κρυμμένος κάτω από την κοιλιά γαϊδάρου,ως Ούτις,Κανένας,
όπως ο Οδυσσέας στην ραψωδία ι' της Οδυσσειας που κρύφθηκε κάτω
από τη κοιλιά κριαριού νά ξεφύγει από τον Κύκλωπα Πολύφημο ως
Ούτις,
έρχονται οι συνδικαστες ηλιαστες,ο χορός με μορφή σφηκών,να
πάρουν το μέρος του Φιλοκλεωνα,κι επιδεικνύουν Τυραννοφοβια,
ο Βδελυκλεων πείθει τον Φιλοκλεωνα να δικάζει μέσα στο σπίτι,
οικιακά,με την ησυχία του
και τότε γίνεται και η περίφημη δική των δύο σκύλων:
κατά του σκύλου Αιξωνέα Λαβη που έκλεψε ένα κομμάτι τυρί από τον
σκύλο Κυδαθηναιέα,
η δίκη αυτή είναι σάτυρα κατά του Κλεωνα που κατηγόρησε τον Λαχη
για δωροδοκία στη Σικελία,
επίσης ο Βλεδυκλεων καταφέρνει να αλλάξει εντελώς ζωή ο γέρος
πατέρας δικαστής και να το ρίξει έξω ,στην ντόλτσε βιτα,οινοποσία
και αυλητριδα,πάντα με την ίδια μανία,μέχρι που στο τέλος της κωμωδίας
να συμμετέχει σε διαγωνισμό χορου
.
.
Αριστοφάνης,Σφηκες,στιχ. 168-197
Η Τρίτη Εξοδος του Φιλοκλεωνος Ως Ούτις
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Βδελυκλέων
ο άνθρωπος αυτός κάτι πονηρό πολύ μεγάλο θα κάνει
Φιλοκλέων
μα το θεό καθόλου,αλλά να δώσω για πούλημα θέλω
το γαϊδούρι πηγαίνοντας μ'αυτα τα καλάθια 170
γιατί η πρώτη του μήνα ειναι
Βδελυκλέων
λοιπόν τι δεν ξερω
κι εγώ να το δώσω για πούλημα;
Φιλοκλέων
όχι βέβαια ακριβώς όπως εγω
Βδελυκλέων
αλλ'ομως μα το θεό πιο καλα
Φιλοκλέων
τότε το γαϊδούρι βγάλε εξω
Σωσίας
ποια πρόφαση βρήκε,με ποση υποκρισια,
για τον αφήσεις να βγει εξω 175
Βδελυκλέων
αλλ'ομως δεν έπιασε
αυτή,γιατί κατάλαβα το τέχνασμα του.
λοιπόν μπαίνοντας μέσα το γαϊδούρι νομίζω πρέπει
να βγάλω έξω για να μην ο γέρος ξεγλυστρισει πάλι
γομάρι γιατί κλαίς;επειδή θα πουληθεις σήμερα;
περπατα γρήγορα.γιατι αγκομαχας;μηπως κουβαλάς 180
κάποιον Οδυσσέα;
Σωσίας
ναι,μα το θεό, κουβαλά
από κάτω πραγματικά κάποιον που έχει κρυφτεί
Βδελυκλέων
ποιον;ας τον δούμε.αυτος εδώ ποιος να'ναι;
ποιος αληθεια εισαι άνθρωπε;
Φιλοκλέων
Ο Κανένας μα το θεο
Βδελυκλέων
εσύ ο Κανένας; από πού; 185
Φιλοκλέων
του Ιθακου του Αποδραστηαλογιδη
Βδελυκλέων
Κανένα μα το θεό κανένα δεν θα χαρείς εσύ
τράβηξε τον από κάτω γρηγορα.ο βρωμιαρης
που κρυφτηκε εκει κάτω.ετσι που να μου φαίνεται
πάρα πολύ όμοιος να'ναι με το πουλάρι κλητηρα
Φιλοκλέων
αν δεν μ'αφησεις ήσυχο,θα λογομαχησουμε 190
Βδελυκλέων
κι αλήθεια εμείς οι δυο γιατί θα λογομαχησουμε;
Φιλοκλέων
για σκιά γαιδουριου
(περὶ ὄνου σκιᾶς)
Βδελυκλέων
πονηρός είσαι πολύ στο τέχνασμα κι αγύριστο κεφαλι
Φιλοκλέων
εγώ πονηρός;όχι μα το θεό αλλά δεν γνωρίζεις
τι άξιος είμαι,αλλ'ισως όταν θα φας
τη πατσοκοιλια γεροντα ηλιαστη 195
Βδελυκλέων
σπρώξε το γαϊδούρι και μπες κι εσυ μέσα στο σπιτι
Φιλοκλέων
ε συνδικαστες και Κλέων βοηθατε
.
.
Αριστοφάνης,Σφηκες,στιχ. 168-197
Η Τρίτη Εξοδος του Φιλοκλεωνος Ως Ούτις
Βδελυκλέων
ἅνθρωπος οὗτος μέγα τι δρασείει κακόν.
Φιλοκλέων
μὰ τὸν Δί᾽ οὐ δῆτ᾽, ἀλλ᾽ ἀποδόσθαι βούλομαι
τὸν ὄνον ἄγων αὐτοῖσι τοῖς κανθηλίοις· 170
νουμηνία γάρ ἐστιν.
Βδελυκλέων
οὔκουν κἂν ἐγὼ
αὐτὸν ἀποδοίμην δῆτ᾽ ἄν;
Φιλοκλέων
οὐχ ὥσπερ γ᾽ ἐγώ.
Βδελυκλέων
μὰ Δἴ ἀλλ᾽ ἄμεινον.
Φιλοκλέων
ἀλλὰ τὸν ὄνον ἔξαγε.
Σωσίας
οἵαν πρόφασιν καθῆκεν, ὡς εἰρωνικῶς,
ἵν᾽ αὐτὸν ἐκπέμψειας. 175
Βδελυκλέων
ἀλλ᾽ οὐκ ἔσπασεν
ταύτῃ γ᾽· ἐγὼ γὰρ ᾐσθόμην τεχνωμένου.
ἀλλ᾽ εἰσιών μοι τὸν ὄνον ἐξάγειν δοκῶ
ὅπως ἂν ὁ γέρων μηδὲ παρακύψῃ πάλιν.
κάνθων τί κλάεις; ὅτι πεπράσει τήμερον;
βάδιζε θᾶττον. τί στένεις, εἰ μὴ φέρεις 180
Ὀδυσσέα τιν᾽;
Σωσίας
ἀλλὰ ναὶ μὰ Δία φέρει
κάτω γε τουτονί τιν᾽ ὑποδεδυκότα.
Βδελυκλέων
ποῖον; φέρ᾽ ἴδωμαι τουτονί. τουτὶ τί ἦν;
τίς εἶ ποτ᾽ ὦνθρωπ᾽ ἐτεόν;
Φιλοκλέων
Οὖτις νὴ Δία.
Βδελυκλέων
Οὖτις σύ; ποδαπός; 185
Φιλοκλέων
Ἴθακος Ἀποδρασιππίδου.
Βδελυκλέων
Οὖτις μὰ τὸν Δἴ οὔτι χαιρήσων γε σύ.
ὕφελκε θᾶττον αὐτόν. ὦ μιαρώτατος
ἵν᾽ ὑποδέδυκεν· ὥστ᾽ ἔμοιγ᾽ ἰνδάλλεται
ὁμοιότατος κλητῆρος εἶναι πωλίῳ.
Φιλοκλέων
εἰ μή μ᾽ ἐάσεθ᾽ ἥσυχον, μαχούμεθα. 190
Βδελυκλέων
περὶ τοῦ μαχεῖ νῷν δῆτα;
Φιλοκλέων
περὶ ὄνου σκιᾶς.
Βδελυκλέων
πονηρὸς εἶ πόῤῥω τέχνης καὶ παράβολος.
Φιλοκλέων
ἐγὼ πονηρός; οὐ μὰ Δἴ ἀλλ᾽ οὐκ οἶσθα σὺ
νῦν μ᾽ ὄντ᾽ ἄριστον· ἀλλ᾽ ἴσως, ὅταν φάγῃς
ὑπογάστριον γέροντος ἡλιαστικοῦ. 195
Βδελυκλέων
ὤθει τὸν ὄνον καὶ σαυτὸν ἐς τὴν οἰκίαν.
Φιλοκλέων
ὦ ξυνδικασταὶ καὶ Κλέων ἀμύνατε.
.
.
.
Αριστοφάνης.Σφηκες.στιχ. 463-511
-Τυραννοφοβια-
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Χορός
δεν είναι φως φανάρι
στους φτωχούς,πως τυραννία
'στα μουλωχτα θα μας την κατσουν'465
αφού εσύ πονηρέ και παρατρεχαμενε τ'Αμυνια
απ'τους νομους μας εμποδας που'ταξε η πολη
χωρις κάποια δικαιολογια
χωρις λογικη καθαρη
παρά μόνος διαταζεις; 470
Βδελυκλέων
δεν γίνετε χωρίς κοκορομαχίες και στριγκλιες
να μιλήσουμε μεταξύ μας και να συμφωνήσουμε;
Χορός
με σένα κουβέντες εχθρε του λαού και φιλομοναρχικε, 475
και τον κολλητό του Βρασίδα και που φοράει ποδογυρους
με γιρλάντες και τρέφει αξύριστο γενακι;
Βδελυκλέων
μα το θεό,πιο καλά για μένα να παρατήσω εντελώς τον πατέρα
παρά με τοσες φασαρίες να θαλασσωνω κάθε μερα
Χορός
κι ούτε ακόμα στην άκρη με το σέλινο δεν είσαι και τον απηγανο 480
αυτό έτσι με περιτύλιγμα τριχοινικων επών να πούμε
όμως τώρα τίποτα δεν περνάς αλλά όταν ο συνήγορος
αυτά και αυτά θα σου λούσει και συνωμοτη θα σ'ονομασει
Βδελυκλέων
επιτέλους για το θεό πότε θα με ξεφορτωθείτε;
ν'αφήνω να με γδερνουν και να γδερνω ολη τη μέρα;485
Χορός
ποτέ,κι ακόμα ένα τίποτα από μένα να μείνει,
αφού πάνω μας τυραννία θέλεις να βαλεις
.
Βδελυκλέων
τα πάντα για σας τυραννία είναι και συνωμοτες
και στα μεγάλα και στα μικρά καποιος κατηγορει
αυτης εγώ δεν άκουσα τ',όνομα ποτέ σε πενήντα χρονια 490
τώρα πιο πολύ απ'τό παστωμενο είναι ακριβοτερη
ώστε και τ'ονομα της στην αγορά να κυκλοφορει
αν κάποιος ψωνίσει ροφούς και σαρδέλες δεν θελει
αμέσως λέει ο διπλανός που πουλα τις σαρδελες
αυτός ψωνίζει σαν άνθρωπος που συμπαθα την τυραννία 495
αν πράσο επιπλέον ζητά στις φρυσες κάτι ορεκτικο
η λαχανοπωλησα λοξοκοιτωντας λέει στον άλλον
πες μου,πράσο ζητάς,ποιο απ'τα δύο την τυραννια
η' νομίζεις πως η Αθήνα για σε παρέχει ορεκτικά;
Ξανθίας
κι εμένα η πόρνη που χθες το μεσημέρι μπήκα μέσα 500
και να την ιππευσω ζητησα θυμωνοντας πολύ
σε μένα ειπε πως ήθελα του Ιππία την τυραννία να επανορθωσω
Βδελυκλέων
αυτά λοιπόν ν'ακουνε τους ευχαριστούν,και τώρα εγω
που τον πατέρα θέλω απ'αυτες ν'απαλλαξω
τις πρωινοδικαστικοσυκοφαντικοταλαιπωροσυναναστροφες 505
να ζει βίο καθώς πρέπει όπως ακριβώς ο Μορυχος, πως αιτία
έχω αυτά να πραττω συνωμότης οντας και με τυραννικά φρονηματα
Φιλοκλέων
μα το θεό και πολύ σωστά,γιατι εγώ ούτε κι αν του πουλιού το γαλα
αντί του βιου μου να λάβω δεν θα μου τον στερησεις τωρα
ούτε ευχαριστιεμαι με τα κοτσύφια ούτε με τα χέλια,αλλά ευχαριστη
μια δικουλα τοση δα αν φάω μέσα σε πήλινη χύτρα να'ναι βουτηγμενη
.
Αριστοφάνης.Σφηκες.στιχ. 463-511
Τυραννοφοβια
Χορός
ἆρα δῆτ᾽ οὐκ αὐτὰ δῆλα
τοῖς πένησιν, ἡ τυραννὶς
“ὡς λάθρᾳ γ᾽ ἐλάνθαν᾽ ὑπιοῦσά με”, 465
εἰ σύ γ᾽ ὦ πόνῳ πόνηρε καὶ κομηταμυνία
τῶν νόμων ἡμᾶς ἀπείργεις ὧν ἔθηκεν ἡ πόλις,
οὔτε τιν᾽ ἔχων πρόφασιν
οὔτε λόγον εὐτράπελον,
αὐτὸς ἄρχων μόνος; 470
Βδελυκλέων
ἔσθ᾽ ὅπως ἄνευ μάχης καὶ τῆς κατοξείας βοῆς
ἐς λόγους ἔλθοιμεν ἀλλήλοισι καὶ διαλλαγάς;
Χορός
σοὐς λόγους ὦ μισόδημε καὶ μοναρχίας ἐραστά,
καὶ ξυνὼν Βρασίδᾳ καὶ φορῶν κράσπεδα 475
στεμμάτων τήν θ᾽ ὑπήνην ἄκουρον τρέφων;
Βδελυκλέων
νὴ Δί᾽ ἦ μοι κρεῖττον ἐκστῆναι τὸ παράπαν τοῦ πατρὸς
μᾶλλον ἢ κακοῖς τοσούτοις ναυμαχεῖν ὁσημέραι.
Χορός
οὐδὲ μὴν οὐδ᾽ ἐν σελίνῳ σοὐστὶν οὐδ᾽ ἐν πηγάνῳ· 480
τοῦτο γὰρ παρεμβαλοῦμεν τῶν τριχοινίκων ἐπῶν.
ἀλλὰ νῦν μὲν οὐδὲν ἀλγεῖς, ἀλλ᾽ ὅταν ξυνήγορος
ταὐτὰ ταῦτα σου καταντλῇ καὶ ξυνωμότας καλῇ.
Βδελυκλέων
ἆρ᾽ ἂν ὦ πρὸς τῶν θεῶν ὑμεῖς ἀπαλλαχθεῖτέ μου;
ἢ δέδοκταί μοι δέρεσθαι καὶ δέρειν δι᾽ ἡμέρας; 485
Χορός
οὐδέποτέ γ᾽, οὐχ ἕως ἄν τί μου λοιπὸν ᾖ,
ὅστις ἡμῶν ἐπὶ τυραννίδ᾽ ὧδ᾽ ἐστάλης.
Βδελυκλέων
ὡς ἅπανθ᾽ ὑμῖν τυραννίς ἐστι καὶ ξυνωμόται,
ἤν τε μεῖζον ἤν τ᾽ ἔλαττον πρᾶγμά τις κατηγορῇ,
ἧς ἐγὼ οὐκ ἤκουσα τοὔνομ᾽ οὐδὲ πεντήκοντ᾽ ἐτῶν· 490
νῦν δὲ πολλῷ τοῦ ταρίχους ἐστὶν ἀξιωτέρα,
ὥστε καὶ δὴ τοὔνομ᾽ αὐτῆς ἐν ἀγορᾷ κυλίνδεται.
ἢν μὲν ὠνῆταί τις ὀρφὼς μεμβράδας δὲ μὴ ᾽θέλῃ,
εὐθέως εἴρηχ᾽ ὁ πωλῶν πλησίον τὰς μεμβράδας·
᾽οὗτος ὀψωνεῖν ἔοιχ᾽ ἅνθρωπος ἐπὶ τυραννίδι.᾽ 495
ἢν δὲ γήτειον προσαιτῇ ταῖς ἀφύαις ἥδυσμά τι,
ἡ λαχανόπωλις παραβλέψασά φησι θατέρῳ·
“εἰπέ μοι, γήτειον αἰτεῖς· πότερον ἐπὶ τυραννίδι,
ἢ νομίζεις τὰς Ἀθήνας σοὶ φέρειν ἡδύσματα;”
Ξανθίας
κἀμέ γ᾽ ἡ πόρνη χθὲς εἰσελθόντα τῆς μεσημβρίας, 500
ὅτι κελητίσαι ᾽κέλευον, ὀξυθυμηθεῖσά μοι
ἤρετ᾽ εἰ τὴν Ἱππίου καθίσταμαι τυραννίδα.
Βδελυκλέων
ταῦτα γὰρ τούτοις ἀκούειν ἡδἔ, εἰ καὶ νῦν ἐγὼ
τὸν πατέρ᾽ ὅτι βούλομαι τούτων ἀπαλλαχθέντα τῶν
ὀρθροφοιτοσυκοφαντοδικοταλαιπώρων τρόπων 505
ζῆν βίον γενναῖον ὥσπερ Μόρυχος, αἰτίαν ἔχω
ταῦτα δρᾶν ξυνωμότης ὢν καὶ φρονῶν τυραννικά.
Φιλοκλέων
νὴ Δἴ ἐν δίκῃ γ᾽· ἐγὼ γὰρ οὐδ᾽ ἂν ὀρνίθων γάλα
ἀντὶ τοῦ βίου λάβοιμ᾽ ἂν οὗ με νῦν ἀποστερεῖς·
οὐδὲ χαίρω βατίσιν οὐδ᾽ ἐγχέλεσιν, ἀλλ᾽ ἥδιον ἄν 510
δικίδιον σμικρὸν φάγοιμ᾽ ἂν ἐν λοπάδι πεπνιγμένον.
.
.
.
Αριστοφάνης Σφηκες στιχ. 1333-1387
Ο γέροντοερωτας του Φιλοκλεωνα
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
.
Ξυμότης τις(καποιος Συμποτης)
αύριο θα δώσεις για τούτα λόγο στο δικαστήριο·
σ'εμας όλους,κι ας παιδιαριζεις,
γιατί μαζί όλοι θα σε εγκαλεσουμε
Φιλοκλέων
ω ω θα με εγκαλεστε 1335
στα παλιά είστε,δεν καταλαβατε
πως ούτε ν'ακουω δεν ανεχομε
για δικές,χα χα
αυτο'δω μ'αρεσει(πιάνει το κορίτσι την αυλητριδα)
πετα τα ψηφοκουτια 1340
γιατί δεν εξαφανίζεστε;που'ναι ηλιαστης;μακρυά πέρα
(στην αυλητριδα)
έλα ανέβα εδώ χρυσομαμουνακι μου
με το χέρι τούτο δω πιάσε το σχοινι
κράτα το,προσεξε το ,γιατι χαλαρωμένο το σχοινι
όμως σίγουρα αν τριφθει δεν θα στεναχωρηθει
βλέπεις εγώ πόσο έξυπνα σ'αρπαξα 1345
ενώ'σουν έτοιμη για λεσβιακά με τους συμποσιαστες
γι'αυτό ένεκα αυτού αποδωσε στο πέος αυτη'δω τη χάρη
αλλά δεν θα την αποδώσεις ούτε θ'απλωσεις χέρι το ξέρω
αλλά θα με κοροϊδέψεις και θα γελάσεις μ'αυτο παρά πολυ
όπως ήδη με πολλους άλλους έτσι έκανες 1350
αν όμως γίνεις όχι ψυχρή όπως τώρα δα γυναίκα
εγώ εσένα όταν ο γιος μου θα πεθάνει
θα σ'εξαγορασω παλλακίδα να σ'εχω γουρουνάκι μου
τώρα δεν κάνω εγώ κουμάντο στα πράγματα μου
γιατι'μαι νέος και με φυλάνε πολύ στενά 1355
γιατί το παιδάκι μου με επιτηρεί,κι είναι ιδιότροπο
κι επίσης κυμινοπριονιζοκαρδαμογλυφο
αυτά τα κάνει γιατί για μένα φοβάται μην ξωκυλλω
γιατί πατέρας κανένας άλλος σ''αυτο δεν είναι εκτός από μενα.
να τώρα αυτος για σενα και για μενα φαινεται να τρέχει 1360
έλα γρήγορα στάσου αυτες εδώ τις λαμπαδες
πιάνοντας,για να τον περιπαιξω σαν νεαρουλη
μ'αυτα που κάποτε αυτός εμένα πριν τα μυστηρια
Βδελυκλέων
ου να χαθείς γεροραμολιμεντο και μουνικλαμενο
να ποθείς τον έρωτα μου φαίνεται ωραίου πτώματος 1365
ξινα θα τιμωρηθεις μα το θεό γι' αυτο που κανεις.
Φιλοκλέων.
πόσο θα σ'αρεσει να φας μια δικη από ξιδι
Βδελυκλέων
αισχρά δεν περιπαιζεις εσύ που την αυλητριδα
απ'τους συμποσιαστες έκλεψες;
Φιλοκλέων
ποια αυλητριδα;
τι'ναι αυτά που παραληρείς σαν από τύμβο να'πεσες; 1370
Βδελυκλέων
μα το θεό αυτή που στέκεται κοντά σου η Δαρδανιδα
Φιλοκλέων
καθόλου,αλλά η λαμπαδα που στην αγορά στους θεούς καιεται
Βδελυκλέων
λαμπαδα αυτή;
Φιλοκλέων
βεβαίως λαμπάδα,δεν την βλέπεις που έχει χρωματιστα στίγματα;
Βδελυκλέων
τι'ναι αυτό το μαύρο στη μέση της;
Φιλοκλέων
η πίσσα απ'οπου καθώς καιεται βγαίνει έξω 1375
Βδελυκλέων
αυτό εδώ πίσω δεν είναι ο κωλος της;
Φιλοκλέων
εξογκωμα που απ'τη λαμπαδα αυτό προεξεχει
Βδελυκλέων
τι μας λες;ποιο εξόγκωμα;(μιλάει στην αυλητριδα)ε συ δεν θα'ρθεις εδώ;
Φιλοκλέων
α α τι πρόκειται να κάνεις;
Βδελυκλέων
να την πάω αλλού την παίρνω
αφαιρωντας από σενα και κρίνω ότι είσαι σάπιο κρεας 1380
και τίποτα δεν μπορεις να κανεις
Φιλοκλέων
άκου τώρα κι εμενα
στα Ολυμπια,όταν εγω θεωρος ημουνα ,
ο Εφουδίων μάχονταν τον Ασκωνδα καλα
όντας ήδη γερος.κατοπιν με τη γροθιά χτυπώντας
ο γεροντότερος έβγαλε νοκ αουτ τον νεωτερο 1385
γι'αυτό πρόσεξε καλά μην το μάτι σου μαυρισει
Βδελυκλέων
μα το θεό την έμαθες καλά την Ολυμπια
.
.
Αριστοφάνης Σφηκες στιχ. 1333-1387
Ο γέροντοερωτας του Φιλοκλεωνα
Φιλοκλέων
ἄνεχε πάρεχε·
κλαύσεταί τις τῶν ὄπισθεν
ἐπακολουθούντων ἐμοί·
οἷον, εἰ μὴ ᾽ῤῥήσεθ᾽, ὑμᾶς
ὦ πόνηροι ταυτῃὶ τῇ 1330
δᾳδὶ φρυκτοὺς σκευάσω.
Ξυμότης τις
ἦ μὴν σὺ δώσεις αὔριον τούτων δίκην
ἡμῖν ἅπασι, κεἰ σφόδρ᾽ εἶ νεανίας.
ἁθρόοι γὰρ ἥξομέν σε προσκαλούμενοι.
ἰὴ ἰεῦ, καλούμενοι. 1335
ἀρχαῖά γ᾽ ὑμῶν· ἆρά γ᾽ ἴσθ᾽
ὡς οὐδ᾽ ἀκούων ἀνέχομαι
δικῶν; ἰαιβοῖ, αἰβοῖ.
τάδε μ᾽ ἀρέσκει· βάλλε κημούς.
οὐκ ἄπεισι; ποῦ ᾽στιν <ἡμῖν> 1340
ἡλιαστής; ἐκποδών.
ἀνάβαινε δεῦρο χρυσομηλολόνθιον,
τῇ χειρὶ τουδὶ λαβομένη τοῦ σχοινίου.
ἔχου· φυλάττου δ᾽, ὡς σαπρὸν τὸ σχοινίον·
ὅμως γε μέντοι τριβόμενον οὐκ ἄχθεται.
ὁρᾷς ἐγώ σ᾽ ὡς δεξιῶς ὑφειλόμην 1345
μέλλουσαν ἤδη λεσβιᾶν τοὺς ξυμπότας·
ὧν οὕνεκ᾽ ἀπόδος τῷ πέει τῳδὶ χάριν.
ἀλλ᾽ οὐκ ἀποδώσεις οὐδ᾽ ἐφιαλεῖς οἶδ᾽ ὅτι,
ἀλλ᾽ ἐξαπατήσεις κἀγχανεῖ τούτῳ μέγα·
πολλοῖς γὰρ ἤδη χἀτέροις αὔτ᾽ ἠργάσω. 1350
ἐὰν γένῃ δὲ μὴ κακὴ νυνὶ γυνή,
ἐγώ σ᾽ ἐπειδὰν οὑμὸς υἱὸς ἀποθάνῃ,
λυσάμενος ἕξω παλλακὴν ὦ χοιρίον.
νῦν δ᾽ οὐ κρατῶ ᾽γὼ τῶν ἐμαυτοῦ χρημάτων
νέος γάρ εἰμι καὶ φυλάττομαι σφόδρα. 1355
τὸ γὰρ υἵδιον τηρεῖ με, κἄστι δύσκολον
κἄλλως κυμινοπριστοκαρδαμογλύφον.
ταῦτ᾽ οὖν περί μου δέδοικε μὴ διαφθαρῶ.
πατὴρ γὰρ οὐδείς ἐστιν αὐτῷ πλὴν ἐμοῦ.
ὁδὶ δὲ καὐτὸς ἐπὶ σὲ κἄμ᾽ ἔοικε θεῖν. 1360
ἀλλ᾽ ὡς τάχιστα στῆθι τάσδε τὰς δετὰς
λαβοῦσ᾽, ἵν᾽ αὐτὸν τωθάσω νεανικῶς,
οἵοις ποθ᾽ οὗτος ἐμὲ πρὸ τῶν μυστηρίων.
Βδελυκλέων
ὦ οὗτος οὗτος τυφεδανὲ καὶ χοιρόθλιψ,
ποθεῖν ἐρᾶν τ᾽ ἔοικας ὡραίας σοροῦ. 1365
οὔτοι καταπροίξει μὰ τὸν Ἀπόλλω τοῦτο δρῶν.
Φιλοκλέων
ὡς ἡδέως φάγοις ἂν ἐξ ὄξους δίκην.
Βδελυκλέων
οὐ δεινὰ τωθάζειν σε τὴν αὐλητρίδα
τῶν ξυμποτῶν κλέψαντα;
Φιλοκλέων
ποίαν αὐλητρίδα;
τί ταῦτα ληρεῖς ὥσπερ ἀπὸ τύμβου πεσών; 1370
Βδελυκλέων
νὴ τὸν Δἴ αὕτη πού ᾽στί σοί γ᾽ ἡ Δαρδανίς.
Φιλοκλέων
οὔκ, ἀλλ᾽ ἐν ἀγορᾷ τοῖς θεοῖς δᾲς κάεται.
Βδελυκλέων
δᾲς ἥδε;
Φιλοκλέων
δᾲς δῆτ᾽. οὐχ ὁρᾷς ἐστιγμένην;
Βδελυκλέων
τί δὲ τὸ μέλαν τοῦτ᾽ ἐστὶν αὐτῆς τοὐν μέσῳ;
Φιλοκλέων
ἡ πίττα δήπου καομένης ἐξέρχεται. 1375
Βδελυκλέων
ὁ δ᾽ ὄπισθεν οὐχὶ πρωκτός ἐστιν οὑτοσί;
Φιλοκλέων
ὄζος μὲν οὖν τῆς δᾳδὸς οὗτος ἐξέχει.
Βδελυκλέων
τί λέγεις σύ; ποῖος ὄζος; οὐκ εἶ δεῦρο σύ;
Φιλοκλέων
ἆ ἆ τί μέλλεις δρᾶν;
Βδελυκλέων
ἄγειν ταύτην λαβὼν
ἀφελόμενός σε καὶ νομίσας εἶναι σαπρὸν 1380
κοὐδὲν δύνασθαι δρᾶν.
Φιλοκλέων
ἄκουσόν νυν ἐμοῦ.
Ὀλυμπίασιν, ἡνίκ᾽ ἐθεώρουν ἐγώ,
Ἐφουδίων ἐμαχέσατ᾽ Ἀσκώνδᾳ καλῶς
ἤδη γέρων ὤν· εἶτα τῇ πυγμῇ θενὼν
ὁ πρεσβύτερος κατέβαλε τὸν νεώτερον. 1385
πρὸς ταῦτα τηροῦ μὴ λάβῃς ὑπώπια.
Βδελυκλέων
νὴ τὸν Δἴ ἐξέμαθές γε τὴν Ὀλυμπίαν.
.
.
.
Αριστοφάνης.Σφηκες.στιχ. 13-53
Τα δύο όνειρα και οι ονειροκρισιες τους
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
(Ο Ξανθίας και ο Σωσίας είναι οι δυο φύλακες που έβαλε ο Βδελυκλεων
να φυλάνε νύχτα και μέρα να μην αποδρασει απ'το σπιτι ο έγκλειστος
ο δικομανης ηλιαστης:γέρος πατέρας του Φιλοκλεων)
Ξανθίας
....
και τοτε όνειρο παράξενο είδα εντελως·
Σωσίας
κι εγώ αλήθεια τέτοιο ουδέποτε
τώρα πες το πρωτος 15
Ξανθίας
μου φάνηκε αετός
να χυμαει κάτω στην αγορά τεράστιος
αρπάζοντας στα νύχια ασπιδα με χαλκό
καλυμμένη ν'ανεβαινει ψηλά στον ουρανό
κι έπειτα αυτή να πετα του Κλεωνυμου
Σωσίας
επομένως σε τίποτα του γρίφου δεν διαφέρει ο Κλεωνυμος 20
Ξανθίας
πως αληθεια;
Σωσίας
θα ρωτησει κάποιος σ'αυτους τους συμποσιαστες,λέγοντας
'ποιο είν'αυτό το θηρίο που στη γη και στον ουρανο
καί στη θάλασσα πεταξε την ασπίδα;'
Ξανθίας
αλλιμονο αλήθεια τι κακό θα πάθω
βλέποντας τέτοιο όνειρο;
Σωσίας
μην ανησυχείς
γιατί δεν είναι τρομερό μα τους θεους
Ξανθίας
τρομερό όμως είναι ο άνθρωπος να πετά τα όπλα
τώρα το δικό σου πες.
Σωσίας
κατά τα άλλα είναι πολύ σημαντικο
γιατί για της πόλης είναι το σκάφος ολο
Ξανθίας
λέγε τώρα ξεκινώντας κάπως απ'την καρίνα το πράγμα 30
Σωσίας
μου φάνηκε εκεί στον πρώτο ύπνο στη Πνυκα
να συνεδριάζουν προβατα συγκεντρωμένα
έχοντας μπαστούνια και τριμμένα πανωφορια
κι έπειτα σ'αυτα τα πρόβατα μου φάνηκε
να δημογορει μια φάλαινα που τα πάντα καταβροχθίζει 35
που'χε φωνή πρησμενης γουρουνας
Ξανθίας
πω πω
Σωσίας
τι ειναι;
Ξανθίας
σταματα σταματα, μη λες
βρωμαει πολύ άσχημα το όνειρο τομάρι σάπιο
Σωσίας
έπειτα η ακάθαρτη φάλαινα εχοντας ζυγαρια
ζύγιζε βορινο λιπος για θυσία του δημου 40
Ξανθίας
αλίμονο φοβάμαι
τον δημο μας θέλει να διασπάσει
Σωσίας
μου φάνηκε πως ο Θεωρος σ'αυτη κοντά
χάμω κάθονταν το κεφαλι κόρακα έχοντας
τότε ο Αλκιβιάδης μου είπε ψευδιζοντας
'ολας,ο Θεωλος το κεφαλι κόλακα εχει'
Ξανθίας
ορθά αυτό ο Αλκιβιάδης ψευδισε
Σωσίας
δεν είναι εκείνο αλλόκοτο,ο Θεωρος κόρακας
να γίνει;
Ξανθίας
καθόλου,αλλά υπεροχο
Σωσίας
πῶς;
Ξανθίας
τι πως;
άνθρωπος όντας έπειτα έγινε ξαφνικά κορακας
δεν είναι φανερό αυτο που καταλήγει,ότι 50
από μας αρπαχθεις στους κόρακες θα οδηγηθεί;
Σωσίας
τότε δεν πρέπει δίνοντας δύο οβολούς να σε μισθωσω
έτσι που ερμηνεύεις σοφα τα όνειρα;
.
.
Αριστοφάνης.Σφηκες.στιχ. 13-53
Τα δύο όνειρα και οι ονειροκρισιες τους
Ξανθίας
....
καὶ δῆτ᾽ ὄναρ θαυμαστὸν εἶδον ἀρτίως.
Σωσίας
κἄγωγ᾽ ἀληθῶς οἷον οὐδεπώποτε.
ἀτὰρ σὺ λέξον πρότερος. 15
Ξανθίας
ἐδόκουν αἰετὸν
καταπτόμενον ἐς τὴν ἀγορὰν μέγαν πάνυ
ἀναρπάσαντα τοῖς ὄνυξιν ἀσπίδα
φέρειν ἐπίχαλκον ἀνεκὰς ἐς τὸν οὐρανόν,
κἄπειτα ταύτην ἀποβαλεῖν Κλεώνυμον.
Σωσίας
οὐδὲν ἄρα γρίφου διαφέρει Κλεώνυμος. 20
Ξανθίας
πῶς δή;
Σωσίας
προσερεῖ τις τοῖσι συμπόταις, λέγων
“τί ταὐτὸν ἐν γῇ τ᾽ ἀπέβαλεν κἀν οὐρανῷ
κἀν τῇ θαλάττῃ θηρίον τὴν ἀσπίδα;”
Ξανθίας
οἴμοι τί δῆτά μοι κακὸν γενήσεται
ἰδόντι τοιοῦτον ἐνύπνιον; 25
Σωσίας
μὴ φροντίσῃς.
οὐδὲν γὰρ ἔσται δεινὸν οὐ μὰ τοὺς θεούς.
Ξανθίας
δεινόν γέ ποὔστ᾽ ἄνθρωπος ἀποβαλὼν ὅπλα.
ἀτὰρ σὺ τὸ σὸν αὖ λέξον.
Σωσίας
ἀλλ᾽ ἐστὶν μέγα.
περὶ τῆς πόλεως γάρ ἐστι τοῦ σκάφους ὅλου.
Ξανθίας
λέγε νυν ἀνύσας τι τὴν τρόπιν τοῦ πράγματος. 30
Σωσίας
ἔδοξέ μοι περὶ πρῶτον ὕπνον ἐν τῇ πυκνὶ
ἐκκλησιάζειν πρόβατα συγκαθήμενα,
βακτηρίας ἔχοντα καὶ τριβώνια·
κἄπειτα τούτοις τοῖς προβάτοισι μοὐδόκει
δημηγορεῖν φάλαινα πανδοκεύτρια, 35
ἔχουσα φωνὴν ἐμπεπρησμένης ὑός.
Ξανθίας
αἰβοῖ.
Σωσίας
τί ἔστι;
Ξανθίας
παῦε παῦε, μὴ λέγε·
ὄζει κάκιστον τοὐνύπνιον βύρσης σαπρᾶς.
Σωσίας
εἶθ᾽ ἡ μιαρὰ φάλαιν᾽ ἔχουσα τρυτάνην
ἵστη βόειον δημόν. 40
Ξανθίας
οἴμοι δείλαιος·
τὸν δῆμον ἡμῶν βούλεται διιστάναι.
Σωσίας
ἐδόκει δέ μοι Θέωρος αὐτῆς πλησίον
χαμαὶ καθῆσθαι τὴν κεφαλὴν κόρακος ἔχων.
εἶτ᾽ Ἀλκιβιάδης εἶπε πρός με τραυλίσας,
“ὁλᾷς; Θέωλος τὴν κεφαλὴν κόλακος ἔχει”. 45
Ξανθίας
ὀρθῶς γε τοῦτ᾽ Ἀλκιβιάδης ἐτραύλισεν.
Σωσίας
οὔκουν ἐκεῖν᾽ ἀλλόκοτον, ὁ Θέωρος κόραξ
γιγνόμενος;
Ξανθίας
ἥκιστ᾽, ἀλλ᾽ ἄριστον.
Σωσίας
πῶς;
Ξανθίας
ὅπως;
ἄνθρωπος ὢν εἶτ᾽ ἐγένετ᾽ ἐξαίφνης κόραξ·
οὔκουν ἐναργὲς τοῦτο συμβαλεῖν, ὅτι 50
ἀρθεὶς ἀφ᾽ ἡμῶν ἐς κόρακας οἰχήσεται;
Σωσίας
εἶτ᾽ οὐκ ἐγὼ δοὺς δύ᾽ ὀβολὼ μισθώσομαι
οὕτως ὑποκρινόμενον σοφῶς ὀνείρατα;
.
.
.