I Am a Greek European Worldwidel Man-Now!- www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

I Am a Greek European Worldwide Man-Now!-

www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

Σάββατο 29 Μαΐου 2021

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -Αδελφοί Γκριμ, Παραμύθια -Brüder Grimm,Märchen -Τα δώδεκα αδέλφια και η μικρη αδελφή -Zwölf Brüder und das Schwesterchen -μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-Αδελφοί Γκριμ, Παραμύθια

-Brüder Grimm,Märchen

-Τα δώδεκα αδέλφια και η μικρη αδελφή

-Zwölf Brüder und das Schwesterchen

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.

Αδελφοί Γκριμ, Παραμύθια

Brüder Grimm,Märchen

Τα δώδεκα αδέλφια και η μικρη αδελφή

Zwölf Brüder und das Schwesterchen

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Μια φορά ήταν ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα, αυτοι είχαν δώδεκα  

παιδια όλα μαζί,που όλα ήταν αγόρια.Κι ο βασιλιάς είπε,αν το δέκατο 

τρίτο παιδί ενα κορίτσι ήταν,τότε όλα τα δώδεκα παιδιά του θα σκότωνε,

αλλά αν αυτό πάλι γιος ήταν,θα έπρεπε αυτα να ζήσουν.

Επειδή η βασίλισσα πολύ στεναχωρήθηκε κι είχε στους δώδεκα γιους 

της μεγάλη αγάπη στη καρδιά πήγε στους δώδεκα γιους και τους είπε:

ο βασιλιάς ο πατέρας σας είπε,αν εγω ένα κορίτσι κάνω,εσάς θελει

όλους να σκοτωσει,αλλά αν αυτό μια μικρή αδελφή ήταν,θέλει εσείς

όλοι να ζήσετε,

Κι η μητέρα τους συμβουλεύει και τους λέει:

της καρδιας μου παιδιά πηγαίνετε στο δάσος,κι αν ένας γιος είναι,

τότε ψηλά πάνω στον πύργο μια λευκή σημαία θα σηκώσω,αλλά

αν κορούλα είναι,μια κόκκινη,κι ο πατέρας σας δεν θα μπορεί να

σας σκοτώσει.

Έτσι πήγαν τα δώδεκα παιδιά στο δάσος και κοιτούσαν όλες τις μέρες

προς τον πύργο και δεν έβλεπαν καμία σημαία να ανεμίζει,αλλά

μια μέρα είδαν μια κόκκινη σημαία να ανεμίζει,και θύμωσαν πολύ,

ότι για χάρη ενός κοριτσιου όλα πρέπει να πεθάνουν κι ορκίστηκαν

να ζήσουν μέσα στο δάσος και κάθε κορίτσι που εκεί μέσα θα

έρχονταν να παραφυλαξουν και να το σκοτωσουν,

και κάθε μέρα πήγαιναν τα έντεκα απ'αυτα για κυνήγι κι ένα έπρεπε 

με τη σειρά πάντα στο σπίτι να μένει και να μαγειρεύει και το νοικοκυριό 

να φροντίζει.

Κι η μικρή αδελφή ήταν εντελώς μόνη στο σπίτι,και μια μέρα που είχε 

πολύ  χρόνο στη διάθεσή της,βγήκε έξω κι έφτασε στο δασος και μπήκε μέσα,όπου τα δώδεκα αδέλφια της κατοικούσαν,αλλ'αυτα όλα είχαν 

πάει έξω εκτός το ένα που έπρεπε να μαγειρέψει.

Κι όπως αυτό το κορίτσι είδε,ήθελε να το σκοτώσει,επειδή έτσι είχε

ορκιστεί,τοτε τον παρακάλεσε το κορίτσι για τη ζωή και επίσης θα του

μαγειρεύε και το σπίτι θα περιποιούνταν,αν το άφηνε να ζησει,

και για καλή τύχη,ήταν ο πιο νεώτερος αδελφός,που την λυπήθηκε και

της υποσχέθηκε πως θα την αφήσει να ζήσει,

και σαν οι άλλοι έντεκα απ'τό κυνήγι στο σπίτι ήρθαν,τόσο ξαφνιάστηκαν

το κορίτσι ζωντανό να βρουν κι ο πιο νεώτερος αδελφός μίλησε κι είπε:

αγαπητά μου αδέλφια,αυτό είναι το νεαρό κορίτσι που στο δάσος μέσα

έχει έρθει κι εμένα έχει τόσο πολύ για τη ζωή του παρακαλέσει,έτσι 

έχω σκεφτεί,πως θα μπορουσε να μας μαγειρευει και το νοικοκυριό

να φροντίζει,έτσι που θα μπορούσαμε όλοι κι οι δώδεκα για κυνήγι

να πάμε.

Και σ'αυτο συμφωνησαν τ'αλλα αδέλφια κι από δω και πέρα πήγαιναν 

πάντα όλα και τα δώδεκα έξω για κυνήγι κι η μικρή αδελφή εμενε μόνη

στο σπίτι,έκανε τα κρεβάτια και μαγείρευε το φαγητό.

Τώρα μια μέρα,που οι δώδεκα αδελφοί πάλι έξω ήταν,πήγε η μικρή

αδελφή στο δάσος να περπατήσει κι έφτασε σ' ένα άνοιγμα ,εκεί ήταν

δώδεκα λευκά κρίνα,που ήταν τόσο ομορφα κι όλα μαζί τα έκοψε.

Εκεί ήταν μια γριά,που μίλησε:αχ κορούλα μου γιατί δεν έχεις αφήσει

τα άνθη του χρόνου να στέκονται όρθια,αυτά είναι τα δώδεκα αδέλφια

σου κι αυτά πρέπει τώρα όλα σε δώδεκα κοράκια να μεταμορφωθούν.

Τότε άρχισε η μικρή αδελφή να κλαπεί απ'τη μεγάλη της στεναχώρια,

για ότι είχε κάνει κι είπε,αν κάποιος τρόπος ήταν ,τα δώδεκα αδέλφια

να λυτρώσει.

Η γριά είπε:είναι μονάχα ένας,αλλ'ομως είναι πολύ δύσκολος.

Και το παιδί μίλησε:αν μπορούσε να του τον πει.

Τότε αυτή είπε:εσύ πρέπει για δώδεκα ολόκληρα χρόνια βουβή να

είσαι και ούτε μια λέξη να μιλησεις κι αν ακόμα μία ώρα μονάχα από

τα δώδεκα χρόνια λειπει,κι έχεις μια μονάχα λέξη μιλήσει,τότε

όλα είναι κατεστραμμένα και τ'αδελφια σου ποτέ πια δεν θα λυτρωθούν.

Το κορίτσι πήγε στο δάσος και κάθησε μέσα σ'ενα κουφαλιασμενο 

δέντρο κι ύφαινε,

μια φορά  πήγε ένας βασιλιάς για κυνήγι και το σκυλί του γαυγισε

μπροστά απ'το δέντρο,

(τότε ο βασιλιάς είδε το όμορφο κοριτσι και του ειπε):

αν θέλει μαζί του στο βασίλειο να ερθει κι αυτόν αν θέλει να παντρευτεί.

Αλλ'αυτο ήταν εντελώς σιωπηλό και δεν απάντησε ούτε μια συλλαβη.

Τότε αυτός το πήρε μαζί του κι εκανε γάμο μαζί του,

αλλά η πεθερά δεν μπορούσε αυτό να ανεχθει και πίστευε πως αυτό 

ήταν ένα ανηθικο κοριτσι.

Η κακια πεθερά άρχισε τώρα,αυτό στον βασιλιά να συκοφαντεί και

γι'αυτό τα πιο αισχρά πράγματα να λέει,κι επειδή αυτό ούτε με μια

συλλαβη δεν υπερασπίστηκε τον εαυτό του,στο τέλος πειστηκε ο

βασιλιάς και το καταδίκασε σε θάνατο και διέταξε μια μεγάλη φωτιά

να ετοιμαστεί κι αυτό να καει.

Κι όταν αυτό στη φωτιά ήταν,τότε ήταν ακριβώς η τελευταία ώρα

περασμενη από τα δώδεκα χρόνια κι οι άνθρωποι άκουσαν έναν θόρυβο

στον αερα και δώδεκα κοράκια ήρθαν πετώντας,σαν αυτά πάνω στη γη έφτασαν,εγιναν  δώδεκα βασιλοπούλα κι απελευθέρωσαν την μικρή τους αδελφή,κι ηαθωότητα της ήρθε στο φως της μέρας,

η κακια πεθερά όμως μέσα σ'ενα βαρέλι με καυτο λάδι ρίχτηκε,όπου 

μέσα φαρμακερά φίδια ηταν 

.

.

Brüder Grimm  Märchen

Zwölf Brüder und das Schwesterchen.


Es war einmal ein König u. eine Königin, die hatten

zwölf Kinder zusammen, die waren alle Jungen. Und der

König sprach, wenn das dreizehnte Kind ein Mädchen

wäre, so wollte er alle seine 12 Söhne umbringen, wenn es

aber wieder ein Sohn wäre, so sollten sie am Leben blei-

ben. Da wurde die Königin gar traurig u. hatte ihre 12

Söhne von Herzen gar lieb u. ging zu ihren 12 Söhnen

und sprach zu ihnen: der König euer Vater hat gesagt,

wenn ich ein Mädchen kriegte, so wollte er euch alle um-

bringen, wenn es aber noch ein Brüderchen wäre, so woll-

te er euch alle leben laßen. Und die Mutter rieth ihnen u.

sprach: herzliebe Kinder geht in den Wald, u. wenn es ein

Söhnchen ist, so will ich oben auf dem Thurm eine weiße

Fahne aufstecken, ist es aber ein Töchterchen, eine rothe,

so kann euch der Vater doch nicht tödten. Also gingen die

zwölf Kinder in den Wald und guckten alle Tage nach dem

Schloß u. sahen immer keine Fahne wehen, eines Tags

aber sahen sie eine rothe Fahne wehen, u. wurden recht

erzürnt, daß sie um eines Mädchens willen alle hätten ster-

ben sollen u. schwuren sie wollten im Wald leben u. jedem

Mädchen das hinein käme aufpaßen und wollten es um-

bringen, u. jeden Tag gingen elf von ihnen auf die Jagd

und einer mußte abwechselnd immer zu Haus bleiben u.

kochen u. den Haushalt führen.

Und das Schwesterchen war ganz allein zu Haus, u. ei-

nes Tags wurde ihm die Zeit gar zu lang, da ging es aus u.

kam in den Wald, u. kam dahin, wo seine zwölf Brüder

wohnten, die waren aber alle ausgegangen auser der eine,

der kochen mußte. Und wie er das Mädchen sah, so wollte

er es umbringen, denn er hatte den Schwur also gethan, da

flehte ihn das Mädchen um das Leben u. es wollte ihnen

auch kochen u. das Haus zurechthalten, wenn er es leben

ließe, und zum Glück, war es der jüngste Bruder, der wur-

de erbarmt und versprach ihm das Leben zu laßen, u. als

die andern elf von der Jagd nach Haus kamen, so verwun-

derten sie sich das lebendige Mädchen zu finden u. der

jüngste Bruder sprach und sagte: liebe Brüder, da ist das

junge Mädchen in den Wald hereingekommen u. hat mich

so sehr um ihr Leben gebeten, so habe ich gedacht, es

könnte uns kochen u. den Haushalt führen, so könnten

wir auch alle zwölf zusammen auf die Jagd gehen. Und da

ließen es die andern Brüder zu, u. nun gingen sie immer

alle zwölf aus auf die Jagd u. das Schwesterchen blieb al-

lein zu Haus, machte die Betten und kochte das Eßen.

Nun eines Tags, da die zwölf Brüder wieder aus waren,

ging das Schwesterchen in den Wald spazieren u. kam an

einen Platz, da standen zwölf weiße Lilien, die waren so

schön und es brach sie alle miteinander ab. Da war eine

alte Frau, die sprach: ach mein Töchterchen warum hast

du die zwölf studentenblumen nicht stehen gelaßen, das

sind deine zwölf Brüder und die müßen nun alle in zwölf

Raben verwandelt werden. Da fing das Schwesterchen an

zu weinen vor großer Traurigkeit, daß es das gethan hätte,

und sagte, ob denn gar kein Mittel wäre, die zwölf Brüder

zu erlösen. Die alte Frau sagte: es ist nur eines, das ist aber

sehr schwer. Und das Kind sprach: sie mögte es nur sagen.

Da sagte sie: du mußt zwölf ganze Jahr stumm seyn u.

kein einziges Wort reden und wenn nur noch eine Stunde

an den zwölf Jahren fehlte, u. du hättest ein einziges Wort

geredet, so ist alles verdorben u. deine Brüder werden

nimmermehr erlöst.

Das Mädchen geht in den Wald u. setzt sich in einen

holen Baum u. spinnt, einmal geht ein König auf die Jagd

u. sein Hund bellt vor dem Baum pp: ob es mit in sein

Königreich kommen u. ihn heirathen wollte. Es war aber

ganz still und antwortete keine Silbe. Da nahm er es mit

sich u. hielt Hochzeit mit ihm, die Schwiegermutter konn-

te es aber nicht leiden u. meinte es sey ein gemeines Mäd-

chen. Die böse Schwiegermutter fing nun an, es bei dem

König zu verleumden u. ihm die schändlichsten Dinge

nachzusagen, u. weil es sich mit keiner Silbe vertheidigte,

so glaubte es zuletzt der König u. verurtheilte es zum

Tode, u. befahl ein großes Feuer anzumachen u. es zu ver-

brennen. Und als es am Feuer stand, so war eben die letzte

Stunde verfloßen von den zwölf Jahren u. man hörte ein

Geraüsch in der Luft und zwölf Raben kamen geflogen,

als sie auf die Erde kamen, wurden sie zwölf Königssöhne

u. machten ihre Schwester los, und ihre Unschuld kam an

den Tag, die böse Schwiegermutter wurde aber in ein Faß

siedenden Öls gethan, worin giftige Schlangen waren.

.

.

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -Αδελφοί Γκριμ, Παραμύθια -Brüder Grimm,Märchen -Οι τρεις νάνοι στο δασος -Die drei Männlein im Walde -μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-Αδελφοί Γκριμ, Παραμύθια

-Brüder Grimm,Märchen

-Οι τρεις νάνοι στο δασος

-Die drei Männlein im Walde

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.


Αδελφοί Γκριμ, Παραμύθια

Brüder Grimm,Märchen

Οι τρεις νάνοι στο δασος

Die drei Männlein im Walde

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Ήταν ένας άντρας,που πέθανε η γυναίκα του,και μια γυναίκα,που πέθανε

ο άντρας της,

ο άντρας είχε μια κόρη κι η γυναίκα επίσης ειχε μια κόρη.

Τα κορίτσια γνωρίζονταν το ένα το αλλο και πήγαν μαζί να περπατήσουν 

κι ύστερα ήρθαν στο σπίτι της γυναίκας.

Εκει είπε αυτή στη κόρη του άντρα:Άκου,πες στον πατέρα αου,πως θέλω 

να τον παντρευτώ,τότε κάθε πρωί στο γάλα θα πλένεααι και κρασί θα πίνεις,

ενω η κόρη μου στο νερό θα πλένεται και νερό θα πίνει.

Το κορίτσι πήγε στο σπίτι κι είπε στο πατέρα του,τι η γυναίκα του'χε πει.

Ο άντρας ειπε.Τι πρέπει να κάνω;Η παντρεια είναι χαρά  κι είναι επίσης

βάσανο.

Τελικά,αφού καμία απόφαση δεν μπορούσε να πάρει,τράβηξε τη μπότα του,

κι είπε.Παρε αυτή τη μπότα,που έχει στη σόλα μια τρυπα,σηκωσε την από

κάτω,κρεμασε την σ'αυτό το μεγάλο καρφί και χύσε  νερό μέσα.Αν κρατήσει 

το νερό,τότε θέλω πάλι μια γυναίκα να πάρω,αλλά αν περάσει από μέσα,

τότε δεν θέλω να παρω.

Το κορίτσι έκανε,όπως του ζητήθηκε,αλλά το νερό κολλησε τη τρύπα κι 

η μπότα γέμισε νερό μέχρι πάνω.

Το ανάγγειλε στον πατέρα του,τι συνέβηκε.

Ανέβηκε ο ίδιος,και σαν ειδε,ότι σωστό ήταν,πήγε στη χήρα και την αρραβω-

βιάστηκε,κι ο γάμος τελέστηκε.

Τ'αλλο πρωί,όταν τα δύο κορίτσια σηκωθηκαν,ήταν μπροστά απ'του άντρα 

την κόρη γάλα για πλύσιμο και κρασί για να πιει,ενώ μπροστα απ'της γυναίκας

την κόρη ήταν νερό για πλύσιμο και νερό για  να πιει.

Στο δεύτερο πρωινό ήταν νερό για πλύσιμο και νερό για να πιει τόσο καλό μπροστά απ'του άντρα την κόρη όπως μπροστά απ'της γυναίκας τη κορη.

Και στο τριτο πρωινό ήταν νερό για πλύσιμο και νερό για να πιει μπροστά 

απ'του άντρα την κόρη και γάλα για πλύσιμο  και κρασί για να πιει μπροστά απ'της γυναίκας την κόρη,

κι αυτό ετσι έμεινε να'ναι

Η γυναίκα αντιπαθούσε την θετή της κόρη και δεν ήξερε πως απ'την μια μέρα στην άλλη πιο δυστυχισμενη να την κανει.Επισης ήταν ζηλοφθονη,γιατί η θετή της κόρη  όμορφη κι αξιαγάπητη ήταν,ενώ η κανονική της κόρη άσχημη και 

αποκρουστική.

Κάποτε μεσ'στον χειμώνα,όταν ήταν πάγος σαν πέτρα και τα βουνα κι οι 

κοιλάδες ήταν στο χιόνι σκεπασμένες,εφκιαξε η γυναίκα ένα φορεμα χάρτινο,

φωναξε το κορίτσι κι είπε.

Να,βάλε αυτο το φόρεμα ,βγες έξω στο δάσος και φέρε μου ένα καλάθι 

γεμάτο φράουλες,τις έχω πολύ επιθυμησει.

 Θεέ μου,είπε το κορίτσι,στο χειμώνα δεν μεγαλώνουν φράουλες,η γη είναι

παγωμένη,και το χιόνι επίσης τα 'χει ολα σκεπάσει.Και γιατί να πάω μ'αυτο 

το χάρτινο φόρεμα;Έξω είναι τόσο κρύο,που η ανάσα παγωνει,ο άνεμος δεν

σταματαει να φυσαει,και τ'αγκαθια θα μου σκίσουν το κορμι.

Θέλεις να μου φέρεις αντίρρηση;είπε η μητριά.Αντε φύγε,χάσου από'δω

και να μην σε ξαναδω,παρά μόνο μέχρι να'χεις το καλάθι γεμάτο φραουλες.

Κατόπιν του έδωσε ένα κομμάτι ξερό ψωμί κι είπε.Απ'αυτο μπορεις να φας

όλη τη μέρα,και σκέφτηκε.Εκει έξω θα παγώσει και θα πεθάνει από την πείνα 

και ποτέ πια δεν θα την ξαναδούν τα μάτια μου.

Λοιπόν,τι να κανει,το κορίτσι υπακουσε,φόρεσε το χάρτινο φόρεμα και βγήκε 

έξω με το καλάθι.Εκει δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μόνο χιόνι πέρα ως πέρα 

και δεν υπήρχε ούτε μια λωρίδα πρασινάδα να δει.

Όταν στο δάσος έφτασε,είδε είναι μικρό σπιτάκι,απ'οπου κοιτούσαν έξω 

τρεις νανοι.Τους ευχήθηκε καλή μέρα και χτύπησε σιγανα τη πόρτα.

 Αυτοί φώναξαν.Ελατε μέσα,κι αυτό μπήκε στο δωματιο και κάθησε στον

πάγκο κοντά στη σόμπα,γιατί ήθελε να ζεσταθεί και να φάει το πρωινό 

της.

Οι νάνοι είπαν.Δωστε μας ένα κομμάτι απ'αυτο.

Ευχαρίστως,είπε,μοίρασε στη μέση το κομμάτι του ψωμιού της και τους

έδωσε το μισό.Αυτοι ρώτησαν.Τι θέλεις μεσ'στον χειμώνα μ'αυτο το ελαφρύ

φόρεμα εδώ μέσα στο δάσος;

 Αχ,απαντησε,πρεπει ένα καλάθι να γεμίσω με φράουλες και να μην γυρίσω 

στο σπίτι αν δεν το φέρω.

Όταν έφαγε το ψωμί του του έδωσαν μια σκούπα και του είπαν.Απομακρυνε μ'αυτη το χιόνι στη πίσω πόρτα.

Όπως αυτό λοιπόν έξω ήταν ,είπαν οι νάνοι μεταξύ τους.

Τι πρέπει να το δωρησουμε,γιατί τόσο ευγενικό και καλό είναι και το ψωμί 

του μαζί μας μοιράστηκε.

Εδώ ο πρώτος ειπε.Εγω το δωριζω ,καθε μερα ομορφοτερο να γίνεται

Ο δεύτερος είπε.Εγω το δωριζω,χρυσα νομίσματα έξω απ'το στομα του να πέφτουν,οποτε μιλάει.

Ο τρίτος ειπε.Εγω το δωριζω,ένας βασιλιάς να'ρθει και γυναίκα του να το 

παρει.

Ενώ το κορίτσι,όπως οι νάνοι του'χαν πει,απομάκρυνε το χιόνι με τη σκούπα 

πίσω απ'τό μικρό σπίτι,και τι πιστεύετε,ότι βρήκε;

Αφθονες ώριμες φράουλες,που σκούρες κόκκινες στο χιόνι ξεχώριζαν.

Μεσ'στη χαρά του τις μάζεψε και γέμισε το καλάθι,ευχαρίστησε τους

νάνους,τους χαιρέτησε έναν έναν κι έτρεξε για το σπίτι και την επιθυμία

της μητριάς να φερει

Όταν μπήκε μέσα και Καλησπέρα είπε,αμέσως έπεσε ένα χρυσό νόμισμα

απ'τό στόμα.Κατοπιν διηγήθηκε,τι συνάντησε μέσα στο δάσος,και με κάθε

λέξη,που έλεγε,έπεφταν χρυσά νομίσματα απ'τό στόμα,έτσι ώστε σε λιγο

όλο το δωματιο σκεπάστηκε μ'αυτα

Τώρα  βλεπει  κάποιος με τι ανοησία,φώναξε η θετή αδελφή,το χρήμα πετάει.

Αλλά κρυφά αυτήν ήταν ζηλοφθονη, γι'αυτο κι ήθελε επίσης έξω στο δάσος

να βγει και φράουλες να ψάξει.

Η μητέρα ειπε.Οχι,όχι αγαπημένη μου κορούλα,κάνει τόσο κρύο,και θα 

παγώσεις.

Αλλά επειδή δεν την άφησε σε ησυχία,δέχτηκε στο τελος,της έραψε ένα

λαμπερό γούνινο παλτο,που θα το φορουσε και της έδωσε βουτυρωμενο

ψωμί και κέικ να πάρει μαζί της για το δρόμο.

Το κορίτσι πήγε στο δάσος κατευθείαν στο μικρό σπίτι.

Οι τρεις νάνοι πάλι κοιτούσαν έξω,όμως δεν τους χαιρέτησε,και χωρίς να γυρίσει να τους κοιτάξει και χωρίς να τους χαιρετήσει,όρμησε μέσα στο δωμάτιο,κάθησε κοντά στη σόμπα κι άρχισε το βουτυρωμενο ψωμί του και 

το κέικ να τρωει

Δώσε και σε μας λίγο,φώναξαν οι νάνοι,αλλά δεν απάντησε.

Δεν φτανει για μένα,πως να δώσω σ'αλλους;

Όταν λοιπόν με το φαι τελείωσε,είπαν.Να εκει πάρε μια σκούπα,κι ελα μαζί 

μας έξω να καθάρισεις απ'την πίσω πορτα για μας

Ε,καθηστε εκεί που κάθεστε,απάντησε,δεν είμαι υπηρέτρια σας.

Όταν είδε πως δεν ήθελαν τίποτε να του δωρίσουν βγήκε απ'τη πόρτα έξω.

Τότε είπαν οι νάνοι ο ένας στον άλλον.Τι πρέπει να το δώσουμε,γιατί τόσο 

αγενές είναι και κακό,ζηλοφθονη καρδιά έχει,που σε κανέναν τίποτα δεν

δίνει;

Ο πρώτος είπε.Εγω το δωριζω ,καθε μερα ασχημοτερο να γίνεται.

Ο δεύτερος είπε.Εγω το δωρίζω ,με κάθε λέξη που λέει ένας φρυνος

έξω απ'τό στόμα του να πηδαει.

Ο τρίτος είπε.Εγω το δωριζω ,μ'εναν δυστυχισμένο θάνατο να πεθανει.

Το κορίτσι έψαχνε έξω για φράουλες,όταν λοιπόν καμια δεν βρήκε,πήγε

σκυθρωπό στο σπίτι.

Κι όπως το στόμα άνοιξε και στη μητέρα θέλησε να διηγηθεί τι συνάντησε

μέσα  στο δάσο,τότε πηδούσε με κάθε λέξη ένας φρυνος απ'το στόμα του,

έτσι ώστε όλους μια αηδία τους έπιασε.

Τώρα η μητριά θύμωσε ακόμα πιο πολύ και σκέφτονταν μονάχα αυτό,

πως τη κόρη του άντρα να κάνει να πονέσει η καρδιά,που η ομορφιά της

κάθε μέρα όλο και μεγάλωνε.

Τελικά πήρε ένα καζάνι,το'βαλε στη φωτιά κι έβρασε νήματα μεσα.

Όταν έβρασε,το κρέμασε πάνω στον ώμο του φτωχού κοριτσιού και 

του'δωσε ένα τσεκούρι,μ'αυτο έπρεπε να πάει στον παγωμενο ποταμό,

μια τρύπα στον πάγο να ανοίξει και τα νήματα να βυθίσει.

Αυτό υπάκουσε,πήγε και χτυπώντας έκανε μια τρύπα στο παγο κι όταν

αυτό στη μέση του κομματιασματος ήταν,ήρθε εκεί μια λαμπερή άμαξα,

όπου μέσα ο βασιλιάς κάθονταν.

Η άμαξα σταμάτησε κι ο βασιλιάς ρώτησε.Παιδι μου,ποιο είσαι,και τι 

κάνεις εδώ;

Είμαι ένα φτωχό κορίτσι και βουτάω νήματα.

Τότε ο βασιλιάς ένιωσε συμπόνια,κι όταν είδε,πόσο όμορφο ήταν,,είπε.

Θες μαζί μου να ταξιδέψεις;

Αχ ναι,μ'ολη μου τη καρδιά,απάντησε,γιατί χάρηκε,που απ'τα μάτια της

μητέρας και της αδελφης θα εξαφανίζονταν.

Έτσι ανέβηκε στην άμαξα και πήγε με τον βασιλια,κι όταν στο κάστρο

του ήρθαν,έγιναν οι γάμοι και με μεγαλη λαμπρότητα γιορτάστηκαν,όπως

οι νάνοι στο κορίτσι είχαν δωρήσει.

Σ'ενα χρόνο γέννησε η νεαρή βασίλισσα έναν γιο,κι όταν η μητριά για τη

μεγάλη της τυχη άκουσε,ήρθε με την κόρη της στο κάστρο και προσποιήθηκε

πως μια επίσκεψη ήθελε να της κάνει.

Αλλά όταν ο βασιλιάς καποτε πηγε έξω και σχεδόν κανένας δεν ήταν μαρτυρας,

άρπαξε η κακια γυναίκα τη βασίλισσα απ'το κεφάλι,κι η κόρης την άρπαξε

απ'τα πόδια,την σήκωσαν απ'τό κρεβάτι και την πέταξαν απ'τό παράθυρο

έξω στο ρέμα που εκεί μπροστά κυλούσε.

Τότε η άσχημη κόρη της ξάπλωσε στο κρεβάτι,κι η γριά την σκέπασε μέχρι

πάνω στο κεφάλι.

 Όταν ο βασιλιάς πάλι επέστρεψε και με την γυναίκα του θέλησε να μιλήσει,

φώναξε η γριά.Στασου,στασου,τώρα δεν γίνεται,είναι ξαπλωμένη με μεγάλο

ιδρώτα,πρέπει σήμερα να την αφήσεις να ησυχάσει.

Ο βασιλιάς δεν σκέφτηκε κάτι κακό και ξανάρθε μόνο τ'αλλο πρωί,κι όπως 

με την γυναίκα του μίλησε και του'δωσε απάντηση,πετάγονταν με κάθε λέξη

ένας φρυνος,ενώ αλλοτε ένα χρυσό νόμισμα εξω έπεφτε.

Τότε ρώτησε,τι συνέβαινε,αλλά η γριά είπε,ότι απ'τόν μεγάλο ιδρώτα το

έπαθε και θα'χασε τον εαυτό της

Αλλά μέσα στη νύχτα είδε ο νεαρός μάγειρας,μια πάπια που ήρθε μέσα απ'το

βάλτο κολυμπώντας ,που ειπε.


Βασιλιά,τι κάνεις;

Κοιμάσαι η' ξύπνησες;


Κι όταν δεν πήρε καμία απάντηση,είπε.


Τι κάνουν οι καλεσμένοι μου;


Τότε απάντησε ο νεαρός μάγειρας


Κοιμούνται βαθιά


 Ξαναρωτησε


Τι κάνει το παιδάκι μου;


Αυτός απάντησε


Κοιμάται ήσυχα στη κουνια


Κατόπιν ανέβηκε με τη μορφή της βασίλισσας,του'δωσε να πιει,κούνησε

το κρεβατάκι του,το σκέπασε και κολύμπησε πάλι σαν πάπια μέσα απ'το

βάλτο.

Το ίδιο ήρθε δύο νύχτες,και την τρίτη μίλησε στον νεαρό μάγειρα.

Πηγαινε και πες στον βασιλιά,να πάρει το σπαθί του και στό κατώφλι 

τρεις φορές πάνω μου να το κουνήσει.

Τότε έτρεξε ο νεαρός μάγειρας και το' πε στον βασιλιά,

αυτός ήρθε με το σπαθί του και το κούνησε τρεις φορές πάνω απ'τό φάντασμα,

και στη τρίτη φορά στάθηκε μπροστά του η γυναίκα του,νέα,ζωντανή και υγιής,όπως ήταν πριν

Τώρα ο βασιλιάς ηταν σε μεγάλη χαρά,αλλ'ομως κράτησε τη βασίλισσα σε

μια κάμαρα κρυμμένη μέχρι την Κυριακή,που έπρεπε το παιδί να βαφτιστεί.

Κι όταν βαφτίστηκε είπε.Τι αξίζει να πάθει ενας άνθρωπος,που άλλον απ'τό

κρεβάτι τραβαει και στο νερό πεταει;

Τίποτα καλύτερο,απάντησε η γριά,από το βάλεις τον κακούργο μέσα σ'ενα

βαρέλι κι απ'τό βουνό να το κυλησεις κάτω στο νερο.

Τότε είπε ο βασιλιάς.Εχεις την καταδίκη σου πει,

πήρε ένα βαρέλι και τη γριά μαζί με τη κόρη της μέσα εβάλε,κατόπιν τον

πατο κάρφωσε και το βαρέλι έσπρωξε στον κατήφορο ,μέχρι που μέσα στον ποταμο κυλλησε

.

.

Die drei Männlein im Walde


 Ein Märchen der Brüder Grimm


 Es war ein Mann, dem starb seine Frau, und eine Frau, der starb ihr Mann; und der Mann hatte eine Tochter, und die Frau hatte auch eine Tochter. Die Mädchen waren miteinander bekannt und gingen zusammen spazieren und kamen hernach zu der Frau ins Haus. Da sprach sie zu des Mannes Tochter: "Hör, sage deinem Vater, ich wollt ihn heiraten, dann sollst du jeden Morgen dich in Milch waschen und Wein trinken, meine Tochter aber soll sich in Wasser waschen und Wasser trinken." Das Mädchen ging nach Haus und erzählte seinem Vater, was die Frau gesagt hatte.


 Der Mann sprach: "Was soll ich tun? Das Heiraten ist eine Freude und ist auch eine Qual." Endlich, weil er keinen Entschluß fassen konnte, zog er seinen Stiefel aus und sagte: "Nimm diesen Stiefel, der hat in der Sohle ein Loch, geh damit auf den Boden, häng ihn an den großen Nagel und gieß dann Wasser hinein. Hält er das Wasser, so will ich wieder eine Frau nehmen, läuft's aber durch, so will ich nicht."


 Das Mädchen tat, wie ihm geheißen war; aber das Wasser zog das Loch zusammen, und der Stiefel ward voll bis obenhin. Es verkündigte seinem Vater, wie's ausgefallen war. Da stieg er selbst hinauf, und als er sah, daß es seine Richtigkeit hatte, ging er zu der Witwe und freite sie, und die Hochzeit ward gehalten.


 Am andern Morgen, als die beiden Mädchen sich aufmachten, da stand vor des Mannes Tochter Milch zum Waschen und Wein zum Trinken, vor der Frau Tochter aber stand Wasser zum Waschen und Wasser zum Trinken. Am zweiten Morgen stand Wasser zum Waschen und Wasser zum Trinken so gut vor des Mannes Tochter als vor der Frau Tochter. Und am dritten Morgen stand Wasser zum Waschen und Wasser zum Trinken vor des Mannes Tochter und Milch zum Waschen und Wein zum Trinken vor der Frau Tochter, und dabei blieb's. Die Frau ward ihrer Stieftochter spinnefeind und wußte nicht, wie sie es ihr von einem Tag zum andern schlimmer machen sollte. Auch war sie neidisch, weil ihre Stieftochter schön und lieblich war, ihre rechte Tochter aber häßlich und widerlich.


 Einmal im Winter, als es steinhart gefroren hatte und Berg und Tal vollgeschneit lag, machte die Frau ein Kleid von Papier, rief das Mädchen und sprach: "Da, zieh das Kleid an, geh hinaus in den Wald und hol mir ein Körbchen voll Erdbeeren; ich habe Verlangen danach."


 "Du lieber Gott," sagte das Mädchen, "im Winter wachsen ja keine Erdbeeren, die Erde ist gefroren, und der Schnee hat auch alles zugedeckt. Und warum soll ich in dem Papierkleide gehen? Es ist draußen so kalt, daß einem der Atem friert; da weht ja der Wind hindurch, und die Dornen reißen mir's vom Leib."


 "Willst du mir noch widersprechen?" sagte die Stiefmutter. "Mach, daß du fortkommst, und laß dich nicht eher wieder sehen, als bis du das Körbchen voll Erdbeeren hast." Dann gab sie ihm noch ein Stückchen hartes Brot und sprach: "Davon kannst du den Tag über essen," und dachte: Draußen wird's erfrieren und verhungern und mir nimmermehr wieder vor die Augen kommen.


 Nun war das Mädchen gehorsam, tat das Papierkleid an und ging mit dem Körbchen hinaus. Da war nichts als Schnee die Weite und Breite, und war kein grünes Hälmchen zu merken. Als es in den Wald kam, sah es ein kleines Häuschen, daraus guckten drei kleine Haulemännerchen. Es wünschte ihnen die Tageszeit und klopfte bescheidenlich an die Tür. Sie riefen "Herein," und es trat in die Stube und setzte sich auf die Bank am Ofen, da wollte es sich wärmen und sein Frühstück essen. Die Haulemännerchen sprachen: "Gib uns auch etwas davon."


 "Gerne," sprach es, teilte sein Stückchen Brot entzwei und gab ihnen die Hälfte. Sie fragten: "Was willst du zur Winterzeit in deinem dünnen Kleidchen hier im Wald?"


 "Ach," antwortete es, "ich soll ein Körbchen voll Erdbeeren suchen und darf nicht eher nach Hause kommen, als bis ich es mitbringe." Als es sein Brot gegessen hatte, gaben sie ihm einen Besen und sprachen: "Kehre damit an der Hintertüre den Schnee weg." Wie es aber draußen war, sprachen die drei Männerchen untereinander: "Was sollen wir ihm schenken, weil es so artig und gut ist und sein Brot mit uns geteilt hat." Da sagte der erste: "Ich schenk ihm, daß es jeden Tag schöner wird." Der zweite sprach: "Ich schenk ihm, daß Goldstücke ihm aus dem Mund fallen, sooft es ein Wort spricht." Der dritte sprach: "Ich schenk ihm, daß ein König kommt und es zu seiner Gemahlin nimmt."


 Das Mädchen aber tat, wie die Haulemännerchen gesagt hatten, kehrte mit dem Besen den Schnee hinter dem kleinen Hause weg, und was glaubt ihr wohl, das es gefunden hat? Lauter reife Erdbeeren, die ganz dunkelrot aus dem Schnee hervorkamen. Da raffte es in seiner Freude sein Körbchen voll, dankte den kleinen Männern, gab jedem die Hand und lief nach Haus und wollte der Stiefmutter das Verlangte bringen. Wie es eintrat und "Guten Abend" sagte, fiel ihm gleich ein Goldstück aus dem Mund. Darauf erzählte es, was ihm im Walde begegnet war, aber bei jedem Worte, das es sprach, fielen ihm die Goldstücke aus dem Mund, so daß bald die ganze Stube damit bedeckt ward.


 "Nun sehe einer den Übermut," rief die Stiefschwester, "das Geld so hinzuwerfen," aber heimlich war sie neidisch darüber und wollte auch hinaus in den Wald und Erdbeeren suchen. Die Mutter: "Nein, mein liebes Töchterchen, es ist zu kalt, du könntest mir erfrieren." Weil sie ihr aber keine Ruhe ließ, gab sie endlich nach, nähte ihm einen prächtigen Pelzrock, den es anziehen mußte, und gab ihm Butterbrot und Kuchen mit auf den Weg.


 Das Mädchen ging in den Wald und gerade auf das kleine Häuschen zu. Die drei kleinen Haulemänner guckten wieder, aber es grüßte sie nicht, und ohne sich nach ihnen umzusehen und ohne sie zu grüßen, stolperte es in die Stube hinein, setzte sich an den Ofen und fing an, sein Butterbrot und seinen Kuchen zu essen.


 "Gib uns etwas davon" riefen die Kleinen, aber es antwortete: "Es schickt mir selber nicht, wie kann ich andern noch davon abgeben?" Als es nun fertig war mit dem Essen, sprachen sie: "Da hast du einen Besen, kehr uns draußen vor der Hintertür rein."


 "Ei, kehrt euch selber," antwortete es, "ich bin eure Magd nicht." Wie es sah, daß sie ihm nichts schenken wollten, ging es zur Türe hinaus. Da sprachen die kleinen Männer untereinander: "Was sollen wir ihm schenken, weil es so unartig ist und ein böses, neidisches Herz hat, das niemand etwas gönnt?" Der erste sprach: "Ich schenk ihm, daß es jeden Tag häßlicher wird." Der zweite sprach: "Ich schenk ihm, daß ihm bei jedem Wort, das es spricht, eine Kröte aus dem Munde springt." Der dritte sprach: "Ich schenk ihm, daß es eines unglücklichen Todes stirbt."


 Das Mädchen suchte draußen nach Erdbeeren, als es aber keine fand, ging es verdrießlich nach Haus. Und wie es den Mund auftat und seiner Mutter erzählen wollte, was ihm im Walde begegnet war, da sprang ihm bei jedem Wort eine Kröte aus dem Mund, so daß alle einen Abscheu vor ihm bekamen.


 Nun ärgerte sich die Stiefmutter noch viel mehr und dachte nur darauf, wie sie der Tochter des Mannes alles Herzeleid antun wollte, deren Schönheit doch alle Tage größer ward. Endlich nahm sie einen Kessel, setzte ihn zum Feuer und sott Garn darin. Als es gesotten war, hing sie es dem armen Mädchen auf die Schulter und gab ihm eine Axt dazu, damit sollte es auf den gefrornen Fluß gehen, ein Eisloch hauen und das Garn schlittern. Es war gehorsam, ging hin und hackte ein Loch in das Eis, und als es mitten im Hacken war, kam ein prächtiger Wagen hergefahren, worin der König saß. Der Wagen hielt still, und der König fragte: "Mein Kind, wer bist du, und was machst du da?"


 "Ich bin ein armes Mädchen und schlittere Garn." Da fühlte der König Mitleiden, und als er sah, wie es so gar schön war, sprach er: "Willst du mit mir fahren?"


 "Ach ja, von Herzen gern," antwortete es, denn es war froh, daß es der Mutter und Schwester aus den Augen kommen sollte.


 Also stieg es in den Wagen und fuhr mit dem König fort, und als sie auf sein Schloß gekommen waren, ward die Hochzeit mit großer Pracht gefeiert, wie es die kleinen Männlein dem Mädchen geschenkt hatten. Über ein Jahr gebar die junge Königin einen Sohn, und als die Stiefmutter von dem großen Glücke gehört hatte, so kam sie mit ihrer Tochter in das Schloß und tat, als wollte sie einen Besuch machen. Als aber der König einmal hinausgegangen und sonst niemand zugegen war, packte das böse Weib die Königin am Kopf, und ihre Tochter packte sie an den Füßen, hoben sie aus dem Bett und warfen sie zum Fenster hinaus in den vorbeifließenden Strom. Darauf legte sich ihre häßliche Tochter ins Bett, und die Alte deckte sie zu bis über den Kopf.


 Als der König wieder zurückkam und mit seiner Frau sprechen wollte, rief die Alte: "Still, still, jetzt geht das nicht, sie liegt in starkem Schweiß, Ihr müßt sie heute ruhen lassen." Der König dachte nichts Böses dabei und kam erst den andern Morgen wieder, und wie er mit seiner Frau sprach und sie ihm Antwort gab, sprang bei jedem Wort eine Kröte hervor, während sonst ein Goldstück herausgefallen war. Da fragte er, was das wäre, aber die Alte sprach, das hätte sie von dem starken Schweiß gekriegt und würde sich schon wieder verlieren.


 In der Nacht aber sah der Küchenjunge, wie eine Ente durch die Gosse geschwommen kam, die sprach:


 "König, was machst du?

 Schläfst du oder wachst du?"


 Und als er keine Antwort gab, sprach sie:


 "Was machen meine Gäste?"


 Da antwortete der Küchenjunge:


 "Sie schlafen feste."


 Fragte sie weiter:


 "Was macht mein Kindelein?"


 Antwortete er:


 "Es schläft in der Wiege fein."


 Da ging sie in der Königin Gestalt hinauf, gab ihm zu trinken, schüttelte ihm sein Bettchen, deckte es zu und schwamm als Ente wieder durch die Gosse fort. So kam sie zwei Nächte, in der dritten sprach sie zu dem Küchenjungen: "Geh und sage dem König, daß er sein Schwert nimmt und auf der Schwelle dreimal über mir schwingt." Da lief der Küchenjunge und sagte es dem König, der kam mit seinem Schwert und schwang es dreimal über dem Geist; und beim drittenmal stand seine Gemahlin vor ihm, frisch, lebendig und gesund, wie sie vorher gewesen war.


 Nun war der König in großer Freude, er hielt aber die Königin in einer Kammer verborgen bis auf den Sonntag, wo das Kind getauft werden sollte. Und als es getauft war, sprach er: "Was gehört einem Menschen, der den andern aus dem Bett trägt und ins Wasser wirft?"


 "Nichts Besseres," antwortete die Alte, "als daß man den Bösewicht in ein Faß steckt und den Berg hinab ins Wasser rollt." Da sagte der König: "Du hast dein Urteil gesprochen," ließ ein Faß holen und die Alte mit ihrer Tochter hineinstecken, dann ward der Boden zugehämmert und das Faß bergab gekullert, bis es in den Fluß rollte.

.

.

 .

Πέμπτη 20 Μαΐου 2021

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -Το ονειρο -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

.

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-Το ονειρο

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.



Το όνειρο

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


στο ονειρο της είδε εκείνο τον άνθρωπο,δεν ξαναξυπνησε για να συνεχίσει 

να τον ονειρεύεται,να μην το χασει,

γιατί ήξερε πως στην πραγματικοτητα ποτέ δεν θα τον ευρισκε.

.

.

Τετάρτη 19 Μαΐου 2021

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ -Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΑΠΟΨΕ ΕΙΝΑΙ: -Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΉΣ -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ

Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΑΠΟΨΕ ΕΙΝΑΙ:

Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΉΣ

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.

ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ

Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΑΠΟΨΕ ΕΙΝΑΙ:

Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΉΣ

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Χατζηβατης:(φωνάζει έξω από τη παράγκα)Καραγκιόζη

Καραγκιόζη βγες έξω

Καραγκιόζης:,(πετάγεται έξω)εσύ βρε γρουσουζη;

Χατζηβατης:γιατί ποιον περίμενες;

Καραγκιόζης:τους άλλους,τους αποτετοιους

Χατζηβατης:τους ποιους;

Καραγκιόζης:τους μυστικούς,τους μυστήριους

Χατζηβατης:βρε τι μυστήρια είναι αυτά;τι σου συμβαίνει;

Καραγκιόζης:θες να μάθεις;

Χατζηβατης:και βέβαια φίλος μου είσαι

Καραγκιόζης:(πολύ σοβαρά)είμαι κομμουνιστής

Χατζηβατης:(γελάει)εσύ;από ποτέ;

Καραγκιόζης:από πάντα

Χατζηβατης:έλα τώρα κοροιδευεις

Καραγκιόζης:είμαι προλετάριος και όχι πλανηταριος,δεν έχω ιδιοκτησία

στα μέσα παραγωγής,είμαι εργατική δύναμη προς εκμεταλλευση

Χατζηβατης: μα ποτέ δούλεψες για να σε εκμεταλλευτούν;

Καραγκιόζης:ποτέ των ποτων,δεν θα τους χαρισω την υπεραξία μου

Χατζηβατης:τι ;ποια υπεραξία σου;

Καραγκιόζης:αν για να παραχθεί ένα α προϊόν χρειάζεται χ χρονο

και συ δουλεύεις περισσότερο χρόνο,ας πούμε ψ,τότε τη διαφορά της

εργασίας ψ-χ την καρπώνεται ο καπιταλιστής,κι αυτή είναι η υπεραξία

Χατζηβατης:και που τα'μαθες εσύ αυτά;

Καραγκιόζης:να διαβάσεις το Κεφάλαιο του Μαρξ,ν'ανοιξεις τα στραβά

σου,αν δεν συνειδητοποιήσεις πως λειτουργεί ο καπιταλισμός

δεν θα τον ανατρέψεις

Χατζηβατης:γιατί να τον ανατρέψω,έχω την ησυχία μου,την βολεψη μου

Καραγκιόζης:αυτή η ησυχία θα σε φαει,να ξέρεις όλα θα αλλάξουν,θέλουν

δεν θέλουν,δεν σταματάει η ιστορία,

Χατζηβατης:τι ιστορομανας;τι'ναι αυτά; τι λες;

Καραγκιόζης:δεν τα λέω εγώ,τα λέει ο ιστορικός υλισμός,η ανθρωπότητα

από τη δουλοκρατια πέρασε στην φεουδοαρχια από κει στον καπιταλισμό 

και νομοτελειακά θα καταλήξει στον σοσιαλισμο,

αυτά είναι τα στάδια,και πάει τελείωσε

Χατζηβατης:φοβάμαι για σένα,είσαι αγνώριστος,έχασες το χιούμορ σου

Καραγκιόζης:τέρμα αυτά,χιούμορ,σαχλαμαρες,μικροαστικές αγκυλώσεις,

όλα υπόκεινται στην πάλη των τάξεων,από δω και πέρα όλα τα έργα του Καραγκιόζη θα εξηγούνται μαρξιστικά,δεν είναι κωμωδιουλες της πλάκας,

με χοντρά αστεία,όλα ταξικά ξεγελασματα,να σε αποκοιμησουν απ'τα 

πραγματικά προβληματα

Χατζηβατης:ταξικά;δηλαδη;

Καραγκιοζης:θες μαρξιστική ανάλυση;να,εσύ ο Χατζηβατης είσαι ο μικροαστός υπηρέτης των αφεντάδων,ο μπάρμπα Γιώργος είναι ο εκπρόσωπος της  αγροτοκτηνοτροφικης ταξης που σύρεται από'δω  κι από'κεί,ο Νιονιος ξεπεσμενος ψευτοαριστοκρατης,ο Σταύρακας λούμπεν στοιχείο,

μαχαιροβγάλτες,κλεφτρονια,ο Μέγας Αλέξανδρος Ιμπεριαλιστης,ο Μορφονιος αστικό βουτυροπαιδο,η Αγλαία η γυναίκα μου η καταπιεσμένη γυναίκα,τα Κολλητηρια  τα φτωχοπαιδα της εργατικής τάξης

Χατζηβατης:κι εσύ τι είσαι;

Καραγκιόζης:η εργατική τάξη αυτοπροσώπως

Χατζηβατης:ο Καραγκιόζης;εργατική τάξη;συμμαζέψου γιατί θα σε μαζέψουν

Καραγκιόζης:δεν φοβάμαι,Όλα,να ξέρεις, κατακτωνται με ταξικούς αγώνες

Χατζηβατης:κι είσαι αληθεια κομμουνιστής;

Καραγκιόζης:αμ'τι ψέματα,δεν πεινάω;

Χατζηβατης:πεινας

Καραγκιόζης:είμαι πλούσιος;

Χατζηβατης,όχι,φτωχός

Καραγκιόζης:δεν δουλεύω μεροκάματο;

Χατζηβατης:εσύ; πότε;

Καραγκιόζης:δεν παίζω Καραγκιόζη;

Χατζηβατης:παίζεις,και τι μ'αυτο;

Καραγκιόζης:μεροκάματο δεν είναι αυτό;βιομηχανία είναι;καράβια;τράπεζες;

Χατζηβατης:όχι βέβαια,μεροκάματο

Καραγκιόζης:η παράγκα μου δεν είναι ετοιμόρροπη; είναι βίλα;

Χατζηβατης:από την ανάποδη

Καραγκιόζης:κλέβω;

Χατζηβατης:άλλο καλό

Καραγκιόζης:κλέφτης είμαι δεν είμαι επενδυτης

Χατζηβατης:πολύ σωστά

Καραγκιόζης:δεν λέω ψέματα;

Χατζηβατης:αν λες;με το τσουβάλι

Καραγκιόζης:ψεύτης είμαι δεν είμαι πολιτικος

Χατζηβατης:κι αυτό πολύ σωστό

Καραγκιόζης:και τώρα,συνήθεια είναι,ψέματα λέω

Χατζηβατης:πως είσαι κομμουνιστής;

Καραγκιόζης:ναι κομμουνιστής

Χατζηβατης:είπα κι εγώ,ο Καραγκιόζης Κομμουνιστής;

Καραγκιόζης:λάθος,είπα τώρα δεν είμαι,που θα παει όμως θα γίνω,

χρειάζεται πολλά καρβέλια να φάω,δεν πατάς ένα κουμπί και γίνεσαι κομμουνιστής,

όμως το βλέπω καθαρά στο μέλλον θα παίξω οπωσδηποτε το Έργο

ο Καραγκιόζης Κομμουνιστής,

Χατζηβατης:και τώρα τι παίζεις;

Καραγκιόζης:προς το παρόν ονειρεύομαι και θα ξυπνήσω,

να τώρα ακούω να μου φωνάζεις Καραγκιόζη Καραγκιόζη βγες έξω,

με θέλεις για τις εργολαβίες,και τα ντελαλισματα,που σου αναθέτουν

οι διαφορες εξουσιες

Χατζηβατης:(φωνάζει έξω από τη παράγκα)Καραγκιόζη

Καραγκιόζη βγες έξω

Καραγκιόζης:,(πετάγεται έξω)εσύ βρε γρουσουζη;τι με ξυπνάς;πάνω,

στο καλλιτερο,που είχανε στρώσει τραπέζι να φαω,κάτι μακαρόνια 

με μπόλικη κόκκινη σαλτσα

Χατζηβατης:έλα άσε τα όνειρα κι έλα στην πραγματικότητα,σε θέλω 

να με βοηθήσεις στο τελαλημα,με το αζημιωτο

Καραγκιόζης:ωπ,δεν γίνεται,κάνω απεργία

Χατζηβατης:σε τι απεργία;

Καραγκιόζης:στην εκμετάλλευση της Υπεραξιας.

Προλετάριοι Όλων των Λαών Ενωθείτε

.

.

.

Κυριακή 16 Μαΐου 2021

GREEK POETRY -Requiem for Rosa Luxemburg -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης

 .

.

GREEK POETRY

-Requiem for Rosa Luxemburg

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης

.

.


Requiem for Rosa Luxemburg

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


(Bertolt Brecht)

Die rote Rosa nun such verschwand

Wo sie liegt is unbekannt

Weil sie den Armen die Wahrheit gesagt

Haben sie die Reichen aus der Welt gejagt

σαν ζώα στον ζωολογικό κήπο,εκείνα μέσα στα κλουβιά υπάκουα,

εγώ,εσύ,εμείς πρέπει να φωνάξουμε,να πούμε αυτό που συμβαίνει

ένας πυροβολισμός

ο Καρλ νεκρός

όχι ο Karl Liebknecht ζει,ήταν είναι θα ειναι

ακούγονται οι τρομπέτες,

Die rote Rosa nun such verschwand

Η κόκκινη Ρόζα επίσης τώρα έχει εξαφανισθεί

την μεταφέρουν στο Hotel Eden,

εδώ εισαι στον Παράδεισο,την χτυπάνε με το τουφέκι στο κεφάλι και 

στους ωμους,μην πάρετε μέρος στον πόλεμο,μην είστε υπηρέτες

του μιλιταρισμού,το όπλο χτυπά το κεφάλι,το κέντρο της σκέψης,

Rosa Rosalia Luxemburg Jew,προφίλ,φωτό, ηλικία 47 χρόνων

χτύπησαν την διαδηλωση,30-40 πτώματα στο δρόμο,οι εργάτες ήρθαν

και τα σήκωσαν,Δολοφόνοι!η Ευρώπη θα γίνει σοσιαλιστική!

Ευρωπαϊκή Πολιτεία!

Wo sie liegt is unbekannt

Που αυτή βρίσκεται είναι αγνωστο

την σέρνουν σε ένα σταματημενο αυτοκίνητο έξω από το Hotel

Ελευθερία μόνο για τα μέλη της κυβέρνησης,για τα μέλη του κομματος,

όσο μεγάλος και να είναι ο αριθμός τους,δεν είναι ελευθερία.

η βαρβαρότητα των Freikorps

ο Θρακιώτης Σπαρτακος

ο στρατιώτης τράβηξε το όπλο

Freiheit ist immer die Freiheit des Andersdenkenden

Ελευθερια είναι η ελευθερία αυτού που σκέφτεται διαφορετικά

Ο στρατιώτης ψυχρός εκτελεστής

Μιλάει η Rosa Luxemburg

Εδώ,κάθε μέρα δύο,τρία άτομα είναι μαχαιρωμένα από τους στρατιώτες,

συλλήψεις καθημερινές,

Γιατί αυτή στους φτωχούς την αλήθεια ειπε

Ο στρατιωτης την πυροβολεί

Weil sie den Armen die Wahrheit gesagt

Ένα τριαντάφυλλο κόκκινο αίμα στα χείλη της

Θάνατος,θάνατοι,για να αυξηθούν τα κερδη

Landwehr canal,η κατάδυση στα νερά,ένα ανθρώπινο σώμα κάτω από

τα παγωμένα νερά,

μια γυναίκα,η Rosa Luxemburg πνιγμενη 15 Ιανουαρίου 1919

Haben sie die Reichen aus der Welt gejagt

Οι πλούσιου την έχουν εκδιώξει από τον κοσμο

Περπατά κουτσενοντας,εδώ γύρω στις φυλακές μας,οποίος δεν κινείται,

μας λέει,δεν καταλαβαίνει τις αλυσίδες του

Die rote Rosa nun such verschwand

Wo sie liegt is unbekannt

Weil sie den Armen die Wahrheit gesagt

Haben sie die Reichen aus der Welt gejagt

(Bertolt Brecht)

.

.

Πέμπτη 13 Μαΐου 2021

GREEK POETRY -Αριστοφάνης,Σφηκες -Η Τρίτη Εξοδος του Φιλοκλεωνος Ως Ούτις-στιχ. 168-197 -Τυραννοφοβια-στιχ. 463-511 -Ο γέροντοερωτας του Φιλοκλεωνα-στιχ. 1333-1387 -Τα δύο όνειρα και οι ονειροκρισιες τους-στιχ. 13-53 -μεταφραση κείμενο χ.ν.κουβελης c.n.couvelis POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης

 .

.

GREEK POETRY

-Αριστοφάνης,Σφηκες

-Η Τρίτη Εξοδος του Φιλοκλεωνος Ως Ούτις-στιχ. 168-197

-Τυραννοφοβια-στιχ. 463-511

-Ο γέροντοερωτας του Φιλοκλεωνα-στιχ.  1333-1387

-Τα δύο όνειρα και οι ονειροκρισιες τους-στιχ. 13-53

-μεταφραση κείμενο χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης

.

.



Αριστοφάνης,Σφηκες,στιχ. 168-197
Η Τρίτη Εξοδος του Φιλοκλεωνος Ως Ούτις
-μεταφραση κείμενο χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΣΦΗΚΩΝ

Οι Σφήκες είναι το έκτο από τα εργα του Αριστοφάνη (Δαιταλής, 
Βαβυλώνιοι,Αχαρνής, Ιππής, Νεφέλαι, Σφήκες)
και το τέταρτο από τα σωζομενα (Αχαρνής, Ιππής, Νεφέλαι, Σφήκες)
,η κωμωδία παίχθηκε στα Λήναια το 422 π.Χ,όπου πήρε το δεύτερο
βραβείο, και σατυρίζει
την δικομανία των Αθηναίων και τον δημαγωγό στρατηγό Κλεωνα
Ο Κλέων είχε αυξήσει σε τρεις οβολούς το μισθό των ηλιαστων
δικαστών,
ο γέρος Φιλοκλεων(Φίλος του Κλεωνος)ήταν από τους φανατικούς
δικαστές και ήταν όλη τη μέρα στην Ηλιαία στα Δικαστηρια και
δίκαζε,
ο γιος του Βδελυκλεων(Βδελυσσομαι τον Κλεωνα,απεχθάνομαι
τον Κλεωνα) τον έχει κλείσει στο σπίτι,κι έχει βάλει φρουρούς
να μην βγει έξω,
ο Φιλοκλεων μην αντέχοντας την στέρηση του δικαστηρίου προσπαθεί 
να αποδράσει,
την πρώτη βγαίνοντας από την καμινάδα  σαν καπνός,
την δεύτερη  σπρώχνοντας βίαια τη πόρτα,
την τρίτη κρυμμένος κάτω από την κοιλιά γαϊδάρου,ως Ούτις,Κανένας,
όπως ο Οδυσσέας στην ραψωδία ι' της Οδυσσειας που κρύφθηκε κάτω 
από τη κοιλιά κριαριού νά ξεφύγει από τον Κύκλωπα Πολύφημο ως 
Ούτις,
έρχονται οι συνδικαστες ηλιαστες,ο χορός με μορφή σφηκών,να
πάρουν το μέρος του Φιλοκλεωνα,κι επιδεικνύουν Τυραννοφοβια,
ο Βδελυκλεων πείθει τον Φιλοκλεωνα να δικάζει μέσα στο σπίτι,
οικιακά,με την ησυχία του 
και τότε γίνεται και η περίφημη δική των δύο σκύλων:
κατά του σκύλου Αιξωνέα Λαβη που έκλεψε ένα κομμάτι τυρί από τον 
σκύλο Κυδαθηναιέα,
η δίκη αυτή είναι σάτυρα κατά του Κλεωνα που κατηγόρησε τον Λαχη
για δωροδοκία στη Σικελία,
επίσης ο Βλεδυκλεων καταφέρνει να αλλάξει εντελώς ζωή ο γέρος 
πατέρας δικαστής και να το ρίξει έξω ,στην ντόλτσε βιτα,οινοποσία
και αυλητριδα,πάντα με την ίδια μανία,μέχρι που στο τέλος της κωμωδίας 
να συμμετέχει σε διαγωνισμό χορου
.
.
Αριστοφάνης,Σφηκες,στιχ. 168-197
Η Τρίτη Εξοδος του Φιλοκλεωνος Ως Ούτις
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Βδελυκλέων
ο άνθρωπος αυτός κάτι πονηρό πολύ μεγάλο θα κάνει

Φιλοκλέων
μα το θεό καθόλου,αλλά να δώσω για πούλημα θέλω
το γαϊδούρι πηγαίνοντας μ'αυτα τα καλάθια 170
γιατί η πρώτη του μήνα ειναι

Βδελυκλέων
λοιπόν τι δεν ξερω
κι εγώ να το δώσω για πούλημα;

Φιλοκλέων
όχι βέβαια ακριβώς όπως εγω

Βδελυκλέων
αλλ'ομως μα το θεό πιο καλα

Φιλοκλέων
τότε το γαϊδούρι βγάλε εξω

Σωσίας
ποια πρόφαση βρήκε,με ποση υποκρισια,
για τον αφήσεις να βγει εξω 175

Βδελυκλέων
αλλ'ομως δεν έπιασε
αυτή,γιατί κατάλαβα το τέχνασμα του.
λοιπόν μπαίνοντας μέσα το γαϊδούρι νομίζω πρέπει
να βγάλω έξω για να μην ο γέρος ξεγλυστρισει πάλι
γομάρι γιατί κλαίς;επειδή θα πουληθεις σήμερα;
περπατα γρήγορα.γιατι αγκομαχας;μηπως κουβαλάς 180
κάποιον Οδυσσέα;

Σωσίας
ναι,μα το θεό, κουβαλά 
από κάτω πραγματικά κάποιον που έχει κρυφτεί

Βδελυκλέων
ποιον;ας τον δούμε.αυτος εδώ ποιος να'ναι;
ποιος αληθεια εισαι άνθρωπε;

Φιλοκλέων
Ο Κανένας μα το θεο

Βδελυκλέων
εσύ ο Κανένας; από πού; 185

Φιλοκλέων
του Ιθακου του Αποδραστηαλογιδη

Βδελυκλέων
Κανένα μα το θεό κανένα δεν θα χαρείς εσύ
τράβηξε τον από κάτω γρηγορα.ο βρωμιαρης
που κρυφτηκε εκει κάτω.ετσι που να μου φαίνεται
πάρα πολύ όμοιος να'ναι με το πουλάρι κλητηρα

Φιλοκλέων
αν δεν μ'αφησεις ήσυχο,θα λογομαχησουμε 190

Βδελυκλέων
κι αλήθεια εμείς οι δυο γιατί θα λογομαχησουμε;

Φιλοκλέων
για σκιά γαιδουριου
(περὶ ὄνου σκιᾶς)

Βδελυκλέων
πονηρός είσαι πολύ στο τέχνασμα κι αγύριστο κεφαλι

Φιλοκλέων
εγώ πονηρός;όχι μα το θεό αλλά δεν γνωρίζεις 
τι άξιος είμαι,αλλ'ισως όταν θα φας 
τη πατσοκοιλια γεροντα ηλιαστη 195

Βδελυκλέων
σπρώξε το γαϊδούρι και μπες κι εσυ  μέσα στο σπιτι

Φιλοκλέων
ε συνδικαστες και Κλέων βοηθατε
.
.
Αριστοφάνης,Σφηκες,στιχ. 168-197
Η Τρίτη Εξοδος του Φιλοκλεωνος Ως Ούτις

Βδελυκλέων
ἅνθρωπος οὗτος μέγα τι δρασείει κακόν.

Φιλοκλέων
μὰ τὸν Δί᾽ οὐ δῆτ᾽, ἀλλ᾽ ἀποδόσθαι βούλομαι
τὸν ὄνον ἄγων αὐτοῖσι τοῖς κανθηλίοις·    170
νουμηνία γάρ ἐστιν.

Βδελυκλέων
οὔκουν κἂν ἐγὼ
αὐτὸν ἀποδοίμην δῆτ᾽ ἄν;

Φιλοκλέων
οὐχ ὥσπερ γ᾽ ἐγώ.

Βδελυκλέων
μὰ Δἴ ἀλλ᾽ ἄμεινον.

Φιλοκλέων
ἀλλὰ τὸν ὄνον ἔξαγε.

Σωσίας
οἵαν πρόφασιν καθῆκεν, ὡς εἰρωνικῶς,
ἵν᾽ αὐτὸν ἐκπέμψειας.    175

Βδελυκλέων
ἀλλ᾽ οὐκ ἔσπασεν
ταύτῃ γ᾽· ἐγὼ γὰρ ᾐσθόμην τεχνωμένου.
ἀλλ᾽ εἰσιών μοι τὸν ὄνον ἐξάγειν δοκῶ
ὅπως ἂν ὁ γέρων μηδὲ παρακύψῃ πάλιν.
κάνθων τί κλάεις; ὅτι πεπράσει τήμερον;
βάδιζε θᾶττον. τί στένεις, εἰ μὴ φέρεις    180
Ὀδυσσέα τιν᾽;

Σωσίας
ἀλλὰ ναὶ μὰ Δία φέρει
κάτω γε τουτονί τιν᾽ ὑποδεδυκότα.

Βδελυκλέων
ποῖον; φέρ᾽ ἴδωμαι τουτονί. τουτὶ τί ἦν;
τίς εἶ ποτ᾽ ὦνθρωπ᾽ ἐτεόν;

Φιλοκλέων
Οὖτις νὴ Δία.

Βδελυκλέων
Οὖτις σύ; ποδαπός;    185

Φιλοκλέων
Ἴθακος Ἀποδρασιππίδου.

Βδελυκλέων
Οὖτις μὰ τὸν Δἴ οὔτι χαιρήσων γε σύ.
ὕφελκε θᾶττον αὐτόν. ὦ μιαρώτατος
ἵν᾽ ὑποδέδυκεν· ὥστ᾽ ἔμοιγ᾽ ἰνδάλλεται
ὁμοιότατος κλητῆρος εἶναι πωλίῳ.

Φιλοκλέων
εἰ μή μ᾽ ἐάσεθ᾽ ἥσυχον, μαχούμεθα.    190

Βδελυκλέων
περὶ τοῦ μαχεῖ νῷν δῆτα;

Φιλοκλέων
περὶ ὄνου σκιᾶς.

Βδελυκλέων
πονηρὸς εἶ πόῤῥω τέχνης καὶ παράβολος.

Φιλοκλέων
ἐγὼ πονηρός; οὐ μὰ Δἴ ἀλλ᾽ οὐκ οἶσθα σὺ
νῦν μ᾽ ὄντ᾽ ἄριστον· ἀλλ᾽ ἴσως, ὅταν φάγῃς
ὑπογάστριον γέροντος ἡλιαστικοῦ.    195

Βδελυκλέων
ὤθει τὸν ὄνον καὶ σαυτὸν ἐς τὴν οἰκίαν.

Φιλοκλέων
ὦ ξυνδικασταὶ καὶ Κλέων ἀμύνατε.
.
.
.

Αριστοφάνης.Σφηκες.στιχ. 463-511

-Τυραννοφοβια-

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Χορός


δεν είναι φως φανάρι

στους φτωχούς,πως τυραννία

'στα μουλωχτα θα μας την κατσουν'465

αφού εσύ πονηρέ και παρατρεχαμενε τ'Αμυνια

απ'τους νομους μας εμποδας που'ταξε η πολη

χωρις κάποια δικαιολογια 

χωρις λογικη καθαρη

παρά μόνος διαταζεις;  470


Βδελυκλέων

δεν γίνετε χωρίς κοκορομαχίες και στριγκλιες

να μιλήσουμε μεταξύ μας και να συμφωνήσουμε;


Χορός

με σένα κουβέντες εχθρε του λαού και φιλομοναρχικε, 475

και τον κολλητό του Βρασίδα και που φοράει ποδογυρους 

με γιρλάντες και τρέφει αξύριστο γενακι; 


Βδελυκλέων

μα το θεό,πιο καλά για μένα να παρατήσω εντελώς τον πατέρα

παρά με τοσες φασαρίες να θαλασσωνω  κάθε μερα


Χορός

κι ούτε ακόμα στην άκρη με το σέλινο δεν είσαι και τον απηγανο 480

αυτό έτσι με περιτύλιγμα τριχοινικων  επών να πούμε

όμως τώρα τίποτα δεν περνάς αλλά όταν ο συνήγορος 

αυτά και αυτά θα σου λούσει και συνωμοτη θα σ'ονομασει


Βδελυκλέων

επιτέλους για το θεό πότε θα με ξεφορτωθείτε;

ν'αφήνω να με γδερνουν και να γδερνω ολη τη μέρα;485


Χορός

ποτέ,κι ακόμα ένα τίποτα από μένα να μείνει,

αφού πάνω μας τυραννία θέλεις να βαλεις

.


Βδελυκλέων

τα πάντα για σας τυραννία είναι και συνωμοτες

και στα μεγάλα και στα μικρά καποιος κατηγορει

αυτης εγώ δεν άκουσα τ',όνομα  ποτέ σε πενήντα χρονια 490

τώρα πιο πολύ απ'τό παστωμενο είναι  ακριβοτερη

ώστε και τ'ονομα της στην αγορά να κυκλοφορει 

αν κάποιος ψωνίσει ροφούς και  σαρδέλες δεν θελει

αμέσως λέει ο διπλανός που  πουλα τις σαρδελες 

αυτός ψωνίζει σαν άνθρωπος που συμπαθα την τυραννία 495

αν πράσο επιπλέον ζητά στις φρυσες κάτι ορεκτικο

η λαχανοπωλησα λοξοκοιτωντας λέει στον άλλον

πες μου,πράσο ζητάς,ποιο απ'τα δύο την τυραννια

η' νομίζεις πως η Αθήνα για σε παρέχει ορεκτικά;


Ξανθίας

κι εμένα η πόρνη που χθες το μεσημέρι μπήκα μέσα 500

και να την ιππευσω ζητησα θυμωνοντας πολύ 

σε μένα ειπε πως ήθελα του Ιππία την τυραννία να επανορθωσω


Βδελυκλέων

αυτά λοιπόν ν'ακουνε τους ευχαριστούν,και τώρα εγω

που τον πατέρα θέλω απ'αυτες ν'απαλλαξω

τις πρωινοδικαστικοσυκοφαντικοταλαιπωροσυναναστροφες 505

να ζει βίο καθώς πρέπει όπως ακριβώς ο Μορυχος, πως αιτία

έχω αυτά να πραττω συνωμότης οντας και με τυραννικά φρονηματα


Φιλοκλέων

μα το θεό και πολύ σωστά,γιατι εγώ ούτε κι αν του πουλιού το γαλα

αντί του βιου μου να λάβω δεν θα μου τον στερησεις τωρα

ούτε ευχαριστιεμαι με τα κοτσύφια ούτε με τα χέλια,αλλά ευχαριστη

μια δικουλα τοση δα αν φάω μέσα σε πήλινη χύτρα να'ναι βουτηγμενη


.

Αριστοφάνης.Σφηκες.στιχ. 463-511

Τυραννοφοβια


Χορός

ἆρα δῆτ᾽ οὐκ αὐτὰ δῆλα

τοῖς πένησιν, ἡ τυραννὶς

“ὡς λάθρᾳ γ᾽ ἐλάνθαν᾽ ὑπιοῦσά με”,    465

εἰ σύ γ᾽ ὦ πόνῳ πόνηρε καὶ κομηταμυνία

τῶν νόμων ἡμᾶς ἀπείργεις ὧν ἔθηκεν ἡ πόλις,

οὔτε τιν᾽ ἔχων πρόφασιν

οὔτε λόγον εὐτράπελον,

αὐτὸς ἄρχων μόνος;    470


Βδελυκλέων

ἔσθ᾽ ὅπως ἄνευ μάχης καὶ τῆς κατοξείας βοῆς

ἐς λόγους ἔλθοιμεν ἀλλήλοισι καὶ διαλλαγάς;


Χορός

σοὐς λόγους ὦ μισόδημε καὶ μοναρχίας ἐραστά,

καὶ ξυνὼν Βρασίδᾳ καὶ φορῶν κράσπεδα    475

στεμμάτων τήν θ᾽ ὑπήνην ἄκουρον τρέφων;


Βδελυκλέων

νὴ Δί᾽ ἦ μοι κρεῖττον ἐκστῆναι τὸ παράπαν τοῦ πατρὸς

μᾶλλον ἢ κακοῖς τοσούτοις ναυμαχεῖν ὁσημέραι.


Χορός

οὐδὲ μὴν οὐδ᾽ ἐν σελίνῳ σοὐστὶν οὐδ᾽ ἐν πηγάνῳ·    480

τοῦτο γὰρ παρεμβαλοῦμεν τῶν τριχοινίκων ἐπῶν.

ἀλλὰ νῦν μὲν οὐδὲν ἀλγεῖς, ἀλλ᾽ ὅταν ξυνήγορος

ταὐτὰ ταῦτα σου καταντλῇ καὶ ξυνωμότας καλῇ.


Βδελυκλέων

ἆρ᾽ ἂν ὦ πρὸς τῶν θεῶν ὑμεῖς ἀπαλλαχθεῖτέ μου;

ἢ δέδοκταί μοι δέρεσθαι καὶ δέρειν δι᾽ ἡμέρας;    485


Χορός

οὐδέποτέ γ᾽, οὐχ ἕως ἄν τί μου λοιπὸν ᾖ,

ὅστις ἡμῶν ἐπὶ τυραννίδ᾽ ὧδ᾽ ἐστάλης.


Βδελυκλέων

ὡς ἅπανθ᾽ ὑμῖν τυραννίς ἐστι καὶ ξυνωμόται,

ἤν τε μεῖζον ἤν τ᾽ ἔλαττον πρᾶγμά τις κατηγορῇ,

ἧς ἐγὼ οὐκ ἤκουσα τοὔνομ᾽ οὐδὲ πεντήκοντ᾽ ἐτῶν·    490

νῦν δὲ πολλῷ τοῦ ταρίχους ἐστὶν ἀξιωτέρα,

ὥστε καὶ δὴ τοὔνομ᾽ αὐτῆς ἐν ἀγορᾷ κυλίνδεται.

ἢν μὲν ὠνῆταί τις ὀρφὼς μεμβράδας δὲ μὴ ᾽θέλῃ,

εὐθέως εἴρηχ᾽ ὁ πωλῶν πλησίον τὰς μεμβράδας·

᾽οὗτος ὀψωνεῖν ἔοιχ᾽ ἅνθρωπος ἐπὶ τυραννίδι.᾽    495

ἢν δὲ γήτειον προσαιτῇ ταῖς ἀφύαις ἥδυσμά τι,

ἡ λαχανόπωλις παραβλέψασά φησι θατέρῳ·

“εἰπέ μοι, γήτειον αἰτεῖς· πότερον ἐπὶ τυραννίδι,

ἢ νομίζεις τὰς Ἀθήνας σοὶ φέρειν ἡδύσματα;”


Ξανθίας

κἀμέ γ᾽ ἡ πόρνη χθὲς εἰσελθόντα τῆς μεσημβρίας,    500

ὅτι κελητίσαι ᾽κέλευον, ὀξυθυμηθεῖσά μοι

ἤρετ᾽ εἰ τὴν Ἱππίου καθίσταμαι τυραννίδα.


Βδελυκλέων

ταῦτα γὰρ τούτοις ἀκούειν ἡδἔ, εἰ καὶ νῦν ἐγὼ

τὸν πατέρ᾽ ὅτι βούλομαι τούτων ἀπαλλαχθέντα τῶν

ὀρθροφοιτοσυκοφαντοδικοταλαιπώρων τρόπων    505

ζῆν βίον γενναῖον ὥσπερ Μόρυχος, αἰτίαν ἔχω

ταῦτα δρᾶν ξυνωμότης ὢν καὶ φρονῶν τυραννικά.


Φιλοκλέων

νὴ Δἴ ἐν δίκῃ γ᾽· ἐγὼ γὰρ οὐδ᾽ ἂν ὀρνίθων γάλα

ἀντὶ τοῦ βίου λάβοιμ᾽ ἂν οὗ με νῦν ἀποστερεῖς·

οὐδὲ χαίρω βατίσιν οὐδ᾽ ἐγχέλεσιν, ἀλλ᾽ ἥδιον ἄν    510

δικίδιον σμικρὸν φάγοιμ᾽ ἂν ἐν λοπάδι πεπνιγμένον.

.

.

.

Αριστοφάνης Σφηκες στιχ.  1333-1387

Ο γέροντοερωτας του Φιλοκλεωνα

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


.

Ξυμότης τις(καποιος Συμποτης)

αύριο θα δώσεις για τούτα λόγο στο δικαστήριο·

σ'εμας όλους,κι ας παιδιαριζεις,

γιατί μαζί όλοι θα σε εγκαλεσουμε


Φιλοκλέων

ω ω θα με εγκαλεστε 1335

στα παλιά είστε,δεν καταλαβατε

πως ούτε ν'ακουω δεν ανεχομε

για δικές,χα χα

αυτο'δω μ'αρεσει(πιάνει το κορίτσι την αυλητριδα)

πετα τα ψηφοκουτια 1340

γιατί δεν εξαφανίζεστε;που'ναι ηλιαστης;μακρυά πέρα 


(στην αυλητριδα)

έλα ανέβα εδώ χρυσομαμουνακι μου

με το χέρι τούτο δω πιάσε το σχοινι

κράτα το,προσεξε το ,γιατι χαλαρωμένο το σχοινι

όμως σίγουρα αν τριφθει δεν θα στεναχωρηθει

βλέπεις εγώ πόσο έξυπνα σ'αρπαξα 1345

ενώ'σουν έτοιμη για λεσβιακά με τους συμποσιαστες

γι'αυτό ένεκα αυτού αποδωσε στο πέος αυτη'δω τη χάρη

αλλά δεν θα την αποδώσεις ούτε θ'απλωσεις χέρι το ξέρω

αλλά θα με κοροϊδέψεις και θα γελάσεις μ'αυτο παρά πολυ

όπως ήδη με πολλους άλλους έτσι έκανες 1350

αν όμως γίνεις όχι ψυχρή όπως τώρα δα γυναίκα

εγώ εσένα όταν ο γιος μου θα πεθάνει

θα σ'εξαγορασω παλλακίδα να σ'εχω γουρουνάκι μου

τώρα δεν κάνω εγώ κουμάντο στα πράγματα μου

γιατι'μαι νέος και με φυλάνε πολύ στενά 1355

γιατί το παιδάκι μου με επιτηρεί,κι είναι ιδιότροπο

κι επίσης κυμινοπριονιζοκαρδαμογλυφο

αυτά τα κάνει γιατί για μένα φοβάται μην ξωκυλλω

γιατί πατέρας κανένας άλλος σ''αυτο δεν είναι εκτός από μενα.

να τώρα αυτος για σενα και για μενα φαινεται να τρέχει 1360

έλα γρήγορα στάσου αυτες εδώ τις λαμπαδες

πιάνοντας,για να τον περιπαιξω σαν νεαρουλη

μ'αυτα που κάποτε αυτός εμένα πριν τα μυστηρια


Βδελυκλέων

ου να χαθείς γεροραμολιμεντο και μουνικλαμενο

να ποθείς τον έρωτα μου φαίνεται ωραίου πτώματος 1365

ξινα θα τιμωρηθεις μα το θεό γι' αυτο που κανεις.


Φιλοκλέων.

πόσο θα σ'αρεσει να φας μια δικη από ξιδι


Βδελυκλέων

αισχρά δεν περιπαιζεις εσύ που την αυλητριδα

απ'τους συμποσιαστες έκλεψες;


Φιλοκλέων

ποια αυλητριδα;

τι'ναι αυτά που παραληρείς σαν από τύμβο να'πεσες; 1370


Βδελυκλέων

μα το θεό αυτή που στέκεται κοντά σου η Δαρδανιδα


Φιλοκλέων

καθόλου,αλλά η λαμπαδα που στην αγορά στους θεούς καιεται


Βδελυκλέων

λαμπαδα αυτή;


Φιλοκλέων

βεβαίως λαμπάδα,δεν την βλέπεις που έχει χρωματιστα στίγματα;


Βδελυκλέων

τι'ναι αυτό το μαύρο στη μέση της;


Φιλοκλέων

η πίσσα απ'οπου καθώς καιεται βγαίνει έξω 1375


Βδελυκλέων

αυτό εδώ πίσω δεν είναι ο κωλος της;


Φιλοκλέων

εξογκωμα που απ'τη λαμπαδα αυτό προεξεχει


Βδελυκλέων

τι μας λες;ποιο εξόγκωμα;(μιλάει στην αυλητριδα)ε συ δεν θα'ρθεις εδώ;


Φιλοκλέων

α α τι πρόκειται να κάνεις;


Βδελυκλέων

να την πάω αλλού την παίρνω 

αφαιρωντας από σενα και κρίνω ότι είσαι σάπιο κρεας 1380

και τίποτα δεν μπορεις να κανεις


Φιλοκλέων

άκου τώρα κι εμενα

στα Ολυμπια,όταν εγω θεωρος ημουνα ,

ο Εφουδίων  μάχονταν τον Ασκωνδα καλα

όντας ήδη γερος.κατοπιν με τη γροθιά χτυπώντας

ο γεροντότερος έβγαλε νοκ αουτ τον νεωτερο 1385

γι'αυτό πρόσεξε καλά μην το μάτι σου μαυρισει


Βδελυκλέων

μα το θεό την έμαθες καλά την Ολυμπια

.

.

Αριστοφάνης Σφηκες στιχ.  1333-1387

Ο γέροντοερωτας του Φιλοκλεωνα


Φιλοκλέων

ἄνεχε πάρεχε·

κλαύσεταί τις τῶν ὄπισθεν

ἐπακολουθούντων ἐμοί·

οἷον, εἰ μὴ ᾽ῤῥήσεθ᾽, ὑμᾶς

ὦ πόνηροι ταυτῃὶ τῇ    1330

δᾳδὶ φρυκτοὺς σκευάσω.

Ξυμότης τις

ἦ μὴν σὺ δώσεις αὔριον τούτων δίκην

ἡμῖν ἅπασι, κεἰ σφόδρ᾽ εἶ νεανίας.

ἁθρόοι γὰρ ἥξομέν σε προσκαλούμενοι.

ἰὴ ἰεῦ, καλούμενοι.    1335

ἀρχαῖά γ᾽ ὑμῶν· ἆρά γ᾽ ἴσθ᾽

ὡς οὐδ᾽ ἀκούων ἀνέχομαι

δικῶν; ἰαιβοῖ, αἰβοῖ.

τάδε μ᾽ ἀρέσκει· βάλλε κημούς.

οὐκ ἄπεισι; ποῦ ᾽στιν <ἡμῖν>    1340

ἡλιαστής; ἐκποδών.


ἀνάβαινε δεῦρο χρυσομηλολόνθιον,

τῇ χειρὶ τουδὶ λαβομένη τοῦ σχοινίου.

ἔχου· φυλάττου δ᾽, ὡς σαπρὸν τὸ σχοινίον·

ὅμως γε μέντοι τριβόμενον οὐκ ἄχθεται.

ὁρᾷς ἐγώ σ᾽ ὡς δεξιῶς ὑφειλόμην    1345

μέλλουσαν ἤδη λεσβιᾶν τοὺς ξυμπότας·

ὧν οὕνεκ᾽ ἀπόδος τῷ πέει τῳδὶ χάριν.

ἀλλ᾽ οὐκ ἀποδώσεις οὐδ᾽ ἐφιαλεῖς οἶδ᾽ ὅτι,

ἀλλ᾽ ἐξαπατήσεις κἀγχανεῖ τούτῳ μέγα·

πολλοῖς γὰρ ἤδη χἀτέροις αὔτ᾽ ἠργάσω.    1350

ἐὰν γένῃ δὲ μὴ κακὴ νυνὶ γυνή,

ἐγώ σ᾽ ἐπειδὰν οὑμὸς υἱὸς ἀποθάνῃ,

λυσάμενος ἕξω παλλακὴν ὦ χοιρίον.

νῦν δ᾽ οὐ κρατῶ ᾽γὼ τῶν ἐμαυτοῦ χρημάτων

νέος γάρ εἰμι καὶ φυλάττομαι σφόδρα.    1355

τὸ γὰρ υἵδιον τηρεῖ με, κἄστι δύσκολον

κἄλλως κυμινοπριστοκαρδαμογλύφον.

ταῦτ᾽ οὖν περί μου δέδοικε μὴ διαφθαρῶ.

πατὴρ γὰρ οὐδείς ἐστιν αὐτῷ πλὴν ἐμοῦ.

ὁδὶ δὲ καὐτὸς ἐπὶ σὲ κἄμ᾽ ἔοικε θεῖν.    1360

ἀλλ᾽ ὡς τάχιστα στῆθι τάσδε τὰς δετὰς

λαβοῦσ᾽, ἵν᾽ αὐτὸν τωθάσω νεανικῶς,

οἵοις ποθ᾽ οὗτος ἐμὲ πρὸ τῶν μυστηρίων.


Βδελυκλέων

ὦ οὗτος οὗτος τυφεδανὲ καὶ χοιρόθλιψ,

ποθεῖν ἐρᾶν τ᾽ ἔοικας ὡραίας σοροῦ.    1365

οὔτοι καταπροίξει μὰ τὸν Ἀπόλλω τοῦτο δρῶν.


Φιλοκλέων

ὡς ἡδέως φάγοις ἂν ἐξ ὄξους δίκην.


Βδελυκλέων

οὐ δεινὰ τωθάζειν σε τὴν αὐλητρίδα

τῶν ξυμποτῶν κλέψαντα;


Φιλοκλέων

ποίαν αὐλητρίδα;

τί ταῦτα ληρεῖς ὥσπερ ἀπὸ τύμβου πεσών;    1370


Βδελυκλέων

νὴ τὸν Δἴ αὕτη πού ᾽στί σοί γ᾽ ἡ Δαρδανίς.


Φιλοκλέων

οὔκ, ἀλλ᾽ ἐν ἀγορᾷ τοῖς θεοῖς δᾲς κάεται.


Βδελυκλέων

δᾲς ἥδε;


Φιλοκλέων

δᾲς δῆτ᾽. οὐχ ὁρᾷς ἐστιγμένην;


Βδελυκλέων

τί δὲ τὸ μέλαν τοῦτ᾽ ἐστὶν αὐτῆς τοὐν μέσῳ;


Φιλοκλέων

ἡ πίττα δήπου καομένης ἐξέρχεται.    1375


Βδελυκλέων

ὁ δ᾽ ὄπισθεν οὐχὶ πρωκτός ἐστιν οὑτοσί;


Φιλοκλέων

ὄζος μὲν οὖν τῆς δᾳδὸς οὗτος ἐξέχει.


Βδελυκλέων

τί λέγεις σύ; ποῖος ὄζος; οὐκ εἶ δεῦρο σύ;


Φιλοκλέων

ἆ ἆ τί μέλλεις δρᾶν;


Βδελυκλέων

ἄγειν ταύτην λαβὼν

ἀφελόμενός σε καὶ νομίσας εἶναι σαπρὸν    1380

κοὐδὲν δύνασθαι δρᾶν.


Φιλοκλέων

ἄκουσόν νυν ἐμοῦ.

Ὀλυμπίασιν, ἡνίκ᾽ ἐθεώρουν ἐγώ,

Ἐφουδίων ἐμαχέσατ᾽ Ἀσκώνδᾳ καλῶς

ἤδη γέρων ὤν· εἶτα τῇ πυγμῇ θενὼν

ὁ πρεσβύτερος κατέβαλε τὸν νεώτερον.    1385

πρὸς ταῦτα τηροῦ μὴ λάβῃς ὑπώπια.


Βδελυκλέων

νὴ τὸν Δἴ ἐξέμαθές γε τὴν Ὀλυμπίαν.

.

.

.

Αριστοφάνης.Σφηκες.στιχ. 13-53

Τα δύο όνειρα και οι ονειροκρισιες τους

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


(Ο Ξανθίας και ο Σωσίας είναι οι δυο φύλακες που έβαλε ο Βδελυκλεων 

να φυλάνε νύχτα και μέρα να μην αποδρασει απ'το σπιτι  ο έγκλειστος 

ο δικομανης ηλιαστης:γέρος πατέρας του Φιλοκλεων)


Ξανθίας

....

και τοτε όνειρο παράξενο είδα εντελως·


Σωσίας

κι εγώ αλήθεια τέτοιο ουδέποτε

τώρα πες το πρωτος 15


Ξανθίας

μου φάνηκε αετός

να χυμαει κάτω στην αγορά τεράστιος

αρπάζοντας στα νύχια ασπιδα με χαλκό

καλυμμένη ν'ανεβαινει ψηλά στον ουρανό

κι έπειτα αυτή να πετα του Κλεωνυμου


Σωσίας

επομένως σε τίποτα του γρίφου δεν διαφέρει ο Κλεωνυμος 20


Ξανθίας

πως αληθεια;


Σωσίας

θα ρωτησει κάποιος σ'αυτους τους συμποσιαστες,λέγοντας

'ποιο είν'αυτό το θηρίο που στη γη και στον ουρανο

καί στη θάλασσα πεταξε την ασπίδα;'


Ξανθίας

αλλιμονο αλήθεια τι κακό θα πάθω

βλέποντας τέτοιο όνειρο;


Σωσίας

μην ανησυχείς

γιατί δεν είναι τρομερό μα τους θεους


Ξανθίας

τρομερό όμως είναι ο άνθρωπος να πετά τα όπλα

τώρα το δικό σου πες.


Σωσίας

κατά τα άλλα είναι πολύ σημαντικο

γιατί για της πόλης είναι το σκάφος ολο


Ξανθίας

λέγε τώρα ξεκινώντας κάπως απ'την καρίνα το πράγμα 30


Σωσίας

μου φάνηκε εκεί στον πρώτο ύπνο στη Πνυκα

να συνεδριάζουν προβατα συγκεντρωμένα

έχοντας μπαστούνια και τριμμένα πανωφορια

κι έπειτα σ'αυτα τα πρόβατα μου φάνηκε

να δημογορει μια φάλαινα που τα πάντα καταβροχθίζει 35

που'χε φωνή πρησμενης γουρουνας


Ξανθίας

πω πω


Σωσίας

τι ειναι;


Ξανθίας

σταματα σταματα, μη λες

βρωμαει πολύ άσχημα το όνειρο τομάρι σάπιο 


Σωσίας

έπειτα η ακάθαρτη φάλαινα εχοντας ζυγαρια

ζύγιζε βορινο λιπος για θυσία του δημου 40


Ξανθίας

αλίμονο φοβάμαι

τον δημο μας θέλει να διασπάσει


Σωσίας

μου φάνηκε πως ο Θεωρος σ'αυτη κοντά

χάμω κάθονταν το κεφαλι κόρακα έχοντας

τότε ο Αλκιβιάδης μου είπε ψευδιζοντας

'ολας,ο Θεωλος το κεφαλι κόλακα εχει'


Ξανθίας

ορθά αυτό ο Αλκιβιάδης ψευδισε


Σωσίας

δεν είναι εκείνο αλλόκοτο,ο Θεωρος κόρακας

να γίνει;


Ξανθίας

καθόλου,αλλά υπεροχο


Σωσίας

πῶς;


Ξανθίας

τι πως;

άνθρωπος όντας έπειτα έγινε ξαφνικά κορακας

δεν είναι φανερό αυτο που καταλήγει,ότι 50

από μας αρπαχθεις στους κόρακες θα οδηγηθεί;


Σωσίας

τότε δεν πρέπει δίνοντας δύο οβολούς να σε μισθωσω

έτσι που ερμηνεύεις σοφα τα όνειρα;

.

.

Αριστοφάνης.Σφηκες.στιχ. 13-53

Τα δύο όνειρα και οι ονειροκρισιες τους


Ξανθίας

....

καὶ δῆτ᾽ ὄναρ θαυμαστὸν εἶδον ἀρτίως.


Σωσίας

κἄγωγ᾽ ἀληθῶς οἷον οὐδεπώποτε.

ἀτὰρ σὺ λέξον πρότερος.    15


Ξανθίας

ἐδόκουν αἰετὸν

καταπτόμενον ἐς τὴν ἀγορὰν μέγαν πάνυ

ἀναρπάσαντα τοῖς ὄνυξιν ἀσπίδα

φέρειν ἐπίχαλκον ἀνεκὰς ἐς τὸν οὐρανόν,

κἄπειτα ταύτην ἀποβαλεῖν Κλεώνυμον.


Σωσίας

οὐδὲν ἄρα γρίφου διαφέρει Κλεώνυμος.    20


Ξανθίας

πῶς δή;


Σωσίας

προσερεῖ τις τοῖσι συμπόταις, λέγων

“τί ταὐτὸν ἐν γῇ τ᾽ ἀπέβαλεν κἀν οὐρανῷ

κἀν τῇ θαλάττῃ θηρίον τὴν ἀσπίδα;”


Ξανθίας

οἴμοι τί δῆτά μοι κακὸν γενήσεται

ἰδόντι τοιοῦτον ἐνύπνιον;    25


Σωσίας

μὴ φροντίσῃς.

οὐδὲν γὰρ ἔσται δεινὸν οὐ μὰ τοὺς θεούς.


Ξανθίας

δεινόν γέ ποὔστ᾽ ἄνθρωπος ἀποβαλὼν ὅπλα.

ἀτὰρ σὺ τὸ σὸν αὖ λέξον.


Σωσίας

ἀλλ᾽ ἐστὶν μέγα.

περὶ τῆς πόλεως γάρ ἐστι τοῦ σκάφους ὅλου.


Ξανθίας

λέγε νυν ἀνύσας τι τὴν τρόπιν τοῦ πράγματος.    30


Σωσίας

ἔδοξέ μοι περὶ πρῶτον ὕπνον ἐν τῇ πυκνὶ

ἐκκλησιάζειν πρόβατα συγκαθήμενα,

βακτηρίας ἔχοντα καὶ τριβώνια·

κἄπειτα τούτοις τοῖς προβάτοισι μοὐδόκει

δημηγορεῖν φάλαινα πανδοκεύτρια,    35

ἔχουσα φωνὴν ἐμπεπρησμένης ὑός.


Ξανθίας

αἰβοῖ.


Σωσίας

τί ἔστι;


Ξανθίας

παῦε παῦε, μὴ λέγε·

ὄζει κάκιστον τοὐνύπνιον βύρσης σαπρᾶς.


Σωσίας

εἶθ᾽ ἡ μιαρὰ φάλαιν᾽ ἔχουσα τρυτάνην

ἵστη βόειον δημόν.    40


Ξανθίας

οἴμοι δείλαιος·

τὸν δῆμον ἡμῶν βούλεται διιστάναι.


Σωσίας

ἐδόκει δέ μοι Θέωρος αὐτῆς πλησίον

χαμαὶ καθῆσθαι τὴν κεφαλὴν κόρακος ἔχων.

εἶτ᾽ Ἀλκιβιάδης εἶπε πρός με τραυλίσας,

“ὁλᾷς; Θέωλος τὴν κεφαλὴν κόλακος ἔχει”.    45


Ξανθίας

ὀρθῶς γε τοῦτ᾽ Ἀλκιβιάδης ἐτραύλισεν.


Σωσίας

οὔκουν ἐκεῖν᾽ ἀλλόκοτον, ὁ Θέωρος κόραξ

γιγνόμενος;


Ξανθίας

ἥκιστ᾽, ἀλλ᾽ ἄριστον.


Σωσίας

πῶς;


Ξανθίας

ὅπως;

ἄνθρωπος ὢν εἶτ᾽ ἐγένετ᾽ ἐξαίφνης κόραξ·

οὔκουν ἐναργὲς τοῦτο συμβαλεῖν, ὅτι    50

ἀρθεὶς ἀφ᾽ ἡμῶν ἐς κόρακας οἰχήσεται;


Σωσίας

εἶτ᾽ οὐκ ἐγὼ δοὺς δύ᾽ ὀβολὼ μισθώσομαι

οὕτως ὑποκρινόμενον σοφῶς ὀνείρατα;

.

.

.

Τρίτη 11 Μαΐου 2021

Λιας Λιακος Τσαπαρελης [1927-1987]-Καραγκιοζοπαιχτης απο τη Μαχαιρα Ξηρομερου- Ο Καραγκιοζης Υπηρετης και τραγουδια painting χ.ν.κουβελης c.n.couvelis https://youtu.be/VVkoi1w4XGs

 .

.


Λιας Λιακος Τσαπαρελης [1927-1987]-Καραγκιοζοπαιχτης απο

τη Μαχαιρα Ξηρομερου- Ο Καραγκιοζης Υπηρετης και τραγουδια 

painting χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


https://youtu.be/VVkoi1w4XGs

.

.

Δευτέρα 10 Μαΐου 2021

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -(Ανθρώπινα Εσωτερικά) PHOTOGRAFY - χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-(Ανθρώπινα Εσωτερικά)

PHOTOGRAFY

- χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.

(Ανθρώπινα Εσωτερικά)

PHOTOGRAFY- χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


της έδωσε τις φωτογραφίες,εντάξει,

είπε, τον πληρωσε

τις κοίταξε,είναι ακριβώς ότι θέλω,είπε,η φωνή του σκληρη,τον πλήρωσε,

της έδειξε τις φωτογραφίες,

εκείνη αντέδρασε,

είναι φωτομοντάζ,

πιθανόν,την έκοψε,μόνο που σε αυτό το φωτομοντάζ η πρωταγωνίστρια

είσαι εσύ,η φωνή του κυνικη

είσαι αδίστακτος,του φώναξε,δεν εχεις το δικαίωμα,

και συ πρόστυχη,μια τσουλα,

τώρα αποκαλυφθηκες,

άρπαξε τις φωτογραφίες και τις

έσχισε,τις πέταξε στο δωματιο,

εκείνες σκόρπισαν,

τις κλώτσησε,

το πτώμα σου πουτανα,

σκότωσε με,ουρλιάζει εκείνη,

γιατί δεν το κάνεις;δειλε,

θα το'θελες να με κλείσεις φυλακή,όχι δεν θα σε σκοτώσω,

ζήσε,

άνοιξε τη πόρτα και βγήκε 

χωρίς να τη κλείσει,

άκουσε το δυνατό,σαρκαστικο γέλιο του καθώς

κατέβαινε τις σκάλες,

την εξώπορτα ν'ανοιγει και να κλείνει,

έπειτα σιωπή,

κάθονταν ακίνητη στον καναπέ,

σιωπή,δεν αντέχω τη σιωπή,θα

τρελαθώ,

μάζεψε τις σχισμένες φωτογραφίες,

το πρόσωπο της κομματιασμένο,

ναι,αυτή είναι,αυτή έκανε αυτό,

αυτό που έκανε είχε αυτό το αποτέλεσμα,

χτύπησε το  τηλεφωνο της,

ήταν ο άλλος,

του είπε για τις φωτογραφίες,

σου είπα να φυλαγομαστε,τώρα

τι γίνεται;

θέλω να χωρίσουμε,του είπε,

και του έκλεισε το τηλέφωνο,

πρέπει να φύγω από αυτό το σπίτι και τις φωτογραφιες του,

βγήκε έξω από το σπίτι,

πέταξε το τηλέφωνο στα σκουπίδια,

εκείνο το βράδυ κοιμήθηκε σε ξενοδοχείο,

δεν ήθελε να είναι η εκδίκηση

κανενός,

ενοικιασε αλλού σπίτι,

πέρασε καιρός,

σε κάποιο κεντρικό καφέ,απέναντι της κάθονταν ο φωτογραφος,εκείνος τη 

γνώρισε,της χαμογέλασε με νόημα,

εκείνη έκανε πως δεν τον γνώρισε,

άλλωστε η γνωριμια τους τελείωσε,τον πλήρωσε για τις φωτογραφίες,αυτό 

που ήθελε 

το πέτυχε,να απελευθερωθεί,

έστω και με κίνδυνο,

πλήρωσε τον καφέ και έφυγε,

περπάτησε,

η πόλη τεράστια γύρω της,

αυτή ανώνυμη μέσα στο πλήθος,

ήταν επιτέλους ελευθερη,

το θέατρο τελείωσε.

.

.


Κυριακή 9 Μαΐου 2021

GREEK POETRY - Ομήρου Οδύσσεια,ραψωδία ι' -(Κανένας είναι το όνομα μου)Οὖτις ἐμοί γ' ὄνομα -Από τα Κυκλωπικα 1-στιχ 361-374 -μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης

 .

.

GREEK POETRY

- Ομήρου Οδύσσεια,ραψωδία ι'

(Κανένας είναι το όνομα μου)Οὖτις ἐμοί γ' ὄνομα

Από τα Κυκλωπικα 1-στιχ 361-374

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης

.

.


Ομήρου Οδύσσεια,ραψωδία ι'

(Κανένας είναι το όνομα μου)Οὖτις ἐμοί γ' ὄνομα

Από τα Κυκλωπικα 1-στιχ 361-374

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


τρεις έφερα και του'δωσα,τρεις ο μωρός κατάπιε

κι όταν λοιπόν του Κύκλωπα το κρασί σκότησε το νου

τότε σ''αυτον είπα με λόγια προσεκτικά και ηπια 

Κύκλωπα μένα ρωτάς το δοξασμένο όνομα,τώρα αμεσως

θα στο'πω,κι εσύ όπως υποσχεθηκες τα δώρα δος μου

Κανένας είναι τ'ονομα μου.Κανεναν με φωνάζουν

μάνα και πατέρας κι όλοι οι άλλοι σύντροφοι

έτσι του'πα κι αμεσως αυτός μ'υφος μ'απαντησε σκληρό 

τον Κανέναν εγώ μετά απ'τους συντρόφους υστερα θα φάω

πρωτύτερα τους άλλους,να αυτό το δώρο σου θα'ναι  370

είπε,και ξάπλωνοντας έπεσε τ'ανάσκελα,έπειτα γυρνοντας

κατά μια μεριά τον χοντρό του σβέρκο κι έτσι αυτόν τον 

πήρε ο ύπνος που τα πάντα δαμάζει,κι απ'τό λαρυγγι κρασια 

τρεχαν έξω κομμάτια φαι ανθρωπων ξερνούσε μεθυσμενος


τρὶς μὲν ἔδωκα φέρων, τρὶς δ' ἔκπιεν ἀφραδίῃσιν.

αὐτὰρ ἐπεὶ Κύκλωπα περὶ φρένας ἤλυθεν οἶνος,

καὶ τότε δή μιν ἔπεσσι προσηύδων μειλιχίοισι·

«Κύκλωψ, εἰρωτᾷς μ' ὄνομα κλυτόν; αὐτὰρ ἐγώ τοι

ἐξερέω· σὺ δέ μοι δὸς ξείνιον, ὥς περ ὑπέστης.

Οὖτις ἐμοί γ' ὄνομα· Οὖτιν δέ με κικλήσκουσι

μήτηρ ἠδὲ πατὴρ ἠδ' ἄλλοι πάντες ἑταῖροι.»

ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ' αὐτίκ' ἀμείβετο νηλέϊ θυμῷ·

«Οὖτιν ἐγὼ πύματον ἔδομαι μετὰ οἷσ' ἑτάροισι,

τοὺς δ' ἄλλους πρόσθεν· τὸ δέ τοι ξεινήϊον ἔσται.»   370

ἦ, καὶ ἀνακλινθεὶς πέσεν ὕπτιος, αὐτὰρ ἔπειτα

κεῖτ' ἀποδοχμώσας παχὺν αὐχένα, κὰδ δέ μιν ὕπνος

ᾕρει πανδαμάτωρ· φάρυγος δ' ἐξέσσυτο οἶνος

ψωμοί τ' ἀνδρόμεοι· ὁ δ' ἐρεύγετο οἰνοβαρείων.

.

·

Σάββατο 8 Μαΐου 2021

synthesis 1,2 piano composition χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

.
.
synthesis 1

piano composition
χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

https://youtu.be/KAB6A5x7PdA

<iframe width="560" height="315" src="https://www.youtube.com/embed/KAB6A5x7PdA" title="YouTube video player" frameborder="0" allow="accelerometer; autoplay; clipboard-write; encrypted-media; gyroscope; picture-in-picture" allowfullscreen></iframe>
.
.
synthesis 2

piano composition
χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

https://youtu.be/-70YXMiMUpA

<iframe width="560" height="315" src="https://www.youtube.com/embed/-70YXMiMUpA" title="YouTube video player" frameborder="0" allow="accelerometer; autoplay; clipboard-write; encrypted-media; gyroscope; picture-in-picture" allowfullscreen></iframe>
.
.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -LUCY,ΘΕΑΤΡΟ ΤΡΙΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-LUCY,ΘΕΑΤΡΟ ΤΡΙΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.
.

LUCY,ΘΕΑΤΡΟ ΤΡΙΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Το προφίλ στο woman online:

Lucy ,age 22

Hair, Eyes: Auburn, Brown

Build: 170 cm, 55 kg, Athletic

Education: Secondary School Education 

Languages: German,French

Reading E-Mail: Every day

Do you have a tattoo?

Standard

Smoking:

no

Drinking:

Light/Occasionally

Do sports

Rarely

Do you have a pet?

- none

Character

Extrovert (outgoing)

Would you like to move abroad?

Contemplating

Your unrealized crazy dream?

Fly the whole world with you

Κυρίως σε αυτή τη κοπέλα τον ενδιέφεραν οι δύο γλώσσες Αγγλικά,

Γαλλικά που μιλούσε,

της έστειλε e-mail:

Κυρια Λούσυ ενδιαφέρομαι να σας γνωρίσω

Κανόνισαν να συναντηθούν στη βίλα του

Η Λούσυ έμεινε κατάπληκτη από την πολυτέλεια του σπιτιού,

Το σπίτι,της είπε,είναι ουσιαστικό για τον άνθρωπο,μια προέκταση

της σπηλιάς του πρωτόγονου ανθρώπου,εκεί όπου ένιωθε ασφάλεια,

Η Λούσυ γέλασε,

Εσείς όμως δεν μοιάζεται καθόλου για πρωτόγονος,του είπε

Φαινομενικά όχι,της απάντησε,γιατί στο βάθος τίποτα δεν έχει αλλάξει 

στον άνθρωπο

Θελεται να πείτε τα ενστικτά του;είπε η κοπέλα

Ναι,οι κρυφές επιθυμίες,οι ορμές του,είπε εκεινος,μάλλον ο πρωτόγονος

άνθρωπος τις ικανοποιούσε άμεσα,χωρίς λογοκρισίες,απαγορεύσεις,

απωθήσεις,ενοχές,ηθικες

Ήταν ελευθέριος,είπε η Λούσυ

Ακριβώς,ελευθεριος,ακολουθοντας τις επιταγές της φύσης,

Την πηγε στην αίθουσα με την ιδιωτική του συλλογή:

έργα του Ba!thus,Delvaux,Magritte,Dali,

Η Λούσυ στάθηκε σε έναν πίνακα,

Η Thérèse Dreaming,είπε εκείνος,του Balthus,1938 

Όταν του είπεν ότι το έργο είναι προκλητικό,πορνό

Ο Balthus απάντησε:έτσι ένα νεαρό κορίτσι κάθεται σε μια καρέκλα,

Κάποτε,όταν ήμουνα μικρή,είπε η Λούσυ,ένας ζωγράφος φίλος του 

πατέρα μου του ζήτησε να ποζάρω σε ανάλογη θέση,ξαπλωμένη στο

κρεβάτι,του έδωσε την άδεια,εγώ ένιωθα μια διέγερση σε όλη τη 

διάρκεια της ζωγραφικής,την οποία,σας ομολογώ,τη νιώθω και τώρα

που βλέπω αυτόν τον πίνακα,

Έπειτα κάθισαν για δείπνο,

Το μενού:στρείδια,φράουλες περιχυμενες με μέλι καρύδια και αμύγδαλα,

σπαράγγια σαλάτα και αβοκάντο,τρούφα γαρνιρισμενη με σοκολατα,

κόκκινο κρασί 20ετιας,

Στο σαλόνι μέσα στο ημίφως η Λούσυ έπαιξε στο πιάνο το έργο Für Elise

του Beethoven

Όταν τελείωσε,Καταπληκτικό!Θεϊκό! αναφώνησε εκείνος,και της αρπαξε

τα χέρια,

Τι υπέροχα χέρια!

Τα έβαλε στο στόμα του,εκείνη ένιωσε τα δόντια του ,σαν να ήταν τη 

σάρκα τους που ήθελε να καταβροχθίσει,έκλεισε τα μάτια,η απόλαυση

την κυριεψε,

Έβγαλε το χέρι της από το στόμα του,

Εκείνη άνοιξε τα μάτια,

Σας άρεσε νταρλινγκ;τη ρώτησε

Πόσο υπέροχα! αναστεναξε εκείνη

Τώρα ήρθε η ώρα,της είπε,αυτή για την οποία ζήτησα να σας συναντήσω,

πρόκειται για θέατρο,μην σας φάνει παραξενο,μέσω της τέχνης φθάνουμε

στη καρδιά,στο βάθος των επιθυμιών μας,ένας λογικός παρατηρητής

θα έβλεπε κάτι παρανοϊκό,μια ανηθικότητα,εμάς αυτές οι συντηρητικές

ιδέες δεν μας αγγίζουν,ο άνθρωπος πάσει θυσία πρέπει να απολαμβάνει,

κι εγώ,δεν σας το κρύβω,θέλω να σας απολαύσω,είστε η ηθοποιός μου

και θα σας σκηνοθετήσω στο έργο μου,εσείς πρέπει να υποδυθειτε το 

ρολό,εγώ σαν θεατής,ο μοναδικός,θα απολαύσω την παράσταση με

όλες τις αισθήσεις μου,οξυμένες και διεργερμενες χωρίς όρια,

Ανυπομονώ,να προχωρήσουμε,είπε η Λούσυ με φωνή συγκινημένη,

Τότε ας αρχίζουμε,είπε εκείνος,

Γδυθητε,θα φορέσετε τα ρούχα που θα σας δώσω,

Η Λούσυ γδυθηκε,και φόρεσε ένα μαύρο σατέν κομπινεζον διάφανο,

ένα χρυσό περιδέραιο με διαμάντια,ένα λευκό εσώρουχο,μεταξωτες

κάλτσες μέχρι τη μέση των μηρών,μαύρα ψηλοτακουνα δερμάτινα

παπούτσια,

έβαψε τα χείλη κατακόκκινα,τόνισε με σκούρο μπλε μολύβι τα μάτια,

έβαλε χρυσά σκουλαρίκια,εκανε στα μαλλια wet look,

Είστε αξιολατρευτη!,αναφώνησε,ακαταμάχητη! αυτό που ονειρευτηκα,

που επιθυμώ,αυτό βλέπω ακριβώς μπροστά μου,

τώρα θέλω να καθίσετε σε αυτόν τον λευκό καναπέ στη θέση της

Thérèse Dreaming του Balthus,

κλείστε τα μάτια,

εγώ απέναντι σας παρατηρώ,ένας είδος voyeurism,εσείς μπορείτε να

φανταστείτε τι κάνω,να ονειρευτείτε και να συμμετάσχετε σε όλες 

τις πράξεις,που θα σας ζητήσω,μάλλον θα σας διαταξω,

Η Λούσυ ονειρευθηκε τον άντρα απέναντι της και σε ότι της ζήτησε

συμμετειχε απολαμβάνοντας το,

Την ξύπνησε η φωνή του αντρα

Η πρώτη πράξη ολοκληρώθηκε

Τώρα η δεύτερη πράξη

Εδώ,πάλι στη στάση της Thérèse,θα υποδυθειτε,διαβάζοντας,δύο 

λατρευτες γυναίκες,είδωλα,οι οποιες απόλυτα με εξιταρουν,

η μία είναι η Justine,του Marquis de  Safe,από το μυθιστόρημα του 

JUSTINE OULES MALHEURS DE LA VERTU,1791

και η άλλη η Leni,με τα κολλημενα ,τόσο ερωτικά,δάκτυλα,από το

μυθιστόρημα DER PROZESS  Η Δική, του Franz Kafka ,1912

Ορίστε τα κείμενα,διαβάστε,ας η απόλαυση μας είναι αμοιβαια,

Εγώ η Justine του Marquis de Sade,ακούει τη φωνή της:

– Tu te trompes, Thérèse, il n'y a pas de fourberies que le

 loup n'invente pour attirer l'agneau dans ses pièges : ces ruses

 sont dans la nature, et la bienfaisance n'y est pas ; elle n'est qu'un

 caractère de la faiblesse préconisée par l'esclave pour attendrir

 son maître et le disposer à plus de douceur ; elle ne s'annonce

 jamais chez l'homme que dans deux cas : ou s'il est le plus faible,

 ou s'il craint de le devenir. La preuve que cette prétendue vertu

 n'est pas dans la nature, c'est qu'elle est ignorée de l'homme le

 plus rapproché d'elle

τι υπέροχη φωνή!αισθάνεται,πως γλύφει τις λέξεις!πως τις υγραίνει!

πως τις ρούφα!τι ισχυρή ηδονή αναβλύζει!

Και τώρα,Εγώ η Leni του Franz Kafka,ακούει τη φωνή της

»Das ist kein Vorteil«, sagte Leni. »Wenn sie keine sonstigen Vorteile hat, 

verliere ich nicht den Mut. Hat sie irgendeinen körperlichen Fehler?« 

»Einen körperlichen Fehler?« fragte K. »Ja«, sagte Leni, »ich habe nämlich

 einen solchen kleinen Fehler, sehen Sie.« Sie spannte den Mittel- und

 Ringfinger ihrer rechten Hand auseinander, zwischen denen das Verbindungs

häutchen fast bis zum obersten Gelenk der kurzen Finger 

reichte. K. merkte im Dunkel nicht gleich, was sie ihm zeigen wollte, 

sie führte deshalb seine Hand hin, damit er es abtaste. »Was für ein 

Naturspiel«, sagte K. und fügte, als er die ganze Hand überblickt hatte, 

hinzu: »Was für eine hübsche Kralle!« Mit einer Art Stolz sah Leni zu, 

wie K. staunend immer wieder ihre zwei Finger auseinanderzog und 

zusammenlegte, bis er sie schließlich flüchtig küßte und losließ. 

Βλέπει,απέναντι του,την υγρή,μυρωδικη γυναίκα,μια οπτασία,ακούει

τη φωνής της που δαγκώνει τρυφερά τις λέξεις,μια αφατή γλυκυκητα

»Oh!« rief sie aber sofort, »Sie haben mich geküßt!« Eilig, mit offenem 

Mund erkletterte sie mit den Knien seinen Schoß. K. sah fast bestürzt 

zu ihr auf, jetzt, da sie ihm so nahe war, ging ein bitterer, aufreizender 

Geruch wie von Pfeffer von ihr aus, sie nahm seinen Kopf an sich, beugte 

sich über ihn hinweg und biß und küßte seinen Hals, biß selbst in seine 

Haare. »Sie haben mich eingetauscht!« rief sie von Zeit zu Zeit, »sehen 

Sie, nun haben Sie mich eingetauscht!« Da glitt ihr Knie aus, mit einem 

kleinen Schrei fiel sie fast auf den Teppich, K. umfaßte sie, um sie 

noch zu halten, und wurde zu ihr hinabgezogen. »Jetzt gehörst du mir«, 

sagte sie. »Hier hast du den Hausschlüssel, komm, wann du willst«, 

waren ihre letzten Worte, und ein zielloser Kuß traf ihn noch im 

Weggehen auf den Rücken.

Και τώρα,η τρίτη πράξη,η τελευταία της παράστασης,είπε εκείνος,

Είσαι η Λούσυ

Εγώ είμαι η Λούσυ,είπε η κοπέλα

Εκείνος σηκώθηκε,την πλησίασε,

Η γυναίκα,τα μαύρα ψηλοτάκουνα,οι μεταξωτές κάλτσες,το λευκό εσώρουχο,

το διάφανο μαυρο κομπινεζον,το περιδέραιο,τα κόκκινα χείλη,τα βαμμένα με 

μπλε μολύβι μάτια,τα χρυσά σκουλαρίκια,τα wet look μαλλιά,

όλες οι αισθήσεις του έντονα παρούσες:όραση,γεύση,οσφρηση,ακουη,αφή,

η σάρκα του,με όλα αυτά τα εφόδια,σμιχθεικε με τη σάρκα της,

Ολοκλήρωση αυτής της Πράξης.


Την άλλη μέρα,ο άντρας πλήρωσε τη Λούσυ,δινοντας της ένα μεγάλο ποσόν,


Χώρισαν και δεν ξανασυναντηθηκαν,απόφαση του κυρίου,ποτέ αλλη φορα.


Από αυτή την συνάντηση μόνο η φωτογραφία της Λούσυ μένει που της

τράβηξε λίγο πριν φύγει απο τη βίλα,πειστήριο της αλήθειας της ιστοριας



.

.

Τετάρτη 5 Μαΐου 2021

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -Αρριανός,Αλεξάνδρου Ανάβασις -Θάνατος Αλεξανδρου /Βιβλίο Ζ,7.26.1-7.26.3 -μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-Αρριανός,Αλεξάνδρου Ανάβασις

-Θάνατος Αλεξανδρου /Βιβλίο Ζ,7.26.1-7.26.3

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.



Αρριανός,Αλεξάνδρου Ανάβασις

-Θάνατος Αλεξανδρου /Βιβλίο Ζ,7.26.1-7.26.3

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


7.26.1 έτσι στις εφημερίδες τις βασιλικες έχουν αναγραφει,κι επιπλέον

ότι οι στρατιώτες επεθυμισαν να τον δουν,άλλοι πως ακόμα να ζει

θα έβλεπαν,άλλοι,ότι έιχε πεθάνει ήδη διαδίδονταν,και αυτου απεκρυπταν

υπεθεταν οι σωματοφύλακες το θάνατο,όπως εγώ νομίζω,οι δε 

πολλοί από  βαριά  θλίψη και επιθυμία για τον βασιλιά έσπευσαν να

δουν τον Αλέξανδρο,αυτός άφωνος ήταν,λένε,όταν περνούσε μπροστά

του το στράτευμα,χαιρετούσε τον καθέναν και το κεφάλι μόλις

σηκωνοντας και με τα μάτια νευωντας

7.26.2 λένε οι εφημερίδες οι βασιλικές στο ιερό του Σεραπιδος οτι

και ο Πειθων κοιμήθηκε και ο Άτταλος και ο Δημοφώντας και ο Πευκεστας,

κι επίσης και ο Κλεομένης και ο Μένιδας και ο Σέλευκος ρωτώντας

τον θεό αν προτιμότερο και καλλιτερο για τον Αλέξανδρο ήταν στο ιερό 

του θεού να μεταφερθεί και σαν ικετης να θεραπευθεί από τον θεό,

και βγήκε κάποιος χρησμός από τον θεό να μην μεταφερθεί στο ιερο,

αλλά εκεί μένοντας θα ήταν 

7.26.3 καλλιτερο,κι αυτά αναγγελθηκαν απο τους εταίρους και ο Αλεξανδρος

λίγο ύστερα πέθανε,σαν αυτό πραγματικά να ήταν το καλλιτερο,τίποτα

παραπέρα από αυτά ούτε στον Αριστόβουλο ούτε στον Πτολεμαίο έχει

αναγραφει,άλλοι κι αυτά εδώ ανέγραψαν,ότι ρωτήθηκε από τους εταίρους

αυτός σε ποιον την βασιλεία αφήνει,και ότι αυτος αποκρίθηκε στον πιο 

δυνατό,άλλοι,πως πρόσθεσε σε αυτο το λόγο ότι μέγα επιτάφιο αγώνα 

βλέπει για αυτόν να γινεται

 .


7.26.1 Οὕτως ἐν ταῖς ἐφημερίσι ταῖς βασιλείοις ἀναγέγραπται, καὶ ἐπὶ 

τούτοις ὅτι οἱ στρατιῶται ἐπόθησαν ἰδεῖν αὐτόν, οἱ μέν, ὡς ζῶντα ἔτι 

ἴδοιεν, οἱ δέ, ὅτι τεθνηκέναι ἤδη ἐξηγγέλλετο, ἐπικρύπτεσθαι δὲ αὐτοῦ 

ἐτόπαζον πρὸς τῶν σωματοφυλάκων τὸν θάνατον, ὡς ἔγωγε δοκῶ· τοὺς πολλοὺς 

δὲ ὑπὸ πένθους καὶ πόθου τοῦ βασιλέως βιάσασθαι ἰδεῖν 

Ἀλέξανδρον. Τὸν δὲ ἄφωνον μὲν εἶναι λέγουσι παραπορευομένης τῆς 

στρατιᾶς, δεξιοῦσθαι δὲ ὡς ἑκάστους τήν τε κεφαλὴν ἐπαίροντα μόγις 

καὶ τοῖν ὀφθαλμοῖν ἐπισημαίνοντα.

7.26.2 λέγουσι δὲ αἱ ἐφημερίδες αἱ βασίλειοι ἐν τοῦ Σαράπιδος τῷ ἱερῷ Πείθωνά 

τε ἐγκοιμηθέντα καὶ Ἄτταλον καὶ Δημοφῶντα καὶ Πευκέσταν, 

πρὸς δὲ Κλεομένην τε καὶ Μενίδαν καὶ Σέλευκον, ἐπερωτᾶν τὸν θεὸν εἰ 

λῷον καὶ ἄμεινον Ἀλεξάνδρῳ εἰς τὸ ἱερὸν τοῦ θεοῦ κομισθέντα καὶ 

ἱκετεύσαντα θεραπεύεσθαι πρὸς τοῦ θεοῦ· καὶ γενέσθαι φήμην τινὰ ἐκ 

τοῦ θεοῦ μὴ κομίζεσθαι εἰς τὸ ἱερόν, ἀλλὰ αὐτοῦ μένοντι ἔσεσθαι

7.26.3 ἄμεινον. ταῦτά τε ἀπαγγεῖλαι τοὺς ἑταίρους καὶ Ἀλέξανδρον οὐ 

πολὺ ὕστερον ἀποθανεῖν, ὡς τοῦτο ἄρα ἤδη ὂν τὸ ἄμεινον. οὐ πόρρω δὲ 

τούτων οὔτε Ἀριστοβούλῳ οὔτε Πτολεμαίῳ ἀναγέγραπται. οἱ δὲ καὶ 

τάδε ἀνέγραψαν, ἐρέσθαι μὲν τοὺς ἑταίρους αὐτὸν ὅτῳ τὴν βασιλείαν 

ἀπολείπει, τὸν δὲ ὑποκρίνασθαι ὅτι τῷ κρατίστῳ· οἱ δέ, προσθεῖναι 

πρὸς τούτῳ τῷ λόγῳ ὅτι μέγαν ἐπιτάφιον ἀγῶνα ὁρᾷ ἐφ΄ αὑτῷ ἐσόμενον.

.

.

Δευτέρα 3 Μαΐου 2021

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -(ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ) Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ ΚΑΤΑ ΦΑΝΤΑΣΙΑΝ ΑΣΘΕΝΗΣ ΤΟΥ ΜΟΛΙΕΡΟΥ -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-(ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ)

Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ ΚΑΤΑ ΦΑΝΤΑΣΙΑΝ ΑΣΘΕΝΗΣ ΤΟΥ ΜΟΛΙΕΡΟΥ

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.



(ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ)

Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ ΚΑΤΑ ΦΑΝΤΑΣΙΑΝ ΑΣΘΕΝΗΣ ΤΟΥ ΜΟΛΙΕΡΟΥ

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Καραγκιόζης:(κάθετε σε μια καρέκλα μπροστά από ένα τραπέζι έξω

από την παράγκα)

ας λογαριάσω τι γράφει ο φαρμακοτριφτης,

τρία και δύο πέντε,και πέντε δέκα,και δέκα εικοσι,τρία και δύο πέντε

(διαβάζει)'επιπλεον την εικοστην τεταρτην ,έν μικρόν κλυσμα προς

αναζωογόνησιν των εντέρων του κυρίου',ο κύριος είμαι εγώ,α όλα

κι όλα,αυτό που πάω στον Λουλουδο τον φαρμακοτριφτη μου είναι

ότι οι συνταγές του είναι στο πολύ εντάξει,φίνες,προσέξτε:'των

εντέρων του κυρίου,τριάκοντα ευρω'',τωρα,να πούμε την μαύρη αλήθεια,

μεσιε μου Λουλουδε αυτό καθόλου δεν είναι εντάξει,φίνο,πρέπει να μην

είσαι πλεονέκτης και να γδερνεις τους άρρωστους,ακούς τριάντα

ευρώ μια πλύση!το ξέρεις,στο'πα,υπηρέτης σου είμαι,χαλί να με πατησεις

σ'αλλη συνταγή μου χρεωσατε είκοσι ευρώ,και στην γλώσσα των

φαρμακοτριφτιδων είκοσι ευρώ είναι,να πούμε,δέκα ευρώ,να τα 

δέκα ευρώ,

(διαβάζει)'επιπλεον,την προλεγόμενην ημέραν,εν καλον κλυσμα 

απολυμαντικόν συντιθεμενον εκ χαμομηλιού μέντας και άλλων προς

καθαρισμόν και ηρεμισεως του παχεους εντέρου του κυρίου,τριάκοντα

ευρω'εδω να με συμπαθας,δέκα ευρώ

(διαβάζει) 'επιπλεον ,την προλεγόμενην ημέραν,εν σιροπιον ηπατικον,

υπνωτικόν, προς εγκοιμισην του κυρίου,τριάκοντα πέντε ευρώ'δεν

έχω παράπονο,κοιμήθηκα σερί σαν βόδι,χαλάλι του,

δέκα,δεκαπέντε,δεκάξι και δεκαεφτά ευρώ κι έξι λεπτά.

(διαβάζει)'επιπλεοντην εικοστην πεμπτην,εν καλον φάρμακον συντιθεμενον

εκ λεβάντας και άλλων,συμφώνως των οδηγιών του μεσιε Καθαρού,προς  ομαλην διευκόλυνσιν της χολης του κυρίου,τέσσερα ευρω''

α μεσιε Λουλουδε αυτό είναι σκέτη κοροϊδία,δεν πάει άλλο,πρέπει να συμπασχετε 

με τους αρρωστους,ο μεσιε Καθαρός δεν σας είπε τέσσερα ευρω,ελάτε βάλτε τρία 

ευρώ,αν έχετε την ευχαριστηση,

είκοσι και τριάντα ευρώ,

(διαβάζει)'επιπλεον,την προλεγόμενην ημέραν,εν ποτον ανώδυνο και οξύν

προς ανάπαυσιν και ησυχασμον του κυρίου,τριάκοντα ευρω',

δέκα και δεκαπέντε ευρώ,μια χαρά είναι,

(διαβάζει)'επιπλεον,την εικοστήν έκτην,έν κλυσμα προς την απαλλαγήν

εκ των εντερικων αερίων του κυρίου,τριάκοντα ευρω',

έλα δέκα ευρώ μεσιε Λουλουδε

(διαβάζει),'επιπλεον,το κλυσμα του κυρίου,επαναλαμβανόμενον την

εσπεραν,όπως υπεράνω,τριάκοντα ευρω'',

μεσιε Λουλουδε μου,να δέκα ευρώ,εντάξει με το υπεράνω είναι,

(διαβάζει)'επιπλεον,την εικοστην εβδομην,έν καλόν φάρμακον προς 

διορθωσιν και εξομαλυνσιν της κακής διαθεσεως του κυρίου,τρία ευρω'',

ωραία,είκοσι και τριάντα λεπτά,μ'αρεσει που είστε λογικος κι όχι 

πλεονέκτης,

(διαβάζει),'επιπλεον,την εικοστην όγδοην, τυρόγαλον ζαχαρωμένον προς

τονωσιν του αίματος του κυρίου,είκοσι ευρω''.

ωραία,λαβε δέκα ευρώ

(διαβάζει)'επιπλεον,έν ποτον  σκόνης σόδας,σιροπιου λεμονιού και ροδου,

και άλλων,συμφώνως την οδηγίαν,πέντε ευρω''

α κύριε Λουλουδε,φρενο,,

αν το πάτε έτσι πατητος,κανένας δεν θα θέλει πια να'ναι αρρωστος,

βολευτητε με τέσσερα ευρω,

τρία και δύο πέντε και πέντε δέκα και δέκα εικοσι,

λοιπόν αυτό το μήνα πήρα ένα δύο τρία τέσσερα πέντε έξι εφτά οχτώ 

φάρμακα και ένα δύο τρία τέσσερα πέντε έξι εφτά οχτώ εννιά δέκα έντεκα 

και δώδεκα καθαρτικά και τον περασμένο  μήνα δώδεκα φάρμακα και είκοσι

καθαρτικά,και γι'αυτό δεν απορώ γιατί δεν νιώθω τόσο καλά αυτό το μήνα

όσο τον περασμένο,

θα πρέπει να πω στον μεσιε Καθαρό επιτέλους να βάλει μια τάξη σ'ολο 

αυτό,

δεν είναι κατάσταση αυτή για άρρωστο άνθρωπο,

(κοιτάζει γύρω του)δεν υπάρχει ψυχή,έχω τώρα λάθος, να λέω πως

με παρατησαν μόνο μου,που είναι όλοι τους,

θα χτυπήσω το κουδούνι,

(χτυπάει το κουδούνι)

ντριν ντριν ντριν,

τίποτα,κανένας,εξαφανιστηκαν

ντριν ντριν ντριν,

κουφοί είναι

(φωνάζει δυνατά)Αγλαία,ε Αγλαία

ντριν ντριν ντριν, 

τίποτα,ούτε κι αυτή ακούει,

μωρη ρουφιάνα,

ντριν ντριν ντριν,

τα νευρα μου,πως μπορούν να παρατανε έτσι αβοήθητο ένα φτωχό άρρωστο

σαν εμένα;

ντριν ντριν ντριν,

σκληροί απονοι,

ντριν ντριν ντριν,

θεέ μου,θα μ'αφησουν εδώ να ψοφησω σαν το σκυλί,

ντριν ντριν ντριν,


Αγλαία:(βγαίνει από την παράγκα)που κακό ψοφο δεν έχει,

τι φωνάζεις,τι έπαθες;

Καραγκιόζης:είμαι βαριά άρρωστος

Αγλαία:βαριά ψυχασθενής είσαι

Καραγκιόζης:μην κοροϊδεύεις,τον χάνεις τον Καραγκιόζη σου

Αγλαία:καλέ τι μας λες,σιγά το κελεπουρι,

(ειρωνικά)και τι έχεις Καραγιοζακο μου

Καραγκιόζης:την ασθένεια του Μολιέρου

Αγλαία:τι είναι αυτό;τρέλα;

Καραγκιόζης:να κάθε άνθρωπος είναι άρρωστος,ακόμα κι αν δεν νιώθει

άρρωστος,

Αγλαία:και τι κάνει γι'αυτό;

Καραγκιοζης:να είναι άρρωστος,να τον εξετάζουν γιατροί,να παίρνει

φάρμακα

Αγλαία:εσένα σ'εχει δει γιατρός;

Καραγκιόζης:οσονουπω

Αγλαία:σου συνιστώ ψυχίατρο,

Καραγκιόζης:(περνει ύφος πειραγμενου)δεν ντρέπεσε να κοροϊδεύεις

συνάνθρωπό σου που είναι κατά φαντασίαν ασθενής

Αγλαια:να μόλις το είπες,έρχεσαι στα λόγια μου,είσαι άρρωστος στο 

μυαλό

Καραγκιόζης:αυτή είναι η αρρώστια του Μολιέρου,ο Καραγκιόζης κατά

φαντασίαν ασθενής,θες στα πω μολιερικα;έκανα εξάσκηση πριν,

Αγλαία:όρεξη δεν έχω

Καραγκιόζης:είδες,εισαι κι εσύ άρρωστη,'επιπλεον,την προλεγόμενην

ημέραν,εν ποτον προς διέγερση ορεξεως'

Αγλαία:τα νευρα μου

Καραγκιόζης:σύμπτωμα της αρρώστιας σου,εδώ σ'εχω,'επιπλεον,την

προλεγόμενην ημέραν,έν καλόν φάρμακον προς διορθωσιν και εξομαλυνσιν 

της κακής διαθεσεως της κυρίας,τρία ευρω,'

Αγλαία:της ποιας;κυρίας;

Καραγκιόζης:να τα, να τα,Αλτσχάιμερ,απώλεια μνήμης,σύγχιση ταυτότητας,

προσωπικότητας,'επιπλεον,την προλεγόμενην ημέραν,ποτον συντιθεμενον

εξ αλοης και άλλων,προς επιβρανδυνσιν των εγκεφαλικών κυτταρικών

εκφυλισεων,τριακοντα ευρω'

Αγλαία:ε όχι και τριάκοντα,καλά είναι είκοσι,(ειρωνικά)αν οι τιμές είναι

παράλογες,τότε δεν θα θέλουμε να είμαστε άρρωστοι

Καραγκιόζης:με δουλεύεις;επαναλαμβάνεις τα λόγια μου;εγώ αυτά τα'λεγα

πριν,

Αγλαία:κι εγώ τα λέω τώρα,ποιο το πρόβλημα;

Καραγκιόζης:που τα ξέρεις;

Αγλαία:α καλά εσύ είσαι πραγματικά άρρωστος,δεν θυμάσαι που αποφασίσαμε

να ανεβάσουμε τον παράσταση:Ο Καραγκιόζης  κατά φαντασίαν ασθενής

του Μολιέρου;

Καραγκιόζης:αλήθεια;έλα ψέματα λες,μην με απογοητεύεις,και μου ταίριαζε 

το κατά φαντασίαν ασθενής

Αγλαία:και τι σ'εμποδιζει να είσαι;

Καραγκιόζης:η φαντασία μου

Αγλαία:τι να σου πω;είσαι φανταστικος,άντε έχω και δουλειές

(μπαίνει στη παράγκα)

Καραγκιοζης:τη ρουφιάνα,την άπιστη,μ'αφησε κατά φαντασία ασθενή άνθρωπο

μόνο μου,

σιγά μην μ'αφησε μόνο μου,δεν την έχω ανάγκη,έχω τις συνταγές μου,τους

λογαριασμούς,τώρα ποτέ καμία αρρώστια δεν θα μ'αφησει μόνο μου,

ας συνεχίσω με τα φάρμακα του φαρμακοτριφτη μου:

τρία και δύο πέντε,και πέντε δέκα,και δέκα εικοσι,τρία και δύο πέντε,

(διαβάζει)'επιπλεον την τριακοστην ,έν  κλυσμα προς εξαλειψιν των 

γουργουρητων των εντέρων του κυρίου,δέκα ευρώ'

όχι μεσιε Λουλουδε μου ακριβα,πιασε πέντε,κάλιο πέντε και στο χέρι παρά 

δέκα και καρτέρι,

έτσι,λογικά αν φερθείς,δεν έχεις να χάσεις,θα διαδοθεί σίγουρα ,επιδημία,

πανδημία θα γίνει,η Μολιερικη κατά φαντασία ασθενεια,

αρχίζοντας από τους θεατές της παράστασης,συμφωνείτε αξιότιμοι 

άρρωστοι με τον Καραγκιόζη θεατές μου;

συμφωνούν,φανταστικως,

λοιπόν έχουμε και λέμε:τρία και δύο πέντε,και πέντε δέκα,και δέκα εικοσι,

τρία και δύο πέντε, 

αυτό το μήνα πήρα ένα δύο τρία τέσσερα πέντε έξι εφτά οχτώ φάρμακα 

και ένα δύο τρία τέσσερα πέντε έξι εφτά οχτώ εννιά δέκα έντεκα και

 δώδεκα καθαρτικά

.

.


MOLIERE

LE MALADE IMAGINAIRE


ACTE PREMIER.


Scène I.

ARGAN, assis, une table devant lui, comptant des jetons les parties de son apothicaire.


Trois et deux font cinq, et cinq font dix, et dix font vingt ; trois et deux font cinq. « Plus, du vingt-quatrième, un petit clystère insinuatif, préparatif et rémollient, pour amollir, humecter et rafraîchir les entrailles de monsieur. » Ce qui me plaît de monsieur Fleurant, mon apothicaire, c'est que ses parties sont toujours fort civiles. « Les entrailles de monsieur, trente sols. » Oui ; mais, monsieur Fleurant, ce n’est pas tout que d’être civil ; il faut être aussi raisonnable, et ne pas écorcher les malades. Trente sols un lavement ! Je suis votre serviteur, je vous l’ai déjà dit ; vous ne me les avez mis dans les autres parties qu’à vingt sols ; et vingt sols en langage d’apothicaire, c’est-à-dire dix sols ; les voilà, dix sols. « Plus, dudit jour, un bon clystère détersif, composé avec catholicon double, rhubarbe, miel rosat, et autres, suivant l’ordonnance, pour balayer, laver et nettoyer le bas-ventre de monsieur, trente sols. » Avec votre permission, dix sols. « Plus, dudit jour, le soir, un julep hépatique, soporatif et somnifère, composé pour faire dormir monsieur, trente-cinq sols. » Je ne me plains pas de celui-là ; car il me fit bien dormir. Dix, quinze, seize, et dix-sept sols six deniers. « Plus, du vingt-cinquième, une bonne médecine purgative et corroborative, composée de casse récente avec séné levantin, et autres, suivant l’ordonnance de monsieur Purgon, pour expulser et évacuer la bile de monsieur, quatre livres. » Ah ! monsieur Fleurant, c’est se moquer : il faut vivre avec les malades. Monsieur Purgon ne vous a pas ordonné de mettre quatre francs. Mettez, mettez trois livres, s’il vous plaît. Vingt et trente sols. « Plus, dudit jour, une potion anodine et astringente, pour faire reposer monsieur, trente sols. » Bon, dix et quinze sols. « Plus, du vingt-sixième, un clystère carminatif, pour chasser les vents de monsieur, trente sols. » Dix sols, monsieur Fleurant. « Plus, le clystère de monsieur, réitéré le soir, comme dessus, trente sols. » Monsieur Fleurant, dix sols. « Plus, du vingt-septième, une bonne médecine, composée pour hâter d’aller et chasser dehors les mauvaises humeurs de monsieur, trois livres. » Bon, vingt et trente sols ; je suis bien aise que vous soyez raisonnable. « Plus, du vingt-huitième, une prise de petit lait clarifié et dulcoré pour adoucir, lénifier, tempérer et rafraîchir le sang de monsieur, vingt sols. » Bon, dix sols. « Plus, une potion cordiale et préservative, composée avec douze grains de bézoar, sirop de limon et grenades, et autres, suivant l’ordonnance, cinq livres. » Ah ! monsieur Fleurant, tout doux, s’il vous plaît ; si vous en usez comme cela, on ne voudra plus être malade : contentez-vous de quatre francs, vingt et quarante sols. Trois et deux font cinq et cinq font dix, et dix font vingt. Soixante et trois livres quatre sols six deniers. Si bien donc que, de ce mois, j’ai pris une, deux, trois, quatre, cinq, six, sept et huit médecines ; et un, deux, trois, quatre, cinq, six, sept, huit, neuf, dix, onze et douze lavements ; et, l’autre mois, il y avoit douze médecines et vingt lavements. Je ne m’étonne pas si je ne me porte pas si bien ce mois-ci que l’autre. Je le dirai à monsieur Purgon, afin qu’il mette ordre à cela. Allons, qu’on m’ôte tout ceci. (Voyant que personne ne vient, et qu’il n’y a aucun de ses gens dans sa chambre.) Il n’y a personne. J’ai beau dire : on me laisse toujours seul ; il n’y a pas moyen de les arrêter ici. (Après avoir sonné une sonnette qui est sur la table.) Ils n’entendent point, et ma sonnette ne fait pas assez de bruit. Drelin, drelin, drelin. Point d’affaire. Drelin, drelin, drelin. Ils sont sourds… Toinette. Drelin, drelin, drelin. Tout comme si je ne sonnois point. Chienne ! coquine ! Drelin, drelin, drelin. J’enrage. (Il ne sonne plus, mais il crie.) Drelin, drelin, drelin. Carogne, à tous les diables ! Est-il possible qu’on laisse comme cela un pauvre malade tout seul ? Drelin drelin, drelin. Voilà qui est pitoyable ! Drelin, drelin, drelin ! Ah ! mon Dieu ! Ils me laisseront ici mourir. Drelin, drelin, drelin [9].

.

.