.
.
GREEK POETRY
-Οβίδιος Metamorphoses:Μεταμορφωσειςς Amor maledictus, Pyramus und Thisbe
Πυραμος και Θισβη (4,55-166)
[μεταφραση αποδοση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis]
POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης
.
.
Πόπλιος Οβίδιος Νάσων (Publius Ovidius Naso, 20 Μαρτίου 43 π.Χ. - 17μ.Χ)
Lucas van Leyden (1514), Η αυτοκτονία της Θίσβης, Metropolitan Museum of Art, Nέα Υόρκη
Οβίδιος Metamorphoses:Μεταμορφωσειςς Amor maledictus, Pyramus und Thisbe
Πυραμος και Θισβη (4,55-166)
[μεταφραση αποδοση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis]
.
‘Pyramus et Thisbe, iuvenum pulcherrimus alter,55
altera, quas Oriens habuit, praelata puellis,
contiguas tenuere domos, ubi dicitur altam
coctilibus muris cinxisse Semiramis urbem.
notitiam primosque gradus vicinia fecit,
tempore crevit amor; taedae quoque iure coissent, 60
sed vetuere patres: quod non potuere vetare,
ex aequo captis ardebant mentibus ambo.
conscius omnis abest; nutu signisque loquuntur,
quoque magis tegitur, tectus magis aestuat ignis.
fissus erat tenui rima, quam duxerat olim,65
cum fieret, paries domui communis utrique.
id vitium nulli per saecula longa notatum –
quid non sentit amor? – primi vidistis amantes
et vocis fecistis iter, tutaeque per illud
murmure blanditiae minimo transire solebant.70
saepe, ubi constiterant hinc Thisbe, Pyramus illinc,
inque vices fuerat captatus anhelitus oris,
"invide" dicebant "paries, quid amantibus obstas?
quantum erat, ut sineres toto nos corpore iungi
aut, hoc si nimium est, vel ad oscula danda pateres? 75
nec sumus ingrati: tibi nos debere fatemur,
quod datus est verbis ad amicas transitus auris."
talia diversa nequiquam sede locuti
sub noctem dixere "vale" partique dedere
oscula quisque suae non pervenientia contra. 80
postera nocturnos Aurora removerat ignes,
solque pruinosas radiis siccaverat herbas:
ad solitum coiere locum. tum murmure parvo
multa prius questi statuunt, ut nocte silenti
fallere custodes foribusque excedere temptent,85
cumque domo exierint, urbis quoque tecta relinquant,
neve sit errandum lato spatiantibus arvo,
conveniant ad busta Nini lateantque sub umbra
arboris: arbor ibi niveis uberrima pomis,
ardua morus, erat, gelido contermina fonti.90
pacta placent; et lux, tarde discedere visa,
praecipitatur aquis, et aquis nox exit ab isdem.
callida per tenebras versato cardine Thisbe
egreditur fallitque suos adopertaque vultum
pervenit ad tumulum dictaque sub arbore sedit.95
audacem faciebat amor. venit ecce recenti
caede leaena boum spumantis oblita rictus
depositura sitim vicini fontis in unda;
quam procul ad lunae radios Babylonia Thisbe
vidit et obscurum timido pede fugit in antrum,100
dumque fugit, tergo velamina lapsa reliquit.
ut lea saeva sitim multa conpescuit unda,
dum redit in silvas, inventos forte sine ipsa
ore cruentato tenues laniavit amictus.
serius egressus vestigia vidit in alto 105
pulvere certa ferae totoque expalluit ore
Pyramus; ut vero vestem quoque sanguine tinctam
repperit, "una duos" inquit "nox perdet amantes,
e quibus illa fuit longa dignissima vita;
nostra nocens anima est. ego te, requimiseranda, peremi,110
in loca plena metus qui iussi nocte venires
nec prior huc veni. nostrum divellite corpus
et scelerata fero consumite viscera morsu,
o quicumque sub hac habitatis rupe leones!
sed timidi est optare necem." velamina Thisbes 115
tollit et ad pactae secum fert arboris umbram,
utque dedit notae lacrimas, dedit oscula vesti,
"accipe nunc" inquit "nostri quoque sanguinis haustus!"
quoque erat accinctus, demisit in ilia ferrum,
nec mora, ferventi moriens e vulnere traxit. 120
ut iacuit resupinus humo, cruor emicat alte,
non aliter quam cum vitiato fistula plumbo
scinditur et tenui stridente foramine longas
eiaculatur aquas atque ictibus aera rumpit.
arborei fetus adspergine caedis in atram 125
vertuntur faciem, madefactaque sanguine radix
purpureo tinguit pendentia mora colore.
ecce metu nondum posito, ne fallat amantem,
illa redit iuvenemque oculis animoque rit,
quantaque vitarit narrare pericula gestit; 130
utque locum et visa cognoscit in arbore formam,
sic facit incertam pomi color: haeret, an haec sit.
dum dubitat, tremebunda videt pulsare cruentum
membra solum, retroque pedem tulit, oraque buxo
pallidiora gerens exhorruit aequoris instar, 135
quod tremit, exigua cum summum stringitur aura.
sed postquam remorata suos cognovit amores,
percutit indignos claro plangore lacertos
et laniata comas amplexaque corpus amatum
vulnera supplevit lacrimis fletumque cruori 140
miscuit et gelidis in vultibus oscula figens
"Pyrame," clamavit, "quis te mihi casus ademit?
Pyrame, responde! tua te carissima Thisbe
nominat; exaudi vultusque attolle iacentes!"
ad nomen Thisbes oculos a morte gravatos 145
Pyramus erexit visaque recondidit illa.
quae postquam vestemque suam cognovit et ense
vidit ebur vacuum, "tua te manus" inquit "amorque
perdidit, infelix! est et mihi fortis in unum
hoc manus, est et amor: dabit hic in vulnera vires. 150
persequar extinctum letique miserrima dicar
causa comesque tui: quique a me morte revelli
heu sola poteras, poteris nec morte revelli.
hoc tamen amborum verbis estote rogati,
o multum miseri meus illiusque parentes, 155
ut, quos certus amor, quos hora novissima iunxit,
conponi tumulo non invideatis eodem;
at tu quae ramis arbor miserabile corpus
nunc tegis unius, mox es tectura duorum,
signa tene caedis pullosque et luctibus aptos 160
semper habe fetus, gemini monimenta cruoris."
dixit et aptato pectus mucrone sub imum
incubuit ferro, quod adhuc a caede tepebat.
vota tamen tetigere deos, tetigere parentes;
nam color in pomo est, ubi permaturuit, ater, 165
quodque rogis superest, una requiescit in urna.’
[μεταφραση αποδοση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis]
ο Πυραμος κι η Θισβη,απ'τους νεους ο πιο ομορφος αυτος
κι αυτη απ'ολες της Ανατολης κοπελες η πιο διαλεχτη
σε σπιτια ζουσαν κολλητα οπου ,λενε,με ψηλα
πληνθινα τειχη η Σεμιραμις περικλεισε τη πολη
εκει ανταμωσαν στα πρωτα βηματα τους
κι οσο περνα ο καιρος αυξαν'η αγαπη και θα σμιγαν
με γαμο,αν εναντιοι δεν ηταν οι γονεις,ομως να σβησουν
τη φλογα τ'ερωτα στις καρδιες αυτο δεν το μπορουσαν,
κι αυτο κανενας δεν καταλαβε,με νοηματα κρυφα μιλουσαν
κι οσ'εκρυβαν τη φλογα τους τοσο πολυ τους εκαιγε
στο τοιχο αναμεσα στα σπιτια μια λεπτη σχισματια ηταν
απ'οταν χτιστηκε και το λαθος τοσα χρονια κανενας δεν ειδε
ομως τι ο ερωτας δεν βλεπει;εσεις πρωτοι τον ειδατε εραστες
και για τις φωνες κανατε περασμα,για να περνατε ανηκουστα
με σιγανους ψιθυρισμους τα γλυκοκουβεντιασματα σας ,
η Θισβη απ'το'να μερος στεκονταν ,ο Πυραμος απ'τ'αλλο
κι ενιωθαν ο ενας τ'αλλουνου το κοντανασαιμα
'Φθονερε'λεγανε 'τοιχε,γιατι τους ερωτευμενους εμποδας;
και τα κορμια μας δεν αφηνεις να ενωσουμε κι αν αυτο
τοσο πολυ'ναι γιατι δεν μας αφηνεις ν'αλλαξουμε φιλια ,
αχαριστοι δεν ειμαστε,πρεπει να'μολογησουμε,σε σενα
το χρωσταμε π'αφηνεις να διαβουν σ'αγαπημενα αυτια τα λογια'
τετοια απ'τη δικια του τη μερια καθενας μεσ'τη νυχτα ελεγαν
υστερα 'γεια' κι αποχωριζονταν δινοντας ο ενας απο δω φιλια
κι ο αλλος απο κει που δεν τους εφταναν στα διψασμενα χειλη,
την αλλη μερα ειχ'η αυγη τα νυχτερινα σκορπισει αστρα
κι ο ηλιος την παχνισμενη ειχε στεγνωσει με τις ακτινες χλοη
αυτοι στο ιδιο βρεθηκαν το μερος,κι αφου με ψιθυρους σιγανους
πολυ παραπονεθηκαν τ'αποφασισαν,στη σιωπηλη νυχτα
να ξεγλυστρισουν απ'τους φρουρους κι εξω να βγουν απ'τις πυλες
αφηνοντας τα σπιτια τους κι απ'την πολιτεια ν'απομακρυνουν
και για να μην τριγυρνουν τυφλα στον απεραντο καμπο
ειπαν να βρεθουν στο μνημειο του Νινου και να κρυφτουν στη σκια
δεντρου,γιατ'εκει δεντρο ηταν γιοματο λευκους καρπους
μια ψηλη,ηταν,μουρια σε πηγη κοντα με κρυα νερα
τη συμφωνια χαρηκαν και το φως,π'αργα φανηκε να φευγει,
βουταει στα νερα,απ'οπου η νυχτα βγαινει,
τολμα και μεσα στα σκοταδια γυρνα το μανταλο η Θισβη
κι εξω βγαινει και τους δικους ξεγελωντας το προσωπο σκεπαζοντας
στο μνημα φτανει και κατω απ'το δεντρο που'παν καθεται
τολμηρη την εκανε ο ερωτας και να ξαφνου φανηκε μια λεαινα ,
που ριχτηκε και σκοτωσε γελαδι,μ'αφρισμενο απ'το αιμα στομα
τη διψα της να σβησει στο νερο της κοντινης πηγης
οταν απο μακρια στις ακτινες του φεγγαριου η βαβυλωνια Θισβη
τη βλεπει στα σκοταδια με ποδια που τρεμουν σε σπηλαιο φευγει
καθως ομως ξεφευγει απ'τη πλατη γλυστρα το σαλι παρατωντας το
κι αφου η αγρια λεαινα χορτασε τη πολυ διψα με νερο
γυριζοντας στο δασος ειδε χωρις αυτη το λεπτουφαντο σαλι
και με το βαμενο ολ'αιματα στομα το ξεσκισε
κι οταν κεινος εφτασ'αργα και τα ιχνη ειδε στο παχυ χωμα
του θεριου καθαρα τοτ'ολη χλωμιασ'η οψη του
Πυραμου,και σαν το ρουχο βρηκε βαμενο στα αιματα
'δυο' ειπε'μια νυχτα θ'αφανισει ερωτευμενους
κι απ'τους δυο μια μακρια αξιζε ζωη εκεινη να ζησει
εμενα η ψυχη'ναι ενοχη,εγω σενα,δυστυχη,αφανισα
σ'αυτο το φοβερο μερος νυχτα να σε φερω
και μπροστα απο σενα δεν ηρθα,το κορμι μου καταξεσχιστε
και καταβροχθιστε μου τα σωθικα μ'αγρια δαγμωματα
ω! οσα πολλα ζητε κατω απ'αυτο το βραχο λιονταρια!
αλλ'ειναι δειλος οποιος παρακαλα να πεθανει'και της Θισβης
σηκωνει το σαλι και στη σκια του δεντρου που ειπαν το παει
και καθως χυνει δακρυα και φιλα το ρουχο π'αναγνωρισε
'δεξου τωρα' λεει 'το δικο μου αιμα να πιεις'
κι οπως ειχε ξιφος στη ζωνη το βυθιζει στα σπλαχνα
και ξεψυχωντας απ'τη ζεστη το τραβα πληγη
κι ανασκελα πεφτει στο χωμα,το αιμα ψηλα πανω πηδα
οπως απο μολυβδινο σκουριασμενο σωληνα
που σπαζει κι απο μικρη τρυπα το νερο πιεσμενο
πετιεται περα μακρυα ραπιζοντας τον αερα
κι απ'το αιμα του φονου οι καρποι του δεντρου στην οψη
σκουραινουν κι η ριζα ποτιζεται μ'αιμα πολυ
που πορφυρους τους κρεμασμενους χρωματιζει καρπους
και να εκεινη,φοβισμενη τον αγαπημενο μην προδωσει ,
επιστρεφει και με τα ματια τον ψαχνει και τη ψυχη της
και θελει ποσους ξεφυγε κινδυνους να του διηγηθει
βλεπει γυρω τον τοπο κι απ'τη μορφη το δεντρο γνωριζει
να δισταζει το χρωμα των καρπων την κανει,αν ειν'αυτο ,
κι ενω αμβιβαλλει,σπαραζωντας βλεπει στη ματωμενη να χτυπα
γη το σωμα,πισωπατα και μ'οψη απο πυξο χλωμοτερη
ανατριχιασε οπως πελαγου η επιφανεια κανει
οταν τρεμει στ'απαλοτατο της αυρας αγγιγμα
ομως ειν'αργα τωρα πια που'δε τον αγαπημενο της
και χτυπα δυνατα τ'αναξια μπρατσα της θρηνωντας
τα μαλλια της τραβα κι αγκαλιαζοντας τ'αγαπημενο σωμα
τη πληγη με δακρυα πλημμυριζει αναμειγνυοντας το αιμα
με κλαμα και το παγωμενο χλωρο προσωπο φιλωντας
'Πυραμε'ουρλιαζει'ποια απο μενα μοιρα σε πηρε κακη;
Πυραμε,απαντησε,σε σενα η πολυαγαπημενη σου Θισβη
φωναζει,ακουσε με και το γερμενο σηκωσε προσωπο σου'
στ'ονομα της Θισβης τα ματια απ'το θανατο βαρια
ο Πυραμος ανοιγωντας την ειδε κι υστερα τα'κλεισε παλι
κι εκεινη αφου το ρουχο της γνωρισε και του ξιφους
ειδε αδεια την ελεφαντινη θηκη ,'το χερι σου'ειπε'κι ο ερωτας σου
σ'αφανισαν,δυστυχε!κι εγω'χω δυναμη στο χερι κι ερωτα
μαζι,για να μπορεσω θανασιμα να πληγωθω στο στηθος ,
θα σε συνοδεψω στο χαμο σου,εγω του θανατου σου,θα πουν,
η πιο δυστυχισμενη ενοχος και συντροφος,αν ηταν με το θανατο
μονο να μπορεσεις απο'με να χωρισεις,ουτε με τον θανατο τωρα
δεν θα μπορεσεις να χωρισεις,αλλα κι οι δυο ακουστε
τις παρακλησεις ω! δυστυχοι δικοι μου γονεις και δικοι του
αυτους π'ο πιστος ερωτας κι η τελευταια ωρα εσμιξε
μαζι τους δυο στον ιδιο ταφο να μην εναντιωθητε να βαλτε
και συ δεντρο που με τα κλαδια σου το δυστυχο σωμα
τωρα του ενος σκεπαζεις,σε λιγο και των δυο θα σκεπαζεις
σημαδια φυλα της σφαγης μαυρους και στο πενθος κρατα
παντα να'χεις τους καρπους,το διδυμο να θυμιζουν αιμα'
αυτα'πε κι ακουμπωντας πανω στο στηθος του ξιφους την αιχμη
πεφτει στο σιδερο,π'ακομα απ'τη σφαγη εβραζε,
η φωνη,τελικα,εφτασε στους θεους,και στους γονεις εφτασε,
και το χρωμα στα φρουτα ειναι ,σαν ωριμαζουν,μαυρο
κι οτι απ'τη φωτια απομεινε,σε μια αναπαυεται τεφροδοχο
.
.
.
GREEK POETRY
-Οβίδιος Metamorphoses:Μεταμορφωσειςς Amor maledictus, Pyramus und Thisbe
Πυραμος και Θισβη (4,55-166)
[μεταφραση αποδοση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis]
POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης
.
.
Πόπλιος Οβίδιος Νάσων (Publius Ovidius Naso, 20 Μαρτίου 43 π.Χ. - 17μ.Χ)
Lucas van Leyden (1514), Η αυτοκτονία της Θίσβης, Metropolitan Museum of Art, Nέα Υόρκη
Οβίδιος Metamorphoses:Μεταμορφωσειςς Amor maledictus, Pyramus und Thisbe
Πυραμος και Θισβη (4,55-166)
[μεταφραση αποδοση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis]
.
‘Pyramus et Thisbe, iuvenum pulcherrimus alter,55
altera, quas Oriens habuit, praelata puellis,
contiguas tenuere domos, ubi dicitur altam
coctilibus muris cinxisse Semiramis urbem.
notitiam primosque gradus vicinia fecit,
tempore crevit amor; taedae quoque iure coissent, 60
sed vetuere patres: quod non potuere vetare,
ex aequo captis ardebant mentibus ambo.
conscius omnis abest; nutu signisque loquuntur,
quoque magis tegitur, tectus magis aestuat ignis.
fissus erat tenui rima, quam duxerat olim,65
cum fieret, paries domui communis utrique.
id vitium nulli per saecula longa notatum –
quid non sentit amor? – primi vidistis amantes
et vocis fecistis iter, tutaeque per illud
murmure blanditiae minimo transire solebant.70
saepe, ubi constiterant hinc Thisbe, Pyramus illinc,
inque vices fuerat captatus anhelitus oris,
"invide" dicebant "paries, quid amantibus obstas?
quantum erat, ut sineres toto nos corpore iungi
aut, hoc si nimium est, vel ad oscula danda pateres? 75
nec sumus ingrati: tibi nos debere fatemur,
quod datus est verbis ad amicas transitus auris."
talia diversa nequiquam sede locuti
sub noctem dixere "vale" partique dedere
oscula quisque suae non pervenientia contra. 80
postera nocturnos Aurora removerat ignes,
solque pruinosas radiis siccaverat herbas:
ad solitum coiere locum. tum murmure parvo
multa prius questi statuunt, ut nocte silenti
fallere custodes foribusque excedere temptent,85
cumque domo exierint, urbis quoque tecta relinquant,
neve sit errandum lato spatiantibus arvo,
conveniant ad busta Nini lateantque sub umbra
arboris: arbor ibi niveis uberrima pomis,
ardua morus, erat, gelido contermina fonti.90
pacta placent; et lux, tarde discedere visa,
praecipitatur aquis, et aquis nox exit ab isdem.
callida per tenebras versato cardine Thisbe
egreditur fallitque suos adopertaque vultum
pervenit ad tumulum dictaque sub arbore sedit.95
audacem faciebat amor. venit ecce recenti
caede leaena boum spumantis oblita rictus
depositura sitim vicini fontis in unda;
quam procul ad lunae radios Babylonia Thisbe
vidit et obscurum timido pede fugit in antrum,100
dumque fugit, tergo velamina lapsa reliquit.
ut lea saeva sitim multa conpescuit unda,
dum redit in silvas, inventos forte sine ipsa
ore cruentato tenues laniavit amictus.
serius egressus vestigia vidit in alto 105
pulvere certa ferae totoque expalluit ore
Pyramus; ut vero vestem quoque sanguine tinctam
repperit, "una duos" inquit "nox perdet amantes,
e quibus illa fuit longa dignissima vita;
nostra nocens anima est. ego te, requimiseranda, peremi,110
in loca plena metus qui iussi nocte venires
nec prior huc veni. nostrum divellite corpus
et scelerata fero consumite viscera morsu,
o quicumque sub hac habitatis rupe leones!
sed timidi est optare necem." velamina Thisbes 115
tollit et ad pactae secum fert arboris umbram,
utque dedit notae lacrimas, dedit oscula vesti,
"accipe nunc" inquit "nostri quoque sanguinis haustus!"
quoque erat accinctus, demisit in ilia ferrum,
nec mora, ferventi moriens e vulnere traxit. 120
ut iacuit resupinus humo, cruor emicat alte,
non aliter quam cum vitiato fistula plumbo
scinditur et tenui stridente foramine longas
eiaculatur aquas atque ictibus aera rumpit.
arborei fetus adspergine caedis in atram 125
vertuntur faciem, madefactaque sanguine radix
purpureo tinguit pendentia mora colore.
ecce metu nondum posito, ne fallat amantem,
illa redit iuvenemque oculis animoque rit,
quantaque vitarit narrare pericula gestit; 130
utque locum et visa cognoscit in arbore formam,
sic facit incertam pomi color: haeret, an haec sit.
dum dubitat, tremebunda videt pulsare cruentum
membra solum, retroque pedem tulit, oraque buxo
pallidiora gerens exhorruit aequoris instar, 135
quod tremit, exigua cum summum stringitur aura.
sed postquam remorata suos cognovit amores,
percutit indignos claro plangore lacertos
et laniata comas amplexaque corpus amatum
vulnera supplevit lacrimis fletumque cruori 140
miscuit et gelidis in vultibus oscula figens
"Pyrame," clamavit, "quis te mihi casus ademit?
Pyrame, responde! tua te carissima Thisbe
nominat; exaudi vultusque attolle iacentes!"
ad nomen Thisbes oculos a morte gravatos 145
Pyramus erexit visaque recondidit illa.
quae postquam vestemque suam cognovit et ense
vidit ebur vacuum, "tua te manus" inquit "amorque
perdidit, infelix! est et mihi fortis in unum
hoc manus, est et amor: dabit hic in vulnera vires. 150
persequar extinctum letique miserrima dicar
causa comesque tui: quique a me morte revelli
heu sola poteras, poteris nec morte revelli.
hoc tamen amborum verbis estote rogati,
o multum miseri meus illiusque parentes, 155
ut, quos certus amor, quos hora novissima iunxit,
conponi tumulo non invideatis eodem;
at tu quae ramis arbor miserabile corpus
nunc tegis unius, mox es tectura duorum,
signa tene caedis pullosque et luctibus aptos 160
semper habe fetus, gemini monimenta cruoris."
dixit et aptato pectus mucrone sub imum
incubuit ferro, quod adhuc a caede tepebat.
vota tamen tetigere deos, tetigere parentes;
nam color in pomo est, ubi permaturuit, ater, 165
quodque rogis superest, una requiescit in urna.’
[μεταφραση αποδοση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis]
ο Πυραμος κι η Θισβη,απ'τους νεους ο πιο ομορφος αυτος
κι αυτη απ'ολες της Ανατολης κοπελες η πιο διαλεχτη
σε σπιτια ζουσαν κολλητα οπου ,λενε,με ψηλα
πληνθινα τειχη η Σεμιραμις περικλεισε τη πολη
εκει ανταμωσαν στα πρωτα βηματα τους
κι οσο περνα ο καιρος αυξαν'η αγαπη και θα σμιγαν
με γαμο,αν εναντιοι δεν ηταν οι γονεις,ομως να σβησουν
τη φλογα τ'ερωτα στις καρδιες αυτο δεν το μπορουσαν,
κι αυτο κανενας δεν καταλαβε,με νοηματα κρυφα μιλουσαν
κι οσ'εκρυβαν τη φλογα τους τοσο πολυ τους εκαιγε
στο τοιχο αναμεσα στα σπιτια μια λεπτη σχισματια ηταν
απ'οταν χτιστηκε και το λαθος τοσα χρονια κανενας δεν ειδε
ομως τι ο ερωτας δεν βλεπει;εσεις πρωτοι τον ειδατε εραστες
και για τις φωνες κανατε περασμα,για να περνατε ανηκουστα
με σιγανους ψιθυρισμους τα γλυκοκουβεντιασματα σας ,
η Θισβη απ'το'να μερος στεκονταν ,ο Πυραμος απ'τ'αλλο
κι ενιωθαν ο ενας τ'αλλουνου το κοντανασαιμα
'Φθονερε'λεγανε 'τοιχε,γιατι τους ερωτευμενους εμποδας;
και τα κορμια μας δεν αφηνεις να ενωσουμε κι αν αυτο
τοσο πολυ'ναι γιατι δεν μας αφηνεις ν'αλλαξουμε φιλια ,
αχαριστοι δεν ειμαστε,πρεπει να'μολογησουμε,σε σενα
το χρωσταμε π'αφηνεις να διαβουν σ'αγαπημενα αυτια τα λογια'
τετοια απ'τη δικια του τη μερια καθενας μεσ'τη νυχτα ελεγαν
υστερα 'γεια' κι αποχωριζονταν δινοντας ο ενας απο δω φιλια
κι ο αλλος απο κει που δεν τους εφταναν στα διψασμενα χειλη,
την αλλη μερα ειχ'η αυγη τα νυχτερινα σκορπισει αστρα
κι ο ηλιος την παχνισμενη ειχε στεγνωσει με τις ακτινες χλοη
αυτοι στο ιδιο βρεθηκαν το μερος,κι αφου με ψιθυρους σιγανους
πολυ παραπονεθηκαν τ'αποφασισαν,στη σιωπηλη νυχτα
να ξεγλυστρισουν απ'τους φρουρους κι εξω να βγουν απ'τις πυλες
αφηνοντας τα σπιτια τους κι απ'την πολιτεια ν'απομακρυνουν
και για να μην τριγυρνουν τυφλα στον απεραντο καμπο
ειπαν να βρεθουν στο μνημειο του Νινου και να κρυφτουν στη σκια
δεντρου,γιατ'εκει δεντρο ηταν γιοματο λευκους καρπους
μια ψηλη,ηταν,μουρια σε πηγη κοντα με κρυα νερα
τη συμφωνια χαρηκαν και το φως,π'αργα φανηκε να φευγει,
βουταει στα νερα,απ'οπου η νυχτα βγαινει,
τολμα και μεσα στα σκοταδια γυρνα το μανταλο η Θισβη
κι εξω βγαινει και τους δικους ξεγελωντας το προσωπο σκεπαζοντας
στο μνημα φτανει και κατω απ'το δεντρο που'παν καθεται
τολμηρη την εκανε ο ερωτας και να ξαφνου φανηκε μια λεαινα ,
που ριχτηκε και σκοτωσε γελαδι,μ'αφρισμενο απ'το αιμα στομα
τη διψα της να σβησει στο νερο της κοντινης πηγης
οταν απο μακρια στις ακτινες του φεγγαριου η βαβυλωνια Θισβη
τη βλεπει στα σκοταδια με ποδια που τρεμουν σε σπηλαιο φευγει
καθως ομως ξεφευγει απ'τη πλατη γλυστρα το σαλι παρατωντας το
κι αφου η αγρια λεαινα χορτασε τη πολυ διψα με νερο
γυριζοντας στο δασος ειδε χωρις αυτη το λεπτουφαντο σαλι
και με το βαμενο ολ'αιματα στομα το ξεσκισε
κι οταν κεινος εφτασ'αργα και τα ιχνη ειδε στο παχυ χωμα
του θεριου καθαρα τοτ'ολη χλωμιασ'η οψη του
Πυραμου,και σαν το ρουχο βρηκε βαμενο στα αιματα
'δυο' ειπε'μια νυχτα θ'αφανισει ερωτευμενους
κι απ'τους δυο μια μακρια αξιζε ζωη εκεινη να ζησει
εμενα η ψυχη'ναι ενοχη,εγω σενα,δυστυχη,αφανισα
σ'αυτο το φοβερο μερος νυχτα να σε φερω
και μπροστα απο σενα δεν ηρθα,το κορμι μου καταξεσχιστε
και καταβροχθιστε μου τα σωθικα μ'αγρια δαγμωματα
ω! οσα πολλα ζητε κατω απ'αυτο το βραχο λιονταρια!
αλλ'ειναι δειλος οποιος παρακαλα να πεθανει'και της Θισβης
σηκωνει το σαλι και στη σκια του δεντρου που ειπαν το παει
και καθως χυνει δακρυα και φιλα το ρουχο π'αναγνωρισε
'δεξου τωρα' λεει 'το δικο μου αιμα να πιεις'
κι οπως ειχε ξιφος στη ζωνη το βυθιζει στα σπλαχνα
και ξεψυχωντας απ'τη ζεστη το τραβα πληγη
κι ανασκελα πεφτει στο χωμα,το αιμα ψηλα πανω πηδα
οπως απο μολυβδινο σκουριασμενο σωληνα
που σπαζει κι απο μικρη τρυπα το νερο πιεσμενο
πετιεται περα μακρυα ραπιζοντας τον αερα
κι απ'το αιμα του φονου οι καρποι του δεντρου στην οψη
σκουραινουν κι η ριζα ποτιζεται μ'αιμα πολυ
που πορφυρους τους κρεμασμενους χρωματιζει καρπους
και να εκεινη,φοβισμενη τον αγαπημενο μην προδωσει ,
επιστρεφει και με τα ματια τον ψαχνει και τη ψυχη της
και θελει ποσους ξεφυγε κινδυνους να του διηγηθει
βλεπει γυρω τον τοπο κι απ'τη μορφη το δεντρο γνωριζει
να δισταζει το χρωμα των καρπων την κανει,αν ειν'αυτο ,
κι ενω αμβιβαλλει,σπαραζωντας βλεπει στη ματωμενη να χτυπα
γη το σωμα,πισωπατα και μ'οψη απο πυξο χλωμοτερη
ανατριχιασε οπως πελαγου η επιφανεια κανει
οταν τρεμει στ'απαλοτατο της αυρας αγγιγμα
ομως ειν'αργα τωρα πια που'δε τον αγαπημενο της
και χτυπα δυνατα τ'αναξια μπρατσα της θρηνωντας
τα μαλλια της τραβα κι αγκαλιαζοντας τ'αγαπημενο σωμα
τη πληγη με δακρυα πλημμυριζει αναμειγνυοντας το αιμα
με κλαμα και το παγωμενο χλωρο προσωπο φιλωντας
'Πυραμε'ουρλιαζει'ποια απο μενα μοιρα σε πηρε κακη;
Πυραμε,απαντησε,σε σενα η πολυαγαπημενη σου Θισβη
φωναζει,ακουσε με και το γερμενο σηκωσε προσωπο σου'
στ'ονομα της Θισβης τα ματια απ'το θανατο βαρια
ο Πυραμος ανοιγωντας την ειδε κι υστερα τα'κλεισε παλι
κι εκεινη αφου το ρουχο της γνωρισε και του ξιφους
ειδε αδεια την ελεφαντινη θηκη ,'το χερι σου'ειπε'κι ο ερωτας σου
σ'αφανισαν,δυστυχε!κι εγω'χω δυναμη στο χερι κι ερωτα
μαζι,για να μπορεσω θανασιμα να πληγωθω στο στηθος ,
θα σε συνοδεψω στο χαμο σου,εγω του θανατου σου,θα πουν,
η πιο δυστυχισμενη ενοχος και συντροφος,αν ηταν με το θανατο
μονο να μπορεσεις απο'με να χωρισεις,ουτε με τον θανατο τωρα
δεν θα μπορεσεις να χωρισεις,αλλα κι οι δυο ακουστε
τις παρακλησεις ω! δυστυχοι δικοι μου γονεις και δικοι του
αυτους π'ο πιστος ερωτας κι η τελευταια ωρα εσμιξε
μαζι τους δυο στον ιδιο ταφο να μην εναντιωθητε να βαλτε
και συ δεντρο που με τα κλαδια σου το δυστυχο σωμα
τωρα του ενος σκεπαζεις,σε λιγο και των δυο θα σκεπαζεις
σημαδια φυλα της σφαγης μαυρους και στο πενθος κρατα
παντα να'χεις τους καρπους,το διδυμο να θυμιζουν αιμα'
αυτα'πε κι ακουμπωντας πανω στο στηθος του ξιφους την αιχμη
πεφτει στο σιδερο,π'ακομα απ'τη σφαγη εβραζε,
η φωνη,τελικα,εφτασε στους θεους,και στους γονεις εφτασε,
και το χρωμα στα φρουτα ειναι ,σαν ωριμαζουν,μαυρο
κι οτι απ'τη φωτια απομεινε,σε μια αναπαυεται τεφροδοχο
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου