.
.
GREEK POETRY
-ΣΥΛΛΟΓΗ ΑΚΡΙΤΙΚΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis-
POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης
.
.
Διγενης Ακριτας-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
ΣΥΛΛΟΓΗ ΑΚΡΙΤΙΚΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
.
.
Η ΑΡΠΑΓΗ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΤΟΥ ΑΚΡΙΤΑ
Ως έτρωγα κι' ως έπινα σε μαρμαρένια τάβλα,
ο μαύρος μου χλιμίντρισε και το σπαθί μου ερράη,
κ' εμένα ο νους μου τό βαλε, παντρεύουν την καλή μου,
με κάποιον άλλον τη βλογούν κ' εκείνη δεν τον θέλει,
παντρευαρραβωνιάζουν την κ' εμένα μ' αστοχούνε.
Περνώ και πάω 'ς τους μαύρους μου, τους εβδομηνταπέντε.
"Μαύροι μου ακριβοτάγιστοι και μοσκαναθρεμμένοι,
ποιος ειν' αψύς και γλήγορος, να τον καβαλλικέψω,
ν' αστράψη 'ς την ανατολή και να βρεθή 'ς τη δύση;"
Οι μαύροι μου όσοι τάκουσαν ούλοι βουβοί απομείναν,
κι' όσαις φοράδες τάκουσαν έρρηξαν τα πουλάρια,
κ' ένας γρίβας παλιόγριβας, σαρανταπληγιασμένος,
κείνος απολογήθηκε, γυρίζει και μου λέει.
"Εγώ είμαι αψύς και γλήγορος να πάγω όθε κι' αν είναι.
Οπού είναι γάμος και χαρά πάνε τα νια πουλάρια,
οπού είναι πόλεμος φρικτός παίρνουν εμέ το γέρο.
Εγώ είμαι γέρος κι' άχαρος, ταξίδια δε μου πρέπουν,
μα για χατίρι της κυράς να μακροταξιδέψω,
οπού μ' ακριβοτάγιζε 'ς το γύρο της ποδιάς της,
κι' οπού μ' ακριβοπότιζε 'ς τη χούφτα του χεριού της.
Μόν' δέσε το κεφάλι σου με δυο με τρία μαντήλια,
και σφίξε τη μεσούλα σου με δυο με τρία ζουνάρια,
να μη σε φάη η βουή και ντραλιστής και πέσης.
Και μη σε πάρη κουρτεσιά και βάλης φτερνιστήρι,
και θυμηθώ τη νιότη μου και κάμω σαν πουλάρι,
και σπείρω τα μυαλούδια σου 'ς εννιά μοδιώ χωράφι."
Στρώνει γοργά το μαύρο του, γοργά καβαλλικεύει.
Δίνει βιτσιά του μαύρου του και πάει σαράντα μίλλια,
και μεταδευτερώνει του και πάει σαρανταπέντε.
'Σ τη στράτα νοπού πήγαινε το θιον επαρακάλει.
"Θέ μου να βρω τον κύρη μου 'ς ταμπέλι να κλαδεύη."
Σα χριστιανός που τόλεγε, σαν άγιος εξακούστη,
κι' απάντησε τον κύρη του, που κλάδευε 'ς ταμπέλι.
"Καλώς τα κάνεις, γέροντα, το τίνος είν' ταμπέλι;
-Της ερημιάς, της σκοτεινιάς, του γιου μου του φευγάτου.
Σήμερα της καλίτσας του της δίνουν άλλον άντρα,
εψές επήραν τα προικιά και σήμερα τη νύφη.
-Παρακαλώ σε, γέροντα, αλήθεια να με δώσης,
τάχα θα φτάσω 'ς τη χαρά, θα φτάσω και 'ς το γάμο;
-Αν έχης μαύρο γλήγορο 'ς σπίτι τους προφτάνεις,
κι' αν είν' οκνός ο μαύρος σου 'ς την εκκλησιά τους βρίσκεις."
Δίνει βιτσιά του μαύρου του και πάει σαράντα μίλια,
και μεταδευτερώνει του και πάει σαρανταπέντε.
'Σ τη στράτα νοπού πήγαινε το θιον επαρακάλει.
"Θε μου να βρω τη μάννα μου 'ς τον κήπο να ποτίζη!"
Σα χριστιανός που τόλεγε, σαν άγιος εξακούστη,
κ'ευρήκε τη μαννούλα του που πότιζε τον κήπο.
"Ώρα καλή, γερόντισσα, το τίνος ειν' ό κήπος;
-Της ερημιάς, της σκοτεινιάς, του γιου μου του φευγάτου
που σήμερα η γυναίκα του θα πάρη νάλλον άντρα,
εψές επήραν τα προικιά και σήμερα τη νύφη.
-Πες μου να ζης, γερόντισσα, φτάνω κ' εγώ 'ς το γάμο;
-Αν εχης μαύρο γλήγορο, 'ς το σπίτι τους προφτάνεις,
κι' αν ειν' οκνός ο μαύρος σου, 'ς την εκκλησιά τους βρίσκεις."
Δίνει του μαύρου του βιτσιά 'ς τη χώρα κατεβαίνει.
Εκεί σιμά, εκεί κοντά 'ς το σπίτι του να φτάση,
ο μαύρος του χλιμίντρισε κ' η κόρη αναστενάζει.
"Τι έχεις, κόρη μ', και θλίβεσαι και βαριαναστενάζεις,
τα ρούχα σου δεν είν' καλά, ή τα φλωριά σου λίγα;
-Φωτιά να κάψ' τα ρούχα σου και λάβρα τα φλωριά σου,
τι ο μαύρος που χλιμίντρισε σαν του καλού μου μοιάζει.
-Αν ειν' ο πρώτος άντρας σου να βγω να τον σκοτώσω.
-Δεν ειν' ο πρώτος άντρας μου να βγής να τον σκότωσης,
μόν' είν' ο πρώτος μου αδερφός, μου φέρνει τα προικιά μου.
-Αν είν' ο πρώτος σου αδερφός, έβγα να τον κέρασης."
Χρυσό ποτήρι νάρπαξε να βγή να τον κεράση.
"Δεξιά μου στέκα, λυγερή, ζερβά μου πέρνα, κόρη."
Το μαύρο του χαμήλωσε κ' η κόρη απάνω ευρέθη.
Βγάλλει και το χρυσό σπαθί και ταργυρό μαχαίρι,
δίνει του μαύρου του βιτσιά κ' επήρε χίλια μίλλια,
μηδέ το μαύρον είδανε, μήτε τον κορνιαχτό του.
Οπού είχε μαύρο γλήγορο νείδε τον κορνιαχτό του,
κι' οπού είχε μαύρο κ' είν' οκνός, μηδέ τον κορνιαχτό του.
.
.
ΤΟΥ ΣΚΛΛΕΡΟΠΟΥΛΟΥ
Σήμερον εσυννέφιασεν, σήμερον εν να βρέξει
σήμερον το Ξερόπουλον είν' να καβαλλικεψει
να πάει και στου Κωνσταντά, την κάλην του να κλέψει.
Βγαίνει και πα στη μάνα του, ευκήν να του χαρίσει:
-Να μου χαρίσεις την ευκήν στου Κωνσταντά να πάγω
φουμίζουν και την κάλη του, να πα να του τη πάρω
και να την φέρω μάνα μου σκλάβα να μας δουλεύει
να μας σαρώνει τον οντά και να μας μαειρεύει.
Η μάνα που τουν μάισσα κι ο κύρης του 'στρονόμος
Πόμεινε γιέ μου, πόμεινε να μπω να 'στρονομήσω...
Και πέντε ώρες της νυκτός μπαίνει και 'στρονομά του
και δύο ώρες της 'μερός βγαίνει καλημερά του:
-Καλημερούδια γιούλη μου, και σου κορμίν θωράτον
μην πάγεις εις τον Κωνσταντά, γιατί ηύρα σε παρκάτου
Ο Κωνσταντάς είν' άνθρωπος και πρώτον παλληκάριν
κάλλιον σου παίζει το σπαθί και κάλλιον το κοντάριν
και χέμα πολεμίζει σε τ' άστρι και το φεγγάριν
και άφες το είν' πρώτος σ' ανεψιός κι είν' αντροπή μεγάλη.
-Ούλοι πάνε στη μάνα τους ευκήν να τους χαρίσει
κι εγώ 'ρτα στην παλιοπετσάν να μου παραλαλήσει.
-Πήγαινε γιέ μου στο καλόν, Θεός να βοηθήσει
νά 'ρτεις ως την μεσόστραταν κι εμένα ν' αντυμίσεις.
Τρέχει και πα στον κύρην του ευκήν να του χαρίσει:
_'Φέντη κι αν είσ' αφέντης μου κι είμαι παιδίν δικό σου
να μου χαρίσεις την ευκήν στου Κωνσταντά να πάγω
φουμίζουν και την κάλη του, να πα να του τη πάρω
και να την φέρω αφέντη μου σκλάβα να μας δουλεύει
να μας σαρώνει τον οντά και να μας μαειρεύει.
-Πόμεινε γιέ μου, πόμεινε να μπω να 'στρονομήσω...
Και πέντε ώρες της νυκτός μπαίνει και 'στρονομά του
και δύο ώρες της 'μερός βγαίνει καλημερά του:
-Καλημερούδια γιούλη μου, και σου κορμίν θωράτον
μην πάγεις εις τον Κωνσταντά, γιατί ηύρα σε παρκάτου
Ο Κωνσταντάς είν' άνθρωπος και πρώτον παλληκάριν
κάλλιον σου παίζει το σπαθί και κάλλιον το κοντάριν
και χέμα πολεμίζει σε τ' άστρι και το φεγγάριν
και άφες το είν' πρώτος σ' ανεψιός κι είν' αντροπή μεγάλη.
-Ούλοι πάνε στον κύρη τους ευκήν να τους χαρίσει
κι εγώ 'ρτα στον πατσόερον να μου παραλαλήσει.
-Πήγαινε γιέ μου στο καλόν, Θεός να βοηθήσει
νά 'ρτεις ως την μεσόστραταν κι εμένα ν' αντυμίσεις
κι ελπίζω με τα κριάτα σου τους σκύλους να ταίσεις...
Βγαίνει και πα στ' αρμάρι του οπού 'χε τ' άρματά του
και φόρεσεν τα ρούχα του, εζώστη τα σπαθιά του
με μακρικά μουδέ κοντά ρούχα του πολεμάτου.
Βγαίνει και πα στον στάβλον του οπούχε τ' άλογά του
μήτε τον άσπρον σέλλωσε μήτε τον σιζιννιά του
μόνε τον μαυρογόνατον, που 'ξερεν 'κειν' τα μέρη.
Σελλοχαλιναρώνει τον κι αρπάζει και κοντάριν
κι ίσια ευτύς ευρέθηκεν που πάνω καβαλλάρης.
άνοιξεν ταις αγκάλες του και τον Θεόν δοξάζει;
-Δοξάζω σε καλέ Θεέ, που σαι στα ψηλωμένα
και που γινώσκεις τα κρυφά και τα φανερωμένα
άν είσαι πολυεύσπλακνος, βοήθα με και μένα.
Και να 'βρω και τον Κωνσταντάν τραπεζοκαθισμένον
τον σκύλον τον λαμπρόστομον στον άλυσσον δεμένον
την σκύλαν την κουλουκαρκάν στον λάκκον λακκισμένην,
να 'βρω και την αγάπην μου να μην ειν' αλλαγμένη
από λουτρόν κι από εκκλησιάν να 'ναι λουτουργισμένη...
Θέλεις Θεός Χριστός ήτουν, θέλεις επάκουσέ του
τον σκύλον τον λαμπρόστομον στον άλυσσον δεμένον
την σκύλαν την κουλουκαρκάν στον λάκκον λακκισμένην,
ήβρε και την αγάπην του να μην ειν' αλλαγμένη
από λουτρόν κι από εκκλησιάν να 'ναι λουτουργισμένη...
Που τον θωρεί ο Κωνσταντάς, επροσηκώθηκέ του:
-Καλώς ήρτε τ' ανήψι μου να φα να πιεί μετά μου
να φάει την άγρη του λαγού, να φα ψητόν περδίκιν
να πιεί γλυκόπιοτον κρασίν που πίνουν οι γουμένοι
να φα ακροκεράμυον που τρων οι αντρειωμένοι
και οπού τρων οι άρρωστοι και βρίσκουνται γιαμένοι...
-Και δεν ήρτεν τ΄ανήψι μου να φα πιει μετά σου
να φάει την άγρη του λαγού, να φα ψητόν περδίκιν
να πιεί γλυκόπιοτον κρασίν που πίνουν οι γουμένοι
να φα ακροκεράμυον που τρων οι αντρειωμένοι
και οπού τρων οι άρρωστοι και βρίσκουνται γιαμένοι
μον ήρτεν το ανήψι σου την κάλην σου να πάρει.
-Υπόμεινέ με αμήψι μου να μπω να την αλλάξω
-Θέλω την να είν΄ανάλαχτη, να μην είνα' αλλαγμένη.
Κατέβην που τον μαύρον του, πάνω του γονατίζει
και ράφτει τα ματάκια του μ' ένα ψιλόν ραφίιν
και δένει και τα χέρκα του τρείς δίπλες τ' αλυσίδιν
βάζει και εις την κοξούλαν του δυο κάνταρα μολύβιν
Απηλογήθ' η λυγερή και λέγει και λαλεί του:
-Τούτ' είν' που μου φημίζεσουν και τούτα μου ελάλεις
πως δεν με βγάλλεις ώρα μια από τις δυο σου αγκάλες;
Τούτ΄είν΄που μου φημίζεσουν, πως είσαι παληκάριν
πως θέλεις χίλιους στο σπαθίν και χίλιους στο κοντάρι;
Και τώρα πως σε νίκησεν το νέον παληκάριν;
-Πήγαινε κόρη στο καλό, Θεός να βοηθήσει,
μετά μου μεσημέριασες. μετά μου να δειπνήσεις.
Εβάσταξεν κι ο Κωσταντάς, κι έκοψεν το μεθύσιν
εκράνοιξε τα μάτια του κι έπεσεν το ραφίιν
κουνάει τα χεράκια του κι έπεσεν τ΄αλυσίιν
σούζει και την κοξούλαν του κι έπεσεν το μολύβιν
τρέχει και πα στ αρμάριν του κι οπούχεν τ άρματά του
εφόρεσεν τα ρούχα του κι εζώστη τα σπαθιά του
με μακρικά μηδέ κοντά ρούχα του πολεμάτου.
Τρέχει και πα στον στάβλο του οπού 'χε τ άλογά του
Άμα τον είδαν τ' άλογα εστέκαν και χωρούσαν
κείνα που ξεύραν πόλεμον το αίμα κατουρούσαν
και κείνα που δεν ξεύρασιν εγέρναν και ψοφούσαν.
Απηλογήθη κι είπε τους και λέγει και λαλεί τους:
-Ποιός άξιος κι απότολμος να φέρει την κυράν του;
Απηλογήθην ο γεράππαρος 'πο την απόξω πάχνην:
-Είμ΄άξιος κι απότολμος να φέρω την κυράν μου
οπού με κρυφοτάγιζεν κριθάριν στην ποδιά της
κι οπού με κρυφοπότιζεν νερόν μεσ' την λεκάνην
Σεοχαλιναρώσε με και βάλε προστελλίνες
και προστελλίνες έντεκα και πισιλλίνες τριάντα
Και φτερνιστήρια μη βαλλείς για δεν ηβρίσκ' αμάντα.
Σελλοχαλιναρώνει τον και βάλλει προστελλίνες
και προστελλίνες έντεκα και πισιλλίνες τριάντα
και φτερνιστήρια έβαλεν κάθε πόδι του έναν.
Πηδά και καβαλλίκεψεν, κι άρπαξεν και κοντάριν
Φτερνιστιριάν που του 'δωκε κι εβγαίν' από το δώμαν
τα νέφη - νέφη έπιασεν, τα νέφη επεριπάτουν
Απηλογήθη ο Κωνσταντάς και λέγει και λαλεί του:
-Ήσουν πουλάρι δυο χρονών, κακό δεν έκαμές μου
εις τα γεροντοσύνια σου εσύ θα με σκοτώσεις.
-Σκύψε εις την μεσούλαν σου, εχ' αργυρόν θηκάριν
μέσα στ' αργυροθήκαρον έχ' αργυρόν μαχαίριν
τα φτερνιστήρια κόψε τα με το δεξί σου χέριν.
Ότι του είπεν έκανεν, ότι του παραγγέλνει
όλες τις στράτες έπιασεν, όλα τα μονοπάτια
και μόνον ειν που φάνηκεν ένα μικρόν βοσκάριν.
Πρώτα χτυπάτου μουστουνιά κι ύστερον αρωτά τον:
-Μην είδες το Ξερόπουλον, μην είδες το φουσσάτον;
-Α Θιέ, ετούτ' οι άρχοντες, ίντα που την κρατούσιν!
πρώτα χτυπούσιν μουστουνιάν κι ύστερον ερωτούσιν...
Να κάτσω στον λογαριασμόν, και βιάζουμαι να πάγω.
Είχεν εξήντα φλάμπουρους των εκατόν χιλιάδων.
Τρέχει και κοντοφτάνει τους, τ΄αππάριν χλιμιντρίζει.
Που τ' άκουσεν η κάλη του, ευρέθη να γελάει.
Απηλογήθη το Ξερόπουλον και λέγει και λαλεί της:
-Ως που ΄σουν εις τους τόπους σου, ήσουν μαραζωμένη
τώρα που ΄ρτες στους τόπους μου εβρέθης γελασμένη.
- Τ΄αππάριν που σε τσίνιζεν και τώρα -ν-ανεφάνη.
-Να ξερα ποιού είν΄το φταίξιμο, ποιός έχει την αιτίαν.
Γυρίζει πα στον άππαρον κι έκαμεν αμαρτίαν.
Και νά σου και τον Κωνσταντάν κι εφάνη ομπροστά τους.
Ούλες τις άκρες έπιανεν, η μέση καταλυέτουν.
και τέλεια και στα ύστερα ήβρεν τον ανηψιόν του.
Κατέβην που τ΄αππάριν του ομπρός του γονατίζει.
Πε μου κόρ' αν σε φίλησεν , τα χείλη του να κόψω
πε μου κόρ' αν σε τσίμπησεν, τα χέρια του να κόψω
-Εφίλησεν κι ετσίμπησεν κι ότ' ήθελεν εποίσεν
και μες στην δίπλην των βυζιών σημάδι σου αφήκεν.
Γυρίζει το σπαθάκιν του, κόφτει τα δυο του χείλη,
κόμη ξαναδιπλάζει του, κόφτει τα δυο του χέρια.
-Παρά και κόφτεις τα χέρια μου, κόψε την κεφαλή μου
γιατί επαραγγέλνανε εμένα οι γονιοί μου
κι εγώ δεν τους εκρόστηκα, ας τά ΄βρει η κεφαλή μου.
Κόμα ξαναδιπλάζει του, κόφτει τον που την μέσην
και πιάνει και τ' αππάρια κου, και τα λαγωνικά του
κι έπιασεν και επήρεν τα ούλα μαζίν μετά του.
.
.
ΤΟΥ ΜΙΚΡΟΥ ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΥ
Ο Κωσταντίνος ο μικρός κι' ο Αλέξης ο αντρειωμένος,
και το μικρό Βλαχόπουλο, ο καστροπολεμίτης,
αντάμα τρων και πίνουνε και γλυκοκουβεντιάζουν,
κι' αντάμα έχουν τους μαύρους των 'ς τον πλάτανο δεμένους.
Του Κώστα τρώει τα σίδερα, τ' Αλέξη τα λιθάρια,
και του μικρού Βλαχόπουλου τα δέντρα ξερριζώνει.
Κ' εκεί που τρώγαν κ' έπιναν και που χαροκοπούσαν,
πουλάκι πήγε κ' έκατσε δεξιά μεριά 'ς την τάβλα.
Δεν κελάϊδούσε σαν πουλί, δεν έλεε σαν αηδόνι,
μόν' ελαλούσε κ' έλεγε ναθρωπινή κουβέντα.
"Εσείς τρώτε και πίνετε και λιανοτραγουδάτε,
και πίσω σας κουρσεύουνε Σαρακηνοϊ κουρσάροι.
Πήραν τ' Αλέξη τα παιδιά, του Κώστα τη γυναίκα,
και του μικρού Βλαχόπουλου την αρραβωνιασμένη."
Ώστε να στρώση ο Κωσταντής και να σελλώση ο Αλέξης,
ευρέθη το Βλαχόπουλο 'ς το μαύρο καβαλλάρης.
"Για σύρε συ Βλαχόπουλο 'ς τη βίγλα να βιγλίσης,
αν είν' πενήντα κ' εκατό χύσου μακέλλεψέ τους,
κι' αν είναι περισσότεροι, γύρισε μίλησε μας."
Επήγε το Βλαχόπουλο στη βίγλα να βιγλίση.
Βλέπει Τουρκιά Σαρακηνους κι' Αράπηδες κουρσάρους,
πλάγια κοκκινίζαν.
'ρχισε να τους διαμετράη, διαμετρημούς δεν είχαν.
Να πάη πίσω ντρέπεται, να πάη εμπρός φοβάται.
Σκύβει φιλεί το μαύρο του, στέκει και τον ρωτάει,
"Δύνεσαι, μαύρε μ', δύνεσαι 'ς το γαίμα για να πλέξης;
-Δύνομαι, αφέντη, δύνομαι 'ς το γαίμα για να πλέξω,
κι' όσους θα κόψη το σπαθί τόσους θενά πατήσω.
Μόν' δέσε το κεφάλι σου μ' ένα χρυσό μαντήλι,
μην τύχη λάκκος και ρηχτώ και πέσης απ' τη ζάλη.
-Σαΐτταις μου αλεξαντριαναίς, καμιά να μη λυγίσει,
και συ σπαθί μου διμισκί, να μην αποστομώσης.
Βόηθα μ', ευχή της μάννας μου και του γονιού μου βλόγια,
ευχή του πρώτου μ' αδερφού, ευχή και του στερνού μου.
Μαύρε μου, άιντε νά μπουμε, κι' όπου ο Θεός τα βγάλη!"
'Σ τα έμπα του μπήκε σαν αϊτός, 'ς τα ξέβγα σαν πετρίτης,
'ς τα έμπα του χίλιους έκοψε, 'ς τα ξέβγα δυο χιλιάδες,
και 'ς το καλό το γύρισμα κανένα δεν αφήνει.
Πήρε τ' Αλέξη τα παιδιά, του Κώστα τη γυναίκα,
και το μικρό Βλαχόπουλο την αρραβωνιασμένη.
Προσγονατίζει ο μαύρος του και πίσω του τους παίρνει.
'Στο δρόμο νοπού πήγαινε σέρνει φωνή περίσσα.
"Πού είσαι αδερφέ μου Κωσταντά κι' Αλέξη αντρεϊωμένε;
αν είστε εμπρός μου φύγετε κι' οπίσω μου κρυφτήτε,
τι θόλωσαν τα μάτια μου, μπροστά μου δε σας βλέπω,
και το σπαθί μου ερράγισε, κόβοντας τα κεφάλια,
κι' ο μαύρος λιγοκάρδισε πατώντας τα κουφάρια."
.
.
Κάτου 'ς την άσπρη πέτρα και 'ς το κρυό νερό,
εκεί κείτεται ο Γιάννος τ' Ανδρονίκου ο γιος,
κομμένος και σφαμένος κι' ανεγνώριοτος.
Το αίμα του σαν βρύση χύνονταν 'ς τη γης,
και γιατρεμό δεν είχεν η βαθειά πληγή.
Τούρκοι τον παραστέκουν και Ρωμιοί τον κλαιν,
κι' απάρθενα κοράσια τον μοιρολογούν.
"Γιάννο μ', δεν είχες μάννα, μάννα κι' αδερφή,
δεν είχες και γυναίκα, για να σ' έκλαιγεν;
-Θαρρώ πως είχα μάννα, μάννα κι' αδερφή,
κ' η δόλια μου η γυναίκα να την πόρχεται,
με δυο μαύρα λιθάρια στηθοδέρνοντας."
"Γιάννο μου, δεν σου το είπα, δε σ' αρμήνευα,
με χίλιους μην τα βάνης και μην πολεμάς;
-Σώπα, καλέ γυναίκα, και ντροπιάζεις με.
Εγώ είμαι ο ανδρειωμένος, τ' Ανδρόνικου ο γιος,
που τρέμει ο κόσμος όλος κι' όλα τα χωριά,
και τρέμουν τρεις πασάδες που πολέμαγα.
Δεν ήσαν μήτε πέντε, μήτε δεκοχτώ,
εφτά χιλιάδες ήσαν κ' εγώ αμοναχός,
κι' απ' τοις εφτά χιλιάδες ένας γλύτωσε,
που χε Λαγού πηλάλα, Δράκου δύναμη,
και της αγριολαφίνας τα πηδήματα.
'Σ τα νέφια νέφια πάει, 'ς τα νέφια περπατεί,
'ς τον ουρανό πετούσε, 'ς τάστρη εχάνονταν.
Μια σαϊττιά μου παίζει μέσα 'ς την καρδιά,
τη δύναμη μου κόβει κι' όλη την αντρειά."
.
.
Χήρας υγιός λατρεύει τριά καλά άλογα,
το Γρίβα και το Μαύρη και τον Πέπανο,
το Γρίβα για καβάλλα και για λεβεντιά,
τον Πέπανο για μάτια και ξανθά μαλλιά,
το Μαύρη για σεφέρι και για πόλεμο.
Μα πήγε 'ς το σεφέρι κ' ήρθεν αδειανό,
και ο Γρίβας το μαλώνει και ο Πέπανος.
"Βρε πού είναι, μωρέ Μαύρη,
πού είναι ο αφέντης μας,
πού πήγες 'ς το σεφέρι κ' ήρθες αδειανός;
-Αφήστε να σας είπω τα τραγούδια μου
και το μεγάλο πόνο της καρδούλας μου.
Ωσάν επολεμούμε 'ς το ρημόκαστρο,
έκαμα να περάσω πο τον πόταμο,
κοπήκανε οι σέλλαις και οι σκαλωσιαίς,
και πήρε τον αφέντη κ' ήρθα ναδειανό
.
.
Η ΑΝΤΡΕΙΩΜΕΝΗ ΛΥΓΕΡΗ, Η ΜΑΝΝΑ ΤΟΥ ΔΙΓΕΝΗ
Κάπου πόλεμος γίνεται 'ς Ανατολή και Δύση,
και τό μαθε μια λυγερή και πάει να πολεμήση.
Αντρίκια ντύθη κι' άλλαξε και πέρνει τάρματά της.
Φίδια στρώνει το φάρο της κι' όχιαίς τον καλλιγώνει,
και τους αστρίταις τους κακούς τους βάνει φτερνιστήρια,
Φτερνιά δίνει του μαύρου της, πάει σαράντα μίλια,
κι' άλλη ματαδευτέρωσε 'ς τον πόλεμον εμπήκε.
'Σ τά μπα της στράταις έκανε, 'ς τά βγα της μονοπάτια,
'ς τάλλο της στριφογύρισμα, έσπασε το λουρί της,
φανήκαν τα χρυσόμηλα, τα λινοσκεπασμένα.
Σαρακηνός την αγνατά ναπό ψηλή ραχούλα.
"Παιδιά, και μη δειλιάσετε, παιδιά, μη φοβηθήτε.
Γυναίκειος ειν' ο πόλεμος, νυφαδιακός ο κούρσος!"
Κ' η λυγερή όντας τ' άκουσε 'ς τον Άη Γιώργη τρέχει.
"Αφέντη μου άη Γιώργη μου, χώσε με το κοράσιο,
να κάμω τά μπα σου χρυσά και τά βγα σου ασημένια,
και τα ξυλοκεράμιδα ούλο μαργατιτάρι."
Εσκίσανε τα μάρμαρα κ' εμπήκε η κόρη μέσα.
Σαρακηνός να κ' έφτασε κοντά 'ς τον άη Γιώργη.
"Άγιε μου Γιώργη χριστιανέ, φανέρωσε την κόρη,
να βαφτιστώ 'ς τη χάρη σου εγώ και το παιδί μου,
εμέ να βγάλουν Κωσταντή και το παιδί μου Γιάννη."
Ανοίξανε τα μάρμαρα κ' έφάνηκεν η κόρη.
.
.
ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΟΥ ΤΗΣ ΩΡΙΑΣ
Όσα κάστρα κι' αν είδα και περπάτησα,
σαν της Ωριάς το κάστρο δεν ελόγιασα.
Κάστρο θεμελιωμένο, κάστρο ξακουστό,
σαράντα οργυαίς του ψήλου, δώδεκα πλατύ,
μολύβι σκεπασμένο, μαρμαροχυτό,
με πόρτες ατσαλένιαις κι' αργυρά κλειδιά,
και του γιαλιοϋ η πόρτα στράφτει μάλαμα.
Τούρκος το τρογυρίζει χρόνους δώδεκα,
δεν μπορεί να το πάρη το ερημόκαστρο.
Κι' ένα σκυλί τουρκάκι, μιας 'Ρωμνιάς παιδί,
'ς τον Αμιρά του πάει και τον προσκυνάει.
"Αφέντη μ' Αμιρά μου και σουλτάνε μου,
αν πάρω γω το κάστρο τι είν' η ρόγα μου;
-Χίλια άσπρα την ημέρα κι' άλογο καλό,
και δυο σπαθιά ασημένια για τον πόλεμο.
-Ουδέ τάσπρα σου θέλω κι' ουδέ τα φλωριά,
ουδέ και τάλογό σου κι' ουδέ τα σπαθιά,
μόν' θέλω γώ τη κόρη, πού ναι 'ς τα γυαλιά.
-Ωσάν το κάστρο πάρης, χάρισμα κι' αυτή."
Πράσινα ρούχα βγάζει, ράσα φόρεσε.
Τον πύργο πύργο πάει και γυροβολάει,
'ς την πόρτα πάει και στέκει και παρακαλεί.
"Για άνοιξε άνοιξε πόρτα, πόρτα της Ωριάς,
πόρτα της μαυρομάτας της βασίλισσας.
-Φεύγα απ' αυτού, βρε Τούρκε, βρε σκυλότουρκε.
-Μα το σταυρό, κυρά μου, μα την Παναγιά,
εγώ δεν είμαι Τούρκος ουδέ Κόνιαρος,
είμαι καλογεράκι απ' ασκηταριό.
Δώδεκα χρόνους έχω οπ' ασκήτευα,
χορτάρι εβοσκούσα σαν το πρόβατο,
κ' ήρθα να πάρω λάδι για τοις εκκλησιαίς.
Για ανοίξετέ μου νά μπω του βαρόμοιρου.
-Να ρήξουμε τσιγγέλια να σε πάρουμε.
-Τα ράσα μου είναι σάπια και ξεσκίζονται.
-Να ρήξουμε το δίχτυ να σε πάρουμε.
-Είμαι από τη πείνα κι' άντραλίζουμαι."
Γελάστηκε μια κόρη, πάει, τον άνοιξε.
Όσο ν' ανοίξη η πόρτα, χίλιοι εμπήκανε,
κι' όσο να μισανοίξη, γέμισ' η αυλή,
κι' όσο να καλοκλείση η χώρα πάρθηκε.
Όλοι χυθήκαν 'ς τάσπρα, όλοι 'ς τα φλωριά,
και κείνος εις την κόρη, πού ναι 'ς τα γυαλιά.
Κ' ή κόρη από τον πύργο κάτω πέταξε,
μήτε σε πέτρα πέφτει, μήτε σε κλαριά,
παρά σε Τούρκου χέρια και ξεψύχησε.
.
.
Εκεί πέρα κι' αντίπερα, 'ς τα γυάλινα πηγάδια,
στοιχειό ξεφανερώθηκε, που τρώει τους αντρειωμένους.
Τους έφαγε, τους έσωσε, κανείς δεν είχε μείνη,
ο γιος της χήρας έμεινε ο μόνος αντρειωμένος.
Παίρνει κοντάρι και σπαθί και πάει να κυνηγήση.
Πέρασε ράχαις και βουνά, ράχαις και κορφοβούνια,
κυνήγι δε επέτυχε, κυνήγι δεν ευρήκε,
κι' αυτού 'ς το γέρμα του γήλιου κοντά να βασιλέψη,
βρίσκει μια κόρη ροϊδινή, ξανθή και μαυρομάτα,
με τα μαλλιά της ξέπλεγα, 'ς το δάκρυ φορτωμένη.
Στέκει και τη θιαμαίνεται, στέκει και τη ρωτάει.
"Κόρη μου, ποιος σ' έγέννησε, τι μάννα σ' έχει κάμη;
-Κ' εμένα μάννα μ' έκαμε, μάννα σαν τη δική σου.
-Τι έχεις, κόρη, και θλίβεσαι, τι έχεις κι' αναστενάζεις;
-Βλέπεις εκείνη την ιτιά, την αστραποκαμένη,
οπόχει αντάρα 'ς την κορφή και καταχνιά 'ς τη μέση;
Εκεί πήγα να πιω νερό, να πιω και να γιομώσω.
Το βουλλωτήρι μόπεσε, τ' ώριο μου δαχτυλίδι,
κι' όποιος βρεθή και κατεβή, να τό βρη, να το βγάλη,
αυτόν θα τον στεφανωθώ, άντρα θενά τον πάρω.
-Εγώ να μπω, κ' εγώ να βγω, κόρη μ', να σου το βγάλω.
Ξεντύθη ο νιος, ξεζώθηκε και 'ς το πηγάδι εμπήκε.
Χαλεύει εδώ, χαλεύει εκεϊ και τίποτες δεν βρίσκει.
Βλέπει τα φίδια σταυρωτά με τοις οχιαίς πλεγμένα.
"Ρήξε μου, κόρη, τα μαλλιά, να πιάσω νά ρτω απάνω.
Εδώ είν' τα φίδια σταυρωτά με τοις οχιαίς πλεγμενα.
-Αυτού που μπήκες, νιούτσικε, πίσω δε μεταβγαίνεις".
.
.
ΤΗΣ ΛΙΟΓΕΝΝΗΤΗΣ
Ο Κωσταντής ο ομορφονιός, ο μικροκωσταντϊνος
μια μέρα. θέλησε να βγη να λαγοκυνηγήση,
και διάβαινε καμαρωτός απ' την πλατειά τη ρούγα.
Εκεί είδε τη Λιογέννητη με τετρακόσιαις σκλάβαις.
Σε κρεμεζιά τριανταφυλλιά ήταν ακουμπισμένη,
κ' είχε τα φρύδια τορνευτά, τα μάτια σα ζαφείρι,
και 'ς το μικρό το δάχτυλο είχε το δαχτυλίδι,
καλλιά λαμπε το δάχτυλο παρά το δαχτυλίδι.
Ωσάν την είδ' ο Κωσταντής, αφήνει το κυνήγι.
Κινάει να πάη 'ς το σπίτι του σα μήλο μαραμμένος.
Χωρίς θέρμη θερμάθηκε, χωρίς οριόν ερριάστη,
δίχως τον πονοκέφαλο έπεσε 'ς το κρεβάτι.
"Μάννα, ψυχή, μάννα, καρδιά, μάννα και το κεφάλι.
Μάννα, θολά είναι τα βουνά και θαμπερό το σπίτι.
-Γιε μου, καλά είναι τα βουνά και λαμπερό το σπίτι,
μα συ κορίτσι ναγαπάς κ' εκείνη δεν το ξέρει.
-Μάννα, την κόρη που είδα γω, άλλος να μη την πάρη.
Στείλε να κράξης άρχοντες και μητροπολιτάδες
να παν να κάμουν προξενειά, γυναίκα να την πάρω."
Στέλνει τρακόσιους άρχοντες και μητροπολιτάδες,
στέλνει τον άρχοντα Φωκά, στέλνει το Νικηφόρο,
στέλνει τον Πετροτράχηλο, που τρέμει η γης κι' ο κόσμος.
Εχτύπησαν οι άρχοντες την αργυρή την πόρτα.
"Ποιος χτύπησε 'ς την αργυρή πόρτα της μαυρομάτας;
-Ημείς είμεστε οι άρχοντες κ' οι μητροπολιτάδες,
ο Κωσταντής μας έστειλε δυο λόγια να σου πούμε.
-Ανοίξετε 'ς τους άρχοντες, 'ς τους μητροπολιτάδες!
Φέρτε τρακόσια στρώματα, φέρτε τρακόσια πεύκια,
για να καθίσουν οι άρχοντες κ' οι μητροπολιτάδες,
φέρτε Μονεβασιά κρασί, να πιουν οι αντρειωμένοι."
Εμπαίνουν τότε οι άρχοντες κ' οι μητροπολιτάδες,
και την ευρίσκουν κ' έπλεγε τ' ολόχρυσο γάϊτάνι.
Καθώς τους είδε η λυγερή επροσηκώθηκέ τους.
"Καλώς ήρθαν οι άρχοντες κ' οι μητροπολιτάδες,
φάτε και πιέτε, γέροντες, κ' εγώ 'ς τον ορισμό σας.
-Εμείς εδώ δεν ήρθαμε να φάμε και να πιούμε.
Προξενητάδες είμαστε κ' ήρθαμε να σου ποΰμε,
ο Κωσταντής μας έστειλε, τόμορφο παλληκάρι,
αν είναι θέλημα θεού, γυναίκα να σε πάρη."
Σαν τ' άκουσε η Λιογέννητη νεχτύπησε τα γέλοια.
"Για πήτε του του Κωσταντή, του μοσκαναθρεμμένου,
δε θέλω τον, δεν χρήζω τον, δεν καταδέχομαί τον.
Σαν έρθη η μάννα μ' απ' τη γης κι' ο κύρης μ' απ' τον άδη,
τα δυο μ' αδέρφια τα καλά από τον Κάτω κόσμο,
να σπείρουνε τη θάλασσα σιτάρι να καρπίση
χρυσάγανο, χρυσόσταχο και χρυσοκονδυλάτο,
και με τ' άργυροδρέπανα να μπουν να το θερίσουν,
κ' εις τον αφρό της θάλασσας να κάμουνε τ' αλώνι,
μηδέ και τάχυρο βραχή μηδέ και το σιτάρι,
μηδέ την πάχνη τ' αλωνιού αέρας να την πάρη,
τότε κ' εγώ τον Κωσταντή θα τόνε πάρω γι' άντρα,
και πάλι ναί, και πάλι όχι, και πάλι σα μου δόξη."
Σάν ηκουσαν οι άρχοντες κ' οι μητροπολιτάδες,
τους κακοφάνηκε πολύ κ' έσκυψαν το κεφάλι.
Κι' αυτή τότε τους έδωκε τ' ολόχρυσο γαϊτάνι.
"Όρίστε την πλεξίδα μου τον εδικό σας κόπο."
Εκίνησαν κ' επήγαιναν πικροί και μαραμμένοι,
κι' ο Κωσταντής καρτέρειγε 'ς την αργυρή του πόρτα.
"Καλώς ήρθαν οι άρχοντες με τα καλά τα λόγια.
-Κακώς ήρθαν οι άρχοντες με τα κακά τα λόγια.
Δε θέλει σε, δε χρήζει σε, δε καταδέχεταί σε.
Σαν έρθη η μάννα τς απ' τη γης κι' ο κύρης απ' τον άδη,
τα δυο τς αδέρφια τα καλά από τον Κάτω κόσμο,
να σπείρουνε τη θάλασσα σιτάρι να καρπίση
χρυσάγανο, χρυσόσταχο και χρυσοκονδυλάτο,
και με ταργυροδρέπανα να μπουν να το θερίσουν,
κ' εις τον αφρό της θάλασσας να κάμουνε τ' αλώνι,
μηδέ και τάχυρο βραχή, μηδέ και το σιτάρι,
μηδέ την πάχνη τ' αλωνιού αέρας να την πάρη,
τότε κι' αυτή τον Κωνσταντή θα τόνε πάρη γι' άντρα,
και πάλι ναι, και πάλι όχι, και πάλι σαν της δόξη."
Ό Κωσταντής σαν τ άκουσε μέγας καϊμός τον πήρε,
και ζήτησε και τόδωκαν τ' ολόχρυσο γαϊτάνι.
Πήγε να βρη τοις μάγισσαις που ξέρουν από μάγια.
Ωσάν τον είδε κ' έρχονταν της μάγισσας η κόρη,
"Μάννα μ', ο νιος οπ' έρχεται του κάμπου καβαλλάρης,
παίρνουν τα ρούχα του δροσιά και τα λυχνά του πάχνη,
'παίρνουν τα πασουμάκια του ανθούς από τα δέντρα,
κι' ο γύρος του προσώπου του για κόρη είναι θλιμμένος.
-'Σ τα μάγια γω γεννήθηκα, 'ς τα μάγια θα πεθάνω,
κ' εγώ δεν τόνε γνώρισα και συ τόνε γνωρίζεις;"
"Καλή σου μέρα, μάγισσα με την καλή σου κόρη.
Δεν έχεις μάγια της καρδιάς και μάγια της αγάπης,
να κάμης τη Λιογέννητη να ρθή 'ς την αγκαλιά μου;
-"Αν έχης πράμα τς αρεσιάς και πράμα του χεριού της,
θα κάμω τη Λιογέννητη να ρθή 'ς την αγκαλιά σου.
-Εγώ χω πράμα τς αρεσιάς και πράμα του χεριού της,
εγώ χω την πλεξίδα της, τ' ολόχρυσο γαϊτάνι.
-Σύρε άνοιξε την πόρτα σου και δέσε τα θηριά σου,
και κάθου και καρτερεί την να ρθή 'ς την αγκαλιά σου."
Και βγάνει από τον κόρφο της τρία μήλα μαραμμένα.
Το να ρήξε 'ς το τρίστρατο, να πάψουν οι διαβάταις,
τάλλο ρήξε 'ς τον ποταμό, να πάψουν τα ποτάμια,
το τρίτο ρήξ' 'ς τη λυγερή, να ρθή γυρεύοντας σε."
Το νά ρηξε 'ς το τρίστρατο και πάψαν οι διαβάταις,
τάλλό ρηξε 'ς τον ποταμό και πάψαν τα ποτάμια,
το τρίτο το φαρμακερό 'ς της λυγερής τς αγκάλαις.
Ως τό είδε η κόρη εσβήστηκε, ως το είδε δαιμονίστη.
Σαν ήρθαν τα μεσάνυχτα, τη σκότισαν τα μάγια.
"Μώρ' βάγιαις μου, μώρ' ντάνταις μου,μώρ' σκλάβαις του πατρός μου,
ανάψτε πράσινα κηριά και κόκκιναις λαμπάδες,
τι εσήμανε η Παντάνασσα, να πά' να προσκυνήσω.
-Κυρά ταρνίθια δε λαλούν, καμπάναις δε σημαίνουν,
κ' η εδική σου η εκκλησιά νε ψέλλει νε σημαίνει.
-Μπα του πατρός μου το ψωμί 'ς τα μάτια να σας πιάκη!
Κ' έτσι εσηκώθη μοναχή κ' εβήκε 'ς το σκοτάδι.
Μια δούλα δεν την άφηκε κι' από κοντά της πήγε.
Σαν έφτακε, σα ζύγωσε 'ς τη μέση από το δρόμο,
εκεί της ήρθε ολίγο ο νους κι' αρχίνησε να λέη.
"Ποιος είδε νήλιο από βραδύς κι' άστρι το μεσημέρι,
ποιος είδε τη Λιογέννητη να περπατή 'ς τους δρόμους,
ξεσκούφωτη, ξυπόλητη και ξεμαλλοπλεμένη;
-Εγώ είδα νήλιο από βραδύς κι' άστρι το μεσημέρι,
εγώ είδα τη Λιογέννητη να περπατή 'ς τους δρόμους,
ξεσκούφωτη, ξυπόλυτη και ξεμαλλοπλεμένη.
-Θέ μου, κι' αν είμαι καθαρή, κι' αν είμ' εγώ παρθένο,
άστραψε και μπουμπούνιξε, να χαλαστοϋν τα μάγια."
Άστραψε και μπουμπούνιξε, χαλάστηκαν τα μάγια.
Ο Κωοταντής ολονυχτίς καρτέρειγε 'ς το σπίτι,
κι' αυτού 'ς τα ξημερώματα το μαϋρο του σελλώνει.
"Ανάθεμα σε, μάγισσα, που μάγια δε γνωρίζεις!
-Σαν είν' η κόρη καθαρή, τα μάγια τί σου φταίνε;
Σύρε ξουρίσου φράγκικα, και ντύσου 'ς τα γυναίκεια,
γυναίκεια και χαιρέτησε κατά την ώρα που είναι,
και πες: Είμ' η ξαδέρφη σου από τον "Άη Δονάτο,
όπου πλουμί δεν ήξερα, κ' ήρθα πλουμί να μάθω."
Ξουρίστηκε 'ς τα φράγκικα και ντύθηκε γυναίκεια,
κ' εχτύπησε 'ς την αργυρή πόρτα της μαυρομάτας.
"Ποιος χτύπησε 'ς την αργυρή πόρτα της μαυρομάτας;
-Εγώ είμαι η ξαδέρφη σου από τον Άη Δονάτο,
οπού πλουμί δεν ήξερα κ' ήρθα πλουμί να μάθω.
-Καλώς ήρθ' η ξαδέρφη μου, μα γώ δε σε γνωρίζω,
και πούθεν είν' ο τόπος σου και πούθεν η γενιά μας;
-Αλάργα είν' ο τόπος μου κι' από κοντά η γενιά μας,
κ' εμείς εξεμακρύναμε κ' εχάθηκε η γενιά μας,
κ' εδώ με στέλνει η μάννα μου πλουμίδια να με μάθης.
-Μετά χαράς, ξαδέρφη μου, πλουμίδια να σε μάθω,
πλουμίδια και κεντίσματα κι' απ' ό,τι θέλει ο νους μου.
-Μετά χαράς, ξαδέλφη μου, πλουμίδια να σε μάθω,
πλουμίδια και κεντίσματα κι' ό,τι θέλει ο νους σου."
Σάν άρχισε και νύχτωνε, πήρε να σκοτεινιάση,
ο Κωσταντής σηκώθηκε τάχα πως θε να φύγη.
"Ενύχτωσε κ' έβράδιασε, πήρε να σκοτεινιάση,
πάν τα θηριά 'ς τοις κοίταις τους, ταηδόνια 'ς τοις φωλιαίς τους,
κ' εγώ το ξένο κ' έρημο απόψε που να μείνω;
-Μην πλήσσης, αξαδέρφη μου, και μένεις με τοις σκλάβαις.
-Εγώ του βασιλιώς παιδί, του βασιλιώς αγγόνι,
και τώρα με κατάντησες να μείνω με τοις σκλάβαις!
-Μην πλήσσης, αξαδέρφη μου, και μένεις με τοις δούλαις.
-Εγώ του βασιλιώς παιδί, του βασιλιώς αγγόνι,
και τώρα με κατάντησες να μείνω με τοις δούλαις!
-Μην πλήσσης, αξαδέρφη μου, και μένεις με τοις ντάνταις.
-Εγώ του βασιλιώς παιδί, του βασιλιώς αγγόνι,
και τώρα με κατάντησες να μείνω με τοις ντάνταις!
-Μην πλήσσης, αξαδέρφη μου, και μένεις με τοις βάγιαις!
-Εγώ του βασιλιώς παιδί, του βασιλιώς αγγόνι,
και τώρα με κατάντησες να μείνω με τοις βάγιαις!
-Μην πλήσσης αξαδέρφη μου, και μένομε τα δυο μας.
Ανάψτε, βάγιαις, τα κηριά, μουνούχοι, τοις λαμπάδες,
και στρώσετε την κλίνη μου τη λινομέταξή μου.
Βάλετε στρώμα ναργυρό, στρώμα μαλαματένιο,
βάλετε τα παπλώματα, τα υφάναν Ανεράδες
και τα υφαδιοπλουμίσασι του Δράκοντα οι κύραις,
και στρώστε πάτους βασιλκό, και πάτους μαντζουράνα,
και πάτους δεντρολίβανο να κοιμηθούμε αντάμα."
Ολονυχτίς κοιμούντανε σαν δυο γλυκά αδερφάκια,
και προς τα ξημερώματα σαν τάγρια πουλάκια.
Σαν έφεξε, ξημέρωσε, σαν ήρθε η άλλη η νύχτα,
"Μάννα, άνοιξε τοις πόρταις σου και δέσε τα θηριά σου,
γιατί θε νά ρθη η νύφη σου, θε νά ρθη η μαυρομάτα.
Ολίγος ύπνος μ' έπιασε και πάω για να πλαγιάσω,
κι' όντας θε νά ρθη η νύφη σου, να ρθής να με ξυπνήσης.
-Σύρε, παιδί μου, πλάγιασε κ' εγώ θα καρτερέσω,
κι' όντας θε να ρθη η νύφη μου θα ρθώ να σε ξυπνήσω."
Κ' εκείνη η σκύλα η άνομη δεν έκαμε όπως είπε,
μόν' έκλεισε την πόρτα της κ' έλυσε τα θεριά της,
κ' έβαλε ομπρός 'ς τη ρούγα της γούρνα φαρμακωμένη.
Επλάγιασε η Λιογέννητη 'ς τη αργυρή της κλίνη.
Σαν ήρθαν τα μεσάνυχτα, τη σκότισαν τα μάγια.
"Μώρ' βάγιαις μου, μώρ' ντάνταις μου, μώρ' σκλάβαις του πατρός μου,
ανάψτε πράσινα κηριά και κόκκιναις λαμπάδες,
τι εσήμανε η Παντάνασσα, να πάω να προσκυνήσω.
-Κυρά, ταρνίθια δε λαλούν, καμπάναις δε σημαίνουν,
κ' η εδική σου η εκκλησιά νε ψέλλει νε σημαίνει.
-Μπα τους πατρός μου το ψωμί 'ς τα μάτια να σας πιάκη!"
Κ' έτσι εσηκώθη μοναχή κ' εβήκε 'ς το σκοτάδι.
Μια δούλα δε την άφηκε κι' από κοντά της πήγε.
Σαν έφτακε, σα ζύγωσε 'ς τη μέση από το δρόμο,
εκεί της ήρθε ολίγο ο νους κι' αρχίνησε να λέη.
"Ποιος είδε νήλιο από βραδύς κι' άστρι το μερημέρι,
ποιος είδε τη Λιογέννητη να περπατή 'ς τους δρόμους,
ξεσκούφωτη, ξυπόλυτη και ξεμαλλοπλεμένη;
-Εγώ είδα νήλιο από βραδύς κι' άστρι το μεσημέρι,
εγώ είδα τη Λιογέννητη να περπατή 'ς τους δρόμους,
ξεσκούφωτη, ξυπόλυτη και ξεμαλλοπλεμένη.
-Θε μου κι' αν είμαι καθαρή, κι' αν είμ' εγώ παρθένο,
άστραψε και μπουμπούνιξε να χαλαστοϋν τα μάγια."
Δεν άστραψε, δε βρόντηξε, δε χάθηκαν τα μάγια.
Κι' αρχίνησε κ' εχτύπαγε του Κωσταντή την πόρτα.
"Άνοιξε, μάγισσας παιδί και μάγισσας αγγόνι,
μ' εβούρλισαν τα μάγια σου, κ' ήρθα κατά τ' εσένα.
-Ροκάνισε το σίδερο, σα σκύλα τη μαγγούρα,
και πιε νερό της γούρνας μου, κ' ύστερα να σ' ανοίξω.
-Άνοιξε, μάγισσας παιδί και μάγισσας αγγόνι,
μ' έβούρλισαν τα μάγια σου, κ' ήρθα κατά τ' εσένα.
-Ροκάνισε το σίδερο, σα σκύλα τη μαγγούρα,
και πιε νερό της γούρνας μου, κ' ύστερα να σ' ανοίξω."
-Άνοιξε, μάγισσας παιδί και μάγισσας αγγόνι,
μ' εβούρλισαν τα μάγια σου, κ' ήρθα κατά τ' εσένα.
-Ροκάνισε το σίδερο, σα σκύλα τη μαγγούρα,
και πιέ νερό της γούρνας μου, κ' υστέρα να σ' ανοίξω.
Ροκάνισε το σίδερο, σα σκύλα τη μαγγούρα,
κ' έπιε της γούρνας το νερό κ' έσκασε σαν το ψάρι.
Κι' αυτού 'ς τα ξημερώματα ο Κωσταντής ξυπνάει.
"Μάννα, δεν ήρθε η νύφη σου, δεν ήρθε η μαυρομάτα;
-Γιε μου, δεν ήρθε η νύφη μου, δεν ήρθε η μαυρομάτα."
Σαν εκατέβη ο Κωσταντής, σαν άνοιξε την πόρτα,
σαν είδε τη Λιογέννητη 'ς το δρόμο ξαπλωμένη,
ψιλή φωνίτσα νέβγαλε, ψιλή φωνίτσα βγάζει.
Σαν ήθελες, μαννούλα μου, νά χης και γιο και νύφη,
όντας σου πρωτοχτύπησε ας είχες της ανοίξη."
Χρυσό μαχαίρι νέβγαλε απ' αργυρό φηκάρι,
'ς τον ουρανό το πέταξε, μέσ' 'ς την καρδιά του πάει.
.
.
Ένας άγουρος κι ένας καλός στρατιώτης
κάστρο γύ- κάστρο γύρευε, ρωμιοπούλα μου
κάστρο γύρευε, χωριό να πάει να μείνει
κι ούδε κάστρο βρίσκ’ κι ούδε χωριό να μείνει
βρίσκει ένα δεντρί, δεντρί μαλαματένιο,
στέκ’ και το ρωτάει, στέκεται και του λέει.
- Δέξε με δεντρί εμέν’ και τ’ άλογό μου,
πού είν’ η ρίζα σου να δέσω τ’ άλογό μου,
πού είν’ η κλώνα σου να βάλω τ’ άρματά μου;
- Για κι η ρίζα μου δέσε και τ’ άλογό σου,
για κι η κλώνα μου βάλε και τ’ άρματά σου
για κι ο ίσκιος μου πέσε να ξαποστάσεις
κι αύριο το ταχιά το δίκιο μ’ το γυρεύω
δυο σταμνιά νερό στη ρίζα μου να ρίξεις.
.
.
Τέσσερα τζιαι τέσσερα γίνουνται οκτώ
τέσσερα παλικάρκα πάσιν στον πόλεμον.
Στον δρόμον που πηγαίνασιν μα επεινάσασι
τσι εκάτσασιν να φάσιν τζιαι εδιψάσασιν.
Γυρεύκουν νά ’βρουν βρύσην απάνω στο βουνόν
τζ' ήβρασιν έναν λάκκον των εκατόν ορκών.
Eρίξαν το λαχνίν τους πκοιός έν' να κατεβεί
τζιαι έπεσεν η μοίρα πα στο μικρόν παιδί.
- Δέστε με αδέρφκια μου τζ' εγιώ να κατεβώ,
μες στο ερημολάτζιν να βκάλω το νερόν.
Tζιαι τότες τα αδέρφκια του τον σφικτοδέσασιν,
μες στο ερημολάτζιν τον κατεβάσασιν.
- Eβγάρτε με, αδέρφκια μου γιατ’ είδα το νερόν
έν' κότζινον τζιαι μαύρον μα τζιαι φαρματζιερόν.
Ώσπου να τον τραβήσουσιν τζιαι να τον βκάλουσιν
οι όφεις τζιαι τα φίδκια τον μισοφάασιν.
- Oπόταν θα επιστρέψετε εις την πατρίδα μου
να τρώτε τζιαι να πίνετε εις την υγείαν μου,
να πείτε τζιαι της μάνας μου στα μαύρα να ντυθεί
γιατί τον γιον της τον μιτσήν δεν θα τον ξαναδεί.
.
.
Mαύρο καπνό είδα κι έβγαινε από 'να καλαμιώνα
κι ο καλαμιώνας έν’ πολύς κι ένα θεριό ’χει μέσα.
Tρεις κυνηγοί παρθήκανε να πα’ να το σκοτώσουν.
Στη στράτα όπου πηαίνανε επερριροζονάραν.
Σαν το σκοτώσουμ’ το θεριό που ’ναι στον καλαμιώνα
να πάμε εις το βασιλιά μιστό να μας εδώσει
γιατί τον εγλυτώσαμε
.
.
Xήραν παιδίν εγέννησε και λεν τονε Πορφύλη.
Στα σίδερα το γέννησεν, στη φυλακή το θρέβει,
χρονιάρης πιάνει το σπαθί στα δύο το κοντάρι,
στα τρία και στα τέσσερα, πηνεύ’ καβαλικεύει.
Πήνευσε, καβαλίκευσε, ’κατό δρόμους πηγαίνει
κι ως τ’ άκουσε κι ο βασιλιός πολύ τον εβαριώθη.
- Ας σωρευτεί τ' αλλάγι μου κι όλο προαλλαγιά μου
όποιος τρώει το (γ)έμα μου στον Πορφυλή να πάει.
Ως τ’ άκουσε κι ο Πορφυλής αρνιοβοσκός και βγήκε.
Bόσκει τα παραβόσκει τα, ’κατό δρόμους τα βγάζει.
Φανήκανε Σαρακηνοί σαν τ’ άστρα, σαν τα φύλλα.
Τ’ άστρα έχουνε μέτρωση, τα φύλλα έχουν ψήφους
ετούτα μέτρος δεν έχουν και ψήφους κι εν ψηφιένται.
- Nα μη σε πούμε αρνιοβοσκός, εδώ Πορφύλην είδετ';
- Eδώ Πορφύλ' πολλά είναι, το ποιό Πορφύλ' γυρεύετ’;
- Eκειό της χήρας τον υγιό, της ερημιάς το ’γγόνι.
- Xήρας υγιός εγώ είμαι, της ερημιάς το ’γγόνι.
.
.
ΤΟ ΠΑΛΕΜΑ ΤΟΥ ΤΣΑΜΑΔΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΓΙΟΥ ΤΟΥ
Μέσ' 'ς τ' άη Γιωργιού τους πλάτανους γένονταν πανηγύρι,
το πανηγύρι ήταν πολύ, κι' ο τόπος ήταν λίγος,
δώδεκα δίπλαις ο χορός, κ' έξηνταδυό τραπέζια,
και χίλια ψένονται σφαχτά 'ς όλο το πανηγύρι.
Κ' οι γέροντες παρακαλούν, τάζουν 'ς τον άη Γιώργη,
ο Τσαμαδός να μην ερθή, χαλάει το πανηγύρι.
Ακόμα ο λόγος έστεκε κι' ο Τσαμαδός εφάνη,
που ροβολάει οχ το βουνό κατά το πανηγύρι.
Πατεί και σειέται το βουνό, κράζει κι' αχάν οι λόγγοι,
κ' εκράταγε 'ς τον ώμο του δέντρο ξεριζωμένο,
και απάνου 'ς τα κλωνάρια του θεριά είχε κρεμασμένα.
Ώρα καλή σας, γέροντες. -Καλό 'ς το παλληκάρι.
-Ποιος έχει αστήθι μάρμαρο και χέρια σιδερένια,
για να βγη να παλέψουμε 'ς το μαρμαρένιο αλώνι;"
Κανείς δεν αποκρίθηκε απ' τους πανηγυριώταις,
της χήρας γιος εφώναξε, της χήρας ο αντρειωμένος.
"Εγώ χω αστήθι μάρμαρο και χέρια σιδερένια,
για νά βγω να παλέψουμε 'ς το μαρμαρένιο αλώνι."
Βγαίνουν κ' οι δυο με τα σπαθιά και πάνε να παλέψουν.
Εκεί που επάτειε ο Τσαμαδός εβούλιαζε τ' αλώνι,
κ' εκεί που επάτειε το παίδι εβούλιαζε κ' έβύθα.
Εκεί που βάρειε ό Τσαμαδός το γαίμα πάει ποτάμι,
κ' εκεί που χτύπαε το παιδί τα κόκκαλα τσακίζει.
"Κοντοκαρτέρει, βρε παιδί, κάτι να σε ρωτήσω.
Ποια σκύλα μάννα σ' έκαμε, κι' ο κύρης σου ποιος ήταν;
-Η μάννα μου όταν χήρεψε δεν μ' είχε γεννημένον,
κι ώμοιασα του πατέρα μου και θα τον απεράσω."
Από το χέρι τον αρπά 'ς της μάννας του να πάνε.
Από μακριά τους εθωρεί κ' ετοίμασε τραπέζι.
Κ' εκεί που τρώγαν κ' έπιναν η χήρα τους κερνούσε,
κρασί κερνάει τον Τσαμαδό, φαρμάκι το παιδί της.
"Μαννούλα, μ' εφαρμάκωσες, απ' το θεό να το βρης!"
.
.
Ο ΜΙΡΙΟΛΗΣ
Τ' αγρίμι στέκει στο τσουγκρί κι η σκύλα στές αλτσίδες,
κι ο Μιριολής χαροκοπά σε δίπορτην ταβέρνα.
- Βάλε, ταβερναρά, κρασί, να πιούν τα παληκάρια,
να πιώ κι εγώ κι ο μαύρος μου και τα λαγωνικά μου.
Κι α δε με φτάξουν τ' άσπρα μου, απόξω στέκει ο μαύρος
και κάνει ο μαύρος εκατό κι η σέλλα του διακόσια,
και τα χαλιναράκια του....
.
.
Ο ΜΑΥΡΟΕΙΔΗΣ
Θέ μου, και τι να γίνησα του κάστρου οι αντρειωμένοι;
Μήτε σε γάμο φαίνονται μήτε σε μοιρολόι,
διάησα να κουρσέψουσι του βασιλιά το κάστρο,
όπ' έχει την πεντάμορφη και μαυρομάτα κόρη,
που ο Μαυροειδής την αγαπά και θέλει να την πάρει.
Διάησα και την πήρασι, τη φέρνουν στο καράβι,
δόνουσι δρόμο και κινούν, και φτάνουσι στη Μάνη,
πέρα στην άκρη του γιαλού, στην άκρη του πελάου,
όπού 'ναι σπήλια και γκρεμοί κι η θάλασσα 'ναι μαύρη,
και κάστρο θεμελιώνουσιν απάνου στο Τηγάνι.
Φέρουσιν απο τη Φραγκιά το σίδερο, τ' ατσάλι,
το κρούσταλο απ' τη Βενετιά και το μαργαριτάρι,
κι απο την Πόλη μάρμαρο, και το χρυσό ψαράκι,
κάνουσι πύργο γυάλινο, η κόρη να'ναι χώρια
και χωριστός βιγλάτορας την κόρη να φυλάει.
Το κάστρο αποτελειώνουσι και κλείνοντ' όλοι μέσα
και να σου ο Χάρος έφτασε, ο μαύρος καβαλάρης,
την κόρη αναγυρεύοντας του βασιλιά να πάρει,
κι απο μακριά τους χαιρετά, κι απο κοντά τους λέει:
-- Καλώς τα κάνετ' άρχοντες, καλώς τα πολεμάτε.
-- Καλώς ορίζεις, Χάρο μου, καλώς την αφεντιά σου.
Κάτσε να φας, κάτσε να πιείς, κάτσε να ανιστορήσεις,
Χάρο μου, πούθεν έρχεσαι, για πού θε να τραβήξεις;
-- Εγώ δεν ήρθα για φαΐ, ούτε ν' ανιστορήσω,
μόν' ήρθα την πεντάμορφη την κόρη για να πάρω.
-- Η κόρη είναι στον πύργο της, ο Μαυροειδής την έχει,
και δε ζέ τήνε δόνουμε, α δε μας ενικήσεις,
τι έχομε κάστρο δυνατό, κι είμαστε αντρειωμένοι.
Κι ο Χάρος, οπού τ' άκουσε, πολύ του κακοφάνη,
και βάνει άγρια τη φωνή, και θυμωμένος λέει:
-- Ποιός έχει ατσάλινο σπαθί, σίδερο βρακοζώνι;
Κι ο Μαυροειδής, σαν τ' άκουσε, που ήταν απά στον πύργο,
του κακοφάνηκε πολύ, και παρατά την κόρη,
και κατεβαίνει θαρρετά, και χολιασμένος λέει:
-- Εγώ 'χου ατσάλινο σπαθί, σίδερο βρακοζώνι,
εγώ 'χου στήθος μάρμαρο και γώ θα ζέ νικήσου,
Χάρο, αν είσαι δυνατός, κι αν είσαι παληκάρι,
έλα, πά να παλέψουμε, στο σιδερένιο αλώνι,
οπόχει πάτον δυνατό, και γύρον ατσαλένιο.
Εφτά βολές ο Μαυροειδής ενίκησε το Χάρο,
κι απάνου στις οχτώ βολές, ο Χάροντας θυμώνει,
βάνει όλη του τη δύναμη, το νέο ξαρματώνει,
κι απ' τα μαλλιά τόνε τραβά, χάμου τόνε ξαπλώνει.
- Άσε με, Χάρο, άσε με, τι έγω είμ' αντρειωμένος,
τώρα που με ξαρμάτωσες, λογιούμαι νικημένος,
και δε τη θέλου τη ζωή εις τον Απάνου Κόσμου,
μόν' δείξε μου τη στράτου ζου, κι έρχομαι με την κόρη.
Κι ο Χάρος, αναμπαίζοντα, λέει του αντρειωμένου:
- Πού 'ν' τ' ατσαλένιο ζου σπαθί, που' ναι το βρακοζώνι,
που 'ν' η παληκαρία σου στο σιδερένιο αλώνι;
Που 'ναι τα στήθη μάρμαρο, το Χάρο να νικήσεις;
Φέρε την κόρη ολήγορα, και σύ να αγκλουθήσεις
τη στράτα τη θαλασσινή πίζου μαϊτά μη ρίξεις.
Μόν' βλέπε κείνο το βουνό, κάτου στον πέρα κάβο,
με τα γκρεμά και τις σπηλιές, που η θάλασσα το δέρνει,
εκεί 'ναι μένα η στράτα του, και λίγο παρακάτω,
εκεί να'ναι και το σπήλιο μου, που πάει στον Κάτου Κόσμο,
που πάει στα Τάρταρα της γής, με τους αποθαμένους.
Κι όντες θα δεις την πόρτα του, λαχτάρα θα ζε πιάσει,
τι είν' απόμεσα σκοτεινή, κι απόξ' αραχνιασμένη,
με τα κουφάρια των αντρών είναι όλη χτισμένη,
με τα μαλλιά των κοριτσιών την έχου σκεπασμένη.
..και τότε να ιδής πόλεμον καλών παλληκαρίων
και από της μάχης της πολλής κρούσιν διασυντόμως
και από τον κτύπον τον πολύν και από το δως και λάβε
οι κάμποι φόβον είχασιν και τα βουνιά αηδονούσαν
τα δένδρη εξεριζώνοντα και ο ήλιος εσκοτίσθη
το αίμαν εκατέρεεν εις τα σκαλόλουρά των
και ο ίδρως τους εξέβαινεν απάνω απ' τα λουρίκια..
.
.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΙΓΕΝΗ
Ό Διγενής ψυχομαχεί κ' η γη τόνε τρομάσσει.
Βροντά κι' αστράφτει ο ουρανός και σειέτ' ο απάνω κόσμος,
κι' ο κάτω κόσμος άνοιξε και τρίζουν τα θεμέλια,
κ' η πλάκα τον ανατριχιά πως θα τόνε σκεπάση,
πως θα σκεπάση τον αϊτό τση γης τον αντρειωμένο.
Σπίτι δεν τον εσκέπαζε, σπήλιο δεν τον εχώρει,
τα όρη εδιασκέλιζε, βουνού κορφαίς επήδα,
χαράκι' αμαδολόγανε και ριζιμιά ξεκούνειε.
'Σ το βίτσιμά πιανε πουλιά, 'ς το πέταμα γεράκια,
'ς το γλάκιο και 'ς το πήδημα τα λάφια και ταγρίμια.
Ζηλεύγει ο Χάρος με χωσιά, μακρά τόνε βιγλίζει,
κ' ελάβωσέ του την καρδιά και τη ψυχή του πήρε.
Τρίτη εγεννήθη ο Διγενής και Τρίτη θα πεθάνη.
Πιάνει καλεί τους φίλους του κι' όλους τους αντρειωμένους,
νά ρθη ο Μηνάς κι' ο Μαυραϊλής, νά ρθη κι' ο γιος του Δράκου
νά ρθη κι' ο Τρεμαντάχειλος, που τρέμει η γη κι' ο κόσμος.
Κ' επήγαν και τον ηύρανε 'ς τον κάμπο ξαπλωμένο.
Βογγάει, τρέμουν τα βουνά, βογγάει, τρέμουν οι κάμποι.
"Σαν τι να σ' ηύρε Διγενή, και θέλεις να πεθάνης;
-Φίλοι, καλώς ωρίσατε, φίλοι κι' αγαπημένοι,
συχάσατε, καθήσατε κ' εγώ σας αφηγειέμαι.
Της Αραβίνας τα βουνά, της Σύρας τα λαγκάδια,
που κει συνδυό δεν περπατούν, συντρείς δεν κουβεντιάζουν,
παρά πενήντα κ' εκατό, και πάλε φόβο νέχουν,
κ' εγώ μονάχος πέρασα πεζός κι' αρματωμένος,
με τετραπίθαμο σπαθί, με τρεις οργυαίς κοντάρι.
Βουνά και κάμπους έδειρα, βουνά και καταράχια,
νυχτιαίς χωρίς αστροφεγγιά, νυχτιαίς χωρίς φεγγάρι.
Και τόσα χρόνια πού ζησα δω 'ς τον απάνου κόσμο
κανένα δε φοβήθηκα από τους αντρειωμένους.
Τώρα είδα έναν ξυπόλυτο και λαμπροφορεμένο,
πόχει του ρίσου τα πλουμιά, της αστραπής τα μάτια,
με κράζει να παλέψωμε σε μαρμαρένια αλώνια
κι' όποιος νικήση από τους δυο να παίρνη την ψυχή του."
Κ' επήγαν κ' επαλέψανε 'ς τα μαρμαρένια αλώνια,
κι' όθε χτυπάει ο Διγενής, το αίμα αυλάκι κάνει,
κι' όθε χτυπάει ό Χάροντας, το αίμα τράφο κάνει.
.
.
Του Μαυριανού και της αδερφής του
Εδά τραπέζιν όμορφο, με καμουχά στρωμένο.
Ο βασιλιάς κι ο Μαυριανός κι ο Μικροκωσταντίνος
αντάμα τρώγαν κι έπιναν στου πλάτανου την ρίζα.
Κι αθιβολές δεν είχανε κι αθιβολές έφεραν
απάνω για τις όμορφες και για τις τιμημένες
Εκεί έφερε κι ο Μαυριανός παίνεμα τς αδερφής του.
«Ωσάν το ρόδο τ’ ανοιχτό, το μανουσάκι τ’ άσπρο,
έχω κι εγώ μιαν αδερφή, μ’ αλήθεια δεν πλανιέται.»
Κι ο βασιλιάς σαν τ’ άκουσε γυρίζει και του λέει.
«Αν την πλανέσω, Μαυριανέ, τι στοίχημα θα χάσεις;»
«Αν την πλάνεσεις, βασιλιά, πάρε μου το κεφάλι,
μα πάλι κι α δεν πλανεθεί, τι είναι το στοίχημα σου;»
«Βάνω το βασιλίκι μου με την χρυσή κορώνα.»
Εννιά μουλάρια εφόρτωσεν ασήμι και λογάρι,
της Αρετής τα προβοδά με τον επιστολάρη
«Καλό στο νιο που τα ’φερε, να ζήσει όπου τα στέλνει,
ο Μαυριανός να α’ναι καλά και θα τα ξαντιμέψει.»
Ο ρήγας που σ’ αγάπησε ξαντίμεμα δε θέλει,
μόν’ τα στείλε για να σε ιδεί, δυο λόγια να σου κρίνει.»
Άμε, χαιρέτα μού τονε, κι όποτε θέλει ας έρθει.»
Άκουσε η κόρη τους σκοπούς, την πονηριά γνωρίζει,
τα χέρια της κάνει σταυρό στης βάγιας της πηγαίνει.
«Εσύ είσαι, βάγια, η μάνα μου, εσύ είσαι κι η αδερφή μου,
εσύ πρωταξαδέρφη μου, τώρα να με τίμησες.
Έλα, βάγια μου, συ κυρά, κι εγώ βάγια δική σου,
έμπα, βάγια, στην κάμαρη, κι εγώ στο μαγερειό σου,
τα ρούχα μου τα νυφικά εσένα να τα δώσω,
την κλίνη μου την νυφικιά εσένα να την στρώσω,
κι ό,τι σού κάνει ο βασιλιάς όλα να τα ’πομείνεις,
το χάρισμα του βασιλιά δικό σου ν’ απομείνει.»
«Εγώ βάγια γεννήθηκα και βάγια θα πεθάνω
και βάγια θα τον αρνηστώ τον κόσμο τον απάνω.»
Σταυρό δένει τα χέρια της στην δούλα της πηγαίνει.
«Δούλα χρυσή, δούλα αργυρή, δούλα μ’ αγαπημένη,
για βγάλε συ τα ρούχα σου και βάλε τα δικά μου,
και σύρε νύχτα πλάγιασε στην ιδική μου κλίνη,
βραδύ θε νά ’ρθει ο βασιλιάς να κοιμηθείτε αντάμα.»
«Εγώ δούλα γεννήθηκα κι ό,τι μου πεις θα κάμω,
δώ’ μου, κυρά, τα ρούχα σου και πάρε τα δικά μου.»
Παίρνει η κυρά τα ρούχα της και βάνει τα δικά της,
της δένει την πλεξούδα της με το μαργαριτάρι,
της βάνει και στο δάχτυλο ν-όμορφο δαχτυλίδι,
της στρώνει το κρεβάτι της με τα χρυσά σεντόνια,
και βάνει για προσκέφαλο τ’ άστρα με το φεγγάρι.
«Δούλα, κι αν είσαι δούλα μου κι αν είμαι εγώ δική σου,
ό,τι σου κάμει ο βασιλιάς, όλα να τα ’πομείνεις,
κι α σου μιλήσει, μη μιλείς, κι αν κρίνει, μην του κρίνεις.»
Ακόμη ο λόγος έστεκε κι ο βασιλιάς προβαίνει,
με σείσμα και με λύγισμα την σκάλα ν-ανεβαίνει,
κι από το χέρι την αρπά, στην κάμερα την βάνει
Από βραδίς επαίζανε με γέλια, με κανάκια,
και μέσα στα μεσάνυχτα και τις γλυκές αυγίτσες,
της παίρνει από το δάχτυλο τ’ ώριο το δαχτυλίδι,
κόβει και την πλεξούδα της με το μαργαριτάρι,
και παίρνει τα και βάνει τα σ’ ολόχρυσο μαντήλι
Και την αυγή χαρούμενος στο φόρο κατεβαίνει.
«Γεια σας, χαρά σας, άρχοντες κι όλο τ’ αρχοντολόγι.
Πού είν’ αυτός ο Μαυριανός, ο πολυπαινεσιάρης,
πο’ ’χει την τίμια ν-αδερφή, π’ αλήθεια δεν πλανιέται;
Εδώ είναι τα σημάδια μου, εδώ κι η απόφαση μου.»
Επήρανε το Μαυριανό να πά’ να τον κρεμάσουν.
«Φέρτε την αδερφούλα μου για την απόφαση μου.»
Μαντάτα πάνε κι έρχουνται στης Αρετής την πόρτα,
στο φόρο για να κατεβεί, τι ο Μαυριανός χαλιέται.
Εντύθηκε, στολίστηκε, στο φόρο κατεβαίνει
Χίλιοι κρατούν το φόρεμα, χίλιοι τον καμουχά της,
τριακόσιοι το μαγνάδι της, να μην την κάψει ο ήλιος.
«Γεια σας, χαρά σας, άρχοντες κι όλο τ’ αρχοντολόγι.
Αυτόνε με τα κόκκινα ποτέ μου δεν τον είδα.»
«Δε μ’ είδες, δε με γνώρισες, μια χιλιοπομπεμένη,
που ψες εβραδιαστήκαμε σ’ ένα προσκεφαλάδι;
Από βραδίς επαίζαμε με γέλια, με κανάκια,
και μέσα στα μεσάνυχτα και τις γλυκιές αυγίτσες,
της κόβω την πλεξούδα της με το μαργαριτάρι,
της παίρνω από το δάχτυλο τ’ ώριο το δαχτυλίδι.»
Σειέται, λυγιέται η λυγερή, γεμίζει η γης λουλούδια.
«Ποιανής λείπει η πλεξούδα της με το μαργαριτάρι;»
Και πάλι ματασείστηκε, γεμίζει η γης ζαφείρια.
«Ποιανής από το δάχτυλο λείπει το δαχτυλίδι;
Για ιδέτε, σεις οι άρχοντες κι όλο τ’ αρχοντολόγι,
λείπει το δαχτυλίδι μου και τα σγουρά μαλλιά μου
ή λείπει από τα μάγουλα η ροδοκοκκινάδα;
Ετότες να τον πνίξετε το Μαυριανό στη φούρκα,
κι εμέ τρίδιπλη βάλετε εις το λαιμό καδένα.
Μα σένα δε σου πρέπει πιο να ’χεις το βασιλίκι
Με την δουλεύτρα μου έπεσες και δούλος μου λογάσαι,
και πάρε το μουλάρι μας να πας να φέρεις ξύλα.»
.
.
Φαρίν εκαβαλίκευσε, πολλά ήτον ωραίον
η χήτη και το ουράδιν του με την χινέα βαμμένα
τα τέσσερα του ονύχια ασήμιν τσαπωμένα
το χαλινάριν της πλεκτόν με τα χρυσά λιλούδια.
Και η φορεσία της θαυμαστή ήτον, παραλλαγμένη.
Λουρίκιν αργυρόν φορεί δια λίθων πολυτίμων
και το κασσίδι χυμευτόν ήτον, παραλλαγμένον
με τα χρυσά μετώπια, με τους χρυσούς τους κόμπους.
τουβία οξυκάστορα με το μαργαριτάριν
και τα ποδηματίτσια της χρυσά διακεντισμένα
τα καύκαλα ήσαν χυμευτά και οι πτέρνες με τους λίθους..
.
.
Η μάνα η φόνισσα
Ο Ανδρόνικος εκίνησε να πάει λαφοκυνήγι,
εκίνησε κι ο Κωσταντής στο δάσκαλο να πάει,
το καλαμάρι αστόχησε, γυρίζει να το πάρει.
Βρίσκει την πόρτα ν-ανοιχτή, την πόρτα ν-ανοιγμένη,
βρίσκει την μάνα του αγκαλιά με ξένο παλικάρι
«Ας είναι, ας είναι, μάνα μου, κι α δε σ’ ομολογήσω,
κι α δεν το πω τ’ αφέντη μου, ν’ άδικοθανατίσω.»
«Τι είδες, μωρέ, και τι θα πεις και τι θα μολογήσεις;»
«Καλό είδα γω, καλό θα ειπώ, καλό θα μολογήσω,
κακό είδα γω, κακό θα ειπώ, κακό θα μολογήσω.»
Και με το μόσκο το πλανά και με τα λεφτοκάρυα,
και στο κελάρι το ’μπασε και σαν τ’ αρνί το σφάζει,
σα μακελάρης φυσικός του βγάζει το συκώτι.
Σ’ εννιά νερά το ξέπλυνε και ξεπλυμούς δεν είχε,
και πάλε το ξανάπλυνε και πάλι ν-αίμα στάζει
και στο τηγάνι το ’βαλε για να το τηγανίσει.
Και να σου κι ο ’Ανδρόνικος στους κάμπους καβαλάρης,
βροντομαχούν τα ρούχα του και λάμπουν τ’ άρματά του,
φέρνει τα λάφια ζωντανά, τ’ αγρίμια μερωμένα,
φέρνει κι ένα αλαφόπουλο του Κωσταντή παιχνίδι
Κοντοκρατεί το μαύρο του και τήνε χαιρετάει.
«Γεια σου, χαρά σου, ποθητή, και πού ’ναι ο Κωσταντής μας;»
«Τον έλουσα, τον άλλαξα, και στο σκολειό τον πήγα.»
Φτερνιά δίνει τ’ αλόγου του και στο σκολειό πηγαίνει.
«Δάσκαλε, πού ’ναι ο Κωσταντής και πού είναι το παιδί μου;»
«Δυο μέρες έχω να το ιδώ και τρεις να το διαβάσω.»
Φτερνιά δίνει τ’ αλόγου του, στο σπίτι του πηγαίνει.
«Γυναίκα, πού είναι ο Κωσταντής και πού είναι το παιδί μας;»
«Στης πεθεράς μου το ’στειλα, κι όπου κι αν είναι θά ’ρθει.»
Φτερνιά δίνει τ’ αλόγου του, στης μάνας του πηγαίνει
«Μάνα μου, πού είναι ο Κωσταντής και πού είναι το παιδί μου;»
«Έχω δυο μέρες να το ιδώ και τρεις να το φιλήσω,
κι α δεν το ιδώ ως το βραδύ θε να παραλοήσω.»
Φτερνιά δίνει τ’ αλόγου του στο σπίτι του πηγαίνει.
«Σκύλα, και πού είν’ ο Κωσταντής, ο μικροκωσταντίνος;»
«Κάπου παιγνίδι ν-εύρηκε και θέλα παιγνιδίζει.»
«Γυναίκα, βάλε μου να φάω, να φάω να γεματίσω,
να πάρω δίπλα τα βουνά, δίπλα τα καταράχια,
να πάω να βρω τον Κωσταντή, το φύτρο της καρδάς μου.»
Το συκωτάκι του ’βαλε σ’ ένα ασημένιο πιάτο
Πρώτη μπουκιά ν-οπού ’βαλε το συκωτάκι πήρε,
το συκωτάκι μίλησε, το συκωτάκι λέει.
«Αν είσαι σκύλος, φάε με, κι Οβριός απέταξέ με,
κι αν είσαι κι ο πατέρας μου, σκύψε και φίλησε με.»
Και την μπουκιά του απέλυσε, τρογύρω του κοιτάει,
εβούρκωσε η καρδούλα του, εμαύρισε το φως του,
τα δάκρυα τρέξαν ποταμός, κι εκόντεψε να πέσει.
Μα ν-αντρειώθη κι έσυρε το δαμασκί σπαθί του,
και στο λαιμό τής το βαλε, της κόβει το κεφάλι·
λιανά λιανά την έκοψε, στον ήλιο την απλώνει,
κι από τον ήλιο στο σακί, κι απ’ το σακί στο μύλο.
Κι ο μύλος εξεράλεθε κι η φτερωτή ετραγούδα.
«Άλεθε, μύλο μου, άλεθε κακής κούρβας κεφάλι,
κάνε τ’ αλεύρια κόκκινα και την πασπάλη μαύρη,
για να ’ρχουνται οι γραμματικοί να παίρνουν για μελάνι,
για να ’ρχουνται κι οι όμορφες να παίρνουν κοκκινάδι.»
.
.
Ο ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ ΚΙ Ο ΜΑΥΡΟΣ ΤΟΥ
Άρκοντες τρων και πίνουσι σε μαρμαρένη τάβλαν,
σε μαρμαρένη κι' αργυρή και σε μαλαματένη,
κι' ούλοι τρώσι και πίνουσι κι' αθιολή δε φέρνου,
κι' ο Κωσταντίνος ο μικρός ας εψιλοτραούει,
τ' ακράνη του τ' Ανδρόνικου, του νιου του παινεμένου.
"Μαύρος είσαι, μαύρα φορείς, μαύρο καβαλλικεύγεις.
Μαθθαίνεις το να περπατή, μαθθαίνεις το να δρέμη,
μαθθαίνεις το να έχεται τον όχλον του πολέμου,
μαθθαίνεις τον και της στεριάς ωσάν και του πελάου,
ξεχάνεις και της λυερής της γλυκοποθητής σου".
.
.
Eβράδυν, παλιοβράδυν κι ο ήλιος έδυσεν
κι ο ώρηος ο Γιαννάκος πάει στο 'ξύβουνο
στο 'ξύβουνο οπίσω έν' ένα πεγάδ',
εκεί έν' ο Γιαννάκος, αχ Γιαννάκο μου
δεμένος σκοτωμένος κι αναγνώριστος.
- Γιαννάκο μ’ να ’χες μάνα, να ’χες κι αδελφή,
να ’χες κι έναν καλίτσα και να σ' έκλαιγε.
- Έχω και καλομάνα, έχω κι αδελφή
έχω και μιαν καλίτσα, 'φάνην κι έρχεται,
με δυο παιδιά στο χέρι κι άλλο στην ποδιά,
με δυο μαύρα μαχαίρια συχνοδέρνεται.
- Δε στο ’λεγα Γιαννάκο μ’, αχ Γιαννάκο μου,
στον πόλεμο μη βγαίνεις και μην πολεμάς
ο Τούρκος πονηρός έν' και σκοτώνει σε,
τη νύχτα πολεμάει και σκορπίζει σε.
- Χίλιους Τούρκους εσκότωσα για το Χριστό
και άλλους πεντακόσιους για την Παναγιά.
Εμέν οι Τούρκοι κούμπωσαν και πιάσαν με,
ολημερίς με δέρνουν κι αναστάζουν με,
τη νύχτα με πετάζουν στα κρύα νερά.
Εκόψαν τα βραχιόνια τ’ ως τον κόμπου1 τους,
εκόψαν τα ποδάρια τ’ ως τα γόνατα.
.
.
Ο ΔΙΓΕΝΗΣ ΚΛΕΒΕΙ ΤΗΝ ΚΑΛΗ ΤΟΥ
Τρείς άρχοντες εκάτσασιν να φάσιν και να πιούσιν.
Συναφοράν εν είχασιν κι εξήγησιν κρατούσιν.
Άλλος ξηγάται για σπαθίν κι άλλος για κοντάριν,
ο τρίτος ο καλύτερος πάνω σ' αυλές ξηγάται:
- Πολλές αυλές εγύρισα, πολλές αυλές είν' που'δα,
σαν τ' Αλιάντρη την αυλή, καμίαν αυλήν δεν είδα.
Οι πόρτες είν' με το ψηφίν, οι τοίχοι με τον τόρνον,
στα παναθυροκάμαρα κρέμεται το λογάριν,
'ποπανωθιόν του λογαριού μια κόρη αγρισμένη,
επιάσασιν κι εδώκαν την του Γιάννη χαρτωμένην.
Κείνη του Γιάννη δεν πρέπει, του Διγενή είν' που πρέπει.
Κι ο Διγενής απεξωθιόν στέκει κι ακρολογάται
κλωτσία της πόρτας έδωκεν, εξώ 'ταν κι έσω βρέθη.
Και που τον είδαν άρχοντες, επροσηκώθηκάν του:
- Καλώς ήρτεν ο Διγενής να φά, να πιεί με τα μας.
- Εγώ δεν ήρτ' ο Διγενής να φα, να πιώ με τα σας.
Τρείς άρχοντες εκάτσατε, να φάτε και να πιείτε,
συναφοράν δεν έχετε και ξήγησιν κρατείτε.
- Συναφοράν δεν έχομεν κι εξήγησιν κρατούμεν.
Κείνη του Γιάννη δεν πάει, μόνον της αφεντιάς σου.
Φτερνιστηρκά του μαύρου του, Χιλιοπαπού και πάει.
Και που 'δεν τον τον Διγενήν, επροσηκώθηκέν του:
-Καλώς ήρτεν ο Διγενής, να φα, να πιώ μετά σου,
μόνον ήρτα ο Διγενής, προξενητής να πάεις.
- Τα ρούχα μου ζαρώθηκαν και τ' άρματά μ' σκουριάσαν,
κι ο μαύρος μου είν' που κούτσανε, προξενητής δεν πάω.
Κι απολογάται ο Διγενής Χιλιοπαπού, και λέει:
- Τα ρούχα σου αν ζαρώθηκαν, δώ σου τα, τα δικά μου
τ' αρμάτά σου αν σκουριάσασιν, δω σου τα άρματά μου,
κι ο μαύρος αν εκούτσανε, τον μαύρο μου διώ σου
και πάλι σου, Χιλιοπαπού, προξενητής να πάεις.
Βγάζει, φορεί τα ρούχα του, ζώνεται τ' άρματά του,
πηδά κι εκαβαλίκεψε τον πέρκαλον τον μαύρον.
Φτερνιστηρκά του μαύρου του, στον Αλιάτρην πάει.
Και που'δαν τον οι άρχοντες επροσηκώθηκάν του:
- Καλώς ήρτες, Χιλιοπαπού, να φας, να πιείς με τα μας,
να φάεις άγρην του λαγού, να φας οφτόν περδίκιν,
να φας αγριοκρέμυδο να τρών αντρειωμένοι,
να πιείς γλυκόποτον κρασίν σε' γείαν του αντρογύνου.
- Εγώ δεν ήρτ' Χιλιοπαπού να φάω, να πιώ με τα σας,
ο Διγενής είν' που μ' έπεψε, προξενητής για να 'ρθω.
Κι απολογάτ' η μάνα της, τούτον τον λόγον λέει:
- Η μάνα του είν' Σαρακηνή κι ο κύρης του Οβραίος,
και κείνος είν' πολλογύριστος, γαμπρόν δεν τόνε θέλω.
Κι απολογάτ' ο κήρης της, τούτον τον λόγον λέει:
- Μάνα που την εγέννησεν θε να γεννήσει κι άλλες,
και κύρς που την έσπειρεν, θε να σπείρει και άλλες,
και πάλ' εγώ τον Διγενήν γαμπρόν θε να τον κάμω.
Φτερνιστηρκά Χιλιοπαπούς, στου Διγενή και πάει
και που τον είδεν ο Διγενής, πολλές χαρές εμπαίνει:
- Καλώς ήρτες, Χιλιοπαπού, με τα καλά μαντάτα,
- Καλώς ήρτε Χιλιοποαπούς, με τα κακά μαντάτα.
Και κεί χαμαί ο Διγενής αγριώθη κι εθυμώθη:
- Κατέβα, βρε Χιλιοπαπού, απο τον μαύρο κάτω,
τα ρούχα μ' είν' που ζάρωσες και τ' άρματά μου σκουριάσες,
τον μαύρον είν' που κάτσανες και τώρα ίντα να κάμω;
.
.
Απόμεινέ μου, Διγενή, για να σου παραγγείλω,
και πιάσε τούτο το στρατίν, τούτο το μονοπάτιν,
το μονοπάτιν βγάλει σε κεί πάνου στο λοφάκιν,
Έχει πευκάκια όμορφα, και κόψε ένα πευκάριν,
και κάτσε και πελέκα το ένα καλόν βιολάριν,
και παίζε το και γαληνά, και γαληνά τραγούδα,
και τα πουλιά του ουρανού πάσι με τα σου ούλα,
κι η κόρη θε να γελαστεί, να βγεί στο παραθύριν.
Κι αν είσ' άξιος κι απότολμος, αρπάσεις την και φεύγεις.
Έτσι σαν του'πεν, έκαμεν, ωσάν του παραγγέλλει,
και πιάνει ούλον το στρατίν, ούλον το μονοπάτιν,
το μονοπάτιν βγάλεν σε κεί πάνω στο λοφάκιν,
έχει πευκάκια όμορφα και κόψ' ένα πευκάριν
και κάτσε και πελέκα το ένα καλόν βιολάριν,
και παίζε το και γαληνά, και γαληνά τραγούδα,
και τα πουλιά του ουρανού πάνε με τα σου ούλα
κι η κόρη θε να γελαστεί να βγεί στο παραθύριν
και κείνος ήταν άξιος αρπάζει την και φεύγει.
Άλλοι μαχαίρια πιάσασι και άλλοι με τες πάλες,
κι εβρίσκει πέτρες ριζιμιές, στέκεται και πεζεύει
στέκεται διαλογίζεται ατός του και απατός του:
"Να μην την πάρω με σπαθίν κι είν' αντροπή δική μου".
"Μην έχ' η πέτρα δράκοντα και βγεί και φά την κόρην;
Γροθιάν της πέτρας έδωκε κι εβγήκεν ένας δράκος
μία μπαστουνιάν έδωκέν του και στραβομασελλίζει;
-"Έβλεπε δράκοντ' έβλεπε, έβλεπε την κυράν του"
Φτερνιστηρκά του μαύρου του στον Αλιάντρη πάει,
στο γύρισμα τ' απάρου του ρτόνει την πεθεράν του.
-"Κι απόμεινε, γαμπρούλη μου, να πάρεις τα προικιά της".
- Απροίκιστην την ήθελα κι απροίκιστην την παίρνω.
-"Η μάνα του είν' Σαρακηνή κι ο κύρης του Οβραίος,
και κείνος πολλογύριστος, γαμπρόν δεν τόνε θέλω".
Και μίαν σπαθιά της έδωκε την κεφαλήν της κόβει.
Στο γύρισμα τ' απάρου του ρτόνει τον πεθερόν του
-"Κι απόμεινε γαμπρούλη μου να πάρεις τα προικιά της"
-απροίκιστην την ήθελα κι απροίκιστην την παίρνω
"Καί δύνασαι, νεώτερε, να κατεβείς εις βίγλαν
και να διαβούν οι άρχοντες, με τον γαμπρόν, την νύφην,
και με όλον το φουσσάτον τους και εσύ να εμπής στην μέσην
να επάρεις την νεόνυμφον και εδώ να με την φέρεις;"
.
.
Στην Άρτα τ' άργανα βαρούν, στην Άρτα κάνουν γάμο,
ρηγόπουλο παντρεύεται, βασιλοπούλα παίρνει.
Όλο τον κόσμο κάλεσε, τη γη την οικουμένη,
το Δίγιανο δεν κάλεσε, 'πό την κακογνωμιά του,
γιατί σκοτώνει τους γαμπρούς και παίρνει τις νυφάδες.
Νάτος κι ο Γιάνος πόρχεται, νάτος κι ο Γιάνος που 'ρθε
και κατεβαίνει απ' τ' άλογο και βγάζει το σπαθί του,
και λέει στ' αρχοντόπουλο και στη βασιλοπούλα:
- Και ποιό γαμπρόν εσκότωσα και ποιά νύφην επήρα:
Φέρτε μου τώρα γλήγορα και μην χασομεράτε,
σαράντα λίτρες μάλαμα κι εφτά μαργαριτάρι,
να μην σκοτώσω τον γαμπρό, τη νύφη να μην πάρω.
.
.
ρίπτει το επιλούρικον, ήτο πολύς ο καύσων
και ο χιτών της Μαξιμούς υπήρχεν αραχνώδης
τα μέλη ταύτης ήστραπτον τα πάντα ως ακτίνες
και τα βυζία έσκυπτον ως ευθαλή τε μήλα
ετρώθη δε μου η ψυχή, ωραία γαρ υπήρχε,
και πάντα γαρ τα μέλη της έλαμπον ως καθρέπτης...
Και επέζευσα τον μαύρον μου και λύω τ' άρματά μου
και τα επεθύμα η Μαξιμού γοργόν της τα εποίκα.
Και απείτις τα έκαμα εγώ της Μαξιμούς της κούρβας
ευθύς εκαβαλλίκευσα και υπάγω εις το κοράσιον
και τότε της βεργόλικος άκου το τι της λέγω:
-Είδες ομμάτια μου καλά ανδραγαθίας τας εποίκα;
.
.
"Ουδέ τον Βάρδαν φοβούμαι τον Φωκάν, ουδέ τον Νικεφόρον
ουδέ τον Βαρυτράχηλον, ντο σπαθί κόφτ' έμπρου κι οπίσου..."
Κάβουρας εδρακόντεψε και τρώει τους αντρειωμένους,
τρώει το μαύρον τον Φουκά, τρώει το Νικηφόρο,
τρώνει τον Πετροτράχηλο, τον τρέμει η γής κι ο κόσμος
Πιάνει, καλεί τους φίλους του κι όλους τους αντρειωμένους:
-Να'ρθει ο Μηνάς, ο Μαυραλής, να'ρθει κι ο γιός του Δράκου,
να'ρθει κι ο Τρεμαντάχηλος που τρέμει η γη κι ο κόσμος
κι' ο Κωσταντίνος ο μικρός ας εψιλοτραούει,
τ' ακράνη του τ' Ανδρόνικου, του νιου του παινεμένου.
"Μαύρος είσαι, μαύρα φορείς, μαύρο καβαλλικεύγεις.
Μαθθαίνεις το να περπατή, μαθθαίνεις το να δρέμη,
μαθθαίνεις το να έχεται τον όχλον του πολέμου,
μαθθαίνεις τον και της στεριάς ωσάν και του πελάου
ξεχάνεις και της λυερής της γλυκοποθητής σου"...
.
.
Σαρακενός εκείτουτα σε σιδερένιο στρώμα,
σε σιδερένιο πάπλωμα, σε σιδερό σεντόνι
και ψυχομάχιε το σκυλί κι εσειούταν το σεράι
και το φουσάτο του'τρεμε, ποιός να τονε ρωτήσει.
Κι ένας μικρός γιανίτσαρος πάει και τον ρωτάει.
Τρείς λεβαντιέρες έκαμε, κι εμπρός του γονατίζει:
- Για πέ μ' εσύ, Σαρακενέ, ποιά'ναιν η αρρωστιά σου;
- Ευκήν έχω της μάνας μου κι ευκήν 'πό του κυρού μου
κι ευκήν του πρώτου μου αδερφού, να μη το μολοήσω,
μα τώρα που με ρώτησες, θα σου το μολοήσω.
Το μαύρο μου χαλίνωσα, κι ήβγα να σεργιανίσω,
κι ο μαύρος μου ήταν γλήρρος κι ήταν και παιχνιδιάρης,
κι επήε με κατέβασε σ' ένα κομπολειβάδι,
κι είχε μια τέντα κόκκινη καταμεσίς στον κάμπο.
Θέε μου, και πώς έμπρεπεν η τέντα στο λειβάδι
Τούρκικα έριξα φωνή, δε μ' επηλοηθήκα.
Ρωμάικα έριξα φωνή, δε μ' επηλοηθήκα.
Πασαπιστής εφώναξα, δε μ' επηλοηθήκα.
Σύρνω τα τεντοπάλουκα και μπαίνω μέσ' στην τέντα.
Θωρώ 'να νιό και κάθονταν, ανήλιο παληκάρι,
ανήλιο κι αμουστάκωτο, κι επάνω στην αντρειά του
κι εκράτιεν και στα γόνατα μια λυγερή κοπέλα.
Καλώς τον το Σαρακενό, να φά, να πιεί μετά μας!
Βγάζει και δίνει μου κρασί κι αφράτο παξιμάδι.
Βγάζω και δίνω του ξυλιάν επάνω στο βραχιόνι.
Να'ταν βουνόν, εγκρέμουν το, δέντρο, ξερίζωνά το,
να' ταν και πετροκάραβον, αναποδογύριζά το,
κι εκείνο τ' άπιστο σκυλί, τίποτε δεν του φάνη,
και παίρνει το ματσούκι του στο δυνατό του χέρι
και δίνει μιά το μαύρο μου και μιά τον καβαλάρη.
Σήμερον έχω εννιά μήνες κείτουμαι στο κλινάρι.
.
.
ΤΟΥ ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΥ
Εγώ είμ' ο Θεοφύλαχτος, ο γιός του Μαστραγκύλα,
που σκότωσα τον κύρη σου και πήρα το λαό του,
χίλια χωριά του ξάλειψα και δεκαπέντε χώρες
Ο Βασιλιάς Αλέξανδρος Αλεξαντροπολίτης
έκαμεν μιαν γιορτή μικρή και μια γιορτή μεγάλη,
έκαμε μιαν τ' άη Γιωργιού και μίαν τ' άη Μάμα.
Εκάλεσεν τους άρχοντες κι όλο τ' αρχοντολόι
εκάλεσε και τους φτωχούς κι όλο το φτωχολόι.
Τραπέζιν που τους έβαλε και κάτσασι να φάσιν,
απολογάτ' ο βασιλιάς τούτον το λόγο λέει:
- Ποιός πάει πέρα στο Περόν, στο μέγα σουλτανίκι
να πάρει τούτο το χαρτί, να φέρει αντιχάρτι
να κάμει δίκιον πόλεμο να ξακουστεί στον κόσμο;
Και κει χαμαί Θεοφύλαχτος αγριώθη και θυμώθη,
κλωτσιάν της τάβλας έδωκεν, στα πόδια του εβρέθη;
- Ούλα για μένα τα λαλείς ούλα για με τα λέεις,
και φέρτε μου τον μαύρον μου τον πετροκαταλύτη,
και καταλυέι τα σίδερα και πίνει τον Αφράτη,
οπού πατά τα μάρμαρα και κουρνιαχτούς δε βγάζει
και φέρτε το σπαθάκι μου το περευλογημένο,
όθε να μπεί στον πόλεμο βγαίνει μακελωμένο,
φέρτε μου το κοντάρι μου, που 'ν ' άη Γιώργης πάνου,
φέρτε μου το ματσούκι μου, που 'ν' άη Μάμας πάνου.
Πηδά και καβαλίκεψεν το πέρκαλον τον μαύρο
κι ώστε να πει έχετε γειάν, επήγε χίλια μίλια
κι ώστε ν πούσι στο καλόν, επήγεν άλλα χίλια.
Φτερνιστηρκά του μαύρου του και μπαίνει στο φουσάτο
την άκραν άκραν πήγαινε κι οι μέσες καταλνούνταν,
την μέση μέση πήγαινε κι οι ν' άκρες λιγοστεύαν.
Παλεύγει τρία μερόνυχτα, παλεύγει τρείς ημέρες,
ο μαύρος του απόστασε και κείνος εβαρέθη.
Φτερνιστηρκά του μαύρου του, βγαίν' απο το φουσάτο,
και βρίσκει πέτρα ριζιμιά και γέρνει και πεζεύει.
Γροθιάν της πέτρας έδωκε κι ανοίξαν πέντε βρύσες
κι έπιασε με την δράκαν του και πότε τον μαύρο
και μπήγει το κοντάριν του, κάμνει οσκιόν και πέφτει
ανοίγει τες αγκάλες του και το θεό δοξάζει:
- Θεέ, κι αν είμαι πλάσμα σου, Χριστέ κι επακεσέν του,
έδωσε και διανάφανεν αρφός του Αλιάντρης.
Απο μακριά φωνάζει του, απο κοντά λαλεί του:
- Εγλέπ, εγλέπ' αρφούλη μου, αρφούλη μ' Αλιάντρη,
στο γύρισμα του μαύρου σου, στο κλώσμα του σπαθιού σου,
έχει μικρά Σαρακηνά, γέροντες αρκουδιώντες,
και στήνουν τα βροχόλουρα και γλέπου να σε πιάσουν.
Φτερνιστηρκά του μαύρου του και μπαίνει στο φουσάτο
την άκραν άκραν πάγαινε κι οι μέσες καταλνούνταν
τες μέσες μέσες έπιανε κι οι μέσες λιγοστεύαν.
Στο γύρισμα του μαύρου του, στο κλώσμα του σπαθιού του,
είχε μωρά Σαρακηνά, γέροντες αρκουδιώντες,
κι έστησαν τα βροχόλουρα, τον Αλιάντρη πιάνουν.
Έραψαν τα ματάκια του τρείς δίπλες το ραφίδι
εδέσασι τα χέρια του τρείς δίπλες τ' αλυσίδι
εβάλαν και στη ράχη του εννιά μοδιών μολύβι.
Και εκεί χαμαί Θεοφύλαχτος αγριώθη και θυμώθη
πηδά και καβαλίκεψεν τον πέρκαλον τον μαύρο
φτερνιστηρκά του μαύρου του, μπαίνει μες στο φουσάτο,
παλεύει τριά μερόνυχτα, παλεύει τρείς ημέρες
τις τρείς ημέρες έκοβεν ούλον μύτες και γλώσσες
οι μύτες εν τους δράκοντες, οι γλώσσες εν τους λεόντες,
στο γύρισμα τ' αλόγου του, στο κλώσμα του σπαθιού του,
είχε μωρά Σαρακηνά, γέροντες αρκουδιώντες,
κι έστησαν τα βροχόλουρα, Θεοφύλαχτον τον πιάνουν.
Έραψαν τα ματάκια του τρείς δίπλες το ραφίδι,
εδέσασι τα χέρια του τρείς δίπλες τ' αλυσίδι,
έβαλαν και στη ράχη του εννιά μοδιών μολύβι.
-Σύ είσ' ο Θεοφύλαχτος ο γιός του Μαστραγκύλα,
που σκότωσες τον κύρη του και πήρες το λαό του,
χίλια χωριά του ξάλειψες και δεκαπέντε χώρες;
- Εγώ είμ' ο Θεοφύλαχτος, ο γιός του Μαστραγκύλα,
που σκότωσα τον κύρη σου και πήρα το λαό του,
χίλια χωριά του ξάλειψα και δεκαπέντε χώρες.
Εκρόνοιξε τα μάτια του και κόπη το ραφίδιν,
έσφιξε τες αγκώνες του και κόπη τ' αλυσίδιν,
έγειρε και τη ράχη του κι έπεσε το μολύβιν,
απέσπασεν τ' αδέρφι του, που 'τον φυλακωμένο.
Παλεύει τριά μερόνυχτα, παλεύει τρείς ημέρες,
κι εκεί χαμαί 'δωκε χαρτί και πήρεν αντιχάρτι
Κι έκαμε δίκιον πόλεμον κι ακούστηκε στον κόσμο.
.
.
ΤΟΥ ΝΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΑΡΟΥ
Τρώτε και πίνετ', άρχοντες, κ' εγώ να σας δηγούμαι,
κ' εγώ να σάς εδηγηθώ για έναν αντρωμένο,
για ένα νιον, τον είδα γω 'ς τσοί κάμπους κ'εκυνήγα,
κυνήγα κ' ελαγώνευγεν ο νιος κι' αγριμολόγα.
'Σ το γλάκιο πιάνει ο νιος λαγό, 'ς τον πήδο πιάνει αγρίμι,
την πέρδικα την πλουμιστή οπίσω την αφήνει.
Μα ο Χάροντας επέρασε κ' ήτονε μανισμένος.
Έβγαλε, νιε, τα ρούχα σου και θέσε τάρματά σου,
δέσε τα χέρια σου σταυρό, να πάρω τη ψυχή σου.
-Δε βγάνω γω τα ρούχα μου, δε θέτω τάρματά μου,
μηδέ τα χέρια μου σταυρό, να πάρης τη ψυχή μου.
Μ' άντρας εσύ, άντρας κ' εγώ, κ' οι δυο καλ' αντρωμένοι,
κι' ας παμε να παλαίψωμε 'ς το σιδερόν αλώνι,
να μη ραΐσουν τα βουνά και να χαλάση η χώρα."
Και πάνε κι' απαλεύγανε 'ς το σιδερόν αλώνι.
Κ' εννιά φοραίς τον έβαλεν ο νιος το Χάρο κάτω.
Μ' απάνω εις τς εννιά φοραίς του Χάρο βαροφάνη.
Πιάνει το νιο 'που τα μαλλιά, χάμαις τον γονατίζει.
Άφις με, Χάρο, τα μαλλιά και πιάσ' μ' απού τη μέση,
και τοτεσάς σου δείχνω γω πώς ειν' τα παλληκάρια.
-Αποκειδά τα πιάνω γω ούλα τα παλληκάρια,
πιάνω κοπέλλαις όμορφαις, κι' άντρες πολεμιστάδες,
και πιάνω και μωρά παιδιά μαζί με τσοι μαννάδες."
.
.
"Δύνασαι επάρεις το ραβδίν και κατεβής εις βίγλαν
και να νηστεύσεις, νεώτερε, καν δεκαπέντε ημέρας
μηδέ να φας, μηδέ να πιείς μήδε ΄ύπνον να χορτάσεις..."
"Και εστάθην εγώ και έβλεπα το πότε θέλουν έρθει
και κτύπον άκουσα πολύν, μέγα των σκουταρίων
και εις την ψυχήν μου έλεγα -αυτοί ναι κι αποσώνουν..."
"Κάτω στες άκρες των ακρών, στον ακροκαλαμιώναν,
τζεί μέσα εν που γύριζα, τζιαί νύνταν τζιαί ήμεραν"
.
.
"Πτερνιστηρέαν τὸν μαῦρον του, ἄνω εἰς βουνὶν ἀνέβη,
φουσσᾶτον εἶδεν κ᾿ ἐγνώμιασεν ἀριφνισμὸν οὐκ ἔχει."
"Επήγε το Βλαχόπουλο στη βίγλα να βιγλίση.
Βλέπει Τουρκιά Σαρακηνους κι' Αράπηδες κουρσάρους,
οι κάμποι εγεμίζανε, τα πλάγια κοκκινίζαν. "
.
.
"πτερνιστηρέαν τὸν μαῦρον του, εἰς τὸν Σαρακηνὸν ὑπάγει,
καὶ σφόνδυλον τὸν ἔδωσε καὶ ἐξεσαγόνιασέ τον:
«Εἰπέ, μωρὲ Σαρακηνέ, ποῦ ἔναι τὰ φουσσᾶτα;»"
"όλες τις στράτες έπιασεν, όλα τα μονοπάτια
και μόνον ειν που φάνηκεν ένα μικρόν βοσκάριν.
Πρώτα χτυπάτου μουστουνιά κι ύστερον αρωτά τον:
-Μην είδες το Ξερόπουλον, μην είδες το φουσσάτον;"
.
.
ΤΟΥ ΑΡΜΟΥΡΗ
Σήμερον ἄλλος οὐρανός, σήμερον ἄλλη ἡμέρα,
σήμερον τὰ ἀρχοντόπουλα θέλουν καβαλλικεύσει·
μόνον τοῦ κὺρ Ἀρμούρη ὁ υἱὸς οὐδὲν καβαλλικεύει.
Καὶ τότε πάλε τὸ παιδὶν εἰς τὴν μάνναν του ὑπαγαίνει:
«Μάννα, νὰ πιχαρῇς τ᾿ ἀδέλφια μου,
νὰ ἰδῇς καὶ τὸν πατέρα μου, μάννα, ἂς καββαλικεύσω».
Καὶ τότε πάλιν ἡ μάννα τοῦ Ἀρμούρην συντυχαίνει:
«Ἐσὺ μικρὸς καὶ ἀνέλικον, καβάλλα δὲν σὲ πρέπει.
Ἀμμὴ ἂν θέλῃς, υἱὲ καλέ, διὰ νὰ καβαλλικεύσῃς,
ἀπάνω κρέμεται τὸ κοντάριν τοῦ πατρός σου,
τὸ ἅρπαξεν ὁ κύρης σου ἐκ τὴν Βαβυλωνίαν,
ἀπάνω κάτω ὁλόχρυσον διὰ λίθου μαργαριτάρι·
καὶ ἂν τὸ λυγίσῃς μιὰν φοράν, καὶ ἂν τὸ λυγίσῃς δύο,
καὶ ἂν τὸ λυγίσῃς τρεῖς φορές, τότε νὰ καβαλλικεύσῃς».
Καὶ τότε πάλε τὸ παιδίν, τὸ μικρὸν Ἀρμουροπούλιν,
κλαίοντας ἀνεβαίνει τὴν σκάλαν, γελῶντας κατεβαίνει.
Προτοῦ τὸ πιάσῃ ἐπιάνετον, προτοῦ τὸ σείσῃ ἐσειέτον,
εἰς τὸν βραχίονα του τό ῾δεσεν, ἐσείστη, ἐλυγίστη.
Καὶ τότε πάλιν τὸ παιδὶν εἰς τὴν μάνναν του ὑπαγαίνει.
«Θέλεις, θέλεις, μάννα μου, ὀμπρός σου νὰ τὸ τσακίσω;»
Καὶ τότε πάλιν ἡ μάννα του τοὺς ἄρχοντας ἐλάλει:
«Ἄμετε, ἰδέτε, οἱ ἄρχοντες, καὶ στρώσετε τὸν μαῦρον·
στρώσετε, χαλινώσετε, τὸν μαῦρον τοῦ πατρός του,
ὁποὺ ἔχει χρόνους δώδεκα, σιμὰ εἰς νερὸν οὐδὲν ἐπῆε,
ὁποὺ ἔχει χρόνους δώδεκα, οὐδὲν καβαλλικεύθη,
καὶ τρώγει τὸ καρφοπέταλον, στέκει παλουκουμένον».
Ἐδιέβησαν οἱ ἄρχοντες καὶ στρώνουν του τὸν μαῦρον,
ἔδωκεν εἰς τοὺς βραχίονες του καὶ εὑρέθη καβαλλάρης.
Ὥστε νὰ εἰπῇ «ἔχετε ὑγείαν», ἐδιέβη τριάντα μίλια,
ὥστε νὰ τὸν ἐπιλογηθοῦν, ἐδιέβη ἑξῆντα πέντε.
Ἐκεῖ ἐδιὲ καὶ ἀνεβοκατέβαινε ἀντίπερα τὸν Ἀφράτην,
ἀνέβη καὶ ἐκατέβη τον, καὶ πόρον οὐδὲν εὑρίσκει.
Σαρακηνὸς ἐστέκετον, στέκει, ἀναγελᾷ τον:
«Σαρακηνοὶ ἔχουσιν φαρία, ὁποὺ διώχνουν τοὺς ἀέρες,
τὴν φάσαν καὶ τὴν πέρδικα ἀπὸ πτεροῦ τὴν παίρνουν,
καὶ τὸν λαγὸν εἰς τὸν ἀνήφορον ἀπὸ δρομοῦ τὸν σώνουν,
κρατοῦν καὶ κολακεύουν τα καὶ ἐλεύθερα τὰ ἀφίνουν,
καὶ πάλε δὲ ὅταν τοὺς φανῇ, τρέχουσιν, πιάνουσίν τα,
καὶ τὸν Ἀφράτην ποταμὸν οὐκ ἠμποροῦν περᾶσαι,
καὶ ἐσὺ μὲ τὸ παρίππιν σου θέλεις νὰ τὸν περάσῃς;»
Τὸ νὰ τ᾿ ἀκούσῃ ὁ νεώτερος πολλὴν μανίαν ἐπῆρεν·
πτερνιστηρέαν τὸν μαῦρον του, διὰ νὰ περάσῃ πέρα.
Ἦταν ὁ Ἀφράτης δυνατός, ἦτον καὶ βουρκωμένος,
εἶχεν καὶ κύματα βαθέα, ἦτον καὶ ἀποχυμένος,
πτερνιστηρέαν τὸν μαῦρον του κρούει τον καὶ ὑπάγει,
στριγγιὰν φωνὴν ἀνέσυρεν, ὅσην καὶ ἂν ἐδυνέτον:
«Εὐχαριστῶ σε, Θεὲ καλέ, καὶ μυριοευχαριστῶ σε,
ἐσὺ μὲ ἐδῶκες τὴν ἀνδρείαν καὶ μὲ τὴν παίρνεις τώρα».
Τοῦ ἦλθε φωνὴ ἀγγελικὴ ἐξ οὐρανοῦ ἀπάνω:
«Καὶ μπῆξε τὸ κοντάρι σου εἰς τὴν φοινικέαν τὴν ρίζαν,
καὶ μπῆξε καὶ τὰ ροῦχα σου ὀμπρὸς εἰς τὸ μπροστοκούρβιν,
κέντεσε καὶ τὸν μαῦρον σου καὶ νὰ περάσῃς πέρα».
Πτερνιστηρέαν τὸν μαῦρον του κ᾿ ἐπέρασέ τον πέρα.
Ν᾿ ἀφήσῃ καν τὰ ροῦχα του ὁ νέος νὰ στεγνώσουν,
πτερνιστηρέαν τὸν μαῦρον του, εἰς τὸν Σαρακηνὸν ὑπάγει,
καὶ σφόνδυλον τὸν ἔδωσε καὶ ἐξεσαγόνιασέ τον:
«Εἰπέ, μωρὲ Σαρακηνέ, ποῦ ἔναι τὰ φουσσᾶτα;»
Καὶ τότε ὁ Σαρακηνὸς τοῦ Ἀρμούρη συντυχαίνει:
«Θεέ μου, σαλὰ ρωτήματα, τὰ ἔχουν οἱ ἀνδρειωμένοι,
πρῶτα νὰ κροῦν τὲς σφονδυλεὲς καὶ τότε νὰ ρωτοῦσιν.
Μὰ τὸν κὺρ ἥλιον τὸν γλυκύν, μὰ τὴν γλυκεῖαν του μάννα,
ἐψὲς ἐξεδιαλέχθημεν κἂν ἑκατὸν χιλιάδες,
ὅλοι καλοὶ καὶ ἐκλεκτοὶ πρασινοσκουταρᾶτοι,
ἔναι καὶ ἄνδρες δυνατοὶ οὐδὲ χιλίους φοβοῦνται,
οὐδὲ χιλίους, οὐδὲ μυρίους, οὐδὲ ὅσοι τοὺς ἀπαντήσουν».
Πτερνιστηρέαν τὸν μαῦρον του, ἄνω εἰς βουνὶν ἀνέβη,
φουσσᾶτον εἶδεν κ᾿ ἐγνώμιασεν ἀριφνισμὸν οὐκ ἔχει.
Καὶ τότε πάλε τὸ παιδὶν αναλογᾶται, λέγει:
«Ἂν τοὺς πηδήσω ἀρμάτωτους, πάντα καυχᾶσθαι θέλουν,
ὅτι τοὺς ηὗρα ἀρμάτωτους καὶ ἐπῆρα τους τὴ πρόβαν».
Στριγγιὰν φωνὴν ἐλάλησεν, ὅσον καὶ ἂν ἐδύνετον:
«Σαρακηνοί, ἀρματώνεσθε, σκυλιὰ μαγαρισμένα,
λουρικωθῆτε γλήγορα,
εἰς ἀπιστίαν μὴ τό ῾χετε ὅτι ἀπέρασεν ὁ Ἀρμούρης
ὁ Ἀρμουρόπουλος, τοῦ Ἀρμούρη ὁ υἱός, ὁ ἀρεύστης, ὁ ἀνδρειωμένος»
Μὰ τὸν κὺρ ἥλιον τὸν γλυκύν, μὰ τὴν γλυκείαν του μάννα,
ὅσ᾿ ἄστρη εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ φύλλα εἰς τὰ δένδρη,
οὕτως ἐκαταπέσασιν οἱ σέλλες εἰς τοὺς μαύρους.
Ἔστρωσαν καὶ ἐχαλίνωσαν, πηδοῦν, καβαλλικεύουν.
Καὶ τότε πάλιν τὸ παιδὶν καὶ αὐτὸ καλοταρίστη.
Ὡραῖον σπαθίτζιν ἔσυρε ἀπὸ ἀργυρὸν φηκάριν,
εἰς τὸν οὐρανὸν τὸ ἀπέταξεν, εἰς τὸ χέριν του τὸ δέχθη.
Πτερνιστηρέαν τὸν μαῦρον του, ἐκεῖ κοντὰ ζυγώνει:
«Ἀπὸ τὸ γένος διαβῶ, ἂν σᾶς ἀλησμονήσω».
Καὶ συγκροτάει πόλεμον κοντά, ἀνδρειωμένα,
τὲς ἄκρες, ἄκρες ἔκοπτε, ἡ μέση ἐδαπανᾶτον.
Μὰ τὸν κὺρ ἥλιον τὸν γλυκύν, μὰ τὴν γλυκεῖαν του μάννα,
ὅλη μέρα τοὺς ἔκοπτε τὴν ἀνωποταμία,
καὶ ὅλη νύκτα τοὺς ἔκοπτε τὴν κατωποταμίαν.
Ἔθεσε καὶ ἀποθέσεν τους, κανέναν δὲν ἀφῆκε.
Ἀπέζεψε ὁ νεώτερος νὰ τὸν βαρήσῃ ὁ ἀέρας,
καὶ ἕνα Σαρακηνὸ σκυλίν, σκυλὶν μαγαρισμένον,
ἐγκρύμματα τὸν ἔβαλεν καὶ ἐπῆρε του τὸν μαῦρον,
ἐγκρύμματα τὸν ἔβαλε καὶ ἐπῆρε τὸ ραβδίν του.
Μὰ τὸν κὺρ ἥλιον γλυκύν, μὰ τὴν γλυκείαν του μάννα,
σαράντα μίλια τὸν ἐδίωχνε πεζὸς μὲ τὰ γονάτια,
καὶ ἄλλα σαράντα τέσσαρα πεζὸς μὲ τὸ λουρίκιμ,
ἐκεῖ τὸν ἐκατέφθασε εἰς τῆς Συρίας τὴν πόρταν,
καὶ ἐβγαίνει τὸ σπαθίτσι του καὶ παίρνει του τὸ χέριν:
«Ἄμε καὶ σύ, Σαρακηνέ, νὰ πῇς κ᾿ ἐσὺ μαντᾶτο».
Ὁ κύρης του ἔξω κάθητο εἰς τῆς φυλακῆς τὴν πόρταν,
τὸν μαῦρον του ἀνεγνώρισεν καὶ τὸ ραβδὶν τοῦ υἱοῦ του,
τὸν καβαλλάρην οὐδὲν θωρεῖ καὶ πὰ νὰ βγῇ ἡ ψυχή του.
Βαρέα βαρέα ἀναστέναξεν καὶ ἐσείστη ὁ πύργος ὅλος.
Καὶ τότε πάλιν ὁ ἀμιρᾶς τοὺς ἄρχοντες ἐλάλει:
«Ἄμετ᾿ ἰδέτε, οἱ ἄρχοντες, τί ἔχει καὶ ἀναστενάζει;
Ἂν ἔν τὸ γιόμα του κακόν, νὰ φάγῃ ἐκ τὸ δικό μου,
εἴτ ἔναι τὸ οἰνάριν του, νὰ πίῃ ἐκ τὸ δικό μου,
εἴτε βρωμᾷ ἡ φυλακή, νὰ τὴν μοσχοκαπνίσουν,
εἴτ᾿ εἶναι βαρέα τὰ σίδερα, νὰ τὰ λαφροκοπήσουν».
Καὶ τότε πάλε ὁ Ἀρμούρης τοὺς ἄρχοντας ἐλάλει:
«Οὐδ᾿ ἔν τὸ γιόμα μου κακόν, νὰ φάγω ἐκ τὸ δικόν του,
οὐδὲ τὸ οἰνάριν μου κακόν, νὰ πίω ἐκ τὸ δικόν του,
οὐδ᾿ ἔν βαρέα τὰ σίδερα, νὰ τὰ λαφροκοπήσουν.
Τὸν μαῦρον ἀνεγνώρισα καὶ τὸ ραβδὶν τοῦ υἱοῦ μου,
τὸν καβαλλάρην οὐδὲν θωρῶ καὶ ὑπὰ νὰ ἐβγῇ ἡ ψυχή μου».
Καὶ τότε πάλε ὁ ἀμιρᾶς τὸν Ἀρμούρην ἐλάλει:
«Καρτέρεσε, Ἀρμούρη μου, καρτέρεσε ὀλίγον,
νὰ δώσουν τὰ ὄργανα βαρέα, τὰ βούκινα μεγάλα,
νὰ μαζωχθῇ ἡ Βαβυλωνιὰ καὶ ὅλη ἡ Καππαδοκία,
καὶ ὅπου καὶ ἂν ἔνι ὁ υἱόκας σου
πιστάγκωνα καὶ ἐξάγκωνα ὀμπρός σου νὰ τὸν φέρουν.
Ἀνέμενε, ὁ Ἀρμούρης μου, ἀνέμενε ἄλλον ὀλίγον».
Καὶ ἔδωσαν τὰ ὄργανα βαρέα, τὰ βούκινα μεγάλα,
νὰ μαζωχθῇ ἡ Βαβυλωνία καὶ ἡ Καππαδοκία·
τινὰς οὐκ ἠμαζώνετον, μόνον ὁ κουτζοχέρης.
Καὶ τότε πάλιν ὁ ἀμιρᾶς τοῦ κουτζοχέρη ἐλάλει:
«Εἰπές, μωρὲ Σαρακηνέ, ποῦ ἔναι τὰ φουσσᾶτα;»
Καὶ τότε ὁ Σαρακηνὸς τὸν ἀμιρᾶν ἐλάλει:
«Ἀνέμενε, ὁ αὐθέντης μου, ἀνέμενε ἄλλον ὀλίγον,
νὰ φέρουν φῶς τὰ ὀμμάτια μου καὶ τῆς ψυχῆς μου ἀέρα,
νὰ μαχθῇ τὸ αἷμα μου εἰς τὸ καλόν μου χέριν,
καὶ τότε νὰ σ᾿ ἀφηγηθῶ τὸ ποῦ ἔναι τὰ φουσσᾶτα.
Μὰ τὴν ἀλήθειαν, ἄρχοντες, ἄστοχα σᾶς τὸ λέγω.
Ὀψὲς ἐξεδιαλέχθημεν κἂν ἑκατὸν χιλιάδες,
ὅλοι καλοὶ καὶ ἐκλεκτοὶ πρασινοσκουταρᾶτοι,
ἦσαν καὶ τέτοιοι ἀπὸ ἐκείνους, χιλίους οὐδὲν ἐφοβοῦνταν,
οὐδὲ χιλίους, οὐδὲ μυρίους, οὐδὲ ὅσοι τοὺς ἀπαντοῦσαν.
Μικρὸν παιδὶν ἐφάνηκεν ἀπάνω εἰς ἄγριον ὄρος,
στριγγίαν φωνὶτζαν ἔσυρεν, ὅσην καὶ ἂν ἐδυνέτον:
«Σαρακηνοί, ἀρματώνεσθε, σκυλία, λουρικωθῆτε,
εἰς ἀπιστίαν μὴ τὸ ἔχετε ὅτι ἀπέρασεν ὁ Ἀρμούρης,
ὁ Ἀρμουρόπουλος, τοῦ Ἀρμούρη ὁ υἱός, ὁ ἀρέστης, ὁ ἀνδρειωμένος».
Μὰ τὸν κὺρ ἥλιον τὸν γλυκύν, μὰ τὴν γλυκεῖαν του μάνναν,
ὅσα ἄστρα εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ φύλλα εἰς τὰ δένδρη,
οὕτως ἐκαταπέσασιν οἱ σέλλες εἰς τοὺς μαύρους.
Ἔστρωσαν κ᾿ ἐχαλίνωσαν, πηδοῦν, καβαλλικεύουν.
Καὶ τότε πάλι τὸ παιδὶν καὶ αὐτὸ καλοταρίστη.
Ὡραῖον σπαθίτζιν ἔσυρε ἀπ᾿ ἀργυρὸν φηκάριν,
εἰς τὸν οὐρανὸν τ᾿ ἀπέταξεν, εἰς τὸ χέριν του τὸ ἐδέχθη.
Πτερνιστηρέαν τὸν μαῦρον του ἐκεῖ κοντὰ ζυγώνει:
«Ἀπὸ τὸ γένος του διαβῶ, ἂν σᾶς ἀλησμονήσω.»
Τὲς ἄκρες ἄκρες ἔκοπτεν καὶ ἡ μέση ἐδαπανᾶτον.
Μὰ τὸν κὺρ ἥλιον τὸν γλυκύν, μὰ τὴν γλυκεῖαν του μάνναν,
ὅλη μέρα μᾶς ἔκοπτεν τὴν ἀνωποταμίαν,
καὶ ὅλη νύκτα μᾶς ἔκοπτε τὴν κατωποταμίαν.
Ἔθεσε καὶ ἀπόθεσεν μας, κανέναν οὐδὲν ἀφίνει.
Καὶ ἐπέζευσεν ὁ νεώτερος διὰ νὰ τὸν δώσῃ ὁ ἀέρας,
καὶ ἐγὼ ὡς καλὸς καὶ φρόνιμος ἐγκρύμματα τὸν βάνω,
ἐγκρύμματα τὸν ἔβαλα καὶ ἐπῆρα του τὸν μαῦρον.
Μὰ τὸν κὺρ ἥλιον τὸν γλυκύν, μὰ τὴν γλυκεῖαν του μάνναν,
σαράντα μίλια μὲ ἐδίωχνεν πεζὸς μὲ τὰ γονάτια,
καὶ ἄλλα σαράντα τέσσαρα πεζὸς μὲ τὸ λουρίκιν.
Ἐδῶ κοντὰ μὲ ἔφθασεν εἰς τῆς Συρίας τὴν πόρταν,
καὶ σύρνει τὸ σπαθίτσιν του καὶ παίρνει μου τὸ χέριν:
«Ἄμε καὶ ἐσύ, Σαρακηνέ, νὰ εἰπῇς κ᾿ ἐσὺ μαντᾶτον».
Καὶ τότε πάλιν ὁ ἀμιρᾶς τὸν Ἀρμούρην ἐλάλει:
«Καλὰ εἶναι αὐτά, ὁ Ἀρμούρης μου, τὰ κάμνει ὁ υἱός σου;»
Καὶ τότε πάλιν ὁ Ἀρμούρης μου ὡραῖον χαρτίτζιν γράφει,
μὲ τὸ πουλὶν τὸ ἔστειλεν, τ᾿ ὡραῖον χιλιδονάκι:
«Εἰπὲ τῆς σκύλας τὸν υἱόν, τῆς ἀνομίας τὸ τέκνον,
ὅπου εὕρῃ Σαρακηνὸν νὰ τὸν ἐλεημονᾶται,
μὴ λάχῃ εἰς τὰς χεῖρας τους καὶ ἐλεημοσύν᾿ οὐκ ἔχει».
Καὶ τότε πάλιν τὸ παιδὶν ὡραῖον χαρτίτζιν γράφει,
μὲ τὸ πουλὶν τὸ ἔστειλεν, τὸ ὡραῖον χιλιδονάκιν:
«Εἰπέτε τὸν αὐθέντη μου καὶ τὸν γλυκύν μου κύρην,
ἕως οὗ βλέπω τὰ ὁσπίτια μου διπλομανταλωμένα,
ἕως οὗ βλέπω τὴν μάνναν μου τὰ μαῦρα φορεσμένην,
καὶ ἐβλέπω καὶ τὰ ἀδέλφια μου τὰ μαῦρα φορεμένα,
ὅπου καὶ ἂν εὕρω Σαρακηνὸν τὸ αἷμα του νὰ πίνω.
Καὶ ἂν μὲ παραμανιώσουσιν, εἰς τὴν Συρίαν νὰ πέσω,
τὰ στενορύμια τῆς Συρίας κεφάλια νὰ γεμίσω,
τὰ ξηρορυάκια τῆς Συρίας αἷμα νὰ τὰ γεμίσω».
Τὸ νὰ τὰ ἀκούσῃ ὁ ἀμιρᾶς, πολλὰ τὸν ἐφοβήθη.
Καὶ τότε πάλε ὁ ἀμιρᾶς τοὺς ἄρχοντας ἐλάλει:
«Ἀμέτε, ἀμέτε, οἱ ἄρχοντες, ἐβγάλετε τὸν Ἀρμούρην,
καὶ ἀμέτε τον εἰς τὸ λουτρόν, διὰ νὰ λουστῇ ν᾿ ἀλλάξῃ,
εἰς τὸ γιόμαν μου τὸν φέρετε, νὰ φάγῃ μετ᾿ ἐμένα».
Ἐδιέβησαν οἱ ἄρχοντες καὶ ἐβγάνουν τὸν Ἀρμούρην,
ἐβγάνουν τονἐκ τὰ σίδερα καὶ ἐκ τὰ βαρέα χερόψια,
εἰς τὸ λουτρὸν ἐδιάβησαν κ᾿ ἐλούστη καὶ ἀλλάσσει,
εἰς τὸν ἀμιρᾶν ἐδιάβησαν κ᾿ ἐγεύθη μετ᾿ ἐκεῖνον.
Καὶ τότε πάλιν ὁ ἀμιρᾶς τὸν Ἀρμούρην ἐλάλει:
«Ἄμε, ἄμε, ὁ Ἀρμούρης μου, ἄμε εἰς τὰ γονικά σου,
καὶ παίδευε καὶ τὸ παιδίν, γαμπρὸν τὸν θέλω πάρει,
οὐδὲ εἰς τὴν ἀνεψίαν μου, οὐδὲ εἰς τὴν ἐξαδέλφην,
μόνον εἰς τὴν θυγατέρα μου, τὴν ἔχω φῶς καὶ μάτια.
Καὶ παίδευέ το τὸ παιδίν
ὅπου καὶ ἂν εὕρῃ Σαρακηνόν, νὰ τὸν ἐλεημονᾶται,
καὶ ἂν λάχῃ κέρδος τίποτες, ἀντάμα νὰ τὸ μοιράζουν,
καὶ νά ῾ναι ἀγαπημένοι».
Τον μαύρον του χαλίνωσε, πηδά καβαλλικεύει
κι ο μαύρος του τον έβγαλε απόξω από τον Πύργο.
δίνει του Πύργου μια κλωτσιά και πάγει μέσα κι όξω,
κι από το χέρι τον αρπά, στου βασιλιά τον πάει:
-Θωρείς αφέντη βασιλιά τούτον τον Κωνσταντίνο;
ήθεν του κάνεις τίποτε, κι ήθεν μου τον χαλάσεις,
εσέ και την βασίλισσα ήθελε να βοθρίσω
και την Κωνσταντινούπολιν χοίρους να την γεμίσω!
.
.
του γιου τ'Ανδρονικου
Ο βασιλιάς ηθέλησε να πάγει στο κυνήγι
μ' εξηπέντε άρχοντες, μ' ογδόντα παλληκάρια
με του Παπάνου τα παιδιά και με τον Κωνσταντίνον
Ολημερίς γυρίζουσιν κυνήγι δεν ευρήκαν
Εκεί στα κλινογέρματα. δυό ώρες για να βραδυάσει
θωρούν λιοντάρι κι έρχεται, λιοντάρι κατεβαίνει
κι ήλαμπεν το κεφάλιν του σαν το λαμπρόν φεγγάρι
κι οπίσω η ν-ουρίτσα του σαράντα κόμπους κάνει
κι ο κάθε κόμπος έγραφε : Σαράντα δε φοβούμαι.
Προς την μεριάν του Κωνσταντή χλιμηντηρά και πάγει.
Κι ο Κωνσταντής τον μαύρο του οπίσω τον γυρίζει.
-Μόλα Κώστα το μαύρο σου και στο λιοντάρι σύρε!
-Φοβούμαι, αφέντη βασιλιά, μην πας και με χαλάσεις...
-Μα τ΄αγικόρφι που βαστώ, και μα το χαϊμαλί μου,
μα την Κωνσταντινούπολιν, Κώστα μου, μη φοβάσαι...
Με τέσσερα το ήπιασε, με πέντε το ζουλίζει.
όσοι άρχοντες τον είδανε, αντιζηλέψανέ τον:
-Θωρείς αφέντη βασιλιά, τούτον τον Κωνσταντίνον;
αγάλι αγάλι να πιαστεί, αγάλι να τον δέσεις
κι αγάλια να τον βάλετε σε Πύργον Σιδερένιο
σε Πύργον Ολοσίδερο, βολυμοσκεπασμένον.
Και μια Λαμπρήν, μιαν Κεριακήν, μιαν έμορφην ημέραν,
αγάλια αγάλια πιάνουν τον, κι αγάλια δένουσίν τον
κι αγάλια παν και βάνουν τον σε Πύργον Σιδερένιον
σε Πύργον ολοσίδερον, βολυμοσκεπασμένον.
Κι ο αφέντης του προσγεύουνταν κάτω στην Βαβυλώνα
και το κρασίν οπού 'πινεν πολύ θολό του φάνη.
-Σήμερον τον υγιούκα μου, σήμερον τον υγιόν μου
σήμερον τον υγιούκα μου σε βρόχια τον εβάλαν,
σε βρόχια και σε σίδερα, σε φυλακές μεγάλες....
Τον μαύρον του χαλίνωσε, πηδά καβαλλικεύει
κι ο μαύρος του τον έβγαλε απόξω από τον Πύργο.
δίνει του Πύργου μια κλωτσιά και πάγει μέσα κι όξω,
κι από το χέρι τον αρπά, στου βασιλιά τον πάει:
-Θωρείς αφέντη βασιλιά τούτον τον Κωνσταντίνο;
ήθεν του κάνεις τίποτε, κι ήθεν μου τον χαλάσεις,
εσέ και την βασίλισσα ήθελε να βοθρίσω
και την Κωνσταντινούπολιν χοίρους να την γεμίσω!
.
.
Ο ΓΙΑΝΝΟΣ Τ΄ ΑΝΤΡΟΝΙΚΟΥ Ο ΓΙΟΣ
Κάτου στην άσπρη πέτρα και στο κρυό νερό,
εκεί κείτεται ο Γιάννος, τ' Αντρονίκου ο γιός,
κομμένος και σφαμένος κι ανεγνώριστος.
Το αίμα του σαν βρύση χύνονταν στη γης,
και γιατρεμό δεν είχεν η βαθιά πληγή.
Τούρκοι τον παραστέκουν και Ρωμιοί τον κλαίν,
κι απάρθενα κοράσια τον μοιρολογούν.
--Γιάννο μ', δεν είχες μάνα, μάνα κι αδερφή,
δεν είχες και γυναίκα, για να σ' έκλαιγεν;
--Θαρρώ πως είχα μάνα, μάνα κι αδερφή,
κι η δόλια η γυναίκα να την πόρχεται,
με δυό μαύρα λιθάρια στηθοδέρνοντας.
--Γιάννο μου, δε σου το είπα, δε σ' ορμήνευα,
με χίλιους μην τα βάνεις και μην πολεμάς;
--Σώπα καλέ γυναίκα, και ντροπιάζεις με.
Εγώ είμαι ο αντρειωμένος, τ' Αντρονίκου ο γιός,
που τρέμει ο κόσμος όλος κι όλα τα χωριά,
και τρέμουν τρείς πασάδες που πολέμαγα.
δεν ήταν μήτε πέντε, μήτε δεκαοχτώ,
εφτά χιλιάδες ήταν κι εγώ αμοναχός
κι απ' τις εφτά χιλιάδες ένας γλίτωσε,
που'χε λαγού πηλάλα, δράκου δύναμη,
και της αγριολαφίνας τα πηδήματα.
Στα νέφια νέφια πάει, στα νέφια περπατεί,
στον ουρανό πετούσε, στ' άστρη εχάνονταν.
Μιά σαϊτιά μου παίζει μέσα στην καρδιά,
τη δύναμή μου κόβει κι όλη την αντρειά.
.
.
Ο ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΑΝΤΡΟΝΙΚΟΥ
"Όλες οι τέντες κόκκινες και του κυρού σου μαύρη
κι αν δε σου 'μώσει τρεις φορές, μη γύρεις να πεζεύσεις..."
Κουρσεύουν οι Σαρακηνοί, κουρσεύουν οι Αραβίδες
κουρσεύουν τον Ανδρόνικον και παίρνουν την καλή του
εγγαστρωμένη εννιά μηνώ, στην ώρα να γεννήσει
Στη φυλακή το γέννησε, στα σίδερα το τρέφει
Η μάνα του το τάιζε ψυχούδια με το γάλα
η ΄μίρισσα το τάιζε ψυχούδια με το μέλι.
Η μάνα του του έλεγε: -Ά, υιέ μου τ' Ανδρονίκου!
κι η 'μίρισσα του έλεγε: -Α υιέ μου τ' Αμιρά σ'
Χρονιός επιάσε το σπαθί και διέτης το κοντάρι
κι όταν επάτησε τους τρεις, κρατιέται παλληκάρι
Εβγήκε, διαλαλήθηκε, κανένα δε φοβάται
μήτε τον Πέτρον τον Φωκάν, μήτε τον Νικηφόρον
μήτε τον Πετροτράχηλον, που τρέμει η γης κι ο κόσμος.
Κι αν είναι δίκιος πόλεμος, μήτε τον Κωνσταντίνον
Ετράβηξεν τον μαύρον του, πηδά καβαλλικεύει
Φτερνιστηριάν του χάρισε, ανω εις βουνίν εβγαίνει
Κι εβρίσκει τους Σαρακηνούς, δικίμιν επηδούσαν.
Δικίμιν που πηδάτ’ εσείς, πηδάνε κι οι γυναίκες
Κι όχι γυναίκες άτροφες, μόνον οι εγγαστρωμένες.
Οι μαύροι σας είναι εννιά κι ένας δικός μου δέκα
Δήστε κι εξαγκωνιάστε με τρεις δίπλες τ’ αλυσσίδι
Ράψετε τα ματάκια μου τρεις δίπλες το ραφίδι
βάρτε και στις μασκάλες μου τρικάνταρον μολύβι
και βάρτε και στα πόδια μου δυο σιδερένιες κλάπες
δια να ιδείτε πως πηδούν Ρωμαίοι παλληκάρια.
Δένουν κι εξαγκωνιάζουν τον με τρεις δίπλες τ’ αλυσσίδι
Ράβουν και τα ματάκια τουτρεις δίπλες το ραφίδι
βάζουν και στις μασκάλες του τρικάνταρον μολύβι
και βάζουν και στα πόδια του δυο σιδερένιες κλάπες
Αφού τούτα εκάμασι, Σαρακηνοί λαλούν του:
-Α βρε μωρόν κι ανέλικον, πάει η λευτεριά σου
Ξανοίγει τα ματάκια του,έκοψεν το ραφίδι
τινάσσει τα χεράκια του κι έκοψεν τ' αλυσσίδι
έσεισε τις μασχάλες του κι έπεσεν το μολύβι
και δυο πηδήματα έκαμεν, και έπεσαν οι κλάπες.
κι από τους μαύρους τους εννιά εβρέθη στον δικόν του
Φτερνιστηριάν του χάρισε, στον κάμπον κατεβαίνει
κι η μάνα του του έλεγε από το παραθύρι:
-Γιέ μου κι αν πας στον κύρη σου, στάσου να σ' ορμηνέψω:
Όλες οι τέντες κόκκινες και του κυρού σου μαύρη
κι αν δε σου 'μώσει τρεις φορές, μη γείρεις να πεζεύσεις.
Και σαν του είπεν έκαμεν και σαν του παραγγέλλει.
Όλες οι τέντες κόκκινες και του κυρού του μαύρη
και τρεις φορές την γύρισεν και πόρταν δεν εβρήκεν
και μ΄έναν κλώτσον δυνατόν, έξω ήταν μέσ' εβρέθη.
Ανδρόνικος που τον θωρεί, βγαίνει και χαιρετά του:
-Α βρε μωρόν κι ανέλικον, πόθεν έν η γενιά σου
και πόθεν έν η ρίζα σου και τα γεννετικά σου;
-Αν δε μου ΄μώσεις τρεις φορές, δεν γύρνω να πεζεύσω.
-Να σύρω το σπαθάκι μου, καλά θέλω σου 'μώσω
-Να σύρεις το σπαθάκι σου, έχω κι εγώ δικό μου.
-Αν πιάσω το κοντάριν μου, καλά θέλω σου 'μώσω
Άν πιάσεις το κοντάριν σου, έχω κι εγώ δικό μου.
-Μα το σπαθί που ζώνουμαι και κόφτει μπρος και πίσου
εις την καρδιά μου να μπηχτεί αν σε καταδικήσω
Ακρόγυρεν και πέζευσεν από τον μαύρον κάτω
Τότε καταρωτήσαν το πόθεν εν η γενιά του
και πόθεν εν η ρίζα του και τα γεννετικά του.
Κι αυτός απηλογήθην τους απ' την αρχή και λέει:
.
.
Κουρσεύουν οι Σαρακηνοί, κουρσεύουν οι Αραβίδες
κουρσεύουν τον Ανδρόνικον και παίρνουν την καλή του
εγγαστρωμένη εννιά μηνώ, στην ώρα να γεννήσει
Στη φυλακή το γέννησε, στα σίδερα το τρέφει
Η μάνα του το τάιζε ψυχούδια με το γάλα
η ΄μίρισσα το τάιζε ψυχούδια με το μέλι.
Η μάνα του του έλεγε: -Ά, υιέ μου τ' Ανδρονίκου
κι η 'μίρισσα του έλεγε: -Α υιέ μου τ' Αμιρά σ'
Χρονιός επιάσε το σπαθί και διέτης το κοντάρι
κι όταν επάτησε τους τρεις, κρατιέται παλληκάρι
Εβγήκε, διαλαλήθηκε, κανένα δε φοβάται
μήτε τον Πέτρον τον Φωκάν, μήτε τον Νικηφόρον
μήτε τον Πετροτράχηλον, που τρέμει η γης κι ο κόσμος.
Κι αν είναι δίκιος πόλεμος, μήτε τον Κωνσταντίνον
Ετράβηξεν τον μαύρον του, πηδά καβαλλικεύει
Φτερνιστηριάν του χάρισε, ανω εις βουνίν εβγαίνει
Κι εβρίσκει τους Σαρακηνούς, δικίμιν επηδούσαν.
Δικίμιν που πηδάτ’ εσείς, πηδάνε κι οι γυναίκες
Κι όχι γυναίκες άτροφες, μόνον οι εγγαστρωμένες.
Οι μαύροι σας είναι εννιά κι ένας δικός μου δέκα
Δήστε κι εξαγκωνιάστε με τρεις δίπλες τ’ αλυσσίδι
Ράψετε τα ματάκια μου τρεις δίπλες το ραφίδι
βάρτε και στις μασκάλες μου τρικάνταρον μολύβι
και βάρτε και στα πόδια μου δυο σιδερένιες κλάπες
δια να ιδείτε πως πηδούν Ρωμαίοι παλληκάρια.
Δένουν κι εξαγκωνιάζουν τον με τρεις δίπλες τ’ αλυσσίδι
Ράβουν και τα ματάκια τουτρεις δίπλες το ραφίδι
βάζουν και στις μασκάλες του τρικάνταρον μολύβι
και βάζουν και στα πόδια του δυο σιδερένιες κλάπες
Αφού τούτα εκάμασι, Σαρακηνοί λαλούν του:
-Α βρε μωρόν κι ανέλικον, πάει η λευτεριά σου!
Ξανοίγει τα ματάκια του,έκοψεν το ραφίδι
τινάσσει τα χεράκια του κι έκοψεν τ' αλυσσίδι
έσεισε τις μασχάλες του κι έπεσεν το μολύβι
και δυο πηδήματα έκαμεν, και έπεσαν οι κλάπες.
κι από τους μαύρους τους εννιά εβρέθη στον δικόν του
Φτερνιστηριάν του χάρισε, στον κάμπον κατεβαίνει
κι η μάνα του του έλεγε από το παραθύρι:
-Γιέ μου κι αν πας στον κύρη σου, στάσου να σ' ορμηνέψω:
Όλες οι τέντες κόκκινες και του κυρού σου μαύρη
κι αν δε σου 'μώσει τρεις φορές, μη γείρεις να πεζεύσεις.
Ανδρόνικος που τον θεωρεί, ελούσθη των κλαμάτων
σηκώνει τα χεράκια του και τον Θεόν δοξάζει:
Δοξάζω σε γλυκέ Θεέ, και δεύτερον και τρίτον
Οπού 'μουν μονοξίφτερος κι έκαμα δυο ξιφτέρια!!!
.
.
ΤΟΥ ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΥ
Οι Τούρκ' όνταν εκούρσευαν την Πόλ' την Ρωμανίαν
επάτνανε τα εγκλησιάς και παίρναν τα εικόνας
επαίρνανε χρουσά σταυρά κι αργύρεν μαστραπάδες
επήραν και την μάνα μ' σ' εμέν έμποδος έτον
Επήγεν και νεποίκε με σ' Εμίρ Αλή τα σκάλας
Εμέν αυτός πεσλέγεβεν με το μελ' με το γάλαν
με το μελίν με το γαλάν και με τ΄αρνί το κρέας.
Στα φανερά ταντάνιζεν στα κρύφα διαρμηνεύει.
-Υγιέ μ' αν ζεις και γίνεσαι στη Ρωμανίαν φύγον
εκεί χεν κυρ΄Αντρόνικον και αδελφόν Ξαντίνον.
Εγένετον ο Αιχμάλωτον, εγέντον κι ερματώθεν.
Επαίρεν τ' αλαφρόν σπαθίν κι ελλενικόν κοντάριν
τοιμάσκετ' ο αιχμάλωτον και τση δενής τη στράτα
-Αστρίτσια μ' χαμηλώσετεν, φεγγάρι μ' κάθα έλα
για δείξετέ με την στρατήν ντο πάει στη Ρωμανίαν..
Οι άστροι εχαμέλεναν, οι φέγγοι κάθα ήρθαν
εδείξαν ατον την στρατήν ντο πάει στη Ρωμανίαν
Ας το επαρακούρσεψεν, τα αίματα λουσμένος
κύρην κ' υγιόν απάντεσεν απάν στο σταυροδρόμι.
Ο κύρης εκοιμήθηκαν ο γιόκας εν στα ξύπνια.
Διαβαίν, καλημερίζ' ατόν, καλημεράν -κ επαίρεν κ,
έσυραν τα σπαθία τουν να κρούγνε τόνα τάλλο.
Τσακώθαν τα σπαθία τουν -κι κρούγνε τόνα τάλλο.
Έπιασαν τα κοντάρια τουν να κρούγνε τόνα τάλλο.
Τσακώθαν τα κοντάρια τουν, κι κρούγνε τόνα τάλλο.
έρχουνται κι αναταμούντανε και κρούγνε μουστουνίας.
Ας του μουστί το χτύπεμαν εγνέφιξεν ο κύρης ατ'
-Υιέ μ' εσέν κανείς ' κ εντώκεν σε εσέν κανείς 'κι κρούει
κατά π ελέπν τα ομάτια μου ατός έει σε και πάγει.
Για στα κι ας αρωτούμ' ατόν τα γονικά τ απόθεν.
Στον Θιό σ' στον Θιό σ' αιχμάλωτε. τα γονικά σ' απόθεν;
Οι Τούρκ' όνταν εκούρσευαν την Πόλ' την Ρωμανίαν
επάτνανε τα εγκλησιάς και παίρναν τα εικόνας
επαίρνανε χρουσά σταυρά κι αργύρεν μαστραπάδες
επήραν και την μάνα μ' σ' εμέν έμποδος έτον
Επήγεν και νεποίκε με σ' Εμίρ Αλή τα σκάλας...
- Παιδίν 'εμνε και εγέρασα, ζευγάρ' γεράκι ΄κ είχα
κι ατώρα ατ εγέρασα, ζευγάρ' γεράκια χτέθα.
Ας τη χαράν του ατό πολλά κατήβανε τα δάκρυα τ'.
κατήβανε τα δάκρυα ατ Καλομηνάν χαλάτσια.
Κλώσκεται στην ανατολήν κάμνει τρία μετάνοιας.
-Χριστέ μ' κι αν εκατέβαινεν το πέραγγα φουσσάτον
μουδέ πολλά μουδέ λιγόν, εννέα χιλιάδας,
να παίρναν τα γεράκια μου εγώ εκείνα ντούνα.
Το λόγον ατ' επλέρωσεν το λόγον ατ' εξείπεν
όνταν τερεί τα πέραγγα φουσσάτον κατεβαίνει
μουδέ πολλά μουδέ λιγόν, εννέα χιλιάδες.
επήρεν τα γεράκια του, εκείντς εκεί εντώκεν.
Εκεί που κρούει ο Ξάντινον το γαίμαν να πλαντάζει
Εκεί που κρούει ο αιχμάλωτον το γαίμαν ως τη γούλαν
-Οπίσ' οπίσ' Εμίρ Αλή, οπίσ κι εσέν με κρούω
Τ' ομμάτια μ' εθαμπούρωσαν και το σπαθί μ εσ' άφναν
Αν κρούγω και σκοτώνω σε θα λέγετ' εν φονέας.
'κι κρούω, 'κι σκοτώνω σε, θα λέγνε εφοβέθεν.
Καλλίον 'κι σκοτώνω σε κι ας λέγνε εφοβέθεν...
.
.
Του Διγενη Ακριτα
Σπίτι δεν τον εσκέπαζε, σπήλιο δεν τον εχώρει,
τα όρη εδιασκέλιζε, βουνού κορφαίς επήδα,
χαράκι' αμαδολόγανε και ριζιμιά ξεκούνειε.
'Σ το βίτσιμά πιανε πουλιά, 'ς το πέταμα γεράκια,
'ς το γλάκιο και 'ς το πήδημα τα λάφια και ταγρίμια.
πέζευσε σύντομα, γοργόν, να επάρεις το δερμάτιν
τα οδόντια και τα ονύχια όλων των ποδαρίων
κι απέκει άγωμέ τε τα τον Διγενήν Ακρίτην
να τα θεωρεί και α λάχει μας θυμάται
φαρίν εκαβαλλίκευσα, εξέβην εις τον κάμπον
νεώτερον υπήντησα εν Μεσοποταμία
εύμορφον, επιτήδειον, ανδρειωμένον άγαν
και το φαρί του μου άρεζεν, ηθέλησα να πάρω
ε'ίχον το βλέμμα εις φαρίν, ο νέος προς εμένα
Ήτον και μάλα εύμορφος, ανδρειωμένος άγαν
ολίγον με εκόμπωσεν και μ' έδωκεν ραβδέαν
και μετ αυτού του κρούσματος επήρεν το ραβδίν μου
και γράμματα μου έγραψε επάνω αιματωμένα
και των γραμμάτων η αρχή ήταν ο λόγος ούτος:
"Ακρίτα μην το λυπηθείς μηδε καρδίαν πονέσεις
εγω είμί εκ το πόδι σου ο λέων ο Αγκύλας
και δια σε ελήλυθα, δουλείαν ουκ είχον άλλην
το ζήτημά μου ετελείωσα και την ευχήν σου Ακρίτα
μάλλον και διηγήθητι τους απελάτας όλους
ότι Αγκύλας μ' έδωσε ραβδέαν μοι μεγάλην
και δεν με εθανάτωσεν τοιούτος ανδρειωμένος"
Τούτο ήταν το σύγγραμμα του θαυμαστού Αγκύλα
ως και πλησίον ήγγισα το έλαβον εξ εκείνου
και τώρα θελω να ειπώ τι έπαθεν εκείνος....
Πηδώ εκαβαλλίκευσα κρατώντας το ραβδίν μου
απήλθον εις την τενταν μου μετά μεγάλον πόνον
σκάλαν βαλών πέζευσα τον θαυμαστόν τον γριβαν
τα εξ αιμάτων γράμματα ανάγνωσα της ράβδου
(και) εννοιαζόμην πάντοτε πως να τον αποδώσω.
Χρόνον λοιπόν ετέλειωσα καί έσυρνέ με πόνος
και μετά την συμπλήρωσιν του εναντιου χρόνου
καθ' εαυτόν ενόμισα να τον ανταποδώσω
πηδώ και εκαβαλλίκευσα τον θαυμαστόν τον γρίβαν
ον επεθάρρουν πάντοτε εις τα ανδραγαθίας
εκράτουν την θαμπούραν μου ομού και το σκουτάριν
και το λιτόν μου το ραβδίν, πηγαίνω στον Αγκύλα
και οταν επλησιασα στο σπίτι του Αγκύλα
έκρουον την θαμπούραν μου και κιλαδούσα τότε
αρχή του μελωδήματος ήτον ο λόγος ούτος:
"εις ταύτα τα λαγκάδια εις ταύτας τας κλεισούρας
εις ταύτα τα κατάπετρα καλάς ραβδέας δίδουν
χαρίζουσιν οι ευγενείς, μάλλον δε οι ανδρείοι
εδάνεισαν κι εμέν ποτέ ραβδέαν ανδρειωμένην
και βούλομαι απόδοσιν εργάσασθαι δικαίαν
ώδε λοιπόν ελήλυθα ταύτην να αποδώσω"
Αγκύλας δε ως ήκουσεν ταύτα με προσφωνούντα
και προς το θάρροις το πολύ της συνηθείας τούτου
ελάλησεν το ιππάριν του. επάνω μου εκατέβη
Τον γρίβαν μου επιλάλησα κι ήρχισα να τον κρούω
στο μέτωπον τον έδωκα μικρήν ραβδέαν τότε
αυτίκα ευρέθη άφωνος πεσών εκ του φαρίου.
Τότε εγώ επέζευσα, κρατώ να τον εγείρω
στενάξας δε ο νεώτερος απέθανεν ευθέως.
πάω τζ' ηύρα τον Σαρατζήνον τζ' εθώρεν τον Αφρίτην
σαν το βουνόν εκάθετουν, σαν τ' όρος ετζοιμάτουν,
τζιαί πάνω στην ραχούλλαν του σσύλλος λαόν εβούραν,
πάνω στην τζεφαλλούλλαν του περτίτζια κακκαρίζαν,
τζιαί μέσα στα ρουθούνια του αππάρκα ξησταβλίζαν.
Που τον θωρεί ο Διενής, γιόν να τον κροφοήθην,
τζιαί στέκει θκιαλοΐζεται πως να τον σσαιρετίση.
- Ατ ' ας τον σσαιρετίσωμεν γιον πρέπει, γιον ταιρκάζει.
Τζιαί γεία σου, γεία, Σαρατζηνέ, γλεπάτουρε του τόπου,
νάκκον νέρον ερκάστηκα, τον μαύρον να ποτίσω.
Τούτος νερόν εζήτισεν, τζείνος σπαθίν εταύραν.
Ο Διενής ο γλήορος άρπαξεν το ραφτίν του,
τζιαί μιαν ξυλιάν του έδωκεν, τζιαί μιαν ξυλίαν του βκάλει
τσακκίζει τ' οκτώ κόκκαλους, τζιαί εξήτα δκυο παίες,
ξέβην ο νάχος της ραβκιάς εξήντα πέντε μίλια.
Άρκοντες εν που τρώασιν, μες του ρηός τα σπίθκια,
τζιαί την ξυλιάν ακούσασιν τζ' ούλλοι μπρουμουττιστήκαν.
Νάτον τζιαί τον γεροπαππούν που τζει χαμαί τζιαί ρέσσει.
- Τρώτε τζιαί πίννετ' άρκοντες, τίποτε μεν φοάστε,
τζ' ένι ξυλιά του Διενή, τζ' αλί τον που την έφαν,
τζιαί που την έφαν τζ' έζησεν καλόν το παλλικάριν.
Νάτον τζιαί τον Σαρατζηνόν τζ' έρκετουν κοντζυστώντα,
τζιαί που τες ποκοντζύστρες του, εσσειούνταν τα παλάθκια.
Τζ' άρκοντες πού πίννασιν γυρίζουν τζ' αρωτούν τον:
- Τζιαί πε μας, πε Σαρατζηνέ ίντα το τζετρισμά σου;
- Σαράντα γρόνους έγλεπα τον ποταμόν Αφρίτην,
μήτε πουλλίν εθκιάλλασσεν, μ' άθρωπος επέρναν,
τζ' ένας νερόν μού ζήτησεν τζιαί εγιώ νερόν εταύρουν,
τζοίνος απού' τον γλήορος, άρπαξεν το ραφτίν του
τζιαί μιαν ξυλιάν μου έδωκεν, τζιαί μιαν ξυλιάν μου βκάλλει
τσακκίζει μ' οκτώ κόκκαλους τζ' εξήντα δκυο παίες,
σηκούτε την κουτάλαν μου να δήτε την ραφκιάν μου.
Σηκώσαν την κουτάλαν του, τζ' εφάνην το βλαντζίν του,
τζιαί που τον πόνον τον πολλήν εβκέην η ψυσσιή του.
Και αφών τον εφοβήθηκεν η Οικουμένη όλη,
και Αμιράδας υπέταξε πολλούς και Αραβίτας
και αρχιληστάς εφόνευσε κι όλους τους απελάτας
και αφών απεμερίμνησεν το κρούειν και λαμβάνειν
και μέριμναν ουδέν είχεν περί άλλας εμνοστίας
έδοξεν τον νεώτερον εις κάμπον κατοικήσαι
και εκρέμασεν χρυσόκλωβα εις του δενδρού τους κλώνους
κι έχουν ωραίους ψιττακούς και κιλαδούν και λέγουν:
«Χαίρου Ακρίτη, χαίρου, μετά της ποθητής σου»
Εις το κουβούκλιν δε σιμά έμπροσθεν της φισκίνας
εις το αποσκίασμα του δενδρού ωραίον κρεβάτιν στέκει.
οι ρίζες ήταν σμάραγδοι και τα κανόνια κρύα
και τα ποδάρια ολόχρυσα, δια λίθων πολυτίμων
η μέση δε του κράβατου θεμένη οξύν μετάξιν
και κειται σαρακήνικον μεταξωτόν το πεύχιν
και απάνω κείται πιλωτόν, οξύν πρασινοβούλιν
και υφάπλωμα σωληνωτόν με τας χρυσάς νεράιδας
και κείται απάνω ο Διγενής πλάγιον ακουμπισμένος
και έμπροσθεν των γονάτων του κάθεται η ποθητή του
και τριγύρου του στέκουσιν τριακόσια παλληκάρια
και οι τριακόσιοι είν’ έμορφοι και κόκκινα φορούσιν
βαστούν σπαθία ολοψήφωτα και στέκουν έμπροσθέν του
τους είχεν πάντας φύλακας εις τας στενάς κλεισούρας
και εφύλαττον την Ρωμανίαν από τα βάρβαρα έθνη.
.
.
Νασάν την μάνναν που γεννά τα τράντα χρόνâ μίαν
Κι’ εφτάει υιόν τραντέλλεναν και νύφεν γαλαφόραν.
Εφτάει υιόν τραντέλλεναν, Ακρίταν ’ς σα ρα≤ία,
εβγαίν’ και πάει ’ς σον πόλεμον για την ελευθερίαν
.
.
Μοναχογιός ου Κωσταντής μικρός κι χαϊδεμένους,
έναν τουν έχει η μάνα του έναν κι κανακάρη.
Τουν έλουζι τουν χτένιζι κι στου σκουλειό τουν στέλνει,
κι ου δάσκαλος τουν διάβαζι γράμματα του μαθαίνει.
Μικρόν τουν αρρεβώνιασι μικρόν κι τουν παντρεύει,
μικρόν τουν αρματώσανι στουν πόλεμο τουν παίρνουν.
Αντρώθηκι ου Κώσταντης κι έγινε παλικάρι,
στη χώρα ήταν ξακουστός στη μάνα του καμάρι.
Τουν πρώτου χρόνου στου σπαθί του δεύτερου δουξάρι,
τουν τρίτουν(ι) καυκήστηκι κανέναν δεν φοβούμι.
.
.
ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΚΑΙ Ο ΑΝΤΡΕΙΩΜΕΝΟΣ
’Σ της Άι Μαρίνας τα βουνά, στης Εριβοιάς τους κάμπους,
εκεί που πέντε δεν πατάν και δέκα δεν διαβαίνουν,
εγώ μονάχος πέρασα πεζός κι αρματωμένος
με τετριμίδες στο σπαθί και φούντες στο ντουφέκι.
Εξήντα δράκους σκότωσα κ’ εξήντα λαβωμένους,
μόν’ ’πίτυχα κ’ ένα στοιχειό σε μια ψηλή ραχούλα,
πούχε σταυρό στα κέρατα, φεγγάρι στα καπούλια,
σείεται και σείονται τα βουνά, σείεται και σείονται οι κάμποι,
ταράζει τα ποδάρια του, τα δέντρα ξεριζώνει,
στριγκιά φωνήν εφώναξε, βογκάν βουνά και ράχες,
- Εδώ που πέντε δεν πατάν και δέκα δε διαβαίνουν,
τι χάλευες μοναχός σου πεζός κι αρματωμένος;
.
.
Του Διγενη
Εγέννησε τον Διγενή εκείνον τον ανδρείον
όστις την κλήσιν έλαβεν ταύτην εκ των γονέων,
εθνικός ήτον από πατρός εκ της φυλής του Άγαρ
ρωμαίος δε από μητρός εκ γένους των Δουκάδων
δια τούτο ωνομάσθηκεν Διγενής ο υιός των.
Ούτος τοίνυν ο θαυμαστός Βασίλειος ο Ακρίτης
παιδόθεν εις καθηγητήν παρά πατρός εδόθη,
και τρεις όλους ενιαυτούς μαθήμασι σχολάζων
τη του νοός οξύτητι πείραν έσχε γραμμάτων.
Ως πότε θέλω κυνηγάν λαγούδια και περδίκια;
Αυτά των χωριατών εισί του κυνηγού περδίκια.
Άρχοντες δε νεώτεροι και ευγενών παιδία
λέοντας και άρκους κυνηγούν και άλλα δεινά θηρία.
Και οι τριακόσιοι έμορφοι και κόκκινα φορούσιν.
Βαστούν σπαθία ολοψήφωτα και στέκουν εμπροσθέν του,
τους είχε πάντα φύλακας εις τας στενάς κλεισούρας,
και εφύλατταν την Ρωμανίαν από τα βάρβαρα έθνη.
’Εχε, φησίν, ώ τέκνον μου, όλην την Ρωμανίαν,
από βορράν ούν δίελθε μέχρι μερών των πάντων,
και έσο νυν τιμώμενος μετά και του λαού σου,
και χαίρω πάντα τα διπλά και μετά χρυσοβούλου,
τα κρατηθέντα προ καιρού κτήματα του σου πάππου,
έχε ταύτα αφαίρετα υπό της εξουσίας.
Και τούτο μηδέν άπιστον εξ υμών λογισθήτω,
μάρτυρα γε επαινετόν εις μέσον παραστήσω,
και μέγεθος πανθαύμαστον ισχύν γενναιοτάτην.
Και μάλλον δεύτερος Σαμψών αυτός επενοήθη.
Εκείνος γαρ ηρίστευσε χερσί λέοντος σχίσας,
ούτος δε πλήθος άπειρον απέκτεινεν λεόντων.
Παυσάσθω γράφειν Όμηρος και μύθους Αχιλλέως,
ωσαύτως και του Έκτωρος, άπερ εισί ψευδέα.
Αλέξανδρος ο Μακεδών δυνατός εν φρονήσει,
Θεόν τε έχον συνεργόν γέγονε κοσμοκράτωρ.
Αυτός δε φρόνημα στερρόν έχων θεόν επέγνω.
Επέκτητο δε μετ’αυτού ανδρείαν τε και τόλμην,
Φιλόπαππου του γέροντος, κιννάμου και Ιωαννάκη
ουδ’όλως έστιν άξιον τα αυτών καταλέγειν.
Ούτοι γαρ εκαυχήσαντο μηδέν πεποιηκότες,
τούτου δε πάντα αληθή και μεμαρτηρημένα.
Δωρίκιον πανθαυμαστόν και κατωχυρωμένον,
απάνω εις το λωρίκιον ιμάτιον εφόρει,
πολύτιμον και θαυμαστόν δια λιθομαργάρων
εν χειρί εφέρετο πάνυ ωραιομένον κοντάριον αραβίτικον,
βένετον χρυσωμένον,
σπαθίον περί την οσφύν, αρτάχιν εις την σέλλαν,
ασπίδα αργυρήν κρατών γύρωθεν χρυσωμένην,
μέσον δε είχε λέοντα ολόχρυσον εκ λίθου
Ταύτα, λοιπόν, ο θαυμαστός Ακρίτης εκτελέσας
και πύργον μέγαν τοις αυτοίς κτίσας ωραίον πάνυ,
το ύψος δε αμήχανον, παράδοξος η κτίσις.
Από γαρ γης τετράγωνος την άνω βάσιν είχεν
συνηρμοσμένην τε καλώς εκ πεπρισμένων λίθων
άνωθεν δε οκτάγωνος μετά λαμπρών θυρίδων.
Τοσαύτα πάντα ύψωσεν, όπως καλώς οράσθαι
χθόνα Συρίαν άπασαν την προς την Βαβυλώνα,
τους δε μακρόθεν βλέποντας την δόμησιν του οίκου
ως από της λευκότητος δοκείν χιόνα είναι.
Ο πύργος ουν κοχλοειδή έχων τον αναβάτην
ένοδον έφερε πολλήν.
Νόσω γαρ περιπέπτωκε πολλά χαλεπωτάτη,
και επί κλίνης έκειτο ωραίας χρυσοστρώτου,
καλέσας δε των ιατρών πολλούς ενδοξοτάτους
και πάσαν δοκιμάσαντες πείραν της επιστήμης
ουκ ωφελήσαι ίσχυσαν τω Διγενή Ακρίτα.
Εις δε την τρίτην την κακήν, την πολυπικραμένην ημέραν
τε του ιατρού ελθόντος προς εκείνον,
εκεί τον αποφάσισε ο θάνατος να έλθη,
και όσα κάνει δεν μπορεί τον θάνατο να φύγη,
διατί ο τροχός εσχόλασεν και το σκοινί εσώθη,
ο θάνατος τον έγραψεν στον άδην να τον πάρη
τους δρόμους τον απέκοψε πλέον να μην περάση,
οι κάμποι τούτον κλαίουσιν και τα βουνά θρηνούσι
και οι απελάτες χαίρονται τον θάνατον Ακρίτου,
όπως ελευθερώνονται εκ τούδε του ανδρείου.
Εκείνος αναστέναξε και έκλαιγε στην κλίνην με θρήνους
και με δάκρυα πικρά φαρμακωμένα
όπου ραΐσθην η καρδιά κ’εθάμπωσεν το φως του,
και ατόνισεν η δύναμις εκείνη η μεγάλη,
όπου ενίκα δυνατούς και ξέσχιζε λιοντάρια και άρκτους εδιέφθειρε
ομού και λεοπάρδους τα πάντα όλα είχεν τα
ως κονιορτόν αέρος ο δυνατός και ισχυρός Βασίλειος Ακρίτας,
ο θάνατος τον πολεμά εις το παλάτι μέσα.
Ω πάντερπνε, Βασίλειε, ο θάνατός σου ήλθεν
και το λοιπόν από του νυν όπλα ουδόλως έχεις.
Ανδρεία που σου άπειρος, ανείκαστος η τόλμη,
που δυναστεία η πολλή, που η του πλούτου δόξα;
Άρτι ουδείς εις θάνατον δύναται βοηθήσαι,
αι χείρες γαρ ελύθησαν, τα άθλα ου ποιούσαι,
οι πόδες εδεσμεύθησαν οι τας οδούς κρατούντες
ολίγον δε και η ψυχή του σώματος εκφεύγει
και τάφος σε τον δυνατόν μέσα να κλείσει θέλει.
Χάρε μ’, για έλα ας παλεύουμε στο χάλκινον τ’ αλώνιν,
αν εν’ και το νικάς μ’ εσύ, έπαρ’ την ψή μ’ και δέβα
αν εν και το νικίεσαι, θα παίρω και τον μαύρο σ’
.
.
Ακρίτες κάστρον έχτιζεν τριγύρω στα ραχία.
Απάν’ του κόσμου τα φυτά εκεί φερ’ και φυτεύει,
απάν’ του κόσμου τα πουλιά, εκεί παγ’νε, φωλεύν’ νε.
Ατά κηλάϊδναν κι έλεγαν, πάντα θα ζη ο Ακρίτας.
Κι έναν πουρνόν πουρνίτσικον και Κερεκήν ημέραν,
ατά κηλάϊδναν κι’ έλεγαν: Αύρô αποθάν’ Ακρίτας.
Αφήστεν τα πουλόπα μου, ας κηλαϊδούν κι’ ας χαίρουν,
ατά μικρά πουλόπα είν’ œ εξέρ’ νε να κηλαϊδούν’νε.
Όταν τερεί το πέραν κιαν, ο Χάρον κατηβαίνει.
Που πας, που πας, ναι Χάρε μου, και πας συχαρεμένα;
Έρθα να παίρω την ψυχή σ’, και πάγω χαρεμένα
Χάρε μ’, για έλα ας παλεύουμε στο χάλκινον τ’ αλώνιν.
αν εν και το νικάς μ’ εσύ, έπαρ’ την ψήν μ’ και δέβα.
Αν εν’ και το νικίεσαι, θα παίρω και τον μαύρο σ’.
Εξέβαν και επάλαιψαν, ενίκεσεν ο Χάρον,
Φέρτε με την φιλίντραν μουν, φέρτε με τα σιλάχι μ’,
φέρτε με το τοπούζιν μουν, ντο εν εξήντα οκάδες,
και τ’ άλλο το τοπούζιν μουν, ντο εν εξηνταπέντε.
Φέρ’ ν ατον το τοπούζιν ατ’, ντο εν’ εξήντα οκάδες
και τ’ άλλο το τοπούζιν ατ’, ντο εν’ εξηνταπέντε.
Αχπά κεται ο Ακρίτες μου να πάει να κυνηγεύει.
’Σ σό μεσοστράτ’ œ επρόφτασεν, ’ς σό μεσοστράτ’ œ επή(γ)εν,
επόνεσεν η κεφαλιά τ’, ταράζ’ν η καρδία ’τ’
και συντρομάζ’ν τα γόνατα ’τ’ και œ επορεί να πάγει.
Ακρίτες οπίσ’ κλώκεται και πικραναστενάζει:
Ναϊλλοί εμέν τον άκλερον, εγώ πώς θ’ αποθάνω.
Ας χαίρουνταν’νε τα ρα≤ä, ας ≤αίρουν τα θερία.
Ας έστεκα ψηλά ραχâ, ψηλά παρχαρομύτâ
να ’ποινα τα’ όρâ κι’ έκλαιγαν, τα ορμάνâ εμοιρολόγ’ναν.
Δέβα, καλίτσα μ’, στρώσον με θανατικόν κρεβάτιν.
Θέκον και στο κεφάλ’ν εμουν παραχαρί τ®ιτ®άκâ.
Δâβαίν’ η κάλια ’τ’ στρών’ ατον
Του®έκâ και γεργάνâ και θέκ’ και ’ς σο κεφάλ’ν ατ’
παραχαρί’ τ®ιτ®άκâ.
Καλή, αδά ντο έστρωσες αχάντâ και τριβόλâ
Ακούς, ακούς, Ακρίτα μου, ντο λέγ’ νε οι γειτονάδες;
Γιάννες λέει, παίρω τ’ άλογον και Γιώρις το τοπούζ’ν ατ’
Κι’ ο γέρον ο σαπόγερον λέγει, παίρω την κάλ’ν ατ’.
Γιάννες œ πρέπει τ’ άλογο μ’ και Γιώρις το τοπούζι μ’.
Τον γέρον τον σαπόγερον œ πρέπ’ τ’ εμόν η κάλη.
Και το τοπούζ’ν ατ’ έκαψεν και τ’ άλογον σκοτώνει.
Κόρ’, έλα α φτάμε ασπασμόν και τα αποχωρησίας.
Κλίσκεται κα’ να προ®κυνά τ’ Ακρίτα την καρδίαν.
Ατός την κόρην έγλυσεν την θαμαστήν την κόρην.
Οι δυ’ς μίαν επέθαναν οι δυ’ς μίαν έθαφταν.
.
.
Η γυναίκα του Μονόγιαννε.
Διψούν τα’ ελάφâ ’ς σα βουνά, τα ζαρκάδâ ’ς σα όρâ,
Διψά κι η διπλοθάλαμος, διψά τη Γιάννε η κάλη.
-Ε! πεθερά, έ! πεθερά, χουλιάρ’ νερόν, εκάγα:
-Την πεθερά σ’ μη λες ατο, πε ατο και τον Γιάννεν.
-Ε… Γιάννε μ’ και Μονόγιαννε μ’, χουλιάρ’ νερόν, εκάγα:
Κι’ ο Γιάννες, ο Μονόγιαννες, ο μαναχόν ο Γιάννες,
Ο Γιάννες επεπίρνιξεν και ’ς σο πεγάδ’ επήεν,
Γαργάριξεν η μαστραπά κι’ εγνέφιξεν ο δράκον
Κι εξέβεν δράκος άγγελος και θέλ’ να τρώει τον Γιάννεν.
-Καλώς, καλώς το πρόγεμα μ’, καλώς το δειλινάρι μ’,
καλώς ντο τρώγω και δειπνώ και κείμαι και κοιμούμαι.
-Παρακαλώ σε, δράκε μου, άφ’ σε με καν πέντε ημέρας,
πάω, ελέπω τον κύρη μου, έρχουμαι κι εσύ φά με.
-Αρ άμε, άμε, Γιάννε μου, άμε κι αγλήγορα έλα.
’Πήγεν ο Γιάννες κι έργεψεν, ο δράκον εθερέθεν,
όντες τερεί το πέραν κιαν, ο Γιάννες κατηβαίνει.
-Καλώς, καλώς το πρόγεμα μ’, καλώς το δειλινάρι μ’,
καλώς ντο τρώγω και δειπνώ και κείμαι και κοιμούμαι.
-Αφ’ σε με, δράκε, άφ’ σε με, άφ’ σε με, ναι θερίον,
πάω ελέπω τη μάνα μου, έρχουμαι κι εσύ φά με.
-Αρ άμε, άμε, Γιάννε μου, άμε κι αλήγορα έλα.
Πήγεν ο Γιάννες κι έργεψεν κι ο δράκον εθερέθεν,
Όντες τερεί το πέραν κιάν, ο Γιάννες κατηβαίνει.
-Καλώς, καλώς το πρόγεμα μ’, καλώς το δειλινάρι μ’,
Καλώς ντο τρώγω και δειπνώ και κείμαι και κοιμούμαι.
-Παρακαλώ σε, δράκε μου, Θεού παρακαλίας,
ας πάω ελέπω τ’ ορφανά, διατάχκουμαι την κάλη μ’
-Αρ άμε, άμε Γιάννε μου, άμε κι αλήγορα έλα.
Ο Γιάννες μόνον έργεψεν, ο δράκον εθερέθεν,
Όντες τερεί το πέραν κιάν, ο Γιάννες κατηβαίνει.
Είχεν τα χέρια τ’ πίσταυρα, την γούλαν κρεμαμένον,
Κι άλλ’ από ‘πισ’ ο κύρης ατ, χτουπίζ’ τα γένια τ’ κι’ έρται
Κι άλλ’ από ’πίσ’ η μάνα του, φτουλίεται η μάρσα
Κι άλλ’ από ’πισ’ τα ορφανά τ’, τη γούλαν ζαρωμένον
Κι απ’ έμπρ’ πάει η κάλη ατ’, χρυσοκαβαλαρέα,
Κατακαρδών’ τον Γιάννεν ατ’ς και φοβερίζ’ τον δράκον.
-Καλώς, καλώς τον Γιάννε μου, το πρωινό το διάρι μ’.
-Καλώς, καλώς το δράκο μου, τ’ ολημερνόν το διάρι μ’.
-Καλώς, καλώς το πρόγεμα μ’, καλώς το δειλινάρι μ’,
καλώς ντο τρώγω και δειπνώ και κείμαι και κοιμούμαι.
-Σπαθίν να έν’ το πρόγεμα σ’, κοντάρ’ το δειλινάρι σ’,
φαρμάκ’ να τρως και να δειπνάς και κείσαι και κοιμάσαι.
-Κόρ’, απ’ εμέν œ εντρέπεσαι; Απ’ εμέν œ φοάσαι;
-Απ’ εσέν ξάι’ œ εντρέπουμαι, απ’ εσέν’ œ φοούμαι
-Σον Θο σ’, σον Θο σ’, ναι κόρασον, τα γονικά σ’ απ’ όθεν
Ο κύρη μ’ απ’ τους ουρανούς, η μάνα μ’ απ’ τα νέφâ,
Τ’ αδέλφâ μ’ στράφ’νε και βροντούν κι’ εγώ γριλεύω δράκους
Σου πεθερού μου το τζακόν’ σεράντα δράκων δέρμαν,
Έναν θα παίρω και τ’ εσόν, γίνταν σεράντα έναν.
Και ση μωρί μ’ και το κουνίν σεράντα δρακοδόντια,
Κρούω και παίρω και τ’ εσόν, γίνταν σεράντα έναν
-Καθώς και λες, ναι κόρασον, άμε κι απ’ όθεν έρθες,
ας εν ο Γιάννες χάρισμα σ’, έπαρ’ τον κι άμε, δέβα.
Ας εν ο Γιάννες αδελφό μ’ κι’ η κάλη ατ η νύφε μ’,
Του Γιάννε τα μικρότερα ας είν’ γυναικαδέλφâ μ’.
.
.
Ο Μάραντον.
Τον Μάραντον χαρτίν έρθεν, να πάει ’ς σην στρατείαν,
τη νύχταν πάει σο μάστοραν, τη νύχταν μαστορεύει,
κόφτ’ ας ασήμι πέταλα κι ασ’ σο χρυσάφ’ καρφία,
τον μαύρον ατ’ καλύβωνεν κατάντικρυ ’ς σον φέγγον
κι’ η κάλια τ’ παραστέκει ατον με το χρυσόν μαντήλι
και τα δάκρâ ’τς κατήβαιναν, Καλομηνά χαλάζâ.
Καρφίν, καρφίν απλώνει ατον, την γην δάκρâ γομώνει.
-Πού πας, πού πας, ναι Μάραντε, κι εμέν τίναν αφήνεις;
-Αφήνω σε σον κύρη μου, τον Άεν-Κωνσταντίνον,
αφήνω σε σην μάνα μου, την Άϊαν Ελένην,
αφήνω σε σ’ αδέλφâ μου, τους Δώδεκ’ Αποστόλους.
-Πού πας, πού πας, ναι Μάραντε, κι εμέν τίναν αφήνεις;
-Αφήνω χίλια πρόβατα και πεντακόσâ αρνόπα,
αφήνω σε τον κρίαρον, τον χρυσοκωδωνιάτεν,
αφήνω σε χρυσόν σταυρόν κι άργυρον δαχτυλίδι,
το δαχτυλίδ’ πούλτσον και φα και τον Σταυρόν προσκύνα.
’Κόμαν ’κ’ εζιαγκοπάτεσεν, ’κόμαν κ’ εσελοκάτσεν,
’κόμαν σην Πόλ’ œ επάτεσεν και σ’ αργαστέρ’ εκάτσεν,
την κόρ’ καθίζ’νε ’ς σο σκαμνίν κι’ ατέν διπλοκουράζ’νε.
Δίγ’ν ατεν πέντε πρόατα και δεκα-πέντε αρνία
Και δίγ’ν ατεν φελίν ψωμίν και πέντε κουφοκάρâ.
-Άμε σκύλ’ κόρη, χάθ’ εσύ κι ωρία οπίσ’ γυρίζεις
κι όντες θυμών’νε τα ρα≤ιά, ν’ εβγαίν’ τς και να βοσκίζεις
κι’ όντες θρασκεύ’ ο ποταμόν, κατήβασον και πότσον.
’Σ σα ψηλασέας βόσκιζεν, σα χαμελά εμένεν.
Εφτά χρόνâ εδέβανε κι ο Μάραντόν ατ’ς œ έρθεν.
Τα πέντ’ εποίκεν εκατόν, τα δεκαπέντε χίλâ
κι ας εφτά χρόνâ κι’ άλλ’ απάν’, σε μήνους υστεραίους,
καβαλάρην επέντεσεν απαγκές σα ραχία.
-’Κάτσεν κι’ ατέν ερώτεσεν και τίνος νύφε είσαι;
Και τίνος είν’ τα πρόγατα και τίνος είν’ τ’ αρνόπα
και τίνος εν ο κρίαρον, ο χρυσοκωδωνιάτες;
-Οπίσ’, οπίσ’, ναι ξένε μου, οπίσ’ κι απ’ όθεν έρθες,
να ποίγω τα σκυλίτσâ μουν κι’ εσέν παραλαεύνε.
Του Μάραντ’ είν’ τα πρόγατα, του Μάραντ’ είν’ τ’ αρνόπα,
του Μάραντ’ εν’ ο κρίαρον, ο χρυσοκωδωνιάτες.
Εφτά χρόνâ ενέμν’ ατον κι άλλ’ εφτά θ’ αναμένω,
αν έρται, έρται ο Μάραντον κι αν œ εν’, καλογερεύω.
-Ο Μάραντο σ’ επέθανεν, ’κείνος οπέρ’τς ετάφεν,
’ς σην ταφήν ατ’ παρέστεκα κι’ ας άσπρον ατ’ επαίρα
Κι’ εμέναν εδιατάχτε μεν, την κάλη μ’ δέβα, έπαρ’.
-Οπίσ’, οπίσ’, ναι ξένε μου, οπίσ’ κι απ’ όθεν έρθες.
Ο Μάραντο μ’ επέθανεν; Εγώ εσέν θα παίρω;
Εγώ καλόγρια (γ)ίνουμαι, ’ς σο μαναστήρ’ εμπαίνω.
-Καλόγερος θα (γ)ίνουμαι κι’ εγώ εσέν θα παίρω.
-Εγώ περδίκα γίνουμαι και ’ς σα καφούλâ εμπαίνω.
-Κι εγώ αητέν ’τς θα (γ)ίνουμαι κι’ εσέναν θα αρπάζω.
-Ατό το στημνοδέσιμον τη Μάραντου μ’ ομäζει
.
.
Τη Γιάννε τ’ όνερον.
Ο Γιάννες, ο Μονόγιαννες, ο μοναχόν ο Γιάννες,
Πέντ’ ημερών γαμπρός έτον, σον πόλεμον εχπάστεν
κι ουδέ ’λίγον κι ουδέ πολύ, εποίκεν δέκα χρόνια.
Κι ατός όνερον έλεπεν σ’ αποψισνόν το βράδον:
’Σ σο σημερνόν και σ’ αυρισνόν την κάλην ατ’ αντρίζ’νε.
Εσπίχτεν κι ετραγώδεσεν ώρâ το μεσονύχτι.
Εκ’σεν ατο ο βασιλιάς, βαρύν χολήν œ σκώνει.
-Ποίος εν π’ ετραγώδεσεν ώρâ το μεσονύχτι;
Για κλέφτες εν’, για πόρνες εν’, για τη φιλιάς καμένος.
-Εγώ εμ’ π’ ετραγώδεσα ώρâ το μεσονύχτι,
ναι κλέφτες εμ’, ναι πόρνες εμ’, ναι τη φιλιάς καμένος.
’Σο σημερνόν και σ’ αυριανόν η κάλη μ’ ε≤’ κι’ αντρίζει.
-Για δόστ’ ατον και τ’ άλογον, ντο στέκει προς γωνέαν,
ντ’ αναμασά τα σίδερα, ντο τρώει τα κροσταλίδια.
Ους να θα ζιαγκινοπατεί, εφτάν’ ’ς σ’ ημ’σον τη στράταν
και ους να καλοκάθεται, εκεί να ευρισκάται.
’Κόμαν œ εζιαγκοπάτεσεν, σο μεσοστράτ’ ευρέθεν,
’κόμαν œ εκαλοκάθεσεν κι’ ατός εκεί ευρέθεν.
Καλόγερον απέντεσεν απάν’ σο σταυροδρόμιν.
-Σον Θο σ’, σον Θό σ’, ναι δάσκαλε, και τίνος εν ο γάμος;
-Τη Γιάννε μ’ εν’ και η χαρά, τ’ εγάπ’ς ατ’ εν ο γάμος.
Εκεί σα τ®ιαρταγόσπιτα, ’ς σα ψηλά παραθύρâ,
που τρων’ και πιν’ και τραγωδούν έμορφα τραγωδίας,
εκεί στολίζ’ν την νιόνυφον, τη Γιάννε μ’ την εγάπην,
απόψ’ και τα μεσάνυχτα την κάλην ατ’ αντρίζ’νε.
Ο Γιάννες πάει κι αποκουμπίζ’ και ση χαράς την πόρταν.
Την πόρταν λάχταν κρούει ατός κι απ’ εξ’ απέσ’ εμπαίνει.
Εσέβεν ατός σο χορόν κι’ ελάϊσεν το μαντήλ’ν ατ’,
ερρούξεν το μαντήλιν ατ’ ’ς ση κόρης το νυφίον,
τερεί, καλοξετάζ’ ατο, φιλεί ατο και λέει:
-Τα Κάλαντα ντ’ ερμάτωσα, τα Φώτα ντ’ επλερώθεν
και τη Μεγάλ’ Παρασκευήν, ντ’ εδώκα εγώ τον Γιάννεν.
Συμπεθέροι σ’ οσπίτâ σουν, γειτόνοι σ’αυλιτόρâ
Κι’ εσύ γαμπρέ κι’ απόγαμπρε, δέβα κι’ απ’ όθεν έρθες,
έρθεν το πρωτοστέφανο μ’, το πρώτον η εγάπη μ’.
Εγώ Γιάννεν εγάπεσα κι’ εκείνον πάλ’ θα παίρω.
.
.
ο Ξάντινον
Ο Ξάντινον, ο πάντινον, ο πάντα λαλεμένον,
’ς σο έναν το ρωθώνιν ατ’ άλογα σταμνισμένα
και ’ς σα άλλο το ρωθώνιν ατ’ χερομυλίτσα κλώσκουν
και απάν’ εις την κορφίτσαν ατ’ ζευγάρ’ βούδια αλωνίζ’νε.
Εχάσεν τον υιγιόκαν ατ’, τον νέον τον κυρ Βασίλην.
Εφτάγει σιδερίν στουράκ’ και χάλκενα τσαρούχâ,
Εβγαίν’ κι’ αραεύ’ ατόν ρα≤ä και πολιτείας
και ’ς αα λιθαροσπάσματα και ’ς σα γεφυροπόδâ.
Σαρακενόν επέντεσεν απάν’ ’ς σο σταυροδόμιν.
-’Σ σον θεό σ’, ’ς σον θεό σ’, Σαρακενέ, σαρακενόν παιδίον,
πουθέν œ είδες το υιγιόκα μου, το νέον κυρ Βασίλην;
-Ακεί ’ς σο πέραν το ρα≤ίν, ’ς σ’ άλλο τα’ επεκειμέριν,
’ς το τούρκικον τη μαχαλάν, ’ς τ’ αρμέν’κον το χωρίον,
εκεί κάστρον εχάλασεν και κουβαλεί λιθάρâ.
Εκόσεψεν τον βουδανόν και κουβαλεί λιθάρâ.
Αν αποστέκ’ ο βουδανόν κρούγ’ν, ατον τσιμπουκέας
αν αποστέκ’ ο γιόκας σουν κρούγ’ν ατον μαχαιρέας.
Πώς α φτάγω, πως κ’ εφτάγω, να παίρω τον υιγιόκα μ’,
να παίρω τον υιγιόκα μουν, τον νέον τον κυρ Βασίλην;
-Για ξύρτσον τη γενäδα σουν και γίνον παλικάριν,
και κούρεψον τον μαύρο σουν και ποίσον νέον πουλάριν
για άμε συ και κόνεψον εις του καστρί την πόρταν·
για σουκ’ και καλοκόνεψον και ’ς ση χωρί’ την μέσην,
φαγίν ψαλάφα και ποτίν, ταγήν και για τον μαύρον,
ψαλάφα κόρην έμορφον του Μαυρολίβ’ την κόρην.
Εξύρτσεν τη γενιάδαν ατ’, εγέντον παλικάριν,
εκούρεψεν τον μαύρον ατ’ κι εποίκεν νέον πουλάριν,
επήγεν και ν’ εκόνεψεν εις τη καστρί’ την μέσην,
ψαλάφεσεν φαγίν, ποτίν, ταγήν και για τον μαύρον,
έστειλεν κι εψαλάφεσεν αρ’ έναν παλικάριν.
-Ποίος ζαρπλής και δυνατός και όλων παλικάριν,
ας ζώσκεται λαφρόν σπαθίν, ’ς σον πόλεμον ας έρ’ ται.
Ποίος να πάει; Ποίος œ πάει; ας πάγει ο Βασίλης.
Με την λαλίαν ατ’ έλεγεν, έλα ας πολεμούμε
Και με τα’ ισμάρ’ν ατ’ έλεεν, Βασίλη μ’, χάϊτε, ας πάμε.
.
.
Νασάν τη μάναν που γεννά τα τράντα χρόνâ μίαν
κι’ εφτάει υιόν Τραντέλλενον και νύφεν γαλαφόρον,
κανείς υιόν œ εγέννεσεν κανείς υιόν œ εποίκεν,
καλόγρâ υιόν εγέννεσεν απάνου ’ς σο Πορφύριν.
-Ατόναν πώς θα λέγουμε, ατόν πώς θα καλούμε;
-Ατόν Πορφύρην πέτ’ ατόν, ατόν Πορφύρ’ καλέστεν.
Μονόημερος εγέντον’νε œ έφαγεν παξιμάτιν,
διήμερος εγέντον’νε, εφαγ’ έναν φουντάριν,
πεντεήμερος εγέντον’νε, έφαγεν την φουρνέαν,
τραντάημερος εγέντον’νε, εξέβεν κι’ εκαυκέθεν:
-Εγώ κόρην εγάπεσα και εν’ του βασιλέα.
-Ναι, Πόρφυρα, ναι, Πόρφυρα, βαρέα μη καυκάσαι.
Ο βασιλιάς γεράκâ ’χει, στείλει και κυνηγά σε.
-Ουδέ τον Βάρδαν φοβούμαι ουδέ τον Νικεφόρον,
ουδέ τον βαρυτράχηλον ντο τρέμει η γη κι’ ο κόσμον.
Μαθάν’ ατό ο βασιλάς, ο πολυχρονομένον:
-Απ’ όθεν εν’ ο Πόρφυρας, εμέν που œ φοβάται;
Έχω απάν’ ατ’ πόλεμον, ε≤’ απάν’ ατ’ στρατείαν.
Αρμάτωσεν τους στρατηγούς και όλον το φουσάτον,
αχπά®κεται ο στρατηγόν και πάγει ’ς σο σεφέριν.
’Σ ση μέσην εν’ ο σερασκέρ’ς, ’ς σα άκρας εν’ τα’ ασκέριν.
Σείτ’ έπαιγ’νεν, σειτ’ έκλαιεν, σςίτ’ χαμελά τραγώδνεν:
-Θε μ’, να πάμε να βρίσκουμε τον Πόρφυραν ’ς σον ύπνον,
να εν’ το σπαθίν ατ’ ’ς σο θεκάρ’, τ’ άλογον ατ’ σον κάμπον,
να δένω, να ξεδέν’ ατον, να διπλοσιδερäζω,
να δένω και τ’ ομμάτâ του μ’ εννέα λοϊών μετάξιν
κι’ ακεί να εγνεφιζ’ ατόν α σον γλυκύν τον ύπνον.
Παίξεν ατόν ο δäβολον κι’ ευρίεται σον ύπνον.
Δεν’ ατόν και ξεδέν’ ατόν και διπλοσιδερäζ’νε
Και δεν’νε και τ’ ομμάτα ’τουν μ’ εννέα λοϊών μετάξιν.
Εγνέφιξεν ο Πόρφυρας α σον γλυκύν τον ύπνον:
-Παρακαλώ σε, σερασκέρ’, Θεού παρακαλίας.
Σ’ ούλα τα κάστρα φέρον με δεμένον και φλιμένον
και ’ςσην Κωνσταντινούπολην· λυτόν και χαρεμένον,
εκεί κόρασον αγαπώ, ελέπ’ και περγελά με.
Σ’ ούλα τα κάστρα φέρ’ ν’ ατόν, τα δäκρâ ’τ’ œ εκατήβαν
και ’ς σην Κωνσταντινούπολην τα δäκρâ ’τ’ εκατήβαν.
Τα δάκρ’ ατ’ ντ’ εκατήβαν’νε έσεψαν το μετάξιν.
Βασιλοπούλα λάλεσεν από ψηλόν παλάτιν:
-Ουκ είπα σε, ναι Πόρφυρα, βαρέα μη καυκάσαι,
ο βασιλάς γεράκâ ’χει, στείλει και κυνηγά σε
και σ’ έπαιξες τον βασιλäν κι’ αυτόν τον σερασκέριν.
Για σείξον τα ποδάρâ σουν, ας σείγουν τα λωρία,
για σείξον και τα’ ωμία σουν ας σείγουν τα ραχία,
για λάϊξον τα χέρâ σουν, ας κόφκουν τ’ αλυσίδâ.
Έσειξεν τα ποδάρ’ ατού, εσείγαν τα λωρία,
έσειξεν τα ωμί’ ατού, εσείγαν τα ραχία,
ελάϊξεν τα χέρ’ ατού, εκόφταν τ’ αλυσίδâ.
Ας τα’ αλυσιδοκόμματâ έναν σο χερ’ επαίρεν,
χίλιους απ’ έμπρâ σκότωσεν και μύριους απ’ οπίσω
εννä κοφίνâ φόρτωσεν ωτία και μυτία,
κι άλλα εννέα φόρτωσεν και χέρâ και κιφάλâ
και στείλ’ ’ατα τον βασιλäν, μεγάλον αρμαγάδιν.
-Υίας και χαιρετίγματα πέτε τον βασιλέαν.
Αρμάτωσεν και έστειλεν σ’ εμέν απάν φουσάτον.
Θίγα σπαθίν, θίγα κοντάρ’, ’ς σον πόλεμον εξέβα.
Αν έεις ασκέρ’ αρμάτωσον ’ς σον πόλεμον και στείλον·
Έσυρεν το σπαθίτζιν ατ’, ’ς σον πόλεμον εξέβεν
Επαίρεν και το κόρασον και την βασιλοπούλαν.
.
.
Αρπαγή της καλής του Κωνσταντίνου.
Ο Κωνσταντίνον ο μικρόν, ο Μικροκωσταντίνον,
π’ εχτίζινεν χρυσά λουτρούς, μαλαματένα κούρνους,
εμπαίνει και λουτρίσκεται, εβγαίνει και πλαγιάζει.
Είχε και κάλην έμορφον ’ς σον κόσμον ξακουσμένη,
εξακουσμένη ’ς τα Χανιά, ’ς της Πόλις τα’ αργαστήρâ.
Σαν τα’ άκουσεν κι ο βασιλäς, βαρä του κακοφάνη.
Ποίος έν’ άξôς και δυνατός κι ας σον Κωστάντην καλίον;
Κανείς, κανείς œ ελάλεσεν, κανείς œ επηλογέθεν,
δυο Σαρακιανόπουλα επηλογέθαν κ’ είπαν.
-Εμείς άξοι και δυνατοί κι’ ας σον Κωστάντη καλλίον.
Γυρίζουν ’ς σην Ανατολήν, την προσευχήν τους κάμνουν.
Χριστέ μ’ και Παναγία μου κι όσ’ άγιοι είν’ ’ς σον κόσμον,
να σώνετεν, να φτάνετεν κ’ εμάς να βοηθάτεν,
να πάμε ’ς σην Ανατολήν, ’ς σου Κωσταντίν’ τ’ οσπίτιν,
να βρούμ’ και τα λαγωνικά ’ς σην αλυσάν δεμένα,
να βρούμε και τον Κωσταντήν από λουτρού ’ς σον ύπνον,
’ς σον ύπνον κι’ αναρμάτωτον, να μη εν’ του πολέμου.
Ο Θος το λόγον έκουσεν και την καρδάν εποίκεν,
επήγαν ’ς σην Ανατολήν ’ς σου Κωσταντή τ’ οσπίτιν,
ηύραν τες πόρτες ανοιχτές, τα παραθύρâ œ ακλείδâ,
ηύραν και τα λαγωνικά ’ς την αλυσä δεμένα,
ηύρανε και τον Κωσταντήν από λουτρού ’ς σον ύπνον,
’ς σον ύπνον κι’ αναρμάτωτον και œ έτον του πολέμου.
-Καλώς έρθετεν, δυο παιδä και δυο Σαρακιοπούλâ,
αν έρθετεν φαγείν, ποτήν, φαγίζω και κεράζω,
αν έρθετεν για πόλεμον και ’κ είμαι του πολέμου.
-Εμάς αδά που έστειλεν πας κ’ είπεν, φα και πία:
Την κάλη σ’ θέλ’ ο βασιλάς και την αποθητή σου.
-Κι αν έρθετεν για την καλή μ’, έπαρτ’ ατεν κι αμέτεν.
-Ας έν’, ας εν’, κυρ Κωσταντή, τους χίλιους ’κ εφογάσουν
και δυο Σαρακιανόπουλλα εδώκες με και πάγω.
-Άι δέβα, δέβα, κάλη μου, άι δέβ’ αποθητή μου,
’ς του ήλιου το βασίλεμαν χωρίς τ’ εσέν ’κι μένω.
Αζώσταρος, ασκέπαστος και τα μαλλä ’ς το χέριν,
κάθαν μαλλίν τ®ατ®ίν κρατεί, κάθαν λιθάριν γαίμαν,
ο Κωσταντής χρυσός αητός με τα χρυσά φτερούγια,
την προσευχή του έκαμεν, ’ς τον δρόμον του εσήβεν.
Πιντίδοι επιντίδευαν ’ς σου βασιλέα την πόρταν.
-Στον Θο σουν α πιντίδοι μου, πουθέν γάμος εδήβεν;
-Γάμος εδήβεν την πιρνήν, γάμος το μεσημέριν,
Κι’ αμόν ντ’εδήβεν την πιρνήν άλλο γάμος ’κ εδήβεν.
-Άνοιξον, πόρτα, άνοιξον, άνοιξον κι’ ας εμπαίνω.
-Άι ντο είσ’ εσύ και ποιος εσύ ν’ ανοίγω να εμπαίνης;
-Γω είμ’ τη νύφες αδελφός, δώδεκα χρόνους λείπω.
Επήραν τον εκάθισαν ’ς ση νύφες το κιφάλιν.
Έβγαλεν το ταμπούριν ατ’ κι ωρόν τραγούδιν λέγει.
-Κόρη μου, σφίγξον τη ζωστή σ’, κούμπασε τα κουμπä σου
κι όταν σε παίρω και δαβώ, κανείς να μη νοΐζη.
Ο Κωσταντής χρυσός αητός με τα χρυσά φτερούλâ
την νόνυφον επέρπαξεν κι ας τα φεγγά εξήβεν.
Κανείς κανείς ’κ ελάλεσεν, κανείς ’κ επηλογέθεν,
η σκύλλα η μαγέρισσα επηλογέθεν κ’ είπεν.
-Παιδά μ’, τρώτεν και πίνετεν κ’ η νύφε έχ’ και πάγει.
[Ως που απεχαιρέτισεν, εννä βουνά εδήβεν,
Κι’ ως που τον είπαν ’ς σο καλόν, άλλα εννä εδήβεν].
.
.
Ο Κωνσταντίνος ζεμένος με βουβάλι.
Δεν είναι κρίμα κι ανομιά, παρανομιά μεγάλη;
Εζεύγωσαν τον Κωσταντήν με τα’ άγρôν το βουβάλιν
να κουβαλίσει μάρμαρα απ’ το μαρμαροβούϊνον.
Οπού ’ταν λάσπες και νερά, εσύρ’νεν το βουβάλιν,
κι οπού ’ταν πέτρες και βουνά, σύρ’νεν ο Κωσταντίνον.
Κανείς κανείς ’κ ελάλεσεν, κανείς ’κ επηλογέθεν,
βασιλοπούλλα λάλεσεν από ψηλόν παλάτιν.
-Αγάλα αγάλα, Κωσταντή, μη δέρνης το βουβάλιν.
-Θωρείς τη σκύλλαν την Εβράν και τ’ άνομον την κόρην,
που ελυπέθεν το θερόν, το άγρôν το βουβάλιν,
κ’ εμένα œ ελυπήθηκε τ’ άξον το παλληκάριν;
Ας σ’ όρος φέρω το νερόν κι ας σην Οράν τ’ ασβέστιν
κι ας σην Κωσταντινούπολιν φέρω το κάστρον.
.
.
Γιαννάκος, Κωσταντής και Αλέξης.
Γιαννάκος και ο Κωσταντής κι Αλέξης αντρειωμένον,
εντάμαν τρων και πίνουνε κ’ εντάμαν ξεφαντώνουν,
εντάμαν δεν ’ν του μαύρους των σε πράσινα λιβάδâ.
Του Γιάννε τρώει το σίδερον, του Κωσταντίν’ λιθάριν
και του μικρού λαφόπουλου τα δένδρα ξεριζώνει.
Είχαν και μάνναν καλογρäν. ’Σ το δείλιν που δειλίζουν
-Παιδä μ’, τρώτεν και πίνετεν, κ’ εμάς οι Τούρκοι πήραν,
πήραν του Γιάννε τα παιδä, του Κωσταντή την κάλην
και του μικρού λαφόπουλου την αρραβωνασμένην.
.
.
Χήρας υιός και ο ίππος του.
Χέρας υιός επείνασεν, θενά πουλή το μαύρον.
-Αφέντη μ’, με τ’ επείνασες, θενά πουλής και τρως με;
Πούλησον τη σαγίττα σου κι αγόρασον κριθάριν,
πούλησον το τοξάρι σου κι αγόρασον οινάριν,
βαρύν ταγίνιν τάγιξον, εξήντα δυο κότâ,
αμε κ’ έλα και κέρâ με ’ς το αργυρόν πεγάδιν,
στρώσον και καβαλλίκα με τση Πόλις το παζάριν,
εκείν’ εξέρ ’νε την τιμή μ’ και δίν ‘νε την αξία μ’.
Επούλτσεν τη σαγίταν ατ’, εγόρασεν κριθάριν,
επούλτσεν το τοξάριν ατ’, εγόρασεν οινάριν,
βαρύν ταγίν ταγίζ’ ατον, εξήντα δυο κότα,
πάει κι έρται κεράζ’ ατον ας τ’ αργυρόν πεγάδιν,
στρώνει και καβαλλ’κευ’ ατον τση Πόλις το παζάριν.
Ο μαύρον εχλιμίτιξεν κ’ η Πόλ’ όλον εσείγεν,
εγνέφιξεν εννά καστρά και δεκοχτώ χωρία,
εγνέφιξεν τον βασιλäν με τ’ όλον το φουσάτον.
-Το τίνος έτον τ’ άλογον, το ίσον φωνήν π’ εξέγκεν;
-Χέρας υιός ε≤’ άλογον, το ίσον φωνήν π’ εξέγκεν.
-Χέρας υιγέ, ας αλλάζουμε εγώ κ’ εσύ τσοι μαύρους.
-Κάθεν μαλλίν και φουλιρίν, το μαύρο μου ’κι αλλάζω.
-Χέρας υιγέ, ας συντρέχουμε, τερούμε τσι δαβαίνει.
Τη Σάββαν σ’κούται ο βασιλάς την Κερεκήν στραϊτάτες
και τη Δευτέραν την πιρνήν εφτάν’ και κοντοφτάνει.
-Οπίσ’ οπίσ’, νε βασιλά, τσαλαπατεί σ’ ο μαύρο μ’.
-Χαρίζω σε την βασιλήν και μη τσαλαπατής με.
.
.
Η Μέρμηκα.
Η Μέρμηκα, η Μέρμηκα η χιλιομαγεμένη,
εφόρεσεν κ’ ενέλλαξεν κ’ εξέβεν ’ς σα ραχία,
επέρεν και την σπάθαν ατ’ς εις το δεξίν το χέρ’ν ατ’ς,
επέρεν τα βουνά βουνά και τα παρχαρομύτâ
και έσυρεν την σπάθαν ατ’ς, Σαρακενόν εντώκεν.
-Θεέ μου, κι αν θυμώντς εσύ, εγώ τ’ αίμαν ατ’ πίνω,
’ς την Πόλιν τρων Χριστιανούς και ’ς σο Μισίρ Ρωμαίους.
Εγώ ατόν θ’ αλίζ’ ατον και ’ς σον Μεχμέτ θα στείλω.
Πέντε υιούς μ’ εσκότωσαν και τον μικρό μ’ εφέκαν.
Εμέν, μάννα, ελάλναν’νε δεμένοι και φλιμμένοι.
Εννä χρόνους πορπάτεσεν κι’ ο μικρό μ’ σ’ άνοικ’ όρη
και εστοιχούναν’νε ατόν δράκοι και λεοντάρâ.
Τοί λέβεντους ’πεντέθανε ’ς του Ήλιου τα παρχάρâ
Κι’ όντας πήγαν ’ς τα Φράχταινα τρείοι μόνοι επέμ’ναν.
Εκεί ακούνε έναν φωνήν Αλί εμένα, μάννα.
Εκεί εύρανε τον υιό μ’ τουρκοκονταρισμένον.
Πολλά φοράς ας πέθανα ’γω ’ς σου γιου μ’ την ωλέναν,
ας σκότωναν αντίς εσέν την άχαρον τη μάννα σ’.
.
.
Η κατάβαση στον Άδη.
Βάλλω την κάμα μ’ ζαρωτά και το σπαθί μ’ ’ς τα μέσα μ’
κι απάν’ ’ς το μαύρο μ’ έρχουμαι, ’ς σον πόλεμον εβγαίνω.
Επήγα κ’ ετελείωσα ’ς σ’ ελλενικόν το κάστρον,
τα πόρτας έσαν χάλκενα, τα σάγκας σιδερένα.
Χλιμίτιξεν ο μαύρο μου κι ο κάστρον όλ’ εσείγεν,
διπλά διπλά χλιμίτιξεν, τα πόρτας αθ’ ενοίγαν.
Εποίκ’ αέτσ’ κ’ ετέρεσα, γομάτον εν’ Τουρκία.
Εχτύπεσα το μαύρο μου κ’ εγώ απέσ’ εσέβα,
κ’ εσέβ’ απέσ’ κ’ ερρούξ ακει σαν άνεμος τα φύλλα,
άλλους εντώκα ’ς σο σπαθίν, άλλους χτυπώ ’ς σην κάμαν,
κι ο μαύρο μ’ ο ≤ιλάκλερον τσαλαπατεί και πάει.
Εχάλασα κι αοίκωσα κ’ ερήμωσα κ’ εξέβα.
Πουλίν έρθεν κ’ εκόνεψεν ’ς σου μαύρου μ’ τα χιτία.
Την κόρ’ τηνάν εγάπανες, την κόρ’ τηνάν εθέλ’νες,
’ς το δρόμον επεντέθ’ ατεν ’ς σον Άδ’ εί≤εν κ’ επέγ’νεν
κ’ εμέν επαρακάλεσεν Θεού παρακαλίας,
τη χέρας τον υιόν να λες εμέν αδά μη αφήν’με.
Επούλεσα το μαύρο μου κι όλα τα’ αρματωσίας
κ’ επέρα λιχτρομάκελλον κ’ εγώ ’ς τον Άδ’ επήγα.
Ελίχτρεψα κ’ εγρίζεψα και την αγάπη μ’ εύρα
κ’ εχάλασα κ’ επιάσα ατεν ας τα λεγνά τα μέσα.
-Άιτε, πουλί μ’ άιτε πουλί μ’, άιτε κι απόθεν έρθες,
αδά γάμος ’κι γίνεται, νυφίτσα ’κι στολίεται,
τραπέζιν ’κι τορνεύκεται, καυκίν ’κι ποτισκάται.
.
.
Εγώ ’ντας έμ’ν μικρόν παιδίν, ωρίαζα τ’ αρνία,
και ’ς σα ψηλά ωρίαζα, ’ς σα χαμελά εμένα,
ο βασιλάς έτον παιδίν, εποίνεν βασιλείαν.
Ο βασιλάς εχ’ πόλεμον, ο βασιλάς σεφέριν,
ερμάτωσεν το στράτεμαν κ’ έστειλεν ’ς το σεφέριν.
Εγώ ν’ άρ’ έμ’νε ’ς σο παρχάρ’, ωρίαζα τ’ αρνία μ’,
άρ’ έρχεται ο σερασκέρτς να πάγη ’ς σο σεφέριν.
Επέρεν και τα πρόβατα μ’, επέρεν και τα’ αρνία μ’,
αρ’ έσπαξεν τα πρόβατα μ’ κ’ εμέν ασκέρ’ εποίκεν.
Να καίη ο Θος το σερασκέρ’ κι ατόν τον βασιλέαν,
τόσον ζουλούμ’ εποίκε με και τόσον αδικίαν,
αμόν ντο πάγ’ν τα δäκρâ μου να πάη κι ο βασιλέας.
Επήγαν κ’ εταγιάνεψαν και ‘ς ση καστρί’ την άκραν.
Έστειλεν κ’ εψαλάφεσεν του κάστρου τα κλειδία.
«Αν δίτεν, δίτεν τα κλειδά, κ’ αν ‘κι δίτεν, σεφέριν».
Κ’ εδώκαν τα κλειδία άθε, κ’ εδώκαν τα’ ανοιγάρâ,
ερχίνεσαν τον πόλεμον, ερχίνεσαν να κρούγ’νε.
Σαν έσπαξεν τα πρόβατα μ’, σπάγεν κι ο σερασκέρης.
Μαθάν’ ατο κι ο βασιλάς, στείλει και ψαλαφά με.
-Πόσα έσαν τα πρόβατα σ’, πόσα έσαν τα τ’ αρνία σ’;
θα δίω την παράν ατουν κι άλλο μη καταράσαι.
-Ας είν’ κουρπάν’ τα πρόβατα μ’ ’ς τ’ εσόν την βασιλείαν.
-Θα ’φτάγω σε και σερασκέρ’, θα πας και ’ς το σεφέριν.
Επήγα κ’ εταγιάνεψα ’ς τ’ ελλενικόν τον κάστρον.
Ο κάστρος έτον σίδερον με σίδερα δεμένον,
τα παραστάρâ τόντσενα, τα πόρτας σιδερένâ,
τ’ ανοιγαρίτσα ’λόχρυσα, τα κλείδâ ασημένâ,
χλιμίτιξεν ο μαύρο μου, τα πόρτας όλ’ ενοίγαν,
απέσ’ π’ έτον ο σερασκέρτς εσκώθεν ας τον ύπνον.
-Παρακαλώ, παρακαλώ, Θεού παρακαλίαν,
απόθεν είν’ τα γονικά σ’, απόθεν η πατρίδα σ’;
-Εμείς εννέ’ αδέλφâ ’μες κ’ εγώ ο δράκον δέκα,
-Εγώ εζώστα το σπαθίν, ’ς τον πόλεμον εξέβα.
-Παρακαλώ σε, σερασκέρ’, Θεού παρακαλίαν,
έπαρ’ τα’ ανοιγαρίτσα αθε, έπαρ’ και τα κλειδία,
εμέν ζωήν για χάριξον για του σπαθί’ σ’ την άφναν.
-Εσύ τ’ εμόν η αρμαγά, θα πας ’ς σον βασλιέαν.
Έφερ’ ατον ’ς σον βασιλäν δεμένον και φλιμμένον.
-Σερασκέρ’, μέγαν σερασκέρ’, μέγαν αρματωμένε.
Εσέν νισάν’ θα δίγω σε, ντο κ’ εχ’ η δωδεκάρα.
Κακόφανθεν τη σύνοδον κι όλον την δωδεκάραν,
-Ας το ραχίν ο τσόπανον ’ς σην Πόλιν έ≤’ παλάτâ
-Ας το ρα≤ίν είχα πρόβατα, ’ς την Πόλιν ευγενίαν,
’ς αην Πόλιν ζώσκουμαι σπαθίν, ’ς σην Πόλιν αρματούμαι.
Βασιλέα πολύχρονε και πολυχρονισμένε,
Πόσα καστρούς επέραν’νε τ’ εσόν οι ντουδιμάνοι;
Εκείνα παραδίγω σε, ντ’ είχες τα κασαπάδες,
φέρω σε και τους ντουσιμάν’ς δεμένους και φλιμμένους.
-Σερασκέρ’, μέγαν σερασκέρ’, μέγαν αρματωμένε,
θ’ αλλάζω τα νισάνâ σου ντο κρατούν τα καρδίας,
θ’ αλλάζω το σπαθίτσιν σου, νέα θεν’ αρματώνω,
θα στείλω σε ’ς σον πόλεμον ’ς σο φοβερόν τον κάστρον.
Έσυρα το σπαθίτσι μου, τα τόπâ ατουν αλώθαν,
να μη τα τόπâ μοναχόν και όλον το φουσάτον.
Επίασα το σερασκέρ’ του φοβερού του κάστρου.
-Παρακαλώ, παρακαλώ Θεού παρακαλίαν,
έπαρ’ τα’ ανοιγαρίτσâ αθε, έπαρ’ και τα κλειδία,
έπαρ’ και τα νισάνâ μου, εμέν ζωήν για χάρ’σον.
-Θέλω και τον αφέντη σου, π’ εδώκε σε νισάνâ,
θέλω και τον αφέντη σου κ’ εσέν ζωήν χαρίζω.
Και φλίβεται ο σερασκέρτς του φοβερού του κάστρου.
Έστειλ’ ατον τον βασιλάν δεμένον και φλιμμένον.
.
.
ο Γιαννης και η καλή του.
Ο Γιάννες ο μονόγιαννες κι ο μοναχόν ο Γιάννες,
ο Γιάννες ετοιμάσκεται να ’φταγ’ χαράν και γάμους.
Χάρος ’ς σην πόρταν έστεκεν κι ατόναν φοβερίζει.
-Χάρε, απόθεν έρχεσαι και πας συχαρεμένος;
-Έρθα να παίρω την ευχή σ’ και πάγω χαρεμένος.
-Χάρε μ’, έλ’ ας παλεύουμε ’ς το χάλκενον τ’ αλώνιν,
αν εν’ και το νικάς μ’ εσύ, έπαρ’ την _η μ’ και δέβα,
αν εν’ και το νικείεσαι, θα κάμω ’γω τον γάμο μ’.
-Εμέν αδά που έστειλεν πας κ’ είπεν ’φα και πία;
Πας κ’ είπεν έβγα πάλεψον ’ς σο χάλκενον τ’ αλώνιν;
Εμένα αδά που έστειλεν αίκα κ’ εθυμέθεν,
μόνον εμέναν είπε με την ψην ατ’ έπαρ’ κ’ έλα.
-Παρακαλώ σε, Χάρε μου, Θεού παρακαλίνα,
έχω καιρόν να χαίρουμαι, μουράτα να πλερώνω,
εμέν ζωήν για χάρισον, ας κάμω ’γω τον γάμο μ’.
Χάρος οπίσ’ εγύρισεν, ’ς τα επουράνâ ξέβεν,
Παρακαλεί τον Ποιητήν ατόν χρόνâ να δίγη.
-Άιτε άμε πε τον κυρ’ν ατ’, θα ζη τρακόσα χρόνâ,
ας δι’ ατόναν τα εμ’σα κι ας πάγη στεφανώνη.
-Κέρδα μ’, αφέντη, κέρδα με, Χάρος να μη κερδαίν’ με,
-Υιγέ μ’, πώς να κερδαίνω σε, Χάρος να μη κερδαίν’ τσε;
-Δώσ’ μ’ ας τα χρόνα σ’ τα καλά, Χάρος να μη κερδαίν’με.
-Γω ας τα χρόνâ μ’ τα καλά ημέραν ’κι χαρίζω.
-Παρακαλώ σε, Χάρε μου, Θεού παρακαλίαν,
είπα ’το ’γω τον κύρ’ εμουν, εμέν χρόνâ ’κ εδώκεν,
εμέν ζωήν για χάρισον, ας κάμω ’γω τον γάμο μ’.
Χάρος οπίσ’ εγύρισεν, ’ς τα επουράνα ’ξέβεν,
παρακαλεί τον Ποιητήν ατόν χρόνα να δίγη.
-Άιτε άμε πε τη μάναν ατ’, θα ζη δακόσα χρόνα,
ας δι’ τα’ εμ’σα τον γιόκαν ατ’ς κι’ ας πάγη στεφανώνη.
-Γω ας τα χρόνα μ’ τα καλά τριχάριν ’κι χαρίζω.
-Παρακαλώ σε, Χάρε μου, Θεού παρακαλίαν,
είπα ’το ’γω τη μάννα μου, εμέν χρόνα ’κ εδώκεν.
Χάρος οπίσ’ εγύρισεν ’ς τα επουράνα ’ξέβεν,
παρακαλεί τον Ποιητήν ατόν χρόνα να δίγη.
-Άνε και πε την κάλην ατ’, θα ζη σεράντα χρόνα,
ας δι’ ατόναν τα εμ’σα κι ας πάγη στεφανούται.
-Κέρδα με, κάλη μ’, κέρδα με, Χάρος να μη κερδαίν’ με.
-Τα’ εμά τα χρόνα τα καλά εμέν κ’ εσέν κανείνταν.
Κάμει ο Γιάννες την χαράν, κάμ’ ο Γιάννες τον γάμον.
.
.
Ο Γιάννης και η καλή του.
Από Θεού λαλά έρθεν ο Γιάννες θ’ αποθάνη.
-Αγιώρ’, Αγιώρ’ εγλήγορέ μ’, Αγιώρ’ ανδρειωμένε μ’,
’ς σον ουρανόν θενά προφτάντς, τον Γιάννεν κι άλλα χρόνâ.
Έρθεν Αγιώρτς εγλήγορον κ’ η κυρά Παναγία,
που είχαν δώδεκα φτερά κ’ επήραν πέντε κι άλλο.
’Σ σον ουρανόν επρόφτασεν, τον Θον επαρακάλ’νεν.
γιώρ’, γιατί είσαι μωρός; μωρόν δουλείαν ντο κάνεις
τα χρόνâ’τ’ ετελείωσαν, ο Γιάννες θ’ αποθάνη.
Όποιος θέλ’ κι’ αγαπά ’τοναν, ας δί ατον ας σα χρόνâ ’τ’.
Εμπαίν’ τη μάνναν ατ’ ρωτά, εμπαίν’ καλορωτά ’τεν.
-Κέρδα με, μάννα μ’, κέρδα με, να μη κερδαίν’ με ο Χάρον.
-Υιγέ μ’, και πώς κερδαίνω σε, να μη κερδαίν’ τς’ ο Χάρον;
-Δώσ’ μ’ ας τα χρόνα σ’ τα καλά, Χάρος να μη κερδαίν’ με.
-Υιγέ μ’, δέβα ’ς σον κύρ’ εσουν, κι’ ας δι’ σε ας σα χρόνα ’τ’.
-Κέρδα με, κύρ’ιμ’, κέρδα με, να μη κερδαίν’ με ο Χάρον.
-Υιγέ μ’, δέβα ’ς σην αδελφή σ’, κι’ ας δι’ σεν ας σα χρόνâ’τς.
-Κέρδ’, αδελφή, μου, κέρδα με, να μη κερδαίν’ μ’ ο Χάρον.
-Αμ’, άδελφε, ’ς σην κάλη σου κι’ ας δι’ σεν ας σα χρόνα ’τς.
-Κέρδα με, κάλη μ’, κέρδα με, Χάρος να μην κερδαίν’ με.
-Ήλιε μ’, και πώς κερδαίνω σε, να μη κερδαίν τς’ ο Χάρον;
-Δώσ’ μ’ ας σα χρόνâ σ’ τα καλά, Χάρος να μη κερδαίν’ με.
-Τα’ εμ’σα και τα καλλέτερα, ήλιε μ’, τ’ εσά ας είναι.
.
.
Εγ’ όντας εμ’ν εις τα’ άνθα μου, έβγ’ ας τα γεννητά μου,
’ς σα χέρα παίρ’να τ’ άρματα, εζώσκουμ’ τα λωρίτσα,
ας τ’ όρâ τ’ άρκους έβγαλ’να, ας τα βουινά τ’ ελάφâ,
ας τα κατσιπετρώματα εβγάλ’να τα περδίκας.
Και μια νυφίτσα μοναχή, περδίκα πλουμιστέ®α,
Εχώνεσεν κ’ εκάθεσεν σε δυο λιθάρâ μέσα.
Εχώνεσα να παίρ’ ατεν, εβλάβεν το φτερούλ’ν ατ’ς,
και ξαν εκαλοχώνεσα και ξαν εκαλοβλάβεν,
εβλάβεν το φτερούλιν ατ’ς, κι λάμνει άμον τ’ άλλο,
θέλει ασήμιν άδολον, χρυσάφιν ακαμάτιν,
να κρούγω ’ς το φτερούλ’ν ατ’ς, να λάμνη άμον τ’άλλο.
Τον κόσμον όλον γύριξα, την γην διχόν εποίκα,
œ ηύρα ασήμιν άδολον, χρυσάφιν ακαμάτον,
να κρούγω ’ς το φτερούλ’ν ατ’ς να λάμνη άμον τ’ άλλο.
Ελάλεσα, ερώτεσα, κανείς œ απηλογέθεν,
βασιλοπούλλα λάλεσεν, λαλεί κι απολογάται.
-Έχω ασήμιν άδολον, χρυσάφιν ακαμάτον,
χάϊτ’ έπαρ’ χτίσον τα φτερά σ’ άμον το έσαν πρώτα.
Εντώκα ’ς το φτερούλ’ν ατ’ς και λάμνει άμον το άλλο.
.
.
Σεράντα δράκ’, σεράντα δράκ’, σεράντα παλληκάρα,
εχπάστανε να πάγουνε, να πάν ’ς σην ξενιτείαν.
Όρκον βαρύν επέρανε να μη άφ’σουν τ’ έναν τ’ άλλο,
αν κάποιος και αρρωστά, τον άλλον να μη αφήν’νε.
’Σ σο μεσοστράτ’ œ επρόφτασαν, ’ς σο μεσοστράτ’ œ επήγαν,
ερρώστεσεν ο Κωσταντής απάν’ ’ς σο σταυροδρόμιν.
-Κλάψον με, μάννα μ’, κλάψον με, εγώ θεν’ αποθάνω
Αν αποθάνω, θάψτε με ’ς έναν ψηλόν ραχόπον,
κι αν αμπερνά ο κύρης μου, ας βάλη το καντήλιν,
κι αν αμπερνά κ’ η μάννα μου, ας βάλη το ελάδιν,
κι αν αμπερνά κι ο άδελφο μ’, ας βάλη το φαλάριν,
κι αν αμπερνά κ’ η κάλη μου, ας το γεμίζη δäκρâ.
Απλών’νε το μαντήλιν ατ’ και στρών’ν απάν’ ’ς σον δρόμον,
και λυν’νε το ζωνάριν ατ’ και θέκ’νε ’ς σο κιφάλ’ν ατ’
και χων’νε το μιζτράχιν ατ’ και δεν’ν εκεί το μαύρον
και παίρν’νε το σπαθίν ατου ας σο χρυσόν θεκάριν
και κόφτουνε τον τάφον ατ’ απάν’ ’ς σο σταυροδρόμιν,
φυτεύν’ν απάν’ ’ς σον τάφον ατ’ έναν μηλιάς φυτάνιν,
απάν’ ’ς το λάδιν το κλαδίν, απάν’ καντήλ’ κρεμάν’νε.
Έρται κι ο κύρ’ς ατ’ να δαβαίν’, να βάλ’ εκεί ελάδιν,
έρται κ’ η μάννα ’τ’ να δαβαίν’, να βάλ’ εκείνε δäκρâ,
έρ’ται κ’ η κάλ’ ατ’ να δâβαίν’ κλαιμένη και φλιμμένη.
-Για σούκ’, για σούκ’, νε έταιρέ μ’, κ’ έπαρ’ κ’ εμέν εντάμαν.
.
.
Ταῦτα εἰποῦσα ἐν θυμῷ, ὥρμησε τοῦ περάσαι
ἐγὼ δὲ λέγω πρὸς αὐτήν: «Μαξιμού, μὴν περάσης,
ἀνδράσι καὶ γὰρ πέφυκεν ἔρχεσθαι πρὸς γυναίκας,
ἔλθω λοιπὸν ἐγὼ πρὸς σέ, ὡς τὸ δίκαιον ἔχει.»
Καὶ αὐτίκα τὸν ἵππον μου κεντήσας ταῖς περόναις,
προς τὸ ὕδωρ ἐξώρμησα, ἀποτυχὼν τοῦ πόρου·
ἦν δὲ πολὺς ὁ ποταμὸς καὶ ἔπλευσεν ὁ ἵππος·
ὕδατος τούτου ἔκχυσις ἄποθεν δὲ ὑπῆρχεν
βραχύτατην ἐμφαίνουσα λίμνην, συχνήν τε πόαν
ἐν ᾗπερ στᾶσα ἀσφαλῶς λίαν εὐτρεπισμένη
ἡ Μαξιμοὺ τὴν προσβολὴν την ἐμὴν ἐπετήρει·
οἱ δὲ συνόντες ἄλλοι μὲν ἔτρεχον πρὸς τὸν πόρον,
ἕτεροι δὲ ἐνήδρευον ἐγκρύμματα ποιοῦντες.
Ἐγὼ δέ,ὅταν ἔγνωκα εἰς γῆν πατεῖν τὸν ἵππον,
τρανὰ αὐτὸν ἠρέθιζον, καὶ τὸ σπαθὶν ἑλκύσας
ὁλοψύχως πρὸς Μαξιμούν εὐτέχνως ἀπηρχόμην.
Ἡ δέ, ὡς προηυτρέπιστο, προσαπαντᾶν δραμοῦσα,
κονταρέαν μοι δέδωκεν ξυστὴν εἰς τὸ λουρίκιν·
καὶ μηδαμῶς ἀδικηθεὶς ἔκοψα τὸ κοντάριν,
τινάξας δ” αὖθις τὸ σπαθίν, ταύτης ἐνεφεισάμην,
τοῦ δε βούλχα ἀπέτεμον τὴν κεφαλὴν εὐθέως·
Καὶ σύντομα ἐπιλάλησεν, τὸν ποταμὸν περάση
καὶ ἐγὼ δὲ τὴν ἐλάλησα φωνὴν ἀπὸ μακρόθεν:
«αὐτόθε στέκου, Μαξιμού, ὧδε μηδὲν περάσης!
Τοὺς ἄνδρας πρέπει νὰ περνοῦν, ἀμὴ ὄχι τὰς γυναίκας.
Περάσειν ἔχω, Μαξιμού, ὡς διὰ σέναν τὸ ποτάμιν
καὶ νὰ σοῦ ἀντιμέψωμεν, ὡς καὶ τὸ δίκαιον ἔχεις».
Τὸν γρίβαν μου ἐπιλάλησα, τὸν ποταμὸν περάση,
καὶ εἶχεν νερὸν ὁ ποταμὸς πολὺν καὶ βουρκωμένον
καὶ ἐξέπεσεν ὁ γρίβας μου καὶ ἐχώθην ἕως τραχήλου·
καὶ δένδρον ἔπεψεν ὁ Θεὸς ἀπέσω εἰς τὸ ποτάμιν
καὶ ἀν εἶχεν λείπειν τὸ δενδρόν, ἐπνίγετον ὁ Ἀκρίτης.
Καὶ ὡς εἶδεν τοῦτο ἡ Μαξιμού, ἀπάνω μου ἐκατέβη·
κοντάριν ἐμαλάκιζεν, τὴν κονταρέαν μὲ δώση
καὶ ταῦτα τὸ κοντάριν της ἔριψα παρὰ μίαν
καὶ σύντομα ἔριψα ραβδίν, τὴν Μαξιμούν ἐλάλουν:
«Ἐλεῶ τὰ κάλλη σου, κυρά, βλέπε μὴ κινδυνεύσης·
ἀλλὰ ἄς δώσω, Μαξιμού, τὴν φάραν σου ραβδέαν
καὶ ἐκ τὴν ραβδέαν, Μαξιμού, νόησε με τίναν ἔχεις».
Καὶ ἐγὼ ραβδέαν ἔδωσα τὴν φάραν “ς τὰς κουτάλας
καὶ ἀνάσκελα ἐξήπλωσεν ἡ θαυμαστὴ ἡ φάρα.
.
.
Σ’ερκές, σ’ερκές επκιάσασιν τζαι στην παλιώστραν πάσιν.
Τζαι τζ” ειν εν” που παλιώννασιν τρεις νύκτες τρεις ημέρες
τζ” ει πόπκιαννεν ο Χάροντας τα γαίματα πιτούσαν
τζ” ει πόπκιαννεν ο Διενής τα κόκκαλα ελειούσαν
Ο Διγενής ψυχομασ’εί στον κόσμον αγροικειέται.
Ο Διγενής επέθανεν, τρέξετε, αρκόντοι, τρέξετε.
Ίντα μυστήριον, α, ίντα μυστήριον πράμαν
Που πάνω που τους νώμους του ελιόμυλοι γυρίζαν,
που κάτω στες μασκάλες τουπερτίτζ’ια κακκαρίζαν
που πάνω εις την ράσ’ην του σσ’ύλοι λαόν ετρέχαν,
που μέσα στα ρουθούνια του βουβάλια ξισταυλίζαν.
Τρέξετε, άρκοντες, τρέξετε, ίντα μυστήριον πράμαν
.
.
Διγενής Ακρίτας (απο το χειρόγραφο Εσκοριάλ)(απόσπασμα)
καὶ ὁ γέρων ὁ Φιλοπαπποὺς τὴν Μαξιμοῦν ἐλάλει:
«Θωρεῖς αὐτὸν τὸν ἄγουρον ποὺ στέκει εἰς τὸ λιθάριν
κ’ ἔστησεν τὸ κοντάριν του καὶ ἀπάνου του ἀκουμπίζει;
Ἐκδέχεται νὰ ὑπάγωμεν ὅλοι ἀπάνου εἰς αὖτον,
κἂν τάχα μοναχὸς ἐστὶν ἐμᾶς οὐδὲν φοβᾶται.
Ἂν εὕρη τόπον νὰ ἐμπῆ εἰς τὸν λαόν μας μέσα,
ὥσπερ πετρίτης ἄχρωμος, ὅταν ἐμπῆ εἰς κυνήγιν,
καὶ χύση τὸ πτερούγιν του καὶ τὰ ὄρνεα ἀποκτείνη,
οὕτως ἐμᾶς ἂν γυριστῆ, τινὰς νὰ μὴ τὸν δώση.
Ἀλλ’ ἂς προκαρτερέψωμεν καὶ τότε ἂς τὸν ἰδοῦμε
καὶ νὰ τὸν περιφέρωμε, καὶ οὐ μὴ καβαλικεύση.
εἰ δὲ καθίση εἰς ἄλογον, ἀπιλογίαν μᾶς κάμνει».
Καὶ τότε ἡ κούρβα ἡ Μαξιμοῦ τὸν γέροντα ἀτιμάζει:
«Ἔβγα ἀπ’ ἐδῶ, λυσσόγερε, υἱὲ τῆς ἀπωλείας.
ὡς καὶ ἀπ’ τὰ γέρα τὰ πολλὰ ὁ κῶλος σου ἐτσιγκρίασε.
Ἐγὼ ἔλεγα φουσάτα ἔχει καὶ ἀγούρους ἀνδρειωμένους
καὶ ἐπῆρα τὰ φουσάτα μου καὶ ἦλθα νὰ πολεμήσω.
Ἐγὼ μόνη καὶ μοναχὴ νὰ κατέβω εἰς αὖτον,
νὰ κόψω τὸ κεφάλιν του καὶ ἐδῶ νὰ σᾶς τὸ φέρω,
νὰ ἐπάρω τὸ κοράσιον καὶ ἐδῶ νὰ σᾶς τὸ φέρω
νὰ ἐπάρω τὴν πεθύμιαν σας
καὶ ἐδῶ νὰ σᾶς τὴν φέρω καὶ ἐσεῖς μὴ κουρασθῆ- τε».
Καὶ σύντομα ἐπιλάλησεν, τὸν ποταμὸν περάση,
καὶ ἐγὼ δὲ τὴν ἐλάλησα φωνὴν ἀπὸ μακρόθεν:
«Αὐτόθε στέκου, Μαξιμοῦ, ὧδε μηδὲν περάσης!
Τοὺς ἄνδρας πρέπει νὰ περνοῦν,ἀμὴ ὄχι τὰς γυναῖκας.
Περάσειν ἔχω, Μαξιμοῦ, ὡς διὰ σέναν τὸ ποτάμιν
καὶ νὰ σοῦ ἀντιμέψωμεν,ὡς καὶ τὸ δίκαιον ἔχεις».
Τὸν γρίβαν μου ἐπιλάλησα, τὸν ποταμὸν περάση,
καὶ εἶχεν νερὸν ὁ ποταμὸς
πολὺν καὶ βουρκωμένον καὶ ἐξέπεσεν ὁ γρίβας μου
καὶ ἐχώθην ἕως τραχήλου.
καὶ δένδρον ἔπεψεν ὁ Θεὸς ἀπέσω εἰς τὸ ποτάμιν
καὶ ἂν εἶχε λείπειν τὸ δενδρόν,
ἐπνίγετον ὁ Ἀκρίτης.
Καὶ ὡς εἶδεν τοῦτο ἡ Μαξιμοῦ,ἀπάνω μου ἐκατέβη.
κοντάριν ἐμαλάκιζεν, τὴν κονταρέαν μὲ δώση
καὶ ταῦτα τὸ κοντάριν της ἔριψα παρὰ μίαν
καὶ σύντομα ἔριψα ραβδίν,
τὴν Μαξιμοῦν ἐλάλουν:
«Ἐλεῶ τὰ κάλλη σου, κυρά,βλέπε μὴ κινδυνεύσης.
ἀλλὰ ἂς δώσω, <Μαξιμοῦ>,τὴν φάραν σου ραβδέαν
καὶ ἐκ τὴν ραβδέαν, Μαξιμοῦ,νόησε μὲ τίναν ἔχεις».
Καὶ ἐγὼ ραβδέαν ἔδωσα τὴν φάραν ’ς τὰς κουτάλας
καὶ ἀνάσκελα ἐξήπλωσεν ἡ θαυμαστὴ ἡ φάρα.
Καὶ τότε πάλι ἡ Μαξιμοῦ οὕτως μὲ παρεκάλει:
«Κύρκα, φοβήσου τὸν Θεὸν καὶ ἀπὲ συμπάθησέ μου
καὶ ἂς φέρουν πάλιν ἄλογον,διὰ νὰ κάτσω ἀπάνω
καὶ νὰ νοήσης, ἄγουρε, καὶ τὴν ἐμὴν ἀνδρείαν».
Καὶ ἐγὼ αὐτὴν παραχωρῶ ἵνα καβαλικεύση
καὶ ἂν ἔνι ἡ γεῦσις ἔμνοστος, πάλι νὰ δευτερώση.
Τὸν Λίανδρον ἐφώνιαξεν καὶ φέρνει της ἱππάριν,
πηδᾶ κ’ ἐκαβαλίκευσε καὶ παίρνει καὶ κοντάριν
καὶ ἀπὸ μακρέα μ’ ἐφώναζε:
«Ἐδὰ σὲ βλέπω, Ἀκρίτη!»
Καὶ τὸ κοντάρι ἐμάκρυνε,τὴν κονταρίαν μὲ δώση.
Σπαθέαν τῆς φάρας ἔδωκα ἀπάνω εἰς τὸ κεφάλιν.
τὰ δύο μέρη ἐσχίσθησαν κ’ ἔπεσαν παρὰ μίαν
ἦτον καὶ <ἡ> σέλα πάντερπνος,ὅλη κατεζουλίστην,
καὶ ἀπέμεινεν ἡ Μαξιμοῦ, πεζή,ἐλεεινὴ εἰς τὸν κάμπον.
Τὸ ὑπόδημά μου ἐφίλησεν καὶ οὕτως μὲ παρεκάλει:
«Κύρκα, φοβήσου τὸν Θεόν,
πάλιν συμπάθησέ με εἰς τὴν μωρίαν τούτην,
ὅτι παρὰ σαλῶν καὶ ἄτακτων ἀνθρώπων ἐδιδάχθην
καὶ ἐσὺ μόνος μὲ κέρδισε καὶ ἄλλος μὴ μὲ κερδίση».
Καὶ <τότε> ἐγὼ τὴν Μαξιμοῦ οὕτως ἀπιλογήθην:
«Μὰ τὸν Θεόν, ἡ Μαξιμοῦ, οὐκ ἔν’ τὸ ἐνθύμημά σου.
ἡ κόρη τὴν ἐγὼ φιλῶ τῶν εὐγενῶν ὑπάρχει.
ἔχει γὰρ πλοῦτος ἄπειρον καὶ συγγενοὺς ἐνδόξους
καὶ ἀδέλφια πολυορεκτικὰ καὶ ἀδελφοὺς πλουσίους
καὶ πάντας ἐξηρνήσατο καὶ μετὰ μέναν ἦλθεν
καὶ ὁ Θεὸς ὁ πάντων δυνατὸς αὐτὸς νὰ μᾶς χωρίση.
Εἰδὲ ἂν ὁρμῆς νὰ πορνευθῆς, ἐγὼ νὰ σοῦ τὸ ποίσω».
Καὶ ἐπέζευσα τὸν μαῦρον μου καὶ λύω τ’ ἄρματά μου
καὶ τὸ ἐπεθύμα ἡ Μαξιμοῦ γοργὸν τῆς τὸ ἐποῖκα.
καὶ ἀπείτις τὸ ἔκαμα ἐγὼ τῆς Μαξιμοῦς τῆς κούρβας,
εὐθὺς ἐκαβαλίκευσα καὶ ἐπῆγα εἰς τὸ κοράσιον.
Καὶ τότε τῆς βεργόλικος ἄκο τὸ τί τῆς λέγω:
«Εἶδες, ὀμμάτια μου καλά, τί ἀνδραγαθίας ἐποῖκα;»
Καὶ τότε τὸ κοράσιον ἄκου τὸ τί μοῦ λέγει:
«Εἶδα σε, ὀμμάτια μου καλά,τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου,
τὸ πῶς ἐμονομάχησες ὅλους τοὺς ἀπελάτας,
καὶ ὅταν ἐμονομάχησες τὴν Μαξιμοῦν τὴν κόρην.
καὶ εἰς τὸ στενὸν τὸ πέραμαν,εἰς τὸ βαθὺν τὸ ρυάκιν,
πολλὰ πολλὰ μοῦ ἄργησες. πιστεύω νὰ τὴν εἶχες».
Καὶ τότε τὴν βεργόλικον οὕτως τὴν συντυχαίνω:
«Ὡς ἔδωσα τὸ ἱππάριν της τὴν ὕστερην ραβδέαν,
ἐξέπεσεν ἡ Μαξιμοῦ ἀπὸ τὸ ἱππάριν κάτω.
ἦτον καὶ <ἡ> σέλα πάντερπνος,
ὅλη κατεζουλίστην, καὶ πίστευσέ με, λυγερή,
ὅτι ἀληθῶς σὲ λέγω,
ὅτι πολλὰ ἐλυπήθηκα τὰ δύο της τὰ φαρία».
Καὶ τότε τὸ κοράσιον ἐγέλασε μεγάλως,
στρεφνὰ γλυκέα μ’ ἐπερίλαβε καὶ ἐμὲν ἐσυχνοφίλει.
καὶ τότε τὸ κοράσιον οὕτως τὸ συντυχαίνω:
«Μετὰ τὸ φθείρειν Μαξιμοῦν τρία κακὰ ἔποικά την:
πρῶτον μὲν ὅτι εἶχα την, δεύτερον ὅτι ἐντράπη,
τρίτον καὶ περισσότερον ἐχάσεν
τὴν ἀνδρείαν της καὶ πομπεμένη ἀπόφευγεν
ἀπὸ τὸν Μιλιμίτσην».
Καὶ ὁ Λίανδρος ὁ ταπεινός, πλήρης κατησχυμένος,
καὶ οἱ ἑκατὸν οἱ πρόλοιποι τῆς Μαξιμοῦς οἱ ἀγοῦροι
καὶ ὁ θαυμαστὸς ὁ Κίνναμος, ἀλλὰ καὶ ὁ κὺρ Γιαννάκης
καὶ ἄλλοι ἀπελάτες ἑκατὸν
καὶ ὁ Φιλοπαπποὺς ὁ γέρων
πάντες ἐξεσκορπίσθησαν ἐκ τοῦ Ἀκρίτη τὸν φόβον,
νὰ μὴ τοὺς καταφθάση ἐκεῖ καὶ ὅλους κακοδοικήση
.
.
του Διγενη
Πατήρ του ἦτον ὁ ἀμιράς, ὁ Μούσουρος ἐκεῖνος,
ὁποὺ ἀνατράφην εἰς Συρίαν, ἀπέσω εἰς Βαβυλῶνα
κοράσιον ἀπήρπαξεν, τοῦ Ἀκρίτη τὴν μητέραν
Καὶ ἀφότις εὐλογήθησαν, ἐχαίρετον μετ’ αὔτην.
Καὶ ἀφότις ἐκοιμήθηκεν τὴν ἡλιογεννημένην,
ἔτεκαν παῖδα θαυμαστόν, τὸν Διγενὴν Ἀκρίτην,
φωστήραν τὸν αὐγερινόν, ἥλιον τὸν φωσφόρον
καὶ περιέλαμπρον τὸ φῶς εἰς ἅπασαν τὴν κτίσιν,
καὶ εἰς ἀπελάτας δυνατὸς καὶ εἰς τοὺς ἀνδρειωμένους
ὁ παπούς σου,πόσους Ρωμαίους ἔσφαξεν,
πόσους δούλους ἐπῆρεν;
τὰς φυλακὰς ἐγέμισεν ἄρχοντας τῶν Ρωμαίων.
Καὶ οὐδὲν θυμᾶσαι, τέκνον μου, τί ἐποῖκεν ὁ πατήρ σου;
Τὸ Κόνιον ἐκούρσευσεν μέχρι καὶ εἰς τὸ Ἀμόρι,
εἰς Νικομήδειαν ἔφθασεν καὶ εἰς Πραίνετον ἐπέβην
καὶ ἂν οὔκ ἦτον ἡ θάλασσα, ἀκόμη εἶχε ὑπαγαίνειν.
Καὶ ὁ ἀδελφός μου, ὁ θεῖος σου, ὁ Μουρστασίτ,
ἐπῆγεν,τὸν Ἕρμοναν ἀνέδραμεν καὶ τὸν Ζυγὸν ἐπίασεν,
τὴν δὲ Ἀρμενίαν ἐξήλειψεν, πολὺν κακὸν ἐποίησεν.
Καὶ οὐδὲν θυμᾶσαι, τέκνον μου, τί ἐποίησεν ὁ πατήρ σου;
Πόσα κοράσια ἤφερεν εἰς τῆς Συρίας τὰ κάστρα
Ἐπῆρεν τους καὶ ἐξέβηκεν ἔξω εἰς Ρωμανίαν∙
τὸ Ἡρακλέως ἐκούρσευσεν, τὸ Κόνιον καὶ Ἀμόρι∙
κοράσιον ἀπήρπαξεν, τοῦ Ἀκρίτη τὴν μητέραν
Καὶ ἄλλας πολλὰς ἐπιάσασιν οἱ ἄνομοι Ἀραβίται
καὶ ἐπούλησαν καὶ ἐσφάξαν τας ἀνόμως καὶ ἀδίκως
καὶ ἡ ἀδελφή σας ἔτυχεν ἐμέναν εἰς τὸ κοῦρσος
καὶ αὐτὴν ἐπαραφύλαγα ὡς διὰ τὰ ὡραῖα της κάλλη
.
.
Ακρίτας όντες έλαμνεν ’ς σην παραποταμέαν,
Επέγ’νεν κι’ έρ’τον κι’ έλαμνεν την ώραν πέντ’ αυλάκâ,
επέγνεν κι’ έρ’τον κι έσπερνεν εννέα κότα σπόρον.
Έρθεν πουλίν κι’ εκόνεψεν ’ς ση ζυγονί την άκραν,
σκούται και καλοκάθεται ’ς ση ζυγονί την μέσεν.
-Οπίσ’, πουλίν, οπίσ’, πουλίν, μη τρως την βουκεντρέαν.
Και το πουλίν κελάηδεσεν σαν άνθρωπι’ λαλίαν.
-Ακρίτα μου, ντο κάθεσαι, ντο στέκεις και περμένεις;
το ένοικο σ’ εχάλασαν και την κάλη σ’ επαίραν,
τ’ όλον καλλίον τ’ άλογο σ’ στρών’νε και καβαλκεύν’νε
και τ’ άλλα τα καθέτερα στέκ’νε και χλιμιτίζ’νε.
Ακρίτας παραθύμωσεν, Ακρίτας εθερέθεν.
Κάρφωσεν το βουκέντριν ατ’ και έστεσεν τα βούδια ’τ’.
Όλâ τα όρνα φοβερίζ’, τ’ όρνα και τα ρασία,
τους κλέφτες εφοβέριζεν, να μη κλέφ’νε το γίνιν
και τα πουλιά εφοβέριζεν, να μη τρώγ’νε το σπόρον.
Αφήν’ και πάει Ακρίτας ιμ’, ο κρίαρον Ακρίτας,
ευρίκ’ τα πόρτας ανοιχτά, τα παραθύρâ ακλείδα,
πάει κι ευρήκ’ τους μαύρους ατ’, στέκ’νε και χλιμιτίζ’νε.
-Τσ’ αστράφτει ’ςσην Ανατολήν, να ’βρίεται ’ς σην Δύσιν;
’ς σον Θον έσουν, ναι μαύροι μου, τσ’ εφτάν’ και κοντοφτάνει;
Κανείς, κανείς ε ελάλεσεν, κανείς ε επελογέθεν
και το γιαγούζιν τ’ άλογον λαλεί κι’ απολογάται.
-Ασά κρυφοταΐσματα σ’ εφτάνω, κοντοφτάνω.
Απάν’ σ’ ατό ελάγγε εν, εχπάστεν κι έ’ και πάει.
Βουτσοκοπά τον μαύρον ατ’, να φτάν’ και κοντοφτάνει.
Ακρίτας ιμ’ πριν να προφτάν’, η κόρ’ έρθεν κι εδέβεν.
Ουτζόπουλα επέντεσεν απάν’ ’ς σό σταυροδρόμ’ιν.
-Σον Θον έσουν, ουτζόπουλα, πουθέν χαράν εδέβεν;
-Κάθαν ώραν χαράν δâβαίν’, κάθαν ημέραν γάμος,
άμον τ’ ατώρνον τη χαράν, άλλο χαράν ε εδέβεν,
κάθαν τατίν μαλλίν κρατεί, κάθαν λιθάριν αίμαν.
Βουτσοκοπά τον μαύρον ατ’, να φτάν’ και κοντοφτάνει.
Ακρίτας ιμ’ œ επρόφτασεν, η κόρ’ έρθεν κι εδέβεν.
Επήγεν κι εταγιάνεψεν ’ς ση Δέβας το γεφύριν.
Εκεί κάθουνταν Έλλενοι, ατόναν φοβερίζνε.
-Δεβάστε με, ναι Έλλενοι, τη Δέβαν ας δαβαίνω,
ο μαύρον εν’ νέον πουλάρ’, χωρίς ταΐν ε μένει,
η κάλη μ’ νέον κόρασον, χωρίς εμέν ε στέκει.
(Τον θάνατόν ατ ε νουνίζ’, την κάλην ατ’ θυμάται).
Αν κρούω και σκοτώνω σας, θα λέγ’ν εμέμ φονέαν
Κι’ αν ε σκοτώνω σας εγώ, θα λέγ’νε, εφοβέθεν,
καλλίον ε σκοτώνω σας κι’ ας λέγ’νε εφοβέθεν.
Κλώ®κεται συρ’ τον μαύρον ατ’ και ’ς σο βαθύν λιμνίτιν,
βουτσοκοπά τον μαύρον ατ’, να φτάν’ και κοντοφτάνει.
Επήγεν κι εταγιάνεψεν και ’ς σου Καστρί’ την πόρταν,
ο μαύρον εχλιμίτιξεν κι’ ο Κάστρον όλ’ εσείεν.
Η κόρ’ επαραγνώριξεν, είπεν: Έρθεν Ακρίτας.
-Ανοίξετέ με, ναι πορτάρ’, ανοίξτε κι’ ας εμπαίνω,
ο μαύρον νέον πουλάριν εν’, χωρίς ταΐν ε μένει,
η κόρ’ νέον κόρασον εν’, χωρίς εμέν ε στέκει.
Ένοιξαν άτον οι πορτάρ’, εμπαίν’ απέσ’ Ακρίτας.
Άλλοι σκαμνία δίγ’ ν άτον, άλλοι καυκίν απλών’νε
Και σο σκαμνίν ατ’ κάθεται και το καυκίν επαίρεν.
-Για σους, για σους Ακρίτα μου και μη πολυλογίζεις,
αδά μεγάλον στράτεμαν, εσέναν κυνηγάει.
Έσυρεν το σπαθίτιν ατ’ ασ’ σο χρυσόν θεκάριν,
χίλιους μπροστά τ’ εσκότωσεν και μύριους από πίσω,
άλλα τρακόσιους Βάραγγους ’ς ση Δέβας το γεφύρι.
Επαίρεν την κόρ’ κι έφυεν εννέα πουρνοβράδια,
έβγαλεν ασόν κόλφον ατ’ απ’ όλα τα γεννέας.
-Για φα, κόρη, για φα, κόρη, κιοζέτεψον τα στράτας.
Ακρίτας επεκούμπιßεν, έναν ύπνον επαίρεν.
Η κόρ’ τερεί το πέραν κιαν, φουσάτον κατηβαίνει,
εντρέπεται να λέει ατον, φουσάτον κατηβαίνει.
Τα δάκρα τ’ ς εκατήβαιναν σ’ Ακρίτα την καρδίαν.
Εγνέφιξεν κι’ Ακρίτας μου ασ’ σο γλυκήν τον ύπνον.
-Κόρη, εκείν’ που έρχουνταν, κανέναν ε εγνωρίζεις;
-Μπροστά που έρτ’ ο καβαλάρ ’τς, ομαζ’ να εν’ ο κύρη μ’
κι εκείν’ οι μαύροι αλογάν ατ’, ομαζ’ν να είν’ τα’ αδέλφα μ’
κι’ εκείνε η γερανόφορος, ομαζ’ να εν’ η μάννα μ’.
.
.
.
GREEK POETRY
-ΣΥΛΛΟΓΗ ΑΚΡΙΤΙΚΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis-
POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης
.
.
Διγενης Ακριτας-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
ΣΥΛΛΟΓΗ ΑΚΡΙΤΙΚΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
.
.
Η ΑΡΠΑΓΗ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΤΟΥ ΑΚΡΙΤΑ
Ως έτρωγα κι' ως έπινα σε μαρμαρένια τάβλα,
ο μαύρος μου χλιμίντρισε και το σπαθί μου ερράη,
κ' εμένα ο νους μου τό βαλε, παντρεύουν την καλή μου,
με κάποιον άλλον τη βλογούν κ' εκείνη δεν τον θέλει,
παντρευαρραβωνιάζουν την κ' εμένα μ' αστοχούνε.
Περνώ και πάω 'ς τους μαύρους μου, τους εβδομηνταπέντε.
"Μαύροι μου ακριβοτάγιστοι και μοσκαναθρεμμένοι,
ποιος ειν' αψύς και γλήγορος, να τον καβαλλικέψω,
ν' αστράψη 'ς την ανατολή και να βρεθή 'ς τη δύση;"
Οι μαύροι μου όσοι τάκουσαν ούλοι βουβοί απομείναν,
κι' όσαις φοράδες τάκουσαν έρρηξαν τα πουλάρια,
κ' ένας γρίβας παλιόγριβας, σαρανταπληγιασμένος,
κείνος απολογήθηκε, γυρίζει και μου λέει.
"Εγώ είμαι αψύς και γλήγορος να πάγω όθε κι' αν είναι.
Οπού είναι γάμος και χαρά πάνε τα νια πουλάρια,
οπού είναι πόλεμος φρικτός παίρνουν εμέ το γέρο.
Εγώ είμαι γέρος κι' άχαρος, ταξίδια δε μου πρέπουν,
μα για χατίρι της κυράς να μακροταξιδέψω,
οπού μ' ακριβοτάγιζε 'ς το γύρο της ποδιάς της,
κι' οπού μ' ακριβοπότιζε 'ς τη χούφτα του χεριού της.
Μόν' δέσε το κεφάλι σου με δυο με τρία μαντήλια,
και σφίξε τη μεσούλα σου με δυο με τρία ζουνάρια,
να μη σε φάη η βουή και ντραλιστής και πέσης.
Και μη σε πάρη κουρτεσιά και βάλης φτερνιστήρι,
και θυμηθώ τη νιότη μου και κάμω σαν πουλάρι,
και σπείρω τα μυαλούδια σου 'ς εννιά μοδιώ χωράφι."
Στρώνει γοργά το μαύρο του, γοργά καβαλλικεύει.
Δίνει βιτσιά του μαύρου του και πάει σαράντα μίλλια,
και μεταδευτερώνει του και πάει σαρανταπέντε.
'Σ τη στράτα νοπού πήγαινε το θιον επαρακάλει.
"Θέ μου να βρω τον κύρη μου 'ς ταμπέλι να κλαδεύη."
Σα χριστιανός που τόλεγε, σαν άγιος εξακούστη,
κι' απάντησε τον κύρη του, που κλάδευε 'ς ταμπέλι.
"Καλώς τα κάνεις, γέροντα, το τίνος είν' ταμπέλι;
-Της ερημιάς, της σκοτεινιάς, του γιου μου του φευγάτου.
Σήμερα της καλίτσας του της δίνουν άλλον άντρα,
εψές επήραν τα προικιά και σήμερα τη νύφη.
-Παρακαλώ σε, γέροντα, αλήθεια να με δώσης,
τάχα θα φτάσω 'ς τη χαρά, θα φτάσω και 'ς το γάμο;
-Αν έχης μαύρο γλήγορο 'ς σπίτι τους προφτάνεις,
κι' αν είν' οκνός ο μαύρος σου 'ς την εκκλησιά τους βρίσκεις."
Δίνει βιτσιά του μαύρου του και πάει σαράντα μίλια,
και μεταδευτερώνει του και πάει σαρανταπέντε.
'Σ τη στράτα νοπού πήγαινε το θιον επαρακάλει.
"Θε μου να βρω τη μάννα μου 'ς τον κήπο να ποτίζη!"
Σα χριστιανός που τόλεγε, σαν άγιος εξακούστη,
κ'ευρήκε τη μαννούλα του που πότιζε τον κήπο.
"Ώρα καλή, γερόντισσα, το τίνος ειν' ό κήπος;
-Της ερημιάς, της σκοτεινιάς, του γιου μου του φευγάτου
που σήμερα η γυναίκα του θα πάρη νάλλον άντρα,
εψές επήραν τα προικιά και σήμερα τη νύφη.
-Πες μου να ζης, γερόντισσα, φτάνω κ' εγώ 'ς το γάμο;
-Αν εχης μαύρο γλήγορο, 'ς το σπίτι τους προφτάνεις,
κι' αν ειν' οκνός ο μαύρος σου, 'ς την εκκλησιά τους βρίσκεις."
Δίνει του μαύρου του βιτσιά 'ς τη χώρα κατεβαίνει.
Εκεί σιμά, εκεί κοντά 'ς το σπίτι του να φτάση,
ο μαύρος του χλιμίντρισε κ' η κόρη αναστενάζει.
"Τι έχεις, κόρη μ', και θλίβεσαι και βαριαναστενάζεις,
τα ρούχα σου δεν είν' καλά, ή τα φλωριά σου λίγα;
-Φωτιά να κάψ' τα ρούχα σου και λάβρα τα φλωριά σου,
τι ο μαύρος που χλιμίντρισε σαν του καλού μου μοιάζει.
-Αν ειν' ο πρώτος άντρας σου να βγω να τον σκοτώσω.
-Δεν ειν' ο πρώτος άντρας μου να βγής να τον σκότωσης,
μόν' είν' ο πρώτος μου αδερφός, μου φέρνει τα προικιά μου.
-Αν είν' ο πρώτος σου αδερφός, έβγα να τον κέρασης."
Χρυσό ποτήρι νάρπαξε να βγή να τον κεράση.
"Δεξιά μου στέκα, λυγερή, ζερβά μου πέρνα, κόρη."
Το μαύρο του χαμήλωσε κ' η κόρη απάνω ευρέθη.
Βγάλλει και το χρυσό σπαθί και ταργυρό μαχαίρι,
δίνει του μαύρου του βιτσιά κ' επήρε χίλια μίλλια,
μηδέ το μαύρον είδανε, μήτε τον κορνιαχτό του.
Οπού είχε μαύρο γλήγορο νείδε τον κορνιαχτό του,
κι' οπού είχε μαύρο κ' είν' οκνός, μηδέ τον κορνιαχτό του.
.
.
ΤΟΥ ΣΚΛΛΕΡΟΠΟΥΛΟΥ
Σήμερον εσυννέφιασεν, σήμερον εν να βρέξει
σήμερον το Ξερόπουλον είν' να καβαλλικεψει
να πάει και στου Κωνσταντά, την κάλην του να κλέψει.
Βγαίνει και πα στη μάνα του, ευκήν να του χαρίσει:
-Να μου χαρίσεις την ευκήν στου Κωνσταντά να πάγω
φουμίζουν και την κάλη του, να πα να του τη πάρω
και να την φέρω μάνα μου σκλάβα να μας δουλεύει
να μας σαρώνει τον οντά και να μας μαειρεύει.
Η μάνα που τουν μάισσα κι ο κύρης του 'στρονόμος
Πόμεινε γιέ μου, πόμεινε να μπω να 'στρονομήσω...
Και πέντε ώρες της νυκτός μπαίνει και 'στρονομά του
και δύο ώρες της 'μερός βγαίνει καλημερά του:
-Καλημερούδια γιούλη μου, και σου κορμίν θωράτον
μην πάγεις εις τον Κωνσταντά, γιατί ηύρα σε παρκάτου
Ο Κωνσταντάς είν' άνθρωπος και πρώτον παλληκάριν
κάλλιον σου παίζει το σπαθί και κάλλιον το κοντάριν
και χέμα πολεμίζει σε τ' άστρι και το φεγγάριν
και άφες το είν' πρώτος σ' ανεψιός κι είν' αντροπή μεγάλη.
-Ούλοι πάνε στη μάνα τους ευκήν να τους χαρίσει
κι εγώ 'ρτα στην παλιοπετσάν να μου παραλαλήσει.
-Πήγαινε γιέ μου στο καλόν, Θεός να βοηθήσει
νά 'ρτεις ως την μεσόστραταν κι εμένα ν' αντυμίσεις.
Τρέχει και πα στον κύρην του ευκήν να του χαρίσει:
_'Φέντη κι αν είσ' αφέντης μου κι είμαι παιδίν δικό σου
να μου χαρίσεις την ευκήν στου Κωνσταντά να πάγω
φουμίζουν και την κάλη του, να πα να του τη πάρω
και να την φέρω αφέντη μου σκλάβα να μας δουλεύει
να μας σαρώνει τον οντά και να μας μαειρεύει.
-Πόμεινε γιέ μου, πόμεινε να μπω να 'στρονομήσω...
Και πέντε ώρες της νυκτός μπαίνει και 'στρονομά του
και δύο ώρες της 'μερός βγαίνει καλημερά του:
-Καλημερούδια γιούλη μου, και σου κορμίν θωράτον
μην πάγεις εις τον Κωνσταντά, γιατί ηύρα σε παρκάτου
Ο Κωνσταντάς είν' άνθρωπος και πρώτον παλληκάριν
κάλλιον σου παίζει το σπαθί και κάλλιον το κοντάριν
και χέμα πολεμίζει σε τ' άστρι και το φεγγάριν
και άφες το είν' πρώτος σ' ανεψιός κι είν' αντροπή μεγάλη.
-Ούλοι πάνε στον κύρη τους ευκήν να τους χαρίσει
κι εγώ 'ρτα στον πατσόερον να μου παραλαλήσει.
-Πήγαινε γιέ μου στο καλόν, Θεός να βοηθήσει
νά 'ρτεις ως την μεσόστραταν κι εμένα ν' αντυμίσεις
κι ελπίζω με τα κριάτα σου τους σκύλους να ταίσεις...
Βγαίνει και πα στ' αρμάρι του οπού 'χε τ' άρματά του
και φόρεσεν τα ρούχα του, εζώστη τα σπαθιά του
με μακρικά μουδέ κοντά ρούχα του πολεμάτου.
Βγαίνει και πα στον στάβλον του οπούχε τ' άλογά του
μήτε τον άσπρον σέλλωσε μήτε τον σιζιννιά του
μόνε τον μαυρογόνατον, που 'ξερεν 'κειν' τα μέρη.
Σελλοχαλιναρώνει τον κι αρπάζει και κοντάριν
κι ίσια ευτύς ευρέθηκεν που πάνω καβαλλάρης.
άνοιξεν ταις αγκάλες του και τον Θεόν δοξάζει;
-Δοξάζω σε καλέ Θεέ, που σαι στα ψηλωμένα
και που γινώσκεις τα κρυφά και τα φανερωμένα
άν είσαι πολυεύσπλακνος, βοήθα με και μένα.
Και να 'βρω και τον Κωνσταντάν τραπεζοκαθισμένον
τον σκύλον τον λαμπρόστομον στον άλυσσον δεμένον
την σκύλαν την κουλουκαρκάν στον λάκκον λακκισμένην,
να 'βρω και την αγάπην μου να μην ειν' αλλαγμένη
από λουτρόν κι από εκκλησιάν να 'ναι λουτουργισμένη...
Θέλεις Θεός Χριστός ήτουν, θέλεις επάκουσέ του
τον σκύλον τον λαμπρόστομον στον άλυσσον δεμένον
την σκύλαν την κουλουκαρκάν στον λάκκον λακκισμένην,
ήβρε και την αγάπην του να μην ειν' αλλαγμένη
από λουτρόν κι από εκκλησιάν να 'ναι λουτουργισμένη...
Που τον θωρεί ο Κωνσταντάς, επροσηκώθηκέ του:
-Καλώς ήρτε τ' ανήψι μου να φα να πιεί μετά μου
να φάει την άγρη του λαγού, να φα ψητόν περδίκιν
να πιεί γλυκόπιοτον κρασίν που πίνουν οι γουμένοι
να φα ακροκεράμυον που τρων οι αντρειωμένοι
και οπού τρων οι άρρωστοι και βρίσκουνται γιαμένοι...
-Και δεν ήρτεν τ΄ανήψι μου να φα πιει μετά σου
να φάει την άγρη του λαγού, να φα ψητόν περδίκιν
να πιεί γλυκόπιοτον κρασίν που πίνουν οι γουμένοι
να φα ακροκεράμυον που τρων οι αντρειωμένοι
και οπού τρων οι άρρωστοι και βρίσκουνται γιαμένοι
μον ήρτεν το ανήψι σου την κάλην σου να πάρει.
-Υπόμεινέ με αμήψι μου να μπω να την αλλάξω
-Θέλω την να είν΄ανάλαχτη, να μην είνα' αλλαγμένη.
Κατέβην που τον μαύρον του, πάνω του γονατίζει
και ράφτει τα ματάκια του μ' ένα ψιλόν ραφίιν
και δένει και τα χέρκα του τρείς δίπλες τ' αλυσίδιν
βάζει και εις την κοξούλαν του δυο κάνταρα μολύβιν
Απηλογήθ' η λυγερή και λέγει και λαλεί του:
-Τούτ' είν' που μου φημίζεσουν και τούτα μου ελάλεις
πως δεν με βγάλλεις ώρα μια από τις δυο σου αγκάλες;
Τούτ΄είν΄που μου φημίζεσουν, πως είσαι παληκάριν
πως θέλεις χίλιους στο σπαθίν και χίλιους στο κοντάρι;
Και τώρα πως σε νίκησεν το νέον παληκάριν;
-Πήγαινε κόρη στο καλό, Θεός να βοηθήσει,
μετά μου μεσημέριασες. μετά μου να δειπνήσεις.
Εβάσταξεν κι ο Κωσταντάς, κι έκοψεν το μεθύσιν
εκράνοιξε τα μάτια του κι έπεσεν το ραφίιν
κουνάει τα χεράκια του κι έπεσεν τ΄αλυσίιν
σούζει και την κοξούλαν του κι έπεσεν το μολύβιν
τρέχει και πα στ αρμάριν του κι οπούχεν τ άρματά του
εφόρεσεν τα ρούχα του κι εζώστη τα σπαθιά του
με μακρικά μηδέ κοντά ρούχα του πολεμάτου.
Τρέχει και πα στον στάβλο του οπού 'χε τ άλογά του
Άμα τον είδαν τ' άλογα εστέκαν και χωρούσαν
κείνα που ξεύραν πόλεμον το αίμα κατουρούσαν
και κείνα που δεν ξεύρασιν εγέρναν και ψοφούσαν.
Απηλογήθη κι είπε τους και λέγει και λαλεί τους:
-Ποιός άξιος κι απότολμος να φέρει την κυράν του;
Απηλογήθην ο γεράππαρος 'πο την απόξω πάχνην:
-Είμ΄άξιος κι απότολμος να φέρω την κυράν μου
οπού με κρυφοτάγιζεν κριθάριν στην ποδιά της
κι οπού με κρυφοπότιζεν νερόν μεσ' την λεκάνην
Σεοχαλιναρώσε με και βάλε προστελλίνες
και προστελλίνες έντεκα και πισιλλίνες τριάντα
Και φτερνιστήρια μη βαλλείς για δεν ηβρίσκ' αμάντα.
Σελλοχαλιναρώνει τον και βάλλει προστελλίνες
και προστελλίνες έντεκα και πισιλλίνες τριάντα
και φτερνιστήρια έβαλεν κάθε πόδι του έναν.
Πηδά και καβαλλίκεψεν, κι άρπαξεν και κοντάριν
Φτερνιστιριάν που του 'δωκε κι εβγαίν' από το δώμαν
τα νέφη - νέφη έπιασεν, τα νέφη επεριπάτουν
Απηλογήθη ο Κωνσταντάς και λέγει και λαλεί του:
-Ήσουν πουλάρι δυο χρονών, κακό δεν έκαμές μου
εις τα γεροντοσύνια σου εσύ θα με σκοτώσεις.
-Σκύψε εις την μεσούλαν σου, εχ' αργυρόν θηκάριν
μέσα στ' αργυροθήκαρον έχ' αργυρόν μαχαίριν
τα φτερνιστήρια κόψε τα με το δεξί σου χέριν.
Ότι του είπεν έκανεν, ότι του παραγγέλνει
όλες τις στράτες έπιασεν, όλα τα μονοπάτια
και μόνον ειν που φάνηκεν ένα μικρόν βοσκάριν.
Πρώτα χτυπάτου μουστουνιά κι ύστερον αρωτά τον:
-Μην είδες το Ξερόπουλον, μην είδες το φουσσάτον;
-Α Θιέ, ετούτ' οι άρχοντες, ίντα που την κρατούσιν!
πρώτα χτυπούσιν μουστουνιάν κι ύστερον ερωτούσιν...
Να κάτσω στον λογαριασμόν, και βιάζουμαι να πάγω.
Είχεν εξήντα φλάμπουρους των εκατόν χιλιάδων.
Τρέχει και κοντοφτάνει τους, τ΄αππάριν χλιμιντρίζει.
Που τ' άκουσεν η κάλη του, ευρέθη να γελάει.
Απηλογήθη το Ξερόπουλον και λέγει και λαλεί της:
-Ως που ΄σουν εις τους τόπους σου, ήσουν μαραζωμένη
τώρα που ΄ρτες στους τόπους μου εβρέθης γελασμένη.
- Τ΄αππάριν που σε τσίνιζεν και τώρα -ν-ανεφάνη.
-Να ξερα ποιού είν΄το φταίξιμο, ποιός έχει την αιτίαν.
Γυρίζει πα στον άππαρον κι έκαμεν αμαρτίαν.
Και νά σου και τον Κωνσταντάν κι εφάνη ομπροστά τους.
Ούλες τις άκρες έπιανεν, η μέση καταλυέτουν.
και τέλεια και στα ύστερα ήβρεν τον ανηψιόν του.
Κατέβην που τ΄αππάριν του ομπρός του γονατίζει.
Πε μου κόρ' αν σε φίλησεν , τα χείλη του να κόψω
πε μου κόρ' αν σε τσίμπησεν, τα χέρια του να κόψω
-Εφίλησεν κι ετσίμπησεν κι ότ' ήθελεν εποίσεν
και μες στην δίπλην των βυζιών σημάδι σου αφήκεν.
Γυρίζει το σπαθάκιν του, κόφτει τα δυο του χείλη,
κόμη ξαναδιπλάζει του, κόφτει τα δυο του χέρια.
-Παρά και κόφτεις τα χέρια μου, κόψε την κεφαλή μου
γιατί επαραγγέλνανε εμένα οι γονιοί μου
κι εγώ δεν τους εκρόστηκα, ας τά ΄βρει η κεφαλή μου.
Κόμα ξαναδιπλάζει του, κόφτει τον που την μέσην
και πιάνει και τ' αππάρια κου, και τα λαγωνικά του
κι έπιασεν και επήρεν τα ούλα μαζίν μετά του.
.
.
ΤΟΥ ΜΙΚΡΟΥ ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΥ
Ο Κωσταντίνος ο μικρός κι' ο Αλέξης ο αντρειωμένος,
και το μικρό Βλαχόπουλο, ο καστροπολεμίτης,
αντάμα τρων και πίνουνε και γλυκοκουβεντιάζουν,
κι' αντάμα έχουν τους μαύρους των 'ς τον πλάτανο δεμένους.
Του Κώστα τρώει τα σίδερα, τ' Αλέξη τα λιθάρια,
και του μικρού Βλαχόπουλου τα δέντρα ξερριζώνει.
Κ' εκεί που τρώγαν κ' έπιναν και που χαροκοπούσαν,
πουλάκι πήγε κ' έκατσε δεξιά μεριά 'ς την τάβλα.
Δεν κελάϊδούσε σαν πουλί, δεν έλεε σαν αηδόνι,
μόν' ελαλούσε κ' έλεγε ναθρωπινή κουβέντα.
"Εσείς τρώτε και πίνετε και λιανοτραγουδάτε,
και πίσω σας κουρσεύουνε Σαρακηνοϊ κουρσάροι.
Πήραν τ' Αλέξη τα παιδιά, του Κώστα τη γυναίκα,
και του μικρού Βλαχόπουλου την αρραβωνιασμένη."
Ώστε να στρώση ο Κωσταντής και να σελλώση ο Αλέξης,
ευρέθη το Βλαχόπουλο 'ς το μαύρο καβαλλάρης.
"Για σύρε συ Βλαχόπουλο 'ς τη βίγλα να βιγλίσης,
αν είν' πενήντα κ' εκατό χύσου μακέλλεψέ τους,
κι' αν είναι περισσότεροι, γύρισε μίλησε μας."
Επήγε το Βλαχόπουλο στη βίγλα να βιγλίση.
Βλέπει Τουρκιά Σαρακηνους κι' Αράπηδες κουρσάρους,
πλάγια κοκκινίζαν.
'ρχισε να τους διαμετράη, διαμετρημούς δεν είχαν.
Να πάη πίσω ντρέπεται, να πάη εμπρός φοβάται.
Σκύβει φιλεί το μαύρο του, στέκει και τον ρωτάει,
"Δύνεσαι, μαύρε μ', δύνεσαι 'ς το γαίμα για να πλέξης;
-Δύνομαι, αφέντη, δύνομαι 'ς το γαίμα για να πλέξω,
κι' όσους θα κόψη το σπαθί τόσους θενά πατήσω.
Μόν' δέσε το κεφάλι σου μ' ένα χρυσό μαντήλι,
μην τύχη λάκκος και ρηχτώ και πέσης απ' τη ζάλη.
-Σαΐτταις μου αλεξαντριαναίς, καμιά να μη λυγίσει,
και συ σπαθί μου διμισκί, να μην αποστομώσης.
Βόηθα μ', ευχή της μάννας μου και του γονιού μου βλόγια,
ευχή του πρώτου μ' αδερφού, ευχή και του στερνού μου.
Μαύρε μου, άιντε νά μπουμε, κι' όπου ο Θεός τα βγάλη!"
'Σ τα έμπα του μπήκε σαν αϊτός, 'ς τα ξέβγα σαν πετρίτης,
'ς τα έμπα του χίλιους έκοψε, 'ς τα ξέβγα δυο χιλιάδες,
και 'ς το καλό το γύρισμα κανένα δεν αφήνει.
Πήρε τ' Αλέξη τα παιδιά, του Κώστα τη γυναίκα,
και το μικρό Βλαχόπουλο την αρραβωνιασμένη.
Προσγονατίζει ο μαύρος του και πίσω του τους παίρνει.
'Στο δρόμο νοπού πήγαινε σέρνει φωνή περίσσα.
"Πού είσαι αδερφέ μου Κωσταντά κι' Αλέξη αντρεϊωμένε;
αν είστε εμπρός μου φύγετε κι' οπίσω μου κρυφτήτε,
τι θόλωσαν τα μάτια μου, μπροστά μου δε σας βλέπω,
και το σπαθί μου ερράγισε, κόβοντας τα κεφάλια,
κι' ο μαύρος λιγοκάρδισε πατώντας τα κουφάρια."
.
.
Κάτου 'ς την άσπρη πέτρα και 'ς το κρυό νερό,
εκεί κείτεται ο Γιάννος τ' Ανδρονίκου ο γιος,
κομμένος και σφαμένος κι' ανεγνώριοτος.
Το αίμα του σαν βρύση χύνονταν 'ς τη γης,
και γιατρεμό δεν είχεν η βαθειά πληγή.
Τούρκοι τον παραστέκουν και Ρωμιοί τον κλαιν,
κι' απάρθενα κοράσια τον μοιρολογούν.
"Γιάννο μ', δεν είχες μάννα, μάννα κι' αδερφή,
δεν είχες και γυναίκα, για να σ' έκλαιγεν;
-Θαρρώ πως είχα μάννα, μάννα κι' αδερφή,
κ' η δόλια μου η γυναίκα να την πόρχεται,
με δυο μαύρα λιθάρια στηθοδέρνοντας."
"Γιάννο μου, δεν σου το είπα, δε σ' αρμήνευα,
με χίλιους μην τα βάνης και μην πολεμάς;
-Σώπα, καλέ γυναίκα, και ντροπιάζεις με.
Εγώ είμαι ο ανδρειωμένος, τ' Ανδρόνικου ο γιος,
που τρέμει ο κόσμος όλος κι' όλα τα χωριά,
και τρέμουν τρεις πασάδες που πολέμαγα.
Δεν ήσαν μήτε πέντε, μήτε δεκοχτώ,
εφτά χιλιάδες ήσαν κ' εγώ αμοναχός,
κι' απ' τοις εφτά χιλιάδες ένας γλύτωσε,
που χε Λαγού πηλάλα, Δράκου δύναμη,
και της αγριολαφίνας τα πηδήματα.
'Σ τα νέφια νέφια πάει, 'ς τα νέφια περπατεί,
'ς τον ουρανό πετούσε, 'ς τάστρη εχάνονταν.
Μια σαϊττιά μου παίζει μέσα 'ς την καρδιά,
τη δύναμη μου κόβει κι' όλη την αντρειά."
.
.
Χήρας υγιός λατρεύει τριά καλά άλογα,
το Γρίβα και το Μαύρη και τον Πέπανο,
το Γρίβα για καβάλλα και για λεβεντιά,
τον Πέπανο για μάτια και ξανθά μαλλιά,
το Μαύρη για σεφέρι και για πόλεμο.
Μα πήγε 'ς το σεφέρι κ' ήρθεν αδειανό,
και ο Γρίβας το μαλώνει και ο Πέπανος.
"Βρε πού είναι, μωρέ Μαύρη,
πού είναι ο αφέντης μας,
πού πήγες 'ς το σεφέρι κ' ήρθες αδειανός;
-Αφήστε να σας είπω τα τραγούδια μου
και το μεγάλο πόνο της καρδούλας μου.
Ωσάν επολεμούμε 'ς το ρημόκαστρο,
έκαμα να περάσω πο τον πόταμο,
κοπήκανε οι σέλλαις και οι σκαλωσιαίς,
και πήρε τον αφέντη κ' ήρθα ναδειανό
.
.
Η ΑΝΤΡΕΙΩΜΕΝΗ ΛΥΓΕΡΗ, Η ΜΑΝΝΑ ΤΟΥ ΔΙΓΕΝΗ
Κάπου πόλεμος γίνεται 'ς Ανατολή και Δύση,
και τό μαθε μια λυγερή και πάει να πολεμήση.
Αντρίκια ντύθη κι' άλλαξε και πέρνει τάρματά της.
Φίδια στρώνει το φάρο της κι' όχιαίς τον καλλιγώνει,
και τους αστρίταις τους κακούς τους βάνει φτερνιστήρια,
Φτερνιά δίνει του μαύρου της, πάει σαράντα μίλια,
κι' άλλη ματαδευτέρωσε 'ς τον πόλεμον εμπήκε.
'Σ τά μπα της στράταις έκανε, 'ς τά βγα της μονοπάτια,
'ς τάλλο της στριφογύρισμα, έσπασε το λουρί της,
φανήκαν τα χρυσόμηλα, τα λινοσκεπασμένα.
Σαρακηνός την αγνατά ναπό ψηλή ραχούλα.
"Παιδιά, και μη δειλιάσετε, παιδιά, μη φοβηθήτε.
Γυναίκειος ειν' ο πόλεμος, νυφαδιακός ο κούρσος!"
Κ' η λυγερή όντας τ' άκουσε 'ς τον Άη Γιώργη τρέχει.
"Αφέντη μου άη Γιώργη μου, χώσε με το κοράσιο,
να κάμω τά μπα σου χρυσά και τά βγα σου ασημένια,
και τα ξυλοκεράμιδα ούλο μαργατιτάρι."
Εσκίσανε τα μάρμαρα κ' εμπήκε η κόρη μέσα.
Σαρακηνός να κ' έφτασε κοντά 'ς τον άη Γιώργη.
"Άγιε μου Γιώργη χριστιανέ, φανέρωσε την κόρη,
να βαφτιστώ 'ς τη χάρη σου εγώ και το παιδί μου,
εμέ να βγάλουν Κωσταντή και το παιδί μου Γιάννη."
Ανοίξανε τα μάρμαρα κ' έφάνηκεν η κόρη.
.
.
ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΟΥ ΤΗΣ ΩΡΙΑΣ
Όσα κάστρα κι' αν είδα και περπάτησα,
σαν της Ωριάς το κάστρο δεν ελόγιασα.
Κάστρο θεμελιωμένο, κάστρο ξακουστό,
σαράντα οργυαίς του ψήλου, δώδεκα πλατύ,
μολύβι σκεπασμένο, μαρμαροχυτό,
με πόρτες ατσαλένιαις κι' αργυρά κλειδιά,
και του γιαλιοϋ η πόρτα στράφτει μάλαμα.
Τούρκος το τρογυρίζει χρόνους δώδεκα,
δεν μπορεί να το πάρη το ερημόκαστρο.
Κι' ένα σκυλί τουρκάκι, μιας 'Ρωμνιάς παιδί,
'ς τον Αμιρά του πάει και τον προσκυνάει.
"Αφέντη μ' Αμιρά μου και σουλτάνε μου,
αν πάρω γω το κάστρο τι είν' η ρόγα μου;
-Χίλια άσπρα την ημέρα κι' άλογο καλό,
και δυο σπαθιά ασημένια για τον πόλεμο.
-Ουδέ τάσπρα σου θέλω κι' ουδέ τα φλωριά,
ουδέ και τάλογό σου κι' ουδέ τα σπαθιά,
μόν' θέλω γώ τη κόρη, πού ναι 'ς τα γυαλιά.
-Ωσάν το κάστρο πάρης, χάρισμα κι' αυτή."
Πράσινα ρούχα βγάζει, ράσα φόρεσε.
Τον πύργο πύργο πάει και γυροβολάει,
'ς την πόρτα πάει και στέκει και παρακαλεί.
"Για άνοιξε άνοιξε πόρτα, πόρτα της Ωριάς,
πόρτα της μαυρομάτας της βασίλισσας.
-Φεύγα απ' αυτού, βρε Τούρκε, βρε σκυλότουρκε.
-Μα το σταυρό, κυρά μου, μα την Παναγιά,
εγώ δεν είμαι Τούρκος ουδέ Κόνιαρος,
είμαι καλογεράκι απ' ασκηταριό.
Δώδεκα χρόνους έχω οπ' ασκήτευα,
χορτάρι εβοσκούσα σαν το πρόβατο,
κ' ήρθα να πάρω λάδι για τοις εκκλησιαίς.
Για ανοίξετέ μου νά μπω του βαρόμοιρου.
-Να ρήξουμε τσιγγέλια να σε πάρουμε.
-Τα ράσα μου είναι σάπια και ξεσκίζονται.
-Να ρήξουμε το δίχτυ να σε πάρουμε.
-Είμαι από τη πείνα κι' άντραλίζουμαι."
Γελάστηκε μια κόρη, πάει, τον άνοιξε.
Όσο ν' ανοίξη η πόρτα, χίλιοι εμπήκανε,
κι' όσο να μισανοίξη, γέμισ' η αυλή,
κι' όσο να καλοκλείση η χώρα πάρθηκε.
Όλοι χυθήκαν 'ς τάσπρα, όλοι 'ς τα φλωριά,
και κείνος εις την κόρη, πού ναι 'ς τα γυαλιά.
Κ' ή κόρη από τον πύργο κάτω πέταξε,
μήτε σε πέτρα πέφτει, μήτε σε κλαριά,
παρά σε Τούρκου χέρια και ξεψύχησε.
.
.
Εκεί πέρα κι' αντίπερα, 'ς τα γυάλινα πηγάδια,
στοιχειό ξεφανερώθηκε, που τρώει τους αντρειωμένους.
Τους έφαγε, τους έσωσε, κανείς δεν είχε μείνη,
ο γιος της χήρας έμεινε ο μόνος αντρειωμένος.
Παίρνει κοντάρι και σπαθί και πάει να κυνηγήση.
Πέρασε ράχαις και βουνά, ράχαις και κορφοβούνια,
κυνήγι δε επέτυχε, κυνήγι δεν ευρήκε,
κι' αυτού 'ς το γέρμα του γήλιου κοντά να βασιλέψη,
βρίσκει μια κόρη ροϊδινή, ξανθή και μαυρομάτα,
με τα μαλλιά της ξέπλεγα, 'ς το δάκρυ φορτωμένη.
Στέκει και τη θιαμαίνεται, στέκει και τη ρωτάει.
"Κόρη μου, ποιος σ' έγέννησε, τι μάννα σ' έχει κάμη;
-Κ' εμένα μάννα μ' έκαμε, μάννα σαν τη δική σου.
-Τι έχεις, κόρη, και θλίβεσαι, τι έχεις κι' αναστενάζεις;
-Βλέπεις εκείνη την ιτιά, την αστραποκαμένη,
οπόχει αντάρα 'ς την κορφή και καταχνιά 'ς τη μέση;
Εκεί πήγα να πιω νερό, να πιω και να γιομώσω.
Το βουλλωτήρι μόπεσε, τ' ώριο μου δαχτυλίδι,
κι' όποιος βρεθή και κατεβή, να τό βρη, να το βγάλη,
αυτόν θα τον στεφανωθώ, άντρα θενά τον πάρω.
-Εγώ να μπω, κ' εγώ να βγω, κόρη μ', να σου το βγάλω.
Ξεντύθη ο νιος, ξεζώθηκε και 'ς το πηγάδι εμπήκε.
Χαλεύει εδώ, χαλεύει εκεϊ και τίποτες δεν βρίσκει.
Βλέπει τα φίδια σταυρωτά με τοις οχιαίς πλεγμένα.
"Ρήξε μου, κόρη, τα μαλλιά, να πιάσω νά ρτω απάνω.
Εδώ είν' τα φίδια σταυρωτά με τοις οχιαίς πλεγμενα.
-Αυτού που μπήκες, νιούτσικε, πίσω δε μεταβγαίνεις".
.
.
ΤΗΣ ΛΙΟΓΕΝΝΗΤΗΣ
Ο Κωσταντής ο ομορφονιός, ο μικροκωσταντϊνος
μια μέρα. θέλησε να βγη να λαγοκυνηγήση,
και διάβαινε καμαρωτός απ' την πλατειά τη ρούγα.
Εκεί είδε τη Λιογέννητη με τετρακόσιαις σκλάβαις.
Σε κρεμεζιά τριανταφυλλιά ήταν ακουμπισμένη,
κ' είχε τα φρύδια τορνευτά, τα μάτια σα ζαφείρι,
και 'ς το μικρό το δάχτυλο είχε το δαχτυλίδι,
καλλιά λαμπε το δάχτυλο παρά το δαχτυλίδι.
Ωσάν την είδ' ο Κωσταντής, αφήνει το κυνήγι.
Κινάει να πάη 'ς το σπίτι του σα μήλο μαραμμένος.
Χωρίς θέρμη θερμάθηκε, χωρίς οριόν ερριάστη,
δίχως τον πονοκέφαλο έπεσε 'ς το κρεβάτι.
"Μάννα, ψυχή, μάννα, καρδιά, μάννα και το κεφάλι.
Μάννα, θολά είναι τα βουνά και θαμπερό το σπίτι.
-Γιε μου, καλά είναι τα βουνά και λαμπερό το σπίτι,
μα συ κορίτσι ναγαπάς κ' εκείνη δεν το ξέρει.
-Μάννα, την κόρη που είδα γω, άλλος να μη την πάρη.
Στείλε να κράξης άρχοντες και μητροπολιτάδες
να παν να κάμουν προξενειά, γυναίκα να την πάρω."
Στέλνει τρακόσιους άρχοντες και μητροπολιτάδες,
στέλνει τον άρχοντα Φωκά, στέλνει το Νικηφόρο,
στέλνει τον Πετροτράχηλο, που τρέμει η γης κι' ο κόσμος.
Εχτύπησαν οι άρχοντες την αργυρή την πόρτα.
"Ποιος χτύπησε 'ς την αργυρή πόρτα της μαυρομάτας;
-Ημείς είμεστε οι άρχοντες κ' οι μητροπολιτάδες,
ο Κωσταντής μας έστειλε δυο λόγια να σου πούμε.
-Ανοίξετε 'ς τους άρχοντες, 'ς τους μητροπολιτάδες!
Φέρτε τρακόσια στρώματα, φέρτε τρακόσια πεύκια,
για να καθίσουν οι άρχοντες κ' οι μητροπολιτάδες,
φέρτε Μονεβασιά κρασί, να πιουν οι αντρειωμένοι."
Εμπαίνουν τότε οι άρχοντες κ' οι μητροπολιτάδες,
και την ευρίσκουν κ' έπλεγε τ' ολόχρυσο γάϊτάνι.
Καθώς τους είδε η λυγερή επροσηκώθηκέ τους.
"Καλώς ήρθαν οι άρχοντες κ' οι μητροπολιτάδες,
φάτε και πιέτε, γέροντες, κ' εγώ 'ς τον ορισμό σας.
-Εμείς εδώ δεν ήρθαμε να φάμε και να πιούμε.
Προξενητάδες είμαστε κ' ήρθαμε να σου ποΰμε,
ο Κωσταντής μας έστειλε, τόμορφο παλληκάρι,
αν είναι θέλημα θεού, γυναίκα να σε πάρη."
Σαν τ' άκουσε η Λιογέννητη νεχτύπησε τα γέλοια.
"Για πήτε του του Κωσταντή, του μοσκαναθρεμμένου,
δε θέλω τον, δεν χρήζω τον, δεν καταδέχομαί τον.
Σαν έρθη η μάννα μ' απ' τη γης κι' ο κύρης μ' απ' τον άδη,
τα δυο μ' αδέρφια τα καλά από τον Κάτω κόσμο,
να σπείρουνε τη θάλασσα σιτάρι να καρπίση
χρυσάγανο, χρυσόσταχο και χρυσοκονδυλάτο,
και με τ' άργυροδρέπανα να μπουν να το θερίσουν,
κ' εις τον αφρό της θάλασσας να κάμουνε τ' αλώνι,
μηδέ και τάχυρο βραχή μηδέ και το σιτάρι,
μηδέ την πάχνη τ' αλωνιού αέρας να την πάρη,
τότε κ' εγώ τον Κωσταντή θα τόνε πάρω γι' άντρα,
και πάλι ναί, και πάλι όχι, και πάλι σα μου δόξη."
Σάν ηκουσαν οι άρχοντες κ' οι μητροπολιτάδες,
τους κακοφάνηκε πολύ κ' έσκυψαν το κεφάλι.
Κι' αυτή τότε τους έδωκε τ' ολόχρυσο γαϊτάνι.
"Όρίστε την πλεξίδα μου τον εδικό σας κόπο."
Εκίνησαν κ' επήγαιναν πικροί και μαραμμένοι,
κι' ο Κωσταντής καρτέρειγε 'ς την αργυρή του πόρτα.
"Καλώς ήρθαν οι άρχοντες με τα καλά τα λόγια.
-Κακώς ήρθαν οι άρχοντες με τα κακά τα λόγια.
Δε θέλει σε, δε χρήζει σε, δε καταδέχεταί σε.
Σαν έρθη η μάννα τς απ' τη γης κι' ο κύρης απ' τον άδη,
τα δυο τς αδέρφια τα καλά από τον Κάτω κόσμο,
να σπείρουνε τη θάλασσα σιτάρι να καρπίση
χρυσάγανο, χρυσόσταχο και χρυσοκονδυλάτο,
και με ταργυροδρέπανα να μπουν να το θερίσουν,
κ' εις τον αφρό της θάλασσας να κάμουνε τ' αλώνι,
μηδέ και τάχυρο βραχή, μηδέ και το σιτάρι,
μηδέ την πάχνη τ' αλωνιού αέρας να την πάρη,
τότε κι' αυτή τον Κωνσταντή θα τόνε πάρη γι' άντρα,
και πάλι ναι, και πάλι όχι, και πάλι σαν της δόξη."
Ό Κωσταντής σαν τ άκουσε μέγας καϊμός τον πήρε,
και ζήτησε και τόδωκαν τ' ολόχρυσο γαϊτάνι.
Πήγε να βρη τοις μάγισσαις που ξέρουν από μάγια.
Ωσάν τον είδε κ' έρχονταν της μάγισσας η κόρη,
"Μάννα μ', ο νιος οπ' έρχεται του κάμπου καβαλλάρης,
παίρνουν τα ρούχα του δροσιά και τα λυχνά του πάχνη,
'παίρνουν τα πασουμάκια του ανθούς από τα δέντρα,
κι' ο γύρος του προσώπου του για κόρη είναι θλιμμένος.
-'Σ τα μάγια γω γεννήθηκα, 'ς τα μάγια θα πεθάνω,
κ' εγώ δεν τόνε γνώρισα και συ τόνε γνωρίζεις;"
"Καλή σου μέρα, μάγισσα με την καλή σου κόρη.
Δεν έχεις μάγια της καρδιάς και μάγια της αγάπης,
να κάμης τη Λιογέννητη να ρθή 'ς την αγκαλιά μου;
-"Αν έχης πράμα τς αρεσιάς και πράμα του χεριού της,
θα κάμω τη Λιογέννητη να ρθή 'ς την αγκαλιά σου.
-Εγώ χω πράμα τς αρεσιάς και πράμα του χεριού της,
εγώ χω την πλεξίδα της, τ' ολόχρυσο γαϊτάνι.
-Σύρε άνοιξε την πόρτα σου και δέσε τα θηριά σου,
και κάθου και καρτερεί την να ρθή 'ς την αγκαλιά σου."
Και βγάνει από τον κόρφο της τρία μήλα μαραμμένα.
Το να ρήξε 'ς το τρίστρατο, να πάψουν οι διαβάταις,
τάλλο ρήξε 'ς τον ποταμό, να πάψουν τα ποτάμια,
το τρίτο ρήξ' 'ς τη λυγερή, να ρθή γυρεύοντας σε."
Το νά ρηξε 'ς το τρίστρατο και πάψαν οι διαβάταις,
τάλλό ρηξε 'ς τον ποταμό και πάψαν τα ποτάμια,
το τρίτο το φαρμακερό 'ς της λυγερής τς αγκάλαις.
Ως τό είδε η κόρη εσβήστηκε, ως το είδε δαιμονίστη.
Σαν ήρθαν τα μεσάνυχτα, τη σκότισαν τα μάγια.
"Μώρ' βάγιαις μου, μώρ' ντάνταις μου,μώρ' σκλάβαις του πατρός μου,
ανάψτε πράσινα κηριά και κόκκιναις λαμπάδες,
τι εσήμανε η Παντάνασσα, να πά' να προσκυνήσω.
-Κυρά ταρνίθια δε λαλούν, καμπάναις δε σημαίνουν,
κ' η εδική σου η εκκλησιά νε ψέλλει νε σημαίνει.
-Μπα του πατρός μου το ψωμί 'ς τα μάτια να σας πιάκη!
Κ' έτσι εσηκώθη μοναχή κ' εβήκε 'ς το σκοτάδι.
Μια δούλα δεν την άφηκε κι' από κοντά της πήγε.
Σαν έφτακε, σα ζύγωσε 'ς τη μέση από το δρόμο,
εκεί της ήρθε ολίγο ο νους κι' αρχίνησε να λέη.
"Ποιος είδε νήλιο από βραδύς κι' άστρι το μεσημέρι,
ποιος είδε τη Λιογέννητη να περπατή 'ς τους δρόμους,
ξεσκούφωτη, ξυπόλητη και ξεμαλλοπλεμένη;
-Εγώ είδα νήλιο από βραδύς κι' άστρι το μεσημέρι,
εγώ είδα τη Λιογέννητη να περπατή 'ς τους δρόμους,
ξεσκούφωτη, ξυπόλυτη και ξεμαλλοπλεμένη.
-Θέ μου, κι' αν είμαι καθαρή, κι' αν είμ' εγώ παρθένο,
άστραψε και μπουμπούνιξε, να χαλαστοϋν τα μάγια."
Άστραψε και μπουμπούνιξε, χαλάστηκαν τα μάγια.
Ο Κωοταντής ολονυχτίς καρτέρειγε 'ς το σπίτι,
κι' αυτού 'ς τα ξημερώματα το μαϋρο του σελλώνει.
"Ανάθεμα σε, μάγισσα, που μάγια δε γνωρίζεις!
-Σαν είν' η κόρη καθαρή, τα μάγια τί σου φταίνε;
Σύρε ξουρίσου φράγκικα, και ντύσου 'ς τα γυναίκεια,
γυναίκεια και χαιρέτησε κατά την ώρα που είναι,
και πες: Είμ' η ξαδέρφη σου από τον "Άη Δονάτο,
όπου πλουμί δεν ήξερα, κ' ήρθα πλουμί να μάθω."
Ξουρίστηκε 'ς τα φράγκικα και ντύθηκε γυναίκεια,
κ' εχτύπησε 'ς την αργυρή πόρτα της μαυρομάτας.
"Ποιος χτύπησε 'ς την αργυρή πόρτα της μαυρομάτας;
-Εγώ είμαι η ξαδέρφη σου από τον Άη Δονάτο,
οπού πλουμί δεν ήξερα κ' ήρθα πλουμί να μάθω.
-Καλώς ήρθ' η ξαδέρφη μου, μα γώ δε σε γνωρίζω,
και πούθεν είν' ο τόπος σου και πούθεν η γενιά μας;
-Αλάργα είν' ο τόπος μου κι' από κοντά η γενιά μας,
κ' εμείς εξεμακρύναμε κ' εχάθηκε η γενιά μας,
κ' εδώ με στέλνει η μάννα μου πλουμίδια να με μάθης.
-Μετά χαράς, ξαδέρφη μου, πλουμίδια να σε μάθω,
πλουμίδια και κεντίσματα κι' απ' ό,τι θέλει ο νους μου.
-Μετά χαράς, ξαδέλφη μου, πλουμίδια να σε μάθω,
πλουμίδια και κεντίσματα κι' ό,τι θέλει ο νους σου."
Σάν άρχισε και νύχτωνε, πήρε να σκοτεινιάση,
ο Κωσταντής σηκώθηκε τάχα πως θε να φύγη.
"Ενύχτωσε κ' έβράδιασε, πήρε να σκοτεινιάση,
πάν τα θηριά 'ς τοις κοίταις τους, ταηδόνια 'ς τοις φωλιαίς τους,
κ' εγώ το ξένο κ' έρημο απόψε που να μείνω;
-Μην πλήσσης, αξαδέρφη μου, και μένεις με τοις σκλάβαις.
-Εγώ του βασιλιώς παιδί, του βασιλιώς αγγόνι,
και τώρα με κατάντησες να μείνω με τοις σκλάβαις!
-Μην πλήσσης, αξαδέρφη μου, και μένεις με τοις δούλαις.
-Εγώ του βασιλιώς παιδί, του βασιλιώς αγγόνι,
και τώρα με κατάντησες να μείνω με τοις δούλαις!
-Μην πλήσσης, αξαδέρφη μου, και μένεις με τοις ντάνταις.
-Εγώ του βασιλιώς παιδί, του βασιλιώς αγγόνι,
και τώρα με κατάντησες να μείνω με τοις ντάνταις!
-Μην πλήσσης, αξαδέρφη μου, και μένεις με τοις βάγιαις!
-Εγώ του βασιλιώς παιδί, του βασιλιώς αγγόνι,
και τώρα με κατάντησες να μείνω με τοις βάγιαις!
-Μην πλήσσης αξαδέρφη μου, και μένομε τα δυο μας.
Ανάψτε, βάγιαις, τα κηριά, μουνούχοι, τοις λαμπάδες,
και στρώσετε την κλίνη μου τη λινομέταξή μου.
Βάλετε στρώμα ναργυρό, στρώμα μαλαματένιο,
βάλετε τα παπλώματα, τα υφάναν Ανεράδες
και τα υφαδιοπλουμίσασι του Δράκοντα οι κύραις,
και στρώστε πάτους βασιλκό, και πάτους μαντζουράνα,
και πάτους δεντρολίβανο να κοιμηθούμε αντάμα."
Ολονυχτίς κοιμούντανε σαν δυο γλυκά αδερφάκια,
και προς τα ξημερώματα σαν τάγρια πουλάκια.
Σαν έφεξε, ξημέρωσε, σαν ήρθε η άλλη η νύχτα,
"Μάννα, άνοιξε τοις πόρταις σου και δέσε τα θηριά σου,
γιατί θε νά ρθη η νύφη σου, θε νά ρθη η μαυρομάτα.
Ολίγος ύπνος μ' έπιασε και πάω για να πλαγιάσω,
κι' όντας θε νά ρθη η νύφη σου, να ρθής να με ξυπνήσης.
-Σύρε, παιδί μου, πλάγιασε κ' εγώ θα καρτερέσω,
κι' όντας θε να ρθη η νύφη μου θα ρθώ να σε ξυπνήσω."
Κ' εκείνη η σκύλα η άνομη δεν έκαμε όπως είπε,
μόν' έκλεισε την πόρτα της κ' έλυσε τα θεριά της,
κ' έβαλε ομπρός 'ς τη ρούγα της γούρνα φαρμακωμένη.
Επλάγιασε η Λιογέννητη 'ς τη αργυρή της κλίνη.
Σαν ήρθαν τα μεσάνυχτα, τη σκότισαν τα μάγια.
"Μώρ' βάγιαις μου, μώρ' ντάνταις μου, μώρ' σκλάβαις του πατρός μου,
ανάψτε πράσινα κηριά και κόκκιναις λαμπάδες,
τι εσήμανε η Παντάνασσα, να πάω να προσκυνήσω.
-Κυρά, ταρνίθια δε λαλούν, καμπάναις δε σημαίνουν,
κ' η εδική σου η εκκλησιά νε ψέλλει νε σημαίνει.
-Μπα τους πατρός μου το ψωμί 'ς τα μάτια να σας πιάκη!"
Κ' έτσι εσηκώθη μοναχή κ' εβήκε 'ς το σκοτάδι.
Μια δούλα δε την άφηκε κι' από κοντά της πήγε.
Σαν έφτακε, σα ζύγωσε 'ς τη μέση από το δρόμο,
εκεί της ήρθε ολίγο ο νους κι' αρχίνησε να λέη.
"Ποιος είδε νήλιο από βραδύς κι' άστρι το μερημέρι,
ποιος είδε τη Λιογέννητη να περπατή 'ς τους δρόμους,
ξεσκούφωτη, ξυπόλυτη και ξεμαλλοπλεμένη;
-Εγώ είδα νήλιο από βραδύς κι' άστρι το μεσημέρι,
εγώ είδα τη Λιογέννητη να περπατή 'ς τους δρόμους,
ξεσκούφωτη, ξυπόλυτη και ξεμαλλοπλεμένη.
-Θε μου κι' αν είμαι καθαρή, κι' αν είμ' εγώ παρθένο,
άστραψε και μπουμπούνιξε να χαλαστοϋν τα μάγια."
Δεν άστραψε, δε βρόντηξε, δε χάθηκαν τα μάγια.
Κι' αρχίνησε κ' εχτύπαγε του Κωσταντή την πόρτα.
"Άνοιξε, μάγισσας παιδί και μάγισσας αγγόνι,
μ' εβούρλισαν τα μάγια σου, κ' ήρθα κατά τ' εσένα.
-Ροκάνισε το σίδερο, σα σκύλα τη μαγγούρα,
και πιε νερό της γούρνας μου, κ' ύστερα να σ' ανοίξω.
-Άνοιξε, μάγισσας παιδί και μάγισσας αγγόνι,
μ' έβούρλισαν τα μάγια σου, κ' ήρθα κατά τ' εσένα.
-Ροκάνισε το σίδερο, σα σκύλα τη μαγγούρα,
και πιε νερό της γούρνας μου, κ' ύστερα να σ' ανοίξω."
-Άνοιξε, μάγισσας παιδί και μάγισσας αγγόνι,
μ' εβούρλισαν τα μάγια σου, κ' ήρθα κατά τ' εσένα.
-Ροκάνισε το σίδερο, σα σκύλα τη μαγγούρα,
και πιέ νερό της γούρνας μου, κ' υστέρα να σ' ανοίξω.
Ροκάνισε το σίδερο, σα σκύλα τη μαγγούρα,
κ' έπιε της γούρνας το νερό κ' έσκασε σαν το ψάρι.
Κι' αυτού 'ς τα ξημερώματα ο Κωσταντής ξυπνάει.
"Μάννα, δεν ήρθε η νύφη σου, δεν ήρθε η μαυρομάτα;
-Γιε μου, δεν ήρθε η νύφη μου, δεν ήρθε η μαυρομάτα."
Σαν εκατέβη ο Κωσταντής, σαν άνοιξε την πόρτα,
σαν είδε τη Λιογέννητη 'ς το δρόμο ξαπλωμένη,
ψιλή φωνίτσα νέβγαλε, ψιλή φωνίτσα βγάζει.
Σαν ήθελες, μαννούλα μου, νά χης και γιο και νύφη,
όντας σου πρωτοχτύπησε ας είχες της ανοίξη."
Χρυσό μαχαίρι νέβγαλε απ' αργυρό φηκάρι,
'ς τον ουρανό το πέταξε, μέσ' 'ς την καρδιά του πάει.
.
.
Ένας άγουρος κι ένας καλός στρατιώτης
κάστρο γύ- κάστρο γύρευε, ρωμιοπούλα μου
κάστρο γύρευε, χωριό να πάει να μείνει
κι ούδε κάστρο βρίσκ’ κι ούδε χωριό να μείνει
βρίσκει ένα δεντρί, δεντρί μαλαματένιο,
στέκ’ και το ρωτάει, στέκεται και του λέει.
- Δέξε με δεντρί εμέν’ και τ’ άλογό μου,
πού είν’ η ρίζα σου να δέσω τ’ άλογό μου,
πού είν’ η κλώνα σου να βάλω τ’ άρματά μου;
- Για κι η ρίζα μου δέσε και τ’ άλογό σου,
για κι η κλώνα μου βάλε και τ’ άρματά σου
για κι ο ίσκιος μου πέσε να ξαποστάσεις
κι αύριο το ταχιά το δίκιο μ’ το γυρεύω
δυο σταμνιά νερό στη ρίζα μου να ρίξεις.
.
.
Τέσσερα τζιαι τέσσερα γίνουνται οκτώ
τέσσερα παλικάρκα πάσιν στον πόλεμον.
Στον δρόμον που πηγαίνασιν μα επεινάσασι
τσι εκάτσασιν να φάσιν τζιαι εδιψάσασιν.
Γυρεύκουν νά ’βρουν βρύσην απάνω στο βουνόν
τζ' ήβρασιν έναν λάκκον των εκατόν ορκών.
Eρίξαν το λαχνίν τους πκοιός έν' να κατεβεί
τζιαι έπεσεν η μοίρα πα στο μικρόν παιδί.
- Δέστε με αδέρφκια μου τζ' εγιώ να κατεβώ,
μες στο ερημολάτζιν να βκάλω το νερόν.
Tζιαι τότες τα αδέρφκια του τον σφικτοδέσασιν,
μες στο ερημολάτζιν τον κατεβάσασιν.
- Eβγάρτε με, αδέρφκια μου γιατ’ είδα το νερόν
έν' κότζινον τζιαι μαύρον μα τζιαι φαρματζιερόν.
Ώσπου να τον τραβήσουσιν τζιαι να τον βκάλουσιν
οι όφεις τζιαι τα φίδκια τον μισοφάασιν.
- Oπόταν θα επιστρέψετε εις την πατρίδα μου
να τρώτε τζιαι να πίνετε εις την υγείαν μου,
να πείτε τζιαι της μάνας μου στα μαύρα να ντυθεί
γιατί τον γιον της τον μιτσήν δεν θα τον ξαναδεί.
.
.
Mαύρο καπνό είδα κι έβγαινε από 'να καλαμιώνα
κι ο καλαμιώνας έν’ πολύς κι ένα θεριό ’χει μέσα.
Tρεις κυνηγοί παρθήκανε να πα’ να το σκοτώσουν.
Στη στράτα όπου πηαίνανε επερριροζονάραν.
Σαν το σκοτώσουμ’ το θεριό που ’ναι στον καλαμιώνα
να πάμε εις το βασιλιά μιστό να μας εδώσει
γιατί τον εγλυτώσαμε
.
.
Xήραν παιδίν εγέννησε και λεν τονε Πορφύλη.
Στα σίδερα το γέννησεν, στη φυλακή το θρέβει,
χρονιάρης πιάνει το σπαθί στα δύο το κοντάρι,
στα τρία και στα τέσσερα, πηνεύ’ καβαλικεύει.
Πήνευσε, καβαλίκευσε, ’κατό δρόμους πηγαίνει
κι ως τ’ άκουσε κι ο βασιλιός πολύ τον εβαριώθη.
- Ας σωρευτεί τ' αλλάγι μου κι όλο προαλλαγιά μου
όποιος τρώει το (γ)έμα μου στον Πορφυλή να πάει.
Ως τ’ άκουσε κι ο Πορφυλής αρνιοβοσκός και βγήκε.
Bόσκει τα παραβόσκει τα, ’κατό δρόμους τα βγάζει.
Φανήκανε Σαρακηνοί σαν τ’ άστρα, σαν τα φύλλα.
Τ’ άστρα έχουνε μέτρωση, τα φύλλα έχουν ψήφους
ετούτα μέτρος δεν έχουν και ψήφους κι εν ψηφιένται.
- Nα μη σε πούμε αρνιοβοσκός, εδώ Πορφύλην είδετ';
- Eδώ Πορφύλ' πολλά είναι, το ποιό Πορφύλ' γυρεύετ’;
- Eκειό της χήρας τον υγιό, της ερημιάς το ’γγόνι.
- Xήρας υγιός εγώ είμαι, της ερημιάς το ’γγόνι.
.
.
ΤΟ ΠΑΛΕΜΑ ΤΟΥ ΤΣΑΜΑΔΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΓΙΟΥ ΤΟΥ
Μέσ' 'ς τ' άη Γιωργιού τους πλάτανους γένονταν πανηγύρι,
το πανηγύρι ήταν πολύ, κι' ο τόπος ήταν λίγος,
δώδεκα δίπλαις ο χορός, κ' έξηνταδυό τραπέζια,
και χίλια ψένονται σφαχτά 'ς όλο το πανηγύρι.
Κ' οι γέροντες παρακαλούν, τάζουν 'ς τον άη Γιώργη,
ο Τσαμαδός να μην ερθή, χαλάει το πανηγύρι.
Ακόμα ο λόγος έστεκε κι' ο Τσαμαδός εφάνη,
που ροβολάει οχ το βουνό κατά το πανηγύρι.
Πατεί και σειέται το βουνό, κράζει κι' αχάν οι λόγγοι,
κ' εκράταγε 'ς τον ώμο του δέντρο ξεριζωμένο,
και απάνου 'ς τα κλωνάρια του θεριά είχε κρεμασμένα.
Ώρα καλή σας, γέροντες. -Καλό 'ς το παλληκάρι.
-Ποιος έχει αστήθι μάρμαρο και χέρια σιδερένια,
για να βγη να παλέψουμε 'ς το μαρμαρένιο αλώνι;"
Κανείς δεν αποκρίθηκε απ' τους πανηγυριώταις,
της χήρας γιος εφώναξε, της χήρας ο αντρειωμένος.
"Εγώ χω αστήθι μάρμαρο και χέρια σιδερένια,
για νά βγω να παλέψουμε 'ς το μαρμαρένιο αλώνι."
Βγαίνουν κ' οι δυο με τα σπαθιά και πάνε να παλέψουν.
Εκεί που επάτειε ο Τσαμαδός εβούλιαζε τ' αλώνι,
κ' εκεί που επάτειε το παίδι εβούλιαζε κ' έβύθα.
Εκεί που βάρειε ό Τσαμαδός το γαίμα πάει ποτάμι,
κ' εκεί που χτύπαε το παιδί τα κόκκαλα τσακίζει.
"Κοντοκαρτέρει, βρε παιδί, κάτι να σε ρωτήσω.
Ποια σκύλα μάννα σ' έκαμε, κι' ο κύρης σου ποιος ήταν;
-Η μάννα μου όταν χήρεψε δεν μ' είχε γεννημένον,
κι ώμοιασα του πατέρα μου και θα τον απεράσω."
Από το χέρι τον αρπά 'ς της μάννας του να πάνε.
Από μακριά τους εθωρεί κ' ετοίμασε τραπέζι.
Κ' εκεί που τρώγαν κ' έπιναν η χήρα τους κερνούσε,
κρασί κερνάει τον Τσαμαδό, φαρμάκι το παιδί της.
"Μαννούλα, μ' εφαρμάκωσες, απ' το θεό να το βρης!"
.
.
Ο ΜΙΡΙΟΛΗΣ
Τ' αγρίμι στέκει στο τσουγκρί κι η σκύλα στές αλτσίδες,
κι ο Μιριολής χαροκοπά σε δίπορτην ταβέρνα.
- Βάλε, ταβερναρά, κρασί, να πιούν τα παληκάρια,
να πιώ κι εγώ κι ο μαύρος μου και τα λαγωνικά μου.
Κι α δε με φτάξουν τ' άσπρα μου, απόξω στέκει ο μαύρος
και κάνει ο μαύρος εκατό κι η σέλλα του διακόσια,
και τα χαλιναράκια του....
.
.
Ο ΜΑΥΡΟΕΙΔΗΣ
Θέ μου, και τι να γίνησα του κάστρου οι αντρειωμένοι;
Μήτε σε γάμο φαίνονται μήτε σε μοιρολόι,
διάησα να κουρσέψουσι του βασιλιά το κάστρο,
όπ' έχει την πεντάμορφη και μαυρομάτα κόρη,
που ο Μαυροειδής την αγαπά και θέλει να την πάρει.
Διάησα και την πήρασι, τη φέρνουν στο καράβι,
δόνουσι δρόμο και κινούν, και φτάνουσι στη Μάνη,
πέρα στην άκρη του γιαλού, στην άκρη του πελάου,
όπού 'ναι σπήλια και γκρεμοί κι η θάλασσα 'ναι μαύρη,
και κάστρο θεμελιώνουσιν απάνου στο Τηγάνι.
Φέρουσιν απο τη Φραγκιά το σίδερο, τ' ατσάλι,
το κρούσταλο απ' τη Βενετιά και το μαργαριτάρι,
κι απο την Πόλη μάρμαρο, και το χρυσό ψαράκι,
κάνουσι πύργο γυάλινο, η κόρη να'ναι χώρια
και χωριστός βιγλάτορας την κόρη να φυλάει.
Το κάστρο αποτελειώνουσι και κλείνοντ' όλοι μέσα
και να σου ο Χάρος έφτασε, ο μαύρος καβαλάρης,
την κόρη αναγυρεύοντας του βασιλιά να πάρει,
κι απο μακριά τους χαιρετά, κι απο κοντά τους λέει:
-- Καλώς τα κάνετ' άρχοντες, καλώς τα πολεμάτε.
-- Καλώς ορίζεις, Χάρο μου, καλώς την αφεντιά σου.
Κάτσε να φας, κάτσε να πιείς, κάτσε να ανιστορήσεις,
Χάρο μου, πούθεν έρχεσαι, για πού θε να τραβήξεις;
-- Εγώ δεν ήρθα για φαΐ, ούτε ν' ανιστορήσω,
μόν' ήρθα την πεντάμορφη την κόρη για να πάρω.
-- Η κόρη είναι στον πύργο της, ο Μαυροειδής την έχει,
και δε ζέ τήνε δόνουμε, α δε μας ενικήσεις,
τι έχομε κάστρο δυνατό, κι είμαστε αντρειωμένοι.
Κι ο Χάρος, οπού τ' άκουσε, πολύ του κακοφάνη,
και βάνει άγρια τη φωνή, και θυμωμένος λέει:
-- Ποιός έχει ατσάλινο σπαθί, σίδερο βρακοζώνι;
Κι ο Μαυροειδής, σαν τ' άκουσε, που ήταν απά στον πύργο,
του κακοφάνηκε πολύ, και παρατά την κόρη,
και κατεβαίνει θαρρετά, και χολιασμένος λέει:
-- Εγώ 'χου ατσάλινο σπαθί, σίδερο βρακοζώνι,
εγώ 'χου στήθος μάρμαρο και γώ θα ζέ νικήσου,
Χάρο, αν είσαι δυνατός, κι αν είσαι παληκάρι,
έλα, πά να παλέψουμε, στο σιδερένιο αλώνι,
οπόχει πάτον δυνατό, και γύρον ατσαλένιο.
Εφτά βολές ο Μαυροειδής ενίκησε το Χάρο,
κι απάνου στις οχτώ βολές, ο Χάροντας θυμώνει,
βάνει όλη του τη δύναμη, το νέο ξαρματώνει,
κι απ' τα μαλλιά τόνε τραβά, χάμου τόνε ξαπλώνει.
- Άσε με, Χάρο, άσε με, τι έγω είμ' αντρειωμένος,
τώρα που με ξαρμάτωσες, λογιούμαι νικημένος,
και δε τη θέλου τη ζωή εις τον Απάνου Κόσμου,
μόν' δείξε μου τη στράτου ζου, κι έρχομαι με την κόρη.
Κι ο Χάρος, αναμπαίζοντα, λέει του αντρειωμένου:
- Πού 'ν' τ' ατσαλένιο ζου σπαθί, που' ναι το βρακοζώνι,
που 'ν' η παληκαρία σου στο σιδερένιο αλώνι;
Που 'ναι τα στήθη μάρμαρο, το Χάρο να νικήσεις;
Φέρε την κόρη ολήγορα, και σύ να αγκλουθήσεις
τη στράτα τη θαλασσινή πίζου μαϊτά μη ρίξεις.
Μόν' βλέπε κείνο το βουνό, κάτου στον πέρα κάβο,
με τα γκρεμά και τις σπηλιές, που η θάλασσα το δέρνει,
εκεί 'ναι μένα η στράτα του, και λίγο παρακάτω,
εκεί να'ναι και το σπήλιο μου, που πάει στον Κάτου Κόσμο,
που πάει στα Τάρταρα της γής, με τους αποθαμένους.
Κι όντες θα δεις την πόρτα του, λαχτάρα θα ζε πιάσει,
τι είν' απόμεσα σκοτεινή, κι απόξ' αραχνιασμένη,
με τα κουφάρια των αντρών είναι όλη χτισμένη,
με τα μαλλιά των κοριτσιών την έχου σκεπασμένη.
..και τότε να ιδής πόλεμον καλών παλληκαρίων
και από της μάχης της πολλής κρούσιν διασυντόμως
και από τον κτύπον τον πολύν και από το δως και λάβε
οι κάμποι φόβον είχασιν και τα βουνιά αηδονούσαν
τα δένδρη εξεριζώνοντα και ο ήλιος εσκοτίσθη
το αίμαν εκατέρεεν εις τα σκαλόλουρά των
και ο ίδρως τους εξέβαινεν απάνω απ' τα λουρίκια..
.
.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΙΓΕΝΗ
Ό Διγενής ψυχομαχεί κ' η γη τόνε τρομάσσει.
Βροντά κι' αστράφτει ο ουρανός και σειέτ' ο απάνω κόσμος,
κι' ο κάτω κόσμος άνοιξε και τρίζουν τα θεμέλια,
κ' η πλάκα τον ανατριχιά πως θα τόνε σκεπάση,
πως θα σκεπάση τον αϊτό τση γης τον αντρειωμένο.
Σπίτι δεν τον εσκέπαζε, σπήλιο δεν τον εχώρει,
τα όρη εδιασκέλιζε, βουνού κορφαίς επήδα,
χαράκι' αμαδολόγανε και ριζιμιά ξεκούνειε.
'Σ το βίτσιμά πιανε πουλιά, 'ς το πέταμα γεράκια,
'ς το γλάκιο και 'ς το πήδημα τα λάφια και ταγρίμια.
Ζηλεύγει ο Χάρος με χωσιά, μακρά τόνε βιγλίζει,
κ' ελάβωσέ του την καρδιά και τη ψυχή του πήρε.
Τρίτη εγεννήθη ο Διγενής και Τρίτη θα πεθάνη.
Πιάνει καλεί τους φίλους του κι' όλους τους αντρειωμένους,
νά ρθη ο Μηνάς κι' ο Μαυραϊλής, νά ρθη κι' ο γιος του Δράκου
νά ρθη κι' ο Τρεμαντάχειλος, που τρέμει η γη κι' ο κόσμος.
Κ' επήγαν και τον ηύρανε 'ς τον κάμπο ξαπλωμένο.
Βογγάει, τρέμουν τα βουνά, βογγάει, τρέμουν οι κάμποι.
"Σαν τι να σ' ηύρε Διγενή, και θέλεις να πεθάνης;
-Φίλοι, καλώς ωρίσατε, φίλοι κι' αγαπημένοι,
συχάσατε, καθήσατε κ' εγώ σας αφηγειέμαι.
Της Αραβίνας τα βουνά, της Σύρας τα λαγκάδια,
που κει συνδυό δεν περπατούν, συντρείς δεν κουβεντιάζουν,
παρά πενήντα κ' εκατό, και πάλε φόβο νέχουν,
κ' εγώ μονάχος πέρασα πεζός κι' αρματωμένος,
με τετραπίθαμο σπαθί, με τρεις οργυαίς κοντάρι.
Βουνά και κάμπους έδειρα, βουνά και καταράχια,
νυχτιαίς χωρίς αστροφεγγιά, νυχτιαίς χωρίς φεγγάρι.
Και τόσα χρόνια πού ζησα δω 'ς τον απάνου κόσμο
κανένα δε φοβήθηκα από τους αντρειωμένους.
Τώρα είδα έναν ξυπόλυτο και λαμπροφορεμένο,
πόχει του ρίσου τα πλουμιά, της αστραπής τα μάτια,
με κράζει να παλέψωμε σε μαρμαρένια αλώνια
κι' όποιος νικήση από τους δυο να παίρνη την ψυχή του."
Κ' επήγαν κ' επαλέψανε 'ς τα μαρμαρένια αλώνια,
κι' όθε χτυπάει ο Διγενής, το αίμα αυλάκι κάνει,
κι' όθε χτυπάει ό Χάροντας, το αίμα τράφο κάνει.
.
.
Του Μαυριανού και της αδερφής του
Εδά τραπέζιν όμορφο, με καμουχά στρωμένο.
Ο βασιλιάς κι ο Μαυριανός κι ο Μικροκωσταντίνος
αντάμα τρώγαν κι έπιναν στου πλάτανου την ρίζα.
Κι αθιβολές δεν είχανε κι αθιβολές έφεραν
απάνω για τις όμορφες και για τις τιμημένες
Εκεί έφερε κι ο Μαυριανός παίνεμα τς αδερφής του.
«Ωσάν το ρόδο τ’ ανοιχτό, το μανουσάκι τ’ άσπρο,
έχω κι εγώ μιαν αδερφή, μ’ αλήθεια δεν πλανιέται.»
Κι ο βασιλιάς σαν τ’ άκουσε γυρίζει και του λέει.
«Αν την πλανέσω, Μαυριανέ, τι στοίχημα θα χάσεις;»
«Αν την πλάνεσεις, βασιλιά, πάρε μου το κεφάλι,
μα πάλι κι α δεν πλανεθεί, τι είναι το στοίχημα σου;»
«Βάνω το βασιλίκι μου με την χρυσή κορώνα.»
Εννιά μουλάρια εφόρτωσεν ασήμι και λογάρι,
της Αρετής τα προβοδά με τον επιστολάρη
«Καλό στο νιο που τα ’φερε, να ζήσει όπου τα στέλνει,
ο Μαυριανός να α’ναι καλά και θα τα ξαντιμέψει.»
Ο ρήγας που σ’ αγάπησε ξαντίμεμα δε θέλει,
μόν’ τα στείλε για να σε ιδεί, δυο λόγια να σου κρίνει.»
Άμε, χαιρέτα μού τονε, κι όποτε θέλει ας έρθει.»
Άκουσε η κόρη τους σκοπούς, την πονηριά γνωρίζει,
τα χέρια της κάνει σταυρό στης βάγιας της πηγαίνει.
«Εσύ είσαι, βάγια, η μάνα μου, εσύ είσαι κι η αδερφή μου,
εσύ πρωταξαδέρφη μου, τώρα να με τίμησες.
Έλα, βάγια μου, συ κυρά, κι εγώ βάγια δική σου,
έμπα, βάγια, στην κάμαρη, κι εγώ στο μαγερειό σου,
τα ρούχα μου τα νυφικά εσένα να τα δώσω,
την κλίνη μου την νυφικιά εσένα να την στρώσω,
κι ό,τι σού κάνει ο βασιλιάς όλα να τα ’πομείνεις,
το χάρισμα του βασιλιά δικό σου ν’ απομείνει.»
«Εγώ βάγια γεννήθηκα και βάγια θα πεθάνω
και βάγια θα τον αρνηστώ τον κόσμο τον απάνω.»
Σταυρό δένει τα χέρια της στην δούλα της πηγαίνει.
«Δούλα χρυσή, δούλα αργυρή, δούλα μ’ αγαπημένη,
για βγάλε συ τα ρούχα σου και βάλε τα δικά μου,
και σύρε νύχτα πλάγιασε στην ιδική μου κλίνη,
βραδύ θε νά ’ρθει ο βασιλιάς να κοιμηθείτε αντάμα.»
«Εγώ δούλα γεννήθηκα κι ό,τι μου πεις θα κάμω,
δώ’ μου, κυρά, τα ρούχα σου και πάρε τα δικά μου.»
Παίρνει η κυρά τα ρούχα της και βάνει τα δικά της,
της δένει την πλεξούδα της με το μαργαριτάρι,
της βάνει και στο δάχτυλο ν-όμορφο δαχτυλίδι,
της στρώνει το κρεβάτι της με τα χρυσά σεντόνια,
και βάνει για προσκέφαλο τ’ άστρα με το φεγγάρι.
«Δούλα, κι αν είσαι δούλα μου κι αν είμαι εγώ δική σου,
ό,τι σου κάμει ο βασιλιάς, όλα να τα ’πομείνεις,
κι α σου μιλήσει, μη μιλείς, κι αν κρίνει, μην του κρίνεις.»
Ακόμη ο λόγος έστεκε κι ο βασιλιάς προβαίνει,
με σείσμα και με λύγισμα την σκάλα ν-ανεβαίνει,
κι από το χέρι την αρπά, στην κάμερα την βάνει
Από βραδίς επαίζανε με γέλια, με κανάκια,
και μέσα στα μεσάνυχτα και τις γλυκές αυγίτσες,
της παίρνει από το δάχτυλο τ’ ώριο το δαχτυλίδι,
κόβει και την πλεξούδα της με το μαργαριτάρι,
και παίρνει τα και βάνει τα σ’ ολόχρυσο μαντήλι
Και την αυγή χαρούμενος στο φόρο κατεβαίνει.
«Γεια σας, χαρά σας, άρχοντες κι όλο τ’ αρχοντολόγι.
Πού είν’ αυτός ο Μαυριανός, ο πολυπαινεσιάρης,
πο’ ’χει την τίμια ν-αδερφή, π’ αλήθεια δεν πλανιέται;
Εδώ είναι τα σημάδια μου, εδώ κι η απόφαση μου.»
Επήρανε το Μαυριανό να πά’ να τον κρεμάσουν.
«Φέρτε την αδερφούλα μου για την απόφαση μου.»
Μαντάτα πάνε κι έρχουνται στης Αρετής την πόρτα,
στο φόρο για να κατεβεί, τι ο Μαυριανός χαλιέται.
Εντύθηκε, στολίστηκε, στο φόρο κατεβαίνει
Χίλιοι κρατούν το φόρεμα, χίλιοι τον καμουχά της,
τριακόσιοι το μαγνάδι της, να μην την κάψει ο ήλιος.
«Γεια σας, χαρά σας, άρχοντες κι όλο τ’ αρχοντολόγι.
Αυτόνε με τα κόκκινα ποτέ μου δεν τον είδα.»
«Δε μ’ είδες, δε με γνώρισες, μια χιλιοπομπεμένη,
που ψες εβραδιαστήκαμε σ’ ένα προσκεφαλάδι;
Από βραδίς επαίζαμε με γέλια, με κανάκια,
και μέσα στα μεσάνυχτα και τις γλυκιές αυγίτσες,
της κόβω την πλεξούδα της με το μαργαριτάρι,
της παίρνω από το δάχτυλο τ’ ώριο το δαχτυλίδι.»
Σειέται, λυγιέται η λυγερή, γεμίζει η γης λουλούδια.
«Ποιανής λείπει η πλεξούδα της με το μαργαριτάρι;»
Και πάλι ματασείστηκε, γεμίζει η γης ζαφείρια.
«Ποιανής από το δάχτυλο λείπει το δαχτυλίδι;
Για ιδέτε, σεις οι άρχοντες κι όλο τ’ αρχοντολόγι,
λείπει το δαχτυλίδι μου και τα σγουρά μαλλιά μου
ή λείπει από τα μάγουλα η ροδοκοκκινάδα;
Ετότες να τον πνίξετε το Μαυριανό στη φούρκα,
κι εμέ τρίδιπλη βάλετε εις το λαιμό καδένα.
Μα σένα δε σου πρέπει πιο να ’χεις το βασιλίκι
Με την δουλεύτρα μου έπεσες και δούλος μου λογάσαι,
και πάρε το μουλάρι μας να πας να φέρεις ξύλα.»
.
.
Φαρίν εκαβαλίκευσε, πολλά ήτον ωραίον
η χήτη και το ουράδιν του με την χινέα βαμμένα
τα τέσσερα του ονύχια ασήμιν τσαπωμένα
το χαλινάριν της πλεκτόν με τα χρυσά λιλούδια.
Και η φορεσία της θαυμαστή ήτον, παραλλαγμένη.
Λουρίκιν αργυρόν φορεί δια λίθων πολυτίμων
και το κασσίδι χυμευτόν ήτον, παραλλαγμένον
με τα χρυσά μετώπια, με τους χρυσούς τους κόμπους.
τουβία οξυκάστορα με το μαργαριτάριν
και τα ποδηματίτσια της χρυσά διακεντισμένα
τα καύκαλα ήσαν χυμευτά και οι πτέρνες με τους λίθους..
.
.
Η μάνα η φόνισσα
Ο Ανδρόνικος εκίνησε να πάει λαφοκυνήγι,
εκίνησε κι ο Κωσταντής στο δάσκαλο να πάει,
το καλαμάρι αστόχησε, γυρίζει να το πάρει.
Βρίσκει την πόρτα ν-ανοιχτή, την πόρτα ν-ανοιγμένη,
βρίσκει την μάνα του αγκαλιά με ξένο παλικάρι
«Ας είναι, ας είναι, μάνα μου, κι α δε σ’ ομολογήσω,
κι α δεν το πω τ’ αφέντη μου, ν’ άδικοθανατίσω.»
«Τι είδες, μωρέ, και τι θα πεις και τι θα μολογήσεις;»
«Καλό είδα γω, καλό θα ειπώ, καλό θα μολογήσω,
κακό είδα γω, κακό θα ειπώ, κακό θα μολογήσω.»
Και με το μόσκο το πλανά και με τα λεφτοκάρυα,
και στο κελάρι το ’μπασε και σαν τ’ αρνί το σφάζει,
σα μακελάρης φυσικός του βγάζει το συκώτι.
Σ’ εννιά νερά το ξέπλυνε και ξεπλυμούς δεν είχε,
και πάλε το ξανάπλυνε και πάλι ν-αίμα στάζει
και στο τηγάνι το ’βαλε για να το τηγανίσει.
Και να σου κι ο ’Ανδρόνικος στους κάμπους καβαλάρης,
βροντομαχούν τα ρούχα του και λάμπουν τ’ άρματά του,
φέρνει τα λάφια ζωντανά, τ’ αγρίμια μερωμένα,
φέρνει κι ένα αλαφόπουλο του Κωσταντή παιχνίδι
Κοντοκρατεί το μαύρο του και τήνε χαιρετάει.
«Γεια σου, χαρά σου, ποθητή, και πού ’ναι ο Κωσταντής μας;»
«Τον έλουσα, τον άλλαξα, και στο σκολειό τον πήγα.»
Φτερνιά δίνει τ’ αλόγου του και στο σκολειό πηγαίνει.
«Δάσκαλε, πού ’ναι ο Κωσταντής και πού είναι το παιδί μου;»
«Δυο μέρες έχω να το ιδώ και τρεις να το διαβάσω.»
Φτερνιά δίνει τ’ αλόγου του, στο σπίτι του πηγαίνει.
«Γυναίκα, πού είναι ο Κωσταντής και πού είναι το παιδί μας;»
«Στης πεθεράς μου το ’στειλα, κι όπου κι αν είναι θά ’ρθει.»
Φτερνιά δίνει τ’ αλόγου του, στης μάνας του πηγαίνει
«Μάνα μου, πού είναι ο Κωσταντής και πού είναι το παιδί μου;»
«Έχω δυο μέρες να το ιδώ και τρεις να το φιλήσω,
κι α δεν το ιδώ ως το βραδύ θε να παραλοήσω.»
Φτερνιά δίνει τ’ αλόγου του στο σπίτι του πηγαίνει.
«Σκύλα, και πού είν’ ο Κωσταντής, ο μικροκωσταντίνος;»
«Κάπου παιγνίδι ν-εύρηκε και θέλα παιγνιδίζει.»
«Γυναίκα, βάλε μου να φάω, να φάω να γεματίσω,
να πάρω δίπλα τα βουνά, δίπλα τα καταράχια,
να πάω να βρω τον Κωσταντή, το φύτρο της καρδάς μου.»
Το συκωτάκι του ’βαλε σ’ ένα ασημένιο πιάτο
Πρώτη μπουκιά ν-οπού ’βαλε το συκωτάκι πήρε,
το συκωτάκι μίλησε, το συκωτάκι λέει.
«Αν είσαι σκύλος, φάε με, κι Οβριός απέταξέ με,
κι αν είσαι κι ο πατέρας μου, σκύψε και φίλησε με.»
Και την μπουκιά του απέλυσε, τρογύρω του κοιτάει,
εβούρκωσε η καρδούλα του, εμαύρισε το φως του,
τα δάκρυα τρέξαν ποταμός, κι εκόντεψε να πέσει.
Μα ν-αντρειώθη κι έσυρε το δαμασκί σπαθί του,
και στο λαιμό τής το βαλε, της κόβει το κεφάλι·
λιανά λιανά την έκοψε, στον ήλιο την απλώνει,
κι από τον ήλιο στο σακί, κι απ’ το σακί στο μύλο.
Κι ο μύλος εξεράλεθε κι η φτερωτή ετραγούδα.
«Άλεθε, μύλο μου, άλεθε κακής κούρβας κεφάλι,
κάνε τ’ αλεύρια κόκκινα και την πασπάλη μαύρη,
για να ’ρχουνται οι γραμματικοί να παίρνουν για μελάνι,
για να ’ρχουνται κι οι όμορφες να παίρνουν κοκκινάδι.»
.
.
Ο ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ ΚΙ Ο ΜΑΥΡΟΣ ΤΟΥ
Άρκοντες τρων και πίνουσι σε μαρμαρένη τάβλαν,
σε μαρμαρένη κι' αργυρή και σε μαλαματένη,
κι' ούλοι τρώσι και πίνουσι κι' αθιολή δε φέρνου,
κι' ο Κωσταντίνος ο μικρός ας εψιλοτραούει,
τ' ακράνη του τ' Ανδρόνικου, του νιου του παινεμένου.
"Μαύρος είσαι, μαύρα φορείς, μαύρο καβαλλικεύγεις.
Μαθθαίνεις το να περπατή, μαθθαίνεις το να δρέμη,
μαθθαίνεις το να έχεται τον όχλον του πολέμου,
μαθθαίνεις τον και της στεριάς ωσάν και του πελάου,
ξεχάνεις και της λυερής της γλυκοποθητής σου".
.
.
Eβράδυν, παλιοβράδυν κι ο ήλιος έδυσεν
κι ο ώρηος ο Γιαννάκος πάει στο 'ξύβουνο
στο 'ξύβουνο οπίσω έν' ένα πεγάδ',
εκεί έν' ο Γιαννάκος, αχ Γιαννάκο μου
δεμένος σκοτωμένος κι αναγνώριστος.
- Γιαννάκο μ’ να ’χες μάνα, να ’χες κι αδελφή,
να ’χες κι έναν καλίτσα και να σ' έκλαιγε.
- Έχω και καλομάνα, έχω κι αδελφή
έχω και μιαν καλίτσα, 'φάνην κι έρχεται,
με δυο παιδιά στο χέρι κι άλλο στην ποδιά,
με δυο μαύρα μαχαίρια συχνοδέρνεται.
- Δε στο ’λεγα Γιαννάκο μ’, αχ Γιαννάκο μου,
στον πόλεμο μη βγαίνεις και μην πολεμάς
ο Τούρκος πονηρός έν' και σκοτώνει σε,
τη νύχτα πολεμάει και σκορπίζει σε.
- Χίλιους Τούρκους εσκότωσα για το Χριστό
και άλλους πεντακόσιους για την Παναγιά.
Εμέν οι Τούρκοι κούμπωσαν και πιάσαν με,
ολημερίς με δέρνουν κι αναστάζουν με,
τη νύχτα με πετάζουν στα κρύα νερά.
Εκόψαν τα βραχιόνια τ’ ως τον κόμπου1 τους,
εκόψαν τα ποδάρια τ’ ως τα γόνατα.
.
.
Ο ΔΙΓΕΝΗΣ ΚΛΕΒΕΙ ΤΗΝ ΚΑΛΗ ΤΟΥ
Τρείς άρχοντες εκάτσασιν να φάσιν και να πιούσιν.
Συναφοράν εν είχασιν κι εξήγησιν κρατούσιν.
Άλλος ξηγάται για σπαθίν κι άλλος για κοντάριν,
ο τρίτος ο καλύτερος πάνω σ' αυλές ξηγάται:
- Πολλές αυλές εγύρισα, πολλές αυλές είν' που'δα,
σαν τ' Αλιάντρη την αυλή, καμίαν αυλήν δεν είδα.
Οι πόρτες είν' με το ψηφίν, οι τοίχοι με τον τόρνον,
στα παναθυροκάμαρα κρέμεται το λογάριν,
'ποπανωθιόν του λογαριού μια κόρη αγρισμένη,
επιάσασιν κι εδώκαν την του Γιάννη χαρτωμένην.
Κείνη του Γιάννη δεν πρέπει, του Διγενή είν' που πρέπει.
Κι ο Διγενής απεξωθιόν στέκει κι ακρολογάται
κλωτσία της πόρτας έδωκεν, εξώ 'ταν κι έσω βρέθη.
Και που τον είδαν άρχοντες, επροσηκώθηκάν του:
- Καλώς ήρτεν ο Διγενής να φά, να πιεί με τα μας.
- Εγώ δεν ήρτ' ο Διγενής να φα, να πιώ με τα σας.
Τρείς άρχοντες εκάτσατε, να φάτε και να πιείτε,
συναφοράν δεν έχετε και ξήγησιν κρατείτε.
- Συναφοράν δεν έχομεν κι εξήγησιν κρατούμεν.
Κείνη του Γιάννη δεν πάει, μόνον της αφεντιάς σου.
Φτερνιστηρκά του μαύρου του, Χιλιοπαπού και πάει.
Και που 'δεν τον τον Διγενήν, επροσηκώθηκέν του:
-Καλώς ήρτεν ο Διγενής, να φα, να πιώ μετά σου,
μόνον ήρτα ο Διγενής, προξενητής να πάεις.
- Τα ρούχα μου ζαρώθηκαν και τ' άρματά μ' σκουριάσαν,
κι ο μαύρος μου είν' που κούτσανε, προξενητής δεν πάω.
Κι απολογάται ο Διγενής Χιλιοπαπού, και λέει:
- Τα ρούχα σου αν ζαρώθηκαν, δώ σου τα, τα δικά μου
τ' αρμάτά σου αν σκουριάσασιν, δω σου τα άρματά μου,
κι ο μαύρος αν εκούτσανε, τον μαύρο μου διώ σου
και πάλι σου, Χιλιοπαπού, προξενητής να πάεις.
Βγάζει, φορεί τα ρούχα του, ζώνεται τ' άρματά του,
πηδά κι εκαβαλίκεψε τον πέρκαλον τον μαύρον.
Φτερνιστηρκά του μαύρου του, στον Αλιάτρην πάει.
Και που'δαν τον οι άρχοντες επροσηκώθηκάν του:
- Καλώς ήρτες, Χιλιοπαπού, να φας, να πιείς με τα μας,
να φάεις άγρην του λαγού, να φας οφτόν περδίκιν,
να φας αγριοκρέμυδο να τρών αντρειωμένοι,
να πιείς γλυκόποτον κρασίν σε' γείαν του αντρογύνου.
- Εγώ δεν ήρτ' Χιλιοπαπού να φάω, να πιώ με τα σας,
ο Διγενής είν' που μ' έπεψε, προξενητής για να 'ρθω.
Κι απολογάτ' η μάνα της, τούτον τον λόγον λέει:
- Η μάνα του είν' Σαρακηνή κι ο κύρης του Οβραίος,
και κείνος είν' πολλογύριστος, γαμπρόν δεν τόνε θέλω.
Κι απολογάτ' ο κήρης της, τούτον τον λόγον λέει:
- Μάνα που την εγέννησεν θε να γεννήσει κι άλλες,
και κύρς που την έσπειρεν, θε να σπείρει και άλλες,
και πάλ' εγώ τον Διγενήν γαμπρόν θε να τον κάμω.
Φτερνιστηρκά Χιλιοπαπούς, στου Διγενή και πάει
και που τον είδεν ο Διγενής, πολλές χαρές εμπαίνει:
- Καλώς ήρτες, Χιλιοπαπού, με τα καλά μαντάτα,
- Καλώς ήρτε Χιλιοποαπούς, με τα κακά μαντάτα.
Και κεί χαμαί ο Διγενής αγριώθη κι εθυμώθη:
- Κατέβα, βρε Χιλιοπαπού, απο τον μαύρο κάτω,
τα ρούχα μ' είν' που ζάρωσες και τ' άρματά μου σκουριάσες,
τον μαύρον είν' που κάτσανες και τώρα ίντα να κάμω;
.
.
Απόμεινέ μου, Διγενή, για να σου παραγγείλω,
και πιάσε τούτο το στρατίν, τούτο το μονοπάτιν,
το μονοπάτιν βγάλει σε κεί πάνου στο λοφάκιν,
Έχει πευκάκια όμορφα, και κόψε ένα πευκάριν,
και κάτσε και πελέκα το ένα καλόν βιολάριν,
και παίζε το και γαληνά, και γαληνά τραγούδα,
και τα πουλιά του ουρανού πάσι με τα σου ούλα,
κι η κόρη θε να γελαστεί, να βγεί στο παραθύριν.
Κι αν είσ' άξιος κι απότολμος, αρπάσεις την και φεύγεις.
Έτσι σαν του'πεν, έκαμεν, ωσάν του παραγγέλλει,
και πιάνει ούλον το στρατίν, ούλον το μονοπάτιν,
το μονοπάτιν βγάλεν σε κεί πάνω στο λοφάκιν,
έχει πευκάκια όμορφα και κόψ' ένα πευκάριν
και κάτσε και πελέκα το ένα καλόν βιολάριν,
και παίζε το και γαληνά, και γαληνά τραγούδα,
και τα πουλιά του ουρανού πάνε με τα σου ούλα
κι η κόρη θε να γελαστεί να βγεί στο παραθύριν
και κείνος ήταν άξιος αρπάζει την και φεύγει.
Άλλοι μαχαίρια πιάσασι και άλλοι με τες πάλες,
κι εβρίσκει πέτρες ριζιμιές, στέκεται και πεζεύει
στέκεται διαλογίζεται ατός του και απατός του:
"Να μην την πάρω με σπαθίν κι είν' αντροπή δική μου".
"Μην έχ' η πέτρα δράκοντα και βγεί και φά την κόρην;
Γροθιάν της πέτρας έδωκε κι εβγήκεν ένας δράκος
μία μπαστουνιάν έδωκέν του και στραβομασελλίζει;
-"Έβλεπε δράκοντ' έβλεπε, έβλεπε την κυράν του"
Φτερνιστηρκά του μαύρου του στον Αλιάντρη πάει,
στο γύρισμα τ' απάρου του ρτόνει την πεθεράν του.
-"Κι απόμεινε, γαμπρούλη μου, να πάρεις τα προικιά της".
- Απροίκιστην την ήθελα κι απροίκιστην την παίρνω.
-"Η μάνα του είν' Σαρακηνή κι ο κύρης του Οβραίος,
και κείνος πολλογύριστος, γαμπρόν δεν τόνε θέλω".
Και μίαν σπαθιά της έδωκε την κεφαλήν της κόβει.
Στο γύρισμα τ' απάρου του ρτόνει τον πεθερόν του
-"Κι απόμεινε γαμπρούλη μου να πάρεις τα προικιά της"
-απροίκιστην την ήθελα κι απροίκιστην την παίρνω
"Καί δύνασαι, νεώτερε, να κατεβείς εις βίγλαν
και να διαβούν οι άρχοντες, με τον γαμπρόν, την νύφην,
και με όλον το φουσσάτον τους και εσύ να εμπής στην μέσην
να επάρεις την νεόνυμφον και εδώ να με την φέρεις;"
.
.
Στην Άρτα τ' άργανα βαρούν, στην Άρτα κάνουν γάμο,
ρηγόπουλο παντρεύεται, βασιλοπούλα παίρνει.
Όλο τον κόσμο κάλεσε, τη γη την οικουμένη,
το Δίγιανο δεν κάλεσε, 'πό την κακογνωμιά του,
γιατί σκοτώνει τους γαμπρούς και παίρνει τις νυφάδες.
Νάτος κι ο Γιάνος πόρχεται, νάτος κι ο Γιάνος που 'ρθε
και κατεβαίνει απ' τ' άλογο και βγάζει το σπαθί του,
και λέει στ' αρχοντόπουλο και στη βασιλοπούλα:
- Και ποιό γαμπρόν εσκότωσα και ποιά νύφην επήρα:
Φέρτε μου τώρα γλήγορα και μην χασομεράτε,
σαράντα λίτρες μάλαμα κι εφτά μαργαριτάρι,
να μην σκοτώσω τον γαμπρό, τη νύφη να μην πάρω.
.
.
ρίπτει το επιλούρικον, ήτο πολύς ο καύσων
και ο χιτών της Μαξιμούς υπήρχεν αραχνώδης
τα μέλη ταύτης ήστραπτον τα πάντα ως ακτίνες
και τα βυζία έσκυπτον ως ευθαλή τε μήλα
ετρώθη δε μου η ψυχή, ωραία γαρ υπήρχε,
και πάντα γαρ τα μέλη της έλαμπον ως καθρέπτης...
Και επέζευσα τον μαύρον μου και λύω τ' άρματά μου
και τα επεθύμα η Μαξιμού γοργόν της τα εποίκα.
Και απείτις τα έκαμα εγώ της Μαξιμούς της κούρβας
ευθύς εκαβαλλίκευσα και υπάγω εις το κοράσιον
και τότε της βεργόλικος άκου το τι της λέγω:
-Είδες ομμάτια μου καλά ανδραγαθίας τας εποίκα;
.
.
"Ουδέ τον Βάρδαν φοβούμαι τον Φωκάν, ουδέ τον Νικεφόρον
ουδέ τον Βαρυτράχηλον, ντο σπαθί κόφτ' έμπρου κι οπίσου..."
Κάβουρας εδρακόντεψε και τρώει τους αντρειωμένους,
τρώει το μαύρον τον Φουκά, τρώει το Νικηφόρο,
τρώνει τον Πετροτράχηλο, τον τρέμει η γής κι ο κόσμος
Πιάνει, καλεί τους φίλους του κι όλους τους αντρειωμένους:
-Να'ρθει ο Μηνάς, ο Μαυραλής, να'ρθει κι ο γιός του Δράκου,
να'ρθει κι ο Τρεμαντάχηλος που τρέμει η γη κι ο κόσμος
κι' ο Κωσταντίνος ο μικρός ας εψιλοτραούει,
τ' ακράνη του τ' Ανδρόνικου, του νιου του παινεμένου.
"Μαύρος είσαι, μαύρα φορείς, μαύρο καβαλλικεύγεις.
Μαθθαίνεις το να περπατή, μαθθαίνεις το να δρέμη,
μαθθαίνεις το να έχεται τον όχλον του πολέμου,
μαθθαίνεις τον και της στεριάς ωσάν και του πελάου
ξεχάνεις και της λυερής της γλυκοποθητής σου"...
.
.
Σαρακενός εκείτουτα σε σιδερένιο στρώμα,
σε σιδερένιο πάπλωμα, σε σιδερό σεντόνι
και ψυχομάχιε το σκυλί κι εσειούταν το σεράι
και το φουσάτο του'τρεμε, ποιός να τονε ρωτήσει.
Κι ένας μικρός γιανίτσαρος πάει και τον ρωτάει.
Τρείς λεβαντιέρες έκαμε, κι εμπρός του γονατίζει:
- Για πέ μ' εσύ, Σαρακενέ, ποιά'ναιν η αρρωστιά σου;
- Ευκήν έχω της μάνας μου κι ευκήν 'πό του κυρού μου
κι ευκήν του πρώτου μου αδερφού, να μη το μολοήσω,
μα τώρα που με ρώτησες, θα σου το μολοήσω.
Το μαύρο μου χαλίνωσα, κι ήβγα να σεργιανίσω,
κι ο μαύρος μου ήταν γλήρρος κι ήταν και παιχνιδιάρης,
κι επήε με κατέβασε σ' ένα κομπολειβάδι,
κι είχε μια τέντα κόκκινη καταμεσίς στον κάμπο.
Θέε μου, και πώς έμπρεπεν η τέντα στο λειβάδι
Τούρκικα έριξα φωνή, δε μ' επηλοηθήκα.
Ρωμάικα έριξα φωνή, δε μ' επηλοηθήκα.
Πασαπιστής εφώναξα, δε μ' επηλοηθήκα.
Σύρνω τα τεντοπάλουκα και μπαίνω μέσ' στην τέντα.
Θωρώ 'να νιό και κάθονταν, ανήλιο παληκάρι,
ανήλιο κι αμουστάκωτο, κι επάνω στην αντρειά του
κι εκράτιεν και στα γόνατα μια λυγερή κοπέλα.
Καλώς τον το Σαρακενό, να φά, να πιεί μετά μας!
Βγάζει και δίνει μου κρασί κι αφράτο παξιμάδι.
Βγάζω και δίνω του ξυλιάν επάνω στο βραχιόνι.
Να'ταν βουνόν, εγκρέμουν το, δέντρο, ξερίζωνά το,
να' ταν και πετροκάραβον, αναποδογύριζά το,
κι εκείνο τ' άπιστο σκυλί, τίποτε δεν του φάνη,
και παίρνει το ματσούκι του στο δυνατό του χέρι
και δίνει μιά το μαύρο μου και μιά τον καβαλάρη.
Σήμερον έχω εννιά μήνες κείτουμαι στο κλινάρι.
.
.
ΤΟΥ ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΥ
Εγώ είμ' ο Θεοφύλαχτος, ο γιός του Μαστραγκύλα,
που σκότωσα τον κύρη σου και πήρα το λαό του,
χίλια χωριά του ξάλειψα και δεκαπέντε χώρες
Ο Βασιλιάς Αλέξανδρος Αλεξαντροπολίτης
έκαμεν μιαν γιορτή μικρή και μια γιορτή μεγάλη,
έκαμε μιαν τ' άη Γιωργιού και μίαν τ' άη Μάμα.
Εκάλεσεν τους άρχοντες κι όλο τ' αρχοντολόι
εκάλεσε και τους φτωχούς κι όλο το φτωχολόι.
Τραπέζιν που τους έβαλε και κάτσασι να φάσιν,
απολογάτ' ο βασιλιάς τούτον το λόγο λέει:
- Ποιός πάει πέρα στο Περόν, στο μέγα σουλτανίκι
να πάρει τούτο το χαρτί, να φέρει αντιχάρτι
να κάμει δίκιον πόλεμο να ξακουστεί στον κόσμο;
Και κει χαμαί Θεοφύλαχτος αγριώθη και θυμώθη,
κλωτσιάν της τάβλας έδωκεν, στα πόδια του εβρέθη;
- Ούλα για μένα τα λαλείς ούλα για με τα λέεις,
και φέρτε μου τον μαύρον μου τον πετροκαταλύτη,
και καταλυέι τα σίδερα και πίνει τον Αφράτη,
οπού πατά τα μάρμαρα και κουρνιαχτούς δε βγάζει
και φέρτε το σπαθάκι μου το περευλογημένο,
όθε να μπεί στον πόλεμο βγαίνει μακελωμένο,
φέρτε μου το κοντάρι μου, που 'ν ' άη Γιώργης πάνου,
φέρτε μου το ματσούκι μου, που 'ν' άη Μάμας πάνου.
Πηδά και καβαλίκεψεν το πέρκαλον τον μαύρο
κι ώστε να πει έχετε γειάν, επήγε χίλια μίλια
κι ώστε ν πούσι στο καλόν, επήγεν άλλα χίλια.
Φτερνιστηρκά του μαύρου του και μπαίνει στο φουσάτο
την άκραν άκραν πήγαινε κι οι μέσες καταλνούνταν,
την μέση μέση πήγαινε κι οι ν' άκρες λιγοστεύαν.
Παλεύγει τρία μερόνυχτα, παλεύγει τρείς ημέρες,
ο μαύρος του απόστασε και κείνος εβαρέθη.
Φτερνιστηρκά του μαύρου του, βγαίν' απο το φουσάτο,
και βρίσκει πέτρα ριζιμιά και γέρνει και πεζεύει.
Γροθιάν της πέτρας έδωκε κι ανοίξαν πέντε βρύσες
κι έπιασε με την δράκαν του και πότε τον μαύρο
και μπήγει το κοντάριν του, κάμνει οσκιόν και πέφτει
ανοίγει τες αγκάλες του και το θεό δοξάζει:
- Θεέ, κι αν είμαι πλάσμα σου, Χριστέ κι επακεσέν του,
έδωσε και διανάφανεν αρφός του Αλιάντρης.
Απο μακριά φωνάζει του, απο κοντά λαλεί του:
- Εγλέπ, εγλέπ' αρφούλη μου, αρφούλη μ' Αλιάντρη,
στο γύρισμα του μαύρου σου, στο κλώσμα του σπαθιού σου,
έχει μικρά Σαρακηνά, γέροντες αρκουδιώντες,
και στήνουν τα βροχόλουρα και γλέπου να σε πιάσουν.
Φτερνιστηρκά του μαύρου του και μπαίνει στο φουσάτο
την άκραν άκραν πάγαινε κι οι μέσες καταλνούνταν
τες μέσες μέσες έπιανε κι οι μέσες λιγοστεύαν.
Στο γύρισμα του μαύρου του, στο κλώσμα του σπαθιού του,
είχε μωρά Σαρακηνά, γέροντες αρκουδιώντες,
κι έστησαν τα βροχόλουρα, τον Αλιάντρη πιάνουν.
Έραψαν τα ματάκια του τρείς δίπλες το ραφίδι
εδέσασι τα χέρια του τρείς δίπλες τ' αλυσίδι
εβάλαν και στη ράχη του εννιά μοδιών μολύβι.
Και εκεί χαμαί Θεοφύλαχτος αγριώθη και θυμώθη
πηδά και καβαλίκεψεν τον πέρκαλον τον μαύρο
φτερνιστηρκά του μαύρου του, μπαίνει μες στο φουσάτο,
παλεύει τριά μερόνυχτα, παλεύει τρείς ημέρες
τις τρείς ημέρες έκοβεν ούλον μύτες και γλώσσες
οι μύτες εν τους δράκοντες, οι γλώσσες εν τους λεόντες,
στο γύρισμα τ' αλόγου του, στο κλώσμα του σπαθιού του,
είχε μωρά Σαρακηνά, γέροντες αρκουδιώντες,
κι έστησαν τα βροχόλουρα, Θεοφύλαχτον τον πιάνουν.
Έραψαν τα ματάκια του τρείς δίπλες το ραφίδι,
εδέσασι τα χέρια του τρείς δίπλες τ' αλυσίδι,
έβαλαν και στη ράχη του εννιά μοδιών μολύβι.
-Σύ είσ' ο Θεοφύλαχτος ο γιός του Μαστραγκύλα,
που σκότωσες τον κύρη του και πήρες το λαό του,
χίλια χωριά του ξάλειψες και δεκαπέντε χώρες;
- Εγώ είμ' ο Θεοφύλαχτος, ο γιός του Μαστραγκύλα,
που σκότωσα τον κύρη σου και πήρα το λαό του,
χίλια χωριά του ξάλειψα και δεκαπέντε χώρες.
Εκρόνοιξε τα μάτια του και κόπη το ραφίδιν,
έσφιξε τες αγκώνες του και κόπη τ' αλυσίδιν,
έγειρε και τη ράχη του κι έπεσε το μολύβιν,
απέσπασεν τ' αδέρφι του, που 'τον φυλακωμένο.
Παλεύει τριά μερόνυχτα, παλεύει τρείς ημέρες,
κι εκεί χαμαί 'δωκε χαρτί και πήρεν αντιχάρτι
Κι έκαμε δίκιον πόλεμον κι ακούστηκε στον κόσμο.
.
.
ΤΟΥ ΝΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΑΡΟΥ
Τρώτε και πίνετ', άρχοντες, κ' εγώ να σας δηγούμαι,
κ' εγώ να σάς εδηγηθώ για έναν αντρωμένο,
για ένα νιον, τον είδα γω 'ς τσοί κάμπους κ'εκυνήγα,
κυνήγα κ' ελαγώνευγεν ο νιος κι' αγριμολόγα.
'Σ το γλάκιο πιάνει ο νιος λαγό, 'ς τον πήδο πιάνει αγρίμι,
την πέρδικα την πλουμιστή οπίσω την αφήνει.
Μα ο Χάροντας επέρασε κ' ήτονε μανισμένος.
Έβγαλε, νιε, τα ρούχα σου και θέσε τάρματά σου,
δέσε τα χέρια σου σταυρό, να πάρω τη ψυχή σου.
-Δε βγάνω γω τα ρούχα μου, δε θέτω τάρματά μου,
μηδέ τα χέρια μου σταυρό, να πάρης τη ψυχή μου.
Μ' άντρας εσύ, άντρας κ' εγώ, κ' οι δυο καλ' αντρωμένοι,
κι' ας παμε να παλαίψωμε 'ς το σιδερόν αλώνι,
να μη ραΐσουν τα βουνά και να χαλάση η χώρα."
Και πάνε κι' απαλεύγανε 'ς το σιδερόν αλώνι.
Κ' εννιά φοραίς τον έβαλεν ο νιος το Χάρο κάτω.
Μ' απάνω εις τς εννιά φοραίς του Χάρο βαροφάνη.
Πιάνει το νιο 'που τα μαλλιά, χάμαις τον γονατίζει.
Άφις με, Χάρο, τα μαλλιά και πιάσ' μ' απού τη μέση,
και τοτεσάς σου δείχνω γω πώς ειν' τα παλληκάρια.
-Αποκειδά τα πιάνω γω ούλα τα παλληκάρια,
πιάνω κοπέλλαις όμορφαις, κι' άντρες πολεμιστάδες,
και πιάνω και μωρά παιδιά μαζί με τσοι μαννάδες."
.
.
"Δύνασαι επάρεις το ραβδίν και κατεβής εις βίγλαν
και να νηστεύσεις, νεώτερε, καν δεκαπέντε ημέρας
μηδέ να φας, μηδέ να πιείς μήδε ΄ύπνον να χορτάσεις..."
"Και εστάθην εγώ και έβλεπα το πότε θέλουν έρθει
και κτύπον άκουσα πολύν, μέγα των σκουταρίων
και εις την ψυχήν μου έλεγα -αυτοί ναι κι αποσώνουν..."
"Κάτω στες άκρες των ακρών, στον ακροκαλαμιώναν,
τζεί μέσα εν που γύριζα, τζιαί νύνταν τζιαί ήμεραν"
.
.
"Πτερνιστηρέαν τὸν μαῦρον του, ἄνω εἰς βουνὶν ἀνέβη,
φουσσᾶτον εἶδεν κ᾿ ἐγνώμιασεν ἀριφνισμὸν οὐκ ἔχει."
"Επήγε το Βλαχόπουλο στη βίγλα να βιγλίση.
Βλέπει Τουρκιά Σαρακηνους κι' Αράπηδες κουρσάρους,
οι κάμποι εγεμίζανε, τα πλάγια κοκκινίζαν. "
.
.
"πτερνιστηρέαν τὸν μαῦρον του, εἰς τὸν Σαρακηνὸν ὑπάγει,
καὶ σφόνδυλον τὸν ἔδωσε καὶ ἐξεσαγόνιασέ τον:
«Εἰπέ, μωρὲ Σαρακηνέ, ποῦ ἔναι τὰ φουσσᾶτα;»"
"όλες τις στράτες έπιασεν, όλα τα μονοπάτια
και μόνον ειν που φάνηκεν ένα μικρόν βοσκάριν.
Πρώτα χτυπάτου μουστουνιά κι ύστερον αρωτά τον:
-Μην είδες το Ξερόπουλον, μην είδες το φουσσάτον;"
.
.
ΤΟΥ ΑΡΜΟΥΡΗ
Σήμερον ἄλλος οὐρανός, σήμερον ἄλλη ἡμέρα,
σήμερον τὰ ἀρχοντόπουλα θέλουν καβαλλικεύσει·
μόνον τοῦ κὺρ Ἀρμούρη ὁ υἱὸς οὐδὲν καβαλλικεύει.
Καὶ τότε πάλε τὸ παιδὶν εἰς τὴν μάνναν του ὑπαγαίνει:
«Μάννα, νὰ πιχαρῇς τ᾿ ἀδέλφια μου,
νὰ ἰδῇς καὶ τὸν πατέρα μου, μάννα, ἂς καββαλικεύσω».
Καὶ τότε πάλιν ἡ μάννα τοῦ Ἀρμούρην συντυχαίνει:
«Ἐσὺ μικρὸς καὶ ἀνέλικον, καβάλλα δὲν σὲ πρέπει.
Ἀμμὴ ἂν θέλῃς, υἱὲ καλέ, διὰ νὰ καβαλλικεύσῃς,
ἀπάνω κρέμεται τὸ κοντάριν τοῦ πατρός σου,
τὸ ἅρπαξεν ὁ κύρης σου ἐκ τὴν Βαβυλωνίαν,
ἀπάνω κάτω ὁλόχρυσον διὰ λίθου μαργαριτάρι·
καὶ ἂν τὸ λυγίσῃς μιὰν φοράν, καὶ ἂν τὸ λυγίσῃς δύο,
καὶ ἂν τὸ λυγίσῃς τρεῖς φορές, τότε νὰ καβαλλικεύσῃς».
Καὶ τότε πάλε τὸ παιδίν, τὸ μικρὸν Ἀρμουροπούλιν,
κλαίοντας ἀνεβαίνει τὴν σκάλαν, γελῶντας κατεβαίνει.
Προτοῦ τὸ πιάσῃ ἐπιάνετον, προτοῦ τὸ σείσῃ ἐσειέτον,
εἰς τὸν βραχίονα του τό ῾δεσεν, ἐσείστη, ἐλυγίστη.
Καὶ τότε πάλιν τὸ παιδὶν εἰς τὴν μάνναν του ὑπαγαίνει.
«Θέλεις, θέλεις, μάννα μου, ὀμπρός σου νὰ τὸ τσακίσω;»
Καὶ τότε πάλιν ἡ μάννα του τοὺς ἄρχοντας ἐλάλει:
«Ἄμετε, ἰδέτε, οἱ ἄρχοντες, καὶ στρώσετε τὸν μαῦρον·
στρώσετε, χαλινώσετε, τὸν μαῦρον τοῦ πατρός του,
ὁποὺ ἔχει χρόνους δώδεκα, σιμὰ εἰς νερὸν οὐδὲν ἐπῆε,
ὁποὺ ἔχει χρόνους δώδεκα, οὐδὲν καβαλλικεύθη,
καὶ τρώγει τὸ καρφοπέταλον, στέκει παλουκουμένον».
Ἐδιέβησαν οἱ ἄρχοντες καὶ στρώνουν του τὸν μαῦρον,
ἔδωκεν εἰς τοὺς βραχίονες του καὶ εὑρέθη καβαλλάρης.
Ὥστε νὰ εἰπῇ «ἔχετε ὑγείαν», ἐδιέβη τριάντα μίλια,
ὥστε νὰ τὸν ἐπιλογηθοῦν, ἐδιέβη ἑξῆντα πέντε.
Ἐκεῖ ἐδιὲ καὶ ἀνεβοκατέβαινε ἀντίπερα τὸν Ἀφράτην,
ἀνέβη καὶ ἐκατέβη τον, καὶ πόρον οὐδὲν εὑρίσκει.
Σαρακηνὸς ἐστέκετον, στέκει, ἀναγελᾷ τον:
«Σαρακηνοὶ ἔχουσιν φαρία, ὁποὺ διώχνουν τοὺς ἀέρες,
τὴν φάσαν καὶ τὴν πέρδικα ἀπὸ πτεροῦ τὴν παίρνουν,
καὶ τὸν λαγὸν εἰς τὸν ἀνήφορον ἀπὸ δρομοῦ τὸν σώνουν,
κρατοῦν καὶ κολακεύουν τα καὶ ἐλεύθερα τὰ ἀφίνουν,
καὶ πάλε δὲ ὅταν τοὺς φανῇ, τρέχουσιν, πιάνουσίν τα,
καὶ τὸν Ἀφράτην ποταμὸν οὐκ ἠμποροῦν περᾶσαι,
καὶ ἐσὺ μὲ τὸ παρίππιν σου θέλεις νὰ τὸν περάσῃς;»
Τὸ νὰ τ᾿ ἀκούσῃ ὁ νεώτερος πολλὴν μανίαν ἐπῆρεν·
πτερνιστηρέαν τὸν μαῦρον του, διὰ νὰ περάσῃ πέρα.
Ἦταν ὁ Ἀφράτης δυνατός, ἦτον καὶ βουρκωμένος,
εἶχεν καὶ κύματα βαθέα, ἦτον καὶ ἀποχυμένος,
πτερνιστηρέαν τὸν μαῦρον του κρούει τον καὶ ὑπάγει,
στριγγιὰν φωνὴν ἀνέσυρεν, ὅσην καὶ ἂν ἐδυνέτον:
«Εὐχαριστῶ σε, Θεὲ καλέ, καὶ μυριοευχαριστῶ σε,
ἐσὺ μὲ ἐδῶκες τὴν ἀνδρείαν καὶ μὲ τὴν παίρνεις τώρα».
Τοῦ ἦλθε φωνὴ ἀγγελικὴ ἐξ οὐρανοῦ ἀπάνω:
«Καὶ μπῆξε τὸ κοντάρι σου εἰς τὴν φοινικέαν τὴν ρίζαν,
καὶ μπῆξε καὶ τὰ ροῦχα σου ὀμπρὸς εἰς τὸ μπροστοκούρβιν,
κέντεσε καὶ τὸν μαῦρον σου καὶ νὰ περάσῃς πέρα».
Πτερνιστηρέαν τὸν μαῦρον του κ᾿ ἐπέρασέ τον πέρα.
Ν᾿ ἀφήσῃ καν τὰ ροῦχα του ὁ νέος νὰ στεγνώσουν,
πτερνιστηρέαν τὸν μαῦρον του, εἰς τὸν Σαρακηνὸν ὑπάγει,
καὶ σφόνδυλον τὸν ἔδωσε καὶ ἐξεσαγόνιασέ τον:
«Εἰπέ, μωρὲ Σαρακηνέ, ποῦ ἔναι τὰ φουσσᾶτα;»
Καὶ τότε ὁ Σαρακηνὸς τοῦ Ἀρμούρη συντυχαίνει:
«Θεέ μου, σαλὰ ρωτήματα, τὰ ἔχουν οἱ ἀνδρειωμένοι,
πρῶτα νὰ κροῦν τὲς σφονδυλεὲς καὶ τότε νὰ ρωτοῦσιν.
Μὰ τὸν κὺρ ἥλιον τὸν γλυκύν, μὰ τὴν γλυκεῖαν του μάννα,
ἐψὲς ἐξεδιαλέχθημεν κἂν ἑκατὸν χιλιάδες,
ὅλοι καλοὶ καὶ ἐκλεκτοὶ πρασινοσκουταρᾶτοι,
ἔναι καὶ ἄνδρες δυνατοὶ οὐδὲ χιλίους φοβοῦνται,
οὐδὲ χιλίους, οὐδὲ μυρίους, οὐδὲ ὅσοι τοὺς ἀπαντήσουν».
Πτερνιστηρέαν τὸν μαῦρον του, ἄνω εἰς βουνὶν ἀνέβη,
φουσσᾶτον εἶδεν κ᾿ ἐγνώμιασεν ἀριφνισμὸν οὐκ ἔχει.
Καὶ τότε πάλε τὸ παιδὶν αναλογᾶται, λέγει:
«Ἂν τοὺς πηδήσω ἀρμάτωτους, πάντα καυχᾶσθαι θέλουν,
ὅτι τοὺς ηὗρα ἀρμάτωτους καὶ ἐπῆρα τους τὴ πρόβαν».
Στριγγιὰν φωνὴν ἐλάλησεν, ὅσον καὶ ἂν ἐδύνετον:
«Σαρακηνοί, ἀρματώνεσθε, σκυλιὰ μαγαρισμένα,
λουρικωθῆτε γλήγορα,
εἰς ἀπιστίαν μὴ τό ῾χετε ὅτι ἀπέρασεν ὁ Ἀρμούρης
ὁ Ἀρμουρόπουλος, τοῦ Ἀρμούρη ὁ υἱός, ὁ ἀρεύστης, ὁ ἀνδρειωμένος»
Μὰ τὸν κὺρ ἥλιον τὸν γλυκύν, μὰ τὴν γλυκείαν του μάννα,
ὅσ᾿ ἄστρη εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ φύλλα εἰς τὰ δένδρη,
οὕτως ἐκαταπέσασιν οἱ σέλλες εἰς τοὺς μαύρους.
Ἔστρωσαν καὶ ἐχαλίνωσαν, πηδοῦν, καβαλλικεύουν.
Καὶ τότε πάλιν τὸ παιδὶν καὶ αὐτὸ καλοταρίστη.
Ὡραῖον σπαθίτζιν ἔσυρε ἀπὸ ἀργυρὸν φηκάριν,
εἰς τὸν οὐρανὸν τὸ ἀπέταξεν, εἰς τὸ χέριν του τὸ δέχθη.
Πτερνιστηρέαν τὸν μαῦρον του, ἐκεῖ κοντὰ ζυγώνει:
«Ἀπὸ τὸ γένος διαβῶ, ἂν σᾶς ἀλησμονήσω».
Καὶ συγκροτάει πόλεμον κοντά, ἀνδρειωμένα,
τὲς ἄκρες, ἄκρες ἔκοπτε, ἡ μέση ἐδαπανᾶτον.
Μὰ τὸν κὺρ ἥλιον τὸν γλυκύν, μὰ τὴν γλυκεῖαν του μάννα,
ὅλη μέρα τοὺς ἔκοπτε τὴν ἀνωποταμία,
καὶ ὅλη νύκτα τοὺς ἔκοπτε τὴν κατωποταμίαν.
Ἔθεσε καὶ ἀποθέσεν τους, κανέναν δὲν ἀφῆκε.
Ἀπέζεψε ὁ νεώτερος νὰ τὸν βαρήσῃ ὁ ἀέρας,
καὶ ἕνα Σαρακηνὸ σκυλίν, σκυλὶν μαγαρισμένον,
ἐγκρύμματα τὸν ἔβαλεν καὶ ἐπῆρε του τὸν μαῦρον,
ἐγκρύμματα τὸν ἔβαλε καὶ ἐπῆρε τὸ ραβδίν του.
Μὰ τὸν κὺρ ἥλιον γλυκύν, μὰ τὴν γλυκείαν του μάννα,
σαράντα μίλια τὸν ἐδίωχνε πεζὸς μὲ τὰ γονάτια,
καὶ ἄλλα σαράντα τέσσαρα πεζὸς μὲ τὸ λουρίκιμ,
ἐκεῖ τὸν ἐκατέφθασε εἰς τῆς Συρίας τὴν πόρταν,
καὶ ἐβγαίνει τὸ σπαθίτσι του καὶ παίρνει του τὸ χέριν:
«Ἄμε καὶ σύ, Σαρακηνέ, νὰ πῇς κ᾿ ἐσὺ μαντᾶτο».
Ὁ κύρης του ἔξω κάθητο εἰς τῆς φυλακῆς τὴν πόρταν,
τὸν μαῦρον του ἀνεγνώρισεν καὶ τὸ ραβδὶν τοῦ υἱοῦ του,
τὸν καβαλλάρην οὐδὲν θωρεῖ καὶ πὰ νὰ βγῇ ἡ ψυχή του.
Βαρέα βαρέα ἀναστέναξεν καὶ ἐσείστη ὁ πύργος ὅλος.
Καὶ τότε πάλιν ὁ ἀμιρᾶς τοὺς ἄρχοντες ἐλάλει:
«Ἄμετ᾿ ἰδέτε, οἱ ἄρχοντες, τί ἔχει καὶ ἀναστενάζει;
Ἂν ἔν τὸ γιόμα του κακόν, νὰ φάγῃ ἐκ τὸ δικό μου,
εἴτ ἔναι τὸ οἰνάριν του, νὰ πίῃ ἐκ τὸ δικό μου,
εἴτε βρωμᾷ ἡ φυλακή, νὰ τὴν μοσχοκαπνίσουν,
εἴτ᾿ εἶναι βαρέα τὰ σίδερα, νὰ τὰ λαφροκοπήσουν».
Καὶ τότε πάλε ὁ Ἀρμούρης τοὺς ἄρχοντας ἐλάλει:
«Οὐδ᾿ ἔν τὸ γιόμα μου κακόν, νὰ φάγω ἐκ τὸ δικόν του,
οὐδὲ τὸ οἰνάριν μου κακόν, νὰ πίω ἐκ τὸ δικόν του,
οὐδ᾿ ἔν βαρέα τὰ σίδερα, νὰ τὰ λαφροκοπήσουν.
Τὸν μαῦρον ἀνεγνώρισα καὶ τὸ ραβδὶν τοῦ υἱοῦ μου,
τὸν καβαλλάρην οὐδὲν θωρῶ καὶ ὑπὰ νὰ ἐβγῇ ἡ ψυχή μου».
Καὶ τότε πάλε ὁ ἀμιρᾶς τὸν Ἀρμούρην ἐλάλει:
«Καρτέρεσε, Ἀρμούρη μου, καρτέρεσε ὀλίγον,
νὰ δώσουν τὰ ὄργανα βαρέα, τὰ βούκινα μεγάλα,
νὰ μαζωχθῇ ἡ Βαβυλωνιὰ καὶ ὅλη ἡ Καππαδοκία,
καὶ ὅπου καὶ ἂν ἔνι ὁ υἱόκας σου
πιστάγκωνα καὶ ἐξάγκωνα ὀμπρός σου νὰ τὸν φέρουν.
Ἀνέμενε, ὁ Ἀρμούρης μου, ἀνέμενε ἄλλον ὀλίγον».
Καὶ ἔδωσαν τὰ ὄργανα βαρέα, τὰ βούκινα μεγάλα,
νὰ μαζωχθῇ ἡ Βαβυλωνία καὶ ἡ Καππαδοκία·
τινὰς οὐκ ἠμαζώνετον, μόνον ὁ κουτζοχέρης.
Καὶ τότε πάλιν ὁ ἀμιρᾶς τοῦ κουτζοχέρη ἐλάλει:
«Εἰπές, μωρὲ Σαρακηνέ, ποῦ ἔναι τὰ φουσσᾶτα;»
Καὶ τότε ὁ Σαρακηνὸς τὸν ἀμιρᾶν ἐλάλει:
«Ἀνέμενε, ὁ αὐθέντης μου, ἀνέμενε ἄλλον ὀλίγον,
νὰ φέρουν φῶς τὰ ὀμμάτια μου καὶ τῆς ψυχῆς μου ἀέρα,
νὰ μαχθῇ τὸ αἷμα μου εἰς τὸ καλόν μου χέριν,
καὶ τότε νὰ σ᾿ ἀφηγηθῶ τὸ ποῦ ἔναι τὰ φουσσᾶτα.
Μὰ τὴν ἀλήθειαν, ἄρχοντες, ἄστοχα σᾶς τὸ λέγω.
Ὀψὲς ἐξεδιαλέχθημεν κἂν ἑκατὸν χιλιάδες,
ὅλοι καλοὶ καὶ ἐκλεκτοὶ πρασινοσκουταρᾶτοι,
ἦσαν καὶ τέτοιοι ἀπὸ ἐκείνους, χιλίους οὐδὲν ἐφοβοῦνταν,
οὐδὲ χιλίους, οὐδὲ μυρίους, οὐδὲ ὅσοι τοὺς ἀπαντοῦσαν.
Μικρὸν παιδὶν ἐφάνηκεν ἀπάνω εἰς ἄγριον ὄρος,
στριγγίαν φωνὶτζαν ἔσυρεν, ὅσην καὶ ἂν ἐδυνέτον:
«Σαρακηνοί, ἀρματώνεσθε, σκυλία, λουρικωθῆτε,
εἰς ἀπιστίαν μὴ τὸ ἔχετε ὅτι ἀπέρασεν ὁ Ἀρμούρης,
ὁ Ἀρμουρόπουλος, τοῦ Ἀρμούρη ὁ υἱός, ὁ ἀρέστης, ὁ ἀνδρειωμένος».
Μὰ τὸν κὺρ ἥλιον τὸν γλυκύν, μὰ τὴν γλυκεῖαν του μάνναν,
ὅσα ἄστρα εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ φύλλα εἰς τὰ δένδρη,
οὕτως ἐκαταπέσασιν οἱ σέλλες εἰς τοὺς μαύρους.
Ἔστρωσαν κ᾿ ἐχαλίνωσαν, πηδοῦν, καβαλλικεύουν.
Καὶ τότε πάλι τὸ παιδὶν καὶ αὐτὸ καλοταρίστη.
Ὡραῖον σπαθίτζιν ἔσυρε ἀπ᾿ ἀργυρὸν φηκάριν,
εἰς τὸν οὐρανὸν τ᾿ ἀπέταξεν, εἰς τὸ χέριν του τὸ ἐδέχθη.
Πτερνιστηρέαν τὸν μαῦρον του ἐκεῖ κοντὰ ζυγώνει:
«Ἀπὸ τὸ γένος του διαβῶ, ἂν σᾶς ἀλησμονήσω.»
Τὲς ἄκρες ἄκρες ἔκοπτεν καὶ ἡ μέση ἐδαπανᾶτον.
Μὰ τὸν κὺρ ἥλιον τὸν γλυκύν, μὰ τὴν γλυκεῖαν του μάνναν,
ὅλη μέρα μᾶς ἔκοπτεν τὴν ἀνωποταμίαν,
καὶ ὅλη νύκτα μᾶς ἔκοπτε τὴν κατωποταμίαν.
Ἔθεσε καὶ ἀπόθεσεν μας, κανέναν οὐδὲν ἀφίνει.
Καὶ ἐπέζευσεν ὁ νεώτερος διὰ νὰ τὸν δώσῃ ὁ ἀέρας,
καὶ ἐγὼ ὡς καλὸς καὶ φρόνιμος ἐγκρύμματα τὸν βάνω,
ἐγκρύμματα τὸν ἔβαλα καὶ ἐπῆρα του τὸν μαῦρον.
Μὰ τὸν κὺρ ἥλιον τὸν γλυκύν, μὰ τὴν γλυκεῖαν του μάνναν,
σαράντα μίλια μὲ ἐδίωχνεν πεζὸς μὲ τὰ γονάτια,
καὶ ἄλλα σαράντα τέσσαρα πεζὸς μὲ τὸ λουρίκιν.
Ἐδῶ κοντὰ μὲ ἔφθασεν εἰς τῆς Συρίας τὴν πόρταν,
καὶ σύρνει τὸ σπαθίτσιν του καὶ παίρνει μου τὸ χέριν:
«Ἄμε καὶ ἐσύ, Σαρακηνέ, νὰ εἰπῇς κ᾿ ἐσὺ μαντᾶτον».
Καὶ τότε πάλιν ὁ ἀμιρᾶς τὸν Ἀρμούρην ἐλάλει:
«Καλὰ εἶναι αὐτά, ὁ Ἀρμούρης μου, τὰ κάμνει ὁ υἱός σου;»
Καὶ τότε πάλιν ὁ Ἀρμούρης μου ὡραῖον χαρτίτζιν γράφει,
μὲ τὸ πουλὶν τὸ ἔστειλεν, τ᾿ ὡραῖον χιλιδονάκι:
«Εἰπὲ τῆς σκύλας τὸν υἱόν, τῆς ἀνομίας τὸ τέκνον,
ὅπου εὕρῃ Σαρακηνὸν νὰ τὸν ἐλεημονᾶται,
μὴ λάχῃ εἰς τὰς χεῖρας τους καὶ ἐλεημοσύν᾿ οὐκ ἔχει».
Καὶ τότε πάλιν τὸ παιδὶν ὡραῖον χαρτίτζιν γράφει,
μὲ τὸ πουλὶν τὸ ἔστειλεν, τὸ ὡραῖον χιλιδονάκιν:
«Εἰπέτε τὸν αὐθέντη μου καὶ τὸν γλυκύν μου κύρην,
ἕως οὗ βλέπω τὰ ὁσπίτια μου διπλομανταλωμένα,
ἕως οὗ βλέπω τὴν μάνναν μου τὰ μαῦρα φορεσμένην,
καὶ ἐβλέπω καὶ τὰ ἀδέλφια μου τὰ μαῦρα φορεμένα,
ὅπου καὶ ἂν εὕρω Σαρακηνὸν τὸ αἷμα του νὰ πίνω.
Καὶ ἂν μὲ παραμανιώσουσιν, εἰς τὴν Συρίαν νὰ πέσω,
τὰ στενορύμια τῆς Συρίας κεφάλια νὰ γεμίσω,
τὰ ξηρορυάκια τῆς Συρίας αἷμα νὰ τὰ γεμίσω».
Τὸ νὰ τὰ ἀκούσῃ ὁ ἀμιρᾶς, πολλὰ τὸν ἐφοβήθη.
Καὶ τότε πάλε ὁ ἀμιρᾶς τοὺς ἄρχοντας ἐλάλει:
«Ἀμέτε, ἀμέτε, οἱ ἄρχοντες, ἐβγάλετε τὸν Ἀρμούρην,
καὶ ἀμέτε τον εἰς τὸ λουτρόν, διὰ νὰ λουστῇ ν᾿ ἀλλάξῃ,
εἰς τὸ γιόμαν μου τὸν φέρετε, νὰ φάγῃ μετ᾿ ἐμένα».
Ἐδιέβησαν οἱ ἄρχοντες καὶ ἐβγάνουν τὸν Ἀρμούρην,
ἐβγάνουν τονἐκ τὰ σίδερα καὶ ἐκ τὰ βαρέα χερόψια,
εἰς τὸ λουτρὸν ἐδιάβησαν κ᾿ ἐλούστη καὶ ἀλλάσσει,
εἰς τὸν ἀμιρᾶν ἐδιάβησαν κ᾿ ἐγεύθη μετ᾿ ἐκεῖνον.
Καὶ τότε πάλιν ὁ ἀμιρᾶς τὸν Ἀρμούρην ἐλάλει:
«Ἄμε, ἄμε, ὁ Ἀρμούρης μου, ἄμε εἰς τὰ γονικά σου,
καὶ παίδευε καὶ τὸ παιδίν, γαμπρὸν τὸν θέλω πάρει,
οὐδὲ εἰς τὴν ἀνεψίαν μου, οὐδὲ εἰς τὴν ἐξαδέλφην,
μόνον εἰς τὴν θυγατέρα μου, τὴν ἔχω φῶς καὶ μάτια.
Καὶ παίδευέ το τὸ παιδίν
ὅπου καὶ ἂν εὕρῃ Σαρακηνόν, νὰ τὸν ἐλεημονᾶται,
καὶ ἂν λάχῃ κέρδος τίποτες, ἀντάμα νὰ τὸ μοιράζουν,
καὶ νά ῾ναι ἀγαπημένοι».
Τον μαύρον του χαλίνωσε, πηδά καβαλλικεύει
κι ο μαύρος του τον έβγαλε απόξω από τον Πύργο.
δίνει του Πύργου μια κλωτσιά και πάγει μέσα κι όξω,
κι από το χέρι τον αρπά, στου βασιλιά τον πάει:
-Θωρείς αφέντη βασιλιά τούτον τον Κωνσταντίνο;
ήθεν του κάνεις τίποτε, κι ήθεν μου τον χαλάσεις,
εσέ και την βασίλισσα ήθελε να βοθρίσω
και την Κωνσταντινούπολιν χοίρους να την γεμίσω!
.
.
του γιου τ'Ανδρονικου
Ο βασιλιάς ηθέλησε να πάγει στο κυνήγι
μ' εξηπέντε άρχοντες, μ' ογδόντα παλληκάρια
με του Παπάνου τα παιδιά και με τον Κωνσταντίνον
Ολημερίς γυρίζουσιν κυνήγι δεν ευρήκαν
Εκεί στα κλινογέρματα. δυό ώρες για να βραδυάσει
θωρούν λιοντάρι κι έρχεται, λιοντάρι κατεβαίνει
κι ήλαμπεν το κεφάλιν του σαν το λαμπρόν φεγγάρι
κι οπίσω η ν-ουρίτσα του σαράντα κόμπους κάνει
κι ο κάθε κόμπος έγραφε : Σαράντα δε φοβούμαι.
Προς την μεριάν του Κωνσταντή χλιμηντηρά και πάγει.
Κι ο Κωνσταντής τον μαύρο του οπίσω τον γυρίζει.
-Μόλα Κώστα το μαύρο σου και στο λιοντάρι σύρε!
-Φοβούμαι, αφέντη βασιλιά, μην πας και με χαλάσεις...
-Μα τ΄αγικόρφι που βαστώ, και μα το χαϊμαλί μου,
μα την Κωνσταντινούπολιν, Κώστα μου, μη φοβάσαι...
Με τέσσερα το ήπιασε, με πέντε το ζουλίζει.
όσοι άρχοντες τον είδανε, αντιζηλέψανέ τον:
-Θωρείς αφέντη βασιλιά, τούτον τον Κωνσταντίνον;
αγάλι αγάλι να πιαστεί, αγάλι να τον δέσεις
κι αγάλια να τον βάλετε σε Πύργον Σιδερένιο
σε Πύργον Ολοσίδερο, βολυμοσκεπασμένον.
Και μια Λαμπρήν, μιαν Κεριακήν, μιαν έμορφην ημέραν,
αγάλια αγάλια πιάνουν τον, κι αγάλια δένουσίν τον
κι αγάλια παν και βάνουν τον σε Πύργον Σιδερένιον
σε Πύργον ολοσίδερον, βολυμοσκεπασμένον.
Κι ο αφέντης του προσγεύουνταν κάτω στην Βαβυλώνα
και το κρασίν οπού 'πινεν πολύ θολό του φάνη.
-Σήμερον τον υγιούκα μου, σήμερον τον υγιόν μου
σήμερον τον υγιούκα μου σε βρόχια τον εβάλαν,
σε βρόχια και σε σίδερα, σε φυλακές μεγάλες....
Τον μαύρον του χαλίνωσε, πηδά καβαλλικεύει
κι ο μαύρος του τον έβγαλε απόξω από τον Πύργο.
δίνει του Πύργου μια κλωτσιά και πάγει μέσα κι όξω,
κι από το χέρι τον αρπά, στου βασιλιά τον πάει:
-Θωρείς αφέντη βασιλιά τούτον τον Κωνσταντίνο;
ήθεν του κάνεις τίποτε, κι ήθεν μου τον χαλάσεις,
εσέ και την βασίλισσα ήθελε να βοθρίσω
και την Κωνσταντινούπολιν χοίρους να την γεμίσω!
.
.
Ο ΓΙΑΝΝΟΣ Τ΄ ΑΝΤΡΟΝΙΚΟΥ Ο ΓΙΟΣ
Κάτου στην άσπρη πέτρα και στο κρυό νερό,
εκεί κείτεται ο Γιάννος, τ' Αντρονίκου ο γιός,
κομμένος και σφαμένος κι ανεγνώριστος.
Το αίμα του σαν βρύση χύνονταν στη γης,
και γιατρεμό δεν είχεν η βαθιά πληγή.
Τούρκοι τον παραστέκουν και Ρωμιοί τον κλαίν,
κι απάρθενα κοράσια τον μοιρολογούν.
--Γιάννο μ', δεν είχες μάνα, μάνα κι αδερφή,
δεν είχες και γυναίκα, για να σ' έκλαιγεν;
--Θαρρώ πως είχα μάνα, μάνα κι αδερφή,
κι η δόλια η γυναίκα να την πόρχεται,
με δυό μαύρα λιθάρια στηθοδέρνοντας.
--Γιάννο μου, δε σου το είπα, δε σ' ορμήνευα,
με χίλιους μην τα βάνεις και μην πολεμάς;
--Σώπα καλέ γυναίκα, και ντροπιάζεις με.
Εγώ είμαι ο αντρειωμένος, τ' Αντρονίκου ο γιός,
που τρέμει ο κόσμος όλος κι όλα τα χωριά,
και τρέμουν τρείς πασάδες που πολέμαγα.
δεν ήταν μήτε πέντε, μήτε δεκαοχτώ,
εφτά χιλιάδες ήταν κι εγώ αμοναχός
κι απ' τις εφτά χιλιάδες ένας γλίτωσε,
που'χε λαγού πηλάλα, δράκου δύναμη,
και της αγριολαφίνας τα πηδήματα.
Στα νέφια νέφια πάει, στα νέφια περπατεί,
στον ουρανό πετούσε, στ' άστρη εχάνονταν.
Μιά σαϊτιά μου παίζει μέσα στην καρδιά,
τη δύναμή μου κόβει κι όλη την αντρειά.
.
.
Ο ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΑΝΤΡΟΝΙΚΟΥ
"Όλες οι τέντες κόκκινες και του κυρού σου μαύρη
κι αν δε σου 'μώσει τρεις φορές, μη γύρεις να πεζεύσεις..."
Κουρσεύουν οι Σαρακηνοί, κουρσεύουν οι Αραβίδες
κουρσεύουν τον Ανδρόνικον και παίρνουν την καλή του
εγγαστρωμένη εννιά μηνώ, στην ώρα να γεννήσει
Στη φυλακή το γέννησε, στα σίδερα το τρέφει
Η μάνα του το τάιζε ψυχούδια με το γάλα
η ΄μίρισσα το τάιζε ψυχούδια με το μέλι.
Η μάνα του του έλεγε: -Ά, υιέ μου τ' Ανδρονίκου!
κι η 'μίρισσα του έλεγε: -Α υιέ μου τ' Αμιρά σ'
Χρονιός επιάσε το σπαθί και διέτης το κοντάρι
κι όταν επάτησε τους τρεις, κρατιέται παλληκάρι
Εβγήκε, διαλαλήθηκε, κανένα δε φοβάται
μήτε τον Πέτρον τον Φωκάν, μήτε τον Νικηφόρον
μήτε τον Πετροτράχηλον, που τρέμει η γης κι ο κόσμος.
Κι αν είναι δίκιος πόλεμος, μήτε τον Κωνσταντίνον
Ετράβηξεν τον μαύρον του, πηδά καβαλλικεύει
Φτερνιστηριάν του χάρισε, ανω εις βουνίν εβγαίνει
Κι εβρίσκει τους Σαρακηνούς, δικίμιν επηδούσαν.
Δικίμιν που πηδάτ’ εσείς, πηδάνε κι οι γυναίκες
Κι όχι γυναίκες άτροφες, μόνον οι εγγαστρωμένες.
Οι μαύροι σας είναι εννιά κι ένας δικός μου δέκα
Δήστε κι εξαγκωνιάστε με τρεις δίπλες τ’ αλυσσίδι
Ράψετε τα ματάκια μου τρεις δίπλες το ραφίδι
βάρτε και στις μασκάλες μου τρικάνταρον μολύβι
και βάρτε και στα πόδια μου δυο σιδερένιες κλάπες
δια να ιδείτε πως πηδούν Ρωμαίοι παλληκάρια.
Δένουν κι εξαγκωνιάζουν τον με τρεις δίπλες τ’ αλυσσίδι
Ράβουν και τα ματάκια τουτρεις δίπλες το ραφίδι
βάζουν και στις μασκάλες του τρικάνταρον μολύβι
και βάζουν και στα πόδια του δυο σιδερένιες κλάπες
Αφού τούτα εκάμασι, Σαρακηνοί λαλούν του:
-Α βρε μωρόν κι ανέλικον, πάει η λευτεριά σου
Ξανοίγει τα ματάκια του,έκοψεν το ραφίδι
τινάσσει τα χεράκια του κι έκοψεν τ' αλυσσίδι
έσεισε τις μασχάλες του κι έπεσεν το μολύβι
και δυο πηδήματα έκαμεν, και έπεσαν οι κλάπες.
κι από τους μαύρους τους εννιά εβρέθη στον δικόν του
Φτερνιστηριάν του χάρισε, στον κάμπον κατεβαίνει
κι η μάνα του του έλεγε από το παραθύρι:
-Γιέ μου κι αν πας στον κύρη σου, στάσου να σ' ορμηνέψω:
Όλες οι τέντες κόκκινες και του κυρού σου μαύρη
κι αν δε σου 'μώσει τρεις φορές, μη γείρεις να πεζεύσεις.
Και σαν του είπεν έκαμεν και σαν του παραγγέλλει.
Όλες οι τέντες κόκκινες και του κυρού του μαύρη
και τρεις φορές την γύρισεν και πόρταν δεν εβρήκεν
και μ΄έναν κλώτσον δυνατόν, έξω ήταν μέσ' εβρέθη.
Ανδρόνικος που τον θωρεί, βγαίνει και χαιρετά του:
-Α βρε μωρόν κι ανέλικον, πόθεν έν η γενιά σου
και πόθεν έν η ρίζα σου και τα γεννετικά σου;
-Αν δε μου ΄μώσεις τρεις φορές, δεν γύρνω να πεζεύσω.
-Να σύρω το σπαθάκι μου, καλά θέλω σου 'μώσω
-Να σύρεις το σπαθάκι σου, έχω κι εγώ δικό μου.
-Αν πιάσω το κοντάριν μου, καλά θέλω σου 'μώσω
Άν πιάσεις το κοντάριν σου, έχω κι εγώ δικό μου.
-Μα το σπαθί που ζώνουμαι και κόφτει μπρος και πίσου
εις την καρδιά μου να μπηχτεί αν σε καταδικήσω
Ακρόγυρεν και πέζευσεν από τον μαύρον κάτω
Τότε καταρωτήσαν το πόθεν εν η γενιά του
και πόθεν εν η ρίζα του και τα γεννετικά του.
Κι αυτός απηλογήθην τους απ' την αρχή και λέει:
.
.
Κουρσεύουν οι Σαρακηνοί, κουρσεύουν οι Αραβίδες
κουρσεύουν τον Ανδρόνικον και παίρνουν την καλή του
εγγαστρωμένη εννιά μηνώ, στην ώρα να γεννήσει
Στη φυλακή το γέννησε, στα σίδερα το τρέφει
Η μάνα του το τάιζε ψυχούδια με το γάλα
η ΄μίρισσα το τάιζε ψυχούδια με το μέλι.
Η μάνα του του έλεγε: -Ά, υιέ μου τ' Ανδρονίκου
κι η 'μίρισσα του έλεγε: -Α υιέ μου τ' Αμιρά σ'
Χρονιός επιάσε το σπαθί και διέτης το κοντάρι
κι όταν επάτησε τους τρεις, κρατιέται παλληκάρι
Εβγήκε, διαλαλήθηκε, κανένα δε φοβάται
μήτε τον Πέτρον τον Φωκάν, μήτε τον Νικηφόρον
μήτε τον Πετροτράχηλον, που τρέμει η γης κι ο κόσμος.
Κι αν είναι δίκιος πόλεμος, μήτε τον Κωνσταντίνον
Ετράβηξεν τον μαύρον του, πηδά καβαλλικεύει
Φτερνιστηριάν του χάρισε, ανω εις βουνίν εβγαίνει
Κι εβρίσκει τους Σαρακηνούς, δικίμιν επηδούσαν.
Δικίμιν που πηδάτ’ εσείς, πηδάνε κι οι γυναίκες
Κι όχι γυναίκες άτροφες, μόνον οι εγγαστρωμένες.
Οι μαύροι σας είναι εννιά κι ένας δικός μου δέκα
Δήστε κι εξαγκωνιάστε με τρεις δίπλες τ’ αλυσσίδι
Ράψετε τα ματάκια μου τρεις δίπλες το ραφίδι
βάρτε και στις μασκάλες μου τρικάνταρον μολύβι
και βάρτε και στα πόδια μου δυο σιδερένιες κλάπες
δια να ιδείτε πως πηδούν Ρωμαίοι παλληκάρια.
Δένουν κι εξαγκωνιάζουν τον με τρεις δίπλες τ’ αλυσσίδι
Ράβουν και τα ματάκια τουτρεις δίπλες το ραφίδι
βάζουν και στις μασκάλες του τρικάνταρον μολύβι
και βάζουν και στα πόδια του δυο σιδερένιες κλάπες
Αφού τούτα εκάμασι, Σαρακηνοί λαλούν του:
-Α βρε μωρόν κι ανέλικον, πάει η λευτεριά σου!
Ξανοίγει τα ματάκια του,έκοψεν το ραφίδι
τινάσσει τα χεράκια του κι έκοψεν τ' αλυσσίδι
έσεισε τις μασχάλες του κι έπεσεν το μολύβι
και δυο πηδήματα έκαμεν, και έπεσαν οι κλάπες.
κι από τους μαύρους τους εννιά εβρέθη στον δικόν του
Φτερνιστηριάν του χάρισε, στον κάμπον κατεβαίνει
κι η μάνα του του έλεγε από το παραθύρι:
-Γιέ μου κι αν πας στον κύρη σου, στάσου να σ' ορμηνέψω:
Όλες οι τέντες κόκκινες και του κυρού σου μαύρη
κι αν δε σου 'μώσει τρεις φορές, μη γείρεις να πεζεύσεις.
Ανδρόνικος που τον θεωρεί, ελούσθη των κλαμάτων
σηκώνει τα χεράκια του και τον Θεόν δοξάζει:
Δοξάζω σε γλυκέ Θεέ, και δεύτερον και τρίτον
Οπού 'μουν μονοξίφτερος κι έκαμα δυο ξιφτέρια!!!
.
.
ΤΟΥ ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΥ
Οι Τούρκ' όνταν εκούρσευαν την Πόλ' την Ρωμανίαν
επάτνανε τα εγκλησιάς και παίρναν τα εικόνας
επαίρνανε χρουσά σταυρά κι αργύρεν μαστραπάδες
επήραν και την μάνα μ' σ' εμέν έμποδος έτον
Επήγεν και νεποίκε με σ' Εμίρ Αλή τα σκάλας
Εμέν αυτός πεσλέγεβεν με το μελ' με το γάλαν
με το μελίν με το γαλάν και με τ΄αρνί το κρέας.
Στα φανερά ταντάνιζεν στα κρύφα διαρμηνεύει.
-Υγιέ μ' αν ζεις και γίνεσαι στη Ρωμανίαν φύγον
εκεί χεν κυρ΄Αντρόνικον και αδελφόν Ξαντίνον.
Εγένετον ο Αιχμάλωτον, εγέντον κι ερματώθεν.
Επαίρεν τ' αλαφρόν σπαθίν κι ελλενικόν κοντάριν
τοιμάσκετ' ο αιχμάλωτον και τση δενής τη στράτα
-Αστρίτσια μ' χαμηλώσετεν, φεγγάρι μ' κάθα έλα
για δείξετέ με την στρατήν ντο πάει στη Ρωμανίαν..
Οι άστροι εχαμέλεναν, οι φέγγοι κάθα ήρθαν
εδείξαν ατον την στρατήν ντο πάει στη Ρωμανίαν
Ας το επαρακούρσεψεν, τα αίματα λουσμένος
κύρην κ' υγιόν απάντεσεν απάν στο σταυροδρόμι.
Ο κύρης εκοιμήθηκαν ο γιόκας εν στα ξύπνια.
Διαβαίν, καλημερίζ' ατόν, καλημεράν -κ επαίρεν κ,
έσυραν τα σπαθία τουν να κρούγνε τόνα τάλλο.
Τσακώθαν τα σπαθία τουν -κι κρούγνε τόνα τάλλο.
Έπιασαν τα κοντάρια τουν να κρούγνε τόνα τάλλο.
Τσακώθαν τα κοντάρια τουν, κι κρούγνε τόνα τάλλο.
έρχουνται κι αναταμούντανε και κρούγνε μουστουνίας.
Ας του μουστί το χτύπεμαν εγνέφιξεν ο κύρης ατ'
-Υιέ μ' εσέν κανείς ' κ εντώκεν σε εσέν κανείς 'κι κρούει
κατά π ελέπν τα ομάτια μου ατός έει σε και πάγει.
Για στα κι ας αρωτούμ' ατόν τα γονικά τ απόθεν.
Στον Θιό σ' στον Θιό σ' αιχμάλωτε. τα γονικά σ' απόθεν;
Οι Τούρκ' όνταν εκούρσευαν την Πόλ' την Ρωμανίαν
επάτνανε τα εγκλησιάς και παίρναν τα εικόνας
επαίρνανε χρουσά σταυρά κι αργύρεν μαστραπάδες
επήραν και την μάνα μ' σ' εμέν έμποδος έτον
Επήγεν και νεποίκε με σ' Εμίρ Αλή τα σκάλας...
- Παιδίν 'εμνε και εγέρασα, ζευγάρ' γεράκι ΄κ είχα
κι ατώρα ατ εγέρασα, ζευγάρ' γεράκια χτέθα.
Ας τη χαράν του ατό πολλά κατήβανε τα δάκρυα τ'.
κατήβανε τα δάκρυα ατ Καλομηνάν χαλάτσια.
Κλώσκεται στην ανατολήν κάμνει τρία μετάνοιας.
-Χριστέ μ' κι αν εκατέβαινεν το πέραγγα φουσσάτον
μουδέ πολλά μουδέ λιγόν, εννέα χιλιάδας,
να παίρναν τα γεράκια μου εγώ εκείνα ντούνα.
Το λόγον ατ' επλέρωσεν το λόγον ατ' εξείπεν
όνταν τερεί τα πέραγγα φουσσάτον κατεβαίνει
μουδέ πολλά μουδέ λιγόν, εννέα χιλιάδες.
επήρεν τα γεράκια του, εκείντς εκεί εντώκεν.
Εκεί που κρούει ο Ξάντινον το γαίμαν να πλαντάζει
Εκεί που κρούει ο αιχμάλωτον το γαίμαν ως τη γούλαν
-Οπίσ' οπίσ' Εμίρ Αλή, οπίσ κι εσέν με κρούω
Τ' ομμάτια μ' εθαμπούρωσαν και το σπαθί μ εσ' άφναν
Αν κρούγω και σκοτώνω σε θα λέγετ' εν φονέας.
'κι κρούω, 'κι σκοτώνω σε, θα λέγνε εφοβέθεν.
Καλλίον 'κι σκοτώνω σε κι ας λέγνε εφοβέθεν...
.
.
Του Διγενη Ακριτα
Σπίτι δεν τον εσκέπαζε, σπήλιο δεν τον εχώρει,
τα όρη εδιασκέλιζε, βουνού κορφαίς επήδα,
χαράκι' αμαδολόγανε και ριζιμιά ξεκούνειε.
'Σ το βίτσιμά πιανε πουλιά, 'ς το πέταμα γεράκια,
'ς το γλάκιο και 'ς το πήδημα τα λάφια και ταγρίμια.
πέζευσε σύντομα, γοργόν, να επάρεις το δερμάτιν
τα οδόντια και τα ονύχια όλων των ποδαρίων
κι απέκει άγωμέ τε τα τον Διγενήν Ακρίτην
να τα θεωρεί και α λάχει μας θυμάται
φαρίν εκαβαλλίκευσα, εξέβην εις τον κάμπον
νεώτερον υπήντησα εν Μεσοποταμία
εύμορφον, επιτήδειον, ανδρειωμένον άγαν
και το φαρί του μου άρεζεν, ηθέλησα να πάρω
ε'ίχον το βλέμμα εις φαρίν, ο νέος προς εμένα
Ήτον και μάλα εύμορφος, ανδρειωμένος άγαν
ολίγον με εκόμπωσεν και μ' έδωκεν ραβδέαν
και μετ αυτού του κρούσματος επήρεν το ραβδίν μου
και γράμματα μου έγραψε επάνω αιματωμένα
και των γραμμάτων η αρχή ήταν ο λόγος ούτος:
"Ακρίτα μην το λυπηθείς μηδε καρδίαν πονέσεις
εγω είμί εκ το πόδι σου ο λέων ο Αγκύλας
και δια σε ελήλυθα, δουλείαν ουκ είχον άλλην
το ζήτημά μου ετελείωσα και την ευχήν σου Ακρίτα
μάλλον και διηγήθητι τους απελάτας όλους
ότι Αγκύλας μ' έδωσε ραβδέαν μοι μεγάλην
και δεν με εθανάτωσεν τοιούτος ανδρειωμένος"
Τούτο ήταν το σύγγραμμα του θαυμαστού Αγκύλα
ως και πλησίον ήγγισα το έλαβον εξ εκείνου
και τώρα θελω να ειπώ τι έπαθεν εκείνος....
Πηδώ εκαβαλλίκευσα κρατώντας το ραβδίν μου
απήλθον εις την τενταν μου μετά μεγάλον πόνον
σκάλαν βαλών πέζευσα τον θαυμαστόν τον γριβαν
τα εξ αιμάτων γράμματα ανάγνωσα της ράβδου
(και) εννοιαζόμην πάντοτε πως να τον αποδώσω.
Χρόνον λοιπόν ετέλειωσα καί έσυρνέ με πόνος
και μετά την συμπλήρωσιν του εναντιου χρόνου
καθ' εαυτόν ενόμισα να τον ανταποδώσω
πηδώ και εκαβαλλίκευσα τον θαυμαστόν τον γρίβαν
ον επεθάρρουν πάντοτε εις τα ανδραγαθίας
εκράτουν την θαμπούραν μου ομού και το σκουτάριν
και το λιτόν μου το ραβδίν, πηγαίνω στον Αγκύλα
και οταν επλησιασα στο σπίτι του Αγκύλα
έκρουον την θαμπούραν μου και κιλαδούσα τότε
αρχή του μελωδήματος ήτον ο λόγος ούτος:
"εις ταύτα τα λαγκάδια εις ταύτας τας κλεισούρας
εις ταύτα τα κατάπετρα καλάς ραβδέας δίδουν
χαρίζουσιν οι ευγενείς, μάλλον δε οι ανδρείοι
εδάνεισαν κι εμέν ποτέ ραβδέαν ανδρειωμένην
και βούλομαι απόδοσιν εργάσασθαι δικαίαν
ώδε λοιπόν ελήλυθα ταύτην να αποδώσω"
Αγκύλας δε ως ήκουσεν ταύτα με προσφωνούντα
και προς το θάρροις το πολύ της συνηθείας τούτου
ελάλησεν το ιππάριν του. επάνω μου εκατέβη
Τον γρίβαν μου επιλάλησα κι ήρχισα να τον κρούω
στο μέτωπον τον έδωκα μικρήν ραβδέαν τότε
αυτίκα ευρέθη άφωνος πεσών εκ του φαρίου.
Τότε εγώ επέζευσα, κρατώ να τον εγείρω
στενάξας δε ο νεώτερος απέθανεν ευθέως.
πάω τζ' ηύρα τον Σαρατζήνον τζ' εθώρεν τον Αφρίτην
σαν το βουνόν εκάθετουν, σαν τ' όρος ετζοιμάτουν,
τζιαί πάνω στην ραχούλλαν του σσύλλος λαόν εβούραν,
πάνω στην τζεφαλλούλλαν του περτίτζια κακκαρίζαν,
τζιαί μέσα στα ρουθούνια του αππάρκα ξησταβλίζαν.
Που τον θωρεί ο Διενής, γιόν να τον κροφοήθην,
τζιαί στέκει θκιαλοΐζεται πως να τον σσαιρετίση.
- Ατ ' ας τον σσαιρετίσωμεν γιον πρέπει, γιον ταιρκάζει.
Τζιαί γεία σου, γεία, Σαρατζηνέ, γλεπάτουρε του τόπου,
νάκκον νέρον ερκάστηκα, τον μαύρον να ποτίσω.
Τούτος νερόν εζήτισεν, τζείνος σπαθίν εταύραν.
Ο Διενής ο γλήορος άρπαξεν το ραφτίν του,
τζιαί μιαν ξυλιάν του έδωκεν, τζιαί μιαν ξυλίαν του βκάλει
τσακκίζει τ' οκτώ κόκκαλους, τζιαί εξήτα δκυο παίες,
ξέβην ο νάχος της ραβκιάς εξήντα πέντε μίλια.
Άρκοντες εν που τρώασιν, μες του ρηός τα σπίθκια,
τζιαί την ξυλιάν ακούσασιν τζ' ούλλοι μπρουμουττιστήκαν.
Νάτον τζιαί τον γεροπαππούν που τζει χαμαί τζιαί ρέσσει.
- Τρώτε τζιαί πίννετ' άρκοντες, τίποτε μεν φοάστε,
τζ' ένι ξυλιά του Διενή, τζ' αλί τον που την έφαν,
τζιαί που την έφαν τζ' έζησεν καλόν το παλλικάριν.
Νάτον τζιαί τον Σαρατζηνόν τζ' έρκετουν κοντζυστώντα,
τζιαί που τες ποκοντζύστρες του, εσσειούνταν τα παλάθκια.
Τζ' άρκοντες πού πίννασιν γυρίζουν τζ' αρωτούν τον:
- Τζιαί πε μας, πε Σαρατζηνέ ίντα το τζετρισμά σου;
- Σαράντα γρόνους έγλεπα τον ποταμόν Αφρίτην,
μήτε πουλλίν εθκιάλλασσεν, μ' άθρωπος επέρναν,
τζ' ένας νερόν μού ζήτησεν τζιαί εγιώ νερόν εταύρουν,
τζοίνος απού' τον γλήορος, άρπαξεν το ραφτίν του
τζιαί μιαν ξυλιάν μου έδωκεν, τζιαί μιαν ξυλιάν μου βκάλλει
τσακκίζει μ' οκτώ κόκκαλους τζ' εξήντα δκυο παίες,
σηκούτε την κουτάλαν μου να δήτε την ραφκιάν μου.
Σηκώσαν την κουτάλαν του, τζ' εφάνην το βλαντζίν του,
τζιαί που τον πόνον τον πολλήν εβκέην η ψυσσιή του.
Και αφών τον εφοβήθηκεν η Οικουμένη όλη,
και Αμιράδας υπέταξε πολλούς και Αραβίτας
και αρχιληστάς εφόνευσε κι όλους τους απελάτας
και αφών απεμερίμνησεν το κρούειν και λαμβάνειν
και μέριμναν ουδέν είχεν περί άλλας εμνοστίας
έδοξεν τον νεώτερον εις κάμπον κατοικήσαι
και εκρέμασεν χρυσόκλωβα εις του δενδρού τους κλώνους
κι έχουν ωραίους ψιττακούς και κιλαδούν και λέγουν:
«Χαίρου Ακρίτη, χαίρου, μετά της ποθητής σου»
Εις το κουβούκλιν δε σιμά έμπροσθεν της φισκίνας
εις το αποσκίασμα του δενδρού ωραίον κρεβάτιν στέκει.
οι ρίζες ήταν σμάραγδοι και τα κανόνια κρύα
και τα ποδάρια ολόχρυσα, δια λίθων πολυτίμων
η μέση δε του κράβατου θεμένη οξύν μετάξιν
και κειται σαρακήνικον μεταξωτόν το πεύχιν
και απάνω κείται πιλωτόν, οξύν πρασινοβούλιν
και υφάπλωμα σωληνωτόν με τας χρυσάς νεράιδας
και κείται απάνω ο Διγενής πλάγιον ακουμπισμένος
και έμπροσθεν των γονάτων του κάθεται η ποθητή του
και τριγύρου του στέκουσιν τριακόσια παλληκάρια
και οι τριακόσιοι είν’ έμορφοι και κόκκινα φορούσιν
βαστούν σπαθία ολοψήφωτα και στέκουν έμπροσθέν του
τους είχεν πάντας φύλακας εις τας στενάς κλεισούρας
και εφύλαττον την Ρωμανίαν από τα βάρβαρα έθνη.
.
.
Νασάν την μάνναν που γεννά τα τράντα χρόνâ μίαν
Κι’ εφτάει υιόν τραντέλλεναν και νύφεν γαλαφόραν.
Εφτάει υιόν τραντέλλεναν, Ακρίταν ’ς σα ρα≤ία,
εβγαίν’ και πάει ’ς σον πόλεμον για την ελευθερίαν
.
.
Μοναχογιός ου Κωσταντής μικρός κι χαϊδεμένους,
έναν τουν έχει η μάνα του έναν κι κανακάρη.
Τουν έλουζι τουν χτένιζι κι στου σκουλειό τουν στέλνει,
κι ου δάσκαλος τουν διάβαζι γράμματα του μαθαίνει.
Μικρόν τουν αρρεβώνιασι μικρόν κι τουν παντρεύει,
μικρόν τουν αρματώσανι στουν πόλεμο τουν παίρνουν.
Αντρώθηκι ου Κώσταντης κι έγινε παλικάρι,
στη χώρα ήταν ξακουστός στη μάνα του καμάρι.
Τουν πρώτου χρόνου στου σπαθί του δεύτερου δουξάρι,
τουν τρίτουν(ι) καυκήστηκι κανέναν δεν φοβούμι.
.
.
ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΚΑΙ Ο ΑΝΤΡΕΙΩΜΕΝΟΣ
’Σ της Άι Μαρίνας τα βουνά, στης Εριβοιάς τους κάμπους,
εκεί που πέντε δεν πατάν και δέκα δεν διαβαίνουν,
εγώ μονάχος πέρασα πεζός κι αρματωμένος
με τετριμίδες στο σπαθί και φούντες στο ντουφέκι.
Εξήντα δράκους σκότωσα κ’ εξήντα λαβωμένους,
μόν’ ’πίτυχα κ’ ένα στοιχειό σε μια ψηλή ραχούλα,
πούχε σταυρό στα κέρατα, φεγγάρι στα καπούλια,
σείεται και σείονται τα βουνά, σείεται και σείονται οι κάμποι,
ταράζει τα ποδάρια του, τα δέντρα ξεριζώνει,
στριγκιά φωνήν εφώναξε, βογκάν βουνά και ράχες,
- Εδώ που πέντε δεν πατάν και δέκα δε διαβαίνουν,
τι χάλευες μοναχός σου πεζός κι αρματωμένος;
.
.
Του Διγενη
Εγέννησε τον Διγενή εκείνον τον ανδρείον
όστις την κλήσιν έλαβεν ταύτην εκ των γονέων,
εθνικός ήτον από πατρός εκ της φυλής του Άγαρ
ρωμαίος δε από μητρός εκ γένους των Δουκάδων
δια τούτο ωνομάσθηκεν Διγενής ο υιός των.
Ούτος τοίνυν ο θαυμαστός Βασίλειος ο Ακρίτης
παιδόθεν εις καθηγητήν παρά πατρός εδόθη,
και τρεις όλους ενιαυτούς μαθήμασι σχολάζων
τη του νοός οξύτητι πείραν έσχε γραμμάτων.
Ως πότε θέλω κυνηγάν λαγούδια και περδίκια;
Αυτά των χωριατών εισί του κυνηγού περδίκια.
Άρχοντες δε νεώτεροι και ευγενών παιδία
λέοντας και άρκους κυνηγούν και άλλα δεινά θηρία.
Και οι τριακόσιοι έμορφοι και κόκκινα φορούσιν.
Βαστούν σπαθία ολοψήφωτα και στέκουν εμπροσθέν του,
τους είχε πάντα φύλακας εις τας στενάς κλεισούρας,
και εφύλατταν την Ρωμανίαν από τα βάρβαρα έθνη.
’Εχε, φησίν, ώ τέκνον μου, όλην την Ρωμανίαν,
από βορράν ούν δίελθε μέχρι μερών των πάντων,
και έσο νυν τιμώμενος μετά και του λαού σου,
και χαίρω πάντα τα διπλά και μετά χρυσοβούλου,
τα κρατηθέντα προ καιρού κτήματα του σου πάππου,
έχε ταύτα αφαίρετα υπό της εξουσίας.
Και τούτο μηδέν άπιστον εξ υμών λογισθήτω,
μάρτυρα γε επαινετόν εις μέσον παραστήσω,
και μέγεθος πανθαύμαστον ισχύν γενναιοτάτην.
Και μάλλον δεύτερος Σαμψών αυτός επενοήθη.
Εκείνος γαρ ηρίστευσε χερσί λέοντος σχίσας,
ούτος δε πλήθος άπειρον απέκτεινεν λεόντων.
Παυσάσθω γράφειν Όμηρος και μύθους Αχιλλέως,
ωσαύτως και του Έκτωρος, άπερ εισί ψευδέα.
Αλέξανδρος ο Μακεδών δυνατός εν φρονήσει,
Θεόν τε έχον συνεργόν γέγονε κοσμοκράτωρ.
Αυτός δε φρόνημα στερρόν έχων θεόν επέγνω.
Επέκτητο δε μετ’αυτού ανδρείαν τε και τόλμην,
Φιλόπαππου του γέροντος, κιννάμου και Ιωαννάκη
ουδ’όλως έστιν άξιον τα αυτών καταλέγειν.
Ούτοι γαρ εκαυχήσαντο μηδέν πεποιηκότες,
τούτου δε πάντα αληθή και μεμαρτηρημένα.
Δωρίκιον πανθαυμαστόν και κατωχυρωμένον,
απάνω εις το λωρίκιον ιμάτιον εφόρει,
πολύτιμον και θαυμαστόν δια λιθομαργάρων
εν χειρί εφέρετο πάνυ ωραιομένον κοντάριον αραβίτικον,
βένετον χρυσωμένον,
σπαθίον περί την οσφύν, αρτάχιν εις την σέλλαν,
ασπίδα αργυρήν κρατών γύρωθεν χρυσωμένην,
μέσον δε είχε λέοντα ολόχρυσον εκ λίθου
Ταύτα, λοιπόν, ο θαυμαστός Ακρίτης εκτελέσας
και πύργον μέγαν τοις αυτοίς κτίσας ωραίον πάνυ,
το ύψος δε αμήχανον, παράδοξος η κτίσις.
Από γαρ γης τετράγωνος την άνω βάσιν είχεν
συνηρμοσμένην τε καλώς εκ πεπρισμένων λίθων
άνωθεν δε οκτάγωνος μετά λαμπρών θυρίδων.
Τοσαύτα πάντα ύψωσεν, όπως καλώς οράσθαι
χθόνα Συρίαν άπασαν την προς την Βαβυλώνα,
τους δε μακρόθεν βλέποντας την δόμησιν του οίκου
ως από της λευκότητος δοκείν χιόνα είναι.
Ο πύργος ουν κοχλοειδή έχων τον αναβάτην
ένοδον έφερε πολλήν.
Νόσω γαρ περιπέπτωκε πολλά χαλεπωτάτη,
και επί κλίνης έκειτο ωραίας χρυσοστρώτου,
καλέσας δε των ιατρών πολλούς ενδοξοτάτους
και πάσαν δοκιμάσαντες πείραν της επιστήμης
ουκ ωφελήσαι ίσχυσαν τω Διγενή Ακρίτα.
Εις δε την τρίτην την κακήν, την πολυπικραμένην ημέραν
τε του ιατρού ελθόντος προς εκείνον,
εκεί τον αποφάσισε ο θάνατος να έλθη,
και όσα κάνει δεν μπορεί τον θάνατο να φύγη,
διατί ο τροχός εσχόλασεν και το σκοινί εσώθη,
ο θάνατος τον έγραψεν στον άδην να τον πάρη
τους δρόμους τον απέκοψε πλέον να μην περάση,
οι κάμποι τούτον κλαίουσιν και τα βουνά θρηνούσι
και οι απελάτες χαίρονται τον θάνατον Ακρίτου,
όπως ελευθερώνονται εκ τούδε του ανδρείου.
Εκείνος αναστέναξε και έκλαιγε στην κλίνην με θρήνους
και με δάκρυα πικρά φαρμακωμένα
όπου ραΐσθην η καρδιά κ’εθάμπωσεν το φως του,
και ατόνισεν η δύναμις εκείνη η μεγάλη,
όπου ενίκα δυνατούς και ξέσχιζε λιοντάρια και άρκτους εδιέφθειρε
ομού και λεοπάρδους τα πάντα όλα είχεν τα
ως κονιορτόν αέρος ο δυνατός και ισχυρός Βασίλειος Ακρίτας,
ο θάνατος τον πολεμά εις το παλάτι μέσα.
Ω πάντερπνε, Βασίλειε, ο θάνατός σου ήλθεν
και το λοιπόν από του νυν όπλα ουδόλως έχεις.
Ανδρεία που σου άπειρος, ανείκαστος η τόλμη,
που δυναστεία η πολλή, που η του πλούτου δόξα;
Άρτι ουδείς εις θάνατον δύναται βοηθήσαι,
αι χείρες γαρ ελύθησαν, τα άθλα ου ποιούσαι,
οι πόδες εδεσμεύθησαν οι τας οδούς κρατούντες
ολίγον δε και η ψυχή του σώματος εκφεύγει
και τάφος σε τον δυνατόν μέσα να κλείσει θέλει.
Χάρε μ’, για έλα ας παλεύουμε στο χάλκινον τ’ αλώνιν,
αν εν’ και το νικάς μ’ εσύ, έπαρ’ την ψή μ’ και δέβα
αν εν και το νικίεσαι, θα παίρω και τον μαύρο σ’
.
.
Ακρίτες κάστρον έχτιζεν τριγύρω στα ραχία.
Απάν’ του κόσμου τα φυτά εκεί φερ’ και φυτεύει,
απάν’ του κόσμου τα πουλιά, εκεί παγ’νε, φωλεύν’ νε.
Ατά κηλάϊδναν κι έλεγαν, πάντα θα ζη ο Ακρίτας.
Κι έναν πουρνόν πουρνίτσικον και Κερεκήν ημέραν,
ατά κηλάϊδναν κι’ έλεγαν: Αύρô αποθάν’ Ακρίτας.
Αφήστεν τα πουλόπα μου, ας κηλαϊδούν κι’ ας χαίρουν,
ατά μικρά πουλόπα είν’ œ εξέρ’ νε να κηλαϊδούν’νε.
Όταν τερεί το πέραν κιαν, ο Χάρον κατηβαίνει.
Που πας, που πας, ναι Χάρε μου, και πας συχαρεμένα;
Έρθα να παίρω την ψυχή σ’, και πάγω χαρεμένα
Χάρε μ’, για έλα ας παλεύουμε στο χάλκινον τ’ αλώνιν.
αν εν και το νικάς μ’ εσύ, έπαρ’ την ψήν μ’ και δέβα.
Αν εν’ και το νικίεσαι, θα παίρω και τον μαύρο σ’.
Εξέβαν και επάλαιψαν, ενίκεσεν ο Χάρον,
Φέρτε με την φιλίντραν μουν, φέρτε με τα σιλάχι μ’,
φέρτε με το τοπούζιν μουν, ντο εν εξήντα οκάδες,
και τ’ άλλο το τοπούζιν μουν, ντο εν εξηνταπέντε.
Φέρ’ ν ατον το τοπούζιν ατ’, ντο εν’ εξήντα οκάδες
και τ’ άλλο το τοπούζιν ατ’, ντο εν’ εξηνταπέντε.
Αχπά κεται ο Ακρίτες μου να πάει να κυνηγεύει.
’Σ σό μεσοστράτ’ œ επρόφτασεν, ’ς σό μεσοστράτ’ œ επή(γ)εν,
επόνεσεν η κεφαλιά τ’, ταράζ’ν η καρδία ’τ’
και συντρομάζ’ν τα γόνατα ’τ’ και œ επορεί να πάγει.
Ακρίτες οπίσ’ κλώκεται και πικραναστενάζει:
Ναϊλλοί εμέν τον άκλερον, εγώ πώς θ’ αποθάνω.
Ας χαίρουνταν’νε τα ρα≤ä, ας ≤αίρουν τα θερία.
Ας έστεκα ψηλά ραχâ, ψηλά παρχαρομύτâ
να ’ποινα τα’ όρâ κι’ έκλαιγαν, τα ορμάνâ εμοιρολόγ’ναν.
Δέβα, καλίτσα μ’, στρώσον με θανατικόν κρεβάτιν.
Θέκον και στο κεφάλ’ν εμουν παραχαρί τ®ιτ®άκâ.
Δâβαίν’ η κάλια ’τ’ στρών’ ατον
Του®έκâ και γεργάνâ και θέκ’ και ’ς σο κεφάλ’ν ατ’
παραχαρί’ τ®ιτ®άκâ.
Καλή, αδά ντο έστρωσες αχάντâ και τριβόλâ
Ακούς, ακούς, Ακρίτα μου, ντο λέγ’ νε οι γειτονάδες;
Γιάννες λέει, παίρω τ’ άλογον και Γιώρις το τοπούζ’ν ατ’
Κι’ ο γέρον ο σαπόγερον λέγει, παίρω την κάλ’ν ατ’.
Γιάννες œ πρέπει τ’ άλογο μ’ και Γιώρις το τοπούζι μ’.
Τον γέρον τον σαπόγερον œ πρέπ’ τ’ εμόν η κάλη.
Και το τοπούζ’ν ατ’ έκαψεν και τ’ άλογον σκοτώνει.
Κόρ’, έλα α φτάμε ασπασμόν και τα αποχωρησίας.
Κλίσκεται κα’ να προ®κυνά τ’ Ακρίτα την καρδίαν.
Ατός την κόρην έγλυσεν την θαμαστήν την κόρην.
Οι δυ’ς μίαν επέθαναν οι δυ’ς μίαν έθαφταν.
.
.
Η γυναίκα του Μονόγιαννε.
Διψούν τα’ ελάφâ ’ς σα βουνά, τα ζαρκάδâ ’ς σα όρâ,
Διψά κι η διπλοθάλαμος, διψά τη Γιάννε η κάλη.
-Ε! πεθερά, έ! πεθερά, χουλιάρ’ νερόν, εκάγα:
-Την πεθερά σ’ μη λες ατο, πε ατο και τον Γιάννεν.
-Ε… Γιάννε μ’ και Μονόγιαννε μ’, χουλιάρ’ νερόν, εκάγα:
Κι’ ο Γιάννες, ο Μονόγιαννες, ο μαναχόν ο Γιάννες,
Ο Γιάννες επεπίρνιξεν και ’ς σο πεγάδ’ επήεν,
Γαργάριξεν η μαστραπά κι’ εγνέφιξεν ο δράκον
Κι εξέβεν δράκος άγγελος και θέλ’ να τρώει τον Γιάννεν.
-Καλώς, καλώς το πρόγεμα μ’, καλώς το δειλινάρι μ’,
καλώς ντο τρώγω και δειπνώ και κείμαι και κοιμούμαι.
-Παρακαλώ σε, δράκε μου, άφ’ σε με καν πέντε ημέρας,
πάω, ελέπω τον κύρη μου, έρχουμαι κι εσύ φά με.
-Αρ άμε, άμε, Γιάννε μου, άμε κι αγλήγορα έλα.
’Πήγεν ο Γιάννες κι έργεψεν, ο δράκον εθερέθεν,
όντες τερεί το πέραν κιαν, ο Γιάννες κατηβαίνει.
-Καλώς, καλώς το πρόγεμα μ’, καλώς το δειλινάρι μ’,
καλώς ντο τρώγω και δειπνώ και κείμαι και κοιμούμαι.
-Αφ’ σε με, δράκε, άφ’ σε με, άφ’ σε με, ναι θερίον,
πάω ελέπω τη μάνα μου, έρχουμαι κι εσύ φά με.
-Αρ άμε, άμε, Γιάννε μου, άμε κι αλήγορα έλα.
Πήγεν ο Γιάννες κι έργεψεν κι ο δράκον εθερέθεν,
Όντες τερεί το πέραν κιάν, ο Γιάννες κατηβαίνει.
-Καλώς, καλώς το πρόγεμα μ’, καλώς το δειλινάρι μ’,
Καλώς ντο τρώγω και δειπνώ και κείμαι και κοιμούμαι.
-Παρακαλώ σε, δράκε μου, Θεού παρακαλίας,
ας πάω ελέπω τ’ ορφανά, διατάχκουμαι την κάλη μ’
-Αρ άμε, άμε Γιάννε μου, άμε κι αλήγορα έλα.
Ο Γιάννες μόνον έργεψεν, ο δράκον εθερέθεν,
Όντες τερεί το πέραν κιάν, ο Γιάννες κατηβαίνει.
Είχεν τα χέρια τ’ πίσταυρα, την γούλαν κρεμαμένον,
Κι άλλ’ από ‘πισ’ ο κύρης ατ, χτουπίζ’ τα γένια τ’ κι’ έρται
Κι άλλ’ από ’πίσ’ η μάνα του, φτουλίεται η μάρσα
Κι άλλ’ από ’πισ’ τα ορφανά τ’, τη γούλαν ζαρωμένον
Κι απ’ έμπρ’ πάει η κάλη ατ’, χρυσοκαβαλαρέα,
Κατακαρδών’ τον Γιάννεν ατ’ς και φοβερίζ’ τον δράκον.
-Καλώς, καλώς τον Γιάννε μου, το πρωινό το διάρι μ’.
-Καλώς, καλώς το δράκο μου, τ’ ολημερνόν το διάρι μ’.
-Καλώς, καλώς το πρόγεμα μ’, καλώς το δειλινάρι μ’,
καλώς ντο τρώγω και δειπνώ και κείμαι και κοιμούμαι.
-Σπαθίν να έν’ το πρόγεμα σ’, κοντάρ’ το δειλινάρι σ’,
φαρμάκ’ να τρως και να δειπνάς και κείσαι και κοιμάσαι.
-Κόρ’, απ’ εμέν œ εντρέπεσαι; Απ’ εμέν œ φοάσαι;
-Απ’ εσέν ξάι’ œ εντρέπουμαι, απ’ εσέν’ œ φοούμαι
-Σον Θο σ’, σον Θο σ’, ναι κόρασον, τα γονικά σ’ απ’ όθεν
Ο κύρη μ’ απ’ τους ουρανούς, η μάνα μ’ απ’ τα νέφâ,
Τ’ αδέλφâ μ’ στράφ’νε και βροντούν κι’ εγώ γριλεύω δράκους
Σου πεθερού μου το τζακόν’ σεράντα δράκων δέρμαν,
Έναν θα παίρω και τ’ εσόν, γίνταν σεράντα έναν.
Και ση μωρί μ’ και το κουνίν σεράντα δρακοδόντια,
Κρούω και παίρω και τ’ εσόν, γίνταν σεράντα έναν
-Καθώς και λες, ναι κόρασον, άμε κι απ’ όθεν έρθες,
ας εν ο Γιάννες χάρισμα σ’, έπαρ’ τον κι άμε, δέβα.
Ας εν ο Γιάννες αδελφό μ’ κι’ η κάλη ατ η νύφε μ’,
Του Γιάννε τα μικρότερα ας είν’ γυναικαδέλφâ μ’.
.
.
Ο Μάραντον.
Τον Μάραντον χαρτίν έρθεν, να πάει ’ς σην στρατείαν,
τη νύχταν πάει σο μάστοραν, τη νύχταν μαστορεύει,
κόφτ’ ας ασήμι πέταλα κι ασ’ σο χρυσάφ’ καρφία,
τον μαύρον ατ’ καλύβωνεν κατάντικρυ ’ς σον φέγγον
κι’ η κάλια τ’ παραστέκει ατον με το χρυσόν μαντήλι
και τα δάκρâ ’τς κατήβαιναν, Καλομηνά χαλάζâ.
Καρφίν, καρφίν απλώνει ατον, την γην δάκρâ γομώνει.
-Πού πας, πού πας, ναι Μάραντε, κι εμέν τίναν αφήνεις;
-Αφήνω σε σον κύρη μου, τον Άεν-Κωνσταντίνον,
αφήνω σε σην μάνα μου, την Άϊαν Ελένην,
αφήνω σε σ’ αδέλφâ μου, τους Δώδεκ’ Αποστόλους.
-Πού πας, πού πας, ναι Μάραντε, κι εμέν τίναν αφήνεις;
-Αφήνω χίλια πρόβατα και πεντακόσâ αρνόπα,
αφήνω σε τον κρίαρον, τον χρυσοκωδωνιάτεν,
αφήνω σε χρυσόν σταυρόν κι άργυρον δαχτυλίδι,
το δαχτυλίδ’ πούλτσον και φα και τον Σταυρόν προσκύνα.
’Κόμαν ’κ’ εζιαγκοπάτεσεν, ’κόμαν κ’ εσελοκάτσεν,
’κόμαν σην Πόλ’ œ επάτεσεν και σ’ αργαστέρ’ εκάτσεν,
την κόρ’ καθίζ’νε ’ς σο σκαμνίν κι’ ατέν διπλοκουράζ’νε.
Δίγ’ν ατεν πέντε πρόατα και δεκα-πέντε αρνία
Και δίγ’ν ατεν φελίν ψωμίν και πέντε κουφοκάρâ.
-Άμε σκύλ’ κόρη, χάθ’ εσύ κι ωρία οπίσ’ γυρίζεις
κι όντες θυμών’νε τα ρα≤ιά, ν’ εβγαίν’ τς και να βοσκίζεις
κι’ όντες θρασκεύ’ ο ποταμόν, κατήβασον και πότσον.
’Σ σα ψηλασέας βόσκιζεν, σα χαμελά εμένεν.
Εφτά χρόνâ εδέβανε κι ο Μάραντόν ατ’ς œ έρθεν.
Τα πέντ’ εποίκεν εκατόν, τα δεκαπέντε χίλâ
κι ας εφτά χρόνâ κι’ άλλ’ απάν’, σε μήνους υστεραίους,
καβαλάρην επέντεσεν απαγκές σα ραχία.
-’Κάτσεν κι’ ατέν ερώτεσεν και τίνος νύφε είσαι;
Και τίνος είν’ τα πρόγατα και τίνος είν’ τ’ αρνόπα
και τίνος εν ο κρίαρον, ο χρυσοκωδωνιάτες;
-Οπίσ’, οπίσ’, ναι ξένε μου, οπίσ’ κι απ’ όθεν έρθες,
να ποίγω τα σκυλίτσâ μουν κι’ εσέν παραλαεύνε.
Του Μάραντ’ είν’ τα πρόγατα, του Μάραντ’ είν’ τ’ αρνόπα,
του Μάραντ’ εν’ ο κρίαρον, ο χρυσοκωδωνιάτες.
Εφτά χρόνâ ενέμν’ ατον κι άλλ’ εφτά θ’ αναμένω,
αν έρται, έρται ο Μάραντον κι αν œ εν’, καλογερεύω.
-Ο Μάραντο σ’ επέθανεν, ’κείνος οπέρ’τς ετάφεν,
’ς σην ταφήν ατ’ παρέστεκα κι’ ας άσπρον ατ’ επαίρα
Κι’ εμέναν εδιατάχτε μεν, την κάλη μ’ δέβα, έπαρ’.
-Οπίσ’, οπίσ’, ναι ξένε μου, οπίσ’ κι απ’ όθεν έρθες.
Ο Μάραντο μ’ επέθανεν; Εγώ εσέν θα παίρω;
Εγώ καλόγρια (γ)ίνουμαι, ’ς σο μαναστήρ’ εμπαίνω.
-Καλόγερος θα (γ)ίνουμαι κι’ εγώ εσέν θα παίρω.
-Εγώ περδίκα γίνουμαι και ’ς σα καφούλâ εμπαίνω.
-Κι εγώ αητέν ’τς θα (γ)ίνουμαι κι’ εσέναν θα αρπάζω.
-Ατό το στημνοδέσιμον τη Μάραντου μ’ ομäζει
.
.
Τη Γιάννε τ’ όνερον.
Ο Γιάννες, ο Μονόγιαννες, ο μοναχόν ο Γιάννες,
Πέντ’ ημερών γαμπρός έτον, σον πόλεμον εχπάστεν
κι ουδέ ’λίγον κι ουδέ πολύ, εποίκεν δέκα χρόνια.
Κι ατός όνερον έλεπεν σ’ αποψισνόν το βράδον:
’Σ σο σημερνόν και σ’ αυρισνόν την κάλην ατ’ αντρίζ’νε.
Εσπίχτεν κι ετραγώδεσεν ώρâ το μεσονύχτι.
Εκ’σεν ατο ο βασιλιάς, βαρύν χολήν œ σκώνει.
-Ποίος εν π’ ετραγώδεσεν ώρâ το μεσονύχτι;
Για κλέφτες εν’, για πόρνες εν’, για τη φιλιάς καμένος.
-Εγώ εμ’ π’ ετραγώδεσα ώρâ το μεσονύχτι,
ναι κλέφτες εμ’, ναι πόρνες εμ’, ναι τη φιλιάς καμένος.
’Σο σημερνόν και σ’ αυριανόν η κάλη μ’ ε≤’ κι’ αντρίζει.
-Για δόστ’ ατον και τ’ άλογον, ντο στέκει προς γωνέαν,
ντ’ αναμασά τα σίδερα, ντο τρώει τα κροσταλίδια.
Ους να θα ζιαγκινοπατεί, εφτάν’ ’ς σ’ ημ’σον τη στράταν
και ους να καλοκάθεται, εκεί να ευρισκάται.
’Κόμαν œ εζιαγκοπάτεσεν, σο μεσοστράτ’ ευρέθεν,
’κόμαν œ εκαλοκάθεσεν κι’ ατός εκεί ευρέθεν.
Καλόγερον απέντεσεν απάν’ σο σταυροδρόμιν.
-Σον Θο σ’, σον Θό σ’, ναι δάσκαλε, και τίνος εν ο γάμος;
-Τη Γιάννε μ’ εν’ και η χαρά, τ’ εγάπ’ς ατ’ εν ο γάμος.
Εκεί σα τ®ιαρταγόσπιτα, ’ς σα ψηλά παραθύρâ,
που τρων’ και πιν’ και τραγωδούν έμορφα τραγωδίας,
εκεί στολίζ’ν την νιόνυφον, τη Γιάννε μ’ την εγάπην,
απόψ’ και τα μεσάνυχτα την κάλην ατ’ αντρίζ’νε.
Ο Γιάννες πάει κι αποκουμπίζ’ και ση χαράς την πόρταν.
Την πόρταν λάχταν κρούει ατός κι απ’ εξ’ απέσ’ εμπαίνει.
Εσέβεν ατός σο χορόν κι’ ελάϊσεν το μαντήλ’ν ατ’,
ερρούξεν το μαντήλιν ατ’ ’ς ση κόρης το νυφίον,
τερεί, καλοξετάζ’ ατο, φιλεί ατο και λέει:
-Τα Κάλαντα ντ’ ερμάτωσα, τα Φώτα ντ’ επλερώθεν
και τη Μεγάλ’ Παρασκευήν, ντ’ εδώκα εγώ τον Γιάννεν.
Συμπεθέροι σ’ οσπίτâ σουν, γειτόνοι σ’αυλιτόρâ
Κι’ εσύ γαμπρέ κι’ απόγαμπρε, δέβα κι’ απ’ όθεν έρθες,
έρθεν το πρωτοστέφανο μ’, το πρώτον η εγάπη μ’.
Εγώ Γιάννεν εγάπεσα κι’ εκείνον πάλ’ θα παίρω.
.
.
ο Ξάντινον
Ο Ξάντινον, ο πάντινον, ο πάντα λαλεμένον,
’ς σο έναν το ρωθώνιν ατ’ άλογα σταμνισμένα
και ’ς σα άλλο το ρωθώνιν ατ’ χερομυλίτσα κλώσκουν
και απάν’ εις την κορφίτσαν ατ’ ζευγάρ’ βούδια αλωνίζ’νε.
Εχάσεν τον υιγιόκαν ατ’, τον νέον τον κυρ Βασίλην.
Εφτάγει σιδερίν στουράκ’ και χάλκενα τσαρούχâ,
Εβγαίν’ κι’ αραεύ’ ατόν ρα≤ä και πολιτείας
και ’ς αα λιθαροσπάσματα και ’ς σα γεφυροπόδâ.
Σαρακενόν επέντεσεν απάν’ ’ς σο σταυροδόμιν.
-’Σ σον θεό σ’, ’ς σον θεό σ’, Σαρακενέ, σαρακενόν παιδίον,
πουθέν œ είδες το υιγιόκα μου, το νέον κυρ Βασίλην;
-Ακεί ’ς σο πέραν το ρα≤ίν, ’ς σ’ άλλο τα’ επεκειμέριν,
’ς το τούρκικον τη μαχαλάν, ’ς τ’ αρμέν’κον το χωρίον,
εκεί κάστρον εχάλασεν και κουβαλεί λιθάρâ.
Εκόσεψεν τον βουδανόν και κουβαλεί λιθάρâ.
Αν αποστέκ’ ο βουδανόν κρούγ’ν, ατον τσιμπουκέας
αν αποστέκ’ ο γιόκας σουν κρούγ’ν ατον μαχαιρέας.
Πώς α φτάγω, πως κ’ εφτάγω, να παίρω τον υιγιόκα μ’,
να παίρω τον υιγιόκα μουν, τον νέον τον κυρ Βασίλην;
-Για ξύρτσον τη γενäδα σουν και γίνον παλικάριν,
και κούρεψον τον μαύρο σουν και ποίσον νέον πουλάριν
για άμε συ και κόνεψον εις του καστρί την πόρταν·
για σουκ’ και καλοκόνεψον και ’ς ση χωρί’ την μέσην,
φαγίν ψαλάφα και ποτίν, ταγήν και για τον μαύρον,
ψαλάφα κόρην έμορφον του Μαυρολίβ’ την κόρην.
Εξύρτσεν τη γενιάδαν ατ’, εγέντον παλικάριν,
εκούρεψεν τον μαύρον ατ’ κι εποίκεν νέον πουλάριν,
επήγεν και ν’ εκόνεψεν εις τη καστρί’ την μέσην,
ψαλάφεσεν φαγίν, ποτίν, ταγήν και για τον μαύρον,
έστειλεν κι εψαλάφεσεν αρ’ έναν παλικάριν.
-Ποίος ζαρπλής και δυνατός και όλων παλικάριν,
ας ζώσκεται λαφρόν σπαθίν, ’ς σον πόλεμον ας έρ’ ται.
Ποίος να πάει; Ποίος œ πάει; ας πάγει ο Βασίλης.
Με την λαλίαν ατ’ έλεγεν, έλα ας πολεμούμε
Και με τα’ ισμάρ’ν ατ’ έλεεν, Βασίλη μ’, χάϊτε, ας πάμε.
.
.
Νασάν τη μάναν που γεννά τα τράντα χρόνâ μίαν
κι’ εφτάει υιόν Τραντέλλενον και νύφεν γαλαφόρον,
κανείς υιόν œ εγέννεσεν κανείς υιόν œ εποίκεν,
καλόγρâ υιόν εγέννεσεν απάνου ’ς σο Πορφύριν.
-Ατόναν πώς θα λέγουμε, ατόν πώς θα καλούμε;
-Ατόν Πορφύρην πέτ’ ατόν, ατόν Πορφύρ’ καλέστεν.
Μονόημερος εγέντον’νε œ έφαγεν παξιμάτιν,
διήμερος εγέντον’νε, εφαγ’ έναν φουντάριν,
πεντεήμερος εγέντον’νε, έφαγεν την φουρνέαν,
τραντάημερος εγέντον’νε, εξέβεν κι’ εκαυκέθεν:
-Εγώ κόρην εγάπεσα και εν’ του βασιλέα.
-Ναι, Πόρφυρα, ναι, Πόρφυρα, βαρέα μη καυκάσαι.
Ο βασιλιάς γεράκâ ’χει, στείλει και κυνηγά σε.
-Ουδέ τον Βάρδαν φοβούμαι ουδέ τον Νικεφόρον,
ουδέ τον βαρυτράχηλον ντο τρέμει η γη κι’ ο κόσμον.
Μαθάν’ ατό ο βασιλάς, ο πολυχρονομένον:
-Απ’ όθεν εν’ ο Πόρφυρας, εμέν που œ φοβάται;
Έχω απάν’ ατ’ πόλεμον, ε≤’ απάν’ ατ’ στρατείαν.
Αρμάτωσεν τους στρατηγούς και όλον το φουσάτον,
αχπά®κεται ο στρατηγόν και πάγει ’ς σο σεφέριν.
’Σ ση μέσην εν’ ο σερασκέρ’ς, ’ς σα άκρας εν’ τα’ ασκέριν.
Σείτ’ έπαιγ’νεν, σειτ’ έκλαιεν, σςίτ’ χαμελά τραγώδνεν:
-Θε μ’, να πάμε να βρίσκουμε τον Πόρφυραν ’ς σον ύπνον,
να εν’ το σπαθίν ατ’ ’ς σο θεκάρ’, τ’ άλογον ατ’ σον κάμπον,
να δένω, να ξεδέν’ ατον, να διπλοσιδερäζω,
να δένω και τ’ ομμάτâ του μ’ εννέα λοϊών μετάξιν
κι’ ακεί να εγνεφιζ’ ατόν α σον γλυκύν τον ύπνον.
Παίξεν ατόν ο δäβολον κι’ ευρίεται σον ύπνον.
Δεν’ ατόν και ξεδέν’ ατόν και διπλοσιδερäζ’νε
Και δεν’νε και τ’ ομμάτα ’τουν μ’ εννέα λοϊών μετάξιν.
Εγνέφιξεν ο Πόρφυρας α σον γλυκύν τον ύπνον:
-Παρακαλώ σε, σερασκέρ’, Θεού παρακαλίας.
Σ’ ούλα τα κάστρα φέρον με δεμένον και φλιμένον
και ’ςσην Κωνσταντινούπολην· λυτόν και χαρεμένον,
εκεί κόρασον αγαπώ, ελέπ’ και περγελά με.
Σ’ ούλα τα κάστρα φέρ’ ν’ ατόν, τα δäκρâ ’τ’ œ εκατήβαν
και ’ς σην Κωνσταντινούπολην τα δäκρâ ’τ’ εκατήβαν.
Τα δάκρ’ ατ’ ντ’ εκατήβαν’νε έσεψαν το μετάξιν.
Βασιλοπούλα λάλεσεν από ψηλόν παλάτιν:
-Ουκ είπα σε, ναι Πόρφυρα, βαρέα μη καυκάσαι,
ο βασιλάς γεράκâ ’χει, στείλει και κυνηγά σε
και σ’ έπαιξες τον βασιλäν κι’ αυτόν τον σερασκέριν.
Για σείξον τα ποδάρâ σουν, ας σείγουν τα λωρία,
για σείξον και τα’ ωμία σουν ας σείγουν τα ραχία,
για λάϊξον τα χέρâ σουν, ας κόφκουν τ’ αλυσίδâ.
Έσειξεν τα ποδάρ’ ατού, εσείγαν τα λωρία,
έσειξεν τα ωμί’ ατού, εσείγαν τα ραχία,
ελάϊξεν τα χέρ’ ατού, εκόφταν τ’ αλυσίδâ.
Ας τα’ αλυσιδοκόμματâ έναν σο χερ’ επαίρεν,
χίλιους απ’ έμπρâ σκότωσεν και μύριους απ’ οπίσω
εννä κοφίνâ φόρτωσεν ωτία και μυτία,
κι άλλα εννέα φόρτωσεν και χέρâ και κιφάλâ
και στείλ’ ’ατα τον βασιλäν, μεγάλον αρμαγάδιν.
-Υίας και χαιρετίγματα πέτε τον βασιλέαν.
Αρμάτωσεν και έστειλεν σ’ εμέν απάν φουσάτον.
Θίγα σπαθίν, θίγα κοντάρ’, ’ς σον πόλεμον εξέβα.
Αν έεις ασκέρ’ αρμάτωσον ’ς σον πόλεμον και στείλον·
Έσυρεν το σπαθίτζιν ατ’, ’ς σον πόλεμον εξέβεν
Επαίρεν και το κόρασον και την βασιλοπούλαν.
.
.
Αρπαγή της καλής του Κωνσταντίνου.
Ο Κωνσταντίνον ο μικρόν, ο Μικροκωσταντίνον,
π’ εχτίζινεν χρυσά λουτρούς, μαλαματένα κούρνους,
εμπαίνει και λουτρίσκεται, εβγαίνει και πλαγιάζει.
Είχε και κάλην έμορφον ’ς σον κόσμον ξακουσμένη,
εξακουσμένη ’ς τα Χανιά, ’ς της Πόλις τα’ αργαστήρâ.
Σαν τα’ άκουσεν κι ο βασιλäς, βαρä του κακοφάνη.
Ποίος έν’ άξôς και δυνατός κι ας σον Κωστάντην καλίον;
Κανείς, κανείς œ ελάλεσεν, κανείς œ επηλογέθεν,
δυο Σαρακιανόπουλα επηλογέθαν κ’ είπαν.
-Εμείς άξοι και δυνατοί κι’ ας σον Κωστάντη καλλίον.
Γυρίζουν ’ς σην Ανατολήν, την προσευχήν τους κάμνουν.
Χριστέ μ’ και Παναγία μου κι όσ’ άγιοι είν’ ’ς σον κόσμον,
να σώνετεν, να φτάνετεν κ’ εμάς να βοηθάτεν,
να πάμε ’ς σην Ανατολήν, ’ς σου Κωσταντίν’ τ’ οσπίτιν,
να βρούμ’ και τα λαγωνικά ’ς σην αλυσάν δεμένα,
να βρούμε και τον Κωσταντήν από λουτρού ’ς σον ύπνον,
’ς σον ύπνον κι’ αναρμάτωτον, να μη εν’ του πολέμου.
Ο Θος το λόγον έκουσεν και την καρδάν εποίκεν,
επήγαν ’ς σην Ανατολήν ’ς σου Κωσταντή τ’ οσπίτιν,
ηύραν τες πόρτες ανοιχτές, τα παραθύρâ œ ακλείδâ,
ηύραν και τα λαγωνικά ’ς την αλυσä δεμένα,
ηύρανε και τον Κωσταντήν από λουτρού ’ς σον ύπνον,
’ς σον ύπνον κι’ αναρμάτωτον και œ έτον του πολέμου.
-Καλώς έρθετεν, δυο παιδä και δυο Σαρακιοπούλâ,
αν έρθετεν φαγείν, ποτήν, φαγίζω και κεράζω,
αν έρθετεν για πόλεμον και ’κ είμαι του πολέμου.
-Εμάς αδά που έστειλεν πας κ’ είπεν, φα και πία:
Την κάλη σ’ θέλ’ ο βασιλάς και την αποθητή σου.
-Κι αν έρθετεν για την καλή μ’, έπαρτ’ ατεν κι αμέτεν.
-Ας έν’, ας εν’, κυρ Κωσταντή, τους χίλιους ’κ εφογάσουν
και δυο Σαρακιανόπουλλα εδώκες με και πάγω.
-Άι δέβα, δέβα, κάλη μου, άι δέβ’ αποθητή μου,
’ς του ήλιου το βασίλεμαν χωρίς τ’ εσέν ’κι μένω.
Αζώσταρος, ασκέπαστος και τα μαλλä ’ς το χέριν,
κάθαν μαλλίν τ®ατ®ίν κρατεί, κάθαν λιθάριν γαίμαν,
ο Κωσταντής χρυσός αητός με τα χρυσά φτερούγια,
την προσευχή του έκαμεν, ’ς τον δρόμον του εσήβεν.
Πιντίδοι επιντίδευαν ’ς σου βασιλέα την πόρταν.
-Στον Θο σουν α πιντίδοι μου, πουθέν γάμος εδήβεν;
-Γάμος εδήβεν την πιρνήν, γάμος το μεσημέριν,
Κι’ αμόν ντ’εδήβεν την πιρνήν άλλο γάμος ’κ εδήβεν.
-Άνοιξον, πόρτα, άνοιξον, άνοιξον κι’ ας εμπαίνω.
-Άι ντο είσ’ εσύ και ποιος εσύ ν’ ανοίγω να εμπαίνης;
-Γω είμ’ τη νύφες αδελφός, δώδεκα χρόνους λείπω.
Επήραν τον εκάθισαν ’ς ση νύφες το κιφάλιν.
Έβγαλεν το ταμπούριν ατ’ κι ωρόν τραγούδιν λέγει.
-Κόρη μου, σφίγξον τη ζωστή σ’, κούμπασε τα κουμπä σου
κι όταν σε παίρω και δαβώ, κανείς να μη νοΐζη.
Ο Κωσταντής χρυσός αητός με τα χρυσά φτερούλâ
την νόνυφον επέρπαξεν κι ας τα φεγγά εξήβεν.
Κανείς κανείς ’κ ελάλεσεν, κανείς ’κ επηλογέθεν,
η σκύλλα η μαγέρισσα επηλογέθεν κ’ είπεν.
-Παιδά μ’, τρώτεν και πίνετεν κ’ η νύφε έχ’ και πάγει.
[Ως που απεχαιρέτισεν, εννä βουνά εδήβεν,
Κι’ ως που τον είπαν ’ς σο καλόν, άλλα εννä εδήβεν].
.
.
Ο Κωνσταντίνος ζεμένος με βουβάλι.
Δεν είναι κρίμα κι ανομιά, παρανομιά μεγάλη;
Εζεύγωσαν τον Κωσταντήν με τα’ άγρôν το βουβάλιν
να κουβαλίσει μάρμαρα απ’ το μαρμαροβούϊνον.
Οπού ’ταν λάσπες και νερά, εσύρ’νεν το βουβάλιν,
κι οπού ’ταν πέτρες και βουνά, σύρ’νεν ο Κωσταντίνον.
Κανείς κανείς ’κ ελάλεσεν, κανείς ’κ επηλογέθεν,
βασιλοπούλλα λάλεσεν από ψηλόν παλάτιν.
-Αγάλα αγάλα, Κωσταντή, μη δέρνης το βουβάλιν.
-Θωρείς τη σκύλλαν την Εβράν και τ’ άνομον την κόρην,
που ελυπέθεν το θερόν, το άγρôν το βουβάλιν,
κ’ εμένα œ ελυπήθηκε τ’ άξον το παλληκάριν;
Ας σ’ όρος φέρω το νερόν κι ας σην Οράν τ’ ασβέστιν
κι ας σην Κωσταντινούπολιν φέρω το κάστρον.
.
.
Γιαννάκος, Κωσταντής και Αλέξης.
Γιαννάκος και ο Κωσταντής κι Αλέξης αντρειωμένον,
εντάμαν τρων και πίνουνε κ’ εντάμαν ξεφαντώνουν,
εντάμαν δεν ’ν του μαύρους των σε πράσινα λιβάδâ.
Του Γιάννε τρώει το σίδερον, του Κωσταντίν’ λιθάριν
και του μικρού λαφόπουλου τα δένδρα ξεριζώνει.
Είχαν και μάνναν καλογρäν. ’Σ το δείλιν που δειλίζουν
-Παιδä μ’, τρώτεν και πίνετεν, κ’ εμάς οι Τούρκοι πήραν,
πήραν του Γιάννε τα παιδä, του Κωσταντή την κάλην
και του μικρού λαφόπουλου την αρραβωνασμένην.
.
.
Χήρας υιός και ο ίππος του.
Χέρας υιός επείνασεν, θενά πουλή το μαύρον.
-Αφέντη μ’, με τ’ επείνασες, θενά πουλής και τρως με;
Πούλησον τη σαγίττα σου κι αγόρασον κριθάριν,
πούλησον το τοξάρι σου κι αγόρασον οινάριν,
βαρύν ταγίνιν τάγιξον, εξήντα δυο κότâ,
αμε κ’ έλα και κέρâ με ’ς το αργυρόν πεγάδιν,
στρώσον και καβαλλίκα με τση Πόλις το παζάριν,
εκείν’ εξέρ ’νε την τιμή μ’ και δίν ‘νε την αξία μ’.
Επούλτσεν τη σαγίταν ατ’, εγόρασεν κριθάριν,
επούλτσεν το τοξάριν ατ’, εγόρασεν οινάριν,
βαρύν ταγίν ταγίζ’ ατον, εξήντα δυο κότα,
πάει κι έρται κεράζ’ ατον ας τ’ αργυρόν πεγάδιν,
στρώνει και καβαλλ’κευ’ ατον τση Πόλις το παζάριν.
Ο μαύρον εχλιμίτιξεν κ’ η Πόλ’ όλον εσείγεν,
εγνέφιξεν εννά καστρά και δεκοχτώ χωρία,
εγνέφιξεν τον βασιλäν με τ’ όλον το φουσάτον.
-Το τίνος έτον τ’ άλογον, το ίσον φωνήν π’ εξέγκεν;
-Χέρας υιός ε≤’ άλογον, το ίσον φωνήν π’ εξέγκεν.
-Χέρας υιγέ, ας αλλάζουμε εγώ κ’ εσύ τσοι μαύρους.
-Κάθεν μαλλίν και φουλιρίν, το μαύρο μου ’κι αλλάζω.
-Χέρας υιγέ, ας συντρέχουμε, τερούμε τσι δαβαίνει.
Τη Σάββαν σ’κούται ο βασιλάς την Κερεκήν στραϊτάτες
και τη Δευτέραν την πιρνήν εφτάν’ και κοντοφτάνει.
-Οπίσ’ οπίσ’, νε βασιλά, τσαλαπατεί σ’ ο μαύρο μ’.
-Χαρίζω σε την βασιλήν και μη τσαλαπατής με.
.
.
Η Μέρμηκα.
Η Μέρμηκα, η Μέρμηκα η χιλιομαγεμένη,
εφόρεσεν κ’ ενέλλαξεν κ’ εξέβεν ’ς σα ραχία,
επέρεν και την σπάθαν ατ’ς εις το δεξίν το χέρ’ν ατ’ς,
επέρεν τα βουνά βουνά και τα παρχαρομύτâ
και έσυρεν την σπάθαν ατ’ς, Σαρακενόν εντώκεν.
-Θεέ μου, κι αν θυμώντς εσύ, εγώ τ’ αίμαν ατ’ πίνω,
’ς την Πόλιν τρων Χριστιανούς και ’ς σο Μισίρ Ρωμαίους.
Εγώ ατόν θ’ αλίζ’ ατον και ’ς σον Μεχμέτ θα στείλω.
Πέντε υιούς μ’ εσκότωσαν και τον μικρό μ’ εφέκαν.
Εμέν, μάννα, ελάλναν’νε δεμένοι και φλιμμένοι.
Εννä χρόνους πορπάτεσεν κι’ ο μικρό μ’ σ’ άνοικ’ όρη
και εστοιχούναν’νε ατόν δράκοι και λεοντάρâ.
Τοί λέβεντους ’πεντέθανε ’ς του Ήλιου τα παρχάρâ
Κι’ όντας πήγαν ’ς τα Φράχταινα τρείοι μόνοι επέμ’ναν.
Εκεί ακούνε έναν φωνήν Αλί εμένα, μάννα.
Εκεί εύρανε τον υιό μ’ τουρκοκονταρισμένον.
Πολλά φοράς ας πέθανα ’γω ’ς σου γιου μ’ την ωλέναν,
ας σκότωναν αντίς εσέν την άχαρον τη μάννα σ’.
.
.
Η κατάβαση στον Άδη.
Βάλλω την κάμα μ’ ζαρωτά και το σπαθί μ’ ’ς τα μέσα μ’
κι απάν’ ’ς το μαύρο μ’ έρχουμαι, ’ς σον πόλεμον εβγαίνω.
Επήγα κ’ ετελείωσα ’ς σ’ ελλενικόν το κάστρον,
τα πόρτας έσαν χάλκενα, τα σάγκας σιδερένα.
Χλιμίτιξεν ο μαύρο μου κι ο κάστρον όλ’ εσείγεν,
διπλά διπλά χλιμίτιξεν, τα πόρτας αθ’ ενοίγαν.
Εποίκ’ αέτσ’ κ’ ετέρεσα, γομάτον εν’ Τουρκία.
Εχτύπεσα το μαύρο μου κ’ εγώ απέσ’ εσέβα,
κ’ εσέβ’ απέσ’ κ’ ερρούξ ακει σαν άνεμος τα φύλλα,
άλλους εντώκα ’ς σο σπαθίν, άλλους χτυπώ ’ς σην κάμαν,
κι ο μαύρο μ’ ο ≤ιλάκλερον τσαλαπατεί και πάει.
Εχάλασα κι αοίκωσα κ’ ερήμωσα κ’ εξέβα.
Πουλίν έρθεν κ’ εκόνεψεν ’ς σου μαύρου μ’ τα χιτία.
Την κόρ’ τηνάν εγάπανες, την κόρ’ τηνάν εθέλ’νες,
’ς το δρόμον επεντέθ’ ατεν ’ς σον Άδ’ εί≤εν κ’ επέγ’νεν
κ’ εμέν επαρακάλεσεν Θεού παρακαλίας,
τη χέρας τον υιόν να λες εμέν αδά μη αφήν’με.
Επούλεσα το μαύρο μου κι όλα τα’ αρματωσίας
κ’ επέρα λιχτρομάκελλον κ’ εγώ ’ς τον Άδ’ επήγα.
Ελίχτρεψα κ’ εγρίζεψα και την αγάπη μ’ εύρα
κ’ εχάλασα κ’ επιάσα ατεν ας τα λεγνά τα μέσα.
-Άιτε, πουλί μ’ άιτε πουλί μ’, άιτε κι απόθεν έρθες,
αδά γάμος ’κι γίνεται, νυφίτσα ’κι στολίεται,
τραπέζιν ’κι τορνεύκεται, καυκίν ’κι ποτισκάται.
.
.
Εγώ ’ντας έμ’ν μικρόν παιδίν, ωρίαζα τ’ αρνία,
και ’ς σα ψηλά ωρίαζα, ’ς σα χαμελά εμένα,
ο βασιλάς έτον παιδίν, εποίνεν βασιλείαν.
Ο βασιλάς εχ’ πόλεμον, ο βασιλάς σεφέριν,
ερμάτωσεν το στράτεμαν κ’ έστειλεν ’ς το σεφέριν.
Εγώ ν’ άρ’ έμ’νε ’ς σο παρχάρ’, ωρίαζα τ’ αρνία μ’,
άρ’ έρχεται ο σερασκέρτς να πάγη ’ς σο σεφέριν.
Επέρεν και τα πρόβατα μ’, επέρεν και τα’ αρνία μ’,
αρ’ έσπαξεν τα πρόβατα μ’ κ’ εμέν ασκέρ’ εποίκεν.
Να καίη ο Θος το σερασκέρ’ κι ατόν τον βασιλέαν,
τόσον ζουλούμ’ εποίκε με και τόσον αδικίαν,
αμόν ντο πάγ’ν τα δäκρâ μου να πάη κι ο βασιλέας.
Επήγαν κ’ εταγιάνεψαν και ‘ς ση καστρί’ την άκραν.
Έστειλεν κ’ εψαλάφεσεν του κάστρου τα κλειδία.
«Αν δίτεν, δίτεν τα κλειδά, κ’ αν ‘κι δίτεν, σεφέριν».
Κ’ εδώκαν τα κλειδία άθε, κ’ εδώκαν τα’ ανοιγάρâ,
ερχίνεσαν τον πόλεμον, ερχίνεσαν να κρούγ’νε.
Σαν έσπαξεν τα πρόβατα μ’, σπάγεν κι ο σερασκέρης.
Μαθάν’ ατο κι ο βασιλάς, στείλει και ψαλαφά με.
-Πόσα έσαν τα πρόβατα σ’, πόσα έσαν τα τ’ αρνία σ’;
θα δίω την παράν ατουν κι άλλο μη καταράσαι.
-Ας είν’ κουρπάν’ τα πρόβατα μ’ ’ς τ’ εσόν την βασιλείαν.
-Θα ’φτάγω σε και σερασκέρ’, θα πας και ’ς το σεφέριν.
Επήγα κ’ εταγιάνεψα ’ς τ’ ελλενικόν τον κάστρον.
Ο κάστρος έτον σίδερον με σίδερα δεμένον,
τα παραστάρâ τόντσενα, τα πόρτας σιδερένâ,
τ’ ανοιγαρίτσα ’λόχρυσα, τα κλείδâ ασημένâ,
χλιμίτιξεν ο μαύρο μου, τα πόρτας όλ’ ενοίγαν,
απέσ’ π’ έτον ο σερασκέρτς εσκώθεν ας τον ύπνον.
-Παρακαλώ, παρακαλώ, Θεού παρακαλίαν,
απόθεν είν’ τα γονικά σ’, απόθεν η πατρίδα σ’;
-Εμείς εννέ’ αδέλφâ ’μες κ’ εγώ ο δράκον δέκα,
-Εγώ εζώστα το σπαθίν, ’ς τον πόλεμον εξέβα.
-Παρακαλώ σε, σερασκέρ’, Θεού παρακαλίαν,
έπαρ’ τα’ ανοιγαρίτσα αθε, έπαρ’ και τα κλειδία,
εμέν ζωήν για χάριξον για του σπαθί’ σ’ την άφναν.
-Εσύ τ’ εμόν η αρμαγά, θα πας ’ς σον βασλιέαν.
Έφερ’ ατον ’ς σον βασιλäν δεμένον και φλιμμένον.
-Σερασκέρ’, μέγαν σερασκέρ’, μέγαν αρματωμένε.
Εσέν νισάν’ θα δίγω σε, ντο κ’ εχ’ η δωδεκάρα.
Κακόφανθεν τη σύνοδον κι όλον την δωδεκάραν,
-Ας το ραχίν ο τσόπανον ’ς σην Πόλιν έ≤’ παλάτâ
-Ας το ρα≤ίν είχα πρόβατα, ’ς την Πόλιν ευγενίαν,
’ς αην Πόλιν ζώσκουμαι σπαθίν, ’ς σην Πόλιν αρματούμαι.
Βασιλέα πολύχρονε και πολυχρονισμένε,
Πόσα καστρούς επέραν’νε τ’ εσόν οι ντουδιμάνοι;
Εκείνα παραδίγω σε, ντ’ είχες τα κασαπάδες,
φέρω σε και τους ντουσιμάν’ς δεμένους και φλιμμένους.
-Σερασκέρ’, μέγαν σερασκέρ’, μέγαν αρματωμένε,
θ’ αλλάζω τα νισάνâ σου ντο κρατούν τα καρδίας,
θ’ αλλάζω το σπαθίτσιν σου, νέα θεν’ αρματώνω,
θα στείλω σε ’ς σον πόλεμον ’ς σο φοβερόν τον κάστρον.
Έσυρα το σπαθίτσι μου, τα τόπâ ατουν αλώθαν,
να μη τα τόπâ μοναχόν και όλον το φουσάτον.
Επίασα το σερασκέρ’ του φοβερού του κάστρου.
-Παρακαλώ, παρακαλώ Θεού παρακαλίαν,
έπαρ’ τα’ ανοιγαρίτσâ αθε, έπαρ’ και τα κλειδία,
έπαρ’ και τα νισάνâ μου, εμέν ζωήν για χάρ’σον.
-Θέλω και τον αφέντη σου, π’ εδώκε σε νισάνâ,
θέλω και τον αφέντη σου κ’ εσέν ζωήν χαρίζω.
Και φλίβεται ο σερασκέρτς του φοβερού του κάστρου.
Έστειλ’ ατον τον βασιλάν δεμένον και φλιμμένον.
.
.
ο Γιαννης και η καλή του.
Ο Γιάννες ο μονόγιαννες κι ο μοναχόν ο Γιάννες,
ο Γιάννες ετοιμάσκεται να ’φταγ’ χαράν και γάμους.
Χάρος ’ς σην πόρταν έστεκεν κι ατόναν φοβερίζει.
-Χάρε, απόθεν έρχεσαι και πας συχαρεμένος;
-Έρθα να παίρω την ευχή σ’ και πάγω χαρεμένος.
-Χάρε μ’, έλ’ ας παλεύουμε ’ς το χάλκενον τ’ αλώνιν,
αν εν’ και το νικάς μ’ εσύ, έπαρ’ την _η μ’ και δέβα,
αν εν’ και το νικείεσαι, θα κάμω ’γω τον γάμο μ’.
-Εμέν αδά που έστειλεν πας κ’ είπεν ’φα και πία;
Πας κ’ είπεν έβγα πάλεψον ’ς σο χάλκενον τ’ αλώνιν;
Εμένα αδά που έστειλεν αίκα κ’ εθυμέθεν,
μόνον εμέναν είπε με την ψην ατ’ έπαρ’ κ’ έλα.
-Παρακαλώ σε, Χάρε μου, Θεού παρακαλίνα,
έχω καιρόν να χαίρουμαι, μουράτα να πλερώνω,
εμέν ζωήν για χάρισον, ας κάμω ’γω τον γάμο μ’.
Χάρος οπίσ’ εγύρισεν, ’ς τα επουράνâ ξέβεν,
Παρακαλεί τον Ποιητήν ατόν χρόνâ να δίγη.
-Άιτε άμε πε τον κυρ’ν ατ’, θα ζη τρακόσα χρόνâ,
ας δι’ ατόναν τα εμ’σα κι ας πάγη στεφανώνη.
-Κέρδα μ’, αφέντη, κέρδα με, Χάρος να μη κερδαίν’ με,
-Υιγέ μ’, πώς να κερδαίνω σε, Χάρος να μη κερδαίν’ τσε;
-Δώσ’ μ’ ας τα χρόνα σ’ τα καλά, Χάρος να μη κερδαίν’με.
-Γω ας τα χρόνâ μ’ τα καλά ημέραν ’κι χαρίζω.
-Παρακαλώ σε, Χάρε μου, Θεού παρακαλίαν,
είπα ’το ’γω τον κύρ’ εμουν, εμέν χρόνâ ’κ εδώκεν,
εμέν ζωήν για χάρισον, ας κάμω ’γω τον γάμο μ’.
Χάρος οπίσ’ εγύρισεν, ’ς τα επουράνα ’ξέβεν,
παρακαλεί τον Ποιητήν ατόν χρόνα να δίγη.
-Άιτε άμε πε τη μάναν ατ’, θα ζη δακόσα χρόνα,
ας δι’ τα’ εμ’σα τον γιόκαν ατ’ς κι’ ας πάγη στεφανώνη.
-Γω ας τα χρόνα μ’ τα καλά τριχάριν ’κι χαρίζω.
-Παρακαλώ σε, Χάρε μου, Θεού παρακαλίαν,
είπα ’το ’γω τη μάννα μου, εμέν χρόνα ’κ εδώκεν.
Χάρος οπίσ’ εγύρισεν ’ς τα επουράνα ’ξέβεν,
παρακαλεί τον Ποιητήν ατόν χρόνα να δίγη.
-Άνε και πε την κάλην ατ’, θα ζη σεράντα χρόνα,
ας δι’ ατόναν τα εμ’σα κι ας πάγη στεφανούται.
-Κέρδα με, κάλη μ’, κέρδα με, Χάρος να μη κερδαίν’ με.
-Τα’ εμά τα χρόνα τα καλά εμέν κ’ εσέν κανείνταν.
Κάμει ο Γιάννες την χαράν, κάμ’ ο Γιάννες τον γάμον.
.
.
Ο Γιάννης και η καλή του.
Από Θεού λαλά έρθεν ο Γιάννες θ’ αποθάνη.
-Αγιώρ’, Αγιώρ’ εγλήγορέ μ’, Αγιώρ’ ανδρειωμένε μ’,
’ς σον ουρανόν θενά προφτάντς, τον Γιάννεν κι άλλα χρόνâ.
Έρθεν Αγιώρτς εγλήγορον κ’ η κυρά Παναγία,
που είχαν δώδεκα φτερά κ’ επήραν πέντε κι άλλο.
’Σ σον ουρανόν επρόφτασεν, τον Θον επαρακάλ’νεν.
γιώρ’, γιατί είσαι μωρός; μωρόν δουλείαν ντο κάνεις
τα χρόνâ’τ’ ετελείωσαν, ο Γιάννες θ’ αποθάνη.
Όποιος θέλ’ κι’ αγαπά ’τοναν, ας δί ατον ας σα χρόνâ ’τ’.
Εμπαίν’ τη μάνναν ατ’ ρωτά, εμπαίν’ καλορωτά ’τεν.
-Κέρδα με, μάννα μ’, κέρδα με, να μη κερδαίν’ με ο Χάρον.
-Υιγέ μ’, και πώς κερδαίνω σε, να μη κερδαίν’ τς’ ο Χάρον;
-Δώσ’ μ’ ας τα χρόνα σ’ τα καλά, Χάρος να μη κερδαίν’ με.
-Υιγέ μ’, δέβα ’ς σον κύρ’ εσουν, κι’ ας δι’ σε ας σα χρόνα ’τ’.
-Κέρδα με, κύρ’ιμ’, κέρδα με, να μη κερδαίν’ με ο Χάρον.
-Υιγέ μ’, δέβα ’ς σην αδελφή σ’, κι’ ας δι’ σεν ας σα χρόνâ’τς.
-Κέρδ’, αδελφή, μου, κέρδα με, να μη κερδαίν’ μ’ ο Χάρον.
-Αμ’, άδελφε, ’ς σην κάλη σου κι’ ας δι’ σεν ας σα χρόνα ’τς.
-Κέρδα με, κάλη μ’, κέρδα με, Χάρος να μην κερδαίν’ με.
-Ήλιε μ’, και πώς κερδαίνω σε, να μη κερδαίν τς’ ο Χάρον;
-Δώσ’ μ’ ας σα χρόνâ σ’ τα καλά, Χάρος να μη κερδαίν’ με.
-Τα’ εμ’σα και τα καλλέτερα, ήλιε μ’, τ’ εσά ας είναι.
.
.
Εγ’ όντας εμ’ν εις τα’ άνθα μου, έβγ’ ας τα γεννητά μου,
’ς σα χέρα παίρ’να τ’ άρματα, εζώσκουμ’ τα λωρίτσα,
ας τ’ όρâ τ’ άρκους έβγαλ’να, ας τα βουινά τ’ ελάφâ,
ας τα κατσιπετρώματα εβγάλ’να τα περδίκας.
Και μια νυφίτσα μοναχή, περδίκα πλουμιστέ®α,
Εχώνεσεν κ’ εκάθεσεν σε δυο λιθάρâ μέσα.
Εχώνεσα να παίρ’ ατεν, εβλάβεν το φτερούλ’ν ατ’ς,
και ξαν εκαλοχώνεσα και ξαν εκαλοβλάβεν,
εβλάβεν το φτερούλιν ατ’ς, κι λάμνει άμον τ’ άλλο,
θέλει ασήμιν άδολον, χρυσάφιν ακαμάτιν,
να κρούγω ’ς το φτερούλ’ν ατ’ς, να λάμνη άμον τ’άλλο.
Τον κόσμον όλον γύριξα, την γην διχόν εποίκα,
œ ηύρα ασήμιν άδολον, χρυσάφιν ακαμάτον,
να κρούγω ’ς το φτερούλ’ν ατ’ς να λάμνη άμον τ’ άλλο.
Ελάλεσα, ερώτεσα, κανείς œ απηλογέθεν,
βασιλοπούλλα λάλεσεν, λαλεί κι απολογάται.
-Έχω ασήμιν άδολον, χρυσάφιν ακαμάτον,
χάϊτ’ έπαρ’ χτίσον τα φτερά σ’ άμον το έσαν πρώτα.
Εντώκα ’ς το φτερούλ’ν ατ’ς και λάμνει άμον το άλλο.
.
.
Σεράντα δράκ’, σεράντα δράκ’, σεράντα παλληκάρα,
εχπάστανε να πάγουνε, να πάν ’ς σην ξενιτείαν.
Όρκον βαρύν επέρανε να μη άφ’σουν τ’ έναν τ’ άλλο,
αν κάποιος και αρρωστά, τον άλλον να μη αφήν’νε.
’Σ σο μεσοστράτ’ œ επρόφτασαν, ’ς σο μεσοστράτ’ œ επήγαν,
ερρώστεσεν ο Κωσταντής απάν’ ’ς σο σταυροδρόμιν.
-Κλάψον με, μάννα μ’, κλάψον με, εγώ θεν’ αποθάνω
Αν αποθάνω, θάψτε με ’ς έναν ψηλόν ραχόπον,
κι αν αμπερνά ο κύρης μου, ας βάλη το καντήλιν,
κι αν αμπερνά κ’ η μάννα μου, ας βάλη το ελάδιν,
κι αν αμπερνά κι ο άδελφο μ’, ας βάλη το φαλάριν,
κι αν αμπερνά κ’ η κάλη μου, ας το γεμίζη δäκρâ.
Απλών’νε το μαντήλιν ατ’ και στρών’ν απάν’ ’ς σον δρόμον,
και λυν’νε το ζωνάριν ατ’ και θέκ’νε ’ς σο κιφάλ’ν ατ’
και χων’νε το μιζτράχιν ατ’ και δεν’ν εκεί το μαύρον
και παίρν’νε το σπαθίν ατου ας σο χρυσόν θεκάριν
και κόφτουνε τον τάφον ατ’ απάν’ ’ς σο σταυροδρόμιν,
φυτεύν’ν απάν’ ’ς σον τάφον ατ’ έναν μηλιάς φυτάνιν,
απάν’ ’ς το λάδιν το κλαδίν, απάν’ καντήλ’ κρεμάν’νε.
Έρται κι ο κύρ’ς ατ’ να δαβαίν’, να βάλ’ εκεί ελάδιν,
έρται κ’ η μάννα ’τ’ να δαβαίν’, να βάλ’ εκείνε δäκρâ,
έρ’ται κ’ η κάλ’ ατ’ να δâβαίν’ κλαιμένη και φλιμμένη.
-Για σούκ’, για σούκ’, νε έταιρέ μ’, κ’ έπαρ’ κ’ εμέν εντάμαν.
.
.
Ταῦτα εἰποῦσα ἐν θυμῷ, ὥρμησε τοῦ περάσαι
ἐγὼ δὲ λέγω πρὸς αὐτήν: «Μαξιμού, μὴν περάσης,
ἀνδράσι καὶ γὰρ πέφυκεν ἔρχεσθαι πρὸς γυναίκας,
ἔλθω λοιπὸν ἐγὼ πρὸς σέ, ὡς τὸ δίκαιον ἔχει.»
Καὶ αὐτίκα τὸν ἵππον μου κεντήσας ταῖς περόναις,
προς τὸ ὕδωρ ἐξώρμησα, ἀποτυχὼν τοῦ πόρου·
ἦν δὲ πολὺς ὁ ποταμὸς καὶ ἔπλευσεν ὁ ἵππος·
ὕδατος τούτου ἔκχυσις ἄποθεν δὲ ὑπῆρχεν
βραχύτατην ἐμφαίνουσα λίμνην, συχνήν τε πόαν
ἐν ᾗπερ στᾶσα ἀσφαλῶς λίαν εὐτρεπισμένη
ἡ Μαξιμοὺ τὴν προσβολὴν την ἐμὴν ἐπετήρει·
οἱ δὲ συνόντες ἄλλοι μὲν ἔτρεχον πρὸς τὸν πόρον,
ἕτεροι δὲ ἐνήδρευον ἐγκρύμματα ποιοῦντες.
Ἐγὼ δέ,ὅταν ἔγνωκα εἰς γῆν πατεῖν τὸν ἵππον,
τρανὰ αὐτὸν ἠρέθιζον, καὶ τὸ σπαθὶν ἑλκύσας
ὁλοψύχως πρὸς Μαξιμούν εὐτέχνως ἀπηρχόμην.
Ἡ δέ, ὡς προηυτρέπιστο, προσαπαντᾶν δραμοῦσα,
κονταρέαν μοι δέδωκεν ξυστὴν εἰς τὸ λουρίκιν·
καὶ μηδαμῶς ἀδικηθεὶς ἔκοψα τὸ κοντάριν,
τινάξας δ” αὖθις τὸ σπαθίν, ταύτης ἐνεφεισάμην,
τοῦ δε βούλχα ἀπέτεμον τὴν κεφαλὴν εὐθέως·
Καὶ σύντομα ἐπιλάλησεν, τὸν ποταμὸν περάση
καὶ ἐγὼ δὲ τὴν ἐλάλησα φωνὴν ἀπὸ μακρόθεν:
«αὐτόθε στέκου, Μαξιμού, ὧδε μηδὲν περάσης!
Τοὺς ἄνδρας πρέπει νὰ περνοῦν, ἀμὴ ὄχι τὰς γυναίκας.
Περάσειν ἔχω, Μαξιμού, ὡς διὰ σέναν τὸ ποτάμιν
καὶ νὰ σοῦ ἀντιμέψωμεν, ὡς καὶ τὸ δίκαιον ἔχεις».
Τὸν γρίβαν μου ἐπιλάλησα, τὸν ποταμὸν περάση,
καὶ εἶχεν νερὸν ὁ ποταμὸς πολὺν καὶ βουρκωμένον
καὶ ἐξέπεσεν ὁ γρίβας μου καὶ ἐχώθην ἕως τραχήλου·
καὶ δένδρον ἔπεψεν ὁ Θεὸς ἀπέσω εἰς τὸ ποτάμιν
καὶ ἀν εἶχεν λείπειν τὸ δενδρόν, ἐπνίγετον ὁ Ἀκρίτης.
Καὶ ὡς εἶδεν τοῦτο ἡ Μαξιμού, ἀπάνω μου ἐκατέβη·
κοντάριν ἐμαλάκιζεν, τὴν κονταρέαν μὲ δώση
καὶ ταῦτα τὸ κοντάριν της ἔριψα παρὰ μίαν
καὶ σύντομα ἔριψα ραβδίν, τὴν Μαξιμούν ἐλάλουν:
«Ἐλεῶ τὰ κάλλη σου, κυρά, βλέπε μὴ κινδυνεύσης·
ἀλλὰ ἄς δώσω, Μαξιμού, τὴν φάραν σου ραβδέαν
καὶ ἐκ τὴν ραβδέαν, Μαξιμού, νόησε με τίναν ἔχεις».
Καὶ ἐγὼ ραβδέαν ἔδωσα τὴν φάραν “ς τὰς κουτάλας
καὶ ἀνάσκελα ἐξήπλωσεν ἡ θαυμαστὴ ἡ φάρα.
.
.
Σ’ερκές, σ’ερκές επκιάσασιν τζαι στην παλιώστραν πάσιν.
Τζαι τζ” ειν εν” που παλιώννασιν τρεις νύκτες τρεις ημέρες
τζ” ει πόπκιαννεν ο Χάροντας τα γαίματα πιτούσαν
τζ” ει πόπκιαννεν ο Διενής τα κόκκαλα ελειούσαν
Ο Διγενής ψυχομασ’εί στον κόσμον αγροικειέται.
Ο Διγενής επέθανεν, τρέξετε, αρκόντοι, τρέξετε.
Ίντα μυστήριον, α, ίντα μυστήριον πράμαν
Που πάνω που τους νώμους του ελιόμυλοι γυρίζαν,
που κάτω στες μασκάλες τουπερτίτζ’ια κακκαρίζαν
που πάνω εις την ράσ’ην του σσ’ύλοι λαόν ετρέχαν,
που μέσα στα ρουθούνια του βουβάλια ξισταυλίζαν.
Τρέξετε, άρκοντες, τρέξετε, ίντα μυστήριον πράμαν
.
.
Διγενής Ακρίτας (απο το χειρόγραφο Εσκοριάλ)(απόσπασμα)
καὶ ὁ γέρων ὁ Φιλοπαπποὺς τὴν Μαξιμοῦν ἐλάλει:
«Θωρεῖς αὐτὸν τὸν ἄγουρον ποὺ στέκει εἰς τὸ λιθάριν
κ’ ἔστησεν τὸ κοντάριν του καὶ ἀπάνου του ἀκουμπίζει;
Ἐκδέχεται νὰ ὑπάγωμεν ὅλοι ἀπάνου εἰς αὖτον,
κἂν τάχα μοναχὸς ἐστὶν ἐμᾶς οὐδὲν φοβᾶται.
Ἂν εὕρη τόπον νὰ ἐμπῆ εἰς τὸν λαόν μας μέσα,
ὥσπερ πετρίτης ἄχρωμος, ὅταν ἐμπῆ εἰς κυνήγιν,
καὶ χύση τὸ πτερούγιν του καὶ τὰ ὄρνεα ἀποκτείνη,
οὕτως ἐμᾶς ἂν γυριστῆ, τινὰς νὰ μὴ τὸν δώση.
Ἀλλ’ ἂς προκαρτερέψωμεν καὶ τότε ἂς τὸν ἰδοῦμε
καὶ νὰ τὸν περιφέρωμε, καὶ οὐ μὴ καβαλικεύση.
εἰ δὲ καθίση εἰς ἄλογον, ἀπιλογίαν μᾶς κάμνει».
Καὶ τότε ἡ κούρβα ἡ Μαξιμοῦ τὸν γέροντα ἀτιμάζει:
«Ἔβγα ἀπ’ ἐδῶ, λυσσόγερε, υἱὲ τῆς ἀπωλείας.
ὡς καὶ ἀπ’ τὰ γέρα τὰ πολλὰ ὁ κῶλος σου ἐτσιγκρίασε.
Ἐγὼ ἔλεγα φουσάτα ἔχει καὶ ἀγούρους ἀνδρειωμένους
καὶ ἐπῆρα τὰ φουσάτα μου καὶ ἦλθα νὰ πολεμήσω.
Ἐγὼ μόνη καὶ μοναχὴ νὰ κατέβω εἰς αὖτον,
νὰ κόψω τὸ κεφάλιν του καὶ ἐδῶ νὰ σᾶς τὸ φέρω,
νὰ ἐπάρω τὸ κοράσιον καὶ ἐδῶ νὰ σᾶς τὸ φέρω
νὰ ἐπάρω τὴν πεθύμιαν σας
καὶ ἐδῶ νὰ σᾶς τὴν φέρω καὶ ἐσεῖς μὴ κουρασθῆ- τε».
Καὶ σύντομα ἐπιλάλησεν, τὸν ποταμὸν περάση,
καὶ ἐγὼ δὲ τὴν ἐλάλησα φωνὴν ἀπὸ μακρόθεν:
«Αὐτόθε στέκου, Μαξιμοῦ, ὧδε μηδὲν περάσης!
Τοὺς ἄνδρας πρέπει νὰ περνοῦν,ἀμὴ ὄχι τὰς γυναῖκας.
Περάσειν ἔχω, Μαξιμοῦ, ὡς διὰ σέναν τὸ ποτάμιν
καὶ νὰ σοῦ ἀντιμέψωμεν,ὡς καὶ τὸ δίκαιον ἔχεις».
Τὸν γρίβαν μου ἐπιλάλησα, τὸν ποταμὸν περάση,
καὶ εἶχεν νερὸν ὁ ποταμὸς
πολὺν καὶ βουρκωμένον καὶ ἐξέπεσεν ὁ γρίβας μου
καὶ ἐχώθην ἕως τραχήλου.
καὶ δένδρον ἔπεψεν ὁ Θεὸς ἀπέσω εἰς τὸ ποτάμιν
καὶ ἂν εἶχε λείπειν τὸ δενδρόν,
ἐπνίγετον ὁ Ἀκρίτης.
Καὶ ὡς εἶδεν τοῦτο ἡ Μαξιμοῦ,ἀπάνω μου ἐκατέβη.
κοντάριν ἐμαλάκιζεν, τὴν κονταρέαν μὲ δώση
καὶ ταῦτα τὸ κοντάριν της ἔριψα παρὰ μίαν
καὶ σύντομα ἔριψα ραβδίν,
τὴν Μαξιμοῦν ἐλάλουν:
«Ἐλεῶ τὰ κάλλη σου, κυρά,βλέπε μὴ κινδυνεύσης.
ἀλλὰ ἂς δώσω, <Μαξιμοῦ>,τὴν φάραν σου ραβδέαν
καὶ ἐκ τὴν ραβδέαν, Μαξιμοῦ,νόησε μὲ τίναν ἔχεις».
Καὶ ἐγὼ ραβδέαν ἔδωσα τὴν φάραν ’ς τὰς κουτάλας
καὶ ἀνάσκελα ἐξήπλωσεν ἡ θαυμαστὴ ἡ φάρα.
Καὶ τότε πάλι ἡ Μαξιμοῦ οὕτως μὲ παρεκάλει:
«Κύρκα, φοβήσου τὸν Θεὸν καὶ ἀπὲ συμπάθησέ μου
καὶ ἂς φέρουν πάλιν ἄλογον,διὰ νὰ κάτσω ἀπάνω
καὶ νὰ νοήσης, ἄγουρε, καὶ τὴν ἐμὴν ἀνδρείαν».
Καὶ ἐγὼ αὐτὴν παραχωρῶ ἵνα καβαλικεύση
καὶ ἂν ἔνι ἡ γεῦσις ἔμνοστος, πάλι νὰ δευτερώση.
Τὸν Λίανδρον ἐφώνιαξεν καὶ φέρνει της ἱππάριν,
πηδᾶ κ’ ἐκαβαλίκευσε καὶ παίρνει καὶ κοντάριν
καὶ ἀπὸ μακρέα μ’ ἐφώναζε:
«Ἐδὰ σὲ βλέπω, Ἀκρίτη!»
Καὶ τὸ κοντάρι ἐμάκρυνε,τὴν κονταρίαν μὲ δώση.
Σπαθέαν τῆς φάρας ἔδωκα ἀπάνω εἰς τὸ κεφάλιν.
τὰ δύο μέρη ἐσχίσθησαν κ’ ἔπεσαν παρὰ μίαν
ἦτον καὶ <ἡ> σέλα πάντερπνος,ὅλη κατεζουλίστην,
καὶ ἀπέμεινεν ἡ Μαξιμοῦ, πεζή,ἐλεεινὴ εἰς τὸν κάμπον.
Τὸ ὑπόδημά μου ἐφίλησεν καὶ οὕτως μὲ παρεκάλει:
«Κύρκα, φοβήσου τὸν Θεόν,
πάλιν συμπάθησέ με εἰς τὴν μωρίαν τούτην,
ὅτι παρὰ σαλῶν καὶ ἄτακτων ἀνθρώπων ἐδιδάχθην
καὶ ἐσὺ μόνος μὲ κέρδισε καὶ ἄλλος μὴ μὲ κερδίση».
Καὶ <τότε> ἐγὼ τὴν Μαξιμοῦ οὕτως ἀπιλογήθην:
«Μὰ τὸν Θεόν, ἡ Μαξιμοῦ, οὐκ ἔν’ τὸ ἐνθύμημά σου.
ἡ κόρη τὴν ἐγὼ φιλῶ τῶν εὐγενῶν ὑπάρχει.
ἔχει γὰρ πλοῦτος ἄπειρον καὶ συγγενοὺς ἐνδόξους
καὶ ἀδέλφια πολυορεκτικὰ καὶ ἀδελφοὺς πλουσίους
καὶ πάντας ἐξηρνήσατο καὶ μετὰ μέναν ἦλθεν
καὶ ὁ Θεὸς ὁ πάντων δυνατὸς αὐτὸς νὰ μᾶς χωρίση.
Εἰδὲ ἂν ὁρμῆς νὰ πορνευθῆς, ἐγὼ νὰ σοῦ τὸ ποίσω».
Καὶ ἐπέζευσα τὸν μαῦρον μου καὶ λύω τ’ ἄρματά μου
καὶ τὸ ἐπεθύμα ἡ Μαξιμοῦ γοργὸν τῆς τὸ ἐποῖκα.
καὶ ἀπείτις τὸ ἔκαμα ἐγὼ τῆς Μαξιμοῦς τῆς κούρβας,
εὐθὺς ἐκαβαλίκευσα καὶ ἐπῆγα εἰς τὸ κοράσιον.
Καὶ τότε τῆς βεργόλικος ἄκο τὸ τί τῆς λέγω:
«Εἶδες, ὀμμάτια μου καλά, τί ἀνδραγαθίας ἐποῖκα;»
Καὶ τότε τὸ κοράσιον ἄκου τὸ τί μοῦ λέγει:
«Εἶδα σε, ὀμμάτια μου καλά,τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου,
τὸ πῶς ἐμονομάχησες ὅλους τοὺς ἀπελάτας,
καὶ ὅταν ἐμονομάχησες τὴν Μαξιμοῦν τὴν κόρην.
καὶ εἰς τὸ στενὸν τὸ πέραμαν,εἰς τὸ βαθὺν τὸ ρυάκιν,
πολλὰ πολλὰ μοῦ ἄργησες. πιστεύω νὰ τὴν εἶχες».
Καὶ τότε τὴν βεργόλικον οὕτως τὴν συντυχαίνω:
«Ὡς ἔδωσα τὸ ἱππάριν της τὴν ὕστερην ραβδέαν,
ἐξέπεσεν ἡ Μαξιμοῦ ἀπὸ τὸ ἱππάριν κάτω.
ἦτον καὶ <ἡ> σέλα πάντερπνος,
ὅλη κατεζουλίστην, καὶ πίστευσέ με, λυγερή,
ὅτι ἀληθῶς σὲ λέγω,
ὅτι πολλὰ ἐλυπήθηκα τὰ δύο της τὰ φαρία».
Καὶ τότε τὸ κοράσιον ἐγέλασε μεγάλως,
στρεφνὰ γλυκέα μ’ ἐπερίλαβε καὶ ἐμὲν ἐσυχνοφίλει.
καὶ τότε τὸ κοράσιον οὕτως τὸ συντυχαίνω:
«Μετὰ τὸ φθείρειν Μαξιμοῦν τρία κακὰ ἔποικά την:
πρῶτον μὲν ὅτι εἶχα την, δεύτερον ὅτι ἐντράπη,
τρίτον καὶ περισσότερον ἐχάσεν
τὴν ἀνδρείαν της καὶ πομπεμένη ἀπόφευγεν
ἀπὸ τὸν Μιλιμίτσην».
Καὶ ὁ Λίανδρος ὁ ταπεινός, πλήρης κατησχυμένος,
καὶ οἱ ἑκατὸν οἱ πρόλοιποι τῆς Μαξιμοῦς οἱ ἀγοῦροι
καὶ ὁ θαυμαστὸς ὁ Κίνναμος, ἀλλὰ καὶ ὁ κὺρ Γιαννάκης
καὶ ἄλλοι ἀπελάτες ἑκατὸν
καὶ ὁ Φιλοπαπποὺς ὁ γέρων
πάντες ἐξεσκορπίσθησαν ἐκ τοῦ Ἀκρίτη τὸν φόβον,
νὰ μὴ τοὺς καταφθάση ἐκεῖ καὶ ὅλους κακοδοικήση
.
.
του Διγενη
Πατήρ του ἦτον ὁ ἀμιράς, ὁ Μούσουρος ἐκεῖνος,
ὁποὺ ἀνατράφην εἰς Συρίαν, ἀπέσω εἰς Βαβυλῶνα
κοράσιον ἀπήρπαξεν, τοῦ Ἀκρίτη τὴν μητέραν
Καὶ ἀφότις εὐλογήθησαν, ἐχαίρετον μετ’ αὔτην.
Καὶ ἀφότις ἐκοιμήθηκεν τὴν ἡλιογεννημένην,
ἔτεκαν παῖδα θαυμαστόν, τὸν Διγενὴν Ἀκρίτην,
φωστήραν τὸν αὐγερινόν, ἥλιον τὸν φωσφόρον
καὶ περιέλαμπρον τὸ φῶς εἰς ἅπασαν τὴν κτίσιν,
καὶ εἰς ἀπελάτας δυνατὸς καὶ εἰς τοὺς ἀνδρειωμένους
ὁ παπούς σου,πόσους Ρωμαίους ἔσφαξεν,
πόσους δούλους ἐπῆρεν;
τὰς φυλακὰς ἐγέμισεν ἄρχοντας τῶν Ρωμαίων.
Καὶ οὐδὲν θυμᾶσαι, τέκνον μου, τί ἐποῖκεν ὁ πατήρ σου;
Τὸ Κόνιον ἐκούρσευσεν μέχρι καὶ εἰς τὸ Ἀμόρι,
εἰς Νικομήδειαν ἔφθασεν καὶ εἰς Πραίνετον ἐπέβην
καὶ ἂν οὔκ ἦτον ἡ θάλασσα, ἀκόμη εἶχε ὑπαγαίνειν.
Καὶ ὁ ἀδελφός μου, ὁ θεῖος σου, ὁ Μουρστασίτ,
ἐπῆγεν,τὸν Ἕρμοναν ἀνέδραμεν καὶ τὸν Ζυγὸν ἐπίασεν,
τὴν δὲ Ἀρμενίαν ἐξήλειψεν, πολὺν κακὸν ἐποίησεν.
Καὶ οὐδὲν θυμᾶσαι, τέκνον μου, τί ἐποίησεν ὁ πατήρ σου;
Πόσα κοράσια ἤφερεν εἰς τῆς Συρίας τὰ κάστρα
Ἐπῆρεν τους καὶ ἐξέβηκεν ἔξω εἰς Ρωμανίαν∙
τὸ Ἡρακλέως ἐκούρσευσεν, τὸ Κόνιον καὶ Ἀμόρι∙
κοράσιον ἀπήρπαξεν, τοῦ Ἀκρίτη τὴν μητέραν
Καὶ ἄλλας πολλὰς ἐπιάσασιν οἱ ἄνομοι Ἀραβίται
καὶ ἐπούλησαν καὶ ἐσφάξαν τας ἀνόμως καὶ ἀδίκως
καὶ ἡ ἀδελφή σας ἔτυχεν ἐμέναν εἰς τὸ κοῦρσος
καὶ αὐτὴν ἐπαραφύλαγα ὡς διὰ τὰ ὡραῖα της κάλλη
.
.
Ακρίτας όντες έλαμνεν ’ς σην παραποταμέαν,
Επέγ’νεν κι’ έρ’τον κι’ έλαμνεν την ώραν πέντ’ αυλάκâ,
επέγνεν κι’ έρ’τον κι έσπερνεν εννέα κότα σπόρον.
Έρθεν πουλίν κι’ εκόνεψεν ’ς ση ζυγονί την άκραν,
σκούται και καλοκάθεται ’ς ση ζυγονί την μέσεν.
-Οπίσ’, πουλίν, οπίσ’, πουλίν, μη τρως την βουκεντρέαν.
Και το πουλίν κελάηδεσεν σαν άνθρωπι’ λαλίαν.
-Ακρίτα μου, ντο κάθεσαι, ντο στέκεις και περμένεις;
το ένοικο σ’ εχάλασαν και την κάλη σ’ επαίραν,
τ’ όλον καλλίον τ’ άλογο σ’ στρών’νε και καβαλκεύν’νε
και τ’ άλλα τα καθέτερα στέκ’νε και χλιμιτίζ’νε.
Ακρίτας παραθύμωσεν, Ακρίτας εθερέθεν.
Κάρφωσεν το βουκέντριν ατ’ και έστεσεν τα βούδια ’τ’.
Όλâ τα όρνα φοβερίζ’, τ’ όρνα και τα ρασία,
τους κλέφτες εφοβέριζεν, να μη κλέφ’νε το γίνιν
και τα πουλιά εφοβέριζεν, να μη τρώγ’νε το σπόρον.
Αφήν’ και πάει Ακρίτας ιμ’, ο κρίαρον Ακρίτας,
ευρίκ’ τα πόρτας ανοιχτά, τα παραθύρâ ακλείδα,
πάει κι ευρήκ’ τους μαύρους ατ’, στέκ’νε και χλιμιτίζ’νε.
-Τσ’ αστράφτει ’ςσην Ανατολήν, να ’βρίεται ’ς σην Δύσιν;
’ς σον Θον έσουν, ναι μαύροι μου, τσ’ εφτάν’ και κοντοφτάνει;
Κανείς, κανείς ε ελάλεσεν, κανείς ε επελογέθεν
και το γιαγούζιν τ’ άλογον λαλεί κι’ απολογάται.
-Ασά κρυφοταΐσματα σ’ εφτάνω, κοντοφτάνω.
Απάν’ σ’ ατό ελάγγε εν, εχπάστεν κι έ’ και πάει.
Βουτσοκοπά τον μαύρον ατ’, να φτάν’ και κοντοφτάνει.
Ακρίτας ιμ’ πριν να προφτάν’, η κόρ’ έρθεν κι εδέβεν.
Ουτζόπουλα επέντεσεν απάν’ ’ς σό σταυροδρόμ’ιν.
-Σον Θον έσουν, ουτζόπουλα, πουθέν χαράν εδέβεν;
-Κάθαν ώραν χαράν δâβαίν’, κάθαν ημέραν γάμος,
άμον τ’ ατώρνον τη χαράν, άλλο χαράν ε εδέβεν,
κάθαν τατίν μαλλίν κρατεί, κάθαν λιθάριν αίμαν.
Βουτσοκοπά τον μαύρον ατ’, να φτάν’ και κοντοφτάνει.
Ακρίτας ιμ’ œ επρόφτασεν, η κόρ’ έρθεν κι εδέβεν.
Επήγεν κι εταγιάνεψεν ’ς ση Δέβας το γεφύριν.
Εκεί κάθουνταν Έλλενοι, ατόναν φοβερίζνε.
-Δεβάστε με, ναι Έλλενοι, τη Δέβαν ας δαβαίνω,
ο μαύρον εν’ νέον πουλάρ’, χωρίς ταΐν ε μένει,
η κάλη μ’ νέον κόρασον, χωρίς εμέν ε στέκει.
(Τον θάνατόν ατ ε νουνίζ’, την κάλην ατ’ θυμάται).
Αν κρούω και σκοτώνω σας, θα λέγ’ν εμέμ φονέαν
Κι’ αν ε σκοτώνω σας εγώ, θα λέγ’νε, εφοβέθεν,
καλλίον ε σκοτώνω σας κι’ ας λέγ’νε εφοβέθεν.
Κλώ®κεται συρ’ τον μαύρον ατ’ και ’ς σο βαθύν λιμνίτιν,
βουτσοκοπά τον μαύρον ατ’, να φτάν’ και κοντοφτάνει.
Επήγεν κι εταγιάνεψεν και ’ς σου Καστρί’ την πόρταν,
ο μαύρον εχλιμίτιξεν κι’ ο Κάστρον όλ’ εσείεν.
Η κόρ’ επαραγνώριξεν, είπεν: Έρθεν Ακρίτας.
-Ανοίξετέ με, ναι πορτάρ’, ανοίξτε κι’ ας εμπαίνω,
ο μαύρον νέον πουλάριν εν’, χωρίς ταΐν ε μένει,
η κόρ’ νέον κόρασον εν’, χωρίς εμέν ε στέκει.
Ένοιξαν άτον οι πορτάρ’, εμπαίν’ απέσ’ Ακρίτας.
Άλλοι σκαμνία δίγ’ ν άτον, άλλοι καυκίν απλών’νε
Και σο σκαμνίν ατ’ κάθεται και το καυκίν επαίρεν.
-Για σους, για σους Ακρίτα μου και μη πολυλογίζεις,
αδά μεγάλον στράτεμαν, εσέναν κυνηγάει.
Έσυρεν το σπαθίτιν ατ’ ασ’ σο χρυσόν θεκάριν,
χίλιους μπροστά τ’ εσκότωσεν και μύριους από πίσω,
άλλα τρακόσιους Βάραγγους ’ς ση Δέβας το γεφύρι.
Επαίρεν την κόρ’ κι έφυεν εννέα πουρνοβράδια,
έβγαλεν ασόν κόλφον ατ’ απ’ όλα τα γεννέας.
-Για φα, κόρη, για φα, κόρη, κιοζέτεψον τα στράτας.
Ακρίτας επεκούμπιßεν, έναν ύπνον επαίρεν.
Η κόρ’ τερεί το πέραν κιαν, φουσάτον κατηβαίνει,
εντρέπεται να λέει ατον, φουσάτον κατηβαίνει.
Τα δάκρα τ’ ς εκατήβαιναν σ’ Ακρίτα την καρδίαν.
Εγνέφιξεν κι’ Ακρίτας μου ασ’ σο γλυκήν τον ύπνον.
-Κόρη, εκείν’ που έρχουνταν, κανέναν ε εγνωρίζεις;
-Μπροστά που έρτ’ ο καβαλάρ ’τς, ομαζ’ να εν’ ο κύρη μ’
κι εκείν’ οι μαύροι αλογάν ατ’, ομαζ’ν να είν’ τα’ αδέλφα μ’
κι’ εκείνε η γερανόφορος, ομαζ’ να εν’ η μάννα μ’.
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου