.
.
.
.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΕΝΟΣ ΛΟΓΟΥ
[ στη Πολη ]
.
συχνα εμπενε στα σπιτια με τις κοινες γυναικες
με αναμεικτα αισθηματα ντροπης και επιθυμιας,
εκει στις πολυθρονες εβρισκε κι αλλους αντρες
διαφορων ηλικιων,ολοι σιωπηλοι,μερικοι καπνι-
ζαν περιμενοντας τη κοπελλα,εκεινη αφου τελει-
ωνε καποιο πελατη εμφανιζονταν,μ'ενα ημιδιαφα-
νο κομπινεζον,εκανε μια βολτα το σωμα της για
επιδειξη και εξαφανιζονταν,η πατρωνα φωναζε
τον επομενο,αφου την προπληρωνε,καποιοι ση-
κωνονταν να φυγουν,αν δεν ηταν του γουστο τους
η κοπελα,κι αλλοι επειδη ειχαν ερθει μονο να δουν,
οι υπολοιποι εμειναν και περιμεναν τη σειρα τους
υπομονετικα,εκεινη με βραχνη φωνη απ'τα τσιγαρα
και τα ποτα του ελεγε να ετοιμασθει,και ξαπλωνε
στο κρεβατι,το δωματιο βαμενο κοκκινο ροζ,βαριες
κουρτινες στα παραθυρα,αν ειχε,και καποια λαικη
εικονα ενος γυμνου γυναικας κρεμασμενη στον τοι-
χο,η γυναικα τον περιμενε,οταν τελειωνε καθαριζε
τα χερια του στον νεροχυτη,που ειχε εκει μεσα.
.
τ'απογευματα της κυριακης κατεβαινε στο λιμανι,
χαζευε τα καραβια,επειτα ανηφοριζε στην κεν-
τρικη πλατεια με το Θεατρο,εξω ταμπλο με το
εργο ,που παιζονταν,απο εκει κατεβαινε στο αλλο
λιμανι με τα κοττερα,γεματο καφετεριες και μπαρ,
ανθρωποι επιναν καφε ,μπυρες ,αναψυκτικα,ετρω-
γαν γλυκα,παγωτα,οι αντρες μιλουσαν για πολιτικα,
για τα αθλητικα,οι γυναικες ειχαν το νου τους για
τα παιδια,που αν δεν τα προσεχες τα'χανες μεσα
στο δασος των καρεκλων,αυτος όλα αυτα τα προ-
σπερνουσε αμετοχος,αδιαφορος,σχεδον αορατος.
.
περπατουσε στο κεντρο της πολης χωρις σχεδιο,
σταματουσε στις βιτρινες των βιβλιοπωλειων,
εβλεπε τα βιβλια τους,σταματουσε και σε βιτρι-
νες με γυναικεια εσωρουχα,με καποια ενοχη,οι
ανθρωποι που τον προσπερνουσαν χανονταν δια-
λυμενοι στην ανωνυμια τους,τυχαινε να ακολου-
θησει για λιγο καποια γυναικα,σκεφτονταν πως
γινεται να χανεται το κουνημα των γοφων,το
ανεμισμα των μαλλιων,το λυγισμα της μεσης,
στη μεγαλη αδιαφορια,πλησιαζοντας τη μεγαλη
πλατεια συναντουσε τους ζητιανους,πισω απ'τη
πλατεια στις παροδους οι κινηματογραφοι με τα
πορνο.
.
η επαφη με τους ανθρωπους του γεννησε ιστοριες:
ο συζυγος εκανε δυο δουλειες,τα παιδια κακομαθη-
μενα,μηχανακια,τ'απογευματα στα γυμναστηρια,τα
βραδυα στις καφετεριες ,στα μπαρ ανταλλασαν κενα
συναισθηματα με υπερβολικα επιφωνηματα,η μανα
ειχε εραστη, ενα πουρο πλουσιο θυμα να το μασησει,
χρυσα δαχτυλιδια,γουνες,εκεινη εβαφε εντονα τα
ματια ποτε μαυρα ποτε γαλαζια,το σωμα εχασε την
ελαστικοτητα του,πλαδαρο,ο γυιος εμπλεξε σ'ασχημες
παρεες,η κορη προκλητικη με τους αντρες,,μολις η
μανα χωρισε το γερο τα'φτιαξε μ'ενα νεαρο στην ηλη-
κια του γυιου της,ενα ρεμαλι,την στριμωχνε μεσα
στα παρκα,πισω απο παρατημενα βαγονια του τρενου,
τραβηχτηκε μαζυ του παραπανω απο ενα χρονο,του
ειπε πως εμεινε μαζυ του γιατι εκανε αυτα ,που δεν
εκανε με τον αντρα της,την χωρισε,τον επερνε τις
νυχτες τηλεφωνο εκεινος την εβριζε και της εκλεινε
το τηλεφωνο,τον αντρα της τον μισουσε,τον αλλον
τον αγαπουσε παραφορα,ενιωθε κουρασμενη,ολη
τη μερα δεν ησυχαζει,εγινε νευρωτικη,τα απορρυπαν-
τικα της εκαψαν τα χερια,παχυνε,το τελευταιο καιρο
τρωει σαν γουρουνα,ενιωθε μονη απελπισμενη,πολλες
φορες σκεφτηκε να τερματησει τη ζωη της
.
τα πρωινα τις κυριακες ανεβαιναν με το τρενο στα
βορεια προαστεια ,τα μεσημερια γεματα με φιλα-
θλους ,για το ματς,γυριζαν το βραδυ,οι μεν απο μια
ψευτικη επαφη με τη φυση και οι αλλοι απο μια
απατηλη περιπετεια,εβλεπε μεσα απο τις αντανα-
κλασεις στα τζαμια του τρενου τα ειδωλα τους,
τα παιδια κουρασμενα στις αγκαλιες των μαναδων,
οι φιλαθλοι φωνακλαδες σχολιαζαν το ματς,εβρι-
ζαν και υμνολογουσαν,στους κεντρικους σταθμους
τους καταπινε η αδυσωπητη πραγματικοτητα,ξεμπου-
καραν απο τα βαγονια,οχλος μαζα,υστερα αναδυον-
ταν απο τα υπογεια στην επιφανεια,διασκορπιζονταν
στους δρομους διαλυμενοι μεσα στα φωτα ενας
ενας κανενας,στα αυτοκινητα ,στους θορυβους της
πολης,επεστρεφοντας στην ανωνυμια,του ηρθε
να φωναξει
.
επεσε πανω σε ανθρωπους που φωναζαν για τα
δικαιωματα τους,δεν τον ενδιεφερε να μαθει τι δι-
εκδικουσαν,τον γοητευε η επικη ρυθμικοτητα των
φωνων,ο ανθρωπος πρεπει να επιζησει
.
σε μια συναυλια συγχρονης μουσικης,στο Γκαιτε,
ο εκτελεστης χτυπουσε τα ξυλοφωνα χωρις να τα
αγγιξει,μια στιγμη πριν τα χτυπησει,μια στιγμη
πριν αναπηδησει απο μεσα τους ο ηχος,μια παρα-
σταση της μουσικης εργασιας,μετα-μουσικη,η χει-
ρονομια του δισταγμου,ηχος ηχηρος απο τα ανε-
παφα ξυλοφωνα,οι ακροατες,αρκετοι,αμυητοι στη
συγχρονη τεχνη,στριφογυριζαν στα καθισματα τους
ανησυχοι,μην μπορωντας να αντεξουν τη μη- μουσι-
κη της μουσικης,περα απο τα συντηρητικα γουστα
τους,τελικα σηκωθηκαν και βγηκαν απο την αιθου-
σα,υπεροπτες,στο φουαγιε ανταλλαξαν κοινοτυπιες
αερολογοντας για την παρακμη της τεχνης,πινοντας
κοκτειλς και φλερταροντας σαχλες γυναικες της τα-
ξης τους,μην κατανοωντας πως η συναυλια πετυχε
επειδη αυτο το αποτελεσμα επεδιωκε,να τους εκδιω-
ξει
.
την συναντησε τυχαια στην πανεπιστημιου κοντα
στο ρεξ,φορουσε μαυρες δερματινες γυαλιστερες
μποτες μεχρι πανω απ'τα γονατα,μινι βελουδινη
φουστα,το προσωπο εντονα βαμμενο,τα μαλλια
ξανθο οξυζενε,του ζητησε να πανε για καφε,πηγαν
στο ατρεουμ ,τους κοιτουσαν περιεργα,εκεινος ντρα-
πηκε,την πηραν για πουτανα πολυτελειας,κι αυτον
για νταβατζη της,σερβεριστηκαν ,ουτε που προσε-
χε τι της ελεγε,κοιτουσε πισω του ,αριστερα απο τον
ωμο του,εριξε επιτηδες το κουταλακι του εσπρεσο
κατω και σκυβοντας να το σηκωσει γυρισε το κε-
φαλι ,ειδε ενα δυο τραπεζια πιο πισω ενα φιογγο,
αυτον κοιτουσε,δεν της ειπε τιποτα,δεν θελησε
να της χαλασει τη δουλεια,της ειπε πως δεν ειχε
χρονο,ειχε αργησει,και σηκωθηκε να φυγει,εκει-
νη τον ακολουθησε,στη γωνια του δρομου χωρη-
σαν.
.
ειχε ερθει απο τη θρακη,καθαριζε σκαλες σε φτηνο
ξενοδοχειο ,εικοσιπεντε χρονων,ακομα ομορφη,
το αφεντικο της ριχτηκε,αντισταθηκε,την εδιωξε,
πηγε σ'αλλο,τα ιδια,με τρια παιδια απο δυο αποτυ-
χημενους γαμους,με αντρα τεμπελη και μικροαπα-
τεωνα στον τριτο γαμο και δυο ακομα παιδια,ο αν-
τρας της αδελφης της ,ενα τομαρι,της ριχτηκε στο
ιδιο της το σπιτι μπροστα στα μικρα παιδια,ειχε
και τη γυναικα του,την αδελφη της συνεργο,αντι-
σταθηκε φωναξε κλωτσησε δαγκωσε,και μια νυχτα
δανειστες απο τα χρεη του αντρα της ηρθαν και
της χτυπουσαν τη πορτα και τα παραθυρα,φωναζαν
θα σπασουν την πορτα,πως αν τον πετυχουν θα τον
λιωσουν σαν σκουληκι κι εκεινη,αν δεν τους κατσει
να ξεπληρωσει,θα την βιασουν ,
.
αυτοι ,που συναντας και περνουν δεν γνωριζεις τι
ειναι,ειναι και δεν ειναι,υπαρχουν οσο χρονο τους
βλεπεις,ισως οι μεγαλυτεροι εγκληματιες να περα-
σαν διπλα του,να σταθηκαν διπλα διπλα να περασουν
στις διασταυρωσεις των δρομων,αλλα και ποσους
ευγενεις ανθρωπους δεν τους καταλαβε,ηταν κοντα
και δεν τους ειδε,δεν τους γνωρισε,
.
εμενε με τη μικρη κορη της στο μεταξουργειο,
σ'ενα παλιο σπιτι,με εσωτερικη αυλη και γυρω
γυρω τα δωματια,που τα νοικιαζαν διαφοροι αν-
θρωποι,φοιτητες απο την επαρχια,εργατες,και
αλλοι,ηταν χωρισμενη, η κορη της ηταν δεκατεσ-
σαρων χρονων,ο αντρας της τους ειχε παρατησει
πανω απο δεκα χρονια,δεν εδωσε σημεια ζωης,δεν
εμαθε,αν ζουσε η' πεθανε,,καποιος της ειπε πως ξε-
νιτευτηκε ,αλλος πως σε καυγα πανω καποιον μα-
χαιρωσε και σαπιζει στη φυλακη,εκεινη απροστα-
τευτη,νεα ακομα,επεσε στα χερια ενος παληαν-
θρωπου,αυτος την πουλουσε σε πλουσιους πελα-
τες,η μικρη εμενε μονη τα βραδυα,η μανα της
γυρνουσε το ξημερωμα μεθυσμενη και ξερνου-
σε στη τουαλετα,συχνα κουβαλουσε τους πελα-
τες στο σπιτι,και δεν μπορουσε να κοιμηθει απο
τα βλαστημια,τα δυνατα γελια και τις φωνες των
μεθυσμενων πελατων,ηταν και φορες που την
εδερναν και ουρλιαζε, η μικρη τρομαζε,ετρεμε
απο τον φοβο της,δεν διστασαν να της ζητησουν
τη μικρη στα βρωμικα παιχνιδια τους,εκεινη δεν
ηθελε φωναξε,την χτυπησαν ,εγινε αυτο,που θε-
λησαν,καποτε ξεσηκωθηκαν οι ενοικοι,πηγαν στην
αστυνομια ,ηρθαν και τις μαζεψαν μανα και κορη,
απο τοτε κανεις δεν εμαθε για κεινες τις ψυχες
.
τοτε δεκαπεντε χρονων,θυμαται καλα,εκανε δια-
φορες δουλειες ,απο το πρωι μεχρι ,που νυχτωνε,
γυριζε σπιτι,ετρωγε κατι,εκλεινε τα φωτα κι εμενε
κρυμμενος μεσα στο σκοταδι κοντα στο παραθυρο
και απο κει παρακολουθουσε τις σκιες στα φωτισμε-
να παραθυρα ,με τις σκιες και τις φωνες εκεινες απο-
κοιμιονταν,δεν τολμησε να εκμυστηρευτει σε κανε-
ναν τα μυστικα της καρδια του,αργοτερα η γυναικα
του αφεντικου του ,μια χοντρη γυναικα,του ριχτηκε,
αντεδρασε,τον απειλισε πως θα πει στον αντρα της
πως εκεινος της ριχτηκε,θα τον εδιωχνε,παραδωθηκε
για δυο ολοκληρα χρονια στις ορεξεις της,τελικα
καταφερε να ξεφυγει,γνωρισε μια κοπελλα ,την αγα-
πησε κι εκεινη το ιδιο,δεν παντρευτηκαν,εμαθε πως
εκεινη ατυχησε,χωρισε με τρια παιδια,ολα ειχαν τε-
λειωσει, δεν προσπαθησε να την συναντησει ξανα.
.
Την περιμενε στην καφετερια σαν την γαλα-
ζια θαλασσα κι επειτα απο ωρες ευτυχιας την
συνοδευσε μεχρι το σπιτι της αδερφης της.Την
ειχε στο μυαλο του για καιρο.
Οταν την συναντησε εκεινη τη μερα στο κεν-
τρο της πολης εκεινη σαστισε.Στο ζαχαροπλα-
στειο ,που πηγανε για γλυκο ματαια προσπα-
θησε να κρυψει τη βερα που φορουσε στο
δαχτυλο της:ειχε αρραβωνιαστει καποιον,που
δεν ηθελε,δεν τολμησε να αντιδρασει.Εκεινος
πικραμενος την κατηγορησε πως λεει ψεματα,
εκεινη εκλαψε κι αρνηθηκε πως ηταν ετσι.
Της ζητησε να του υποσχεθει πως θα τον
ακολουθουσε παντου οπου αυτος ηθελε.Του
το υποσχεθηκε.Την εσυρε σ'ενα δωματιο ενος
ξενοδοχειου,στο κεντρο,σ'ενα απο κεινα τα
παληα νεοκλασσικα που ξεμειναν.Βρεθηκε
κλεισμενη σ'εκεινο το δωματιο μαζι του,δεν
τον φοβηθηκε,αντιθετα χαρηκε,εβγαλε
τη βερα απ'το δαχτυλο και την πεταξε απ'
τ'ανοιχτο παραθυρο εξω στο δρομο.Μετα
απο λιγο ακουσε το θορυβο που εκανε
πεφτοντας στο πεζοδρομιο.Επειτα τον
αγκαλιασε και κυλισε ο χρονος.
Οταν τελειωσαν ,στο δρομο ακομα κυ-
λουσαν αυτοκινητα , πιο λιγοστα ομως
αυτη την ωρα.Ακουμπισε το κεφαλι της
στο μπρατσο του κι αποκοιμηθηκε.
Στον υπνο της την τυραννισαν εφιαλτες:
Περπατουσε αμεριμνη στην ακρογυαλια,
οταν ξαφνικα καποιος αμολυσε σκυλια
να την κυνηγησουν.Ετρεχε μ'ολη τη δυ-
ναμη που ειχε,ενιωθε την ανασα τους
να την αγγιζει κι ισως να την εφταναν
και να την κατασπαραζαν αν δεν ανοι-
γε ξαφνικα μια πορτα και δεν εκλεινε
γρηγορα πισω της,Η καρδια της πηγαι-
νε να σπασει απ'τον τρομο.Ανεβηκε
συγχισμενη τη σκαλα που βρεθηκε
μπροστα της ,μπηκε σ'ενα δωματιο και
καθισε στο κρεβατι.Οταν συνηλθε παρα-
τηρησε στην οροφη του μια παρασταση,
πλαισιωμενη με γυψινες διακοσμησεις
απο φυτικα μοτιβα.Αναγνωρισε τη κατα-
διωξη του Αδωνι ,αγριεμενα σκυλια τον
κυνηγουσαν σ'ενα καταπρασινο λιβαδι.
Οπως ηταν απορροφημενη στη σκηνη
δεν ειδε αμεσως τη γυναικα ,που μπηκε
μεσα στο δωματιο.Εκεινη την πλησιασε
,την πηρε απ'το χερι και την οδηγησε
σ'εναν λαβυρινθο.Μεσα απο αναριθμη-
τους διαδρομους και αναριθμητα δωμα-
τια εφτασαν σ'ενα δωματιο,εκει μπρο-
στα σ'εναν καθρεφτη ειδε με τρομο πως
η ομορφια της ειχε χαθει,τα ματια της
ειχαν θολωσει,το στομα της ρυτιδωμενο.
Τρομαξε μ'αυτη την εικονα και ουρλιαξε.
Ξυπνησε ιδρωμενη ,χωρις στην αρχη να
εχει αντιληψη του χωρου στον οποιο βρι-
σκονταν.Σιγα-σιγα συνηλθε .Εκεινος δεν
ηταν διπλα της ,τον φωναξε μα δεν
πηρε απαντηση.Σηκωθηκε και πηγε στον
καθρεφτη.Η ιδια εικονα .Γυρισε στο κρε-
βατι, βρηκε τα χρηματα πανω στο σεν-
τονι,τα μαζεψε ,τα κρατησε για λιγο στα
χερια της κι αφου τα μετρησε προσεκτικα
τα εχωσε βιαστικα στη τσαντα της.Ντυθη-
κε ,εβαψε με εντονο κοκκινο κραγιον τα
χειλη της και κατεβηκε στο δρομο.
Απο τοτε πολλες φορες επισκεφθηκε εκει-
νο το δωματιο.
Καποτε σταματησε εκεινη τη ζωη,γυρισε
στον αρραβωνιαστικο της.Κανεις δεν την
ρωτησε για τη μεταβολη στην εμφανιση
της ,ουτε αυτη ειπε κουβεντα,εζησε σαν
να μην ειχε συμβει τιποτα.Μονο καποιοι
παρατηρησαν πως μερικες φορες ηταν
πολυ σκεφτικη κι απομονονονταν ωρες.
Οταν μεγαλωσαν τα παιδια της γυρνουσε
για ωρες στις παροδους,γυρω απ'το κεντρο
της πολης,χαζευοντας στις βιτρινες.Στο
σπιτι οταν την ρωτουσαν γι'αυτες τις πε-
ριπλανησεις απαντουσε αινιγματικα.Μια
φορα απαντησε :πως ''μ'αρεσει να γυριζω,
εκει που αυτο ειναι.Καποια μερα θα σταθω
τυχερη''
Εκεινο το ονειρο η'τον εφιαλτη δεν τον ειχε
ξαναδει απο τοτε.
Τον τελευταιο καιρο ομως ονειρευτηκε κατι,
που αρχισε να της δινει θαρρος και πεποιθη-
ση πως θα πραγματοποιηθει η επιθυμια της.
Εκει στην αγορα,μια μερα,τον ειδε μεσα στο
πληθος , ορθιος ακουμπουσε στον τοιχο της
αγορας.Δεν ειχε αλλαξει αισθητα,ευτυχως
αυτη ειχε αλλαγμενο το προσωπο ,σαν
μασκα,και δεν θα την αναγνωριζε.Τον πλη-
σιασε ,του προτεινε να περασει μαζι του
μια νυχτα,να μην τον νοιαζει για χρηματα.
Εκεινος την κοιταξε αδιαφορα, δεν την
αναγνωρισε,φαινονταν να πειναει, τα
ματια του με δυσκολια κρατουσε ανοιχτα,
σαν να τον ταλαιπωρουσε αυπνια πολ-
λων ημερων.Εκεινη επεμενε στη προταση
της.Εκεινος ,διχως θεληση,κουνησε το
κεφαλι ασυναισθητα,''ναι,παμε'' ψιθυ-
ρισε,μολις κουνοντας τα χειλη.Την ακου-
λουθησε στο ξενοδοχειο,στο ιδιο δωματιο
βρεθηκαν κλεισμενοι.
Επειτα τον αφησε ν'αποκοιμηθει .Τοτε
σηκωθηκε σιγα-σιγα προσεχοντας να
μην κανει θορυβο και τον ξυπνησει,περ-
πατησε στις μυτες των ποδιων και φθα-
νοντας στην πορτα την ανοιξε προσε-
κτικα.Εβγαλε το κεφαλι εξω και τα
προσκαλεσε με φωνη γλυκεια να μπουν
κι εκεινα ορμησαν μεσα αγριεμενα.Ε-
κεινη βγηκε εξω κι εκλεισε τη πορτα πι-
σω της και τον αφησε μονο του με τα
σκυλια να τον κατασπαραξουν.
Αυτο το ονειρο το εβλεπε συνεχως καθε
νυχτα το ιδιο ,χωρις αλλαγες.
Δεν περασαν πολλες μερες και μια
μερα αποφασισε να σταθει μπροστα
στον καθρεφτη:το προσωπο που ειδε
ηταν ομορφο και παλι.
Στις επιμονες ερωτησεις των αλλων
για την ξαφνικη αλλαγη στην εμφα-
νιση της δεν απαντησε παρα μ'ενα
αινιγματικο χαμογελο στα χειλη της.
.
.