I Am a Greek European Worldwidel Man-Now!- www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

I Am a Greek European Worldwide Man-Now!-

www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2023

35-GREEK POETRY POETRY-C.N.COUVELIS ΠΟΙΗΜΑΤΑ-Χ.Ν.ΚΟΥΒΕΛΗΣ . . ΜΕΡΟΣ 35 PART 35


.

.

GREEK  POETRY
POETRY-C.N.COUVELIS
ΠΟΙΗΜΑΤΑ-Χ.Ν.ΚΟΥΒΕΛΗΣ
.
.
ΜΕΡΟΣ  35
PART  35




δύο χαϊκού-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis



1

πόσο λευκό

αντέχει

το χιονι

.

.


2

λευκής νύχτας

επιδρομή

η επιληψία του


(στον Φιοντόρ Μιχαηλοβιτς Ντοστογιέφσκι)

.

.

.




εντόσθια ανθρώπων υποκριτών

-χ.ν.κουβελης c n couvelis


απέραντη ερημιά

η πραγματικότητα

εντόσθια ανθρώπων υποκριτών

ενθαδε η νέκυια

σελήνη πέτρα

ο άνεμος ενός Άμλετ

στο μυαλό του Ηρακλειτου

ότι γκρεμίζεται θα γκρεμιστεί

κι αυτό 

αυτή η γελοία πραγματικότητα

απάτη αιωνιότητας

.

.

.

σκοτεινιάζει

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


σκοτεινιάζει

το φως αποσύρεται στις τρύπες της γης

βαθειά

περίλυπος η ψυχή μου 

έως θανάτου

μήπως δεν ειχαμε έτσι 

κι άλλους πολλούς 

τον γίγαντα Προμηθέα 

στο βράχο δεμένο

τον Γεώργιο Καραϊσκάκη 

στο Φάληρο νεκρό 

και κυρίως τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη

ο άνθρωπος,ο νικημένος είναι 

της αιωνιοτητας

.

.

.

 


Η ιστορική δολοφονία του Καλιγούλα

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


ούτε τα λεγόμενα του Φίλωνα ούτε του Σενέκα για τον αυτοκράτορα 

Gaius Julius Caesar Augustus Germanicus τον επιλεγομενο Καλιγούλα 

είναι άξια ιστορικής προσοχής,ο μεν πρωτος για Εβραίους της Ιουδαίας 

γράφει ο δε άλλος συνομωτης το 39 μΧ όσο για τον Fabius Rusticus 

φίλος του Σενέκα τι να περιμένεις; κι ο συγκλητικός Cluvius Rufus συνεργός 

της δολοφονίας του το 41 μΧ αν κι έχουν χαθεί ότι έγραψαν,ούτε βεβαια

θα περναμε σοβαρά υπ'οψιν την αυτοβιογραφία της αδελφής του Αγριππινας 

της Νεώτερης αν είχε σωθεί,εξόριστη άλλωστε την είχε και επιπλέον 

τη περιουσία του γιου της Νέρωνα κατεσχεσε,τι καλό να έγραφε γι'αυτον;

κολακευτικα λένε έγραψε ο ποιητής Gaetulicus αλλά δεν έφτασε κάτι 

σε μας,ότι λοιπόν πληροφορίες έχουμε είναι απο τον Σουητωνιο και 

τον Δίωνα Κασσιο,αν και πολύ μεταγενέστερα έγραψαν ,80 και 180 χρόνια

αντίστοιχα,κάποια στοιχεία βρίσκουμε στον Ιώσηπο Φλαβιο,όπως 

τη δολοφονία του,το ίδιο και στον Τάκιτο για τη ζωή του την εποχή 

του Τιβέριου,σύντομα γράφει κι ο Πλίνιος στη Φυσική του Ιστορια,εμείς,

τελικά,εχουμε την εικόνα ενός τρελού αυτοκράτορα,φαντασία η' προπαγάνδα 

τις είδεν;πάντως έπασχε από εγκεφαλιτιδα η' επιληψια η' μηνιγγιτιδα,και 

τι ρόλο να έπαιξε ο θάνατος,η' η δολοφονία της αγαπημένης αδελφής του

Δρουσιλλας;και τα ψυχολογικά τραύματα από την σκληρη μεταχείριση 

της οικογένειας του από τον Τιβεριο;πάντως η τρέλα του η ματαιοδοξια 

η ανηθικότητα του υπερτερησαν στην γνώμη μας γι'αυτον κι όχι 

η προσάρτηση της Μαυριτανίας οι στρατιωτικές επιτυχίες στη Βρετανια,

τώρα πως η διαταγή να σηκώσουν  musculi,τις βρετανικές καλύβες

να καταστρεψουν, μεταφράστηκε σε παραγγελία κοχυλιων είναι όπως

η αναγόρευση του αλογου του σε Υπατο της Ρώμης,κι η ζεύξη με πλοία

από τη Μπάια μέχρι το Ποτσουολι α λα Ξέρξη στον Ελλήσποντο μάλλον

μύθευμα,βέβαια κάποια,ίσως πολλά,δεν γίνεται να τρελάθηκαν όλοι,

θα είχαν πραγματική υπόσταση κι έτσι νομοτελειακά ο τέτοιου είδους

αυτοκρατορας θα κατέληγε στη δολοφονία του ως σαδιστής αιμομικτης

 αδίστακτος,δράστης ηταν ο Πραιτωριανος Κάσσιος Χαιρεας με τη Σύγκλητο 

22 η' 24 Ιανουαρίου το 41 μΧ τον έσφαξαν  στο διάδρομο του Παλατινου 

προς το θέατρο και επιβλήθηκε η damnatio memoriae ενός σχιζοφρενους θεου 

.

.

.



πώς έφτασες ως εδώ;

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


τον είδα,μέσα στο δωμάτιο η σκιά του,

πώς έφτασες ως εδώ;τον ρώτησα,εκείνος

δεν άνοιξε το στόμα του,

από τα παγωμένα τοπία της πατρίδας,τι γεγονότα;,

μίλα,αν σύντροφοι κάποτε ήμασταν;

το ξέρω,σκυλιά και όρνια καταβρόχθισαν τα σώματά σας,

όχι,δεν δείλιασα,

ακρωτηριασμένα τα χέρια μου,

πληγή που δεν κλείνει στον αριστερό μηρό,

αυτά,βλέπεις;

του έδειξα,

αλήθεια,πως έφτασες ως εδώ;και τι έχεις να μου πεις;

νικηθηκαμε;

γιατί είσαι σιωπηλός;

πόση λύπη σε πλακώνει;

όλη η πατρίδα,

ξημερώνει και θα χαθείς,

στο σκοτάδι,

ποτέ δεν θα ξαναγυρισεις

στη πατρίδα

.

.

.


 Φωτογραφιση

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Αύριο,θα είναι αργα,νταρλινγκ

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


το ερώτημα:πως συνδέει μια φωτογραφία έναν άνθρωπο 

με έναν άλλο άνθρωπο;

πριν τι συνέβαινε και μετά τι συμβαίνει;

η ιστορία εξελίχθηκε κατά κάποιο τρόπο

και κατέληξε κατά κάποιο τρόπο

Μια από όλες που μπορούσε να συμβεί

Εχει βραδυασει,η πόλη γύρω γεμάτη ανθρώπους η'

άδεια από ανθρωπους

Ένα τηλέφωνο αντηχεί σε ένα κενό δωμάτιο

Στο μπαρ το take five του Brubeck

Μια γυναίκα του ψιθυρίζει στ'αυτι

αύριο,θα είναι αργα

close up στα χείλη της

πόσο σκοτάδι μας διαλύει,νταρλινγκ;

η σάρκα τρέφεται με σάρκα

θα μ'αρεσε να μην είμαι

Τι εννοείς;

Δολοφονημένοι κληρονόμοι της αιωνιότητας

η απάντηση

.

.

.

 


Φωτογράφιση

- χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Η φθορά της ψυχής μου

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


η φθορά 

προ των πυλών 

αδυσώπητη


η Ηλεκτρα

φωνάζει 

Ορέστη η μάνα θέλει σκότωμα θέλει μαχαίρωμα


οι χρυσές Μυκήνες βυθισμένες 

στον επαναληπτικό ήχο των τζιτζικιων


στη χρονοφωτογραφια στο Ναύπλιο:(2 Μαρτίου)

η Κλυταιμνήστρα με μακρύ μαύρο φόρεμα,πολύ κομψή,

η Ηλεκτρα με κομμένα τα μαλλιά,αριστερά,

και δεξιά η Χρυσοθεμη με κοτσιδες

1' 2' 3' 4' κλικ

ίσα που πρόλαβε να ποζάρει μαζί τους κι ο Αιγισθος


κόκκινη κλωστή δεμένη στο λαιμό του τυλιγμένη

τραγουδά η Ηλέκτρα

η μάνα η φονισσα θελει μαχαίρωμα

ως το ξημέρωμα


ο ψυχαναλυτής στη δικη ερμήνευε τη πράξη:

κύριοι δικαστες,πρόκειται για το σύμπλεγμα της Ηλεκτρας

σύμφωνα με τον Φρόιντ...

Σταματηστε τον,λέει ανοησίες,ούρλιαξε η Ηλέκτρα,

εκδικήθηκα τον θάνατο του πατέρα

κι αυτός είναι αρχαίος νόμος 

που μας κυβερνα


η φθορά της ψυχής μου

η ταραχή της

πως θα ηρεμήσει

η τρικυμία της

.

.

.



Το τέλος του Έλληνα Φλαβιου Κλαυδιου Ιουλιανού 

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


είναι ο Flavius Claudius Julianus ο Ρωμαίος αυτοκράτορας

ούτε Παραβάτης ούτε Αποστάτης,αυτά ηλίθια και φαιδρα είναι 

ούτε τα χριστιανικά πιστεύω τους είχε για να τα παραβει,ούτε 

ηταν στο κόμμα τους για να αποστατησει,ένας Έλληνας ασκητής

νεοπλατωνιστης είναι,ειρωνικά τον αποκαλούν ο Ειδωλιανος,

και το επισοδειο στην Αντιόχεια ήταν προμελετημένο απ'αυτους

να σαμποτάρουν την θεουργεια της εμφάνισης του Θεού Απόλλωνα

δήθεν τα λείψανα του Βαβύλα μάρτυρα τους λένε το απαγορευσε,

άψυχα οστά και να κάνουν αυτό;και δεν δίστασαν να κάψουν τον ναό 

και να μην τιμωρηθούν απαιτησαν ,αλήθεια σε πιο κράτος γίνονται 

αυτά τα αισχιστα;να ξέρουν πως Ημίν ανήκουσιν η ευγλωττία 

και αι τέχναι της Ελλάδος και η των Θεών αυτής λατρεία, 

υμέτερος δε κλήρος εστί η αμάθεια και η αγροικία και ουδέν πλέον. 

Αύτη εστίν η σοφία υμών,βεβαια είναι η μωρία τους,κι έπειτα 

εκείνος ο δήθεν χρησμός της Πυθίας,'Είπατε τω βασιλεἰ, χαμαί 

πἐσε δαίδαλος αυλά·ουκέτι Φοίβος έχει καλύβην, ου μάντιδα 

δάφνην .ου παγάν λαλέουσαν, απέσβετο και λάλον ύδωρ.

ενα γελοίο εφευρημαουδέποτε τοιούτος υπήρξε,τώρα στον πόλεμο 

με την Περσία οι εχθροί άνοιξαν τα φράγματα και πλημμυρισε ο τοπος,

αναγκαία η οπισθοχώρηση του στρατού,όμως ο καύσωνας πνιγηρος 

κι οι πολέμιοι αιφνίδια επιτίθενται,έτσι σε μια παγίδα θανάτου έπεσαν 

οι Ρωμαίοι ,αυτά λοιπόν όλα πέρασαν απ'το μυαλό του τελευταίου

 Έλληνα Αυτοκράτορα Ιουλιανού πριν διαπεράσει το σώμα του το δορυ 

στις 26 Ιουνίου του 363 και τελευτησει ο θαυμάσιος ελληνικος κόσμος του

.

.

.


η Μόνα Λίζα με το ψευδωνυμο Λουκρητία Βοργία

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


το εφαλτήριο βάρος 

του σώματος


η Μόνα Λίζα με το 

ψευδωνυμο Λουκρητία Βοργία

υπάλληλος 

σε μια πολυεθνική τραπεζα


το χρυσό περιδέραιο δώρο ενός 

golden daddy


υπογράφει το check


είδε την Ελένη στον Ευρώτα 

να λούζει

νύχτα πανσέληνο

το βάρος του σώματος της

.

.

.


(Κατά κάποιον τρόπο η Ιστορία)

Η διαθήκη του Τιβέριου

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


μετά τη δηλητηρίαση του Γερμανικού και την άσχημη κατάληξη

του Δρουσου Καίσαρα η παράνοια και η κατάθλιψη κυριεψε

τον αυτοκράτορα Τιβέριο,η Σύγκλητος με τους γραφειοκράτες

ας διοικησει το κράτος,αυτός αποσύρθηκε στο κτήμα του στο Κάπρι,

δύσκολα το ξέρει επανέρχονται τα παλαιότερα,τώρα η τάξη 

των ιππέων πρυτανεύει στη Ρώμη,κι εκεί ο Πραιτωριανος Λεύκιος 

Αίλιος Σηιανος πλέον καταφεύγει σε προγραφές και διώξεις 

Συγκλητικών  και ιππέων,λίαν επικίνδυνος καταντησε και δίκαιως 

εκτελέστηκε,η τρομοκρατία αδύνατον ν'αποφευχθεί και εντέλει 

με σκληρότερες ενέργειες δικες και κατασχέσεις επιβλήθηκε ,

τα πράγματα ξέφυγαν,έχασε οποια διάθεση,τελειωσε τις μέρες του 

το 37μΧ,στη διαθήκη του οριζε τον εγγονό του Τιβέριο Γεμελλο 

και τον Γάιο Καλιγούλα γιο του Γερμανικού διαδοχους,φυσικά 

και εκτελέσθηκε ο Γεμελλο κι εμεινε μονοκρατορας ο Καλιγουλας

.

.

.



Ο θάνατος του Κάτωνος τού Νεότερου. 

Λουί-Αντρέ-Γκαμπριέλ Λουσέ (1797)

Ο θάνατος του Σωκράτη. Jacques Louis David. (1877)


Το σκηνικό του τέλους του Κατωνος του Νεώτερου

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

.

στον εμφύλιο των Ρωμαίων στη μάχη της Θάψου της Τυνησίας μοιραια

το 46 πΧ επήλθε η ήττα των ελεφάντων και επικράτησε ο Ιούλιος Καίσαρας

των δημοκρατικών αντιπάλων,τότε νικημένος  Μάρκος Πορκιος Κάτων

ο Νεώτερος έστησε το σκηνικό του,όπως ο δάσκαλος του Σωκρατης 

τη μέρα που ήπιε το κώνειο ενώπιον φίλων και μαθητών,

η φιλοσοφία δεν είναι τίποτα αν δεν γίνεται πράξη,αποσύρθηκε

γαλήνιος ως στωικός στο δωμάτιο του κι εκεί αφού διάβασε

από τον Φαίδωνα του Πλάτωνα τον διάλογο περί της αθανασίας 

της ψυχής,λέγεται δὲ οὕτως, ὡς ἄρα τελευτήσαντα ἕκαστον 

ὁ ἑκάστου δαίμων, ὅσπερ ζῶντα εἰλήχει, οὗτος ἄγειν ἐπιχειρεῖ 

εἰς δή τινα τόπον, οἷ δεῖ τοὺς ξυλλεγέντας διαδικασαμένους εἰς Ἅιδου 

πορεύεσθαι, μετὰ ἡγεμόνος ἐκείνου ᾧ δὴ προστέτακται τοὺς ἐνθένδε 

ἐκεῖσε πορεῦσαι· [107e] τυχόντας δὲ ἐκεῖ ὧν δὴ τυχεῖν καὶ μείναντας 

ὃν χρὴ χρόνον, ἄλλος δεῦρο πάλιν ἡγεμὼν κομίζει, ἐν πολλαῖς χρόνου 

καὶ μακραῖς περιόδοις,αυτή  γνώριζε καλά ήταν η ώρα του ο δαίμονας 

είχε έρθει να παραλάβει την ψυχή του εις τους μακαριους,

έσυρε το ξίφος του και το βύθισε βαθειά στα σπλάχνα του,πολύ λίγο 

βέβαια τον εννοιαζε αν οι εχθροί της φιλοσοφίας θα τον χλεύαζαν  

στους θριάμβους της  Ρώμης ως ένα αυτοξεσχιζομενο  άγριο θηρίο 

.

.

.



Η δολοφονία του Ιουλίου Καίσαρα(Vincenzo Camuccini)


Οι Ειδοι του Μαρτίου ήλθον αλλ'ομως δεν απηλθον

(15 Μαρτίου 44 π Χ)

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

 

μετά τα πολλά θριαμβευτικα veni vidi vici του 

οι Ειδοι του Μαρτίου ήλθον,

τι να φοβάται;όπως ειρωνικά παρατήρησε,

τον Ρουβικωνα πλέον διάβηκε,

και το Alea jacta est αναφωνησε,

έξω γιορτή είναι ο λαός υμνεί 

κι από την Ιερα Οδό ο ιερέας του Δια οδηγεί

τους αμνούς των Ειδών τα ovis idulis για θυσια 

τα σχέδια του θα ευοδωθουν,ας αλλα να  διαδίδουν,

όμως να τώρα βλέπει περίεργα να τον περικυκλωνουν 

κι ανάμεσα τους ο πραιτωρας Μάρκος Ιούνιος Βρούτος

όταν πια τον χτύπησαν με τα σπαθια-Και εσύ τέκνον Βρούτε; 

πρόλαβε να φωναξει

όλοι βέβαια γνώριζαν με τη μάνα του Σερβιλια τα ερωτικά 

κι εκει εστίασαν την αιτία 

όμως στον στωικό δολοφονο μάλλον επικράτησε η γενια του

από τον αρχαίο ρωμαιο ηρωα Λεύκιο Ιούνιο Βρούτο

για την τυραννοκτονια

έτσι την τελευταια στιγμη ο Γαιος Ιούλιος  Καίσαρας 

κατάλαβε οτι οι Ειδοι του Μαρτίου ναι μεν ήλθον αλλ'όμως  

δεν παρηλθον

.

.

.



Fyodor Mikhailovich Dostoyevsky 

-c.n.couvelis χ.ν.κουβελης


πόνταρε στο λευκό,

10 φιορίνια,

αν προφθάσει την επιληψία

θα κερδισει

τη Σόνια


πρόφτασε,κέρδισε

.

.

.


Leon Tolstoi Λεων Τολστοι

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


λίγο πριν τον σταθμό

να προλάβει

να τους πει 

πως η γυναίκα στις γραμμές

είναι η Άννα Καρένινα


-ειναι η Άννα Καρενινα-

έπειτα το άπειρο της ανθρωπότητας

που ονειρεύτηκε

λευκό 

.

.

.



Geometricous Abstract-2μ χ 3μ-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


αποσπάσματα σωμάτων

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis 


αρχαικο μειδιαμα των νερων

απο την κλεψυδρα ακούσαμε 

τον ηχο της αμμου 

στη προεκταση του χεριού ο καθρέφτης

των κυκνων

σε ποια αρχαιολογια θ'αναστηθουμε; 

η ενοπλη περιεργεια του σώματος μας

λιτότητα εναρμονια

ο Οδυσσέας φωτογραφίζει το ψηφιδωτό δελφίνι

αντιγράφω το γλυπτό του χορού,είπε,

φορουσε εκεινη

την ωρα ενα κοκκινο μαγιο η γυναικα

η ψυχή των ανθρώπων  τρέφεται 

με ελάχιστη αιωνιοτητα

έρχεται η φωνή

στη διαφάνεια των ποδιών

η αισθητική των κοχυλιων

η ιδιόλεκτη τελειότητα της επιθυμίας

πως το σώμα ριζώνει τολμηρο

ειδώλια γονιμότητας ωραια

τα μάτια είναι εργαλεία των πάντων

στην επιφάνεια των αοράτων

τα νερά του ηλιου

αλήθεια,εμείς που ήμασταν μέσα σ' αυτή την ατμόσφαιρα

γιατί γρήγορα αδειάζουμε στην ανυπαρξία;

ποια σώματα αφήνουμε πίσω μας 

και ποιοι τα νοσταλγούν

επ'απειρον;

.

.

.

 


Ελληνικό σκηνικό(greek scenery)-2μ χ 4μ

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Πράξεις Λογομαχίας

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


η υποτείνουσα των λεξεων αναντιρρητη

και σε υπέρθεση αινιγματων εμφυλιων

η ιστορία του Θηβαιου Οιδιποδα

στήλες κυπαρισσιων το τοπιο

προσθέτωντας κενά η ύπαρξη

του ανθρώπου

στο αρχαίο θέατρο της πατρίδας

η ησυχία της πέτρας που αναπνέει

επιδέξια κατάδυση στη μνήμη μας

εγώ χρεοφειλετης ιδεολογιών

προς πλουτισμόν αλλοτρίων

στα ορυχεία της ιστορίας

δούλεψε

'δεν υπάκουσα ποτε'

με τι εμπορεύματα θα μας ανταλλάξουν;

κοίταξε

περισπωμενες πουλιών αναλήφθηκαν

πόση καθαρότητα ελληνική στερηθηκαμε

ακολουθώντας δολοφόνους;

η βάρβαρη Μήδεια σε χίλια κομματια 

πόνου

πληρώνεται με νομίσματα νόθα

πορνειας

στο κλεινόν άστυ των Αθηνών

δεν είναι αδύνατον το Χαίρε

το Οξυμωρον της  Επανάστασης

ένα πήλινο τοπίο εκτείνεται

βόρεια της Λάρισας

με τόσους σκοτωμένους Ελπηνορες

τρέφει παχύ το χώμα του

ψυχές ανθρώπων σαν λευκά κρίνα

στο τέλος της μνήμης μου

είδα,δύο χρόνια πριν την αιωνιότητα

να αιωρειται κίτρινος ο βαν Γκογκ

εμείς οι ωμοφαγοι του life syle τι ζηταμε στην Ομόνοια,στα Χαυτεια,

στη Σταδίου,

στην Αθηνάς στην Ερμού

στο Συνταγμα;

άκουσα να μιλάνε για σένα

σαν να'σαι ανυπαρκτος

μην πικρενεσαι

καιρό είναι που με ξέχασες

άκουσα να μιλάνε για μενα

περισσεύει ο θάνατος στη ζωή μας

να μετράμε τη χώρα μας

με εμβαδό ανθρώπων

ανάγλυφοι γλάροι πολλαπλασιάζουν

στο μέλλον μας

ερωτήματα απαραβιαστα

διαιρώντας τον χρόνο

με το πραγματικό 

τα υπόλοιπα μας είναι υπαρκτα

μην αμελησετε να εχετε μαζι σας στις τσεπες σας στοιχεια και μεταλλα

Ευκλειδη Αριστοτελη Διονυσιου Σολωμου Ανδρεα Καλβου

Κωστη Παλαμα

και αλλων πολλων Ευγενων

Πράξεις λογομαχίας

σαπίζουν εντόσθια γεγονότων

στα σφαγεία της Ιστορίας

συνεχίστε τον καυγά

στα ορατά και αόρατα

πυροβολεία ψεύδους

πρόσω ολοταχως Οδυσσεα

πυκνώνει το γαλάζιο

του ταξιδιού μας

.

.

Acts of Argument-Fights

 -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


 the subjunctive of the words unobjectionable

 and in the superposition of civil riddles

 the story of Theban Oedipus

 cypress columns the landscape

 adding gaps the existence

 human's

 in the ancient theater of the homeland

 the stillness of breathing stone

 skilful diving into our memory

 I'm a debtor of ideologies

 for the enrichment of others

 in the mines of history

 it worked

 'I never obeyed'

 what commercial-goods will they exchange us for?

 look

 birds were taken ascended

 how much Greek purity we were deprived of

 following killers?

 the barbaric Medea in a thousand pieces

 of pain

 paid with counterfeit coins

 prostitution

 in the glory city of Athens

 it is not impossible the Hail

 the Oxymoron of Revolution

 a clay landscape stretches

 north of Larissa

 with so many slained Elpinores

 it nourishes its soil thickly

 souls of men like white lilies

 at the end of my memory

 I saw, two years before eternity

 to float a yellow van gogh

 we the raw-eaters of the life syle what are we searching in Omonia, in Hautia,

 in the Stadiou

 in Athena in Ermou

 in the Syntagma?

 I heard them talking about you

 as if you don't exist

 don't be bitter-soul

 It's been a long time since you forgot me

 I heard them talking about me

 there is too much death in our lives

 to measure our country

 with area of ​​people

 embossed seagulls are  multiplying

 in our future

 questions inviolable

 dividing the time

 with the real one

 the rest of us are real

 do not neglect to have elements and metals with you in your pockets

 Euclidean Aristotle Dionysios Solomos Andreas Kalvos

 Kostis Palamas

 and many other Nobles

 Acts of Argument-Fights

 guts of facts are rot

 in the slaughterhouses of History

 continue the voice-fight

 in the visible and invisible

 shooting lies

 full speed ahead Odysseus

 it is thickenig the blue

 of our trip

 .

 .

 .

.

 


η ηθοποιός που υποδύεται την Κορινθια Νίκαια


Ο γάμος της γηραιάς Κορινθιας κυρίας Νίκαιας

(περίπου 245 με 244 πΧ)

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


η γηραιά κυρια Νίκαια έβλεπε καθαρα που καταλήγουν τα πράγματα

στη Κόρινθο κι αυτός ο γάμος με τον Δημήτριο άντρα πολύ νεώτερο 

εκτός ότι την κολάκευε σαν γυναικα που να'χει τέτοια άλλη τύχη, 

έπειτα ο Αλέξανδρος του Κρατερου ο άντρας της,ως αντιμακεδονιστης,

μάλλον δολοφονήθηκε,κι ο Αντίγονος Β' Γονατάς δεν αστειεύεται 

θέλει την πόλη εξάπαντος,έπειτα κι αυτή ,ψέματα να μην λέμε,

την κουρασε η κυβερνηση και τ'αλλα συναφή της εξουσίας,μάταιος 

κόπος θα είναι οποία αντίσταση,οι Μακεδόνες επιθυμούν διακαώς 

την προσαρτηση,κατά κάποιο τρόπο,λοιπόν,με αυτόν τον γάμο,

θα γλυτώσει απ'τις έγνοιες,το μοιραιον φυγην αδύνατον,ετσι

κατά την διάρκεια της θεατρικής παράστασης για τις γαμήλιες

γιορτές ο Αντίγονος θα ανοιξει την πύλη της Ακροκορίνθου

και η πόλις εάλω,ούτε βέβαια και την νοιάζει πόσο η χαρά του γάμου

θα διαρκέσει,ηλικιωμένη γυναίκα είναι,τι να περιμένει άλλο καλυτερο

ας το ευχαριστηθεί όσο θα'ναι σε ισχυ,άλλωστε κι άλλοι νέοι γαμοι

πολιτικού συμφέροντος περιμένουν τον Αντιγονιδη Δημήτριο Β' 

Αιτωλικο,ένας με την Σελευκίδα Στρατονίκη,κι ένας άλλος με την

Ολυμπιαδα Φθία της Ηπείρου,τ'Ακαρνανικα και τα Αιτωλικα θα είναι 

λίαν επικίνδυνα,η Κόρινθος πάει έπεσε στους Μακεδόνες,επισης

καιροφυλακτει κι ο Αρατος ο Σικυωνιος της Αχαϊκής Συμπολιτείας,

κι επειτα,κι αυτό είναι το κύριο γι'αυτη,το γαμήλιο γλεντι συνεχιζεται

.

.

.

 




Φωτογράφιση-On a woman deep impressions
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ωσαννα τα ελάχιστα συνουσια/εν ιμερω εκστυση γλωττα
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

εντος ατμομηχανης ροδανθων
αιδοιαζουσα κορη ακοιτις
εντος υπερωκεανιου ανθεστηρων
Υπερουσιων ακραιφνες δοχειον
ατελεσφορων υπογαστριων
εν γενει εμπειρικων θαυμασμων
εγκαρσιων ορυχειωσεων υψιπετων
μολων λαβε και αλλων υπερκαινοφανων
αστεισμων περι αρετης
περι ευγονιας
περι ευοδοσεως
αντιθετων κυκλαμινων σκεψεως
εντος των οριων των λοφων ελαφος ποταμος
βουστρυφηδων ανατεμνει κηπαρια μοσχοβολιστα
φωνηεντων
πληρεξουσια νοθευμενων εκ φυσεως
συμφωνων
αντιβοωντος τα ελαχιστα ο Μεγας Αιγαγρος,
ο Μεγας Ψολος των Αθωων,
εκδορευς φαυλων λογιδριων
εμπληστος δικαιοσυνης ισορροπης
αντιφωνιων
και πληθυνουσα η αμετροεπεια το τρυφηλον
της δολοπλοκιας εκχωρει χερσα επιφανεια
σβολων και τρυγματων σε κυνικους των Δογματων
και της Υβρεως εν καιρω η Νεμεσις και
παραταυτα η Τισις,
ο αποποιων το Φως εν τη Σκοτια πορευθησεται,
και ο μη μετανοων επι αδικια συντριφθησεται
εν πληνθοις
εν δακρυοις εν οδυρμοις
και εγκαρσιως διαφευγουσα η περκα η ιχθυος
τα διαφανα πεπλα των υπερποντιων χρησμων
ως ταπεινη χλοη υπερυψουται εν δοξει
υπερ παντων των χαμερπων εκφανσεων της μωριας
αγορητων πελεκανων των εντομων των πεπτοκοτων

αλλοφρονες βδεγλυροι κολακες ,ηγγικεν η
φθινουσα των ανιδεων η
εκλειψη των αγνωμων ,
ηγγικεν η
Υπερκοσμιος Πανηγυρις των Ελληνων

ωσαννα τα ελάχιστα συνουσια 

υπερκαινοφανες αεροστατον
εις βαθυν ποντον παρθενος
λοξοδρομων εναλιως εφορμα
δεξιοστροφως εις τα στιλβοντα
λευκοτητα στηθη της
και να! μεγας καυσων
ωσαν το ηφαιστειο της Σαντορινης
να εκρηγνυεται συνθεμελα
με εκσπερματωσεις λαβας ποικιλων ανθεων
ως επι το πλειστον υακινθων
και πληθωρα πεοειδων κρινων
και η φωνη ητο θεσπεσια
και εναρμονια σε τρεις οκταβες
ηδονης και το ελληνικο ρο
ακουσθηκε καθαρο και λαμπρο
και αιθεριο,
ωσαννα τα ελαχιστα και ενδοξα επιγεια
ειναι το πεπρωμενο των ανθρωπων η συμμετρια
κι ο διχασμος σε ομοουσια
Χαιρε των Ατμητων η Υπερβολη
Χαιρε των Ατελων η Εντελεια
Χαιρε των Ελαχιστοβιων το Απεραντο
Χαιρε η κορη η αυνανιζουσα το Ασελγες
Χαιρε η παρθενος η διακορευουσα το Ηδυπαθες
Χαιρε η Ποπη
Χαιρε η Ελενη
Χαιρε η Κωνσταντινα
Χαιρε η Βασιλικη

και εις το σκοτος
ΦΩΣ

εκλεισεν τους οφθαλμους οταν τους ηνοιξεν την ειδον να ανοιγει διαπλατα
το σωμα και την ψυχην της,να γινεται νοητη,απτη,σωμα περικαλλες και 
σφυζον,ω γλυκειον Αιδοιον μου,ειπον ψιθυριζων,εισαι το μεσον της ελευθερας
εκφρασεως μου,διηνεκης ερως,το ιμερικον θαυμα του εντος και του
εκτος των τηλαυγων ενορασεων,ενοτητα,περαν καθε εννοιας καλου
η' κακου,εσυ δοχειον ιμερικης ηδονης δι'εμε,εγω αμειωτος εκτοξευτηρας
σπερματος δι'εσε,πολυυμνητος χρυσαυγης μη-Ουτοπια,
ΝΑ ΟΝΕΙΡΕΥΕΣΑΙ ΤΗΝ ΠΛΗΡΗΝ ΕΝ ΔΟΞΕΙ ΕΝΣΑΡΚΩΣΗΝ ΣΟΥ,ΕΜΦΥΛΟΣ
ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑ ΕΡΩΤΙΚΗΣ ΕΠΙΘΥΜΙΑΣ,εκεινη ημιγυμνος εις την αρωματισμενην
κλινην εξαπλωμενη εις αισθητικον ημιφως με εκοιτουσεν αισθησιαζομενη
εμφανιζον γλυκειον ερεθυμα εις ολοκληρον το σωμα της
και ηκουα πνιχτην φωνιτσαν διαφευγουσαν εκ λιαν υγραμενων ροδοπεταλων
και κατεχομενη υπο εντονων παλμων καρδιας,εβλεπον εκ της θεσεως μου
τα πλουσιως προεξεχοντα στηθη της και τα ροδαλα δαχτυλα της
να προστριβουν και να συνθλιβουν την σαρκαν των μηρων της,  
συνειδητον ασυνειδητον ενεργον ενεργουμενον ον πληθωριστικου ερεθισμου,
ης εξηρχετο,μαλλον εκφραζομενος,δια βογγητων και απαλων αναπνοων,
ρυθμος μουσικης εξαισιας,''αγαπη μου'',''ψυχη μου''και
μετα εξ  εντονοτερου εκχυσεως ηδονης  εκραυγαζεν ''λατρεια μου''
''χαρα ευτυχια μου'',εβλεπον την ενσαρκωσην της Γυναικας ,την επλη-
σιασα και με τα χειλη μου εις τα φλογιζοντα χειλη της της ειπον:''μεθυ-
στικη μου υπαρξις'',την εφιλισα παθιασμενα,και παλιν της ειπον:''εσυ η 
πεμπουσια της θηλυκοτητος'',τοτε ηρχισεν τα τρεμει το σωμα της και
να με εκλιπαρει,να με παρακαλει,κατεχομενη υπο σφοδροτατου ερωτικου
οιστρου δια αμεσον ανευ ορων σαρκικην επαφην,την αλλως λεγομενην 
συνουσιαν,ειδον την θυσανωδην θαλλουσαν ηβην της υγρη βαθεια σχισμη
ροζ γλυκυτατον και το πεος μου στιλπνον σκληρον ορθουμενον εισερχεται 
του φουσκωμενου υγρου κολπου της και εξερχεται ,πολλακις ηδονικως
παλινδρομων,εκ δε της συνεργειας ταυτης  υπερυψουται εν πληρει δοξει 
λευκοτατον σπερμα και εκτινασεται,''αγαπη μου'' ηκουσθει εις τα ωτα μου 
λιποθυμικως η φωνη της,γλυκυτατη θερμη ιμερικη,το σπερμα μου κοχλαζον
εκχυθη εντος  του  καιομενου αιδοιου της,εγω εκσπερματιζων καυλοπυρεσσων 
δονουμενος,εκεινης ηδονιζομενης διαπεραστικη φωνη της εκφευγη:
''ηδονη μου'',''καυλα μου''.εν τελει ο οργασμος,με διαπυρον ζεσιν η ζευξις,
η ολοκληρωσις του ερωτος και το απογαιον της ηδονης,εν τελει το τρυφερον 
αιδοιον της και η λιαν ευαισθητος εγκαυλος  κλητορις  χυνουν εν πληρει εκστασει ταρασομενα πυρεσσοντα υπερδονουμενα περισφιγγοντα  τον  εν στυσει φαλλον μου,εντος μας εν συμφωνια κραυγες λαγνειας αντηχουσαν εναρμονιες,
''εσυ ερωτικη ιερη λαγνεια μου'',της ειπον,εκεινη ανοιγουσα τα υπο ζεσιν φλογιζοντα χειλη της μου απηντησεν,''εσυ ο θαυμαστος ερως,εσυ ο γλυκυτατος αισθησιασμος μου,η υπερτατη αγαπη''

Α ο θειος Τραγος  ο Μεγας Ψωλος μου εις εκτυφλωτικον ροδον
αιδοιου παρθενος πλεων περιπαθως λαμνοντας αλαλαζων ιμεροντας παιανας
εμπροσθωχωρησας λιαν ευμεγεθους ελευθεριας
μετα θερμοτατων εκπυρσοκροτησεων λευκοτατων πυροτεχνηματων
Ω Μεγα Ψωλε Τραγε Φαλε Πανυπερτε ος μυστικους κορφους κορασιδος
υγρους διαρρυγνυεις και διαστελεις
Εν Ελευθερια Νικηφορος
Εν Λαγνεια Υπεροπτης
Ο Μη Αιδους Αιχμαλωτισθεις
Ο Ασυστολος Ο Απροσμενως Επιπεσων
Ως καυτος Λιβας Καβλος Επερχομενος εις τους ευανθηρους και ευοσμους
λειμωνας παγκαλλου κορης μελαχροης η' ξανθιης χλοης εν τω μεσω
απαλοτατων μηρων ροδαλουντων εκπορθων Μεγας Πριαπος Απαστραπτων

εν ιμερω εκστυση γλωττα

ω!το ορμητικοτατον μεγα υπερωκεανιον  εν σφοδρα στυση φαλλος προσω
ολοταχως εισερχομενον εις κρυφοτατον μυχον αιμασωντος αιδοιου δεκα-
επταετους παρθενου υγραεντος και ζεον περικαλλης ανθωνας ροδων και
ιοφαιων ινιδιων πληρως γεμουσων ιμερου εξαρσεως ω!το ατιθασον στητον
στηθος απαλου σαρκος ευμυριστον θαλλον ευλιγυστον εις τας θωπειας
ποθον αντιδρων ω!τα αλαβαστρινα μπρατσα και η λευκοτητα της κοιλιας
αρχαιοτατη εγκατοικησις  περιστερων ω! ο λαιμος του κυκνου ω! τα κρινο-
δαχτυλα εις ικεσιαν δια αμεσον συνουσιαν ανεμποδιστον ω!οι ελικες των
μηρων ως γαλακτος λευκων λαμπρος διαδρομος σπερματος εκτινασομενου
βαθεως του κολπου αναταραζων τας αισθησεις τας απο αρχης κοσμου
εως συντελειας κοσμου σφαδαζων ηδονουμενον ω! ροδαλον αιδοιον η
νεουργια φωτος βλαστησεως.θαρσαλεον αγνον.απορρητον ελευθερον.
ευκαρπον αμαραντον.απειρογαμον ευοσμον θυμιαμα.θεια εισοδος απροσ-
μαχητος.κραταιον αφθαρτον  ασβηστον φωτιζον.φλογος ερεθυμα αειζεον.
μελιχυουσα κρηνη.το γλυκαινον τα αισθητηρια.ες αει ηδοιον ειναι.
.
.
.



Ελενη

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


-Εικόνα της  Ελενης

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Η Ελένη διηγηται στον Τηλέμαχο τη συνάντηση της με τον Οδυσσέα

στη Τροία

(Ομήρου Οδύσσεια,ραψωδια δ',στίχοι 120-122,219-264)

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


-Εικόνα της Ελενης

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


πιο πολύ μου αρεσει η παρομοιωση μου με την Αρτέμιδα

την Χρυσηλακατη παρά με την Αφροδίτη την Πλανευτρα

αρκετά υπεφερα απ'αυτη και κορη παράτησα και κρεβάτι

κι άντρα,για έναν φαντασμένο εραστή,κούφιο και γελοίο,

ξενιτεύτηκα και τόσα γενναία κορμιά Τρώων και Αχαιων

σφάχτηκαν,για ένα είδωλο μια εικόνα της ωραίας Ελένης,

τώρα,εδώ στο εξοχικό μας στις Αμύκλες,η Άνοιξη είναι 

ένα χάρμα ιδεσθαι,οι πορτοκαλιές κι οι λεμονιές έξοχα

αρωματίζουν τον αέρα και τα κρυστάλλινα νερά του Ευρώτα 

ήρεμα κυλούν και πάνω ο ψηλός Ταυγετος τ'ομορφο βουνό,

εγώ είμαι ντυμένη με το  μετάξι του τοπου μας,μια κομψή 

κι ευγενική κυρία όπως πρέπει να μην προκαλεί την περιέργεια

του κόσμου,στα Υακινθεια του Απόλλωνα τη γιορτή καλεσμένη

πόσο ευτυχισμένη και πόσο με χαροποιει ο Διόνυσος Ψιλαξ

με φτερά,τώρα φτερώνω κι εγώ και κίτρινη μοιάζω πεταλούδα 

.

.

Η Ελένη διηγηται στον Τηλέμαχο τη συνάντηση της με τον Οδυσσέα

στη Τροία

(Ομήρου Οδύσσεια,ραψωδια δ',στίχοι 120-122,219-264)

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


ενώ αυτός αυτά στο νου και στη καρδιά στοχάζονταν 120

η Ελενη απ'τους μοσχομυριστους ψηλοροφους θαλαμους

ηρθε στην Αρτέμιδα την χρυσοβελουσα  ιδια κι ομοια


εἷος ὁ ταῦθ' ὥρμαινε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν,   120

ἐκ δ' Ἑλένη θαλάμοιο θυώδεος ὑψορόφοιο

ἤλυθεν  Ἀρτέμιδι χρυσηλακάτῳ ἐϊκυῖα


τότε λοιπόν αλλα σοφιστικε  η Ελένη του Δία κόρη 

αμεσως στο κρασί έρριξε βοτανο,όπου επιναν, 220

παυσιλυπο και ηρεμιστικό,των κακών όλων λησμονια

κι οποίος το καταπιεί,όταν στον κρατήρα αναμειγμένο,

δεν χύνει στα μάγουλο δάκρυ όλη μερα

ούτε κι αν πεθάνει η μητερα κι ο πατέρας του

ούτε κι αν μπροστά του τον αδελφό η' τον αγαπητό γιο 225

με χάλκινο σπαθί σφαζουν,και τα μάτια του βλεπουν

τέτοια η θυγατέρα του Δία θεραπευτικά είχε βοτανα,

ωφέλιμα,που η Πολυδαμνα της έδωσε,του Θωνα η γυναίκα,

η Αιγυπτια,γιατί άφθονα πολλά προσφέρει η γόνιμη εκεί γη

βοτανα,πολλά ωφέλιμα αναμειγμένα,πολλά δε βλαβερά 230

γιατρός ο καθένας εκει είναι  γνώστης σοφός σ'ολους

τους ανθρωπους,γιατ'ειναι του Παιηονα γεννια,

κι αφού τα'ρριξε και παράγγειλε στα κρασοποτηρα να χυσουν 

άρχισε πάλι να μιλά κι αυτά τα λόγια να λεει:

Ατρειδε Μενέλαε διοτρεφε και εσείς εδώ 235

αντρών γενναίων παιδιά,ομως ο θεός άλλοτε σ'αλλον

ο Ζευς καλό και κακό δίνει,αφού τα πάντα μπορει,

σε σας που τώρα καθισμένοι τρώτε και πινετε στο παλάτι

και στις διηγησεις ευχαριστιεστε,κάτι που να ταιριάζει

θα πω,όμως όλα δεν θα διηγηθώ ούτε θα ονοματισω 240

όσοι του Οδυσσέα του γενναιοκαρδου οι αθλοι ειναι

αλλ'αυτο δω που έπραξε και τόλμησε ο δυνατός άντρας

στη πόλη των Τρώων,όπου πάθατε συμφορές εσείς οι Αχαιοί,

τότε που αυτός πληγές φριχτες χάραζοντας στο σώμα

και κουρέλι βάζοντας στους ώμους,με δούλο μοιάζοντας, 245

στη πόλη των εχθρών αντρών μπήκε μεσα την ευρύχωρη

σ'αλλον αυτός μοιαζοντας κρυφτηκε σαν τον ζητιάνο

Δεκτη,αυτός που καθόλου τέτοιος δεν ήταν στων Αχαιων τα πλοια,

έτσι μοιαζοντας μπήκε στη πόλη των Τρώων μέσα,εκείνοι

όλοι μωραθηκαν,εγώ μόνο κατάλαβα ποιος αυτός ήταν,250

και τον ρώτησα,αυτός όμως με πονηριά μ'απεφυγε

αλλ'οταν αυτόν εγώ τον έλουσα και τον αλειψα με λαδι,

ρούχα του'δωσα και αφού του ορκίστηκα όρκο πιστευτό

να μην τον Οδυσσέα όπως πριν στους Τρώες γνωστός ηταν

φανερώσω πριν αυτός στα γρήγορα καράβια και στις σκηνές 255

γυρισει,τότε λοιπόν όλα μου τα ομολόγησε οι Αχαιοί που'χαν στον νου 

και πολλούς Τρώες αφού έσφαξε με το χάλκινο μακρύ ξίφος

γύρισε στους Αργιτες,και απ'αυτα που'μαθε έφερε πολλά,

τότε οι άλλες Τρωαδιτισες λυπητερά θρηνούσαν,όμως εμένα

η καρδιά χαιρονταν,γιατί η καρδιά μου πεθυμουσε να γυρίσω 260

γρήγορα στο σπίτι μου,κι απ'τη τυφλα στεναζα,που η Αφροδίτη

μου'φερε,όταν μ'εφερε σ'αλλον τόπο απ'της αγαπημένης πατρίδας

τη γη,κι απ'την κόρη μου χωρισμενη κι απο κρεβάτι κι απ'αντρα,

που τιποτα δεν του'λειπε,ούτε σε φρονηση ούτε σε ομορφα


 ἔνθ' αὖτ' ἄλλ' ἐνόησ' Ἑλένη Διὸς ἐκγεγαυῖα·

αὐτίκ' ἄρ' εἰς οἶνον βάλε φάρμακον, ἔνθεν ἔπινον,   220

νηπενθές τ' ἄχολόν τε, κακῶν ἐπίληθον ἁπάντων.

ὃς τὸ καταβρόξειεν, ἐπὴν κρητῆρι μιγείη,

οὔ κεν ἐφημέριός γε βάλοι κατὰ δάκρυ παρειῶν,

οὐδ' εἴ οἱ κατατεθναίη μήτηρ τε πατήρ τε,

οὐδ' εἴ οἱ προπάροιθεν ἀδελφεὸν ἢ φίλον υἱὸν   225

χαλκῷ δηϊόῳεν, ὁ δ' ὀφθαλμοῖσιν ὁρῷτο.

τοῖα Διὸς θυγάτηρ ἔχε φάρμακα μητιόεντα,

ἐσθλά, τά οἱ Πολύδαμνα πόρεν, Θῶνος παράκοιτις,

Αἰγυπτίη, τῇ πλεῖστα φέρει ζείδωρος ἄρουρα

φάρμακα, πολλὰ μὲν ἐσθλὰ μεμιγμένα, πολλὰ δὲ λυγρά,   230

ἰητρὸς δὲ ἕκαστος ἐπιστάμενος περὶ πάντων

ἀνθρώπων· ἦ γὰρ Παιήονός εἰσι γενέθλης.

αὐτὰρ ἐπεί ῥ' ἐνέηκε κέλευσέ τε οἰνοχοῆσαι,

ἐξαῦτις μύθοισιν ἀμειβομένη προσέειπεν·


«Ἀτρεΐδη Μενέλαε διοτρεφὲς ἠδὲ καὶ οἵδε   235

ἀνδρῶν ἐσθλῶν παῖδες, ἀτὰρ θεὸς ἄλλοτε ἄλλῳ

Ζεὺς ἀγαθόν τε κακόν τε διδοῖ· δύναται γὰρ ἅπαντα· -

ἦ τοι νῦν δαίνυσθε καθήμενοι ἐν μεγάροισι

καὶ μύθοις τέρπεσθε· ἐοικότα γὰρ καταλέξω.

πάντα μὲν οὐκ ἂν ἐγὼ μυθήσομαι οὐδ' ὀνομήνω,   240

ὅσσοι Ὀδυσσῆος ταλασίφρονός εἰσιν ἄεθλοι·

ἀλλ' οἷον τόδ' ἔρεξε καὶ ἔτλη καρτερὸς ἀνὴρ

δήμῳ ἔνι Τρώων, ὅθι πάσχετε πήματ' Ἀχαιοί.

αὐτόν μιν πληγῇσιν ἀεικελίῃσι δαμάσσας,

σπεῖρα κάκ' ἀμφ' ὤμοισι βαλών, οἰκῆϊ ἐοικώς,   245

ἀνδρῶν δυσμενέων κατέδυ πόλιν εὐρυάγυιαν.

ἄλλῳ δ' αὐτὸν φωτὶ κατακρύπτων ἤϊσκε

Δέκτῃ, ὃς οὐδὲν τοῖος ἔην ἐπὶ νηυσὶν Ἀχαιῶν·

τῷ ἴκελος κατέδυ Τρώων πόλιν, οἱ δ' ἀβάκησαν

πάντες· ἐγὼ δέ μιν οἴη ἀνέγνων τοῖον ἐόντα,   250

καί μιν ἀνειρώτευν· ὁ δὲ κερδοσύνῃ ἀλέεινεν.

ἀλλ' ὅτε δή μιν ἐγὼ λόεον καὶ χρῖον ἐλαίῳ,

ἀμφὶ δὲ εἵματα ἕσσα καὶ ὤμοσα καρτερὸν ὅρκον,

μή με πρὶν Ὀδυσῆα μετὰ Τρώεσσ' ἀναφῆναι,

πρίν γε τὸν ἐς νῆάς τε θοὰς κλισίας τ' ἀφικέσθαι,   255

καὶ τότε δή μοι πάντα νόον κατέλεξεν Ἀχαιῶν.

πολλοὺς δὲ Τρώων κτείνας ταναήκεϊ χαλκῷ

ἦλθε μετ' Ἀργείους, κατὰ δὲ φρόνιν ἤγαγε πολλήν.

ἔνθ' ἄλλαι Τρῳαὶ λίγ' ἐκώκυον· αὐτὰρ ἐμὸν κῆρ

χαῖρ', ἐπεὶ ἤδη μοι κραδίη τέτραπτο νεέσθαι   260

ἂψ οἶκόνδ', ἄτην δὲ μετέστενον, ἣν Ἀφροδίτη

δῶχ', ὅτε μ' ἤγαγε κεῖσε φίλης ἀπὸ πατρίδος αἴης,

παῖδά τ' ἐμὴν νοσφισσαμένην θάλαμόν τε πόσιν τε

οὔ τευ δευόμενον, οὔτ' ἂρ φρένας οὔτε τι εἶδος.»

.

.



Ελληνες Αχαιοι,Ελλαδαν οἰκεῖτε

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


η ένταση του νερού στα δέντρα

επαλήθευση του ωραιου

πόση ακίνητη σιωπή στις λέξεις

υπολογίζει τη μείωσης αξίας του κοσμου

επιμένει στους αιώνες της Ιστορίας

ο ρυθμός του σώματος

πολλαπλή επαναλαμβανόμενη βαρυτική έλξη

της σελήνης πάνω στο οχτώ 

του χταποδιού

ο εν χρω κουρεμένος Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκι 

ουρλιάζει

Τις ει;

με τι κόστος σιωπή;

μέσα σε έναν εκκοφαντικο θόρυβο

λογαριάζω το world tax 

και το αρχαίο υπεροπτικό κάτοπτρο

της Σαπφούς

αιχμαλωσία ανθρώπου ο χρονος

στον ύπνο δεν κινδυνεύω,είπε η Ηλέκτρα

Ελληνες Αχαιοι,Ελλαδαν οἰκεῖτε

κάπου μέσα στην Ιστορία μας η Σκαμανδρια Σμύρνη

επιμονη επιστροφή ψιθύρων

Ich weiß«

Ich weiß nicht

η Ελένη γέλασε,ένα χρυσό περιδέραιο στο λαιμο

μεσημέρι,στον ήχο των νερών

το εκκρεμές του αέρα

η διάφανη αυτοχθονη πράξη της σαυρας

φυσηξε ένας δυνατός ανεμος

στρατιώτες περνάνε,-μανα,που πάνε;

με τύμπανα και λάμψεις όπλων;

μια περιττή άθλια δοξα

.

.

.


Φωτογραφιση-Αιτωλικο-Αστακος-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Η επιμονη επιστροφή της μνημης-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Κάποτε το πραγματικό 2 εικονες

Αιτωλικο,μεσημερι,περιμενοντας

η λιμνοθαλασσα.μεσα 
στη σιωπη της.το παθος.
ηρθε.απλα.κοιταξε τη γαληνη.γοητευθηκε.
ενιωσε.το απειρο.χαρηκε.
''κοιταξε''.εδειξε.''η αντανακλαση τ'ουρανου''.
ενα.ενωμενο.
γαληνη.ομορφια.
.
.
Στον Αστακο. την άλλη μέρα,πρωί,θαλασσα στην ανατολη του ηλιου.

η θαλασσα .το ονομα της.βρηκαν τη βαρκα με τ'ονομα της.
σαν θαυμα.θαλασσα.χαραξε στην αμμο.το κυμα ηρθε.κυλησε 
τα χαλικια.γεμισε με τα γραμματα.τα ψαρια.τα χταποδια.
τα οστρακα.''δες.το ονομα γαλαζιο''.απεραντο.
.
.
.
.
.
.

 .


3 ελάχιστα λέξεων

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


πόση λευκότητα

ενός κυκνου

στο πρόσωπο της


η φωνή της

ένα κλωνάρι μέντας

αρωμα


ένα άπειρο

στο βλέμμα της

ορατό

.

.

.


Ελένη του Ευριπίδη

(μετάφραση αποσπασμάτων χ.ν.κουβελης c.n.couvelis)


Η παράσταση της Ευριπιδου Ελένης 

στην Αλεξάνδρεια

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


η Αλεξανδρεια μας μια έκτακτος πόλις είναι

λίαν κοσμικη και φιλότεχνος με θεάματα 

μουσικαι και απολαύσεις,ιδιαιτέρως δε το θέατρο

τιμούμε εμείς εδώ οι επίγονοι Έλληνες,τώρα

τι ο Ρωμαίος Καίσαρ θα καταλάβει από την Ευριπιδου

Ελένη αβέβαιον είναι,όμως μια καταλληλος ευκαιρια

να εμφανισθει ενωπιος εις τόσους πολλούς θεατας 

μετά της Κλεοπάτρας Ζ'  Φιλοπατωρος συν τον Αλέξανδρο 

τον Πτολεμαίο και τον Καισαριωνα τους παίδας βασιλισκους 

ότι δηλαδή απεμεινε από το λαμπρόν ελληνιστικό μας 

παρελθον,μια άλλη υπόθεση veni vidi vici είναι δι'αυτον


.

.

εμένα η γη κι η πατρίδα μου η Σπάρτη 

που άγνωστη δεν είναι,πατέρας μου ο Τυνδάρεω,

λένε πως ο Δίας προς την μάνα μου τη Λήδα 

πέταξε παίρνοντας τη μορφή πουλιού κυκνου

κι έτσι με πλάνη έσμιξε μαζί της δήθεν 20

το κυνήγι αετού αποφεύγοντας,αν αληθεια

είν' αυτό,εμένα Ελένη μ'ονομασαν


ἡμῖν δὲ γῆ μὲν πατρὶς οὐκ ἀνώνυμος

Σπάρτη, πατὴρ δὲ Τυνδάρεως· ἔστιν δὲ δὴ

λόγος τις ὡς Ζεὺς μητέρ᾽ ἔπτατ᾽ εἰς ἐμὴν

Λήδαν κύκνου μορφώματ᾽ ὄρνιθος λαβών,

ὃς δόλιον εὐνὴν ἐξέπραξ᾽ ὑπ᾽ αἰετοῦ 20

δίωγμα φεύγων, εἰ σαφὴς οὗτος λόγος·

Ἑλένη δ᾽ ἐκλήθην.

.


και ποια'ναι ομορφότερη πήγαν οι τρεις θεές

στην Ιδη σε μια σπηλιά ο Αλέξανδρος να διαλεξει

η Ήρα η Κύπριδα και του Δία η παρθένα θυγατέρα 25

όμως την ομορφιά μου,αν ομορφιά είναι η δυστυχία,

η Κύπριδα προσφέροντας στον Αλέξανδρο δική του,

νικαει,τότε αφήνοντας τις στάνες του ο Ιδαιος Παρις

στη Σπάρτη έρχεται γυναίκα να μ'εχει στο κρεβάτι 30


ἦλθον τρεῖς θεαὶ κάλλους πέρι

Ἰδαῖον ἐς κευθμῶν᾽ Ἀλέξανδρον πάρα,

Ἥρα Κύπρις τε διογενής τε παρθένος,25

μορφῆς θέλουσαι διαπεράνασθαι κρίσιν.

τοὐμὸν δὲ κάλλος, εἰ καλὸν τὸ δυστυχές,

Κύπρις προτείνασ᾽ ὡς Ἀλέξανδρος γαμεῖ,

νικᾶι. λιπὼν δὲ βούσταθμ᾽ Ἰδαῖος Πάρις

Σπάρτην ἀφίκεθ᾽ ὡς ἐμὸν σχήσων λέχος.30


η Ήρα όμως πικραμένη που τις θεες δεν νίκησε

ματαίωσε το ερωτικό με τον Αλέξανδρο κρεβάτι μου

δίνοντας όχι εμένα αλλά κάνωντας ομοιωμα μου

ειδωλο εμψυχο μ'αερα τ'ουρανου στου βασιλιά

Πριάμου το παιδί,κι αυτός νομίζει πως μ'εχει,35

μια κούφια φαντασία,χωρίς να μ'εχει


Ἥρα δὲ μεμφθεῖσ᾽ οὕνεκ᾽ οὐ νικᾶι θεὰς

ἐξηνέμωσε τἄμ᾽ Ἀλεξάνδρωι λέχη,

δίδωσι δ᾽ οὐκ ἔμ᾽ ἀλλ᾽ ὁμοιώσασ᾽ ἐμοὶ

εἴδωλον ἔμπνουν οὐρανοῦ ξυνθεῖσ᾽ ἄπο

Πριάμου τυράννου παιδί· καὶ δοκεῖ μ᾽ ἔχειν, 35

κενὴν δόκησιν, οὐκ ἔχων.


...εγώ όχι, 42

τ'όνομα μου μόνο έπαθλο στων Ελλήνων τα δορατα


... ἐγὼ μὲν οὔ,42

τὸ δ᾽ ὄνομα τοὐμόν, ἆθλον Ἕλλησιν δορός


κι εγώ εδω είμαι τωρα,ενώ ο δύστυχος άντρας μου

μαζεύοντας στρατευματα να επιδιώξει 50

στου Ιλιου να με ξαναπάρει τους πυργους πηγε

και ψυχές για μένα πολλές στου Σκαμανδρου

πέθαναν τα ρέματα 


κἀγὼ μὲν ἐνθάδ᾽ εἴμ᾽, ὁ δ᾽ ἄθλιος πόσις

στράτευμ᾽ ἀθροίσας τὰς ἐμὰς ἀναρπαγὰς 50

θηρᾶι πορευθεὶς Ἰλίου πυργώματα.

ψυχαὶ δὲ πολλαὶ δι᾽ ἔμ᾽ ἐπὶ Σκαμανδρίοις

ῥοαῖσιν ἔθανον


να κρατήσω για τον άντρα μου το κρεβάτι μου,65

γιατι αν κακό σ' όλη την Ελλάδα όνομα έχω,

εδώ το σώμα μου να μην εξευτελιστει πρεπει


ἵν᾽ ἀνδρὶ τἀμὰ διασώσηι λέχη,65

ὡς, εἰ καθ᾽ Ἑλλάδ᾽ ὄνομα δυσκλεὲς φέρω, 

μή μοι τὸ σῶμά γ᾽ ἐνθάδ᾽ αἰσχύνην ὄφληι

.

.


Ελενη-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Ελένη του Ευριπίδη(στίχοι 192-210)

ο θρήνος της Ελένης

(μετάφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis)


Ελένη.

ω απ'αρπαγη βάρβαρου πλοίου

Ελληνίδες κορες

κάποιος απ'τους Αχαιούς ναύτες

ήρθε,ήρθε δάκρυα στα δάκρυα μου φέρνοντας 195

το Ιλιο γκρεμίστηκε

και στη φωτιά καηκε

για μένα την φονισσα πολλών

για τ'όνομα μου των πολλών συμφορων,

η Λήδα κρεμάστηκε 200

και πέθανε απ'τις στεναχωριες

για τις ντροπες μου,

κι ο άντρας μου αφού στη θάλασσα 

πολύ πλανηθηκε χάθηκε και παει,

κι ο Κάστορας κι ο αδερφός του, 205

η δίδυμη δόξα της πατριδας

αφανισμενοι,κι αφανισμενα απ’των αλόγων

τους καλπασμους άφησαν τα ιπποδρομια

και τα γυμναστηρια στον γεμάτο καλαμια

Ευρώτα απ'τους νεανικους αγωνες 210


Ελενη. 

ὦ θήραμα βαρβάρου πλάτας, [στρ. β]

Ἑλλανίδες κόραι,

ναύτας Ἀχαιῶν τις

ἔμολεν ἔμολε δάκρυα δάκρυσί μοι φέρων·195

Ἰλίου κατασκαφαὶ

πυρὶ μέλουσι δαΐωι

δι᾽ ἐμὲ τὰν πολυκτόνον,

δι᾽ ἐμὸν ὄνομα πολύπονον,

Λήδα δ᾽ ἐν ἀγχόναις 200

θάνατον ἔλαβεν αἰσχύ-

νας ἐμᾶς ὑπ᾽ ἀλγέων,

ὁ δ᾽ ἐμὸς ἐν ἁλὶ πολυπλανὴς

πόσις ὀλόμενος οἴχεται,

Κάστορός τε συγγόνου τε 205

διδυμογενὲς ἄγαλμα πατρίδος

ἀφανὲς ἀφανὲς ἱππόκροτα λέ-

λοιπε δάπεδα γυμνάσιά τε

δονακόεντος Εὐρώ-

τα, νεανιᾶν  πόνον.210

.

.

.



Ο Όβιδιος στη Σκυθία(1862,32,1 cm χ 50,2 cm,πίνακας του Ντελακρουά)


ο εξόριστος ποιητής Publius Ovidius Naso

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


στη παγωμένη Σκυθία στους Τόμους του Πόντου

ο Publius Ovidius Naso εξόριστος narrat 

de barbaris incolis et de gelida terra

σε βαρβάρους κατοίκους και παγωμένη γη

ο Αύγουστος ήταν κατήγορος και δικαστής του

κανένας αλλος

για  duo crimina, carmen et error

το carmen ξέρουμε ήταν το ars amatoria 

όμως ποιο το error του;ποτέ δεν μαθευτηκε,

αλλά η ποινή relogatio εκτόπιση είναι γεγονός

αμετάκλητο,και σε τίποτα δεν τον ωφελούν οι Epistulae ex Ponto

η Tristia μένει η μόνη παρηγοριά για τη θλίψη του 

contra iniuriam στην αδικια

ίσως 

η moralia του Αυγούστου κόντρα 

στην 

amoralia του Οβίδιου

ήταν καθοριστική

βλέπει τα νερά του Δουναβη να κυλάνε

αλλάζοντας συνεχώς και θυμαται

πως πριν εξοριστει το 8 μΧ

πρόλαβε κι έκαψε τα 

Metamorphoseon libri

και τωρα

barbarus hic ego sum,quia non intellecor ulli

είναι ξένος εδώ και δεν καταλαβαίνει κανεναν

όμως η Κωνστάντζα της Ρουμανίας πρώην Τόμοι

του Εύξεινου Ποντου

έχει σήμερα να περηφανεύεται πως υπήρξε ο τοπος εξορίας

του Ρωμαίου ποιητή Οβιδιου,

κάτι είναι κι αυτό για την ανθρωπότητα

.

.

.

4 Ελληνικές Εκφράσεις

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis



άλογο
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

αυτό το πέτρινο κεφάλι
αλογου
έμεινε από τα άλογα μας
ανάγλυφο έργο επιδέξιου
γλύπτη
η μνήμη
.
.




μια εικόνα μεταφυσικής
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ανθη 
τον καθαρο
αμόλυντο αναπνέουν 
αέρα
το φως
.
.




Δομήνικος Θεοτοκόπουλος 
El Greco
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

εδώ στο Τολέδο στη ξενιτιά 
El Greco 
και στο Φόδελε στη πατρίδα
Δομήνικος Θεοτοκοπουλος
.
.



stil life

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


ένα θαύμα είναι 

τα ψάρια και το κρασί 

να πολλαπλασιασθούν 

και να χορτασθουν οι ταπεινοί και καταφρονεμενοι 

ολης της γης


ποιος,αλήθεια,ο θαυματοποιος;

.

.

.


Αρατε πύλας, οἱ ἄρχοντες ὑμῶν

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


και θα'ρθει 

μελλοντική μέρα 

που ο άνθρωπος 

επιτακτικά θα ζητήσει

-Αρατε πύλας, οἱ ἄρχοντες ὑμῶν, καὶ ἐπάρθητε, 

πύλαι αἰώνιοι, καὶ εἰσελεύσεται ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης.

και στην ειρωνική χλευαστικη ερωτηση

-Τίς ἐστιν οὗτος ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης;

θα απαντησει αναντιρρητα 

– Κύριος κραταιὸς καὶ δυνατός, 

Κύριος δυνατὸς ἐν πολέμου.

Κύριος τῶν δυνάμεων αὐτός ἐστιν ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης.


Και τότε στον κόσμο

δίκαια θα υψωθεί 

ανθρωπότητα

.

.

.

 

5 Ελληνικές Εκφράσεις

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

.

.



Φωτογραφιση
-Παπαρουνα -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ήρθε πάλι η εποχή
και τον αφανισμό του Αδωνη
το κόκκινο αίμα του
στη παπαρουνα
θυμιζει

ο θάνατος του
ένα γεγονός πραγματικό 
βέβαιο
η ανάσταση του 
θαυμα

που δεν πιστεύουμε πια
.
.






Φωτογράφιση 

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


κάποτε 

αυτοί οι άνθρωποι

υπήρξαν εκεί

ζωντανοι


τώρα 

σε πια αιωνιότητα

αναπνέουν;


κανένα σημάδι τους

ποτέ εδω

σε μας δεν θα φτάσει

.

.


Φωτογραφιση-Πεταλουδα
-χ.ν.κουβελης c.n.cpuvelis

η ιδέα 
της συμμετρίας
πεταλούδα
.
.




Φωτογραφιση-Παπαρουνα
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ποσο κόκκινο 
αναπνέει
η παπαρουνα
.
.




Φωτογραφιση-butterfly πεταλουδα

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Symmetry's Realizations

Butterfly

σε συμμετρια 

ησυχου υπνου

πεταλουδα

.

.

.

 

Contrapunto-mixed media:wood.neon light. glass.paper.color-3μ Χ 3μ

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Αντιστηξεις

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Τι ζηταμε στο Σύνταγμα πρωινή ώρα;

δεν απάντησα. 

Άκουσα,ειμαι βέβαιος.Μια πρόταση Ελευθερίας.

Είδα να κατεδαφιζουν υλικά ανθρώπων.

Καποιος εδινε οδηγίες στους εργάτες. 

Ένας περίεργος στάθηκε και φωτογράφιζε το γεγονός. 

Θέαμα είναι,ακουσα μια φωνή δίπλα μου. 

Κι επαναλαμβανε:Θεαμα Πολιτισμού Είναι.

Τονίζοντας μια μια τις λέξεις.

Σαν τανκς ήτανε ο ήχος. 

Η' σαν εκρήξεις.

Ενα παιδί από την μια άκρη της πλατείας 

μέχρι την άλλη μ'ενα κίτρινο ποδήλατο 

παιρνοντας φορά απογειώθηκε σαν αεροθουμενο 

προς την Μητροπολεως.

Ξεφυγε η'

θα επανερθει;

Τι ρωτάς;Μονο να ρωτάω θέλω.

Ο φωτογράφος με μια χορευτική κίνηση 

σκόρπισε τις φωτογραφίες στον αέρα. 

Εκείνες έπεφταν αργά σαν αλεξίπτωτα.

Μια τουρίστρια κολυμπούσε στο συντριβάνι. 

Ψάρι είναι,δεν είναι ανθρωπος. 

Κάποιος φώναξε. 

Επειτα γελασε.

Θα'ταν πολύ αστείο να'ταν άνθρωπος, σκέφτηκα. 

Αυτή την πρωινή ώρα στο Συνταγμα.

.

.

.

 3 Προεκτάσεις στην Πολιτεία του Πλατωνα,κεφάλαιο 10

-Αιας ο Τελαμωνιος-Οδυσσεας-Θερσιτης





ΚΛΙΤΙΑΣ ΜΕ ΕΓΡΑΨΕΝ, ΕΡΓΟΤΙΜΟΣ Μ ΕΠΟΙΗΣΕΝ(μελανόμορφος ελικωτος 

κρατηρας Francois,Ετρουρια,570-565 πΧ)

ο Αίας μεταφέρει τον νεκρό Αχιλλεα


δεν συμφωνείς,καλή μου Τεκμησσα;'

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


620b] εἰκοστὴν δὲ λαχοῦσαν ψυχὴν ἑλέσθαι λέοντος βίον· 

εἶναι δὲ τὴν Αἴαντος τοῦ Τελαμωνίου, φεύγουσαν ανθρώπων 

γενέσθαι,μεμνημένην τῆς τῶν ὅπλων κρίσεως.


τα ομηρικά παινεματα στην Ιλιαδα ραψωδια η' στίχος 211

τοῖος ἄρ᾽ Αἴας ὦρτο πελώριος, ἕρκος Ἀχαιῶν

κούφια τα θεωρούσε ρητορικες ποιητικες πομφολυγες

τώρα στη νέα του ζωή παντελώς θέλει να αποφυγει

την αισχρή κοροϊδία των Αχαιών και την ατίμωση

της τρέλας του

ο βίος του λιονταριού του ταιριαζε

κι αυτόν η εικοστή ψυχή του Αίαντα του Τελαμωνιου

στον μύθο του Ηρος,κεφάλαιο 10,Πολιτεία Πλάτωνα,

διάλεξε 


'δεν συμφωνείς,καλή μου Τεκμησσα;' την ρωτησε

.

.


ζητεῖν  βίον ἀνδρὸς ἰδιώτου ἀπράγμονος

ο Οδυσσευς

χ.ν.κουβελης c n couvelis


τι κέρδισε από την άλωση της Τροίας;

λωτοφάγους,σκύλες και χαρυβδες,κικκονες,Κύκλωπες,

την άσβεστη εχτρα του Ποσειδώνα,

και στην Ιθάκη η μνηστηροφονια,

δεν θέλει πλέον τέτοιες 

φιλοδοξίες,

μόνο δεν μετανιώνει για τις γυναίκες

την Κίρκη την Καλυψώ και την Ναυσικά,

η Πηνελόπη πίστη η' άπιστη καθόλου δεν τον ενδιαφέρει,

την ήσυχη απραγμονα ζωή ενός ιδιώτη θέλει,

τα ψέματα και τους μύθους των ραψωδων

στα συμπόσια των βασιλιαδων

απεχθάνεται,

να τώρα ήρθε η ώρα του τελευταίος να διαλέξει,

όχι δεν θα υποχωρήσει

στον μύθο του Ηρος

στην Πολιτεία του Πλάτωνα,κεφάλαιο 10

κατὰ τύχην δὲ τὴν Ὀδυσσέως λαχοῦσαν πασῶν ὑστάτην αἱρησομένην ἰέναι, 

μνήμῃ δὲ τῶν προτέρων πόνων φιλοτιμίας λελωφηκυῖαν ζητεῖν περιιοῦσαν 

χρόνον πολὺν βίον ἀνδρὸς ἰδιώτου ἀπράγμονος, καὶ μόγις εὑρεῖν κείμενόν 

που καὶ παρημελημένον [620d] ὑπὸ τῶν ἄλλων, καὶ εἰπεῖν ἰδοῦσαν 

ὅτι τὰ αὐτὰ ἂν ἔπραξεν καὶ πρώτη λαχοῦσα, καὶ ἁσμένην ἑλέσθαι.

.

.


ο γελωτοποιός Θερσίτης

το του πιθήκου σχήμα ελαχεν

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


(Ομήρου Ιλιάδα,ραψωδία β',στιχοι 211-220)

Ἄλλοι μέν ῥ’ ἕζοντο, ἐρήτυθεν δὲ καθ’ ἕδρας·

Θερσίτης δ’ ἔτι μοῦνος ἀμετροεπὴς ἐκολῴα,

ὃς ἔπεα φρεσὶν ᾗσιν ἄκοσμά τε πολλά τε ᾔδη

μάψ, ἀτὰρ οὐ κατὰ κόσμον, ἐριζέμεναι βασιλεῦσιν,

ἀλλ’ ὅ τι οἱ εἴσαιτο γελοίϊον Ἀργείοισιν215

ἔμμεναι· αἴσχιστος δὲ ἀνὴρ ὑπὸ Ἴλιον ἦλθε·

φολκὸς ἔην, χωλὸς δ’ ἕτερον πόδα· τὼ δέ οἱ ὤμω

κυρτὼ ἐπὶ στῆθος συνοχωκότε· αὐτὰρ ὕπερθε

φοξὸς ἔην κεφαλήν, ψεδνὴ δ’ ἐπενήνοθε λάχνη.

ἔχθιστος δ’ Ἀχιλῆϊ μάλιστ’ ἦν ἠδ’ Ὀδυσῆϊ

οι άλλοι κάθονταν ήσυχοι στις θέσεις τους,

μονάχα ο Θερσίτης αθυροστομος καυγαδιζε,

τέτοια λόγια πολλα ήξερε 

απρεπα και ηλίθια,

αλλανταλλων ασυναρτησίες,

κι εχθρικα ρίχνονταν στους βασιλιάδες,

νομιζωντας μ'αυτα 

οι Αργίτες θα γελάσουν,

ο πιο άσχημος άντρας που στο Ίλιο ήρθε,

αλληθωρος ήταν,κουτσός από το'να ποδαρι,

οι ώμοι του κυρτοι

στο στήθος χωνονταν,

το κεφάλι σουβλερο,

μ'αραιες τρίχες πανω,

μισητός πάρα πολύ στον Αχιλλέα 

αλλά και στον Οδυσσέα ηταν


μετά από τέτοιας λογής στίχους 

τι τύχη να περίμενε ο Θερσιτης;

αυτή του πιθήκου του ταίριαζε γάντι

έτσι στον μύθο του Ηρος

στην Πολιτεία του Πλατωνα,κεφάλαιο 10

κατά λέξη διαβαζουμε

πόρρω δ᾽ ἐν ὑστάτοις ἰδεῖν τὴν τοῦ γελωτοποιοῦ Θερσίτου 

πίθηκον ἐνδυομένην.


ένας πίθηκος λοιπόν αυτός που είχε το θάρρος,

το θάρσος κατά την αιολική διάλεκτο,

να τα'βαζει με τους ισχυρους 

και να τους εχθρεύεται

.

.

.





η αρπαγή της Ελενης


Αφροδίτη -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Πάρις Αλέξανδρος τε Ελενη φιλότητι τραπείεν εὐνηθέντες σὺν Ἀθήνῃ

(Ομήρου Ιλιάδα,ραψωδια Γ',στίχοι 381-447)

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


(Η θεα Αφροδίτη σώζει τον ευνοούμενο της Αλέξανδρο-Παρι

από τον Μενέλαο στην μονομαχία τους)


..........................αφού μ'ομιχλη αέρα τον έκρυψε,

και μέσα στον αρωματισμενο θάλαμο τον κάθισε,

έπειτα στην Ελένη αμέσως πήγε,αυτή πάνω στον πύργο 

βρήκε τον ψηλο γύρω μαζί με Τρωαδιτισες κι απ'το λεπτό

κομσο φόρεμα πιάνοντας με το χέρι τράβηξε

και με τη μορφή γριάς γνεστρας όπου από παλια την είχε

μίλησε,αυτή που στη Λακεδαίμονα κατοικουσε με τέχνη 

γνεθωντας εκλεκτό μαλλί και πάρα πολύ την αγαπούσε,

μ'αυτη λοιπόν ομοιασμενη της μίλησε η θεα Αφροδιτη,

έλα πάμε ο Αλέξανδρος σε καλεί στο σπίτι να γυρίσεις

κείνος μέσα στο θάλαμο και στο κοσμημενο με σπείρες 

κρεβατι μ'ομορφια αστράφτει και ρούχα,και δεν θα πεις

άντρας απο μάχη που ήταν πως ήρθε,αλλά από χορό

πως έρχεται η' από χορό που μόλις τελειωσε αναπαύεται

είπε,και τότε σ'αυτη η καρδιά μέσα στα στήθη ταράχτηκε,

αλλ'όμως όταν τον πανέμορφο είδε της θεάς λαιμό

τα ερωτικά ποθητά βυζιά και τα μάτια που'λαμπαν

θαμπώθηκε κι έπειτα αυτά της ειπε λόγια

πλανευτρα,γιατι μ'αυτά να με ξεγελάσεις προσπαθεις;

είτε σε πολη πιο πέρα πλούσια να με πας,

ειτε στη Φρυγία,είτε στην Μηονια την ερωτικη

αν κάποιος σου'ναι αγαπητός απ'τους θνητούς ανθρώπους 

επειδή ο Μενέλαος τώρα αφου τον όμορφο Αλεξανδρο

νίκησε θέλει στη πατριδα την άθλια εμένα να παρει

γι'αυτό τωρα λοιπόν εδώ μ'απατη στο νου παρουσιάστηκες;

έλα σ'αυτον πήγαινε και κάθισε,βγες έξω απ' των θεών 

το δρόμο,μήτε πια τα πόδια σου κατά τον Ολυμπο να στρέψεις 

αλλά πάντα δίπλα σ'αυτόν στέναζε κι αγρυπνα,

μέχρι η' γυναίκα του στο κρεβάτι να σε κάνει η' δουλα,

εκεί εγώ να πάω δεν θέλω,ντροπή θα'ταν,σ'εκεινου

να πέσω το κρεβάτι,οι Τρωαδιτισες πίσω μου όλες 

θα με κατακρίνουν,στη καρδιά εγώ απεριγραπτα εχω 

βασανα,σ'αυτή τότε οργισμένη η θεα απάντησε Αφροδιτη

μην μ'ερεθιζεις ανόητη,και απ'τον θυμό μου σε παρατησω,

τόσο να σε εχτρευτω όσο ως τώρα πολύ σ' αγάπησα

κι ανάμεσα στους δυο να σκεφτώ εχθρητες να φέρω 

φοβερές σε Τρώες και Δαναους και συ από κακια μοιρα 

αφανιστείς,είπε,και τρόμαξε η Ελένη η από τόν Δια γεννημένη

κι έφυγε τυλιγμένη μέσα στο λεπτό κάτασπρο φορεμα της

σιωπηλή,απ'ολες τις Τρωαδιτισες κρυφά,μπροστά δε η θεα

ήταν,κι αυτές όταν εφτασαν στ'Αλεξανδρου τ'ομορφο σπίτι,

γρήγορα οι υπηρέτριες τη δουλειά έπιασαν,και στον ψηλοροφο

ανεβηκε θάλαμο η ωραία γυναίκα και τότε κάθισμα η Αφροδίτη  

με τ'όμορφο χαμογελο πηρε κι απέναντι στον Αλέξανδρο η θεα 

το'φερε κι έβαλε όπου καθίζει η Ελένη η κόρη του Δία 

που την ασπίδα από αιγας δέρμα εχει,και με γυρισμένα 

προς αυτόν τά μάτια στον άντρα της με λόγια έλεγε επίπληξης,

γύρισες πίσω απ'τον πόλεμο,καλλίτερα να'χες εκεί σκοτωθεί

απ'αντρα νικημένος δυνατό,που ο πρωτος άντρας μου ήταν,

εσύ καυχιοσουν πριν πως απ'τον αντρειο Μενέλαο,στη δύναμη 

και στα χέρια και στο κοντάρι ανώτερος είσαι,εμπρος λοιπόν 

πηγαινε τώρα τον γενναίο να προκαλέσεις Μενέλαο,

πάλι εναντίον του να μονομαχήσεις,αλλ'εγω να κάτσεις φρόνιμα

σε συμβουλεύω,μήτε βίαιο πόλεμο με τον ξανθό Μενελαο 

να πολεμισεις μητε νσε μαχη να μπεις αστοχαστα,μήπως γρήγορα 

κάτω απ''το δόρι του υποταχτεις,και τότε ο Πάρις της απάντησε 

και είπε,γυναίκα μη με βαρια  χλευασμού λόγια με ξεφτευλιζεις

γιατί τώρα αν ο Μενέλαος με τη βοήθεια με νίκησε  της Αθηνας 

εκείνον αυριο κι εγώ,γιατί θεοί στο πλευρό είναι και σε μας,

αλλά έλα πήγαινε ερωτικά στο κρεβατι να ξαπλώσουμε,

γιατί ποτέ τόσος ως τώρα ο έρωτας δεν μου κατακυριεψε 

το μυαλο, ούτε όταν την πρώτη φορά απ'την Λακεδαιμονα 

την ερωτική σ'άρπαξα πλέοντας με τα ποντοπόρα καράβια 

και στο νησί της Κραναης σμιχτηκα μαζί σου ερωτικα 

στο κρεβάτι,όσο για σένα τώρα νιώθω έρωτα και γλυκός πόθος 

να με συνταράζει,αυτά είπε,και πήγε στο κρεβατι,τότε αμέσως 

ακολουθησε κι η γυναικα

.

.


..................... ἐκάλυψε δ’ ἄρ’ ἠέρι πολλῇ,

κὰδ δ’ εἷσ’ ἐν θαλάμῳ εὐώδεϊ κηώεντι.

αὐτὴ δ’ αὖ Ἑλένην καλέουσ’ ἴε· τὴν δὲ κίχανε

πύργῳ ἐφ’ ὑψηλῷ, περὶ δὲ Τρῳαὶ ἅλις ἦσαν·

χειρὶ δὲ νεκταρέου ἑανοῦ ἐτίναξε λαβοῦσα,385

γρηῒ δέ μιν ἐϊκυῖα παλαιγενέϊ προσέειπεν

εἰροκόμῳ, ἥ οἱ Λακεδαίμονι ναιετοώσῃ

ἤσκειν εἴρια καλά, μάλιστα δέ μιν φιλέεσκε·

τῇ μιν ἐεισαμένη προσεφώνεε δῖ’ Ἀφροδίτη·

«δεῦρ’ ἴθ’· Ἀλέξανδρός σε καλεῖ οἶκον δὲ νέεσθαι.390

κεῖνος ὅ γ’ ἐν θαλάμῳ καὶ δινωτοῖσι λέχεσσι

κάλλεΐ τε στίλβων καὶ εἵμασιν· οὐδέ κε φαίης

ἀνδρὶ μαχεσσάμενον τόν γ’ ἐλθεῖν, ἀλλὰ χορὸν δὲ

ἔρχεσθ’, ἠὲ χοροῖο νέον λήγοντα καθίζειν.»

 Ὣς φάτο, τῇ δ’ ἄρα θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ὄρινε·395

καί ῥ’ ὡς οὖν ἐνόησε θεᾶς περικαλλέα δειρὴν

στήθεά θ’ ἱμερόεντα καὶ ὄμματα μαρμαίροντα,

θάμβησέν τ’ ἄρ’ ἔπειτα ἔπος τ’ ἔφατ’ ἔκ τ’ ὀνόμαζε·

«δαιμονίη, τί με ταῦτα λιλαίεαι ἠπεροπεύειν;

ἦ πῄ με προτέρω πολίων εὖ ναιομενάων400

ἄξεις, ἢ Φρυγίης ἢ Μῃονίης ἐρατεινῆς,

εἴ τίς τοι καὶ κεῖθι φίλος μερόπων ἀνθρώπων·

οὕνεκα δὴ νῦν δῖον Ἀλέξανδρον Μενέλαος

νικήσας ἐθέλει στυγερὴν ἐμὲ οἴκαδ’ ἄγεσθαι,

τοὔνεκα δὴ νῦν δεῦρο δολοφρονέουσα παρέστης;405

ἧσο παρ’ αὐτὸν ἰοῦσα, θεῶν δ’ ἀπόεικε κελεύθου,

μηδ’ ἔτι σοῖσι πόδεσσιν ὑποστρέψειας Ὄλυμπον,

ἀλλ’ αἰεὶ περὶ κεῖνον ὀΐζυε καί ἑ φύλασσε,

εἰς ὅ κέ σ’ ἢ ἄλοχον ποιήσεται ἢ ὅ γε δούλην.

κεῖσε δ’ ἐγὼν οὐκ εἶμι—νεμεσσητὸν δέ κεν εἴη—410

κείνου πορσανέουσα λέχος· Τρῳαὶ δέ μ’ ὀπίσσω

πᾶσαι μωμήσονται· ἔχω δ’ ἄχε’ ἄκριτα θυμῷ.»

Τὴν δὲ χολωσαμένη προσεφώνεε δῖ’ Ἀφροδίτη·

«μή μ’ ἔρεθε σχετλίη, μὴ χωσαμένη σε μεθείω,

τὼς δέ σ’ ἀπεχθήρω ὡς νῦν ἔκπαγλ’ ἐφίλησα,415

μέσσῳ δ’ ἀμφοτέρων μητίσομαι ἔχθεα λυγρὰ

Τρώων καὶ Δαναῶν, σὺ δέ κεν κακὸν οἶτον ὄληαι.

Ὣς ἔφατ’, ἔδεισεν δ’ Ἑλένη Διὸς ἐκγεγαυῖα,

βῆ δὲ κατασχομένη ἑανῷ ἀργῆτι φαεινῷ

σιγῇ, πάσας δὲ Τρῳὰς λάθεν· ἦρχε δὲ δαίμων.420

Αἳ δ’ ὅτ’ Ἀλεξάνδροιο δόμον περικαλλέ’ ἵκοντο,

ἀμφίπολοι μὲν ἔπειτα θοῶς ἐπὶ ἔργα τράποντο,

ἣ δ’ εἰς ὑψόροφον θάλαμον κίε δῖα γυναικῶν.

τῇ δ’ ἄρα δίφρον ἑλοῦσα φιλομειδὴς Ἀφροδίτη

ἀντί’ Ἀλεξάνδροιο θεὰ κατέθηκε φέρουσα·425

ἔνθα κάθιζ’ Ἑλένη κούρη Διὸς αἰγιόχοιο

ὄσσε πάλιν κλίνασα, πόσιν δ’ ἠνίπαπε μύθῳ·

«ἤλυθες ἐκ πολέμου· ὡς ὤφελες αὐτόθ’ ὀλέσθαι

ἀνδρὶ δαμεὶς κρατερῷ, ὃς ἐμὸς πρότερος πόσις ἦεν.

ἦ μὲν δὴ πρίν γ’ εὔχε’ ἀρηϊφίλου Μενελάου430

σῇ τε βίῃ καὶ χερσὶ καὶ ἔγχεϊ φέρτερος εἶναι·

ἀλλ’ ἴθι νῦν προκάλεσσαι ἀρηΐφιλον Μενέλαον

ἐξαῦτις μαχέσασθαι ἐναντίον· ἀλλά σ’ ἔγωγε

παύεσθαι κέλομαι, μηδὲ ξανθῷ Μενελάῳ

ἀντίβιον πόλεμον πολεμίζειν ἠδὲ μάχεσθαι435

ἀφραδέως, μή πως τάχ’ ὑπ’ αὐτοῦ δουρὶ δαμήῃς.»

Τὴν δὲ Πάρις μύθοισιν ἀμειβόμενος προσέειπε·

«μή με γύναι χαλεποῖσιν ὀνείδεσι θυμὸν ἔνιπτε·

νῦν μὲν γὰρ Μενέλαος ἐνίκησεν σὺν Ἀθήνῃ,

κεῖνον δ’ αὖτις ἐγώ· πάρα γὰρ θεοί εἰσι καὶ ἡμῖν.440

ἀλλ’ ἄγε δὴ φιλότητι τραπείομεν εὐνηθέντε·

οὐ γάρ πώ ποτέ μ’ ὧδέ γ’ ἔρως φρένας ἀμφεκάλυψεν,

οὐδ’ ὅτε σε πρῶτον Λακεδαίμονος ἐξ ἐρατεινῆς

ἔπλεον ἁρπάξας ἐν ποντοπόροισι νέεσσι,

νήσῳ δ’ ἐν Κραναῇ ἐμίγην φιλότητι καὶ εὐνῇ,445

ὥς σεο νῦν ἔραμαι καί με γλυκὺς ἵμερος αἱρεῖ.»

Ἦ ῥα, καὶ ἄρχε λέχος δὲ κιών· ἅμα δ’ εἵπετ’ ἄκοιτις.

.

.

.


Υπερ/θεσεις-3μ χ 4.5μ-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


τι απόσταση

διανύουν οι λέξεις μας

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


τι απόσταση

διανύουν οι λέξεις μας

μέχρι την ανυπαρξία μας


αρχαικο ειναι

το μειδιαμα των νερων 

στον ήχο της αμμου

αυτή η ένοπλη περιέργεια

των κρινων

με επαναλαμβανόμενο ρυθμο

έκρυθμη πολλαπλότητα 

σώματος είσαι

ψίθυρος μέλισσας

διαυγης

άκου το θρόισμα του ψαριού

στην ατέρμονη πίεση του χρόνου

τώρα,η ελάχιστη χειρονομία

στην υπερβολική απειροτητα

που εισαι

λευκοτερα αρμονική

δίεση άγριας μέντας

ισομετρη ωραιοτητας

οι λέξεις μας πλησιάζουν

μας αγγίζουν


από εδώ 

μπορεί να σε βλέπω

σαν θαυμα 

απεριττο

.

.

.

 


και η θάλασσα 

ο ήχος στη φωνή της

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


και η θάλασσα 

ο ήχος στη φωνή της

τι γυρεύουν τα σώματα μας

εδώ σ' αυτά τ'ακρογυαλια

μια άσκηση νερού

να λύσεις

τα χέρια σου

ε εσύ των αοράτων ωραιότητα

χρώμα 

αμείωτου φωτός

τα χειλη

το πρόσωπο της

στην άνωση του ήλιου

λαμπερο

η σπονδυλικη στηλη των φωνηεντων 

και συμφωνων μας

ακου,πάλι

το φως

.

.

.



πόσο αίνιγμα είναι 

η πραγματικότητα

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


1

πόσο αίνιγμα

είναι η πραγματικότητα;


σαν το ψάρι 

σε δίχτυ

τύλιξαν το σώμα

του Ατρειδη

η Ηλέκτρα άκουσε τη κραυγή

'σκοτώνουν τον πατέρα,Ορεστη'

την άλλη μέρα 

είδε ένα άλογο 

ορνια τρώγαν τις σάρκες του αναβάτη του

τόση πραγματικότητα

ένα κενό

μια βαρειά σιωπη

τόσες ψυχές 

χορτάρι στις πέτρες

το βράδυ στο θέατρο

η Μόνα Λίζα

στο ρόλο μιας Ναπολιτάνας πόρνης

'σας αρέσουν τα πόδια μου;

η' μήπως προτιμάται τα βυζιά μου;'

τότε,συνέχισε,διάβαζα 

Alberto Moravia,

Racconti Romani:

Che cosa faresti se ti innamorassi di un'altra donna?". 

τον ρώτησα,

E io rispondevo: "Non è possibile: amo te e questo 

sentimento durerа tutta la vita."

άρχισε να βρέχει

οι θεατές άνοιξαν τις ομπρέλες

την άκουσαν να λεει:

'και εσυ ενας γερος ξαπλωνεις με τετοια γυναικα

ασπρα μπρατσα 1000 e ασπρα μπουτια 3000 e

σωματεμπορειο .τζαμπα πραμα'

την άλλη μέρα γύρισαν

στις ασχολίες τους

η μνήμη τους θόλωσε

who know something

about the last 20 seconds

ακούστηκε μια κραυγή

Ορέστη ακούς;

'ο φόνος του πατερα

επαναλαμβανεται'

από τα ορυχεία

των ψυχών

όλες αυτές οι ιστοριες

.

.

2

αν η Θηβαια Σφίγγα 

στο Οιδιποδα

αντι να λύσει το αίνιγμα

-Τί εστίν, ό μίαν έχον φωνήν, 

τετράπουν και δίπουν 

και τρίπουν γίνεται-

του έδινε 

τον κύβο του Rubik,

τι θα συνέβαινε τότε 

στην Καδμεία Θήβα;

.

.

.


Ο Άρης και η Αφροδίτη στα δίχτυα του Ηφαιστου ενώπιον των θεών

( Johann Heiss 1679)


ο Άρης και η Αφροδιτη πιάνονται στα δεσμά του Ηφαίστου

(Ομήρου Οδύσσεια,ραψωδια θ',στίχοι 266-343)

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


(Ο Οδυσσέας στο νησί των Φαιάκων,στο ανάκτορο του βασιλιά Αλκίνοου

ο ραψωδος Δημόδοκος τραγουδά διασκεδάζοντας τους καλεσμενους)


ωστόσο αυτός τη φόρμιγγα παίζοντας αρχισε όμορφο

τραγούδι για το έρωτα του Άρη και της Αφροδίτης 

με τ'ομορφο στεφάνι στα μαλλιά,πως πρωτοσμιχτηκαν

κρυφά στου Ηφαίστου το σπίτι,πολλά αυτος της δωρισε,

κι ατιμασε το κρεβάτι και του ανακτα Ηφαιστου το στρώμα 

και τότε ο Ήλιος το μαρτύρησε,αφού τους κατάλαβε

ερωτικά να σμιγουν,κι ο Ηφαιστος λοιπόν σαν ακουσε

το πικρό το νέο στο χαλκοργειο πάει στο μυαλο εχοντας

δολερο σχέδιο κακο κι εκεί μεγάλο έστησε αμόνι 

κι έκοψε ασπασπα δεσμά κι άλυτα,όπου ακαριαία 

παγιδευμένοι γερά να μεινουν,και μόλις τα δολώματα 

έφτιαξε με τον Άρη οργισμενος,πήγε στο θάλαμο αμέσως ,

όπου το γαμηλιο  ήταν κρεβάτι του ,γύρω τότε απ'του κρεβατιού

τα πόδια παντου τα δεσμά  κύκλωσε,πολλά επίσης

κι από πανω απ'τα δοκάρια κρέμασε  της σκεπής 

λεπτά σαν της αράχνης ο ιστός,π'ούτε να δει κανενας

δεν θα μπορουσε ούτε απ'τους μακαριους θεους,

γιατί τόσο επιδέξια τα'χε κάνει δολερα ,

κι όταν γυρω  απ'το κρεβάτι όλη τη παγίδα άπλωσε

στη Λήμνο έκανε πως  πάει,την καλοκτισμενη πόλη,

που απ'ολους τους τόπους πολύ πιο αγαπητη του ήταν 

κι ο Άρης με τα χρυσά ηνια τυφλός δεν παραφυλαγε

όταν τον φημιστο ειδε τεχνίτη μακριά να φευγει

κίνησε στου φημισμενου Ηφαιστου να πάει το σπιτι

της Κυθέρειας τον έρωτα ποθωντας με τ'ομορφο στεφανι 

κι αυτή μόλις απ'τον πατέρα τον μεγαλοδυναμο του Κρόνου γιο 

ειχ'ερθει και καθονταν,αυτός λοιπόν αφού στο σπίτι μέσα μπήκε

τότε της  έπιασε τα χέρια και μιλώντας της ειπε,

έλα,αγάπη μου,στο κρεβάτι,να ευχαριστηθουμε στο στρώμα

ξαπλωμένοι,γιατί ο Ήφαιστος σ'αλλο πήγε τόπο,αλλά ήδη

στη Λήμνο θα'χει φτάσει στους αγριοφωνους τους Σιντιους

έτσι είπε,και σ'αυτη αρεστό της φάνηκε να κοιμηθουν

κι αυτοί όταν πήγαν στο κρεβάτι να ξαπλωσουν γυρω

από παντου τα δεσμά του πανέξυπνου τους τύλιξαν Ηφαιστου 

τα τεχνητά κι ούτε τα μέλη τους να κουνήσουν μπορούσαν 

ούτε να σηκωθουν,και τότε κατάλαβαν,ότι δεν ξεφευγουν πλέον 

απ'τα δεσμα,κι έφτασε τότε κοντά σ'αυτους ο φημιστος χωλός  

αμέσως πίσω γυρίζοντας πριν στη γη της Λήμνου φτασει

γιατί ο Ήλιος που παραφυλαγε και του το μαρτυρισε

έτσι λοιπόν πάει στο σπίτι του,με σπαραγμενη τη καρδιά,

στα πόρτα στάθηκε,άγριος τον τράνταξε θυμός 

και με τρομερή φωνή φώναξε όλοι να τον ακούσουν οι θεοι

Πατέρα Δία κι οι άλλοι μακάριοι θεοί οι αιώνιοι

ελάτε,για να δειτε πράξεις ντροπής κι απρεπα

πως εμένα τον χωλό η Αφροδίτη του Δία η θυγατέρα

μ'ατιμαζει και με τον ολεθριο ερωτοτροπει τον Αρη

γιατί'ναι όμορφος κι αρτιμελής,ενώ εγώ σακατεμενος

εγεννηθηκα,αλλ'όμως κανένας άλλος αίτιος,παρά

οι δυο γονείς μου,που μακάρι να μην γενναγαν

αλλά κοιτάξτε,πως οι δύο τους ερωτικά κοιμούνται 

ανεβαίνοντας στο κρεβάτι μου κι εγώ στενάζω να τους βλέπω,

δεν νομίζω αυτοι  να ελπίζουν έτσι ακομα για πολύ 

να ξαπλώνουν,κι ας τόσο πολύ αγαπιουνται,πολύ γρήγορα  

κι οι δυο δεν θα θέλουν να κοιμούνται,αλλ' ο δόλος 

και τα δεσμά θα τους κρατήσουν,μέχρι όλα ο πατέρας

να μου ξαναδώσει  τα γαμηλια δώρα,όσα για χάρη 

της ξεδιαντροπης κορης του πρόσφερα στο χερι,

γιατι'ναι όμορφη η θυγατερα,αλλ'ομως δεν αντιστέκεται 

στο πάθος,έτσι είπε κι οι θεοί μαζεύτηκαν στο με τη χαλκινη 

τη βαση σπιτι,ήρθε ο Ποσειδώνας που τη γη σείει,

ήρθε ο κλέφτηςΕρμής,ήρθε κι ο Απόλλωνας ο ανακτας 

δοξαριστης,οι γυναίκες όμως οι θεές από ντροπή 

στα σπίτια κάθε μία έμεινε,μπροστά λοιπόν οι θεοί 

στις πόρτες στάθηκαν,των αγαθών οι δωρητες,

τότε ακατάπαυστο ξεσπασε γέλιο στους μακαριους θεους,

όταν τις δολερες αντίκρισαν τέχνες του πανέξυπνου Ηφαιστου,

κι εδώ τότε ένας κοιτώντας τον διπλανό του λέει,

τα κακά δεν ωφελουν έργα,κι ο αργος τον ταχυ προφτανει,

όπως και τώρα ο Ήφαιστος αν κι αργος έπιασε τον Αρη

που τον πιο ταχυ να είναι στους θεόυς οι  Ολυμπιοι εχουν,

χωλός οντας,με το δολερο το τέχνασμα,και της μοιχείας

το πρόστιμο οφείλει,τέτοια λοιπόν μεταξύ τους έλεγαν,

και στον Ερμή λέει ο ανακτας Απόλλωνας ο γιος του Δια,

Ερμή γιε του Δία,αγγελιοφόρε,αγαθών δωρητή,

μήπως σε τέτοια δεν θα'θελες δυνατά δεσμα σφιχτα 

να πιαστεις αν είναι  με την ξανθή να κοιμηθείς Αφροδίτη

στο κρεβάτι;και τότε σ'αυτον απάντησε ο αγγελιοφόρος

του Αργου ο φονιάς,μακάρι αυτό να γίνονταν,δοξαριστη

Απόλλωνα ανακτα,κι ας μου'χαν τρις φορές γύρω μου δεσμα  

τοσα άπειρα,κι ας με κοιταζατε εσείς οι θεοί κι όλες οι θεες

μόνο εγώ με την ξανθη να ξάπλωνα Αφροδίτη στο κρεβάτι,

έτσι είπε,και τότε γέλιο ξέσπασε στους αθάνατους θεους

.

.

αὐτὰρ ὁ φορμίζων ἀνεβάλλετο καλὸν ἀείδειν

ἀμφ' Ἄρεος φιλότητος ἐϋστεφάνου τ' Ἀφροδίτης,

ὡς τὰ πρῶτ' ἐμίγησαν ἐν Ἡφαίστοιο δόμοισι

λάθρῃ· πολλὰ δὲ δῶκε, λέχος δ' ᾔσχυνε καὶ εὐνὴν

Ἡφαίστοιο ἄνακτος. ἄφαρ δέ οἱ ἄγγελος ἦλθεν   270

Ἥλιος, ὅ σφ' ἐνόησε μιγαζομένους φιλότητι.

Ἥφαιστος δ' ὡς οὖν θυμαλγέα μῦθον ἄκουσε,

βῆ ῥ' ἴμεν ἐς χαλκεῶνα, κακὰ φρεσὶ βυσσοδομεύων·

ἐν δ' ἔθετ' ἀκμοθέτῳ μέγαν ἄκμονα, κόπτε δὲ δεσμοὺς

ἀῤῥήκτους ἀλύτους, ὄφρ' ἔμπεδον αὖθι μένοιεν.   275

αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ τεῦξε δόλον κεχολωμένος Ἄρει,

βῆ ῥ' ἴμεν ἐς θάλαμον, ὅθι οἱ φίλα δέμνια κεῖτο·

ἀμφὶ δ' ἄρ' ἑρμῖσιν χέε δέσματα κύκλῳ ἁπάντῃ,

πολλὰ δὲ καὶ καθύπερθε μελαθρόφιν ἐξεκέχυντο,

ἠΰτ' ἀράχνια λεπτά· τά γ' οὔ κέ τις οὐδὲ ἴδοιτο,   280

οὐδὲ θεῶν μακάρων· περὶ γὰρ δολόεντα τέτυκτο.

αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ πάντα δόλον περὶ δέμνια χεῦεν,

εἴσατ' ἴμεν ἐς Λῆμνον, ἐϋκτίμενον πτολίεθρον,

ἥ οἱ γαιάων πολὺ φιλτάτη ἐστὶν ἁπασέων.

οὐδ' ἀλαὸς σκοπιὴν εἶχε χρυσήνιος Ἄρης,   285

ὡς ἴδεν Ἥφαιστον κλυτοτέχνην νόσφι κιόντα·

βῆ δ' ἴμεναι πρὸς δῶμα περικλυτοῦ Ἡφαίστοιο,

ἰχανόων φιλότητος ἐϋστεφάνου Κυθερείης.

ἡ δὲ νέον παρὰ πατρὸς ἐρισθενέος Κρονίωνος

ἐρχομένη κατ' ἄρ' ἕζεθ'· ὁ δ' εἴσω δώματος ᾔει   290

ἔν τ' ἄρα οἱ φῦ χειρὶ ἔπος τ' ἔφατ' ἔκ τ' ὀνόμαζε·

«δεῦρο, φίλη, λέκτρονδε, τραπείομεν εὐνηθέντε·

οὐ γὰρ ἔθ' Ἥφαιστος μεταδήμιος, ἀλλά που ἤδη

οἴχεται ἐς Λῆμνον μετὰ Σίντιας ἀγριοφώνους.»

ὣς φάτο, τῇ δ' ἀσπαστὸν ἐείσατο κοιμηθῆναι.   295

τὼ δ' ἐς δέμνια βάντε κατέδραθον· ἀμφὶ δὲ δεσμοὶ

τεχνήεντες ἔχυντο πολύφρονος Ἡφαίστοιο,

οὐδέ τι κινῆσαι μελέων ἦν οὐδ' ἀναεῖραι.

καὶ τότε δὴ γίνωσκον, ὅ τ' οὐκέτι φυκτὰ πέλοντο.

ἀγχίμολον δέ σφ' ἦλθε περικλυτὸς ἀμφιγυήεις,   300

αὖτις ὑποστρέψας πρὶν Λήμνου γαῖαν ἱκέσθαι·

Ἠέλιος γάρ οἱ σκοπιὴν ἔχεν εἶπέ τε μῦθον.

βῆ δ' ἴμεναι πρὸς δῶμα, φίλον τετιημένος ἦτορ·

ἔστη δ' ἐν προθύροισι, χόλος δέ μιν ἄγριος ᾕρει·

σμερδαλέον δ' ἐβόησε γέγωνέ τε πᾶσι θεοῖσι·   

«Ζεῦ πάτερ ἠδ' ἄλλοι μάκαρες θεοὶ αἰὲν ἐόντες,

δεῦθ', ἵνα ἔργ' ἀγέλαστα καὶ οὐκ ἐπιεικτὰ ἴδησθε,

ὡς ἐμὲ χωλὸν ἐόντα Διὸς θυγάτηρ Ἀφροδίτη

αἰὲν ἀτιμάζει, φιλέει δ' ἀΐδηλον Ἄρηα,

οὕνεχ' ὁ μὲν καλός τε καὶ ἀρτίπος, αὐτὰρ ἐγώ γε   310

ἠπεδανὸς γενόμην· ἀτὰρ οὔ τί μοι αἴτιος ἄλλος,

ἀλλὰ τοκῆε δύω, τὼ μὴ γείνασθαι ὄφελλον.

ἀλλ' ὄψεσθ', ἵνα τώ γε καθεύδετον ἐν φιλότητι,

εἰς ἐμὰ δέμνια βάντες· ἐγὼ δ' ὁρόων ἀκάχημαι.

οὐ μέν σφεας ἔτ' ἔολπα μίνυνθά γε κειέμεν οὕτω,   315

καὶ μάλα περ φιλέοντε· τάχ' οὐκ ἐθελήσετον ἄμφω

εὕδειν· ἀλλά σφωε δόλος καὶ δεσμὸς ἐρύξει,

εἰς ὅ κέ μοι μάλα πάντα πατὴρ ἀποδῷσιν ἔεδνα,

ὅσσα οἱ ἐγγυάλιξα κυνώπιδος εἵνεκα κούρης,

οὕνεκά οἱ καλὴ θυγάτηρ, ἀτὰρ οὐκ ἐχέθυμος.»

καὶ μάλα περ φιλέοντε· τάχ' οὐκ ἐθελήσετον ἄμφω

εὕδειν· ἀλλά σφωε δόλος καὶ δεσμὸς ἐρύξει,

εἰς ὅ κέ μοι μάλα πάντα πατὴρ ἀποδῷσιν ἔεδνα,

ὅσσα οἱ ἐγγυάλιξα κυνώπιδος εἵνεκα κούρης,

οὕνεκά οἱ καλὴ θυγάτηρ, ἀτὰρ οὐκ ἐχέθυμος.»   320

ὣς ἔφαθ', οἱ δ' ἀγέροντο θεοὶ ποτὶ χαλκοβατὲς δῶ·

ἦλθε Ποσειδάων γαιήοχος, ἦλθ' ἐριούνης

Ἑρμείας, ἦλθεν δὲ ἄναξ ἑκάεργος Ἀπόλλων.

θηλύτεραι δὲ θεαὶ μένον αἰδόϊ οἴκοι ἑκάστη.

ἔσταν δ' ἐν προθύροισι θεοί, δωτῆρες ἑάων·   325

ἄσβεστος δ' ἄρ' ἐνῶρτο γέλως μακάρεσσι θεοῖσι

τέχνας εἰσορόωσι πολύφρονος Ἡφαίστοιο.

ὧδε δέ τις εἴπεσκεν ἰδὼν ἐς πλησίον ἄλλον·

«οὐκ ἀρετᾷ κακὰ ἔργα· κιχάνει τοι βραδὺς ὠκύν,

ὡς καὶ νῦν Ἥφαιστος ἐὼν βραδὺς εἷλεν Ἄρηα,   330

ὠκύτατόν περ ἐόντα θεῶν οἳ Ὄλυμπον ἔχουσιν,

χωλὸς ἐών, τέχνῃσι· τὸ καὶ μοιχάγρι' ὀφέλλει.»

ὣς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον·

Ἑρμῆν δὲ προσέειπεν ἄναξ Διὸς υἱὸς Ἀπόλλων·

«Ἑρμεία Διὸς υἱέ, διάκτορε, δῶτορ ἑάων,   335

ἦ ῥά κεν ἐν δεσμοῖσ' ἐθέλοις κρατεροῖσι πιεσθεὶς

εὕδειν ἐν λέκτροισι παρὰ χρυσῇ Ἀφροδίτῃ;»

τὸν δ' ἠμείβετ' ἔπειτα διάκτορος Ἀργεϊφόντης·

«αἲ γὰρ τοῦτο γένοιτο, ἄναξ ἑκατηβόλ' Ἄπολλον.

δεσμοὶ μὲν τρὶς τόσσοι ἀπείρονες ἀμφὶς ἔχοιεν,   340

ὑμεῖς δ' εἰσορόῳτε θεοὶ πᾶσαί τε θέαιναι,

αὐτὰρ ἐγὼν εὕδοιμι παρὰ χρυσῇ Ἀφροδίτῃ.»

ὣς ἔφατ', ἐν δὲ γέλως ὦρτ' ἀθανάτοισι θεοῖσιν.

.

.

.


η απουσία

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


ήσυχη η νύχτα

κι αυτός κοιμάται

μέσα στην αιωνιότητα

εκεί ειναι


ριζώνει

το χόρτο

στο σώμα του

σε ότι υπολοιπο

απομένει


ένα πουλί


το άκουσε

καθαρά

στη μνήμη του


οι λέξεις 


το πρόσωπο του


η απουσία

.

.

.


το Ιεροστασιον του Αντιοχου Α' Θεου 

της Κομμαγηνης

(70-38 πΧ)

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


διέβλεπε τις επερχομενες ιστορικές μεταβολές 

στα ελληνιστικά βασίλεια

η Κομμαγηνή μοιραια θα  ακολουθήσει τη φθορά

και τη διάλυση

αυτός ένας απόγονος ειναι ενδόξων προγόνων

Αχαιμενιδης Πέρσης από τον Μιθριδάτη Α' Καλιννικο

και Σελευκίδης Έλληνας από τη Λαοδίκη Ζ' Θεα

και στο Νεμρουτ Νταγ ιδρυσε το ιεροστασιον 

της περσοελληνικης του θρησκειας

με τα γιγαντιαία αγάλματα

του Απόλλωνα/Μίθρα/Ηλίου/Ερμή,

της Τύχης της Κομμαγηνης θεάς

του Δία/Ωρομασδη

του Αρταγνη/Ηρακλή/Άρη

και το λιοντάρι με τη Σελήνη

στο λαιμό 

και τα τρία δεκαεξακτινα αστερια 

και στα ελληνικά να γραψουν

ΠΥΡΟΕΙΣ ΗΕΡΑΧΛΕΟΣ ΣΤΙΛΒΟΟΝ ΑΠΟΛΛΟΝΟΣ ΠΗΑΕΤΟΝ ΔΙΟΣ

κι ανάμεσα σε τόσα λαμπρά περσικά και ελληνικα

και το δικό του αγαλμα

στο ψηλό βουνό Νεμρουτ Νταγ

της Κομμαγηνης

Αντίοχος Α' Θεός

Οροντιδης Σελευκιδης

Περσης Έλληνας

ενταύθα κείται

.

.

.



Ιοκαστη 

- χ.ν.κουβελης c.n.couvelis 


έφεραν το παιδί 

με τρυπημενους τους αστραγάλους, 

δεν τόλμησαν να τους κατηγορήσουν, 

ούτε να εκφράσουν την περιφρόνηση τους, 

εκείνη στο δωματιο 

στο σκοτάδι εβλεπε έναν εκτυφλωτικό 

αιχμηρό ήλιο, 

το τοπιο πέρα μέχρι τα βουνά 

αιωρουνταν, 

ο άντρας της τραβηξε τις χρυσές καρφίτσες 

απ'τα ρούχα, 

η απαλη σάρκα των ματιών υποχώρησε 

στη βίαια κίνηση σχιστηκε, 

το παιδί μπροστά της 

με φουσκωμένα πόδια περπατουσε κουτσαινοντας, 

φώναξε τ'ονομα του

'Οιδιποδα' 

δεν άκουσε, 

επανέλαβε

'Οιδιποδα, Οιδιποδα', 

'τι' ναι μάνα; '

ηταν η Ισμήνη,

' μάνα τι έπαθες; '

είδε το πρόσωπο της λυπημενο

' που είναι ο Ετεοκλης ο Πολυνεικης η Αντιγονη; '

την ρώτησε,

' είδα τον Λαΐο,είχε κεφάλι σκύλου, 

και τον Λαμβδακο είδα να του ξεσκιζουν 

οι γυναίκες το κορμί 

και να τρώνε τις σαρκες του', '

ησύχασε μανα' 

'ποιος έσβησε το φως; '

ξαναφωναξε η γυναικα

' γιατί δεν βλέπω; 

θέλω να δω το παιδί μου, 

ποιος του τρύπησε τα πόδια; '

το σκοτάδι στο δωματιο 

φωτιζε ένας εκτυφλωτικος ηλιος,

άλλοιψε με λάδι τα πόδια του παιδιού, 

έπειτα με λευκες λωρίδες υφάσματος 

τα έδεσε, 

εκείνο αποκοιμηθηκε, 

καλύτερα έτσι, δεν θα καταλαβει 

αύριο ξημερωνοντας που θα το παρουν

.

.

.


Η Άκρα Ταπεινωση -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


ΑΥΤΟΠΤΗΣ ΜΑΡΤΥΣ

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


φερανε εναν ανθρωπο 

και τον δειξανε,

"Αυτος Ειναι'',

φωναξαν,

τοτε μεσ' απ'το πληθος 

πεταχτηκε 

ουρλιαζοντας ενα μικρο παιδι 

δεκα χρονων περιπου,

''Ειναι ο πατερας μου'',

επεσαν πανω του.

το επιασαν,

προλαβε να φωναξει,

''μην τον πειραξετε'',

του εκλεισαν το στομα,

το εσυραν στο χωμα,

εκεινο κλωτσουσε,

εμεις βουβαθηκαμε,

χαθηκαν με το παιδι απο τα ματια μας,

μας περικυκλωσαν ,

νιωθαμε τη πιεση  την ανασα τους 

να μας κοβει το λαιμο,'

'γρηγορα να διαλυθητε'',

φωναξαν αγρια,

ενας -ενας 

γυρισαμε στα σπιτια μας,

μας ρωτησαν ,δεν απαντησαμε,

κλειστηκαμε,τιποτα εξω δεν δειχναμε,

βουβα κρυφα, μεσα μας,ετοιμαζομασταν,

περιμεναμε,αυριο,την επομενη 

στιγμη θα ηταν η ωρα

.

.

.



On Fayoum-χ.ν.κουβελης 

c.n.couvelis


Σαπφούς ποιήματα και Επιγράμματα από την  Παλατινη Ανθολογια

-ελευθερη αποδοση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Σαπφούς ποιήματα

-ελευθερη αποδοση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


βαρύς χειμώνας,

για σένα πονώ Γογγύλα

και σε παρακαλω

μπροστά μου να φανεις

μέσα σε διάφανο πέπλο

το κορμί σου

ο πόθος  φωτιά με καιει,

σ'ομορφια,καλή μου,κι αυτή

τη Κυπριδα Αφροδίτη 

ξεπερνας


με συνταράζει ο ερωτας

όπως αέρας δυνατός

τα δέντρα σειζει

να γκρεμίσει 


γύρισες,τόσο σε ποθουσα

κι η ψυχή μου δρόσισε

που ο πόθος τη λαμπαδιασε


κι εγώ πανω

σε πουπουλένιο στρώμα

το κορμι μου μαζί σου

ξαπλώνω 


όταν θα πεθανεις

κανείς πια δεν θα σε θυμαται

αφού τις χαρες του έρωτα

δεν καταδεχτηκες

εδώ οανω

χλωμή κι αχαρη

θα τριγυρνάς τρελή

στους πεθαμένους

εκεί κατω

και του απάνω κόσμου

τα ρόδα του έρωτα 

θα νοσταλγας


αβάσταχτος ο πόνος μου

πικρό φαρμάκι

η σελήνη εδυσε

πάει χάθηκε κι η Πουλια

μεσάνυχτα είναι 

νύχτα σκοτεινη

κι εγώ  στο κρεβάτι μόνη 

ξεχασμενη


απόψε στ'ονειρο 

την Κυπριδα ειδα

και παρακάλεσα

έρωτα να δωσει


Ω πόσο χαριτωμένη

είσαι 

τα ματάκια σου μελενια 

όμορφο 

το πρόσωπο σου 

ερωτικο


Γυριννα,σε χαιρετώ,

πόσα χρόνια 

θα ζω χωρίς εσενα 


κι όπως στ'αστερια

το φως ευθύς θαμπωνει

όταν λαμπρό  

κι ολογιομο

ανατέλλει το φεγγάρι 

πάνω απ'τη μαύρη γη


εσυ'σαι Ατθίδα απ'ολες

όμορφοτερη

.

.

Επιγράμματα από την Παλατινη Ανθολογια

-ελευθερη αποδοση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


(Ασκληπιάδου)

τι θα σ'ωφελησει παρθένα να'σαι

στου κάτω κόσμου το σκοτάδι έρωτα δεν έχει

έλα,εδώ στους ζωντανούς να χαρείς

τις Κυπριδας τις γλυκες

εκεί κατω  μόνο κόκκαλα και σκονη θα'χει


(Μελεάγρου)

την Σθενελαιδα που'ναι

φωτιά και λαβρα

και θέλει να γυμνωθει πολύ χρυσάφι 

στην αγκαλια μου

ο ύπνος την έφερε

κι όλη την νύχτα δική μου

είχα

τώρα πια 

δεν θα την  παρακαλάω

αφού χάρισμα 

ως το πρωί θα την έχω


(Ρουφινου)

τι δύναμη έχει 

της Ευρώπης το φιλί

το πάθος του

όλη 

σου ρουφα τη ψυχη


(Ονέστου)

ούτε γριά 

ούτε άπειρη μικρή θέλω στο κρεβατι

από σταφιδιασμενη κι άγουρη εγω μακρυά

μια της Κυπριδας κοπέλα

πολύ θερμή μου κάνει


(Ποσειδίππου)

πώς πολύ μ'αγαπας,

όμορφη μου Φιλαινιδα,

το ξέρω,

τα δάκρυα σου απόδειξη

όμως και σ'αλλου αγκαλιά,

ξέρω,πως από μένα,

θα του'λεγες,

πιο πολύ τον αγαπάς,


(Πλάτωνος)

πρώτα σαν τον Αυγερινό 

ελάμπες στους ζωντανους,καλή μου,

τώρα,σαν τον Αποσπεριτη

στους νεκρους

.

.

.



Εξέταση στίχων του Αισχύλου από τον Ευριπίδη

(Βάτραχοι του Αριστοφάνη Εξέταση στίχων του Αισχύλου από τον Ευριπίδη

(Βάτραχοι του Αριστοφάνη,στίχοι 1119-1170)

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Ευριπίδης.

και τώρα στους προλόγους του θα στραφω,

το πρώτο μέρος των τραγωδιων  του αξιου 

αυτού ποιητου πρωτα πρώτα θα εξετάσω,

άλλωστε δεν εκφραζε με σαφήνεια τα πραγματα


Διόνυσος.

και ποιον θα εξετάσεις;


Ευριπίδης.

παρα πολλούς.

για πρώτο πες μου της Ορέστειας


Διόνυσος.

σωπάστε  λοιπόν όλοι σας.

έλα λέγε Αισχυλε


Αισχύλος

χθονιε Ερμή φύλακα της πατρικής εξουσίας

σωτηρας και συμπαραστατης να μου γίνεις

σου ζητώ

γιατί σ' αυτή εδώ τη γη γυριζω και επιστρεφω


Διόνυσος.

τι λάθος βρίσκεις σ'αυτα;


Ευριπίδης.

περισσότερα από δώδεκα


Διονυσος.

αλλά όλοι κι όλοι δεν ήταν πάνω από τρεις στίχοι;


Ευριπίδης.

κι όμως ο καθένας έχει είκοσι σφαλματα


Διόνυσος.

Αισχυλε,σε συμβουλεύω να σωπασεις,

αν όχι,τότε πάνω από τρεις ιαμβους το χρέος σου 

θ'ανεβει


Αισχύλος.

γι'αυτό εδω να σωπάσω;


Διόνυσος.

αν μ'ακουσεις


Ευριπίδης.

γιατί τα λάθη του όσο ο ουρανός εφτασαν


Αισχύλος.

λες ανοησίες


Ευριπίδης.

λίγο που με νοιάζει


Αισχύλος.

πως λες ότι έσφαλα;


Ευριπίδης.

έλα πάλι απ' την αρχή πες.


Αισχύλος

χθονιε Ερμή φύλακα

της πατρικής εξουσίας


Ευριπίδης.

αυτά ο Ορέστης δεν τα λέει

στον τάφο του πεθαμενου πατέρα του;


Αισχύλος.

έτσι,όχι αλλιώς,αυτό λεω


Ευριπίδης.

αφού ο πατέρας του χάθηκε βίαια

από γυναίκας χερι

με δόλο κρυφό,πως,είπε,τότε ο Ερμής

αυτά τα'βλεπε;


Αισχύλος.

όχι εκείνον,αλλά τον Εριουνιο Ερμή,τον ευφυή,

χθόνιο καλεσε,δηλωντας ότι πατρογονικα

κατέχει αυτό το προνομιο


Ευριπίδης.

α τώρα ακόμα μεγαλύτερο το σφαλμα 

απ'ότι ήθελα,αν τότε πατρογονικό προνόμιο 

το χθονιο έχει 


Διόνυσος.

απ'τη μεριά του πατέρα λοιπόν κλέφτης τάφων

τυμβωρυχος


Αισχύλος.

Διονυσε το κρασί που πίνεις

δεν είναι μοσχατο


Διονύσιος.

πες του,τότε, αλλο, και σύ κοίτα για λάθος


Αισχύλος.

σωτηρας και συμπαραστατης να μου γίνεις

σου ζητώ

γιατί σ'αυτη εδώ τη γη γυριζω και επιστρεφω


Ευριπίδης.

δυο φορές μας το πε ο σοφός Αισχύλος


Διόνυσος.

Πώς δυο;


Ευριπίδης.

πρόσεξε τα λεγόμενα, που θα σου πω,

'γιατι στη γη γυριζω ' λέει 'και επιστρεφω'

γυριζω και επιστρεφω ίδιο ειναι


Διόνυσος.

ναι μα τον Δία.ετσι ακριβώς σαν να λες στον γείτονα.

δάνεισε μου το σκαφιδι,η' αν θέλεις το ζυμωτηριο


Αισχύλος.

καθόλου αυτό,άνθρωπε πολυλογα,δεν είναι το ίδιο,

αλλά άριστα τα'χει πει


Εὐριπίδης

πως έτσι δηλαδη;τοτε εξηγα μας τι εννοείς;


Αἰσχύλος

έρχεται στον τοπο του οποιος πατρίδα εχει,

δηλαδή χωρίς διαβατήρια πηγαίνει,

όμως ο εξορισμενος και γυρίζει και επιστρεφει


Διόνυσος.

πολυ σωστά μα τον Απολλωνα.τι λες Ευριπίδη;


Ευριπίδης.

δεν θα πω πως ο Ορέστης στην πατρίδα γύρισε,

γιατί κρυφά ήρθε,χωρίς τη συναίνεση των κρατουντων


Διόνυσος.

πολύ σωστά μα τον Ερμή.ομως τι λες δεν καταλαβαινω


Ευριπίδης.

καλως.τελείωνε.αλλο


Διόνυσος.

έλα τελείωνε εσυ

.

.

Εὐριπίδης

καὶ μὴν ἐπ᾽ αὐτοὺς τοὺς προλόγους σου τρέψομαι,

1120ὅπως τὸ πρῶτον τῆς τραγῳδίας μέρος

πρώτιστον αὐτοῦ βασανιῶ τοῦ δεξιοῦ.

ἀσαφὴς γὰρ ἦν ἐν τῇ φράσει τῶν πραγμάτων.


Διόνυσος

καὶ ποῖον αὐτοῦ βασανιεῖς;


Εὐριπίδης

πολλοὺς πάνυ.

πρῶτον δέ μοι τὸν ἐξ Ὀρεστείας λέγε.


Διόνυσος

1125ἄγε δὴ σιώπα πᾶς ἀνήρ. λέγ᾽ Αἰσχύλε.


Αἰσχύλος

‘Ἑρμῆ χθόνιε πατρῷ᾽ ἐποπτεύων κράτη,

σωτὴρ γενοῦ μοι σύμμαχός τ᾽ αἰτουμένῳ.

ἥκω γὰρ ἐς γῆν τήνδε καὶ κατέρχομαι.’


Διόνυσος

τούτων ἔχεις ψέγειν τι;


Εὐριπίδης

πλεῖν ἢ δώδεκα.


Διόνυσος

1130ἀλλ᾽ οὐδὲ πάντα ταῦτά γ᾽ ἔστ᾽ ἀλλ᾽ ἢ τρία.


Εὐριπίδης

ἔχει δ᾽ ἕκαστον εἴκοσίν γ᾽ ἁμαρτίας.


Διόνυσος

Αἰσχύλε παραινῶ σοι σιωπᾶν: εἰ δὲ μή,

πρὸς τρισὶν ἰαμβείοισι προσοφείλων φανεῖ.


Αἰσχύλος

ἐγὼ σιωπῶ τῷδ᾽;


Διόνυσος

ἐὰν πείθῃ γ᾽ ἐμοί.


Εὐριπίδης

1135εὐθὺς γὰρ ἡμάρτηκεν οὐράνιόν γ᾽ ὅσον.


Αἰσχύλος

ὁρᾷς ὅτι ληρεῖς;


Διόνυσος

ἀλλ᾽ ὀλίγον γέ μοι μέλει.


Αἰσχύλος

πῶς φῄς μ᾽ ἁμαρτεῖν;


Εὐριπίδης

αὖθις ἐξ ἀρχῆς λέγε.


Αἰσχύλος

‘Ἑρμῆ χθόνιε πατρῷ᾽ ἐποπτεύων κράτη.’


Εὐριπίδης

οὔκουν Ὀρέστης τοῦτ᾽ ἐπὶ τῷ τύμβῳ λέγει

1140τῷ τοῦ πατρὸς τεθνεῶτος;


Αἰσχύλος

οὐκ ἄλλως λέγω.


Εὐριπίδης

πότερ᾽ οὖν τὸν Ἑρμῆν, ὡς ὁ πατὴρ ἀπώλετο

αὐτοῦ βιαίως ἐκ γυναικείας χερὸς

δόλοις λαθραίοις, ταῦτ᾽ ‘ἐποπτεύειν’ ἔφη;


Αἰσχύλος

οὐ δῆτ᾽ ἐκεῖνον, ἀλλὰ τὸν Ἐριούνιον

1145Ἑρμῆν χθόνιον προσεῖπε, κἀδήλου λέγων

ὁτιὴ πατρῷον τοῦτο κέκτηται γέρας—


Εὐριπίδης

ἔτι μεῖζον ἐξήμαρτες ἢ 'γὼ 'βουλόμην:

εἰ γὰρ πατρῷον τὸ χθόνιον ἔχει γέρας—


Διόνυσος

οὕτω γ᾽ ἂν εἴη πρὸς πατρὸς τυμβωρύχος.


Αἰσχύλος

1150Διόνυσε πίνεις οἶνον οὐκ ἀνθοσμίαν.


Διόνυσος

λέγ᾽ ἕτερον αὐτῷ: σὺ δ᾽ ἐπιτήρει τὸ βλάβος.


Αἰσχύλος

‘σωτὴρ γενοῦ μοι σύμμαχός τ᾽ αἰτουμένῳ.

ἥκω γὰρ ἐς γῆν τήνδε καὶ κατέρχομαι—’


Εὐριπίδης

δὶς ταὐτὸν ἡμῖν εἶπεν ὁ σοφὸς Αἰσχύλος.


Διόνυσος

1155πῶς δίς;


Εὐριπίδης

σκόπει τὸ ῥῆμ᾽: ἐγὼ δέ σοι φράσω.

‘ἥκω γὰρ ἐς γῆν,’ φησί, ‘καὶ κατέρχομαι:’

‘ἥκω’ δὲ ταὐτόν ἐστι τῷ ‘κατέρχομαι.’


Διόνυσος

νὴ τὸν Δί᾽ ὥσπερ γ᾽ εἴ τις εἴποι γείτονι,

‘χρῆσον σὺ μάκτραν, εἰ δὲ βούλει, κάρδοπον.’


Αἰσχύλος

1160οὐ δῆτα τοῦτό γ᾽ ὦ κατεστωμυλμένε

ἄνθρωπε ταὔτ᾽ ἔστ᾽, ἀλλ᾽ ἄριστ᾽ ἐπῶν ἔχον.


Εὐριπίδης

πῶς δή; δίδαξον γάρ με καθ᾽ ὅ τι δὴ λέγεις;


Αἰσχύλος

‘ἐλθεῖν’ μὲν ἐς γῆν ἔσθ᾽ ὅτῳ μετῇ πάτρας:

χωρὶς γὰρ ἄλλης συμφορᾶς ἐλήλυθεν:

1165φεύγων δ᾽ ἀνὴρ ‘ἥκει’ τε καὶ ‘κατέρχεται.’


Διόνυσος

εὖ νὴ τὸν Ἀπόλλω. τί σὺ λέγεις Εὐριπίδη;


Εὐριπίδης

οὐ φημὶ τὸν Ὀρέστην κατελθεῖν οἴκαδε:

λάθρᾳ γὰρ ἦλθεν οὐ πιθὼν τοὺς κυρίους.


Διόνυσος

εὖ νὴ τὸν Ἑρμῆν: ὅ τι λέγεις δ᾽ οὐ μανθάνω.


Εὐριπίδης

πέραινε τοίνυν ἕτερον. 


Διόνυσος.

ἴθι πέραινε σύ

.

.

.


Τραγια-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Εις Παρθενον ο Μεγας Στιλβων Τραγος Αλαλαζων Ιμεροεντας Παιανας

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Α ο θειος Τραγος του Εμπειρικου 

ο Μεγας Ψωλος μου 

εις εκτυφλωτικον ροδον αιδοιου παρθενος 

πλεων περιπαθως λαμνοντας αλαλαζων 

ιμεροντας παιανας εμπροσθωχωρησας

λιαν ευμεγεθους ελευθεριας

μετα θερμοτατων εκπυρσοκροτησεων 

λευκοτατων πυροτεχνηματων 

Ω Μεγα Ψωλε 

Τραγε Φαλε 

Πανυπερτε 

ος μυστικους κορφους κορασιδος 

υγρους διαρρυγνυεις και διαστελεις

Εν Ελευθερια Νικηφορος 

Εν Λαγνεια Υπεροπτης

Ο Μη Αιδους Αιχμαλωτισθεις

Ο Ασυστολος Ο Απροσμενως Επιπεσων

Ως καυτος Λιβας Καβλος 

Επερχομενος εις τους ευανθηρους 

και ευοσμους λειμωνας παγκαλλου κορης 

μελαχροης η' ξανθιης χλοης 

εν τω μεσω απαλοτατων  μηρων ροδαλουντων  

εκπορθων 

Μεγας Πριαμος Απαστραπτων

.

.

.








Φωτογράφιση-το πέρασμα της γυναίκας που εκπορνευεται

-χ.ν.κουβελης ç.n.couvelis


νυχτα


εν ερημω  ανθρώπων 


στη σκοτεινια


ε,πόσο πάει;


η γυναίκα που εκπορνευεται

η γυναίκα που εκπορνευσαμε

στη νύχτα του πολιτισμού μας

στην νικήτρια Βαρβαρότητα μας


Η απεραντη μοναξια της σαρκας 


Η απουσια της ψυχης.


Καληνύχτα

Κοιμου εν ειρήνη

άνευ ενοχων

.

.

.




ο Κανένας τυφλώνει τον Κύκλωπα Πολυφημο

(Ομήρου Οδύσσεια,ραψωδια ι',στίχοι 375-414)

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


τοτ'εγω εχωσα το ξύλινο παλούκι βαθειά 

μέσα στη στάχτη να πυρωθεί,και με λογια όλους 

τους συντρόφους θαρρεψα,να μην δω κάποιος 

να δηλειασει,αλλ'οταν γρήγορα το ελισιο παλούκι

έπιασε φωτιά,αν και χλωρό ήταν,και φαίνονταν 

λαμπαδιασμενο,τοτ'εγω πλησιάζοντας το'βγαλα 

απ'τη φωτιά,γύρω μου ήταν οι συντροφοι,

ενώ ένας δαίμονας θεός μεγάλο μας εμφυσησε θάρρος,

τοτ'αυτοι αρπάζοντας το ελισιο παλούκι,

κι αιχμηρό στην ακρη,στο μάτι του το'καρφωσαν,

ενώ εγώ από πάνω πιεζοντας το στριφογύριζα,

όπως όταν κάποιος με τρυπανι καραβοξυλο τρυπα,

κι οι άλλοι από κάτω τραβούν σειωντας τον ιμάντα 

από κάθε άκρη,κι αυτό συνέχεια περιστρέφεται,

έτσι εμείς στο μάτι του το πυρωμένο παλούκι

καρφώνοντας στριφογυριζαμε,και καυτό το αίμα 

το πλημμύριζε,όλα,γύρω τα βλέφαρα και τα φρύδια 

τα λιωνε η φλόγα απ' τον βολβό που καιγονταν,

και τσίριζαν οι ριζες στη φωτιά,πως όταν ο χαλκουργος

μεγάλο τσεκούρι η' σκεπάρνι σε ψυχρό νερό βαπτίζει

και κείνο σφυρίζοντας σκληραίνει,γιατί η δύναμη στο σίδερο 

απ''αυτο γινεται,έτσι το μάτι τσιριζε γύρω απ'το ελισιο

παλουκι,τότε ούρλιαξε φοβερά,ο βράχος σειστηκε

κι εμείς απ'το φόβο κάναμε πίσω,ενώ το παλούκι τράβηξε

απ'το μάτι πλημμυρισμένο στο αίμα,κι έπειτα το πέταξε

από πάνω του άγρια κουνοντας τα χερια,τότε δυνατά

τους Κύκλωπες φώναξε,που σε σπηλιές γύρω του 

κατοικούσαν και σε ύψη ανεμοδαρτα,κι αυτοί ακούγοντας

τη κραυγή κατέφτασαν αλλος από δω κι άλλος από κει,

και αφού απ'τη σπηλιά έξω στάθηκαν ρώτησαν τι τον βασανιζει,

τι μεγάλο έπαθες Πολύφημε κακό έτσι να φωνάζεις

μέσα στην ήσυχη νύχτα κι αυπνους μας άφησες;

μήπως κάποιος θνητός τα πρόβατα σου κλέβει;

η' μήπως κάποιος σε σκοτώνει με δόλο η' με βία;

σ'αυτους τότε απ'τη σπηλιά ο αγριεμενος Πολύφημος τους είπε

σύντροφοι,ο Κανένας με δόλο με σκοτώνει  όχι με βια

κι αυτοί του αποκρίθηκαν με λόγια φτερωτα λεγοντας,

αν αληθεια κανένας δεν σου επιτίθεται και μόνος είσαι

δεν ξεφευγεις απ'το κακό που ο μεγαλος σου'στείλε Δίας ,

αλλ'όμως τον πατέρα σου παρακάλεσε Ποσειδώνα,

έτσι είπαν κι έφυγαν,κι εμένα χάρηκε η καρδια μου,

που τ'όνομα μου τους εξαπατησε κι η μεγάλη εξυπναδα


καὶ τότ' ἐγὼ τὸν μοχλὸν ὑπὸ σποδοῦ ἤλασα πολλῆς,

εἷος θερμαίνοιτο· ἔπεσσι δὲ πάντας ἑταίρους

θάρσυνον, μή τίς μοι ὑποδδείσας ἀναδύη.

ἀλλ' ὅτε δὴ τάχ' ὁ μοχλὸς ἐλάϊνος ἐν πυρὶ μέλλεν

ἅψασθαι, χλωρός περ ἐών, διεφαίνετο δ' αἰνῶς,

καὶ τότ' ἐγὼν ἄσσον φέρον ἐκ πυρός, ἀμφὶ δ' ἑταῖροι   380

ἵσταντ'· αὐτὰρ θάρσος ἐνέπνευσεν μέγα δαίμων.

οἱ μὲν μοχλὸν ἑλόντες ἐλάϊνον, ὀξὺν ἐπ' ἄκρῳ,

ὀφθαλμῷ ἐνέρεισαν· ἐγὼ δ' ἐφύπερθεν ἐρεισθεὶς

δίνεον, ὡς ὅτε τις τρυπᾷ δόρυ νήϊον ἀνὴρ

τρυπάνῳ, οἱ δέ τ' ἔνερθεν ὑποσσείουσιν ἱμάντι

ἁψάμενοι ἑκάτερθε, τὸ δὲ τρέχει ἐμμενὲς αἰεί·

ὣς τοῦ ἐν ὀφθαλμῷ πυριήκεα μοχλὸν ἑλόντες

δινέομεν, τὸν δ' αἷμα περίῤῥεε θερμὸν ἐόντα.

πάντα δέ οἱ βλέφαρ' ἀμφὶ καὶ ὀφρύας εὗσεν ἀϋτμὴ

γλήνης καιομένης· σφαραγεῦντο δέ οἱ πυρὶ ῥίζαι.   390

ὡς δ' ὅτ' ἀνὴρ χαλκεὺς πέλεκυν μέγαν ἠὲ σκέπαρνον

εἰν ὕδατι ψυχρῷ βάπτῃ μεγάλα ἰάχοντα

φαρμάσσων· τὸ γὰρ αὖτε σιδήρου γε κράτος ἐστίν·

ὣς τοῦ σίζ' ὀφθαλμὸς ἐλαϊνέῳ περὶ μοχλῷ.

σμερδαλέον δὲ μέγ' ᾤμωξεν, περὶ δ' ἴαχε πέτρη,

ἡμεῖς δὲ δείσαντες ἀπεσσύμεθ'. αὐτὰρ ὁ μοχλὸν

ἐξέρυσ' ὀφθαλμοῖο πεφυρμένον αἵματι πολλῷ.

τὸν μὲν ἔπειτ' ἔῤῥιψεν ἀπὸ ἕο χερσὶν ἀλύων,

αὐτὰρ ὁ Κύκλωπας μεγάλ' ἤπυεν, οἵ ῥά μιν ἀμφὶς

ᾤκεον ἐν σπήεσσι δι' ἄκριας ἠνεμοέσσας.   400

οἱ δὲ βοῆς ἀΐοντες ἐφοίτων ἄλλοθεν ἄλλος,

ἱστάμενοι δ' εἴροντο περὶ σπέος, ὅττι ἑ κήδοι·

«τίπτε τόσον, Πολύφημ', ἀρημένος ὧδ' ἐβόησας

νύκτα δι' ἀμβροσίην καὶ ἀΰπνους ἄμμε τίθησθα;

ἦ μή τίς σευ μῆλα βροτῶν ἀέκοντος ἐλαύνει;

ἦ μή τίς σ' αὐτὸν κτείνει δόλῳ ἠὲ βίηφι;»

τοὺς δ' αὖτ' ἐξ ἄντρου προσέφη κρατερὸς Πολύφημος·

«ὦ φίλοι, Οὖτίς με κτείνει δόλῳ οὐδὲ βίηφιν.»

οἱ δ' ἀπαμειβόμενοι ἔπεα πτερόεντ' ἀγόρευον·

«εἰ μὲν δὴ μή τίς σε βιάζεται οἶον ἐόντα,   410

νοῦσόν γ' οὔ πως ἔστι Διὸς μεγάλου ἀλέασθαι,

ἀλλὰ σύ γ' εὔχεο πατρὶ Ποσειδάωνι ἄνακτι.»

ὣς ἄρ' ἔφαν ἀπιόντες, ἐμὸν δ' ἐγέλασσε φίλον κῆρ,

ὡς ὄνομ' ἐξαπάτησεν ἐμὸν καὶ μῆτις ἀμύμων.

.

·

.








ΣΑΠΦΩ-ποιηματα

(μεταφραση-αποδοση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis 


γλύκηα μᾶτερ, οὔτοι δύναμαι κρέκην τὸν ἴστον

πόθωι δάμεισα παῖδος βραδίναν δι᾽ Ἀφροδίταν.

(γλυκειά μου μάνα,στον αργαλειό να υφάνω δεν μπορώ

στο πόθο της κόρης παραδομένη,αιτία η πλανευτρα Αφοοδιτη)


κατθάνην δ᾽ ἴμερός τις [ ἔχει με καὶ

λωτίνοις δροσόεντας [ ὄ-

13χ̣[θ]οις ἴδην Ἀχερ[οντος

(να πεθάνω με κυριεύει επιθυμία και να δω 

τις όχθες τ'Αχεροντα με δροσερούς λωτους)


πόλλα καὶ τόδ᾽ ἔειπέ [μοι·

ὤιμ᾽ ὠς δεῖνα πεπ[όνθ]αμεν·

5Ψάπφ᾽, ἦ μάν σ᾽ ἀέκοισ᾽ ἀπυλιμπάνω.

(πολλά μου'πε

ω τόσα υποφέραμε

Σαπφώ, να σε αποχωριστώ δεν το θέλω)


ἠράμαν μὲν ἔγω σέθεν, Ἄτθι, πάλαι ποτά·

σμίκρα μοι πάϊς ἔμμεν᾽ ἐφαίνεο κἄχαρις

(από παλιά σ'ειχα ερωτευτεί Ατθίδα

μικρούλα ήσουνα και χαριτωμενη)


ἦλθες, †καὶ† ἐπόησας, ἔγω δέ σ᾽ ἐμαιόμαν,

ὂν δ᾽ ἔψυξας ἔμαν φρένα καιομέναν πόθωι

(ήρθες,τι καλά έκανες,τρελα σε ζητούσα,

και δρόσισες το κορμί μου που το'καιγε ο πόθος)


Ἔρος δ᾽ ἐτίναξέ μοι

φρένας, ὠς ἄνεμος κὰτ ὄρος δρύσιν ἐμπέτων

(ο έρωτας μ'αναστατωσε το μυαλό

όπως ο άνεμος στα βουνά τα δέντρα ταραζει πέφτοντας)


ἄστερες μὲν ἀμφὶ κάλαν σελάνναν

ἂψ ἀπυκρύπτοισι φάεννον εἶδος,

ὄπποτα πλήθοισα μάλιστα λάμπηι

4γᾶν []

ἀργυρία.

(τ'αστερια γύρω απ'την πανωρια σεληννη

αμέσως σβήνουν το φωτεινό τους προσωπο

οποτε ολόγιομη αυτη λαμποκοπαει

πάνω στη γη

τ'αργυρό  της φως)


(έτσι είναι η φίλη μου ανάμεσα στις άλλες κοπέλες)


αἴθ᾽ ἔγω, χρυσοστέφαν᾽ Ἀφρόδιτα,

τόνδε τὸν πάλον λαχοίην.

(καίγομαι,χρυσοστεφανη Αφροδίτη,

αυτόν εδώ να τύχω κληρο)


ὠς γὰρ ἄν]τιον εἰσίδω σ[ε,

φαίνεταί μ’ οὐδ’] Ἐρμιόνα τεαύ[τα

ἔμμεναι,] ξάνθαι δ᾽ Ἐλέναι σ᾽ ἐίσ[κ]ην

6οὐδ’ ἒν ἄει]κες.

(όταν απέναντι σ'εχω και σε κοιτάζω

μου φαίνεται ούτε η Ερμιόνη σαν εσένα να'ταν 

όμως ουτ'απρεπο είναι με την ξανθιά

να σε παρομοιάζω Ελενη)


Κύ]πρι κα[ί σ]ε πι[κροτέρ]α̣ν ἐπεύρ[οι,

μη]δὲ καυχάσ[α]ι̣το τόδ᾽ ἐννέ[ποισα

Δ]ω̣ρίχα τὸ δεύ[τ]ερον ὠς πόθε[ννον

12εἰς] ἔρον ἦλθε

(Κύπριδα πιο πικρή να σ'ευρει η Δωρίδα

να μην καυχηθεί πως δεύτερη ερωτεύτηκε 

φορά)


δαύοις ἀπάλας ἐτάρας ἐν στήθεσιν

(πάνω στα στήθια τρυφερής φιλενάδας να κοιμάσαι)


Ἔρος δηὖτέ μ᾽ ὀ λυσιμέλης δόνει,

γλυκύπικρον ἀμάχανον ὄρπετον

(άλλη μια φορα ο έρωτας που παραλύει τα μέλη,

με συνταράζει,αυτό το γλυκόπικρο κι ανίκητο ερπετό)


Ἄτθι, σοὶ δ᾽ ἔμεθεν μὲν ἀπήχθετο

φροντίσδην, ἐπὶ δ᾽ Ἀνδρομέδαν πόται.

(Ατθίδα, εμενα πια περιφρονείς,

για την Ανδρομέδα τώρα πετάς)


ἔχει μὲν Ἀνδρομέδα κάλαν ἀμοίβαν

(δώρο ακριβό να'χεις την Ανδρομέδα)


θέλω τί τ᾽ εἴπην, ἀλλά με κωλύει

αἴδως.

(κάτι θέλω να σου πω,μα ντρεπομαι)


μάλα δὴ κεκορημένοις

Γόργως

(πολύ απόλαυσα τη Γοργω)


τάδε νῦν ἐταίραις ταὶς ἔμαις τέρπνα κάλως ἀείσω.

(τώρα για τις φιλενάδες μου αυτά θα γλυκοτραγουδισω)

.

.

.



συλλέκτης άυλων η ψυχη

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


το απόγευμα πήλινα ειδώλια 

στο αρχαίο θέατρο 

η εμπειρία του ασήμαντου 

είναι ανυποφορη

δεν θυμάμαι

όπως από τον Αριστοτέλη ορίστηκες 

δεν δρας

κενά μνημης

διάφανη μερα αόρατη

το τραπέζι,η καρέκλα άδεια

τόσα περιττά πράγματα

νύχτα,τα τριζόνια

κανεις δεν ακουει

ελαχιστο βλεμα κωπηλατει 

στην ευθυτητα των κυπαρισσιων,

ως τόξο καμπυλωσε

το τρίγωνο των πουλιων

μεσημέρι,η πλήξη των φύλλων

εδώ με κύβους σάλπαρε ο χρόνος

συλλέκτης  άυλων η ψυχη

στη φωτογραφία σε ημίγυμνη πόζα 

η Ελένη 

ένα ανύπαρκτο τοπίο

αιωρειται

η πλήξη των ανθρώπων

στην αιωνιότητα 

η Αριάδνη φυτεύει κρίνους στη Νάξο

αναλογιζόμενη την ματαιότητα των μυθων

τι μεγάλη αβεβαιοτητα

στον μέλλοντα χρόνων των φυκιων

κόρη ευθυτενής η Ηλέκτρα είπε

-ο φόνος της μάνας στην πίσω αυλή μας-

η αιχμηρή τοιχογραφία στο γρανίτη 

των δεντρων

τεράστια ερπετά στρατιωτών πορεύονταν

για το μετωπο

στο χώμα το αίμα τους σπαταλήθηκε

μέσα σε ουρλιαχτά λύκων

ως το τέλος της Ιστορίας

υδρόβια κάι μπεκατσονια

ερωδιοι

κίτρινα πουλιά

η παραδοξοτητα

.

.

.


που είσαι;τι σε κρύβει;

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


μια κίτρινη φωνή βιολιού η ομορφιά,

χωρίς αμφιβολία

η ακίνητη σιωπή

της ορατής και αόρατης μνήμης

ενός ανθρώπου

αν κάτι υπάρχει

είναι αναγκαίο

αυτό υπάρχει

άρα είναι αναγκαίο

ανυπακοή στα άκρα

Ελπηνορα,τι ζητάς εδώ; πως ήρθες; με τι; 

πες μου ποιος ο σκοπός σου;

έτσι καθαρός γυρεύω

την ατμομηχανή μελλοντικών γεγονότων

μια αιωνιότητα περιμενει

μετά την άδεια ιστορία του πραγματικού

πόσο ενοχλητική είναι η φλυαρία μου

-χαίρεται,τι κανεται;

συγνωμη,έκανα λάθος,δεν είστε εσείς

πως οι άνθρωποι μπορούν να ζουν

χωρίς να μιλούν αυτή τη γλώσσα

η γυναίκα κρατούσε αγκαζε έναν άντρα

Ομονοια-Πειραιως

-εσεις;

-προς Αθήνας

ο διαφανος αέρας απαλά πνέει 

στα κλαδιά της θαλασσας 

και υπεράνω αεικινητες

οι παροξυτονες λέξεις των γλαρων      

η ελευθερία μας ταλαντώνεται 

φωτεινή στα χρώματα

η πεταλούδα χρωματίζεται

τώρα,μια πρόταση εκτείνεται

ορμητικη παθιασμένη                                     

 "γιατί η σιωπή είναι ηχος" 

ένας άνθρωπος με λέξεις 

γίνεται δικός σου

το νούφαρο κάτω από τα νερά σου

τόσο ελάχιστο

τόση ελάχιστη η απόσταση μας

η φωνή μου προεξέχει,βηματίζει

σε μια μικρή σταγόνα νερού

της θάλασσας

εδώ φυτρωμενοι στο φως τι θέλουμε; 

άκου τον ήχο της άμμου

ο χρόνος

της ερημιάς μου

-με κενά λόγια επαναλαμβάνομαι,

είπε ο ηθοποιός στο αρχαίο θέατρο

και συνέχισε

-εγκλωβισμενοι οι κύκνοι 

στα πετρώματα των φτερών τους

κι ύστερα,όταν η νύχτα προχώρησε

-η ελάχιστη άμμος του Ηρακλειτου 

στα χέρια σου

πεφτει και κυκλώνει 

αρχή και τέλος όμοια

και τοτε εγινε το θαυμα

το απειρο μας πλησιαζει,ενα βημα 

και μας αγγιζει

και σε μια άλλη εικόνα

ενας ανθρωπος στο σχημα του Οιδιποδα 

η' του Προμηθεα Δεσπωτη

μοιραζει φειγ βολαν με τσιτατα του Ηρακλειτου

μου'λαχε:Αγαθόν και κακόν ταυτόν.

Αυτο,ακριβως ειναι η πραγματικοτητα

το αργυρο φως μετατοπισθηκε

στον ώμο του  δεντρου

στον ώμο σου

περασε η ωρα

ποσο παραξενα τα ειδωλα

λογικά εμείς αμφιβάλλουμε 

γι'αυτό

ένας ψίθυρος:είναι δυνατή

η πραγματικότητα

'Εσύ, πως εφτασες ως εδω;' ρώτησα

η υπερτονισμενη σιωπή στη φωτογραφία

ένας πολύ λεπτός μίσχος κρίνου

η αχμαλωτισμενη ομορφιά

δραπετεύει

που είσαι; τι σε κρύβει;

.

.

.



Ο Οδυσσέας στην ραψωδια λ' Νεκυια συναντά τον Αχιλλέα

(Ομήρου Οδύσσεια,ραψωδια λ',στίχοι 471-491)

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


και τότε η ψυχή του γρήγορου στα πόδια Αιακιδη

με γνώρισε και βαρια θλιμμένη μου'πε αυτά τα λογια,

γιε του Λαέρτη,πολυμήχανε Οδυσσέα,δυστυχε,

τι άλλο ακόμα πιο μεγαλο θα σοφιστεις να κάνεις;

πως χωρίς φόβο στον Άδη κατεβηκες,οπου νεκροί

αψυχοι είναι,φαντάσματα ανθρώπων τελειωμενων;

έτσι είπε κι εγώ αμέσως τ'αποκριθηκα κι είπα

Αχιλλέα γιε του Πηλέα,πρώτε των Αχαιων,στον Τειρεσια

ηρθα με σκοπό,κάποια να μου πει συμβουλη,πως θα φτάσω 

στη πετρωδη Ιθάκη,γιατί ως τώρα σε τόπο Αχαϊκό δεν ήρθα 

μήτε σε γη δική μου πάτησα,αλλά πάντα βάσανα έχω,

και σαν εσένα Αχιλλέα αλλος κάποιος άντρας δεν ήταν 

απ'τους πριν πιο καλότυχος αλλ'ουτε απ'αυτους που θα'ρθουν 

θα'ναι,γιατί οι Αργιτες πριν όταν ζούσες ίσα με τους θεους 

σε τιμουσαμε,και τώρα μεσ'τους νεκρούς που'σαι μεγάλη υπόληψη 

εχεις,και να μην σε στεναχωριεσαι που έχεις πεθάνει,Αχιλλεα,

αυτά είπα,κι εκείνος αμέσως μ'αποκριθηκε κι είπε,

μην με παρηγορας για τον θάνατο μου,λαμπρε Οδυσσέα,

θα'θελα εργάτης γης να'μουνα σ'αλλον να δούλευα,

άνθρωπο φτωχό χωρίς κλήρο, και να ζούσα,παρά μέσα 

στους αφανισμενους νεκρούς να βασιλευω,


ἔγνω δὲ ψυχή με ποδώκεος Αἰακίδαο

καί ῥ' ὀλοφυρομένη ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·

«διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν' Ὀδυσσεῦ,

σχέτλιε, τίπτ' ἔτι μεῖζον ἐνὶ φρεσὶ μήσεαι ἔργον;

πῶς ἔτλης Ἄϊδόσδε κατελθέμεν, ἔνθα τε νεκροὶ   475

ἀφραδέες ναίουσι, βροτῶν εἴδωλα καμόντων;»

ὣς ἔφατ', αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος προσέειπον·

«ὦ Ἀχιλεῦ, Πηλῆος υἱέ, μέγα φέρτατ' Ἀχαιῶν,

ἦλθον Τειρεσίαο κατὰ χρέος, εἴ τινα βουλὴν

εἴποι, ὅπως Ἰθάκην ἐς παιπαλόεσσαν ἱκοίμην·   480

οὐ γάρ πω σχεδὸν ἦλθον Ἀχαιΐδος οὐδέ πω ἁμῆς

γῆς ἐπέβην, ἀλλ' αἰὲν ἔχω κακά. σεῖο δ', Ἀχιλλεῦ,

οὔ τις ἀνὴρ προπάροιθε μακάρτερος οὔτ' ἄρ' ὀπίσσω·

πρὶν μὲν γάρ σε ζωὸν ἐτίομεν ἶσα θεοῖσιν

Ἀργεῖοι, νῦν αὖτε μέγα κρατέεις νεκύεσσιν   485

ἐνθάδ' ἐών· τῶ μή τι θανὼν ἀκαχίζευ, Ἀχιλλεῦ.»

ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ' αὐτίκ' ἀμειβόμενος προσέειπε·

«μὴ δή μοι θάνατόν γε παραύδα, φαίδιμ' Ὀδυσσεῦ.

βουλοίμην κ' ἐπάρουρος ἐὼν θητευέμεν ἄλλῳ,

ἀνδρὶ παρ' ἀκλήρῳ, ᾧ μὴ βίοτος πολὺς εἴη,   490

ἢ πᾶσιν νεκύεσσι καταφθιμένοισιν ἀνάσσειν.

.

.

.

υπερτολμη συμμετρια

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


ήχος άπειρης ταλάντωσης

ανθέων

έγχρωμος χρόνος

φωνηέντων

εντός μας

πολλαπλοτητα σωματικης ρωγμής

ορατών και αορατων λέξεων

υπερτολμη συμμετρια

.

.

.



Η Αντιγόνη και ο νεκρός Πολυνείκης

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis 


Το Διλημμα -Συνομιλία Ισμήνης Αντιγόνης

Σοφοκλή Αντιγόνη (στίχοι 49-77)

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Ισμήνη


αλιμονο,αναλογεισου,αδερφή μου,ο πατέρας

πόσο απεχθής κι ατιμασμενος χάθηκε

απ'τα δύο αμαρτήματα που ο ίδιος απεκάλυψε

τα μάτια του ξεριζονοντας  με τα δικά του χέρια,

έπειτα η μάνα και γυναίκα,με τα δύο ονόματα,

με πλεκτό σχοινί κρεμάστηκε και έχασε τη ζωη,

τρίτο τα δυο μας αδέρφια σε μια μέρα μέσα

σκοτώνονται μαζί την ίδια κακια μοίρα έχοντας

ο ένας με τα χέρια τ'αλλονου,και τώρα,να,οι δυο μας

οι μόνες που'χουμε απομεινει σκέψου πόσο κακά 

θα χαθούμε,αν τον νόμο αψηφοντας παρακουσουμε

της εξουσίας την απόφαση,αλλά πρέπει αυτό να μην 

ξεχνάς πως γυναίκες γεννηθηκαμε,τους άντρες

δεν μπορούμε να μαχόμαστε,έπειτα κυβερνιομαστε

από ισχυρότερους και σ'αυτα να υπακούμε και σ'ακομα

οδυνηροτερα απ'αυτα,εγώ λοιπόν θα ζητήσω απ'τους 

κάτω απ'τη γη συγχώρεση να δώσουν,που έτσι 

εξαναγκαζομαι,σ'αυτους που'ρθαν στην εξουσία 

θα υπακούσω,γιατι τα παραπάνω να πραττεις 

δεν έχει κανένα νόημα


Αντιγόνη


ούτε θα σε παρακαλούσα,ούτε ακόμα αργότερα

αν θελησεις να πραξεις,θα μ'ευχαριστουσε μαζί μου

να συνεργαστείς,αλλά μείνε μ'οτι πιστεύεις,εκείνον

εγώ θα θάψω,είναι για μένα καλό αφού το κάνω

να πεθάνω,ξαπλωμένη μαζι του αγαπημενη,

μ'αγαπημενο,άγια αμαρτανωντας,γιατί πιο πολύς

είναι ο χρόνος που  πρέπει στους κάτω ν'αρεσω 

απ'τους εδώ,γιατί εκεί αιώνια θα βρίσκομαι,συ 

δε αν νομίζεις,τα σεβάσμια των θεών συνέχισε 

να μην σεβεσαι

.

.

Ισμήνη


Οἴμοι· φρόνησον, ὦ κασιγνήτη, πατὴρ

(50) ὡς νῷν ἀπεχθὴς δυσκλεής τ’ ἀπώλετο,

πρὸς αὐτοφώρων ἀμπλακημάτων διπλᾶς

ὄψεις ἀράξας αὐτὸς αὐτουργῷ χερί·

ἔπειτα μήτηρ καὶ γυνή, διπλοῦν ἔπος,

πλεκταῖσιν ἀρτάναισι λωβᾶται βίον·

(55) τρίτον δ’ ἀδελφὼ δύο μίαν καθ’ ἡμέραν

αὐτοκτονοῦντε τὼ ταλαιπώρω μόρον

κοινὸν κατειργάσαντ’ ἐπαλλήλοιν χεροῖν.

Νῦν δ’ αὖ μόνα δὴ νὼ λελειμμένα σκόπει

ὅσῳ κάκιστ’ ὀλούμεθ’, εἰ νόμου βίᾳ

(60) ψῆφον τυράννων ἢ κράτη παρέξιμεν.

Ἀλλ’ ἐννοεῖν χρὴ τοῦτο μὲν γυναῖχ’ ὅτι

ἔφυμεν, ὡς πρὸς ἄνδρας οὐ μαχουμένα·

ἔπειτα δ’ οὕνεκ’ ἀρχόμεσθ’ ἐκ κρεισσόνων

καὶ ταῦτ’ ἀκούειν κἄτι τῶνδ’ ἀλγίονα.

(65) Ἐγὼ μὲν οὖν αἰτοῦσα τοὺς ὑπὸ χθονὸς

ξύγγνοιαν ἴσχειν, ὡς βιάζομαι τάδε,

τοῖς ἐν τέλει βεβῶσι πείσομαι· τὸ γὰρ

περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα.


Αντιγόνη 


Οὔτ’ ἂν κελεύσαιμ’ οὔτ’ ἄν, εἰ θέλοις ἔτι

(70) πράσσειν, ἐμοῦ γ’ ἂν ἡδέως δρῴης μέτα.

Ἀλλ’ ἴσθ’ ὁποῖά σοι δοκεῖ, κεῖνον δ’ ἐγὼ

θάψω· καλόν μοι τοῦτο ποιούσῃ θανεῖν.

Φίλη μετ’ αὐτοῦ κείσομαι, φίλου μέτα,

ὅσια πανουργήσασ’· ἐπεὶ πλείων χρόνος

(75) ὃν δεῖ μ’ ἀρέσκειν τοῖς κάτω τῶν ἐνθάδε.

Ἐκεῖ γὰρ αἰεὶ κείσομαι· σοὶ δ’ εἰ δοκεῖ,

τὰ τῶν θεῶν ἔντιμ’ ἀτιμάσασ’ ἔχε.

.

.

.

Ένδοξο υπέροχο είδωλο

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


απειροτητα ελάχιστη η λέξη

και δεν σ'αγγιζει


Ένδοξο υπέροχο ειδωλο


Που είσαι;

εσύ που διαβάζεις αυτές τις λέξεις

τόσο κοντά η ευτυχία

να την μοιραστείς

μήνυμα δύο ανθρώπων

το ακαταπαυστο κύλισμα της παρουσίας σου

η γλώσσα μου σε τυλίγει

με τα ιδεογράμματα της

εδώ η φωνή των γλάρων

η ησυχία των ψαριών

εδώ θα κατοικισουμε

στην καθαρότητα των νερών

ένα ψίθυρος ο αέρας

η προέκταση του χεριου σου

μια σταγόνα νερού

στο βόμβο 

των μελισσών

στα αόρατα των λέξεων σου

προχωράω

η ωραιότητα σου 

πολύ αιωνιότητα

στο δωμάτιο της μοναξιάς μου

κοιμάται ένας κίτρινος Βαν Γκογκ

αναπνέουν συμμετρία τα κοχύλια

στη φωτογραφία τα πήλινα σώματα μας

η άφθαρτη γυμνοτητα του βλέμματος σου

έλικες διαφανων νερών

στον λευκό ώμο σου

εν στηθεσιν και στρωμναν επί μολθακαν απαλαν

εξιης ποθον

δοχείο κάλλους

η άπειρη αιώρηση του σώματος σου

ένδοξο υπέροχο είδωλο

.

.


Η Λαβδακιδα Αντιγόνη

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


στην Ελλάδα και στο Άργος

στις εφτάπυλες Θήβες

ο νεκρός Πολυνείκης κάτω

από ένα ήσυχο άργυρο φεγγάρι

μια γυναίκα μπροστά στον καθρέφτη

η λεκάνη με το νερό

'καθε Λαβδακιδη' σκεφτεται ' ήρθε η ώρα του'

γιατί η ζωή μας να μην αποτελείται

από άχρηστα συμβάντα

ασήμαντα χωρίς συνέπειες

σε τίποτα

έχει δίκιο η Ισμήνη

'κυριε δεν υπακουω' είπε η Αντιγόνη

τρένα γεμάτα στρατιώτες ανέβαιναν 

για τη Λάρισα

και πιο πάνω στη Μακεδονία

σε κάποιο εμφύλιο

στην Ελλάδα όλη

σκοτωμοί

αύριο θα παρελάσουν οι νικητές

μέσα στη συνειθισμενη ζωή είμαστε

περικυκλωμένοι

από δολοφόνους

ως το μέγιστων των κακων τυχγανει ον

το αδικειν

στη νυχτα λέπια ομίχλης

σκοτεινό δωμάτιο

και μετά αιωρούμενο άψυχο σώμα

η Λαβδακιδα Αντιγόνη

σκεπάστηκε αιώνες

σκόνη

και λήθη

.

.

Σημείωση:

ως το μέγιστων των κακων τυχγανει ον

το αδικειν(Σωκράτης)

Πλάτων Γοργιας

.

.

.

Επέμβαση στον Rauschenberg-3μ χ 4,5μ

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


εντός των λέξεων ατμομηχανή ροδανθων

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


εντός των λέξεων

απαλή αναπνοή

σε κάτοπτρα μεσημεριού

ο ψίθυρος του κρίνου σου

ένα βέλος είναι η αλήθεια

η σελήνη απόψε θα γλυστρισει

αθόρυβα 

στο σώμα σου

η σιωπή μέχρι μέσα 

στον υπνο σου

μια πνοή απόσταση εγώ

η θάλασσα έρχεται

σε σχήματα κοχυλιών

εντός ατμομηχανής είσαι

ροδανθων

πληρεξούσια εν δοξει

κυκλαμινων

κι έτσι συμπιέζεται

το ανύπαρκτο 

σε υπαρκτο

.

.

.

εσύ το τέλος της σκέψης μου

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


είχε το σώμα της Θηβαιας σφίγγας

'αδυνατο να πεταξεις' της είπε

μπροστα από τα μάτια

κόκκινες κίτρινες γαλάζιες πεταλούδες

'πως μ'εχεις ονομάσει;'τον ρώτησε

'πλοκή αινιγματων' απάντησε

στο λευκό λαιμό σου αγρυπνω

είναι η σάρκα,η γλώσσα

-πως σε λένε;

-θα με θυμάσαι;

εσύ,ανασαίνεις σε fuga Bach

εδώ με φτανεις ηχηρή

να είσαι πλήρης πάθους

κι έπειτα είναι το αλάτι

στην ηλικία της κοιλιάς σου

τίποτα να ξέρεις δεν θα κρυφτεί

πολύ καιρό

στη φωνή σου

ένας συνεχης παφλασμος κυμάτων

και ξανά αναταραχή του αέρα

έπειτα σιωπή

αμείωτη μεταφυσική μου

κάτω απ,τον παχύ ίσκιο των τζιτζικιών

η Θηβαια σφιγγα μίλησε

-ξερω το μυστικό σας

σε βαθειά νύχτα αργυρης σελήνης

ο μεγάλος πόθος

των σωμάτων σας

εσύ το τέλος

της σκέψης μου

.

.

.

άρρητα ρέω 

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis 


μια τεράστια διαταραχή των αισθήσεων

ένα

στόμα

οι ατέρμονες αλληγορίες

της σαρκας

εκείνη τη στιγμή στο τρένο 

ο Λεον Τολστόι

συνομιλεί με την Άννα Καρένινα

-φτανουμε στον σταθμό Ασταποβο,αγαπητή μου κυρία

κι ύστερα τα πήλινα ομοιοματα τους

σπανε

με ρώτησε τι κάνω μέσα σ'αυτη τη φλύαρη

αιωνιότητα

-προσπαθω να την καταργήσω

ποιον ενδιαφέρει;

παράξενο να μην εισαι εκεινο

και να είσαι αυτο

αγγίζω μια γυναίκα

το πάθος μου είναι αυτό

σε βλάστηση Antonio Vivaldi for oboe andante

θα νικήσει η συμμετρία

άρρητα ρέω

στον ύπνο της πέρκας

κοιτάζω 

στην άνωση του ήλιου

το ηχηρό σώμα σου

πέφτοντας

στο φως

και πιο κάτω τα κίτρινα στάχυα

'να εκει'

ωραία μεθυστικά

γελάει

τόσο απλή και όμορφη συνδιαλλαγή

ξέφυγε η σκέψη μου

στο φθαρτό

στα έσχατα της αλήθειας

την ρωτάω και ταράζομαι

και στο στήθος σου

το τανγκό των πουλιων 

στα πόδια το ωμέγα

των κρινων

πάντα η ομορφιά 

η απόδειξη του θεού

και στη σιωπή των λωτων

άμετρο το κάλλος σου

ένα πλήρες αιωνιότητας

το σώμα

.

.

.



Vincent Van Gogh Βικεντ Βαν Γκογκ

-c.n.couvelis χ.ν.κουβελης


κίτρινα στάχυα

ένα κοράκι του Poe 

στον ουρανό νότια

σκοτεινή νύχτα στην Αρλ

η Σιέν εξαφανισμένη

η πληγή του αυτιού

σκάνδαλο της αιωνιότητας

τα χρυσάνθεμα πλουτίζουν

σε ένα κόσμο προκλητικής 

φτώχειας

ο αθώος μπάρμπα Τανγκι

-η ηρεμία της Ιαπωνίας θα με γιατρέψει,

σκέφτεται

όμως παρ'ολ'αυτα

η πτήση του κορακιου νότια

η σφαίρα στο στομάχι του

αναποφευκτη


αόρατοι θλιμμένοι Βαν Γκογκ

στον κόσμο μας

.

.

.



Φωτογραφιση-μορφη σε πετρα-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


το ονομα μας Ούτις

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


είδαμε το πέτρινο κεφάλι

από το μέγεθος εικασαμε

ενός σπουδαίου άντρα θα είναι

κάποιου Μυκηναίου

η' κάποιου Αχαιού

η' και κάποιου των Δυρειεων

πάντως ευκλεης

ένας είπε:-ψαξτε,κάπου εδώ θα είναι χωμένη

η χρυσή του προσωπίδα,

η' το χάλκινο ακόντιο του

ένας άλλος:-ο Οδυσσέας είναι,

εμένα μου άρεσε να είναι ο Οδυσσέας,

μετά την μνηστηροφονια στο Θιακι

να έφτασε εδώ στα μέρη μας

θα ήταν υπηρηφανεια μας


όμως ούτε Μυκηναίου,ούτε Αχαιού ήταν,

ούτε των Δυρειεων,

αλλά σε έναν από μας τους ασήμαντους 

και ταπεινούς

τους ακλεεις

η πετρα ομοιασε


άλλωστε σε αυτό ομοιαζαμε του Οδυσσέα

το όνομα μας είναι:

Ούτις

.

.

.



Πορτραιτο-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Τα Παράλληλα:Ηλέκτρα και Αντιγόνη

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


έπαιζε στο πιάνο,έβλεπε τα δάκτυλα της 

στα πλήκτρα,

το πάθος στην αφή,

στο άγγιγμα του κορμιού του,ανατριχιασε,

εκείνη σταμάτησε,-είναι το μέρος της Ηλέκτρας,του είπε

τώρα,θα παίξω το μέρος της Αντιγόνης,

η εικόνα σεληνόφωτος σε ένα έρημο τοπίο,

η σκιά στο άργυρο φως ενός κυπαρισιου

και έκθετο το νεκρό σώμα του Πολυνείκη

πέρα μέσα στην εφταπυλη Θήβα γιορτάζουν τα επινίκια

βεγγαλικά ύμνοι κορνετες σαξόφωνα παιανιζουν

τα δάκτυλα της ακίνητα στα πλήκτρα,

λευκά,

ακίνητα,

τα Παράλληλα μου,είπε,

οι τραγωδίες

η Ηλέκτρα μισεί τη μάνα

τη φόνισσα του πατέρα της

μαχαίρι η' να την πνίξει

να σκοτώνεις αυτό που σου έδωσε ζωή,

να μην μπορείς να ξεφύγεις,

την εκδίκηση,

η θλιψη

για πάντα θα διαρκέσει,

τα δάκτυλα της στο πιάνο,

ένα νοτουρνο του Σοπέν

η Αντιγόνη στη θήλεια της

τα στήθη της δεν βυζαξαν μωρό

ακλαυτη και ανυμεναιη,

έπαιζε στο πιανο,

Ηλέκτρα η' Αντιγόνη

ίδιο πάθος

για κείνη

.

.




Φωτογράφιση

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Εγώ αγρυπνουσα

(Ημερολόγιο του Οδυσσέα)

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


φτάσαμε σε αυτή την ακτή,

οι σύντροφοι βαρικαρδισμενοι,

μετρηθηκαμε

έλειπαν τέσσερις,

είμασταν δειλοί,δεν πέσαμε στη θαλασσα 

να τους σωσουμε,

ούτε ρίξαμε σχοινιά να πιαστουν 

ν'ανεβουν,

πεινουσαμε,

ανάψαμε φωτιά,είχε πέσει υγρασία,

-οχι μην ψησεται ψάρια,

θα κάνω εμετό,ούρλιαξε κάποιος 

και όρμησε στη θάλασσα,

γελούσε,ένα τρομακτικό γέλιο,

τον σκέπασε το κύμα,

το ρεύμα τον παρασέρνει,τα ψάρια θα φάνε

το κορμί του,

πάει χάθηκε,

τότε καταλάβαμε τα λόγια του,να μην ψήσουμε

ψάρια,που'χουν φάει τις σάρκες 

των πνιγμένων συντροφων 

και τη

δική του σάρκα,

δειπνισαμε ξερό ψωμί,

αμίλητοι ξαπλώσαμε στην άμμο,σκεπαστηκαμε 

με κουβέρτες,

εγώ αγρυπνουσα,

ένα τεράστιο φεγγάρι,η θάλασσα αργυρη,

μέσα σε αυτή τη φυση 

τι είναι ο άνθρωπος;σκέφτομαι

τι γυρεύει; ασήμαντος,

Ούτις

.

.

.




Καλλιμαχου-Υμνος εἰς Αρτεμιν ,στίχοι 1-28

(μετάφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis)


την Άρτεμη(γιατί αδύνατο είναι στους αοιδους

να παραληφθεί)υμνουμαι,που τα τοξα και του λαγού

η σκοποβολή τη μέλλει,και ο χώρος ο πλατύς

και στα βουνά να διασκεδάζει,ας αρχίσουμε λοιπόν 

όταν στου πατέρα κάθονταν τα γόνατα,κορίτσι 

μικρό ακόμα και έλεγε αυτά εδώ στον γονέα,

δος μου την παρθενια,μπαμπά,για πάντα να φυλάξω,

και να'χω πολλά ονόματα,για μην συναγωνίζεται

ο Φοίβος με μένα,δος μου βέλη και τόξα,όμως άσε 

πατέρα ούτε φαρέτρα ούτε σου ζητάω μεγάλο τόξο,

για μένα οι Κύκλωπες αμέσως βέλη με τέχνη 

θα φτιάξουν,και ευλυγιστο τόξο για μενα,

αλλά δαδια να φωτίζουν και μέχρι το γόνατο φόρεμα 

να ζωστο με χρωματιστό γυρο,θηρία για να σκοτώνω,

δος μου επίσης ένα χορο από εξήντα Ωκεανίδες,

όλες εννιάχρονες,όλες ακόμα κορίτσια χωρίς τη ζώνη 

γάμου,δος μου και να με υπηρετούν είκοσι νύμφες 

Αμνισιδες,που τα ψηλά παπούτσια μου,οποτε μήτε λυγκες 

μήτε ελαφια σκοπεύω,και τα γοργα να φροντίζουν σκυλιά,

δος μου ακόμα όλα τα βουνά,και πόλη για να μείνω οποιαν 

εσύ επιθυμισεις,γιατί σπάνια στη πόλη η Άρτεμη κατεβαίνει,

στα βουνά θα κατοικίσω,στις πόλεις θα αναμειγνιομαι

μ'ανθρωπους μονάχα όταν γυναίκες που ταλαιπωρουνται 

απ'τους δυνατούς πόνους για να γεννήσουν θα με καλούν 

βοηθο,σ'αυτες εμένα οι Μοίρες όταν γεννήθηκα απ'την αρχή 

με κλήρωσαν να βοηθω,γιατί και μένα όταν με γέννησε 

δεν πόνεσε η μάνα,αλλά χωρίς βογκητο  στα σεβαστά της 

γόνατα με καθησε,έτσι  αφού το κοριτσάκι είπε τη γενειάδα

του πατέρα ήθελε να πιάσει,πολλές φορές μάταια τα χέρια

τέντωσε μέχρι να τη πιασει,κι ο πατέρας εγκάρδια το δέχτηκε 

γελωντας


ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ: 158. – Ὕμνος εἰς Αρτεμιν 1-28 


Ἄρτεμιν (οὐ γὰρ ἐλαφρὸν ἀειδόντεσσι λαθέσθαι)

ὑμνέομεν, τῇ τόξα λαγωβολίαι τε μέλονται

καὶ χορὸς ἀμφιλαφὴς καὶ ἐν οὔρεσιν ἑψιάασθαι,

ἄρχμενοι ὡς ὅτε πατρὸς ἐφεζομένη γονάτεσσι

5 παῖς ἔτι κουρίζουσα τάδε προσέειπε γονῆα·

«δός μοι παρθενίην αἰώνιον, ἄππα, φυλάσσειν,

καὶ πολυωνυμίην, ἵνα μή μοι Φοῖβος ἐρίζῃ,

δὸς δ᾽ ἰοὺς καὶ τόξα — ἔα πάτερ, οὔ σε φαρέτρην

οὐδ᾽ αἰτέω μέγα τόξον· ἐμοὶ Κύκλωπες ὀϊστούς

10 αὐτίκα τεχνήσονται, ἐμοὶ δ᾽ εὐκαμπὲς ἄεμμα·

ἀλλὰ φαεσφορίην τε καὶ ἐς γόνυ μέχρι χιτῶνα

ζώννυσθαι λεγνωτόν, ἵν᾽ ἄγρια θηρία καίνω.

δὸς δέ μοι ἑξήκοντα χορίτιδας Ὠκεανίνας,

πάσας εἰνέτεας, πάσας ἔτι παῖδας ἀμίτρους.

15 δὸς δέ μοι ἀμφιπόλους Ἀμνισίδας εἴκοσι νύμφας,

αἵ τε μοι ἐνδρομίδας τε καὶ ὁππότε μηκέτι λύγκας

μήτ᾽ ἐλάφους βάλλοιμι, θοοὺς κύνας εὖ κομέοιεν.

δὸς δέ μοι οὔρεα πάντα· πόλιν δέ μοι ἥντινα νεῖμον

ἥντινα λῇς· σπαρνὸν γὰρ ὅτ᾽ Ἄρτεμις ἄστυ κάτεισιν·

20 οὔρεσιν οἰκήσω, πόλεσιν δ᾽ ἐπιμείξομαι ἀνδρῶν

μοῦνον ὅτ᾽ ὀξείῃσιν ὑπ᾽ ὠδίνεσσι γυναῖκες

τειρόμεναι καλέωσι βοηθόν, ᾗσί με Μοῖραι

γεινομένην τὸ πρῶτον ἐπεκλήρωσαν ἀρήγειν,

ὅττι με καὶ τίκτουσα καὶ οὐκ ἤλγησε φέρουσα

25 μήτηρ, ἀλλ᾽ ἀμογητὶ φίλων ἀπεθήκατο γυίων».

ὣς ἡ παῖς εἰποῦσα γενειάδος ἤθελε πατρός

ἅψασθαι, πολλὰς δὲ μάτην ἐτανύσσατο χεῖρας

μέχρις ἵνα ψαύσειε. πατὴρ δ᾽ ἐπένευσε γελάσσας,

.

.

.



Μορφες-σιδερομπετον-υψος 50μ πλάτος 20μ βαθος15μ-μακεττα

-χ.ν.κουβελης 

c.n.couvelis  

   

επί λογων-χ.ν.κουβελης 

       

αεικινητος έλικας του Αρχιμήδη το ψαρι                                                     

υποθέτω στις Συρακούσες το 413 π. Χ ο Γυλιππος 

δεν απέτρεψε την εκτέλεση των στρατηγών 

Δημοσθένη και Νικια                       

«οὐδὲν [έστι] ὅ,τι οὐκ ἀπώλετο                            

στους λακκους των λατομείων 

ο ένας πάνω στον άλλον, 

ποιος ζει από πάνω μου; 

η Αττική είναι μακρυά, 

σκοτείνιαζε, η Ιστορία  θαμπωνει, 

ο ζητιάνος στην ερημη πλατεία στο Συνταγμα 

απλωνει το κομμένο χερι, 

'αν κι αλλάξαμε πορεία 

ποτέ δεν φτάσαμε στη Καμαρίνα 

η' στη Γελά 

ούτε σ'αλλη ελληνική πόλη', 

πόσο ματωμένα θολα κόκκινα 

ήταν τα νερά του ποταμού Αναπου,

'στις Επιπολες  σύγχυση 

ο ένας επεφτε πάνω στον άλλον 

και τον έσφαζε, 

αιτια κι ο κοινός παιανας', 

μνήμη εμφυλίου,

'θ'αναχωρουσαμε και θα σωνομασταν 

αν δεν γίνονταν η έκλειψη της σελήνης,

σίγουρα έφταιγε η δεισιδαιμονια του Νικια',

στην ερημη πλατεία 

τρίζουν τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων,

Ο ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ ΣΤΗ ΣΠΑΡΤΗ,

'επειτα'με κοίταξε με μάτια που δεν έβλεπαν'

το τέλος με τη σφαγή στον ποταμό Ασσιναρο'                

ἁθρόοι γὰρ ἀναγκαζόμενοι χωρεῖν 

ἐπέπιπτόν τε ἀλλήλοις καὶ κατεπάτουν, 

περί τε τοῖς δορατίοις καὶ σκεύεσιν 

οἱ μὲν εὐθὺς διεφθείροντο, 

οἱ δὲ ἐμπαλασσόμενοι κατέῤῥεον.(Θουκυδίδης Ζ'84.3). 

μεταφραζω:αναγκασμένοι να προχωρούν συντεταγμένοι 

επεφταν ο ένας πάνω στον άλλον και καταπατουνταν , 

άλλοι χτυπουσαν στα δόρατα και στις εξαρτήσεις 

κι αμέσως χάνονταν, άλλοι παρασερνονταν στα νερά              

είναι παράδοξο πως σημερα 

μετά από αυτήν την μεγάλη ελληνική πανωλεθρια 

διατύπωσαμε την εκφραση

-αεικινητος ελικας του Αρχιμήδη το ψαρι

.

.

.

 


Composition-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Χρονολογησεις

-χ.ν.κουβελης


ομονοια.14:20.

σειρηνα περιπολικου 

σκιζει 

το δερμα της Σταδιου.

κρεμασμενα ματια στα σταντς 

του περιπτερου προς Αθηνας.

"πισω μας σερνουμε τους δολοφονους".

δεν το ακουσα.14:26.

στο κενο της ιστοριας 

καταβροχθιζονται.14:35.

φωνες.εκκοφαντικες.14:41.

φλυαρια.14:42.

.

.

.

 


Φωτογράφιση

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


η ευλύγιστη βαρύτητα του ανθρώπου

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


με βέλη γλάρων το γαλάζιο

η ευλυγιστη βαρύτητα 

του ανθρώπου

τονίζοντας το φως η θαλασσα

τυλίχτηκε στη συμμετρια

ο χρόνος πεπερασμένος 

άπειρος

ο καθρέφτης του αέρα

τίποτα δεν είναι ακατανόητο

εντός των ανθρώπων

.

.

.




Εκ Χρέους στη Σαπφώ

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Μνασιδικη,μακριά.στα ξένα είσαι,

και να σε ξεχάσω

δεν μπορω,

εδώ τριαντάφυλλα και λωτοι ανθίζουν

που τοσο αγαπούσες,

η νοσταλγία με πλημμυρίζει λύπη,

πλέκοντας άνθη στεφάνωνα τα μαλλακια σου,

αλήθεια,μ'εχεις ξεχάσει;

ο έρωτας με τρανταζει,

φουστάνι με κρόκο βαμμένο φορούσες

πορφυρό,

τωρα τριγυρνω θλιμμένη

ως μέσα στον σκοτεινό να'μαι Άδη,

πανέμορφα κεντητά παπούτσια

στόλιζαν τα πόδια σου,

δεν ξέρω τι θέλω,χάνω το μυαλό μου,

δεν θα ξαναγυρίσεις,φοβάμαι,

κι εγώ θέλω να πεθάνω,

θυμάσαι με περιδερεια λαμπερα

ήταν στολισμένος ο λαιμός σου,

και μεθυστικά αρώματα μύριζε το κορμί σου,

καποτε Μνασιδικη εσένα είχα,

τη κοπέλα που λαχταρούσα,

τίποτα τώρα πια δεν έχω,

περασμένα μεσάνυχτα 

εδυσε η σελήνη κι η Πουλια,

κι εγώ μόνη κοιμάμαι,

και το κύμα

σε αμμο Ιωνίας 

έπειτα σιωπή

και ξανά αναταραχή του αέρα

η μνήμη βουλιάζει

πληθαίνει το σκοταδι

ανυπαρξία

.

.

.



προοπτική ενδυναμης ηχηρης 

συμμετριας

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


ηχοι γρυλων και  το φεγγάρι 

ανέβηκε

Ποτνια Θηρών Κραταιά


υπερκυβικη ενοραση νερου

σε υπεροπτικη επιφάνεια κρινων

χρωματικη εφελκυουσα γραμματική 

ανθους

στη νοητική διαύγεια μελισσας

η έκρυθμη πολλαπλοτητα σωματικής 

ρωγμης

ανιοντος χρονου

ένοπλης υπερτονισμενης επαναστασης 

αορατου λςξεων

προοπτική ενδυναμης ηχηρης 

συμμετριας

μια ακροτητα φωτισμενου τοπιου 

θαλασσας

υπερδιπλασιασμενης ορμής 

αγχιβαθους δαχτυλου

αφή υπερουσια 

υπερενδοξη

λιτότητα ρυθμικη

Χαιρε 

η ταχυτης Αισθησεων

Χαιρε 

η ευαισθησια πράσινων δεντρων

με φθογγισμους πορτοκαλιού 

εξισώνεται η διαφάνεια κοχυλιου

υπερτολμη απειροτητα

Χαιρε 

η αφή της ορτανσιας στο λαιμό 

του κυκνου

λευκοφορα αρμονική εκτιναξη 

πρωινου

σε ασβέστη η ώρα της πεταλούδας 

κίτρινος

ευέλικτος ακροβατης

κύκλος ευθυτενής 

ορθοπλωρων πουλιων

και ημισφαιρικοι λόφοι κυματιστοι

φωτεινά ημιτονια καθαρού αερα

Χαιρε 

χλωρό χόρτο βουνών

ασπαρτο αεικινητο 

θρόισμα ψαριού

σε ροδιού κόκκινο φούσκωμα

η εντελης φυλλοροη 

πρώτων αριθμων ο κοσμος

η' ατελης ψίθυρος ιδεων

Χαιρε 

τα Πρώτα Ελάχιστα των Ανθρωπων

ο ερεθισμος της επιδερμίδας της άγριας 

μεντας

η μυρωδικη φωνή απλετος

ισομετρος κελαηδισμος ερωτηματων

Χαιρε 

η Δίεση του Αβεβαιου

το πράσινο φύλλο του Είναι 

η' του Μη Ειναι

η ατέρμονη πίεση του χρονου

στο χρυσό στάχυ του ηλιου

η ελάχιστη χειρονομια

.

.

.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου