I Am a Greek European Worldwidel Man-Now!- www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

I Am a Greek European Worldwide Man-Now!-

www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

Πέμπτη 19 Αυγούστου 2021

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -Die weiße Schlange Το άσπρο φιδι Ein Märchen der Brüder Grimm Ένα παραμύθι των αδελφών Γκριμ -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-Die weiße Schlange

Το άσπρο φιδι

Ein Märchen der Brüder Grimm

Ένα παραμύθι των αδελφών Γκριμ

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.


Die weiße Schlange

Το άσπρο φιδι

Ein Märchen der Brüder Grimm

Ένα παραμύθι των αδελφών Γκριμ

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Πριν από πολλα χρόνια,ζούσε ένας βασιλιάς,που η σοφία του ήταν ξακουστή σ'ολο τον κόσμο.

Τίποτα δε του ηταν άγνωστο κι ήταν σαν ο άνεμος τα νέα απ'τα κρυμμένα πράγμα να του'φερνε 

Είχε ομως μια παράξενη συνήθεια.Καθε μεσημέρι όταν απ'το τραπέζι όλοι έφευγαν και κανενας δεν ήταν,έπρεπε ένας πιστός υπηρέτης ακόμα μια

σουπιέρα να φέρει.

Αυτη όμως ήταν σκεπασμένη,κι ο υπηρέτης ουτ'αυτος ήξερε,τι εκεί μέσα είχε,κι ούτε κανένας άνθρωπος ήξερε,γιατι ο βασιλιάς

δεν την ξεσπεπαζε πριν και δεν έτρωγε,μέχρι να μείνει μόνος.

Πέρασε πολύς καιρός,και μια μέρα ο υπηρέτης,που έφερνε παλι τη σουπιέρα,δεν μπόρεσε να αντισταθεί στην περιεργεια,και τη σουπιέρα στη καμαρά του έφερε.

Όταν την πόρτα προσεκτικά κλείδωσε,σήκωσε το καπάκι.κι εκεί είδε,πως ένα άσπρο φίδι ήταν μέσα.

Στη θέα του δεν μπόρεσε να κρατησει την επιθυμία,όσο και να του στοίχιζε,κι έκοψε απ'αυτο ένα κομματάκι και το'βαλε στο στόμα.

Όμως μόλις τ,'αγγιξε στη γλώσσα του,άκουσε έξω απ'το παράθυρο του ένα παράξενο ψιθυρισμα από ψιλες φωνές.

Πήγε κι άκουσε,και παρατηρησε πως ήταν τα σπουργίτια,που το'να με τ'αλλο μιλούσαν και διάφορα διηγούνταν,τι στα χωράφια και στα δάση είχαν

δει.Το φάγωμα του φιδιού του' δωσε την ικανότητα,τη φωνή  των ζώων να καταλαβαίνει.

Συνέβηκε τότε ακριβώς σ'αυτη τη μέρα η βασίλισσα το ωραιότερο της δακτυλίδι να χάσει και πάνω στον πιστό υπηρέτη,που παντού είχε πρόσβαση,έπεσε η υποψία,πως αυτός το'χει κλέψει.

Ο βασιλιάς ζήτησε να παρουσιαστεί μπροστά του και τον απειλισε με αυστηρά επικριτικά λόγια ,αν μέχρι αύριο τον δράστη δεν μπορέσει να ονοματίσει,τότε για τέτοιο θα τον δουν και σε δίκη θα πάει.

Δεν υπήρχε ελπίδα,την αθωότητα του ν'αποδειξει,ούτε καμια καλύτερη απόφαση τον απάλλαξε,και στην ανησυχία  και στην αγωνία του πήγαινε περα δωθε στην αυλή και σκέφτονταν,πως στην δύσκολη κατάσταση να μπορέσει να βοηθηθεί.

Εκεί σε νερό που κυλούσε κάθονταν πάπιες ήρεμα η μία δίπλα στην άλλη κι αναπαύονταν,καθαριζονταν με τα ράμφη τους να γλιστρούν κι είχαν μια πολύ φιλική κουβέντα.

Ο υπηρέτης στάθηκε και τις άκουσε 

Διηγούνταν που σήμερα το πρωί είχαν περιπλανηθεί και τι καλή

τροφή είχαν βρει.

Τότε είπε μια στεναχωρημένα.

Κάτι με βαραίνει στο στομάχι,ένα δακτυλίδι που ήταν κάτω απ'το παράθυρο της βασίλισσας,βιαστικά το κατάπια.

Τότε την άρπαξε ο υπηρέτης αμέσως  απ'το λαιμό,την έφερε

στη κουζίνα κι είπε στον μάγειρα.

Σφαξ'την,είναι καλοταισμενη.

Ναι,είπε ο μάγειρας και την ζύγισε στο χέρι,κανένα κόπο 

δεν απέφυγε να μην παχύνει κι έχει πολύ γι'αυτό περιμένει ,ψητή να γίνει.

Της έκοψε το λαιμό,κι όταν την καθαρισε απ'τα εντόσθια,βρέθηκε το δακτυλίδι της βασίλισσας στο στομάχι της.

Ο υπηρέτης λοιπόν εύκολα στον 

βασιλιά την αθωότητα του απέδειξε,κι αυτός το άδικο θέλησε να επανορθώσει,του

επέτρεψε,μια χάρη να του ζητήσει και του υποσχέθηκε την πιο μεγάλη τιμητική θέση,π'αυτος στην αυλή του επιθυμούσε.

Ο υπηρέτης τ'αρνηθηκε όλα και παρακάλεσε μονάχα για ένα άλογο και χρήματα για ταξίδι.

Επειδη είχε επιθυμία,τον κόσμο να δει και για λίγο μέσα σ' αυτόν να περιπλανηθεί.

Όταν η παράκληση του εκπληρώθηκε,πήρε τον δρόμο κι έφτασε μια μέρα  σε μια μικρή λίμνη κοντά,όπου τρία ψάρια παρατήρησε,που είχαν στα καλάμια πιαστει και προσπαθούσαν να πέσουν στο νερό.Αν κι ο άνθρωπος λέει,ότι τα ψάρια βουβά είναι,όμως αυτός ακουσε το κλάμα τους,πως τόσο δυστυχισμενα θα τελειωσουν.

Επειδή αυτός μια πονετικη καρδιά είχε,κατέβηκε απ'τ'αλογο και έβαλε ξανά τα τρία πιασμένα μέσα στο νερο

Εκείνα σπαρταρισαν απ'τη χαρά,

έβγαλαν τα κεφαλια έξω και φώναξαν σ'αυτον.

Θα το θυμόμαστε και θα στ'ανταποδωσουμε,που μας έχεις σώσει.

Αυτός καβαλικεψε παραπέρα και μετά από λίγο νομισε,σαν ν'ακουσε στα πόδια του στην άμμο μια φωνή.Αφουκραστηκε κι άκουσε,πως ένας βασιλιάς μερμηγιων διαμαρτυρονταν.

Να'ταν να μην μας πατούσαν οι άνθρωποι μ'αυτα τ'αγαρμπα ζώα 

Τώρα αυτό τ'ανόητο άλογο με τις βαριες του οπλές θα τσαλαπατησει χωρίς έλεος τον λαό μου.

Αυτός αλλαξοδρομησε,κι ο βασιλιάς των μερμηγιων του φώναξε.

Θα το θυμόμαστε και θα στ'ανταποδωσουμε.

Ο δρόμος τον οδήγησε σε δασος κι εκεί είδε έναν πατέρα κόρακα και μια μάνα κορακινα που κοντά  στην φωλιά τους στέκονταν και πετούσαν έξω τα μικρα τους.

Μακριά από μας,αχόρταγα.φωναζαν,δεν μπορούμε πια να σας χορτάσουμε,μεγαλώσατε αρκετά,και μπορεί μόνα σας να τραφειτε.

Τα  μικρά τα φτωχά πέσαν στο χώμα,φτερουγιζαν και χτυπούσαν τα φτεράκια τους και τσιριζαν.

Είμαστε αβοήθητα παιδιά,πρέπει μόνα μας να τραφουμε κι ακόμα δεν μπορούμε να πεταξουμε.Δεν μας μένει τίποτα άλλο παρά εδώ από πείνα να πεθάνουμε.

Τότε κατέβηκε το καλό παλικάρι,σκότωσε τ'αλογο με το ξίφος του και τ'αφησε στα μικρά 

κοράκια για φαγητο.

Αυτά πλησίασαν,χόρτασαν και 

φώναξαν.

Θα το θυμόμαστε και θα στ'ανταποδωσουμε.

Αυτός έπρεπε τα πόδια του να χρησιμοποιήσει, κι όταν μακρύ δρόμο προχώρησε,έφτασε σε μια μεγάλη πόλη.

Εκεί ήταν μεγάλος θόρυβος και  συνωστισμός στο δρόμο κι έμαθε.Πως η κόρη του βασιλιά έψαχνε ένα άντρα(να παντρευτεί),όμως όποιος ήθελε να την ζητήσει,έπρεπε μια δυσκολη δοκιμασια να εκπληρώσει,κι αν δεν μπορέσει με επιτυχία να την εκτελέσει,τότε τη ζωή του θα χάσει.

Πολλοί είχαν ήδη προσπαθησει,

αλλ'ομως μάταια κι έχασαν τη ζωή τους.

Το παλικάρι,όταν  την κόρη του βασιλιά είδε,απ'τη μεγάλη της ομορφιά τόσο θαμπώθηκε,που ξέχασε τον κινδυνο,μπροστά στον βασιλιά παρουσιαστηκε και δήλωσε μνηστήρας.

Μετά από λίγο το οδήγησαν στη θάλασσα και μπροστά στα μάτια του ένα χρυσό δακτυλίδι ερριξαν εκει μέσα.

Κατόπιν ο βασιλιάς ζήτησε αυτό το δακτυλίδι απ'τα βάθη της θάλασσας έξω πάλι να βγαλει

και πρόσθεσε.

Αν χωρίς αυτό πάλι στην επιφάνεια έρθεις,τότε εκ νέου  θα σε βουτήξουν,μέχρι στα κύματα να τελειώσεις.

Όλοι λυπήθηκαν τ'ομορφο παλικάρι και το παρατησαν τότε μοναχο  στη θάλασσα.

Αυτό στάθηκε στην οχτη και σκέφτονταν,τι έπρεπε να κανει.

Τότε είδε τρία ψάρια να'ρχονται κολυμπώντας,και δεν ήταν κανένα άλλο απο εκείνα,που τη ζωή τους είχε σώσει.Αυτο στη μέση κρατούσε ένα κοχύλι στο στόμα,που τ'αφησε στην άμμο στα πόδια του παλικαριού,κι όταν αυτό το σήκωσε και τ'ανοιξε,μεσα ήταν το χρυσο δακτυλιδι.

Γεμάτο χαρά το'φερε στον βασιλιά και περίμενε,την ανταμοιβή που υποσχέθηκε να του δώσει.

Όμως η ακαταδεχτη κόρη του βασιλιά,όταν έμαθε,πως δεν ήταν ισάξιος της,του αρνήθηκε κι απαίτησε,πριν μια δεύτερη 

δοκιμασία να περάσει.

Κατέβηκε στο κήπο κι η ίδια άδειασε δέκα σακιά γεμάτα 

κεχρί στα χόρτα.

Αυτός πρέπει το πρωί,πριν ο ήλιος ανατείλει,να το'χει μαζέψει,είπε,κι ούτε ένας μικρός κοκκος να μην λείπει.

Το παλικάρι κάθισε στον κήπο και σκέφτονταν,πως ήταν δυνατό,τη δοκιμασία να περάσει.

αλλά δεν μπόρεσε τίποτα να σκεφτεί,κι εκεί κάθονταν πολύ στεναχωρημένο και περίμενε 

να ξημερώσει,στο θάνατο να οδηγηθεί.

Όταν όμως οι πρώτες ακτίνες του ήλιου έπεσαν στον κήπο,τότε είδε τα δέκα σακιά όλα γεμάτα το ένα δίπλα στ'αλλο να'ναι,κι ούτε ένας μικρός κοκκος δεν έλειπε μέσα.

Ο βασιλιάς των μερμηγκιων με τα χιλιάδες και χιλιάδες του μερμήγκια μέσα στη νύχτα ήρθαν ,και τα ζώα από ευγνωμοσύνη είχαν το κεχρί με

μεγάλη επιμελεια μαζεψει και μεσα στα σακιά συγκέντρωσει.

Η κόρη του βασιλιά κατέβηκε η ίδια στο κήπο και μ'εκπληξη είδε,πως το παλικάρι καταφερε,ότι του απαιτησε.

Όμως δεν μπόρεσε την ακαταδεκτη καρδιά της να συγκρατήσει κι είπε.

Και τις δύο δοκιμασίες κι αν πέρασε,όμως δεν θα γίνει άντρας μου προτου,να φέρει σε μένα ένα μήλο απ'το δέντρο της ζωής.

Το παλικάρι δεν ήξερε,που το δέντρο της ζωής ήταν.

Ξεκίνησε και πάντοτε θα προχωρούσε,όσο τα πόδια του το κρατούσαν,όμως δεν είχε καμία ελπίδα,να το βρει.

Κι όταν μέσα από τρια βασιλεια περιπλανήθηκε κι ένα βράδυ σ'ενα δάσος ήρθε,κάθισε κάτω απο'να δέντρο και θέλησε να κοιμηθεί.

Τότε ακουστηκε στα κλαριά ένας θορυθος κι ένα χρυσό μήλο έπεσε στα χέρια του.Κι αμέσως τρια κοράκια πέταξαν σ'αυτον κάτω,κάθισαν πάνω στα γόνατα του κι είπαν.

Είμαστε τα τρία μικρά κοράκια που από θάνατο πείνας έχεις σώσει.

Όταν μεγάλα γίναμε κι σκουσαμε,πως το χρυσό μήλο εψαχνες,τότε στη θάλασσα πετάξαμε μέχρι το τέλος του κόσμου,που'ναι το δέντρο της ζωής,και το'χουμε φέρει για σένα.

Γεμάτο χαρά το παλικάρι πήρε το δρόμο του γυρισμού στο σπίτι κι έφερε στην όμορφη κόρη του βασιλιά το χρυσό μήλο,και σ'αυτη τώρα καμία αντίρρηση πια δεν έμεινε 

Μοίρασαν το μήλο της ζωής κι το'φαγαν μαζί.

Τότε η καρδιά της γέμισε μ'αγαπη γι'αυτόν κι έφτασαν  μ'

αδιατάρακτη ευτυχία στα βαθειά γεραματα

.

.

Die weiße Schlange

Ein Märchen der Brüder Grimm


Es ist nun schon lange her, da lebte ein König, dessen Weisheit im ganzen Lande berühmt war. Nichts blieb ihm unbekannt und es war, als ob ihm Nachricht von den verborgensten Dingen durch die Luft zugetragen würde. Er hatte aber eine seltsame Sitte. Jeden Mittag, wenn von der Tafel alles abgetragen und niemand mehr zugegen war, mußte ein vertrauter Diener noch eine Schüssel bringen. Sie war aber zugedeckt, und der Diener wußte selbst nicht, was darinlag, und kein Mensch wüßte es, denn der König deckte sie nicht eher auf und aß nicht davon, bis er ganz allein war. Das hatte schon lange Zeit gedauert, da überkam eines Tages den Diener, der die Schüssel wieder wegtrug, die Neugierde, daß er nicht widerstehen konnte, sondern die Schüssel in seine Kammer brachte. Als er die Tür sorgfältig verschlössen hatte, hob er den Deckel auf und da sah er, daß eine weiße Schlange darinlag. Bei ihrem Anblick konnte er die Lust nicht zurückhalten, sie zu kosten; er schnitt ein Stückchen davon ab und steckte es in den Mund. Kaum aber hatte es seine Zunge berührt, so hörte er vor seinem Fenster ein seltsames Gewisper von feinen Stimmen. Er ging und horchte, da merkte er, daß es die Sperlinge waren, die miteinander sprachen und sich allerlei erzählten, was sie im Felde und Walde gesehen hatten. Der Genuß der Schlange hatte ihm die Fähigkeit verliehen, die Sprache der Tiere zu verstehen.


Nun trug es sich zu, daß gerade an diesem Tage der Königin ihr schönster Ring fortkam und auf den vertrauten Diener, der überall Zugang hatte, der Verdacht fiel, er habe ihn gestohlen. Der König ließ ihn vor sich kommen und drohte ihm unter heftigen Scheltworten, wenn er bis morgen den Täter nicht zu nennen wüßte, so sollte er dafür angesehen und gerichtet werden. Es half nichts, daß er seine Unschuld beteuerte, er ward mit keinem besseren Bescheid entlassen. In seiner Unruhe und Angst ging er hinab auf den Hof und bedachte, wie er sich aus seiner Not helfen könne. Da saßen die Enten an einem fließenden Wasser friedlich nebeneinander und ruhten, sie putzten sich mit ihren Schnäbeln glatt und hielten ein vertrauliches Gespräch. Der Diener blieb stehen und hörte ihnen zu. Sie erzählten sich, wo sie heute morgen all herumgewackelt wären und was für gutes Futter sie gefunden hätten. Da sagte eine verdrießlich: "Mir liegt etwas schwer im Magen, ich habe einen Ring, der unter der Königin Fenster lag, in der Hast mit hinuntergeschluckt." Da packte sie der Diener gleich beim Kragen, trug sie in die Küche und sprach zum Koch: "Schlachte doch diese ab, sie ist wohlgenährt." - "Ja," sagte der Koch und wog sie in der Hand; "die hat keine Mühe gescheut sich zu mästen und schon lange darauf gewartet, gebraten zu1 werden." Er schnitt ihr den Hals ab, und als sie ausgenommen ward, fand sich der Ring der Königin in ihrem Magen. Der Diener konnte nun leicht vor dem Könige seine Unschuld beweisen, und da dieser sein Unrecht wieder gutmachen wollte, erlaubte er ihm, sich eine Gnade auszubitten und versprach ihm die größte Ehrenstelle, die er sich an seinem Hofe wünschte.


Der Diener schlug alles aus und bat nur um ein Pferd und Reisegeld. Denn er hatte Lust, die Welt zu sehen und eine Weile darin herumzuziehen. Als seine Bitte erfüllt war, machte er sich auf den Weg und kam eines Tages an einem Teich vorbei, wo er drei Fische bemerkte, die sich im Rohr gefangen hatten und nach Wasser schnappten. Obgleich man sagt, die Fische wären stumm, so vernahm er doch ihre Klage, daß sie so elend umkommen müßten. Weil er ein mitleidiges Herz hatte, so stieg er vom Pferde ab und setzte die drei Gefangenen wieder ins Wasser. Sie zappelten vor Freude, steckten die Köpfe heraus und riefen ihm zu: "Wir wollen dir's gedenken und dir's vergelten, daß du uns errettet hast!" Er ritt weiter, und nach einem Weilchen kam es ihm vor, als hörte er zu seinen Füßen in dem Sand eine Stimme. Er horchte und vernahm, wie ein Ameisenkönig klagte: "Wenn uns nur die Menschen mit den ungeschickten Tieren vom Leib blieben! Da tritt mir das dumme Pferd mit seinen schweren Hufen meine Leute ohne Barmherzigkeit nieder!" Er lenkte auf einen Seitenweg ein, und der Ameisenkönig rief ihm zu: "Wir wollen dir's gedenken und dir's vergelten!" Der Weg führte ihn in einen Wald, und da sah er einen Rabenvater und eine Rabenmutter, die standen bei ihrem Nest und warfen ihre Jungen heraus. "Fort mit euch, ihr Galgenschwengel!" riefen sie, "wir können euch nicht mehr satt machen, ihr seid groß genug und könnt euch selbst ernähren." Die armen Jungen lagen auf der Erde, flatterten und schlugen mit ihren Fittichen und schrien: "Wir hilflosen Kinder, wir sollen uns selbst ernähren und können noch nicht fliegen! Was bleibt uns übrig, als hier Hungers zu sterben!" Da stieg der gute Jüngling ab, tötete das Pferd mit seinem Degen und überließ es den jungen Raben zum Futter. Die kamen herbeigehüpft, sättigten sich und riefen: "Wir wollen dir's gedenken und dir's vergelten!"


Er mußte jetzt seine Beine gebrauchen, und als er lange Wege gegangen war, kam er in eine große Stadt. Da war großer Lärm und Gedränge in den Straßen und kam einer zu Pferde und machte bekannt: Die Königstochter suche einen Gemahl, wer sich aber um sie bewerben wolle, der müsse eine schwere Aufgabe vollbringen, und könne er es nicht glücklich ausführen, so habe er sein Leben verwirkt. Viele hatten es schon versucht, aber vergeblich ihr Leben daran gesetzt. Der Jüngling, als er die Königstochter sah, ward von ihrer großen Schönheit so verblendet, daß er alle Gefahr vergaß, vor den König trat und sich als Freier meldete.


Alsbald ward er hinaus ans Meer geführt und vor seinen Augen ein goldener Ring hineingeworfen. Dann hieß ihn der König diesen Ring aus dem Meeresgrund wieder hervorzuholen, und fügte hinzu: "Wenn du ohne ihn wieder in die Höhe kommst, so wirst du immer aufs neue hinabgestürzt, bis du in den Wellen umkommst." Alle bedauerten den schönen Jüngling und ließen ihn dann einsam am Meer zurück. Er stand am Ufer und überlegte, was er wohl tun sollte. Da sah er auf einmal drei Fische daherschwimmen, und es waren keine andern als jene, welchen er das Leben gerettet hatte. Der mittelste hielt eine Muschel im Munde, die er an den Strand zu den Füßen des Jünglings hinlegte, und als dieser sie aufhob und öffnete, so lag der Goldring darin. Voll Freude brachte er ihn dem Könige und erwartete, daß er ihm den verheißenen Lohn gewähren würde. Die stolze Königstochter aber, als sie vernahm, daß er ihr nicht ebenbürtig war, verschmähte ihn und verlangte, er sollte zuvor eine zweite Aufgabe lösen. Sie ging hinab in den Garten und streute selbst zehn Säcke voll Hirse ins Gras. "Die muß Er morgen, eh die Sonne hervorkommt, aufgelesen haben," sprach sie, "und es darf kein Körnchen fehlen." Der Jüngling setzte sich in den Garten und dachte nach, wie es möglich wäre, die Aufgabe zu lösen; aber er konnte nichts ersinnen, saß da ganz traurig und erwartete bei Anbruch des Morgens, zum Tode geführt zu werden. Als aber die ersten Sonnenstrahlen in den Garten fielen, so sah er die zehn Säcke alle wohlgefüllt nebeneinander stehen, und kein Körnchen fehlte darin. Der Ameisenkönig war mit seinen tausend und tausend Ameisen in der Nacht angekommen, und die dankbaren Tiere hatten die Hirse mit großer Emsigkeit gelesen und in die Säcke gesammelt. Die Königstochter kam selbst in den Garten herab und sah mit Verwunderung, daß der Jüngling vollbracht hatte, was ihm aufgegeben war. Aber sie konnte ihr stolzes Herz noch nicht bezwingen und sprach: "Hat er auch die beiden Aufgaben gelöst, so soll er doch nicht eher mein Gemahl werden, bis er mir einen Apfel vom Baume des Lebens gebracht hat." Der Jüngling wußte nicht, wo der Baum des Lebens stand. Er machte sich auf und wollte immer zugehen, solange ihn seine Beine trügen, aber er hatte keine Hoffnung, ihn zu finden. Als er schon durch drei Königreiche gewandert war und abends in einen Wald kam, setzte er sich unter einen Baum und wollte schlafen. Da hörte er in den Ästen ein Geräusch und ein goldener Apfel fiel in seine Hand. Zugleich flogen drei Raben zu ihm herab, setzten sich auf seine Knie und sagten: "Wir sind die drei jungen Raben, die du vom Hungertod errettet hast. Als wir groß geworden waren und hörten, daß du den goldenen Apfel suchtest, so sind wir über das Meer geflogen bis ans Ende der Welt, wo der Baum des Lebens steht, und haben dir den Apfel geholt." Voll Freude machte sich der Jüngling auf den Heimweg und brachte der schönen Königstochter den goldenen Apfel, der nun keine Ausrede mehr übrig blieb. Sie teilten den Apfel des Lebens und aßen ihn zusammen. Da ward ihr Herz mit Liebe zu ihm erfüllt, und sie erreichten in ungestörtem Glück ein hohes Alter.

.

.

.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου