.
.
LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
-Der Räuberbräutigam
Ο ληστής γαμπρος
Ein Märchen der Brüder Grimm
Ένα παραμύθι των αδελφών Γκριμ
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c. n.couvelis
ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.
Der Räuberbräutigam
Ο ληστής γαμπρος
Ein Märchen der Brüder Grimm
Ένα παραμύθι των αδελφών Γκριμ
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c. n.couvelis
Μια φορά ήταν ένας μυλωνάς,που'χε μια όμορφη κορη,κι όταν αυτή μεγάλωσε,η επιθυμία του ήταν να την φροντισει και να την καλοπαντρεψει.
σκέφτηκε.Αν ένας ευκατάστατος μνηστήρας έρθει και τη ζητησει θα του τη δώσω.
Δεν πέρασε καιρός,ήρθε ένας μνηστήρας,που φαίνονταν πολύ πλούσιος να'ναι,κι επειδή ο μυλωνάς δεν ήξερε τιποτα εναντίον του,του υποσχέθηκε την κόρη του.
Όμως το κορίτσι δεν τον αγαπούσε,όπως μια νύφη τον
γαμπρό της πρέπει ν'αγαπα,και καμία εμπιστοσύνη δεν είχε σ',αυτόν,οποτε τον κοιτούσε είτε τον σκέφτονταν αισθάνονταν έναν τρόμο στη καρδιά της.
Μια φορά αυτός της μίλησε.
Είσαι νύφη μου κι ακόμα δεν μ'εχεις επισκεφτεί.
Το κορίτσι απάντησε.Δεν ξέρω,που είναι το σπίτι σας.
Τότε μίλησε ο γαμπρός.Το σπίτι μου είναι πέρα στο σκοτεινό δάσος.
Αυτό έψαξε δικαιολογία πως δεν θα μπορούσε τον δρόμο μέσα εκει να βρει
Ο γαμπρός είπε.Την επόμενη Κυριακή πρέπει σε μένα να'ρθεις,έχω κιόλας τους καλεσμένους προσκαλέσει,και για να βρεις τον δρόμο μέσα στο δάσος,θα ριξω για σένα στάχτη.
Όταν η Κυριακή ήρθε και το κορίτσι έπρεπε το δρόμο να κάνει,είχε τόσο άγχος, πού δεν ήξερε γιατί,και για να μπορέσει να σημαδέψει το δρόμο,γεμισε τις δύο τσέπες μπιζέλια και φακές.
Στην είσοδο του δάσους ήταν πεταμενη στάχτη,την ακολούθησε,όμως με κάθε βήμα έριχνε αριστερά και δεξιά μερικά μπιζέλια στο χώμα.
Προχώρησε σχεδόν όλη τη μέρα,μέχρι που έφτασε στη μέση τους δάσους,όπου στο σκοτάδι ήταν,εκεί βρίσκονταν ένα μοναχικό σπίτι,που δεν της άρεσε,επειδή τόσο σκοτεινό και τρομερό φαίνονταν.
Μπήκε μέσα,όμως κανένας δεν ήταν εκεί,και επικρατούσε μεγάλη σιωπη.Ξαφνικα ακούστηκε μια φωνή.
'γυρνα πισω,γυρνα πισω,νυφουλα,
σ'ενός δολοφόνου το σπίτι εισαι'
Το κορίτσι κοίταξε κι ειδε,πως η φωνή απο'να πουλί ήρθε,που εκει στον τοίχο ενός αγρότη κάθονταν.Κι ακόμα μια φορά φώναξε.
'γυρνα πισω,γυρνα πισω,νυφουλα,
σ'ενός δολοφόνου το σπίτι εισαι'
Τότε η όμορφη νύφη πήγε απ'το'να δωμάτιο στ'αλλο και πέρασε όλο το σπίτι,όμως ήταν παντου άδειο και καμία ανθρώπινη ψυχή δεν βρήκε.
Τελικά πήγε στο υπόγειο,εκεί κάθονταν μια πολύ γριά γυναίκα,που κουνουσε το κεφάλι.
Θα μπορέσεις να μου πεις,μίλησε το κορίτσι,αν ο γαμπρός μου εδώ κατοικεί;
Αχ,φτωχό παιδί,απάντησε η γριά,που έχεις μπει!σ'ενα ταφο
δολοφόνων εισαι.Νομιζεις,πως μια νύφη θα'σαι,που σύντομα γάμο θα κανει,όμως το γάμο με τον θάνατο θα'χεις μαζί.
Βλέπεις,εκεί ένα μεγάλο καζανι με νερό πρέπει να βάλω εκεί,όταν στην εξουσία τους σ'εχουν,κι εσένα, αφού σε κομματιάσουν χωρίς έλεος,θα σε μαγειρέψουν και θα σε φάνε,επειδή είναι ανθρωποφάγοι.Αν δεν σε λυπηθώ και δεν σε σώσω,εισαι χαμενη.
Τότε η γριά την πήγε πίσω απο'να μεγάλο βαρέλι,που κανένας δεν μπορούσε να δει.
Μείνε ακίνητη όπως ένα ποντίκι,είπε,μήτε να κουνιέσαι μήτε να κινείσαι,αλλιώς είσαι τελειωμένη.Τη νύχτα,όταν οι ληστές θα κοιμούνται,θα φύγουμε,πολύ καιρό για μια τέτοια ευκαιρία έχω περιμένει.
Δεν πέρασε πολύ ώρα,και η αθεοφοβη συμμορία ήρθε στο σπίτι.Μαζι τους έφεραν μια νεαρή γυναικα σέρνοντας,ήταν πιωμενοι και δεν άκουγαν τις κραυγές και τα κλάματα της.Της εδωσαν κρασί να πιει,τρία γεμάτα ποτήρια,ένα ποτήρι ασπρο,ένα ποτήρι κόκκινο κι ένα
ποτήρι κίτρινο,απ'αυτο ταράχτηκε η καρδιά της.Κατοπιν της εσκισαν τα ωραία ρούχα,την ξάπλωσαν πάνω σ'ενα τραπέζι,έκοψαν τ'ομορφο κορμί της σε κομμάτια κι ερριξαν πάνω αλατι
Η φτωχη νύφη πίσω απ'το βαρέλι,ετρεμε και τρόμαζε,επειδή έβλεπε καθαρά,ποια μοίρα γι'αυτην οι ληστές είχαν ετοιμάσει.
Ένας απ' αυτούς παρατήρησε στο μικρό δάκτυλο της σκοτωμένης ένα χρυσό δακτυλιδι,κι όταν αυτό με την μια δεν τραβιόταν,πήρε ένα τσεκούρι κι έκοψε το δάκτυλο,
όμως το δάκτυλο πεταχτηκε ψηλα πάνω απ'το βαρέλι κι έπεσε ακριβώς στα γονατα της νύφης.
Ο ληστής πήρε ένας φως κι ήθελε να το ψάξει,αλλά δεν μπορούσε να το βρει.
Τότε ένας άλλος μιλησε.Πισω απ'το μεγάλο βαρέλι κοίταξες;
Όμως η γριά φώναξε.Ελατε να φάτε,κι αφήστε το ψάξιμο για αύριο,το δάκτυλο δεν θα φύγει.
Τότε μίλησαν οι ληστές.Η γριά έχει δίκιο,παρατησαν το ψάξιμο,κάθισαν να φάνε,κι η γριά τους εσταξε ένα υπνωτικο στο κρασί, που σε λίγο ξάπλωσαν στο υπόγειο,κοιμηθηκαν και ροχαλιζαν.
Όταν η νύφη τ'ακουσε αυτό,από πίσω απ'το βαρέλι βγήκε,κι έπρεπε πάνω απ'τους κοιμισμένους να περάσει,που σε σειρά πάνω στο χώμα ήταν ξαπλωμένοι,κι είχε μεγάλο άγχος,μήπως κάποιον ξυπνούσε.
Όμως την βοήθησε ο θεός,που πέρασε μ'επιτυχια,η γριά ανέβηκε μαζί της,άνοιξε την πόρτα και βιάστηκαν,όσο γρήγορα μπορούσαν,να φύγουν μακριά απ'τον τάφο των δολοφόνων.
Η πεταμένη στάχτη είχε απ'τον ανεμο σκορπίσει,όμως τα μπιζέλια κι οι φακές είχαν φυτρωσει και βλαστήσει,κι έδειχναν στο φως του φεγγαριού το δρόμο.
Προχώρησαν όλη τη νύχτα,μέχρι που το πρωί στο μύλο έφτασαν.
Τότε το κορίτσι τα διηγήθηκε όλα στον πατέρα της,οπως είχαν συμβεί.
Όταν η μερα ήρθε,όπου ο γάμος έπρεπε να τελεστεί,εμφανίστηκε ο γαμπρός,ο μυλωνάς όμως είχε όλους τους συγγενείς και γνωστούς προσκαλέσει.
Όπως κάθονταν στο τραπέζι,σε καθέναν ζητήθηκε,κάτι να διηγηθεί.Η νύφη κάθονταν σιωπηλή και δεν έλεγε τίποτα.
Τότε μίλησε ο γαμπρός στη νύφη,λοιπόν,καρδιά μου,τίποτα δεν ξέρεις;διηγησου μας κάτι.
Αυτή απάντησε,ένα όνειρο θα διηγηθώ.Σ'ενα δάσος μέσα πήγαινα μόνη κι έφτασα στο τέλος σ'ενα σπίτι,που καμια ανθρώπινη ψυχή μέσα δεν ήταν,όμως πάνω στον τοίχο ενός αγροτη ήταν ένα πουλί ,
που φώναζε
'γυρνα πισω, γυρνα πισω, νυφουλα
σ'ενος δολοφόνου το σπίτι εισαι'
Κι ακόμα μια φορά το φωναξε.Θησαρευ μου,αυτό μόνο τ'ονειρευτηκα.Τοτε πέρασα απ'ολα τα δωμάτια,κι όλα ηταν άδεια,κι ήταν τόσο φοβερά,στο τέλος κατέβηκα στο υπόγειο,εκεί μέσα κάθονταν μια πολύ γριά γυναίκα,που κουνούσε το κεφάλι.
Την ρώτησα,κατοικεί μέσα σ'αυτο το σπίτι ο γαμπρός μου;.
Αυτή απάντησε.Αχ,φτωχό παιδί,σ,'ενα τάφο δολοφόνων έχεις μπει,ο γαμπρός σου εδώ κατοικεί,όμως θα σε κομματιάσει και θα σε σκοτώσει,και μετά θα σε μαγειρέψει και θα σε φάει,Θησαρευ μου,αυτό μόνο τ'ονειρευτηκα.
Όμως η γριά γυναίκα μ'εκρυψε πίσω απο'να μεγάλο βαρέλι,και σε λίγη ώρα αφ'οτου κρύφτηκα,γύρισαν οι ληστές κι έσερναν μια νέα γυναίκα μαζί τους,σ'αυτη εδωσαν τριών λογιων κρασί να πιει,άσπρο,κόκκινο και κίτρινο,απ'αυτο ταράχτηκε η καρδιά της.Θησαρευ μου,αυτό μόνο τ'ονειρευτηκα
Εκεί τότε της τράβηξαν τα ωραία ρούχα,της έκοψαν τ'ομορφο κορμί πάνω σ'ενα τραπέζι σε κομμάτια και ερριξαν πάνω αλατι.Θησαρευ μου,αυτό μόνο τ'ονειρευτηκα.
Κι ένας απ'τους ληστές είδε,πως στο χρυσό δακτυλο
ακόμα ένα δακτυλίδι ήταν περασμένο,κι επειδή ήταν δύσκολο να τραβηχτεί,πήρε ένα τσεκούρι και το'κοψε, όμως το δάκτυλο πεταχτηκεβψηλά και πεταχτηκε πίσω από το μεγάλο βαρέλι κι έπεσε στα γονατα μου.
Και να εδώ είναι το δάκτυλο με το δακτυλιδι.
Μ'αυτα τα λόγια το'βγαλε έξω και το'δειξε στους παρευβρισκομενους.
Ο ληστής,που με τη διήγηση όλος άσπρος σαν κιμωλία έγινε,
πετάχτηκε πάνω και θέλησε να ξεφυγει,όμως οι καλεσμένοι τον κράτησαν σφιχτά και τον παρέδωσαν στο δικαστήριο.
Εκεί αυτός κι όλη του η σπειρα για τις αποτρόπαιες πράξεις τους δικαστηκε.
.
.
Der Räuberbräutigam
Ein Märchen der Brüder Grimm
Es war einmal ein Müller, der hatte eine schöne Tochter, und als sie herangewachsen war, so wünschte er, sie wäre versorgt und gut verheiratet: er dachte "kommt ein ordentlicher Freier und hält um sie an, so will ich sie ihm geben." Nicht lange, so kam ein Freier, der schien sehr reich zu sein, und da der Müller nichts an ihm auszusetzen wußte, so versprach er ihm seine Tochter.
Das Mädchen aber hatte ihn nicht so recht lieb, wie eine Braut ihren Bräutigam lieb haben soll, und hatte kein Vertrauen zu ihm: sooft sie ihn ansah oder an ihn dachte, fühlte sie ein Grauen in ihrem Herzen. Einmal sprach er zu ihr "du bist meine Braut und besuchst mich nicht einmal." Das Mädchen antwortete "ich weiß nicht, wo Euer Haus ist." Da sprach der Bräutigam "mein Haus ist draußen im dunkeln Wald." Es suchte Ausreden und meinte, es könnte den Weg dahin nicht finden.
Der Bräutigam sagte "künftigen Sonntag mußt du hinaus zu mir kommen, ich habe die Gäste schon eingeladen, und damit du den Weg durch den Wald findest, so will ich dir Asche streuen." Als der Sonntag kam und das Mädchen sich auf den Weg machen sollte, ward ihm so angst, es wußte selbst nicht recht, warum, und damit es den Weg bezeichnen könnte, steckte es sich beide Taschen voll Erbsen und Linsen. An dem Eingang des Waldes war Asche gestreut, der ging es nach, warf aber bei jedem Schritt rechts und links ein paar Erbsen auf die Erde. Es ging fast den ganzen Tag, bis es mitten in den Wald kam, wo er am dunkelsten war, da stand ein einsames Haus, das gefiel ihm nicht, denn es sah so finster und unheimlich aus. Es trat hinein, aber es war niemand darin und herrschte die größte Stille. Plötzlich rief eine Stimme
"kehr um, kehr um, du junge Braut,
du bist in einem Mörderhaus."
Das Mädchen blickte auf und sah, daß die Stimme von einem Vogel kam, der da in einem Bauer an der Wand hing. Nochmals rief er
"kehr um, kehr um, du junge Braut,
du bist in einem Mörderhaus."
Da ging die schöne Braut weiter aus einer Stube in die andere und ging durch das ganze Haus, aber es war alles leer und keine Menschenseele zu finden. Endlich kam sie auch in den Keller, da saß eine steinalte Frau, die wackelte mit dem Kopfe. "Könnt Ihr mir nicht sagen," sprach das Mädchen, "ob mein Bräutigam hier wohnt?" - "Ach, du armes Kind," antwortete die Alte, "wo bist du hingeraten! du bist in einer Mördergrube. Du meinst, du wärst eine Braut, die bald Hochzeit macht, aber du wirst die Hochzeit mit dem Tode halten. Siehst du, da hab ich einen großen Kessel mit Wasser aufsetzen müssen, wenn sie dich in ihrer Gewalt haben, so zerhacken sie dich ohne Barmherzigkeit, kochen dich und essen dich, denn es sind Menschenfresser. Wenn ich nicht Mitleid mit dir habe und dich rette, so bist du verloren."
Darauf führte es die Alte hinter ein großes Faß, wo man es nicht sehen konnte. "Sei wie ein Mäuschen still," sagte sie, "rege dich nicht und bewege dich nicht, sonst ists um dich geschehen. Nachts, wenn die Räuber schlafen, wollen wir entfliehen, ich habe schon lange auf eine Gelegenheit gewartet." Kaum war das geschehen, so kam die gottlose Rotte nach Haus. Sie brachten eine andere Jungfrau mitgeschleppt, waren trunken und hörten nicht auf ihr Schreien und Jammern. Sie gaben ihr Wein zu trinken, drei Gläser voll, ein Glas weißen, ein Glas roten und ein Glas gelben, davon zersprang ihr das Herz. Darauf rissen sie ihr die feinen Kleider ab, legten sie auf einen Tisch, zerhackten ihren schönen Leib in Stücke und streuten Salz darüber. Die arme Braut hinter dem Faß zitterte und bebte, denn sie sah wohl, was für ein Schicksal ihr die Räuber zugedacht hatten. Einer von ihnen bemerkte an dem kleinen Finger der Gemordeten einen goldenen Ring, und als er sich nicht gleich abziehen ließ, so nahm er ein Beil und hackte den Finger ab: aber der Finger sprang in die Höhe über das Faß hinweg und fiel der Braut gerade in den Schoß. Der Räuber nahm ein Licht und wollte ihn suchen, konnte ihn aber nicht finden. Da sprach ein anderer "hast du auch schon hinter dem großen Fasse gesucht?" Aber die Alte rief "kommt und eßt, und laßt das Suchen bis morgen: der Finger läuft euch nicht fort."
Da sprachen die Räuber "die Alte hat recht," ließen vom Suchen ab, setzten sich zum Essen, und die Alte tröpfelte ihnen einen Schlaftrunk in den Wein, daß sie sich bald in den Keller hinlegten, schliefen und schnarchten. Als die Braut das hörte, kam sie hinter dem Faß hervor, und mußte über die Schlafenden wegschreiten, die da reihenweise auf der Erde lagen, und hatte große Angst, sie möchte einen aufwecken. Aber Gott half ihr, daß sie glücklich durchkam, die Alte stieg mit ihr hinauf, öffnete die Türe, und sie eilten, so schnell sie konnten, aus der Mördergrube fort. Die gestreute Asche hatte der Wind weggeweht, aber die Erbsen und Linsen hatten gekeimt und waren aufgegangen, und zeigten im Mondschein den Weg. Sie gingen die ganze Nacht, bis sie morgens in der Mühle ankamen. Da erzählte das Mädchen seinem Vater alles, wie es sich zugetragen hatte.
Als der Tag kam, wo die Hochzeit sollte gehalten werden, erschien der Bräutigam, der Müller aber hatte alle seine Verwandte und Bekannte einladen lassen. Wie sie bei Tische saßen, ward einem jeden aufgegeben, etwas zu erzählen. Die Braut saß still und redete nichts. Da sprach der Bräutigam zur Braut "nun, mein Herz, weißt du nichts? erzähl uns auch etwas." Sie antwortete "so will ich einen Traum erzählen. Ich ging allein durch einen Wald und kam endlich zu einem Haus, da war keine Menschenseele darin, aber an der Wand war ein Vogel in einem Bauer, der rief
"kehr um, kehr um, du junge Braut,
du bist in einem Mörderhaus."
Und rief es noch einmal. Mein Schatz, das träumte mir nur. Da ging ich durch alle Stuben, und alle waren leer, und es war so unheimlich darin; ich stieg endlich hinab in den Keller, da saß eine steinalte Frau darin, die wackelte mit dem Kopfe. Ich fragte sie "wohnt mein Bräutigam in diesem Haus?" Sie antwortete "ach, du armes Kind, du bist in eine Mördergrube geraten, dein Bräutigam wohnt hier, aber er will dich zerhacken und töten, und will dich dann kochen und essen." Mein Schatz, das träumte mir nur. Aber die alte Frau versteckte mich hinter ein großes Faß, und kaum war ich da verborgen, so kamen die Räuber heim und schleppten eine Jungfrau mit sich, der gaben sie dreierlei Wein zu trinken, weißen, roten und gelben, davon zersprang ihr das Herz. Mein Schatz, das träumte mir nur. Darauf zogen sie ihr die feinen Kleider ab, zerhackten ihren schönen Leib auf einem Tisch in Stücke und bestreuten ihn mit Salz. Mein Schatz, das träumte mir nur. Und einer von den Räubern sah, daß an dem Goldfinger noch ein Ring steckte, und weil er schwer abzuziehen war, so nahm er ein Beil und hieb ihn ab, aber der Finger sprang in die Höhe und sprang hinter das große Faß und fiel mir in den Schoß. Und da ist der Finger mit dem Ring." Bei diesen Worten zog sie ihn hervor und zeigte ihn den Anwesenden.
Der Räuber, der bei der Erzählung ganz kreideweiß geworden war, sprang auf und wollte entfliehen, aber die Gäste hielten ihn fest und überlieferten ihn den Gerichten. Da ward er und seine ganze Bande für ihre Schandtaten gerichtet.
.
.
.