.
.
LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
-ΜΗΔΕΙΑΣ ΕΥΡΙΠΙΔΗ.ΕΠΕΙΣΟΔΙΑ-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis-
ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis}
.
.
Μηδεια,Medea woman's portrait-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
ΜΗΔΕΙΑΣ ΕΥΡΙΠΙΔΗ.ΕΠΕΙΣΟΔΙΑ-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
κοιταξε εξω απο το παραθυρο,η Μηδεια,
περα η απεραντη θαλασσα
τη δυστυχη,ο πονος με διελυσε,
ας αφανιζομουν
ξαφνικος ανεμος σαρωσε την αμμο στη παραλια,μια θολη οθονη υψωθηκε,
το βλεμμα της θολωσε
τα βασανα μου μεγαλα,
καταραμενα παιδια φριχτης μανας
που μαζι με τον πατερα ν'αφανισθητε,
κι ολοκληρο το σπιτι να καταρρευσει
τοτε ειδε εναν νεαρο αντρα με λευκο κουστουμι καβαλλα πανω σ'ενα λευκο αλογο να
μπαινει μεσα στη θαλασσα,'τι κανει;','τι κανεις;'φωναξε,ο αντρας δεν ακουσε,το αλογο
καλυφθηκε απο τα νερα,'γυρνα πισω' φωναξε παλι,'ειναι ανοησια,τρελα',μια αγρια καταιγιδα
ξεσπασε,δεν εβλεπε τιποτα,ακουσε τον τρομακτικο θορυβο ενος πυροβολισμου,η καταιγιδα
σταματησε,καθαρισε ο οριζοντας κι ειδε αλαφιασμενο τ'αλογο να βγαινει απ'τα νερα και
να χανεται δεξια απ'το παραθυρο,ενας τρομερος ανεμος εσβυσε τα ιχνη του στην αμμο,
κοιταξε τη θαλασσα,η βουβη ηρεμια της τυραννισε το βλεμμα,
ετρεμε
να'ταν απ'τον ουρανο φωτια στο κεφαλι μου
να'πεφτε,ποιο το κερδος που ζω;
με το θανατο ν'αποτελειωσω
φριχτη ζωη εγκαταλειποντας
ειδε τα παιδια να τα φερνει εντρομη η γκουβερναντα,τα βηματα τους στη σκαλα,γυρισε
το κεφαλι,περνουσαν,πηγε στη πορτα,οι γρηγορες σκιες τους αιχμηρες στους τοιχους ,
καμπυλωσαν στο προσωπο της βαθαινοντας στο σκοταδι,κλειστηκαν στο δωματιο,κλειδω-
θηκε η πορτα,τρομακτικη ησυχια,αφησε τη πορτα ανοικτη,καθισε στον καθρεφτη,
με γαλαζιο μολυβι σχεδιασε τα ματια της,ακουσε το piano concerto no.3 in D minor, Op. 30
του Σεργκει Ραχμανινοφ,Allegro ma non tanto D minor,'ο μικρος εχει ταλεντο,ποσο τον θαυ-
μαζω',κοιταξε τα χερια της,μακρια χερια και τεραστιο ανοιγμα χεριων που μπορουσε να παιξει
τη συγχορδια C E♭ G C G με το αριστερο της χερι,εκλεισε αυτο το χερι,θυμηθηκε το περιστατι-
κο,ηταν εντεκα χρονων,πληρη παραλυσια στα χερια,αρνιονταν να μιλησει,ακουγε στ'αυτια της
ηχους,δυο χρονια κρατησε,τα νυχια της εσχισαν τη σαρκα της παλαμης της,'το γυμναζουν για
να παιξει στη τελετη των γαμων τους',ανοιξε τα δαχτυλα,ειδε τη σχισμενη σαρκα,'το δικο μου
παιδι,να τους διασκεδαζει',απο το συρταρι τραβηξε ενα φυλλο χαρτιου,διαβασε:
Μηδεια. ὦ μεγάλα Θέμι καὶ πότνι’ Ἄρτεμι 160
λεύσσεθ’ ἃ πάσχω, μεγάλοις ὅρκοις
ἐνδησαμένα τὸν κατάρατον
πόσιν; ὅν ποτ’ ἐγὼ νύμφαν τ’ ἐσίδοιμ’
αὐτοῖς μελάθροις διακναιομένους,
οἷ’ ἐμὲ πρόσθεν τολμῶσ’ ἀδικεῖν. 165
ὦ πάτερ, ὦ πόλις, ὧν ἀπενάσθην
αἰσχρῶς τὸν ἐμὸν κτείνασα κάσιν.
ξαπλωσε στο κρεβατι με τα ρουχα,ακινητη,δεκα λεπτα,ακουσε φωνες,βρηκαν το φουσκωμενο
απ'το νερο και μισοφαγωμενο απ'τα ψαρια σωμα του πνιγμενου,ακουστηκαν οι ροδες ενος
αυτοκινητου που σπιναρισαν στην σαθρη αμμο,μια γυναικεια φωνη ακουστηκς,'αυτος ειναι',
εφυγαν,τα κυματα της θαλασσας εφταναν στην ακτη,υστερα υποχωρουσαν,το παιδι ακομα
επαιζε,Intermezzo: Adagio D minor → F♯ minor → D♭ major → B♭ minor → F♯ minor → D
minor,Finale: Alla breve D minor → D major,ακουσε το θερμο χειροκροτημα,η νυφη αγκαλιασε
το παιδι,μια αναμνηστικη φωτογραφια,το παιδια αναμεσα απο τους νεονυμφους,
μεγαλη Θεμιδα και σεβαστη Αρτεμιδα
δεστε τι πασχω,μεγαλοι ορκοι
μας δεναν με τον καταραμενο αντρα
που καποτε να τους δω αυτον και τη νυφη
απ'το σπιτι καταπλακωμενους
αυτους που πρωτοι μ'αδικησαν,
πατερα,πολη μου,απο σας ξενιτευθηκα
απανθρωπα σκοτωνοντας τον αδερφο μου
ουρλιαξε,το γελιο παγωσε στα χειλη τους,'τα παιδια,παρτε τα παιδια'φωναξε ο αντρας,
το χρυσο στεφανι στα ομορφα μαλλια της νυφης ελαμπε,'με καιει'φωναξε,'ειναι φωτια',
η Μηδεια σηκωνεται,περπαταει στο διαδρομο,ανοιγει τη πορτα,μπαινει στο δωματιο,
τη βλεπουν,'πως τολμησες,μαγισα'ουρλιαζει ο αντρας,'δεν σε φοβαμαι'λεει η Μηδεια
και τον πλησιαζει,'τη κοπελα λυπαμαι,εσενα σε μισω','μη πειραξεις τα παιδια'τη φοβερισε,
εκεινη τον πλησιαζε,'σε ικετεω' την παρακαλουσε,'τα παιδια ειναι δικα μου',τον εφτασε,
του ακουμπουσε το προσωπο με το δικο της,'δεν ειναι δικα σου',εφεραν τα παιδια,κοιταξε
τα ματια,'αν αντεχεις κοιταξε,δειλε,τα εργα σου',του εμπηξε τα χερια στα ματια,τραβηξε
τους βολβους,τους πεταξε στο πετρινο πατωμα,'τροφη για τα σκυλια' φωναξε,τον εσπρωξε,
'φερτε τα παιδια μου',ξεσπασε σε λυγμους,τα'σφιξε στην αγκαλια της και ξεγυμνωντας τα
στηθη της κολλησε σε καθεμια ρογα το στομα τους,σηκωσε το κεφαλι κι ειδε τις γυναικες
Κορινθιες γυναικες,απ'το σπιτι βγηκα
να μη εχετε κατι να με κατηγορηστε,γιατι πολλους
θνητους ανθρωπους αδιαφορους εχω γνωρισει,
αλλους δημοσια κι αλλους ιδιωτικα,
κι απ'τη νωθροτητα αποχτησαν κακη φημη
πως αδιαφορουν και εφησυχαζουν,γιατι η δικαιοσυνη
δεν βρισκεται στα ματια των θνητων,
που πριν να μαθουν εναν ανθρωπο απ'τα σπλαχνα ο μεσα καλα
τον μισουν βλεποντας τον,αν και δεν τους αδικησε,
πρεπει ο ξενος εντελως να προσαρμοζεται στη πολη,
ουτ'εναν της πολης συγχωρω που με την αυθαδεια του
πικραινει τους πολιτες ενω δεν τον ξερουν,
εμενα το απροσμενο αυτο δω κακο μου'πεσε
τη ψυχη μου εχοντας καταστρεψει,εχασα πια
τη χαρα της ζωης και δεν με νοιαζει να πεθανω,φιλες μου,
γιατ'αυτος που για μενα τα παντα ηταν,το ξερω καλα,
ο πιο κακος μεσ'στους ανθρωπους εχει βγει ο αντρας μου.
απ'ολα οσα ειναι εμψυχα κι εχουν λογικη
εμεις οι γυναικες ειμαστε το πιο αξιολυπητο πλασμα,
καθως πρωτα πρεπει με χρηματα παρα πολλα
αντρα ν'αγορασουμε,και δεσποτη στο κορμι
να παρουμε,γιατ'αυτο ακομα πιο επωδυνο κακο,
κι αυτη δω η δοκιμη πολυ βαρια,αν κακο θα παρεις
η' καλο,γιατι δεν ειν'ευχαριστοι οι χωρισμοι
στις γυναικες,ουτε και ν'αρνηθεις αντρα,
καθως σε νεα ηθη και νομους φθανει,
πρεπει μαντισα να'ναι,αφου τα'μαθε στο σπιτι,
πως σωστα να φερθει στον συντροφο της,
κι αν αυτα δω εμεις καλα τα κανουμε
ο συζυγος συγκατοικει χωρις κοπο σηκωνοντας το ζυγο,
τοτε θαυμασιος ο βιος,αν οχι,να πεθανουμε πρεπει,
αλλ'ο αντρας,οταν στου σπιτιου τα κοινα φορτωνεται,
εξω βγαινοντας θα σβησει της καρδιας τη καυση,
εμεις ομως αναγκαζομαστε προς μια ψυχη μονο να βλεπουμε,
λενε εμεις χωρις κινδυνο το βιο ζουμε στο σπιτι,
ενω αυτοι μαχονται με το κονταρι,
λαθος σκεπτονται,καθως τρεις φορες διπλα στην ασπιδα
θα'θελα να σταθω καλλιτερα παρα να γεννησω μια φορα μοναχα ,
πηγε στο παραθυρο,κοιταξε εξω,κατω το θεατρο,πληθος θεατων,περα η απεραντη θαλασσα,
βουβη κατεβηκε στο θεατρο,καθησε σε μια θεση,απο εκει ακουγε την ηθοποιο,που απευθυ-
νονταν στον χορο των γυναικων
αλλα γιατ'αυτα σε σενα και σε μενα δεν ειναι ιδια τα λογια;
τη πολη αυτη δω πατριδα εχεις και του πατερα το σπιτι
και του βιου την ευτυχια και των φιλων τη συντροφια,
εγω ερημη χωρις πατριδα που'μαι βριζομαι
απ'αντρα που απο βαρβαργη χωρα μ'εχει αρπαγμενη,
ουτε μανα,ουτ'αδερφο ουτε συγγενη εχω
να βρω παρηγορια σ'αυτη τη συμφορα που'χω.
καποιοι ετρεξαν προς τη μερια της θαλασσας,ακουστηκαν φωνες,δεν τις ξεχωρισε,η Μηδεια
στη σκηνη συνεχισε
ετσι το ελαχιστο απο σε θελω να ζητησω,
αν εγω καποιο τροπο η' και σχεδιο βρω
τον αντρα μου να τιμωρησω γι'αυτα δω τα κακα,
να σιωπησεις,γιατι η γυναικα τ'αλλα πολυ φοβαται
κι ειναι δειλη οταν σωματικη δυναμη και σιδερο αντικριζει,
οταν ομως στο κρεβατι της συμβει να προδωθει,
δεν ειν'αλλος νους πιο φονικος
κοιταξε με μεγαλη ανησυχια προς τη μερος της θαλασσας,σηκωθηκε,κατεβηκε τα σκαλια
ενω ο χορος εψελνε
αυτο θα κανω,γιατι δικαια θα τιμωρηθει ο αντρας σου
Μηδεια,
οταν εφτασε στην ακτη ειδε τον πνιγμενο αντρα ,πλησιασε,προσπαθησε να συγκρατηθει να μην
προδωθει,'αυτος ειναι με τ'αλογο που πριν δωδεκα μερες μπηκε στη θαλασσα κι αυτοπυροβο-
ληθηκε' της ειπε καποιος,'και πριν ενα χρονο περιπου αλλος ενας το ιδιο εκανε,φαινεται θα'ναι
μοδα,ποιος ξερει,αβυσσος η ψυχη του ανθρωπου',τον πνιγμενο τον τυλιξαν σ'ενα ασπρο σεντο-
νι και τον φορτωσαν σ'ενα τζιπ της αστυνομιας,
γυρισε στο θεατρο,καθησε στη θεση της,
ο χορος
πενθεῖν δ’ οὔ σε θαυμάζω τύχας.
ὁρῶ δὲ καὶ Κρέοντα, τῆσδ’ ἄνακτα γῆς,
στείχοντα, καινῶν ἄγγελον βουλευμάτων. 270
ΚΡΕΩΝ
σὲ τὴν σκυθρωπὸν καὶ πόσει θυμουμένην,
Μήδειαν, εἶπον τῆσδε γῆς ἔξω περᾶν
φυγάδα, λαβοῦσαν δισσὰ σὺν σαυτῇ τέκνα·
καὶ μή τι μέλλειν· ὡς ἐγὼ βραβεὺς λόγου
τοῦδ’ εἰμί, κοὐκ ἄπειμι πρὸς δόμους πάλιν, 275
πρὶν ἄν σε γαίας τερμόνων ἔξω βάλω.
Μη. αἰαῖ· πανώλης ἡ τάλαιν’ ἀπόλλυμαι.
ἐχθροὶ γὰρ ἐξιᾶσι πάντα δὴ κάλων,
κοὐκ ἔστιν ἄτης εὐπρόσοιστος ἔκβασις.
ἐρήσομαι δὲ καὶ κακῶς πάσχουσ’ ὅμως· 280
τίνος μ’ ἕκατι γῆς ἀποστέλλεις, Κρέον;
.
.
Μήδεια Ευριπίδη
https://el.wikisource.org/wiki/%CE%9C%CE%AE%CE%B4%CE%B5%CE%B9%CE%B1
ΤΡΟΦΟΣ
Εἴθ’ ὤφελ’ Ἀργοῦς μὴ διαπτάσθαι σκάφος
Κόλχων ἐς αἶαν κυανέας Συμπληγάδας,
μηδ’ ἐν νάπαισι Πηλίου πεσεῖν ποτε
τμηθεῖσα πεύκη, μηδ’ ἐρετμῶσαι χέρας
ἀνδρῶν ἀρίστων. οἳ τὸ πάγχρυσον δέρας 5
Πελίᾳ μετῆλθον. οὐ γὰρ ἂν δέσποιν’ ἐμὴ
Μήδεια πύργους γῆς ἔπλευσ’ Ἰωλκίας
ἔρωτι θυμὸν ἐκπλαγεῖσ’ Ἰάσονος·
οὐδ’ ἂν κτανεῖν πείσασα Πελιάδας κόρας
πατέρα κατῴκει τήνδε γῆν Κορινθίαν 10
ξὺν ἀνδρὶ καὶ τέκνοισιν, ἁνδάνουσα μὲν
φυγῇ πολιτῶν ὧν ἀφίκετο χθόνα,
αὐτή τε πάντα ξυμφέρουσ’ Ἰάσονι·
ἥπερ μεγίστη γίγνεται σωτηρία,
ὅταν γυνὴ πρὸς ἄνδρα μὴ διχοστατῇ. 15
νῦν δ’ ἐχθρὰ πάντα, καὶ νοσεῖ τὰ φίλτατα.
προδοὺς γὰρ αὑτοῦ τέκνα δεσπότιν τ’ ἐμὴν
γάμοις Ἰάσων βασιλικοῖς εὐνάζεται,
γήμας Κρέοντος παῖδ’, ὃς αἰσυμνᾷ χθονός·
Μήδεια δ’ ἡ δύστηνος ἠτιμασμένη 20
βοᾷ μὲν ὅρκους, ἀνακαλεῖ δὲ δεξιάς,
πίστιν μεγίστην, καὶ θεοὺς μαρτύρεται
οἵας ἀμοιβῆς ἐξ Ἰάσονος κυρεῖ.
κεῖται δ’ ἄσιτος, σῶμ’ ὑφεῖσ’ ἀλγηδόσι,
τὸν πάντα συντήκουσα δακρύοις χρόνον, 25
ἐπεὶ πρὸς ἀνδρὸς ᾔσθετ’ ἠδικημένη,
οὔτ’ ὄμμ’ ἐπαίρουσ’ οὔτ’ ἀπαλλάσσουσα γῆς
πρόσωπον· ὡς δὲ πέτρος ἢ θαλάσσιος
κλύδων ἀκούει νουθετουμένη φίλων·
ἢν μή ποτε στρέψασα πάλλευκον δέρην 30
αὐτὴ πρὸς αὑτὴν πατέρ’ ἀποιμώξῃ φίλον
καὶ γαῖαν οἴκους θ’, οὓς προδοῦσ’ ἀφίκετο
μετ’ ἀνδρὸς ὅς σφε νῦν ἀτιμάσας ἔχει.
ἔγνωκε δ’ ἡ τάλαινα συμφορᾶς ὕπο
οἷον πατρῴας μὴ ἀπολείπεσθαι χθονός. 35
στυγεῖ δὲ παῖδας οὐδ’ ὁρῶσ’ εὐφραίνεται.
δέδοικα δ’ αὐτὴν μή τι βουλεύσῃ νέον·
βαρεῖα γὰρ φρήν, οὐδ’ ἀνέξεται κακῶς
πάσχουσ’· ἐγᾦδα τήνδε, δειμαίνω τέ νιν
μὴ θηκτὸν ὤσῃ φάσγανον δι’ ἥπατος, 40
σιγῇ δόμους εἰσβᾶσ’, ἵν’ ἔστρωται λέχος,
ἢ καὶ τύραννον τόν τε γήμαντα κτάνῃ,
κἄπειτα μείζω συμφορὰν λάβῃ τινά.
δεινὴ γάρ· οὔτοι ῥᾳδίως γε συμβαλὼν
ἔχθραν τις αὐτῇ καλλίνικον οἴσεται. 45
ἀλλ’ οἵδε παῖδες ἐκ τρόχων πεπαυμένοι
στείχουσι, μητρὸς οὐδὲν ἐννοούμενοι
κακῶν· νέα γὰρ φροντὶς οὐκ ἀλγεῖν φιλεῖ.
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
παλαιὸν οἴκων κτῆμα δεσποίνης ἐμῆς,
τί πρὸς πύλαισι τήνδ’ ἄγουσ’ ἐρημίαν 50
ἕστηκας, αὐτὴ θρεομένη σαυτῇ κακά;
πῶς σοῦ μόνη Μήδεια λείπεσθαι θέλει;
Τρ. τέκνων ὀπαδὲ πρέσβυ τῶν Ἰάσονος,
χρηστοῖσι δούλοις ξυμφορὰ τὰ δεσποτῶν
κακῶς πίτνοντα, καὶ φρενῶν ἀνθάπτεται. 55
ἐγὼ γὰρ ἐς τοῦτ’ ἐκβέβηκ’ ἀλγηδόνος,
ὥσθ’ ἵμερός μ’ ὑπῆλθε γῇ τε κοὐρανῷ
λέξαι μολούσῃ δεῦρο δεσποίνης τύχας.
Πα. οὔπω γὰρ ἡ τάλαινα παύεται γόων;
Τρ. ζηλῶ σ’· ἐν ἀρχῇ πῆμα κοὐδέπω μεσοῖ. 60
Πα. ὦ μῶρος—εἰ χρὴ δεσπότας εἰπεῖν τόδε·
ὡς οὐδὲν οἶδε τῶν νεωτέρων κακῶν.
Τρ. τί δ’ ἔστιν, ὦ γεραιέ; μὴ φθόνει φράσαι.
Πα. οὐδέν· μετέγνων καὶ τὰ πρόσθ’ εἰρημένα.
Τρ. μή, πρὸς γενείου, κρύπτε σύνδουλον σέθεν· 65
σιγὴν γάρ, εἰ χρή, τῶνδε θήσομαι πέρι.
Πα. ἤκουσά του λέγοντος, οὐ δοκῶν κλύειν,
πεσσοὺς προσελθών, ἔνθα δὴ παλαίτατοι
θάσσουσι, σεμνὸν ἀμφὶ Πειρήνης ὕδωρ,
ὡς τούσδε παῖδας γῆς ἐλᾶν Κορινθίας 70
σὺν μητρὶ μέλλοι τῆσδε κοίρανος χθονὸς
Κρέων. ὁ μέντοι μῦθος εἰ σαφὴς ὅδε
οὐκ οἶδα· βουλοίμην δ’ ἂν οὐκ εἶναι τόδε.
Τρ. καὶ ταῦτ’ Ἰάσων παῖδας ἐξανέξεται
πάσχοντας, εἰ καὶ μητρὶ διαφορὰν ἔχει; 75
Πα. παλαιὰ καινῶν λείπεται κηδευμάτων,
κοὐκ ἔστ’ ἐκεῖνος τοῖσδε δώμασιν φίλος.
Τρ. ἀπωλόμεσθ’ ἄρ’, εἰ κακὸν προσοίσομεν
νέον παλαιῷ, πρὶν τόδ’ ἐξηντληκέναι.
Πα. ἀτὰρ σύ γ’—οὐ γὰρ καιρὸς εἰδέναι τόδε 80
δέσποιναν—ἡσύχαζε καὶ σίγα λόγον.
Τρ. ὦ τέκν’, ἀκούεθ’ οἷος εἰς ὑμᾶς πατήρ;
ὄλοιτο μὲν μή· δεσπότης γάρ ἐστ’ ἐμός·
ἀτὰρ κακός γ’ ὢν ἐς φίλους ἁλίσκεται.
Πα. τίς δ’ οὐχὶ θνητῶν; ἄρτι γιγνώσκεις τόδε, 85
ὡς πᾶς τις αὑτὸν τοῦ πέλας μᾶλλον φιλεῖ,
οἳ μὲν δικαίως, οἳ δὲ καὶ κέρδους χάριν,
εἰ τούσδε γ’ εὐνῆς οὕνεκ’ οὐ στέργει πατήρ.
Τρ. ἴτ’—εὖ γὰρ ἔσται—δωμάτων ἔσω, τέκνα.
σὺ δ’ ὡς μάλιστα τούσδ’ ἐρημώσας ἔχε 90
καὶ μὴ πέλαζε μητρὶ δυσθυμουμένῃ.
ἤδη γὰρ εἶδον ὄμμα νιν ταυρουμένην
τοῖσδ’, ὥς τι δρασείουσαν· οὐδὲ παύσεται
χόλου, σάφ’ οἶδα, πρὶν κατασκῆψαί τινα . . .
ἐχθρούς γε μέντοι, μὴ φίλους, δράσειέ τι. 95
ΜΗΔΕΙΑ <ἔνδοθεν>
ἰώ,
δύστανος ἐγὼ μελέα τε πόνων,
ἰώ μοί μοι, πῶς ἂν ὀλοίμαν;
Τρ. τόδ’ ἐκεῖνο, φίλοι παῖδες· μήτηρ
κινεῖ κραδίαν, κινεῖ δὲ χόλον.
σπεύσατε θᾶσσον δώματος εἴσω 100
καὶ μὴ πελάσητ’ ὄμματος ἐγγύς,
μηδὲ προσέλθητ’, ἀλλὰ φυλάσσεσθ’
ἄγριον ἦθος στυγεράν τε φύσιν
φρενὸς αὐθάδους.—
ἴτε νῦν, χωρεῖθ’ ὡς τάχος εἴσω.— 105
δῆλον δ’ ἀρχῆς ἐξαιρόμενον
νέφος οἰμωγῆς ὡς τάχ’ ἀνάψει
μείζονι θυμῷ· τί ποτ’ ἐργάσεται
μεγαλόσπλαγχνος δυσκατάπαυστος
ψυχὴ δηχθεῖσα κακοῖσιν; 110
Μη. αἰαῖ,
ἔπαθον τλάμων ἔπαθον μεγάλων
ἄξι’ ὀδυρμῶν· ὦ κατάρατοι
παῖδες ὄλοισθε στυγερᾶς ματρὸς
σὺν πατρί, καὶ πᾶς δόμος ἔῤῥοι.
Τρ. ἰώ μοί μοι, ἰὼ τλήμων. 115
τί δέ σοι παῖδες πατρὸς ἀμπλακίας
μετέχουσι; τί τούσδ’ ἔχθεις; οἴμοι,
τέκνα, μή τι πάθηθ’ ὡς ὑπεραλγῶ.
δεινὰ τυράννων λήματα καί πως
ὀλίγ’ ἀρχόμενοι, πολλὰ κρατοῦντες 120
χαλεπῶς ὀργὰς μεταβάλλουσιν.
τὸ γὰρ εἰθίσθαι ζῆν ἐπ’ ἴσοισιν
κρεῖσσον· ἐμοὶ γοῦν ἐν μὴ μεγάλοις
ὀχυρῶς γ’ εἴη καταγηράσκειν.
τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν 125
τοὔνομα νικᾷ, χρῆσθαί τε μακρῷ
λῷστα βροτοῖσιν· τὰ δ’ ὑπερβάλλοντ’
οὐδένα καιρὸν δύναται θνητοῖς·
μείζους δ’ ἄτας, ὅταν ὀργισθῇ
δαίμων οἴκοις, ἀπέδωκεν. 130
ΧΟΡΟΣ
ἔκλυον φωνάν, ἔκλυον δὲ βοὰν
τᾶς δυστάνου Κολχίδος, οὐδέ πω
ἤπιος· ἀλλ’ ὦ γηραιά,
λέξον· ἐπ’ ἀμφιπύλου γὰρ ἔσω μελάθρου βοὰν
ἔκλυον· οὐδὲ συνήδομαι, ὦ γύναι, ἄλγεσιν
δώματος· ἐπεί μοι φίλον κέκρανται.
Τρ. οὐκ εἰσὶ δόμοι· φροῦδα τάδ’ ἤδη.
τὸν μὲν γὰρ ἔχει λέκτρα τυράννων, 140
ἃ δ’ ἐν θαλάμοις τάκει βιοτὰν
δέσποινα, φίλων οὐδενὸς οὐδὲν
παραθαλπομένα φρένα μύθοις.
Μη. αἰαῖ· ὦ Ζεῦ καὶ Γᾶ καὶ Φῶς·
διά μου κεφαλᾶς φλὸξ οὐρανία 145
βαίη· τί δέ μοι ζῆν ἔτι κέρδος;
φεῦ φεῦ· θανάτῳ καταλυσαίμαν
βιοτὰν στυγερὰν προλιποῦσα.
Χο.
ἄιες· ὦ Ζεῦ καὶ γᾶ καὶ φῶς· [στρ.
ἀχὰν οἵαν ἁ δύστανος 150
μέλπει νύμφα;
— τίς σοί ποτε τᾶς ἀπλάτου
κοίτας ἔρος, ὦ ματαία;
σπεύσει θανάτου τελευτά·
μηδὲν τόδε λίσσου.
— εἰ δὲ σὸς πόσις
καινὰ λέχη σεβίζει,
κείνῳ τόδε· μὴ χαράσσου·
— Ζεύς σοι τάδε συνδικήσει. μὴ λίαν
τάκου δυρομένα σὸν εὐνάταν.
Μη. ὦ μεγάλα Θέμι καὶ πότνι’ Ἄρτεμι 160
λεύσσεθ’ ἃ πάσχω, μεγάλοις ὅρκοις
ἐνδησαμένα τὸν κατάρατον
πόσιν; ὅν ποτ’ ἐγὼ νύμφαν τ’ ἐσίδοιμ’
αὐτοῖς μελάθροις διακναιομένους,
οἷ’ ἐμὲ πρόσθεν τολμῶσ’ ἀδικεῖν. 165
ὦ πάτερ, ὦ πόλις, ὧν ἀπενάσθην
αἰσχρῶς τὸν ἐμὸν κτείνασα κάσιν.
Τρ. κλύεθ’ οἷα λέγει κἀπιβοᾶται
Θέμιν εὐκταίαν Ζῆνά θ’, ὃς ὅρκων
θνητοῖς ταμίας νενόμισται; 170
οὐκ ἔστιν ὅπως ἔν τινι μικρῷ
δέσποινα χόλον καταπαύσει.
Χο.
πῶς ἂν ἐς ὄψιν τὰν ἁμετέραν [ἀντ.
ἔλθοι μύθων τ’ αὐδαθέντων
δέξαιτ’ ὀμφάν; 175
— εἴ πως βαρύθυμον ὀργὰν
καὶ λῆμα φρενῶν μεθείη,
μήτοι τό γ’ ἐμὸν πρόθυμον
φίλοισιν ἀπέστω.
— ἀλλὰ βᾶσά νιν 180
δεῦρο πόρευσον οἴκων
ἔξω· φίλα καὶ τάδ’ αὔδα.
— σπεῦσον πρίν τι κακῶσαι τοὺς εἴσω·
πένθος γὰρ μεγάλως τόδ’ ὁρμᾶται.
Τρ. δράσω τάδ’· ἀτὰρ φόβος εἰ πείσω
δέσποιναν ἐμήν·
μόχθου δὲ χάριν τήνδ’ ἐπιδώσω.
καίτοι τοκάδος δέργμα λεαίνης
ἀποταυροῦται δμωσίν, ὅταν τις
μῦθον προφέρων πέλας ὁρμηθῇ.
σκαιοὺς δὲ λέγων κοὐδέν τι σοφοὺς 190
τοὺς πρόσθε βροτοὺς οὐκ ἂν ἁμάρτοις,
οἵτινες ὕμνους ἐπὶ μὲν θαλίαις
ἐπί τ’ εἰλαπίναις καὶ παρὰ δείπνοις
ηὕροντο βίου τερπνὰς ἀκοάς·
στυγίους δὲ βροτῶν οὐδεὶς λύπας 195
ηὕρετο μούσῃ καὶ πολυχόρδοις
ᾠδαῖς παύειν, ἐξ ὧν θάνατοι
δειναί τε τύχαι σφάλλουσι δόμους.
καίτοι τάδε μὲν κέρδος ἀκεῖσθαι
μολπαῖσι βροτούς· ἵνα δ’ εὔδειπνοι 200
δαῖτες, τί μάτην τείνουσι βοήν;
τὸ παρὸν γὰρ ἔχει τέρψιν ἀφ’ αὑτοῦ
δαιτὸς πλήρωμα βροτοῖσιν.
Χο. ἰαχὰν ἄιον πολύστονον γόων,
λιγυρὰ δ’ ἄχεα μογερὰ βοᾷ 205
τὸν ἐν λέχει προδόταν κακόνυμφον·
θεοκλυτεῖ δ’ ἄδικα παθοῦσα
τὰν Ζηνὸς ὁρκίαν Θέμιν,
ἅ νιν ἔβασεν
Ἑλλάδ’ ἐς ἀντίπορον 210
δι’ ἅλα νύχιον ἐφ’ ἁλμυρὰν
πόντου κλῇδ’ ἀπέραντον.
ΜΗΔΕΙΑ
Κορίνθιαι γυναῖκες, ἐξῆλθον δόμων,
μή μοί τι μέμφησθ’· οἶδα γὰρ πολλοὺς βροτῶν
σεμνοὺς γεγῶτας, τοὺς μὲν ὀμμάτων ἄπο,
τοὺς δ’ ἐν θυραίοις· οἱ δ’ ἀφ’ ἡσύχου ποδὸς
δύσκλειαν ἐκτήσαντο καὶ ῥᾳθυμίαν.
δίκη γὰρ οὐκ ἔνεστ’ ἐν ὀφθαλμοῖς βροτῶν,
ὅστις πρὶν ἀνδρὸς σπλάγχνον ἐκμαθεῖν σαφῶς 220
στυγεῖ δεδορκώς, οὐδὲν ἠδικημένος. . . .
χρὴ δὲ ξένον μὲν κάρτα προσχωρεῖν πόλει . .
οὐδ’ ἀστὸν ᾔνεσ’ ὅστις αὐθάδης γεγὼς
πικρὸς πολίταις ἐστὶν ἀμαθίας ὕπο.
ἐμοὶ δ’ ἄελπτον πρᾶγμα προσπεσὸν τόδε 225
ψυχὴν διέφθαρκ’· οἴχομαι δὲ καὶ βίου
χάριν μεθεῖσα κατθανεῖν χρῄζω, φίλαι.
ἐν ᾧ γὰρ ἦν μοι πάντα γιγνώσκειν καλῶς,
κάκιστος ἀνδρῶν ἐκβέβηχ’ οὑμὸς πόσις.
πάντων δ’ ὅσ’ ἔστ’ ἔμψυχα καὶ γνώμην ἔχει 230
γυναῖκές ἐσμεν ἀθλιώτατον φυτόν·
ἃς πρῶτα μὲν δεῖ χρημάτων ὑπερβολῇ
πόσιν πρίασθαι, δεσπότην τε σώματος
λαβεῖν· κακοῦ γὰρ τοῦτ’ ἔτ’ ἄλγιον κακόν.
κἀν τῷδ’ ἀγὼν μέγιστος, ἢ κακὸν λαβεῖν 235
ἢ χρηστόν. οὐ γὰρ εὐκλεεῖς ἀπαλλαγαὶ
γυναιξίν, οὐδ’ οἷόν τ’ ἀνήνασθαι πόσιν.
ἐς καινὰ δ’ ἤθη καὶ νόμους ἀφιγμένην
δεῖ μάντιν εἶναι, μὴ μαθοῦσαν οἴκοθεν,
ὅτῳ μάλιστα χρήσεται ξυνευνέτῃ. 240
κἂν μὲν τάδ’ ἡμῖν ἐκπονουμέναισιν εὖ
πόσις ξυνοικῇ μὴ βίᾳ φέρων ζυγόν,
ζηλωτὸς αἰών· εἰ δὲ μή, θανεῖν χρεών.
ἀνὴρ δ’, ὅταν τοῖς ἔνδον ἄχθηται ξυνών,
ἔξω μολὼν ἔπαυσε καρδίαν ἄσης· 245
[ἢ πρὸς φίλον τιν’ ἢ πρὸς ἥλικα τραπείς·]
ἡμῖν δ’ ἀνάγκη πρὸς μίαν ψυχὴν βλέπειν.
λέγουσι δ’ ἡμᾶς ὡς ἀκίνδυνον βίον
ζῶμεν κατ’ οἴκους, οἳ δὲ μάρνανται δορί·
κακῶς φρονοῦντες· ὡς τρὶς ἂν παρ’ ἀσπίδα 250
στῆναι θέλοιμ’ ἂν μᾶλλον ἢ τεκεῖν ἅπαξ.
ἀλλ’ οὐ γὰρ αὑτὸς πρὸς σὲ κἄμ’ ἥκει λόγος·
σοὶ μὲν πόλις θ’ ἥδ’ ἐστὶ καὶ πατρὸς δόμοι
βίου τ’ ὄνησις καὶ φίλων συνουσία,
ἐγὼ δ’ ἔρημος ἄπολις οὖσ’ ὑβρίζομαι 255
πρὸς ἀνδρός, ἐκ γῆς βαρβάρου λελῃσμένη,
οὐ μητέρ’, οὐκ ἀδελφόν, οὐχὶ συγγενῆ
μεθορμίσασθαι τῆσδ’ ἔχουσα συμφορᾶς.
τοσοῦτον οὖν σου τυγχάνειν βουλήσομαι,
ἤν μοι πόρος τις μηχανή τ’ ἐξευρεθῇ 260
πόσιν δίκην τῶνδ’ ἀντιτείσασθαι κακῶν,
[τὸν δόντα τ’ αὐτῷ θυγατέρ’ ἥ τ’ ἐγήματο]
σιγᾶν. γυνὴ γὰρ τἄλλα μὲν φόβου πλέα
κακή τ’ ἐς ἀλκὴν καὶ σίδηρον εἰσορᾶν·
ὅταν δ’ ἐς εὐνὴν ἠδικημένη κυρῇ, 265
οὐκ ἔστιν ἄλλη φρὴν μιαιφονωτέρα.
Χο. δράσω τάδ’· ἐνδίκως γὰρ ἐκτείσῃ πόσιν,
Μήδεια. πενθεῖν δ’ οὔ σε θαυμάζω τύχας.
ὁρῶ δὲ καὶ Κρέοντα, τῆσδ’ ἄνακτα γῆς,
στείχοντα, καινῶν ἄγγελον βουλευμάτων. 270
ΚΡΕΩΝ
σὲ τὴν σκυθρωπὸν καὶ πόσει θυμουμένην,
Μήδειαν, εἶπον τῆσδε γῆς ἔξω περᾶν
φυγάδα, λαβοῦσαν δισσὰ σὺν σαυτῇ τέκνα·
καὶ μή τι μέλλειν· ὡς ἐγὼ βραβεὺς λόγου
τοῦδ’ εἰμί, κοὐκ ἄπειμι πρὸς δόμους πάλιν, 275
πρὶν ἄν σε γαίας τερμόνων ἔξω βάλω.
Μη. αἰαῖ· πανώλης ἡ τάλαιν’ ἀπόλλυμαι.
ἐχθροὶ γὰρ ἐξιᾶσι πάντα δὴ κάλων,
κοὐκ ἔστιν ἄτης εὐπρόσοιστος ἔκβασις.
ἐρήσομαι δὲ καὶ κακῶς πάσχουσ’ ὅμως· 280
τίνος μ’ ἕκατι γῆς ἀποστέλλεις, Κρέον;
.
.
.
LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
-ΜΗΔΕΙΑΣ ΕΥΡΙΠΙΔΗ.ΕΠΕΙΣΟΔΙΑ-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis-
ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis}
.
.
Μηδεια,Medea woman's portrait-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
ΜΗΔΕΙΑΣ ΕΥΡΙΠΙΔΗ.ΕΠΕΙΣΟΔΙΑ-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
κοιταξε εξω απο το παραθυρο,η Μηδεια,
περα η απεραντη θαλασσα
τη δυστυχη,ο πονος με διελυσε,
ας αφανιζομουν
ξαφνικος ανεμος σαρωσε την αμμο στη παραλια,μια θολη οθονη υψωθηκε,
το βλεμμα της θολωσε
τα βασανα μου μεγαλα,
καταραμενα παιδια φριχτης μανας
που μαζι με τον πατερα ν'αφανισθητε,
κι ολοκληρο το σπιτι να καταρρευσει
τοτε ειδε εναν νεαρο αντρα με λευκο κουστουμι καβαλλα πανω σ'ενα λευκο αλογο να
μπαινει μεσα στη θαλασσα,'τι κανει;','τι κανεις;'φωναξε,ο αντρας δεν ακουσε,το αλογο
καλυφθηκε απο τα νερα,'γυρνα πισω' φωναξε παλι,'ειναι ανοησια,τρελα',μια αγρια καταιγιδα
ξεσπασε,δεν εβλεπε τιποτα,ακουσε τον τρομακτικο θορυβο ενος πυροβολισμου,η καταιγιδα
σταματησε,καθαρισε ο οριζοντας κι ειδε αλαφιασμενο τ'αλογο να βγαινει απ'τα νερα και
να χανεται δεξια απ'το παραθυρο,ενας τρομερος ανεμος εσβυσε τα ιχνη του στην αμμο,
κοιταξε τη θαλασσα,η βουβη ηρεμια της τυραννισε το βλεμμα,
ετρεμε
να'ταν απ'τον ουρανο φωτια στο κεφαλι μου
να'πεφτε,ποιο το κερδος που ζω;
με το θανατο ν'αποτελειωσω
φριχτη ζωη εγκαταλειποντας
ειδε τα παιδια να τα φερνει εντρομη η γκουβερναντα,τα βηματα τους στη σκαλα,γυρισε
το κεφαλι,περνουσαν,πηγε στη πορτα,οι γρηγορες σκιες τους αιχμηρες στους τοιχους ,
καμπυλωσαν στο προσωπο της βαθαινοντας στο σκοταδι,κλειστηκαν στο δωματιο,κλειδω-
θηκε η πορτα,τρομακτικη ησυχια,αφησε τη πορτα ανοικτη,καθισε στον καθρεφτη,
με γαλαζιο μολυβι σχεδιασε τα ματια της,ακουσε το piano concerto no.3 in D minor, Op. 30
του Σεργκει Ραχμανινοφ,Allegro ma non tanto D minor,'ο μικρος εχει ταλεντο,ποσο τον θαυ-
μαζω',κοιταξε τα χερια της,μακρια χερια και τεραστιο ανοιγμα χεριων που μπορουσε να παιξει
τη συγχορδια C E♭ G C G με το αριστερο της χερι,εκλεισε αυτο το χερι,θυμηθηκε το περιστατι-
κο,ηταν εντεκα χρονων,πληρη παραλυσια στα χερια,αρνιονταν να μιλησει,ακουγε στ'αυτια της
ηχους,δυο χρονια κρατησε,τα νυχια της εσχισαν τη σαρκα της παλαμης της,'το γυμναζουν για
να παιξει στη τελετη των γαμων τους',ανοιξε τα δαχτυλα,ειδε τη σχισμενη σαρκα,'το δικο μου
παιδι,να τους διασκεδαζει',απο το συρταρι τραβηξε ενα φυλλο χαρτιου,διαβασε:
Μηδεια. ὦ μεγάλα Θέμι καὶ πότνι’ Ἄρτεμι 160
λεύσσεθ’ ἃ πάσχω, μεγάλοις ὅρκοις
ἐνδησαμένα τὸν κατάρατον
πόσιν; ὅν ποτ’ ἐγὼ νύμφαν τ’ ἐσίδοιμ’
αὐτοῖς μελάθροις διακναιομένους,
οἷ’ ἐμὲ πρόσθεν τολμῶσ’ ἀδικεῖν. 165
ὦ πάτερ, ὦ πόλις, ὧν ἀπενάσθην
αἰσχρῶς τὸν ἐμὸν κτείνασα κάσιν.
ξαπλωσε στο κρεβατι με τα ρουχα,ακινητη,δεκα λεπτα,ακουσε φωνες,βρηκαν το φουσκωμενο
απ'το νερο και μισοφαγωμενο απ'τα ψαρια σωμα του πνιγμενου,ακουστηκαν οι ροδες ενος
αυτοκινητου που σπιναρισαν στην σαθρη αμμο,μια γυναικεια φωνη ακουστηκς,'αυτος ειναι',
εφυγαν,τα κυματα της θαλασσας εφταναν στην ακτη,υστερα υποχωρουσαν,το παιδι ακομα
επαιζε,Intermezzo: Adagio D minor → F♯ minor → D♭ major → B♭ minor → F♯ minor → D
minor,Finale: Alla breve D minor → D major,ακουσε το θερμο χειροκροτημα,η νυφη αγκαλιασε
το παιδι,μια αναμνηστικη φωτογραφια,το παιδια αναμεσα απο τους νεονυμφους,
μεγαλη Θεμιδα και σεβαστη Αρτεμιδα
δεστε τι πασχω,μεγαλοι ορκοι
μας δεναν με τον καταραμενο αντρα
που καποτε να τους δω αυτον και τη νυφη
απ'το σπιτι καταπλακωμενους
αυτους που πρωτοι μ'αδικησαν,
πατερα,πολη μου,απο σας ξενιτευθηκα
απανθρωπα σκοτωνοντας τον αδερφο μου
ουρλιαξε,το γελιο παγωσε στα χειλη τους,'τα παιδια,παρτε τα παιδια'φωναξε ο αντρας,
το χρυσο στεφανι στα ομορφα μαλλια της νυφης ελαμπε,'με καιει'φωναξε,'ειναι φωτια',
η Μηδεια σηκωνεται,περπαταει στο διαδρομο,ανοιγει τη πορτα,μπαινει στο δωματιο,
τη βλεπουν,'πως τολμησες,μαγισα'ουρλιαζει ο αντρας,'δεν σε φοβαμαι'λεει η Μηδεια
και τον πλησιαζει,'τη κοπελα λυπαμαι,εσενα σε μισω','μη πειραξεις τα παιδια'τη φοβερισε,
εκεινη τον πλησιαζε,'σε ικετεω' την παρακαλουσε,'τα παιδια ειναι δικα μου',τον εφτασε,
του ακουμπουσε το προσωπο με το δικο της,'δεν ειναι δικα σου',εφεραν τα παιδια,κοιταξε
τα ματια,'αν αντεχεις κοιταξε,δειλε,τα εργα σου',του εμπηξε τα χερια στα ματια,τραβηξε
τους βολβους,τους πεταξε στο πετρινο πατωμα,'τροφη για τα σκυλια' φωναξε,τον εσπρωξε,
'φερτε τα παιδια μου',ξεσπασε σε λυγμους,τα'σφιξε στην αγκαλια της και ξεγυμνωντας τα
στηθη της κολλησε σε καθεμια ρογα το στομα τους,σηκωσε το κεφαλι κι ειδε τις γυναικες
Κορινθιες γυναικες,απ'το σπιτι βγηκα
να μη εχετε κατι να με κατηγορηστε,γιατι πολλους
θνητους ανθρωπους αδιαφορους εχω γνωρισει,
αλλους δημοσια κι αλλους ιδιωτικα,
κι απ'τη νωθροτητα αποχτησαν κακη φημη
πως αδιαφορουν και εφησυχαζουν,γιατι η δικαιοσυνη
δεν βρισκεται στα ματια των θνητων,
που πριν να μαθουν εναν ανθρωπο απ'τα σπλαχνα ο μεσα καλα
τον μισουν βλεποντας τον,αν και δεν τους αδικησε,
πρεπει ο ξενος εντελως να προσαρμοζεται στη πολη,
ουτ'εναν της πολης συγχωρω που με την αυθαδεια του
πικραινει τους πολιτες ενω δεν τον ξερουν,
εμενα το απροσμενο αυτο δω κακο μου'πεσε
τη ψυχη μου εχοντας καταστρεψει,εχασα πια
τη χαρα της ζωης και δεν με νοιαζει να πεθανω,φιλες μου,
γιατ'αυτος που για μενα τα παντα ηταν,το ξερω καλα,
ο πιο κακος μεσ'στους ανθρωπους εχει βγει ο αντρας μου.
απ'ολα οσα ειναι εμψυχα κι εχουν λογικη
εμεις οι γυναικες ειμαστε το πιο αξιολυπητο πλασμα,
καθως πρωτα πρεπει με χρηματα παρα πολλα
αντρα ν'αγορασουμε,και δεσποτη στο κορμι
να παρουμε,γιατ'αυτο ακομα πιο επωδυνο κακο,
κι αυτη δω η δοκιμη πολυ βαρια,αν κακο θα παρεις
η' καλο,γιατι δεν ειν'ευχαριστοι οι χωρισμοι
στις γυναικες,ουτε και ν'αρνηθεις αντρα,
καθως σε νεα ηθη και νομους φθανει,
πρεπει μαντισα να'ναι,αφου τα'μαθε στο σπιτι,
πως σωστα να φερθει στον συντροφο της,
κι αν αυτα δω εμεις καλα τα κανουμε
ο συζυγος συγκατοικει χωρις κοπο σηκωνοντας το ζυγο,
τοτε θαυμασιος ο βιος,αν οχι,να πεθανουμε πρεπει,
αλλ'ο αντρας,οταν στου σπιτιου τα κοινα φορτωνεται,
εξω βγαινοντας θα σβησει της καρδιας τη καυση,
εμεις ομως αναγκαζομαστε προς μια ψυχη μονο να βλεπουμε,
λενε εμεις χωρις κινδυνο το βιο ζουμε στο σπιτι,
ενω αυτοι μαχονται με το κονταρι,
λαθος σκεπτονται,καθως τρεις φορες διπλα στην ασπιδα
θα'θελα να σταθω καλλιτερα παρα να γεννησω μια φορα μοναχα ,
πηγε στο παραθυρο,κοιταξε εξω,κατω το θεατρο,πληθος θεατων,περα η απεραντη θαλασσα,
βουβη κατεβηκε στο θεατρο,καθησε σε μια θεση,απο εκει ακουγε την ηθοποιο,που απευθυ-
νονταν στον χορο των γυναικων
αλλα γιατ'αυτα σε σενα και σε μενα δεν ειναι ιδια τα λογια;
τη πολη αυτη δω πατριδα εχεις και του πατερα το σπιτι
και του βιου την ευτυχια και των φιλων τη συντροφια,
εγω ερημη χωρις πατριδα που'μαι βριζομαι
απ'αντρα που απο βαρβαργη χωρα μ'εχει αρπαγμενη,
ουτε μανα,ουτ'αδερφο ουτε συγγενη εχω
να βρω παρηγορια σ'αυτη τη συμφορα που'χω.
καποιοι ετρεξαν προς τη μερια της θαλασσας,ακουστηκαν φωνες,δεν τις ξεχωρισε,η Μηδεια
στη σκηνη συνεχισε
ετσι το ελαχιστο απο σε θελω να ζητησω,
αν εγω καποιο τροπο η' και σχεδιο βρω
τον αντρα μου να τιμωρησω γι'αυτα δω τα κακα,
να σιωπησεις,γιατι η γυναικα τ'αλλα πολυ φοβαται
κι ειναι δειλη οταν σωματικη δυναμη και σιδερο αντικριζει,
οταν ομως στο κρεβατι της συμβει να προδωθει,
δεν ειν'αλλος νους πιο φονικος
κοιταξε με μεγαλη ανησυχια προς τη μερος της θαλασσας,σηκωθηκε,κατεβηκε τα σκαλια
ενω ο χορος εψελνε
αυτο θα κανω,γιατι δικαια θα τιμωρηθει ο αντρας σου
Μηδεια,
οταν εφτασε στην ακτη ειδε τον πνιγμενο αντρα ,πλησιασε,προσπαθησε να συγκρατηθει να μην
προδωθει,'αυτος ειναι με τ'αλογο που πριν δωδεκα μερες μπηκε στη θαλασσα κι αυτοπυροβο-
ληθηκε' της ειπε καποιος,'και πριν ενα χρονο περιπου αλλος ενας το ιδιο εκανε,φαινεται θα'ναι
μοδα,ποιος ξερει,αβυσσος η ψυχη του ανθρωπου',τον πνιγμενο τον τυλιξαν σ'ενα ασπρο σεντο-
νι και τον φορτωσαν σ'ενα τζιπ της αστυνομιας,
γυρισε στο θεατρο,καθησε στη θεση της,
ο χορος
πενθεῖν δ’ οὔ σε θαυμάζω τύχας.
ὁρῶ δὲ καὶ Κρέοντα, τῆσδ’ ἄνακτα γῆς,
στείχοντα, καινῶν ἄγγελον βουλευμάτων. 270
ΚΡΕΩΝ
σὲ τὴν σκυθρωπὸν καὶ πόσει θυμουμένην,
Μήδειαν, εἶπον τῆσδε γῆς ἔξω περᾶν
φυγάδα, λαβοῦσαν δισσὰ σὺν σαυτῇ τέκνα·
καὶ μή τι μέλλειν· ὡς ἐγὼ βραβεὺς λόγου
τοῦδ’ εἰμί, κοὐκ ἄπειμι πρὸς δόμους πάλιν, 275
πρὶν ἄν σε γαίας τερμόνων ἔξω βάλω.
Μη. αἰαῖ· πανώλης ἡ τάλαιν’ ἀπόλλυμαι.
ἐχθροὶ γὰρ ἐξιᾶσι πάντα δὴ κάλων,
κοὐκ ἔστιν ἄτης εὐπρόσοιστος ἔκβασις.
ἐρήσομαι δὲ καὶ κακῶς πάσχουσ’ ὅμως· 280
τίνος μ’ ἕκατι γῆς ἀποστέλλεις, Κρέον;
.
.
Μήδεια Ευριπίδη
https://el.wikisource.org/wiki/%CE%9C%CE%AE%CE%B4%CE%B5%CE%B9%CE%B1
ΤΡΟΦΟΣ
Εἴθ’ ὤφελ’ Ἀργοῦς μὴ διαπτάσθαι σκάφος
Κόλχων ἐς αἶαν κυανέας Συμπληγάδας,
μηδ’ ἐν νάπαισι Πηλίου πεσεῖν ποτε
τμηθεῖσα πεύκη, μηδ’ ἐρετμῶσαι χέρας
ἀνδρῶν ἀρίστων. οἳ τὸ πάγχρυσον δέρας 5
Πελίᾳ μετῆλθον. οὐ γὰρ ἂν δέσποιν’ ἐμὴ
Μήδεια πύργους γῆς ἔπλευσ’ Ἰωλκίας
ἔρωτι θυμὸν ἐκπλαγεῖσ’ Ἰάσονος·
οὐδ’ ἂν κτανεῖν πείσασα Πελιάδας κόρας
πατέρα κατῴκει τήνδε γῆν Κορινθίαν 10
ξὺν ἀνδρὶ καὶ τέκνοισιν, ἁνδάνουσα μὲν
φυγῇ πολιτῶν ὧν ἀφίκετο χθόνα,
αὐτή τε πάντα ξυμφέρουσ’ Ἰάσονι·
ἥπερ μεγίστη γίγνεται σωτηρία,
ὅταν γυνὴ πρὸς ἄνδρα μὴ διχοστατῇ. 15
νῦν δ’ ἐχθρὰ πάντα, καὶ νοσεῖ τὰ φίλτατα.
προδοὺς γὰρ αὑτοῦ τέκνα δεσπότιν τ’ ἐμὴν
γάμοις Ἰάσων βασιλικοῖς εὐνάζεται,
γήμας Κρέοντος παῖδ’, ὃς αἰσυμνᾷ χθονός·
Μήδεια δ’ ἡ δύστηνος ἠτιμασμένη 20
βοᾷ μὲν ὅρκους, ἀνακαλεῖ δὲ δεξιάς,
πίστιν μεγίστην, καὶ θεοὺς μαρτύρεται
οἵας ἀμοιβῆς ἐξ Ἰάσονος κυρεῖ.
κεῖται δ’ ἄσιτος, σῶμ’ ὑφεῖσ’ ἀλγηδόσι,
τὸν πάντα συντήκουσα δακρύοις χρόνον, 25
ἐπεὶ πρὸς ἀνδρὸς ᾔσθετ’ ἠδικημένη,
οὔτ’ ὄμμ’ ἐπαίρουσ’ οὔτ’ ἀπαλλάσσουσα γῆς
πρόσωπον· ὡς δὲ πέτρος ἢ θαλάσσιος
κλύδων ἀκούει νουθετουμένη φίλων·
ἢν μή ποτε στρέψασα πάλλευκον δέρην 30
αὐτὴ πρὸς αὑτὴν πατέρ’ ἀποιμώξῃ φίλον
καὶ γαῖαν οἴκους θ’, οὓς προδοῦσ’ ἀφίκετο
μετ’ ἀνδρὸς ὅς σφε νῦν ἀτιμάσας ἔχει.
ἔγνωκε δ’ ἡ τάλαινα συμφορᾶς ὕπο
οἷον πατρῴας μὴ ἀπολείπεσθαι χθονός. 35
στυγεῖ δὲ παῖδας οὐδ’ ὁρῶσ’ εὐφραίνεται.
δέδοικα δ’ αὐτὴν μή τι βουλεύσῃ νέον·
βαρεῖα γὰρ φρήν, οὐδ’ ἀνέξεται κακῶς
πάσχουσ’· ἐγᾦδα τήνδε, δειμαίνω τέ νιν
μὴ θηκτὸν ὤσῃ φάσγανον δι’ ἥπατος, 40
σιγῇ δόμους εἰσβᾶσ’, ἵν’ ἔστρωται λέχος,
ἢ καὶ τύραννον τόν τε γήμαντα κτάνῃ,
κἄπειτα μείζω συμφορὰν λάβῃ τινά.
δεινὴ γάρ· οὔτοι ῥᾳδίως γε συμβαλὼν
ἔχθραν τις αὐτῇ καλλίνικον οἴσεται. 45
ἀλλ’ οἵδε παῖδες ἐκ τρόχων πεπαυμένοι
στείχουσι, μητρὸς οὐδὲν ἐννοούμενοι
κακῶν· νέα γὰρ φροντὶς οὐκ ἀλγεῖν φιλεῖ.
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
παλαιὸν οἴκων κτῆμα δεσποίνης ἐμῆς,
τί πρὸς πύλαισι τήνδ’ ἄγουσ’ ἐρημίαν 50
ἕστηκας, αὐτὴ θρεομένη σαυτῇ κακά;
πῶς σοῦ μόνη Μήδεια λείπεσθαι θέλει;
Τρ. τέκνων ὀπαδὲ πρέσβυ τῶν Ἰάσονος,
χρηστοῖσι δούλοις ξυμφορὰ τὰ δεσποτῶν
κακῶς πίτνοντα, καὶ φρενῶν ἀνθάπτεται. 55
ἐγὼ γὰρ ἐς τοῦτ’ ἐκβέβηκ’ ἀλγηδόνος,
ὥσθ’ ἵμερός μ’ ὑπῆλθε γῇ τε κοὐρανῷ
λέξαι μολούσῃ δεῦρο δεσποίνης τύχας.
Πα. οὔπω γὰρ ἡ τάλαινα παύεται γόων;
Τρ. ζηλῶ σ’· ἐν ἀρχῇ πῆμα κοὐδέπω μεσοῖ. 60
Πα. ὦ μῶρος—εἰ χρὴ δεσπότας εἰπεῖν τόδε·
ὡς οὐδὲν οἶδε τῶν νεωτέρων κακῶν.
Τρ. τί δ’ ἔστιν, ὦ γεραιέ; μὴ φθόνει φράσαι.
Πα. οὐδέν· μετέγνων καὶ τὰ πρόσθ’ εἰρημένα.
Τρ. μή, πρὸς γενείου, κρύπτε σύνδουλον σέθεν· 65
σιγὴν γάρ, εἰ χρή, τῶνδε θήσομαι πέρι.
Πα. ἤκουσά του λέγοντος, οὐ δοκῶν κλύειν,
πεσσοὺς προσελθών, ἔνθα δὴ παλαίτατοι
θάσσουσι, σεμνὸν ἀμφὶ Πειρήνης ὕδωρ,
ὡς τούσδε παῖδας γῆς ἐλᾶν Κορινθίας 70
σὺν μητρὶ μέλλοι τῆσδε κοίρανος χθονὸς
Κρέων. ὁ μέντοι μῦθος εἰ σαφὴς ὅδε
οὐκ οἶδα· βουλοίμην δ’ ἂν οὐκ εἶναι τόδε.
Τρ. καὶ ταῦτ’ Ἰάσων παῖδας ἐξανέξεται
πάσχοντας, εἰ καὶ μητρὶ διαφορὰν ἔχει; 75
Πα. παλαιὰ καινῶν λείπεται κηδευμάτων,
κοὐκ ἔστ’ ἐκεῖνος τοῖσδε δώμασιν φίλος.
Τρ. ἀπωλόμεσθ’ ἄρ’, εἰ κακὸν προσοίσομεν
νέον παλαιῷ, πρὶν τόδ’ ἐξηντληκέναι.
Πα. ἀτὰρ σύ γ’—οὐ γὰρ καιρὸς εἰδέναι τόδε 80
δέσποιναν—ἡσύχαζε καὶ σίγα λόγον.
Τρ. ὦ τέκν’, ἀκούεθ’ οἷος εἰς ὑμᾶς πατήρ;
ὄλοιτο μὲν μή· δεσπότης γάρ ἐστ’ ἐμός·
ἀτὰρ κακός γ’ ὢν ἐς φίλους ἁλίσκεται.
Πα. τίς δ’ οὐχὶ θνητῶν; ἄρτι γιγνώσκεις τόδε, 85
ὡς πᾶς τις αὑτὸν τοῦ πέλας μᾶλλον φιλεῖ,
οἳ μὲν δικαίως, οἳ δὲ καὶ κέρδους χάριν,
εἰ τούσδε γ’ εὐνῆς οὕνεκ’ οὐ στέργει πατήρ.
Τρ. ἴτ’—εὖ γὰρ ἔσται—δωμάτων ἔσω, τέκνα.
σὺ δ’ ὡς μάλιστα τούσδ’ ἐρημώσας ἔχε 90
καὶ μὴ πέλαζε μητρὶ δυσθυμουμένῃ.
ἤδη γὰρ εἶδον ὄμμα νιν ταυρουμένην
τοῖσδ’, ὥς τι δρασείουσαν· οὐδὲ παύσεται
χόλου, σάφ’ οἶδα, πρὶν κατασκῆψαί τινα . . .
ἐχθρούς γε μέντοι, μὴ φίλους, δράσειέ τι. 95
ΜΗΔΕΙΑ <ἔνδοθεν>
ἰώ,
δύστανος ἐγὼ μελέα τε πόνων,
ἰώ μοί μοι, πῶς ἂν ὀλοίμαν;
Τρ. τόδ’ ἐκεῖνο, φίλοι παῖδες· μήτηρ
κινεῖ κραδίαν, κινεῖ δὲ χόλον.
σπεύσατε θᾶσσον δώματος εἴσω 100
καὶ μὴ πελάσητ’ ὄμματος ἐγγύς,
μηδὲ προσέλθητ’, ἀλλὰ φυλάσσεσθ’
ἄγριον ἦθος στυγεράν τε φύσιν
φρενὸς αὐθάδους.—
ἴτε νῦν, χωρεῖθ’ ὡς τάχος εἴσω.— 105
δῆλον δ’ ἀρχῆς ἐξαιρόμενον
νέφος οἰμωγῆς ὡς τάχ’ ἀνάψει
μείζονι θυμῷ· τί ποτ’ ἐργάσεται
μεγαλόσπλαγχνος δυσκατάπαυστος
ψυχὴ δηχθεῖσα κακοῖσιν; 110
Μη. αἰαῖ,
ἔπαθον τλάμων ἔπαθον μεγάλων
ἄξι’ ὀδυρμῶν· ὦ κατάρατοι
παῖδες ὄλοισθε στυγερᾶς ματρὸς
σὺν πατρί, καὶ πᾶς δόμος ἔῤῥοι.
Τρ. ἰώ μοί μοι, ἰὼ τλήμων. 115
τί δέ σοι παῖδες πατρὸς ἀμπλακίας
μετέχουσι; τί τούσδ’ ἔχθεις; οἴμοι,
τέκνα, μή τι πάθηθ’ ὡς ὑπεραλγῶ.
δεινὰ τυράννων λήματα καί πως
ὀλίγ’ ἀρχόμενοι, πολλὰ κρατοῦντες 120
χαλεπῶς ὀργὰς μεταβάλλουσιν.
τὸ γὰρ εἰθίσθαι ζῆν ἐπ’ ἴσοισιν
κρεῖσσον· ἐμοὶ γοῦν ἐν μὴ μεγάλοις
ὀχυρῶς γ’ εἴη καταγηράσκειν.
τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν 125
τοὔνομα νικᾷ, χρῆσθαί τε μακρῷ
λῷστα βροτοῖσιν· τὰ δ’ ὑπερβάλλοντ’
οὐδένα καιρὸν δύναται θνητοῖς·
μείζους δ’ ἄτας, ὅταν ὀργισθῇ
δαίμων οἴκοις, ἀπέδωκεν. 130
ΧΟΡΟΣ
ἔκλυον φωνάν, ἔκλυον δὲ βοὰν
τᾶς δυστάνου Κολχίδος, οὐδέ πω
ἤπιος· ἀλλ’ ὦ γηραιά,
λέξον· ἐπ’ ἀμφιπύλου γὰρ ἔσω μελάθρου βοὰν
ἔκλυον· οὐδὲ συνήδομαι, ὦ γύναι, ἄλγεσιν
δώματος· ἐπεί μοι φίλον κέκρανται.
Τρ. οὐκ εἰσὶ δόμοι· φροῦδα τάδ’ ἤδη.
τὸν μὲν γὰρ ἔχει λέκτρα τυράννων, 140
ἃ δ’ ἐν θαλάμοις τάκει βιοτὰν
δέσποινα, φίλων οὐδενὸς οὐδὲν
παραθαλπομένα φρένα μύθοις.
Μη. αἰαῖ· ὦ Ζεῦ καὶ Γᾶ καὶ Φῶς·
διά μου κεφαλᾶς φλὸξ οὐρανία 145
βαίη· τί δέ μοι ζῆν ἔτι κέρδος;
φεῦ φεῦ· θανάτῳ καταλυσαίμαν
βιοτὰν στυγερὰν προλιποῦσα.
Χο.
ἄιες· ὦ Ζεῦ καὶ γᾶ καὶ φῶς· [στρ.
ἀχὰν οἵαν ἁ δύστανος 150
μέλπει νύμφα;
— τίς σοί ποτε τᾶς ἀπλάτου
κοίτας ἔρος, ὦ ματαία;
σπεύσει θανάτου τελευτά·
μηδὲν τόδε λίσσου.
— εἰ δὲ σὸς πόσις
καινὰ λέχη σεβίζει,
κείνῳ τόδε· μὴ χαράσσου·
— Ζεύς σοι τάδε συνδικήσει. μὴ λίαν
τάκου δυρομένα σὸν εὐνάταν.
Μη. ὦ μεγάλα Θέμι καὶ πότνι’ Ἄρτεμι 160
λεύσσεθ’ ἃ πάσχω, μεγάλοις ὅρκοις
ἐνδησαμένα τὸν κατάρατον
πόσιν; ὅν ποτ’ ἐγὼ νύμφαν τ’ ἐσίδοιμ’
αὐτοῖς μελάθροις διακναιομένους,
οἷ’ ἐμὲ πρόσθεν τολμῶσ’ ἀδικεῖν. 165
ὦ πάτερ, ὦ πόλις, ὧν ἀπενάσθην
αἰσχρῶς τὸν ἐμὸν κτείνασα κάσιν.
Τρ. κλύεθ’ οἷα λέγει κἀπιβοᾶται
Θέμιν εὐκταίαν Ζῆνά θ’, ὃς ὅρκων
θνητοῖς ταμίας νενόμισται; 170
οὐκ ἔστιν ὅπως ἔν τινι μικρῷ
δέσποινα χόλον καταπαύσει.
Χο.
πῶς ἂν ἐς ὄψιν τὰν ἁμετέραν [ἀντ.
ἔλθοι μύθων τ’ αὐδαθέντων
δέξαιτ’ ὀμφάν; 175
— εἴ πως βαρύθυμον ὀργὰν
καὶ λῆμα φρενῶν μεθείη,
μήτοι τό γ’ ἐμὸν πρόθυμον
φίλοισιν ἀπέστω.
— ἀλλὰ βᾶσά νιν 180
δεῦρο πόρευσον οἴκων
ἔξω· φίλα καὶ τάδ’ αὔδα.
— σπεῦσον πρίν τι κακῶσαι τοὺς εἴσω·
πένθος γὰρ μεγάλως τόδ’ ὁρμᾶται.
Τρ. δράσω τάδ’· ἀτὰρ φόβος εἰ πείσω
δέσποιναν ἐμήν·
μόχθου δὲ χάριν τήνδ’ ἐπιδώσω.
καίτοι τοκάδος δέργμα λεαίνης
ἀποταυροῦται δμωσίν, ὅταν τις
μῦθον προφέρων πέλας ὁρμηθῇ.
σκαιοὺς δὲ λέγων κοὐδέν τι σοφοὺς 190
τοὺς πρόσθε βροτοὺς οὐκ ἂν ἁμάρτοις,
οἵτινες ὕμνους ἐπὶ μὲν θαλίαις
ἐπί τ’ εἰλαπίναις καὶ παρὰ δείπνοις
ηὕροντο βίου τερπνὰς ἀκοάς·
στυγίους δὲ βροτῶν οὐδεὶς λύπας 195
ηὕρετο μούσῃ καὶ πολυχόρδοις
ᾠδαῖς παύειν, ἐξ ὧν θάνατοι
δειναί τε τύχαι σφάλλουσι δόμους.
καίτοι τάδε μὲν κέρδος ἀκεῖσθαι
μολπαῖσι βροτούς· ἵνα δ’ εὔδειπνοι 200
δαῖτες, τί μάτην τείνουσι βοήν;
τὸ παρὸν γὰρ ἔχει τέρψιν ἀφ’ αὑτοῦ
δαιτὸς πλήρωμα βροτοῖσιν.
Χο. ἰαχὰν ἄιον πολύστονον γόων,
λιγυρὰ δ’ ἄχεα μογερὰ βοᾷ 205
τὸν ἐν λέχει προδόταν κακόνυμφον·
θεοκλυτεῖ δ’ ἄδικα παθοῦσα
τὰν Ζηνὸς ὁρκίαν Θέμιν,
ἅ νιν ἔβασεν
Ἑλλάδ’ ἐς ἀντίπορον 210
δι’ ἅλα νύχιον ἐφ’ ἁλμυρὰν
πόντου κλῇδ’ ἀπέραντον.
ΜΗΔΕΙΑ
Κορίνθιαι γυναῖκες, ἐξῆλθον δόμων,
μή μοί τι μέμφησθ’· οἶδα γὰρ πολλοὺς βροτῶν
σεμνοὺς γεγῶτας, τοὺς μὲν ὀμμάτων ἄπο,
τοὺς δ’ ἐν θυραίοις· οἱ δ’ ἀφ’ ἡσύχου ποδὸς
δύσκλειαν ἐκτήσαντο καὶ ῥᾳθυμίαν.
δίκη γὰρ οὐκ ἔνεστ’ ἐν ὀφθαλμοῖς βροτῶν,
ὅστις πρὶν ἀνδρὸς σπλάγχνον ἐκμαθεῖν σαφῶς 220
στυγεῖ δεδορκώς, οὐδὲν ἠδικημένος. . . .
χρὴ δὲ ξένον μὲν κάρτα προσχωρεῖν πόλει . .
οὐδ’ ἀστὸν ᾔνεσ’ ὅστις αὐθάδης γεγὼς
πικρὸς πολίταις ἐστὶν ἀμαθίας ὕπο.
ἐμοὶ δ’ ἄελπτον πρᾶγμα προσπεσὸν τόδε 225
ψυχὴν διέφθαρκ’· οἴχομαι δὲ καὶ βίου
χάριν μεθεῖσα κατθανεῖν χρῄζω, φίλαι.
ἐν ᾧ γὰρ ἦν μοι πάντα γιγνώσκειν καλῶς,
κάκιστος ἀνδρῶν ἐκβέβηχ’ οὑμὸς πόσις.
πάντων δ’ ὅσ’ ἔστ’ ἔμψυχα καὶ γνώμην ἔχει 230
γυναῖκές ἐσμεν ἀθλιώτατον φυτόν·
ἃς πρῶτα μὲν δεῖ χρημάτων ὑπερβολῇ
πόσιν πρίασθαι, δεσπότην τε σώματος
λαβεῖν· κακοῦ γὰρ τοῦτ’ ἔτ’ ἄλγιον κακόν.
κἀν τῷδ’ ἀγὼν μέγιστος, ἢ κακὸν λαβεῖν 235
ἢ χρηστόν. οὐ γὰρ εὐκλεεῖς ἀπαλλαγαὶ
γυναιξίν, οὐδ’ οἷόν τ’ ἀνήνασθαι πόσιν.
ἐς καινὰ δ’ ἤθη καὶ νόμους ἀφιγμένην
δεῖ μάντιν εἶναι, μὴ μαθοῦσαν οἴκοθεν,
ὅτῳ μάλιστα χρήσεται ξυνευνέτῃ. 240
κἂν μὲν τάδ’ ἡμῖν ἐκπονουμέναισιν εὖ
πόσις ξυνοικῇ μὴ βίᾳ φέρων ζυγόν,
ζηλωτὸς αἰών· εἰ δὲ μή, θανεῖν χρεών.
ἀνὴρ δ’, ὅταν τοῖς ἔνδον ἄχθηται ξυνών,
ἔξω μολὼν ἔπαυσε καρδίαν ἄσης· 245
[ἢ πρὸς φίλον τιν’ ἢ πρὸς ἥλικα τραπείς·]
ἡμῖν δ’ ἀνάγκη πρὸς μίαν ψυχὴν βλέπειν.
λέγουσι δ’ ἡμᾶς ὡς ἀκίνδυνον βίον
ζῶμεν κατ’ οἴκους, οἳ δὲ μάρνανται δορί·
κακῶς φρονοῦντες· ὡς τρὶς ἂν παρ’ ἀσπίδα 250
στῆναι θέλοιμ’ ἂν μᾶλλον ἢ τεκεῖν ἅπαξ.
ἀλλ’ οὐ γὰρ αὑτὸς πρὸς σὲ κἄμ’ ἥκει λόγος·
σοὶ μὲν πόλις θ’ ἥδ’ ἐστὶ καὶ πατρὸς δόμοι
βίου τ’ ὄνησις καὶ φίλων συνουσία,
ἐγὼ δ’ ἔρημος ἄπολις οὖσ’ ὑβρίζομαι 255
πρὸς ἀνδρός, ἐκ γῆς βαρβάρου λελῃσμένη,
οὐ μητέρ’, οὐκ ἀδελφόν, οὐχὶ συγγενῆ
μεθορμίσασθαι τῆσδ’ ἔχουσα συμφορᾶς.
τοσοῦτον οὖν σου τυγχάνειν βουλήσομαι,
ἤν μοι πόρος τις μηχανή τ’ ἐξευρεθῇ 260
πόσιν δίκην τῶνδ’ ἀντιτείσασθαι κακῶν,
[τὸν δόντα τ’ αὐτῷ θυγατέρ’ ἥ τ’ ἐγήματο]
σιγᾶν. γυνὴ γὰρ τἄλλα μὲν φόβου πλέα
κακή τ’ ἐς ἀλκὴν καὶ σίδηρον εἰσορᾶν·
ὅταν δ’ ἐς εὐνὴν ἠδικημένη κυρῇ, 265
οὐκ ἔστιν ἄλλη φρὴν μιαιφονωτέρα.
Χο. δράσω τάδ’· ἐνδίκως γὰρ ἐκτείσῃ πόσιν,
Μήδεια. πενθεῖν δ’ οὔ σε θαυμάζω τύχας.
ὁρῶ δὲ καὶ Κρέοντα, τῆσδ’ ἄνακτα γῆς,
στείχοντα, καινῶν ἄγγελον βουλευμάτων. 270
ΚΡΕΩΝ
σὲ τὴν σκυθρωπὸν καὶ πόσει θυμουμένην,
Μήδειαν, εἶπον τῆσδε γῆς ἔξω περᾶν
φυγάδα, λαβοῦσαν δισσὰ σὺν σαυτῇ τέκνα·
καὶ μή τι μέλλειν· ὡς ἐγὼ βραβεὺς λόγου
τοῦδ’ εἰμί, κοὐκ ἄπειμι πρὸς δόμους πάλιν, 275
πρὶν ἄν σε γαίας τερμόνων ἔξω βάλω.
Μη. αἰαῖ· πανώλης ἡ τάλαιν’ ἀπόλλυμαι.
ἐχθροὶ γὰρ ἐξιᾶσι πάντα δὴ κάλων,
κοὐκ ἔστιν ἄτης εὐπρόσοιστος ἔκβασις.
ἐρήσομαι δὲ καὶ κακῶς πάσχουσ’ ὅμως· 280
τίνος μ’ ἕκατι γῆς ἀποστέλλεις, Κρέον;
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου