I Am a Greek European Worldwidel Man-Now!- www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

I Am a Greek European Worldwide Man-Now!-

www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

Σάββατο 16 Απριλίου 2022

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -Der Froschkönig oder der eiserne Heinrich (ο βάτραχος βασιλιάς η' ο σίδεροζωσμενος Χάινριχ) Ein Märchen der Brüder Grimm (ένα παραμύθι των Αδελφών Γκριμ) -μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-Der Froschkönig oder der eiserne Heinrich

(ο βάτραχος βασιλιάς η' ο σίδεροζωσμενος Χάινριχ)

Ein Märchen der Brüder Grimm

(ένα παραμύθι των Αδελφών Γκριμ)

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.


Der Froschkönig oder der eiserne Heinrich

(ο βάτραχος βασιλιάς η' ο σίδεροζωσμενος Χάινριχ)

Ein Märchen der Brüder Grimm

(ένα παραμύθι των Αδελφών Γκριμ)

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


στα παλιά χρόνια,όπου οι ευχές ακόμα βοηθούσαν,ζούσε ένας βασιλιας,που οι κόρες του ήταν όλες όμορφες,αλλά η πιο νέα ήταν τόσο όμορφη,ωστε ο ήλιος ο ίδιος,που τόσο πολλά είχε δει,την θαύμαζε,κάθε φορα που στο πρόσωπο την έβλεπε,

κοντά στον πύργο του βασιλιά βρίσκονταν ένα μεγαλο πυκνό δάσος,και μέσα στο δάσος κάτω από μια γέρικη φλαμουριά ήταν ένα πηγαδι,

όταν λοιπόν πολύ ζεστη η μέρα ήταν,πήγαινε η βασιλοπούλα μέσα στο δάσος και καθονταν  στην άκρη της δροσερής πηγης-κι όταν έπληττε,τότε έπαιρνε μια χρυσή μπάλα,την ερριχνε ψηλά και την έπιανε πάλι,κι αυτό ήταν το πιο αγαπημένο της παιχνίδι,

όμως συνέβηκε κάποτε,και το χρυσό τόπι της βασιλοπούλας δεν έπεσε στα χερια της,που ψηλά είχε σηκώσει,αλλά στο χώμα χτύπησε και ίσια μέσα στο νερό κυλλησε,

η βασιλοπούλα το ακολούθησε με τα μάτια της,αλλά η μπάλα εξαφανιστηκε,και το πηγάδι ήταν βαθύ,τόσο βαθύ,ώστε κανένα πάτο δεν έβλεπε,

τότε άρχισε να κλαίει κι όλο έκλαιγε δυνατωτερα και δεν   μπορούσε να

παρηγορηθει,κι όπως έτσι έκλαιγε,κάποιος της φώναξε,

τι εχεις, βασιλοπούλα,και δυνατά φωνάζεις,που και μια πέτρα θα μπορούσε να συμπονεσει;

αυτή κοίταξε γύρω,από πού η φωνή να ερχονταν,τότε αντίκρυσε ένα βάτραχο,που ένα χοντρό,άσχημο κεφάλι έξω από το νερό εβγαζε,

αχ,εσύ είσαι,νεροτσαλαβουτηχτη,είπε αυτή,κλαίω για τη χρυσή μου μπάλα,που μέσα στο πηγάδι μου  επεσε,

ησύχασε και μην κλαίς, απάντησε ο βάτραχος,

εγώ μπορώ καλά να σε βοηθήσω,αλλά τι θα μου δώσεις,αν το παιχνιδι σου πίσω 

ανεβάσω;

ότι αν θέλεις να έχεις,καλέ μου βατραχε,είπε αυτή,τα φορεματα μου,τα μαργαριτάρια μου τα πολυτιμα πετραδια,ακόμα τη χρυση κορώνα που φορώ,

ο βάτραχος απάντησε,τα φορέματα σου,τα μαργαριτάρια σου και τα πολύτιμα πετράδια και τη χρυσή σου κορώνα,αυτά εμένα δεν μ'αρεσουν,

αλλά θέλω εμένα να μ'αγαπας,και σύντροφος και παρέα στα παιχνίδια σου να'μαι,πάνω στο τραπεζάκι σου δίπλα να κάθομαι,απ'το χρυσό σου πιατακι να τρώω,απ'το κυπελλακια σου να πινω,στο κρεβατάκι σου να κοιμάμαι,

αν σε μένα αυτό υποσχεθείς,τότε θα βουτηξω και τη χρυσή μπάλα πάλι θα σ'ανεβασω,

αχ συμφωνοι,είπε αυτή,σου υπόσχομαι,ότι θελεις,αν μου ξαναφέρεις τη χρυσή μπάλα,

αλλά σκέφτηκε,τι ο ανόητος βάτραχος βλακειες λέει!

αυτός κάθεται στο νερό με τους ομοίους του και κουακ και δεν μπορεί σε κανενα ανθρωπο σύντροφος να'ναι,

ο βάτραχος,όταν η υπόσχεση του έγινε,βουτησε το κεφάλι,βυθίστηκε και μετά από λιγάκι ξαναβγήκε,είχε τη μπάλα στο στόμα και την ερριξε στο χορτάρι,

η βασιλοπούλα ήταν γεμάτη χαρά,οταν τ'ομορφο της παιχνιδι

ξαναειδε,το σήκωσε ψηλά και τρέχοντας εφυγε

περίμενε,περίμενε,φωναξε ο βάτραχος,πάρε και μένα μαζί σου,.δεν μπορώ τόσο γρήγορα να τρέξω όπως εσυ,

αλλά τι να βοηθησει,που το κουακ του,κουακ τόσο δυνατά πίσω της φώναζε,

αυτή βιάστηκε να παει σπιτι κι είχε αμέσως τον φτωχό βάτραχο ξεχάσει,που πάλι στο πηγάδι του έπρεπε να επιστρέψει,

την άλλη μέρα,όταν με τον βασιλιά κι όλους τους αυλικούς στο τραπέζι είχε καθίσει και απ'το χρυσό της πιατακι έτρωγε,τότε ακουστηκε,πλιτς πλατς,πλιτς πλατς,κάτι στη μαρμάρινη σκάλα να σέρνεται και  ν'ανεβαίνει ,κι όταν αυτό πάνω ήταν φτασμένο,χτύπησε την πόρτα και φώναξε,

βασιλοπούλα,η πιο μικρή,ανοιξε μου,

αυτή ετρεξε κι ήθελε να δει,ποιος εξω να ήταν,όταν όμως άνοιξε,τότε είδε τον βάτραχο μπροστά της,

αμέσως έκλεισε τη πόρτα  γρηγορα,κάθισε πάλι στο τραπεζι,κι ήταν όλο φόβο,ο βασιλιάς ένιωσε,ότι η καρδιά της δυνατά χτυπούσε,και μίλησε,

παιδί μου,γιατί φοβάσαι,μήπως κανένας γίγαντας στέκεται μπροστά στη πόρτα κι εσένα θέλει ν'αρπαξει;

-αχ,όχι,απάντησε αυτή,δεν είναι κανένας γίγαντας,αλλά ένας άσχημος βάτραχος,

τι θέλει ο βάτραχος από σένα;

αχ,πατέρα μου αγαπημένε,όταν χτες στο δάσος κοντά στο πηγάδι κάθισα,κι έπαιζα,τότε έπεσε η χρυσή μου μπάλα μέσα στο νερό,

κι επειδή γι'αυτό εκλαιγα,ο βατραχος την έφερε πάλι πάνω,κι επειδή αυτός πολύ επεμενε,τότε του υποσχέθηκα,

πως θα μου γινονταν συντροφος, 

δεν σκέφτηκα όμως ποτέ,ότι έξω απ'το νερό του θα μπορούσε,τώρα είναι εξω και θέλει σε μένα μέσα να'ρθει,

κι εκείνη τη στιγμή χτύπησε για δεύτερη φορά και φώναξε,

βασιλοπούλα,η πιο μικρή,άνοιξε μου,

δεν θυμάσαι,τι χτες μου είπες

κοντά στη δροσερή νεροπηγη;

βασιλοπούλα,η πιο μικρη,άνοιξε μου,

τότε είπε ο βασιλιάς,

ότι έχεις υποσχεθεί,αυτό πρέπει επίσης να το κρατήσεις,πήγαινε λοιπόν κι άνοιξε του,

αυτή πήγε κι άνοιξε τη πόρτα,τότε πήδηξε ο βάτραχος μέσα,και την πήρε από πίσω,μέχρι το κάθισμα της

εκεί κάθισε και φώναξε,

σήκωσε με πάνω σου,

αυτή δίσταξε,μέχρι που τελικά ο βασιλιάς την διεταξε,

όταν ο βάτραχος πρώτα πάνω στο κάθισμα ήταν,θέλησε πάνω στο τραπέζι κι όταν εκει κάθισε,μίλησε,

τώρα σπρώξε σε μένα πιο κοντα το χρυσό σου πιατακι,για να φάμε μαζί,

το έκανε,αλλά κάποιος έβλεπε καλα,ότι δεν το έκανε  ευχαριστα,ο βάτραχος εφαγε με πολύ όρεξη,αλλά σ'αυτη σχεδον καθεμια

μπουκιά εμενε στο λαιμο, 

στο τέλος αυτός μίλησε,

έχω χορτάσει κι είμαι κουρασμένος,τώρα πήγαινε με στη καμαρούλα  και τα μεταξωτά σεντόνια  στρώσε στο κρεβάτι,εκει θα πέσουμε να κοιμηθουμε,

η βασιλοπούλα άρχισε να κλαιει,

και φοβήθηκε τον κρύο βάτραχο,ούτε να τον αγγίξει δεν τολμούσε,και μάλιστα τώρα στο ωραίο,καθαρό κρεβατάκι της να πρέπει να κοιμηθει,

αλλά ο βασιλιάς θύμωσε και μίλησε,

όποιος σ'εχει βοηθήσει,όταν σε ανάγκη ήσουν,δεν πρέπει ύστερα να τον περιφρονας,

τότε τον άρπαξε αυτή με δύο δάχτυλα,τον σήκωσε και τον έβαλε σε μια γωνια,όταν όμως αυτή ξάπλωσε στο κρεβάτι,αυτό σύρθηκε κοντά και μίλησε,

είμαι κουρασμένος,θέλω να κοιμηθώ τόσο καλά όπως και συ,σήκωσε με από δω,αλλιώς θα το πω στον πατερα σου,

τότε αυτή οργίστηκε,τον αρπαξε και τον πέταξε μ'ολη τη δύναμη πάνω στον τοιχο,

τώρα θα ησυχάσεις,κακάσχημε βατραχε,

όταν όμως αυτός κάτω έπεσε,δεν ήταν πια βατραχος,αλλα μόνο ένα βασιλόπουλο με όμορφα και ευγενικά μάτια,

που τώρα ήταν με του πατέρα της την επιθυμία ο αγαπημένος της σύντροφος και άντρας,

τότε της διηγήθηκε,πως από μια κακια μάγισσα ήταν μαγεμένος,και κανένας δεν θα μπορούσε έξω απ'το πηγάδι να τον  απολυτρωσει παρά.μοναχα αυτή,κι αύριο θα ήθελε μαζί να πάνε στο βασίλειο του,

κατόπιν κοιμήθηκαν,και τ'αλλο πρωί,όταν ο ήλιος ανετειλε,ήρθε μια άμαξα να ταξιδέψουν,με οκτώ άσπρα άλογα ζευγμενη,που είχαν άσπρα φτερά στρουθοκαμηλου στο κεφάλι και χαλινάρια με χρυσές αλυσίδες,και πίσω στέκονταν ο υπηρέτης του νεαρού βασιλιά,που ήταν ο πιστός Χάινριχ,

ο πιστός Χάινριχ είχε τόσο στενοχωρηθεί,όταν ο κύριος του ήταν μεταμορφωμενος σ'εναν βάτραχο,που με τρεις σιδερένιες ζώνες είχε ζωσει γύρω τη καρδιά του,για να μην σπάσει απ'τον πόνο και τη λύπη,

αλλά η άμαξα έπρεπε τον νεαρό βασιλιά στο βασίλειο του να φέρει,ο πιστός Χάινριχ βοήθησε και τους δύο να μπουν μέσα,αυτός ξανακαθησε πίσω κι ήταν γεμάτος χαρά για την απολύτρωση,

κι όταν προχώρησαν στο δρόμο ,άκουσε το βασιλόπουλο, πίσω του θόρυβο,σαν κάτι να εσπασε,τότε γύρισε και φώναξε,

Χαινριχ,η άμαξα σπάζει

όχι,κύριε,δεν σπαζει η άμαξα,

είναι η ζώνη απ'την καρδιά μου,

που'ναι εκεί για το μεγάλο πόνο,

όταν στο πηγάδι καθοσουνα

όταν ένας βάτραχος ησουνα,

ακόμα μια φορά κι ακόμα μια φορά ακούστηκε ο θόρυβος στο δρόμο,και το βασιλόπουλο  νόμιζε πάντα,,η άμαξα πως έσπαζε,αλλ'όμως ήταν οι ζώνες,που απ'τη καρδιά του πιστού Χάινριχ τινάζονταν,γιατι ο κύριος του απολυτρωθηκε κι ευτυχισμένος ηταν

.

.

Der Froschkönig oder der eiserne Heinrich

Ein Märchen der Brüder Grimm


In den alten Zeiten, wo das Wünschen noch geholfen hat, lebte ein König, dessen Töchter waren alle schön; aber die jüngste war so schön, daß die Sonne selber, die doch so vieles gesehen hat, sich verwunderte, sooft sie ihr ins Gesicht schien. Nahe bei dem Schlosse des Königs lag ein großer dunkler Wald, und in dem Walde unter einer alten Linde war ein Brunnen; wenn nun der Tag recht heiß war, so ging das Königskind hinaus in den Wald und setzte sich an den Rand des kühlen Brunnens - und wenn sie Langeweile hatte, so nahm sie eine goldene Kugel, warf sie in die Höhe und fing sie wieder; und das war ihr liebstes Spielwerk.


Nun trug es sich einmal zu, daß die goldene Kugel der Königstochter nicht in ihr Händchen fiel, das sie in die Höhe gehalten hatte, sondern vorbei auf die Erde schlug und geradezu ins Wasser hineinrollte. Die Königstochter folgte ihr mit den Augen nach, aber die Kugel verschwand, und der Brunnen war tief, so tief, daß man keinen Grund sah. Da fing sie an zu weinen und weinte immer lauter und konnte sich gar nicht trösten. Und wie sie so klagte, rief ihr jemand zu: "Was hast du vor, Königstochter, du schreist ja, daß sich ein Stein erbarmen möchte." Sie sah sich um, woher die Stimme käme, da erblickte sie einen Frosch, der seinen dicken, häßlichen Kopf aus dem Wasser streckte. "Ach, du bist's, alter Wasserpatscher," sagte sie, "ich weine über meine goldene Kugel, die mir in den Brunnen hinabgefallen ist." - "Sei still und weine nicht," antwortete der Frosch, "ich kann wohl Rat schaffen, aber was gibst du mir, wenn ich dein Spielwerk wieder heraufhole?" - "Was du haben willst, lieber Frosch," sagte sie; "meine Kleider, meine Perlen und Edelsteine, auch noch die goldene Krone, die ich trage." Der Frosch antwortete: "Deine Kleider, deine Perlen und Edelsteine und deine goldene Krone, die mag ich nicht: aber wenn du mich liebhaben willst, und ich soll dein Geselle und Spielkamerad sein, an deinem Tischlein neben dir sitzen, von deinem goldenen Tellerlein essen, aus deinem Becherlein trinken, in deinem Bettlein schlafen: wenn du mir das versprichst, so will ich hinuntersteigen und dir die goldene Kugel wieder heraufholen." - "Ach ja," sagte sie, "ich verspreche dir alles, was du willst, wenn du mir nur die Kugel wieder bringst." Sie dachte aber: Was der einfältige Frosch schwätzt! Der sitzt im Wasser bei seinesgleichen und quakt und kann keines Menschen Geselle sein.

Der Frosch, als er die Zusage erhalten hatte, tauchte seinen Kopf unter, sank hinab, und über ein Weilchen kam er wieder heraufgerudert, hatte die Kugel im Maul und warf sie ins Gras. Die Königstochter war voll Freude, als sie ihr schönes Spielwerk wieder erblickte, hob es auf und sprang damit fort. "Warte, warte," rief der Frosch, "nimm mich mit, ich kann nicht so laufen wie du!" Aber was half es ihm, daß er ihr sein Quak, Quak so laut nachschrie, als er konnte! Sie hörte nicht darauf, eilte nach Hause und hatte bald den armen Frosch vergessen, der wieder in seinen Brunnen hinabsteigen mußte.


Am andern Tage, als sie mit dem König und allen Hofleuten sich zur Tafel gesetzt hatte und von ihrem goldenen Tellerlein aß, da kam, plitsch platsch, plitsch platsch, etwas die Marmortreppe heraufgekrochen, und als es oben angelangt war, klopfte es an die Tür und rief: "Königstochter, jüngste, mach mir auf!" Sie lief und wollte sehen, wer draußen wäre, als sie aber aufmachte, so saß der Frosch davor. Da warf sie die Tür hastig zu, setzte sich wieder an den Tisch, und es war ihr ganz angst. Der König sah wohl, daß ihr das Herz gewaltig klopfte, und sprach: "Mein Kind, was fürchtest du dich, steht etwa ein Riese vor der Tür und will dich holen?" - "Ach nein," antwortete sie, "es ist kein Riese, sondern ein garstiger Frosch." - "Was will der Frosch von dir?" - "Ach, lieber Vater, als ich gestern im Wald bei dem Brunnen saß und spielte, da fiel meine goldene Kugel ins Wasser. Und weil ich so weinte, hat sie der Frosch wieder heraufgeholt, und weil er es durchaus verlangte, so versprach ich ihm, er sollte mein Geselle werden; ich dachte aber nimmermehr, daß er aus seinem Wasser herauskönnte. Nun ist er draußen und will zu mir herein." Und schon klopfte es zum zweitenmal und rief:

"Königstochter, jüngste,

Mach mir auf,

Weißt du nicht, was gestern

Du zu mir gesagt

Bei dem kühlen Wasserbrunnen?

Königstochter, jüngste,

Mach mir auf!"

Da sagte der König: "Was du versprochen hast, das mußt du auch halten; geh nur und mach ihm auf." Sie ging und öffnete die Türe, da hüpfte der Frosch herein, ihr immer auf dem Fuße nach, bis zu ihrem Stuhl. Da saß er und rief: "Heb mich herauf zu dir." Sie zauderte, bis es endlich der König befahl. Als der Frosch erst auf dem Stuhl war, wollte er auf den Tisch, und als er da saß, sprach er: "Nun schieb mir dein goldenes Tellerlein näher, damit wir zusammen essen." Das tat sie zwar, aber man sah wohl, daß sie's nicht gerne tat. Der Frosch ließ sich's gut schmecken, aber ihr blieb fast jedes Bißlein im Halse. Endlich sprach er: "Ich habe mich sattgegessen und bin müde; nun trag mich in dein Kämmerlein und mach dein seiden Bettlein zurecht, da wollen wir uns schlafen legen." Die Königstochter fing an zu weinen und fürchtete sich vor dem kalten Frosch, den sie nicht anzurühren getraute und der nun in ihrem schönen, reinen Bettlein schlafen sollte. Der König aber ward zornig und sprach: "Wer dir geholfen hat, als du in der Not warst, den sollst du hernach nicht verachten." Da packte sie ihn mit zwei Fingern, trug ihn hinauf und setzte ihn in eine Ecke. Als sie aber im Bett lag, kam er gekrochen und sprach: "Ich bin müde, ich will schlafen so gut wie du: heb mich herauf, oder ich sag's deinem Vater." Da ward sie erst bitterböse, holte ihn herauf und warf ihn aus allen Kräften wider die Wand: "Nun wirst du Ruhe haben, du garstiger Frosch."

Als er aber herabfiel, war er kein Frosch, sondern ein Königssohn mit schönen und freundlichen Augen. Der war nun nach ihres Vaters Willen ihr lieber Geselle und Gemahl. Da erzählte er ihr, er wäre von einer bösen Hexe verwünscht worden, und niemand hätte ihn aus dem Brunnen erlösen können als sie allein, und morgen wollten sie zusammen in sein Reich gehen. Dann schliefen sie ein, und am andern Morgen, als die Sonne sie aufweckte, kam ein Wagen herangefahren, mit acht weißen Pferden bespannt, die hatten weiße Straußfedern auf dem Kopf und gingen in goldenen Ketten, und hinten stand der Diener des jungen Königs, das war der treue Heinrich. Der treue Heinrich hatte sich so betrübt, als sein Herr war in einen Frosch verwandelt worden, daß er drei eiserne Bande hatte um sein Herz legen lassen, damit es ihm nicht vor Weh und Traurigkeit zerspränge. Der Wagen aber sollte den jungen König in sein Reich abholen; der treue Heinrich hob beide hinein, stellte sich wieder hinten auf und war voller Freude über die Erlösung.


Und als sie ein Stück Wegs gefahren waren, hörte der Königssohn, daß es hinter ihm krachte, als wäre etwas zerbrochen. Da drehte er sich um und rief:

"Heinrich, der Wagen bricht!"

"Nein, Herr, der Wagen nicht,

Es ist ein Band von meinem Herzen,

Das da lag in großen Schmerzen,

Als Ihr in dem Brunnen saßt,

Als Ihr eine Fretsche (Frosch) wast (wart)."

Noch einmal und noch einmal krachte es auf dem Weg, und der Königssohn meinte immer, der Wagen bräche, und es waren doch nur die Bande, die vom Herzen des treuen Heinrich absprangen, weil sein Herr erlöst und glücklich war.

.

.

.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου