.
.
LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
-ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ
Δὶς κατηγορούμενος
(Δική Μέθης εναντίον Ακαδημειας)
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ
Δὶς κατηγορούμενος
(Δική Μέθης εναντίον Ακαδημειας)
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
ΔΙΚΗ
[15] οι πρώτοι(δικαστές)ας πάρουν θέση την Ακαδημια και την Μέθη να δικασουν,εσύ χύσε το νερό στη κλεψύδρα,πρώτη λοιπόν λέγε εσύ η Μεθη,
γιατί σωπαίνει και το κεφάλι κουνά;πλησίασε την,Ερμή ,να μαθεις
ΕΡΜΗΣ
'δεν μπορώ,λέει,να αγορευσω απ'το κρασί έχω τη γλώσσα περδικλωμενη,να μην προκαλέσω γέλιο στο δικαστήριο',
μόλις που στέκεται όρθια,όπως βλεπεις
ΔΙΚΗ
θα της διαλέξω λοιπόν συνηγορο κάποιον απ'αυτους τους δημοσιους(δικαστές(,γιατί πολλοί είναι έτοιμοι για το τριοβολο
να λογοκοπανησουν
ΕΡΜΗΣ
αλλά κανείς δεν θα θελήσει στα φανερά να συνηγορήσει για τη Μέθη,πλην όμως ότι είναι ορθο φαίνεται αυτα που ζητα
ΔΙΚΗ
ποια;
ΕΡΜΗΣ
'η Ακαδημία και για τους δύο πάντοτε είναι έτοιμη να μιλήσει κι αυτό μπορεί να κάνει τα αντίθετα να υπερασπίζει,αυτή λοιπον',λεει,',υπέρ μου πρωτα να πει,κι ύστερα υπέρ της να μιλησει'
ΔΙΚΗ
Καινούργια αυτά,όμως βγάλε,Ακαδημία,για την καθεμια σας λόγο,αφού σου είναι ευκολο
ΑΚΑΔΗΜΕΙΑ
[16]ακούστε,άντρες δικαστές,πρώτα τα υπέρ της Μέθης,για εκείνη τώρα ρέει το νερό στη κλεψύδρα,αδικήθηκε η δυστυχη πάρα πολύ από μένα την Ακαδημία,τον μόνο δικό της άνθρωπο που είχε φίλο της και πιστό,που τίποτα από όσα έκανε δεν του φαίνονταν άσχημα, της πήρα τον Πολεμωνα εκείνον,ο οποίος καθε μέρα γλεντουσε μέσα στην αγορά,τραγουδίστρια εχοντας και τραγουδώντας απ'το πρωί ως το βράδυ,πάντα μεθυσμένος και σε κραιπαλη και στο κεφάλι μ'ανθη στεφανωμένος,κι αυτά ότι αλήθεια είναι μαρτυρες οι Αθηναίοι όλοι,που ουδεποτε αμεθυστο τον Πολεμωνα δεν είδαν,κι όταν ο δύστυχος στης Ακαδημίας τη πόρτα γλεντουσε,όπως σ'ολες το συνειθιζε,
αφου τον απήγαγε κι απο τα χέρια της Μέθης τον άρπαξε με τη βία και στο σπίτι της τον τραβάει και να πίνει νερό τον ανάγκασε και νηφάλιος να είναι τον εμαθε και τα στεφανια του εβγαλε,και να πρέπει να καταπίνει ξαπλωμένος,λόγια αινιγματικά κι άχαρα και γεμάτα πολλή σκοτουρα τον εκπαιδευσε,έτσι ώστε ενώ πριν
άνθιζε ροδαλος χλωμος ο δύστυχος έχει γίνει και καμπουριασε το σώμα του,κι όλα τα τραγούδια ξέχασε ποτε ποτε νηστικός και διψασμένος τα βράδυα κάθεται φλυαρωντας αυτά τα οποία η Ακαδημία εγώ να φλυαρεί πολύ τον διδασκω,
και επί πλέον,ότι και χλευάζει τη Μέθη αφού από μένα ξεσηκωθηκαν τα μυαλα του και μύρια κακά ξερνα για αυτή,
αυτά τα υπέρ της Μέθης πάνω κατω τα είπα,τώρα και υπέρ εμού θα πω,και το νερό στη κλεψυδρα για μένα ας πεσει
ΔΙΚΗ
τι λοιπόν σ'αυτα θα πει;αλλ' όμως χύσε νερο στη κλεψύδρα ισα
ΑΚΑΔΗΜΕΙΑ
[17]έτσι λοιπόν ακούσατε πολύ λογικά,άντρες δικαστές,να είναι όσα η συνηγορος είπε υπέρ της Μεθης,αν όμως και μένα ευνοϊκά ακούσετε,θα δείτε πως σε τίποτα δεν την αδίκησα,
γιατί ο Πολεμωνας αυτός,που λέει πως δικός της υπηρέτης είναι,δεν είναι από τη φύση του
φαυλος ουτε μεθύστακας,αλλά ομοιάζει με μένα στη φύση,
τον άρπαξε νεο ακομα κι αμαθον όντα με τη συμπραξη της Ηδονής,οπου στα πάντα την υπηρετεί,διέφθειρε τον δύστυχο στα γλέντια και στις παλιογυναικες τον παρέδωσε στην διάθεση τους,τόσο που ούτε η παραμικρη ντροπή δεν του εμεινε,
κι αυτά που υπέρ αυτής έλεγε λίγο πριν να θεωρηθούν,πως αυτά υπέρ εμού μάλλον ειπωθηκαν να νομίσετε,γιατί κυκλοφορούσε από το πρωί ο δύστυχος στεφανωμένος,σε κραιπαλη,μέσα στην αγορά με συνοδεία αυλού,ποτέ αμέθυστος,γλεντώντας με τα πάντα,ύβρις των προγόνων κι όλης της πόλης και γέλιο στους ξένους,
όταν λοιπόν σε μένα ήρθε εγώ έτυχε,όπως συνήθιζα να κάνω,με ανοιχτές τις πόρτες στους φίλους που ήταν παρόντες λόγους σημαντικούς περι της αρετής και της σωφροσυνης εξέταζα,
αυτός λοιπόν με τον αυλό και τα στεφάνια ορμώντας μέσα άρχισε να φωνάζει δυνατά και να φέρει συγχυση προσπαθούσε την συνομιλια μας διαταράσσοντας με τις φωνες,
επειδή όμως καθόλου δεν του δώσαμε προσοχη,μετά από λίγο,-γιατι δεν ήταν εντελώς μεθυσμενος-ξεμεθυσε από τους λόγους,και βγάζει τα στεφανια και την αυλητριδα διατάζει να σωπάσει και για τα πορφυρά που ήταν ντυμένος ντράπηκε,
κι όπως από βαθύ ύπνο να ξύπνησε κι είδε τον εαυτό του πως καταντισμενος ήταν και τον πρωτυτερο τρόπο που ζούσε συνειδητοποίησε,και το κοκκινισμα απ'το μεθύσι μαραθηκε κι εξαφανιστηκε,κοκκινισε ομως
από τη ντροπή των πράξεών του,
και τέλος ξεφεύγοντας ήρθε με τη θέληση του σε μένα,χωρίς να τον καλέσω ούτε να τον εξανάγκασω,όπως αυτή λέει,αλλά με τη θέληση του αυτός πιο καλά αυτά να δέχεται πως είναι,
και σε μένα καλεστε τον τώρα,για να καταλάβετε με ποιο τρόπο άλλαξε διάθεση από μένα,
αυτον,άντρες δικαστές,τον παρέλαβα σε γελοία κατάσταση,που μήτε να μιλήσει μήτε από το κρασί να σταθει ορθιος μπορούσε, και τον άλλαξα και αντί να'ναι ανδραποδο τον έκανα κόσμιο άντρα και σώφρονα και πολύ άξιο στους Έλληνες έδειξα,
και σε μένα κι αυτός ευγνωμοσύνη αναγνωρίζει γι'αυτα και οι συγγενείς του,
αυτα είχα να πω,
εσείς όμως τώρα εξεταστε με ποια από τις δυο μας πιο καλά είναι σ'αυτον να συνδεεται
ΔΙΚΗ
[18] ελάτε τωρα,μην αργοπορειτε,δώστε ψήφο,σηκωθητε,κι άλλους πρέπει να δικαστε
ΕΡΜΗΣ
σ'ολες (τις ψήφους)η Ακαδημία υπερεχει
εκτός από μια
ΔΙΚΗ
καθόλου παράξενο,να είναι και κάποιος με της Μέθης το μερος τοποθετημενος
.
.
ΔΙΚΗ
[15] Οἱ πρῶτοι καθιζέτωσαν τῇ Ἀκαδημείᾳ καὶ τῇ Μέθῃ· σὺ δὲ τὸ ὕδωρ ἔγχει. προτέρα δὲ σὺ λέγε ἡ Μέθη. τί σιγᾷ καὶ διανεύει; μάθε, ὦ Ἑρμῆ, προσελθών.
ΕΡΜΗΣ
«Οὐ δύναμαι,» φησί, «τὸν ἀγῶνα εἰπεῖν ὑπὸ τοῦ ἀκράτου τὴν γλῶτταν πεπεδημένη, μὴ γέλωτα ὄφλω ἐν τῷ δικαστηρίῳ.» μόλις δὲ καὶ ἕστηκεν, ὡς ὁρᾷς.
ΔΙΚΗ
Οὐκοῦν συνήγορον ἀναβιβασάσθω τῶν κοινῶν τούτων τινά· πολλοὶ γὰρ οἱ κἂν ἐπὶ τριωβόλῳ διαρραγῆναι ἕτοιμοι.
ΕΡΜΗΣ
Ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς ἐθελήσει ἔν γε τῷ φανερῷ συναγορεῦσαι Μέθῃ. πλὴν εὐγνώμονά γε ταῦτα ἔοικεν ἀξιοῦν.
ΔΙΚΗ
Τὰ ποῖα;
ΕΡΜΗΣ
«Ἡ Ἀκαδήμεια πρὸς ἀμφοτέρους ἀεὶ παρεσκεύασται τοὺς λόγους καὶ τοῦτ᾽ ἀσκεῖ τἀναντία καλῶς δύνασθαι λέγειν. αὕτη τοίνυν,» φησίν, «ὑπὲρ ἐμοῦ πρότερον εἰπάτω, εἶτα ὕστερον ὑπὲρ ἑαυτῆς ἐρεῖ.»
ΔΙΚΗ
Καινὰ μὲν ταῦτα, εἰπὲ δὲ ὅμως, ὦ Ἀκαδήμεια, τὸν λόγον ἑκάτερον, ἐπεί σοι ῥᾴδιον
ΑΚΑΔΗΜΕΙΑ
[16] Ἀκούετε, ὦ ἄνδρες δικασταί, πρότερα τὰ ὑπὲρ τῆς Μέθης· ἐκείνης γὰρ τό γε νῦν ῥέον.
Ἠδίκηται ἡ ἀθλία τὰ μέγιστα ὑπὸ τῆς Ἀκαδημείας ἐμοῦ, ἀνδράποδον ὃ μόνον εἶχεν εὔνουν καὶ πιστὸν αὐτῇ, μηδὲν αἰσχρὸν ὧν προστάξειεν οἰόμενον, ἀφαιρεθεῖσα τὸν Πολέμωνα ἐκεῖνον, ὃς μεθ᾽ ἡμέραν ἐκώμαζεν διὰ τῆς ἀγορᾶς μέσης, ψαλτρίαν ἔχων καὶ κατᾳδόμενος ἕωθεν εἰς ἑσπέραν, μεθύων ἀεὶ καὶ κραιπαλῶν καὶ τὴν κεφαλὴν τοῖς στεφάνοις διηνθισμένος. καὶ ταῦτα ὅτι ἀληθῆ, μάρτυρες Ἀθηναῖοι ἅπαντες, οἳ μηδὲ πώποτε νήφοντα Πολέμωνα εἶδον. ἐπεὶ δὲ ὁ κακοδαίμων ἐπὶ τὰς τῆς Ἀκαδημείας θύρας ἐκώμασεν, ὥσπερ ἐπὶ πάντας εἰώθει, ἀνδραποδισαμένη αὐτὸν καὶ ἀπὸ τῶν χειρῶν τῆς Μέθης ἁρπάσασα μετὰ βίας καὶ πρὸς αὑτὴν ἀγαγοῦσα ὑδροποτεῖν τε κατηνάγκασεν καὶ νήφειν μετεδίδαξεν καὶ τοὺς στεφάνους περιέσπασεν καὶ δέον πίνειν κατακείμενον, ῥημάτια σκολιὰ καὶ δύστηνα καὶ πολλῆς φροντίδος ἀνάμεστα ἐπαίδευσεν· ὥστε ἀντὶ τοῦ τέως ἐπανθοῦντος αὐτῷ ἐρυθήματος ὠχρὸς ὁ ἄθλιος καὶ ῥικνὸς τὸ σῶμα γεγένηται, καὶ τὰς ᾠδὰς ἁπάσας ἀπομαθὼν ἄσιτος ἐνίοτε καὶ διψαλέος εἰς μέσην ἑσπέραν κάθηται ληρῶν ὁποῖα πολλὰ ἡ Ἀκαδήμεια ἐγὼ ληρεῖν διδάσκω. τὸ δὲ μέγιστον, ὅτι καὶ λοιδορεῖται τῇ Μέθῃ πρὸς ἐμοῦ ἐπαρθεὶς καὶ μυρία κακὰ διέξεισι περὶ αὐτῆς.
Εἴρηται σχεδὸν τὰ ὑπὲρ τῆς Μέθης. ἤδη καὶ ὑπὲρ ἐμαυτῆς ἐρῶ, καὶ τὸ ἀπὸ τούτου ἐμοὶ ῥευσάτω.
ΔΙΚΗ
Τί ἄρα πρὸς ταῦτα ἐρεῖ; πλὴν ἀλλ᾽ ἔγχει τὸ ἴσον ἐν τῷ μέρει.
ΑΚΑΔΗΜΕΙΑ
[17] Οὑτωσὶ μὲν ἀκοῦσαι πάνυ εὔλογα, ὦ ἄνδρες δικασταί, ἡ συνήγορος εἴρηκεν ὑπὲρ τῆς Μέθης, ἢν δὲ κἀμοῦ μετ᾽ εὐνοίας ἀκούσητε, εἴσεσθε ὡς οὐδὲν αὐτὴν ἠδίκηκα.
Τὸν γὰρ Πολέμωνα τοῦτον, ὅν φησιν ἑαυτῆς οἰκέτην εἶναι, πεφυκότα οὐ φαύλως οὐδὲ κατὰ τὴν Μέθην, ἀλλ᾽ οἰκεῖον ἐμοὶ τὴν φύσιν, προαρπάσασα νέον ἔτι καὶ ἁπαλὸν ὄντα συναγωνιζομένης τῆς Ἡδονῆς, ἥπερ αὐτῇ τὰ πολλὰ ὑπουργεῖ, διέφθειρε τὸν ἄθλιον τοῖς κώμοις καὶ ταῖς ἑταίραις παρασχοῦσα ἔκδοτον, ὡς μηδὲ μικρὸν αὐτῷ τῆς αἰδοῦς ὑπολείπεσθαι. καὶ ἅ γε ὑπὲρ ἑαυτῆς λέγεσθαι μικρὸν ἔμπροσθεν ᾤετο, ταῦτα ὑπὲρ ἐμοῦ μᾶλλον εἰρῆσθαι νομίσατε· περιῄει γὰρ ἕωθεν ὁ ἄθλιος ἐστεφανωμένος, κραιπαλῶν, διὰ τῆς ἀγορᾶς μέσης καταυλούμενος, οὐδέποτε νήφων, κωμάζων ἐπὶ πάντας, ὕβρις τῶν προγόνων καὶ τῆς πόλεως ὅλης καὶ γέλως τοῖς ξένοις.
Ἐπεὶ μέντοι γε παρ᾽ ἐμὲ ἧκεν, ἐγὼ μὲν ἔτυχον, ὥσπερ εἴωθα ποιεῖν, ἀναπεπταμένων τῶν θυρῶν πρὸς τοὺς παρόντας τῶν ἑταίρων λόγους τινὰς περὶ ἀρετῆς καὶ σωφροσύνης διεξιοῦσα· ὁ δὲ μετὰ τοῦ αὐλοῦ καὶ τῶν στεφάνων ἐπιστὰς τὰ μὲν πρῶτα ἐβόα καὶ συγχεῖν ἡμῶν ἐπειρᾶτο τὴν συνουσίαν ἐπιταράξας τῇ βοῇ· ἐπεὶ δὲ οὐδὲν ἡμεῖς ἐπεφροντίκειμεν αὐτοῦ, κατ᾽ ὀλίγον —οὐ γὰρ τέλεον ἦν διάβροχος τῇ Μέθῃ— ἀνένηφε πρὸς τοὺς λόγους καὶ ἀφῃρεῖτο τοὺς στεφάνους καὶ τὴν αὐλητρίδα κατεσιώπα καὶ ἐπὶ τῇ πορφυρίδι ᾐσχύνετο, καὶ ὥσπερ ἐξ ὕπνου βαθέος ἀνεγρόμενος ἑαυτόν τε ἑώρα ὅπως διέκειτο καὶ τοῦ πάλαι βίου κατεγίγνωσκεν. καὶ τὸ μὲν ἐρύθημα τὸ ἐκ τῆς Μέθης ἀπήνθει καὶ ἠφανίζετο, ἠρυθρία δὲ κατ᾽ αἰδῶ τῶν δρωμένων· καὶ τέλος ἀποδρὰς ὥσπερ εἶχεν ηὐτομόλησεν παρ᾽ ἐμέ, οὔτε ἐπικαλεσαμένης οὔτε βιασαμένης, ὡς αὕτη φησίν, ἐμοῦ, ἀλλ᾽ ἑκὼν αὐτὸς ἀμείνω ταῦτα εἶναι ὑπολαμβάνων.
Καί μοι ἤδη κάλει αὐτόν, ὅπως καταμάθητε ὃν τρόπον διάκειται πρὸς ἐμοῦ. — τοῦτον, ὦ ἄνδρες δικασταί, παραλαβοῦσα γελοίως ἔχοντα, μήτε φωνὴν ἀφιέναι μήτε ἑστάναι ὑπὸ τοῦ ἀκράτου δυνάμενον, ὑπέστρεψα καὶ ἀνένηψα καὶ ἀντὶ ἀνδραπόδου κόσμιον ἄνδρα καὶ σώφρονα καὶ πολλοῦ ἄξιον τοῖς Ἕλλησιν ἀπέδειξα· καί μοι αὐτός τε χάριν οἶδεν ἐπὶ τούτοις καὶ οἱ προσήκοντες ὑπὲρ αὐτοῦ.
Εἴρηκα· ὑμεῖς δὲ ἤδη σκοπεῖτε ποτέρᾳ ἡμῶν ἄμεινον ἦν αὐτῷ συνεῖναι
ΔΙΚΗ
[18] Ἄγε δή, μὴ μέλλετε, ψηφοφορήσατε, ἀνάστητε· καὶ ἄλλοις χρὴ δικάζειν.
ΕΡΜΗΣ
Πάσαις ἡ Ἀκαδήμεια κρατεῖ πλὴν μιᾶς.
ΔΙΚΗ
Παράδοξον οὐδέν, εἶναί τινα καὶ τῇ Μέθῃ τιθέμενον
.
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου