.
.
22-LITTERATURE - ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ-
ΚΕΙΜΕΝΑ- TEXTS-Χ.Ν.ΚΟΥΒΕΛΗΣ-C.N.COUVELIS
.
ΜΕΡΟΣ 22
PART 22
.
.
.
Τέλεια Σκηνοθεσία
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Μαϊάμι,ζεστη τροπικη μέρα,η Κάρλα,μια πορτορικανη καλονη,κολυμπούσε στη πισινα,
φορούσε λευκό κουστούμι,με ανοικτό μπλε πουκάμισο,
το υπερπολυτελές 20οροφο ξενοδοχείο ορθωνε πίσω του τον Αρτ Ντεκό όγκο του,
κοκτέιλ Vodka Martini,
δεν είχε αγωνία,όλα τα είχε σχεδιάσει,το άλλοθι,
τους είπε να μην του τηλεφωνήσουν,
ούτε θα μάθαινε από εφημερίδες η' τηλεοπτικά μέσα,
γνώριζε το παραμικρό πως θα συμβεί,
όπως και το παραμικρό θα κατέστρεφε τα πάντα,
η Κάρλα βγήκε από την πισινα,του έστειλε φιλί,γυναίκα θεά,κάθησε στη ξαπλώστρα,την παρακολουθούσε,έβαλε αντηλιακό και ξάπλωσε στον ήλιο,
τίποτα δεν γνώριζε γι'αυτον,ούτε υποψιάζονταν,ζούσε τη στιγμή,ευτυχισμένη,
όταν εμφανίστηκε ο άλλος,ένας ψηλός ξερακιανός,με μαύρο κουστούμι και κόκκινη γραβάτα
και πλησιάζοντας τον πυροβόλησε στη καρδιά,ξαφνιασμένη αναπήδησε από την καρέκλα
κι έτρεξε κοντά του τρομαγμενη,ήταν αργά,είχε ξεψυχήσει,
ο δολοφόνος ξέφυγε,και παρόλο το ανθρωποκυνηγητό δεν κατωρθωσαν να τον συλλάβουν,
την άλλη μέρα οι εφημερίδες έγραψαν πως οι απανωτες δολοφονίες σημαινοντων προσωπων στη
Νέα Υόρκη ήταν δικό του σχέδιο,
όλα τα είχε σκηνοθετήσει στην εντέλεια ακόμα και τη δική του δολοφονια
.
.
.
Der Froschkönig oder der eiserne Heinrich
(ο βάτραχος βασιλιάς η' ο σίδεροζωσμενος Χάινριχ)
Ein Märchen der Brüder Grimm
(ένα παραμύθι των Αδελφών Γκριμ)
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
στα παλιά χρόνια,όπου οι ευχές ακόμα βοηθούσαν,ζούσε ένας βασιλιας,που οι κόρες του ήταν όλες όμορφες,αλλά η πιο νέα ήταν τόσο όμορφη,ωστε ο ήλιος ο ίδιος,που τόσο πολλά είχε δει,την θαύμαζε,κάθε φορα που στο πρόσωπο την έβλεπε,
κοντά στον πύργο του βασιλιά βρίσκονταν ένα μεγαλο πυκνό δάσος,και μέσα στο δάσος κάτω από μια γέρικη φλαμουριά ήταν ένα πηγαδι,
όταν λοιπόν πολύ ζεστη η μέρα ήταν,πήγαινε η βασιλοπούλα μέσα στο δάσος και καθονταν στην άκρη της δροσερής πηγης-κι όταν έπληττε,τότε έπαιρνε μια χρυσή μπάλα,την ερριχνε ψηλά και την έπιανε πάλι,κι αυτό ήταν το πιο αγαπημένο της παιχνίδι,
όμως συνέβηκε κάποτε,και το χρυσό τόπι της βασιλοπούλας δεν έπεσε στα χερια της,που ψηλά είχε σηκώσει,αλλά στο χώμα χτύπησε και ίσια μέσα στο νερό κυλλησε,
η βασιλοπούλα το ακολούθησε με τα μάτια της,αλλά η μπάλα εξαφανιστηκε,και το πηγάδι ήταν βαθύ,τόσο βαθύ,ώστε κανένα πάτο δεν έβλεπε,
τότε άρχισε να κλαίει κι όλο έκλαιγε δυνατωτερα και δεν μπορούσε να
παρηγορηθει,κι όπως έτσι έκλαιγε,κάποιος της φώναξε,
τι εχεις, βασιλοπούλα,και δυνατά φωνάζεις,που και μια πέτρα θα μπορούσε να συμπονεσει;
αυτή κοίταξε γύρω,από πού η φωνή να ερχονταν,τότε αντίκρυσε ένα βάτραχο,που ένα χοντρό,άσχημο κεφάλι έξω από το νερό εβγαζε,
αχ,εσύ είσαι,νεροτσαλαβουτηχτη,είπε αυτή,κλαίω για τη χρυσή μου μπάλα,που μέσα στο πηγάδι μου επεσε,
ησύχασε και μην κλαίς, απάντησε ο βάτραχος,
εγώ μπορώ καλά να σε βοηθήσω,αλλά τι θα μου δώσεις,αν το παιχνιδι σου πίσω
ανεβάσω;
ότι αν θέλεις να έχεις,καλέ μου βατραχε,είπε αυτή,τα φορεματα μου,τα μαργαριτάρια μου τα πολυτιμα πετραδια,ακόμα τη χρυση κορώνα που φορώ,
ο βάτραχος απάντησε,τα φορέματα σου,τα μαργαριτάρια σου και τα πολύτιμα πετράδια και τη χρυσή σου κορώνα,αυτά εμένα δεν μ'αρεσουν,
αλλά θέλω εμένα να μ'αγαπας,και σύντροφος και παρέα στα παιχνίδια σου να'μαι,πάνω στο τραπεζάκι σου δίπλα να κάθομαι,απ'το χρυσό σου πιατακι να τρώω,απ'το κυπελλακια σου να πινω,στο κρεβατάκι σου να κοιμάμαι,
αν σε μένα αυτό υποσχεθείς,τότε θα βουτηξω και τη χρυσή μπάλα πάλι θα σ'ανεβασω,
αχ συμφωνοι,είπε αυτή,σου υπόσχομαι,ότι θελεις,αν μου ξαναφέρεις τη χρυσή μπάλα,
αλλά σκέφτηκε,τι ο ανόητος βάτραχος βλακειες λέει!
αυτός κάθεται στο νερό με τους ομοίους του και κουακ και δεν μπορεί σε κανενα ανθρωπο σύντροφος να'ναι,
ο βάτραχος,όταν η υπόσχεση του έγινε,βουτησε το κεφάλι,βυθίστηκε και μετά από λιγάκι ξαναβγήκε,είχε τη μπάλα στο στόμα και την ερριξε στο χορτάρι,
η βασιλοπούλα ήταν γεμάτη χαρά,οταν τ'ομορφο της παιχνιδι
ξαναειδε,το σήκωσε ψηλά και τρέχοντας εφυγε
περίμενε,περίμενε,φωναξε ο βάτραχος,πάρε και μένα μαζί σου,.δεν μπορώ τόσο γρήγορα να τρέξω όπως εσυ,
αλλά τι να βοηθησει,που το κουακ του,κουακ τόσο δυνατά πίσω της φώναζε,
αυτή βιάστηκε να παει σπιτι κι είχε αμέσως τον φτωχό βάτραχο ξεχάσει,που πάλι στο πηγάδι του έπρεπε να επιστρέψει,
την άλλη μέρα,όταν με τον βασιλιά κι όλους τους αυλικούς στο τραπέζι είχε καθίσει και απ'το χρυσό της πιατακι έτρωγε,τότε ακουστηκε,πλιτς πλατς,πλιτς πλατς,κάτι στη μαρμάρινη σκάλα να σέρνεται και ν'ανεβαίνει ,κι όταν αυτό πάνω ήταν φτασμένο,χτύπησε την πόρτα και φώναξε,
βασιλοπούλα,η πιο μικρή,ανοιξε μου,
αυτή ετρεξε κι ήθελε να δει,ποιος εξω να ήταν,όταν όμως άνοιξε,τότε είδε τον βάτραχο μπροστά της,
αμέσως έκλεισε τη πόρτα γρηγορα,κάθισε πάλι στο τραπεζι,κι ήταν όλο φόβο,ο βασιλιάς ένιωσε,ότι η καρδιά της δυνατά χτυπούσε,και μίλησε,
παιδί μου,γιατί φοβάσαι,μήπως κανένας γίγαντας στέκεται μπροστά στη πόρτα κι εσένα θέλει ν'αρπαξει;
-αχ,όχι,απάντησε αυτή,δεν είναι κανένας γίγαντας,αλλά ένας άσχημος βάτραχος,
τι θέλει ο βάτραχος από σένα;
αχ,πατέρα μου αγαπημένε,όταν χτες στο δάσος κοντά στο πηγάδι κάθισα,κι έπαιζα,τότε έπεσε η χρυσή μου μπάλα μέσα στο νερό,
κι επειδή γι'αυτό εκλαιγα,ο βατραχος την έφερε πάλι πάνω,κι επειδή αυτός πολύ επεμενε,τότε του υποσχέθηκα,
πως θα μου γινονταν συντροφος,
δεν σκέφτηκα όμως ποτέ,ότι έξω απ'το νερό του θα μπορούσε,τώρα είναι εξω και θέλει σε μένα μέσα να'ρθει,
κι εκείνη τη στιγμή χτύπησε για δεύτερη φορά και φώναξε,
βασιλοπούλα,η πιο μικρή,άνοιξε μου,
δεν θυμάσαι,τι χτες μου είπες
κοντά στη δροσερή νεροπηγη;
βασιλοπούλα,η πιο μικρη,άνοιξε μου,
τότε είπε ο βασιλιάς,
ότι έχεις υποσχεθεί,αυτό πρέπει επίσης να το κρατήσεις,πήγαινε λοιπόν κι άνοιξε του,
αυτή πήγε κι άνοιξε τη πόρτα,τότε πήδηξε ο βάτραχος μέσα,και την πήρε από πίσω,μέχρι το κάθισμα της
εκεί κάθισε και φώναξε,
σήκωσε με πάνω σου,
αυτή δίσταξε,μέχρι που τελικά ο βασιλιάς την διεταξε,
όταν ο βάτραχος πρώτα πάνω στο κάθισμα ήταν,θέλησε πάνω στο τραπέζι κι όταν εκει κάθισε,μίλησε,
τώρα σπρώξε σε μένα πιο κοντα το χρυσό σου πιατακι,για να φάμε μαζί,
το έκανε,αλλά κάποιος έβλεπε καλα,ότι δεν το έκανε ευχαριστα,ο βάτραχος εφαγε με πολύ όρεξη,αλλά σ'αυτη σχεδον καθεμια
μπουκιά εμενε στο λαιμο,
στο τέλος αυτός μίλησε,
έχω χορτάσει κι είμαι κουρασμένος,τώρα πήγαινε με στη καμαρούλα και τα μεταξωτά σεντόνια στρώσε στο κρεβάτι,εκει θα πέσουμε να κοιμηθουμε,
η βασιλοπούλα άρχισε να κλαιει,
και φοβήθηκε τον κρύο βάτραχο,ούτε να τον αγγίξει δεν τολμούσε,και μάλιστα τώρα στο ωραίο,καθαρό κρεβατάκι της να πρέπει να κοιμηθει,
αλλά ο βασιλιάς θύμωσε και μίλησε,
όποιος σ'εχει βοηθήσει,όταν σε ανάγκη ήσουν,δεν πρέπει ύστερα να τον περιφρονας,
τότε τον άρπαξε αυτή με δύο δάχτυλα,τον σήκωσε και τον έβαλε σε μια γωνια,όταν όμως αυτή ξάπλωσε στο κρεβάτι,αυτό σύρθηκε κοντά και μίλησε,
είμαι κουρασμένος,θέλω να κοιμηθώ τόσο καλά όπως και συ,σήκωσε με από δω,αλλιώς θα το πω στον πατερα σου,
τότε αυτή οργίστηκε,τον αρπαξε και τον πέταξε μ'ολη τη δύναμη πάνω στον τοιχο,
τώρα θα ησυχάσεις,κακάσχημε βατραχε,
όταν όμως αυτός κάτω έπεσε,δεν ήταν πια βατραχος,αλλα μόνο ένα βασιλόπουλο με όμορφα και ευγενικά μάτια,
που τώρα ήταν με του πατέρα της την επιθυμία ο αγαπημένος της σύντροφος και άντρας,
τότε της διηγήθηκε,πως από μια κακια μάγισσα ήταν μαγεμένος,και κανένας δεν θα μπορούσε έξω απ'το πηγάδι να τον απολυτρωσει παρά.μοναχα αυτή,κι αύριο θα ήθελε μαζί να πάνε στο βασίλειο του,
κατόπιν κοιμήθηκαν,και τ'αλλο πρωί,όταν ο ήλιος ανετειλε,ήρθε μια άμαξα να ταξιδέψουν,με οκτώ άσπρα άλογα ζευγμενη,που είχαν άσπρα φτερά στρουθοκαμηλου στο κεφάλι και χαλινάρια με χρυσές αλυσίδες,και πίσω στέκονταν ο υπηρέτης του νεαρού βασιλιά,που ήταν ο πιστός Χάινριχ,
ο πιστός Χάινριχ είχε τόσο στενοχωρηθεί,όταν ο κύριος του ήταν μεταμορφωμενος σ'εναν βάτραχο,που με τρεις σιδερένιες ζώνες είχε ζωσει γύρω τη καρδιά του,για να μην σπάσει απ'τον πόνο και τη λύπη,
αλλά η άμαξα έπρεπε τον νεαρό βασιλιά στο βασίλειο του να φέρει,ο πιστός Χάινριχ βοήθησε και τους δύο να μπουν μέσα,αυτός ξανακαθησε πίσω κι ήταν γεμάτος χαρά για την απολύτρωση,
κι όταν προχώρησαν στο δρόμο ,άκουσε το βασιλόπουλο, πίσω του θόρυβο,σαν κάτι να εσπασε,τότε γύρισε και φώναξε,
Χαινριχ,η άμαξα σπάζει
όχι,κύριε,δεν σπαζει η άμαξα,
είναι η ζώνη απ'την καρδιά μου,
που'ναι εκεί για το μεγάλο πόνο,
όταν στο πηγάδι καθοσουνα
όταν ένας βάτραχος ησουνα,
ακόμα μια φορά κι ακόμα μια φορά ακούστηκε ο θόρυβος στο δρόμο,και το βασιλόπουλο νόμιζε πάντα,,η άμαξα πως έσπαζε,αλλ'όμως ήταν οι ζώνες,που απ'τη καρδιά του πιστού Χάινριχ τινάζονταν,γιατι ο κύριος του απολυτρωθηκε κι ευτυχισμένος ηταν
.
.
Der Froschkönig oder der eiserne Heinrich
Ein Märchen der Brüder Grimm
In den alten Zeiten, wo das Wünschen noch geholfen hat, lebte ein König, dessen Töchter waren alle schön; aber die jüngste war so schön, daß die Sonne selber, die doch so vieles gesehen hat, sich verwunderte, sooft sie ihr ins Gesicht schien. Nahe bei dem Schlosse des Königs lag ein großer dunkler Wald, und in dem Walde unter einer alten Linde war ein Brunnen; wenn nun der Tag recht heiß war, so ging das Königskind hinaus in den Wald und setzte sich an den Rand des kühlen Brunnens - und wenn sie Langeweile hatte, so nahm sie eine goldene Kugel, warf sie in die Höhe und fing sie wieder; und das war ihr liebstes Spielwerk.
Nun trug es sich einmal zu, daß die goldene Kugel der Königstochter nicht in ihr Händchen fiel, das sie in die Höhe gehalten hatte, sondern vorbei auf die Erde schlug und geradezu ins Wasser hineinrollte. Die Königstochter folgte ihr mit den Augen nach, aber die Kugel verschwand, und der Brunnen war tief, so tief, daß man keinen Grund sah. Da fing sie an zu weinen und weinte immer lauter und konnte sich gar nicht trösten. Und wie sie so klagte, rief ihr jemand zu: "Was hast du vor, Königstochter, du schreist ja, daß sich ein Stein erbarmen möchte." Sie sah sich um, woher die Stimme käme, da erblickte sie einen Frosch, der seinen dicken, häßlichen Kopf aus dem Wasser streckte. "Ach, du bist's, alter Wasserpatscher," sagte sie, "ich weine über meine goldene Kugel, die mir in den Brunnen hinabgefallen ist." - "Sei still und weine nicht," antwortete der Frosch, "ich kann wohl Rat schaffen, aber was gibst du mir, wenn ich dein Spielwerk wieder heraufhole?" - "Was du haben willst, lieber Frosch," sagte sie; "meine Kleider, meine Perlen und Edelsteine, auch noch die goldene Krone, die ich trage." Der Frosch antwortete: "Deine Kleider, deine Perlen und Edelsteine und deine goldene Krone, die mag ich nicht: aber wenn du mich liebhaben willst, und ich soll dein Geselle und Spielkamerad sein, an deinem Tischlein neben dir sitzen, von deinem goldenen Tellerlein essen, aus deinem Becherlein trinken, in deinem Bettlein schlafen: wenn du mir das versprichst, so will ich hinuntersteigen und dir die goldene Kugel wieder heraufholen." - "Ach ja," sagte sie, "ich verspreche dir alles, was du willst, wenn du mir nur die Kugel wieder bringst." Sie dachte aber: Was der einfältige Frosch schwätzt! Der sitzt im Wasser bei seinesgleichen und quakt und kann keines Menschen Geselle sein.
Der Frosch, als er die Zusage erhalten hatte, tauchte seinen Kopf unter, sank hinab, und über ein Weilchen kam er wieder heraufgerudert, hatte die Kugel im Maul und warf sie ins Gras. Die Königstochter war voll Freude, als sie ihr schönes Spielwerk wieder erblickte, hob es auf und sprang damit fort. "Warte, warte," rief der Frosch, "nimm mich mit, ich kann nicht so laufen wie du!" Aber was half es ihm, daß er ihr sein Quak, Quak so laut nachschrie, als er konnte! Sie hörte nicht darauf, eilte nach Hause und hatte bald den armen Frosch vergessen, der wieder in seinen Brunnen hinabsteigen mußte.
Am andern Tage, als sie mit dem König und allen Hofleuten sich zur Tafel gesetzt hatte und von ihrem goldenen Tellerlein aß, da kam, plitsch platsch, plitsch platsch, etwas die Marmortreppe heraufgekrochen, und als es oben angelangt war, klopfte es an die Tür und rief: "Königstochter, jüngste, mach mir auf!" Sie lief und wollte sehen, wer draußen wäre, als sie aber aufmachte, so saß der Frosch davor. Da warf sie die Tür hastig zu, setzte sich wieder an den Tisch, und es war ihr ganz angst. Der König sah wohl, daß ihr das Herz gewaltig klopfte, und sprach: "Mein Kind, was fürchtest du dich, steht etwa ein Riese vor der Tür und will dich holen?" - "Ach nein," antwortete sie, "es ist kein Riese, sondern ein garstiger Frosch." - "Was will der Frosch von dir?" - "Ach, lieber Vater, als ich gestern im Wald bei dem Brunnen saß und spielte, da fiel meine goldene Kugel ins Wasser. Und weil ich so weinte, hat sie der Frosch wieder heraufgeholt, und weil er es durchaus verlangte, so versprach ich ihm, er sollte mein Geselle werden; ich dachte aber nimmermehr, daß er aus seinem Wasser herauskönnte. Nun ist er draußen und will zu mir herein." Und schon klopfte es zum zweitenmal und rief:
"Königstochter, jüngste,
Mach mir auf,
Weißt du nicht, was gestern
Du zu mir gesagt
Bei dem kühlen Wasserbrunnen?
Königstochter, jüngste,
Mach mir auf!"
Da sagte der König: "Was du versprochen hast, das mußt du auch halten; geh nur und mach ihm auf." Sie ging und öffnete die Türe, da hüpfte der Frosch herein, ihr immer auf dem Fuße nach, bis zu ihrem Stuhl. Da saß er und rief: "Heb mich herauf zu dir." Sie zauderte, bis es endlich der König befahl. Als der Frosch erst auf dem Stuhl war, wollte er auf den Tisch, und als er da saß, sprach er: "Nun schieb mir dein goldenes Tellerlein näher, damit wir zusammen essen." Das tat sie zwar, aber man sah wohl, daß sie's nicht gerne tat. Der Frosch ließ sich's gut schmecken, aber ihr blieb fast jedes Bißlein im Halse. Endlich sprach er: "Ich habe mich sattgegessen und bin müde; nun trag mich in dein Kämmerlein und mach dein seiden Bettlein zurecht, da wollen wir uns schlafen legen." Die Königstochter fing an zu weinen und fürchtete sich vor dem kalten Frosch, den sie nicht anzurühren getraute und der nun in ihrem schönen, reinen Bettlein schlafen sollte. Der König aber ward zornig und sprach: "Wer dir geholfen hat, als du in der Not warst, den sollst du hernach nicht verachten." Da packte sie ihn mit zwei Fingern, trug ihn hinauf und setzte ihn in eine Ecke. Als sie aber im Bett lag, kam er gekrochen und sprach: "Ich bin müde, ich will schlafen so gut wie du: heb mich herauf, oder ich sag's deinem Vater." Da ward sie erst bitterböse, holte ihn herauf und warf ihn aus allen Kräften wider die Wand: "Nun wirst du Ruhe haben, du garstiger Frosch."
Als er aber herabfiel, war er kein Frosch, sondern ein Königssohn mit schönen und freundlichen Augen. Der war nun nach ihres Vaters Willen ihr lieber Geselle und Gemahl. Da erzählte er ihr, er wäre von einer bösen Hexe verwünscht worden, und niemand hätte ihn aus dem Brunnen erlösen können als sie allein, und morgen wollten sie zusammen in sein Reich gehen. Dann schliefen sie ein, und am andern Morgen, als die Sonne sie aufweckte, kam ein Wagen herangefahren, mit acht weißen Pferden bespannt, die hatten weiße Straußfedern auf dem Kopf und gingen in goldenen Ketten, und hinten stand der Diener des jungen Königs, das war der treue Heinrich. Der treue Heinrich hatte sich so betrübt, als sein Herr war in einen Frosch verwandelt worden, daß er drei eiserne Bande hatte um sein Herz legen lassen, damit es ihm nicht vor Weh und Traurigkeit zerspränge. Der Wagen aber sollte den jungen König in sein Reich abholen; der treue Heinrich hob beide hinein, stellte sich wieder hinten auf und war voller Freude über die Erlösung.
Und als sie ein Stück Wegs gefahren waren, hörte der Königssohn, daß es hinter ihm krachte, als wäre etwas zerbrochen. Da drehte er sich um und rief:
"Heinrich, der Wagen bricht!"
"Nein, Herr, der Wagen nicht,
Es ist ein Band von meinem Herzen,
Das da lag in großen Schmerzen,
Als Ihr in dem Brunnen saßt,
Als Ihr eine Fretsche (Frosch) wast (wart)."
Noch einmal und noch einmal krachte es auf dem Weg, und der Königssohn meinte immer, der Wagen bräche, und es waren doch nur die Bande, die vom Herzen des treuen Heinrich absprangen, weil sein Herr erlöst und glücklich war.
.
.
.
Ο επιτηρητής του Jeremy Bentham Panopticon
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Περὶ Πανόπτου
Τοῦτον πάντα βουλόμενον ἀκούειν καὶ ὁρᾶν ἐν παντὶ τῷ σώματι ὀφθαλμοὺς ἔχειν ἐπλάσαντο.
ὅθεν ἔτι καὶ νῦν τοὺς τοιούτους πανόπτας καλοῦμεν.
(Ηρακλείτου μυθογραφου)
Ἀλλ’ ἔστι δίκης ὀφθαλμὸς ὃς τὰ πανθ’ ὁρᾷ
(Μένανδρος,4ος άι.πΧ)
το κτίριο-κρατησης-επιτηρησης
του Jeremy Bentham Panopticon,ήταν 4οροφο κυκλικο κτίριο,ο κάθε όροφος αποτελούνταν από
50 διαμερίσματα-κελια,συνολικά 559,διαστάσεων 4μ όψη χ 6μ βάθος 3μ ύψος,τα οποία δεν επικοινωνούν μεταξύ τους,
στην εσωτερική πλευρά προς τον αυλή ανοικτά με γυάλινη διάφανη πόρτα,στο βάθος παράθυρο,
τη μέρα κάθε κελί φωτίζεται από το φως της μερα,τη νύχτα ανάβει ηλεκτρικός φωτισμός,στην εξωτερική πλευρά τέσσερις κυκλικοί διάδρομοι ανά όροφο,και 4 ασανσέρ ανά 50 μ μέτρα,
στο κέντρο της αυλής υψωνεται
το παρατηρητήριο,ένας κυλινδρικός 4οροφος πυργος,με εσωτερικό ασανσέρ στον άξονα
του,κάθε όροφος είναι ενιαίος χώρος,με εξωτερικό γυαλί αδιαφανο από γυαλί από τα κελια ,
εκεί στα κελιά κράτησης-επιτηρησης βρίσκονται απομωνομενοι οι κρατούμενοι,
και στον πύργο οι παρατηρητές,από πού μπορούν τα παρατηρούν τα πάντα,
η παρατήρηση των κρατουμένων είναι 24ωρη,και οι κρατούμενοι αισθανονται ότι οποιανδήποτε στιγμή μπορει να επιτηρούνται αλλά δεν το γνωρίζουν πότε,όλοι τους είναι ορατοί από τον πύργο,αλλά αυτοί τίποτα δεν βλέπουν εκεί,
κανέναν παρατηρητή,
όταν τον διόρισαν για φύλακα παρατήρησης ήταν ο μοναδικός στον πύργο,οι κρατούμενοι αυτό δεν
το ήξεραν,νομίζουν,του είπαν,πως ο αριθμός των παρατηρητών είναι επαρκής γι'αυτους,ένας παρατηρητής για τον καθε επιτηρουμενο, όταν θα κοιμόνταν,τι θα γίνονταν;ρώτησε,δεν έχει σημασία,του απάντησαν,έτσι κι αλλιώς οι άλλοι το αγνοούν,νομίζουν ότι η επιτηρηση δεν έχει κενά,είναι συνεχής,
ρώτησε,πόσοι κρατούμενοι υπαρχουν τωρα,του απάντησαν,πως αυτό δεν τον ενδιαφέρει,το καθήκον του ήταν να καταγράφει τι έβλεπε,και να το αναφέρει,
στην αρχή μέτρησε,δεν έκανε λάθος,ήταν ακριβώς 60 κρατουμενοι,στο ισόγειο 5,α' όροφος 10,β'οροφος 15,3ος οροφος 10,4ος όροφος 20,
μετά από μια εβδομάδα αυξήθηκαν σε 70,στο δεύτερο προστέθηκαν 3 και στον 4ο 7,
μετά από πέντε μέρες ελλατωθηκαν,43,
συμπαιρανε πως κάποιοι θα έκτισαν την ποινή τους και θα απολυθηκαν,άλλοι θα πήγαν στο νοσοκομείο,άλλοι θα πεθαναν,κι άλλοι θα εκτελεστηκαν,
σ'αυτον όταν έδινε τις γραπτές αναφορές του δεν του έδιναν πληροφορίες,τι ακριβώς συνέβαινε,και
το θεώρησε φρόνιμο να μην ρωτά,έπειτα δεν τον ενδιέφερε,ήθελε να εκτελεί ψυχρά τη δουλειά του,
να μην εμπλέκεται συναισθηματικά με τους κρατούμενους,έπειτα ότι κατέγραφε,μάλλον τα θεωρούσε ασήμαντα,τι ώρα σηκώνονταν,πόση ώρα περπατούσαν στο δωμάτιο,τι ώρα έτρωγαν,αν ξαπλωναν το μεσημέρι,αν διάβαζαν,με το κυαλι,διάβαζε τον τίτλο του βιβλίου,περιεργαζονταν τα χαρακτηριστικά τους,κάποιοι από τις κινήσεις των χειλιών τους μονολογουσαν,άλλοι είχαν κλειστό το στόμα,άλλοι συχνά ξέσπαζαν σε γέλιο,κάποιος χτύπησε το κεφάλι του στο τοίχο,είδε τα αίματα,ειδοποίησε,είδε
δύο νοσοκόμους να μπαίνουν στο κελί,εκείνος τους επετεθηκε,τον ερριξαν κάτω και κατάφεραν να τον ακινητοποιδουν,
ένα άλλο βράδυ παρακολουθούσε ένα κρατούμενο,στο 17ο κελί του β' οροφου,ένα αδύνατο άνθρωπο,κάθονταν στην άκρη του κρεβατιού,ακινητος ώρα πολύ,δεν βασταξε και τα μάτια του έκλεισαν,
μέσα στη νύχτα ξύπνησε,είδε με τρόμο απέναντι τον κρατούμενο κρεμασμένο με το σεντόνι,χτύπησε το κουδούνι συναγερμού,πήγαν,δύο νοσοκόμοι,και τον ξεκρέμασαν,από το παρατηρητήριο του έβλεπε,έφυγαν,το δωμάτιο άδειο,δεν ξανακοιμήθηκε,
την άλλη μέρα ζήτησε την παρετηση του,του μίλησαν αυστηρά,δεν την δέχτηκαν,
αυτό ήταν αδύνατο,ούτε να διανοείται,
σε λίγες μέρες δεν έβλεπε κανέναν κρατούμενο σε κανένα κελι,ρώτησε και του είπαν πως
πραγματικά άδειασε η φυλακή,
χάρηκε γιατί δεν θα υπήρχε λόγος να παραμείνει επιτηρητής,
πέρασαν μέρες,δεν είχε πια κανένα ενδιαφέρον,πρώτα η απασχόληση με τους κρατούμενους του γέμιζε το χρόνο,τώρα δεν έβλεπε κανέναν,ένα κενό ,μια ερημιά,κάποιες φορές νόμιζε πως θα τρελενονταν,
κάποια μέρα του ανακοίνωσαν πως στη φυλακή θα είχαν έναν μόνο κρατούμενο κι αυτόν θα επιτηρούσε,μόνο που για λόγους ασφαλείας θα του άλλαζαν συνεχώς όροφο και κελί,το καθήκον του θα ήταν το ίδιο,η αυστηρή κι αδιάκοπη επιτήρηση αυτού του μοναδικού ανθρώπου,και η επιτήρηση αρχίζει από αυτή τη στιγμη,
ανέβαινε συνέχεια τους οροφους στο πύργο παρατήρησης,περιφέρονταν σε κάθε ένα από αυτόν και κοιτούσε τα 50 κελιά στον καθένα,
πουθενά δεν μπόρεσε να τον εντοπίσει τον φυλακισμένο,και δεν ήταν δυνατόν να καταγράψει τις κινήσεις του,οι αρχές της φυλακης άρχισαν να τον πιέζουν,ήθελαν οπωσδήποτε αναφορές,οι δικαιολογίες που επικαλούνταν τους φαίνονταν ύποπτες,πως όσο και να έψαξε,νύχτα και μέρα, δεν τον βρήκε,
του είπαν πως θα τιμωρούνταν πολύ αυστηρά,
τότε σκέφτηκε και το αποφάσισε να φανταστεί έναν κρατούμενο,και έτσι να κάνει τις καταγραφές του,
στην αρχή αυτές ήταν ολιγολογες,
σιγά σιγά όμως έγραφε όλο και περισσότερα μέχρι που έφτασε να αναφερει πολλές λεπτομέρειες,
οι ανώτεροι γι'αυτες τον έπαινεσαν,δεν φαντάζονταν,του είπαν,πόσο ενδιαφέρουσες ήταν
για την υπηρεσία τους,πόσο χρησιμες,και ανεκτίμητης αξιας
τα χρόνια πέρασαν,είχε πια γεράσει,δεν μπορουσε να κουνηθεί,τα πόδια του είχαν παραλύσει,τα μάτια του είχαν θολώσει,ήταν σχεδόν τυφλός,
κάθονταν σε μια πολυθρόνα ακίνητος στον τρίτο όροφο,του έβαλαν μια νοσοκόμα να τον φροντίζει,
επειδή δεν μπορούσε να γράφει,σε ένα μαγνητόφωνο κατέγραφε τις παρατηρήσεις του για τον κρατούμενο,η φωνή του είχε μια δραματικότητα,πολλές φορές ήταν σαν παραληρημα,δύσκολα να καταλάβουν τι έλεγε,
στη τελευταία του ηχογράφηση φώναξε πως ήταν τελείως τυφλός και κουφός,
παρόλαυτα τους περιεγραφε τον επιτηρουμενο,λεπτομερεστατα,τι χρώμα έχουν τα κουμπιά από τα σακάκι του,πόσες τρίχες έχει το μουστάκι και το μούσι του,πόσες φορές αναπνέει το δευτερολεπτο,ακόμα και τα όνειρα που βλέπει,και πως τον είδε,γέλασε σαρκαστικά,να βγαζει ένα πιστόλι να τον σημαδευει και να τον πυροβολει,
ορίστε,τους είπε,κι άνοιξε το πουκάμισο του,εδώ ακριβώς στη καρδιά,να η πληγή,
οι άλλοι με τρόμο είδαν την πληγή,κάποιοι δεν τον πίστεψαν,παίζει θεατρο,μας κοροϊδεύει,πρέπει να τιμωρηθεί,είναι αχρειος,ψεύτης,το ήξερε πως κανένας δεν ήταν στη φυλακή να επιβλέπει,αυτός ήταν ο επιβλεπομενος,το πειραματόζωο μας,σηκωστε τον να τον κλείσουμε στη φυλακή,φώναξε κάποιος,στη θέση του θα βρεθεί άλλος φύλακας,η φυλακή,κύριοι,δεν θα κλείσει,είναι υψίστης σημασίας για την δικαιοσύνη μας,αλλιμονο αν υπολογίζουμε τους επικριτές κι αντηρρησιες τους συστήματος μας,η κοινωνία μας θα καταστρέφονταν,
τα πραγματα επιβαλονταν να επανερθουν όπως πριν ήταν,
ο διευθυντής διέταξε να τον σηκώσουν,και να τον κλείσουν στην φυλακή απέναντι,στο 21ο κελι του 3ου ορόφου του Jeremy Bentham Panopticon
.
.
.
Από το Μεγάλο Σάββατο
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Ὁ Οἶκος
Ὁ συνέχων τὰ πάντα ἐπὶ σταυροῦ ἀνυψώθη, καὶ θρηνεῖ πᾶσα ἡ Κτίσις,
τοῦτον βλέπουσα κρεμάμενον γυμνὸν ἐπὶ τοῦ ξύλου,
ὁ ἥλιος τὰς ἀκτῖνας ἀπέκρυψε, καὶ τὸ φέγγος οἱ ἀστέρες ἀπεβάλλοντο,
ἡ γῆ δὲ σὺν πολλῷ τῷ φόβῳ συνεκλονεῖτο, ἡ θάλασσα ἔφυγε,
καὶ αἱ πέτραι διεῤῥήγνυντο, μνημεῖα δὲ πολλὰ ἠνεῴχθησαν,
καὶ σώματα ἠγέρθησαν ἁγίων Ἀνδρῶν, ᾅδης κάτω στενάζει,
καὶ Ἰουδαῖοι σκέπτονται συκοφαντῆσαι Χριστοῦ τὴν Ἀνάστασιν,
τὰ δὲ Γύναια κράζουσι. Τοῦτο Σάββατόν ἐστι τὸ ὑπερευλογημένον,
ἐν ᾧ Χριστὸς ἀφυπνώσας, ἀναστήσεται τριήμερος
αυτός που συγκρατεί τα πάντα πάνω σε σταυρο σηκωθηκε,
και θρηνεί όλη η Κτίση,αυτόν να βλέπει
κρεμασμένον γυμνό πάνω στο ξύλο,
ο ήλιος τις ακτίνες του έκρυψε,
και το φως τους τα αστέρια έσβησαν,
η γη με πολύ φόβο συνταραχτηκε,
η θάλασσα τραβήχτηκε,και οι πέτρες έσπασαν,
ταφοι πολλοι ανοίχτηκαν
και σώματα αναστήθηκαν αγίων ανθρώπων,
ο Άδης κάτω στενάζει
και οι Ιουδαιοι σκέφτονται να συκοφαντήσουν τ
ην Ανάσταση του Χριστού,
οι γυναίκες φωνάζουν δυνατά,
αυτό το Σάββατο είναι το υπερευλογημενο,
στο οποίο ο Χριστός
αφού κοιμηθηκε,θα αναστηθει σε τρεις μέρες.
Προφητείας Ἰεζεκιὴλ τὸ
Ἀνάγνωσμα
(Κεφ. ΛΖ’, 1-14)
Ἐγένετο ἐπ’ ἐμὲ χεὶρ Κυρίου, καὶ ἐξήγαγέ με ἐν πνεύματι Κυρίου, καὶ ἔθηκέ με ἐν μέσῳ τοῦ πεδίου, καὶ τοῦτο ἦν μεστὸν ὀστέων ἀνθρωπίνων, καὶ περιήγαγέ με ἐπ’ αὐτά, κύκλωθεν κύκλῳ, καὶ ἰδοὺ πολλὰ σφόδρα, ἐπὶ προσώπου τοῦ πεδίου, καὶ ἰδοὺ ξηρὰ σφόδρα. Καὶ εἶπε πρὸς με. Υἱὲ ἀνθρώπου, εἰ ζήσεται τὰ ὀστέα ταῦτα; καὶ εἶπα. Κύριε, Κύριε, σὺ ἐπίστασαι ταῦτα. Καὶ εἶπε πρὸς με. Προφήτευσον ἐπὶ τὰ ὀστᾶ ταῦτα, καὶ ἐρεῖς αὐτοῖς. Τὰ ὀστᾶ τὰ ξηρά, ἀκούσατε λόγον Κυρίου, τάδε λέγει Κύριος τοῖς ὀστέοις τούτοις. Ἰδοὺ ἐγὼ φέρω εἰς ὑμᾶς πνεῦμα ζωῆς, καὶ δώσω εἰς ὑμᾶς νεῦρα, καὶ ἀνάξω εἰς ὑμᾶς σάρκας, καὶ ἐκτενῶ ἐφ’ ὑμᾶς δέρμα, καὶ δώσω πνεῦμά μου εἰς ὑμᾶς, καὶ ζήσεσθε, καὶ γνώσεσθε, ὅτι ἐγὼ εἰμι Κύριος. Καὶ προεφήτευσα, καθὼς ἐνετείλατό μοι Κύριος. Καὶ ἐγένετο φωνὴ ἐν τῷ ἐμὲ προφητεῦσαι, καὶ ἰδοὺ σεισμός, καὶ προσήγαγε τὰ ὀστᾶ, ἑκάτερον πρὸς τὴν ἁρμονίαν αὐτοῦ. Καὶ εἶδον, καὶ ἰδοὺ ἐπ’ αὐτὰ νεῦρα καὶ σάρκες ἐφύοντο, καὶ ἀνέβαινεν ἐπ’ αὐτὰ δέρμα ἐπάνω, καὶ πνεῦμα οὐκ ἦν ἐν αὐτοῖς. Καὶ εἶπε πρὸς με. Προφήτευσον, ἐπὶ τὸ πνεῦμα, υἱὲ ἀνθρώπου, προφήτευσον, καὶ εἰπὲ τῷ πνεύματι. Τάδε λέγει Κύριος Κύριος. Ἐκ τῶν τεσσάρων πνευμάτων ἐλθέ, καὶ ἐμφύσησον εἰς τοὺς νεκροὺς τούτους, καὶ ζησάτωσαν. Καὶ προεφήτευσα, καθ’ ὅ,τι ἐνετείλατό μοι, καὶ εἰσῆλθεν εἰς αὐτοὺς τὸ πνεῦμα, καὶ ἔζησαν, καὶ ἔστησαν ἐπὶ τῶν ποδῶν αὐτῶν, συναγωγὴ πολλὴ σφόδρα.
με άγγιξε το χέρι του Κυρίου,και
με πνεύμα Κυρίου με σήκωσε και με έβαλε στη μέση πεδιάδας,κι αυτή ήταν γεμάτη από
ανθρώπινα οστά και με περιέφερε γύρω τους και είδα πάρα πολλά πάνω στην επιφάνεια
της πεδιαδας,και ήταν ξηρά παρά πολύ,και είπε σε μένα,
υιέ του ανθρώπου,μπορούν να ζήσουν τα οστά αυτά;
και είπα,
Κύριε,Κύριε,εσύ τα καθορίζεις αυτα,
και μου είπε,
προφήτευσε στα οστά αυτά και πες σε αυτά,
οστά ξηρά,ακούστε τον λόγο του Κυρίου,αυτά εδώ λέγει Κύριος στα οστά αυτά,
να τώρα θα σας φέρω πνεύμα ζωής,και θα σας δώσω νεύρα,και θα απλώσω πάνω σας δέρμα,
και θα δώσω το πνεύμα μου σε σας,και θα ζήσετε,και θα γνωρίσετε ,ότι εγω είμαι ο Κύριος,
και προφητευσα,και με πρόσταξε ο Κύριος,
Και ενώ προφήτευα,τοτε έγινε σεισμος,και μαζεψε μαζί τα οστά,το καθένα με εκείνο που τ
ου αρμοζε,
και είδα,τώρα να,πάνω τους νεύρα και σάρκες φύτρωναν,και απλωθηκε πάνω σε αυτά δέρμα,
όμως πνεύμα ζωής δεν ήταν σε αυτά,
και είπε σε μένα,
προφήτευσε στο πνεύμα,υιέ του ανθρώπου,προφήτευσε,και πες στο πνεύμα,
αυτά εδώ λέει ο Κύριος Κύριος,
από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα έλα,και εμφύσησε στους νεκρούς αυτούς,
και τότε θα ζήσουν,
και προφητευσα,καθώς με πρόσταξε,και μπήκε μέσα σε αυτούς το πνεύμα,
και έζησαν,και στάθηκαν όρθιοι στα πόδια τους,
ένα πληθος πολύ μεγάλο ανθρώπων,
.
.
Ευαγγέλιο Όρθρου, Κατά Ματθαίο ΚΖ'(27) 62-66
Τῇ ἐπαύριον, ἥτις ἐστὶ μετὰ τὴν Παρασκευήν συνήχθησαν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι
πρὸς Πιλᾶτον λέγοντες, Κύριε, ἐμνήσθημεν ὅτι ἐκεῖνος ὁ πλάνος εἶπεν ἔτι ζῶν,
Μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἐγείρομαι. Κέλευσον οὖν ἀσφαλισθῆναι τὸν τάφον ἕως τῆς τρίτης ἡμέρας,
μήποτε ἐλθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ κλέψωσιν αὐτὸν καὶ εἴπωσιν τῷ λαῷ, ᾽Ηγέρθη ἀπὸ τῶν νεκρῶν,
καὶ ἔσται ἡ ἐσχάτη πλάνη χείρων τῆς πρώτης. Ἔφη αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος, ῎Εχετε κουστωδίαν· ὑπάγετε ἀσφαλίσασθε ὡς οἴδατε. Οἱ δὲ πορευθέντες ἠσφαλίσαντο τὸν τάφον σφραγίσαντες τὸν λίθον μετὰ
τῆς κουστωδίας
την αυριανη μέρα,που είναι μετά την Παρασκευή,μαζευτηκαν οι αρχιερείς και Φαρισαίοι
στον Πιλάτο λέγοντες,
Κύριε θυμήθηκαμε ότι εκείνος ο απατεώνας είπε όταν ακόμα ζούσε,πως μετά από τρεις μέρες
θα αναστηθω,
πρόσταξε λοιπόν να ασφαλιστεί ο τάφος,μήπως πηγαίνοντας οι μαθητές του τον κλεψουν
και πουν στον λαό,αναστήθηκε από τους νεκρούς,και είναι η εσχάτη πλάνη χειρότερη
από την πρώτη,
τότε είπε ο Πιλάτος σ'αυτους,
σας δίνω φρουρά,πήγαινε και ασφαλιστε όπως ξέρετε,
αυτοί αφού πήγαν ασφάλισαν τον τάφο σφραγιζοντας τον
με μεγαλη πέτρα με τη βοήθεια της φρουρας
.
.
.
Το Κατά Μαρκον Ευαγγελιον της Ανάστασης(16,1-8)
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
ΚΑΙ διαγενομένου τοῦ σαββάτου Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ ᾿Ιακώβου καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν. καὶ λίαν πρωῒ τῆς μιᾶς σαββάτων ἔρχονται
ἐπὶ τὸ μνημεῖον, ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου. καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς· τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον
ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου; καὶ ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος· ἦν γὰρ μέγας σφόδρα. καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολὴν λευκήν, καὶ ἐξεθαμβήθησαν. ὁ δὲ λέγει αὐταῖς· μὴ ἐκθαμβεῖσθε· ᾿Ιησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον· ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε· ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν. ἀλλ᾿ ὑπάγετε εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν. καὶ ἐξελθοῦσαι ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου· εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον· ἐφοβοῦντο γάρ.
και οταν πέρασε το σάββατο η Μαρία η Μαγδαληνή
και η Μαρία του Ιάκωβου και η Σαλώμη αγόρασαν αρώματα
για να έρθουν να τον αλείψουν,
και πολύ πρωί την επόμενη μέρα από το σαββατο έρχονται στο μνημείο,όταν ανέτειλε ο ήλιος,και έλεγαν μεταξύ τους,
ποιος θα μας κυλισει τη πέτρα από τη πόρτα του μνημείου;
και κοιτάζοντας βλέπουν ότι ειχε κυλιστει η πετρα,γιατί ήταν πάρα πολύ μεγάλη,
και μπαίνοντας μέσα στο μνημείο είδαν έναν νεαρό να κάθεται στα δεξιά,ντυμένον με
λευκό ρούχο,και ταταχτηκαν,
αυτός τότε λέει σε αυτές,μην
ταραζεστε,τον Ιησού ζητάτε τον Ναζωραίου τον σταυρωμενο,
αναστήθηκε,δεν είναι εδω,να ο τόπος όπου τον έβαλαν,αλλά
τραβάτε να πείτε στους μαθητές του και στον Πέτρο ότι
πηγαίνει πριν από σας στη Γαλιλαία,εκεί θα τον δείτε,όπως
σας είπε,
και αφού βγήκαν έξω έφυγαν από το μνημείο,
τρόμος και αναστατωση τις κατειχε
και σε κανέναν τίποτα δεν είπαν,
γιατί φοβούνταν,
.
.
.
Οι Γαμοι-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
(Ιδιότροποι Έρωτες)
Μεταλλαγη-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
συζούσαν πέντε χρόνια,χωρίς ιδιαίτερες σοβαρες κρίσεις στη σχέση τους,παρότι τη διαφορά
ηλικίας που είχαν,παιδιά,από επιλογή,δεν έκαναν,και οι δύο ήταν επιτυχημένοι στις εργασίες τους,ανεξάρτητοι,δεν προέκυψαν αντιζηλίες και ανταγωνισμοί,συχνά έκαναν ταξίδια,αγαπούσαν
και οι δύο τη μουσική,ο άντρας ιδιαίτερα τη τζαζ και η γυναίκα την κλασσική,απέφευγαν γενικά
τις υπερβολές,ο ένας άφηνε να νιώθει ο άλλος ελεύθερος,
εκείνη τη μέρα,μετα το μεσημέρι,όταν ο άντρας γύρισε από τη δουλειά,δεν βρήκε τη γυναίκα στο σπίτι,την πήρε τηλέφωνο,δεν απάντησε,
ετοίμασε κάτι πρόχειρο και έφαγε,ένιωθε κούραση και ξάπλωσε,
όταν ξύπνησε η γυναίκα κοιμόνταν δίπλα του,με γυρισμένη τη πλάτη,
θαύμασε το λαιμό της,την άγγιξε,εκείνη γύρισε προς το μέρος του,του χαμογέλασε,
τότε είδε το πρόσωπο της,ήταν το πρόσωπο μιας αλλης γυναίκας,συγκρατήθηκε,δεν την ρώτησε
τι συμβαίνει,χαμογέλασε κι εκείνος,ήταν πολύ όμορφη,την αγκάλιασε και φιληθηκαν,
η γυναίκα σηκώθηκε και πήγε στον καθρέφτη,ήταν,είδε,ψηλότερη,
πιο λεπτή,
αργότερα στο σαλόνι κάθησε στο πιάνο και έπαιξε,
Für Elise,του Μπετόβεν,
εκπληκτική δεξιοτεχνία,
οταν τελείωσε την χειροκροτησε,
-ευχαριστω,του είπε η γυναίκα,που σου άρεσε,
τώρα θα παίξω για σένα μια τζαζ εκδοχή του,
ο αυτοσχεδιασμός της ηταν μαγευτικός,
εκείνη τη μέρα φάγανε σε ένα πολυτελές εστιατόριο,
σκέφτηκε να ρωτησει το όνομα της,το απέφυγε,
το όνομα της,φυσικά,θα ήταν το ίδιο,
τη νύχτα σε ένα μπαρ,
ένιωθε ερωτευμένος μαζί της,
καταλάβαινε πως αυτή η γυναίκα ήταν μια άλλη γυναίκα,
η γυναίκα του έγινε μια άλλη γυναίκα,
πολλά τώρα θα αλλάξουν,
αλλάζουν,
ξέχασε εντελώς την γυναίκα πριν από αυτήν,
κι αυτή του συμπεριφέρονταν σαν να τον ήξερε από χρόνια,
ένιωθε ευτυχισμένος και δεν τον ένοιαζε να μάθει τι συνέβηκε,
μια μέρα την είδε σε κεντρικό δρόμο,ήταν μαζί με ένα κύριο,
δεν έδειξε να τον γνώρισε,
τους ακολούθησε,μέχρι που τους έχασε μέσα στο πλήθος,
τον ξύπνησε το τηλεφωνο,
-με πήρες τηλέφωνο;,άκουσε τη φωνή της,δεν χτύπησε,τώρα είδα την αναπαντητη,είχα μια
πολύ επειγουσα δουλεια στο γραφείο,ένας δύσκολος πελάτης,θα σου πω,σε λίγο θα γυρίσω,
σηκώθηκε,έκανε μπάνιο,ξυρίστηκε,την περίμενε
στο σαλόνι,από τη μεγάλη μπαλκονόπορτα είδε ότι είχε νυχτώσει,τα φώτα της πόλης ,δεν άναψε
το φως,
έμεινε στο μισοσκοταδο,
εκείνη γύρισε,
τον φιλισε,
-είμαι πολυ κουρασμένη,του είπε,θα πάω στο μπάνιο να χαλαρώσω,
έβγαλε τα ρούχα της,τα πέταξε κάτω στο πάτωμα,
τον κοίταξε,χαμογελουσε,
ποτέ μέσα σε αυτά τα πέντε χρόνια που συζούσαν δεν την είχε δει τόσο όμορφη,
.
.
.
Το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο της Σταύρωσης, ΚΖ'(27) 33-54
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Καὶ ἐλθόντες εἰς τόπον λεγόμενον Γολγοθᾶ, ὅ ἐστι λεγόμενος κρανίου τόπος,
ἔδωκαν αὐτῷ πιεῖν ὄξος μετὰ χολῆς μεμιγμένον· καὶ γευσάμενος οὐκ ἤθελε πιεῖν.
σταυρώσαντες δὲ αὐτὸν διεμερίσαντο τὰ ἱμάτια αὐτοῦ βαλόντες κλῆρον,
καὶ καθήμενοι ἐτήρουν αὐτὸν ἐκεῖ.
καὶ ἐπέθηκαν ἐπάνω τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ τὴν αἰτίαν αὐτοῦ γεγραμμένην· οὗτός ἐστιν ᾿Ιησοῦς ὁ βασιλεὺς τῶν ᾿Ιουδαίων.
Τότε σταυροῦνται σὺν αὐτῷ δύο λῃσταί, εἷς ἐκ δεξιῶν καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων.
Οἱ δὲ παραπορευόμενοι ἐβλασφήμουν αὐτὸν κινοῦντες τὰς κεφαλὰς αὐτῶν
καὶ λέγοντες· ὁ καταλύων τὸν ναὸν καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις οἰκοδομῶν! σῶσον σεαυτόν· εἰ υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ, κατάβηθι ἀπὸ τοῦ σταυροῦ.
ὁμοίως δὲ καὶ οἱ ἀρχιερεῖς ἐμπαίζοντες μετὰ τῶν γραμματέων καὶ πρεσβυτέρων καὶ Φαρισαίων ἔλεγον·
ἄλλους ἔσωσεν, ἑαυτὸν οὐ δύναται σῶσαι· εἰ βασιλεὺς ᾿Ισραήλ ἐστι, καταβάτω νῦν ἀπὸ τοῦ σταυροῦ καὶ πιστεύσομεν ἐπ᾿ αὐτῷ·
πέποιθεν ἐπὶ τὸν Θεόν, ρυσάσθω νῦν αὐτόν, εἰ θέλει αὐτόν· εἶπε γὰρ ὅτι Θεοῦ εἰμι υἱός.
τὸ δ᾿ αὐτὸ καὶ οἱ λῃσταὶ οἱ συσταυρωθέντες αὐτῷ ὠνείδιζον αὐτόν.
᾿Απὸ δὲ ἕκτης ὥρας σκότος ἐγένετο ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης.
περὶ δὲ τὴν ἐνάτην ὥραν ἀνεβόησεν ὁ ᾿Ιησοῦς φωνῇ μεγάλῃ λέγων· ἠλὶ ἠλί, λιμᾶ σαβαχθανί; τοῦτ᾿ ἔστι, Θεέ μου Θεέ μου, ἱνατί με ἐγκατέλιπες;
τινὲς δὲ τῶν ἐκεῖ ἑστώτων ἀκούσαντες ἔλεγον ὅτι ᾿Ηλίαν φωνεῖ οὗτος.
καὶ εὐθέως δραμὼν εἷς ἐξ αὐτῶν καὶ λαβὼν σπόγγον πλήσας τε ὄξους καὶ περιθεὶς καλάμῳ ἐπότιζεν αὐτόν.
οἱ δὲ λοιποὶ ἔλεγον· ἄφες ἴδωμεν εἰ ἔρχεται ᾿Ηλίας σώσων αὐτόν.
ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς πάλιν κράξας φωνῇ μεγάλῃ ἀφῆκε τὸ πνεῦμα.
Καὶ ἰδοὺ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ ἐσχίσθη εἰς δύο ἀπὸ ἄνωθεν ἕως κάτω, καὶ ἡ γῆ ἐσείσθη καὶ αἱ πέτραι ἐσχίσθησαν,
καὶ τὰ μνημεῖα ἀνεῴχθησαν καὶ πολλὰ σώματα τῶν κεκοιμημένων ἁγίων ἠγέρθη,
καὶ ἐξελθόντες ἐκ τῶν μνημείων, μετὰ τὴν ἔγερσιν αὐτοῦ εἰσῆλθον εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν καὶ ἐνεφανίσθησαν πολλοῖς.
῾Ο δὲ ἑκατόνταρχος καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ τηροῦντες τὸν ᾿Ιησοῦν, ἰδόντες τὸν σεισμὸν καὶ τὰ γενόμενα ἐφοβήθησαν σφόδρα λέγοντες· ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς ἦν οὗτος.
κι αφού ήρθαν στο τόπο που λέγεται Γολγοθάς,ο οποίος είναι λεγόμενος κρανίου τόπος,έδωκαν σε αυτόν να πιει ξύδι με χολή αναμιγμενο
και αφού το δοκίμασε δεν ήθελε να το πιει,
τότε αφού τον σταύρωσαν μοίρασαν τα ρούχα του βάζοντας κλήρο,και κάθησαν να τον επιτηρούν εκεί,
και τοποθέτησαν πάνω από το κεφαλι του την αιτια της σταύρωσης γραμμενη,
αυτός είναι ο Ιησούς ο βασιλιάς των Ιουδαίων,
τότε σταυρώνονται μαζί με αυτόν δύο ληστές,ο ένας από τα δεξιά κι άλλος από τα αριστερα,
αυτοί που περνούσαν κοντά τον βλαστημουσαν κουνώντας τα κεφάλια τους και έλεγαν,
εσύ που γκρεμίζεις το ναό και μέσα σε τρεις μέρες τον οικοδομεις,σώσε τον εαυτό σου,
αν Υιος είσαι του Θεού,κατεβα απο τον σταυρό,
παρόμοια και οι αρχιερείς εμπαιζοντας τον μαζί με τους γραμματείς και τους πρεσβυτερους και τους Φαρισαίους έλεγαν,.
άλλους έσωσε,τον εαυτό του δεν μπορεί να σώσει,εάν Βασιλιάς του Ισραήλ είναι,ας κατεβει τώρα
από τον σταυρό και τότε θα πιστέψουμε σε αυτόν,
αυτός έχει πίστη στο Θεό,ας τον σώσει τώρα,αν τον θέλει,γιατί είπε ότι Θεού είμαι υιός,
το ίδιο και οι ληστές αυτοι που μαζί με αυτόν ειχαν σταυρωθει
τον περιεπαιζαν,
από την έκτη ώρα σκοτάδι έγινε πάνω σε όλη τη γη μέχρι την ενατη ωρα,
τότε περί την.ενάτη ώρα φώναξε ο Ιησους με φωνή μεγάλη λέγοντας,
ηλι ηλί λιμα σαβαχθανι,δηλαδή
Θεέ μου Θεέ μου γιατί με εγκατελειψες;
τότε κάποιοι από αυτούς που στέκονταν εκεί άκουγωντας έλεγαν ότι τον Ηλία φωνάζει αυτός,
κι αμέσως τρεχοντας ένας από αυτους και παίρνοντας ένα σφουγγάρι και γεμίζοντας το με ξιδι
και το καρφωνοντας σε καλάμι του έδινε να πιει,
οι υπόλοιποι όμως έλεγαν,
αφήστε τον να δούμε αν έρθει ο Ηλίας να τον σωσει,
ο Ιησούς όμως πάλι αφού φώναξε με φωνή μεγάλη άφησε το πνεύμα,
και τωρα να το καταπετασμα του ναού σχίστηκε στα δύο από πάνω μέχρι κατω,και η γη σείστηκε
και οι πέτρες σχιστηκαν,
και τα μνημεία ανοιχτηκαν και πολλά σώματα των αγίων που είχαν κοιμηθεί αναστήθηκαν,και βγαίνοντας έξω από τα μνημεία,μετα την ανάσταση του μπήκαν μέσα στην αγία πόλη και
εμφανίστηκαν σε πολλούς,
τότε ο εκατόνταρχος και αυτοί που μαζι με αυτόν επιτηρουσαν τον Ιησού,βλεπωντας τον σεισμό και αυτά που έγιναν φοβήθηκαν πάρα πολύ και έλεγαν,
αλήθεια Θεού υιός ήταν αυτός
.
.
.
Επί των ποταμών Βαβυλώνος,
(Δαυιδ Ψαλμός 136) Χουρμουζίου Χαρτοφύλακος (+1840),ήχος γ'
-μεταφραση χ.νκουβελης c.n.couvelis
Θρασυβούλου Στανιτσα-χορωδια-επι των ποταμων Βαβυλωνος
https://youtu.be/_4dFRVv3uew
Ἐπὶ τῶν ποταμῶν Βαβυλῶνος ἐκεῖ ἐκαθίσαμεν καὶ ἐκλαύσαμεν ἐν τῷ μνησθῆναι
ἡμᾶς τῆς Σιών.
ἐπὶ ταῖς ἰτέαις ἐν μέσῳ αὐτῆς ἐκρεμάσαμεν τὰ ὄργανα ἡμῶν·
ὅτι ἐκεῖ ἐπηρώτησαν ἡμᾶς οἱ αἰχμαλωτεύσαντες ἡμᾶς λόγους ᾠδῶν καὶ
οἱ ἀπαγαγόντες ἡμᾶς ὕμνον· ᾄσατε ἡμῖν ἐκ τῶν ᾠδῶν Σιών
πῶς ᾄσωμεν τὴν ᾠδὴν Κυρίου ἐπὶ γῆς ἀλλοτρίας,
ἐὰν ἐπιλάθωμαί σου, Ἱερουσαλήμ, ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου·
κολληθείη ἡ γλῶσσά μου τῷ λάρυγγί μου, ἐὰν μή σου μνησθῶ, ἐὰν μὴ
προανατάξωμαι τὴν Ἱερουσαλὴμ ὡς ἐν ἀρχῇ τῆς εὐφροσύνης μου.
μνήσθητι, Κύριε, τῶν υἱῶν Ἐδὼμ τὴν ἡμέραν Ἱερουσαλὴμ τῶν
λεγόντων· ἐκκενοῦτε, ἐκκενοῦτε, ἕως τῶν θεμελίων αὐτῆς.
θυγάτηρ Βαβυλῶνος ἡ ταλαίπωρος, μακάριος ὃς ἀνταποδώσει σοι τὸ ἀνταπόδομά σου,
ὃ ἀνταπέδωκας ἡμῖν·
μακάριος ὃς κρατήσει καὶ ἐδαφιεῖ τὰ νήπιά σου πρὸς τὴν πέτραν.
στις οχθες των ποταμών της Βαβυλώνας εκεί καθησαμε
και κλάψαμε όταν θυμήθηκαμε την Σιων,
πάνω στις ιτιές
(στους ποταμούς που την διαρρέουν)
στο μέσο της κρεμάσαμε τα όργανα μας,
επειδη(διότι)εκεί μας ζήτησαν αυτοί
που μας αιχλωματισαν να ψάλλουμε,
και αυτοί που μας έφεραν με τη βία εκεί να υμνήσουμε,
ψάλτε σε μας από τα τραγούδια της Σιων,
πως θα ψάλλουμε τον ψαλμό του Κυρίου σε γη ξενη;
αν σε λησμονήσω,Ιερουσαλήμ,
να παραλύσει το δεξί μου χερι,
να κολλήσει η γλώσσα μου στο λαρύγγι μου,
αν δεν σε θυμηθώ,αν δεν προτάξω την Ιερουσαλήμ ως αρχη της αγαλιασης
μου,
θυμήσου,Κύριε,τους γιους του Εδώμ (τους Ιδουμιτες) κατά τη μέρα (της καταστροφής)
της Ιερουσαλήμ που έλεγαν,
ερημωστε την ,ερημωστε την,ξεθεμελιωστε την,
θυγατέρα της Βαβυλώνας δυστυχισμένη,
μακάριος οποιος σε σένα ανταποδώσει το ανταποδωμα που εσύ ανταπεδωσες σε μας
(όποιος σε εκδικηθει για το
κακό που μας προξένησες)
μακάριος οποίος αρπάξει και συντρίψει τα νήπια σου πάνω στη πετρα
.
.
Ιεροδιακονος-Διονυσιος Φιρφιρης-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
ΕΚΥΚΛΩΣΑΝ ΑΙ ΤΟΥ ΒΙΟΥ ΜΕ ΖΑΛΑΙ - π. ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΦΙΡΦΙΡΗΣ
https://youtu.be/gF-MgTX9FZE
Εκύκλωσαν αι του βίου με ζάλαι,ώσπερ μέλισσα κηρίoν Παρθένε,
και την εμήν κατασχούσαι καρδίαν, κατατιτρώσκουσι βέλει των θλίψεων
αλλ' εύροιμί σε βοηθόν και διώκτην και ρύστην Πανάχραντε."
[τροπάριο της στ’ ωδής του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνα]
ηχ πλ δ΄
με εκυκλωσαν του βίου οι στεναχώριες ,όπως η μέλισσα το κερί,Παρθένα,
και την καρδιά μου κατασχιζουν,
την κατατρώνε τα βέλη των θλίψεων,
αλλά όμως σε βρίσκω βοηθό και διώκτη και λυτρωτή
Εσενα που τελείως είσαι αμολυντος
.
.
.
.
.
Επί των ποταμών Βαβυλώνος,
(Δαυιδ Ψαλμός 136) Χουρμουζίου Χαρτοφύλακος (+1840),ήχος γ'
-μεταφραση χ.νκουβελης c.n.couvelis
Θρασυβούλου Στανιτσα-χορωδια-επι των ποταμων Βαβυλωνος
https://youtu.be/_4dFRVv3uew
Ἐπὶ τῶν ποταμῶν Βαβυλῶνος ἐκεῖ ἐκαθίσαμεν καὶ ἐκλαύσαμεν ἐν τῷ μνησθῆναι
ἡμᾶς τῆς Σιών.
ἐπὶ ταῖς ἰτέαις ἐν μέσῳ αὐτῆς ἐκρεμάσαμεν τὰ ὄργανα ἡμῶν·
ὅτι ἐκεῖ ἐπηρώτησαν ἡμᾶς οἱ αἰχμαλωτεύσαντες ἡμᾶς λόγους ᾠδῶν καὶ
οἱ ἀπαγαγόντες ἡμᾶς ὕμνον· ᾄσατε ἡμῖν ἐκ τῶν ᾠδῶν Σιών
πῶς ᾄσωμεν τὴν ᾠδὴν Κυρίου ἐπὶ γῆς ἀλλοτρίας,
ἐὰν ἐπιλάθωμαί σου, Ἱερουσαλήμ, ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου·
κολληθείη ἡ γλῶσσά μου τῷ λάρυγγί μου, ἐὰν μή σου μνησθῶ, ἐὰν μὴ
προανατάξωμαι τὴν Ἱερουσαλὴμ ὡς ἐν ἀρχῇ τῆς εὐφροσύνης μου.
μνήσθητι, Κύριε, τῶν υἱῶν Ἐδὼμ τὴν ἡμέραν Ἱερουσαλὴμ τῶν
λεγόντων· ἐκκενοῦτε, ἐκκενοῦτε, ἕως τῶν θεμελίων αὐτῆς.
θυγάτηρ Βαβυλῶνος ἡ ταλαίπωρος, μακάριος ὃς ἀνταποδώσει σοι τὸ ἀνταπόδομά σου,
ὃ ἀνταπέδωκας ἡμῖν·
μακάριος ὃς κρατήσει καὶ ἐδαφιεῖ τὰ νήπιά σου πρὸς τὴν πέτραν.
στις οχθες των ποταμών της Βαβυλώνας εκεί καθησαμε
και κλάψαμε όταν θυμήθηκαμε την Σιων,
πάνω στις ιτιές
(στους ποταμούς που την διαρρέουν)
στο μέσο της κρεμάσαμε τα όργανα μας,
επειδη(διότι)εκεί μας ζήτησαν αυτοί
που μας αιχλωματισαν να ψάλλουμε,
και αυτοί που μας έφεραν με τη βία εκεί να υμνήσουμε,
ψάλτε σε μας από τα τραγούδια της Σιων,
πως θα ψάλλουμε τον ψαλμό του Κυρίου σε γη ξενη;
αν σε λησμονήσω,Ιερουσαλήμ,
να παραλύσει το δεξί μου χερι,
να κολλήσει η γλώσσα μου στο λαρύγγι μου,
αν δεν σε θυμηθώ,αν δεν προτάξω την Ιερουσαλήμ ως αρχη της αγαλιασης
μου,
θυμήσου,Κύριε,τους γιους του Εδώμ (τους Ιδουμιτες) κατά τη μέρα (της καταστροφής)
της Ιερουσαλήμ που έλεγαν,
ερημωστε την ,ερημωστε την,ξεθεμελιωστε την,
θυγατέρα της Βαβυλώνας δυστυχισμένη,
μακάριος οποιος σε σένα ανταποδώσει το ανταποδωμα που εσύ ανταπεδωσες σε μας
(όποιος σε εκδικηθει για το
κακό που μας προξένησες)
μακάριος οποίος αρπάξει και συντρίψει τα νήπια σου πάνω στη πετρα
.
.
Ιεροδιακονος-Διονυσιος Φιρφιρης-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
ΕΚΥΚΛΩΣΑΝ ΑΙ ΤΟΥ ΒΙΟΥ ΜΕ ΖΑΛΑΙ - π. ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΦΙΡΦΙΡΗΣ
https://youtu.be/gF-MgTX9FZE
Εκύκλωσαν αι του βίου με ζάλαι,ώσπερ μέλισσα κηρίoν Παρθένε,
και την εμήν κατασχούσαι καρδίαν, κατατιτρώσκουσι βέλει των θλίψεων
αλλ' εύροιμί σε βοηθόν και διώκτην και ρύστην Πανάχραντε."
[τροπάριο της στ’ ωδής του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνα]
ηχ πλ δ΄
με εκυκλωσαν του βίου οι στεναχώριες ,όπως η μέλισσα το κερί,Παρθένα,
και την καρδιά μου κατασχιζουν,
την κατατρώνε τα βέλη των θλίψεων,
αλλά όμως σε βρίσκω βοηθό και διώκτη και λυτρωτή
Εσενα που τελείως είσαι αμολυντος
.
.
.
Γυναίκες κατά κάποιο τροπο-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Υπόλοιπο Σχέσης
(Μονόπρακτο)
-χ.ν κουβέλης c.n.couvelis
(Άντρας Α 45χρ,Γυναίκα Γ,40χρ)
Α.τι σκέφτεσαι;
Γ.αποφευγω τη φιλοσοφία,βλέπω,παρατηρώ τη γάτα,να εκεί
Α.μα δεν υπάρχει καμία γάτα
Γ.δεν έχει σημασία,Αναστολή πραγματικοτητας.
Α.φοβαμαι,γενικά,την έλλειψη πραγματικότητας
Γ.εγω,αντίθετα,την εφευρισκω
Α.με έχεις προδωσει;
Γ τι εννοείς;
Α την προδοσια
Γ.με αυτή την έννοια όχι,εσύ;
Α,με αυτή την έννοια ναι
Γ.σε καταλαβαίνω είναι θέμα μοναξιάς,ακριβώς
Α.μοναξια,τι είναι;
Γ να βλέπεις εκείνη τη γάτα εκεί
Α που δεν υπάρχει,
Γ,ναι,ακριβώς,γιατί δεν υπάρχει
(τα φώτα χαμηλώνουν,η σκηνή βυθίζεται στο σκοτάδι)
.
.
.
Κρίση Ιστορίας,3,
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
-εχει πανσέληνο αποψε',είπε,
το φεγγάρι θ'ανέβει,θα περάσει τα κυπαρίσσια,οι βάρκες περιμένουν στην ακρογιαλιά,
σιωπηλοί,βουβοί,εκει θα στοιβαχτουμε,
'αυριο που θα ξημερωθουμε,μάνα;',ρώτησε το παιδί,
τι να του απαντήσουμε,
αν δεν πνιγούμε,
παραλίγο να πουμε την αλήθεια,δεν το κάναμε,τι ωφελεί η αλήθεια;
μια γυναικα,σκιά στο φως του φεγγαριού,εξαυλωμένη,την ακούσαμε,να απαγγέλει,
Ευριπίδη,Τρωάδες,στιχοι 1167-1191
ὦ φίλταθ᾽, ὥς σοι θάνατος ἦλθε δυστυχής.
εἰ μὲν γὰρ ἔθανες πρὸ πόλεως, ἥβης τυχὼν
γάμων τε καὶ τῆς ἰσοθέου τυραννίδος,
1170μακάριος ἦσθ᾽ ἄν, εἴ τι τῶνδε μακάριον.
νῦν αὔτ᾽ ἰδὼν μὲν γνούς τε, σῇ ψυχῇ, τέκνον,
οὐκ οἶσθ᾽, ἐχρήσω δ᾽ οὐδὲν ἐν δόμοις ἔχων.
δύστηνε, κρατὸς ὥς σ᾽ ἔκειρεν ἀθλίως
τείχη πατρῷα, Λοξίου πυργώματα,
1175ὃν πόλλ᾽ ἐκήπευσ᾽ ἡ τεκοῦσα βόστρυχον
φιλήμασίν τ᾽ ἔδωκεν, ἔνθεν ἐκγελᾷ
ὀστέων ῥαγέντων φόνος, ἵν᾽ αἰσχρὰ μὴ λέγω.
ὦ χεῖρες, ὡς εἰκοὺς μὲν ἡδείας πατρὸς
κέκτησθ᾽, ἐν ἄρθροις δ᾽ ἔκλυτοι πρόκεισθέ μοι.
1180ὦ πολλὰ κόμπους ἐκβαλὸν φίλον στόμα,
ὄλωλας, ἐψεύσω μ᾽, ὅτ᾽ ἐσπίπτων λέχος,
«Ὦ μῆτερ, ηὔδας, ἦ πολύν σοι βοστρύχων
πλόκαμον κεροῦμαι, πρὸς τάφον θ᾽ ὁμηλίκων
κώμους ἀπάξω, φίλα διδοὺς προσφθέγματα».
1185σὺ δ᾽ οὐκ ἔμ᾽, ἀλλ᾽ ἐγὼ σὲ τὸν νεώτερον,
γραῦς ἄπολις ἄτεκνος, ἄθλιον θάπτω νεκρόν.
οἴμοι, τὰ πόλλ᾽ ἀσπάσμαθ᾽ αἵ τ᾽ ἐμαὶ τροφαὶ
ὕπνοι τ᾽ ἐκεῖνοι φροῦδά μοι. τί καί ποτε
γράψειεν ἄν σοι μουσοποιὸς ἐν τάφῳ;
1190Τὸν παῖδα τόνδ᾽ ἔκτειναν Ἀργεῖοί ποτε
δείσαντες; αἰσχρὸν τοὐπίγραμμά γ᾽ Ἑλλάδι.
πολυαγαπημενο μου,εσένα θάνατος σε βρήκε άδικος,
γιατί αν για την πόλη πέθαινες,αν τα νιάτα χαιροσουν
και τους γάμους και την ισοθεη βασιλεια,
θα σε νόμιζαν για ευτυχισμένο,αν σ'αυτά κάποια ευτυχία υπαρχει,
τώρα συ αυτά δεν πρόλαβες να δεις και να γνωρίσεις,παιδί μου,δεν τα νιωσες,
τίποτα δεν χάρηκες αν και δικά σου,
δυσμοιρο,πως το κεφάλι σου σπάσανε οικτρά τα τείχη των πατέρων,του Λοξια οι πυργοι,
οπου πολλά στα μαλλιά αυτή που δε γέννησε σου δίνε φιλιά,
εκεί τώρα απ' τα ραγισμένα κόκκαλα ξεπετιεται ο θανατος,
ας ηταν το κακό να μην λέω,
χέρια,που γλυκά
μοιάζεται με του πατέρα,όμως
είστε εξαρθρωμενα μπροστά μου,
αχ πόσα πολλά γλυκολογα μου'λες
αγαπημένο μου στόμα,όμως χάθηκες,και δε τα κράτησες,όταν στο κρεβάτι μου ερχόσουν,
μητέρα, φωναζες,αν πεθάνεις τα μαλλια μου ολα για σενα θα κόψω,στο τάφο με συντροφια συνομηλικους με πόνο θα αποχαιρετησω,
όμως όχι εσύ εμένα,αλλ'εγω σένα τον νεώτερο,
μια γριά χωρίς πατρίδα χωρίς παιδιά κακοθανατισμενο σε θάβω νεκρο,
αλίμονο,τα τόσα φιλιά κι οι έγνοιες μου για σένα
κι εκείνα τα ξενύχτια πάνε χάθηκαν,
και τι κάποτε θα γράψει για σενα ποιητής στον τάφο σου πάνω;
αυτό εδω το παιδί κάποτε σκότωσαν οι Αργειτες απο φοβο,
επίγραμμα ντροπής για την Ελλαδα
ένα προς ένα τα λόγια της μας ανασηκωσαν τις μνήμες μας,
μια γυναίκα ανάμεσα μας την λέγανε Εκάβη,μια Ανδρομάχη,μια Κασανδρα,μια
Καλιοπακι,
τόσες γυναίκες τι θρηνούσαν:
κάποιο παιδί μωρο,ονόματι Σκαμανδριο.η' Αστυανακτα,
γιο του Έκτορα και της Ανδρομαχης
.
.
( μετάφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis)
.
.
.
Der wunderliche Spielmann
(Ο θαυμαστός βιολιστής)
Ein Märchen der Brüder Grimm
Ένα παραμύθι των αδελφών Γκριμ
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis.
Μια φορά ήταν ένας θαυμαστός βιολιστής,που μέσα στο δάσος ολομόναχος περιπλανιόταν και διαφορα σκεφτονταν,και σαν δεν είχε τίποτα πια να,σκεφτεί μονολογησε,
μέσα στο δάσος άσκοπα εδώ κι εκεί πάω,πρέπει μια καλή συντροφιά να γυρέψω,
τότε πήρε το βιολι
απ' τη πλάτη κι έπαιξε,και μέσα στα δέντρα ηχούσε,
μετά από λίγο,ήρθε τρεχοντας ένας λύκος μέσα από το πυκνό δασος
ωχ,ένας λύκος έρχεται,γι'αυτόν δεν έχω καμια διαθεση,είπε ο βιολιστής,
αλλά ο λύκος πλησίασε και του μίλησε ,
ε καλέ μου βιολιστή,πόσο ωραία παίζεις,να μπορούσα κι εγώ να μαθω,
γρήγορα θα μάθεις,απάντησε ο βιολιστής,αν αυτά ολα κάνεις,που θα σου πω,
βιολιστή μου,μίλησε ο λύκος,θα σε υπακούσω ,όπως ενας μαθητής τον δάσκαλο του,
ο βιολιστής του'πε να τον ακολουθήσει,κι.οταν κάποια απόσταση κάνανε μαζί,έφτασαν
σε μια γέρικη βελανιδιά,που'χε κουφάλα και ήταν στη μέση σχισμένη,
δες εδώ,μίλησε ο βιολιστής,αν θέλεις να μάθεις να παίζεις βιολί,βάλε τις μπροστινες σου πατουσες μέσα σ'αυτη τη σχισμή,
ο λύκος υπάκουσε,κι ο βιολιστής γρήγορα σήκωσε μια πέτρα,και του σφηνωσε τις δύο πατούσες μ'ενα χτύπημα πολύ σφιχτά,κι όπως ένας αιχμαλωτισμενος εκεί θα'πρεπε να μενει
περίμενε εκεί μέχρι να επιστρεψω,είπε ο βιολιστής και συνέχισε το δρόμο του,
μετά από λίγο μονολογησε άλλη μια φορά,
εδώ μέσα στο δάσος πολύ βαριέμαι,θα γυρέψω μια άλλη συντροφιά,
πήρε το βιολι του και ξαναπαιξε
μέσα στο δάσος,μετά από λίγο μια αλεπού μέσα απ'τα δέντρα φάνηκε
ωχ,μια αλεπού έρχεται,είπε ο βιολιστής,γι'αυτη δεν έχω καμία διάθεση,
η αλεπού τον πλησίασε και του μίλησε,
ε,καλέ μου βιολιστη,πόσο ωραία παίζεις,να'ταν να μπορούσα κι εγώ να μαθω,
γρήγορα θα μάθεις,μίλησε ο βιολιστής,αν αυτά όλα κάνεις ,που θα σου πω,
βιολιστή μου,απάντησε η αλεπού,θα σε υπακούσω,όπως ένας μαθητής τον δάσκαλο του,
ακολούθησε με,είπε ο βιολιστής,κι όταν μια αποσταση πήγαν,έφτασαν σ'ενα μονοπάτι,που'χε στις δύο πλευρές του ψηλους θάμνους,
εκεί ο βιολιστής στάθηκε,λύγισε απ'τη μια πλευρά μια φουντουκια στη γη και την πάτησε με το πόδι του στην άκρη,μετα λύγισε επισης απ'την αλλη πλευρά ένα μικρο θάμνο κάτω κι είπε,
πολύ ωραία,αλεπουδιτσα μου,αν θέλεις να μάθεις,δωσ'μου τ'αριστερη σου πατούσα,
η αλεπού υπάκουσε κι ο βιολιστής έδεσε τη πατούσα στο αριστερο κλαδί,
αλεπουδιτσα μου,είπε,τώρα δωσ'μου την.δεξια,
και αυτή την έδεσε στο δεξί κλαδί,
κι αφού έλεγξε,αν οι κόμποι του σχοινιου ήταν καλά σφιγμένοι,τ'αφησε,κι οι θάμνοι τιναχτηκαν ψηλά και εκσφεντόνισαν την αλεπουδιτσα πανω,στην αέρα να αιωρείται και να σπαρταραει,
περίμενε εκεί μέχρι να επιστρέψω,είπε ο βιολιστής και συνέχισε τον δρόμο του,
πάλι μονολογησε,βαριεμε τόσο πολύ μέσα στο δάσος,θα γυρέψω μια αλλη συντροφιά,
πήρε το βιολί του κι ο ήχος του αντηχησε μέσα στο δάσος,
τότε ήρθε ένας λαγός τρέχοντας,
ωχ ένα λαγός έρχεται,είπε ο βιολιστής,αυτό δεν το θέλω με τίποτα,
ε καλέ μου βιολιστή,είπε ο λαγός,πόσο ωραία παίζεις,να'ταν να μπορούσα κι εγώ να μαθω,
γρήγορα θα μάθεις,μίλησε ο βιολιστής,αν αυτά όλα κάνεις,που θα σου πω,
βιολιστή μου,απάντησε το λαγουδάκι,θα σε υπακούσω,όπως ένας μαθητής τον δάσκαλο του,
πήγαν μια απόσταση μαζί,μέχρι που σ'ενα ανοιχτό μέρος έφτασαν,όπου μια λευκα ήταν,
ο βιολιστής έδεσε τον λαγό μ'ένα μακρύ σχοινί γύρω απ' τον λαιμό,όπου την άλλη άκρη στο δέντρο συνδεσε,
ωραία έλα,λαγε,τώρα γυρνα είκοσι φορές γύρω απ'το δέντρο, φωναξε ο βιολιστής κι ο λαγός υπάκουσε,
κι όπως αυτός είκοσι φορές έφερε γύρα,το σχοινί είκοσι φορές γυρω απ'το κορμό τυλίχτηκε,κι ο λαγός ήταν αιχμαλωτισμενος,
κι όσο τραβούσε,τόσο του'κοβε το σχοινι το μαλακό του λαιμο,
περίμενε εκεί,μέχρι να επιστρέψω,ειπε ο βιολιστής και απομακρύνθηκε,
ο λύκος εν τω μεταξύ είχε μετακινήσει,τραβήξει,δαγκώνοντας τη πέτρα,κι είχε τόσο πολύ προσπαθησει,μεχρι που τις πατούσες του ελευθέρωσε και έξω απ'τη σχισμή είχε τραβηχτεί,
γεμάτος θυμό κι οργή έτρεξε πίσω απ' τον βιολιστή κι ήθελε να τον κατασπαραξει,
όταν η αλεπού τον είδε να τρέχει,άρχισε να του φωνάζει,και να ουρλιάζει μ'ολη τη δύναμη της,
αδελφέ μου λύκε,έλα να με βοηθήσεις,ο βιολιστής με γέλασε,
ο λύκος τράβηξε τα κλαδιά κάτω,έκοψε τα σχοινί κι ελευθέρωσε την αλεπού,που πήγε μαζί του κι εκδίκηση απ'τον βιολιστη ήθελαν να πάρουν,
αυτοί βρήκαν τον δεμένο λαγό,που τον έλυσαν και τότε όλοι μαζί έψαχναν τον εχθρο τους,
ο βιολιστής πάλι στο δρόμο του το βιολί του έπαιζε,κι αυτή τη φορά ήταν περισσότερο τυχερος,οι ήχοι έφτασαν στ'αυτια ενός φτωχού ξυλοκόπου,ο οποίος ήθελε δεν ήθελε,τη δουλειά εφησε και με το τσεκούρι στο χέρι πλησίασε,τη μουσική ν'ακουσει,
επιτέλους έρχεται ο σύντροφος που θελω,είπε ο βιολιστής,
γιατί έναν άνθρωπο έψαχνα κι όχι άγρια θηρία,
κι άρχισε κι έπαιζε τοσο ωραία και ευχάριστα,που ο φτωχός άντρας μαγεμένος στέκονταν,κι η καρδιά από χαρά χτυπούσε,
κι όπως έτσι στέκονταν,πλησίασαν ο λύκος,η αλεπού κι ο λαγός ,και καταλαβε,πως κάποιο κακό σκοπό είχαν,
τότε σήκωσε τ'αστραφτερο του τσεκούρι και στάθηκε μπροστά απ' τον βιολιστη,σαν να'θελε να πει,
όποιος σ'αυτόν τολμήσει να κάνει κακό,θα'χει με μένα να κάνει,
τότε τα θηρία φοβήθηκαν κι έτρεξαν στο δάσος πίσω,
κι ο βιολιστής έπαιξε στον άντρα ακόμα μια φορά να τον ευχαριστήσει και μετά εφυγε
.
.
Der wunderliche Spielmann
Ein Märchen der Brüder Grimm
Es war einmal ein wunderlicher Spielmann, der ging durch einen Wald mutterseelenallein und dachte hin und her. Und als für seine Gedanken nichts mehr übrig war, sprach er zu sich selbst: "Mir wird hier im Walde Zeit und Weile lang, ich will einen guten Gesellen herbeiholen." Da nahm er die Geige vom Rücken und fiedelte eins, daß es durch die Bäume schallte. Nicht lange, so kam ein Wolf durch das Dickicht daher getrabt. "Ach, ein Wolf kommt! Nach dem trage ich kein Verlangen," sagte der Spielmann. Aber der Wolf schritt näher und sprach zu ihm: "Ei, du lieber Spielmann, was fiedelst du so schön! Das möchte ich auch lernen." - "Das ist bald gelernt," antwortete der Spielmann, "du mußt nur alles tun, was ich dir heiße." - "O Spielmann," sprach der Wolf, "ich will dir gehorchen, wie ein Schüler seinem Meister." Der Spielmann hieß ihn mitgehen, und als sie ein Stück Wegs zusammen gegangen waren, kamen sie an einen alten Eichbaum, der innen hohl und in der Mitte aufgerissen war. "Sieh her," sprach der Spielmann, "willst du fiedeln lernen, so lege die Vorderpfoten in diesen Spalt." Der Wolf gehorchte, aber der Spielmann hob schnell einen Stein auf und keilte ihm die beiden Pfoten mit einem Schlag so fest, daß er wie ein Gefangener da liegenbleiben mußte. "Warte da so lange, bis ich wiederkomme," sagte der Spielmann und ging seines Weges.
Über eine Weile sprach er abermals zu sich selber: "Mir wird hier im Walde Zeit und Weile lang, ich will einen anderen Gesellen herbeiholen," nahm seine Geige und fiedelte wieder in den Wald hinein. Nicht lange, so kam ein Fuchs durch die Bäume dahergeschlichen. "Ach, ein Fuchs kommt," sagte der Spielmann, "nach dem trage ich kein Verlangen." Der Fuchs kam zu ihm heran und sprach: "Ei, du lieber Spielmann, was fiedelst du so schön! Das möchte ich auch lernen." - "Das ist bald gelernt," sprach der Spielmann, "du mußt nur alles tun, was ich dir heiße." - "O Spielmann," antwortete der Fuchs, "ich will dir gehorchen, wie ein Schüler seinem Meister." - "Folge mir," sagte der Spielmann, und als sie ein Stück Wegs gegangen waren, kamen sie auf einen Fußweg, zu dessen beiden Seiten hohe Sträucher standen. Da hielt der Spielmann still, bog von der einen Seite ein Haselnußbäumchen zur Erde herab und trat mit dem Fuß auf die Spitze, dann bog er von der andern Seite noch ein Bäumchen herab und sprach: "Wohlan, Füchslein, wenn du etwas lernen willst, so reich mir deine linke Vorderpfote." Der Fuchs gehorchte, und der Spielmann band ihm die Pfote an den linken Stamm. "Füchslein," sprach er, "nun reich mir die rechte." Die band er ihm an den rechten Stamm. Und als er nachgesehen hatte, ob die Knoten der Stricke auch fest genug waren, ließ er los, und die Bäumchen fuhren in die Höhe und schnellten das Füchslein hinauf, daß es in der Luft schwebte und zappelte. "Warte da so lange, bis ich wiederkomme," sagte der Spielmann und ging seines Weges.
Wiederum sprach er zu sich: "Zeit und Weile wird mir hier im Walde lang; ich will einen andern Gesellen herbeiholen," nahm seine Geige und der Klang erschallte durch den Wald. Da kam ein Häschen dahergesprungen. "Ach, ein Hase kommt!" sagte der Spielmann, "den wollte ich nicht haben." - "Ei, du lieber Spielmann," sagte das Häschen, "was fiedelst du so schön, das möchte ich auch lernen." - "Das ist bald gelernt," sprach der Spielmann, "du mußt nur alles tun, was ich dir heiße." - "O Spielmann," antwortete das Häslein, "ich will dir gehorchen, wie ein Schüler seinem Meister." Sie gingen ein Stück Wegs zusammen, bis sie zu einer lichten Stelle im Walde kamen, wo ein Espenbaum stand. Der Spielmann band dem Häschen einen langen Bindfaden um den Hals, wovon er das andere Ende an den Baum knüpfte. "Munter, Häschen, jetzt spring mir zwanzigmal um den Baum herum!" rief der Spielmann, und das Häschen gehorchte. Und wie es zwanzigmal herumgelaufen war, so hatte sich der Bindfaden zwanzigmal um den Stamm gewickelt, und das Häschen war gefangen, und es mochte ziehen und zerren, wie es wollte, es schnitt sich nur den Faden in den weichen Hals. "Warte da so lange, bis ich wiederkomme," sprach der Spielmann und ging weiter.
Der Wolf indessen hatte gerückt, gezogen, an dem Stein gebissen, und so lange gearbeitet, bis er die Pfoten freigemacht und wieder aus der Spalte gezogen hatte. Voll Zorn und Wut eilte er hinter dem Spielmann her und wollte ihn zerreißen. Als ihn der Fuchs laufen sah, fing er an zu jammern, und schrie aus Leibeskräften: "Bruder Wolf, komm mir zu Hilfe, der Spielmann hat mich betrogen!" Der Wolf zog die Bäumchen herab, biß die Schnur entzwei und machte den Fuchs frei, der mit ihm ging und an dem Spielmann Rache nehmen wollte. Sie fanden das gebundene Häschen, das sie ebenfalls erlösten, und dann suchten alle zusammen ihren Feind auf.
Der Spielmann hatte auf seinem Weg abermals seine Fiedel erklingen lassen, und diesmal war er glücklicher gewesen. Die Töne drangen zu den Ohren eines armen Holzhauers, der alsbald, er mochte wollen oder nicht, von der Arbeit abließ und mit dem Beil unter dem Arme herankam, die Musik zu hören. "Endlich kommt doch der rechte Geselle," sagte der Spielmann, "denn einen Menschen suchte ich und keine wilden Tiere." Und fing an und spielte so schön und lieblich, daß der arme Mann wie bezaubert dastand, und ihm das Herz vor Freude aufging. Und wie er so stand, kamen der Wolf, der Fuchs und das Häslein heran, und er merkte wohl, daß sie etwas Böses im Schilde führten. Da erhob er seine blinkende Axt und stellte sich vor den Spielmann, als wollte er sagen: "Wer an ihn will, der hüte sich, der hat es mit mir zu tun." Da ward den Tieren angst und sie liefen in den Wald zurück; der Spielmann aber spielte dem Manne noch eins zum Dank und zog dann weiter.
.
.
.
Παρθένιος ο Νικαεύς
(Περὶ ἐρωτικῶν παθημάτων)
26. Περὶ της Ἀπριάτης
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
26.Περι της Απριατης
(ιστορεί ο Ευφοριων στον Θράκα του)
Στη Λέσβο μια κοπέλα την Απριατη ο Τραμβηλος του Τελαμωνα ερωτευτηκε και μεταχειρίστηκε πολλά για να καταφερει το κοριτσι,
καθώς εκείνη καθόλου δεν εξέδιδε,σκέφτηκε με δολο κι απάτη να την κατακτήσει,
όταν λοιπόν πήγαινε κάποτε με τις υπηρέτριες της σε κάποιο από τα πατρικά χωραφια,το οποίο κοντά στη θάλασσα βρίσκονταν,αφού παραφυλαξε την άρπαξε,
καθώς όμως εκείνη παρα πολύ δυνατα αντιστάθηκε για την παρθενιά της,οργιστηκε ο Τραμβηλος και την έρριξε στη θάλασσα,η οποία τύχαινε εκεί να'ναι βαθεια κι έτσι λοιπόν αυτή χάθηκε,
κάποιοι όμως είπαν πως κυνηγημένη μόνη της ρίχτηκε,
ο Τραμβηλος από λίγο καιρό επειτα τιμωρηθηκε απ'τους θεούς,
γιατί όταν ο Αχιλλέας απ'τη Λέσβο πολλά λάφυρα άρπαζοντας έπαιρνε, αυτός,κλήθηκε απ'τους εκεί κατοικους να βοηθησει,να συγκρουστεί μ'αυτον,
όπου χτυπήθηκε στο στέρνο κι αμέσως έπεσε,τότε θαυμάζοντας την αντρεια του αυτόν ο Αχιλλέας ενώ ακόμα ανεπνεε τον ρώτησε ποιος ήταν κι από που,
όταν έμαθε πως παιδί του Τελαμωνα ήταν
βαριά θρηνώντας στην ακτή πολύ χώμα σηκώνοντας σε τύμβο έχωσε,αυτόν ακόμη και τώρα ηρώο του Τραμβηλου καλουν
.
.
26. Περὶ Ἀπριάτης
(Ἱστορεῖ Εὐφορίων Θρᾳκί)
[26.1] Ἐν Λέσβῳ παιδὸς Ἀπριάτης Τράμβηλος ὁ Τελαμῶνος ἐρασθεὶς πολλὰ ἐποιεῖτο εἰς τὸ προσαγαγέσθαι τὴν κόρην· ὡς δὲ ἐκείνη οὐ πάνυ ἐνεδίδου, ἐνενοεῖτο δόλῳ καὶ ἀπάτῃ περιγενέσθαι αὐτῆς. πορευομένην οὖν ποτε σὺν θεραπαινιδίοις ἐπί τι τῶν πατρῴων χωρίων, ὃ πλησίον τῆς θαλάσσης ἔκειτο, λοχήσας εἷλεν. [26.2] ὡς δὲ ἐκείνη πολὺ μᾶλλον ἀπεμάχετο περὶ τῆς παρθενίας, ὀργισθεὶς Τράμβηλος ἔρριψεν αὐτὴν εἰς τὴν θάλασσαν· ἐτύγχανεν δὲ ἀγχιβαθὴς οὖσα. καὶ ἡ μὲν ἄρα οὕτως ἀπολώλει· τινὲς μέντοι ἔφασαν διωκομένην ἑαυτὴν ῥῖψαι. [26.3] Τράμβηλον δὲ οὐ πολὺ μετέπειτα τίσις ἐλάμβανεν ἐκ θεῶν· ἐπειδὴ γὰρ Ἀχιλλεὺς ἐκ τῆς Λέσβου πολλὴν λείαν ἀποτεμόμενος ἤγαγεν, οὗτος, ἐπαγαγομένων αὐτὸν τῶν ἐγχωρίων βοηθόν, συνίσταται αὐτῷ. [26.4] ἔνθα δὴ πληγεὶς εἰς τὰ στέρνα παραχρῆμα πίπτει· ἀγάμενος δὲ τῆς ἀλκῆς αὐτὸν Ἀχιλλεὺς ἔτι ἔμπνουν ἀνέκρινεν ὅστις τε ἦν καὶ ὁπόθεν· ἐπεὶ δὲ ἔγνω παῖδα Τελαμῶνος ὄντα, πολλὰ κατοδυράμενος ἐπὶ τῆς ἠιόνος μέγα χῶμα ἔχωσε. τοῦτο ἔτι νῦν ἡρῷον Τραμβήλου καλεῖται.
.
.
Σημειώσεις:
Ευφοριων ο Χαλκιδευς(276 πΧ-187πΧ),ποιητής και επιγραμματοποιος,
έργο του ο Θραξ
.
ο Τελαμώνας ο πατέρας του Τραμβηλου ήταν αδελφός του Πηλέα του πατέρα του Αχιλλέα
.
.
.
οι φυλές των Γαραμαντων,Αταραντων,Ατλάντων
-Ηροδοτου Ιστορίαι,βιβλίο δ' Μελπομένη,183-184
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
183
από τα Αυγιλα μετά από άλλες δέκα μέρες δρόμο άλλος αλατιού λόφος και νερού και φοινικες καρποφόροι πολλοι,
όμοια και με αυτούς τους,
άλλους κι άνθρωποι κατοικούν σ'αυτόν,που τ'ονομα τους.Γαραμαντες είναι,έθνος πολύ μεγάλο ισχυρό,οι οποίοι πάνω στ'αλατι χώμα στρώνοντας μ'αυτο τον.τροπο σπερνουν,
ο πιο σύντομος απ'αυτους προς τους Λωτοφάγους δρόμος είναι τριάντα ημερών,
σ'αυτους και τα βόδια που βοσκουν.προς τα πισω υπάρχουν,βόσκουν προς τα πίσω για αυτό εδώ το λόγο,τα κέρατα υπάρχουν γυρισμένα προς τα μπρος,
γι'αυτό πίσω βασίζοντας βόσκουν,γιατί μπροστά δεν μπορούν να πάνε απ'τα κέρατα που προεξεχουν προς τη γη,
σε τίποτα άλλο δεν διαφέρουν απ'τ'αλλα βόδια παρά μόνο σ'αυτο και το δέρμα στο πάχος και στην αντοχη,
οι Γαραμαντες λοιπόν αυτοί τους Τρωγλοδυτες Αιθίοπες κυνηγούν με τεθριππα,
γιατί οι τρωγλοδυτες Αιθίοπες στα πόδια οι πιο ταχείς απ'τους ανθρώπους όλους είναι που γι'αυτους πληροφορίες ακούμε,
τρέφονται οι τρωγλοδυτες με φίδια και σαύρες και τέτοια ερπετα,
γλώσσα καμιά άλλη παρομοια δεν υπάρχει,αλλά τρίζουν όπως περίπου οι νυχτερίδες,
184
απ'τους Γαραμαντες μετά από άλλες δέκα μέρες δρόμο κι άλλος απ'αλατι λόφος και νερό,κι οι άνθρωποι που γύρω απ'αυτον κατοικούν ονομάζονται Αταραντες,που είναι χωρίς όνομα οι μόνοι απ'τους ανθρώπους που γνωρίζουμε,
γιατί σ' όλους αυτούς Αταραντες είναι τ'ονομα,σε κάθε ένα απ'αυτους όνομα κανένα δεν ανήκει,
αυτοί τον ήλιο οταν σηκώνεται πολυ ψηλά καταριουνται και μ'ολα τα αισχρά βριζουν,
γιατί καιοντας φλογιζει,και τους ανθρώπους και τη χώρα τους,
μετά από άλλες δέκα μέρες δρόμο άλλος λόγος απ'αλατι και νερό,κι άνθρωποι γύρω απ' αυτόν κατοικουν,
συνέχεια τ'αλατιου αυτού όρος που τ'ονομα είναι Άτλας,είναι στενό και κωνικό,
ψηλό τόσο όπως λέγεται που τις κορυφές του δεν μπορείς να δεις,γιατί ποτέ δεν τους λείπουν τα σύννεφα ούτε καλοκαίρι ούτε χειμώνα,αυτό λένε οι ντόπιοι πως η κολώνα τ'ουρανου είναι,
απ'αυτο το όρος οι άνθρωποι αυτοί ονοματισθηκαν,γιατί καλούνται Άτλαντες,
και λένε ούτε έμψυχο κανένα τρώγουν ούτε όνειρα βλεπουν
.
.
183
Ἀπὸ δὲ Αὐγίλων διὰ δέκα ἡμερέων ἀλλέων ὁδοῦ ἕτερος ἁλὸς κολωνὸς καὶ ὕδωρ καὶ φοίνικες καρποφόροι πολλοί, κατά περ καὶ ἐν τοῖσι ἑτέροισι· καὶ ἄνθρωποι οἰκέουσι ἐν αὐτῷ τοῖσι οὔνομα Γαράμαντες ἐστί, ἔθνος μέγα ἰσχυρῶς, οἳ ἐπὶ τὸν ἅλα γῆν ἐπιφορέοντες οὕτω σπείρουσι. 2 συντομώτατον δ᾽ ἐστὶ ἐς τοὺς Λωτοφάγους, ἐκ τῶν τριήκοντα ἡμερέων ἐς αὐτοὺς ὁδός ἐστι· ἐν τοῖσι καὶ οἱ ὀπισθονόμοι βόες γίνονται· ὀπισθονόμοι δὲ διὰ τόδε εἰσι. τὰ κέρεα ἔχουσι κεκυφότα ἐς τὸ ἔμπροσθε· 3 διὰ τοῦτο ὀπίσω ἀναχωρέοντες νέμονται· ἐς γὰρ τὸ ἔμπροσθε οὐκ οἷοι τε εἰσὶ προεμβαλλόντων ἐς τὴν γῆν τῶν κερέων. ἄλλο δὲ οὐδὲν διαφέρουσι τῶν ἄλλων βοῶν ὅτι μὴ τοῦτο καὶ τὸ δέρμα ἐς παχύτητά τε καὶ τρῖψιν. 4 οἱ Γαράμαντες δὴ οὗτοι τοὺς τρωγλοδύτας Αἰθίοπας θηρεύουσι τοῖσι τεθρίπποισι· οἱ γὰρ τρωγλοδύται Αἰθίοπες πόδας τάχιστοι ἀνθρώπων πάντων εἰσὶ τῶν ἡμεῖς πέρι λόγους ἀποφερομένους ἀκούομεν. σιτέονται δὲ οἱ τρωγλοδύται ὄφις καὶ σαύρους καὶ τὰ τοιαῦτα τῶν ἑρπετῶν· γλῶσσαν δὲ οὐδεμιῇ ἄλλῃ παρομοίην νενομίκασι, ἀλλὰ τετρίγασι κατά περ αἱ νυκτερίδες.
184
Ἀπὸ δὲ Γαραμάντων δι᾽ ἀλλέων δέκα ἡμερέων ὁδοῦ ἄλλος ἁλός τε κολωνὸς καὶ ὕδωρ, καὶ ἄνθρωποι περὶ αὐτὸν οἰκέουσι τοῖσι οὔνομα ἐστὶ Ἀτάραντες, οἳ ἀνώνυμοι εἰσὶ μοῦνοι ἀνθρώπων τῶν ἡμεῖς ἴδμεν· ἁλέσι μὲν γάρ σφι ἐστὶ Ἀτάραντες οὔνομα, ἑνὶ δὲ ἑκάστῳ αὐτῶν οὔνομα οὐδὲν κέεται. 2 οὗτοι τῷ ἡλίῳ ὑπερβάλλοντι καταρῶνται καὶ πρὸς τούτοισι πάντα τὰ αἰσχρὰ λοιδορέονται, ὅτι σφέας καίων ἐπιτρίβει, αὐτούς τε τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὴν χώρην αὐτῶν. 3 μετὰ δὲ δι᾽ ἀλλέων δέκα ἡμερέων ἄλλος κολωνὸς ἁλὸς καὶ ὕδωρ, καὶ ἄνθρωποι περὶ αὐτὸν οἰκέουσι. ἔχεται δὲ τοῦ ἁλὸς Τούτου ὄρος τῷ οὔνομα ἐστὶ Ἄτλας, ἔστι δὲ στεινὸν καὶ κυκλοτερὲς πάντη, ὑψηλὸν δὲ οὕτω δή τι λέγεται ὡς τὰς κορυφὰς αὐτοῦ οὐκ οἶά τε εἶναι ἰδέσθαι. οὐδέκοτε γὰρ αὐτὰς ἀπολείπειν νέφεα οὔτε θέρεος οὔτε χειμῶνος. τοῦτο τὸν κίονα τοῦ οὐρανοῦ λέγουσι οἱ ἐπιχώριοι εἶναι. 4 ἐπὶ τούτου τοῦ ὄρεος οἱ ἄνθρωποι οὗτοι ἐπώνυμοι ἐγένοντο· καλέονται γὰρ δὴ Ἄτλαντες. λέγονται δὲ οὔτε ἔμψυχον οὐδὲν σιτέεσθαι οὔτε ἐνύπνια ὁρᾶν.
.
.
.
Μικρές Ιστορίες Ιδιαίτερης Ευκρινειας
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
η αίτηση του χάριτος απορρίφθηκε,θα τον εκτελουσαν σε μια εβδομάδα ακριβως,πάντα ξημερώματα,
ζήτησε το βιβλίο του Thomas Malthus Δοκίμιο πάνω στον Πληθυσμό(1798),
ο συνεχώς αυξανόμενος πληθυσμός δεν θα μπορεί να διατραφεί,
γι'αυτό θα πρέπει να παρθούν μέτρα να ελλατωθει,
η εκτέλεση του,επομένως,είναι ένα τέτοιο μετρο,γέλασε ειρωνικά,θα συμβάλει στην αρμονία της ανθρωπότητας,
τέλος της εβδομάδας,
πρωί ξημερώματα θα τον εκτελουσαν,ζήτησε,για τελευταία φορά,να δει το φεγγάρι,μέχρι να τον πάρουν,
τον ανέβασαν στη ταράτσα της φυλακής,εκεί τον έδεσαν σε μια καρέκλα,δύο άντρες οπλισμένοι τον φρουρούσαν,
το φως του φεγγαριού πλημμύριζε τα πάντα γύρω του,τα διέλυε,
έκλεισε τα μάτια του,όλα χάθηκαν,
έτσι θα γινει,οριστικά,όταν εκτελεστεί,
ο κόσμος,σκεφτηκε χωρίς λύπη,θα εξαφανιστεί μαζί με αυτον,σαν να μην υπήρξε ποτέ,
ξημέρωνε,ένιωθε μια άγρια ηδονή,
η ευτυχία του τέλους,
για πάντα
.
.
.
Μικρές Ιστορίες Ιδιαίτερης Ευκρινειας
(Η δολοφονια στην οπερα Parsifal)
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
η αφορμή ήταν το φιλοσοφικό έργο
Die Welt als Wille und Vorstellung(Ο Κόσμος σαν Θέληση και Παράσταση,1818)του Arthur Schopenhauer,
όλες οι πράξεις θα παίζονταν,από την αρχική έως την τελική,στην όπερα,μέσα στον ιστο,κλοιό,της όπερας Parsifal,του Richard Wagner,
εκεί μέσα στην αιθουσα θα προσέλκυε τον δολοφονο του,κατά κάποιο μυστήριο τρόπο θα τον δημιουργούσε,
στην 4η παράταση που παρακολουθούσε,εντόπισε έναν άντρα με άσπρο κουστούμι,στην πέμπτη σειρά καθισμάτων μπροστά από τη δική του,
ο άντρας γύρισε πίσω,του φάνηκε πως τον κοίταξε,έπειτα έσκυψε και κάτι ψιθύρισε στην νεαρή σύνοδο του,
ήταν στην σκηνή 2,της πράξης 2,τη στιγμή ακριβώς που ακούγεται: Parsifal,έπειτα βλέπει την Κουντρι και γοητεύεται,
όταν τελείωσε η όπερα,ο άντρας εξαφανίστηκε μέσα στο πλήθος,
είχε τη διαίσθηση ότι έπρεπε να επικεντρωθεί σ'αυτόν,αυτός θα είναι ο υποψήφιος δολοφόνος του,
στις επόμενες παραστάσεις δεν τον ξαναείδε στην αίθουσα,ούτε τη γυναίκα,
εκείνη τη μέρα μετά την παράσταση δεν επέστρεψε σπίτι,δείπνησε σε ένα κεντρικό ρεστοράν,κι αργότερα πήγε σε κάποιο μπαρ,είχε ξεχαστεί,όταν είδε δίπλα του τη γυναίκα,
αυτή ήταν,δεν έκανε λάθος,
συγνώμη κυρια,βρήκε αφορμή να της μιλήσει,σας έχω δει στην όπερα Parsifal,δεν κάνω λάθος;
όχι,είπε η κοπέλα,δεν κάνετε λάθος,πριν μια εβδομάδα,καταπληκτική όπερα,ξερεται σπουδάζω
κλασική φωνητική,σοπράνο,
την κοίταξε,
μοιάζεται πολύ στην Κουντρι,της είπε,όπως αυτή πολύ όμορφη,
ευχαριστώ,χαμογέλασε η γυναίκα,
εκείνη τη στιγμή,χτύπησε το κινητό της τηλεφωνο,
απάντησε,το πρόσωπο της σοβαρεψε,έκλεισε το τηλέφωνο,
με συγχωρείτε,είπε,πρέπει να φύγω,
του φάνηκε τρομαγμένη,
τη νύχτα στον ύπνο του είδε έναν εφιάλτη,
ήταν στη παράσταση του Parsifal,δεύτερη πραξη,σκηνή 1,ο Κλινγκσορ με άσπρο κουστούμι ξυπνά τη Κουντρι,και την κατηγορεί για απιστία,έπειτα κατεβαίνει από τη σκηνή,στο αμφιθέατρο,σταματά στη σειρά που κάθονταν,Parsifal φωνάζει,και βγάζοντας ένα περίστροφο τον περιβολει,
τον βρήκαν πεθαμένο στο κρεβάτι,
οξύ έμφραγμα του μυοκαρδιου
.
.
Richard Wagner,Parsifal,Bayreuth,1998,
https://youtu.be/BJkkXxdryD8
.
.
.
Μικρές Ιστορίες Ιδιαίτερης Ευκρινειας
Πορτραίτο μιας γυναίκας
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Πορτραίτο μιας γυναίκας, Λουκρητια Βοργία( Μπαρτολομέο Βενέτο)
πίστευε,είχε την ιδέα,ότι οι άνθρωποι,ομαδικά,υπόκεινται στο Συνδρομο του Οιδίποδα,της Ηλέκτρας,και σε αυτό που ονόμασε:το Σύνδρομο της Λουκρητιας Βοργία,
η γυναίκα που τον επισκέφτηκε ήταν εξαίρετης ομορφιάς,παντρεύτηκε δύο φορές,του είπε,
ο πρώτος της άντρας,στα 13 της, της εύρισκε εραστές και βιντεογραφουσε τις ερωτικές συνευρέσεις της μαζί τους,κάποια μέρα αυτοκτονισε, υπερβολική δόση βεροναλ,
ο δεύτερος,στα17 της, ήταν βίαιος,σαδιστής,την υπεβαλε σε βασανιστήρια και εξεφτευλισμους, δολοφονηθηκε μεσα στην κρεβατοκάμαρα με ένα μαχαίρι στη καρδιά,θεωρήθηκε ένοχη,είχε αλλοθι,ο δολοφόνος δεν βρέθηκε,το τέλειο έγκλημα,
με τον πατέρα της ένα υψηλόβαθμο στέλεχος μιας πολυεθνικής είχε αιμομικτικες σχέσεις,όπως ταυτόχρονα και με τον αδελφό της,
τώρα ο πατέρας της έχει πεθανει,δεν νιώθει καμια λύπη κι ο αδελφος της τον διαδεχτηκε στην επιχείρηση,σκληρός και αδίστακτος ανθρωπος,
δεν έχει πια καμιά σχεση μαζί του,
από όλα αυτά έχει δύο παιδιά,αγόρι και κορίτσι,
τωρα ειναι 20 χρόνων,
από παιδί σπούδασε πιάνο και ηθοποιία,έχει ένα χρόνο που ασχολειται με αυτη επαγγελματικά,
του ζήτησε να γράψει γι'αυτη ένα θεατρικό έργο,που να στηρίζεται σε βιογραφικά της στοιχεία,
συμφώνησαν,
κάθε μερα θα συζητούσαν στο γραφείο του,πρωινές ώρες,
η έλξη της γοητείας αυτής της γυναίκας ήταν τρομακτική,εκτός από πολύ ομορφη ,ήταν ευφυής,ευαίσθητη,
γρήγορα ένιωσε ερωτευμένος μαζί της,
σε κάποιο ζωγράφο παράγγειλε να του αντιγράψει το Πορτραίτο μιας γυναίκας,του Bartolemeo Veneto,που αναπαριστά μια γυναικα στο στυλ της Flora,της θεάς της Άνοιξης,με ενα μπουκέτο λουλουδιών στο δεξί της χερι,
η γυναίκα αυτή θεωρείται ότι είναι η Λουκρητια Βοργία,
όταν τελείωσε το έργο το πρόσφερε δώρο στη γυναίκα και της έκανε πρόταση γάμου
.
.
.
Ιδιοτροποι Έρωτες
-η αιώνιος αναβολη-
χ.ν.κουβελης c .n.couvelis
την πήρε τηλέφωνο
-θελω να σου μιλήσω,της είπε,
συναντήθηκαν,η συζήτηση τους περιεστράφηκε σε απλά θέματα, καθημερινά,
ενδιάμεσα αναφέρθηκαν στην σχέση Καντ Πλάτωνα και Σοπενχάουερ,
στο τέλος,εκείνη του είπε,τελικά δεν μου μίλησες,
αυτό,το ίδιο ακριβώς,επαναλήφθηκε πολλές φορές,
την έπαιρνε τηλεφωνο
-θελω να σου μιλήσω,της έλεγε
στο τέλος
-τελικα δεν μου μιλησες,του έλεγε εκείνη
άπειρες φορές η αναβολή
.
.
.
Μικρές Ιστορίες Ιδιαιτερης Ευκρίνειας
ο Casanova και το Έγκλημα
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
η πρόταση:
The story she had told me was possible, but it was not believable,που διάβασε στην Histoire de ma vie του Giacomo Casanova ήταν ο καταλύτης για να σχεδιάσει το έγκλημα,
κάθε δολοφονία περιλαμβάνει:το θυμα-την πραξη-τον ντετέκτιβ,
η πράξη θα είναι,θα φαίνεται δυνατή,ότι μπορεί να πραγματοποιηθεί,αλλά,ταυτόχρονα,και σε αυτό στηρίζεται,απίστευτη,
έτσι η επαγωγική λογική του ντετέκτιβ για την αποκάλυψη του εγκλήματος θα σκονταφτε,με συνέπεια την αποτυχία,
άπειρες οι αιτίες για την διαπραξη του εγκλήματος,πολλαπλοί οι ενοχοι,ποιο σχέδιο μεταχειρίστηκε ο δολοφόνος;
το βιβλίο Histoire de ma vie του Giacomo Casanova που βρέθηκε στον τόπο του εγκλήματος,στο πολυτελές διαμέρισμα που κατοικούσε η άτυχη νεαρή ηθοποιός,τι σήμαινε;ερωτικό κίνητρο;
κάποιος από τους εραστές της;η' επιτηδες σκότιζε το κίνητρο;
οι γείτονες εκείνη την ώρα της δολοφονίας άκουγαν από το διαμέρισμα να μιλούσαν διάφοροι άνθρωποι,όμως αυτά που έλεγαν ήταν κοινοτυπιες,c'est vrai-on le dit-on dit aussi le contraire-la verite est entre les deux-c'est juste-και επαναλαμβάνονταν,
κάποια στιγμή άκουσαν να χτυπά το κουδούνι της κοπέλας,
οι φωνές σταμάτησαν,κάποιος μάρτυρας είπε πως η άτυχη κοπέλα άνοιξε την πόρτα,αλλά δεν ήταν κάποιος,αυτό το είδε από το μάτι της πόρτας,αυτόν τον μάρτυρα ο ντετέκτιβ τον θεώρησε ύποπτο,
ύστερα όμως αναθεώρησε,όταν ανακαλύφθηκε πως οι φωνές στο διαμέρισμα προέρχονταν από ένα κασετόφωνο με ηχογραφημένη την θεατρική παράσταση της Φαλακρης Τραγουδίστριας του Ιονέσκο,στην οποία η δολοφονημένη ηθοποιός πρωταγωνιστουσε,
σε ένα σημείωμα δίπλα της ηταν γραμμένο:C’est pas par là, c’est par ici,
μάλλον από τον δολοφόνο,
η πρόταση που τελειώνει το έργο,
ο ντετέκτιβ κατέληξε πως αυτό απευθύνονταν σε αυτόν,αυτό δεν είναι εκεί,αυτό είναι εδώ,μετέφρασε,
εξετάζοντας όλα τα στοιχεία σκέφτηκε πως το έγκλημα είναι τόσο τέλειο ώστε να μην είναι τέλειο,
ποιος και πότε και από ποιο βιβλιοπωλείο αγόρασε το βιβλίο του Casanova;τι υπάρχει στο βιβλίο αυτό που σχετίζεται με τη δολοφονία;
ήξερε,από πείρα,πως το μυαλό των δολοφόνων είναι περίεργο,κάτι το ιδιοφυές,παρανοϊκά άτομα,που τους ευχαριστεί το σκοτάδι μέσα στο οποίο έχουν εγκλωβισει τον ντετέκτιβ,
κι αυτή η περίπτωση είναι λαβύρινθος,στο κέντρο του κρύβεται η αλήθεια,διαισθάνεται πως μέχρι να φτάσει εκεί η πορεία θα είναι πολυ μεγάλη,ίσως,φοβάται,η βιολογική ζωή να μην επαρκεσει,η ιστορία του εγκλήματος αυτού είναι δυνατή,αλλά,κι αυτο είναι το πρόβλημα,δεν είναι πιστευτή,
πως όμως κάτι είναι δυνατό και ταυτόχρονα δεν είναι πιστευτό,
αν είναι δυνατό,να πραχτεί,τότε είναι πιστευτό,ότι πραχτηκε,
ο άνθρωπος της πόρτας,ήταν πρώην εραστής της γυναίκας,είχαν χωρίσει φιλικα,η κοπέλα έφερε στο σπίτι έναν άλλον άντρα,η σχέση τους κράτησε ένα χρόνο,τόσο υπολόγισε,εκείνο το διάστημα είχε αποσυρθεί από το θέατρο,από τότε έχουν περάσει πέντε χρόνια,κάποιο διάστημα έλειπε αρκετούς μήνες στο εξωτερικό,γύρισε μόνη της,μετά είχε πολλούς εραστές,αυτούς που έβλεπε να φέρνει στο διαμέρισμα,μπορεί,φυσικα, να μην ήταν όλοι,μια φορά,τώρα τελευταία, τη συναντησε στην είσοδο της πολυκατοικίας,εκείνος έβγαινε κι εκείνη έμπαινε,δεν έδειξε να τον προσεξε,σαν να μην τον γνωριζε,
τον κούρασε η ιστορία του,ήταν δυνατή αλλά όχι πιστευτη,τον σταμάτησε,
τον ρώτησε αν έχει στη βιβλιοθήκη του την Histoire de ma vie του Giacomo Casanova,την είχε,δώρο από εκείνη,του είπε,ξεφυλλισε το βιβλίο,
σε κάποια σελίδα μια πρόταση ήταν υπογραμμισμένη με κόκκινο στυλό:The story she had told me was possible, but it was not believable,
μετά από δύο μέρες χωρίσαμε,του είπε,
ήταν βέβαιος πως αυτός δεν ήταν ο δολοφόνος,
ίσως η γυναίκα είχε συνήθεια να δωρίζει στους εραστές της το βιβλίο του Casanova,κι εκείνη τη μέρα της δολοφονίας της προόριζε να δωρίσει το βιβλίο που βρέθηκε στο διαμέρισμα της,
άνοιξε εκείνο το βιβλίο στη σελίδα της πρότασης,δεν ήταν υπογραμμισμένη,
σκέφτηκε,αντιστρέφονταας,ο δολοφόνος να της δώρισε το βιβλίο,αυτό είναι δυνατό και πιστευτό,
να,χαμογέλασε,ο πρώτη κλωστή του ιστού της αράχνης που θα παγιδεύσει τον δολοφόνο,
αυτό,σκέφτηκε,δεν είναι πιστευτό αν και είναι δυνατό,
Σημείωση:μέχρι τώρα το έγκλημα παραμένει μυστήριο
.
.
.
Οι εικόνες τους
(Ανθρώπινα Εσωτερικά)
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
είχαν πολλές συναντήσεις,αργότερα,μόνος,προσπαθούσε να την ανασυνθέσει,όπως ένα παζλ,ήτανε αρκετά δύσκολα,κάποτε πετύχενε,κοντά στο τέλος του,ένα δύο κομμάτια ελλειπαν,αδύνατο όμως να τα βρει,άλλοτε αποτυχία,ούτε να αρχίσει μπορούσε,εκείνη όταν συναντιόνταν του έκανε διάφορες ερωτήσεις,υποψιάστηκε ότι κι αυτή ήθελε να συνθέσει την εικόνα του,
κάνανε πιο πολύ παρέα,τώρα την πλησίαζε πιο πολύ,την σκεφτονταν συνέχεια,κατάλαβε ότι θέλανε να δημιουργήσουν τις εικόνες τους,όπως επιθυμούσαν να είναι ο ένας για τον άλλον,συμφώνησαν να μην κρύβονται,να μιλήσουν ανοιχτά,αυτό θα τους βοηθούσε,
.
.
.
Η εκδίκηση της Κλυταιμνήστρας
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Κληταιμνηστρα:
τα'χω χαμένα,καμια λογική,την θυμάμαι,με τρόμο,και ντροπή,να σπάζει τις κούκλες της,και να τις πνίγει στις πισίνες,και να γελάει,να γελάει,έκλεινα τ'αυτια μου,ήθελα να πεθάνω,να την σκοτώσω,τη μισούσα,όχι,όχι,δεν την αγαπούσα,δεν την γέννησα εγώ,δεν μπορεί να είναι κόρη μου,μεγάλωσε και δεν άλλαξε,κλείνεται στο δωματιο της,αρνηται να φάει,την ακουω να παίζει στο πιανο,ώρες ασταμάτητα,έπειτα σιωπή,μπορεί να πεθάνει έτσι,φοβάται μην πεθάνει όπως ο πατέρας της,στο δίχτυ τυλιγμένη,να την σφάζουν,ο Αίγισθος με μενα ,ο πατέρας της,δεν καταλαβαίνει,πως τιμωρήθηκε,την ρωτάω,Ηλέκτρα,που είναι η αδελφή σου;η αγαπημένη μου Ιφιγένεια;δεν απαντάει,με κοιτάζει με άγριο μίσος,με κατασπαράζει το μίσος της,έκανα το χρέος μου,εκδικήθηκα τον φονιά,είχε το θράσος να φέρει εδώ την ερωμένη του,είμαι γυναίκα δεν θα με εξεφτυλισει,ναι πήγα με τον ξάδελφο του τον Αίγισθο,ειμασταν εραστές πριν τον πόλεμο, ζηλεύει,τον θέλει δικό της,ντύνεται πρόστυχα,δείχνει τα βυζιά της μπροστά του,κάνει σαν πόρνη,το ξέρω πως τον παρασέρνει στο δωμάτιο της τις νυχτες,εκεί βγάζουν τα μάτια τους,τους ακούω και τους βλέπω,τον σιχαίνομαι τον Αίγισθο,δειλός,ανήθικος,ομως κάνει για την εκδίκηση μου,αν ήθελα τον σκότωνα με τα χέρια μου,τον έπνιγα την ώρα που κοιμάται,τον αφήνω να ζήσει,να τον σκοτώσει ο Ορέστης,το παιδί μου που θα σφάξει και μένα,αδύνατο ο άνθρωπος να αντιστέκεται στο πεπρωμένο,να θέλει να αλλάξει τη μοίρα του,τις τελευταίες μερες με καλοπιανει,θυμάται τα ευτυχισμενα παιδικά της χρόνια,μαζί μας,όσα λέει για τότε είναι ψέματα,προσποιούμαι πως τα θυμάμαι,τις λέω κι εγώ για τοτε,ψέματα,ευχαριστιεται να ακούει για τα περασμένα,είναι τρελή,όλα στοχεύουν στην εκδίκηση της,το φαρμακερό της βέλος θα μου τρυπισει το στήθος,το στήθος της μάνας,που τη βυζαξε,σε σκοτώνω μάνα,θα ουρλιάξει,απαίσιο στόμα θα με βρίζει,πουτανα μοιχαλιδα πρόστυχη μάνα,
απόψε,τ'αποφασισα, θα μπω αθόρυβα στο δωμάτιο της,θα σηκώσω το μαχαίρι,όχι δεν θα δειλιασω,θα ξεψυχήσει στον εφιάλτη της,ξέρω πως αντίθετα θα γίνουν τα πράγματα,δύο σκιές,η δικιά της και του Ορέστη,θα μας σφάξουν στο κρεβάτι,τη μισητή μάνα και τον μισητό Αίγισθο,λύτρωση για όλους μας η εκδίκηση
.
.
.
(Ανθρώπινα Εσωτερικά)
Η πραγματικη ιστορία
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
του διηγήθηκε μια ιστορία,'δυσκολα μπορώ να θυμηθω' είπε,ίσως έχει συμβεί αλλιώς,δεν έχει σημασία,μπορούσε να συμβει έτσι,'θελεις να συνεχίσω;' τον ρώτησε,'θελω'απαντησε,
όταν τελείωσε η ιστορία κατάλαβε πως ήταν πραγματική,'αυτη είναι μια πραγματική ιστορια'της είπε,'ακριβως'απαντησε εκείνη,τον κοίταξε στα μάτια,'συνεβηκε σε μας τους δυο',
είχε νυχτώσει,η γυναίκα σταμάτησε ένα ταξί,
άκουσε το χτύπημα στη πόρτα,άνοιξε,'βρεχει,του είπε,'γι'αυτο αργησα',
.
.
.
ένας ελεύθερος άνθρωπος
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
η στάση τους τον φόβιζε,ήξερε πως θα τον χρησιμοποιουσαν,δεν τον συνέλαβαν,όπως τους άλλους,που βασάνισαν,φυλάκισαν,εξόρισαν,τους απαγόρευσαν κάθε έκφραση,αυτός ήταν ελεύθερος,έτσι του είπαν,να γράφει να δημοσιεύει,και να λέει ότι θέλει,το καθεστώς τους δεν τον θεωρούσε επικίνδυνο,δεν ήθελαν να είναι φιλικός μαζί τους,αλλά να τους κρίνει συνεχώς,τα βιβλία του θα εκδίδονταν,τα θεατρικά του θα παίζονταν,θα έδινε διαλέξεις,συνεντεύξεις σε εφημερίδες περιοδικά και τηλεοράσεις,θα γίνονταν καθηγητής του Πανεπιστημίου και Ακαδημαϊκός,θα ζούσε σε πολυτελή βίλα,με υπηρετικό προσωπικό,
πέρασαν δύο χρόνια,ήταν ο τέλειος άνθρωπος του συστήματος,
σε μια συνάντηση του,την μοναδική σε αυτή την περίοδο, με έναν συνάδελφό του,αντίθετο,πολέμιο του καθεστώτος,εκφρασε την ντροπή του για την στάση του,
ο άλλος του είπε,με χαμηλή φωνή,πως ήταν η ελπίδα τους,το σύμβολο τους,στη μάχη κατά της δικτατορίας,και να συνεχίσει τον αγωνα,
σε λίγο καιρό το καθεστως κατερευσε,οι υπαίτιοικαι οι συναυτουργοι δικάστηκαν και φυλακίστηκαν,πολλοί εκτελέστηκαν,
αυτόν δεν τον πείραξε κανένας,σαν να μην άλλαξε τίποτα,μπορούσε να συνεχίσει την ιδια ζωη,
τότε κατάλαβε πως αυτή ήταν η τιμωρία του,η εκδίκηση τους,
σκέφτηκε να αυτοκτονισει,να εξαφανιστεί,τελικααποφάσισε να παραμεινει όπως ήταν,
ένας ελεύθερος άνθρωπος
.
.
.
ΤΟ ΤΕΛΕΙΟ ΕΓΚΛΗΜΑ
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
ο άνθρωπος,ραντεβού στις 10 το πρωί,ήρθε στο γραφείο του,ψηλός αδύνατος,κάθησε,'το όνομα μου'ειπε ' σε αυτή την υπόθεση δεν ειναι απαραιτητο',ζήτησε την άδεια να καπνίσει,άναψε τσιγάρο,'θα σας φανεί παράξενο αυτό που με έκανε να έρθω εδώ',το πρόσωπο του σοβαρεψε,σκλήρυνε,'θελω να μου σχεδιάσετε το τέλειο έγκλημα,θα σας πληρώσω ότι ποσον ζητησετε,εμπιστεύομαι την αυθεντία σας στη Λογικη',του κίνησε το ενδιαφερον η υπόθεση του,'συμφωνειτε;','συμφωνω' απαντησε,
του έδωσε όλα τα στοιχεία του εγκλήματος,το θύμα,τα κινητρα και τα αίτια,τους πιθανούς ενόχους,
ορίστηκε το ραντεβού σε μια εβδομάδα,την ίδια ώρα,
ο καθηγητής της Λογικής,εκείνη την εποχή εργάζονταν πάνω στη Λογική των εγκλημάτων του Άρθουρ Κόναν Ντόυλ με ντετέκτιβ τον Σέρλοκ Χολμς,άρχισε έρευνα για τα πρόσωπα της υπόθεσης,τους χώρους που κινούνται,
στο ραντεβου είχε έτοιμο το σχέδιο του τέλειου εγκλήματος,ο άντρας υπόγραψε μια επιταγή με ένα τεράστιο ποσό,
σε τρεις μέρες βρέθηκε δολοφονημένος μέσα στο γραφείο του από την καθαρίστρια απογευματινη ώρα ο καθηγητής της Λογικής,είχε πυροβοληθεί στο στήθος,
ήταν πεσμένος στο πάτωμα,πάνω στο γραφείο του ήταν,όπως αργότερα εξετασθηκε,το τελευταιο ατελείωτο έργο του,Η ΛΟΓΙΚΗ ΤΩΝ ΕΓΚΛΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΡΘΟΥΡ ΚΟΝΑΝ ΝΤΟΥΛ ΜΕ ΤΟΝ ΝΤΕΤΕΚΤΙΒ ΣΕΡΛΟΚ ΧΟΛΜΣ,και ένα παράδειγμα τέλειου εγκλήματος,ΤΟ ΤΕΛΕΙΟ ΕΓΚΛΗΜΑ,
.
.
.
.
Ατελείς Ιστορίες
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
1
Εκείνη τη νύχτα γύρισε σπίτι νωρίς.Δεν πεινούσε και δεν ετοίμασε για φαγητό.
Ανοιξε την τηλεόραση και σε λίγο την εκλεισε.Προσπαθησε να διαβάσει την εφημερίδα,
δεν μπόρεσε.Τηλεφωνησε.Εκανε λάθος.Ξαναπροσπαθησε,χκανένας δεν απαντησε.Εσβησε όλα τα φώτα κι έμεινε στο σκοτάδι .Ο θόρυβος της πόλης τον περικύκλωσε.Ακουσε βήματα και το κουδούνι της εξώπορτας να χτυπάει.Δεν ανοιξε.Τα βήματα απομακρύνθηκαν Σε λίγο χτύπησε το τηλέφωνο,δεν το σήκωσε,ξαναχτύπησε.Εκλεισε τα μάτια.Τιποτα δεν σκεφτονταν η' μάλλον τίποτα δεν μπορούσε να σκεφτει.Τοσα ψέματα για να τον βλάψουν.Να εκδικηθεί,το σκέφτηκε και ταυτόχρονα το απέρριψε.Πως θα περνούσε ο χρόνος;.
.
.
2
Το βράδυ πηγαν σε ένα κεντρικό εστιατόριο.Καποιος αντρας σηκώθηκε απ'το διπλανο τραπέζι και την χαιρέτησε.Φανηκε να τον γνώριζε καλά από τον τρόπο που του μιλουσε.Δεν την ρώτησε ποιος ήταν.Εκεινη του είπε πως παλιά είχαν ερωτικη σχέση.
Ο άντρας εφυγε.Του διηγήθηκε την ιστορία τους.Γνωριζε πως όλα όσα άκουγε ήταν ψευτικα.
.
.
3
μπροστά στο λιμάνι έπεσε βουτιά ένα κολυμβητης.Επειδη δεν βγήκε στην επιφάνεια ανησύχησαν.Εγιναν καταδύσεις και δεν βρέθηκε.Μετα από αρκετές μέρες αναδύθηκε,
όχι σε εκείνο το λιμάνι αλλά σε άλλο.
.
.
4
Κανενα από τα σχέδια εκδίκησης που σκέφτονταν δεν τον ικανοποιουσε.Ξαπλωσε στο κρεβάτι και κοιμηθηκε.Το πρωί έμαθε από τις εφημερίδες πως κάποιος άλλος έκανε την πράξη τόσο τελεια που κανένας δεν θα τον αποκαλυψει.
.
.
.
Enigma-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Ιστορίες του κ.Κ
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
1
ρωτήθηκε,από έναν φίλο του,ο κ.Κ να σχολιάσει την δημόσια τοποθέτηση ενός επωνύμου,'οτι πλέον δεν τον ενδιαφέρει αν ένας άνθρωπος πειναει'.
-ακρως ανθρωπιστική,απάντησε ο κ.Κ,
-μα είναι κυνική,αντέδρασε ο αλλος
-καθολου,σε αυτή στηρίζεται όλη η ανθρωπότητα,είπε με σοβαρή φωνή ο κ.Κ
.
2
-δεν σας φαίνεται ο κόσμος εφιαλτικος;
ξαναρωτήθηκε ο κ.Κ
-αν δεν ήταν έτσι δεν θα είχε κανένα ενδιαφέρον,
απάντησε πάλι με σοβαρή φωνή ο κ.Κ
.
.
.
(Ένα παραμύθι των αδελφών Γκριμ)
Για τον ψαρά και τη γυναίκα του
Ein Märchen der Brüder Grimm
Von dem Fischer und seiner Frau
-αποδοση-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
ήταν μια φορά ένας ψαράς και η γυναίκα του,που κατοικούσαν σε μια
μικρή ψαράδικη καλύβα,κοντά στη θάλασσα,κι ο ψαράς κάθε μέρα πήγαινε
και ψάρευε,
μια μέρα το αγκίστρι του βυθίστηκε βαθια στο βυθό κι έπιασε ένα μεγάλο ψαρι και το'τραβηξε εξω,τότε το ψάρι του μίλησε,
καλέ μου ψαρά,άσε με να ζήσω,δεν είμαι κανονικό ψάρι,αλλά ένας μαγεμένος
πρίγκιπας,δεν θα οφεληθεις να με σκοτώσεις,δεν είμαι νόστιμο,ρίξε με πάλι
στη θάλασσα,
αλήθεια,τι το χρειάζομαι ένα ψάρι που μιλάει,είπε ο ψαράς,και το'ριξε πάλι
στη θάλασσα,
όταν ο ψαράς γύρισε στη καλύβα του,άντρα μου,τίποτα δεν έπιασες σήμερα;,
του'πε η γυναίκα του,
όχι,της είπε,έπιασα ένα ψάρι που μιλούσε και μου'πε πως ένας μαγεμένος
πρίγκιπας ήταν,και το'ριξα πάλι στη θάλασσα
και δεν του'χεις τίποτα ζητήσει;,είπε η γυναίκα,
όχι,και τι έπρεπε να του ζητήσω;,είπε ο άντρας,
να του ζητούσες ένα σπιτάκι,να μην μενουμε στη καλύβα,είπε η γυναίκα,πήγαινε
και ζήτα το,
ο άντρας δεν ήθελε,αλλά η γυναίκα του επέμενε,και πηγε στη θάλασσα,
όταν πήγε εκεί η θάλασσα ήταν πράσινη και κίτρινη και λιγο θολή,
τότε φώναξε
ψαράκι ψαράκι
απ' τη θάλασσα βγες
η γυναίκα μου ,θέλει
κάτι να σου ζητησει,
ήρθε λοιπόν το ψάρι κι είπε,τι θέλεις;
κι εκεινος είπε τι ζητούσε η γυναίκα του,ένα σπιτάκι να μένουν,
πήγαινε,είπε το ψάρι,κι αυτό εγινε,
και γύρισε ο ψαράς και βρήκε τη γυναίκα να κάθεται μπροστά σ' ένα σπιτάκι,
και μπήκαν μέσα κι είδε να'χει δωμάτιο με κρεβάτια και κουζίνα μ'όλα τα
σκεύη και πίσω είχε μια μικρή αυλή με χήνες και παπιες κι έναν μικρό κήπο
με λάχανα και δέντρα με φρούτα,
βλέπεις,του'πε η γυναίκα,πόσο ευχάριστα τώρα είναι,
μετά έφαγαν και πήγαν στο κρεβάτι και κοιμηθηκαν,
πέρασαν οκτώ η' δεκατέσσερις μέρες και του'πε η γυναίκα,
άντρα μου,το σπιτάκι είναι στενό,κι η αυλή κι ο κήπος μικρός,πήγαινε στο
ψάρι και ζητά του ένα πύργο να μας δώσει να μενουμε,
ο άντρας δεν ήθελε,μας φτάνει αυτό,τι θέλουμε το μεγαλύτερο;,
η γυναίκα όμως επέμενε πολύ κι αναγκάστηκε να πάει με βαριά καρδια,
όταν έφτασε στη θάλασσα εκείνη ήταν μωβ και σκοτεινή γαλάζια και
γκρίζα,
τότε φωναξε
ψαράκι ψαράκι
απ' τη θάλασσα βγες
η γυναίκα μου ,θέλει
κάτι να σου ζητησει
τι θέλεις πάλι;,είπε το ψάρι,
η γυναίκα μου τώρα θέλει εναν πύργο,είπε αναστεναζοντας ο άντρας,
πήγαινε,είπε το ψάρι,κι αυτό εγινε,
και γύρισε ο ψαράς κι είδε έναν ψηλό πυργο και τη γυναίκα του σε μια μεγάλη
σκάλα,και μπήκαν μέσα στον πύργο,όλα ήταν από μάρμαρο,και πολλοί υπηρέτες,πολύτιμα χαλιά,και χρυσά τραπέζια και καθίσματα,κρυστάλλινοι πολυέλαιοι,πάνω στα τραπέζια όλων των ειδών τα φαγητά και τα πιο καλά κρασια,και πίσω μια μεγάλη αυλή με άλογα και άμαξες,κι ένας κήπος γεμάτος με τα πιο όμορφα λουλούδια και καρποφόρα δέντρα,και ένα δάσος με ζαρκάδια ελάφια και λαγούς για να κυνηγούν,
δεν είναι τώρα όμορφα;είπε η γυναίκα
ναι,είπε ο άντρας,ειναι,κι εδώ θα μένουμε ευτυχισμένοι,
έτσι είπαν και πήγαν να κοιμηθούν,
την άλλη μέρα ξύπνησε πρώτη η γυναίκα,και κοίταξε απ'το παράθυρο τη τεράστια γη που ήταν έξω,
και ξυπνώντας τον άντρα του'πε,
άντρα μου θέλω βασίλισσα να γίνω,να κυβερνώ αυτή τη γη,πήγαινε στο ψάρι και ζητα το,
τι'ναι αυτό τώρα που ζητάς;,είπε ο άντρας,βασίλισσα να γινεις;
αυτό θέλω και πήγαινε να το ζητήσεις,είπε η γυναικα,
κι αναγκάστηκε να πάει με πολύ βαριά καρδιά,
όταν έφτασε στη θάλασσα εκείνη ήταν σκοτεινή μαυρη και το νερό βρωμουσε,
τότε φωναξε,
ψαράκι ψαράκι
απ' τη θάλασσα βγες
η γυναίκα μου ,θέλει
κάτι να σου ζητησει
τι θέλεις πάλι τωρα;,είπε το ψάρι,
η γυναίκα μου τώρα θέλει βασίλισσα να γινει,είπε αναστεναζοντας ο άντρας
πήγαινε,είπε το ψάρι,κι αυτό εγινε,
και γύρισε ο ψαράς και στη θέση του πύργου είδε ένα παλάτι,με πύργους και πολεμίστρες, φρουροί στέκονταν στη πόρτα,και πολλοί στρατιώτες με σάλπιγγες και τρομπετες,
και μπήκε στο σπίτι,όλα ήταν από μάρμαρο και χρυσάφι και βελούδινα χαλιά,κι όταν από τη μεγάλη πόρτα μπήκε στην μεγάλη αίθουσα,εκεί ήταν γεμάτοι αυλικούς,κι είδε τη γυναίκα του να κάθεται σε έναν ψηλό θρόνο από χρυσό και διαμάντια και στο χερι της να κρατάει ένα χρυσό σκήπτρο με πολύτιμα πετράδια,
και στις δύο πλευρές της στέκονταν οι νεαρές κύριες των τιμών η μια ομορφότερη απ'την αλλη,
τώρα είσαι βασίλισσα ,της είπε
ναι,είμαι βασίλισσα ,του'πε η γυναίκα,
δεν περασε όμως πολύ καιρός και του είπε,
θέλω να γίνω αυτοκράτειρα,πήγαινε αμέσως στο ψάρι και ζητα το,
μα,αυτό δεν γίνεται,είπε ο άντρας,μια αυτοκράτειρα μόνο υπάρχει,
εγω,θέλω να γίνω,αυτοκράτειρα, επέμενε εκείνη,κι αφού το ψάρι μπόρεσε βασίλισσα να με κάνει μπορεί κι αυτοκράτειρα,
κι αναγκάστηκε παλι να πάει με πολύ βαριά καρδιά,
όταν έφτασε στη θάλασσα εκείνη ήταν κατασκοτεινη
κι ο δυνατός αέρας σήκωνε ψηλά κύματα κι ανεμοστροβιλο,
τότε φωναξε,
ψαράκι ψαράκι
απ' τη θάλασσα βγες
η γυναίκα μου ,θέλει
κάτι να σου ζητησει
τι θέλεις πάλι ;,είπε το ψάρι,
η γυναίκα μου τώρα θέλει αυτοκράτειρα να γινει,είπε βαριά αναστεναζοντας ο άντρας,
πήγαινε,είπε το ψάρι,κι αυτό εγινε,
και γύρισε ο ψαράς κι είδε έναν πύργο από αστραφτερό μαρμαρο αλαβαστρο και χρυσάφι,μπροστά στη πόρτα βάδιζαν σε παράταξη οι στρατιώτες και σαλπιζαν και τυμπανιζαν,και μέσα ήταν βαρόνοι και κομητες και δουκες,έτοιμοι να υπηρετήσουν,κι άνοιξαν οι χρυσές πόρτες και μπήκε στην αίθουσα που κάθονταν η γυναίκα του σ'ενα θρονο όλο χρυσό και πάρα πολύ ψηλό,και φορούσε μια μεγάλη χρυσή κορώνα με μπριλαντια,στο ένα χέρι κρατούσε το σκήπτρο και στ'αλλο την αυτοκρατορική σφαίρα,και στις δύο πλευρές της στέκονταν οι σωματοφύλακες σε δύο σειρές,από αυτον σαν γίγαντα τεράστιο μέχρι αυτον σαν το μικρο δακτυλακι νανο,και μπροστά πολλοί πρίγκιπες και δουκες,
ο ψαράς πέρασε ανάμεσα τους κι είπε στη γυναίκα του,
τώρα είσαι αυτοκράτειρα,
ναι είμαι αυτοκράτειρα,είπε εκεινη,
δεν περασε όμως πολύ καιρός και του'πε,
τώρα θέλω να γίνω παπας,πήγαινε στο ψάρι και ζητά το,
μα τι λες,ένας μονάχα παπας υπάρχει στους χριστιανούς,
αυτό θέλω,επέμενε εκείνη,να γίνω πάπας,και το ψάρι αφού μ'εκανε αυτοκράτειρα μπορεί να με κάνει και παπα,είμαι αυτοκράτειρα και σε διατάζω αμέσως να πας,
κι αναγκάστηκε παλι να πάει με πάρα πολύ βαριά καρδιά,
όταν έφτασε στη θάλασσα εκείνη ήταν πολύ σκοτεινη, η θύελλα σήκωνε μεγαλα κύματα και τα καράβια κινδύνευαν να βουλιαξουν,
τότε φωναξε,
ψαράκι ψαράκι
απ' τη θάλασσα βγες
η γυναίκα μου ,θέλει
κάτι να σου ζητησει
τι θέλεις πάλι ;,είπε το ψάρι,
η γυναίκα μου τώρα θέλει παπας να γινει,είπε βαριά αναστεναζοντας ο άντρας,
πήγαινε,είπε το ψάρι,κι αυτό εγινε,
και γύρισε ο ψαράς κι είδε μια μεγάλη εκκλησία,περιτριγυρισμένη από παλατια,και περνώντας μέσα απ'το μεγάλο πλήθος του κόσμου,μπήκε σε μια αίθουσα που τη φώτιζαν χιλιάδες φώτα,κι είδε τη γυναίκα του στολισμένη στα χρυσά ρούχα να κάθεται πάνω στον πιο ψηλό θρόνο και να φορεί τρεις χρυσές κορώνες στο κεφάλι της,γύρω της πολλοί ιερωμένοι,και στις δύο πλευρές της ήταν δύο σειρές λαμπάδες,από την λαμπάδα σαν τον πιο ψηλό πύργο μέχρι τη λαμπάδα σαν το πιο μικρο λυχναρι,κι όλοι οι αυτοκράτορες κι οι βασιλιάδες την προσκυνούσαν ,
γυναίκα τώρα,της είπε,είσαι παπας,
ναι,είπε εκείνη,τώρα είμαι πάπας,
έτσι είπαν και πήγαν να κοιμηθούν,
αλλ'ομως εκείνη δεν μπορούσε να κοιμηθεί,δεν την άφηνε η απληστια,τι άλλο μπορούσε να γίνει;,
ο άντρας κοιμόνταν βαθιά,κι εκείνη στριφογυρνουσε στο κρεβάτι όλη τη νύχτα,κι όταν ο ήλιος ανέτειλε,τότε πετάχτηκε απ'το κρεβάτι και πήγε στο παράθυρο,και κοιτούσε τον ήλιο,
γιατί να μην κυβερνήσω τον ήλιο,σκέφτηκε κι αμέσως έτρεξε και ξύπνησε τον άντρα της,
ξύπνα,του'πε,και πήγαινε αμέσως τωρα στο ψάρι,δεν μπορώ να ησυχάσω,και ζητα του να με κάνει θεό,
αυτό γυναίκα,δεν μπορεί να γίνει,της είπε ο άντρας,το ψάρι σε έκανε βασίλισσα αυτοκράτειρα παπα,θεό δεν μπορεί να σε κάνει,ας μείνεις παπας,
ακούς τι σου λέω,του φωναξε αγρια εκεινη,εμπρός πήγαινε αμέσως στο ψάρι να με κάνει θεό,
κι αναγκάστηκε παλι να πάει με πάρα πολύ βαριά καρδιά και πολύ φοβο,
όταν έφτασε στη θάλασσα
ήταν τρομερή καταιγίδα και δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια του,τα σπίτια και τα δέντρα έτρεμαν και τα βουνά σειωνταν και τα βράχια ξεκολλούσαν και κατρακυλούσαν στη θάλασσα, κι ο ουρανός ήταν πίσσα σκοτάδι,βροντουσε κι αστραφτε και τα κύματα ήταν τεράστια σαν καμπαναριά και βουνά,
τότε φωναξε πολύ δυνατα γιατί ούτε τη φωνή του δεν μπορούσε ν'ακουσει,
ψαράκι ψαράκι
απ' τη θάλασσα βγες
η γυναίκα μου ,θέλει
κάτι να σου ζητησει,
τι θέλεις πάλι ;,είπε το ψάρι,
η γυναίκα μου τώρα θέλει ο θεός να γινει,είπε βαριά αναστεναζοντας ο άντρας,
πήγαινε,είπε το ψάρι,και θα τη βρεις πάλι να κάθεται στο ψαράδικο καλυβάκι,
εκεί ακόμα αυτοί κάθονται μέχρι τη σημερινή μέρα,
.
.
Von dem Fischer und seiner Frau
Ein Märchen der Brüder Grimm
Von dem Fischer und seiner Frau
Es war einmal ein Fischer und seine Frau, die wohnten zusammen in einer kleinen Fischerhütte, dicht an der See, und der Fischer ging alle Tage hin und angelte: und angelte und angelte.
So saß er auch einmal mit seiner Angel und sah immer in das klare Wasser hinein: und so saß er nun und saß.
Da ging die Angel auf den Grund, tief hinunter, und als er sie heraufhohe, da holte er einen großen Butt heraus. Da sagte der Butt zu ihm: "Hör mal, Fischer, ich bitte dich, laß mich leben, ich bin kein richtiger Butt, ich bin ein verwunschener Prinz. Was hilft's dir denn, wenn du mich tötest? Ich würde dir doch nicht recht schmecken: Setz mich wieder ins Wasser und laß mich schwimmen." - "Nun," sagte der Mann, "du brauchst nicht so viele Worte zu machen: einen Butt, der sprechen kann, werde ich doch wohl schwimmen lassen." Damit setzte er ihn wieder in das klare Wasser. Da ging der Butt auf Grund und ließ einen langen Streifen Blut hinter sich. Da stand der Fischer auf und ging zu seiner Frau in die kleine Hütte.
"Mann," sagte die Frau, "hast du heute nichts gefangen?" - "Nein," sagte der Mann. "Ich fing einen Butt, der sagte, er wäre ein verwunschener Prinz, da hab ich ihn wieder schwimmen lassen." - "Hast du dir denn nichts gewünscht?" sagte die Frau. "Nein," sagte der Mann, "was sollte ich mir wünschen?" - "Ach," sagte die Frau, "das ist doch übel, immer hier in der Hütte zu wohnen: die stinkt und ist so eklig; du hättest uns doch ein kleines Häuschen wünschen können. Geh noch einmal hin und ruf ihn. Sag ihm, wir wollen ein kleines Häuschen haben, er tut das gewiß." - "Ach," sagte der Mann, "was soll ich da nochmal hingehen?" - "I," sagte die Frau, "du hattest ihn doch gefangen und hast ihn wieder schwimmen lassen - er tut das gewiß. Geh gleich hin!" Der Mann wollte noch nicht recht, wollte aber auch seiner Frau nicht zuwiderhandeln und ging hin an die See.
Als er dorthin kam, war die See ganz grün und gelb und gar nicht mehr so klar. So stellte er sich hin und sagte:
"Männlein, Männlein, Timpe Te,
Buttje, Buttje in der See,
Meine Frau, die Ilsebill,
Will nicht so, wie ich wohl will."
Da kam der Butt angeschwommen und sagte: "Na, was will sie denn?" - "Ach," sagte der Mann, "ich hatte dich doch gefangen; nun sagt meine Frau, ich hätt mir doch was wünschen sollen. Sie mag nicht mehr in der Hütte wohnen, sie will gern ein Häuschen." - "Geh nur," sagte der Butt, "sie hat es schon."
Da ging der Mann hin, und seine Frau saß nicht mehr in der kleinen Hütte, denn an ihrer Stelle stand jetzt ein Häuschen, und seine Frau saß vor der Türe auf einer Bank. Da nahm ihn seine Frau bei der Hand und sagte zu ihm: "Komm nur herein, sieh, nun ist doch das viel besser." Da gingen sie hinein, und in dem Häuschen war ein kleiner Vorplatz und eine kleine reine Stube und Kammer, wo jedem sein Bett stand, und Küche und Speisekammer, alles aufs beste mit Gerätschaften versehen und aufs schönste aufgestellt, Zinnzeug und Messing, was eben so dazugehört. Dahinter war auch ein kleiner Hof mit Hühnern und Enten und ein kleiner Garten mit Grünzeug und Obst. "Sieh," sagte die Frau, "ist das nicht nett?" - "Ja," sagte der Mann, "so soll es bleiben; nun wollen wir recht vergnügt leben." - "Das wollen wir uns bedenken," sagte die Frau. Dann aßen sie etwas und gingen zu Bett.
So ging es wohl nun acht oder vierzehn Tage, da sagte die Frau: "Hör, Mann, das Häuschen ist auch gar zu eng, und der Hof und der Garten ist so klein: der Butt hätt uns auch wohl ein größeres Haus schenken können. Ich möchte wohl in einem großen steinernen Schloß wohnen. Geh hin zum Butt, er soll uns ein Schloß schenken." - "Ach Frau," sagte der Mann, "das Häuschen ist ja gut genug, warum wollen wir in einem Schloß wohnen?" -"I was," sagte die Frau, "geh du man hin, der Butt kann das schon." - "Nein, Frau," sagte der Mann, "der Butt hat uns erst das Häuschen gegeben. Ich mag nun nicht schon wieder kommen, den Butt könnte das verdrießen." - "Geh doch," sagte die Frau, "er kann das recht gut und tut es auch gern; geh du nur hin." Dem Mann war sein Herz so schwer, und er wollte nicht; er sagte zu sich selber: "Das ist nicht recht." Aber er ging doch hin.
Als er an die See kam, war das Wasser ganz violett und dunkelblau und grau und dick, und gar nicht mehr so grün und gelb, doch war es noch still. Da stellte er sich hin und sagte:
"Männlein, Männlein, Timpe Te,
Buttje, Buttje in der See,
Meine Frau, die Ilsebill,
Will nicht so, wie ich wohl will."
"Na, was will sie denn?" sagte der Butt. "Ach," sagte der Mann, halb betrübt, "sie will in einem großen steinernen Schloß wohnen." - "Geh nur hin, sie steht vor der Tür," sagte der Butt.
Da ging der Mann hin und dachte, er wollte nach Hause gehen, als er aber dahin kam, da stand dort ein großer steinerner Palast, und seine Frau stand oben auf der Treppe und wollte hineingehen: da nahm sie ihn bei der Hand und sagte: "Komm nur herein." Damit ging er mit ihr hinein, und in dem Schloß war eine große Diele mit einem marmornen Estrich, und da waren so viele Bediente, die rissen die großen Türen auf, und die Wände waren alle blank und mit schönen Tapeten ausgestattet, und in den Zimmern lauter goldene Stühle und Tische, und kristallene Kronleuchter hingen von der Decke; alle Stuben und Kammern waren mit Fußdecken versehen. Auf den Tischen stand das Essen und der allerbeste Wein, daß sie fast brechen wollten. Und hinter dem Haus war auch ein großer Hof mit Pferde- und Kuhstall, und Kutschwagen: alles vom allerbesten; auch war da ein großer herrlicher Garten mit den schönsten Blumen und feinen Obstbäumen, und ein herrlicher Park, wohl eine halbe Meile lang, da waren Hirsche und Rehe drin und alles, was man nur immer wünschen mag. "Na," sagte die Frau, "ist das nun nicht schön?" - "Ach ja," sagte der Mann, "so soll es auch bleiben. Nun wollen wir auch in dem schönen Schloß wohnen und wollen zufrieden sein." - "Das wollen wir uns bedenken," sagte die Frau, "und wollen es beschlafen." Darauf gingen sie zu Bett.
Am andern Morgen wachte die Frau als erste auf; es war gerade Tag geworden, und sah von ihrem Bett aus das herrliche Land vor sich liegen. Der Mann reckte sich noch, da stieß sie ihn mit dem Ellbogen in die Seite und sagte: "Mann, steh auf und guck mal aus dem Fenster. Sieh, können wir nicht König werden über all das Land? Geh hin zum Butt, wir wollen König sein." - "Ach Frau," sagte der Mann, "warum wollen wir König sein?" - "Nun," sagte die Frau, "willst du nicht König sein, so will ich König sein. Geh hin zum Butt, ich will König sein." - "Ach Frau," sagte der Mann, "was willst du König sein? Das mag ich ihm nicht sagen." - "Warum nicht?" sagte die Frau, "geh stracks hin, ich muß König sein." Da ging der Mann hin und war ganz bedrückt, daß seine Frau König werden wollte. Das ist und ist nicht recht, dachte der Mann. Er wollte nicht hingehen, ging aber dann doch hin.
Und als er an die See kam, war die See ganz schwarzgrau, und das Wasser drängte so von unten herauf und stank auch ganz faul. Da stellte er sich hin und sagte:
"Männlein, Männlein, Timpe Te,
Buttje, Buttje in der See,
Meine Frau, die Ilsebill,
Will nicht so, wie ich wohl will."
"Na, was will sie denn?" sagte der Butt. "Ach," sagte der Mann, "sie will König werden." - "Geh nur hin, sie ist es schon," sagte der Butt.
Da ging der Mann hin, und als er zu dem Palast kam, war das Schloß viel größer geworden, mit einem großen Turm und herrlichem Zierat daran: und die Schildwache stand vor dem Tor, und da waren so viele Soldaten und Pauken und Trompeten. Und als er in das Haus kam, so war alles von purem Marmor und Gold, und sammtne Decken und große goldene Quasten. Da gingen die Türen von dem Saal auf, wo der ganze Hofstaat war, und seine Frau saß auf einem hohen Thron von Gold und Diamanten und hatte eine große goldene Krone auf und das Zepter in der Hand von purem Gold und Edelstein. Und auf beiden Seiten von ihr standen sechs Jungfrauen in einer Reihe, immer eine einen Kopf kleiner als die andere. Da stellte er sich hin und sagte: "Ach Frau, bist du nun König?" - "Ja," sagte die Frau, "nun bin ich König." Da stand er nun und sah sie an; und als er sie eine Zeitlang so angesehen hatte, sagte er: "Ach Frau, was ist das schön, daß du nun König bist! Nun wollen wir uns auch nichts mehr wünschen." - "Nein, Mann," sagte die Frau, und war ganz unruhig, "mir wird schon Zeit und Weile lang, ich kann das nicht mehr aushalten. Geh hin zum Butt: König bin ich, nun muß ich auch Kaiser werden." - "Ach Frau," sagte der Mann, "warum willst du Kaiser werden?" - "Mann," sagte sie, "geh zum Butt, ich will Kaiser sein!" - "Ach Frau," sagte der Mann, "Kaiser kann er nicht machen, ich mag dem Butt das nicht zu sagen; Kaiser ist nur einmal im Reich: Kaiser kann der Butt nicht machen." - "Was," sagte die Frau, "ich bin König, und du bist doch mein Mann; willst du gleich hingehen? Gleich geh hin! - Kann er Könige machen, so kann er auch Kaiser machen; ich will und will Kaiser sein! Geh gleich hin!" Da mußte er hingehen. Als der Mann aber hinging, war ihm ganz bang; und als er so ging, dachte er bei sich: Das geht und geht nicht gut: Kaiser ist zu unverschämt, der Butt wird's am Ende leid. Inzwischen kam er an die See. Da war die See noch ganz schwarz und dick und fing an, so von unten herauf zu schäumen, daß sie Blasen warf; und es ging so ein Wirbelwind über die See hin, daß sie sich nur so drehte. Und den Mann ergriff ein Grauen. Da stand er nun und sagte:
"Männlein, Männlein, Timpe Te,
Buttje, Buttje in der See,
Meine Frau, die Ilsebill,
Will nicht so, wie ich wohl will."
"Na, was will sie denn?" sagte der Butt. "Ach, Butt," sagte er, "meine Frau will Kaiser werden." - "Geh nur hin," sagte der Butt, "sie ist es schon."
Da ging der Mann hin, und als er dort ankam, war das ganze Schloß von poliertem Marmor mit Figuren aus Alabaster und goldenen Zieraten. Vor der Tür marschierten die Soldaten, und sie bliesen Trompeten und schlugen Pauken und Trommeln; aber in dem Hause, da gingen die Barone und Grafen und Herzöge herum und taten, als ob sie Diener wären. Die machten ihm die Türen auf, die von lauter Gold waren. Und als er hereinkam, da saß seine Frau auf einem Thron, der war von einem Stück Gold und war wohl zwei Meilen hoch; und sie hatte eine große goldene Krone auf, die war drei Ellen hoch und mit Brillanten und Karfunkelsteinen besetzt. In der einen Hand hatte sie das Zepter und in der andern den Reichsapfel, und auf beiden Seiten neben ihr, da standen die Trabanten so in zwei Reihen, immer einer kleiner als der andere, von dem allergrößten Riesen, der war zwei Meilen hoch, bis zu dem allerwinzigsten Zwerg, der war so groß wie mein kleiner Finger. Und vor ihr standen viele Fürsten und Herzöge. Da trat nun der Mann zwischen sie und sagte: "Frau, bist du nun Kaiser?" - "Ja," sagte sie, "ich bin Kaiser." Da stellte er sich nun hin und besah sie sich recht, und als er sie so eine Zeitlang angesehen hatte, da sagte er: "Ach, Frau, wie steht dir das schön, daß du Kaiser bist." - "Mann," sagte sie, "was stehst du da? Ich bin nun Kaiser, nun will ich auch Papst werden; geh hin zum Butt." - "Ach Frau," sagte der Mann, "was willst du denn nicht alles? Papst kannst du nicht werden, ihn gibt's nur einmal in der Christenheit: das kann er doch nicht machen!" - "Mann," sagte sie, "ich will Papst werden, geh gleich hin, ich muß heute noch Papst werden." - "Nein, Frau," sagte der Mann, "das mag ich ihm nicht sagen, das ist nicht gut, das ist zuviel verlangt, zum Papst kann dich der Butt nicht machen." - "Mann, schwatz kein dummes Zeug!" sagte die Frau. "Kann er Kaiser machen, so kann er auch einen Papst machen. Geh sofort hin; ich bin Kaiser, und du bist doch mein Mann. Willst du wohl hingehen?" Da wurde ihm ganz bang zumute, und er ging hin, aber ihm war ganz flau dabei; er zitterte und bebte, und die Knie und Waden schlotterten ihm. Und da strich so ein Wind über das Land , und die Wolken flogen, und es wurde so düster wie gegen den Abend zu: die Blätter wehten von den Bäumen, und das Wasser ging hoch und brauste so, als ob es kochte, und platschte an das Ufer, und in der Ferne sah er die Schiffe, die gaben Notschüsse ab und tanzten und sprangen auf den Wogen. Doch war der Himmel in der Mitte noch ein bißchen blau, aber an den Seiten, da zog es so recht rot auf wie ein schweres Gewitter. Da ging er ganz verzagt hin und stand da in seiner Angst und sagte:
"Männlein, Männlein, Timpe Te,
Buttje, Buttje in der See,
Meine Frau, die Ilsebill,
Will nicht so, wie ich wohl will."
"Na, was will sie denn?" sagte der Butt. "Ach"; sagte der Mann, "sie will Papst werden." - "Geh nur hin, sie ist es schon," sagte der Butt.
Da ging er hin, und als er ankam, da war da eine große Kirche, von lauter Palästen umgeben. Da drängte ersieh durch das Volk; inwendig war aber alles mit tausend und tausend Lichtern erleuchtet, und seine Frau war ganz in Gold gekleidet und saß auf einem noch viel höheren Thron und hatte drei große goldene Kronen auf, und um sie herum, da war so viel geistlicher Staat, und zu beiden Seiten von ihr, da standen zwei Reihen Lichter, das größte so dick und so groß wie der allergrößte Turm, bis zu dem allerkleinsten Küchenlicht. Und all die Kaiser und Könige, die lagen vor ihr auf den Knien und küßten ihr den Pantoffel. "Frau," sagte der Mann und sah sie so recht an, "bist du nun Papst?" - "Ja," sagte sie, "ich bin Papst." Da ging er hin und sah sie recht an, und da war ihm, als ob er in die helle Sonne sähe. Als er sie so eine Zeitlang angesehen hatte, sagte er: "Ach Frau, wie gut steht dir das, daß du Papst bist!" Sie saß aber ganz steif wie ein Baum und rührte und regte sich nicht. Da sagte er: "Frau, nun sei zufrieden, daß du Papst bist, denn nun kannst du doch nichts mehr werden." - "Das will ich mir bedenken," sagte die Frau. Damit gingen sie beide zu Bett. Aber sie war nicht zufrieden, und die Gier ließ sie nicht schlafen; sie dachte immer, was sie noch werden könnte.
Der Mann schlief recht gut und fest, er hatte am Tag viel laufen müssen; die Frau aber konnte gar nicht einschlafen und warf sich die ganze Nacht von einer Seite auf die andere und dachte immer darüber nach, was sie wohl noch werden könnte, und konnte sich doch auf nichts mehr besinnen. Indessen wollte die Sonne aufgehen, und als sie das Morgenrot sah, setzte sie sich aufrecht im Bett hin und sah da hinein. Und als sie aus dem Fenster die Sonne so heraufkommen sah: Ha, dachte sie, kann ich nicht auch die Sonne und den Mond aufgehen lassen? - "Mann," sagte sie und stieß ihn mit dem Ellenbogen in die Rippen; "wach auf, geh hin zum Butt, ich will werden wie der liebe Gott." Der Mann war noch ganz schlaftrunken, aber er erschrak so, daß er aus dem Bett fiel. Er meinte, er hätte sich verhört, rieb sich die Augen aus und sagte: "Ach Frau, was sagst du?" - "Mann," sagte sie, "wenn ich nicht die Sonne und den Mond kann aufgehen lassen, das kann ich nicht aushalten, und ich habe keine ruhige Stunde mehr, daß ich sie nicht selbst kann aufgehen lassen." Dabei sah sie ihn ganz böse an, daß ihn ein Schauder überlief. "Gleich geh hin, ich will werden wie der liebe Gott." - "Ach Frau," sagte der Mann und fiel vor ihr auf die Knie, "das kann der Butt nicht. Kaiser und Papst kann er machen; - ich bin dich, geh in dich und bleibe Papst." Da überkam sie die Bosheit, die Haare flogen ihr so wild um den Kopf und sie schrie: "Ich halte das nicht aus! Und ich halte das nicht länger aus! Willst du hingehen?!" Da zog er sich die Hose an und lief davon wie unsinnig.
Draußen aber ging der Sturm und brauste, daß er kaum auf den Füßen stehen konnte. Die Häuser und die Bäume wurden umgeweht, und die Berge bebten, und die Felsenstücke rollten in die See, und der Himmel war ganz pechschwarz, und es donnerte und blitzte, und die See ging in so hohen schwarzen Wogen wie Kirchtürme und Berge, und hatten oben alle eine weiße Schaumkrone auf. Da schrie er, und konnte sein eigenes Wort nicht hören:
"Männlein, Männlein, Timpe Te,
Buttje, Buttje in der See,
Meine Frau, die Ilsebill,
Will nicht so, wie ich wohl will."
"Na, was will sie denn?" sagte der Butt. "Ach," sagte er, "sie will werden wie der liebe Gott." - "Geh nur hin, sie sitzt schon wieder in der Fischerhütte."
Da sitzen sie noch bis auf den heutigen Tag.
.
.
.
Abstract XIIIX-2μ χ 3μ-χνκουβελης cncouvelis
Συν -διηγησεις
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
1
μια γυναίκα πέρασε με ποδήλατο,άρχισε να βρέχει,όλο δυνάμωνε η βροχή,
πήγε σε ένα υπόστεγο να προφυλαχτεί,κάποτε σταμάτησε,είδε τη γυναίκα
να ξαναπερνα,',ο κόσμος αποκτά ρυθμο' σκέφτηκε και χαμογέλασε,
.
2
το 1922 ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ ήταν ανταποκριτής της Toronto Star στη Σμύρνη
και γράφει:...είχαμε εντολή να μην κάνουμε τίποτα...
.
3
ο Φίλιππος φίλος του ποιητή Τάκη Σινόπουλου εκτελέστηκε από τους Γερμανούς
το 1942,
ο άλλος Φίλιππος ένας Μακεδόνας από τη Καστοριά η' την Έδεσσα βυθίστηκε
στον εμφύλιο,δεν τον ξαναδε κανένας,και ποτέ δεν θα μάθουμε την ιστορία του,
Εικόνα 1.ακινητη κοιλάδα
Εικόνα 2.ενας κακός χειμώνας
Εικόνα 3.το καφενείο(Λάρισα)
Εικόνα 4.πυροβολισμοι
Εικόνα 5.η κυρία Πανδώρα και ο άντρα της στο σανατόριο
(φωτόγραφια,πριν το '44 )
άνοιξε το σημείωμα,διάβασε:
Δεν θα ξανάρθει ο Φιλιππος
σε ποια πατρίδα;συλλογιστηκα
.
.
.
Η υπόθεση του πινακα
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
1ενα επαγγελματικό ραντεβού,πόζαρε για τον πίνακα του,τελείωσε,πληρώθηκε,
δύο μέρες μετά τον πήρε τηλέφωνο,'θελεις να συναντηθούμε;'ρωτησε η γυναίκα,
συναντήθηκαν,εκεί του είπε για την προσωπική της ζωή,
πέρασαν περίπου τρεις μηνες,χωρίς κάποια επαφή,
στην έκθεση την είδε,την πλησίασε,δεν πρόλαβε,ένας κύριος ήταν σύνοδος της,κάτι της είπε στο αυτί,εκείνη γέλασε,και τον αγκάλιασε,
ο κύριος ζήτησε τον πίνακα,του είπε ότι είχε ήδη πουληθεί,έλεγε ψέματα,
αυτός ο πίνακας δεν πουλήθηκε στην έκθεση,τον είχε στο σαλόνι του,δεν θα
τον πουλούσε ποτέ,
μετά από καιρό χτύπησε το τηλέφωνο του,ήταν εκείνη,'γιατι δεν πούλησες τον πίνακα;το ποσό ήταν τεραστιο',
δεν της απάντησε κι έκλεισε το τηλέφωνο,
σε λίγο άκουσε το κουδούνι της πόρτας,άνοιξε την πορτα,ήταν εκείνη,'δεν σε πειράζει να κοιμηθώ απόψε εδώ;'του είπε,'χωρισα,και σκέφτηκα εσενα','δεν με πειραζει'της είπε,'απο τότε που δεν αγόρασε τον πίνακα η ζωή μαζί του ήταν ανυποφορη',είπε η γυναίκα,'θελω να τον καταστρέψεις',κατέβασε τον πίνακα,
με ένα λευκό χρώμα τον κάλυψε,'τον εσβησα' της είπε,χαμογελασε,
κοιμήθηκε,
το πρωί όταν σηκώθηκε την βρήκε στο σαλόνι,
'τελικά η καταστροφή του πίνακα δεν εγινε'
είπε η γυναίκα και βγάζοντας ένα περίστροφο τον σημάδεψε
'τωρα γινεται,νταρλινγκ' συνέχισε χαμογελωντας
και τον πυροβολησε
.
.
.
Αριστοφάνης, Θεσμοφοριάζουσες,411 π.Χ
(Κατηγοριες του Ευριπίδη κατά των γυναικών)
στίχοι 383-432
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Γυνὴ Α
από καμιά ανάγκη για επίδειξη μα τη θεα
να μιλήσω δεν σηκώθηκα,γυναίκες,αλλά γιατί
βαριά το'χω η δυστυχη πολύ καιρό τώρα
να βλέπω να διασύρομαστε απ' τον
Ευριπίδη τον γιο μιας λαχανους
και πολλά και διάφορα ν'ακουω ασχημα
γιατί αυτός δεν μας λούζει με βρισιες;
και που δεν μας διαβάλει;όπου εν ολίγοις
είναι θεατές και τραγωδία και χοροί;
πουτανες,γκομενες αντρών μας λέει,
κρασοκανατες,άπιστες,γλωσσοκοπανες,
ανομαλες,των αντρών το βασανο
ωστε μόλις γυρίζουν απ' το θέατρο
μας κρυφοβλέπουν και κοιτάζουν
μήπως κάποιος γκόμενος μέσα είναι κρυμμενος
και δεν μπορούμε τίποτα να κάνουμε όπως
πριν,τέτοιες ιδέες αυτος έβαλε στα μυαλά
των αντρών μας,ώστε αν κάποια γυναίκα
πλέκει στεφάνι,ερωτευμένη θα'ναι,αν της πέσει
καποια κατσαρολα όταν πηγαινοέρχεται στο σπίτι
ο άντρας τη ρωτά,για ποιον έσπασες τη χύτρα;
μάλλον για κείνον τον Κορίνθιο τον ξένο,
κι αν κάποια αδιαθετησει,αμέσως ο αδερφός λέει,
αυτό το χρώμα της κοπέλας καθόλου δεν μ'αρεσει
κι αν,κάποια γυναίκα στείρα θέλει να παρουσιάσει
ένα παιδί για δικο της,αυτό δεν θα μείνει κρυφό,
γιατί οι άντρες κάθονται κοντά της και δεν ειναι μόνη,
πρώτα οι γέροντες μικρές έπαιρναν,αλλά τις διεβαλε,
ώστε κανένας γέροντας,να μη θέλει
να παντρευτεί γυναίκα γι'αυτον δω τον στίχο
γιατί τύραννος στον γέροντα γαμπρό η γυναικα
γι'αυτό στους γυναικωνίτες κλείνοντας μας με κλειδαριές
κι αμπαρες μας παρακολουθούν κι ακόμα Μολοσσούς
τρέφουν αγριοσκυλους για να τρομάζουν τους γαμιαδες
εντάξει αυτά ας είναι,αλλά πριν εμείς κουμανταραμε
στο σπίτι,και παίρναμε κρυφα τ'αλευρι το λάδι
το κρασί,τώρα τίποτα απ' αυτά δεν μπορούμε,
γιατί οι άντρες τώρα έχουν πάνω τους κλειδιά
μυστικά δυσχρηστα απ' τη Λακωνία,που'χουν τρία δοντια,
πρώτα όμως με τρεις οβολούς έκανες αντικλειδι
κι άνοιγες τη πόρτα,αλλά τώρα αυτός ο αρουραιος Ευριπίδης
τους δασκαλεψε σκωροφαγωμενες να'χουν σφραγιδουλες
πάνω τους κρεμασμενες,τώρα λοιπόν η γνώμη μου ειναι
απ'τον όλεθρο μας ν'απαλλαχτούμε με κάποιο τροπο
η' με φάρμακι η' με κάποιο σχέδιο,για να πεθανει,αυτα'γω
δημόσια τα λέω,τ'αλλα θα τα καταγράψουμε με τη γραμματεα
.
.
Γυνὴ Α
φιλοτιμίᾳ μὲν οὐδεμιᾷ μὰ τὼ θεὼ
λέξουσ᾽ ἀνέστην ὦ γυναῖκες: ἀλλὰ γὰρ
385βαρέως φέρω τάλαινα πολὺν ἤδη χρόνον
προπηλακιζομένας ὁρῶς ἡμᾶς ὑπὸ
Εὐριπίδου τοῦ τῆς λαχανοπωλητρίας
καὶ πολλὰ καὶ παντοῖ᾽ ἀκουούσας κακά.
τί γὰρ οὗτος ἡμᾶς οὐκ ἐπισμῇ τῶν κακῶν;
390ποῦ δ᾽ οὐχὶ διαβέβληχ᾽, ὅπουπερ ἔμβραχυ
εἰσὶν θεαταὶ καὶ τραγῳδοὶ καὶ χοροί,
τὰς μοιχοτρόπους, τὰς ἀνδρεραστίας καλῶν,
τὰς οἰνοπότιδας, τὰς προδότιδας, τὰς λάλους,
τὰς οὐδὲν ὑγιές, τὰς μέγ᾽ ἀνδράσιν κακόν:
395ὥστ᾽ εὐθὺς εἰσιόντες ἀπὸ τῶν ἰκρίων
ὑποβλέπουσ᾽ ἡμᾶς σκοποῦνταί τ᾽ εὐθέως
μὴ μοιχὸς ἔνδον ᾖ τις ἀποκεκρυμμένος.
δρᾶσαι δ᾽ ἔθ᾽ ἡμῖν οὐδὲν ὥσπερ καὶ πρὸ τοῦ
ἔξεστι: τοιαῦθ᾽ οὗτος ἐδίδαξεν κακὰ
400τοὺς ἄνδρας ἡμῶν: ὥστ᾽ ἐάνπερ τις πλέκῃ
γυνὴ στέφανον, ἐρᾶν δοκεῖ: κἂν ἐκβάλῃ
σκεῦός τι κατὰ τὴν οἰκίαν πλανωμένη,
ἁνὴρ ἐρωτᾷ, 'τῷ κατέαγεν ἡ χύτρα;
οὐκ ἔσθ᾽ ὅπως οὐ τῷ Κορινθίῳ ξένῳ.'
405κάμνει κόρη τις, εὐθὺς ἁδελφὸς λέγει,
‘τὸ χρῶμα τοῦτό μ᾽ οὐκ ἀρέσκει τῆς κόρης.’
εἶεν, γυνή τις ὑποβαλέσθαι βούλεται
ἀποροῦσα παίδων, οὐδὲ τοῦτ᾽ ἔστιν λαθεῖν.
ἅνδρες γὰρ ἤδη παρακάθηνται πλησίον:
410πρὸς τοὺς γέροντάς θ᾽ οἳ πρὸ τοῦ τὰς μείρακας
ἤγοντο, διαβέβληκεν, ὥστ᾽ οὐδεὶς γέρων
γαμεῖν ἐθέλει γυναῖκα διὰ τοὔπος τοδὶ
‘δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή.’
εἶτα διὰ τοῦτον ταῖς γυναικωνίτισιν
415σφραγῖδας ἐπιβάλλουσιν ἤδη καὶ μοχλοὺς
τηροῦντες ἡμᾶς, καὶ προσέτι Μολοττικοὺς
τρέφουσι μορμολυκεῖα τοῖς μοιχοῖς κύνας.
καὶ ταῦτα μὲν ξυγγνώσθ᾽. ἃ δ᾽ ἦν ἡμῖν πρὸ τοῦ
αὐταῖς ταμιεῦσαι καὶ προαιρούσαις λαθεῖν
420ἄλφιτον ἔλαιον οἶνον, οὐδὲ ταῦτ᾽ ἔτι
ἔξεστιν. οἱ γὰρ ἄνδρες ἤδη κλῄδια
αὐτοὶ φοροῦσι κρυπτὰ κακοηθέστατα
Λακωνίκ᾽ ἄττα, τρεῖς ἔχοντα γομφίους.
πρὸ τοῦ μὲν οὖν ἦν ἀλλ᾽ ὑποῖξαι τὴν θύραν
425ποιησαμέναισι δακτύλιον τριωβόλου,
νῦν δ᾽ οὗτος αὐτοὺς ᾡκότριψ Εὐριπίδης
ἐδίδαξε θριπήδεστ᾽ ἔχειν σφραγίδια
ἐξαψαμένους. νῦν οὖν ἐμοὶ τούτῳ δοκεῖ
ὄλεθρόν τιν᾽ ἡμᾶς κυρκανᾶν ἁμωσγέπως,
430ἢ φαρμάκοισιν ἢ μιᾷ γέ τῳ τέχνῃ,
ὅπως ἀπολεῖται. ταῦτ᾽ ἐγὼ φανερῶς λέγω,
τὰ δ᾽ ἄλλα μετὰ τῆς γραμματέως συγγράψομαι.
.
.
.
Η εκτέλεση
χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
-κυριε εν ονόματι του νόμου συλλαμβανεστε,
δεν αντιστάθηκε,ηξερε
οι κατηγορίες θα ήταν ατρανταχτες,πολυτελη αυτοκινητα,βίλες,βιασμοί κοριτσιών και γυναικών,κατά προτιμιση αθλήτριες και σοπράνος,ιθύνων νους μυστικών υπηρεσιών,εκατομμύρια προγραφές,συλλήψεις,βασανιστήρια,ομολογίες με επιβολη βία,εκτοπισμοι,εκτελεσεις,
-ντυθειτε,παρακαλώ,
ακουε το βουητό της πόλης,ένα εκκοφαντικο κορναρισμα,ο ήχος του ασθενοφόρου,
η γάτα δεν καταλάβαινε,τριφτηκε στα πόδια του,
-αν θέλεις,μπορείς να την πάρεις μαζί σου,του είπαν,
-δεν πειράζει,είπε,ας μείνει σπίτι,η ' καλύτερα αφήστε την πόρτα ανοιχτη να φύγει,
της έδωσαν μια κλωτσιά,
στο αυτοκίνητο της ασφάλειας,στο πίσω κάθισμα,αριστερά δεξιά του οι αστυνομικοί,ενα αυτοκίνητο έστριψε μπροστά τους απροειδοποιητα,-σιγα θα μας σκοτώσεις,φώναξε ο οδηγός,και κορναρε,
στο απότομο φρένο τρανταχτηκε μπροστά,
στην απομόνωση ζήτησε το βιβλίο του Γερμανού φιλοσόφου Μαξ Στίρνερ Der Einzige und sein Eigentum,Ο μοναδικός και η ιδιοκτησία του,
αδιαφορεσε για όλες τις διαδικασίες,στον ανακριτή δεν μίλησε,
-εσυ ένας αλλος Χίμλερ,δεν μιλάς;,άκουσε έναν δικαστή,
-θελω να μου προμηθευσετε υδροκυάνιο,είπε,
ήξερε ότι αυτοί θα διάλεγαν τον τρόπο του τέλους του,
παρέλασαν μάρτυρες κατηγορίες πολλές αθλήτριες και σοπράνος,όλες είχαν μια ιστορία εις βάρος του να διηγηθούν,αυτός δεν θυμόταν τίποτα,
-εγινε αυτό που κατηγορησε;
-ναι,έγινε,απαντούσε,
έβλεπε τους συγγενείς των θυμάτων του,γονείς,συζύγους,παιδιά,-αυτος τον σκότωσε,
στο κελί της απομόνωσης συνέχιζε το βιβλίο του Στίρνερ,
αυτό μου ανήκει και το θέλω,η σκέψη αυτή
τον συνοδεψε στην εκτέλεση του
.
.
.
Σχόλιο στο επίγραμμα του Φιλόδημου 'Χαριτω'
(Παλατινή Ανθολογία 5,13)
-μεταφραση-σχολιο χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
ἑξήκοντα τελεῖ Χαριτὼ λυκαβαντίδας ὥρας,
ἀλλ᾽ ἔτι κυανέων σύρμα μένει πλοκάμων,
κἀν στέρνοις ἔτι κεῖνα τὰ λύγδινα κώνια μαστῶν
ἕστηκεν, μίτρης γυμνὰ περιδρομάδος,
5καὶ χρὼς ἀρρυτίδωτος ἔτ᾽ ἀμβροσίην, ἔτι πειθώ
πᾶσαν, ἔτι στάζει μυριάδας χαρίτων.
ἀλλὰ πόθους ὀργῶντας ὅσοι μὴ φεύγετ᾽, ἐρασταί,
δεῦρ᾽ ἴτε, τῆς ἐτέων ληθόμενοι δεκάδος.
ΠΑ 5, 13(Φιλοδημος)
η Χαριτω τα'κλεισε τα εξηντα
αλλ'ακομα σγουρα μαυρα έχει τα μαλλιά,
και τα βυζιά της ασπρα σαν το μάρμαρο
στέκουν στητα σαν κωνοι,
γυμνά χωρίς σουτιέν,
κι απ'τ'αρυτιδωτο της δέρμα ακόμα αμβροσία γοητεία
και μύρια αρώματα σταζουν,
λοιπόν πόθους φλογερούς
όσοι δεν αποφεύγεται,εραστές,
εμπρός ελάτε,τα δεκάδες
χρόνια της ξεχαστε
.
.
Σχόλιο για την Χαριτω
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
-πως με βρίσκεις;,-πολυ ομορφη-'για την ηλικία μου',χαμογέλασε,-'60 χρονων',
πήρε το άλμπουμ φωτογραφιων,-,εδώ 15,εδώ με μια φιλενάδα μου την Ελένη,διακοπές,μόλις είχαμε τελειώσει το λύκειο,σ' αυτή είμαι με τον Γιωργο,
τον πρώτο μου άντρα,να εδώ είμαστε με τα παιδιά μας,η μικρή και το μικρό μου,
εδώ στα 40 μου,κι εδώ στα 50 μου,το φορτίο του χρόνου,γέλασε,
-θέλεις να κάνουμε μπάνιο μαζί;ρώτησε,αδύνατο να αντισταθεί,στο νερό της
μπανιέρας έριξε αρωματικά,-ετσι διατηρώ το δέρμα μου,τον κοίταξε,-μυρια
αρώματα να στάζει,
τη νύχτα κοιμήθηκε εκεί,
τον ξύπνησε,-δεν εχω ύπνο,του είπε,τον αγκάλιασε,-ενα ζεστό κορμί,ψιθύρισε,
τα χείλη της στον ώμο του,ένιωσε τα δόντια της,απαλό δάγκωμα,-τι είναι
γοητεία;τον ρώτησε,-μην απαντάς,κανένας δεν ξέρει,
σηκώθηκε,-ασε με να σου δείξω,του είπε,
μέσα στο ημίφως την έβλεπε,
-δεν αντέχω τόση ομορφιά,της είπε,
εκείνη συνέχισε,-ενα γλυκό όνειρο είναι,του είπε,αν ξυπνήσουμε θα διαλυθεί,
δεν θα είμαστε όπως πριν,
τον πλησίασε,-η φωτιά μου,θα σε κάψει,
Χαριτω,να με φωνάζεις,
.
.
.
(Ανθρώπινα Εσωτερικά)
Ελένη,μια ιστορία της
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
η Ελένη μιλούσε στο τηλέφωνο,είχε εραστή,τρία χρόνια,παντρεμένη πέντε
χρόνια,είχε βαρεθεί αυτή τη σχέση,αδιέξοδο,ο άλλος φορτικός,η ζήλεια
ενοχλητική,της ζήτησε να βγούνε,αρνήθηκε,ρώτησε την αιτία,καμιά,του
είπε,δεν θέλω,ο άλλος επέμενε,δεν άντεξε του είπε να χωρίσουν,εκείνος
την έβρισε,του έκλεισε το τηλέφωνο,χτυπούσε το τηλέφωνο,το απενεργο
ποίησε,όταν την άλλη μέρα το άνοιξε,της είχε στείλει μήνυμα,απειλές,
και τρεις φωτογραφίες της,σε κάποιο χοτελ,έγραφε,αν τις θυμάται;
ρωτούσε με ειρωνία,σε προκλητικές στάσεις,αν δεν συμμορφωθεί,
θα φτάσουν στον κατάλληλο αποδεκτή,υπονοούσε τον άντρα της,δεν
απάντησε κι έσβησε το μήνυμα,αργότερα ανακοίνωσε στον άντρα της
ότι θέλει να χωρίσουν,εκείνος ρώτησε την αιτία,έχω εραστή,του απάντησε,
το ξέρω,της είπε,και της έδειξε τις φωτογραφίες,το διαζύγιο βγήκε
σε ένα μήνα,η Ελένη ελεύθερη από σύζυγο και εραστή,ευτυχώς,που για
πάρτι μου δεν έγινε κανενας Τρωικός πόλεμος,σκέφτηκε και γελασε.
.
.
.
ON POLLOCK'S LABYRINTHS-c.n.couvelis χ.ν.κουβελης
ο τελευταιος αφηρημένος εξπρεσιονιστικος πίνακας του Jackson Pollock
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
το χρώμα είναι υλικό,έχει μάζα,ρευστή,ρέει,μπορείς να το κατευθύνεις η' να το
αφήσεις,κατά κάποιο τρόπο,να αυτενεργησει,ο Jackson Pollock διαισθανθηκε τις δυνατοτητες,και τις ενεργοποίησε,ο μουσαμάς,η' οποιαδήποτε άλλη επιφάνεια,το πεδίο των δράσεων,all over παντού η ίδια συμπεριφορά,action painting με την έννοια της εργασίας,της χειρονακτικης,dripping στάξιμο των χρωμάτων,η fractal επέκταση τους,τίποτα τυχαία όλα συνειδητά για την ανάδυση του ασυνείδητου,
η τρίτη μπουκάλα με το ουίσκι άδειασε,ο λαβύρινθος του γίνονταν όλο και σκοτεινοτερος,σ'ενα πάρτι το 1936 σκόνταψε επίτηδες πάνω στη νεαρη ζωγραφο Λι Κρασνερ και της ψιθυρίζει στο αυτι,
Baby,do you like the fucking?,,εκείνη τον χαστούκισε,παρ'ολ'αυτα τον παντρεύτηκε,κάποτε στο σπίτι της Πέγκυ Γκούγκενχαϊμ μπροστά σε πολλούς καλεσμένους κατούρησε,αρέσει στους καλλιτεχνες να προκαλούν,σχολίασε κάποιος από τους συγκεντρωμένους,άλλωστε είναι μεθυσμένος,η' την διώχνεις η' φεύγω ,του φώναξε η Λι,εννοούσε την ερωμένη του Ρουθ Κλιγκμαν,φύγε,της είπε,
τελικά έφτασε η 11 Αυγούστου 1956,Ο Τζάκσον Πολλοκ είναι νεκρός,έγραφε το τηλεγράφημα στο Παρίσι,
η Λι το διάβασε,το αυτοκίνητο του ανατραπηκε,η Ρουθ επέζησε,η φίλη της σκοτώθηκε,ο ιατροδικαστής αποφάνθηκε:οδηγούσε μεθυσμενος,
με το αίμα του που εκτινάχτηκε πιτσιλισε τον τελευταίο του πίνακα του αφηρημένου εξπρεσιονισμού
.
.
.
Ιστορίες του κ Κ
About Selfish photo
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
ρωτηθηκε ο Κ για τις σελφις,και απάντησε:
θα τις αποκαλούσαμε εγωιστικές, ναρκισσιστικές, αλλά δεν είναι, με τις σελφις θέλουμε να είμαστε όπως οι άλλοι θέλουμε να μας δουν, φιλικοί,γοητευτικοί,αγαπητοί,ευχάριστοι, αισιόδοξοι, σαν να λέμε: είμαστε φίλοι σου, μην μας φοβάσαι,ενας ανθρωπος όπως εσύ, θα τις παραλληλιζα με τά πορτραίτα Φαγιούμ,στην ελληνιστική εποχή, μια εικόνα (μας) για την αιωνιότητα, βλέπω τον άνθρωπο που ποζάρει σελφις και νιώθω το μηνύμα του, είμαι ένας άνθρωπος σαν εσένα, λογαριάζομαι όπως εσύ,
βγάζω σελφις άρα υπάρχω,selfish ergo sum,
η μεταβολή στο χρόνο, αδυσώπητη, ανεπιστρεπτη,η σελφις με στοπαρει εδώ, με ακινητοποιει να είμαι εγώ, και τίποτα άλλο,ο άλλος άνθρωπος
.
.
.
Η βλασφημια
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
από παιδί είχε μπλεχτεί στον υπόκοσμο,ήταν πολύ σκληρός,και κατάφερε να επικρατήσει στο χώρο του,κινούσε ένα τεράστιο δίκτυο,η Γκρόσο Μπίζνα του έλεγε,απέκτησε αμύθητα πλούτη,ελεγχε υψηλούς ιστάμενους,πολιτικούς,εκκλησιαστικούς,οικονομικούς παράγοντες,σε κάθε τι υπάρχει το αδύνατο σημείο,κι αυτό το τρωτό του ήταν μια γυναίκα,ήταν πολύ ερωτευμενος μαζί της,όταν έμαθε την απιστία της,με έναν δηλωμένο εχθρό του,τους σκότωσε και τους δύο,παραδόθηκε μόνος του,η ζωή του τελείωσε,
τρία χρόνια στη φυλακή περιμένει την εκτέλεση του,η' μάλλον δεν την περιμένει,αδιαφορεί,
δεν μιλάει σε κανέναν,ξαπλώνει στο κρεβάτι του και δεν σκέφτεται τίποτα,η προηγούμενη ζωή του έχει διαγραφει,καμία ανάμνηση της,ούτε ξέρει γιατί βρίσκεται εκεί,ούτε ποιος είναι,και τι έκανε,
ένιωθε την ευτυχία της ανυπαρξίας,
εκείνο το πρωί,τον ξύπνησαν,είδε στο μισοσκόταδο τρεις άντρες,έλα,ετοιμασου,
του είπε ένας απ'αυτους,
σηκώθηκε από το κρεβάτι,απέναντι το παράθυρο,έβλεπε το φεγγάρι εκεί,το φως του
στο πατωμα,πάλι οι ίδιες σκέψεις:
-τιποτα δεν κινείται χωρίς κάτι πριν από αυτό να το κινεί,που αυτό να μην το κινεί κάτι άλλο,κι αυτό άπειρα να συμβαίνει,
-καθε αιτιατό έχει το αίτιο του,κι αυτό το αίτιο είναι αιτιατό ενός άλλου αιτίου,κι αυτό άπειρα συμβαινει
-καποτε πρέπει να υπήρχε εποχή που αυτό που λέμε κόσμος δεν υπήρχε,αφού όμως υπάρχει,τότε κάτι τον δημιούργησε,επομενως υπάρχει δημιουργος
-τα πράγματα,παρατηρούμε, διαφέρουν μετάξι τους,ως προς την ομορφιά,την τελειότητα,κα,αυτή η εκτίμηση μας σχετίζεται με την σύγκριση με κάτι που είναι μέγιστο,επομένως αυτό το μέγιστο πρέπει να υπαρχει
-για τα όντα του κόσμου,ειδικά τα έμβια,έχουμε την αντίληψη ότι έχουν σχεδιαστεί από κάποιον,αυτόν τον κάποιον ...
το δωμάτιο είχε βυθιστεί στο σκοτάδι,
...δεν θα τον ονομάσω θεό,
εμπρός,πάμε,άκουσε τη φωνή του ενός από τους
τρεις δεσμοφύλακες,
πριν τον κρεμάσουν,ένας επισημος με στολή διάβασε:
καταδικάζεσε στο πυρ το εξωτερον για την βλάσφημη θέση σου κατά του Θωμά Ακινάτη,των πέντε αποδείξεων του της ύπαρξης του θεου,
το σχοινί βυθίστηκε στα νεύρα του λαιμού και τα εσπασε,
αυτοί κίνησαν αυτό, αυτούς τους κίνησε κάτι άλλο πριν,που το κίνησε κάτι άλλο πριν,...όχι δεν πιστεύω σε κάτι ανωτατο,ολ'αυτα τα κιναει ο άνθρωπος,
αυτή ήταν η τελευταία του σκέψη,άρα από δω και περα,μετά τον θάνατο μου,κανένας,ούτε ο θεός,δεν θα κινήσει τίποτα πιά σε μένα,
.
.
.
(,Ιδιοτροποι Έρωτες)
Η Πτώση
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
το διαμέρισμα πολυτελές,η κυρία,σαράντα χρόνων του είπε,
καθισμένη απέναντι του στον καναπέ του έλεγε την ιστορία της,
την άκουγε χωρίς να την διακόψει,στο τέλος του είπε την αποφαση
της,και δεν την ενδιέφεραν τα χρήματα που θα ζητούσε,της είπε
ότι θέλει να το σκεφτεί,
σε μια εβδομάδα συναντήθηκαν σε ένα καφέ,του ήταν δύσκολο να
αποφασίσει,εκείνη του είπε πως μια τέτοια ταινία θα ήταν μεγάλη
ευκαιρία γι'αυτον,είναι όμως δολοφονία,της είπε,συνεργία σε δολοφονία,
η γυναίκα είπε και γέλασε,έτσι κι αλλιως με αυτόν τον τρόπο η' με άλλον
έχει αποφασισθεί το τέλος,μην φοβάσαι τίποτα δεν θα μαθευτεί,
δεν θα υποτευθουν,του έπιασε το χέρι,είμαι ερωτευμένη μαζί
σου,
πέρασαν τη νύχτα μαζί,ένα τεράστιο σπίτι,έξω από την πόλη στην εξοχή,
είμαστε στην ερημιά,του ψιθύρισε στο αυτί,ολομόναχοι,μέσα στο
μισοσκόταδο,είδε τα χείλη της,κόκκινα,υγρά,σηκώθηκε,κοίταξε με,
είσαι όμορφη της είπε,θέλεις αυτή η ομορφιά να γεράσει;να μαραθεί;
είπε εκείνη καθώς τον αγκάλιαζε,
εμεινε ξάγρυπνος,το σώμα της δίπλα του,άκουγε την αναπνοή της
ήρεμη,
το αποφάσισε,κοιμήθηκε,
ο χώρος της κινηματογραφισης ήταν ένα παλιό εγκαταλελειμενο εργοστάσιο,
η ώρα πριν βραδιάσει,μέσα στις τεράστιες μεταλλικές μηχανές κινούνταν
το σώμα της,πολύ μακρινά πλάνα,πολυ κοντινά,ώστε να μην διακρινεται
η ταυτότητα της ηθοποιού,πλάνα διαρκειας,μονοπλάνα,αλλά και πολύ
μικρής διάρκειας,φυσικός ήχος,το μεταλλικό σώμα του εργοστασίου
και της γυναίκας,
στη τελική σκηνή,ψηλά η γυναίκα,μακρυνό πλάνο,
το σώμα της πέφτει καρε-καρε,
αργά,στο κενό,πλονζε
μέσα σε μια υπόγεια δεξαμενή
μαύρο,το τελευταίο πλάνο,
στο διεθνές φεστιβάλ που προβληθηκε η ταινία,τίτλος Η ΠΤΩΣΗ, απέσπασε
το πρώτο βραβείο σκηνοθεσίας και μοντάζ,
στη πρες-κονφερανς ρωτήθηκε ο σκηνοθέτης για την ηθοποιό,ποια
ήταν;,ποιος ο χώρος των γυρισμάτων,
απαντησε πως η ηθοποιός δεν θέλει να αποκαλυφθεί το όνομα της,
και πως ο χώρος των γυρισμάτων δεν έχει καμία σημασία για την
αξια της ταινίας,είναι αδιάφορος,
οι εφημερίδες αναφέρθηκαν στην περίεργη εξαφάνιση της κυρίας,όνομα
επώνυμο,ηλικία,σπουδές ιστορίας τέχνης,διαζευγμένη,ο σύζυγος γνωστός
πολυετομυριουχος,έγιναν ανακρίσεις χωρίς αποτέλεσμα,
η εκκεντρική γυναίκα ειχε καλύψει με μυστήριο της εξαφάνισης της,
κανένα ίχνος,
η δολοφονία αποκλείστηκε,η αυτοκτονία πολυ πιθανή,
ο φάκελος της έκλεισε
το εργοστάσιο κάποτε ισοπεδώθηκε και στη θέση του έγινε πάρκο,
ποτέ δεν το επισκεφθηκε
.
.
.
Κυρος Β',λιθινο αναγλυφο,Πασαργαδες
ΤΟ ΑΦΗΓΗΜΑ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΚΩΝ ΧΡΟΝΩΝ ΤΟΥ ΚΥΡΟΥ Β'
ΗΡΟΔΟΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑΙ ΒΙΒΛΙΟ Α' ΚΛΕΙΩ ,1.107.1-1.117.5.
[μεταφραση translation χ.ν.κουβελης c.n.couvelis]
Στους Μηδους μετα τον Δηιοκη βασιλεψε ο γιος του Φραορτης και μετα απ'αυτον ο γιος του Κυαξαρη
[1.107.1]τον οποιο διαδεχθηκε ο γιος του Αστυαγης,αυτος λοιπον ο Αστυαγης ειχε μια κορη με τ'ονομα Μανδανη,και στον υπνο του ειδε ονειρο πως αυτη τοσο πολυ κατουρησε που πλημμυρισε την πολη του αλλα κι ολη την Ασια,ρωτωντας τους ονειροκριτες εμαθε απ'αυτους πως κινδευει αυτος κι η βασιλεια του,[1.107.2]τοτε οταν η Μανδανη εφθασε στην ωρα της παντρειας δεν την εδωσε γυναικα σε κανεναν Μηδο της ταξης του παρα την εδωσε,επειδη φοβηθηκε τ'ονειρο,σε καποιο Περση,με τ'ονομα Καμβυσης,που απο σπιτι καλο ηταν,κι ησυχος,πολυ πιο κατω ομως απ'τη μεσαια ταξη των Μηδων,
[1.108.1]κι ειχαν ενα χρονο παντρεμενοι ο Καμβυσης με την Μανδανη οταν ο Αστυαγης ειδε δευτερο ονειρο,πως απ'το αιδοιο της κορης του φυτρωσε κλιμα που σκεπασε ολη την Ασια,
1.108.2] ρωτωντας για τ'ονειρο τους ονειροκριτες εμαθε οτι κινδυνευει η βασιλεια κι εστειλε απ'τη Περσια να'ρθει η κορη του που ηταν ετοιμη να γεννησει,οταν λοιπον εφθασε την εβαλε να τη φυλανε φρουροι σκοπευωντας το παιδι που θα γεννησει να το σκοτωσει, γιατι τ'ονειρο οι μαγοι ονειροκριτες του'παν σημαινε πως ο γονος της κορης του θα βασιλεψει αντι εκεινου,
[1.108.3]απ'αυτο λοιπον εχοντας στο νου να φυλαχθει ο Αστυαγης καλεσε τοτε τον Αρπαγο, ανθρωπο δικο του,και απ'τους Μηδους ο πιο πιστος και διαχειριστης ολων των συμφεροντων του και του ειπε:[1.108.4]Αρπαγε το πραγμα που θα σου εμπιστευθω καθολου μην αμελλησεις κι ουτε σ'αλλους το αναθεσεις γιατι στο τελος ο ιδιος εσυ θα πληρωσεις, παρε λοιπον το παιδι που η Μανδανη γεννησε,κι αφου το πας στο σπιτι σου σκοτωσε το,μετα θαψ'το μ'οποιο τροπο εσυ θελεις'
[1.108.5]κι αυτος του απαντησε:Βασιλια,ποτε αλλοτε δεν ειδες σ'αυτον εδω τον
ανδρα να σου'ναι αχαριστος,και πως προσεχει στο μελλον σε τιποτα να μην σφαλλει,κι αν εσυ ετσι προτιμας αυτο να γινει,πρεπει απ'τη μερια μου να σε υπηρετησω καταλληλα,
[1.109.1]αυτα εδω λεγοντας ο Αρπαγος μολις του παραδωθηκε το παιδι στολισμενο τα ρουχα του θανατου,πηγε κλαιγωντας στο σπιτι του,μπαινοντας μεσα ειπε στη γυναικα του ολα τα λογια που του'πε ο Αστυαγης,[1.109.2]κι αυτη του λεει:και τωρα τι εχεις στο νου σου να κανεις;κι αυτος της απαντησε:οχι αυτο που προσταξε ο Αστυγης,ουτ'ακομα αν παραφρονησει και τρελαθει πιο χειροτερα απ'οτι τωρα τρελος ειναι,ουτε θα υπακουσω στο λογο του ουτε σε τετοιο φονο θα εκτελεσω,[1.109.3]και για πολλους λογους δεν θα το σκοτωσω,και γιατι σε μενα τον ιδιο συγγενης ειναι το παιδι,και γιατι ο Αστυαγης ειναι γερος και χωρις γονο αρσενικο παιδι,[1.109.4]κι αν ερθουν ετσι αφου αυτος πεθανει και στη κορη τουτη περιελθει η τυραννια,αυτης που τωρα το γιο σκοτωνει με μενα,τι αλλο μενει απο δω και περα για μενα παρα ο πιο μεγαλος απ'τους κινδυνους,αλλα για την ασφαλεια μου πρεπει τουτο το παιδι να πεθανει,πρεπει λοιπον καποιος απ'του Αστυγεα να γινει φονιας κι οχι απ'τους δικους μας,
[1.110.1]αυτα ειπε κι αμεσως εστειλε αγγελιοφορο σ'εναν απ'τους βουκολους του Αστυγεα που γνωριζε οτι σε καταλληλα μερη εβοσκε και σε βουνα θηρια γεματα,τ'ονομα του ηταν Μιτραδατης,που συζουσε με μια συνδουλη γυναικα του,τ'ονομα σ'αυτη τη γυναικα με την οποια συζουσε ηταν Κυνω συμφωνα με την Ελληνικη γλωσσα,συμφωνα με τη Μηδικη Σπακω,γιατι την σκυλα την κυνα καλουν σπακα οι Μηδοι,[1.110.2]οι προποδες των βουνων,εκει οπου τα κοπαδια των βοδιων ειχε αυτος ο βουκολος,ηταν προς τα βορεια των Αγβατανων και προς τον Ευξεινο ποντο,αυτη λοιπον η Μηδικη χωρα προς αυτη των Σασπειρων ειναι ορεινη παρα πολυ και υψηλη και με δεντρα πυκνα καλυμενη,η αλλη Μηδικη χωρα ειναι ολη πεδινη,1.110.3]οταν ο βουκολος με πολυ προθυμια καλεσμενος εφτασε,του ειπε ο Αρπαγος αυτα εδω:σε διαταζει ο Αστυαγης τουτο το παιδι αφου το παρεις να το αφησεις στο πιο ερημο μερος των βουνων,ωστε πολυ γρηγορα ν'αφανισθει,κι αυτα εδω σε σενα προσταξε να πω,αν αυτο δεν το σκοτωσεις,αλλα μ'οποιονδηποτε τροπο το περιποιηθεις,με το πιο κακο ολεθριο τροπο θα μεταχειρισθεις,να επιβλεπω το εκει παρατημενο εγω'μαι εντεταλμενος,
[1.111.1]αυτα αφου ακουσε ο βουκολος κι αφου πηρε το παιδι πηγε τον ιδιο δρομο πισω κι εφτασε στην αγροικια.συμβαινει κι η δικη του γυναικα που ηταν ετοιμη να γεννησει καθε μερα τοτε ετσι να το φερει ο δαιμονας να γεννησει οταν ηταν πηγεμενος ο βουκολος στη πολη.ηταν δε σ'ανησυχια και οι δυο ο ενας για τον αλλον,αυτος για τη γεννα της γυναικας εχοντας φοβο,η δε γυναικα γιατι ασυνειθιστο ηταν που ο Αρπαγος εστειλε και καλεσε τον αντρα της.[1.111.2]επειτα αφου γυριζοντας πισω εμφανιστηκε,κι ανελπιστα βλεποντας τον η γυναικα πρωτη ρωτησε γιατι αυτον με τοση βιασυνη ο Αρπαγος εστειλε και καλεσε.κι αυτος της ειπε.γυναικα,κι αυτο που ειδα στη πολη πηγαινοντας κι ακουσα μητε να χρειαζονταν να δω και ποτε να γινονταν στους δεσποτες μας.το σπιτι ολο του Αρπαγου σε θρηνο βρισκονταν.εγω δε ταραγμενος πηγα μεσα.[1.111.3]αμεσως μολις μπηκα,βλεπω ενα παιδι μπροστα και να σπαρταρα και να βγαζει αναθρες δυνατες φωνες,και να'ναι στολισμενο με χρυσο και με ρουχο πολυχρωμο.ο δε Αρπαγος μολις μ'ειδε,διεταξε αμεσως αφου σηκωσω το παιδι να φυγω παιρνοντας το και να αφησω εκει οπου το πιο γεματο απ'αγρια θηρια ειναι απ'τα βουνα,λεγοντας πως ο Αστυγεας ειναι αυτος που αυτα επιβαλλει σε μενα,και μ'απειλησε πολυ αν τα παραγγελομενα του δεν εκανα.[1.111.4]κι εγω παιρνοντας το εφερα,νομιζοντας καποιου απ'τους υπηρετες ειναι,γιατι δεν ηταν δυνατο βεβαια να σκεφθω απο ποιον ηταν.απορουσα δε βλεποντας να'ναι και με χρυσο και μ'ενδυματα στολισμενο,ακομη δε και να'χουν πεσει στο θρηνο χωρις αμφιβολια στου Αρπαγου.[1.111.5]κι ευθυς λοιπον στο δρομο μαθαινω τα παντα απο του υπηρετη τα λογια,ο οποιος εμενα συνοδευοντας εξω απ'τη πολη μου'δωσε στα χερια το βρεφος,πως δηλαδη ειναι και της Μανδανης παιδι της κορης του Αστυγεα και του Καμβυση του Κυρου,κι αυτο ο Αστυαγης διεταξε να σκοτωσουν.και να αυτο εδω ειναι.
[1.112.1]συναμα και αυτα ελεγε ο βουκολος και ξεσκεπαζοντας το εδειξε.αυτη
δε καθως ειδε το παιδι και θρεμενο κι ομορφο να'ναι,δακρυζοντας και πιανοντας τα γονατα του αντρα εκλιπαρουσε με κανενα τροπο να μην το εκθεσει.αυτος δε ειπε πως δεν ειναι τετοιος τροπος αλλιως αυτα να κανει.γιατι θα καταφθασουν κατασκοποι απ'τον Αρπαγο να εποπτευσουν,και θα χαθει πολυ κακα αν τα παραγγελμενα του δεν κανει. [1.112.2] καθως λοιπον δεν επειθε τον αντρα,δευτερα λεγει η γυναικα αυτα εδω.επειδη λοιπον δεν δυναμαι να σε πεισω να μην εκτεθει,εσυ αυτο εδω κανε,αν πρεπει καταναγκαστικα βεβαια να ειδωθει παρατημενο.γιατι εχω γεννησει κι εγω,το 'χω γεννησει ομως πεθαμενο
[1.112.3]αυτο παιρνοντας πεταξε,το δε παιδι της κορης του Αστυγεα καθως απο μας να'ναι τρεφωμε.κι ετσι ουτε πιανεσαι ν'απιστεις τους δεσποτες,ουτε σε μας κακα αποφασισμενα να'ναι.γιατι και το πεθαμενο βασιλικης ταφης θα τυχει κι αυτο που'ναι στη ζωη δεν θα χασει τη ψυχη.
[1.113.1] και σωστα φανηκε στον βουκολο στη παρουσα κατασταση πολυ ελεγε
η γυναικα,κι αμεσως εκανε αυτα.το μεν που εφερε να θανατωσει παιδι,τουτο το παραδινει στην γυναικα του,το δε δικο του που ηταν νεκρο περνοντας εβαλε στο κιβωτιο μεσα στο οποιο εφερε το αλλο.[1.113.2]στολιζοντας δε μ'ολα τα στολιδια τ'αλλου παιδιου φερνοντας στο πιο ερημο των βουνων το τοποθετει.καθως στη τριτη μερα το παιδι παρατημενο ηταν,πηγε στη πολη ο βουκολος,καποιον απ'τους βοηθους βοσκους φυλακα αφηνοντας πισω γι'αυτον,ερχοντας δε στου Αρπαγου να δειξει ειπε ετοιμος ειναι του παιδιου το νεκρο σωμα.[1.113.3]στελνοντας δε ο Αρπαγος απ'τους σωματοφυλακες του τους πιο
πιστους και ειδε μεσω αυτων και εθαψε του βουκολου το παιδι.και το μεν ειχε ταφει,το δε που υστερα Κυρον ονομασαν αφου το παρελαβε ετρεφε η γυναικα του βουκολου,ονομα αλλο καποιο κι οχι Κυρο του εδωσε.
[1.114.1]κι οταν λοιπον ηταν δεκα ετων το παιδι,ενα συμβαν σ'αυτο τετοιο που εγινε το φανερωσε.επαιζε στο χωριο αυτο στο οποιο ηταν και τα βουκολια αυτα,επαιζε δε με τ'αλλα συνομηλικα παιδια.και τα παιδια παιζοντας διαλεξαν βασιλιας αυτων να να'ναι τουτο που του βουκολου καλουσαν παιδι.
[1.114.2]αυτος δε απ'αυτα διεταξε τα μεν σπιτια να οικοδομησουν,τα δε σωματοφυλακες να'ναι,καποιο δε απ'αυτα οφθαλμος του βασιλια να'ναι,σε καποιο τα μηνυματα να του μεταφερει εδωσε το προνομιο,ετσι σε καθε ενα εργο προσταζοντας. [1.114.3]ενα δε απο τουτα τα παιδια που συνεπαιζαν,και που ηταν τ'Αρτεμβαρη παιδι,αντρα ονομαστου μεσα στους Μηδους,επειδη δεν εκανε αυτο που προσταχτηκε απ'τον Κυρο,διεταξε αυτο τ'αλλα παιδια να συλλαβουν,αφου υπακουσαν τα παιδια ο Κυρος το παιδι πολυ σκληρα μετα-
χειριστηκε μαστιγωνοντας.[1.114.4]επειτα οταν αυτο αφεθηκε αμεσως,οπως αναξια του εαυτου του επαθε,περισσοτερο προσβληθηκε,κατεβαινοντας δε στη πολη προς τον πατερα διαμαρτυρονταν εντονα γι'αυτα που απ'τον Κυρο ετυχε,λεγοντας οχι απ'τον Κυρο [επειδη δεν ειχε τοτε τουτο τ'ονομα],αλλα απ'του βουκολου τ'Αστυγεα το παιδι.[1.114.5]ο δε Αρτεμβαρης οργη οπως ειχε ερχοντας στον Αστυγεα και συναμα φερνωντας το παιδι αναρμοστα πραγματα ειπε εχει παθει,λεγοντας.βασιλια,απ'τον δουλο σου,του βουκολου το παιδι,ετσι να προσβληθηκαμε,δειχνοντας του παιδιου τους ωμους.
[1.115.1]αφου ακουσε κι ειδε ο Αστυαγης,θελοντας να τιμωρησει το παιδι για τη τιμη τ'Αρτεμβαρη,εστειλε και καλεσε και τον βουκολο και το παιδι,οταν δεν εμφανιστηκαν κι οι δυο,κοιτωντας προς τον Κυρο ο Αστυαγης ειπε.[1.115.2]συ λοιπον που'σαι τουτου τετοιου που'ναι το παιδι τολμησες αυτου δω το΄παιδι που'ναι πρωτος μεσα σε μας με προσβολη τετοια να μεταχειριστεις;αυτο δε απαντησε ετσι.δεσποτα,εγω λοιπον αυτα σε τουτο εκανα για τιμωρια.επειδη με τα παιδια απ΄το χωριο,απ'αυτα που κι αυτο εδω ηταν,παιζοντας μ'εστησαν βασιλια τους.επειδη φανηκε σ'αυτος πως ειμαι σε τουτο ο πιο επιτηδεος.[1.115.3]τωρα τα μεν αλλα παιδια τα προσταγμενα εκτελουσαν,αυτο δε και δεν υπακουγε και λογο δεν εδινε κανενα,ετσι αυτο τιμωρηθηκε.αν λοιπον γι'αυτο αξιος απο σενα κακομεταχειρησις ειμαι ,αυτος εδω δω σε σενα παρων ειμαι.
[1.116.1]τουτα αφου ειπε το παιδι,ο Αστυγεας αρχισε να τ'αναγνωριζει,και τα χαραχτηριστικα του προσωπου προσεφερναν του φανηκε στα δικα του,και
η απαντηση ελευθερου παρα δουλου ειναι,και ο χρονος της εκθεσης στην ηλικια του παιδιου του φανηκε να συμπιπτει.
[1.116.2] ταραγμενος δε μ'αυτα για ωρα αφωνος ηταν,μολις λοιπον με δυσκολια καποτε συνηρθε ειπε,θελωντας να διωξει τον Αρτεμβαρη,για να τον βουκολο ξεμοναχιαζοντας ν'ανακρινει.Αρτεμβαρη,εγω αυτα θα κανω ωστ'εσυ και το παιδι σου για τιποτα να μην παραπονιεστε .
[1.116.3]τον μεν λοιπον Αρτεμβαρη διωχνει,τον δε Κυρο εφεραν μεσα οι υπηρετες με διαταγη τ'Αστυαγη.οταν δε εμεινε ο βουκολος μονος μ'αυτον μονο,αυτα εδω αυτον ρωτησε ο Αστυαγης,απο που πηρε το παιδι και ποιος ηταν αυτος που το παρεδωσε.[1.116.4]κι αυτο απ'αυτον ειπε εχει γινει κι αυτη που το γεννησε ειναι ακομα μ'αυτον.ο Αστυαγης πως δεν σκεφτεται καλα του'πε θελωντας σε μεγαλα βασανιστηρια να καταληξει,και την ιδια στιγμη που'λεγε αυτα σημανε στους σωματοφυλακες να τον συλλαβουν.[1.116.5] ετσι αυτος μεταφερομενος στα βασανιστηρια φανερωσε το πραγματικο γεγονος.αφου αρχισε απ'την αρχη εξεθεσε λεπτομερως την αληθεια υποχρεωτικα και κατεληξε και σε παρακλησεις και συγνωμη σ'αυτον να του δωσει ικετευοντας.
[1.117.1]ο Αστυαγης με τον βουκολο αφου φανερωσε τον πραγματικο γεγονος τωρα πλεον και λιγοτερο ασχολειτο, και τον Αρπαγο πολυ κατηγορωντας να καλεσουν αυτον τους σωματοφυλακες διεταξε.[1.117.2]μολις δε παρουσιστηκε ο Αρπαγος,ρωτησε αυτον ο Αστυαγης.Αρπαγε με ποιο αληθεια θανατο το παιδι αφανισες που σε σενα παρεδωσα που απ'τη θυγατερα μου εχει γεννηθει;
ο Αρπαγος,μολις ειδε τον βουκολο μεσα να'ναι,δεν εκτραπηκε σε ψευδη οδο,για να μη ανακρινομενος πιαστει ενοχος,αλλα λεει αυτα εδω.[1.117.3]βασιλια ,οταν παρελαβα το παιδι,σκεφτομουν εχοντας σκοπο κατα νου και οπως με σε συμφωνα να κανω και προς σε να'μαι αμεμπτος μητε στη θυγατερα σου μητε σε σενα τον ιδιο να'μαι δολοφονος. [1.117.4]εκανα ετσι.αφου καλεσα τον βουκολο αυτον εδω παρεδωσα το παιδι,και λεγοντας οτ'εσυ εισαι που διαταζεις να θανατωθει αυτο.και λεγοντας τουτο βεβαια δεν ψευδομουν.γιατ'εσυ ειχες δωσει εντολη τετοια.παρεδωσα λοιπον σ'αυτον εδω μ'αυτα εδω,δινοντας εντολη ν'αφησει αυτο σε ερημο βουνο και παραμενοντας να φυλαξει μεχρι να τελειωσει, απειλωντας με καθετι αυτον εδω αν αυτα εδω στην εντελεια δεν κανει.[1.117.5]επειτα δε αφου εκανε τουτος τα διαταγμενα τελειωσε το παιδι,στελνοντας απ'τους ευνουχους τους πιο πιστους και ειδα δια εκεινων και εθαψα αυτο.ετσι ειχε,βασιλια,το πραγμα τουτο,και με τετοιο θανατο αφανιστηκε το παιδι.
.
.
107.1 ἐκδέκεται δὲ Ἀστυάγης Κυαξάρεω παῖς τὴν βασιληίην. καὶ οἱ ἐγένετο θυγάτηρ τῇ οὔνομα ἔθετο Μανδάνην· τὴν ἐδόκεε Ἀστυάγης ἐν τῷ ὕπνῳ οὐρῆσαι τοσοῦτον ὥστε πλῆσαι μὲν τὴν ἑωυτοῦ πόλιν, ἐπικατακλύσαι δὲ καὶ τὴν Ἀσίην πᾶσαν. ὑπερθέμενος δὲ τῶν Μάγων τοῖσι ὀνειροπόλοισι τὸ ἐνύπνιον, ἐφοβήθη παρ᾽ αὐτῶν αὐτὰ ἕκαστα μαθών. 107.2 μετὰ δὲ τὴν Μανδάνην ταύτην ἐοῦσαν ἤδη ἀνδρὸς ὡραίην Μήδων μὲν τῶν ἑωυτοῦ ἀξίων οὐδενὶ διδοῖ γυναῖκα, δεδοικὼς τὴν ὄψιν· ὁ δὲ Πέρσῃ διδοῖ τῷ οὔνομα ἦν Καμβύσης, τὸν εὕρισκε οἰκίης μὲν ἐόντα ἀγαθῆς τρόπου δὲ ἡσυχίου, πολλῷ ἔνερθε ἄγων αὐτὸν μέσου ἀνδρὸς Μήδου.
108.1 συνοικεούσης δὲ τῷ Καμβύσῃ τῆς Μανδάνης, ὁ Ἀστυάγης τῷ πρώτῳ ἔτεϊ εἶδε ἄλλην ὄψιν, ἐδόκεε δέ οἱ ἐκ τῶν αἰδοίων τῆς θυγατρὸς ταύτης φῦναι ἄμπελον, τὴν δὲ ἄμπελον ἐπισχεῖν τὴν Ἀσίην πᾶσαν. 108.2 ἰδὼν δὲ τοῦτο καὶ ὑπερθέμενος τοῖσι ὀνειροπόλοισι, μετεπέμψατο ἐκ τῶν Περσέων τὴν θυγατέρα ἐπίτεκα ἐοῦσαν, ἀπικομένην δὲ ἐφύλασσε βουλόμενος τὸ γενόμενον ἐξ αὐτῆς διαφθεῖραι· ἐκ γάρ οἱ τῆς ὄψιος οἱ τῶν Μάγων ὀνειροπόλοι ἐσήμαινον ὅτι μέλλοι ὁ τῆς θυγατρὸς αὐτοῦ γόνος βασιλεύσειν ἀντὶ ἐκείνου. 108.3 ταῦτα δὴ ὦν φυλασσόμενος ὁ Ἀστυάγης, ὡς ἐγένετο ὁ Κῦρος, καλέσας Ἅρπαγον ἄνδρα οἰκήιον καὶ πιστότατόν τε Μήδων καὶ πάντων ἐπίτροπον τῶν ἑωυτοῦ, ἔλεγὲ οἱ τοιάδε. 108.4 "Ἅρπαγε, πρῆγμα τὸ ἄν τοι προσθέω, μηδαμῶς παραχρήσῃ, μηδὲ ἐμέ τε παραβάλῃ καὶ ἄλλους ἑλόμενος ἐξ ὑστέρης σοὶ αὐτῷ περιπέσῃς· λάβε τὸν Μανδάνη ἔτεκε παῖδα, φέρων δὲ ἐς σεωυτοῦ ἀπόκτεινον, μετὰ δὲ θάψον τρόπῳ ὅτεῳ αὐτὸς βούλεαι." 108.5 ὁ δὲ ἀμείβεται "ὦ βασιλεῦ, οὔτε ἄλλοτε κω παρεῖδες ἀνδρὶ τῷδε ἄχαρι οὐδέν, φυλασσόμεθα δὲ ἐς σὲ καὶ ἐς τὸν μετέπειτα χρόνον μηδὲν ἐξαμαρτεῖν. ἀλλ᾽ εἲ τοι φίλον τοῦτο οὕτω γίνεσθαι, χρὴ δὴ τό γε ἐμὸν ὑπηρετέεσθαι ἐπιτηδέως."
109.1 τούτοισι ἀμειψάμενος ὁ Ἅρπαγος, ὥς οἱ παρεδόθη τὸ παιδίον κεκοσμημένον τὴν ἐπὶ θανάτῳ ἤιε κλαίων ἐς τὰ οἰκία· παρελθὼν δὲ ἔφραζε τῇ ἑωυτοῦ γυναικὶ τὸν πάντα Ἀστυάγεος ῥηθέντα λόγον. 109.2 ἣ δὲ πρὸς αὐτὸν λέγει "νῦν ὦν τί σοὶ ἐν νόῳ ἐστὶ ποιέειν ;" ὁ δὲ ἀμείβεται "οὐ τῇ ἐνετέλλετο Ἀστυάγης, οὐδ᾽ εἰ παραφρονήσει τε καὶ μανέεται κάκιον ἢ νῦν μαίνεται, οὔ οἱ ἔγωγε προσθήσομαι τῇ γνώμῃ οὐδὲ ἐς φόνον τοιοῦτον ὑπηρετήσω. 109.3 πολλῶν δὲ εἵνεκα οὐ φονεύσω μιν, καὶ ὅτι αὐτῷ μοι συγγενής ἐστὶ ὁ παῖς, καὶ ὅτι Ἀστυάγης μὲν ἐστὶ γέρων καὶ ἅπαις ἔρσενος γόνου· 109.4 εἰ δ᾽ ἐθελήσει τούτου τελευτήσαντος ἐς τὴν θυγατέρα ταύτην ἀναβῆναι ἡ τυραννίς, τῆς νῦν τὸν υἱὸν κτείνει δι᾽ ἐμεῦ, ἄλλο τι ἢ λείπεται τὸ ἐνθεῦτεν ἐμοὶ κινδύνων ὁ μέγιστος ; ἀλλὰ τοῦ μὲν ἀσφαλέος εἵνεκα ἐμοὶ δεῖ τοῦτον τελευτᾶν τὸν παῖδα, δεῖ μέντοι τῶν τινα Ἀστυάγεος αὐτοῦ φονέα γενέσθαι καὶ μὴ τῶν ἐμῶν."
110.1 ταῦτα εἶπε καὶ αὐτίκα ἄγγελον ἔπεμπε ἐπὶ τῶν βουκόλων τῶν Ἀστυάγεος τὸν ἠπίστατο νομάς τε ἐπιτηδεοτάτας νέμοντα καὶ ὄρεα θηριωδέστατα· τῷ οὔνομα ἦν Μιτραδάτης, συνοίκεε δὲ ἑωυτοῦ συνδούλῃ, οὔνομα δὲ τῇ γυναικὶ ἦν τῇ συνοίκεε Κυνὼ κατὰ τὴν Ἑλλήνων γλῶσσαν, κατὰ δὲ τὴν Μηδικὴν Σπακώ· τὴν γὰρ κύνα καλέουσι σπάκα Μῆδοι. 110.2 αἱ δὲ ὑπώρεαί εἰσὶ τῶν ὀρέων, ἔνθα τὰς νομὰς τῶν βοῶν εἶχε οὗτος δὴ ὁ βουκόλος, πρὸς βορέω τε ἀνέμου τῶν Ἀγβατάνων καὶ πρὸς τοῦ πόντου τοῦ Εὐξείνου· ταύτῃ μὲν γὰρ ἡ Μηδικὴ χωρῇ πρὸς Σασπείρων ὀρεινή ἐστι κάρτα καὶ ὑψηλή τε καὶ ἴδῃσι συνηρεφής, ἡ δὲ ἄλλη Μηδικὴ χωρῇ ἐστὶ πᾶσα ἄπεδος. 110.3 ἐπεὶ ὦν ὁ βουκόλος σπουδῇ πολλῇ καλεόμενος ἀπίκετο, ἔλεγε ὁ Ἅρπαγος τάδε. "κελεύει σε Ἀστυάγης τὸ παιδίον τοῦτο λαβόντα θεῖναι ἐς τὸ ἐρημότατον τῶν ὀρέων, ὅκως ἂν τάχιστα διαφθαρείη· καὶ τάδε τοὶ ἐκέλευσε εἰπεῖν, ἢν μὴ ἀποκτείνῃς αὐτὸ ἀλλὰ τεῷ τρόπῳ περιποιήσῃς, ὀλέθρῳ τῷ κακίστῳ σε διαχρήσεσθαι. ἐπορᾶν δὲ ἐκκείμενον τέταγμαι ἐγώ."
111.1 ταῦτα ἀκούσας ὁ βουκόλος καὶ ἀναλαβὼν τὸ παιδίον ἤιε τὴν αὐτὴν ὀπίσω ὁδὸν καὶ ἀπικνέεται ἐς τὴν ἔπαυλιν. τῷ δ᾽ ἄρα καὶ αὐτῷ ἡ γυνή, ἐπίτεξ ἐοῦσα πᾶσαν ἡμέρην, τότε κως κατὰ δαίμονα τίκτει οἰχομένου τοῦ βουκόλου ἐς πόλιν. ἦσαν δὲ ἐν φροντίδι ἀμφότεροι ἀλλήλων πέρι, ὃ μὲν τοῦ τόκου τῆς γυναικὸς ἀῤῥωδέων, ἡ δὲ γυνὴ ὅ τι οὐκ ἐωθὼς ὁ Ἅρπαγος μεταπέμψαιτο αὐτῆς τὸν ἄνδρα. 111.2 ἐπείτε δὲ ἀπονοστήσας ἐπέστη, οἷα ἐξ ἀέλπτου ἰδοῦσα ἡ γυνὴ εἴρετο προτέρη ὅ τι μιν οὕτω προθύμως Ἅρπαγος μετεπέμψατο. ὁ δὲ εἶπε "ὤ γύναι, εἶδόν τε ἐς πόλιν ἐλθὼν καὶ ἤκουσα τὸ μήτε ἰδεῖν ὄφελον μήτε κοτὲ γενέσθαι ἐς δεσπότας τοὺς ἡμετέρους. οἶκος μὲν πᾶς Ἁρπάγου κλαυθμῷ κατείχετο, ἐγὼ δὲ ἐκπλαγεὶς ἤια ἔσω. 111.3 ὡς δὲ τάχιστα ἐσῆλθον, ὁρέω παιδίον προκείμενον ἀσπαῖρόν τε καὶ κραυγανόμενον, κεκοσμημένον χρυσῷ τε καὶ ἐσθῆτι ποικίλῃ. Ἅρπαγος δὲ ὡς εἶδέ με, ἐκέλευε τὴν ταχίστην ἀναλαβόντα τὸ παιδίον οἴχεσθαι φέροντα καὶ θεῖναι ἔνθα θηριωδέστατον εἴη τῶν ὀρέων, φὰς Ἀστυάγεα εἶναι τὸν ταῦτα ἐπιθέμενόν μοι, πόλλ᾽ ἀπειλήσας εἰ μή σφεα ποιήσαιμι. 111.4 καὶ ἐγὼ ἀναλαβὼν ἔφερον, δοκέων τῶν τινος οἰκετέων εἶναι· οὐ γὰρ ἂν κοτὲ κατέδοξα ἔνθεν γε ἦν. ἐθάμβεον δὲ ὁρέων χρυσῷ τε καὶ εἵμασι κεκοσμημένον, πρὸς δὲ καὶ κλαυθμὸν κατεστεῶτα ἐμφανέα ἐν Ἁρπάγου. 111.5 καὶ πρόκατε δὴ κατ᾽ ὁδὸν πυνθάνομαι τὸν πάντα λόγον θεράποντος, ὃς ἐμὲ προπέμπων ἔξω πόλιος ἐνεχείρισε τὸ βρέφος, ὡς ἄρα Μανδάνης τε εἴη παῖς τῆς Ἀστυάγεος θυγατρὸς καὶ Καμβύσεω τοῦ Κύρου, καί μιν Ἀστυάγης ἐντέλλεται ἀποκτεῖναι. νῦν τε ὅδε ἐστί."
112.1 ἅμα δὲ ταῦτα ἔλεγε ὁ βουκόλος καὶ ἐκκαλύψας ἀπεδείκνυε. ἣ δὲ ὡς εἶδε τὸ παιδίον μέγα τε καὶ εὐειδὲς ἐόν, δακρύσασα καὶ λαβομένη τῶν γουνάτων τοῦ ἀνδρὸς ἐχρήιζε μηδεμιῇ τέχνῃ ἐκθεῖναί μιν. 112.2 ὁ δὲ οὐκ ἔφη οἷός τ᾽ εἶναι ἄλλως αὐτὰ ποιέειν· ἐπιφοιτήσειν γὰρ κατασκόπους ἐξ Ἁρπάγου ἐποψομένους, ἀπολέεσθαί τε κάκιστα ἢν μὴ σφεα ποιήσῃ. ὡς δὲ οὐκ ἔπειθε ἄρα τὸν ἄνδρα, δευτέρα λέγει ἡ γυνὴ τάδε. "ἐπεὶ τοίνυν οὐ δύναμαί σε πείθειν μὴ ἐκθεῖναι, σὺ δὲ ὧδε ποίησον, εἰ δὴ πᾶσα ἀνάγκη ὀφθῆναι ἐκκείμενον. τέτοκα γὰρ καὶ ἐγώ, τέτοκα δὲ τεθνεός. 112.3 τοῦτο μὲν φέρων πρόθες, τὸν δὲ τῆς Ἀστυάγεος θυγατρὸς παῖδα ὡς ἐξ ἡμέων ἐόντα τρέφωμεν. καὶ οὕτω οὔτε σὺ ἁλώσεαι ἀδικέων τοὺς δεσπότας οὔτε ἡμῖν κακῶς βεβουλευμένα ἔσται· ὅ τε γὰρ τεθνεὼς βασιληίης ταφῆς κυρήσει καὶ ὁ περιεὼν οὐκ ἀπολέει τὴν ψυχήν."
113.1 κάρτα τε ἔδοξε τῷ, βουκόλῳ πρὸς τὰ παρεόντα εὖ λέγειν ἡ γυνή, καὶ αὐτίκα ἐποίεε ταῦτα· τὸν μὲν ἔφερε θανατώσων παῖδα, τοῦτον μὲν παραδιδοῖ τῇ ἑωυτοῦ γυναικί, τὸν δὲ ἑωυτοῦ ἐόντα νεκρὸν λαβὼν ἔθηκε ἐς τὸ ἄγγος ἐν τῷ ἔφερε τὸν ἕτερον· 113.2 κοσμήσας δὲ τῷ κόσμῳ παντὶ τοῦ ἑτέρου παιδός, φέρων ἐς τὸ ἐρημότατον τῶν ὀρέων τίθει. ὡς δὲ τρίτη ἡμέρη τῷ παιδίῳ ἐκκειμένῳ ἐγένετο, ἤιε ἐς πόλιν ὁ βουκόλος, τῶν τινα προβοσκῶν φύλακον αὐτοῦ καταλιπών, ἐλθὼν δὲ ἐς τοῦ Ἁρπάγου ἀποδεικνύναι ἔφη ἕτοιμος εἶναι τοῦ παιδίου τὸν νέκυν. 113.3 πέμψας δὲ ὅ Ἅρπαγος τῶν ἑωυτοῦ δορυφόρων τοὺς πιστοτάτους εἶδέ τε διὰ τούτων καὶ ἔθαψε τοῦ βουκόλου τὸ παιδίον, καὶ τὸ μὲν ἐτέθαπτο, τὸν δὲ ὕστερον τούτων Κῦρον ὀνομασθέντα παραλαβοῦσα ἔτρεφε ἡ γυνὴ τοῦ βουκόλου, οὔνομα ἄλλο κού τι καὶ οὐ Κῦρον θεμένη.
114.1 καὶ ὅτε ἦν δεκαέτης ὁ παῖς, πρῆγμα ἐς αὑτὸν τοιόνδε γενόμενον ἐξέφηνέ μιν. ἔπαιζε ἐν τῇ κώμῃ ταύτῃ ἐν τῇ ἦσαν καὶ αἱ βουκολίαι αὗται, ἔπαιζε δὲ μετ᾽ ἄλλων ἡλίκων ἐν ὁδῷ. καὶ οἱ παῖδες παίζοντες εἵλοντο ἑωυτῶν βασιλέα εἶναι τοῦτον δὴ τὸν τοῦ βουκόλου ἐπίκλησιν παῖδα. 114.2 ὁ δὲ αὐτῶν διέταξε τοὺς μὲν οἰκίας οἰκοδομέειν, τοὺς δὲ δορυφόρους εἶναι, τὸν δέ κου τινὰ αὐτῶν ὀφθαλμὸν βασιλέος εἶναι, τῷ δὲ τινὶ τὰς ἀγγελίας φέρειν ἐδίδου γέρας, ὡς ἑκάστῳ ἔργον προστάσσων. 114.3 εἷς δὴ τούτων τῶν παίδων συμπαίζων, ἐὼν Ἀρτεμβάρεος παῖς ἀνδρὸς δοκίμου ἐν Μήδοισι, οὐ γὰρ δὴ ἐποίησε τὸ προσταχθὲν ἐκ τοῦ Κύρου, ἐκέλευε αὐτὸν τοὺς ἄλλους παῖδας διαλαβεῖν, πειθομένων δὲ τῶν παίδων ὁ Κῦρος τὸν παῖδα τρηχέως κάρτα περιέσπε μαστιγέων. 114.4 ὁ δὲ ἐπείτε μετείθη τάχιστα, ὡς γε δὴ ἀνάξια ἑωυτοῦ παθών, μᾶλλόν τι περιημέκτεε, κατελθὼν δὲ ἐς πόλιν πρὸς τὸν πατέρα ἀποικτίζετο τῶν ὑπὸ Κύρου ἤντησε, λέγων δὲ οὐ Κύρου (οὐ γάρ κω ἦν τοῦτο τοὔνομα ), ἀλλὰ πρὸς τοῦ βουκόλου τοῦ Ἀστυάγεος παιδός. 114.5 ὁ δὲ Ἀρτεμβάρης ὀργῇ ὡς εἶχε ἐλθὼν παρὰ τὸν Ἀστυάγεα καὶ ἅμα ἀγόμενος τὸν παῖδα ἀνάρσια πρήγματα ἔφη πεπονθέναι, λέγων "ὦ βασιλεῦ, ὑπὸ τοῦ σοῦ δούλου, βουκόλου δὲ παιδὸς ὧδε περιυβρίσμεθα," δεικνὺς τοῦ παιδὸς τοὺς ὤμους.
115.1 ἀκούσας δὲ καὶ ἰδὼν Ἀστυάγης, θέλων τιμωρῆσαι τῷ παιδὶ τιμῆς τῆς Ἀρτεμβάρεος εἵνεκα, μετεπέμπετο τόν τε βουκόλον καὶ τὸν παῖδα. ἐπείτε δὲ παρῆσαν ἀμφότεροι, βλέψας πρὸς τὸν Κῦρον ὁ Ἀστυάγης ἔφη 115.2 "σὺ δὴ ἐὼν τοῦδε τοιούτου ἐόντος παῖς ἐτόλμησας τὸν τοῦδε παῖδα ἐόντος πρώτου παρ᾽ ἐμοὶ ἀεικείῃ τοιῇδε περισπεῖν ;" ὁ δὲ ἀμείβετο ὧδε. "ὦ δέσποτα, ἐγὼ ταῦτα τοῦτον ἐποίησα σὺν δίκῃ. οἱ γάρ με ἐκ τῆς κώμης παῖδες, τῶν καὶ ὅδε ἦν, παίζοντες σφέων αὐτῶν ἐστήσαντο βασιλέα· ἐδόκεον γὰρ σφι εἶναι ἐς τοῦτο ἐπιτηδεότατος. 115.3 οἱ μέν νυν ἄλλοι παῖδες τὰ ἐπιτασσόμενα ἐπετέλεον, οὗτος δὲ ἀνηκούστεέ τε καὶ λόγον εἶχε οὐδένα, ἐς ὃ ἔλαβὲ τὴν δίκην. εἰ ὦν δὴ τοῦδε εἵνεκα ἄξιός τευ κακοῦ εἰμί, ὅδε τοὶ πάρειμι."
116.1 ταῦτα λέγοντος τοῦ παιδὸς τὸν Ἀστυάγεα ἐσήιε ἀνάγνωσις αὐτοῦ, καὶ οἱ ὅ τε χαρακτὴρ τοῦ προσώπου προσφέρεσθαι ἐδόκεε ἐς ἑωυτὸν καὶ ἡ ὑπόκρισις ἐλευθερωτέρη εἶναι, ὅ τε χρόνος τῆς ἐκθέσιος τῇ ἡλικίῃ τοῦ παιδὸς ἐδόκεε συμβαίνειν. 116.2 ἐκπλαγεὶς δὲ τούτοισι ἐπὶ χρόνον ἄφθογγος ἦν· μόγις δὲ δή κοτε ἀνενειχθεὶς εἶπε, θέλων ἐκπέμψαι τὸν Ἀρτεμβάρεα, ἵνα τὸν βουκόλον μοῦνον λαβὼν βασανίσῃ, "Ἀρτέμβαρες, ἐγὼ ταῦτα ποιήσω ὥστε σὲ καὶ τὸν παῖδα τὸν σὸν μηδὲν ἐπιμέμφεσθαι." 116.3 τὸν μὲν δὴ Ἀρτεμβάρεα πέμπει, τὸν δὲ Κῦρον ἦγον ἔσω οἱ θεράποντες κελεύσαντος τοῦ Ἀστυάγεος, ἐπεὶ δὲ ὑπελέλειπτο ὁ βουκόλος μοῦνος μουνόθεν, τάδε αὐτὸν εἴρετο ὁ Ἀστυάγεος, κόθεν λάβοι τὸν παῖδα καὶ τίς εἴη ὁ παραδούς. 116.4 ὁ δὲ ἐξ ἑωυτοῦ τε ἔφη γεγονέναι καὶ τὴν τεκοῦσαν αὐτὸν εἶναι ἔτι παρ᾽ ἑωυτῷ. Ἀστυάγης δὲ μιν οὐκ εὖ βουλεύεσθαι ἔφη ἐπιθυμέοντα ἐς ἀνάγκας μεγάλας ἀπικνέεσθαι, ἅμα τε λέγων ταῦτα ἐσήμαινε τοῖσι δορυφόροισι λαμβάνειν αὐτόν. 116.5 ὁ δὲ ἀγόμενος ἐς τὰς ἀνάγκας οὕτω δὴ ἔφαινε τὸν ἐόντα λόγον· ἀρχόμενος δὲ ἀπ᾽ ἀρχῆς διεξήιε τῇ ἀληθείῃ χρεώμενος, καὶ κατέβαινε ἐς λιτάς τε καὶ συγγνώμην ἑωυτῷ κελεύων ἔχειν αὐτόν.
117.1 Ἀστυάγης δὲ τοῦ μὲν βουκόλου τὴν ἀληθείην ἐκφήναντος λόγον ἤδη καὶ ἐλάσσω ἐποιέετο, Ἁρπάγῳ δὲ καὶ μεγάλως μεμφόμενος καλέειν αὐτὸν τοὺς δορυφόρους ἐκέλευε. 117.2 ὡς δέ οἱ παρῆν ὁ Ἅρπαγος, εἴρετό μιν ὁ Ἀστυάγης "Ἅρπαγε, τέῳ δὴ μόρῳ τὸν παῖδα κατεχρήσαο τόν τοι παρέδωκα ἐκ θυγατρὸς γεγονότα τῆς ἐμῆς ;" ὁ δὲ Ἅρπαγος ὡς εἶδε τὸν βουκόλον ἔνδον ἐόντα, οὐ τρέπεται ἐπὶ ψευδέα ὁδόν, ἵνα μὴ ἐλεγχόμενος ἁλίσκηται, ἀλλὰ λέγει τάδε. 117.3 "ὦ βασιλεῦ, ἐπείτε παρέλαβον τὸ παιδίον, ἐβούλευον σκοπέων ὅκως σοί τε ποιήσω κατὰ νόον, καὶ ἐγὼ πρὸς σὲ γινόμενος ἀναμάρτητος μήτε θυγατρὶ τῇ σῇ μήτε αὐτῷ σοὶ εἴην αὐθέντης. 117.4 ποιέω δὴ ὧδε· καλέσας τὸν βουκόλον τόνδε παραδίδωμι τὸ παιδίον, φὰς σέ τε εἶναι τὸν κελεύοντα ἀποκτεῖναι αὐτό. καὶ λέγων τοῦτό γε οὐκ ἐψευδόμην· σὺ γὰρ ἐνετέλλεο οὕτω. παραδίδωμι μέντοι τῷδε κατὰ τάδε ἐντειλάμενος, θεῖναὶ μιν ἐς ἔρημον ὄρος καὶ παραμένοντα φυλάσσειν ἄχρι οὗ τελευτήσῃ, ἀπειλήσας παντοῖα τῷδε ἢν μὴ τάδε ἐπιτελέα ποιήσῃ. 117.5 ἐπείτε δὲ ποιήσαντος τούτου τὰ κελευόμενα ἐτελεύτησε τὸ παιδίον, πέμψας τῶν εὐνούχων τοὺς πιστοτάτους καὶ εἶδον δι᾽ ἐκείνων καὶ ἔθαψά μιν. οὕτω ἔσχε ὦ βασιλεῦ περὶ τοῦ πρήγματος τούτου, καὶ τοιούτῳ μόρῳ ἐχρήσατο ὁ παῖς."
.
.
.
Θουκυδιδης-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
ΤΑ ΚΕΡΚΥΡΑΙΚΑ
ΘΟΥΚΥΔΙΔΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ,
Βιβλιο Γ' 70-79,ο ολέθριος εμφυλιος
[μεταφραση translation χ.ν.κουβελης c.n.couvelis]
σημειωση:αν στην μεταφραση ενος εργου δεν διατηρειται το υφος
του συγγραφεα του,
τοτε η μεταφραση ειναι αχρηστη
Δεν εξηγουμε ,καταγραφομε το λογο του
Η Ελληνικη γλωσσα εχει τεραστια ικανοτητα να επιτευχθει αυτο
70. οι Κερκυραιοι λοιπον εστασιαζαν επειδη οι αιχμαλωτοι απο τις ναυμαχιες γυρω απο την Επιδαμνο ηρθαν σ'αυτους απ'τους Κορινθιους αφεθεντες,στα μεν λογια οκτακοσια
ταλαντα στους προξενους δινοντας εγγυηση,,στη πραγματικοτητα δε συμφωνησαν στους Κορινθιους τη Κερκυρα να προσχωρησουν,και ενεργουσαν αυτοι,καθεναν απο τους πολιτες πλησιαζοντας,οπως αποστατησουν απο τους Αθηναιους τη πολη,και οταν εφτασε και ενα Αττικο πλοιο και ενα Κορινθιακο πρεσβεις φερνοντας και σε συνελευση μαζευτηκαν ψηφισαν οι Κερκυραιοι στους Αθηναιους μεν συμμαχοι να ειναι
κατα τα συμφωνηθεντα,στους δε Πελοποννησιους φιλοι οπως ακριβως και πριν,και[ηταν τοτε ο Πειθιας εθελοπροξενος και των Αθηναιων και των δημοκρατικων προιστανταν ]τον εγκαλουν αυτοι οι ανδρες σε δικη λεγοντας πως στους Αθηναιους τηγ Κερκυρα ηθελε να υποδουλωσει,αυτος απαλλασσομενος αντεγκαλεσε απο αυτους τους πιο πλουσιους πεντε ανδρες,λεγοντας πως κοβουν ραβδους για τη αντιστηριξη των κληματων και απο τεμενος του Δια και απο του Αλκινοου,η ποινη για καθε ραβδο ηταν καθορισμενη
ενας στατηρας,οφειλοντας δε αυτοι να πληρωσουν τοτε στα ιερα ικετες καθισαν για το μεγεθος της ποινης,οπως να συμφωνησουν σε δοσεις ν 'αποδωσουν,ο Πειθιας[επειδη τυχαινε και της βουλης οντας] πειθει ωστε να γινει τηρηση στο νομο,αυτοι επειδη κι απο το νομο αποκλειστηκαν και συναμα μαθαινοντας πως ο Πειθιας,ως ειναι ακομα μελος της Βουλης,προκειται τη πλεοψηφια να μεταπεισει και τους ιδιους στους Αθηναιους
φιλους κι εχθρους να θεωρουν,τοτε συγκροτηθηκαν και παιρνοντας μαχαιρια
αιφνιδιαστικα μεσα στη βουλη μπηκαν και τον Πειθια σκοτωνουν και αλλους και απο
τους βουλευτες και απο τους ιδιωτες συνολο εξηντα ,καποιοι λιγοι της ιδιας γνωμης με τον Πειθια στην Αττικη τριηρη κατεφυγαν που ηταν ακομα εκει,
71.δρασαντες δε τουτο και συγκαλωντας τους Κερκυραιους ειπαν οτι τουτα και τα πιο
συμφεροντα θα ειναι και χειριστα θα ηταν να υποδουλοθουν στους Αθηναιους,και του λοιπου κανεναν απο τους δυο να μην δεχονται παρα μονο απο ενα πλοιο και να'ναι ησυχοι,το δε πλεον πολεμου να ηγηται,ετσι ειπαν,και να επικυρωσουν αυτη την αποφαση τους εξαναγκασαν,στελνουν δε και στην Αθηνα αμεσως πρεσβεις τα πεπραγμενα να παρουσιασουν οπως συνεφερε και τους εκει καταφυγοντες να πεισουν τιποτα ακαταλληλο να μην πραξουν για να μη καποια αντιποινα γινουν
72. οταν ηρθαν οι Αθηναιοι και τους πρεσβεις ως υποκινητες αλλαγων τους συνελαβαν
κι οσους επεισαν τους μετεφεραν και τους εκλεισαν στην Αιγινα, εν τω μεταξυ αυτοι απο τους Κερκυραιους που ηταν στα πραγματα οταν ηρθε τριηρη Κορινθιακη και των Λακεδαιμονιων πρεσβεων επιτεθηκαν στους δημοκρατικους και στη μαχη τους νικησαν,
οταν νυχτωσε οι δημοκρατικοι στην Ακροπολη και στα υψωματα της πολης κατεφυγαν
κι εκει συμμαζωμενοι εγκατασταθηκαν και τον Υλλαικον λιμενα κατειχαν,οι δε αλλοι κατελαβαν την αγοραν,εκει οπου οι πολλοι κατοικουσαν απο αυτους,και το λιμανι το προς αυτη και προς τη στερια
73. την δε επομενη εγιναν μερικες αψιμαχιες και στην υπαιθρο εστειλαν παντου αποστολες και οι δυο,τους δουλους και παρακαλοντας να παρουν το μερος τους και
ελευθερια υποσχομενοι,και στους μεν δημοκρατικους των οικετων η πλειοψηφια προσηρθε συμμαχος,στους δε αλλους απο τη στερια επικουροι μισθοφοροι οκτακοσιοι
74.μετα το διαλειμα μιας μερας μαχη ξανα εγινε και νικουν οι δημοκρατικοι,και στην
ισχυροτητα των θεσεων και στο πληθος υπερεχοντας,και οι γυναικες σ'αυτους με τολμη συνετρεξαν πετωντας απ'τα σπιτια κεραμιδια και παρα τη φυση υπομεντας τη ταραχη,
επειδη η τροπη αυτη εγινε αργα περι το δειλι,φοβηθεντες οι ολιγαρχικοι μηπως με μια κραυγη οι δημοκρατικοι και του ναυσταθμου επικρατησουν επιτεθεντες κι αυτους αφανισουν ολοσχερωςπυρπολησαν τα σπιτια τα γυρω της αγορας και τις πολυκατοικιες,
οπως μη γινει εφοδος,χωρις να λυπηθουν ουτε τα δικα τους σπιτια ουτε τα ξενα,ωστε
και πραγματα πολλα εμπορων κατακαηκαν κι η πολη κινδυνεψε ολοκληρη ν'αφανισθει,
αν ανεμος φυσουσε στην ωρα της φλογας με διευθυνση προς αυτη,κι απο τη μια κι απο
τη αλλη μερια οταν επαυσε η μαχη ησυχαζαν και τη νυχτα σε φρουριση ησαν,και το Κορινθιακο πλοιο οι δημοκρατες εχοντας επικρατησει απεπλευσε κρυφα,και απο τους βοηθους μισθοφορους οι πολλοι στην ηπειρο χωρις να τους παρουν ειδηση περασαν
75. την δε επομενη ημερα ο Νικοστρατος ο γιος του Διειτρεφους εφτασε σε βοηθεια
απο τη Ναυπακτο με δωδεκα πλοια και πεντακοσιους οπλιτες Μεσσηνιους,και συμβαση εκαμε κι επεισε ωστε να συμφωνησουν οι μεν με τους δεν και δεκα ανδρες απο τους πλεον αιτιους να κρινουν,οι οποιοι τωρα πια δεν εμειναν,οι δ'αλλοι να παραμεινουν εκει ανακωχη ειρηνης οι μεν με τους δε να κανουν και προς τους Αθηναιους ,ωστε του ιδιους εχθρους και φιλους να θεωρουν,κι αυτος τουτα πραξας επροκειτο ν'αποπλευσει,οι δε των δημοκρατικων προισταμενοι πειθουν αυτον πεντε μεν απο τα πλοια του σ'αυτους πισω
ν'αφησει,οπως ασθενεστεροι για κινημα ειναι οι εναντιον,ισα δε αυτοι πληρωνοντας απο τα δικα τους να στειλουν,και ο μεν συμφωνησε,αυτοι δε τους εχθρους συγκαταλεγαν στα πλοια,φοβηθεντες δε εκεινοι μηπως στην Αθηνα αποπεμφθουν καθονται στο ιερο των Διοσκουρων,ο Νικοστρατος δε αυτους προσπαθησε να σηκωσει και να ενθαρρυνει,επειδη
δεν τους επειθε,οι δημοκρατικοι οπλισθηκε με την προφαση τουτη,πως τιποτα αυτοι καλο δεν σκεφτονταν με τη δυσπιστια να μην συμπλευσουν,και τα οπλα αυτων απ'τα σπιτια πηραν κι απ'αυτους καποιους τους οποιους πετυχαν,εαν ο Νικοστρατος δεν εμποδιζε,
θ'αφανιζαν,βλεπωντας δε οι αλλοι τα γινομενα καθονται στο Ηραιο ικετες και γινονται
οχι λιγοτεροι απο τετρακοσιοι,οι δε δημοκρατικοι φοβηθηκαν μηπως υποκινησουν καποια αλλαγη να σηκωθουν αυτους τους επεισαν και μετεφεραν στο απεναντι απ'το Ηραιο νησι,και τα απαραιτητα εκει περα σ'αυτους εστελναν
76. της στασης σ'αυτο οντας στην τεταρτη η' στην πεμπτη ημερα μετα την μεταφορα των ανδρων στο νησι τα πλοια των Πελοποννησιων απο την Κυλληνη,μετα την απο την Ιωνια πλευση αγκυροβολημενα οντας,απεπλευσανπενηντα τρια,αρχηγευε δε αυτων ο Αλκιδας,
ο ιδιος οπως και πιο πριν,και ο Βρασιδας σ'αυτον συμβουλος επλεε,αγκυροβολημενοι δε στα Συβοτα λιμανι της ηπειρου αμα ξημερωσε επλευσαν στη Κερκυρα
77. οι δε σε πολλη ταραχη και οντας φοβισμενοι και απο αυτα στη πολη και την εναντιον αυτων πλευση προετοιμαζουν αμεσως εξηντα πλοια και αυτα που καθε φορα πληρωνανταν εστελναν προς τους εναντιους,τους συμβουλευαν οι Αθηναιοι κι αυτους
να περιμενουν να εκπλευσουν κι υστερα ολα μαζι εκεινους ν'ακολουθησουν,καθως δε αυτοι προς τους πολεμιους κοντα ηρθαν ησαν σκορπια τα πλοια,δυο μεν ευθυς αυτομολησαν,στ'αλλα δε ενας με τον αλλον τα πληρωματα εμαχονταν,και δεν ηταν καμια ταξη στα γινομενα,βλέποντας δε οι Πελοποννησιοι την αναταραχη εικοσι μεν πλοια προς τους Κερκυραιους παρεταξαν,τα δε λοιπα προς τα δωδεκα πλοια των Αθηναιων,απο αυτα
δυο ηταν η Σαλαμινια και η Παραλος
78.και οι μεν Κερκυραιοι και χωρις ταξη και μ'ολιγα τμηματα προσπιπτοντας υποφεραν μεταξυ τους ,οι δε Αθηναιοι φοβουμενοι το πληθος και τη περικυκλωση σ'ολη τη δυναμη μεν δεν προσεπιπταν ουτε στο μεσο των απεναντι απ'αυτους παρατεταγμενων,
προσβαλοντας δε το ακρο καταβυθιζουν ενα πλοιο,και μετα τουτα σε κυκλο
παραταγμενων γυρω απ'αυτα επλεαν και προσπαθουσαν να φερουν αναταραχη,
αντιλαμβανομενοι δε αυτο οι απεναντι στους Κερκυραιους και φοβηθεντες μηπως οτι
στη Ναυπακτο γινει,ερχονται σε βοηθεια,και μαζωμενα ολα τα πλοια αμεσως την πλευση εναντια στους Αθηναιους εκαναν,οι δε ηδη υποχωρουν πρυμναν κρουωντας
και συναμα τα πλοια των Κερυραιων ηθελαν να προλαβουν να καταφυγουν σ'ασφαλες λιμανι οσο πιο πολλα, κι αργα αυτοι υποχωροντας κι απεναντι σ'αυτους παρατεταγμενων των εναντιων.λοιπον η ναυμαχια τετοια γενομενη τελειωσε στου ηλιου τη δυση
79.και οι Κερκυραιοι φοβηθεντες μη σ'αυτους επιπλευσουν κατα της πολης ως επικρατουντες οι πολεμιοι και η' αυτους απ'τη νησο παρουν μαζι τους η' καποιο αλλο νεο μετρο παρουν,και αυτους απ'τη νησο στο Ηραιο μετεφεραν και την πολη φρουρουσαν,
αυτοι δε κατα μεν της πολης δεν τολμησαν να πλευσουν αν και επικρατουντες στη ναυμαχια,δεκατρια δε πλοια κατεχοντας των Κερκυραιων απεπλευσαν στην ηπειρο,απ'οπου ειχαν ξεκινησει,την δε επομενη κατα μεν της πολης δεν ειχαν καθολου σκοπο να επιπλευσουν,αν και σε πολυ ταραχη και σε φοβο ηταν και ο Βρασιδας παρακινουσε,οπως λεγεται,τον Αλκιδα,αν και ισοψηφος δεν ηταν,στη Λευκιμμη δε τ'ακρωτηρι κανοντας αποβαση λεηλατουσαν την υπαιθρο
.
.
[70] [70.1] Οἱ γὰρ Κερκυραῖοι ἐστασίαζον, ἐπειδὴ οἱ αἰχμάλωτοι ἦλθον αὐτοῖς οἱ ἐκ τῶν περὶ Ἐπίδαμνον ναυμαχιῶν ὑπὸ Κορινθίων ἀφεθέντες, τῷ μὲν λόγῳ ὀκτακοσίων ταλάντων τοῖς προξένοις διηγγυημένοι, ἔργῳ δὲ πεπεισμένοι Κορινθίοις Κέρκυραν προσποιῆσαι. καὶ ἔπρασσον οὗτοι, ἕκαστον τῶν πολιτῶν μετιόντες, ὅπως ἀποστήσωσιν Ἀθηναίων τὴν πόλιν. [70.2] καὶ ἀφικομένης Ἀττικῆς τε νεὼς καὶ Κορινθίας πρέσβεις ἀγουσῶν καὶ ἐς λόγους καταστάντων ἐψηφίσαντο Κερκυραῖοι Ἀθηναίοις μὲν ξύμμαχοι εἶναι κατὰ τὰ ξυγκείμενα, Πελοποννησίοις δὲ φίλοι ὥσπερ καὶ πρότερον. [70.3] καὶ (ἦν γὰρ Πειθίας ἐθελοπρόξενός τε τῶν Ἀθηναίων καὶ τοῦ δήμου προειστήκει) ὑπάγουσιν αὐτὸν οὗτοι οἱ ἄνδρες ἐς δίκην, λέγοντες Ἀθηναίοις τὴν Κέρκυραν καταδουλοῦν. [70.4] ὁ δὲ ἀποφυγὼν ἀνθυπάγει αὐτῶν τοὺς πλουσιωτάτους πέντε ἄνδρας, φάσκων τέμνειν χάρακας ἐκ τοῦ τε Διὸς τοῦ τεμένους καὶ τοῦ Ἀλκίνου· ζημία δὲ καθ’ ἑκάστην χάρακα ἐπέκειτο στατήρ. [70.5] ὀφλόντων δὲ αὐτῶν καὶ πρὸς τὰ ἱερὰ ἱκετῶν καθεζομένων διὰ πλῆθος τῆς ζημίας, ὅπως ταξάμενοι ἀποδῶσιν, ὁ Πειθίας (ἐτύγχανε γὰρ καὶ βουλῆς ὤν) πείθει ὥστε τῷ νόμῳ χρήσασθαι. [70.6] οἱ δ’ ἐπειδὴ τῷ τε νόμῳ ἐξείργοντο καὶ ἅμα ἐπυνθάνοντο τὸν Πειθίαν, ἕως ἔτι βουλῆς ἐστί, μέλλειν τὸ πλῆθος ἀναπείσειν τοὺς αὐτοὺς Ἀθηναίοις φίλους τε καὶ ἐχθροὺς νομίζειν, ξυνίσταντό τε καὶ λαβόντες ἐγχειρίδια ἐξαπιναίως ἐς τὴν βουλὴν ἐσελθόντες τόν τε Πειθίαν κτείνουσι καὶ ἄλλους τῶν τε βουλευτῶν καὶ ἰδιωτῶν ἐς ἑξήκοντα· οἱ δέ τινες τῆς αὐτῆς γνώμης τῷ Πειθίᾳ ὀλίγοι ἐς τὴν Ἀττικὴν τριήρη κατέφυγον ἔτι παροῦσαν. [71] [71.1] δράσαντες δὲ τοῦτο καὶ ξυγκαλέσαντες Κερκυραίους εἶπον ὅτι ταῦτα καὶ βέλτιστα εἴη καὶ ἥκιστ’ ἂν δουλωθεῖεν ὑπ’ Ἀθηναίων, τό τε λοιπὸν μηδετέρους δέχεσθαι ἀλλ’ ἢ μιᾷ νηὶ ἡσυχάζοντας, τὸ δὲ πλέον πολέμιον ἡγεῖσθαι. ὡς δὲ εἶπον, καὶ ἐπικυρῶσαι ἠνάγκασαν τὴν γνώμην. [71.2] πέμπουσι δὲ καὶ ἐς τὰς Ἀθήνας εὐθὺς πρέσβεις περί τε τῶν πεπραγμένων διδάξοντας ὡς ξυνέφερε καὶ τοὺς ἐκεῖ καταπεφευγότας πείσοντας μηδὲν ἀνεπιτήδειον πράσσειν, ὅπως μή τις ἐπιστροφὴ γένηται. [72] [72.1] ἐλθόντων δὲ οἱ Ἀθηναῖοι τούς τε πρέσβεις ὡς νεωτερίζοντας ξυλλαβόντες, καὶ ὅσους ἔπεισαν, κατέθεντο ἐς Αἴγιναν.
[72.2] Ἐν δὲ τούτῳ τῶν Κερκυραίων οἱ ἔχοντες τὰ πράγματα ἐλθούσης τριήρους Κορινθίας καὶ Λακεδαιμονίων πρέσβεων ἐπιτίθενται τῷ δήμῳ, καὶ μαχόμενοι ἐνίκησαν. [72.3] ἀφικομένης δὲ νυκτὸς ὁ μὲν δῆμος ἐς τὴν ἀκρόπολιν καὶ τὰ μετέωρα τῆς πόλεως καταφεύγει καὶ αὐτοῦ ξυλλεγεὶς ἱδρύθη, καὶ τὸν Ὑλλαϊκὸν λιμένα εἶχον· οἱ δὲ τήν τε ἀγορὰν κατέλαβον, οὗπερ οἱ πολλοὶ ᾤκουν αὐτῶν, καὶ τὸν λιμένα τὸν πρὸς αὐτῇ καὶ πρὸς τὴν ἤπειρον. [73] [73.1] τῇ δ’ ὑστεραίᾳ ἠκροβολίσαντό τε ὀλίγα καὶ ἐς τοὺς ἀγροὺς περιέπεμπον ἀμφότεροι, τοὺς δούλους παρακαλοῦντές τε καὶ ἐλευθερίαν ὑπισχνούμενοι· καὶ τῷ μὲν δήμῳ τῶν οἰκετῶν τὸ πλῆθος παρεγένετο ξύμμαχον, τοῖς δ’ ἑτέροις ἐκ τῆς ἠπείρου ἐπίκουροι ὀκτακόσιοι. [74] [74.1] διαλιπούσης δ’ ἡμέρας μάχη αὖθις γίγνεται καὶ νικᾷ ὁ δῆμος χωρίων τε ἰσχύι καὶ πλήθει προύχων· αἵ τε γυναῖκες αὐτοῖς τολμηρῶς ξυνεπελάβοντο βάλλουσαι ἀπὸ τῶν οἰκιῶν τῷ κεράμῳ καὶ παρὰ φύσιν ὑπομένουσαι τὸν θόρυβον. [74.2] γενομένης δὲ τῆς τροπῆς περὶ δείλην ὀψίαν, δείσαντες οἱ ὀλίγοι μὴ αὐτοβοεὶ ὁ δῆμος τοῦ τε νεωρίου κρατήσειεν ἐπελθὼν καὶ σφᾶς διαφθείρειεν, ἐμπιπρᾶσι τὰς οἰκίας τὰς ἐν κύκλῳ τῆς ἀγορᾶς καὶ τὰς ξυνοικίας, ὅπως μὴ ᾖ ἔφοδος, φειδόμενοι οὔτε οἰκείας οὔτε ἀλλοτρίας, ὥστε καὶ χρήματα πολλὰ ἐμπόρων κατεκαύθη καὶ ἡ πόλις ἐκινδύνευσε πᾶσα διαφθαρῆναι, εἰ ἄνεμος ἐπεγένετο τῇ φλογὶ ἐπίφορος ἐς αὐτήν.
[74.3] Καὶ οἱ μὲν παυσάμενοι τῆς μάχης ὡς ἑκάτεροι ἡσυχάσαντες τὴν νύκτα ἐν φυλακῇ ἦσαν· καὶ ἡ Κορινθία ναῦς τοῦ δήμου κεκρατηκότος ὑπεξανήγετο, καὶ τῶν ἐπικούρων οἱ πολλοὶ ἐς τὴν ἤπειρον λαθόντες διεκομίσθησαν. [75] [75.1] τῇ δὲ ἐπιγιγνομένῃ ἡμέρᾳ Νικόστρατος ὁ Διειτρέφους Ἀθηναίων στρατηγὸς παραγίγνεται βοηθῶν ἐκ Ναυπάκτου δώδεκα ναυσὶ καὶ Μεσσηνίων πεντακοσίοις ὁπλίταις· ξύμβασίν τε ἔπρασσε καὶ πείθει ὥστε ξυγχωρῆσαι ἀλλήλοις δέκα μὲν ἄνδρας τοὺς αἰτιωτάτους κρῖναι, οἳ οὐκέτι ἔμειναν, τοὺς δ’ ἄλλους οἰκεῖν σπονδὰς πρὸς ἀλλήλους ποιησαμένους καὶ πρὸς Ἀθηναίους, ὥστε τοὺς αὐτοὺς ἐχθροὺς καὶ φίλους νομίζειν. [75.2] καὶ ὁ μὲν ταῦτα πράξας ἔμελλεν ἀποπλεύσεσθαι· οἱ δὲ τοῦ δήμου προστάται πείθουσιν αὐτὸν πέντε μὲν ναῦς τῶν αὐτοῦ σφίσι καταλιπεῖν, ὅπως ἧσσόν τι ἐν κινήσει ὦσιν οἱ ἐναντίοι, ἴσας δὲ αὐτοὶ πληρώσαντες ἐκ σφῶν αὐτῶν ξυμπέμψειν. [75.3] καὶ ὁ μὲν ξυνεχώρησεν, οἱ δὲ τοὺς ἐχθροὺς κατέλεγον ἐς τὰς ναῦς. δείσαντες δὲ ἐκεῖνοι μὴ ἐς τὰς Ἀθήνας ἀποπεμφθῶσι καθίζουσιν ἐς τὸ τῶν Διοσκόρων ἱερόν. [75.4] Νικόστρατος δὲ αὐτοὺς ἀνίστη τε καὶ παρεμυθεῖτο. ὡς δ’ οὐκ ἔπειθεν, ὁ δῆμος ὁπλισθεὶς ἐπὶ τῇ προφάσει ταύτῃ, ὡς οὐδὲν αὐτῶν ὑγιὲς διανοουμένων τῇ τοῦ μὴ ξυμπλεῖν ἀπιστίᾳ, τά τε ὅπλα αὐτῶν ἐκ τῶν οἰκιῶν ἔλαβε καὶ αὐτῶν τινὰς οἷς ἐπέτυχον, εἰ μὴ Νικόστρατος ἐκώλυσε, διέφθειραν ἄν. [75.5] ὁρῶντες δὲ οἱ ἄλλοι τὰ γιγνόμενα καθίζουσιν ἐς τὸ Ἥραιον ἱκέται καὶ γίγνονται οὐκ ἐλάσσους τετρακοσίων. ὁ δὲ δῆμος δείσας μή τι νεωτερίσωσιν ἀνίστησί τε αὐτοὺς πείσας καὶ διακομίζει ἐς τὴν πρὸ τοῦ Ἡραίου νῆσον, καὶ τὰ ἐπιτήδεια ἐκεῖσε αὐτοῖς διεπέμπετο.
[76] [76.1] Τῆς δὲ στάσεως ἐν τούτῳ οὔσης τετάρτῃ ἢ πέμπτῃ ἡμέρᾳ μετὰ τὴν τῶν ἀνδρῶν ἐς τὴν νῆσον διακομιδὴν αἱ ἐκ τῆς Κυλλήνης Πελοποννησίων νῆες, μετὰ τὸν ἐκ τῆς Ἰωνίας πλοῦν ἔφορμοι οὖσαι, παραγίγνονται τρεῖς καὶ πεντήκοντα· ἦρχε δὲ αὐτῶν Ἀλκίδας, ὅσπερ καὶ πρότερον, καὶ Βρασίδας αὐτῷ ξύμβουλος ἐπέπλει. ὁρμισάμενοι δὲ ἐς Σύβοτα λιμένα τῆς ἠπείρου ἅμα ἕῳ ἐπέπλεον τῇ Κερκύρᾳ. [77] [77.1] οἱ δὲ πολλῷ θορύβῳ καὶ πεφοβημένοι τά τ’ ἐν τῇ πόλει καὶ τὸν ἐπίπλουν παρεσκευάζοντό τε ἅμα ἑξήκοντα ναῦς καὶ τὰς αἰεὶ πληρουμένας ἐξέπεμπον πρὸς τοὺς ἐναντίους, παραινούντων Ἀθηναίων σφᾶς τε ἐᾶσαι πρῶτον ἐκπλεῦσαι καὶ ὕστερον πάσαις ἅμα ἐκείνους ἐπιγενέσθαι. [77.2] ὡς δὲ αὐτοῖς πρὸς τοῖς πολεμίοις ἦσαν σποράδες αἱ νῆες, δύο μὲν εὐθὺς ηὐτομόλησαν, ἐν ἑτέραις δὲ ἀλλήλοις οἱ ἐμπλέοντες ἐμάχοντο, ἦν δὲ οὐδεὶς κόσμος τῶν ποιουμένων. [77.3] ἰδόντες δὲ οἱ Πελοποννήσιοι τὴν ταραχὴν εἴκοσι μὲν ναυσὶ πρὸς τοὺς Κερκυραίους ἐτάξαντο, ταῖς δὲ λοιπαῖς πρὸς τὰς δώδεκα ναῦς τῶν Ἀθηναίων, ὧν ἦσαν αἱ δύο Σαλαμινία καὶ Πάραλος. [78] [78.1] καὶ οἱ μὲν Κερκυραῖοι κακῶς τε καὶ κατ’ ὀλίγας προσπίπτοντες ἐταλαιπώρουν τὸ καθ’ αὑτούς· οἱ δ’ Ἀθηναῖοι φοβούμενοι τὸ πλῆθος καὶ τὴν περικύκλωσιν ἁθρόαις μὲν οὐ προσέπιπτον οὐδὲ κατὰ μέσον ταῖς ἐφ’ ἑαυτοὺς τεταγμέναις, προσβαλόντες δὲ κατὰ κέρας καταδύουσι μίαν ναῦν. καὶ μετὰ ταῦτα κύκλον ταξαμένων αὐτῶν περιέπλεον καὶ ἐπειρῶντο θορυβεῖν. [78.2] γνόντες δὲ οἱ πρὸς τοῖς Κερκυραίοις καὶ δείσαντες μὴ ὅπερ ἐν Ναυπάκτῳ γένοιτο, ἐπιβοηθοῦσι, καὶ γενόμεναι ἁθρόαι αἱ νῆες ἅμα τὸν ἐπίπλουν τοῖς Ἀθηναίοις ἐποιοῦντο. [78.3] οἱ δ’ ὑπεχώρουν ἤδη πρύμναν κρουόμενοι καὶ ἅμα τὰς τῶν Κερκυραίων ἐβούλοντο προκαταφυγεῖν ὅτι μάλιστα, ἑαυτῶν σχολῇ τε ὑποχωρούντων καὶ πρὸς σφᾶς τεταγμένων τῶν ἐναντίων.
[78.4] Ἡ μὲν οὖν ναυμαχία τοιαύτη γενομένη ἐτελεύτα ἐς ἡλίου δύσιν, [79] [79.1] καὶ οἱ Κερκυραῖοι δείσαντες μὴ σφίσιν ἐπιπλεύσαντες ἐπὶ τὴν πόλιν ὡς κρατοῦντες οἱ πολέμιοι ἢ τοὺς ἐκ τῆς νήσου ἀναλάβωσιν ἢ καὶ ἄλλο τι νεωτερίσωσι, τούς τε ἐκ τῆς νήσου πάλιν ἐς τὸ Ἥραιον διεκόμισαν καὶ τὴν πόλιν ἐφύλασσον. [79.2] οἱ δ’ ἐπὶ μὲν τὴν πόλιν οὐκ ἐτόλμησαν πλεῦσαι κρατοῦντες τῇ ναυμαχίᾳ, τρεῖς δὲ καὶ δέκα ναῦς ἔχοντες τῶν Κερκυραίων ἀπέπλευσαν ἐς τὴν ἤπειρον, ὅθενπερ ἀνηγάγοντο. [79.3] τῇ δ’ ὑστεραίᾳ ἐπὶ μὲν τὴν πόλιν οὐδὲν μᾶλλον ἐπέπλεον, καίπερ ἐν πολλῇ ταραχῇ καὶ φόβῳ ὄντας καὶ Βρασίδου παραινοῦντος, ὡς λέγεται, Ἀλκίδᾳ, ἰσοψήφου δὲ οὐκ ὄντος· ἐπὶ δὲ τὴν Λευκίμμην τὸ ἀκρωτήριον ἀποβάντες ἐπόρθουν τοὺς ἀγρούς.
.
.
.
Τρία πορτραίτα -Φαιδρα-Μηδεια-Ελενη
-χ.ν.κουβελης c n.couvelis
στο μισοσκόταδο,το σόου στις μπάρες,η μουσική,Je t'aime...moi non plus, μεθυσμένοι πελάτες,φοβάται μήπως δεν είναι ελκυστική,κάποια νύχτα,θα είναι εκεί μέσα να την δει,τα μάτια του,τότε η Φαίδρα θα έχει ύπαρξη,
το έγκλημα την συνδέει με αυτόν τον αχρειο άντρα,στο δωμάτιο,είδε,τα παιδιά να κοιμούνται,αν δεν ακολουθήσει το μίσος δεν θα είναι η Μήδεια,κοιμήθηκε,όταν ξύπνησε όλα είχαν τακτοποιηθεί,μπροστά της,σκιές γιγάντιες,οι δύο αστυνομικοί,
το πεπρωμένο της ομορφιάς την βαραίνει,το πρόσωπο της στον καθρέφτη,φορα τα χρυσά σκουλαρικια,η μάσκα της Ωραίας της Ημέρας,στο δημόσιο δρόμο ημίγυμνη,η Ελενη,είπε ένας νεαρός, τη γνώρισε,ζήτησε αυτογραφο,του υπόγραψε,
πήγαν στο ξενοδοχείο,η αμοιβή;η πληρωμή θες να πεις;,να με ξεχάσεις,
του είπε χαμογελώντας,
ντύθηκε,βγήκε και χάθηκε μέσα στη πόλη,
.
.
.
Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
η μέρα ήταν ζεστή,ο ήλιος ελαμπε,η θάλασσα γαλήνια,ρώτησε για τον Οδυσσέα,τον κοιτούσαν με απορία,
ποιον Οδυσσέα;,κανείς δεν τον ήξερε,τους έδειξε το καϊκι του,είσαι τρελός,του είπαν,
αυτό είναι του...,είπαν ένα όνομα,κλέφτες,τους φώναξε,είστε ψεύτες,άκουσε
τα χλευαστικά γέλια τους,πιάστε τον,είναι επικίνδυνος,ρίξτε τον στη θάλασσα,
κανείς μην τολμήσει,ούρλιαξε,
τότε ήταν που ένα μικρό παιδί,δέκα χρόνων θα'ταν,ξεχώρισε από το πλήθος,
αυτός είναι ο Οδυσσέας,τον έδειξε με το δάκτυλο,τον κάνουμε μάθημα σχολείο,
αυτος έσκυψε και το φιλισε στο μάγουλο,
ήθελα να σας δοκιμάσω,τους είπε,αν σας αξίζει η ιστορία μας,κι αποδείχτηκε πως όχι,
ένα παιδί,όμως φτάνει,αυτό εδώ,να πιστέψει,Κανείς,και Όλοι είναι ο Οδυσσέας,
η μέρα ήταν ζεστη,ο ήλιος έλαμπε,η θάλασσα γαλήνια,όταν εμφανίσθηκε ο Οδυσσέας,
κι ύστερα εξαφανισθηκε,
ένα μόνο παιδί ήταν τυχερό και τον είδε ,
είπαν ονειροπαρμένο είναι,
άλλωστε οι Έλληνες,απ' όλους τους ανθρώπους,ονειροπαρμένοι είναι,
μονολογησε,καθώς συνέχιζε το ταξίδι του προς τη πατριδα
.
.
.
Το τέλος μιας πράξης
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
τα πόδια δεν τον συγκρατούσαν,έπεσε στο δρόμο,άδειος,χτύπησε στο κεφάλι,ένα σκυλί τον πλησίασε,θα μπορούσε να φωνάξει να τον βοηθήσουν,δεν το έκανε,βραδυαζε,η νύχτα θα τον σκέπαζε,ήταν μόνος στον κόσμο και δεν ένιωθε παράπονο,όλοι οι άνθρωποι στο βάθος είναι μόνοι,μια γυναίκα πέρασε,δεν στάθηκε σαν να μην τον είδε,αυτό ήταν,δεν ήταν ορατός,δεν φώναξε το όνομα της,τρόμαζε την αδιαφορία της,το ψυχρο βλέμμα,
ο δρόμος ήταν έρημος και σκοτεινός,σταμάτησε σε μια πόρτα,την άνοιξε,ανέβηκε την ξύλινη σκαλα για τον δεύτερο όροφο,μια παρέα παιδιών κατέβαιναν τρεχοντας,παραλίγο να τον παρασύρουν και τον ρίξουν κάτω,μια κοπέλα του εβγάλε τη γλωσσα,τα άλλα γέλασαν,
έφτασε αγκομαχωντας στο διαμέρισμα,η σπονδυλική του στήλη πονούσε,μπήκε στο δωμάτιο,η γυναίκα κοιμονταν με τα ρούχα στο κρεβάτι,ξύπνησε,άργησες,του είπε,δεν σε περίμενα,
έπεσα στο δρόμο,πέρασες, δεν με είδες;της είπε,τα πόδια μου δεν με κρατάνε,η γυναίκα γέλασε,η ζωή που κάνεις θα σε καταστρέψει,γράφεις όλες αυτές τις ανοησίες κι ασυναρτησίες,τα βάζεις μ'αυτους,έχουν τη δύναμη να σε κλείσουν στη φυλακή,σκάσε,της φώναξε,την άρπαξε απ'το λαιμό,εκείνη με δύναμη τον εσπρωξε,σιγά θα με πνίξεις,σηκώθηκε και γδυθηκε μπροστά του,δεν σε υπολογίζουν,συνέχισε,γελούν μαζί σου,σε εξεφτυλιζουν,τον πλησίασε,σ'αρεσουν τα βυζιά μου,τ'αρπαξε,με πονάς,του'κοψε μια κλωτσιά στη κοιλια,σωριαστηκε στο πάτωμα,στάθηκε πάνω από το κεφάλι του με τα πόδια ανοιχτά,κοίτα,πριν σου βγάλω τα μάτια,στο'χω πει δεν θέλω να είμαι ο σκοπός της ζωής σου,ξάπλωσε δίπλα του και τον αγκάλιασε,γιατί αμφιβάλεις για μένα;,του ψιθυρισε στο αυτί,σε τίποτα δεν έχουμε πίστη αν δεν αμφιβαλουμε σ'αυτο,της είπε,πόσες φορές το έχω ακούσει,η λογική και το πάθος δεν συμβιβάζονται,
τον φιλισε στο στόμα,μια σάρκα γυμνή για σένα αυτή τη στιγμή,τον προκάλεσε,την άλλη στιγμή θα είμαι για κάποιον άλλον,
μετά την πράξη του είπε,ο έρωτας είναι η πραγματικότητα που μπορείς να απολαύσεις,μια μικρή κοπελα στη σκάλα μου έβγαλε τη γλώσσα,σου έμοιαζε,της είπε,όλες έτσι ξεκινάμε,αθώες στην αρχή και στο τέλος πρόστυχες,αυτό δεν πιστεύεις;τον ρώτησε,τρυφερή η φωνή της,ναι,προστυχη,όμως αμφιβάλλω,και δεν υπάρχει μεγαλύτερη δυστυχία από το να μην είσαι αυτός που είσαι,για οποιαδήποτε κρίση σου στον κόσμο θα κάνεις πάντα λάθος,την ίδια στιγμή που μ'αγαπας,την ίδια στιγμή με περιφρονείς,
έλα να σηκωθούμε,του είπε,ντύσου,η κοπέλα θα γυρίσει,έχουμε μάθημα θέατρο,μελετάμε Σεξπηρ,και πιάνο,έργα του Μπετόβεν,αν θελεις μπορείς να παρακολουθήσεις,
δεν κάθησε,κατέβηκε στο δρόμο,νύχτα,ο δρόμος σκοτεινός,ένα σκυλί τον ακολούθησε,αμφέβαλλε αν η πόλη υπάρχει,και είναι κενή από ανθρώπους,το μεγαλύτερο μυστικό του η ανυπαρξία του,ο κόσμος εξαφανίσθηκε,δεν θα σήμαινε τίποτα αν υπήρχε,πόσο επιθυμούσε να σωριαστει αυτή τη στιγμή στο δρομο,
αγάπα τον εαυτό σου,σκέφτηκε,να είσαι το αποτέλεσμα των δικών σου σκέψεων,
περπατούσε,ο δρόμος πάντα άδειος κι έρημος,ένιωσε τα πόδια του βαρια,σωριάστηκε στο χώμα,
τόλμησε,είπε,την ανυπαρξία,
η νύχτα,το σκοτάδι,το τέλος του κόσμου του
.
.
.
ο γρίφος
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
χτύπησε η πόρτα του διαμερίσματος του,κοίταξε την ώρα,10:15 το πρωί,
άνοιξε,δυο σωματωδεις αντρες,'αστυνομια,είπε ο ένας,και έδειξαν
ταυτότητα,'ετοιμαστητε,σας θέλει ο ανακριτης'
'κυριε',ακουσε τον ανακριτή,'στο γραφείο του δολοφονημένου βρέθηκε αυτό
το σημείωμα'του το έδωσε ,'οριστε,διαβαστε':
Γρίφος: Παράξενος δεκαψηφιος
|_|_|_|_|_|_|_|_|_|_|
0 1 2 3 4 5 6 7 8 9
Στις 10 θέσεις του παραπάνω σχήματος γράψτε έναν δεκαψήφιο αριθμό,
ώστε το ψηφίο στην πρώτη θέση να δείχνει τον συνολικό αριθμό των
μηδενικών του αριθμού, το ψηφίο στη θέση με την ένδειξη 1 να δείχνει
τον συνολικό αριθμό των 1 και ούτω καθεξής, μέχρι την τελευταία θέση,
το ψηφίο της οποίας πρέπει να δείχνει τον συνολικό αριθμό των 9 στον
αριθμό.
η απάντηση είναι μοναδική.
'νομίζουμε' συνέχισε'οτι έχει σχέση με τον δολοφόνο,από τη λύση του θα
τον αποκαλυψουμε'
ο ανακριτής σηκώθηκε,'εγω θα φυγω'ειπε,'καθιστε με την ησυχία σας να
το λύσετε '
θυμήθηκε τον άνθρωπο,ένας ψηλός 40 ετών,που είχε έρθει στο γραφείο
του,είχε υποψίες ότι η γυναίκα του είχε εραστή,
στο επόμενο ραντεβού του είπε πως ήταν σίγουρος,και του εδωσε ένα
γριφο,'απο τη λύση του εξαρτάται' του είπε 'η αντίδραση μου,θα περασω
αύριο για να πάρω τη λύση του'
την άλλη μέρα του έδωσε τη λύση:ο δεκαψηφιος αριθμός 6210001000
'τωρα είμαι ηθικός αυτουργός ενός εγκληματος'ειπε στον άνθρωπο,
ο άλλος γέλασε,'κυριε,δεν έχω σκοπό να κάνω κανένα έγκλημα,η εκδίκηση
μου είναι αυτή,να ξέρουν ότι ξέρω και να μην ενεργω'
ένιωσε να γελοιοποιηται,
άκουσε την πόρτα να ανοίγει,'ενταξει'ειπε ο ανακριτής,
του έδωσε την απάντηση:ο δεκαψηφιος αριθμός 6210001000
ο ανακριτής γέλασε,'τωρα κύριε,είμαστε σίγουροι,πως εσείς ειστε ο
δολοφόνος'
ήταν εραστής της γυναίκας,ο άλλος ήξερε πως θα τον δολοφονούσε,
ο γρίφος και η λύση του ήταν μια επινόηση του να δράσει,
ήξερε πως αποφασιστικό ήταν εκείνο το: η απάντηση είναι μοναδική
.
.
.
(Μονόπρακτο)
Η πιθανότητα να είναι αυτό-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
ένα λευκό δωμάτιο,δύο καρέκλες,ένας άντρας Α και μια Γ
Α.αυτο,είναι οτιδήποτε
Γ από που το συμπεραινεις;
Α.απο τη γλωσσα,τις προτασεις,που χρησιμοποιώ να το εκφράσω
Γ τότε ξέρεις για εκείνο
Α όχι,υποθέτω,
Γ.το υποθέτω είναι διαφορετικό από το γνωρίζω
Α άκουσες κάποιο θόρυβο;
Γ. ναι τον ακουσα,κάποιος ανοιξε την πόρτα στο διπλανό δωμάτιο
Α.μια γυναίκα
Γ. πως το ξέρεις ότι είναι γυναίκα;
Α το γνωρίζω,τώρα είναι στο μπάνιο, γδυνεται
Γ.μετα;
Α.θα ξαπλώσει στο κρεβάτι
Γ.γυμνη;
Α ακριβώς,γυμνή
Γ.τοτε,η γυναίκα αυτή είναι εγώ
Α ίσως,γιατί όχι;
Γ.η γυναίκα είναι μαχαιρωμένη
Α.ο δολοφόνος πιάστηκε
Γ.τοτε ποια είναι η γυναίκα που είναι εκεί μέσα;
Α μια άλλη
Γ.μιλας τόσο σίγουρα
Α πρέπει να απαντήσω στην ερώτηση σου
Γ.αν δεν ρωτούσα,τι θα έλεγες;
Α.αν δεν υπάρχει ερώτηση τοτε δεν υπάρχει απάντηση
Γ.(σιωπή)είμαστε πέντε χρόνια μαζί δύο μήνες και 17 μέρες
Α.(σιωπή)λαθος υπολογισμός
Γ.(σιωπή)εξαρτάται
(σιωπή)αν αναφέρομαι σε σένα
Α.(σιωπή)
Γ.καποτε,δεν θυμάμαι πότε,είχαμε μια συζήτηση,και συμφωνούσαμε
Α.(σιωπή)αντίθετα διαφωνούσαμε
Γ.(σιωπή)
Α.(σιωπή)έχεις δίκιο
Γ.δεν είναι το ίδιο,αν θυμάμαι ότι συμφωνήσαμε τότε συμφωνήσαμε,αν όμως εσυ θυμάσαι ότι διαφωνησαμε τότε διαφωνήσαμε.
Α.φορουσες ένα ολόσωμο μακρύ μαύρο φόρεμα,
Γ.τα χείλη μου βαμμένα κόκκινα
Α.χορευες υπέροχα ταγκό
Γ.πηγαμε σε ξενοδοχείο
Α.οταν ξυπνήσαμε σε ρώτησα ποιο είναι το όνομα σου
Γ.σου είπα ένα ψεύτικο
Α.ενα ψεύτικο όνομα,δεν σε κάνει κάποια άλλη;
Γ.ναι,αυτή του διπλανού δωματίου
Α.δεν είμαι ο δολοφόνος της
Γ.(σιωπή)θα μπορούσες όμως να ήσουν
Α.(σιωπή)(την πλησιάζει)
Γ.ειναι αδύνατο αυτό να γίνει
Α.(σιωπή)τι το εμποδίζει να γίνει πολλές φορές;
Γ.οτι είσαι δειλός
Α.ειχες εραστή;
Γ.εχω εραστή
Α.(σιωπή)
Γ.ειναι πιανίστας
Α.αυτος;
Γ ακριβώς
Α.(ακούγεται από το διπλανό δωμάτιο πιάνο)
Σοπεν
Fantaisie-impromptu in C-Sharp Minor, Op. 66
(τέλος του πιάνου)
(σιωπή(
τώρα την δολοφονεί
Γ.(σιωπή)τώρα κάνουν σεξ
Α.η γλωσσα εκφράζει τα πάντα,εκτός την πραγματικότητα
Γ.αντιφατικη πρόταση,στα πάντα δεν είναι και η πραγματικότητα;τότε πως η γλώσσα εκφράζει τα πάντα,αφού δεν εκφράζει ένα υποσύνολο του;
Α.το γεγονός δεν αλλάζει
Γ.ειμαστε εδώ,είσαι ο εραστής μου,είσαι πιανίστας,φανατικος του Σοπέν
(σιωπή)
(από το διπλανό δωμάτιο ακούγεται ένας δυνατός θόρυβος)
Α.την πυροβόλησε με πιστόλι
Γ.μπορει,μια από τις πιθανότητες να είναι αυτό
Α.η πιθανότητα να είναι αυτό
Γ.η ύπαρξη του κόσμου είναι μια πιθανότητα
Α.μη πραγματοποιήσιμη
Γ.δες τα δάχτυλα μου,ωραίο δεν είναι το γαλάζιο χρώμα στα νύχια μου;
Α.πολυ όμορφα
(την αγκαλιάζει)
Γ.σιγα,με πονάς
Α.(απομακρυνεται)τι φοβάσαι;
Γ.(σιωπή)
να μην συμβαίνει τίποτα μεταξύ μας
(στέκονται όρθιοι,ακίνητοι)
(σιωπή)
Fantaisie-impromptu in C-Sharp Minor, Op. 66
(σιωπή)
(σιγά-σιγα τα φώτα χαμηλώνουν,
γίνεται σκοτάδι,
ακούγεται ένας πυροβολισμός)
.
.
.
Οι πόλεις μου
(My cities)
η αφήγηση της πολης
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
άρχισε την αφήγηση:
'πετούσα με το αεροπτερο μου πάνω από μια περιοχή περικλεισμενη με πολύ ψηλά βουνά γυμνά από δέντρα και θάμνους,βράχια,μου έκανε μεγαλο ενδιαφέρον,τότε κάτω είδα ένα τεράστιο σχέδιο γραμμών που απλώνονταν σε όλη την επιφάνεια,δεν ξέρω,αλλά μου έδωσε την εντύπωση ενός σχεδίου πόλης,οι δρόμοι της,είδα ακόμα τον κρατήρα ενός ηφαιστείου και τα ποτάμια της λάβας του,
και πολλές μεγάλες ανάγλυφες παραστασεις,μια γυναίκα,η' θεα σκεπτόμενη,μια γυναίκα γυμνή,θέα της θηλυκότητας,της αναπαραγωγής,του έρωτα,πολλα συμπλέγματα ηρώων,κάποια σχέδια μου έδωσαν την εντύπωση ενός κειμένου στα γράμματα της γλώσσας της πόλης,είδα χαραγμένα ζωα σε μεγάλες διαστάσεις,εντυπωσιάστικα,όλα τα φωτογράφησα,να οι φωτογραφίες τους'
έδειξε τις φωτογραφίες,
'αποφασισα'συνεχισε,'να προσγειωθω,ήταν φοβερό το θέαμα,περιπλανήθηκα μέχρι που νύχτωσε,η νύχτα ήταν ζεστή,όλος ο χώρος έλαμπε από το φως του φεγγαριού,αυτό ήταν πολύ μεγάλο,ένα χιλιόμετρο ψηλά πάνω από την επιφάνεια,
κοιμήθηκα,και αισθανομουν πως ήμουνα κατοικος της πόλης,ένας γλύπτης που είχε αναλάβει,με μια ομάδα αρχιτεκτόνων,ιστορικών τέχνης,ειδικευμένων εργατών,να σχεδιάσει και να χαράξει μια τεράστια παράσταση,10 τετραγωνικών χιλιομέτρων,με την μυθική προϊστορία της πολης,ήμουνα παντρεμένος με μια όμορφη γυναίκα,μια ηθοποιό,εκείνη τη νύχτα έγινε έκρηξη του ηφαιστείου,το σπίτι μας έπιασε ξαφνικά φωτιά από την μεγάλη θερμοκρασία,η καυτή λάβα το σκέπασε,
εγώ,δεν ξέρω πως,σώθηκα,η γυναίκα μου εγκλωβίστηκε στη λάβα και έλιωσε,η λύπη μου ήταν μεγάλη,χρειάσθηκα πολύ χρόνο να συνέλθω,τότε ζήτησα από τις αρχές να γράψω ένα κείμενο,ένα τετραγωνικό χιλιόμετρο,
εκεί έγραψα έναν ύμνο στη γυναίκα μου,όταν τελείωσα ξύπνησα,το τεράστιο φεγγάρι ήταν ακόμα στον ουρανό,σχεδόν ακίνητο,εκτυφλωτικό το φως του,δεν ξανακοιμηθηκα μέχρι που ξημερωσε,σηκώθηκα και περπάτησα,ήξερα πως ήμουνα μέσα σε μια εξαφανισμένη πόλη,ο ήλιος ανέτειλε,γύρω τα βράχια των βουνών,ανέβηκα στον κρατήρα,ακολούθησα το ποτάμι της απολιθωμένης λαβας,κάπου μου φάνηκε πως είδα ένα ανθρώπινο σχήμα,μετά το μεσημέρι έφυγα,το ανεμόπτερο μου πέρασε πάνω από τα ψηλα βουνά,την άλλη μέρα έκανα πάλι τη πτηση για εκεί,δεν ξαναείδα την πόλη αυτή,ούτε και τις επόμενες φορές που επιχείρησα,η πόλη είχε εξαφανισθει'
εδώ τελειώσε την αφηγηση του
.
.
,
Συναξάρι
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
και εις ερημον τόπον εβιωνεν χρόνους πολλούς,τεταπεινωμενος τα εγκόσμια,τροφήν έχων τα ολίγα άγρια της γης,ενδύματα δε εκ δερμάτων άγριων ζώων,και εντος σπηλαιου εκατοικουσεν,τους δριμεις χειμώνας και εις τους θερμους λίβας,άνθρωπον δε ουδέποτε εσυναντησεν ούτε ηκουσεν πλεον ανθρωπινην λαλιαν,και παρελθόντες οι χρόνοι εγηρασεν,μιαν δε των ημερων έτυχαν εις τον τόπον του κυνηγοί,τον είδον ως αγριον ζώον ανεγνωριστον και εντρομοι τον ετοξευσαν,ούτως ταπεινως ετελειωθη επί της γης ο αγιος αυτός άνθρωπος ίνα δοξασθεί και υπερυψωθει εις ουρανούς
.
.
.
η πολυκατοικία
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
ο εκκεντρικός πολυεκατομυριούχος τελείωσε το έργο του,
η πολυκατοικία ουρανοξύστης είχε 300 ορόφους,ύψος 1150μ,μήκος 1150μ,πλάτος 1150 μ,ένας τεραστιος κύβος,όλοι οι όροφοι,όλα τα διαμερίσματα ήταν ιδια,
σε αυτή δεν θα έμενε κανένας ένοικος,ούτε θα ήταν επισκέψιμη,τη νύχτα θα άναβαν πάντα τα φώτα στα διαμερίσματα,
στο τελος της ζωής του μετακόμισε εκεί,με μοναδικη συντροφιά την κατά πολύ νεότερη του σύζυγο,και μια πίστη υπηρέτρια,
όταν πέθανε στη διαθήκη του η τελευταία του θέληση ήταν να κατεδαφιστει και να μείνει στη θεση της αιώνια ο τεράστιος σωρός των μπαζων της
.
.
.
(Ιδιότροποι Έρωτες)
Η αγγελία
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
απάντησαν στην αγγελία του,συναντήθηκαν με τη γυναίκα,σε ένα καφέ,'δεν θελω να γνωρίζω το ονομα σου,ούτε την ηλικία σου,ούτε τι εργασία κάνεις,θέλω ακριβώς ότι γράφω στην αγγελια',η γυναίκα συμφώνησε,'ενταξει,θα μένεις στο διαμέρισμα μου και θα με παρακολουθείς,όλες τις ώρες που θα είμαι εκεί,σε όλους τους χώρους,δεν θα φωτογραφίζεις,ούτε βίντεο,ούτε θα μου μιλάς,
εγώ θα σου μεγειρευω,και ανάλογα πως θα νιώθω θα συμπεριφέρομαι,όλο αυτό το διάστημα δεν θα εχω καμία επίσκεψη,μόνο τηλεφωνο',της έδωσε την επιταγή,ένα μεγάλο ποσό,
'ενα μήνα θα μείνω,ακριβως'της είπε,
την άλλη μέρα,απόγευμα πήγε σπίτι της,η πόρτα ήταν ανοικτή,η γυναίκα ήταν στο σαλόνι,ξαπλωμένη στον καναπέ,μιλούσε στο τηλέφωνο,με κάποιον άντρα,ήταν ψυχρή,του είπε να διακόψουν,έκλεισε απότομα το τηλέφωνο,
σηκώθηκε μπήκε στο μπάνιο,άκουσε το νερό,
δεν πήγε εκεί,όταν βγήκε την ακολούθησε στη κρεβατοκάμαρα,μπροστα
στον καθρέφτη έβαφε τα χείλη της,φορούσε ένα μαύρο κοντό φόρεμα,ξάπλωσε στο κρεβάτι,έκλεισε τα μάτια της,κοιμονταν,την κοιτούσε,
το πρωί ήταν στη κουζίνα,
κάθισε στο τραπέζι να φάει,την έβλεπε να τρώει,
έπειτα έφυγε για τη δουλειά της,
εκείνος έμεινε μόνος,πήγε στη κρεβατοκάμαρα και ξαπλωσε στο κρεβάτι της,έκλεισε τα μάτια του,όλες οι εικόνες της που είδε όταν κοιμονταν ήταν ζωντανές,ένιωσε έρωτα γι'αυτη τη γυναίκα,
πριν το μεσημέρι έφυγε από το σπίτι,δεν χρειάζονταν,αποφασισε,να μείνει όλο το μήνα εκει,αυτό που ήθελε να συμβεί συνέβηκε,ο έρωτας γι'αυτη τη γυναίκα
.
.
.
Η Αυτοκρατορία των Γυναικών
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
το αριστούργημα
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
ο εκδότης την καλεσε,κυρία μου,της ειπε,αδύνατο να εκδοθεί αυτό το βιβλίο,θα είναι μεγάλο σκάνδαλο,
εννοιειτε,του είπε εκεινη,μεγάλη οικονομική ζημιά,
την κοίταξε,δεν το ρισκάρω,
σήμερα,αντέδρασε εκείνη,είναι απαράδεκτη η λογοκρισία,και μάλιστα περί ηθικής,πουριτανισμός,
δεν είναι αυτό,της απάντησε,δεν μου άρεσε όπως γράφεται,ωμότητα,σκληρότητα,το έργο,με συγχωρείτε,ενός παρανοϊκού,
κύριε,χαμογέλασε η γυναίκα,δεν με προσβάλλεται,αντίθετα,
ας διαβάσω,ο εκδότης πήρε τα χειρόγραφα,
αυτή τη σελίδα,
και αυτή τη σελίδα,
σταματηστε,τον έκοψε η συγγραφέας,έχεται δικιο,θέλει διορθώσεις,δεν είναι ακριβώς αυτό που θέλω,
εφυγε,
οδήγησε μέχρι την παραλία,κολύμπησε,ξάπλωσε στον ήλιο,χτύπησε το τηλέφωνο της,ήταν ο εκδότης,δεν απάντησε,
όταν ο ήλιος έδυε,πέταξε τα χειρόγραφα στη θάλασσα,τα είδε να βαραίνουν και να βουλιάζουν,ένιωσε μεγάλη ανακούφιση,
στο μπαρ τη νύχτα,ήρθε ο φίλος της,του είπε να χωρίσουν,κάτι πήγε να πει εκείνος,τον έκοψε,αυτό θέλω ακριβώς,του είπε,
μια γυναίκα ξανθια δίπλα της γέλασε δυνατά,
έφυγε,
κοιμήθηκε σε ένα ξενοδοχείο,
την ξύπνησε το τηλέφωνο,ο εκδότης,
συγνώμη,άκουσε τη φωνή του,το έργο σας είναι αριστούργημα,
δεν του απάντησε,έκλεισε το τηλέφωνο,
από τότε έβλεπε τη θάλασσα με άλλα μάτια
.
.
.
Ομήρου Οδύσσεια ραψωδία δ',στίχοι 435-440
- Ειδοθεη,Πρωτέας Αιγύπτου,Μενέλαος Ατρειδης
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
εν τω μεταξύ όταν εκείνη αναδύθηκε απ'την πλατεια θάλασσα
τέσσερα δέρματα φωκεων έβγαλε απ'τον ποντο έξω
κι όλα ήταν νιογδαρμενα,επειδή παγίδα σκεφτονταν για τον πατέρα,
και κρεβάτια αφού έσκαψε στην άμμο της θάλασσας
κάθησε και περίμενε,τότε εμείς πολυ κοντά την πλησιασαμε,
εκείνη με την σειρα μας ξάπλωσε,και πάνω στον καθένα εβαλε δερμα
.
τόφρα δ' ἄρ' ἥ γ' ὑποδῦσα θαλάσσης εὐρέα κόλπον 435
τέσσαρα φωκάων ἐκ πόντου δέρματ' ἔνεικε· -
πάντα δ' ἔσαν νεόδαρτα· - δόλον δ' ἐπεμήδετο πατρί.
εὐνὰς δ' ἐν ψαμάθοισι διαγλάψασ' ἁλίῃσιν
ἧστο μένουσ'· ἡμεῖς δὲ μάλα σχεδὸν ἤλθομεν αὐτῆς·
ἑξείης δ' εὔνησε, βάλεν δ' ἐπὶ δέρμα ἑκάστῳ.440
.
όπως τους είπε η Ειδω έγινε,πρώτα βγήκαν απ'τη θαλασσα οι φωκες και ξαπλωσαν στη θολωτή σπηλια,ανάμεσα τους,όμοιοι σε φωκες ο Μενέλαος Ατρειδης κι οι τρεις πιστοί σύντροφοι,οταν ήρθε ο Πρωτέας,ο θαλασσινός γέροντας,αφού μετρησε,καταπως το συνήθειζε,τις φωκες,και μεσα σ'αυτες τους τέσσερους κοιμήθηκε,τότε πετάχτηκαν εκείνοι και τον άρπαξαν σφιχτά,κι εκεινος αδυνατούσε να ξεφύγει,παρότι δοκίμασε να γίνει λιοντάρι,δρακος μέγα φίδι,ταύρος,ακομα και δέντρο και νερό,απέτυχε σε όλες τις μεταμορφώσεις του,όταν ξαναγύρισε στην πρωινή του μορφή,δέχτηκε να απαντήσει στις ερωτήσεις του Μενέλαου,και να πει τα μελλούμενα
.
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου