.
.
LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
(Ιδιοτροποι Έρωτες)
- 7+1 ιστορίες του που διάβασε η γυναικα
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.
Φωτογράφιση
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
(Ιδιοτροποι Έρωτες)
7+1 ιστορίες του που διάβασε η γυναικα
- χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
μια άγνωστη γυναίκα σε ένα καφέ τον πλησίασε και του ζήτησε να επιλέξει
γι'αυτην 7+1 ιστορίες του,
στο ραντεβού την επόμενη μερη
-αυτές είναι οι 7+1 ιστορίες που επελεξα-
της είπε,
μετά από τρεις μέρες η γυναίκα τον πήρε τηλέφωνο,
συναντήθηκαν στο ίδιο καφε,
-αυτες οι ιστορίες διαβάζοντας τες με έκαναν να νιώσω παραξενα-
του είπε,
χαμογέλασε,-σε ερωτευτηκα-
ένιωσε αμηχανία,
-μην σου φαίνεται παράξενο,ένας έρωτας μπορεί να αρχίσει ετσι'ειπε εκείνη
-αληθεια αυτές τις ιστοριες μπορεί κάποιος να τις ζήσει;
-δεν ξέρω,της απάντησε,δεν νομίζω,είναι αδύνατον
-η δικιά μας ιστορία πως θα εξελιχθεί,ποια θα είναι;τον ρώτησε,
τον κοίταξε στα μάτια
-ισως μια νέα σου ιστορία μας χωρίσει,είδε την αγωνία στα μάτια της,
-φοβασαι;
-ναι,φοβάμαι,η φωνή της έτρεμε
-τοτε,να σταματήσω να γράφω,γέλασε
-οχι,δεν πρέπει να το κάνεις,σ'αγαπω τόσο πολύ,δεν θέλω να θυσιαστείς
για μένα
την αγκάλιασε,-ελα ησυχασε
πήγαν στο σπίτι της,ήθελε να την φωτογραφίσει,
στο κρεβατι,την ώρα που εβγαζε τα παπούτσια της,το βλέμμα της,
-αυτη η εικόνα σου θα μείνει στη μνήμη,της ειπε
.
.
7+1 ιστορίες
1
Η Φωτογραφία
- χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
της πεταξε τη φωτογραφία στο τραπέζι 'κοιτα'ειπε, εκείνη πήρε τη φωτογραφία στα χέρια της,'μην πεις τίποτα' της είπε πηγαίνοντας στη πόρτα, 'που πας;' τον ρώτησε, δεν της απάντησε,'που πας;' ξαναρώτησε, προσπάθησε να τον εμποδίσει, την έσπρωξε,εκείνη μόνη στο δωμάτιο, νύχτωσε,ακίνητη, δεν άναψε φως, τον ακουσε που επέστρεψε, μετά τα μεσάνυχτα,τον φοβόταν, ξαπλωσε κουρασμένη στον καναπέ να κοιμηθεί, δεν έκλειναν τα μάτια της, έξω έβρεχε, όταν ξύπνησε πήγε στη κρεβατοκαμαρα, εκείνος κοιμονταν μπρούμυτα με τα ρούχα, στην αρχή δεν θέλησε να τον ξυπνήσει, ύστερα φοβήθηκε, τον φώναξε, εκείνος γύρισε, 'τι φώναζεις; τι έπαθες;', 'είσαι καλά;'ρωτησε 'ναι, καλά ειμαι' απάντησε, 'θες να σου ζεστάνω νερό;', σηκώθηκε, 'ναι', 'έχω στεγνές πετσέτες',στάθηκε στη πόρτα του μπάνιου, ακουγε το νερο, όταν βγήκε τη βρήκε στη κουζίνα, έπλυνε πιάτα,
'χάλασε το πλυντήριο πιάτων 'του ειπε,' τι θέλεις να μαγειρέψω;', 'ότι θέλεις ', γύρισε και τον κοίταξε,' τι θα γίνει; 'ρώτησε, 'τίποτα, δεν θα γίνει τίποτα 'της απάντησε, 'και η φωτογραφία;', 'ποια φωτογραφία;', χαμογελασε, 'δεν υπαρχει καμιά φωτογραφία'
.
.
2
ΤΡΙΑ ΔΙΠΛΑ ΠΡΟΣΩΠΑ
[Τριπλο Μονοπρακτο]
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
[Σκηνικο:αστικο σαλονι,χωρις ανοιγματα,τρεις καρεκλες τοποθετημενες σε σχημα ισοπλευρου τριγωνου,σ'αυτες καθονται τρεις γυναικες,οι οποιες φορουν τα ιδια ρουχα,η Γυναικα Α στην αριστερη καρεκλα γυρισμενη προς το μερος των θεατων,η Γυναικα Β στη μεσαια καρεκλα γυρισμενη πλατη,η Γυναικα Γ στην δεξια καρεκλα γυρισμενη προφιλ,σε καθε μια γυναικα στεκεται ορθιος απο ενας αντρας,ο Αντρας Α στη Γυναικα Α,ο Αντρας Β στη Γυναικα Β,ο Αντρας Γ στη Γυναικα Γ,οι τρεις αντρες φορουν τα ιδια ρουχα,ο φωτισμος του δωματιου αλλαζει αναλογα ποιο ζευγαρι μιλαει]
Γυναικα Α:δεν μ'ενδιαφερει η γνωμη σου
Αντρας Α:αν δεν εισαι τρελλη τοτε εισαι στα προθυρα της τρελας
Γυναικα Α :σε μισω,εσυ φταις,εσυ μ'εκλεισες εδω μεσα
Αντρας Α:για το καλο σου,για την υγεια σου,μιλησα με το γιατρο σε λιγες μερες θα βγεις απο το σανατοριο
Γυναικα Α:ψευτη,ειναι η τεταρτη φορα που μου το λες,παψε,δεν σε πιστευω πια
Αντρας Β :απ'τη μερα που γυρισαμε εδω εχει καταρρευσει,κλαιει χωρις λογο,περναει πολλες ωρες καθισμενη στη καρεκλα ακινητη,βουβη
Γυναικα Β:οταν ηταν παιδι η ζωη της ηταν βασανιστικη,ανυποφορη,την τυραννουσαν εμμονες ιδεες,νομιζε πως η μητερα της την μισουσε,ο πατερας καυγαδιζε συχνα με τη μητερα,καποιες φορες τη χτυπουσα,εκλεινα τ'αυτια μου να μην ακουω
Αντρας Γ:τι σημασια εχει τινος ειναι το παιδι δικο μου η' του εραστη σου,μου περασε η ιδεα να σ'εκδικηθω,
Γυναικα Γ:γιατι δεν το'κανες;γιατι δεν το κανεις; τι περιμενεις;φοβασαι,ναι φοβασαι,εισαι ενας δειλος,παντα ησουνα δειλος,ναι,το λαθος ειναι ολοτελα δικο μου,επρεπε...
Αντρας Γ :επρεπε να με χωρισεις,πεστο,ομως δεν το'κανες,δεν σε συνεφερε,οι εραστες σου ειναι αδεκαροι,ενω ο ηλιθιος συζυγος πλουσιος,και συ βλεπεις εχεις καλομαθει στη πολυτελεια
Γυναικα Γ:στη πολυτελεια μιας ανιαρης ζωης,σαχλες κοσμικες παρεες,βαρετες μεχρι θανατου διακοπες σε τουριστικα θερετρα,ενα θεατρο σαπισμενης ζωης η ζωη μου,βαλτωμενη,τρελα
Αντρας Β:ολ'αυτα τα βγαζεις απ'τ'αρρωστο μυαλο σου
Γυναικα Β:εισαι απαισια τιποτενιος,δεν σε φοβαμαι,επαψα καιρο να σε φοβαμαι,ελα σπρωξε με απ'τη καρεκλα,δειξε την δυναμη σου,επιβλησου,βλεπεις ποσο ηρεμη ειμαι,γαληνια,περιμενω,ελα απλωσε το χερι,ελα,αφου αυτο θελεις γιατι δεν το κανεις;να τελειωνουμε
Αντρας Β:οχι,οχι,δεν θα σε βοηθησω εγω στην αυτοκτονια σου,αυτο ζητας,εμενα,οχι
Γυναικα Β:αν σου πω οτι σ'αγαπαω με παθος θα το πιστευες;
Αντρας Β:οχι δεν το πιστευω,ξερω καλα τι εγωιστρια εισαι
Γυναικα Β:σ'αγαπαω,σ'αγαπαω σαν τρελη
Αντρας Α:θα σου διηγηθω μια ιστορια,πραγματικο γεγονος,ενας αντρας εκλεισε για σαραντα χρονια μια γυναικα μεσα σ'ενα πυργο,ξερεις γιατι;
Γυναικα Α:σε παρακαλω,βγαλε με απο'δω,δεν αντεχω αλλο
Αντρας Α:για να την εκδικηθει
Γυναικα Α:δεν μ'ακους;σε παρακαλω,βγαλε με απο'δω μεσα
Αντρας Α:επειδη δεν τον αγαπουσε
Γυναικα Α:ποναω,τρεμω απ'το κρυο
Αντρας Α:οταν πεθανε ο αντρας την βρηκανε μισοπεθαμενη,τρελη
Γυναικα Γ:εκει απεναντι θα'θελα ενα παραθυρο με τριανταφυλλα,ωραια κοκκινα
τριανταφυλλα
Αντρας Γ:ειμαι σιγουρος,τον συναντας εδω μεσα,πισω απ'τη πλατη μου
Γυναικα Γ:να,και το πιανο
Αντρας Γ:λοιπον,μαθε πως κι εγω εχω ερωμενη,και μαλιστα ειναι πιο νεα και πιο ομορφη απο σενα
Γυναικα Γ:μια πουτανα ειναι,και σου τρωει τα λεφτα
Αντρας Γ:ειμαι ερωτευμενος μαζι της
Γυναικα Γ:σε κοροιδευει,γελαει μαζι σου,παλιανθρωπε
Αντρας Α:δεν ξερω,αλλα εχεις ομορφα ματια
Γυναικα Α:ξερεις καποτε αγαπουσα εναν αντρα παθιασμενα,τωρα δεν θυμαμαι ουτε ποιο ειναι τ'ονομα του
Αντρας Α:το ειχα καταλαβει
Γυναικα Α:καθονταν στο πιανο κι επαιζε κι εγω τραγουδουσα
Αντρας Α:αληθεια,ειχες ωραια φωνη;
Γυναικα Α:δεν θυμασαι;αληθεια,γιατι δεν θυμαται κανεις;
Αντρας Β:κλαις;
Γυναικα Β:εχεις δικιο ποτε δεν σ'αγαπησα,σταθηκε αδυνατο να σ'αγαπησω
Αντρας Β:το ξερω
Γυναικα Β:προσποιουμουν πως σ'αγαπουσα
Αντρας Β:απ'την αρχη το ηξερα
Γυναικα Β:σε μισουσα,και τωρα,φοβαμαι πως σε μισω πιο πολυ,οχι μη φωναξεις,μη βρισεις,
και μην κρυβεσαι,και συ,το ξερω,με μισεις
Αντρας Α:γιατι διαλεξες εμενα;
Γυναικα Α:γιατι διαλεξες εμενα;
Αντρας Α:ολα ειναι πιθανα ολα ειναι δυνατα
.
.
3
ΑΥΤΟ ΕΔΩ ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙ
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Τοις εγρηγορόσιν ένα και κοινόν κόσμον είναι,
των δε κοιμωμένων έκαστος εις ίδιον αποστρέφεσθαι
-Ηρακλειτος-
[γι'αυτους που'ναι ξυπνιοι υπαρχει ενας και ιδιος για ολους κοσμος ,
ενω ο καθενας απ'τους κοιμισμενους στον δικο του στρεφεται]
ενα αλογο ετρεχε,ο αναβατης επεσε,ενα σκυλι κυνηγουσε το αλογο,ο ανθρωπος
σηκωθηκε και πετουσε πετρες στο σκυλι,'Αυτο'ειπε,το τρενο την ειχε ζαλισει,
στον επομενο σταθμο κατεβηκε,μπροστα της μια γυναικα μ'ενα μικρο κοριτσι,
η γυναικα κουτσενε ελαφρα απο το αριστερο της ποδι,οι δρομοι εκεινοι την ωρα,μεσανυχτα,αδειοι,ενα σκυλι διεσχισε το δρομο,στη πολυκατοικια επικρατουσε απολυτη ησυχια,σαν να ηταν ακατοικητος ο χωρος,ο θορυβος του ασανσερ την ξυπνησε,ξεκλειδωσε και μπηκε στο διαμερισμα,τη βρηκε να κοιμαται με τα ρουχα στον καναπε,η τηλεοραση ηταν ανοιχτη,την εκλεισε,εκεινη ξυπνησε,'τωρα γυρισες;τι ωρα ειναι;'τη ρωτησε,'περασμενα μεσανυχτα','πως τα περασες;'η αλλη την ρωτησε,'πηγαμε θεατρο,μετα φαγαμε',ηταν ωραιο το θεατρο;τη ρωτησε,τι εργο παιζοτανε;,'αρκετα μπερδεμενο,δεν το καταλαβα,τρεις γυναικες κι ενας αντρας,οι γυναικες μου φανηκε πως ηταν μια γυναικα κι ο αντρας τρεις αντρες,ποτε ηταν γυναικα του,ποτε ηταν ερωμενη του,ποτε ηταν πατερας της,και ταυτοχρονα συνεβαιναν και τα τρια,υπηρχαν μεγαλα διαστηματα σιωπης,ακινησιας, και μεγαλα διαστηματα που μιλουσε η μια γυναικα,κατι σαν παραληρημα,η' στον αντρα,αυτος ελαχιστα μιλουσε,οι δυο απ'τις γυναικες επαιζαν καλα,μια απ'αυτες τη λεγανε Ντορα,αυτη που επαιζε μηχανικα Ida,το σκηνικο ενα δωματιο σε σκουρο κοκκινα φωτισμο με ενα φωσφοριζον κιτρινο,'ενας ενδομητριος χωρος' ακουσακαποιον να σχολιαζει πισω μου χαμηλοφωνα,αυτα,εσυ για πες μου πως περασες;τι εκανες;',
'τιποτα σημαντικο'απαντησε η αλλη'το απογευμα,κατα της εξι περασε η μαμα,ρωτησε για σενα,ανησυχει','η μαμα υπερβαλει,μια ζωη ανησυχει' την διεκοψε,'εκανε τα γνωστα παραπονα για τον μπαμπα'συνεχισε η αλλη,'πως την παραμελει,γκρινιαζει,ωρες ωρες ειναι αφηρημενος,στις εφτα εφυγε,βαρεθηκα να βγω,μαγειρεψα μακαρονια με κοκκινη σαλτσα και βασιλικο,σου κρατησα,αν θες να φας','σου ειπα πως εφαγα','καλα με συγχωρεις,το ξεχασα'ειπε η αλλη και συνεχισε 'ξεκινησα να διαβασω ενα βιβλιο,το βαρεθηκα και το παρατησα,ανοιξα τη τηλεοραση και χαζεψα,αποκοιμηθηκα και με ξυπνησες',σιωπη,την κοιταξε'ειδες παλι εκεινο το ονειρο;'τη ρωτησε,'ναι,ομως αυτη τη φορα' απαντησε' δεν ηταν το σκυλι που κυνηγουσε το αλογο'σταματησε'αυτο,δεν θυμαμαι τιποτα αλλο'
.
.
4
ΘΡΥΜΜΑΤΙΣΜΟΣ
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
εβλεπε την ατερμονη κινηση του ψαριου στη γυαλα,με ποση ορμη χτυπουσε τα τοιχοματα της,σε λιγο θα την θρυμματιζε και θα εβγαινε,εδω μεσα στο δωματιο ελευθερωμενο θ'αποκτουσε τις τεραστιες πραγματικες του διαστασεις,
φοβηθηκε,τρομαξε σ'αυτη τη προοπτικη,η γατα κατω κοιμονταν κουλουριασμενη.
αταραχη,πανω στο μαλακο μαξιλαρι,αδυνατο να περιμενει τη βοηθεια της,
ανισχυρη θα ειναι οπως αυτη,κι ισως υποταγμενη,ενα δυνατο ρευμα απο το παραθυρο εριξε τη πηλινη κανατα με το νερο απο το τραπεζι στο πατωμα,εκει εσπασε σε πολλα μικρα κομματια και χυθηκε το νερο,η γατα παλι δεν αναδευτηκε,την σκουντησε απαλα με τα δαχτυλα τ'αριστερου ποδιου της,ανοιγοκλεισε για λιγο τα ματια και ξανακοιμηθηκε,το ψαρι στη γυαλα ησυχασε,στεκονταν ακινητο,λες κι ηταν αψυχο,ολη η πριν ενεργεια του το εγκατελειψε,ενιωσε ζεστη στο δωματιο,ο λαιμος της ηταν ιδρωμενος,'θα πουντιασεις'ακουσε τη μανα της'σκεπασου,δεν ειναι καιρος ακομα',η μανα εφυγε,ειδε τον ισκιο της στο κρυσταλλο της πορτας,σταθηκε,το ηξερε,πως την παραμονευει,'γιατι δεν πεθαινει;τοσο εζησε'σκεφτηκε κι ενιωσε ντροπη,αλλα και λαχταρα,το ψαρι σαν να πηρε δυναμεις ξαναρχισε,'δεν θα το ξαναταισω,δεν θ'αφησω πια κανεναν να το ταισει,ετσι θα ψοφησει',πηρε απο διπλα της το οβαλ καθρεφτακι,
κοιταχτηκε,το προσωπο της,και χτενισε τα μαλλια ,πλησιασε τον καθρεφτη στα ματια της,ειδε τους δυο βολβους τους,φουσκωμενους,μια τρομακτικη εικονα,παρομοιωση,
της ηρθε στο μυαλο,αναστατωθηκε,'ερεθισμενους'ψιθυρισε,'ειναι αμαρτια' σκεφτηκε 'ποσο ευαλωτοι ειμαστε στην αμαρτια',επειτα ο καθρεφτης πολυ κοντα στα χειλια της,σχεδον τα αγγιζε,ανατριχιασε στην επαφη,εβαλε τον δειχτη του δεξιου χεριου της πανω τους κι απλωσε την υγρασια τους,γλυστρουσε,ακουσε ενα μεγαλο θορυβο,σιγουρα το ψαρι ειχε σπασει τη γυαλα,και τωρα στεκονταν ορθο τεραστιο μπροστα της,δεν ηξερε τι ηθελε,αλλα με τις αισθησεις της το υποψιαζονταν,ηταν στο ελεος του,'τωρα θελω η μανα να πεθανει,τωρα αυτη ακριβως τη στιγμη'φαινεται πως φωναξε γιατι εμφανισθηκε
στο δωματιο η μανα'τι επαθες παλι;'της μιλησε αυστηρα,ολο εχθροτητα σκεφτηκε,μαλλον ζηλια,'τιποτα,μητερα'τραυλισε 'μαλλον ειδα κακο ονειρο',
'προσεξε'της μιλησε παλι η μανα αυστηρα'η υπομονη μου εφτασε στα ορια της,κι επειτα αυτη τη γατα τι την θελεις;',κι εδωσε μια δυνατη κλωτσια στη γατα,αυτη ξαφνιασμενη απ'το δυνατο χτυπημα πηδηξε πανω και δινοντας ενα σαλτο απο τ'ανοιχτο παραθυρο εξαφανισθηκε,η μανα,την ειδε,πηγε στο παραθυρο και το εκλεισε,τραβηξε και τις κουρτινες'αφου ξερεις' της ειπε,τωρα η φωνη της ειχε μαλακωσει,ηταν τρυφερη 'το πολυ φως δεν σου κανει καλο','το ψαρι,μανα,τι εγινε;'ρωτησε με αγωνια,'μαλλον ψοφησε'ειπε η μανα,'παω να το πεταξω θα βρωμισει,ξερεις ποσο απαισια μυριζουν τα ψαρια αμα σαπισουν,θυμασαι την αλλη φορα τι παθαμε,τι μανια κι εσυ να κουβαλας ψαρια',αυτη τη τελευταια φραση την ειπε αφου ειχε βγει εξω απο τη πορτα,ισα που προλαβε τη σκια της στο κρυσταλλο,'μαμα'της φωναξε 'ξεχασες να παρεις τη γυαλα με το ψαρι',δεν την ακουσε,
η' εκανε πως δεν την ακουσε,οπως κανει για να την τιμωρησει,δεν γυρισε,το ψαρι σε λιγο μυρισε,ηταν αποπνικτικα εκει μεσα στο δωματιο,επειτα νυχτωνε,εξω ομως οχι,γιατι ακουγε ακομα τα τζιτζικια,'δεν μπορω ν'ακουω τα τζιτζικια'βουλωσε με τα χερια της τ'αυτια,ειδε τη γατα,ειχε χωσει το κεφαλι της στη γυαλα κι ετρωζε το ψαρι,'μη'της φωναξε'τι τρως;',δεν την ακουγε,ετρωγε αταραχη σαν να'ταν κουφη,'μη,ειναι δικο μου το ψαρι,το ψαρακι μου',εκεινη το εφαγε,επειτα πηδηξε απ'το τραπεζι κι επιασε το μαξιλαρι και το γρατσουνιζε,οταν βαρεθηκε ξαπλωνοντας πανω του κοιμηθηκε,οπως στην αρχη,οπως σ'ολες τις αρχες,αδιαφορετα,εβγαλε τα παπουτσια της,τ'ακουσε να πεφτουν στο πατωμα,πηρε το καθρεφτακι και με την αναπνοη της το θολωσε,αυτο που απο δω και περα θα αντανακλωνταν πανω του ηθελε να μην το βλεπει,να ειναι θολωμενο,μη ορατο,πισω απο βαριες κουρτινες κρυμενο,
.
.
5
Hopscotch
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
δυο χρονια μετα το χωρισμο απο τη γυναικα του τη γνωρισε,σε μια οντισιον που εκανε για τη προσληψη σοπρανου,ξαναεργαζονταν το μουσικο εργο του βασισμενο στο μυθιστορημα Hopscotch του Julio Cortazar,που το ειχε απο τοτε διακοψει,κι ηθελε μια σοπρανο για το ρολο της La Maya,
η φωνη της ηταν μια θαυμασια αναμιξη της Beverly Sills και της Joan Sutherland,
αρχισαν αμεσως τις προβες,διαβασαν το μυθιστορημα κανονικα και με τυχαια σειρα,τραβωντας απο ενα κουτι χαρτακια με τους αριθμους των 155 κεφαλαιων,
αυτη ηταν καταενθουσιασμενη,ειχε καταπληκτικη αισθηση του ρυθμου και μπορουσε να διατηρησει τους τονους σε γοητευτικη κινηση,περνωντας απο τονο σε τονο με υπνωτικο τροπο,η φωνη της ηταν συνεκτικη,ακεραια, και ξαφνικα διασπαζονταν,κοματιαζονταν απο κολορατουρα σε δραματικη εκφραση,εκτιναξη με βαθεια και ζωηρη αισθηση του κειμενου,φωτεινη,πολυχρωμη αλλα και σκοτεινη,αυτος της τονιζε πως σ'αυτο το εργο η φιλοδοξια του ηταν να ειναι η μουσικη,φωνητικη και ορχηστρικη, σε πληρη ανοιχτη αντιστιξη με το παιδικο παιχνιδι Hopscotch ,μεταξυ τους γρηγορα αναπτυχθηκε ερωτικη ελξη και της ζητησε να συζησουν στο σπιτι του,
εκεινη δεχθηκε,
στην αυλη του σπιτιου ειχε σχεδιασει ενα Hopscotch 11τετραγωνων,
αριθμημενα απο τα κεφαλαια του μυθιστορηματος,τους οποιους αριθμους αλλαζε,εκεινης της αρεσε να παιζει αυτο το παιχνιδι το βραδυ με το φως της λαμπας,αυτος καθισμενος στη πολυθρονα την παρατηρουσε,ποσο ομορφη και χαρουμενη ηταν, επαιζε συνεχεια πολυ ωρα μεχρι τα μεσανυχτα,εκεινος αποκοιμιονταν εκει εκεινη τη βραδυα ειχε αριθμησει τα τετραγωνα με τους αριθμους των κεφαλαιων:
1,7,23,141,5,59,111,11,21,3,15
αυτο κατι του θυμισε,οση ωρα αυτη επαιζε ειχε την αισθηση πως αυτο το ιδιο το ειχε
ξαναδει,
δεν της ειπε τιποτα,
την αλλη μερα εκεινη του ειπε πως αισθανονταν πονοκεφαλο κι αν γινονταν ν'αναβαλουν τη προβα,κι αν ηθελε να καθησουν να κουβεντιασουν,
συζητησαν διαφορα θεματα,μουσικα,λογοτεχνικα,πολιτικα,
αυτος παλι ειχε εντονη την αισθηση πως αυτη τη συζητηση την ειχε ξανακανει,
και μαλιστα ακριβως με τις ιδιες εκφρασεις,
'το Hopscotch 'του ειπε εκεινη 'μπορει να εξελιχθει σ'εναν λαβυρινθο'
τον κοιταξε και χαμογελασε αινιγματικα 'γοητευτικο αλλα και επικινδυνο'
εκεινη τη βραδυα η φωνη της ηταν μια εκπληκτικη δημιουργια της γλωσσας και ταυτοχρονα καταστροφικη,κι ενιωθε πως ειχε ξεφυγει,ειχε αυτονομηθει απο τη μουσικη του,
καταλαβε,ητανε σιγουρος,για το τι συνεβαινε,
οταν εκεινη κοιμηθηκε ανοιξε τη τηλεοραση και επιβεβαιωθηκε,στην οθονη οι ειδησεις πριν δυο χρονια,
την εκλεισε,και κατεβηκε στην αυλη,το σχεδιο του Hopscotch φωσφοριζε κατω απ'το λαμπερο φως του φεγγαριου,η νυχτα ηταν ζεστη,ενα σκυλι ακουστηκε να γαυγιζει μακρια,σε λιγο σταματησε,η ησυχια κι η ακινησια του αερα τον αποκοιμησε,ξυπνησε απο εναν ελαφρυ θορυβο,
την ειδε μπροστα του αερινη διαφανη να παιζει στο Hopscotch,
'δεν ειχα υπνο'του ειπε,στεκονταν στο τετραγωνο 17,'αυτο ειναι το τετραγωνο αναπαυσης'ειπε σαν να μιλουσε τον εαυτο της 'εδω κανενας δεν θα μ'ενοχλησει,
ειμαι μονη μου,εγω',κινηθηκε στο τεραγωνο 53,'θα παιξω'συνεχισε 'μεχρι να γεμισω το Hopscotch με τους αριθμους μου'
αυτα τα ιδια λογια,εκεινη τη βραδυα,'πριν η' μετα,δεν εχει σημασια'σκεφτηκε,τα ειχε ξανακουσει
τον επομενο χρονο απλως θα περιμενε ολα να συμβουν ακριβως με την ιδια σειρα,ο εραστης,ο χωρισμος
.
.
6
Η ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
'τι θελεις να πεις;'τη ρωτησε,'αυτο ακριβως'του απαντησε αποτομα,τα ματια της διασταλμενα,αγριογατας να του επιτεθει,'πολυ καλα'της αντιγυρισε,κι ανοιγωντας τη πορτα και κλεινοντας με δυναμη βγηκε,πηρε τ'αυτοκινητο και οδηγησε εξω απ'τη πολη,εννοικιασε δωματιο σ'ενα ξενοδοχειο,απο ενα περιοδικο βρηκε το τηλεφωνο ενος γραφειου με γυναικες,καλεσε,κατεβηκε στο μπαρ,ηρθε η κοπελα,του συστηθηκε'Ολγα',ρωσιδα,την κερασε βοτκα με λεμονι,
αργοτερα δειπνησαν,ριζοτο μανιταριων,γαριδες κοκτειλ ,πορτοκαλοπιττα με σοκολατα,και κοκκινο κρασι,'κανω διαιτα'ειπε η κοπελα,γελασε'μια παραβαση για χαρι μου',η Ολγα ηταν ευχαριστος τυπος,αισιοδοξη,στη Ρωσια ειχε σπουδασει κλασσικη μουσικη και μπαλετο,λατρευε τον Σεργκει Ραχμανιμνοφ,την ακουγε,η μητερα της ηταν πιανιστρια,ο πατερας στρατιωτικος,χωρισαν οταν ηταν μικρη,'η μαμα ειχε γνωρισει καποιον αλλον αντρα,εμενα με τον μπαμπα',βγηκαν για βολτα πριν ανεβουν στο δωματιο,η νυχτα ησυχη,φυσουσε ενα δροσερο αερακι,οταν ξυπνησε η κοπελα ειχε φυγει,αγγιξε το μερος που ειχε ξαπλωσει,ηταν ακομα ζεστο,
επεστρεψε σπιτι,ηταν ακομα πρωι,'πηραν τηλεφωνο απο το γραφειο,δεν σ'εβρισκαν,ειχες κλειστο το τηλεφωνο',δεν της απαντησε
στον προθαλαμο του γραφειου η γραμματεας τον πληροφορεσε πως τον περιμενε ενα ζευγαρι,η επομενη ωρα περασε αδιαφορα,η πληκτικη διαδικασια εκδοσης συναινετικου διαζυγιου,επιμελεια τεκνων,επικοινωνια,διατροφη,κοινη περιουσια,'αιτηση στο κατα τοπον Μονομελες Πρωτοδικειον,εγγραφη συμφωνια διαζευξης,κοινη αιτηση λυσις του γαμου,υπογραφη ενος ιδιωτικου συμφωνητικου απο τα δυο συμβαλλομενα μερη,συζυγου γονεις,οπου θα οριζεται ρητως ποιος εκ των δυο γονεων θα εχει την επιμελειαν των ανηλικων τεκνων και με ποιον τροπον θα επικοινωνει ο ετερος γονεας, το συναινετικο διαζυγιο εκδικαζεται την ημερα της ορισθεισης δικασιμου,τα εγγραφα φακελλοι διαιολογητικα για την εκδοση του συναινετικου διαζυγιου ειναι:ληξιαρχικη πραξη γαμου,πιστωποιητικο οικογενειακης καταστασης,αντιγραφο δελτιουταυτοτητος,ιδιωτικο συμφωνητικο περι λυσεως του γαμου,ιδιωτικο συμφωνητικο ρυθμισης θεματων ανηλικων τεκνων,επιμελεια,επικοινωνια,ειδικο συμβολαιογραφικο πληρεξουσιο εις την περιπτωσιν μη αυτοπροσωπης παραστασης των μερων,...',πνιγηκε,η ακαμπτη γραφειοκρατια με την υποκριτικη συναινεση,μια ωρα πριν το τελος του ωραριου εδιωξε τη γραμματεα κι εμεινε μονος στο γραφειο,καλεσε στο τηλεφωνο εναν παλιο πελατη του,καποιον αντρα περιπου τριαντα χρονων ο οποιος ειχε μπλεχθει σε εκβιασμο μιας κυριας της υψηλης ταξης,πρωην ερωμενης του,εναν γοητευτικο τυπο ο οποιος διεθετε ολα τα προσοντα να τρυπωσει αθεατος παντου,του ειπε αμεσως τι θελει,'θα προσεγγισεις τη γυναικα μου',ο αλλος καταλαβε,του εδωσε λεπτομερεις πληροφοριες γι'αυτην,ψυχολογικη κατασταση,
συνηθειες,γουστα,ενδυματολογικα,διαιτας,διασκεδασης,βιβλια και μουσικη που της αρεσει,που δουλευει,που συχναζει,τι την κολακευει,τι την απωθει,με τι παθιαζεται,με τι αδιαφορει,που ειναι ευαλωτη,που ειναι αδιαπεραστη,
'θελω να σε ερωτευθει'του ειπε ψυχρα 'και σε καθε φαση αυτης της επιχειρησης θα συναντιομαστε να καταστρωνουμε το επομενο βημα',του υπογραψε την επιταγη της αμοιβης του,δινοντας την του προσθεσε με σοβαρο υφος'η σειρα της δρασης σε γενικες γραμμες,το επαναλαμβανω,θα ειναι:παθος,χωρισμος,μισος.Συμφωνοι;','Συμφωνοι'ειπε
ο αλλος,
τα πραγματα εγιναν οπως προγραμματισθηκαν,παθος,χωρισμος,μισος σε ολα αυτα τα σταδια την παρακολουθουσε,κατεγραφε τις αντιδρασεις της και κατεστρωνε περαιτερω το σχεδιο του
τωρα περιμενε την τελειωση του:η' αυτοκτονια της γυναικας,η' δολοφονια του εραστη,η' δολοφονια του εραστη και αυτοκτονια της γυναικας ,η' τη δολοφονια του στο βαθος αυτη η τελευταια δυνατοτητα τον ενδιεφερε πιο πολυ,του ειχε γινει,μαλιστα,εμμονη ιδεα,η δολοφονια του ενα ειδος αντιστραμμενης αυτοκτονιας εκεινη τη μερα καλεσε την Ολγα,βρεθηκαν στο ιδιο ξενοδοχειο,
αυτη τη φορα δειπνησαν λαζανια με κιμα και μπεσαμελ,σοκολατακια φουντουκιου με κρανμπερι,και κοκκινο κρασι,'το κρανμπερι'της ειπε'ευδοκιμει στη Βορεια Ευρωπη και Βορεια Αμερικη,φτανει σε υψος 1μ και 20εκ περιπου,οι καρποι του στην Αμερικη ειναι πιο μεγαλοι και πιο χυμωδεις,λεγετε πως τ'ονομα του το πηρε απο τα ροζ λουλουδια του που μοιαζουν στο κεφαλι του crane,του γερακιου,καλλιεργηθηκε για εμπορικη εκμεταλλευση απο τον 19ο αι.,οι ινδιανοι το θεωρουσαν πολυτιμο θρεπτικο και θεραπευτικο καρπο,σ'εγγραφα του 17ου αι. αναφερεται σαν φαρμακο για το στομαχι,το ηπαρ,για αιματολογικες παθησεις,οι ναυτικοι το χρησιμοποιουσαν εναντια στην ελλειψη βιταμινης C,το σκορβουτο' την κοιταξε 'πορφυρενιο λαχταριστο φρουτο',η κοπελα χαμογελασε,
δεν ενιωθε καλα και δεν βγηκαν για βολτα,απ'το ανοιχτο παραθυρο ακουγε εξω την ησυχη νυχτα,αργησε να κοιμηθει,
τον ξυνησε δυνατο χτυπημα στη πορτα,'ανοιξε,ποιος ειναι;'φωναξε στη γυναικα του,δεν πηρε απαντηση,σηκωθηκε ν'ανοιξει,ηταν ο νεαρος αντρας,'τι θελεις εδω;'του ειπε,εκεινος δεν προχωρησε μεσα,στεκονταν στην πορτα και την εκλεινε με το σωμα του,'εκτελω τη θεληση της κυριας' του ειπε 'εσεις ο μεγαλος ερωτας',ακουσε το γελιο του,ειδε μια τρομακτικη λαμψη κι ενιωσε ενα δυνατο καψιμο στη κοιλια,διπλωθηκε κι επεσε,τον ειχε πυροβολησει
.
.
7
ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
η φωτογραφια,η τριτη,η πρωτη τη Δευτερα,η δευτερη την Τεταρτη,η τριτη την Πεμπτη,μια γυναικα,το προσωπο μια αγνωστης γυναικας,η ιδια φωτογραφια,εγχρωμη,δεν εδωσε σημασια,καποια κακογουστη φαρσα,πεταξε τη φωτογραφια στο συρταρι του γραφειου του μαζι με τις αλλες δυο,μεχρι το μεσημερι δεχτηκε δυο πελατες,συνειθισμενες νομικες υποθεσεις,ηταν ετοιμος να κλεισει οταν χτυπησε το κουδουνι της πορτας,ανοιξε,η γυναικα της φωτογραφιας,κρατηθηκε και δεν εδειξε εκπληξη,'με συγχωρητε'ειπε η γυναικα χαμογελωντας,'δεν εχουμε ραντεβου,αν μπορουσατε να με δειτε;','οριστε,κυρια μου,περαστε'της ειπε κι εκανε χωρο,η γυναικα προχωρησε στο γραφειο,εκλεισε τη πορτα,'καθιστε'ειπε στη κυρια,'ευχαριστω',η γυναικα καθησε 'σας ακουω'της ειπε,'προκειται για τις φωτογραφιες' του ειπε,'συνεχιστε',την ενθαρρυνε,'η γυναικα αυτη δεν ειμαι εγω','μα ειστε ιδιες,οπως σας βλεπω εδω τωρα',ειπε κι ανοιγωντας το συρταρι και βγαζοντας τις τρεις φωτογραφιες της τις εδωσε,'να,κοιταξτε τες',η γυναικα τις πηρε στα χερια της,'αν προσεξετε'ειπε 'υπαρχει μια ανεπαισθητη μικρη διαφορα στα μαλλια τους,στο χρωμα,επισης στο μεγεθος των χειλιων,και στην σχετικη αποσταση των ματιων',
'θελετε να πειτε'αντεδρασε 'πως προκειται για τρεις διαφορετικες γυναικες;','μαλλον,τρεις διαφορετικες',χαμογελασε,'και καμμια σχεση με μενα,οσο κι αν δε το πιστευετε','μυστηριο'
απαντησε 'κι ομως αυτη η γυναικα στις φωτογραφιες...','ειμαι εγω'τον διεκοψε,
'ποιος τις εστειλε;γιατι τις εστειλε σε μενα; και γιατι τρεις αντι για μια;'
τη ρωτησε,'δεν καταλαβαινετε;δεν ξερετε,αληθεια,ποιος ειναι ο αποστολέας;
και γιατι το εκανε;και γιατι διαλεξε εσας;',τον ρωτησε η γυναικα,'ειλικρινα,οχι,
δεν ξερω',απαντησε,'για σκεφθητε λιγο'ειπε η κυρια και ξαφνικα το προσωπο της σοβαρεψε,'ειστε σιγουρος;','φυσικα και ειμαι'απαντησε'τι σχεση μπορει να εχω εγω με ολ'αυτα;',η γυναικα χαμογελασε,'νομιζω,και με συγχωρητε'της ειπε,'πως ειναι μια κακογουστη φαρσα','φαρσα;λετε φαρσα;'η γυναικα τον κοιταξε σοβαρα,
'φαρσα η πραγματικοτητα;','αυτα ειναι φιλοσοφιες'αντεδρασε γελωντας'και
δεν ξερω σε τι αποσκοπουν','τελος παντων'απαντησε η γυναικα
'η πραγματικοτητα ειναι ακριβως πραγματικοτητα,το αμφισβητειτε;'και κοιταζοντας το ρολοι της 'δυστυχως,περασε η ωρα,δεν εχω αλλο χρονο,πρεπει οπωσδηποτε να φυγω,με περιμενουν',σηκωθηκε,'χαιρετε,κυριε',
δεν σηκωθηκε να την συνοδεψει,'παρακαλω,αφηστε τη πορτα ανοιχτη' της φωναξε,ειδε τη γυναικα να βγαινει,'τι συμβαινει'διερωτηθηκε,'τι αληθεια μου συμβαινει;,τι θελουν απο μενα;',
'κυριε',ξαφνιαστηκε απ'τη φωνη,ηταν ο θυρωρος του κτιριου στη πορτα,'καποιος κυριος πριν λιγο μου αφησε αυτον τον φακελλο για σας','παρακαλω,περαστε μεσα ',ο θυρωρος του εδωσετο φακελλο,'οριστε',κοιταξε το φακελλο,κανενα ονομα ως αποστολεας,ουτε σφραγιδα,μονο το δικο του ονομα ως παραληπτης,
'ειδατε πριν απο λιγη ωρα να κατεβαινει με το ασανσερ μια γυναικα;',περιεγραψε τη γυναικα,'οχι,δυστυχως,κυριε,δεν ειδα καμια γυναικα',απαντησε ο θυρωρος,
'με θελετε τιποτα αλλο;,'οχι,ευχαριστω,μπορειτε να φυγετε',οταν ο θυρωρος εφυγε ανοιξε το φακελλο,η τεταρτη φωτογραφια της γυναικας,
'η πραγματικοτητα ειναι ακριβως πραγματικοτητα'σχολιασε ειρωνικα φωναχτα,
κι αφηνωντας τις φωτογραφιες πανω στο γραφειο εφυγε,στο ασανσερ περιμενε,καποιος κατεβαινε,
.
.
+1
Ατελής Ιστορια
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
ήξερε ότι εκείνος ο άντρας την ακολουθούσε,σταμάτησε σε μια βιτρίνα,την προσπέρασε,
στο μετρό κάθονταν απέναντι της,προσποιούνταν τον αδιάφορο,η γυναίκα δίπλα του ήταν γνωστη του,κάτι της είπε στ'αυτι κι εκείνη γέλασε,ίσως ήταν ζευγάρι,κατέβηκαν μαζί,τον είδε να την αγκαλιάζει,αυτή κατέβηκε δύο στάσεις πιο κάτω,στο σπίτι σωριάστηκε στον καναπέ,ήταν κουρασμένη.νυσταζε,βαρέθηκε να πάει στην κρεβατοκάμαρα,κοιμήθηκε εκεί,την.ξυπνησε το τηλέφωνο,βαρέθηκε να το σηκώσει,ξαναχτύπησε το τηλέφωνο,το σήκωσε,γιατί δεν το σηκώνεις,άκουσε τον άντρα,
τι συμβαίνει;,τίποτα,απάντησε,είμαι κουρασμένη κι αποκοιμήθηκα,αυριο,καληνύχτα,
ξαγρυπνησε,έκανε ένα ζεστό μπάνιο,στη κουζίνα σ'ενα ποτήρι έβαλε γάλα και ηπιε,ξαναγύρισε στο σαλονι,άκουσε το ασανσέρ ν'ανεβαινει,σταμάτησε στον.οροφο της,περίμενε,χτύπησε το κουδούνι,άνοιξε,ήταν εκείνος ο άντρας,με συγχωρείς,της είπε,δεν μπορούσα να περιμένω,τι να περιμένεις;του είπε,πως με βρήκες;πως ήξερες πως μένω εδώ;μ'ενοχλεις,φύγε σε παρακαλώ,ο άντρας δεν επέμενε έφυγε,κατέβηκε με τις σκάλες,ένα όροφο πιο κατω,άκουσε να ανοίγει τη πόρτα,μένει ακριβώς από κάτω μου,σκέφτηκε,ακούει οποιαδήποτε κίνηση μου,από ποτέ μένει εδώ;αυτή πρώτη φορά τον βλέπει,πως θα τον αποφύγει;όχι δεν θέλει να φωνάξει την αστυνομία,κατά παράξενο τρόπο δεν φοβάται,νιώθει μια ανεξήγητη έλξη,
μετάνιωσε που τον έδιωξε,κατέβηκε στον κάτω όροφο,χτύπησε τη πόρτα,άνοιξε μια γυναίκα,την γνώρισε,ήταν η γυναίκα του μετρό,ποιος είναι;άκουσε μια αντρικη φωνή,μια κυρία,απάντησε η γυναίκα στη φωνή,τι ζητάει:άκουσε πάλι τη φωνή,είδε τον άντρα,ένας άγνωστος,συγνώμη,είπε,έκανα λάθος,σε τι κάνατε λάθος;ρώτησε η γυναίκα του τρένου,τι θέλετε;τίποτα,με συγχωρείτε,ανέβηκε στο διαμέρισμα της,τα διαμερίσματα τους είχαν την ίδια διαριθμηση,το σαλόνι της πάνω απ'το σαλόνι του,το μπάνιο της πάνω απ'το μπάνιο του,η κουζίνα της πάνω απ'τη κουζίνα του,ξάπλωσε στο κρεβάτι της,η κρεβατοκάμαρα της πάνω απ'τη κρεβατοκάμαρα του,σίγουρα το ήξερε κι εκείνος αυτό,έβγαλε τα παπούτσια της κι επίτηδες τα πέταξε στο πάτωμα ν'ακουστουν,τη φαντάζεται,είναι η άλλη δίπλα του,προσποιηται,όπως κι εκείνη προσποιήθηκε πως ήταν άγνωστος,τον γνώριζε πριν από εκείνη,θυμηθηκε τα πάντα,το βράδυ συναντήθηκαν στο μπαρ,ήταν τρελα,της είπε,να έρθεις κάτω,υποψιάστηκε,δεν με νοιάζει του είπε,αρκετά το θέατρο,μην φωνάζεις,είπε ο άντρας,θα μας ακούσουν,δεν με νοιάζει,συνέχισε εκείνη,ηρέμησε,για αρκετή ώρα δεν μιλούσαν,εκείνος ο άντρας με παρακολουθεί,του είπε,ποιος;τη ρώτησε,ανήσυχος,μην κοιτάζεις πίσω είπε η γυναίκα,μπορείς να τον δεις στον καθρεφτη πίσω μου,αδύνατο,
ψιθυρισε ο άντρας,τι δεν τον βλέπεις;και βέβαια τον βλέπω,τότε τι είναι το αδύνατο;
νομίζω,αυτός ο άντρας μοιάζει με μένα,δεν μοιάζει είναι διαφορετικός,εγώ είμαι,είναι άλλος,αν θέλεις κάλεσε τον στο τραπέζι μας,γύρισε,είδε τον άντρα,ο άλλος σηκώθηκε,ήρθε στο τραπέζι τους,κάθησε,απροσκλητος είπε,καθόλου είπε ο άντρας,γνωρίζεις τη κυρία; τον ρώτησε,βεβαίως,απάντησε,είναι η γυναίκα μου,και βγάζοντας ένα πιστόλι τον πυροβόλησε και τον σκότωσε,θα σε πιάσουν του είπε εκείνη,φύγε,κανένας δεν ενδιαφέρεται εδώ μέσα για το θάνατο ενός ανθρώπου,τι τους νοιάζει;έπειτα για κάποιο λόγο πεθαίνουν οι άνθρωποι,το αποτέλεσμα είναι το ίδιο ο τρόπος αλλάζει,είναι δολοφονία,είπε εκείνη,φοβάσαι;τη ρώτησε,μην σε σκοτωσω,;θέλω να φύγουμε,είπε η γυναίκα,στο μετρό κάθησαν απέναντι,
εκείνος κατέβηκε πιο πριν,εκείνη δυο στάσεις μετά,είχε νυχτωσει,τον βρήκε να κοιμάται στο σαλόνι,ξύπνησε,γιατί άργησες; την ρώτησε,είναι η τελική πρόβα πριν την πρεμιερα,είπε εκείνη,άλλαξε ρούχα και κάθησε δίπλα του στον καναπέ,
χτύπησε η πόρτα,μην ανοίγεις,της είπε εκείνος,εκείνη άνοιξε,μια γυναικα,του φώναξε,εσένα ζητάει,πήγε στη πόρτα,ήταν εκείνη,προσποιήθηκε,τι ζητάτε κυρία;,συγνώμη έκανα λάθος,είπε η γυναίκα κι έφυγε,αργότερα τον ρώτησε
γιατί προσποιήθηκε πως δεν γνωρίζει;το γνωρίζω ,της απάντησε,δεν σημαίνει γνωρίζω,μισω τις ταυτολογιες αντέδρασε εκείνη,ξέρεις καλά πως αυτή υπάρχει όπως ακριβώς υπάρχεις και συ,το πρωί στο τρένο,απέναντι του μια γυναίκα,του ψιθύρισε στ'αυτι,αυτή είναι,κατέβηκε η γυναίκα,κατέβηκε κι εκείνος,μπροστά εκείνη πίσω αυτός,η γυναίκα σταμάτησε σε μια βιτρίνα,την προσπερασε,τον έχασε,πήγε στο θέατρο για τις τελευταίες οδηγίες,στη πρεμιέρα είχε πολύ κόσμο,ήξερε πως ήταν εκεί μέσα,όμως δεν ήξερε ποιος,καταχειροκροτηθηκε,τεράστια επιτυχία,εκείνη την ώρα,λίγη ώρα μετά τα μεσάνυχτα,ήταν μόνη στο βαγόνι του μετρό,
στο σπίτι ξάπλωσε στον καναπέ,χτύπησε το τηλέφωνο,,ήταν εκείνος,
ξαναχτύπησε το τηλέφωνο,
πως πήγε η παράσταση; την ρώτησε,γιατί δεν ήρθες; τον ρώτησε,δεν μπορούσα,
γιατί;ούρλιαξε εκείνη,δεν μπορουσα,υποψιάστηκε απάντησε εκεινος,δεν με νοιάζει φώναξε η γυναίκα,το ξέρεις πως δεν νοιάζει,πάντα το ήξερες,έκλεισε το τηλέφωνο,έλεγε ψεματα πως υποψιασθηκε,όπως έλεγε ψέματα πως δεν ήταν στο θέατρο
.
.
.