I Am a Greek European Worldwidel Man-Now!- www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

I Am a Greek European Worldwide Man-Now!-

www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

Παρασκευή 11 Ιουνίου 2021

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -Charles Perrault(Σαρλ Περω) Contes de ma mère l’Oye (Παραμύθια της μάνας μου της Χηνας) -La Belle au Bois dormant(Η Ωραία Κοιμωμένη του δάσους) -μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-Charles Perrault(Σαρλ Περω)

Contes de ma mère l’Oye (Παραμύθια της μάνας μου της Χηνας)

-La Belle au Bois dormant(Η Ωραία Κοιμωμένη του δάσους)

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.


Charles Perrault


La Belle au Bois dormant


Charles Perrault(Σαρλ Περω)

Contes de ma mère l’Oye (Παραμύθια της μάνας μου της Χηνας)

La Belle au Bois dormant(Η Ωραία Κοιμωμένη του δάσους)

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


.

Μια φορά ήταν ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα,που δεν είχαν παιδιά

κι ήταν πολύ στεναχωρημένοι.

Και τι δεν έκαναν  για να αποκτήσουν,βότανα,τάματα,και προσκυνήματα.

Τελικά η βασίλισσα έμεινε έγκυος και γέννησε μια κόρη.

Και στα βαφτίσια της,καλεσαν,όπως τότε ήταν συνήθεια, τις εφτά νεράιδες

για να δωρησουν στη πριγκιπισσα όλες τις χαρές που μπορεί να φανταστεί

κάποιος.

Ετοιμάστηκαν για τη γιορτη και για  κάθε μια μπροστά έβαλαν χρυσό

πιάτο και πιρούνι και μαχαίρι με διαμάντια και ρουμπίνια.

Όταν κάθησαν στη θέση τους στο τραπέζι,μπήκε μέσα μια γριά νεράιδα

απροσκλητη,γιατί είχαν πάνω από πενήντα χρόνια ν'ακουσουν γι'αυτη

και την νόμιζαν πεθαμένη.

Ο βασιλιάς της προσέφερε πιάτο,αλλά δεν ήταν χρυσό,αφού μόνο για

τις εφτά είχε.

Η γριά νεράιδα παρεξηγήθηκε και ψιθύρισε πως κατάρες θα πει.

Μια νεαρή νεράιδα που ήταν κοντά της την άκουσε,κι επειδή φοβήθηκε

πως κακά θα πει για την πριγκίπισσα πήγε και κρύφτηκε μήπως

μπορέσει αυτο το κακό της γριας να διορθώσει.

Κι άρχισαν οι νεράιδες να δίνουν τα δώρα τους στη πριγκιπισσα.

Η πιο νέα της έδωσε για δώρο η πιο όμορφη να'ναι του κόσμου.

Η άλλη μετά την καλοσύνη να'χει τ'αγγελου.

Η τρίτη σε καθετί που κάνει να'χει τη χάρη,

Η τέταρτη,τέλεια να χορεύει.

Η πέμπτη,όπως τ'αηδονι να τραγουδάει.

Η έκτη,όλα τα μουσικά όργανα να παίζει αριστα.

Κι όταν ήρθε η σειρά της γριάς νεράιδας εκείνη είπε,ένα αδράχτι να

τρυπήσει το δάκτυλο της πριγκίπισσας και να πεθάνει.

Όλοι μολις ακουσαν αυτό το τρομερό πάγωσαν και δεν ήταν κανένας να 

μην κλάψει.

Πάνω σ' εκείνη τη στιγμή έξω  πετάγεται απ'την κρυψώνα της η νεαρή

νεράιδα και λέει αυτά τα λόγια.

Σας βεβαιώνω,βασιλιά και βασίλισσα,πως η κόρη σας δεν θα πεθάνει.

Είναι αλήθεια πως δεν έχω αρκετή δύναμη να ξεκανω αυτό που η αρχαιότερη

μου είπε να γίνει.Η πριγκίπισσα θα τρυπηθεί απ'τ'αδραχτι,αλλά αντί να

πεθάνει,θα πέσει μόνο σε πολύ βαθύ ύπνο,που θα κρατήσει εκατό χρόνια,

και στο τέλος τους η κόρη του βασιλιά θα ξυπνησει.

Τότε ο βασιλιάς για να μην γίνει αυτό έστειλε διαταγή όλοι που έχουν 

αδραχτια να τα καταστρέψουν,αλλιώς θα τιμωρηθούν με ποινή θανατου

 Πέρασαν δεκαπέντε η' δεκάξι χρόνια,ο βασιλιάς με τη βασίλισσα πήγαν 

στο εξοχικό τους παλάτι,κι η πριγκίπισσα περιφερθηκε στο κάστρο,

πηγαίνοντας από δωμάτιο σε δωμάτιο,κι έφτασε σ'ενα που μέσα ήταν

μια γριά μοναχή που εγνεθε στα γόνατα της.

Αυτή η γυναίκα δεν είχε ακούσει για τη διαταγή που βασιλιάς έβγαλε

για τ'αδραχτια.

-Τι κάνεις εδώ,καλή μου γυναίκα;της λέει η πριγκίπισσα.

-Γνεθω,καλό μου παιδί,της απαντάει η γριά που δεν την γνώρισε

-Αχ,αυτό είναι υπεροχο,λέει η πριγκίπισσα,πως το κάνεις;δωσ'μου και 

μένα να δω αν θα τα καταφέρω τόσο καλα.

Αυτή ποτέ πριν δεν είχε πιάσει αδράχτι,το πήρε βιαστικά,κι όπως η νεράιδα

είπε,τρύπησε το δάκτυλο της και λιγοθυμισε.

Η γριά τότε βάζει τις φωνές,πετάει νερό στο πρόσωπο της πριγκίπισσας,

της κουνάει τα χέρια,της τρίβει τα μάγουλα με νερό της βασίλισσας της 

Ουγγαρίας,αλλά ήταν αδύνατο να συνελθεί.

Τότε ο βασιλιάς,όταν άκουσε τις φωνές,θυμάται τι είχαν προφητεύσει 

οι νεράιδες,κι έκρινε,όπως είπαν οι νεράιδες,να βάλει την πριγκίπισσα

μέσα στο πιο όμορφο δωμάτιο του παλατιού,πάνω σ'ενα κρεβάτι κεντημένο

με χρυσό και ασήμι.

Αυτήν ήταν σαν άγγελος,τόσο ωραία,αφού η λιποθυμία δεν είχε σβήσει

τα ζωηρά χρωματα της επιδερμίδας της,τα μάγουλα της ήταν ρόδαλα,

και τα χείλια της κοραλενια,και μπορούσε ν'ακουστει ν'αναπνεει απαλά,

σημαδι πως δεν ήταν πεθαμένη.

Ο βασιλιάς διατάζει να την αφήσουν να κοιμηθεί ήσυχη,μέχρι να'ρθει 

η ώρα να ξυπνήσει.

Η καλή νεράιδα που της έδωσε να ζωή με το να κοιμάται για εκατό

χρόνια ήταν στο βασίλειο του Μετακουιν,δώδεκα χιλιάδες λεύγες

από'κει,όταν συνέβηκε αυτό στη πριγκιπισσα.

Και το έμαθε από έναν μικρό νάνο ,που'χε τις μπότες των επτά λευγων,

(δηλαδή τις μπότες με τις οποίες κάποιος έκανε επτά λεύγες με μια

δρασκελια).

Η νεράιδα αμέσως αναχωρεί και μέσα σε μία ώρα φτάνει με μια άμαξα 

όλο φωτιά,που τη σέρμανε δράκοι.Ο βασιλιας της δίνει το χέρι να κατέβει 

απ'την άμαξα.

Αυτή ενέκρινε αυτό όλο που'χε αυτός κάνει,αλλά όπως ήταν καλή προφήτισα

σκέφτηκε πως όταν θα ξυπνουσε θα ήταν πολύ στεναχωρημένη αν  ήταν 

μόνη μέσα στο παλιό κάστρο.

Και να αυτό που έκανε.

Με το ραβδί της άγγιξε το καθετί που ήταν μέσα στο κάστρο(εκτός απ'τον 

βασιλιά και την βασίλισσα),γκουβερνατες,κυρίες της τιμής,καμαριέρες,κύριους,

υπαλλήλους,ξενοδόχους,μαγείρους,βοηθούς τους,φυλακές,υπηρέτες,,ακόμη αγγίζει όλα τ'αλογα μέσα στους σταύλους,μαζί με τους ιπποκόμους,και την 

Ρουφ την  μικρή σκυλίτσα της πριγκίπισσας που κάθονταν κοντά στο κρεβάτι 

της.

Απ'τη στιγμή που τους άγγιξε όλοι αποκοιμήθηκαν,για μην ξυπνήσουν παρά

την ίδια ώρα με την κυρία τους,να'ναι έτοιμοι να την υπηρετήσουν  όταν

θα είχε ανάγκη.

Ακόμα και τα καζάνια που ήταν στη φωτιά,γεμάτα πέρδικες και φασιανούς,

αποκοιμήθηκαν,κι η φωτιά επίσης.

Ολ'αυτο έγινε σε μια στιγμή,γιατί οι νεράιδες σ'αυτα που κάνουν δεν χάνουν

χρόνο.

Κατόπιν ο βασιλιάς κι η βασίλισσα,αφού φίλησαν τ'αγαπημενο τους παιδί,

χωρίς αυτό να ξυπνήσει,έφυγαν απ'τό κάστρο και έβγαλαν απαγόρευση

κάνεις να μην πλησιάσει.

Αυτή η απαγόρευση δεν ήταν απαραίτητη,γιατί μέσα σε μία ώρα έγινε γύρω 

γύρω ένα απέραντο δάσος από μεγάλα δέντρα και μικρά,από βάτα κι αγκάθια 

πλεγμένα μεταξύ τους το'να με τ'αλλο,που ούτε άγριο ζώο ούτε άνθρωπος μπορούσε να περάσει,τέτοιο που δεν μπορούσες να δεις παρά τη κορυφή 

απ'τους πύργους του κάστρου από πολύ  μακριά.

Δεν ήταν αμφιβολία ότι η νεράιδα έκανε καλά τη δουλειά της,όσο καιρό 

θα κοιμόνταν η πριγκίπισσα να μην υπάρχει κανένας φόβος απ'τους 

περίεργους.

Στις τέλος των εκατό χρόνων,ο γιος του βασιλιά που βασίλευε τότε,

και που ήταν απ'αλλη οικογένεια απ'αυτην της κοιμισμένης πριγκιπισσας,

όταν πήγαινε για κυνήγι σε αυτή τη μερια,ρωτουσε τι ήταν αυτοί οι πύργοι

που έβλεπε χαμένους μέσα σε ένα τέτοιο πυκνό μεγάλο δάσος.

Κάθε ένας του απαντούσε σύμφωνα μ'αυτο που είχε ακούσει να λένε.

Άλλοι έλεγαν ότι ήταν ένα αρχαίο κάστρο κι εκει πήγαιναν τα φαντάσματα,

άλλοι ότι όλες οι μάγισσες της περιοχης έκαναν τη συγκέντρωση τους,

Η πιο κοινή γνώμη ήταν πως ένας δράκος εκεί έμενε και πως έφερνε

τα παιδιά π'αρπαζε ,για να τα φάει με την ησυχία του,και χωρίς κάποιος

να τον ακολουθήσει,μπορώντας μόνο αυτός  να κάνει πέρασμα μέσα 

απ'το δασος.

Ο πριγκιπας δεν ήξερε τι να πιστέψει,μέχρι που ένας γέρος χωρικός

πήρε το λόγο,και σ''αυτον είπε:

-Πριγκιπα μου,ειναι περισσότερα από πενήντα χρόνια που έχω ακούσει

να λέει ο πατέρας μου πως υπήρχε μέσα σ'αυτό το κάστρο μια πριγκίπισσα,

η πιο ωραία που κάποιος μπορούσε να δει,που εκεί έπρεπε να κοιμηθεί για

εκατό χρόνια και πως θα ήταν ξυπνημενη απ'τον γιο ενός βασιλιά,για

τον οποίον ήταν προορισμένη.

Ο νεαρός πρίγκιπας δεν δίστασε να μπει στην περιπέτεια,να δει τι κρύβεται

σ'αυτό το μερος.

Προχώρησε προς το δάσος και τότε όλα τα μεγάλα δέντρα,τα βάτα και

τ'αγκαθια αναμερισαν και τον άφησαν να περάσει ανάμεσα τους προς

το κάστρο,που το είδε στο τέλος ενος μεγάλου δρόμου,παρατήρησε

πως κανένας απ'τους ανθρώπους του δεν τον είχε ακολουθήσει,γιατί

τα δέντρα ξανασμιξαν αφοτου  αυτός πέρασε.

Δεν ένιωσε φόβο και συνέχισε το δρομο του,ο πρίγκιπας πρέπει να'ναι

τολμηρός,όπως ο ερωτευμένος.

Μπαίνει σ'ενα μεγάλο προαυλιο κι όλο αυτό που βλέπει θα μπορούσε

να τον παγώσει απ'τον φόβο.

Ήταν μια ησυχία τρομακτική,η εικόνα του θανατου παντού και δεν ήταν

παρά σώματα ανθρωπων και ζώων που φαίνονταν νεκρά.

Αναγνωρίζει καλά τους υπηρέτες,που'τανε κοιμισμένοι,τα ποτήρια τους 

είχαν ακόμα. κάποιες σταγόνες κρασί,σημάδι πως αποκοιμήθηκαν όταν

έπιναν.. 

Πέρασε μια μεγάλη αυλή με μάρμαρο πλακοστρωμενη,ανεβαίνει τη σκάλα,

και μπαίνει στην αίθουσα της φρουράς,που ήταν παρατεταγμενη,με την

καραμπίνα στον ώμο,και που ροχαλιζαν του καλού καιρού.

Διασχίζει πολλά δωμάτια γεμάτα από κυριους και κυρίες που όλοι κοιμούνταν,

κάποιοι όρθιοι κάποιοι καθιστοί.

Μπαίνει μέσα σ'ενα  δωμάτιο ολο χρυσο,και βλέπει πάνω σ'ενα κρεβάτι,που

οι κουρτίνες του ήταν ορθανοικτες,το πιο ωραίο θέαμα  που είχε δει 

ποτέ,μια πριγκίπισσα που φαίνονταν να'ναι δεκαπέντε,δεκάξι χρονών,και

της οποίας η εκτυφλωτική λάμψη είχε κάτι το θεϊκό.

Πλησίασε τρέμοντας και θαυμάζοντας και γονατίζοντας δίπλα της.

Τότε αφού το μαγεμα έφτασε στο τέλος η πριγκίπισσα ξυπνησε και τον

κοίταξε με βλέμμα τρυφερό.

-Εσυ είσαι,πρίγκιπα μου;του ειπε,εσύ που περιμενα

Ο πρίγκιπας γοητεύτηκε απ'αυτα τα λόγια κι ακόμα απ'τον τρόπο που 

ειπώθηκαν,μη γνωρίζοντας πως να δείξει τη χαρά του,την διαβεβαιώνει 

πως την αγαπάει πιο πολύ κι απ'τον εαυτό του.

Αντάλλαξαν αμήχανα λόγια,αλλά γεμάτα έρωτα,(η ιστορία ομως δεν μας λέει 

τιποτα).

Τελικά μιλούσαν τέσσερεις ώρες και δεν είχαν πει ούτε τα μισά που

ήθελαν να πουν.

Εν τω μεταξύ όλο το παλάτι είχε ξυπνησ!ει μαζί με την πριγκίπισσα και 

καθένας άρχισε να κάνει τη δουλειά του,κι όπως δεν ήταν όλοι ερωτευμένοι,

πέθαιναν της πείνας.

Η κυρία της τιμής,αναγγελει με δυνατή φωνή στη πριγκιπισσα ότι το 

κρέας σερβιριστηκε.

Ο πρίγκιπας βοηθά τη πριγκίπισσα να σηκωθεί,αυτή ήταν ντυμένη,και

παρατηρώντας του λέει πως είναι ντυμένη όπως η γιαγιά της μ'ενα κολιέ,

όμως κι έτσι δεν ήταν λιγότερο ωραία.

Περνούν μέσα σ'ενα σαλόνι με καθρέφτες κι εκεί δειπνιζουν,

σερβιρισμενοι απ'τους υπηρέτες της πριγκίπισσας.

Τα βιολιά και τα όμποε παίζουν παλιά κομμάτια,αλλά εξαιρετικά, που'χαν να 

παιχτούν εκατό χρονια

Και μετά το γεύμα,χωρίς να χάσουν χρονο,παντρεύτηκαν  στο εκκλησάκι 

του κάστρου,και η κυρία των τιμών τους τραβαει  τις κουρτίνες και κοιμούνται λιγο.

Η πριγκίπισσα τώρα δεν είχε μεγάλη ανάγκη κι ο πρίγκιπας το πρωί την αφήνει για να γυρίσει στη πόλη του,όπου ο πατέρας του στενοχωριόταν γι'αυτον

Ο πρίγκιπας του'πε πως χάθηκε μέσα στο δάσος και πώς κοιμήθηκε μέσα στη καλύβα ενός καρβουνιάρη που του'δωσε να φάει μαύρο ψωμί και τυρί.

Ο βασιλιάς ο πατέρας του,ήταν αγαθός άνθρωπος,τον πίστεψε,όμως η μανα 

του δεν πειστηκε και βλεπωντας πως σχεδόν όλες τις μέρες πήγαινε για κυνήγι και πως παντοτε είχε δικαιολογία,

όταν αυτός είχε έξω δύο η'τρεις μέρες,δεν αμβεβαλλε πλέον πως είχε κάποια αγαπητικια.

Αυτός εσμιγε με την πριγκίπισσα πάνω από δύο χρόνια,κι απέκτησε δύο παιδιά,

το ένα ήταν κορίτσι και ονομάστηκε Αυγή και το δεύτερο που ήταν αγόρι ονοματηκε Φως της Μέρας,γιατί ήταν ακόμα πιο ομορφο απ'την αδελφή του.

Η βασίλισσα πολλές φορές ρωτούσε τον γιο της να της πει,αλλ'αυτος δεν 

τολμούσε να της πει το μυστικό του.Την φοβόνταν,αν και την αγαπούσε,γιατί 

αυτή ητανναπ'τη γενια των δράκων κι ο βασιλιάς την παντρεύτηκε για την 

μεγάλη της περιουσία.

Στην αυλή λέγανε ότι είχε στο αίμα της τη δρακενα κι οταν έβλεπε να

περνούν μικρά παιδιά με δυσκολία  κρατιόταν να μην τ'αρπαξει,γι'αυτό

ο πρίγκιπας τίποτα δεν ήθελε να της πει.

Αλλά όταν ο βασιλιάς πέθανε,αυτό έγινε σε δύο χρόνια,κι αυτός θα έπαιρνε

τη θέση του κύριος,φανερώνει δημόσια τον γάμο του και με μεγάλη 

συνοδεία πηγαίνει να φερει βασίλισσα τη γυναίκα του στο κάστρο,και 

κάνει μια μεγάλειώδη είσοδο στη πρωτεύουσα ,όπου αυτή εισέρχεται

ανάμεσα στα δύο παιδιά της.

Μετά από κάποιο χρόνο ο βασιλιάς πάει να κάνει πόλεμο με τον αυτοκράτορα

Κανταλαμπουτε τον γείτονα του.Αφηνει την αντιβασιλεία στη βασίλισσα

τη μάνα του και την φροντίδα της γυναίκας και των παιδιών του.

Θα ήταν στον πόλεμο όλο το καλοκαίρι,κι όταν αναχωρησε η μάνα βασίλισσα

προσκαλεί τη νύφη της και τα παιδιά της στο εξοχικό σπίτι μέσα στο δάσος,

για να μπορέσει πιο εύκολα να ικανοποιήσει την φρικτη της επιθυμία.

Πηγαίνει μετά από κάποιες μέρες εκεί κι ένα βράδυ λέει στον αρχιμαγειρα

της.

-Θελω αύριο στο δείπνο μου να φάω την μικρή Αυγή.

Ωχ.κυρια,λέει ο αρχιμαγειρας

-,Εγώ αυτη θελω,λέει η βασίλισσα,(και του το λέει μ'εναν τονο δρακενας που

εχει επιθυμία να φάει φρέσκια σάρκα)και θέλω να την φάω με σάλτσα Ρόμπερτ.

Ο φτωχός άνθρωπος μην μπορώντας να κάνει κάτι με την δρακενα,παίρνει

το μεγάλο του μαχαίρι κι ανεβαίνει στο δωμάτιο της μικρής Αυγής.

Αυτή ήταν τεσσάρων χρόνων και μόλις τον είδε πηδούσε και γελώντας

κρεμαστηκε στο λαιμό του και του ζητούσε καραμέλες.

Τον έπιασαν τα κλάματα ,το μαχαίρι του'πεσε απ'τα χέρια,και πηγαίνοντας

στο αγρόκτημα κόβει το λαιμό ενός μικρού αρνιού και κάνει μια τόσο

καλή σάλτσα που η κυρία του του λέει πως ποτέ δεν είχε φάει τόσο 

καλή. 

Επίσης χωρίς να χάσει καιρό την μικρή Αυγή την παιρνει και την δίνει στη γυναίκα του  να την κρύψει μέσα στο οίκημα που ηταν στο βάθος του αγροκτηματος

Οκτώ μέρες αργότερα,η κακιά βασίλισσα λέει στον αρχιμαγειρα της.

-Θελω να φάω στο δείπνο μου τον μικρό Φως της Μέρας

Αυτός δεν της απάντησε,αποφάσισε να την ξεγελάσει όπως την άλλη φορά.

Πηγαίνει να ψάξει τον μικρό Φως της Μερας,και τον βρισκει μ'ενα μικρό 

σπαθάκιστο χέρι,με το οποίο έπαιζε μ'εναν μεγάλο πίθηκο.

Δεν ήταν παρά τριών χρόνων,το έφερε στη γυναίκα του ,η οποία το'κρυψε

μαζί με την μικρή Αυγή,και της δίνει στη θέση του μικρού Φως της Μέρας 

ενα μικρόκατσίκι πολύ τρυφερό,που η δρακενα το βρίσκει θαυμασια καλο.

Μέχρι εδώ όλα πήγαν πολύ καλά,αλλά ένα βράδυ αυτή η κακιά βασίλισσα 

λέει στον αρχιμαγειρα.

-Θελω να φάω τη βασίλισσα με την ίδια σάλτσα όπως τα παιδιά της.

Τότε ένιωσε τον φτωχό μάγειρα απελπισία αν θα μπορέσει πάλι να την 

ξεγελάσει.

Η νεαρή βασίλισσα ήταν είκοσι χρονών,χωρίς να υπολογιστούν τα εκατό

χρόνια που κοιμόνταν.Το δέρμα της ήταν λιγο σκληρό,αν και ωραίο και

άσπρο.

Και τι ζώο να βρει τόσο σκληρό όπως αυτή μέσα στο κοπάδι;

Αποφασίζει,για να σώσει τη ζωή του,να κόψει το λαιμό της βασίλισσας,

κι ανεβαίνει στο δωμάτιο της,

και μπαίνει με το μαχαίρι στο δωμάτιο της νεαρής βασίλισσας,δεν θέλει

καθόλου να την αιφνιδιασει και της λέει με αρκετο σεβασμό τη διαταγή

που έλαβε απ'την βασιλισσα μητερα.

-Κάντε αυτο που σας διέταξαν,του λέει,τετωντοντας το λαιμό,εκτελέστε

τη διαταγή που σας έδωσαν,εγώ θα πάω να ξαναδώ τα παιδιά μου,τα

φτωχά μου παιδιά που τόσο πολύ αγαπάω.

Αυτή πίστευε ότι ήταν πεθαμενα,αφού τα πήραν να τα κρυψουν χωρίς να

της πουν τιποτα.

-Οχι,όχι,κυρία,της απαντάει ο φτωχός αρχιμαγειρας πολύ συγκινημένος,

δεν θα πεθάνετε,και θα σας πάω να ξαναδείτε τα παιδιά σας,εκεί που

τα,χω κρυμμένα,κι ακόμα μια φορά θα ξεγελάσω τη βασίλισσα δίνοντας

της να φάει ένα νεαρό ελάφι στη θέση σας.

Και την οδηγεί αμέσως στο δωμάτιο του,όπου αφήνοντας την να αγκαλιάζει 

τα παιδια της και να κλαίει μαζι μ'αυτα,πηγαίνει να ετοιμάσει ένα ελάφι,που

η βασίλισσα θα το φάει στο γεύμα της με την ίδια όρεξη σαν να ήταν η νεαρή 

βασίλισσα.

Αυτή ήταν πολύ ικανοποιημένη με την σκληρότητα της,κι είχε προετοιμαστεί

να πει στον βασιλιά,στην επιστροφή του,ότι αγριεμενοι λύκοι είχαν φάει

τη βασίλισσα τη γυναίκα του και τα δύο του παιδιά.

Ένα βράδυ που περιφέρονταν όπως το'χε συνήθεια μέσα στις αυλές και 

στ'αγροκτηματα του κάστρου για να οσμιστει κάποια φρέσκια σάρκα,

ακούει μέσα σ'ενα υπόγειο τον μικρό Φως της Μέρας που έκλαιγε ,γιατί 

η βασίλισσα η μάνα του ήθελε να χτυπήσει,επειδή είχε κανει μια αταξία,

κι ακούειεπίσης την μικρή Αυγή που την παρακαλούσε να συγχωρέσει τον αδελφότης.

Η δρακενα αναγνωρίζει τη φωνή της βασίλισσας και των παιδιών της,

και εξαγριωμένη που ξεγελάστηκε,διατάζει,απ'την επόμενη μέρα το πρωί,

με μια φοβερή φωνή,που έκανε όλον τον κόσμο να τρεμει,να της φέρουν 

στην αυλή μια μεγάλη λεκάνη,που θα τη γεμίσει με φρυνους,οχιές,κροταλίας,

και ερπετά,για να ρίξει μέσα τη βασίλισσα και τα παιδιά της,τον αρχιμαγειρα,

τη γυναίκα του και τον υπηρέτη του,επίσης έδωσε διαταγή να τους φέρουν

με τα χέρια δεμένα πίσω.

Αυτοί ήταν εκεί,κι οι εκτελεστές ετοιμάστηκαν να τους ρίξουν μέσα στη 

λεκάνη,όταν ο βασιλιάς,που δεν τον περίμεναν τόσο γρήγορα,μπαίνει στην 

αυλή με τ'αλογο,και ρωταει μ'απορια τι σημαίνει αυτό το φοβερό θέαμα.

Κανένας δεν τόλμησε να τον πληροφορήσει,

βλέπωντας ν'αποτυχαίνει  αυτό που θέλησε,η δρακενα,εξοργισμένη βουτάει 

το κεφάλι της μέσα στην λεκάνη,και καταβροχθιστηκε σε μια στιγμή απ'τα 

δηλητηριώδη ζώα που εκεί είχε βάλει.

Ο βασιλιάς στεναχωρηκε,ήταν μάνα του,

αλλά παρηγορήθηκε πολύ γρηγορα απ'την ωραία γυναίκα του κι απ'τα

παιδιά του.

.

.


Charles Perrault

Contes de ma mère l’Oye


La Belle au Bois dormant 


Il était une fois un roi et une reine qui étaient 

si fâchés de n’avoir point d’enfants, si fâchés 

qu’on ne saurait dire. Ils allèrent à toutes les eaux 

du monde, vœux, pèlerinages, menues dévotions, 

tout fut mis en œuvre, et rien n’y faisait. Enfin 

pourtant la reine devint grosse et accoucha d’une 

fille : on fit un beau baptême ; on donna pour 

marraines à la petite princesse toutes les fées 

qu’on pût trouver dans le pays (il s’en trouva 

sept), afin que chacune d’elles lui faisant un don, 

comme c’était la coutume des fées en ce temps-

là, la princesse eût par ce moyen toutes les 

perfections imaginables. 

Après les cérémonies du baptême, toute la 

compagnie revint au palais du roi où il y avait un 

grand festin pour les fées. On mit devant chacune 

d’elles un couvert magnifique, avec un étui d’or 

massif où il y avait une cuiller, une fourchette, et

un couteau de fin or, garni de diamants et de 

rubis. Mais comme chacun prenait sa place à 

table, on vit entrer une vieille fée, qu’on n’avait 

point priée, parce qu’il y avait plus de cinquante 

ans qu’elle n’était sortie d’une tour, et qu’on la 

croyait morte ou enchantée. Le roi lui fit donner 

un couvert ; mais il n’y eut pas moyen de lui 

donner un étui d’or massif comme aux autres, 

parce que l’on n’en avait fait faire que sept pour 

les sept fées. La vieille crut qu’on la méprisait, et 

grommela quelques menaces entre ses dents. Une 

des jeunes fées, qui se trouva auprès d’elle 

l’entendit ; et jugeant qu’elle pourrait donner 

quelque fâcheux don à la petite princesse, alla, 

dès qu’on fut sorti de table se cacher derrière la 

tapisserie afin de parler la dernière, et de pouvoir 

réparer, autant qu’il lui serait possible, le mal que 

la vieille aurait fait. 

Cependant les fées commencèrent à faire leurs 

dons à la princesse. La plus jeune lui donna pour 

don qu’elle serait la plus belle personne du 

monde ; celle d’après, qu’elle aurait de l’esprit 

comme un ange ; la troisième, qu’elle aurait une 

grâce admirable à tout ce qu’elle ferait ; la

quatrième, qu’elle danserait parfaitement bien ; la 

cinquième, qu’elle chanterait comme un 

rossignol ; la sixième, qu’elle jouerait de toutes 

sortes d’instruments dans la dernière perfection. 

Le rang de la vieille fée étant venu, elle dit, en 

branlant la tête encore plus de dépit que de 

vieillesse, que la princesse se percerait la main 

d’un fuseau, et qu’elle en mourrait. 

Ce terrible don fit frémir toute la compagnie, 

et il n’y eût personne qui ne pleurât. Dans ce 

moment la jeune fée sortit de derrière la 

tapisserie, et dit tout haut ces paroles : 

– Rassurez-vous, roi et reine, votre fille n’en 

mourra pas ; il est vrai que je n’ai pas assez de 

puissance pour défaire entièrement ce que mon 

ancienne a fait. La princesse se percera la main 

d’un fuseau ; mais au lieu d’en mourir, elle 

tombera seulement dans un profond sommeil qui 

durera cent ans, au bout desquels le fils d’un roi 

viendra la réveiller. 

Le roi, pour tâcher d’éviter le malheur 

annoncé par la vieille, fit publier aussitôt un édit, 

par lequel il défendait à toutes personnes de filer

au fuseau, ni d’avoir des fuseaux chez soi, sur 

peine de la vie. 

Au bout de quinze ou seize ans, le roi et la 

reine étant allés à une de leurs maisons de 

plaisance, il arriva que la jeune princesse courant 

un jour dans le château, et montant de chambre 

en chambre, alla jusqu’au haut d’un donjon dans 

un petit galetas, où une bonne vieille était seule à 

filer sa quenouille. Cette bonne femme n’avait 

point ouï parler des défenses que le roi avait 

faites de filer au fuseau. 

– Que faites-vous là, ma bonne femme ? dit la 

princesse. 

– Je file, ma belle enfant, lui répondit la vieille 

qui ne la connaissait pas. 

– Ah ! que cela est joli, reprit la princesse, 

comment faites-vous ? donnez-moi que je voie si 

j’en ferais bien autant. 

Elle n’eut pas plus tôt pris le fuseau, que 

comme elle était fort vive, un peu étourdie, et que 

d’ailleurs l’arrêt des fées l’ordonnait ainsi, elle 

s’en perça la main, et tomba évanouie.

La bonne vieille, bien embarrassée, crie au 

secours : on vient de tous côtés, on jette de l’eau 

au visage de la princesse, on la délace, on lui 

frappe dans les mains, on lui frotte les tempes

avec de l’eau de la reine de Hongrie ; mais rien 

ne la faisait revenir. 

Alors le roi, qui était monté au bruit, se 

souvint de la prédiction des fées, et jugeant bien 

qu’il fallait que cela arrivât, puisque les fées 

l’avaient dit, fit mettre la princesse dans le plus 

bel appartement du palais, sur un lit en broderie 

d’or et d’argent. On eût dit un ange, tant elle était 

belle ; car son évanouissement n’avait pas ôté les 

couleurs vives de son teint : ses joues étaient 

incarnates, et ses lèvres comme du corail ; elle 

avait seulement les yeux fermés, mais on 

l’entendait respirer doucement, ce qui faisait voir 

qu’elle n’était pas morte. 

Le roi ordonna qu’on la laissât dormir en 

repos, jusqu’à ce que son heure de se réveiller fût 

venue. La bonne fée qui lui avait sauvé la vie en

la condamnant à dormir cent ans, était dans le 

royaume de Mataquin, à douze mille lieues de là,

lorsque l’accident arriva à la princesse ; mais elle 

en fut avertie en un instant par un petit nain, qui 

avait des bottes de sept lieues (c’était des bottes 

avec lesquelles on faisait sept lieues d’une seule 

enjambée). La fée partit aussitôt, et on la vit au

bout d’une heure arriver dans un chariot tout de 

feu, traîné par des dragons. Le roi lui alla 

présenter la main à la descente du chariot. Elle 

approuva tout ce qu’il avait fait ; mais comme 

elle était grandement prévoyante, elle pensa que 

quand la princesse viendrait à se réveiller, elle 

serait bien embarrassée toute seule dans ce vieux 

château : voici ce qu’elle fit. 

Elle toucha de sa baguette tout ce qui était 

dans ce château (hors le roi et la reine), 

gouvernantes, filles d’honneur, femmes de 

chambre, gentilshommes, officiers, maîtres 

d’hôtel, cuisiniers, marmitons, galopins, gardes, 

suisses, pages, valets de pied ; elle toucha aussi 

tous les chevaux qui étaient dans les écuries, avec 

les palefreniers, les gros mâtins de basse-cour, et 

la petite Pouffe, petite chienne de la princesse, 

qui était auprès d’elle sur son lit. Dès qu’elle les

eut touchés, ils s’endormirent tous, pour ne se

réveiller qu’en même temps que leur maîtresse, 

afin d’être tout prêts à la servir quand elle en 

aurait besoin. Les broches mêmes, qui étaient au 

feu, toutes pleines de perdrix et de faisans, 

s’endormirent, et le feu aussi. Tout cela se fit en 

un moment ; les fées n’étaient pas longues à leur 

besogne. 

Alors le roi et la reine, après avoir baisé leur 

chère enfant sans qu’elle s’éveillât, sortirent du 

château, et firent publier des défenses à qui que 

ce soit d’en approcher. Ces défenses n’étaient pas 

nécessaires ; car il poussa, dans un quart d’heure, 

tout autour du parc, une si grande quantité de 

grands arbres et de petits, de ronces et d’épines 

entrelacées les unes dans les autres, que bête ni 

homme n’y aurait pu passer ; en sorte qu’on ne 

voyait plus que le haut des tours du château, 

encore n’était-ce que de bien loin. On ne douta 

point que la fée n’eût fait là encore un tour de son 

métier, afin que la princesse, pendant qu’elle 

dormirait, n’eût rien à craindre des curieux. 

Au bout de cent ans, le fils du roi qui régnait 

alors, et qui était d’une autre famille que la

princesse endormie, étant allé à la chasse de ce 

côté-là, demanda ce que c’était que des tours 

qu’il voyait au-dessus d’un grand bois fort épais. 

Chacun lui répondit selon qu’il en avait ouï 

parler. Les uns disaient que c’était un vieux 

château où il revenait des esprits ; les autres, que 

tous les sorciers de la contrée y faisaient leur 

sabbat. La plus commune opinion était qu’un 

ogre y demeurait, et que là il emportait tous les 

enfants qu’il pouvait attraper, pour les pouvoir 

manger à son aise, et sans qu’on le pût suivre, 

ayant seul le pouvoir de se faire un passage au 

travers du bois. 

Le prince ne savait qu’en croire, lorsqu’un 

vieux paysan prit la parole, et lui dit : 

– Mon prince, il y a plus de cinquante ans que 

j’ai ouï dire à mon père qu’il y avait dans ce 

château une princesse, la plus belle qu’on eût su 

voir ; qu’elle y devait dormir cent ans et qu’elle 

serait réveillée par le fils d’un roi, à qui elle était 

réservée. 

Le jeune prince, à ce discours, se sentit tout de 

feu ; il crut sans balancer qu’il mettrait fin à une

si belle aventure ; et poussé par l’amour et par la 

gloire, il résolut de voir sur-le-champ ce qui en 

était. À peine s’avança-t-il vers le bois, que tous 

ces grands arbres, ces ronces et ces épines 

s’écartèrent d’elles-mêmes pour le laisser passer. 

Il marcha vers le château, qu’il voyait au bout 

d’une grande avenue où il entra ; et, ce qui le 

surprit un peu, il vit que personne de ses gens ne 

l’avait pu suivre, parce que les arbres s’étaient 

rapprochés dès qu’il avait été passé. Il ne laissa 

pas de continuer son chemin : un prince jeune et 

amoureux est toujours vaillant. Il entra dans une 

grande avant-cour où tout ce qu’il vit d’abord 

était capable de le glacer de crainte. C’était un 

silence affreux : l’image de la mort s’y présentait 

partout, et ce n’était que des corps étendus 

d’hommes et d’animaux, qui paraissaient morts. 

Il reconnut pourtant bien, au nez bourgeonné et à 

la face vermeille des suisses, qu’ils n’étaient 

qu’endormis, et leurs tasses où il y avait encore 

quelques gouttes de vin, montraient assez qu’ils 

s’étaient endormis en buvant. 

Il passa une grande cour pavée de marbre ; il 

monta l’escalier, il entra dans la salle des gardes

qui étaient rangés en haie, la carabine sur 

l’épaule, et ronflants de leur mieux. Il traversa 

plusieurs chambres pleines de gentilshommes et 

de dames, dormant tous, les uns debout, les autres 

assis. Il entra dans une chambre toute dorée, et il 

vit sur un lit, dont les rideaux étaient ouverts de 

tous côtés, le plus beau spectacle qu’il eût jamais 

vu : une princesse qui paraissait avoir quinze ou 

seize ans, et dont l’éclat resplendissant avait 

quelque chose de lumineux et de divin. Il 

s’approcha en tremblant et en admirant et se mit à 

genoux auprès d’elle. 

Alors, comme la fin de l’enchantement était 

venue, la princesse s’éveilla ; et le regardant avec 

des yeux plus tendres qu’une première vue ne 

semblait le permettre : 

– Est-ce vous, mon prince ? lui dit-elle, vous 

vous êtes bien fait attendre. 

Le prince, charmé de ces paroles, et plus 

encore de la manière dont elles étaient dites, ne 

savait comment lui témoigner sa joie et sa 

reconnaissance ; il l’assura qu’il l’aimait plus que 

lui-même. Ses discours furent mal rangés, ils en

plurent davantage ; peu d’éloquence, beaucoup 

d’amour. Il était plus embarrassé qu’elle, et l’on 

ne doit pas s’en étonner ; elle avait eu le temps de 

songer à ce qu’elle aurait à lui dire, car il y a 

apparence (l’histoire n’en dit pourtant rien) que la 

bonne fée, pendant un si long sommeil, lui avait 

procuré le plaisir des songes agréables. Enfin il y 

avait quatre heures qu’ils se parlaient, et ils ne 

s’étaient pas encore dit la moitié des choses qu’ils 

avaient à se dire. 

Cependant tout le palais s’était réveillé avec la 

princesse ; chacun songeait à faire sa charge, et 

comme ils n’étaient pas tous amoureux, ils 

mouraient de faim ; la dame d’honneur, pressée 

comme les autres, s’impatienta, et dit tout haut à 

la princesse que la viande était servie. Le prince 

aida la princesse à se lever ; elle était tout 

habillée et fort magnifiquement, mais il se garda 

bien de lui dire qu’elle était habillée comme sa 

mère-grand, et qu’elle avait un collet monté ; elle 

n’en était pas moins belle. 

Ils passèrent dans un salon de miroirs, et y 

soupèrent, servis par les officiers de la princesse.

Les violons et les hautbois jouèrent de vieilles 

pièces, mais excellentes, quoiqu’il y eût près de 

cent ans qu’on ne les jouât plus ; et après souper, 

sans perdre de temps, le grand aumônier les 

maria dans la chapelle du château, et la dame 

d’honneur leur tira le rideau : ils dormirent peu, 

la princesse n’en avait pas grand besoin, et le 

prince la quitta dès le matin pour retourner à la 

ville, où son père devait être en peine de lui. 

Le prince lui dit qu’en chassant il s’était perdu 

dans la forêt, et qu’il avait couché dans la hutte 

d’un charbonnier, qui lui avait fait manger du 

pain noir et du fromage. Le roi son père, qui était 

un bonhomme, le crut ; mais sa mère n’en fut pas 

bien persuadée, et voyant qu’il allait presque tous 

les jours à la chasse, et qu’il avait toujours une 

raison en main pour s’excuser, quand il avait 

couché deux ou trois nuits dehors, elle ne douta 

plus qu’il n’eût quelque amourette ; car il vécut 

avec la princesse plus de deux ans entiers, et en 

eut deux enfants, dont le premier, qui fut une 

fille, fut nommée Aurore, et le second un fils 

qu’on nomma Jour, parce qu’il paraissait encore 

plus beau que sa sœur.

La reine dit plusieurs fois à son fils, pour le 

faire expliquer, qu’il fallait se contenter dans la 

vie ; mais il n’osa jamais se fier à elle de son 

secret : il la craignait quoiqu’il l’aimât, car elle 

était de race ogresse, et le roi ne l’avait épousée 

qu’à cause de ses grands biens. On disait même 

tout bas à la cour qu’elle avait les inclinations des 

ogres et qu’en voyant passer de petits enfants, 

elle avait toutes les peines du monde à se retenir 

de se jeter sur eux ; ainsi le prince ne voulut 

jamais rien dire. 

Mais quand le roi fut mort, ce qui arriva au 

bout de deux ans, et qu’il se vit le maître, il 

déclara publiquement son mariage, et alla en 

grande cérémonie quérir la reine sa femme dans 

son château. On lui fit une entrée magnifique 

dans la ville capitale, où elle entra au milieu de 

ses deux enfants. 

Quelque temps après le roi alla faire la guerre 

à l’empereur Cantalabutte son voisin. Il laissa la 

régence du royaume à la reine sa mère, et lui 

recommanda fort sa femme et ses enfants : il 

devait être à la guerre tout l’été, et dès qu’il fut

parti, la reine mère envoya sa bru et ses enfants à 

une maison de campagne dans les bois, pour 

pouvoir plus aisément assouvir son horrible 

envie. Elle y alla quelques jours après, et dit un 

soir à son maître d’hôtel : 

– Je veux manger demain à mon dîner la petite 

Aurore. 

– Ah ! madame, dit le maître d’hôtel... 

– Je le veux, dit la reine (et elle le dit d’un ton 

d’ogresse qui a envie de manger de la chair

fraîche), et je la veux manger à la sauce Robert. 

Ce pauvre homme voyant bien qu’il ne fallait 

pas se jouer à une ogresse, prit son grand 

couteau, et monta à la chambre de la petite 

Aurore : elle avait pour lors quatre ans et vint en 

sautant et en riant se jeter à son cou, et lui 

demander du bonbon. Il se mit à pleurer : le 

couteau lui tomba des mains, et il alla dans la 

basse-cour couper la gorge à un petit agneau, et 

lui fit une si bonne sauce, que sa maîtresse 

l’assura qu’elle n’avait jamais rien mangé de si 

bon. Il avait emporté en même temps la petite 

Aurore, et l’avait donnée à sa femme, pour la

cacher dans le logement qu’elle avait au fond de 

la basse-cour. 

Huit jours après, la méchante reine dit à son 

maître d’hôtel : 

– Je veux manger à mon souper le petit Jour. 

Il ne répliqua pas, résolu de la tromper comme 

l’autre fois ; il alla chercher le petit Jour, et le 

trouva avec un petit fleuret à la main, dont il 

faisait des armes avec un gros singe ; il n’avait 

pourtant que trois ans. Il le porta à sa femme qui 

le cacha avec la petite Aurore, et donna à la place 

du petit Jour un petit chevreau fort tendre, que 

l’ogresse trouva admirablement bon. 

Cela était fort bien allé jusque-là ; mais un soir 

cette méchante reine dit au maître d’hôtel : 

– Je veux manger la reine à la même sauce que 

ses enfants. 

Ce fut alors que le pauvre maître d’hôtel 

désespéra de la pouvoir encore tromper. La jeune 

reine avait vingt ans passés, sans compter les cent 

ans qu’elle avait dormi : sa peau était un peu 

dure, quoique belle et blanche ; et le moyen de

trouver, dans la ménagerie, une bête aussi dure 

que cela ? Il prit la résolution, pour sauver sa vie, 

de couper la gorge à la reine, et monta dans sa 

chambre, dans l’intention de n’en pas faire à deux 

fois ; il s’excitait à la fureur, et entra, le poignard 

à la main, dans la chambre de la jeune reine. Il ne 

voulut pourtant point la surprendre et il lui dit 

avec beaucoup de respect l’ordre qu’il avait reçu 

de la reine mère. 

– Faites votre devoir, lui dit-elle, en lui 

tendant le col, exécutez l’ordre qu’on vous a 

donné ; j’irai revoir mes enfants, mes pauvres 

enfants que j’ai tant aimés. 

Elle les croyait morts, depuis qu’on les avait

enlevés sans lui rien dire. 

– Non, non, madame, lui répondit le pauvre 

maître d’hôtel tout attendri, vous ne mourrez 

point, et vous ne laisserez pas d’aller revoir vos 

enfants ; mais ce sera chez moi où je les ai 

cachés, et je tromperai encore la reine en lui 

faisant manger une jeune biche en votre place. 

Il la mena aussitôt à sa chambre, où la laissant 

embrasser ses enfants et pleurer avec eux, il alla

accommoder une biche, que la reine mangea à 

son souper, avec le même appétit que si c’eût été 

la jeune reine ; elle était bien contente de sa 

cruauté, et elle se préparait à dire au roi, à son 

retour, que les loups enragés avaient mangé la 

reine sa femme et ses deux enfants. 

Un soir qu’elle rôdait à son ordinaire dans les 

cours et basses-cours du château pour y halener 

quelque viande fraîche, elle entendit dans une 

salle basse le petit Jour qui pleurait, parce que la 

reine sa mère le voulait faire fouetter, à cause 

qu’il avait été méchant ; et elle entendit aussi la 

petite Aurore qui demandait pardon pour son 

frère. L’ogresse reconnut la voix de la reine et de 

ses enfants, et furieuse d’avoir été trompée, elle 

commanda, dès le lendemain au matin, avec une 

voix épouvantable qui faisait trembler tout le 

monde, qu’on apportât au milieu de la cour une 

grande cuve, qu’elle fit remplir de crapauds, de 

vipères, de couleuvres et de serpents, pour y faire 

jeter la reine et ses enfants, le maître d’hôtel, sa 

femme et sa servante : elle avait donné l’ordre de 

les amener les mains liées derrière le dos.

Ils étaient là, et les bourreaux se préparaient à 

les jeter dans la cuve, lorsque le roi, qu’on 

n’attendait pas si tôt, entra dans la cour à cheval ; 

il était venu en poste, et demanda tout étonné ce 

que voulait dire cet horrible spectacle. Personne 

n’osait l’en instruire, quand l’ogresse, enragée de 

voir ce qu’elle voyait, se jeta elle-même la tête la 

première dans la cuve, et fut dévorée en un 

instant par les vilaines bêtes qu’elle y avait fait 

mettre. Le roi ne laissa pas d’en être fâché : elle 

était sa mère ; mais il s’en consola bientôt avec sa 

belle femme et ses enfants. 

.

.

.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου