.
.
LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
-Λουκιανου Εταιρικοὶ Διάλογοι-Δωρίων καὶ Μυρτάλη
[μεταφραση χ.ν.κουβελης]
Εταιρα Μυρταλη περιοχη Κεραμεικου μ.Χ-χ.ν.κουβελης-
ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis}
.
.
ο Λουκιανός ο Σαμοσατεύς [π. 120 μ.Χ-π. 190 μ.Χ]ηταν ρητορας και σατυρικος συγγραφεας
απο τα Σαμοσατα της Κομμαγηνης της Συριας
[Λουκιανος,πορτραιτο 17ου αιωνα]
Μυρτάλη καὶ Δωρίων -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Λουκιανου Εταιρικοὶ Διάλογοι-Δωρίων καὶ Μυρτάλη
[μεταφραση χ.ν.κουβελης]
Εταιρα Μυρταλη περιοχη Κεραμεικου μ.Χ-χ.ν.κουβελης
.
ο Λουκιανός ο Σαμοσατεύς [π. 120 μ.Χ-π. 190 μ.Χ]ηταν ρητορας και σατυρικος συγγραφεας
απο τα Σαμοσατα της Κομμαγηνης της Συριας
.
Luciani Samosatensis Opera. Lucian. Karl Jacobitz. in aedibus B. G. Teubneri. Leipzig, 1896.
βικιθηκη
Λουκιανου Εταιρικοὶ Διάλογοι
Δωρίων καὶ Μυρτάλη
Δωρίων
[1] νῦν με ἀποκλείεις, ὦ Μυρτάλη, νῶν, ὅτε πένης ἐγενόμην διὰ σέ, ὅτε δέ σοι τὰ τοσαῦτα ἐκόμιζον, ἐρώμενος, ἀνήρ, δεσπότης, πάντ᾽ ἦν ἐγώ. ἐπεὶ δ᾽ ἐγὼ μὲν αὖος ἤδη ἀκριβῶς, σὺ δὲ τὸν Βιθυνὸν ἔμπορον εὕρηκας ἐραστήν, ἀποκλείομαι μὲν ἐγὼ καὶ πρὸ τῶν θυρῶν ἕστηκα δακρύων, ὁ δὲ τῶν νυκτῶν φιλεῖται καὶ μόνος ἔνδον ἐστὶ καὶ παννυχίζεται, καὶ κυεῖν φὴς ἀπ᾽ αὐτοῦ.
Μυρτάλη
ταῦτά με ἀποπνίγει, Δωρίων, καὶ μάλιστα ὁπόταν λέγῃς ὡς πολλὰ ἔδωκας καὶ πένης γεγένησαι δἰ ἐμέ. λόγισαι γοῦν ἅπαντα ἐξ ἀρχῆς ὁπόσα μοι ἐκόμισας.
Δωρίων
[2] εὖ γε, ὦ Μυρτάλη, λογισώμεθα. ὑποδήματα ἐκ Σικυῶνος τὸ πρῶτον δύο δραχμῶν· τίθει δύο δραχμάς. [p. 268]
Μυρτάλη
ἀλλ᾽ ἐκοιμήθης νύκτας δύο. [p. 320]
Δωρίων
καὶ ὁπότε ἧκον ἐκ Συρίας, ἀλάβαστρον μύρου ἐκ Φοινίκης, δύο καὶ τοῦτο δραχμῶν νὴ τὸν Ποσειδῶ.
Μυρτάλη
ἐγὼ δέ σοι ἐκπλέοντι τὸ μικρὸν ἐκεῖνο χιτώνιον τὸ μέχρι τῶν μηρῶν, ὡς ἔχοις ἐρέττων, Ἐπιούρου τοῦ πρωρέως ἐκλαθομένου αὐτὸ παρ᾽ ἡμῖν, ὁπότε ἐκάθευδε παρ᾽ ἐμοί.
Δωρίων
ἀπέλαβεν αὐτὸ γνωρίσας ὁ Ἐπίουρος πρῴην ἐν Σάμῳ μετὰ πολλῆς γε, ὦ θεοί, τῆς μάχης. κρόμμυα δὲ ἐκ Κύπρου καὶ σαπέρδας πέντε καὶ πέρκας τέτταρας, ὁπότε κατεπλεύσαμεν ἐκ Βοσπόρου, ἐκόμισά σοι. τί οὖν; καὶ ἄρτους ὀκτὼ ναυτικοὺς ἐν γυργάθῳ ξηροὺς καὶ ἰσχάδων βῖκον ἐκ Καρίας καὶ ὕστερον ἐκ Πατάρων σανδάλια ἐπίχρυσα, ὦ ἀχάριστε· καὶ τυρόν ποτε μέμνημαι τὸν μέγαν ἐκ Γυθίου.
Μυρτάλη
πέντε ἴσως δραχμῶν, ὦ Δωρίων, πάντα ταῦτα
Δωρίων
[3] ὦ Μυρτάλη, ὅσα ναύτης ἄνθρωπος ἐδυνάμην μισθοῦ ἐπιπλέων. νῦν γὰρ ἤδη τοίχου ἄρχω τοῦ δεξιοῦ καὶ σὺ ἡμῶν ὑπερορᾷς, πρῴην δὲ ὁπότε τὰ Ἀφροδίσια ἦν, οὐχὶ δραχμὴν ἔθηκα πρὸς τοῖν ποδοῖν τῆ Ἀφροδίτης σοῦ ἕνεκεν ἀργυρᾶν; καὶ πάλιν τῇ μητρὶ εἰς ὑποδήματα δύο δραχμὰς καὶ Λυδῇ ταύτῃ πολλάκις εἰς τὴν χεῖρα νῦν μὲν δύο, νῦν δὲ τέτταρας ὀβολούς. ταῦτα πάντα συντεθέντα οὐσία ναύτου ἀνδρὸς ἦν. [p. 321]
Μυρτάλη
τὰ κρόμμυα καὶ οἱ σαπέρδαι, ὦ Δωρίων;
Δωρίων
ναί· οὐ γὰρ εἶχον πλείω κομίζειν· οὐ γὰρ ἂν ἤρεττον, εἴ γε πλουτῶν ἐτύγχανον. τῇ μητρὶ δὲ οὐδὲ κεφαλίδα μίαν σκορόδου ἐκόμισα πώποτε. ἡδέως δ᾽ ἂν ἔμαθον ἅτινά σοι παρὰ τοῦ Βιθυνοῦ τὰ δῶρα
Μυρτάλη
τουτὶ πρῶτον ὁρᾷς τὸ χιτώνιον; ἐκεῖνος ἐπρίατο, καὶ τὸν ὅρμον τὸν παχύτερον. [p. 269]
Δωρίων
ἐκεῖνος; ᾔδειν γάρ σε πάλαι ἔχουσαν.
Μυρτάλη
ἀλλ᾽ ὃν ᾔδεις, πολὺ λεπτότερος ἦν καὶ σμαράγδους οὐκ εἶχε. καὶ ἐλλόβια ταυτὶ καὶ δάπιδα, καὶ πρῴην δύο μνᾶς, καὶ τὸ ἐνοίκιον κατέβαλεν ὑπὲρ ἡμῶν, οὐ σάνδαλα Παταρικὰ καὶ τυρὸν Γυθιακὸν καὶ φληνάφους.
Δωρίων
[4] ἀλλὰ ἐκεῖνο οὐ λέγεις, οἵῳ ὄντι συγκαθεύδεις αὐτῷ; ἔτη μὲν ὑπὲρ τὰ πεντήκοντα πάντως, ἀναφαλαντίας καὶ τὴν χρόαν οἷος κάραβος. οὐδὲ τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ ὁρᾷς; αἱ μὲν γὰρ χάριτες, ὦ Διοσκόρω, πολλαί, καὶ μάλιστα ὁπόταν ᾄδῃ καὶ ἁβρὸς εἶναι θέλῃ, ὄνος αὐτολυρίζων, φασίν. ἀλλὰ ὄναιο αὐτοῦ ἀξία γε οὖσα καὶ γένοιτο ὑμῖν παιδίον ὅμοιον τῷ πατρί, ἐγὼ δὲ καὶ αὐτὸς εὑρήσω Δελφίδα ἢ Κυμβάλιόν τινα τῶν κατ᾽ ἐμὲ ἢ τὴν γείτονα ὑμῶν τὴν αὐλητρίδα ἢ πάντως τινά. δάπιδας δὲ καὶ ὅρμους καὶ διμναῖα μισθώματα οὐ πάντες ἔχομεν. [p. 322]
Μυρτάλη
ὦ μακαρία ἐκείνη, ἥτις ἐραστὴν σέ, ὦ Δωρίων, ἕξει· κρόμμυα γὰρ αὐτῇ οἴσεις ἐκ Κύπρου καὶ τυρόν, ὅταν ἐκ Γυθίου καταπλέῃς.
.
.
[μεταφραση χ.ν.κουβελης]
Luciani Samosatensis Opera. Lucian. Karl Jacobitz. in aedibus B. G. Teubneri. Leipzig, 1896.
Δωριος
[1] τωρα μενα απ'εξω με κλεινεις,Μυρταλη,τωρα,που φτωχος εγινα για σενα,οταν σε σενα
τοσα εφερνα,αγαπητικος,αντρας,κυριος,τα παντα ημουνα.Κι επειδη εγω'μαι πια τελειως
στεγνος,εσυ τον Βιθυνο εμπορο βρηκες για εραστη,εγω απ'εξω κλεινομαι και μπροστα
στις πορτες σταθηκα με δακρυα,αυτος τις νυχτες ν'αγαπιεται και μονος μεσα να'ναι
και να ξημεροβραδυαζεται,και πως γκαστρωθηκες λες απ'αυτον.
Μυρτάλη
αυτα μ'ενοχλουν πολυ,Δωριε,και μαλιστα οποτε λες πως πολλα εδωκες και φτωχος
εχεις γινει για μενα.Υπολογισε λοιπον ολα απ'την αρχη οσα σε μενα εφερες.
Δωριος
[2] ωραια,Μυρταλη,ας υπολογισουμε.Παπουτσια απ'τη Σικυωνα πρωτα πρωτα δυο
δραχμες.Προσθεσε δυο δραχμες.
Μυρτάλη
αλλ'ομως κοιμηθηκες δυο νυχτες
Δωριος
κι οταν καποτε ηρθα απ'τη Συρια,αλαβαστρο με μυρο απ'τη Φοινικη,δυο και τουτο
δραχμες μα τον Ποσειδωνα.
Μυρτάλη
κι εγω σε σενα οταν απεπλευσες τον κοντο εκεινο χιτωνα που μεχρι τους μηρους φτανει,
να τον εχεις οταν κωπηλατουσες,απ'τον Επιουρο αυτον της πρωρης υπευθυνο ξεχασμενον
σε μας,οταν καποτε κοιμονταν σε μενα.
Δωριος
τον ξαναπηρε αφου τον γνωρισε ο Επιουρος πριν λιγο καιρο στη Σαμο μετα απο πολυ
βεβαια,ω θεοι,μαχη.
Κρεμμυδια απ'την Κυπρο και σαπερδες ψαρια πεντε και περκες τεσσερες,οταν καποτε
καταπλευσαμε απ'τον Βοσπορο,εφερα σε σενα.Τι ετσι λοιπον σ'αφησα;κι αρτους
ναυτικους σε καλαθι ξηρα παξιμαδια και βαζο με συκα απ'τη Καρια κι υστερα απ'τα Πα-
ταρα σανδαλια επιχρυσα,αχαριστη,και το τυρι καποτε θυμαμαι το υπεροχο απ'το Γυθιο
Μυρτάλη
πεντε ισως δραχμες ,Δωριε,ολ'αυτα
Δωριος
[3]Μυρταλη,οσα ναυτικος ανθρωπος μπορουσα με μισθο πλεοντας,τωρα ομως της πλευ-
ρας του πλοιου επιβλεπω της δεξια και συ με υπεροψια μας κοιτας,πριν λιγο καιρο ομως
οταν καποτε τ'Αφροδισια ηταν,δεν εβαλα μπρος στα δυο ποδια της Αφροδιτης για χαρη
σου ασημενια δραχμη;κι ακομα στη μητερα σου στα παπουτσια δυο δραχμες και σ'αυτη τη
Λυδη πολλες φορες στο χερι,τωρα δυο,τωρα τεσσερες οβολους.Αυτα ολα αν μαζωχτουν η
περιουσια ναυτικου ειναι.
Μυρτάλη
τα κρεμμυδια κι οι σαπερδες τα ψαρια,Δωριε;
Δωριος
ναι.γιατι δεν ειχα περισσοτερα να φερω.γιατι δεν θα κωπηλατουσα,αν βεβαια πλουσιος
τυχαινα να'μουνα.στη μητερα μου ουτε μια σκελιδα σκορδου δεν εφερα ποτε.
Ευχαριστως θα'θελα να μαθω ποια ακριβως σε σενα απ'τον Βιθυνο τα δωρα ειναι.
Μυρτάλη
αυτο εδω πρωτα πρωτα το βλεπεις το φουστανι;εκεινος τ'αγορασε ,και το περιδεραιο
το βαρυτερο.
Δωριος
εκεινος;ξερω ομως πως και παλια το'χες.
Μυρτάλη
αλλ'αυτο οπως ξερεις,πολυ λεπτοτερο ηταν και σμαραγδια δεν ειχε.Κι αυτα εδω τα σκου-
λαρικια και ταπητες,και πριν λιγο καιρο δυο μνας,και το ενοικιο κατεβαλε για μας,οχι σαν-
δαλια Παταρικα και τυρι Γυθιου κι ανοητες φλυαριες.
Δωριος
[4] αλλ'εκεινο δεν το λες,τετοιος που'ναι κοιμασαι μ'αυτον;χρονια πανω απ'τα πενηντα
παντως,φαλακρος και το δερμα ιδιος καραβιδα.Ουτε τα δοντια του βλεπεις;και τα
χαρισματα του,Διοσκορε,πολλα,και μαλιστα οταν καποτε τραγουδαει κι αβρος θελει
να'ναι,γαιδαρος που γκαριζει,λενε.Αλλα να ωφεληθεις αφου αξια του εισαι και να
γεννηθει σε σας παιδι ομοιο στον πατερα,εγω ο ιδιος θα βρω Δελφιδα η' Κυμβαλιον
καποια απ'αυτες σε μενα η' τη γειτονισα σας την αυλητριδα η' τελοσπαντων καποια,
ταπητες και περιδεραια και δυομνων μισθωματα δεν εχουμε ολοι.
Μυρτάλη
ω ευτυχισμενη εκεινη,π'αγαπητικο εσενα,ω Δωριε,θα'χει.Γιατι κρεμμυδια σ'αυτη θα
φερεις απ'τη Κυπρο και τυρι,οταν απ'το Γυθιο θα καταπλεεις.
.
.
Εταιρα Μυρταλη περιοχη Κεραμεικου-χ.ν.κουβελης
την πρωτη φορα που την συναντησα μου'χε πει τ'ονομα της,''Μυρταλη'',γελασε,''η Μανταμ
μου το'βγαλε,ταιριαζει μου'πε,ουτε ξερω απο που βγαινει,το δικο μου ειναι Κουλα,Βασιλι-
κη'',
μετα απο λιγες μερες την επισκεφθηκα,εφερα μαζι μου και τους Εταιρικους Διαλογους
του Λουκιανου στο αρχαιο κειμενο,την ρωτησα αν θελει να της διαβασω,απαντησε ναι,
''σημερα εχω ρεπο κι εχω οσο χρονο θελω'',
της διαβασα τον διαλογο της Μυρταλης και του Δωριωνος οσο πιο καλη προφορα του
αρχαιου κειμενου μπορουσα,με ακουσε με προσοχη,τελειωσα,
με κοιταξε,ειχε ωραια ματια,''τωρα εσυ θα νομιζεις πως εχω παει σχολειο,πηγα δεν πηγα
μεχρι τη δευτερα δημοτικου,καταλαβα βεβαια πως ηταν ελληνικα,επιασα αρκετες
λεξεις,αυτο το αποκλειεις το λεμε κι εμεις,με παραμεριζεις σημαινει,με ξαποστελνεις
αλλιως,φυσικα και καταλαβα τα με σε,και τα ιμων,τα κρομμυα και το τυρι,τις δραχμες,
κι απο εκεινο που ακουσα,που πρεπει να λεει,''αλλα μαζι μου κοιμηθηκες δυο νυχτες'',
συμπερανα κι απο τ'άλλα,πως προκειται για καποια ιεροδουλη με ονομα Μυρταλη,αρχαια
συναδελφο μου,και τον προστατη της Δωριων,νταβατζη τον λεμε τωρα,που τον ξαποστειλε
για καποιον πλουσιο εμπορο,πενηνταρη,που τις κανει ακριβα δωρα, φανταζουμαι χρυσα
κοσηματα με σμαραγδια,κι ωραια φορεματα,και της πληρωνει και το ενοικιο,την εχει
σπιτωμενη'',''στεγιτης'' σχολιασα,''ενω εκεινος'',συνεχισε,''της εφερνε κρεμμυδια και
ψαρια και τυρια απ'τα ταξιδια του στη θαλασσα,τριχες,και της πουλουσε αγαπες κι ερωτες,
φυκια δηλαδη για μεταξωτες κορδελες,και της λεει να τον παρατησει τον αλλονε,τον εμπο-
ρο,γιατ'ειναι γερος,πεννηνταρης ακουσα,κι ακουσα και μια λεξη,δεν θυμαμαι ποια,μαλλον
θα'θελε να πει φαλακρος,και σαν καραβιδα ακουσα και χρωμα,και δεν εχει φωνη να
τραγουδησει,πως γκαριζει σαν γαιδαρος,κι εκεινη του λεει πως δεν τον θελει αλλο
κι εκεινος της λεει,αυτο το καταλαβα,θα βρει μια αλλη,μια απο Δελτα ειπε,μια γειτονισα,κι
εκεινη του'πε ,μακαρια,το λεμε και σημερα για καποιον πολυ ευτυχισμενο,μακαριος
λεμε ειναι ,πολυ ευτυχισμενη λοιπον θα'ναι αυτη η γυναικα που θα της φερνεις
κρεμμυδια και τυρια'',
''πολυ καλα καταλαβες'',της ειπα,''δεν χρειαζεται να σου μεταφρασω τον διαλογο απο τα
αρχαια ελληνικα στη γλωσσα που μιλαμε σημερα,αυτη ειναι η ιστορια'',και συνεχισα,''εδω
στον Κεραμεικο που ειναι το σπιτι της μανταμ με τις κοπελες τα αρχαια χρονια ηταν οι
οικοι της Πανδημης Αφροδιτης,τα σπιτια των ιεροδουλων,εταιρες τις λεγανε,κι η Μυρταλη
ηταν μια απ'αυτες'',
''κι η Μυρταλη ειμαι κι εγω μια απ'αυτες σημερα'',με διεκοψε,γελασε,επειτα σοβαρεψε,
την αφησα να μιλησει,
''μ'ειχε κι εμενα,πανε τωρα δεκαπεντε χρονια,διπλαρωσει ενας τετοιος τυπος,αθωα κι
αβγαλτη οπως ημουνα δεν τον καταλαβα με τουμπαρισε με τα γλυκα λογια και δηθεν
αιωνιες αγαπες,ημουνα τελειως απειρη και τον πιστεψα,ναυτικος ητανε,οταν ξεμπαρκαρε
μου'φερνε κατι φτηνιαρικα πραγματα και μου τα πασσαρε σαν σπουδαια δωρα,θυμαμαι
μια βενταλια κι ενα κιμονο απ'τη Κινα,κατι αρωματα που βρωμουσαν βαρια απ'την
Ινδια,καπου τελως παντων απο'κει περα,εσωρουχα απ'τη Μαρσιλια,εν τω μεταξυ εγω ειχα
πονηρεψει και καταλαβα τη μηχανη του,οτι βγαζω απο την πουτανια να του τα δινω δηθεν
να τα κανει κουμαντο αυτος που ξερει καλα,κι εγω του τα'δινα η ηληθια,καποια παθουσα
με ψιλιασε,το και το ,του ζητησα τα λεφτα,εγινε αγριο θηριο,μ'ειπε αχαριστη,που δεν τον
εμπιστευομαι,αυτος που νοιαζεται για το καλο μου,εγω επεμεινα,τα θελω να μου τα
δωσει,τοτε αυτος παρατησε τους καλους τροπους,με χτυπησε αγρια,με κλωτσησε
αλυπητα,στη κοιλια στη μητρα,μου φωναζε πως θα μου χαραξει το προσωπο,εγω δεν
τον φοβηκα,ηξερα πως ηταν δειλος,ανανδρος,αντισταθηκα,χυμηξα πανω του,του'μπη
ξα νυχια μου στο κορμι να το ξεσχισω,ουρλιαζα,του'πα να ξεκουμπιστει απο μπροστα
μου,να μην τον ξαναδω στα ματια μου,δεν θελω τα λεφτα αρκει ποτε πια να μην ξανα-
συναντησω,ετσι τον ξαποστειλα,πως το διαβασες;τον αποκλεισα'',
σταματησε,η αναπνοη της ηταν βαρια,αυτο που ειχε θυμηθει ειχε ζωντανεψει μεσα της
κι ηταν οδυνηρο,δεν σχολιασα την αφησα να συνελθει,
οταν ηρεμησε με κοιταξε και χαμογελασε,''δεν ειναι τιποτα,μην ανησυχεις,παει,περα-
σε,βλεπεις ποσο μοιαζει η ιστορια μου μ'αυτη την ιστορια που μου διαβασες;η ιδια
ιστορια ειναι,και τοτε και τωρα''.
ετοιμασθηκα να φυγω,η ωρα ειχε περασει,εξω ειχε νυχτωσει,με παρακαλεσε να της αφη-
σω το βιβλιο μ'αυτην την ιστορια,''να μου το δωρισεις'',ειπε,''αλλωστε εγω σου εκανα και
τη μεταφραση του'',συμφωνησα,''ευχαριστως'',της ειπα,''δικο σου ειναι το βιβλιο,παρτο'',
την χαιρετησα κι εφυγα,
εστριψα απο το δρομακι της στην Πειραιως,ανεβηκα στην Ομομοια και πηρα το μετρο
.
.
.
LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
-Λουκιανου Εταιρικοὶ Διάλογοι-Δωρίων καὶ Μυρτάλη
[μεταφραση χ.ν.κουβελης]
Εταιρα Μυρταλη περιοχη Κεραμεικου μ.Χ-χ.ν.κουβελης-
ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis}
.
.
ο Λουκιανός ο Σαμοσατεύς [π. 120 μ.Χ-π. 190 μ.Χ]ηταν ρητορας και σατυρικος συγγραφεας
απο τα Σαμοσατα της Κομμαγηνης της Συριας
[Λουκιανος,πορτραιτο 17ου αιωνα]
Μυρτάλη καὶ Δωρίων -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Λουκιανου Εταιρικοὶ Διάλογοι-Δωρίων καὶ Μυρτάλη
[μεταφραση χ.ν.κουβελης]
Εταιρα Μυρταλη περιοχη Κεραμεικου μ.Χ-χ.ν.κουβελης
.
ο Λουκιανός ο Σαμοσατεύς [π. 120 μ.Χ-π. 190 μ.Χ]ηταν ρητορας και σατυρικος συγγραφεας
απο τα Σαμοσατα της Κομμαγηνης της Συριας
.
Luciani Samosatensis Opera. Lucian. Karl Jacobitz. in aedibus B. G. Teubneri. Leipzig, 1896.
βικιθηκη
Λουκιανου Εταιρικοὶ Διάλογοι
Δωρίων καὶ Μυρτάλη
Δωρίων
[1] νῦν με ἀποκλείεις, ὦ Μυρτάλη, νῶν, ὅτε πένης ἐγενόμην διὰ σέ, ὅτε δέ σοι τὰ τοσαῦτα ἐκόμιζον, ἐρώμενος, ἀνήρ, δεσπότης, πάντ᾽ ἦν ἐγώ. ἐπεὶ δ᾽ ἐγὼ μὲν αὖος ἤδη ἀκριβῶς, σὺ δὲ τὸν Βιθυνὸν ἔμπορον εὕρηκας ἐραστήν, ἀποκλείομαι μὲν ἐγὼ καὶ πρὸ τῶν θυρῶν ἕστηκα δακρύων, ὁ δὲ τῶν νυκτῶν φιλεῖται καὶ μόνος ἔνδον ἐστὶ καὶ παννυχίζεται, καὶ κυεῖν φὴς ἀπ᾽ αὐτοῦ.
Μυρτάλη
ταῦτά με ἀποπνίγει, Δωρίων, καὶ μάλιστα ὁπόταν λέγῃς ὡς πολλὰ ἔδωκας καὶ πένης γεγένησαι δἰ ἐμέ. λόγισαι γοῦν ἅπαντα ἐξ ἀρχῆς ὁπόσα μοι ἐκόμισας.
Δωρίων
[2] εὖ γε, ὦ Μυρτάλη, λογισώμεθα. ὑποδήματα ἐκ Σικυῶνος τὸ πρῶτον δύο δραχμῶν· τίθει δύο δραχμάς. [p. 268]
Μυρτάλη
ἀλλ᾽ ἐκοιμήθης νύκτας δύο. [p. 320]
Δωρίων
καὶ ὁπότε ἧκον ἐκ Συρίας, ἀλάβαστρον μύρου ἐκ Φοινίκης, δύο καὶ τοῦτο δραχμῶν νὴ τὸν Ποσειδῶ.
Μυρτάλη
ἐγὼ δέ σοι ἐκπλέοντι τὸ μικρὸν ἐκεῖνο χιτώνιον τὸ μέχρι τῶν μηρῶν, ὡς ἔχοις ἐρέττων, Ἐπιούρου τοῦ πρωρέως ἐκλαθομένου αὐτὸ παρ᾽ ἡμῖν, ὁπότε ἐκάθευδε παρ᾽ ἐμοί.
Δωρίων
ἀπέλαβεν αὐτὸ γνωρίσας ὁ Ἐπίουρος πρῴην ἐν Σάμῳ μετὰ πολλῆς γε, ὦ θεοί, τῆς μάχης. κρόμμυα δὲ ἐκ Κύπρου καὶ σαπέρδας πέντε καὶ πέρκας τέτταρας, ὁπότε κατεπλεύσαμεν ἐκ Βοσπόρου, ἐκόμισά σοι. τί οὖν; καὶ ἄρτους ὀκτὼ ναυτικοὺς ἐν γυργάθῳ ξηροὺς καὶ ἰσχάδων βῖκον ἐκ Καρίας καὶ ὕστερον ἐκ Πατάρων σανδάλια ἐπίχρυσα, ὦ ἀχάριστε· καὶ τυρόν ποτε μέμνημαι τὸν μέγαν ἐκ Γυθίου.
Μυρτάλη
πέντε ἴσως δραχμῶν, ὦ Δωρίων, πάντα ταῦτα
Δωρίων
[3] ὦ Μυρτάλη, ὅσα ναύτης ἄνθρωπος ἐδυνάμην μισθοῦ ἐπιπλέων. νῦν γὰρ ἤδη τοίχου ἄρχω τοῦ δεξιοῦ καὶ σὺ ἡμῶν ὑπερορᾷς, πρῴην δὲ ὁπότε τὰ Ἀφροδίσια ἦν, οὐχὶ δραχμὴν ἔθηκα πρὸς τοῖν ποδοῖν τῆ Ἀφροδίτης σοῦ ἕνεκεν ἀργυρᾶν; καὶ πάλιν τῇ μητρὶ εἰς ὑποδήματα δύο δραχμὰς καὶ Λυδῇ ταύτῃ πολλάκις εἰς τὴν χεῖρα νῦν μὲν δύο, νῦν δὲ τέτταρας ὀβολούς. ταῦτα πάντα συντεθέντα οὐσία ναύτου ἀνδρὸς ἦν. [p. 321]
Μυρτάλη
τὰ κρόμμυα καὶ οἱ σαπέρδαι, ὦ Δωρίων;
Δωρίων
ναί· οὐ γὰρ εἶχον πλείω κομίζειν· οὐ γὰρ ἂν ἤρεττον, εἴ γε πλουτῶν ἐτύγχανον. τῇ μητρὶ δὲ οὐδὲ κεφαλίδα μίαν σκορόδου ἐκόμισα πώποτε. ἡδέως δ᾽ ἂν ἔμαθον ἅτινά σοι παρὰ τοῦ Βιθυνοῦ τὰ δῶρα
Μυρτάλη
τουτὶ πρῶτον ὁρᾷς τὸ χιτώνιον; ἐκεῖνος ἐπρίατο, καὶ τὸν ὅρμον τὸν παχύτερον. [p. 269]
Δωρίων
ἐκεῖνος; ᾔδειν γάρ σε πάλαι ἔχουσαν.
Μυρτάλη
ἀλλ᾽ ὃν ᾔδεις, πολὺ λεπτότερος ἦν καὶ σμαράγδους οὐκ εἶχε. καὶ ἐλλόβια ταυτὶ καὶ δάπιδα, καὶ πρῴην δύο μνᾶς, καὶ τὸ ἐνοίκιον κατέβαλεν ὑπὲρ ἡμῶν, οὐ σάνδαλα Παταρικὰ καὶ τυρὸν Γυθιακὸν καὶ φληνάφους.
Δωρίων
[4] ἀλλὰ ἐκεῖνο οὐ λέγεις, οἵῳ ὄντι συγκαθεύδεις αὐτῷ; ἔτη μὲν ὑπὲρ τὰ πεντήκοντα πάντως, ἀναφαλαντίας καὶ τὴν χρόαν οἷος κάραβος. οὐδὲ τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ ὁρᾷς; αἱ μὲν γὰρ χάριτες, ὦ Διοσκόρω, πολλαί, καὶ μάλιστα ὁπόταν ᾄδῃ καὶ ἁβρὸς εἶναι θέλῃ, ὄνος αὐτολυρίζων, φασίν. ἀλλὰ ὄναιο αὐτοῦ ἀξία γε οὖσα καὶ γένοιτο ὑμῖν παιδίον ὅμοιον τῷ πατρί, ἐγὼ δὲ καὶ αὐτὸς εὑρήσω Δελφίδα ἢ Κυμβάλιόν τινα τῶν κατ᾽ ἐμὲ ἢ τὴν γείτονα ὑμῶν τὴν αὐλητρίδα ἢ πάντως τινά. δάπιδας δὲ καὶ ὅρμους καὶ διμναῖα μισθώματα οὐ πάντες ἔχομεν. [p. 322]
Μυρτάλη
ὦ μακαρία ἐκείνη, ἥτις ἐραστὴν σέ, ὦ Δωρίων, ἕξει· κρόμμυα γὰρ αὐτῇ οἴσεις ἐκ Κύπρου καὶ τυρόν, ὅταν ἐκ Γυθίου καταπλέῃς.
.
.
[μεταφραση χ.ν.κουβελης]
Luciani Samosatensis Opera. Lucian. Karl Jacobitz. in aedibus B. G. Teubneri. Leipzig, 1896.
Δωριος
[1] τωρα μενα απ'εξω με κλεινεις,Μυρταλη,τωρα,που φτωχος εγινα για σενα,οταν σε σενα
τοσα εφερνα,αγαπητικος,αντρας,κυριος,τα παντα ημουνα.Κι επειδη εγω'μαι πια τελειως
στεγνος,εσυ τον Βιθυνο εμπορο βρηκες για εραστη,εγω απ'εξω κλεινομαι και μπροστα
στις πορτες σταθηκα με δακρυα,αυτος τις νυχτες ν'αγαπιεται και μονος μεσα να'ναι
και να ξημεροβραδυαζεται,και πως γκαστρωθηκες λες απ'αυτον.
Μυρτάλη
αυτα μ'ενοχλουν πολυ,Δωριε,και μαλιστα οποτε λες πως πολλα εδωκες και φτωχος
εχεις γινει για μενα.Υπολογισε λοιπον ολα απ'την αρχη οσα σε μενα εφερες.
Δωριος
[2] ωραια,Μυρταλη,ας υπολογισουμε.Παπουτσια απ'τη Σικυωνα πρωτα πρωτα δυο
δραχμες.Προσθεσε δυο δραχμες.
Μυρτάλη
αλλ'ομως κοιμηθηκες δυο νυχτες
Δωριος
κι οταν καποτε ηρθα απ'τη Συρια,αλαβαστρο με μυρο απ'τη Φοινικη,δυο και τουτο
δραχμες μα τον Ποσειδωνα.
Μυρτάλη
κι εγω σε σενα οταν απεπλευσες τον κοντο εκεινο χιτωνα που μεχρι τους μηρους φτανει,
να τον εχεις οταν κωπηλατουσες,απ'τον Επιουρο αυτον της πρωρης υπευθυνο ξεχασμενον
σε μας,οταν καποτε κοιμονταν σε μενα.
Δωριος
τον ξαναπηρε αφου τον γνωρισε ο Επιουρος πριν λιγο καιρο στη Σαμο μετα απο πολυ
βεβαια,ω θεοι,μαχη.
Κρεμμυδια απ'την Κυπρο και σαπερδες ψαρια πεντε και περκες τεσσερες,οταν καποτε
καταπλευσαμε απ'τον Βοσπορο,εφερα σε σενα.Τι ετσι λοιπον σ'αφησα;κι αρτους
ναυτικους σε καλαθι ξηρα παξιμαδια και βαζο με συκα απ'τη Καρια κι υστερα απ'τα Πα-
ταρα σανδαλια επιχρυσα,αχαριστη,και το τυρι καποτε θυμαμαι το υπεροχο απ'το Γυθιο
Μυρτάλη
πεντε ισως δραχμες ,Δωριε,ολ'αυτα
Δωριος
[3]Μυρταλη,οσα ναυτικος ανθρωπος μπορουσα με μισθο πλεοντας,τωρα ομως της πλευ-
ρας του πλοιου επιβλεπω της δεξια και συ με υπεροψια μας κοιτας,πριν λιγο καιρο ομως
οταν καποτε τ'Αφροδισια ηταν,δεν εβαλα μπρος στα δυο ποδια της Αφροδιτης για χαρη
σου ασημενια δραχμη;κι ακομα στη μητερα σου στα παπουτσια δυο δραχμες και σ'αυτη τη
Λυδη πολλες φορες στο χερι,τωρα δυο,τωρα τεσσερες οβολους.Αυτα ολα αν μαζωχτουν η
περιουσια ναυτικου ειναι.
Μυρτάλη
τα κρεμμυδια κι οι σαπερδες τα ψαρια,Δωριε;
Δωριος
ναι.γιατι δεν ειχα περισσοτερα να φερω.γιατι δεν θα κωπηλατουσα,αν βεβαια πλουσιος
τυχαινα να'μουνα.στη μητερα μου ουτε μια σκελιδα σκορδου δεν εφερα ποτε.
Ευχαριστως θα'θελα να μαθω ποια ακριβως σε σενα απ'τον Βιθυνο τα δωρα ειναι.
Μυρτάλη
αυτο εδω πρωτα πρωτα το βλεπεις το φουστανι;εκεινος τ'αγορασε ,και το περιδεραιο
το βαρυτερο.
Δωριος
εκεινος;ξερω ομως πως και παλια το'χες.
Μυρτάλη
αλλ'αυτο οπως ξερεις,πολυ λεπτοτερο ηταν και σμαραγδια δεν ειχε.Κι αυτα εδω τα σκου-
λαρικια και ταπητες,και πριν λιγο καιρο δυο μνας,και το ενοικιο κατεβαλε για μας,οχι σαν-
δαλια Παταρικα και τυρι Γυθιου κι ανοητες φλυαριες.
Δωριος
[4] αλλ'εκεινο δεν το λες,τετοιος που'ναι κοιμασαι μ'αυτον;χρονια πανω απ'τα πενηντα
παντως,φαλακρος και το δερμα ιδιος καραβιδα.Ουτε τα δοντια του βλεπεις;και τα
χαρισματα του,Διοσκορε,πολλα,και μαλιστα οταν καποτε τραγουδαει κι αβρος θελει
να'ναι,γαιδαρος που γκαριζει,λενε.Αλλα να ωφεληθεις αφου αξια του εισαι και να
γεννηθει σε σας παιδι ομοιο στον πατερα,εγω ο ιδιος θα βρω Δελφιδα η' Κυμβαλιον
καποια απ'αυτες σε μενα η' τη γειτονισα σας την αυλητριδα η' τελοσπαντων καποια,
ταπητες και περιδεραια και δυομνων μισθωματα δεν εχουμε ολοι.
Μυρτάλη
ω ευτυχισμενη εκεινη,π'αγαπητικο εσενα,ω Δωριε,θα'χει.Γιατι κρεμμυδια σ'αυτη θα
φερεις απ'τη Κυπρο και τυρι,οταν απ'το Γυθιο θα καταπλεεις.
.
.
Εταιρα Μυρταλη περιοχη Κεραμεικου-χ.ν.κουβελης
την πρωτη φορα που την συναντησα μου'χε πει τ'ονομα της,''Μυρταλη'',γελασε,''η Μανταμ
μου το'βγαλε,ταιριαζει μου'πε,ουτε ξερω απο που βγαινει,το δικο μου ειναι Κουλα,Βασιλι-
κη'',
μετα απο λιγες μερες την επισκεφθηκα,εφερα μαζι μου και τους Εταιρικους Διαλογους
του Λουκιανου στο αρχαιο κειμενο,την ρωτησα αν θελει να της διαβασω,απαντησε ναι,
''σημερα εχω ρεπο κι εχω οσο χρονο θελω'',
της διαβασα τον διαλογο της Μυρταλης και του Δωριωνος οσο πιο καλη προφορα του
αρχαιου κειμενου μπορουσα,με ακουσε με προσοχη,τελειωσα,
με κοιταξε,ειχε ωραια ματια,''τωρα εσυ θα νομιζεις πως εχω παει σχολειο,πηγα δεν πηγα
μεχρι τη δευτερα δημοτικου,καταλαβα βεβαια πως ηταν ελληνικα,επιασα αρκετες
λεξεις,αυτο το αποκλειεις το λεμε κι εμεις,με παραμεριζεις σημαινει,με ξαποστελνεις
αλλιως,φυσικα και καταλαβα τα με σε,και τα ιμων,τα κρομμυα και το τυρι,τις δραχμες,
κι απο εκεινο που ακουσα,που πρεπει να λεει,''αλλα μαζι μου κοιμηθηκες δυο νυχτες'',
συμπερανα κι απο τ'άλλα,πως προκειται για καποια ιεροδουλη με ονομα Μυρταλη,αρχαια
συναδελφο μου,και τον προστατη της Δωριων,νταβατζη τον λεμε τωρα,που τον ξαποστειλε
για καποιον πλουσιο εμπορο,πενηνταρη,που τις κανει ακριβα δωρα, φανταζουμαι χρυσα
κοσηματα με σμαραγδια,κι ωραια φορεματα,και της πληρωνει και το ενοικιο,την εχει
σπιτωμενη'',''στεγιτης'' σχολιασα,''ενω εκεινος'',συνεχισε,''της εφερνε κρεμμυδια και
ψαρια και τυρια απ'τα ταξιδια του στη θαλασσα,τριχες,και της πουλουσε αγαπες κι ερωτες,
φυκια δηλαδη για μεταξωτες κορδελες,και της λεει να τον παρατησει τον αλλονε,τον εμπο-
ρο,γιατ'ειναι γερος,πεννηνταρης ακουσα,κι ακουσα και μια λεξη,δεν θυμαμαι ποια,μαλλον
θα'θελε να πει φαλακρος,και σαν καραβιδα ακουσα και χρωμα,και δεν εχει φωνη να
τραγουδησει,πως γκαριζει σαν γαιδαρος,κι εκεινη του λεει πως δεν τον θελει αλλο
κι εκεινος της λεει,αυτο το καταλαβα,θα βρει μια αλλη,μια απο Δελτα ειπε,μια γειτονισα,κι
εκεινη του'πε ,μακαρια,το λεμε και σημερα για καποιον πολυ ευτυχισμενο,μακαριος
λεμε ειναι ,πολυ ευτυχισμενη λοιπον θα'ναι αυτη η γυναικα που θα της φερνεις
κρεμμυδια και τυρια'',
''πολυ καλα καταλαβες'',της ειπα,''δεν χρειαζεται να σου μεταφρασω τον διαλογο απο τα
αρχαια ελληνικα στη γλωσσα που μιλαμε σημερα,αυτη ειναι η ιστορια'',και συνεχισα,''εδω
στον Κεραμεικο που ειναι το σπιτι της μανταμ με τις κοπελες τα αρχαια χρονια ηταν οι
οικοι της Πανδημης Αφροδιτης,τα σπιτια των ιεροδουλων,εταιρες τις λεγανε,κι η Μυρταλη
ηταν μια απ'αυτες'',
''κι η Μυρταλη ειμαι κι εγω μια απ'αυτες σημερα'',με διεκοψε,γελασε,επειτα σοβαρεψε,
την αφησα να μιλησει,
''μ'ειχε κι εμενα,πανε τωρα δεκαπεντε χρονια,διπλαρωσει ενας τετοιος τυπος,αθωα κι
αβγαλτη οπως ημουνα δεν τον καταλαβα με τουμπαρισε με τα γλυκα λογια και δηθεν
αιωνιες αγαπες,ημουνα τελειως απειρη και τον πιστεψα,ναυτικος ητανε,οταν ξεμπαρκαρε
μου'φερνε κατι φτηνιαρικα πραγματα και μου τα πασσαρε σαν σπουδαια δωρα,θυμαμαι
μια βενταλια κι ενα κιμονο απ'τη Κινα,κατι αρωματα που βρωμουσαν βαρια απ'την
Ινδια,καπου τελως παντων απο'κει περα,εσωρουχα απ'τη Μαρσιλια,εν τω μεταξυ εγω ειχα
πονηρεψει και καταλαβα τη μηχανη του,οτι βγαζω απο την πουτανια να του τα δινω δηθεν
να τα κανει κουμαντο αυτος που ξερει καλα,κι εγω του τα'δινα η ηληθια,καποια παθουσα
με ψιλιασε,το και το ,του ζητησα τα λεφτα,εγινε αγριο θηριο,μ'ειπε αχαριστη,που δεν τον
εμπιστευομαι,αυτος που νοιαζεται για το καλο μου,εγω επεμεινα,τα θελω να μου τα
δωσει,τοτε αυτος παρατησε τους καλους τροπους,με χτυπησε αγρια,με κλωτσησε
αλυπητα,στη κοιλια στη μητρα,μου φωναζε πως θα μου χαραξει το προσωπο,εγω δεν
τον φοβηκα,ηξερα πως ηταν δειλος,ανανδρος,αντισταθηκα,χυμηξα πανω του,του'μπη
ξα νυχια μου στο κορμι να το ξεσχισω,ουρλιαζα,του'πα να ξεκουμπιστει απο μπροστα
μου,να μην τον ξαναδω στα ματια μου,δεν θελω τα λεφτα αρκει ποτε πια να μην ξανα-
συναντησω,ετσι τον ξαποστειλα,πως το διαβασες;τον αποκλεισα'',
σταματησε,η αναπνοη της ηταν βαρια,αυτο που ειχε θυμηθει ειχε ζωντανεψει μεσα της
κι ηταν οδυνηρο,δεν σχολιασα την αφησα να συνελθει,
οταν ηρεμησε με κοιταξε και χαμογελασε,''δεν ειναι τιποτα,μην ανησυχεις,παει,περα-
σε,βλεπεις ποσο μοιαζει η ιστορια μου μ'αυτη την ιστορια που μου διαβασες;η ιδια
ιστορια ειναι,και τοτε και τωρα''.
ετοιμασθηκα να φυγω,η ωρα ειχε περασει,εξω ειχε νυχτωσει,με παρακαλεσε να της αφη-
σω το βιβλιο μ'αυτην την ιστορια,''να μου το δωρισεις'',ειπε,''αλλωστε εγω σου εκανα και
τη μεταφραση του'',συμφωνησα,''ευχαριστως'',της ειπα,''δικο σου ειναι το βιβλιο,παρτο'',
την χαιρετησα κι εφυγα,
εστριψα απο το δρομακι της στην Πειραιως,ανεβηκα στην Ομομοια και πηρα το μετρο
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου