.
.
LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
-Γεννηθηκα το 1928-Χρονικο
[αφηγειται γεγονοτα της ζωης της η θεια Βασιλικη του Λαζαρου Δεδε
απο τη Μαχαιρα Ξηρομερου 88 χρονων]
[καταγραφη χ.ν.κουβελης]-
ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis}
.
.
Θεοφανης[Φανιας] και Γερασιμος[Μακιας} Πανουργιας του Γιαννη και της Αθηνιας-Μαχαιρα Ξηρομερο-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Βασιλικη Δεδε του Λαζαρου το γενος Γιαννη και Αθηνιας Πανουργια-Μαχαιρα Ξηρομερο-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
[καταγραφη χ.ν.κουβελης]
Γεννηθηκα το 1928-Χρονικο
[αφηγειται γεγονοτα της ζωης της η θεια Βασιλικη του Λαζαρου Δεδε
απο τη Μαχαιρα Ξηρομερου 88 χρονων]
.
26 Ιανουαριου 2016 μετα το μεσημερι,στο σπιτι της θειας Βασιλικης στο χωριο,
μια γλυκεια και φιλοξενη γυναικα,γεννηθηκε το 1928,σημερα 88 χρονων,την
ξερω καλα απο μικρο παιδι,ειμαστε γειτονια,η οικογενεια μου με την οικογενεια
της παντα ειχαν πολυ καλες σχεσεις,τον πατερα μου τον ελεγε κουμπαρο,και οι δυο
ειχαν χασει αδερφια ,παλληκαρια,στον πολεμο του 40 στην Αλβανια,αυτη τον Φανια
κι ο πατερας μου τον Γιωργο ,πονεμενοι ανθρωποι,αλλα εκαναν κουραγιο και
κρατηθηκαν,μου'πε τις χαρες και τα παραπονα της,εκλαψε και γελασε,μου ανοιξε
διαπλατα το σπιτι της ,καθαρο,περιποιημενο,ομορφο,και μου δειξε τις φωτογραφιες,
να τις τραβηξω με τη φωτογραφικη μηχανη,και μου διηγηθηκε τη ζωη της μανας της
και των αδερφων της μανας της και των δικων της αδερφων και του πατερα της και του
αντρα της,μου'πε με μεγαλη συγκινηση τη ζωη της,τη μαρτυρησε ολη,και τη
ζωντανεψε,περασε απ' τα ματια της απ'το μυαλο της απ' το στομα της απ' τα
συναισθηματα της αληθινη,παλομενη,
ολοι περασαν κι εμφανισθηκαν μπροστα της κι επαιξαν στα λογια της το εργο τη ζωη
τους,αυτος εκανε αυτο κι επαθε εκεινο,
την ευχαριστω ειλικρινα μεσα απ'τη καρδια μου
.
.
[Αυτη ειναι η δυναμη των λογων της]
Η μανα μου ηταν ηταν η Αθηνα[Αθηνια] Τσαπαρελη του Αθανασιου[Νασου Τσαπαρελη]
και της Κωνσταντως απο το Βασιλοπουλο,[το γενος,ισως,Καραβασιλη]-
[ο Πανος Τσαπαρελης ηταν πρωτος ξαδερφος της κι η πρωτη γυναικα του ηταν του
Καμπανα [Παπατρεχα],και την λεγαν Γιουλα]
η μανα μου ειχε μια αδερφη,την Θοδωρα,που παντρευτηκε τον Φωτη Κανατσουλα
[Παπατρεχα]και τρια αδερφια ,τον Βασιλη,τον Μητσο και τον Σπυρο,και τα τρια ηταν
ατυχα,
ο Σπυρος μικρο παιδι τσακωθηκε με καποιο αλλο για παγιδες[για να πιασουν πουλια]
που ειχαν στην Αλυκη[του Καρελακη],τον βαρεσαν και τον σκοτωσαν,
ο Βασιλης αγαπουσε τη Θοδωρα του Μπιτση[του Γιωργου Κουβελη,αδερφη του παπου-
λη μου Χριστοδουλου[Κστοδουλου]],κι αυτη τον αγαπουσε και κανονισαν να κλεφτουν,
στου Γιαν'του Πγιαδ',εκει που εχετε τα χωραφια και τα σπερνετε,περιμενε η κοπελα
με τα ρουχα της,καποιος ρουφιανος ειπε της μανας της Μυγδαληνης που ηταν κατω
στο Δαφνια,''αποψε ο Βασιλης ο Τσαπαρελης θα κλεψει τη κοπελα σου και να'χεις το νου
σου'',και δεν εγινε η κλεψια,δεν ηθελαν να του τη δωσουν,κι επαθε το μυαλο του,αυτη
την παντρεψαν στην Χρυσοβιτσα,αυτος αρραβωνιαστηκε απο το Δραγαμεστο αλλα δεν
μπορουσε και τα χαλασε και μια μερα κατω στα Καμενα Παλιουρα αυτοκτονησε,εβαλε
το πιστολι στο κεφαλι του και πυροβοληθηκε,
οταν σκοτωθηκε ο Νικο Καλετσης[του Κωστα Κουβελη]ειπαν πως τον σκοτωσε ο Μητσος
για να εκδικηθει για τον αδερφο του Βασιλη
[τον Νικο Καλετση Κουβελη τον πυροβολησαν και τον σκοτωσαν στο κηπο του σπιτιου
του στο σκοταδι οταν γυρισε απο τον Επιταφιο την Μεγαλη Παρασκευη,δεν ειδαν τον
φονια,και ενοχοποιησαν τον Κωστα Μπιτσωρη[πατερα της Μαρουλας]γιατι ειχε φυγει
απο την εκκλησια πιο πριν,και τον επιασαν και τον εκλεισαν φυλακη στο Μεσολογγι]
η μανα του γδυτη η' με τα ρουχα αναποτα γονατισε κι ευχηθηκε στην εικονα της
Παναγιας,''ο φονιας να παλαβωσει και να μαρτυρησει''
[κι ετσι εγινε],φονιας ηταν ο Αναστασης Μητσαρελιας[Παπατρεχας],και περασε απο
τον κηπο τον δικο σας και στον δρομο συναντησε τον Κωστα Ροτσκα που πηγαινε
πανω στον αδερφο του Λεκο Ροτσκα και του ειπε να μην μαρτυρησει πως τον ειδε,
εκεινος φοβηθηκε και δεν ειπε τιποτα,
[ο Μπιτσωρης αποδρασε απο τη φυλακη και φυγοδικησε]κι ηταν μαζι με τον Μητσο,
[ηταν συγγενεις],και κρυβονταν μην τους πιασουν,
ο Μητσος ηταν στην Μπαραστα και κατεβαινε να παει στα Καμενα Παλιουργια,καποιος
ρουφιανος ειδοποιησε τον Σταυρο Μπιτση[Κουβελη][πρωτομπαρμπα του σκοτωμενου
Νικου Καλετση-ο Σταυρος και ο Γιωργος Μπιτσης[ο πατερας του παππουλη μου Κστο-
δουλου]και ο Κωστας[ο πατερας του Νικου]ηταν αδερφια],ο ρουφιανος του ειπε πως
ηταν ευκαιρια να σκοτωσει τον Μητσο Τσαπαρελη,του φυλαξε καρτερι,εκει που λεμε
το 'σκοτωμα του Σταυρου Μπιτση'[στον Ασπρολακα] να τον σκοτωσει,ο Μητσος τον
ειδε και του φωναξε πως δεν ειναι ο φονιας,αλλα αν ειναι να παει στο χωμα καλυτερα
να τον παρουν οι χωροφυλακες,και του εριξε και τον σκοτωσε,τον επιασαν για τον φονο
και τον εκλεισαν στη φυλακη εικοσι χρονια,στη Κερκυρα,τοτε η φυλακη στη Κερκυρα ηταν
μπουντρουμια,μπηκε παιδακι και βγηκε γερος,μ'ασπρα μαλλια,
[ο πραγματικος φονιας παλαβωσε]κι ο παλαβοΑναστασης γδυτος φωναξε,[ομολογη
σε],στην Ευδοκια,ετσι την λεγανε τη Σταυρενα,που πηγανε για νερο στην Αραπω πως
αυτος ηταν ο φονιας ,μετα αυτοκτονησε,τον βρηκαν σκοτωμενο με πιστολι στο κεφαλι
[κατ'αλλους δολοφονηθηκε,απο καποιον συγγενη του που ηταν ο πραγματικος αιτιος
για το σκοτωμο του Νικου Καλετση]
η μανα μου εβαλε τοτε δυο χωραφια,απο 500 δρχ ενεχυρο το ενα,να μαζεψει λεφτα
για το δικαστηριο ν'αθωωθει ο αδερφος της,ομως δεν εγινε τιποτα,
οταν μετα απο εικοσι χρονια φυλακη βγηκε ο Μητσος,μπηκε 20 και βγηκε 40,και γυρισε
σπιτι αγνωριστος,η μανα μου τρομαξε να τον γνωρισει τοσο πολυ ειχε αλλαξει,
πηγανε ρουφιανοι σ'αυτους που πηραν τα χωραφια ενεχυρο και τους λεγανε πως γυρισε
ο κληρονομος και θα τους τα επαιρνε,και φοβοντουσαν,και η Μανθουλα[του Σαμαρα,κορη
της Σταυραινας ,απο τον πρωτο γαμο της με Γκολφη,χηρα]τον φωναζε φονια,κι αυτος ελεγε
πως αναγκαστηκε να γινει φονιας,και μια φορα εκει στα Σαμαρεικα την επιασε ο
Αριστειδης ο Μαυρογιωργος[ο πατερας της Αγγελικας],που ειχε καφενειο,και της ειπε
'γιατι τον φωναζεις φονια πως σκοτωσε τον πατριο σου,αναγκαστηκε να γινει φονιας και
μην το ξαναπεις',
και μια νυχτα στο κρεβατι του μεσα στο σπιτι πυροβοληθηκε με πιστολι στο κεφαλι κι
αυτοκτονησε,η μανα μου ακουσε τον πυροβολισμο,πηγε τον σηκωσε κι εγινε γεματη
αιματα,
τοτε,αλλα βασανα,ειπανε πως τον σκοτωσε ο πατερας μου,για να τον ξεκανει που ηταν
κληρονομος[κι αυτος σωγαμπρος],ο πατερας μου κοιμονταν εξω απ'το σπιτι σε μια
καλυβουλα,αφιονισμενος,και τον εσωσε η θεια Θανασου τ'Μπουρχα που πηγε οταν
ακουσε τον πυροβολισμο και τον ξυπνησε,και το'πε στους αστυνομικους πως αυτη τον
ξυπνησε που κοιμοντανε,
ο πατερας μου ηταν ο Γιαννης Πανουργιας απο τον Αετο,ηρθε σωγαμπρος,[αφου ο
Μητσος ο κληρονομος ηταν στη φυλακη],ειχε γιδια στα Βαλοβρεκα,μσακα με τον
Μπουρχα,υστερα που χωρισε με τον Μπουρχα ειχε προβατα,
εκαναν 10 παιδια,7 αρσενικα και 3 κοριτσια,τα 5 πεθαναν μικρα,ενα ελεγαν Παναγιωτη,
Ορεστη,Γιωργο,αλλο ηταν αβαπτιστο,δεν θυμαμαι,
αυτα που εμειναν ηταν[με τη σειρα]η Σπυριδουλα[την πηρε ο Νασο Βοτσης],ο Φανιας
[Θεοφανης][1912],η Κωνσταντω[την πηρε ο Γιωργο Πλιατσικας,που τον καψανε στη
καλυβα στον πολεμο],ο Μακιας[Γερασιμο τον ελεγε ο Φανιας],κι εγω η Βασιλικη[Βασιλικια
μ'ελεγε ο πατερας μου στ'ονομα της μανας του],[γεννηθηκα το 1928],αυτος
που με βαφτισε,νουνος μου ηταν ο Μητσο Παπαφωτης απο τον Προδρομο,
ο Γερασιμος ηταν τσοπανης,πηγε στρατιωτης,τον καλεσαν πριν τον πολεμο,στο
Μεσολογγι,στους ευζωνους,κι οταν περνουν την αδεια με δυο αλλους Βζανιτες
ξεκινησαν να ρθουν με τα ποδια,νυχτωσαν στην περατια[στον Αχελωο],και
κοιμηθηκαν εκει,το πρωι που ξυπνησαν ο Μακιας δεν μπουρουσε να σηκωθει
τα ποδαρια του ηταν πιασμενα,με τα χιλια βασανα σηκωθηκε και περπατησαν
κι ηρθε στο σπιτι,του'πε η μανα πως ηταν κρυωμα και θα περασει,αλλα δεν
περασε και χειροτερευε,πηγε στο Μεσολογγι και του δωσανε αδεια 9 μηνες,
ο Φανιας τον πηρε και τον πηγε στον Ευαγγελισμο στην Αθηνα,δεν εγινε τιποτα,
οι γιατροι τον αποφασισαν πως θα πεθανει,και μια μερα γυρισε,ο Αντρεας ο
Γκολφης[το παιδι που αργοτερα το πεταξαν στη τρυπα]ακουσε τις κοπελες
του μπαρμπα Θοδωρου τ'Φακολα Γκολφη τη Νια και τις αλλες,'ηρθε ο Μακιας,
ηρθε ο Μακιας',κι ειπε στη μανα μου 'ηρθε ο Μακιας',δεν τον πιστευαν,οταν
τον ειδαν τους ειπε 'μη με ρωτατε με τι και πως γυρισα',τον εβαλαν στα αναλατα,
δεν κατουρουσε,ηταν τα νεφρα του,δεν ηταν τοτε η αιμοκαθαρση,η μανα μου του
μαζευε λαχανα,σελινο,τυφλωνονταν απ'το κλαμα και του μαζευε σελινα και του μα-
γειρευε,και μια νυχτα ξεψυχισε στα χερια της,ειχε παρει εναν καποτα,ενα μαστορα
να του φκιαξει καπα,με γαιτανια ωραια εδω μπροστα,που να 'ξερε πως θα τον στο-
λισει μ'αυτη,
ο Φανιας δεν ηταν τσοπανης,ηταν γεωργος,ψηλος,λεπτος,οταν εγινε ο πολεμος
επιστρατευτηκε,ηξερε πως θα γινει πολεμος,στου Μακρυπιδη το μαγαζι ειχανε
ραδιο κι ακουγανε,κι αυτος τους εξηγουσε,ειχε τελειωσει στον Αστακο το Ελληνικο
Σχολειο,μαζι με τον Κστοφορο Σουρελη[Γκολφη],και[ισως]τον Γιαννακη Κολοβο,
ηταν οικοτροφος,εμενε εκει,περνουσε απο το χωριο καρο απο τον Αστακο,σαν ταξι,
κι ο πατερας μου κι η μανα μου του στελνανε πραματα,εχω και τ'απολυτηριο του,
με τον πολεμο επιστρατευτηκε και πηγε στο Μεσολογγι[στους ευζωνους]κι απο'κει
στην Αλβανια πολεμησει ,δεκανεας,πριν φυγει ειπε τωρα θα ποδεθει η Βασιλικη και μου
πηρε πανινα παπουτσια απο τον μπαρμπα Λευτερη τον Σουρελη[Γκολφη],τωρα
θα σου πω κατι,θες ειναι βλακεια,θες ειναι αστειο,τα'χα δεσει με ενα σκοινι και
τα'χα βαλει στον ωμο ,δεν τα φορουσα και περπαταγα ξυπολητη να παω στα
γιδια του πατερα μου,ημουνα 12 χρονων,τα ποδαρια ηταν απο κατω αργασμενα,
αντεχαν,
στο Τεπελενι,τον Φανια,τον χτυπησε οβιδα,εδω στο μπουτι,και τον πηραν να τον
πανε στο Νοσοκομειο στα Γιαννενα,στο δρομο συναντησαν φαλαγγες που ανε-
βαιναν και καθυστερησε τ'ασθενοφορο και πεθανε
μου το ειπε η Αμαλια τ'Καλετση[Κουβελης],πως;θα σου πω,εμεις δεν το ξεραμε,
ειχαμε στο σπιτι για να φαει τον Φονια τον Στρατο[τον πατερα της Λελας του Καντα],
μας εσπερνε,κι μ'εστειλε η μανα μου να παω πανω στην αδερφη της τη Κωνσταντω
να φερω ψωμι,στο δρομο που πηγαινα συναντησα στο σπιτι της την Αμαλια τ'Καλετση
και μου'πε'που πας;δεν ξερεις πως σκοτωθηκε ο Φανιας ο αδερφος σου',γυρισα να
κιτρινη ετσι και το'πα της μανας,μη ρωτας τι εγινε,
τον Φανια τον εθαψαν στα Γιαννενα στο νεκροταφειο Αμπελοκηποι,στα Γιαννενα ειχε
παντρεμενη μια αδερφη ο Γιερακλης,ο πατερας τ'Μακια τ'δασκαλου του Παπατρεχα,
τη Μαρουλα,κι αυτη ειδε εκει ενα σταυρο που'γραφε απανω τ'ονομα του,μας το'πε
και πηγαμε μετα απο τρια χρονια και πηραμε τα κοκκαλα του και τα θαψαμε εδω,ποτε
ομως δεν εχω πιστεψει οτι πεθανε αλλα πως καπου ζει κι ειναι ακομα ζωντανος,
η μανα μου εκλαιγε για τα παιδια της,κι ηρθε μια συγγενισσα και της ειπε:''τι κανεις
ετσι,τα παιδια σ' εχασες,οχι τα καλα σ''', [κι αργοτερα οταν κι εκεινη εχασε το παιδι της
της θυμισε τι της ειχε πει,'μεχρι να μπει η πετρα πανω στο κεφαλι μ' θα το θυμαμαι'],
τοσα περασε η μανα μου,και καθε φορα που'μπαινε ο Παπαχαραλαμπος στο σπιτι
σηκωνε το κεφαλι ψηλα κι ελεγε ''τοσα της πηρες,γιατι δεν την αφηνεις ησυχη;''[
οταν καψανε το χωριο[οι Ιταλοι στις 9 Μαιου το 1943]καηκε και το σπιτι μας και μεναμε
εκει ξεσκεπαστοι,και δεν μας δωσανε οταν ζητησαμε ,που δεν ειχαμε να παρουμε,
τσιγκια,κατι,να απαγκιασουμε,και μια νυχτα αναψαμε φωτια και ηταν φοβος αν την
εβλεπαν η Γερμανοι κι οταν την ειδαν ηρθαν και χτυπουσαν τη πορτα,ακουγαμε
τις μποτες τους,κι ακουσε ο Φονιας ο Στρατος κι ηρθε,κι ανοιξε η μανα μου στους
Γερμανους,κι ειπε 'ο λογιασμενος για πολεμος που μου πηρε το παιδι και δεν
μ'αφσε ενα κεραμυδι να κατσω να κλαψω',ο Φονιας ηξερε λιγο την γλωσσα και
τους ειπε κι εκεινοι καταλαβα,μ'ειδαν κι εμενα σκεπασμενη μεχρι πανω κι ειπαν
'μαλαρια η' σλαφεν',κι ειπε ο Φονιας 'μαλαρια'[αρρωστια],
τοτε ηταν η χρονια τετοια που εγιναν πολλα σπαρτα,γεννηματα,τσουβαλια με
ρεβυθια τα βαζαμε πανω στις βελανιδιες να τα κρυψουμε,βραχηκαν απ'τη βροχη
και φυτρωσαν ρεβυθια πανω στις βελανιδιες,
ο πατερας μου ειχε μια ιδιοτροπια,ηθελε να φοραει τσαρουχια,κι ειχανε χαλασει,
και μου'δωσε η μανα αρβυλες να του παω να φορεσει,μολις τις ειδε φωναζε δεν τις
ηθελε,ειχε περασει τα προβατα απεναντι απ'το Γερομπορο και χωρις να βρεξει γινεται
μια κατεβασια νερο και θελησε να περασει απο εκει που ηταν πιο ηρεμα τα νερα,σ'ενα
βαραγγα,κι οπως κρατουσε ενα αρνακι στα χερια γλιστραει πεφτει μεσα και του φευγει
τ'αρνι και τα τσαρουχια,ισα π' κρατιοντανε,τρεχω και τον τραβαω ,ηταν μουσκεμα κι
ετρεμε,του'πα να κατσει εκει και πηρα τ'αλογο,ειχαμε δυο,ενα Καρα προς το κοκκινο,
κι ενα ασπρο,Τσιλια,και πηγα στο σπιτι κι ειπα στη μανα να μου δωσει ρουχα και αχυρο,
και πηγα παλι πισω,εδωσα τα ρουχα στον πατερα,αναψα φωτια με τ'αχυρο,κι αν θες το
πιστευεις ειχα ανεβει πανω στη βελανιδια και με το τσεκουρι εκοβα κι εριχνα κλαρια για
τη φωτια,
ο αντρας μου ο Λαζος[Λαζαρος Δεδες] ηταν απο την Κονιτσα απο την Πληκατι
στα συνορα[ξακουστο μαστοροχωρι,σε υψομετρο 1240μ στο βουνο Γραμμος,
το 1840 ειχε πληθυσμο 2200 κατοικους περιπου-Πελεκανος[αυτος που πελεκαει
τη πετρα]<Πελεκατη<Πληκατι],ο πατερας του λεγονταν Λεωνιδας κι η μανα του
Κιρκη,ωραιο ονομα,ηταν 8 χρονια πιο μεγαλυτερος[1920] απο μενα[1928],ηταν
τρια αδερφια,ο Λαζος,ο Χρηστος και ο Αποστολης[1937],μετα τον πολεμο ο πατερας
του για να αποφυγει το παιδομαζωμα,τους ειπε να φυγουν,ο Λαζος με τον Χρηστο
και μ'αλλα ζευγαρια πηγαν στα Γιαννενα κι απο'κει στην Ηγουμενιτσα κι απο 'κει
με καραβι στο Αστακο,εκει ζητησαν δουλεια και τους ειπαν ν'ανεβουν στη Μαχαιρα
που καηκε,ηρθαν εδω και πηγαν στον Παπαχιλεα και τους εβαλε να μενουν στο κτιριο
που ηταν η κλινικη του Μπεσα[ιδιοκτησια Παναη Παπατρεχα,κατω δεξια της σημερινης
πλατειας],κι αρχισαν να δουλευουν,τωρα πως τον γνωρισα,ενα δοκαρι στο σπιτι ετριζε,
και μ'εστειλε η μανα μου να βρω τους μαστορους,αυτοι πηγαιναν στο μαγαζι του Καλετση
[του Γιαννη Κουβελη και του Λευτερη],πηγα και μπηκα μεσα κι ειπα σ'ενα μαστορα,ενα
ψηλο παιδι,σαν το Λαζο,τι θελω,κι αυτος ηρθε,ειδε το δοκαρι κι ειπε πως δεν ειναι
τιποτα κι εφυγε,το δοκαρι ομως ετριζε και μ'εστειλε η μανα μου παλι να φερω μαστορα
και τοτε πηγα κι ηταν ο δικος μου,κι ηρθε το ειδε κι εβαλε απο κατω ενα ξυλο να μην
πεσει ,και μετα με την Ανοικοδομηση το γκρεμισανε και το κτισανε ζευγαρι με τον
αδερφο του τον Χρηστο,ζευγαρια λενε τους μαστορους που δουλευουν μαζι ο
ενας απο μεσα κι ο αλλος απ'ξω,εμεις μεναμε κατω στο κηπο σε μια καλυβουλα,
στην αρχη δεν ενιωσα τιποτα,μετα τον αγαπησα και μ'αγαπησε,κι εστειλε εναν
γεροντοτερο και με ζητησε απο τον πατερα μου,δεχτηκε και μ'εδωσε,λογοδοτησα-
με,οι συγγενεις δεν τον θελανε,εγω ομως τον ηθελα,με πηρε μαζι του,οταν πηρανε
τη δουλεια στο δρομο στο Καρπενησι,στη Φραγκιστη,[μαντρες υποστηριξης,γεφυρια],
να καζαντισουνε και πεσανε εξω,αργησαμε να παντρευτουμε,καναμε εφτα χρονια,
το 1953,στεφανωθηκαμε στο Βασιλοπουλο,στο εκκλησακι που'ναι εξω,πανω,στη
Παναγια,πηγαμε με το φορτηγο που οδηγουσε ο Κωστας Πλιατσικας,εμεις στο
κουβουκλιο,κι οι αλλοι,δεν ητανε πολλοι,στη καροτσα,οταν γυρισαμε σπιτι καναμε
ενα τραπεζι,παλι λιγοι,εχασα πρωτα ενα παιδι και μετα εκανα τρια κοριτσια,
τη Μαριτσα[1955],τη Σωτηρια[1957] και την Λαμπρινη[1960],
ο αντρας μου ο Λαζος ηταν μαστορας με χαρτι εμπειροτεχνη,ο αδερφος του
ο Χρηστος εγκατασταθηκε με την οικογενεια του στη Μαχαλα
ο πατερας μου πεθανε πριν παντρευτω κι η μανα μου μετα,ειχα κανει τη Σωτηρια,
ο πεθερος μου με τη πεθερα μου και τον Αποστολη τον μικροτερο αδερφο του
Λαζου με το παιδομαζωμα βρεθηκαν στη Βουλγαρια,στη Ρουμανια,μετα οταν
γυρισαν ο Αποστολης κι εκανε τη θητεια ηρθε στο χωριο και τον βαλαμε στο
περιπτερο που ειχαμε [απο το θυμα πολεμου τον Φανια][εκει στη γωνια του
Μητσαρελια με το σιδηρουργειο του Βοτση]κι αυτος ζωγραφιζε και παραταγε
το περιπτερο και πηγαινε και ζωγραφιζε γιουλια,καποιοι πινακες που ειναι
στο σπιτι ειναι απ'αυτους που εκανε εδω,εκατσε ενα χρονο,μετα πηγε στην Αθηνα
κι εμαθε κεραμικη,εχω εδω καποια πλακακια του,πηγε και στη Γαλλια κι εκανε
ζωγραφικη,εκατσε τρια χρονια,εκει γνωρισε τη γυναικα του,οχι Γαλλιδα,απ'τη Μακε-
δονια,τη Βεροια,τωρα μενουν στη Βεροια,τη ζωγραφικη με τον αδερφο του Χρηστο
μας την εστειλε απο τη Γαλλια,τη ζωγραφικη με τη κοπελα την εκανε τοτε εδω,
.
.
[καταγραφη χ.ν.κουβελης
-την ευχαριστω παρα πολυ]
.
.
στο ιντερνετ http://www.gallerykypriakigonia.com.cy/artists_apostolos_dedes.htm
βρηκα για τον Αποστολη Δεδε ,ζωγραφο αυτα:
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΔΕΔΕΣ
Ο Απόστολος Δέδες γεννήθηκε το 1937 σε κάποιο χωριό της ορεινής Ηπείρου. Τα παιδικά και νεανικά του χρόνια τα πέρασε στη Ρουμανία, όπου πήρε και τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής δίπλα σε εξαίρετους δασκάλους. Η ανήσυχη όμως ιδιοσυγκρασία του και η αξεδίψαστη επιθυμία του να γνωρίσει τα καινούργια και ελεύθερα καλλιτεχνικά ρεύματα, τον οδήγησαν το 1962 στο Παρίσι, όπου και ακολούθησε ελεύθερες σπουδές σε καλλιτεχνικά εργαστήρια και γνωρίστηκε με σπουδαίους ζωγράφους – ιδιαίτερα εξπρεσιονιστές (Πολιακώφ, Ιστράτι κ.ά.) που έπαιξαν μεγάλο ρόλο στην μετέπειτα εξέλιξή του.
Οι επιδράσεις που ήταν φυσικό επόμενο να δεχτεί στη Γαλλία, όχι μόνο δεν τον οδήγησαν σε μια στείρα και απρόσωπη μίμηση, αλλά αντίθετα αφομοιώθηκαν, μεταπλάστηκαν και χρησιμοποιήθηκαν για να εκφράσουν έναν εικαστικό χαρακτήρα απόλυτα προσωπικό, γεμάτο από γνήσια διαχρονική ελληνικότητα. Οι γυναίκες – κύριες μορφές στους πίνακές του – είναι ελληνίδες αρχαϊκές, βυζαντινές, σύγχρονες, στις νεκρές του φύσεις μια καρέκλα, μια πύλινη κανάτα, ένα ρόδι, ένα λιοτρόπι, λίγα φύλλα δρυός είναι στοιχεία διαχρονικά του τόπου μας, της πατρίδας μας. Αυτή του η αγάπη για την Ελλάδα, που με τόση πλαστικότητα απεικονίζει στους πίνακές του, τον έκανε τα τελευταία χρόνια να εγκατασταθεί μόνιμα στην πατρίδα, σ’ ένα αγρόκτημα στους πρόποδες του Βερμίου
κοντά στο Βασιλικό τάφο του Φιλίππου.
Ταυτόχρονα συνεχίζει να επισκέπτεται και να κάνει εκθέσεις στη Γαλλία και στη Γερμανία όπου χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης. Άλλωστε κι όταν εδώ και πολλά χρόνια είχε κάνει στην Αθήνα την πρώτη του ατομική έκθεση, απέσπασε κολακευτικότατες κριτικές από τον Σπύρο Παναγιωτόπουλο (ΕΘΝΟΣ) και τον Μίλτο Παρασκευαΐδη (ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ). Έχει παρουσιάσει το έργο του σε ατομικές κεθέσεις (Στοά Τέχνης 1968 Saint Hubert, Παρίσι 1982 Γκαλερύ Αργώ, Αθήνα 1998 κ.ά., έχει λάβει μέρος σε πολλές ομαδικές.
.
.