.
.
GREEK POETRY
-ο Άρης και η Αφροδιτη πιάνονται στα δεσμά του Ηφαίστου
(Ομήρου Οδύσσεια,ραψωδια θ',στίχοι 266-343)
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης
.
.
Ο Άρης και η Αφροδίτη στα δίχτυα του Ηφαιστου ενώπιον των θεών
( Johann Heiss 1679)
ο Άρης και η Αφροδιτη πιάνονται στα δεσμά του Ηφαίστου
(Ομήρου Οδύσσεια,ραψωδια θ',στίχοι 266-343)
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
(Ο Οδυσσέας στο νησί των Φαιάκων,στο ανάκτορο του βασιλιά Αλκίνοου
ο ραψωδος Δημόδοκος τραγουδά διασκεδάζοντας τους καλεσμενους)
ωστόσο αυτός τη φόρμιγγα παίζοντας αρχισε όμορφο
τραγούδι για το έρωτα του Άρη και της Αφροδίτης
με τ'ομορφο στεφάνι στα μαλλιά,πως πρωτοσμιχτηκαν
κρυφά στου Ηφαίστου το σπίτι,πολλά αυτος της δωρισε,
κι ατιμασε το κρεβάτι και του ανακτα Ηφαιστου το στρώμα
και τότε ο Ήλιος το μαρτύρησε,αφού τους κατάλαβε
ερωτικά να σμιγουν,κι ο Ηφαιστος λοιπόν σαν ακουσε
το πικρό το νέο στο χαλκοργειο πάει στο μυαλο εχοντας
δολερο σχέδιο κακο κι εκεί μεγάλο έστησε αμόνι
κι έκοψε ασπασπα δεσμά κι άλυτα,όπου ακαριαία
παγιδευμένοι γερά να μεινουν,και μόλις τα δολώματα
έφτιαξε με τον Άρη οργισμενος,πήγε στο θάλαμο αμέσως ,
όπου το γαμηλιο ήταν κρεβάτι του ,γύρω τότε απ'του κρεβατιού
τα πόδια παντου τα δεσμά κύκλωσε,πολλά επίσης
κι από πανω απ'τα δοκάρια κρέμασε της σκεπής
λεπτά σαν της αράχνης ο ιστός,π'ούτε να δει κανενας
δεν θα μπορουσε ούτε απ'τους μακαριους θεους,
γιατί τόσο επιδέξια τα'χε κάνει δολερα ,
κι όταν γυρω απ'το κρεβάτι όλη τη παγίδα άπλωσε
στη Λήμνο έκανε πως πάει,την καλοκτισμενη πόλη,
που απ'ολους τους τόπους πολύ πιο αγαπητη του ήταν
κι ο Άρης με τα χρυσά ηνια τυφλός δεν παραφυλαγε
όταν τον φημιστο ειδε τεχνίτη μακριά να φευγει
κίνησε στου φημισμενου Ηφαιστου να πάει το σπιτι
της Κυθέρειας τον έρωτα ποθωντας με τ'ομορφο στεφανι
κι αυτή μόλις απ'τον πατέρα τον μεγαλοδυναμο του Κρόνου γιο
ειχ'ερθει και καθονταν,αυτός λοιπόν αφού στο σπίτι μέσα μπήκε
τότε της έπιασε τα χέρια και μιλώντας της ειπε,
έλα,αγάπη μου,στο κρεβάτι,να ευχαριστηθουμε στο στρώμα
ξαπλωμένοι,γιατί ο Ήφαιστος σ'αλλο πήγε τόπο,αλλά ήδη
στη Λήμνο θα'χει φτάσει στους αγριοφωνους τους Σιντιους
έτσι είπε,και σ'αυτη αρεστό της φάνηκε να κοιμηθουν
κι αυτοί όταν πήγαν στο κρεβάτι να ξαπλωσουν γυρω
από παντου τα δεσμά του πανέξυπνου τους τύλιξαν Ηφαιστου
τα τεχνητά κι ούτε τα μέλη τους να κουνήσουν μπορούσαν
ούτε να σηκωθουν,και τότε κατάλαβαν,ότι δεν ξεφευγουν πλέον
απ'τα δεσμα,κι έφτασε τότε κοντά σ'αυτους ο φημιστος χωλός
αμέσως πίσω γυρίζοντας πριν στη γη της Λήμνου φτασει
γιατί ο Ήλιος που παραφυλαγε και του το μαρτυρισε
έτσι λοιπόν πάει στο σπίτι του,με σπαραγμενη τη καρδιά,
στα πόρτα στάθηκε,άγριος τον τράνταξε θυμός
και με τρομερή φωνή φώναξε όλοι να τον ακούσουν οι θεοι
Πατέρα Δία κι οι άλλοι μακάριοι θεοί οι αιώνιοι
ελάτε,για να δειτε πράξεις ντροπής κι απρεπα
πως εμένα τον χωλό η Αφροδίτη του Δία η θυγατέρα
μ'ατιμαζει και με τον ολεθριο ερωτοτροπει τον Αρη
γιατί'ναι όμορφος κι αρτιμελής,ενώ εγώ σακατεμενος
εγεννηθηκα,αλλ'όμως κανένας άλλος αίτιος,παρά
οι δυο γονείς μου,που μακάρι να μην γενναγαν
αλλά κοιτάξτε,πως οι δύο τους ερωτικά κοιμούνται
ανεβαίνοντας στο κρεβάτι μου κι εγώ στενάζω να τους βλέπω,
δεν νομίζω αυτοι να ελπίζουν έτσι ακομα για πολύ
να ξαπλώνουν,κι ας τόσο πολύ αγαπιουνται,πολύ γρήγορα
κι οι δυο δεν θα θέλουν να κοιμούνται,αλλ' ο δόλος
και τα δεσμά θα τους κρατήσουν,μέχρι όλα ο πατέρας
να μου ξαναδώσει τα γαμηλια δώρα,όσα για χάρη
της ξεδιαντροπης κορης του πρόσφερα στο χερι,
γιατι'ναι όμορφη η θυγατερα,αλλ'ομως δεν αντιστέκεται
στο πάθος,έτσι είπε κι οι θεοί μαζεύτηκαν στο με τη χαλκινη
τη βαση σπιτι,ήρθε ο Ποσειδώνας που τη γη σείει,
ήρθε ο κλέφτηςΕρμής,ήρθε κι ο Απόλλωνας ο ανακτας
δοξαριστης,οι γυναίκες όμως οι θεές από ντροπή
στα σπίτια κάθε μία έμεινε,μπροστά λοιπόν οι θεοί
στις πόρτες στάθηκαν,των αγαθών οι δωρητες,
τότε ακατάπαυστο ξεσπασε γέλιο στους μακαριους θεους,
όταν τις δολερες αντίκρισαν τέχνες του πανέξυπνου Ηφαιστου,
κι εδώ τότε ένας κοιτώντας τον διπλανό του λέει,
τα κακά δεν ωφελουν έργα,κι ο αργος τον ταχυ προφτανει,
όπως και τώρα ο Ήφαιστος αν κι αργος έπιασε τον Αρη
που τον πιο ταχυ να είναι στους θεόυς οι Ολυμπιοι εχουν,
χωλός οντας,με το δολερο το τέχνασμα,και της μοιχείας
το πρόστιμο οφείλει,τέτοια λοιπόν μεταξύ τους έλεγαν,
και στον Ερμή λέει ο ανακτας Απόλλωνας ο γιος του Δια,
Ερμή γιε του Δία,αγγελιοφόρε,αγαθών δωρητή,
μήπως σε τέτοια δεν θα'θελες δυνατά δεσμα σφιχτα
να πιαστεις αν είναι με την ξανθή να κοιμηθείς Αφροδίτη
στο κρεβάτι;και τότε σ'αυτον απάντησε ο αγγελιοφόρος
του Αργου ο φονιάς,μακάρι αυτό να γίνονταν,δοξαριστη
Απόλλωνα ανακτα,κι ας μου'χαν τρις φορές γύρω μου δεσμα
τοσα άπειρα,κι ας με κοιταζατε εσείς οι θεοί κι όλες οι θεες
μόνο εγώ με την ξανθη να ξάπλωνα Αφροδίτη στο κρεβάτι,
έτσι είπε,και τότε γέλιο ξέσπασε στους αθάνατους θεους
.
.
αὐτὰρ ὁ φορμίζων ἀνεβάλλετο καλὸν ἀείδειν
ἀμφ' Ἄρεος φιλότητος ἐϋστεφάνου τ' Ἀφροδίτης,
ὡς τὰ πρῶτ' ἐμίγησαν ἐν Ἡφαίστοιο δόμοισι
λάθρῃ· πολλὰ δὲ δῶκε, λέχος δ' ᾔσχυνε καὶ εὐνὴν
Ἡφαίστοιο ἄνακτος. ἄφαρ δέ οἱ ἄγγελος ἦλθεν 270
Ἥλιος, ὅ σφ' ἐνόησε μιγαζομένους φιλότητι.
Ἥφαιστος δ' ὡς οὖν θυμαλγέα μῦθον ἄκουσε,
βῆ ῥ' ἴμεν ἐς χαλκεῶνα, κακὰ φρεσὶ βυσσοδομεύων·
ἐν δ' ἔθετ' ἀκμοθέτῳ μέγαν ἄκμονα, κόπτε δὲ δεσμοὺς
ἀῤῥήκτους ἀλύτους, ὄφρ' ἔμπεδον αὖθι μένοιεν. 275
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ τεῦξε δόλον κεχολωμένος Ἄρει,
βῆ ῥ' ἴμεν ἐς θάλαμον, ὅθι οἱ φίλα δέμνια κεῖτο·
ἀμφὶ δ' ἄρ' ἑρμῖσιν χέε δέσματα κύκλῳ ἁπάντῃ,
πολλὰ δὲ καὶ καθύπερθε μελαθρόφιν ἐξεκέχυντο,
ἠΰτ' ἀράχνια λεπτά· τά γ' οὔ κέ τις οὐδὲ ἴδοιτο, 280
οὐδὲ θεῶν μακάρων· περὶ γὰρ δολόεντα τέτυκτο.
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ πάντα δόλον περὶ δέμνια χεῦεν,
εἴσατ' ἴμεν ἐς Λῆμνον, ἐϋκτίμενον πτολίεθρον,
ἥ οἱ γαιάων πολὺ φιλτάτη ἐστὶν ἁπασέων.
οὐδ' ἀλαὸς σκοπιὴν εἶχε χρυσήνιος Ἄρης, 285
ὡς ἴδεν Ἥφαιστον κλυτοτέχνην νόσφι κιόντα·
βῆ δ' ἴμεναι πρὸς δῶμα περικλυτοῦ Ἡφαίστοιο,
ἰχανόων φιλότητος ἐϋστεφάνου Κυθερείης.
ἡ δὲ νέον παρὰ πατρὸς ἐρισθενέος Κρονίωνος
ἐρχομένη κατ' ἄρ' ἕζεθ'· ὁ δ' εἴσω δώματος ᾔει 290
ἔν τ' ἄρα οἱ φῦ χειρὶ ἔπος τ' ἔφατ' ἔκ τ' ὀνόμαζε·
«δεῦρο, φίλη, λέκτρονδε, τραπείομεν εὐνηθέντε·
οὐ γὰρ ἔθ' Ἥφαιστος μεταδήμιος, ἀλλά που ἤδη
οἴχεται ἐς Λῆμνον μετὰ Σίντιας ἀγριοφώνους.»
ὣς φάτο, τῇ δ' ἀσπαστὸν ἐείσατο κοιμηθῆναι. 295
τὼ δ' ἐς δέμνια βάντε κατέδραθον· ἀμφὶ δὲ δεσμοὶ
τεχνήεντες ἔχυντο πολύφρονος Ἡφαίστοιο,
οὐδέ τι κινῆσαι μελέων ἦν οὐδ' ἀναεῖραι.
καὶ τότε δὴ γίνωσκον, ὅ τ' οὐκέτι φυκτὰ πέλοντο.
ἀγχίμολον δέ σφ' ἦλθε περικλυτὸς ἀμφιγυήεις, 300
αὖτις ὑποστρέψας πρὶν Λήμνου γαῖαν ἱκέσθαι·
Ἠέλιος γάρ οἱ σκοπιὴν ἔχεν εἶπέ τε μῦθον.
βῆ δ' ἴμεναι πρὸς δῶμα, φίλον τετιημένος ἦτορ·
ἔστη δ' ἐν προθύροισι, χόλος δέ μιν ἄγριος ᾕρει·
σμερδαλέον δ' ἐβόησε γέγωνέ τε πᾶσι θεοῖσι·
«Ζεῦ πάτερ ἠδ' ἄλλοι μάκαρες θεοὶ αἰὲν ἐόντες,
δεῦθ', ἵνα ἔργ' ἀγέλαστα καὶ οὐκ ἐπιεικτὰ ἴδησθε,
ὡς ἐμὲ χωλὸν ἐόντα Διὸς θυγάτηρ Ἀφροδίτη
αἰὲν ἀτιμάζει, φιλέει δ' ἀΐδηλον Ἄρηα,
οὕνεχ' ὁ μὲν καλός τε καὶ ἀρτίπος, αὐτὰρ ἐγώ γε 310
ἠπεδανὸς γενόμην· ἀτὰρ οὔ τί μοι αἴτιος ἄλλος,
ἀλλὰ τοκῆε δύω, τὼ μὴ γείνασθαι ὄφελλον.
ἀλλ' ὄψεσθ', ἵνα τώ γε καθεύδετον ἐν φιλότητι,
εἰς ἐμὰ δέμνια βάντες· ἐγὼ δ' ὁρόων ἀκάχημαι.
οὐ μέν σφεας ἔτ' ἔολπα μίνυνθά γε κειέμεν οὕτω, 315
καὶ μάλα περ φιλέοντε· τάχ' οὐκ ἐθελήσετον ἄμφω
εὕδειν· ἀλλά σφωε δόλος καὶ δεσμὸς ἐρύξει,
εἰς ὅ κέ μοι μάλα πάντα πατὴρ ἀποδῷσιν ἔεδνα,
ὅσσα οἱ ἐγγυάλιξα κυνώπιδος εἵνεκα κούρης,
οὕνεκά οἱ καλὴ θυγάτηρ, ἀτὰρ οὐκ ἐχέθυμος.»
καὶ μάλα περ φιλέοντε· τάχ' οὐκ ἐθελήσετον ἄμφω
εὕδειν· ἀλλά σφωε δόλος καὶ δεσμὸς ἐρύξει,
εἰς ὅ κέ μοι μάλα πάντα πατὴρ ἀποδῷσιν ἔεδνα,
ὅσσα οἱ ἐγγυάλιξα κυνώπιδος εἵνεκα κούρης,
οὕνεκά οἱ καλὴ θυγάτηρ, ἀτὰρ οὐκ ἐχέθυμος.» 320
ὣς ἔφαθ', οἱ δ' ἀγέροντο θεοὶ ποτὶ χαλκοβατὲς δῶ·
ἦλθε Ποσειδάων γαιήοχος, ἦλθ' ἐριούνης
Ἑρμείας, ἦλθεν δὲ ἄναξ ἑκάεργος Ἀπόλλων.
θηλύτεραι δὲ θεαὶ μένον αἰδόϊ οἴκοι ἑκάστη.
ἔσταν δ' ἐν προθύροισι θεοί, δωτῆρες ἑάων· 325
ἄσβεστος δ' ἄρ' ἐνῶρτο γέλως μακάρεσσι θεοῖσι
τέχνας εἰσορόωσι πολύφρονος Ἡφαίστοιο.
ὧδε δέ τις εἴπεσκεν ἰδὼν ἐς πλησίον ἄλλον·
«οὐκ ἀρετᾷ κακὰ ἔργα· κιχάνει τοι βραδὺς ὠκύν,
ὡς καὶ νῦν Ἥφαιστος ἐὼν βραδὺς εἷλεν Ἄρηα, 330
ὠκύτατόν περ ἐόντα θεῶν οἳ Ὄλυμπον ἔχουσιν,
χωλὸς ἐών, τέχνῃσι· τὸ καὶ μοιχάγρι' ὀφέλλει.»
ὣς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον·
Ἑρμῆν δὲ προσέειπεν ἄναξ Διὸς υἱὸς Ἀπόλλων·
«Ἑρμεία Διὸς υἱέ, διάκτορε, δῶτορ ἑάων, 335
ἦ ῥά κεν ἐν δεσμοῖσ' ἐθέλοις κρατεροῖσι πιεσθεὶς
εὕδειν ἐν λέκτροισι παρὰ χρυσῇ Ἀφροδίτῃ;»
τὸν δ' ἠμείβετ' ἔπειτα διάκτορος Ἀργεϊφόντης·
«αἲ γὰρ τοῦτο γένοιτο, ἄναξ ἑκατηβόλ' Ἄπολλον.
δεσμοὶ μὲν τρὶς τόσσοι ἀπείρονες ἀμφὶς ἔχοιεν, 340
ὑμεῖς δ' εἰσορόῳτε θεοὶ πᾶσαί τε θέαιναι,
αὐτὰρ ἐγὼν εὕδοιμι παρὰ χρυσῇ Ἀφροδίτῃ.»
ὣς ἔφατ', ἐν δὲ γέλως ὦρτ' ἀθανάτοισι θεοῖσιν.
.
.
.